ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

Ή με τα κωλόπαιδα ή με τις κουφάλες.

Η στοιχειώδης αξιοπρέπεια ενάντια στη φαηλοκρατία

Όταν το ρήμα εκτοπίζεται και άρχουν παντού τα επίθετα, θετά παιδιά της συμμορφώσεως και του διακοσμημένου ψεύδους, τέλματα εκτείνονται εκεί όπου ο σπόρος έπιπτε ως σπέρμα. Μα τότε, ω, τότε δικαιολογούνται –τι λέγω, ευλογούνται όλου του κόσμου οι θυμοί.
Α. Εμπειρίκος
Αν η πραγματικότητα που μας κατακλύζει αποτελεί ένα εφιαλτικό όνειρο, η άρνηση αυτού του άθλιου πολιτισμού δεν αποτελεί παρά την πλαισιωμένη από όνειρα αφύπνιση, που αποτελεί αναγκαία -αν και όχι ικανή- συνθήκη για το πέρασμα σε μια άλλη πραγματικότητα∙ την πραγματικότητα που θα καταστήσει δυνατή την έλευση μιας αυτόνομης κοινωνίας. Υπό αυτή την έννοια, η στάση των τεσσάρων αναρχικών ληστών της Κοζάνης δε μπορεί παρά να αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη μέσα στη γενικότερη ηθική και αισθητική κατάπτωση που χαρακτηρίζει το δημόσιο λόγο αλλά και την κοινωνική ατμόσφαιρα, γενικότερα, στην Ελλάδα του 2013. Ζούμε σε μια κοινωνία εντός της οποίας έχει έρθει στην επιφάνεια ο βαθύτερος κοινωνικός απόπατος, δηλαδή οι λούμπεν (πολιτιστικά) συμπεριφορές που κάθε κοινωνία κρατά στο περιθώριο και στους υπονόμους της, όπως αυτός αποκρυσταλλώνεται ανθρωπολογικά και πολιτικά στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής και των υποστηρικτών της. Απέναντι σε αυτή τη δυσώδη κατάσταση, η αξιοπρέπεια και η «τιμιότητα» της πολιτικής και ηθικής στάσης τεσσάρων αναρχικών, αλλά και των γονιών τους, δε μπορούν παρά να εντυπωσιάζουν αλλά -ελπίζουμε- και και να εμπνέουν. Αυτή είναι η ουσιώδης -από πολιτική άποψη- πλευρά του ζητήματος και όχι τόσο τα αρχικά σχέδια και κίνητρα των ληστών.
Είναι προφανές σε όσους γνωρίζουν τις απόψεις μας, ότι για εμάς τέτοιου είδους ακτιβίστικες και «θεαματικές» δράσεις -ακόμη κι όταν δεν συνιστούν κομμάτια μιας γενικότερης ένοπλης δράσης- ουδεμία σχέση έχουν με ένα πραγματικά δημοκρατικό κοινωνικό κίνημα. Η κριτική στο λεγόμενο «ένοπλο» αλλά και στη λογική των πρωτοποριών έχει γίνει από καιρό και πρώτα και κύρια από τους ίδιους τους ελευθεριακούς κύκλους οι οποίοι συνεχώς χρεώνονται την εμφάνιση τέτοιων ομάδων από τα ΜΜΕ και τους διάφορους δημοσιολόγους. Ωστόσο, αυτό που εδώ μας απασχολεί είναι η ηθική στάση των τεσσάρων αναρχικών, η οποία, μέσα στα τωρινά πλαίσια, αποκτά σημασία καθαρά πολιτική.
Με την στάση τους, οι αναρχικοί ληστές και οι γονείς τους έκαναν μια πολιτική πράξη πρώτου βαθμού, ασχέτως των ιδεολογικών, κοινωνικών και όποιων άλλων συνειδητών στόχων ή έμμονών τους (οι οποίες για τους πρώτους εντάσσονται στη γνωστή παράνοια των συνωμοτικών ομάδων). Κατάφεραν να δείξουν έμπρακτα τη δυνατότητα ενός άλλου τρόπου ζωής, μιας συμπεριφοράς που όχι μόνο ξεφεύγει από την παθητικότητα, την απελπισία και την αυτοενοχικότητα της πλειονότητας των φοβισμένων αλλά και από τη χαμέρπεια, τον κυνισμό και την χοντροπετσιά των φασιστοειδών και του χουντόφιλου κομματιού των μικροαστών, που εσχάτως, χάρις στην άνοδο της ΧΑ και της σαμαρικής πτέρυγας της ΝΔ, έχουν αρχίσει να εκφράζονται ανοιχτά και ανερυθρίαστα. Χωρίς κλάψες, χωρίς ίχνος αυτοθυματοποίησης καταφέρνει να θέσει με τρόπο καθαρό για όλους το βασικό πολιτικό και ανθρωπολογικό ζήτημα: τι κάνουμε απέναντι σε αυτήν την κατάσταση που βιώνουμε όλον αυτόν τον καιρό, καθόμαστε και κλαιγόμαστε ή προσπαθούμε να κάνουμε κάτι για να την αλλάξουμε; Συμπορευόμαστε με τις άρχουσες μαφίες και τα κομμάτια της κοινωνίας που τις στηρίζουν ή αγωνιζόμαστε για μια καλύτερη κοινωνία;
Η στάση τους ξαναέδωσε σημασία στις λέξεις και στις έννοιες και μετά από πάρα πολύ καιρό επιτρέπει πλέον κάποια πράγματα να λέγονται με το όνομά τους∙ μας επιτρέπει να πούμε ότι υπάρχουν ρουφιάνοι, κουφάλες και βασανιστές, από τη μια μεριά, και από την άλλη άνθρωποι όρθιοι, αφελείς ενδεχομένως και επιπόλαιοι, αλλά έτοιμοι να σηκώσουν το ανάστημά τους απέναντι στη γενικευμένη παρακμή και τους αποστόλους της, όντας έτοιμοι, φυσικά, να πληρώσουν το τίμημα για τις πράξεις και τις επιλογές τους. Δεν είναι τυχαίο, συνεπώς, που οι μηχανισμοί προληπτικής διανοητικής καταστολής όλων των τύπων έσπευσαν να ξεσκίσουν τα παιδιά και τους γονείς τους: από τα χρυσαυγιτοειδή και τους «νοικοκυραίους» της λαϊκής δεξιάς μέχρι τους δήθεν σοβαρούς φιλελεύθερους διανοούμενους και επίδοξους ανατόμους «των δυσανεξιών της νεοελληνικής κοινωνίας». Η πρωτοφανής, αυτή, παρακμή και η απαξίωση κάθε έννοιας δημόσιου διαλόγου δεν αποτελούν απλά δείγματα του κυνισμού και της υποκρισίας των μικροαστικών κύκλων, αλλά επιπλέον αναδεικνύουν ορισμένα βαθύτερα χαρακτηριστικά της νεοελληνικής κοινωνίας. Ας ρίξουμε μια ματιά στα σχήματα που πήρε αυτή η ουσιαστικά ψυχολογικού τύπου αντίσταση σε αυτό που εξέφρασε η πράξη των τεσσάρων αναρχικών.
Λαϊκισμός και ταξικές αναλύσεις του κώλου
Εξακολουθεί να ισχύει μια γενική παραδοχή, εκατό τοις εκατό ανόητη, στην οποία, χοροστατούντος του Τύπου, συμφωνούν πρόθυμα οι πάντες, από την ακροδεξιά πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας μέχρι το ΚΚΕ, δηλαδή ότι η θεώρηση του προβλήματος της κοινωνίας είναι, και δεν μπορεί παρά να είναι, ΑΥΣΤΗΡΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ, λες και ο ψυχισμός του ανθρώπου ή η πολιτισμική του ταυτότητα αποτελούν διαστάσεις της ύπαρξής του προορισμένες αποκλειστικά για ιδιωτική εκμετάλλευση, οπότε του Ευαγγελάτου δεν του πέφτει λόγος και μη ρωτάτε για τον Παπαδάκη.
Πρώτο και καλύτερο, μια κοινωνιολογία του πεζοδρομίου, ένας αγοραίος, κατά κάποιον τρόπο, «μαρξισμός», που δίνει έμφαση στην κοινωνική και ταξική καταγωγή των ληστών: «είναι γόνοι αστικών οικογενειών, μοσχαναθρεμμένοι στα Βόρεια Προάστια και σε γνωστά ιδιωτικά σχολεία». Πρόκειται για τον σκληρό πυρήνα της λαϊκίστικης και ακροδεξιάς τοποθέτησης, την οποία έχει ανάγει σε σημαία της η δεξιά στο σύνολό της (τόσο η λαϊκή όσο και η φασίζουσα): μια ρητορική που την είχαμε δει δειλά δειλά να εμφανίζεται το Δεκέμβρη του 2008 με τη δολοφονία του Α. Γρηγορόπουλου και που σήμερα γενικεύεται, πιο απενοχοποιημένα από ποτέ. Σύμφωνα με αυτό το κλασικό σχήμα η αριστερά και οι αναρχικοί είναι αστοί μποέμ που παριστάνουν τους επαναστάτες για να σκοτώσουν την πλήξη τους, την ώρα που ο τίμιος μεροκαματιάρης πασχίζει κάθε μέρα να τα βγάλει πέρα για να θρέψει την οικογένειά του. Και σα να μην του έφταναν όλα αυτά έχει και τα ανεπάγγελτα και ρέμπελα κωλόπαιδα να του σπάνε το μαγαζί, να τον ληστεύουν και να τον σκοτώνουν. Αυτό το κλασικό σχήμα την περίοδο του Μεσοπολέμου εμπλουτιζόταν και με την καθοριστική συνιστώσα του αντισημιτισμού («αριστερά=πλούσιοι=Εβραίοι»). Ευτυχώς σήμερα στην Ελλάδα δεν έχουμε δει ακόμα τέτοιες τερατογενέσεις. Ωστόσο το πρώτο σκέλος του σχήματος υιοθετείται ευρέως, εφόσον πλέον το χρησιμοποιούν και διάφοροι φιλελεύθεροι «αντιλαϊκιστές» κρετίνοι, όπως ο Κανέλλης και ο Μανδραβέλης, οι οποίοι έσπευσαν να μας υπενθυμίσουν ότι οι αστυνομικοί είναι «παιδιά του λαού» και ανήκουν στη «γενιά των 700 ευρώ».
Σε αυτό εμείς απαντάμε ότι η κοινωνική καταγωγή των αστυνομικών -όπως και των ληστών, φυσικά, αλλά και οποιουδήποτε άλλου- ελάχιστα μας απασχολεί, εφόσον τέτοιου είδους κριτήρια δεν προέρχονται από κάποια σοβαρή ανάλυση, αλλά από έναν χυδαίο υλισμό που κρίνει τις πράξεις βάσει του έχειν, παραβλέποντας το γεγονός ότι οι άνθρωποι -και οι πρακτικές τους- δεν είναι ούτε το αποτέλεσμα στενά οικονομικών δεδομένων, ούτε βέβαια μπορούν να κριθούν μονοσήμαντα απ’ αυτά. Διότι, έτσι αγνοούμε ότι ταυτοχρόνως είμαστε και φορείς ιδεών, επιθυμιών και αξιών, οι οποίες απωθούνται βίαια από την πρώτη κιόλας στιγμή που (σο)δομείται ο ψυχισμός των ατόμων αυτής της κοινωνίας. Επιπλέον, το επιχείρημα αυτό παραμένει φαιδρό ακριβώς διότι παραβλέπει ότι άνθρωποι που έχουν -με υλικούς όρους- εξασφαλισμένη τη ζωή τους, αποφασίζουν να απαρνηθούν τον κομφορμισμό που εδώ και δεκαετίες καλλιεργείται ως ζητούμενο και να ρισκάρουν την ελευθερία τους, αλλά ακόμη και την ίδια τους τη ζωή, για τα ιδανικά τους.
23203_1Άλλωστε έχει παρέλθει η εποχή όπου τα λαϊκά στρώματα ήταν φορείς πολιτικών και κοινωνικών αξιών που σήμαιναν κάτι για όποιον υπερασπίζεται το δημοκρατικό κίνημα. Αρκεί μια ματιά γύρω μας για να το καταλάβουμε: το στρουμπουλό μουσάτο αγόρι με το αετίσιο βλέμμα, που δικηγορεί υπέρ μαφιόζων και λαθρεμπόρων και είναι ο εξ απορρήτων του πρωθυπουργού, είναι γέννημα-θρέμμα κορυδαλλιώτης και περήφανος για την λαϊκή του καταγωγή, την οποία φροντίζει με κάθε ευκαιρία να υπενθυμίζει (μέσω του προκλητικού και προσποιητού του αντιδιανοουμενισμού του ή του φλερτ με τον αγοραίο σεξισμό και τα χειρότερα κλισέ του λαϊκισμού)∙ λαϊκά παιδιά είναι επίσης ο Μαζωνάκης, ο ΛΕΠΑ, ο σταλινογκάνκστα καραγκιόζης, Ν. Βουρλιώτης με τον υπασπιστή του, ράπερ-πωλητή λαϊκής αγοράς «Ισορροπιστή», ο Τάκης Τσουκαλάς, ο γιος ταξιτζή Πέτρος Κωστόπουλος και όλος αυτός ο εσμός που λυμαίνεται την πολιτιστική ζωή της χώρας εδώ και δεκαετίες. Αυτή η λούμπεν και παρηκμασμένη λαϊκότητα συνιστά στήριγμα του σημερινού κοινωνικού οικοδομήματος και, ως εκ τούτου, συγκαταλέγεται στους αντιπάλους κάθε προτάγματος δημοκρατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Δε βλέπουμε για ποιο λόγο, μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η συγκεκριμένη λαϊκότητα έχει απαραίτητα θετικό πρόσημο.
Η πατερναλιστική θυματοποίηση
Το δεύτερο βασικό σχήμα που αρθρώνει τις ψυχαναλυτικές μας αντιστάσεις απέναντι στην πράξη των τεσσάρων ληστών και -κυρίως, σε αυτήν την περίπτωση- των γονέων τους είναι μια ύπουλη προσπάθεια να παρουσιαστεί το συμβάν ως η ατυχής εξέλιξη μιας λανθασμένης ανατροφής, ως μια νεανική υπερβολή τεσσάρων «παιδιών» τα οποία εγκαταλείφθηκαν στη μοίρα τους από τους γονείς και την κοινωνία. Αυτή η υποτιθέμενα «παιδαγωγική» αντίληψη του συμβάντος, η οποία αρνείται στους δρώντες τη δυνατότητα επιλογής και ανάληψης της ευθύνης της πράξης τους, καθίσταται ακόμα πιο ύποπτη από τη στιγμή που οι τέσσερις αναρχικοί έχουν ευθύς εξ αρχής υποστηρίξει ότι αναλαμβάνουν συνειδητά (σε επίπεδο μάλιστα αυτοενοχικής παράνοιας) την πολιτική ευθύνη της πράξης τους, τονίζοντας πως ούτε μήνυση για τα βασανιστήρια δε θα κάνουν, εφόσον κάτι τέτοιο απλώς θα συνέτεινε στη θυματοποίησή τους. Αυτό στο οποίο μας οδηγεί αυτή η πατερναλιστική στάση είναι η στέρηση της δυνατότητας να έχουμε ως πολιτική επιλογή τη βίαιη αντίσταση στις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες: όχι, τα «παιδιά» δεν είναι (και δεν πρέπει να είναι) φορείς ώριμης σκέψης, δεν είναι ικανά για πολιτικές επιλογές και αποφάσεις∙ τα ίδια είναι αθώα και άσπιλα, για να έχουν τέτοιες κακές και διεστραμμένες σκέψεις πρέπει κάτι να μην έχει πάει καλά με την ανατροφή τους, πρέπει σίγουρα να συνιστούν συμπτώματα της κακοδαιμονίας της κοινωνίας που τα γέννησε.
