ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Κορνήλιος Καστοριάδης – Για την άμεση δημοκρατία και την αυτονομία (μέρος δεύτερο)


Πρόκειται για ένα μέρος μια συζήτησης του Καστοριάδη με τα μέλη του Αντιωφελιμιστικού Κινήματος στις Κοινωνικές Επιστήμες (Mouvment Anti-utilitariste en Science Sociales – MAUSS) που έλαβε χώρα το 1994 και, αφού δημοσιεύτηκε το 1999 στα τεύχη 13 και 14 της Revue de MAUSS, κυκλοφόρησε πέρυσι σε αυτόνομο τόμο με τίτλο C.Castoriadis, Democratie et relativisme. Debat avec le MAUSS [Δημοκρατία και σχετικισμός. Συζήτηση με το MAUSS], Παρίσι, Mille et une nuits, 2012.
Το κομμάτι που δημοσιεύουμε είναι το δεύτερο μέρος μιας μετάφρασης του Ν.Μάλλιαρη και βρίσκεται στις σελίδες 95-128. (Τα σχόλια και οι διευκρινήσεις είναι της ΟμάδαςΠρόταγμα, από όπου και το κείμενο αναδημοσιεύεται: Τεύχος 3, σ.89-95. Το πρώτο μέρος βρίσκεται εδώ). Στη συζήτηση, πέραν του Καστοριάδη, συμμετείχαν οι A.Caille, J.Dewitte, C.Mouffe, S. Latouche, L. Basle, AM-. Fixot
Η ανάγκη δημιουργίας δημοκρατικών θεσμών
Ζακ Ντεβίτ: Αναγνωρίζω, σε όσα μόλις ειπώθηκαν, τις θέσεις σας που τις γνωρίζω καλά από πολύ παλιά. Συνεχίζω, ωστόσο, πάντοτε να εκπλήσσομαι από αυτό που μου φαίνεται, όλο και περισσότερο, ως η ριζοσπαστικότητα – εν πάση περιπτώσει βλέπετε τα πράγματα υπό το πρίσμα μιας απόλυτης εναλλακτικής -, η ακραία μορφή που δίνεται στην ιδέα της αυτονομίας, σε τέτοιο βαθμό ώστε, σε αυτό το σημείο, να καταλήγουμε να μην μπορούμε πλέον να αναγνωρίσουμε κάποια εγγενή αξία σε κανένα θεσμό και σε καμία μορφή αντιπροσώπευσης, έστω προσωρινών. Από τη μια πλευρά έχουμε μια απόλυτη αυτονομία και από την άλλη κάθε είδος θεσμοποίησης και αντιπροσώπευσης. Συνιστούν και αυτές όμως, εξίσου, κομμάτι της πολιτικής μας ιστορίας. Με αυτόν τον τρόπο κάθε εξωτερική πηγή θέσμισης αμφισβητείται.
Θα επιστρέψω σε ένα προηγούμενο σημείο της συζήτησης, σχετικό με τους νόμους, στο παράδειγμα Ιροκουά. Υπενθυμίσατε εκεί τη θεμελιώδη σας έννοια, τη θεμελιώδη φιλοσοφική σας θέση, τη ρητή αυτό-θέσμιση, κι εγώ αναρωτιέμαι – σε τελική ανάλυση ίσως και να είναι κοινοτοπία κάτι τέτοιο, οπότε ζητώ προκαταβολικά συγνώμη: δε θα μπορούσαμε όμως να φανταστούμε ότι θα ήταν δυνατό να αναγνωρίσουμε ελεύθερα ότι οι νόμοι μας είναι καλοί; Είναι απαραίτητο, με άλλα λόγια, αυτή η ιδέα περί αυτονομίας να οδηγεί σε ένα είδος ψυχαναγκασμού της αλλαγής; Σ’ αυτό το σημείο υπάρχει ο κίνδυνος να περάσουμε άθελά μας από την απαίτηση της ελευθερίας και της αυτονομίας σε κάτι, ενδεχομένως διαφορετικό. Μου φαίνεται ότι θα πρέπει να εμβαθύνουμε λίγο σε αυτή την πλευρά του ζητήματος. Κι εσείς ο ίδιος παραδέχεστε ότι δεν υπάρχει καθαρή πράξη αυτο0θέσμισης, παραδεχτήκατε πριν από λίγο ότι υπάρχει ένα όριο στη δυνατότητα δράσης μας, η οποία εξαρτάται λοιπόν από την περατότητά μας. Εντασσόμαστε σε κάποια παράδοση και αναγνωρίζουμε ότι ο κόσμος υπήρχε και πριν από εμάς. Δεν θα ήταν κατά συνέπεια, δυνατό να αναγνωρίσουμε ορισμένους νόμους ως σωστούς και καλούς, δίχως να έχουμε την απόλυτη ανάγκη να τους αλλάξουμε, ακόμα κι αν διατηρούμε πάντοτε αυτό το ενδεχόμενο, ή ακόμα κι αν είναι απαραίτητο;
Κ.Καστοριάδης: Φοβάμαι ότι πρόκειται για μια ακόμα παρεξήγηση. Από ό,τι φαίνεται δυσκολεύομαι πολύ να εξηγώ τις θέσεις μου, καθώς, πολύ συχνά, δε με αναγνωρίζω στις κριτικές που μου γίνονται. Η ίσως και να είμαι τυφλός απέναντι στον εαυτό μου. Πιστεύω ότι είμαι, παρ’ όλα αυτά, στο μέτρο του δυνατού, αυτόνομος στον τομέα της σκέψης. Μιλώ για τον εαυτό μου, τον Καστοριάδη. Τί θέλω να πω με αυτό; Δεν εννοώ, σε καμία περίπτωση, ότι έχω κάποιο ψυχαναγκασμό με την αλλαγή και ότι, ως εκ τούτου, κάθε πρωί σηκώνομαι, παίρνω όλα όσα έχω γράψει, τα ξεφυλλίζω και λέω στον εαυτό μου: τα έγραψα, άρα δε μπορούν να είναι πλέον αληθή, πρέπει να τα αλλάξω… Όχι, σε καμία περίπτωση. Το να είναι κανείς αυτόνομος σημαίνει, στο προσωπικό μου παράδειγμα, ότι συνεχίζω να σκέφτομαι, ότι που και που έχω καινούριες ιδέες, ότι ελπίζω πως θα συνεχίσω να έχω τέτοιες ιδέες – εκτός κι αν με προλάβει το Αλτζχάιμερ! – καο ότι επιτρέπω στον εαυτό μου να γράψει – όπως μου είχε συμβεί – ότι αυτό που έγραψα στο τάδε σημείο είναι λανθασμένο ή ανεπαρκές, ότι πρέπει να το ξαναδώ και να προχωρήσω περισσότερο. Αυτό το έχω κάνει. Γνωρίζετε τη σταδιοδρομία μου. Ξεκίνησα όντας μαρξιστής. Στη συνέχεια απέρριψα, κατ’ αρχάς την οικονομία του Μαρξ, μετά τη θεωρία του για την εργασία και την τεχνική, μετά την κοινωνιολογία του, μετά την αντίληψή του της ιστορίας και την φιλοσοφία του. Και στη συνέχεια άρχισα να ξαναπιάνω την ιστορία της φιλοσοφίας, να απορρίπτω πολλά πράγματα που δεχόμουν ως τότε κ.λπ., και συνεχίζω να το κάνω. Θα μπορούσα, για παράδειγμα, να πω το ίδιο σχετικά με τον Φρόιντ, για τον οποίο τρέφω τεράστιο σεβασμό. Είμαι ψυχαναλυτής, αλλά στο σημείο που βρίσκομαι σήμερα υπάρχουν πολύ λίγα αυστηρώς φροϊδικά στοιχεία σε αυτό που σκέφτομαι, σε αυτό που κάνω και σε αυτό που λέω στον τομέα της ψυχανάλυσης. Έτσι είναι. Δεν υπάρχει ψυχαναγκασμός της αλλαγής. Και δε φαντάζομαι ότι μια αυτόνομη κοινωνία θα ήταν μια κοινωνία κυριαρχούμενη από έναν τέτοιο ψυχαναγκασμό.