Τούτες οι αντιλήψεις, όντας μήτρες του κυνισμού της εποχής μας, δεν είναι παρά απόπειρες  πολιτικοποίησης του lifestyle, όπου, μπροστά στο φόβο της ηθικής ωριμότητας ορισμένων πράξεων -ειδικότερα όταν οι ίδιοι οι φορείς τους με υποδειγματική ωριμότητα αναλαμβάνουν την ευθύνη- ανασύρονται διαφόρων ειδών τεχνικές «αντιγήρανσης». Πρόκειται γι’ αυτό το γενικευμένο άγχος του να ωριμάσουμε για το οποίο μιλούσε ο Λας, και κατ’ επέκταση να δούμε και τους υπόλοιπους αντίστοιχα ως ώριμους και ίσους απέναντί μας. Παράλληλα, αυτό το modus vivendi για την καταπολέμηση της ρυτίδας, έχοντας οριοθετήσει σε κανονικότητα την επισφαλή εργασία, τη δια βίου μάθηση και την κουλτούρα του gadget ως συνθήκες ζωής που θα μας κρατήσουν για πάντα «νέους» (βλ. συνταξιοδότηση στα 75 και αν!), μπορεί να μετατρέπεται σε τελευταίο καταφύγιο του παιδαγωγικού πατερναλισμού προσπαθώντας να νομιμοποιήσει τα βασανιστήρια ως αναγκαίες πατρικές σφαλιάρες ή μερικές γονικού τύπου «ψιλές» προς συμμόρφωση.
419686_330989273671815_459934106_nΑυτή η δήθεν παιδαγωγική-κοινωνιολογική οπτική, που στην πραγματικότητα είναι ουσιωδώς θυματοποιητική, εφόσον μας παρουσιάζει τα τέσσερα «παιδιά» ως απλά θύματα του κοινωνικού τους περιγύρου, ως όντα δίχως την παραμικρή βούληση και προσωπική κρίση, ως έρμαια των κοινωνικών συνθηκών, παίρνει δύο μορφές: την καθαρά συντηρητική/αυταρχική («μαλακισμένα των Βορείων Προαστίων που τίποτε δεν τους έλλειψε στη ζωή», «ορίστε πώς μεγαλώνουν τα παιδιά τους οι πλούσιοι» κ.λπ.) και την εμμέσως συντηρητική/φιλελεύθερη (την οποία εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο η στάρλετ της πέννας και φωνή της Αθήνας, Σ. Τριανταφύλλου): το συμβάν αυτό είναι συνέπεια της κουλτούρας βίας και ανομίας που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία, όπως επίσης και της αρρωστημένης σχέσης ατόμου-οικογένειας που διαπλάθεται από την εν λόγω κοινωνία. Σε κάθε περίπτωση, το συμβάν διαγράφεται ως πολιτικό γεγονός και η πολιτική απόρριψη της υπάρχουσας κοινωνίας παρουσιάζεται ως προϊόν παθολογικής συμπεριφοράς.
Και η ανάλυση αυτή καθίσταται ακόμα πιο άσχετη και «ιδεολογική», αν αναλογιστούμε ότι η υπόθεση των αναρχικών ληστών συνιστά ένα πολύ ωραίο παράδειγμα έμπρακτης κριτικής των αντιδραστικών πλευρών του θεσμού της οικογένειας. Γονείς που υποστηρίζουν την αυτονομία και την αυτενέργεια των παιδιών τους, τις πολιτικές επιλογές και τις θέσεις τους και οι οποίοι ούτε να τους θυματοποιήσουν προσπαθούν αλλά ούτε και αποπειράθηκαν ποτέ να κλαφτούν στα κανάλια και τα ΜΜΕ για χάρη των παιδιών τους, παρουσιάζοντάς τα ως απολωλότα πρόβατα, έρχονται σε κάθετη αντίθεση με τον ευνουχιστικό υπερπροστατευτισμό που χαρακτηρίζει την τυπική στάση των γονέων στα πλαίσια της νεοελληνικής οικογένειας.
Φυσικά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, καθώς η επιλογή των νεαρών ληστών να αναλάβουν το ρόλο των «επαναστατών» συνδέεται με το κενό νοήματος που χαρακτηρίζει την εποχή μας και τις δυσκολίες που αυτό μας θέτει στη συγκρότηση της πολιτικής μας ταυτότητας. Ωστόσο αυτό ισχύει για το σύνολο της σημερινής κοινωνίας, οπότε δεν αφαιρεί κάτι από τη συνειδητότητα της επιλογής των τεσσάρων αναρχικών. Καθορίζει μεν την ιδεολογική προσκόλληση στις επιλεγμένες αρχές, όχι όμως και την ίδια την πολιτική επιλογή και την απόρριψη της υπάρχουσας κοινωνίας.
Ας μιλήσουμε για αξιακά συστήματα…
Τα πιο φλογερά μέρη στην κόλαση προορίζονται για εκείνους που,  σε καιρούς μεγάλης ηθικής κρίσης, διατήρησαν την ουδετερότητά τους.
Dante Alighieri
Σε κάθε περίπτωση, η συγκυρία μας δίνει την ευκαιρία να ξεκαθαρίσουμε κάπως τις απόψεις μας γύρω από αυτά τα ζητήματα, πετώντας οριστικά στους περίφημους ΧΥΤΑ της Ιστορίας όλα αυτά τα μουχλιασμένα ιδεολογικοπολιτικά σχήματα. Και δεν είναι τυχαίο που μπροστά σε μια τέτοια κοινωνική στιγμή, οπότε και τα διλήμματα τίθενται, άξαφνα, με τρόπο καθαρό και κρυστάλλινα διαυγή, απαιτώντας μας να πάρουμε θέση, οι διάφοροι εστέτ μικροαστοί σηκώνουν την παντιέρα της «αντικειμενικότητας» και της αξιολογικής ουδετερότητας (του κώλου, πάντα!), στο όνομα της ψυχραιμίας και της αποφυγής της κοινωνικής ζουγκλοποίησης. Ταυτόχρονα, οι διάφοροι λεβέντες που παπαρολογούσαν υπέρ του κρεμάσματος «δωσιλόγων» στο Σύνταγμα τώρα κάθονται σούζα και τα βάζουν όχι πια με τους «τραπεζίτες και τα λαμόγια» αλλά με τους αντικειμενικά ανίσχυρους. Όπως μας το έχει δείξει τόσες φορές η πρόσφατη ιστορία του Γένους, ο λεκτικός κολοκοτρωνισμός μόνο με τον «Γιωργάκη» έδειχνε την μαγκιά του, τώρα με τη Δεξιά του χωροφύλακα πήγε περίπατο.
Λαός και Κολωνάκι
Όπως είδαμε και πιο πάνω, σήμερα η κοινωνική και ταξική καταγωγή των πολιτικών υποκειμένων μόνο δευτερευόντως παίζει ρόλο. Ειδικά στην Ελλάδα, η οποία ποτέ δεν είχε μια ταξική δομή ανάλογη με των δυτικών χωρών, όπου οι παλιοί αριστοκρατικοί και -κυρίως- αστικοί κώδικες και η κληρονομιά τους διαχώριζαν και συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να διαχωρίζουν τη συμπεριφορά των μελών των ανώτερων τάξεων από αυτή των κατώτερων, σε επίπεδο καθημερινής συμπεριφοράς. Πολλώ δε που ακόμα και στη Δύση αυτές οι διαφορές είναι πλέον μόνο πολιτιστικού τύπου με τη στενή έννοια του όρου (τα μέλη των λαϊκών τάξεων, π.χ., είναι πιο αυθόρμητα και συμπαθή, λιγότερο επηρμένα και σοβαροφανή). Αυτό, λοιπόν, που έχει σημασία είναι η πολιτική τοποθέτηση του καθενός και της καθεμιάς μας.
Κάτι που φυσικά δε σημαίνει ότι πρέπει να ανεχόμαστε τον κάθε πλούσιο μεγαλοδημοσιογράφο τύπου Τράγκα να πουλάει λαϊκισμό και αγοραίο αντινεοφιλελευθερισμό. Εννοούμε, αντίθετα, ότι οι πολιτικές απόψεις δε μπορούν πλέον, σε καμία περίπτωση, να εξαχθούν αποκλειστικά από την κοινωνική καταγωγή κάθε ατόμου ή ομάδας. Και αυτό δεν έχει σημασία τόσο για τις ανώτερες τάξεις, όσο για τα λαϊκά στρώματα: διότι εκεί είναι που την πατάει η αριστερά και οι αναρχικοί, που συνεχίζουν -και θα συνεχίζουν αιωνίως, όπως φαίνεται- να αναζητούν τα σπέρματα μιας μελλοντικής επανάστασης, ή, έστω, εξέγερσης, στης «γης τους κολασμένους», στα «φτωχά λαϊκά στρώματα» ή ακόμα και στις πιο λουμπενοποιημένες κοινωνικές κατηγορίες.
Όπως όμως έχουμε δει, οι συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες -όπως κι η υπόλοιπη κοινωνία, γενικότερα- εδώ και αρκετές δεκαετίες έχουν χάσει κάθε πολιτική συνείδηση και αυτό που βασικά τις ενδιαφέρει είναι η πρόσβαση στο εμπόρευμα και η προσπάθεια κοινωνικής ανόδου, με σκοπό τη σταθεροποίηση της θέσης τους μέσα στην κοινωνία της κατανάλωσης. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από τους «απόκληρους» των αγγλικών μεγαλουπόλεων που, πριν δύο καλοκαίρια, έκαναν μαζικές επιδρομές στις βιτρίνες των πολυκαταστημάτων ίσως να μην υπάρχει. Η εν λόγω εξεγερσιακή συμπεριφορά ήταν απλώς η έκφραση του δαιμονικού άγχους που διακατέχει τους «αποκλεισμένους καταναλωτές», όπως λέει και ο Ζ. Μπάουμαν. Σε καμία περίπτωση δεν εμφανίστηκε έστω και υπό σπερματική μορφή μια δημοκρατική αμφισβήτηση της κυρίαρχης κοινωνικής θέσμισης. Το ότι, μέχρι μια ιστορική περίοδο, τα λαϊκά στρώματα γεννούσαν δημοκρατικά πολιτικά κινήματα δε σημαίνει ότι αυτό θα συμβαίνει στον αιώνα τον άπαντα. Οι κοινωνίες αλλάζουν και μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του καπιταλισμού είναι ότι, μέσω της σταδιακής δημιουργίας της κοινωνίας της κατανάλωσης, κατάφερε να καθυποτάξει φαντασιακά και να «ενσωματώσει» την εργατική τάξη, η οποία πλέον δεν έχει κανένα επαναστατικό προνόμιο. Η έφεση με την οποία η ακροδεξιά και λαϊκοδεξιά ρητορική χρησιμοποιούν το μοτίβο των καλών φτωχών ίσως μας δίνει επιτέλους την ευκαιρία να αναθεωρήσουμε τις απόψεις μας επί του θέματος και να δούμε τα πράγματα με κάποια μεγαλύτερη διαύγεια, απορρίπτοντας αυτήν την επί της ουσίας χριστιανική συμπάθεια προς οποιονδήποτε είναι φτωχός, ανεξαρτήτως της πολιτικής και κοινωνικής του στάσης. Φυσικά και ως άνθρωποι που είμαστε υπέρ της ισότητας βλέπουμε πάντοτε με μια έμφυτη συμπάθεια τα θύματα κάθε είδους ανισότητας και εκμετάλλευσης: σε καμία όμως περίπτωση κάτι τέτοιο δεν πρέπει να μας κάνει να τα θεοποιούμε ή να παραβλέπουμε τις πιθανές ευθύνες τους στη διαιώνιση των ανισοτήτων.
Καμία δουλειά δεν είναι ντροπή, εκτός από του μπάτσου και του βουλευτή
308019_340343616069714_223780761_nΕν ολίγοις -για να το πούμε λαϊκά!- να πάνε να γαμηθούνε τα φτωχά παιδιά που γίνονται αστυνομικοί και δη μέλη των Σωμάτων Ασφαλείας. Αν δεν έχουν τη στοιχειώδη νοημοσύνη να σκεφτούν ότι μεθαύριο θα τους στείλουν να βαράνε τους συνταξιούχους γονείς τους και τους άνεργους φίλους και παλιούς συμμαθητές τους, τότε ή είναι βλάκες, και άρα τίθενται εκ των πραγμάτων εκτός πολιτικής συζήτησης, ή είναι κυνικοί μικροσυμφεροντολόγοι που, ως τέτοιοι, έχουν κάνει, συνειδητά ή ασυνείδητα, τις επιλογές τους και εμμέσως αναγνωρίζουν ότι πιθανόν να χρειαστεί να υποστούν και τις όποιες συνέπειες γι’ αυτές τους τις επιλογές. Όπως οι αναρχικοί ληστές έκαναν τις δικές τους, έτσι και οι μικροαστοί ή τα «λαϊκά παιδιά» που επιλέγουν να γίνουν αστυνομικοί, έχουν επιλέξει έναν τρόπο ζωής για τον οποίο ενδεχομένως να χρειαστεί κάποτε να λογοδοτήσουν.
Καμία πολιτική συζήτηση δεν είναι δυνατή αν δεν αναγνωρίζουμε στα κοινωνικά υποκείμενα έστω μια ελάχιστη υπευθυνότητα και ελευθερία βούλησης∙ αν τα πάντα -διότι πολλά όντως είναι- προϊόν του «κοινωνικού περιγύρου», τότε κανείς δε φταίει ποτέ, κανείς δεν έχει να λογοδοτήσει σε κανέναν για τις απόψεις και τις πράξεις του και μπορούμε πλέον να περιμένουμε τη χάρη του Θεού να μας φωτίσει και να μας πει τι πρέπει να κάνουμε και να πιστεύουμε.
Αν στην περίπτωση των τεσσάρων αναρχικών αυτή η προσέγγιση παίρνει μια φιλανθρωπική-χριστιανική χροιά, με σκοπό να πνίξει τον πολιτικό χαρακτήρα της πράξης τους, στην περίπτωση των αστυνομικών έχει ως στόχο να τους αθωώσει και να τους προστατέψει από κάθε πιθανή κριτική. Όταν όμως οι αστυνομικοί επιδίδονται στα αγαπημένα τους σπορ (εμπόριο λευκής σαρκός και ναρκωτικών, κατάχρηση εξουσίας, τραμπούκικες και μαφιόζικες πρακτικές και γενικότερη αυθαιρεσία και παράβαση καθήκοντος), οι διάφοροι αρθρογράφοι κάνουν τις πάπιες Πεκίνου: μας βάλανε πρωτοσέλιδα την ανεκδιήγητη «αγρότισσα μάνα αστυνομικού» με το πλακάτ, αλλά το 2008 δεν είδαμε κανέναν από αυτούς τους μικροαστείους να μας κάνουν αναλύσεις για το πώς ανέθρεψε το παιδί της η μάνα του Κορκονέα.
…και ας καταδικάσουμε τη βλακεία απ’ όπου κι αν προέρχεται!
Άλλο ένα ιδεολογικό σχήμα που εξυπηρετεί την ψυχολογική μας αντίσταση απέναντι στην αναγκαιότητα να πάρουμε θέση απέναντι στα δημόσια πράγματα είναι και η γνωστή παπαριά -διότι περί παπαριάς, πλήρως ανιστόρητης και ατεκμηρίωτης, πρόκειται- «καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Φυσικά αυτό το σλόγκαν το κραδαίνουν με κουτοπονηριά και δόλο οι εκάστοτε πολιτικοί ή δικτάτορες, προκειμένου να αφαιρούν το ηθικό χαλί κάτω από τα πόδια των πολεμίων τους. Εφόσον, σου λέει, εμείς, ως κράτος, έχουμε το «νόμιμο μονοπώλιο της βίας», η δικιά μας βία δε μετράει, είναι εκ των ων ουκ άνευ∙ άρα, αν καταδικάσουμε τη βία γενικώς, αυτόματα απονομιμοποιούμε ηθικά τη βία (με ή χωρίς εισαγωγικά) που αντιτίθεται στις πολιτικές μας. Προφανώς εδώ δε μας ενδιαφέρει η ρητορεία των πολιτικάντηδων και των φίλων τους στα ΜΜΕ, αλλά όλοι αυτοί οι χρήσιμοι -ή απλώς- ηλίθιοι που βγαίνουν και παίρνουν στα σοβαρά αυτές τις προπαγανδιστικές διακηρύξεις.
Το πρόβλημα, με άλλα λόγια, είναι ότι η πολιτική απάθεια των κοινωνιών μας, αλλά και ο γενικευμένος ευδαιμονισμός που τις χαρακτηρίζει, έχουν δημιουργήσει έναν τύπο ανθρώπου μαλθακό και «λαπά», ο οποίος έχει πλήρως ξεχάσει ότι αν η ανθρωπότητα κατάφερε να κάνει ορισμένα βήματα «εμπρός» κατά τους τελευταίους αιώνες (χάρις, άλλωστε, στα οποία, ο εν λόγω λαπάς συνκαταναλωτής μας μπορεί να ασχολείται ήσυχος με την αποβλάκωσή του), αυτό συνέβη χάρις στη «βία» που άσκησαν οι εκάστοτε καταπιεζόμενες ομάδες, προκειμένου να αναγκάσουν όσους είχαν την εξουσία να τους αναγνωρίσουν δικαιώματα, εξουσίες και ελευθερίες. Προφανώς στο όνομα αυτών των αγώνων διαπράχθηκαν και σφαγές, ενώ απελευθερώθηκαν εντελώς αδικαιολόγητες, από πολιτική σκοπιά, έχθρες, μίση και αντιπαλότητες. Ωστόσο, η αναγνώριση αυτού του γεγονότος -ειδικά με την εμπειρία των ολοκληρωτικών καθεστώτων και το απόλυτο Κακό που ενσάρκωσε η οργανωμένη φρικωδία τους- έχει καταστεί πλέον μονομανία και έχει εξαλείψει κάθε μνήμη κοινωνικών συγκρούσεων και αγώνων που χρησιμοποίησαν βία, χωρίς, παρ’ όλα αυτά, να οδηγηθούν σε τέτοιες καταστάσεις (ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, το εργατικό κίνημα του 19ου αιώνα). Κι έτσι έχουμε καταντήσει να φοβόμαστε και τη σκιά μας και να θεωρούμε τα πάντα ως «βία», δηλαδή ως προπομπούς μιας κοινωνικής σύγκρουσης που θα φέρει το χάος και τις μαζικές σφαγές.
Αυτή όμως η μετατροπή του πασιφισμού σε ύψιστο πολιτικό ορίζοντα μας έχει καταστήσει  εντελώς τυφλούς και τυφλές απέναντι στην πραγματικότητα. Διότι, τελικά, φτάνουμε να αναγνωρίζουμε και να δεχόμαστε κάθε είδους βία των «από πάνω», στο βαθμό που (υποτίθεται ότι) «μας» προστατεύει από τις οργανωμένες μειοψηφίες και τα πολιτικά «άκρα» που θέλουν να καταλύσουν την κατάσταση ευμάρειας και καταναλωτικής αποχαύνωσης στην οποία ζούσαμε μέχρι πρόσφατα (και την οποία πιστεύουν οι περισσότεροι πως θα μπορέσουν να αναστήσουν ο Σαμαράς με τον Φαήλο). Αυτή όμως η στάση είναι ηθικά πρόστυχη και ιδιαιτέρως ποταπή.
Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι, σε τελική ανάλυση, ο πασιφισμός είναι ένα βαθύτατα εγωκεντρικό και ναρκισσιστικό ιδεολογικό σχήμα. Πρόκειται για πράγματα γνωστά, δεν ανοίγουμε εδώ κανένα νέο επιστημονικό πεδίο. Ο Μαξ Βέμπερ το εξέφρασε μια για πάντα, όταν μιλούσε για την περίφημη «ηθική της πεποίθησης»: αυτό που μας νοιάζει δεν είναι να έχουμε μια υπεύθυνη θέση απέναντι στα πράγματα, παρά μόνο να σώσουμε το ιδεολογικό μας σχήμα, εν ανάγκη κλείνοντας τα μάτια απέναντι στον ανθρώπινο πόνο ή την αδικία. Από τη στιγμή που ούτε ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι ορθολογικός ή αγγελικά πλασμένος αλλά ούτε και οι πασιφιστές μας είναι άγιοι, η λογική των ίσων αποστάσεων το μόνο που καταφέρνει είναι -αντικειμενικά και αναγκαστικά- να γίνεται άλλοθι του εκάστοτε ισχυρού.
Αν τα πάντα είναι «βία», από τη μούντζα και το γιαούρτι στον πολιτικό ή τον ματατζή μέχρι τη σφαίρα του Κορκονέα, το ξύλο και τα βασανιστήρια στον Κύπριο φοιτητή (υπόθεση «ζαρντινιέρα») και στους τέσσερις αναρχικούς, από το ξυλοφόρτωμα ενός χρυσαυγίτη από τους αναρχικούς μέχρι το θανατηφόρο μαχαίρωμα ενός μετανάστη, από τις πέτρες και τις μολότοφ των τυνήσιων και αιγύπτιων διαδηλωτών μέχρι τις σφαίρες και τα τανκς του Μουμπάρακ, του Μορσί και του Μπεν Αλί, τότε, προφανώς, αυτοί που βγαίνουν λάδι είναι η αστυνομική βία, ο δολοφονικός συμμοριτισμός της Χρυσής Αυγής, ο χουλιγκάνος Πρετεντέρης, οι διάφοροι δικτάτορες αλλά και ο εκάστοτε ισχυρός απέναντι σε όσους του αντιστέκονται. Τελικά είχαν δίκιο οι ναζί όταν έκαιγαν ολόκληρα χωριά ως αντίποινα για τη δολοφονία ενός μόνο αξιωματικού ή στελέχους των SS: η δολοφονία του Χάιντριχ από τους Τσέχους αντιστασιακούς είναι το ίδιο αιμοσταγής, αποτρόπαια και φρικαλέα με τη σφαγή στο Δίστομο ή το κυριολεκτικό σβήσιμο του Λίντιτσε από τον χάρτη. Βία το ένα, βία και το άλλο.
Η  καταισχύνη των «διανοούμενων»
Φυσικά, αν όλες αυτές οι γελοίες αναλύσεις έχουν μετατραπεί σε απόψεις, τις οποίες πιστεύει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, άνθρωποι κατά τα άλλα τίμιοι και ειλικρινείς (και λίγο αφελείς, φυσικά), αυτό το χρωστάμε σε όλο αυτό το κοινωνικό στρώμα των διανοούμενων/αρθρογράφων γνώμης/μεγαλοδημοσιογράφων, οι οποίοι ειδικεύονται στο να αποδίδουν κύρος και φιλοσοφική άλω στις παπαρολογίες των πολιτικών και της τηλεόρασης. Έτσι, από τον πολιτικό που σκόπιμα πιπιλάει την παστίλια για την «καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται», ενώ την ίδια στιγμή προωθεί πολιτικές «μηδενικής ανοχής», περνάμε στον ειλικρινή πασιφιστή μύωπα που αδυνατεί να δει ότι η αντι-βίαιη εμμονή του είναι το συμμετρικά αντίθετο της βιαιολαγνείας των «μπαχαλάκηδων» η οποία τον στοιχειώνει.
Θα μπορούσαμε, αρκετά σχηματικά, να πούμε ότι, μέσα στα νεοτερικά πλαίσια, το επίπεδο πολιτικής και κοινωνικής υγείας μιας κοινωνίας και η ένταση του πολιτιστικού της σφρίγους, φαίνονται, μεταξύ πολλών άλλων, και από τη διανοητική της παραγωγή, από την εμφάνιση συγγραφέων οι οποίοι παίρνουν τον λόγο και τοποθετούνται κριτικά απέναντι στους κατεστημένους θεσμούς και τις παραδεδομένες συνήθειες και κοινωνικές πρακτικές. Το ότι διάγουμε, σε παγκόσμιο επίπεδο, μια περίοδο παρακμής είναι γνωστό. Το ότι στην Ελλάδα δεν αναπτύχθηκε ποτέ μια στερεή παράδοση κοινωνικής κριτικής είναι επίσης γνωστό. Ωστόσο, αυτό που βλέπουμε τα τελευταία τρία χρόνια δεν έχει προηγούμενο: παρατηρούμε μια άνευ προηγουμένου αυτοακύρωση των διανοούμενων, μια αηδιαστική συστράτευση με την Εξουσία και τα κυρίαρχα συμφέροντα, έναν ιστορικής σημασίας αυτοεξευτελισμό των φορέων του λειτουργήματος της κοινωνικής κριτικής. Όχι απλώς μια ενδεχομένως ψευτοελιτίστικη σιωπή και απουσία, αλλά μια ενεργητική συμπόρευση με το Κακό.
Δεν είναι μόνο ο θεωρητικός των καταστασιακών και μεταφραστής του Χένρι Μίλλερ, Γ. Ι. Μπαμπασάκης, που έχει μετατραπεί σε πατσαβούρα για να μαζεύει τα σάλια που τρέχουν από το στόμα του αρχομανή Ε. Βενιζέλου (μαζί με γνωστούς ρυπώδεις αστέρες του εγχώριου λογοτεχνικού σταρ σύστεμ τύπου Χωμενίδη)∙ δεν είναι μόνο οι αποτυχημένοι μικροϊμπρεσάριοι που σταβλίζονται στο μεγάλο μνημονιακό -και πρώην παλαιοπασοκικό- χοιροτροφείο των Νέων (Η. Κανέλλης, Μ. Μητσός, Τ. Θεοδωρόπουλος κ.λπ.) ή τα αστέρια των διάφορων free press, όχι δεν είναι ούτε απλά οι διάφοροι εξωγήινοι τουρίστες τύπου Ν. Δήμου και Στ. Ράμφου ή ο πεθαμένος Γιανναράς.
Είναι όλα αυτά μαζί αλλά και κάτι βαθύτερο, το οποίο παράγει αυτές τις παρακμιακές καταστάσεις: είναι μια βαθιά απροθυμία να αναμετρηθούμε με τα φλέγοντα προβλήματα της εποχής, μια απέχθεια προς την ανάγκη κριτικής και σύγκρουσης με ορισμένες καταστάσεις, ένα σύνδρομο που οδηγεί στο σύμπτωμα αυτής της ασυνάρτητης αερολογίας, η οποία ακόμα κι όταν κάνει ενδιαφέρουσες ή ορθές επί μέρους παρατηρήσεις ή αναλύσεις, χάνει πάντοτε αυτό που είναι κρίσιμο και ουσιαστικό. Εδώ δεν αναφερόμαστε στους διάφορους αριβίστες και οπορτουνιστές που βρίσκονται νυχθημερόν σε διατεταγμένη και καλοπληρωμένη υπηρεσία από τα αφεντικά τους (όπως οι επώνυμοι μεγαλοαρθρογράφοι γνώμης), αλλά στους πιο αφελείς, που παρά την όποια (προ)διάθεση για ανάλυση της επικαιρότητας, στερούνται της οποιαδήποτε όρεξης ή οξυδέρκειας να αντιληφθούν το σημερινό πολιτικό διακύβευμα, τα επείγοντα ζητήματα που αυτό βάζει και την ανάγκη για σύγκρουση με τη σαπίλα που έχει ανατείλει. Η έλλειψη σοβαρών διανοούμενων της αριστεράς απλώς επιδεινώνει την κατάσταση και επιτρέπει σε αυτές τις υποπεριπτώσεις να μονοπωλούν το δημόσιο λόγο.
Έτσι, όταν μπροστά στον πολιτικοπολιτιστικό βόρβορο του Φαΰλου και τους ουρακοτάγκους του Μιχαλολιάκου εσύ κάνεις υψηλή φιλοσοφία της κακιάς ώρας, τότε είναι Φαήλιου φαεινότερο ότι είσαι συνυπεύθυνος -δίχως το παραμικρό ελαφρυντικό- για την ακροδεξιά πολιτική στροφή και την παράδοση στην πολιτιστική εξαχρείωση που ρημάζει την έτσι κι αλλιώς ζοφερή καθημερινότητα. Όταν είσαι διανοούμενος με δυτική παιδεία και, κατά συνέπεια, μπορείς να καταλάβεις κάτι παραπάνω από τους αμόρφωτους κατσαπλιάδες της εγχώριας πολιτικής ολιγαρχίας για τον φασισμό, αλλά, παρ’ όλα αυτά, κάνεις τον κινέζο και σιωπάς, μιλώντας για τον «εξτρεμιστή» ΣΥΡΙΖΑ και τα «κόκκινα τάγματα εφόδου», τότε είσαι αναξιοπρεπής και δούλος μέχρι τον μυελό των οστών σου.
Οι σημερινοί ζοφεροί καιροί απαιτούν την αντίστοιχη αποφασιστικότητα και θέληση όχι μόνο για να συγκρουστούμε με όσα μας καταδυναστεύουν αλλά και για να υπερασπιστούμε την απειλούμενη αξιοπρέπειά μας. Γι’ αυτό και σε ό,τι αφορά τις ευθύνες του καθενός και της καθεμιάς, πιστεύουμε πως κάποια πράγματα πρέπει να λέγονται με το όνομά τους. Στην υπαρκτή φαηλοκρατία, το -μέχρι πρόσφατα νεορομαντικό- σύνθημα «να μη ζήσουμε σα δούλοι» καθίσταται το κεντρικό πολιτικό στοίχημα για το άμεσο μέλλον.

Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

Οι "ανθρώπινες ανάγκες" και η μικροαστική εμμονή στην "αναδιανομή"



Μια από τις θεμελιώδεις θεωρητικές υπεκφυγές του ΣΥΡΙΖΑ --αλλά και γενικότερα, της "μεταμοντέρνας αριστεράς"-- όταν καλείται να μιλήσει για το τι εννοεί με τη λέξη "σοσιαλισμός", όταν και όποτε τέλος πάντων συνεχίζει καν να τη χρησιμοποιεί, είναι να τον ταυτίζει με την "ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών". Στην περίληψη της πρόσφατης συνέντευξης του Ευκλείδη Τσακαλώτου, για παράδειγμα, το Left.gr γράφει:
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, με μια ψύχραιμη, αντικειμενική θεώρηση, μας αναλύει την τρέχουσα κατάσταση του ελληνικού καπιταλισμού. Ταυτόχρονα, οραματικά, μας μιλά για τη δυνατότητα, και την ανάπτυξη, μιας «άλλης» οικονομίας. Μιας οικονομίας που θα έχει στόχο την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών, μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας.
"Σοσιαλισμός" λοιπόν --και αφήνοντας κατά μέρος το τι ακριβώς θα πει "αντικειμενική θεώρηση" σε ένα τέτοιο πλαίσιο αναφοράς-- είναι η "ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών."
Αλλά βέβαια, αυτό λέει ελάχιστα πράγματα. Αν υπάρχει ένα σύστημα που "ικανοποιεί" τις "ανθρώπινες ανάγκες" παραπάνω από κάθε άλλο, αυτό δεν είναι καθόλου ο σοσιαλισμός αλλά ο καπιταλισμός. Γιατί "οι ανθρώπινες ανάγκες" που καλύπτονται από τον σοσιαλισμό δεν είναι απεριόριστες αλλά πολύ συγκεκριμένες και πεπερασμένες ποσοτικά: ο σοσιαλισμός δεν θα καλύψει ποτέ την "ανθρώπινη ανάγκη" για εξοχικό στη Μύκονο, ούτε την "ανθρώπινη ανάγκη" για ρούχα από τον Versace, ούτε την "ανθρώπινη ανάγκη" για ένα γερμανικό αυτοκίνητο πολυτελείας που αποτελεί υπόδειγμα βιομηχανικού design, ούτε την "ανθρώπινη ανάγκη" για εξωτικές διακοπές στην Σρι Λάνκα, ούτε την "ανθρώπινη ανάγκη" για μεγαλύτερες ανταμοιβές για τους "ικανότερους", ούτε την "ανθρώπινη ανάγκη" για επιχειρείν και για εμπορική κατοχύρωση ευρεσιτεχνιών, ούτε την "ανθρώπινη ανάγκη" για τεράστια ποικιλία προϊόντων σε κάθε τομέα της αγοράς. Ο καπιταλισμός καλύπτει όλες αυτές τις "ανθρώπινες ανάγκες" που δεν πρόκειται ποτέ να καλύψει ο σοσιαλισμός. Απλώς, τις καλύπτει για λίγους. Σήμερα, συνεχίζει να καλύπτει όλες τις ανάγκες για τους λίγους, όσο και αν δεν καλύπτει πια σχεδόν καμία για τους πολλούς. Ο πιο εύρυθμος και καλά σχεδιασμένος σοσιαλισμός, από την άλλη, δεν μπορεί παρά να καλύπτει ένα περιορισμένο αριθμό αναγκών για όλους· και δεν μπορεί να καλύψει καμία "ανάγκη" που να προϋποθέτει την εκμετάλλευση άλλων και την δική τους αποστέρηση από τις δικές τους ανάγκες.

Τίποτε από όλα αυτά δεν συνιστά βέβαια κάποια θεωρητική "καινοτομία" ή ανακάλυψη· είναι, αντιθέτως, πράγματα γνωστά και τετριμμένα. Μόνο που είναι επίσης αναγκαίο να υπενθυμίζονται, γιατί είναι ακριβώς τα πράγματα που δεν λέγονται, που κρύβονται επιμελώς πίσω από την γλυκερά αφηρημένη έκφραση "ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών"-- η οποία είναι σχεδιασμένη, όπως κάθε τι στη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ, να ικανοποιεί τους πάντες και να μην προβληματίζει κανένα, προσφέροντας σε όλους ίσο ποσό αέρα κοπανιστού.
Αλλά το ζήτημα δεν εξαντλείται εδώ. Γιατί βέβαια η "ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών", όπως και αν την πάρει κανείς, και ακόμα και αν την εκλάβει με την αυστηρά σοσιαλιστική έννοια (πράγμα που προαπαιτεί έναν κριτικό μετασχηματισμό της ίδιας της αντίληψης της "ανάγκης"), είναι μια φράση που αναφέρεται κυρίως, κατά βάση, στην διανομή του κοινωνικού προϊόντος. Αφορά, δηλαδή, την κατανομή αυτού που η κοινωνία παράγει με τέτοιο τρόπο ώστε να καλύπτονται είτε οι δυνητικά ατέρμονες ανάγκες των λίγων, είτε οι ποσοτικά πεπερασμένες (αν και ποιοτικά καθόλου τέτοιες) ανάγκες όλων.
Η ευκολία με την οποία γίνεται αποδεκτή η φράση ως συνώνυμη του "σοσιαλισμού", συνεπώς, θα όφειλε να προβληματίσει όχι απλώς επειδή αφήνει αναπάντητο το θεμελιώδες ερώτημα "ανάγκες ποιων και τι είδους;", αλλά και επειδή δε λέει λέξη για τη σφαίρα εκείνη της οικονομίας που ονομάζεται παραγωγή και κατ' επέκταση, σχέσεις παραγωγής.
Στη Βενεζουέλα, χώρα που μπορούμε να πούμε πως αποτελεί ένα σχεδόν οικουμενικά αποδεκτό πρότυπο "σύγχρονου σοσιαλισμού" σε παγκόσμια κλίμακα, έχουν γίνει πράγματι αξιοθαύμαστες και αξιοθαύμαστα επινοητικές και πεισματικές προσπάθειες για μια δικαιότερη διανομή του κοινωνικού προϊόντος. Τέτοιες προσπάθειες σπανίζουν εξαιρετικά στον σύγχρονο κόσμο, και είναι απόλυτα φυσιολογικό και θεμιτό η κυβέρνηση Τσάβεζ να προσελκύει τον θαυμασμό μας και την πολιτική μας στήριξη.
Πολλοί λιγότεροι όμως έχουν την διάθεση να παρατηρήσουν ότι σε ό,τι αφορά τις σχέσεις παραγωγής, η Βενεζουέλα παραμένει μια καπιταλιστική κοινωνία, με όλα όσα συνεπάγεται αυτό για την εκμετάλλευση της εργασίας και την εξαγωγή αυτού του μυστήριου πλάσματος που ανακάλυψε στα μέσα περίπου του προ-προηγούμενου αιώνα ο Καρλ Μαρξ και που ονομάζεται υπεραξία.
Η λατρεία του μοντέλου της Βενεζουέλας, η ετοιμότητα να ανακηρυχτεί "η τελευταία λέξη" στον σοσιαλισμό, αναδεικνύει κάτι πολύ συγκεκριμένο για τους λατρεύοντες: δεν επιθυμούν αλλαγή στον τρόπο παραγωγής και στις σχέσεις παραγωγής· επιθυμούν αλλαγή στο σύστημα κατανομής του κοινωνικού προϊόντος.
Όμως αυτό, δυστυχώς, δεν ονομάζεται επιθυμία για σοσιαλισμό. Είναι επιθυμία για έναν πιο ισορροπημένο καπιταλισμό, έναν καπιταλισμό που δίνει πίσω κάτι από όσα κλέβει κάθε μέρα από τον εργάτη. Αυτό αντιλαμβάνεται σήμερα ως "σοσιαλισμό" η συντριπτική πλειοψηφία των προοδευτικά σκεπτόμενων ανθρώπων (οι μη προοδευτικά σκεπτόμενοι, φυσικά, δεν ανέχονται ούτε αυτό, όπως δεν ανέχονται και το καθεστώς Τσάβεζ οι μεγαλοκαπιταλιστές της χώρας του και των ΗΠΑ).
Επειδή οι άνθρωποι δεν είναι χαζοί --ή καλύτερα, επειδή η ανοησία τους είναι συνώνυμη του περιορισμένου πεδίου όπου τους επιτρέπεται ιδεολογικά να ασκούν την ευφυία τους-- γνώριζαν πολύ καλά τι ψήφισαν και τι στηρίζουν: ψήφισαν και στηρίζουν το όνειρο ενός πιο δίκαιου, πιο εξανθρωπισμένου καπιταλισμού. Και αυτό το όνειρο τους το υπόσχονται όλοι εκτός των κομμουνιστών, συμπεριλαμβανομένων αυτών που νομίζουν πως βρίσκονται "αριστερά" των κομμουνιστών. Γιατί τι βρίσκεται κάτω από όλη την ωραία υπεραπαναστατική φρασεολογία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην Ελλάδα, για παράδειγμα, παρά η ιδέα ότι αρκεί η μεγαλύτερη δικαιοσύνη στην κατανομή του κοινωνικού προϊόντος, χωρίς καμία σοβαρή ενασχόληση με τον μετασχηματισμό των σχέσεων παραγωγής, για να ονομάσεις ένα σύστημα "σοσιαλισμό"; Από όλες τις απόψεις, συμπεριλαμβανομένου του τι θεωρούμε σήμερα "ριζοσπαστικό", βρισκόμαστε, ως άνθρωποι που σκέπτονται για τον σοσιαλισμό (στον βαθμό που είμαστε τέτοιοι) αρκετά πίσω σε ριζοσπαστικότητα ιδεών από τα 1850· όχι μετά τον Μαρξ, όπως δεν έχω κουραστεί να λέω, αλλά πριν τον Μαρξ, στην εποχή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, του Σεν-Σιμόν και ίσως κάποιων πλευρών του Προυντόν.
Αλλά όσο η σκέψη του λαού, των μεγάλων εργαζόμενων μαζών, δεν αποτολμά καν να ακουμπήσει την ιδέα της αναγκαιότητας ενός μετασχηματισμού των ίδιων των σχέσεων παραγωγής, όσο περιορίζεται στο να αποδίδει εντελώς καταχρηστικά όλη την αίγλη της αφηρημένης ιδέας του σοσιαλισμού σε απλά σχέδια αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου (εφαρμόσιμα όπως στην Λατινική Αμερική ή ανεφάρμοστα, όπως στην Ευρώπη της ΕΕ και της ευρωζώνης), τόσο θα είναι άγουρη για το είδος της πρότασης που εκπροσωπούν οι κομμουνιστές σήμερα. Και όσο θα είναι τέτοια, είναι απόλυτα φυσικό να εχθρεύεται αυτή την πρόταση σε βαθμό τέτοιο που να αδυνατεί στην πραγματικότητα να συζητήσει μαζί της. Γιατί η συζήτηση των μαζών με τους κομμουνιστές σήμερα --αν και όταν γίνεται-- δεν γίνεται ποτέ στην πραγματική βάση της κομμουνιστικής πρότασης, που είναι ακριβώς ο μετασχηματισμός των σχέσεων παραγωγής· εγκλωβίζεται εξ ορισμού στην πολύ μικρότερη σφαίρα στην οποία είναι ικανός να σκεφτεί ο σημερινός φτωχοποιημένος εργαζόμενος, στη σφαίρα της διανομής ενός προϊόντος που θα εξακολουθεί να παράγεται καπιταλιστικά, μέσω των μηχανισμών της ατομικής ιδιοκτησίας, της υφιστάμενης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, των μεθόδων εξαγωγής υπεραξίας, της αστικής αντίληψης για το χρήμα, την εργατική δύναμη, τον εμπορευματικό κύκλο, κλπ.
Είναι καλό οι κομμουνιστές να μην έχουν ψευδαισθήσεις. Είναι καλό, συνεπώς, να γνωρίζουν πως ακόμη και αυτοί που συμφωνούν μαζί τους για το μέγεθος και τις αιτίες της κοινωνικής αδικίας δεν έχουν καν αρχίσει να σκέφτονται για τον πραγματικό χαρακτήρα των σχέσεων που ορίζουν την καθημερινότητά τους, περιοριζόμενοι, ουσιαστικά, στα επιφαινόμενα της αστικής πολιτικής ζωής, όπως λίγο-πολύ τα προσλαμβάνουν από το γυαλί της τηλεόρασης. Μας ενδιαφέρουν άμεσα αυτοί οι άνθρωποι, φυσικά, αλλά θα πρέπει να ξέρουμε ότι μας ακούνε μέσω από φίλτρα πολύ διαφορετικά από αυτά που χρησιμοποιούμε όταν μιλούμε. Και η μετάφραση αυτού που πραγματικά λέμε θα αργήσει ακόμα πολύ, ακόμα και για τμήματα που έχουν πραγματικά διανύσει μπόλικο δρόμο από το 2008. Ο μαρξισμός, αυτή είναι η ευχή και η κατάρα του, δεν μπορεί ποτέ να μεταφραστεί σε συνθήματα χωρίς να αφήσει δύσκολο και δυσκατάποτο --ιδιαίτερα όταν το προσλαμβάνεις μέσα από τη σκοπιά της αστικής ιδεολογίας-- υπόλοιπο. Η δουλειά μας είναι αυτό το υπόλοιπο να το καθιστούμε κάθε μέρα και πιο εύληπτο, πιο σαφές, πιο απτό για την συνείδηση όσων έχουν την διάθεση να μας ακούσουν γιατί είδαν ότι τείνουμε --για κάποιον μυστήριο ακόμα για τους ίδιους λόγο-- να επιβεβαιωνόμαστε εκ των πραγμάτων σε όσα τύχει να καταλάβουν ότι λέμε.
Πηγη:: Lenin Reloaded