Τί είναι η αυτονομία; Είναι να μπορούμε ανά πάσα στιγμή να πούμε: είναι δίκαιος αυτός ο νόμος; Ετερονομία έχουμε όταν το ερώτημα «δεν εγείρεται», όπως λέμε στα δικαστήρια. Το ερώτημα δε θα τεθεί, απαγορεύεται. Αν είστε ένας θρησκευόμενος Εβραίος, δε μπορείτε να θέσετε το ερώτημα: είναι ή δεν είναι σωστές οι εντολές της Εξόδου και του Δευτερονομίου; Το ερώτημα στερείται νοήματος. Και στερείται νοήματος επειδή το όνομα του Θεού είναι Δικαιοσύνη και επειδή αυτοί οι νόμοι είναι ο λόγος του Θεού. Το να πούμε, κατά συνέπεια, ότι είναι άδικοι, είναι σα να λένε ότι ο κύκλος είναι τετράγωνος, Ορίστε. Εδώ βρίσκουμε την πιο ακραία και εξελιγμένη, την πιο λεπτή και επιβλητική μορφή· στην πραγματικότητα όμως το ίδιο ισχύει για όλες τις ετερόνομες κοινωνίες. Δεν πρόκειται, λοιπόν, να θέτουμε καθημερινά στην ημερησία διάταξη της συνέλευσης το σύνολο των υπαρχουσών νομικών διατάξεων και να καλούμε τον πληθυσμό είτε να τις επανεπικυρώσει είτε να τις αλλάξει. Αυτό που λέω είναι ότι, απλά, έχουμε να διαχειριστούμε την πιθανότητα – και πρόκειται για πραγματική και όχι απλώς δυνητική πιθανότητα – ότι οι θεσμοί θα μπορούσαν να αλλάξουν, δίχως να χρειάζονται, γι’ αυτό, οδοφράγματα, ποτάμια αίματος, αναστατώσεις και τα τοιαύτα.
Λέτε, επίσης, ότι κάθε θεσμοποίηση απορρίπτεται. Αυτό που λέω είναι ακριβώς το αντίθετο. Μια αυτόνομη κοινωνία είναι μια κοινωνία που έχει θεσμούς αυτονομίας, π.χ. αιρετούς άρχοντες. Προηγουμένως έλεγα ότι αυτούς τους αξιωματούχους τους δέχομαι· ότι όχι μόνο τους αποδέχομαι, αλλά υπερασπίζομαι και την αναγκαιότητα της ύπαρξής τους, με τη μόνη διαφορά ότι πρέπει να είναι ανακλητοί. Όλο το ζήτημα συμπυκνώνεται σε αυτό το «-τοι» του «ανακλητοί». Βλέπουμε εδώ σε πόσο τεράστιο βαθμό η πραγματική[10] ιστορία ξεπερνά όλες μας τις συζητήσεις. Διότι πρέπει, φυσικά, να περιλάβουμε στο Σύνταγμα τη ρήτρα: «κάθε αιρετός άρχοντας είναι ανακλητός από τους εντολείς του». Και θα την περιλάβουμε και στη δημοκρατική κοινωνία, έτσι όπως την αντιλαμβάνομαι. Αυτή όμως η ρήτρα δε λέει τίποτε από μόνη της. Καταρχάς, υπάρχει το ενδεχόμενο οι άρχοντες να είναι άψογοι ή, εν πάση περιπτώσει, τέλειοι, άρα τους αφήνουμε να εξαντλήσουν τη θητεία τους, τους επανεκλέγουμε κ.λπ. Υπάρχει όμως και το ενδεχόμενο να αρχίσουν οι άνθρωποι να αδιαφορούν. Και όπως το έχουμε δει τόσες και τόσες φορές, κατά τη διάρκεια απεργιών, φοιτητικών κινημάτων κ.λπ., οι γραμματείς κολλούν στο πόστο τους – όχι απαραίτητα επειδή το επεδίωξαν, αλλά επειδή οι υπόλοιποι λένε: εντάξει, υπάρχει ο Ντεβίτ, ο Καγιέ, ο Λατούς, θα τη βρουν την άκρη. Εμείς, πάμε κανένα σινεμαδάκι! Ποιο θεσμικό μέτρο όμως θέλετε να πάρουμε ενάντια σε αυτό; Μπορούμε, βέβαια, να πάρουμε ορισμένα θεσμικά μέτρα όπως μερικά που υπάρχουν ήδη, αλλά ξέρουμε τι μπορούν αυτά να δώσουν. Είναι σίγουρο ότι, ακόμα κι αν οι εκάστοτε αξιωματούχοι κολλούν στο πόστο τους, επειδή οι εντολείς δεν εξασκούν το δικαίωμά τους στην ανάκληση των εντολοδόχων τους, αυτοί οι τελευταίοι δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν ό,τι θέλουν: υπάρχουν τα δικαστήρια, το Συμβούλιο της Επικρατείας, το Ελεγκτικό Συνέδριο κ.λπ. Βλέπουμε όμως κάθε μέρα στις εφημερίδες πόσο αδύναμα είναι αυτά τα μέσα ελέγχου. Πρέπει φυσικά να διατηρήσουμε τέτοιες δικλείδες ασφαλείας, αλλά δεν είναι αυτές που θα λύσουν το πρόβλημα. Η μόνη λύση είναι η δραστηριότητα των ανθρώπων. Δεν πρέπει ωστόσο να δούμε σε αυτή τη δραστηριότητα ένα θαύμα που είτε θα πραγματοποιηθεί είτε όχι… Η επιθυμία και η ικανότητα των πολιτών να συμμετέχουν στις πολιτικές διαδικασίες συνιστούν οι ίδιες πολιτικό πρόβλημα και πολιτικό καθήκον. Και κατά ένα μέρος έχουν να κάνουν με θεσμούς που τις προάγουν, τις επιβάλλουν και δημιουργούν πολίτες που τείνουν προς αυτές και όχι προς τη διασφάλιση των απολαύσεών τους. Ιδού λοιπόν αυτό που πρέπει να θεσμοποιήσουμε.
Α.Καγιέ: Δεν υπάρχουν άλλες ερωτήσεις; Εγώ θα ήθελα να επανέλθω σε ένα ερώτημα… Συγχωρέστε με, αλλά υπάρχουν ερωτήσεις που θα ήθελα εδώ και πολύν καιρό να σας θέσω…. Τώρα που σας έχω στο χέρι, θα το εκμεταλλευτώ χωρίς ντροπές… Σαντάλ….;
Η δημοκρατία, η αντιπροσώπευση και τα ανθρώπινα δικαιώματα
Σαντάλ Μουφ: Ναι, θα ήθελα να επανέλθω σε αυτό το ερώτημα. Γιατί συμπαθώ ιδιαίτερα πολλές από τις θέσεις σας, αλλά, πραγματικά, σε αυτό το ζήτημα κολλάει λίγο το πράμα… Είμαι πρόθυμη να παραδεχτώ, όπως κι εσείς, ότι η μόνη δημοκρατία είναι η άμεση δημοκρατία. Ας το δεχτούμε. Θα ήθελα, ωστόσο, αμέσως να πω που βρίσκονται τα όρια… Συμφωνώ απόλυτα ότι το επιχείρημα το σχετικό με τις διαστάσεις της κοινωνίας είναι ένα κακόπιστο επιχείρημα. Ωστόσο θα υπερασπιζόμουν, από την πλευρά μου αυτό που θα αποκαλούσα αντιπροσωπευτικό σύστημα, σε καμία περίπτωση όμως στη βάση τους επιχειρήματος για τις διαστάσεις των συγχρόνων κοινωνιών ή βασιζόμενη στα επιχειρήματα του Μπενζαμέν Κονστάν. Πιστεύω ότι, κατά βάθος, δεν έχουμε ακόμη πραγματικά επεξεργαστεί την πολιτική φιλοσοφία που θα μπορούσε να δικαιολογήσει αυτό το σύστημα – το αντιπροσωπευτικό καθεστώς – και ότι, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να ψάξουμε για επιχειρήματα προς μια άλλη κατεύθυνση, τα οποία θα είχαν περισσότερο να κάνουμε με την υπεράσπιση της ατομικής ελευθερίας. Εξηγούμε: δεν υπάρχει δημοκρατία παρά άμεση, σύμφωνοι· εγγυάται όμως η [άμεση] δημοκρατία την ατομική ελευθερία; Μήπως είναι, ακριβώς, αναγκαίο προκειμένου να μπορέσουμε να τη διασφαλίσουμε, να έχουμε δίπλα στους δημοκρατικούς θεσμούς ορισμένους ακόμα θεσμούς οι οποίοι θα είχαν περισσότερο να κάνουν με αυτό που θα αποκαλούσα ερώτημα σχετικό με τον πλουραλισμό; Είναι γι’ αυτό λοιπόν που, κατά βάθος, για εμένα το καλύτερο καθεστώς είναι πάντοτε ένα μικτό καθεστώς.
Στις θέσεις σας, όπως και σε αυτές του Ρουσό, υπάρχει κάτι που με απασχολεί. Δεν στηρίζεται στην ιδέα ότι, κατά βάθος, ο «ένας αδιαίρετος» λαός, όταν αποφασίσει άμεσα μέσα σε αυτή την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, θα επιλέξει, αναγκαστικά, πολιτικές και θα πάρει αποφάσεις που θα διασφαλίσουν την ελευθερία όλων; Αυτό δεν είναι, τελικά, το ερώτημα που έθεσαν άνθρωποι σαν τον Τζον Στιούαρτ Μίλ (John Stuart Mill); Σε αυτό το σημείο νομίζω ότι η παράδοση που αποκαλώ πολιτικό φιλελευθερισμό έχει σημαντικά πράγματα να μας δώσει για να σκεφτούμε τη δημοκρατία σήμερα: είναι η υπεράσπιση των μειοψηφιών. Άλλωστε η Ελβετία είναι ένα καθεστώς πολύ πιο δημοκρατικό από άλλα, χωρίς ωστόσο, κάτι τέτοιο να εμποδίζει τη λήψη αποφάσεων πολύ προβληματικών, σε ό,τι έχει να κάνει, για παράδειγμα, με το ζήτημα των μεταναστών. Μήπως, δηλαδή, η θέση σας προϋποθέτει ακριβώς την ιδέα ενός είδους αγαθότητας της ενότητας του λαού, η οποία συνεπάγεται ότι αν αποφασίσουμε κάτι όλοι μαζί, θα πάρουμε απαραίτητα και ορθές αποφάσεις; Εγώ δεν πιστεύω κάτι τέτοιο και γι’ αυτό θεωρώ ότι, παράλληλα με αυτή την άμεση δημοκρατία, μας χρειάζονται και θεσμοί που δεν είναι δημοκρατικοί – σύμφωνοι, δεν θα είναι δημοκρατικοί -, οι οποίοι, παρ όλα αυτά, θα μας επιτρέψουν, υπό ορισμένες συνθήκες, τη διασφάλιση της ατομικής ελευθερίας κι ενός ορισμένου πλουραλισμού.
K. Καστοριάδης: Θα ήθελα να τοποθετηθώ σε αυτό το ζήτημα. Υπάρχουν όμως άλλες ερωτήσεις;
Α. Καγιέ: Κι εγώ, προηγουμένως, μίλησα στο ίδιο πνεύμα με τη Σαντάλ Μουφ. Προσωπικά είμαι απόλυτα σύμφωνος με τη διεκδίκηση της άμεσης δημοκρατίας. Έχει ολοκληρωτικά εξαφανιστεί από το πεδίο της γαλλικής διανόησης εδώ και πάρα πολύ καιρό· εκτός από εσάς, κανείς άλλος δε αναφέρεται πλέον στην άμεση δημοκρατία. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι είναι θεμελιώδης. Κι εγώ όμως έχω μια δυσκολία να αποδεχτώ τη διατύπωσή σας, καθώς δεν πιστεύω ότι η άμεση δημοκρατία θα μπορούσε να αντικαταστήσει ένα καθεστώς αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Θεωρώ ότι θα πρέπει να εγκαθιδρύσουμε την άμεση δημοκρατία όχι στην θέση των καθεστώτων της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αλλά ως συμπλήρωμά τους, για τους ίδιους, πάνω κάτω, λόγους που ανέφερε η Σαντάλ. Γιατί ένα καθεστώς αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, για το οποίο μπορεί κανείς να πει ότι δεν είναι δημοκρατικό, παραμένει, παρ’ όλα αυτά, απαραίτητο; Καταρχάς, για λόγους που πρέπει να αναλυθούν και δεν αποτελούν κάποιο ιδιαίτερο μυστήριο. Ποιος είναι ο βασικός λόγος; Που στηριζόταν η αρχαία άμεση δημοκρατία; Στηριζόταν ουσιωδώς στην αυτοχθονία, στο γεγονός ότι οι άνθρωποι είχαν την ίδια καταγωγή, ότι προέρχονταν από την ίδια ράτσα, την ίδια κουλτούρα, το ίδιο χώμα, ότι είχαν κοινές αξίες που επέτρεπαν την ομοιογένεια – την οποία, άλλωστε, προϋποθέτει και το πολιτικό σύστημα του Ρουσό, που είναι μια δημοκρατία μικρών παραγωγών -, αυτό το ερώτημα, λοιπόν, είναι το εξής απλό: εγείρεται όταν δεν υπάρχει πλέον αυτή η αυτοχθονία, αυτή η ενότητα, η οικονομική, η πολιτιστική, κοινωνική ομοιογένεια και όταν, κατά συνέπεια, πρέπει να φέρουμε σε επαφή κοινωνικές ομάδες εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους. Το ερώτημα τίθεται σε ένα μετα-επίπεδο[11], και υπό αυτή την έννοια προφανώς και δε μπορεί να λυθεί πια μόνο από την άμεση δημοκρατία. Μας χρειάζεται μια άλλη διάσταση – η οποία θα μπορούσε να αποτελείται από ένα μικτό καθεστώς -, μια άλλη αρχή. Το λέτε άλλωστε κι εσείς ο ίδιος: όπως και να ‘χει, χρειάζονται θεσμοί που θα δημιουργούν την άμεση δημοκρατία. Προφανώς, αλλά κάτι τέτοιο σημαίνει ότι οι εν λόγω θεσμοί δεν μπορούν να θεμελιωθούν από την άμεση δημοκρατία…
Κ.Καστοριάδης: Καταρχάς, η άμεση δημοκρατία, το δημοκρατικό καθεστώς το οποίο εγώ έχω κατά νου, δεν είναι ο επίγειος παράδεισος. Δεν είναι το τέλειο καθεστώς και δε γνωρίζω, άλλωστε, τι σημαίνει «τέλειο καθεστώς». Δεν πρόκειται για ένα καθεστώς το οποίο έχει, από κατασκευής, ανοσία απέναντι σε κάθε λάθος, σε κάθε υπερβολή, τρέλα ή έγκλημα. Οι Αθηναίοι διέπραξαν τέτοια, το ίδιο και οι Γάλλοι το 1793. Στη Βόρειο Αμερική [κατά τη διάρκεια της Αμερικανικής Επανάστασης] η κατάσταση ήταν λιγότερο ακραία, αλλά εν πάση περιπτώσει… Δεν πρόκειται, λοιπόν, για κάτι τέτοιο. Μιας όμως και θίγουμε αυτό το σημείο, δεν πρόκειται να ξεχνάμε ότι υπερπληθώρα αντίστοιχων λαθών, υπερβολών, τρέλας και εγκλημάτων έχουν να επιδείξουν και τα υπόλοιπα καθεστώτα, συμπεριλαμβανομένων μάλιστακαι των αντιπροσωπευτικών καθεστώτων. Οι αντι-κομμουνιστικοί νόμοι στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, ψηφίστηκαν με απόλυτη νομιμότητα από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία. Πριν από κάποια χρόνια έγραψα μια φράση που, απ’ ότι έχω γράψει, είναι αυτή που μου αρέσει περισσότερο: «Τίποτα και κανείς δε μπορεί να προστατεύσει την ανθρωπότητα από την ίδια της την τρέλα»[12]. Ούτε η δημοκρατία, ούτε φυσικά η μοναρχία – διότι η μοναρχία είναι η τρέλα του μονάρχη, ο Λουδοβίκος ο ΙΕ’, οι συνωμοσίες, οι μυστικοσύμβουλοι…