«Πλατινικοί διάλογοι»


-Η κυβέρνηση αποφάσισε να παραχωρήσει έναντι ευτελούς ποσού έναν εθνικό δρυμό κάπου στην κεντρική Ελλάδα και να τον μετατρέψει σε χώρο ταφής πυρηνικών αποβλήτων. Απ’ ότι ανακοίνωσαν θα δημιουργηθούν άμεσα 870 νέες θέσεις εργασίας και μακροχρόνια γύρω στις δύο χιλιάδες.
-Μισό λεπτό να συμβουλευτώ τις μελέτες από τους ειδικούς επιστήμονες. Απ’ ότι κατάλαβα τα οφέλη θα είναι πολλαπλά και οι κίνδυνοι για το περιβάλλον ελάχιστοι. Η δυτική τεχνογνωσία στην ταφή πυρηνικών αποβλήτων σε χώρες του τρίτου κόσμου έχει κάνει άλματα σε σχέση με το αμαρτωλό παρελθόν.
-Σε γνωστή εταιρία πετρελαιοειδών δόθηκε για αποκλειστική εκμετάλλευση, ένας τεράστιας έκτασης θαλάσσιος χώρος ,γνωστός και ως «θαλάσσιο οικόπεδο».Επειδή η γεώτρηση σε μεγάλα βάθη είναι οικονομικά ασύμφορη, θα προτιμηθεί η μέθοδος της «ελεύθερης εξόρυξης» που είναι ευρέως διαδεδομένη στη Νιγηρία. Το πετρέλαιο θα ρέει ελεύθερα στη θάλασσα σχηματίζοντας τεράστιες πετρελαιοκηλίδες και στη συνέχεια θα μαζεύεται από την επιφάνεια με ειδικά εξοπλισμένα πλοιάρια.Τελευταίας τεχνολογίας δίχτυα θα περικλείουν τον θαλάσσιο χώρο για να αποσοβήσουν τον κίνδυνο εξάπλωσης της πετρελαιοκηλίδας.
-Κάτι δεν μου αρέσει εδώ. Μιά στιγμή. Απ’ ότι διάβασα οι τουριστικές περιοχές δεν πρόκειται να κινδυνέψουν και η σχέση με την Νιγηρία είναι πέρα για πέρα άστοχη.Το διαβεβαιωσε και ο υπουργός οικονομικών και ο εκπρόσωπος της εταιρίας.Καλό θα είναι επίσης όταν επικαλούμαστε χώρες του τρίτου κόσμου, να λαμβάνουμε στα υπόψιν τις συνθήκες διαβίωσης πριν τα μέτρα και μετά τα μέτρα.Απ’ όσο διάβασα εξάλλου το ΔΝΤ όπου επεμβαίνει, η ανάπτυξη καλπάζει.
-Δόθηκαν 500 στρέμματα γης κάπου στα δυτικά του νομού αττικής σε γνωστή εταιρία που ασχολείται με τα δημόσια έργα,με σκοπό τη δημιουργία ΧΥΤΑ,παρά τα πρόστιμα που μοιράζει στη χώρα μας η ευρωπαϊκή ένωση για τους ΧΥΤΑ. Οι εκεί κάτοικοι διαμαρτύρονται γιατί εκτός της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, ο χώρος είναι προστατευμένος με τέσσερα νομοθετικά πλαίσια ψηφισμένα απ’ την ελληνική βουλή.
-Έτσι είναι ο Ελληνας. Ο καθένας κοιτάει την πάρτη του σε αυτή τη χώρα χωρίς να λογαριάζει νόμους και κανόνες και χωρίς να προτείνει καμία λύση ,μόνο διαμαρτυρίες και καταστροφές. Αντί να σκεφτούμε το δημόσιο συμφέρον , σκεφτόμαστε μόνο την τσέπη μας όπως έγραψε και ένας γνωστός δημοσιογράφος προχτές. Τα σκουπίδια είναι ενοχλητικά μόνο κοντά στην πόρτα μας.
-Βρέθηκε ένα άνευ προηγουμένου σε μέγεθος  κοίτασμα πλατίνας στην Πάρνηθα, αξίας πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ. Ολόκληρο το βουνό θα εξαφανιστεί σε μόλις δέκα χρόνια καθώς τρεις εταιρίες από το εξωτερικό και μια από το εσωτερικό, έφτιαξαν μια κολοσσιαία κοινοπραξία και το εξαγόρασαν. Είναι τόσο μεγάλο το εγχείρημα που υπολογίζεται ότι θα ανοίξουν δεκαπέντε χιλιάδες θέσεις εργασίας.Οι περίοικοι θα υποχρεωθούν να μετεγκατασταθούν σε διάστημα ενός έτους.
-Δε κατάλαβα ακριβώς. Εγώ που ζω στους Θρακομακεδόνες θα χάσω το σπίτι μου;
-Έτσι ακριβώς.
-ΟΛΟΙ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ!!!!!!!!!!!!Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΕΤΑΙΡΙΚΟΥ ΚΕΡΔΟΥΣ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ.ΜΑΣ ΚΛΕΒΟΥΝ ΤΗΝ ΖΩΗ, ΜΑΣ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΖΟΥΝ ΚΑΙ ΑΚΟΜΑ ΚΑΘΟΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΟΙΤΑΜΕ ΑΠΡΑΓΟΙ;;;;;
noumero 11

Ο Γατόπαρδος, οι Καταραμένοι


photo-Le-Guepard-Il-Gattopardo-1963-9
Αν η ζωή εμπνέει την τέχνη, ισχύει και το αντίστροφο: συχνά η ζωή προοικονομείται μέσα στα έργα τέχνης. Στην προσπάθειά μου να συλλάβω στοιχειωδώς το σπασμένο ελληνικό μωσαϊκό, με ψηφίδες από τη μεγάλη πολιτική, από τη φανερή καθημερινή ζωή, από τα αφανή συμβαίνοντα πίσω από κλειστά παράθυρα διαμερισμάτων και επαύλεων, από τα θραύσματα ομιλιών και από πληροφορίες εξωχώριες, έλαμψαν μπρος στα μάτια μου δύο μεγάλα έργα του Λουκίνο Βισκόντι, μεγάλα ως προς το περιεχόμενο των αφηγήσεων και ως προς τη φόρμα.
Είναι δύο έργα που πραγματεύονται ιστορικούς και ανθρωπολογικούς μετασχηματισμούς, χωρίς ωστόσο εύκολα συμπεράσματα, χωρίς διδακτισμό, αλλά με διεισδυτικότητα και με όλο το δράμα και την αμφισημία της ανθρώπινης κατάστασης. Το ένα παρακολουθεί τη δύση της αριστοκρατίας και την ανάδυση της μπουρζουαζίας, το άλλο, την άνοδο του ναζισμού και την επικράτησή του στην καρδιά της μεγαλοαστικής τάξης. Πρόκειται προφανώς, για τον «Γατόπαρδο», βασισμένο στο περίφημο μυθιστόρημα του Τζουζέπε Τομάζι Ντι Λαμπεντούζα, και για τους «Καταραμένους».
Η Μεγάλη Υφεση μετασχηματίζει ήδη την ελληνική κοινωνία, βαθιά και ανεπίστρεπτα. Ενα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, το πιο αδύναμο, που κρεμόταν γαντζωμένο στο χείλος της ευημερίας, έπεσε πρώτο, και δεν θα ξανασηκωθεί· αισθάνονται αποκλεισμένοι και εφεξής είναι άγνωστο πώς θα αυτοαναγνωριστούν κοινωνικά και πολιτικά. Η μεσαία τάξη θρυμματίζεται, αλλάζει υλική συνθήκη, ολισθαίνει βιαίως προς την ένδεια, και μαζί αλλάζει ο αυτοπροσδιορισμός, θρυμματισμένος ομοίως και ρευστός.
Από τον ψυχικό μετασχηματισμό δεν μένουν άθικτα ούτε τα ανώτερα και ανώτατα στρώματα· η γενική απαισιοδοξία και ο φόβος οδηγούν σε αναδίπλωση και εσωστρέφεια. Η αναδίπλωση εν προκειμένω προέρχεται από την απειλή μείωσης της υλικής ισχύος, αλλά και από τις ραγδαίες εξελίξεις στη νομή της εξουσίας· η κυριαρχία της παλαιάς τάξεως δεν είναι διόλου δεδομένη, όλα αλλάζουν.
Εδώ θυμόμαστε τον Γατόπαρδο: «Εάν θέλουμε να παραμείνουν όλα ως έχουν, πρέπει όλα να αλλάξουν», λέει ο νεαρός αριστοκράτης Τανκρέντι στον θείο του, πρίγκιπα της Σαλίνα. Ο νεαρός γατόπαρδος δεν αφήνει εύκολα απ’ τα νύχια του τον πλούτο και την εξουσία. Θα ελιχθεί, θα συμμαχήσει με την ανερχόμενη τάξη πραγμάτων, θα επωφεληθεί: μ’ ένα γαμήλιο σμίξιμο θα εξασφαλίσει καταρχάς την οικονομική γαλήνη, που είναι παντοτινή. Κατόπιν, θα έχουν τον χρόνο να συνεχίσουν στην επόμενη πίστα της ιστορίας, άθικτοι από την ρεπούμπλικα και τον αστικό χείμαρρο: «δεν θα τα καταφέρουν, γιατί είμαστε θεοί», παρατηρεί ο πρίγκιπας.
kataramenoi_visconti
Αν ο ένας κρυφός πίνακας του ιστορικού παρασκηνίου είναι η μετατόπιση της άρχουσας ελίτ, ο άλλος, διόλου κρυφός, είναι η άνοδος του ναζισμού. Στους βισκοντικούς Καταραμένους, ο ναζισμός ενοφθαλμίζεται στην πανίσχυρη οικογένεια της χαλυβουργίας Εσεμπερκ. Κλιμακωτά, το κακό εξοντώνει τα πιο ηθικά και φιλελεύθερα στοιχεία, και καταλαμβάνει όλο το πεδίο, εκφράζεται πλήρως μέσω του πιο βίαιου, του πιο έκφυλου προσώπου, που οδηγείται πέραν πάσης αναστολής και φόβου τιμωρίας. Είναι μια ελεγεία του κακού: η πορεία προς την μοιραία κατίσχυση του κακού.
Στο καθ΄ημάς πεδίο, ο ερζάτς ναζισμός είναι προσώρας χυδαίος και λούμπεν, και φουσκώνει διαρκώς προσελκύοντας σαν φανός τις απελπισμένες πεταλούδες, τα συντρίμμια της Μεγάλης Υφεσης. Αλλά η φυλετική μισαλλλοδοξία του και ο υπερεθνικισμός του μολύνουν σταθερά την κεντρική πολιτική σκηνή, υπαγορεύουν συνθήματα και κραυγές. Το κατάκοπο κοινωνικό σώμα απορροφά τώρα το δηλητήριο σαν φάρμακο, και οι δόσεις μεγαλώνουν.
Η τάξη των γατόπαρδων προς το παρόν περιφρονεί τους λούμπεν ακραίους· άλλωστε αυτοί δρουν στα γκέτο και στις λαϊκές, όχι στα πράσινα προάστια. Δεν αποκλείεται όμως ο μετασχηματισμός των γατόπαρδων σε καταραμένους· απούσης της αναδυόμενης αστικής τάξης, ο ελιγμός τούτη την ιστορική στιγμή δεν μπορεί να είναι προς το απόν ρωμαλέο καινοτομικό στρώμα, αλλά προς την αναδυόμενη κακία. Ούτε καν ελιγμός, αλλά μοιραία μόλυνση, στο μέτρο που το ναζιστικό κακό πατροκτονεί, αιμομικτεί, κατατρώγει ακόμη και τις σάρκες του.
[Από την τέχνη στη ζωή: Μένω κατάπληκτος από την απληστία και τη σκληρότητα των πλούσιων γερόντων ― μου είπε πρόσφατα ένας σοφολογιώτατος φίλος, βαθύς γνώστης της αθηναϊκής ανώτερης κοινωνίας. Ηταν η απάντησή του στην κοινή διαπίστωση για το μαύρο μέλλον που περιμένει τους σημερινούς νέους, την ήδη ονομαζόμενη χαμένη γενιά. Τότε έλαμψαν εντός μου ο Γατόπαρδος και οι Καταραμένοι.]
guepard-1963-tou-01-g
Vlemma

Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

ΟΛΑ ΜΙΑ ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ

Δυο φοιτητές νεκροί στη Λάρισα από αναθυμιάσεις αυτοσχέδιου μαγκαλιού. ΣΟΚ στην κοινωνία!
Τραγικό τέλος βρήκε μια 97χρονη στο Δίκαστρο Αγ. Γεωργίου του Δήμου Μακρακώμης. Θέλοντας να ζεσταθεί έπεσε στο αναμμένο τζάκι του σπιτιού της και κάηκε ζωντανή. ΣΟΚ στην κοινωνία!
Νεκρός ηλικιωμένος εντοπίστηκε κατά τη διάρκεια κατάσβεσης πυρκαγιάς σε διώροφη οικία, στην οδό Ανεμώνης 1 στο Περιστέρι Αττικής. ΣΟΚ στην κοινωνία!...

Σε τραγωδία εξελίχθηκε η προσπάθεια ενός 80χρονου από την Κυψέλη Άρτας να ανάψει το τζάκι του σπιτιού του για να ζεσταθεί. ΣΟΚ στην κοινωνία!
Ένας άτυχος 80χρονος στη Σάμο κάηκε ζωντανός μέσα στο σπίτι του στην προσπάθειά του να ζεσταθεί! ΣΟΚ στην κοινωνία!
Φωτιά ξέσπασε σε κατοικία στο χωριό Βραχάσι όπου νεκρή ανασύρθηκε, από τις στάχτες του σπιτιού της, 74χρονη γυναίκα. ΣΟΚ στην κοινωνία!
Τον θάνατο ενός Αλβανού υπηκόου 44 ετών κατοίκου Ραχιάς Βέροιας είχε ως αποτέλεσμα η χρησιμοποίηση μαγκαλιού το βράδυ του Σαββάτου στο σπίτι που διέμεναν. Από τις αναθυμιάσεις λιποθύμησαν και η γυναίκα και ο 10χρονος γιος του θύματος. ΣΟΚ στην κοινωνία!
Φρικτό θάνατο βρήκε ηλικιωμένη, που κάηκε ζωντανή από φωτιά που ξέσπασε στο σπίτι της από ξυλόσομπα, στο Λύκειο Ροδόπης. ΣΟΚ στην κοινωνία!
Τραγικό θάνατο από αναθυμιάσεις βρήκε χθες τη νύχτα ηλικιωμένο ζευγάρι στο χωριό Ράφτη του Δήμου Γορτυνίας στην Αρκαδία. ΣΟΚ στην κοινωνία!
Νεκρή από πυρκαγιά βρέθηκε 16χρονη μαθήτρια στο σπίτι της στο Σπαρτό Αμφιλοχίας. Η πυρκαγιά ξεκίνησε από το τζάκι.  ΣΟΚ στην κοινωνία!
Τραγωδία στην Καβάλα: Τρία αδερφάκια κάηκαν ζωντανά – Από την ξυλόσομπα η πυρκαγιά. ΣΟΚ στην κοινωνία!
Οι φωτιές από ξυλόσομπες και τζάκια αποτελούν τον υπ’ αριθμόν έναν κίνδυνο, όπως αναφέρουν τα στατιστικά στοιχεία της πυροσβεστικής, και από τέτοιες πυρκαγιές προκαλούνται οι περισσότεροι θάνατοι. Μόνο το 2012, 13 άτομα έχασαν τη ζωή τους από φωτιά που προκλήθηκε από ξυλόσομπα και τζάκι, ενώ ο αριθμός των θυμάτων αυξάνεται κάθε χρόνο. ΣΟΚ στην κοινωνία.
Οι αυτοκτονίες συνεχίζονται.  Το πιο πρόσφατο  θύμα της οικονομικής κρίσης μέχρι αυτή την ώρα, είναι γνωστός επιχειρηματίας ρούχων της Δράμας, ο οποίος κρεμάστηκε το βράδυ της περασμένης Κυριακής (24-02-2013). Σύμφωνα με τους στενούς του συγγενείς, το τελευταίο διάστημα είχε περιέλθει σε απόγνωση, καθώς είχε χρέη και φοβόταν πως θα αρχίσουν οι κατασχέσεις. Όλον αυτό τον καιρό έδειχνε να μην μπορεί να αντέξει το βάρος των πιέσεων από όσους ζητούσαν τα χρήματά τους και έβαλε τέλος στη ζωή του. Οι καταστηματάρχες αποφάσισαν να κατεβάσουν ρολά την ώρα της κηδείας του συναδέρφου τους, ενώ στην ανακοίνωση του Εμπορικού Συλλόγου Δράμας, τονίζουν ότι δεν αντέχουν πια. ΣΟΚ στην κοινωνία!
Παιδιά λιποθυμούν στα σχολεία από την πείνα. ΣΟΚ στην κοινωνία!
1.500.000 Έλληνες άνεργοι. ΣΟΚ στην κοινωνία!
Οι κενές οργανικές θέσεις στα δημόσια νοσοκομεία φτάνουν τις 22.000. Ο αριθμός τους διαρκώς αυξάνεται λόγω συνταξιοδοτήσεων. Εκτός από γιατρούς και προσωπικό, στα νοσοκομεία παρουσιάζεται έλλειψη φαρμάκων, ιματισμού, κουράγιου… ΣΟΚ στην κοινωνία!
Νέες μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις. ΣΟΚ στην κοινωνία!
Μα ποια κοινωνία είναι, επιτέλους, αυτή που σοκάρεται ασταμάτητα επί 3 χρόνια; Θάνατοι, πείνα, εξαθλίωση, ταπείνωση, ένα ΣΟΚ! Σοκαρισμένη η κοινωνία δεν αντιδρά! Εκτός κι αν το σοκ έγινε αγαπημένη συνήθεια.
«Γαμημένη συνήθεια/ καναπές, τσόντες και καφές/ κι η ζωή μου με πνίγει/ το κορμί μου σαπίζει/ τρομαγμένος ο κόσμος και βουβός» που τραγουδάει κι ο Στόκας.   
Καλά σαράντα, κοινωνία σοκαρισμένη! Να ζήσεις κοινωνία να τους θυμάσαι.
 ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ

Για ένα μαγκάλι, κ. Στουρνάρα

Του Πέτρου Κατσάκου

Ξέρω πως ο θυμός δεν είναι καλός σύμβουλος.... Πρέπει να αφήνεις την οργή να κατακαθίσει και μετά να γράφεις. Μα δεν μπορώ να αντισταθώ…

Αν διαθέτεις την ελάχιστη ευαισθησία, αν είσαι γονιός που προσπαθεί να μεγαλώσει τα παιδιά του σε αυτή την Ελλάδα, αν κάθε μέρα αγωνιάς για το μέλλον των παιδιών σου η ψυχραιμία μοιάζει με είδος πολυτέλειας.
Δυο παιδιά έχασαν τη ζωή τους. Άλλα τρία χαροπαλεύουν. Και όλα αυτά γιατί; Για να ζεσταθούν. Με ένα κομμένο θερμοσίφωνοΈνα αυτοσχέδιο μαγκάλι. Σε μια χώρα που υπερδιπλασιάσθηκε η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης, σε μια χώρα που τα σπίτια παγώνουν καθώς οι περισσότεροι αδυνατούν να πληρώσουν τα κοινόχρηστα, σε μια χώρα που την ώρα που ανθεί το λαθρεμπόριο καυσίμων οι πολίτες ρημάζουν τα δάση και καίνε ότι σκουπίδι βρουν για να ζεσταθούν. Σε αυτή τη χώρα που οι γονείς με κάθε θυσία καταφέρνουν να στείλουν στα παιδιά τους που σπουδάζουν λίγα ευρώ για να ζήσουν σε παγωμένα διαμερίσματα δεν περισσεύει πια καμία ψυχραιμία και καμία δικαιολογία.

Τα παιδιά αυτά δολοφονήθηκαν από τη φτώχεια. Και η φτώχεια αυτή έχει και παραλήπτη και αποστολέα. Η φτώχεια που αφήνει πίσω της θύματα από ένα μαγκάλι έχει και ονοματεπώνυμο και πολλούς πατεράδες. Έχει πατεράδες αυτούς που τα παιδιά τους δεν θα μαζευτούν ποτέ να ζεσταθούν ένα βράδυ γύρω από ένα αυτοσχέδιο μαγκάλι. Έχει πατεράδες εσάς...