Τι λέμε, λοιπόν, για την υπεράσπιση των ατόμων και των μειονοτήτων; Μα συμφωνώ απόλυτα με όσα είπατε, σας παραπέμπω μάλιστα, ακόμα μια φορά στο κείμενό μου «Πεπραγμένα και πρακτέα». Χρειάζονται ενισχυμένες διατάξεις – συνταγματικού τύπου, υπό την έννοια ότι η αναθρώρησή τους, θα ήταν, για παράδειγμα, εφικτή υπό συνθήκες αυστηρότερες από ό,τι συνήθως θα απαιτούσε ενισχυμένες πλειοψηφίες, αν θέλετε πιο μακροπρόθεσμες προθεσμίες, ούτως ώστε να υπάρχει μεγαλύτερο χρόνος για σκέψη και διαβούλευση – οι οποίες θα διασφάλιζαν τις ατομικές ελευθερίες, αυτό που σήμερα αποκαλούμε δικαιώματα, τα οποία περιλαμβάνουν το habeas cospus, ορισμένους κανόνες – όπως αυτός που από την εποχή των Ρωμαίων λέει ότι δεν υπάρχει έγκλημα ούτε ποινή δίχως έναν προϋπάρχοντα νόμο[13]. Όλα αυτά μπορούν και πρέπει να εμπλουτιστούν, εφόσον είναι ανεπαρκή. Αντίστοιχα, μπορούμε να επεξεργαστούμε διατάξεις που θα προστατεύουν τις μειονότητες, διαφορετικές μάλιστα κατηγορίες μειονοτήτων, οι οποίες θα αποτελούν κομμάτι του Συντάγματος. Προτείνουμε όμως ένα Σύνταγμα που δε θα μπορούσε να αναθεωρηθεί με κανέναν τρόπο; Φυσικά και όχι. Διότι, ακόμα κι αν το ίδιο δεν το προβλέπει , το Σύνταγμα θα αναθεωρηθεί με την ισχύ των όπλων. Για παράδειγμα, εδώ στη Γαλλία βρισκόμαστε στο πέμπτο αβασίλευτο Σύνταγμα, χωρίς να λάβουμε υπόψη τα ενδιάμεσα μοναρχικά Συντάγματα. Προσωπικά δεν ξέρω πόσες άλλες χώρες είχαν σαράντα Συντάγματα τα οποία κατέληξαν όλα τους απλά κουρελόχαρτα. Η ιδέα ενός μη αναθεωρήσιμου Συντάγματος είναι παράλογη τόσο από λογικής απόψεως όσο και σε επίπεδο γεγονότων. Όπως δε μπορείτε να εμποδίσετε τους Ελβετούς να περιορίσουν με δημοψήφισμα την είσοδο των μεταναστών στη χώρα, έτσι δε θα μπορέσετε ποτέ να εμποδίσετε το λαό να πει, μια μέρα – αναφέρω επίτηδες κάτι γελοίο – ότι «Όλα τα άτομα με ύψος κάτω του 1,60 και άνω του 1,90 στερούνται του εκλογικού δικαιώματος». Δεδομένου ότι θα αποτελούσαν την απόλυτη πλειοψηφία, θα μπορούσαν πολύ εύκολα να ψηφίσουν μια τέτοια διάταξη. Τί θα κάνετε; Εγώ θα ήμουν αντίθετος και θα πολεμούσα μέχρι θανάτου ενάντια σε αυτή τη διάταξη, προσπαθώντας να κινητοποιήσω τους ανθρώπους εναντίον της. Αν δέχεστε την αρχή της πλειοψηφίας, δέχεστε επίσης, αναγκαστικά, ότι, παρ’ όλες τις εγγυήσεις, υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο οι άνθρωποι να τρελαθούν και να κάνουν αυτό ή το άλλο. Ο Χίτλερ βέβαια δεν ανέβηκε στην εξουσία μέσω μιας πλειοψηφίας, αλλά η κατάσταση ήταν πάνω-κάτω αυτή. Τι έπρεπε λοιπόν να κάνουμε; Να στερήσουμε τους Γερμανούς από το δικαίωμα στην ψήφο; Αυτό ακριβώς είναι η κίνηση της ιστορίας. Μπορούμε να την πολεμήσουμε αλλά δε μπορούμε να προστατευτούμε από αυτήν μέσω νομικών διατάξεων.
Αυτό όμως που δεν καταλαβαίνω καθόλου – και το οποίο θεωρώ πως αποτελεί ένα σόφισμα του συλλογισμού τόσο του δικού σας όσο και του Καγιέ -, είναι ο λόγος για τον οποίο υποτίθεται ότι το γεγονός πως η δημοκρατία είναι αντιπροσωπευτική και όχι άμεση, συνιστά μια επιπλέον εγγύηση. Αυτή τη στιγμή έχουμε ένα Κογκρέσο, στις ΗΠΑ, που ετοιμάζεται να διαπράξει – αν τελικά το κάνει – τερατώδη πράγματα[14]… Πιστεύω ότι αυτά που λέτε προέρχονται από ια ιδεολογική παράδοση επανερμηνείας της Αρχαιότητας, η οποία αποτέλεσε τη μια εκ των δύο ερμηνειών ανάμεσα στις οποίες ταλαντεύτηκε η Δύση: πρόκειται για την παράδοση που παρουσιάζει τον αθηναϊκό δήμον στις στιγμές τρέλας του, όταν καταδίκαζε τους στρατηγούς των Αργινουσών ή λάμβανε την τάδε ή τη δείνα τερατώδη απόφαση, και η οποία ξεχνά όλες τις υπόλοιπες αποφάσεις που πήρε αυτός ο ίδιος δήμος κατά τη διάρκεια ενός αιώνα και οι οποίες οδήγησαν σε μια σειρά θαυμάτων τα οποία όλοι γνωρίζουμε. Ο δήμος των Αθηνών επέδειξε στιγμές αφροσύνης, αλλά το ίδιο ισχύει και για εκλεγμένα αντιπροσωπευτικά σώματα τα οποία πήραν κακές αποφάσεις… Δε βλέπω για ποιο λόγο – και σας παρακαλώ να ξανασκεφτείτε λίγο αυτό το σημείο – ένα αντιπροσωπευτικό καθεστώς θα εγγυόταν καλύτερα τις ατομικές ελευθερίες. Τις ατομικές ελευθερίες δεν τις εγγυώνται οι αντιπρόσωποι αλλά οι συνταγματικές διατάξεις. Και αν το Σύνταγμα έχει ισχύ, αν είμαστε σίγουροι ότι, επί παραδείγματι, στις ΗΠΑ ή στη Γαλλία η επαναφορά της δουλείας είναι σήμερα αδύνατη ή ιδιαίτερα απίθανη – καθώς τίποτα δεν είναι αδύνατο -, αυτό δε συμβαίνει επειδή το λέει το Σύνταγμα· αν το πιστεύαμε αυτό, θα ήμασταν κρετίνοι. Αυτό συμβαίνει, αντίθετα, επειδή γνωρίζουμε ότι αν προτεινόταν να επανέλθει η δουλεία, η συντριπτική πλειοψηφία του λαού θα ήταν έτοιμη να πολεμήσει προκειμένου να την εμποδίσει.