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

Το μόνο που θα ‘θελα, να καίγαμε μαζί


Είναι ο πόνος μας που μάς ενώνει. Δεν είναι η αγάπη. Η αγάπη δεν υπακούει στο πνεύμα και γίνεται μίσος όταν υφίσταται βία. Ο δεσμός που μας ενώνει δεν είναι ζήτημα επιλογής. Είμαστε αδελφοί. Είμαστε αδέλφια σε ό,τι μοιραζόμαστε. Στον πόνο, που καθένας μας πρέπει να υποφέρει μόνος, στην πείνα, στη φτώχεια, στην ελπίδα, γνωρίζουμε την αδελφοσύνη μας. Τη γνωρίζουμε, γιατί αναγκαστήκαμε να τη μάθουμε. Ξέρουμε ότι δεν υπάρχει άλλη βοήθεια για μας πέρα απ’ την αλληλοβοήθεια, ότι κανένα χέρι δε θα μας σώσει αν δεν απλώσουμε τα χέρια μας. Και το χέρι που απλώνετε είναι άδειο, σαν το δικό μου. Δεν έχετε τίποτε. Δεν κατέχετε τίποτε. Είστε ελεύθεροι. Το μόνο που έχετε είναι αυτό που είσαστε κι αυτό που δίνετε. [1]
Η Βιβή περίμενε υπομονετικά στα προπύλαια τον Μάρκο, ο οποίος είχε αργήσει για ακόμη μια φορά στο ραντεβού τους. Η νεροποντή δεν της επέτρεπε ούτε τις σκέψεις της ν’ ακούσει. Κοίταξε το κινητό της, 18:17. Αναζήτησε την ασφάλεια του σταθμού του μετρό και άρχισε να μετράει τον κόσμο που περνούσε. Ένας βιαστικός, δύο βιαστικοί, ένας χαρούμενος, ένας απογοητευμένος, τρεις βιαστικοί, δύο χαρούμενοι, πέντε βιαστικοί.. Κοίταξε ξανά το κινητό της, 18:19. Συνδέθηκε στο internet και οι πληροφορίες απορρόφησαν όλη την προσοχή της: «Η γιορτή των ερωτευμένων που λατρεύεις να σνομπάρεις… μήπως ήρθε η ώρα απλά να την απολαύσεις;»
«Χμφ! Άγιος Βαλεντίνος». Θυμήθηκε τότε που η μαμά της τής είχε βάλει για πρώτη φορά φουστανάκι λευκό με φιόγκο στο ύψος της μέσης της και της έλεγε ότι ο τέλειος άντρας είναι αυτός που θα της χτυπήσει το κουδούνι με ένα μπουκέτο λουλούδια λέγοντάς της πόσο την αγαπάει. Αυτό φυσικά δεν είχε γίνει ποτέ. «Η γιορτή των ερωτευμένων δεν είναι η χαρά των ζευγαριών αλλά η μιζέρια αυτών που είναι μόνοι», σκέφτηκε.«Δε γίνεται φέτος να βιώσω όλον αυτόν τον πόνο μόνη μου. Πρέπει να βρεθεί κάποιος να με καταλαβαίνει και εμένα. Στο γυρισμό για το σπίτι θα αγοράσω αυτά τα σοκολατάκια των 15 ευρώ που έχουν τα 5 σε σχήμα καρδιάς και θα χωθώ κάτω από το πάπλωμα». Οι σκέψεις της διακόπηκαν από τον ήχο του κινητού, άνοιξε με μηχανικές κινήσεις το μήνυμα του Μάρκου και διάβασε «Σόρρυ Βιβ! Μόλις τελείωσε η πορεία, σε 10′ θα ‘μαι εκεί». Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε να μετράει ανθρώπους. Τρεις χαρούμενοι, ένας αδιάφορος, ένας υπερβολικός, έξι βιαστικοί.. «Και ξέρω ότι δεν είναι ό,τι πιο σημαντικό στη ζωή μου αυτή η μέρα. Όχι σαν την Φωτεινή που μια βδομάδα πριν ξεκινάει την εκστρατεία “14Φ”. Μα πως την αντέχει ο Βασίλης;» Είχαν βγει για καφέ και σταματούσε επιδεικτικά μπροστά σε κάθε τεράστιο αρκούδο που έγραφε οτιδήποτε σε ‘Άι γουίλ λαβ γιου φορ έβερ εντ έβερ εντ έβερ εντ έβερ’ και δήθεν τυχαία γυρνούσε και του έλεγε ‘Αγάπη μου, πάντα ήξερα ότι το αγόρι που θα μ’ αγαπήσει θα μου πάρει έναν τέτοιο αρκούδο για να τον ονομάσω με το όνομά του και να είναι το παιδί μας’. «Δεν του έχει πει όμως ότι τα 20 αρκούδια που έχει στο σπίτι της είναι εξώγαμα παιδιά άλλων, ούτε και αυτός έχει ρωτήσει γιατί τα αρκούδια της τα λένε Μάκη, Σάκη, Τάκη, Θράσο.. Φυσικά αν ο Βασίλης δεν καταλάβει τα υπονοούμενα και δεν της πάρει κάτι μοναδικό, τα πράγματα θα είναι άσχημα. Θα υποτροπιάσει, θα κλείσει το κινητό της και θα περιμένει πεισματικά μήπως ο ‘μαλάκας’ προλάβει 12 παρά 5 το βράδυ να της χτυπήσει την πόρτα, να πέσει γονατιστός στο πάτωμα και να της πει ότι δε μπορεί να ζήσει χωρίς αυτήν..και φυσικά εκείνη, σαν κοπέλα που σέβεται τον εαυτό της, θα τον χωρίσει επειδή άργησε.»
Μια αγκαλιά κόντεψε να την κάνει να χάσει την ισορροπία της, το δυνατό γέλιο του Μάρκου έκανε τα αυτιά της να κουδουνίσουν και του χαμογέλασε βεβιασμένα. «Συγγνώμη που άργησα, καθυστερήσαμε στο τέλος παραπάνω από όσο περίμενα..»
«Δεν πειράζει, σάμπως θα είναι η τελευταία φορά; Άντε, πάμε, η μαμά σου είπε ότι ξέρεις εσύ που θα βρεθούμε μαζί τους.»
Περπατούσαν και οι ιστορίες – είχαν να ειδωθούν πολλές μέρες – έδιναν και έπαιρναν με τέτοια ορμή που η βροχή γύρω δεν τους ενοχλούσε πια. Ο Μάρκος παρατήρησε ότι κάτι την ταλαιπωρούσε, αλλά δεν τη ρώτησε γιατί ήταν έτσι σκυθρωπή, είχε κι εκείνος άλλα στο μυαλό του. Η Βιβή από την άλλη δεν άκουγε και πολύ αυτά που της έλεγε ο Μάρκος. Βαριόταν αφόρητα να ακούει για το τι έγινε στη συνέλευση χθες, γιατί ήταν σημαντικό που συζητάνε ή τι συζητάνε αυτοί εκεί και αποφάσισε να τον διακόψει λέγοντας δειλά:
«Ποια είναι η γνώμη σου για την αυριανή μέρα, του Αγίου Βαλεντίνου; Και μη μου πεις» άλλαξε τη φωνή της για λίγο, μιμούμενη κάποιον που γκρινιάζει «οι κακές κακές επιχειρήσεις δημιούργησαν τη γιορτή, όλη αυτή η προπαγάνδα λειτουργεί υπέρ της καταναλωτικής υποταγής», σοβάρεψε πάλι και συνέχισε «θέλω την ειλικρινή σου άποψη. Γιατί είναι κακό να θέλει να γιορτάσει κάποιος τον έρωτά του; Να περάσει λίγο χρόνο με τον άνθρωπο που αγαπάει, να βγει για φαγητό. Τα κεριά, το δείπνο, τα λουλούδια, τα δώρα, οι αγκαλιές.. Να είναι όλα ρομαντικά..»
«Ρομαντικά; Τι είναι ρομαντισμός; Πιστεύω ότι ο ρομαντισμός έχει πλέον ξεφτιλιστεί από τα πρότυπα που αναπαράγονται καθημερινά, από γενιά σε γενιά και όσο τα μίντια εξαπλώνονται, τόσο και ο ρομαντισμός χάνει την πραγματική του διάσταση.» Έκανε μια μικρή παύση, να βεβαιωθεί ότι είχε την προσοχή της. «Κοίτα, ως καλλιτεχνικό ρεύμα ο ρομαντισμός ποτέ δεν με συγκίνησε, περισσότερο για τα τεχνικά του στοιχεία, όπως η ενδελεχής προσοχή και εστίαση στην λεπτομέρεια, στο φως, παρά για την ουσία του. Γνωρίζω περισσότερο για την λογοτεχνία πάνω στο θέμα και πιστεύω πως αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι περί ρομαντισμού, θα πρέπει να πούμε ότι στα ρομαντικά διηγήματα παρουσιάζονται χαρακτήρες ιδιαιτέρως παθιασμένοι, σε αντίθεση με αυτό που έχουμε στο μυαλό μας για ‘το ρομαντικό’.» Συνέχισαν τη συζήτηση ώσπου έφτασαν στο σημείο που είχαν δώσει ραντεβού με την παρέα που τους περίμενε. Εκεί η Βιβή εξήγησε σύντομα το θέμα που συζητούσαν και για τον εορτασμό του Αγίου Βαλεντίνου και ζήτησε τη γνώμη της παρέας.
Ο Πέτρος, στενός φίλος της Κορίνας, η μητέρα του Μάρκου, εξέφρασε την αβεβαιότητά του για το αν όντως στην ελληνική κοινωνία επικρατεί η συνήθεια του εορτασμού του Αγίου Βαλεντίνου. «Θες ότι ο κύκλος μου δεν είναι τέτοιος, νομίζω ότι ως φαινόμενο τείνει να εκλείψει. Το πιθανότερο είναι να κάνω λάθος, καθώς ποτέ γύρω μου δεν είχα ανθρώπους που τα γιόρταζαν αυτά, αλλά έχω κάπως την πίστη ότι ο εορτασμός του Αγ. Βαλεντίνου είναι μια πλαστή συνθήκη που παρουσιάζεται στις ειδήσεις και την πιστεύουμε ως αστικό μύθο. Ο παρουσιαζόμενος ως εορτασμός θεωρώ ότι υπάρχει μόνο στην τηλεόραση και έξω από τα καταστήματα, τους σταθμούς, με γκόμενες ντυμένες στα κόκκινα να μοιράζουν λουλούδια, κάρτες, προσφορές..»Η Κορίνα διαφωνούσε. Πίστευε πως έχει να κάνει με τις δικές μας επιλογές σε φίλους/ες, συντρόφους. Προσπαθούσε να θυμηθεί που είχε διαβάσει σχετικά, μάταια όμως. «Ξέρω ότι διάβασα κάπου χθες, ότι φέτος μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο [2] υπολογίζεται να δαπανηθεί το ποσό των £1.6 εκατομμυρίων, αποκλειστικά για δώρα για την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Πιστεύω ότι είναι λίγο πολύ παντού τα ίδια αν και για την Ελλάδα συγκεκριμένα δε βρήκα κάτι αξιόπιστο. Επίσης ηλικιακά, κάποιοι/ες αποσύρονται κάπου στα 18, μετά τη βαλεντινολατρεία των 12-17 και επιστρέφουν ως παντρεμένοι/ες μετά τα 30+, χρησιμοποιώντας πολλές φορές τη μέρα ως θλιβερή υπενθύμιση. Εσείς όμως δε λέγατε για τη μέρα, αλλά για ρομαντικό, ρομαντισμό και πάθος..σωστά;»
«Ναι, ο Μάρκος μου έλεγε, ότι το συγκεκριμένο ρεύμα του ρομαντισμού, εξ’ όσων γνωρίζει, δεν είναι μόνο οι καρδούλες, τα λουλούδια και οι φούσκες αλλά ότι είναι ένας άλλος τρόπος έκφρασης. Μετά μπερδεύτηκα..»
«Έλεγα ότι ουσιαστικά τα ζητήματα που πραγματεύεται ο ρομαντισμός, έχουν τεθεί εκ των προτέρων από τόσα άλλα καλλιτεχνικά ρεύματα, απλώς εδώ μ’ έναν διαφορετικό τρόπο, που θα μπορούσα άνετα να χαρακτηρίσω σπαστικό, ηλίθιο και βαρετό – στον τρόπο έκφρασης αναφέρομαι, έτσι; Τώρα, το πώς χειρίστηκαν τα ΜΜΕ και τα μέσα προπαγάνδας, όπως οι ταινίες, η μουσική, τα ζητήματα που τέθηκαν από το ρεύμα, είναι αυτό που καταλήγει σήμερα να ονομάζεται ρομαντικό. Δεν νομίζω ότι τα κεράκια, τα ροδοπέταλα, τα ποιηματάκια κ.λ.π. είναι ρομαντισμός, τα βλέπω σαν μια αναμασημένη συνήθεια που μας πιπιλάνε από πολύ μικρή ηλικία, για να προσδώσουν έναν ακόμη πιο έντονο ρόλο στον διαχωρισμό των φύλων, να ισχυροποιήσουν τα θηλυκά και αρσενικά πρότυπα, να βάλουν κι άλλα ιδεατά στη λίστα που επιβάλλεται να συμπληρώσουμε όλοι κάποια στιγμή στη ζωή μας
Η Κορίνα παρατηρούσε τον γιο της καθώς μιλούσε και θαύμαζε πως κατάφερνε να συγκεντρώνει τη σκέψη του και να την αναδιπλώνει με τόση ευχέρια. Υπέθετε ότι αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι η ίδια δούλευε πολλές ώρες και η ανάγκη του για επικοινωνία μπορούσε να ικανοποιηθεί μόνο με τη συναναστροφή ανθρώπων πολύ μεγαλύτερών του σε ηλικία. Αποτέλεσμα ήταν να έχει εκρήξεις ευφυίας, ενσυναίσθησης και κατανόησης. «Για τον σύγχρονο ρομαντισμό έχω να προσθέσω το εξής», τον διέκοψε, «πιστεύω πως γεννά τόση ανασφάλεια ο μύθος του ρομαντισμού και υπάρχει τόση ντροπή για τη σεξουαλικότητά μας στον πολιτισμό μας, που το να μεταλλαχτούμε σε τέρατα γίνεται μέρος του παιχνιδιού. Είχα την τύχη να γνωρίσω πολλούς ανθρώπους που θεωρούσα και θεωρώ σπάνιους. Σε συντριπτικό ποσοστό, έχω δει την χειρότερη πλευρά τους στο τρόπο που κάποια στιγμή αντιμετώπισαν τον/την σύντροφό τους. Άλλωστε, δεν πρέπει να κρύψω ότι έχω η ίδια γίνει στο παρελθόν κυριαρχική, κτητική, ζηλιάρα, ασεβής.»
«Η κτητικότητα, η ζήλεια νομίζω πως έχουν να κάνουν με τον τρόπο που εμείς βλέπουμε τον εαυτό μας, μέσα απ’ τα μάτια των άλλων..» είπε η Βιβή.
«Δεν πιστεύω ότι είναι έτσι. Για παράδειγμα, θυμάμαι που αποχαιρετώντας στην πόρτα μια φίλη η οποία έφευγε διακοπές, της είπα ”σ’ αγαπάω ρε” και μου απάντησε άμεσα το ίδιο, χωρίς δισταγμό. Εκείνο το διάστημα ήμουν σε σχέση για κάποιους μήνες, αλλά δεν είχα χρησιμοποιήσει αυτές τις λέξεις με το σύντροφό μου. Έλεγα περιφραστικά κάποια πράγματα, ”με κάνεις χαρούμενη” αλλά απέφευγα τα “σ’ αγαπώ”, λόγω των συνεπειών της αποκλειστικότητας και μονιμότητας που εμπεριέχουν. Έφαγα λοιπόν φλασιά εκείνη τη μέρα, πως η σχέση μου με τη φίλη μου ήταν βασισμένη στην αμοιβαιότητα περισσότερο από οποιαδήποτε ερωτική σχέση είχα ως τότε. Δίναμε και παίρναμε ό,τι μπορούσαμε, χωρίς να φοβόμαστε πως ανήκουμε ή θα ανήκουμε κάποια στιγμή η μια στην άλλη»
«Καταλαβαίνω απόλυτα τι εννοείς», πρόσθεσε ο Πέτρος, «πάντως, όπως μπορεί να πει κανείς ότι ο/η ζηλιάρης/α είναι αυτός/η που είναι μονίμως με το χέρι στη σκανδάλη της “απιστίας”, με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι και ο άντρας ή η γυναίκα που πεισματικά αρνείται να αφεθεί, όχι σε έναν “τρελό έρωτα” αλλά στα καμώματα και τις επιταγές της τυχαιότητας, της καθημερινότητας και της γελοιότητας της ζωής, είναι εξίσου κολοβοί συναισθηματικά. Οι πρώτοι κανιβαλίζουν και κατακτούν μέσω της χειριστικής τους ανασφάλειας. Οι δεύτεροι καταντούν αυτιστικοί, μη ερωτεύσιμοι ή κακόπιστοι σε βαθμό που να αυτο-ευνουχίζουν την δική τους δυνατότητα να ερωετευτούν ή να αγαπήσουν..»
Ο Μάρκος τους άκουγε προσεκτικά. Ήξερε ότι ο καθένας έχει μια προσωπική αίσθηση, έναν δικό του ορισμό ως προς το τι είναι ο έρωτας και η αγάπη. Δεν πίστευε ότι θα ήταν ποτέ δυνατό να ορίσεις τόσους διαφορετικούς χαρακτήρες, τόσες διαφορετικές εκφράσεις. «Κάπου έχω διαβάσει ότι ενώ η επιθυμία επικεντρώνεται στον άλλο, πάντα με έναν κάπως φετιχιστικό τρόπο, σε συγκεκριμένα αντικείμενα, όπως τα στήθη, τους γλουτούς, και το πουλί, η αγάπη επικεντρώνεται στην ίδια την ύπαρξη του άλλου, επικεντρώνεται στον άλλον όπως έχει εξελιχθεί, πλήρως εξοπλισμένος με την ύπαρξή του στη ζωή μου, η οποία, κατά συνέπεια, διακόπτεται και αναδιαμορφώνεται. Με άλλα λόγια, η αγάπη είναι, από πολλές απόψεις, το αντίθετο του σεξ [3]. Η προσωπική μου άποψη είναι πως ο έρωτας είναι πάθος, πόθος, μηδενική αντίσταση, κραυγές ευτυχίας, απώλεια ελέγχου, μοναδική αίσθηση ελευθερίας παρέα με άλλους. Η αγάπη από την άλλη είναι δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, σέβομαι, αφήνω ελεύθερο τον άλλον και δεν αναμένω αντάλλαγμα.»
«Εντάξει, δεν πιστεύω δα και στον πρίγκιπα με το άσπρο άλογο»διαμαρτυρήθηκε η Βιβή «αλλά δε νομίζεις ότι χρειάζεσαι ο/η σύντροφός σου να σε φροντίζει; Να σκέφτεται εσένα και τις επιθυμίες σου όταν είναι να κάνει κάτι; Να σε ευχαριστεί, να δείχνει τον έρωτά του/της;»
gustav-klimt-the-kiss-ii
Η Κορίνα έβλεπε τους ανθρώπους σαν παιδιά που βγήκαν τρέχοντας για διάλειμμα και περίμεναν οδηγίες για το ποιοι θα παίξουν με ποιες. «Οι σχέσεις τείνουν να γίνουν στρατόπεδα συγκέντρωσης συντροφικών ψυχών» σκέφτηκε φωναχτά «Εφόσον μιλάμε για μονογαμική σχέση, σε μεγάλο βαθμό, οι απαιτήσεις ενός ή και των δυο μερών μιας σχέσης, κυριαρχούνται από μια επιβεβλημένη, σιωπηρά ή ρητά συμφωνημένη πορεία: Να ανταποκρινόμαστε επ’ άπειρον ο ένας/μια στις προσδοκίες του άλλου/άλλης. Από την πρώτη στιγμή που περιμένουμε από κάποιον άλλο/η να ικανοποιήσει τις ανάγκες μας και τις επιθυμίες μας, αποδίδουμε στο σύντροφό μας ιδιότητες και ικανότητες που δεν είναι υποχρεωμένος να έχει. Επιπλέον, πιστεύω πως του στερούμε και ένα μεγάλο κομμάτι της ελευθερίας του, δημιουργούμε ένα αόρατο αλλά ασφυκτικό πλέγμα προσδοκιών. Μεγάλο κομμάτι των ερωτικών σχέσεων στην εποχή μας θεωρώ πως έχει στον πυρήνα του τη συναλλαγή καπιταλιστικής έμπνευσης, ένα αλισβερίσι στο οποίο όλα τα μέρη είτε ”ζητιανεύουν” την αγάπη, που είναι στην ουσία της καλυμμένη αποδοχή, είτε προσπαθούν να την κλέψουν. Αυτή η χειραγώγηση, που πολύ συχνά στις σχέσεις προβάλλεται με τη μορφή του ασύστολου ψέματος, είναι μια μορφή βίας που κατά βάση χρησιμοποιεί και διαχέει το Κράτος. Όταν π.χ. ένα πρόσωπο που δε σέβεται ούτε την ελευθερία του, ούτε την αυτονομία μου, μού λέει ”σ’ αγαπώ”, λέει ψέματα. Στην πραγματικότητα μου λέει πως θέλει κάτι από μένα, ότι κατά κάποιο τρόπο του/της έχω πλέον υποχρεώση. ”Σ’ αγαπώ, οπότε θα πρέπει να μ’ αγαπάς κι εσύ ή θα πρέπει να κάνεις κάτι για μένα”. Όταν η λέξη αγάπη συνδέεται με την προσδοκία, γίνεται επίδειξη δύναμης. Οι σχέσεις πιστεύω πως δεν μπορούν να ορίζονται από την κοινωνία, δεν μπορούν να καθορίζονται από τις προσδοκίες του φύλου, και δεν μπορούν να δυναστεύνται από το ρομαντισμό, του Αγίου Βαλεντίνου, των ρομαντικών κομεντί, των προσδοκιών που έχουν οι θεσμοί από μας..»
«Μα η αγάπη εμπεριέχει και την προσδοκία! Δεν βλέπω γιατί αυτό είναι κακό..» είπε η Βιβή.
«..βασικά θεωρώ πως ό,τι δίνεται με βάση την υποχρέωση ή την καλυμμένη, για να είμαι ακριβής, προσδοκία, είναι θεμελιωδώς μολυσμένο από τον ιό της συναλλαγής, του κέρδους, εν τέλει της καπιταλιστικής λαίλαπας ή αλλιώς, της κατανάλωσης (και) συναισθημάτων, διαθέσεων, ψυχικών καταστάσεων – σα να βλέπεις κακό ηθοποιό που κοιτάζει διαρκώς το κωμικοτραγικό του είδωλο. Εάν, λοιπόν, δε δίνεται ελεύθερα, τότε δε δίνεται. Απομυζάται. Πιστεύω πως οι σχέσεις μας οφείλουν να είναι μια συνειδητή συζήτηση μεταξύ ίσων μερών, όχι συμφωνημένα υπονοούμενα, καλυμμένες προσδοκίες και απωθημένα», έκλεισε.
Στο δρόμο για το σπίτι της, η Βιβή σκεφτόταν πόσο μπερδεμένη είναι η κοινωνία. Πως έχουν φτάσει οι σχέσεις να είναι αυτοσκοπός. “Να σπουδάσεις, να δουλέψεις, να έχεις ένα σύντροφο”. Με βάση αυτό το ιερό καθήκον απέναντι στους στόχους που τίθενται, αν δεν έχεις σύντροφο και δη για μεγάλο χρονικό διάστημα, είσαι περίεργος/η, καημένος/η, καταθλιπτικός/η. Αν έχεις σύντροφο, πρέπει να συναποφασίζετε για όλα, να ζείτε μαζί ακόμη και αν δεν συγκατοικείτε, να είστε ένα πακέτο, μακριά από την ατομικότητά σας. Κράτα, βέβαια, λίγη από την προσωπικότητά σου γιατί πλέον οι εποχές είναι πολιτισμένες και δεν χρειάζεται να είσαι η προέκταση του γεννητικού οργάνου του/της συζύγου σου. Όλα σ’ ένα καλούπι φτιαγμένο για δύο που δεν κομματιάζεται, παρά μόνο για να βάλει την στολή της “ανεξαρτησίας”, η οποία μεταφράζεται σε “πάω με τις φίλες μου για καφέ”, “πάω με τους φίλους μου για μπάλα”, “έχω γυμναστήριο”, “θέλω να ψωνίσω”. Τις αποδεκτές, δηλαδή, ατομικές δραστηριότητες που “δεν ταιριάζουν και στα δύο φύλα”, οπότε δεν μπορούν να τις κάνουν παρέα.
Ο Μάρκος το βράδυ κράτησε σημειώσεις από την συζήτηση αυτή που εκτυλίχθηκε το απόγευμα. Ήξερε πως ο καπιταλισμός ως σύστημα μας ωθεί πάντα προς την ”τελειότητα”, δημιουργεί ένα καλούπι του ”πρέποντος”. Ο ”σωστός” ο άντρας, η γυναίκα-μάνα, καταστάσεις κατά βάση ιδεατές. Δηλαδή ανέφικτες. «Καταφέρνει να μας κάνει άλογα κούρσας· προσπαθούμε ατέρμονα να καλύψουμε αυτό το κενό της ανασφάλειας που δημιουργεί το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, προκειμένου να ανατροφοδοτείται επίσης ατέρμονα. Ο καπιταλισμός ουσιαστικά επενδύει στην έλλειψη, μας ενθαρρύνει να αισθανόμαστε πως δεν έχουμε αρκετά, να ενεργούμε με κίνητρο την απληστία. Έτσι και στις ερωτικές σχέσεις, επικεντρωνόμαστε στην έλλειψη, στην ασφυξία. Το ένα και ιδανικό μας ταίρι, η κατάλληλη στιγμή για γάμο και οικογένεια που αν χαθεί την πάτησες κ.ο.κ. Ακόμη και η σεξουαλική αποκλειστικότητα κατά κανόνα επικεντρώνεται στην έλλειψη. Μπορείς ας πούμε να μοιράσεις -θεωρητικά- ισόποσα, δίκαια την αγάπη σου στα δυο παιδιά ή στους δυο φίλους/ες σου, αλλά ποτέ σε δυο ερωτικούς συντρόφους (για την περίπτωση που είναι σε γνώση και των δυο και συναινούν, όχι κρυφά). Μέσω της ”σπανιότητας” καταντάμε να κρύβουμε τη δεδομένη αποτυχία μας, να βουλιάζουμε στην εσωστρέφεια που τρέφεται με υποκατάστατα. Η αγάπη, όπως έχει εμποτιστεί στο συλλογικό, κοινωνικό συνειδητό πλέον, τείνει να γίνει ένα κατεξοχήν άλλοθι κυριαρχίας. Στο όνομα της αγάπης περιορίζονται ελευθερίες, γίνονται εγκλήματα, υπογράφονται νόμοι. Κράτος και Εκκλησία έχουν στήσει μια φάμπρικα μίσους, την πατριαρχία, και με εκδικητικό τρόπο έχουν μετατρέψει την αγάπη σε ένα απόκοσμο αίσθημα αδυναμίας. Ο μύθος της ετεροφυλοφιλικής, μονογαμικής σχέσης έχει κατασκευαστεί για να εγκλωβίσει κυρίως τις γυναίκες. Ιστορικά, δημιούργησε ένα πολιτιστικό κίνητρο για να εισάγει την ιδιοκτησιακή σχέση μεταξύ άντρα και γυναίκας, το γάμο, ουσιαστικά για να θέσει τις γυναίκες σε μειονεκτική θέση στο ερωτικό δίπολο, να καθορίσει την αξία των γυναικών αποκλειστικά και μόνο από την άποψη της επιτυχίας στην εξεύρεση και διατήρηση μιας σχέσης. Δεκαετίες επί δεκαετιών οι γυναίκες προσπαθούν να προσαρμόσουν συμπεριφορές και δραστηριότητες για να πληρούν τις προϋποθέσεις που θα τις κάνουν ελκυστικές για τους άνδρες και κατάλληλες για σχέση. Τα τελευταία χρόνια αυτός ο μύθος πλέον αγγίζει όλα τα φύλα, και είναι τρομερά επιβλαβής, γιατί δημιουργεί μη ρεαλιστικές προσδοκίες για τον εαυτό μας, μάς προκαλεί μια άθλια ανασφάλεια και φυσικά είναι και πολιτικά/ κινηματικά επιζήμια, αφού μας αποσπά την προσοχή βάζοντας μας να αναπαράγουμε ανταγωνιστικές σχέσεις.»
Η παραπάνω ιστορία θα μπορούσε να είναι πραγματική.
Αφορά σε θέματα που, λίγο ή πολύ, όλοι έχουμε συζητήσει κι όλους μάς έχουν απασχολήσει. Ας μη ξεχνάμε πως Καπιταλισμός και Κράτος γεννούν και διαιωνίζουν κυριαρχία, έλεγχο, και, τελικά, επιδιώκουν την υποταγή μας. Αυτό σημαίνει ότι έμπρακτα αμφισβητούν και παγιδεύουν το χρόνο μας και την ενέργεια μας, το πάθος μας. Μεταλλασσόμαστε σε κάτι που δεν είμαστε, σε κάτι που μας κατατρώει τα σωθικά. Επειδή όμως είμαστε εν δυνάμει κυρίαρχα/ αυτόνομα όντα, είναι λογικό και εφικτό και ως τέτοια να ζούμε, δεν μπορούμε να αποδεχόμαστε καμία σχέση που βασίζεται στον εξαναγκασμό, στη βία ή στην απειλή βίας. Κάθε σχέση που είναι κατά κάποιο τρόπο ”υποχρεωτική”, που έχει τις ρίζες της στον καταναγκασμό και όχι στην ελεύθερη επιλογή, που είναι ένας ρόλος φτιαγμένος από ένα ίδρυμα, ένας ρόλος προκάτ (γάμος, σχολείο, ρομαντικές ετεροφυλοφιλικές σχέσεις ως φυτευτή, θεσμισμένη κανονικότητα) είναι για την αυτονομία μας κόκκινο πανί, μια εχθροπραξία. Αγάπη λοιπόν είναι ή θα θέλαμε να είναι, η εξέγερση ενάντια σε κάθε εξουσία που αποκρυσταλλώνεται γύρω μας και μέσα μας ως κοινωνικά αποδεκτή νόρμα, ως ρηχός, θεαματικός  ρομαντισμός.
Για όσο οι ανθρώπινες σχέσεις θα είναι ινδικά χοιρίδια μιας κοινωνίας που θέλει πρώτα από όλα τις ερωτικές μας σχέσεις εξουσιαστικές, ανασφαλείς, ανταλλακτικές, τόσο η εσωστρέφεια, ο κανιβαλισμός, η στρέβλωση κάθε συναισθήματος θα μπαίνει εμπόδιο στην ελευθερία μας.
Για όσο δεν κάνουμε την υπέρβαση με τους ανθρώπους, με τους οποίους συναναστρεφόμαστε και συμπορευόμαστε, τόσο η κοινωνική αυτονομία θα παραμένει επισφαλές ζητούμενο.
Η αγάπη δεν είναι τέλεια, όπως μας μαθαίνουν. Η αγάπη είναι δωρεάν, δεν κοστίζει και δε μετριέται. Δεν απαιτείται και δεν επιβάλλεται. Είναι μια υψηλή έκφραση αυτονομίας και μια βαθιά έκφραση ελευθερίας, που ευδοκιμεί μονάχα μεταξύ αυτόνομων και ελεύθερων ανθρώπων.
Συνδιαμόρφωση από: Sen, Evi
[1] Ο αναρχικός των δυο κόσμων, Ursula Le Guin. Μετάφραση: Χρήστος Γεωργίου. (Στα αγγλικά: The Dispossessed: An Ambiguous Utopia, Ursula Le Guin)
[2] Πηγή για τις δαπάνες που αφορούν την γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου.
[3] Τα λόγια του Μάρκου είναι από το άρθρο του Alain Badiou: a life in writing.
http://eagainst.com