Με συνδέετε με το Ρουσό, όπως άλλωστε κι ο Καγιέ. Δεν έχω όμως καμία σχέση με το Ρουσό σε ό,τι αφορά εν πεοκειμένω: μπορεί να παραθέτω συχνά τη φράση στην οποία ο Ρουσό ασκεί κριτική στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, αλλά δε συμφωνώ καθόλου με τις απόψεις του για τη συλλογική βούληση, την απαγόρευση των τάσεων κ.λπ. Αυτά που λέω δεν έχουν καμία σχέση με όλα αυτά… Έχω όμως την εντύπωση ότι υπάρχει κάτι πολύ σημαντικό σε αυτά που λέτε και ότι αξίζει τον κόπο να διασαφηνίσουμε – και σε αυτό το σημείο υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στη σύγχρονη δημοκρατία, ανάμεσα στα σύγχρονα πολιτικά καθεστώτα και σε αυτά της αρχαιότητας. Είναι η αντίληψή μας για τους αντιπροσώπους ως αντιπροσώπους ιδιαιτέρων συμφερόντων. Αυτή η διάσταση είναι όντως νεοτερική και υπό μια άποψη με βρίσκει αντίθετο. Είναι μεγάλη συζήτηση, αλλά θα ξαναπιάσω ένα παράδειγμα που μου αρέσει πολύ. Στους νόμους της αρχαίας Αθήνας υπήρχε μια διάταξη, την οποία αναφέρει, νομίζω ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά [1330a 20, η οποία έλεγε ότι, κάθε φορά που η συνέλευση του λαού έπρεπε να αποφασίσει αν θα γίνει ή όχι πόλεμος ενάντια σε μια γείτονα πόλη, οι πολίτες που κατοικούσαν στις παραμεθόριες περιοχές δεν είχαν δικαίωμα συμμετοχής στην ψηφοφορία. Γιατί; Διότι δε θα μπορούσα να ψηφίσουν ειλικρινά, εκτός κι αν τους υποβάλλαμε σε ένα double dind που θα τους οδηγούσε στην ψύχωση. Ή ψηφίζουν ως πολίτες, ξεχνώντας ότι τα λιόδεντρα τους θα καταστραφούν, τα σπίτια τους θα καούν κ.λπ., πράγμα επίπονο γι' αυτούς ή, από την άλλη πλευρά, ψηφίζουν ως ιδιοκτήτες των σπιτιών και των ελαιώνων τους κ.λπ., αδιαφορώντας για τα συμφέροντα της πόλης. Αυτό που πραγματοποιείται διαρκώς μέσα στη σύγχρονη κοινωνία είναι η δεύτερη υπόθεση. Λένε ότι οι αντιπρόσωποι είναι αντιπρόσωποι του λαού... Δεν ισχύει όμως κάτι τέτοιο. Δείτε τι συμβαίνει, στην πραγματικότητα, χρειάζεται εδώ λίγη πολιτική κοινωνιολογία επί του συγκεκριμένου. Τι είναι τα μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου; Τί είναι οι γάλλοι βουλευτές; Τί υπερασπίζονται πρώτα από όλα; Υπερασπίζονται τα συντεχνιακά αιτήματα των εκλογέων τους. Το αμερικανικό Κογκρέσο θα πει ότι πρέπει να διατηρήσουμε τα δάνεια προς τη Μπόιγκ, διότι πρόκειται για το Σιάτλ, την πολιτεία της Ουάσινγκτον, ότι πρέπει να διατηρήσουμε αυτή τη βάση στο Τέξας, επειδή δίνει δουλειά σε δέκα χιλιάδες άτομα στην περιοχή κ.λπ. Κι εδώ μιλάμε απλώς τοα το λαό. Υπάρχουν όμως και συμφέροντα πολύ πιο συμπαγή... Πίσω από την τρέχουσα εικόνα υπάρχει η αποδοχή αντικρουόμενων συμφερόντων μέσα στην κοινωνία και η ιδέα ότι, μέσω της αντιπροσώπευσης, μέσω αυτού του καθεστώτος έμμεσης δημοκρατίας, οι αντιπρόσωποι των συμφερόντων μπορούν να διαπραγματευθούν μεταξύ τους λύσεις και συμβιβασμούς. Ποιο είναι όμως το αποτέλεσμα; Είναι η σύγχρονη κατάσταση, όπου κυριαρχούν οι συμβιβασμοί και τα give and take - «Έγινε, εντάξει, θα αυξήσουμε τόσο τις αγροτικές επιδοτήσεις, υπό τον όρο να δεχθείτε αυτό». Είναι αυτή η απόλυτη πολιτική αδυναμία των βουλευτών που εμποδίζει τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης και κάνει όλους τους πολιτικούς να βγάζουν λόγους σχετικά με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, οι οποίες δεν πραγματοποιούνται ποτέ.
Συμφωνώ, κατά συνέπεια μαζί σας, όταν λέτε ότι δεν πρέπει να προβλέπουμε την ύπαρξη ιδιαιτεροτήτων μέσα στην κοινωνία, ότι δεν πρέπει να μιλάμε με όρους ενοποιημένης κοινωνίας, ότι πρέπει να βρούμε ένα μέσο για την προάσπιση αυτών των δικαιωμάτων στο μέτρο του λογικού. Πρέπει όμως να διατηρήσουμε - και σ' αυτό είμαι εντελώς ανυποχώρητος - την ενότητα του πολιτικού σώματος ως πολιτικού σώματος που στοχεύει στο γενικό συμφέρον της κοινωνίας και όχι, για παράδειγμα σε αυτό των οινοπαραγωγών της Νότιας Γαλλίας. Οι οινοπαραγωγοί της Νότιας Γαλλίας είναι φυσικά απόλυτα σεβαστοί, πρέπει να τους προστατεύσουμε, αλλά δε μπορούμε να τους βάλουμε πάνω από τα συμφέροντα της συλλογικότητας στο σύνολό της.
[10] Σ.τ.μ.: με την «πραγματική» αποδίδουμε το γαλλικό επίθετο effective, που αλλού έχει αποδοθεί και ως «ενεργός», όταν συνιστά επιθετικό προσδιορισμό της πραγματικότητας (π.χ. από τον Κ.Σπαντιδάκη: βλ. Κ.Καστοριάδης, Η «ορθολογικότητα» του καπιταλισμού, Αθήνα, Ύψιλον, 1998, κεφ. «Η ενεργός πραγματικότητα της καπιταλιστικής οικονομίας»). Ο εν λόγω όρος είναι καίριας σημασίας στον Καστοριάδη. Αυτό που ο Κ. αποκαλούσε effective, δηλαδή «πραγματική» ή «συγκεκριμένη» πραγματικότητα είναι το επίπεδο της συγκεκριμένης απτής κοινωνικο-ιστορικής πραγματικότητας, πέρα από τις φιλοσοφικές εξορθολογίσεις και τα σχήματα που συχνά της προβάλλουμε είτε – στην καλύτερη περίπτωση – για να την κατανοήσουμε πιο εύκολα είτε – στη χειρότερη – για να τη συγκαλύψουμε. Ο ίδιος επεξεργάστηκε ένα μεγάλο μέρος των δικών του ιδεών στα πλαίσια της προσπάθειας να υπερβεί μια σειρά τέτοιων συγκαλύψεων: από την κριτική του στους σταλινικούς οι οποίοι έκρυβαν την πραγματικότητα των σχέσεων παραγωγής στις ανατολικές χώρες πίσω από τις νομικές μορφές της ιδιοκτηρίας, μέχρι την κριτική στους φιλοσόγους, που υποκαθιστούν την πραγματική ιστορία με την ιστορία των ιδεών, αλλά και την κριτική στους φιλελεύθερους, που συγκαλύπτουν την κοινωνική πραγματικότητα πίσω από τις νομικές/συνταγματικές μορφές, αποκαλώντας «δημοκρατίες» τα σημερινά ολιγαρχικά καθεστώτα.
[11] Σ.τ.μ.: προφανώς στο σημείο αυτό ο Α.Καγιέ κάνει έναν παραλληλισμό ανάμεση στην πολιτική θεωρία και στις διάφορες επιστήμες. Στην περίπτωση των λευεταίων, η προσθήκη του προθέματος «μετά» στο όνομα της αντίστοιχης επιστήμης (μεταψυχολογία, μεταμαθηματικά κ.λπ.) σηματοδοτεί τη δημιουργία ενός νέου κλάδου ή πεδίου έρευνας, το οποίο ασχολείται με τις θεμελιώδεις οντολογικές ή επιστημολογικές προυποθέσεις της σχετικής επιστήμης.
[12] «Κανείς δεν μπορεί να προστατέψει την ανθρωπότητα από την τρέλα ή την αυτοκτονία». («Η ελληνική πόλις και η και η δημιουργία της δημοκρατίας» [1983], Χώροι του ανθρώπου, μτφρ. Ζ. Σαρίκας, Αθήνα, Ύψιλον, 1995, σ.199)
[13] Σ.τ.μ.: Nullum crimen, nulla poena sine lege («κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς υφιστάμενο νόμο») είναι το σχετικό ρητό, το οποίο συστηματικοποιήθηκε στη νεότερη εποχή, κατά το 19ο αιώνα, από τον γερμανό ποινικολόγο Paul Johann Anselm Ritter von Feuerbach, κατά τη σύνταξη του βαυαρικού Ποινικού Κώδικα του 1813, ως «nullun crimen, nulla poena sine praevia lege poemali». Από τότε θεωρείται βασική αρχή του σύγχρονου Παοινικού Δικαίου. Δεν πρόκειται όμως απλά για μια νομική ρύθμιση, αλλά για μια πολιτική αντίληψη που θεμελιώνει το κράτος δικαίου. Αποτελεί μια από τις βασικότερες αρχές του κράτους αυτού, την αρχή της νομιμότητας, γι’ αυτό και συμπεριλαμβάνεται στα περισσότερα Συντάγματα αλλά και δειθνείς διακηρύξεις και σύμφωνα που προσπατεύουν τις ατομικές ελευθερίες. Σε επίπεδο συνταγματικό θεωρείται ως εγγύηση απέναντι σε κάθε καταχρηστική και αυθαίρετη εξουσία. Θεωρείται κατάκτηση του φιλελεύθερου κράτους και δεν μπορεί να καταργηθεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος, ούτε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Γι’ αυτό και τη βρίσκουμε σε άρθρα των βασικών συνταγμάτων και διακηρύξεων των Επαναστατών του 18ου αιώνα. (Αμερικανική, Γαλλική κ.λπ.), ενώ υπάρχει ήδη, σε μια γενική μορφή, στην αγγλική Magna Carta του 1215
[14] Πρόκειται, χωρίς αμφιβολία για τις προσπάθειες που κατέβαλε το 1994-95 η ρεπουμπλικανική πλειοψηφία μέσα στο Κογκρέσο για να επιβάλει έναν αυστηρό ισοσκελισμό προυπολογισμού στην κυβέρνηση Κλίντον, μέσω μιας σημαντικής μείωσης της κοινωνικής πρόνοιας και της ιατρικής κάλυψης των φτωχότερων στρωμάτων (σημείωση του γάλλου επιμελητή).
http://eagainst.com

Ραούλ Βάνεγκεμ – Το κράτος δεν είναι τίποτε, ας γίνουμε τα πάντα


Δεν είναι τυχαίο που η Ελλάδα, όπου γεννήθηκε η ιδέα της δημοκρατίας, δίνει πρώτη το σύνθημα της μάχης ενάντια σε μια διεφθαρμένη δημοκρατία, όπου αυξάνονται παντού οι πιέσεις από τις πολυεθνικές και τις χρηματοπιστωτικές μαφίες. Σ’αυτή τη χώρα είδαμε να εκδηλώνεται μια αντίσταση που έρχεται σε έντονη αντίθεση με τον λήθαργο του ευρωπαϊκού προλεταριάτου, που κείται πλέον αναίσθητο υπό την επίρροια δεκαετιών καταναλωτισμού και ψευδοχειραφέτησης.
Επιτρέψτε μου να θυμίσω ορισμένες βασικές κοινοτοπίες.
Ο καταναλωτισμός έχει εκλαϊκεύσει και εξαπλώσει παντού τη δημοκρατία του σουπερμάρκετ, όπου ο πολίτης διαθέτει τη μεγαλύτερη ελευθερία επιλογής υπό τον όρο να καταβάλλει το αντίτιμο κατά την έξοδο από το κατάστημα. Οι παλιές ιδεολογίες έχουν χάσει το ουσιαστικό τους περιεχόμενο κι έχουν καταντήσει διαφημιστικά χαρτοφυλάκια που εξυπηρετούν τους εκλεγμένους πολιτικούς να πολλαπλασιάσουν την πελατεία και την εξουσία τους. Η πολιτική, είτε αριστερή θέλει να λέγεται είτε δεξιά, δεν είναι παρά ένα σύστημα πελατειακό, όπου οι εκλεγμένοι προάγουν τα προσωπικά τους συμφέροντα κι όχι αυτά των πολιτών που υποτίθεται πως εκπροσωπούν. Για μια ακόμα φορά, η Ελλάδα είναι στην ευχάριστη θέση να αποκαθιστά την αρχική σημασία της λέξης πολιτική, που είναι η τέχνη του να κυβερνάς την πόλη.
Η δεύτερη κοινοτοπία είναι ότι τα κράτη έχουν απολέσει το προνόμιο, που περηφανεύονταν ότι κατέχουν, να διαχειρίζονται τα δημόσια αγαθά. Το παραδοσιακό κράτος πάντοτε βέβαια ξάφριζε τους πολίτες για να γεμίζει το παγκάρι του επιβάλλοντας φόρους και δασμούς, από την άλλη όμως, διασφάλιζε και τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, όπως η παιδεία, η υγεία, τα ταχυδρομεία, οι συγκοινωνίες, τα επιδόματα ανεργίας, οι συντάξεις…Τα κράτη σήμερα είναι πλέον σκέτοι υπηρέτες των τραπεζών και των πολυεθνικών. Ωστόσο, αυτές αντιμετωπίζουν τώρα την πανωλεθρία του «τρελού χρήματος» το οποίο, αφού επενδύεται στην κερδοσκοπία του χρηματιστηρίου και όχι σε παραγωγικές βιομηχανίες βασικών ειδών ή σε εταιρείες κοινής ωφελείας, γίνεται φούσκα που σκάει – αυτό είναι το χρηματιστηριακό κραχ. Είμαστε έρμαια των διαχειριστών της χρεωκοπίας, που βιάζονται να στραγγίξουν και την τελευταία σταγόνα γρήγορου κέρδους με την υπερεκμετάλλευση των πολιτών, των πολιτών που καλούνται να γεμίσουν, με αντάλλαγμα μια ζωή ολοένα και πιο επισφαλή, τον απύθμενο λάκκο του ελλείμματος που έσκαψαν οι τραπεζικές αγυρτείες.
Το κράτος όχι μόνο δεν είναι πια σε θέση να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, αυτές που προκύπτουν από τους όρους του κοινωνικού συμβολαίου, αλλά επιπλέον ψαλιδίζει τους προϋπολογισμούς των δημοσίων υπηρεσιών, κάνει κομμάτια ό,τι μπορούσε να εγγυάται τουλάχιστον την επιβίωση – αφού δεν κατάφερνε να επιτρέπει στον καθένα να ζει μια πραγματική ζωή. Κι όλ’ αυτά στο όνομα μιας τεράστιας απάτης που λέγεται δημόσιο χρέος.
Η μοναδική αρμοδιότητα που έχει απομείνει στο κράτος είναι η αστυνομική καταστολή. Η μοναδική δικλείδα ασφαλείας του κράτους είναι να σπέρνει το φόβο και την απελπισία. Τα χειρίζεται πολύ αποτελεσματικά, επενδύοντας τα μ’ ένα είδος αποκαλυψιακής αχλής. Σκορπά τη φήμη ότι το αύριο θα είναι χειρότερο από το σήμερα. Το συνετό είναι επομένως να καταναλώνεις, να ξοδεύεις ό,τι προλάβεις πριν την πτώχευση, να βγάζεις στο σφυρί ό,τι μπορεί να αποφέρει κέρδος, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι θυσιάζεις την ύπαρξή σου και τον πλανήτη ολόκληρο μόνο και μόνο για να διαιωνίζεται η γενικευμένη αυτή απάτη.
Φιλοσοφία των επιχειρήσεων είναι ο μηδενισμός. Εκεί όπου το παν είναι το χρήμα, όλες οι αξίες, εκτός από την εμπορευματική, εξαφανίζονται εντελώς. Είδαμε πώς ο καταναλωτισμός υπονόμευσε τις δήθεν αιώνιες αλήθειες του παρελθόντος: την αυθεντία του πατέρα και την πατριαρχική εξουσία, τις θρησκείες, τις ιδεολογίες, το κύρος του στρατού και της αστυνομίας, το σεβασμό προς τ’ αφεντικά, την ιερότητα της θυσίας, την αρετή της σκληρής δουλειάς, την περιφρόνηση προς τη γυναίκα, το παιδί, τη φύση…Την ίδια στιγμή όμως ο καταναλωτισμός έχει αποκοιμίσει τη συνείδηση, τη συνείδηση που σήμερα μας υποχρεώνει να εγερθούμε με οδηγό τις ανθρώπινες αξίες, εκείνες που τόσες φορές βρέθηκαν στην καρδιά των ξεσηκωμών, των εξεγέρσεων, των επαναστάσεων.
Γνωρίζουμε ότι πάει να συγκροτηθεί μια νέα συμμαχία μ’ όλ’ αυτά που η φύση που προσφέρει δωρεάν, μια συμμαχία που θα δώσει ένα τέλος στη στυγνή εκμετάλλευση της γης και του ανθρώπου. Σε μας αναλογεί να αρπάξουμε, με την έξαρση και το δυναμισμό του καπιταλισμού που εξορμά εις άγραν νέων κερδών, τις ελεύθερες και δωρεάν μορφές ενέργειας, που εκείνος ετοιμάζεται να μας πουλήσει πολύ ακριβά. Γιατί η εποχή μας, που δεν μαστίζεται από κρίση οικονομική, αλλά από κρίση της οικονομίας της εκμετάλλευσης, προσφέρει ταυτόχρονα και μια ευκαιρία στον άνθρωπο να γίνει ανθρώπινος. Και γίνομαι ανθρώπινος σημαίνει αρνούμαι να είμαι σκλάβος της εργασίας ή της εξουσίας και την ίδια στιγμή επιβεβαιώνω το δικαίωμά μου να διαμορφώνω τη μοίρα μου και να δημιουργώ καταστάσεις που ευνοούν την ευτυχία όλων.
Πολλά ερωτήματα τίθενται με μιαν αίσθηση επείγοντος, αίσθηση που κινδυνεύει να ενταθεί υπερβολικά με την ορμή των γεγονότων. Θα φροντίσω να μην δώσω απαντήσεις, αφού έξω από το πλαίσιό τους, έξω δηλαδή από τις πρακτικές συνθήκες και τις συλλογικότητες όπου τίθενται τα ερωτήματα, κινδυνεύουν να πέσουν στο κενό της αφαίρεσης – και η αφαίρεση, ως σκέψη αποκομμένη από τη ζωή, πάντοτε νεκρανασταίνει τα παλιά τέρατα της εξουσίας. Θα αρκεστώ λοιπόν να δώσω ορισμένες διευκρινήσεις.
1. Eίμαστε άραγε διατεθειμένοι να προσφέρουμε τις δυνάμεις μας για να ανακουφίσουμε τη χρεωκοπία ενός κράτους που όχι μόνο δεν υπηρετεί πια τους πολίτες αλλά ως βρυκόλακας τους ρουφά το αίμα για να ταΐσει τα πλοκάμια του παγκόσμιου τραπεζικού κήτους;
Η δύναμη της αδράνειας λειτουργεί εναντίον μας. Οι οικογενειακές, κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, θρησκευτικές, ιδεολογικές παραδόσεις εξακολουθούν να αναπαράγουν από γενιά σε γενιά την εθελοδουλία που κατήγγειλε ο Étienne de la Boétie. Από την άλλη, μπορούμε και να επωφεληθούμε από το σοκ που θα προκαλέσει η κατάρρευση του συστήματος και η αποσύνθεση του κράτους, να αξιοποιήσουμε τον πειρασμό να κοιτάξουμε πέρα από τα σύνορα της εμπορευματικής μιζέριας. Αναμενόμενο είναι να αντιστραφούν οι προοπτικές μας. Πέρα από τις ενδεχόμενες λεηλασίες σουπερμάρκετ, που ενέχουν και τον κίνδυνο να επιταχύνουν την εξάπλωση της φτώχειας, πολλοί καταναλωτές που απειλούνται με αποκλεισμό από την κατανάλωση, δεν θ’ αργήσουν να συνειδητοποιήσουν ότι ζωή δεν σημαίνει απλά επιβίωση, ότι η συσσώρευση προϊόντων νοθευμένων και άχρηστων δεν αξίζει τίποτε μπρος στην ευχαρίστηση μιας ύπαρξης όπου η ανακάλυψη των μορφών ενέργειας και των αγαθών που γεννά η φύση εναρμονίζεται με τις εκκλήσεις των επιθυμιών μας. Ότι η ζωή είναι εδώ και τώρα, ότι βρίσκεται στα χέρια της μεγάλης πλειοψηφίας και το μόνο που ζητά είναι να οικοδομηθεί και να εξαπλωθεί.
Ας πάψουμε να αυτο-οικτιρόμαστε για τις αποτυχίες της χειραφέτησης που στιγματίζουν την ιστορία μας, όχι όμως για να εορτάσουμε τις όποιες επιτυχίες σημειώσαμε: Όλη τούτη η συζήτηση για νίκες και ήττες, αποτυχίες κι επιτυχίες αναδίδει τη δυσωδία του εμπορευματικού ανταγωνισμού, της τακτικής και της στρατηγικής, της αρπακτικότητας. Το ζήτημα είναι να προωθήσουμε εγχειρήματα που να διαπνέονται από ευτυχία και τόλμη και που να απαιτούν από μας να εφαρμόζουμε στην πράξη σχέδια αυτοδιαχείρισης και συνελεύσεις αμεσοδημοκρατικές.
Οι ζαπατιστικές κοινότητες της Τσιάπας ίσως να είναι οι μοναδικές που εφαρμόζουν σήμερα την άμεση δημοκρατία. Η κοινοκτημοσύνη της γης αποκλείει εκ των προτέρων τις συγκρούσεις για την ιδιοκτησία. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να μετέχει στις γενικές συνελεύσεις, να παίρνει το λόγο και να λέει τη γνώμη του, ακόμη και τα παιδιά. Ουσιαστικά δεν υπάρχουν αξιωματούχοι εκλεγμένοι με ψηφοφορία. Στα άτομα της κοινότητας που εκδηλώνουν ενδιαφέρον για κάποιον συγκεκριμένο τομέα, όπως η παιδεία, η υγεία, η μηχανική, ο καφές, η οργάνωση γιορτών, οι μορφές βιοκαλλιέργειας, οι εξωτερικές σχέσεις κ.ο.κ., η συνέλευση αναθέτει την αντίστοιχη αρμοδιότητα. Οι αρμόδιοι αυτοί εντάσσονται κατόπιν σε ένα «συμβούλιο καλής διακυβέρνησης» και για όσο διαρκεί η αποστολή τους, κάνουν τακτικά απολογισμό των δραστηριοτήτων τους στην κοινότητα. Οι γυναίκες, επιφυλακτικές στην αρχή, εξαιτίας των πατριαρχικών συνηθειών των Μάγιας, κατέχουν σήμερα εξέχουσα θέση στα «συμβούλια καλής διακυβέρνησης». Για να συνοψίσουμε τη βούληση των ζαπατίστας να δημιουργήσουν μια κοινωνία πιο ανθρώπινη, ιδού ένα σύνθημά τους, που μας θυμίζει πως πρέπει να είμαστε συνεχώς σε επιφυλακή: Δεν είμαστε παράδειγμα, είμαστε πείραμα.
2. Το χρήμα δεν οδεύει μόνον προς την υποτίμησή του, οδεύει προς την εξαφάνισή του. Κατά τη διάρκεια της ισπανικής επανάστασης, οι κοινότητες της Ανδαλουσίας, της Αραγονίας και της Καταλωνίας εφάρμοζαν ένα σύστημα διανομής που ακύρωνε την ανάγκη να καταφύγεις στο χρήμα. Σήμερα έγκειται σ’ εμάς να εξετάσουμε πώς θα ξεριζώσουμε, μέσα από σχέσεις ανθρώπινες, βασισμένες περισσότερο στη χαριστικότητα παρά στην ανταλλαγή, την εκμεταλλευτική συνθήκη στην οποία οι συναλλαγές μεταξύ αντικειμένων επικαθορίζουν τις συναλλαγές μεταξύ ανθρώπων.
Υπήρξαμε σκλάβοι μιας οικονομικής επιχείρησης που εγκαινίασε τον εμπορευματικό πολιτισμό, επιδεινώνοντας τις ατομικές και κοινωνικές συμπεριφορές, διατηρώντας μια μόνιμη σύγχυση μεταξύ άνεσης και αποφυσικοποίησης, προόδου και οπισθοδρόμησης, ανθρώπινης επιθυμίας και βαρβαρότητας.
Σίγουρα, οι χρηματοπιστωτικοί μηχανισμοί, απτοί ή άυλοι, συγκεκριμένοι ή εικονικοί, εξακολουθούν να συγκροτούν ένα σύστημα συνεκτικό. Όσο παράλογη κι αν είναι αυτή η συνοχή, διατηρεί την ικανότητα να κυριαρχεί στους θεσμούς και τις συμπεριφορές μας. Από την άλλη, μπορούμε να αναλογιστούμε τι μπορεί να συμβεί όταν η χρηματοπιστωτική κρίση αφαιρέσει από το χρήμα την αξία και τη χρησιμότητά του;
Ας μην έχουμε καμιά αμφιβολία ότι όσοι αρνούνται να παραχωρήσουν στο χρήμα το δικαίωμα να δεσπόζει τυραννικά στην καθημερινότητά τους, θα χαιρετίσουν την εξαφάνιση του χρήματος ως απελευθέρωση. Ωστόσο, ο φετιχισμός του χρήματος είναι τόσο βαθιά αγκυροβολημένος στα ήθη μας, που πολλοί απ’ όσους βρίσκονται υπό τον χιλιετή του ζυγό, θα βυθιστούν σε μια κατάσταση ψυχικής αναστάτωσης και κοινωνικής διαστροφής, μια κατάσταση όπου κυριαρχεί ο νόμος της ζούγκλας, ξεσπά ο πόλεμος όλων εναντίον όλων και σηκώνει κεφάλι η τυφλή βία που ψάχνει για εξιλαστήρια θύματα.
Ας μην αγνοήσουμε τα πλοκάμια του κήτους που κουλουριάστηκαν στα τελευταία τους αναχώματα. Η κατάρρευση του χρήματος δεν συνεπάγεται απαραίτητα και τέλος του φθονερού ανταγωνισμού, της εξουσίας, της ιδιοποίησης πραγμάτων και ζωντανών οργανισμών. Η όξυνση του χάους, που είναι τόσο επικερδής για τις κρατικές οργανώσεις και τις μαφίες, μεταδίδει έναν ιό αυτοκαταστροφής. Με τον ιό αυτόν, εθνικιστικές εξεγέρσεις, γενοκτονίες, θρησκευτικές συγκρούσεις, ανακάμψεις της φασιστικής πανούκλας, μπολσεβίκικες ή τρομοκρατικές, θα δηλητηριάσουν τα μυαλά μας, αν η ευαίσθητη και συνετή διάνοια του ζωντανού στοιχείου δεν επαναφέρει στο επίκεντρο των αναζητήσεών μας την ευτυχία και τη χαρά της ζωής.
Πόσο γοητευτική ήταν ανέκαθεν η ολική απόρριψη, εκείνη που, μετά τις πρώτες επιφυλάξεις που συναντά, διανοίγει ένα μυστικό πέρασμα και περιμένει να κερδίσει όλα τα στρώματα του πληθυσμού για να εγγυηθεί κατόπιν την ατιμωρησία και τη νομιμοποίηση της βαρβαρότητας που έχει πια γενικευθεί. Η άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία έδειξε πώς ο αφηρημένος ανθρωπισμός μπορεί να μεταλλαχθεί στην χειρότερη αγριότητα.
Από την άλλη, η απανθρωπιά του παρελθόντος δεν πρέπει να επισκιάσει τη μνήμη του πιο ριζοσπαστικού στοιχείου που ενείχαν τα μεγάλα κινήματα κοινωνικής χειραφέτησης: της επιθυμίας να απελευθερώσουν τον αλλοτριωμένο άνθρωπο και να γεννήσουν εντός του την αληθινή ανθρωπότητα που σε κάθε γενιά, αναπόφευκτα και αναπόδραστα, θα επανεμφανίζεται.
Η κοινωνία που έρχεται δεν έχει άλλη επιλογή. Πρέπει να ξαναπιάσει και να αναπτύξει τα εγχειρήματα αυτοδιαχείρισης, από την Κομμούνα του Παρισιού μέχρι τις ελευθεριακές κοινότητες της επαναστατικής Ισπανίας, τα οποία θεμελίωσαν στην αυτονομία του ατόμου την αναζήτηση μιας αρμονίας, όπου η ευτυχία όλων θα είναι αλληλένδετη και αλληλέγγυα με την ευτυχία του καθένα και της καθεμιάς.
3. Η χρεωκοπία του κράτους θα αναγκάσει τις τοπικές κοινότητες να ιδρύσουν διοικητικούς μηχανισμούς κοινής ωφελείας προσαρμοσμένους στα ζωτικά συμφέροντα των ατόμων. Μην έχουμε όμως την αυταπάτη ότι η απελευθέρωση εδαφών της εμπορευματικής αυτοκρατορίας και η δημιουργία ελεύθερων ζωνών, όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα θα καταργούν τα δικαιώματα του εμπορίου και του κέρδους, θα επιτευχθούν δίχως κλυδωνισμούς και συγκρούσεις. Πώς λοιπόν θα υπερασπιστούμε τους θύλακες της χαριστικότητας που θέλουμε να σπείρουμε σ’ έναν κόσμο οριοθετημένο και ελεγχόμενο από ένα παγκόσμιο σύστημα λαίμαργο και αρπακτικό;
Στο πλαίσιο της πραγμάτευσης αυτής, μου φαίνεται εξαιρετικά σημαντικό το παραπάνω ερώτημα. Μου το έθεσε ένας φίλος Πέρσης. Αντιμέτωπος με την κατασταλτική βία της ισλαμιστικής δικτατορίας στο Ιράν, απηχεί τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνική αντιπολίτευση, όταν συνειδητοποιεί την αριθμητική της δύναμη, αλλά ταυτόχρονα και την τραγική της αδυναμία μπρος στις ωμές επεμβάσεις του στρατού, της αστυνομίας και των «φρουρών της επανάστασης», δηλαδή παραστρατιωτικών ομάδων αποτελούμενων από κακοποιούς με θρησκευτική εξουσία η οποία νομιμοποιεί τις βιαιοπραγίες τους. Οι σκέψεις που ακολουθούν γράφτηκαν κατόπιν δικού του αιτήματος.
Ούτε στρατιώτης ούτε μάρτυρας
«Όποιος μπορεί τα περισσότερα, μπορεί και τα λιγότερα»: Να ένα ρητό κατάλληλο για όποια περίσταση μας καλεί να καταφύγουμε στη βία ή τη μη-βία, παντού όπου η καταστολή, κρατική, κομματική, ταξική, μαφιόζικη, θρησκευτική, ιδεολογική, εμποδίζει την ελευθερία και την έκφραση των ατόμων. Αν καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα εκεί που υπάρχει η αγριότερη, η πιο αμείλικτη καταστολή, θα μπορέσουμε κατ’ αναλογίαν να εξαγάγουμε κάποια συμπεράσματα σχετικά με τις χώρες όπου ο δημοκρατικός φορμαλισμός περιορίζει κάπως τις ακρότητες της όλης βαρβαρότητας. Είναι σαφές ότι υπάρχουν έντονες διαφορές στις συνθήκες της καταπίεσης ανάμεσα π.χ. στο Ιράν, τη Σαουδική Αραβία, την Αλγερία, τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Ρωσία, την Κίνα, τις ΗΠΑ, την Κολομβία…
Μου φαίνεται πως μπορούμε άνετα να προσεγγίσουμε το ερώτημα παραμένοντας στο παράδειγμα του Ιράν, της Βόρειας Κορέας ή της Βιρμανίας και να προσαρμόσουμε τις προτάσεις μας για αντίσταση και σε άλλες χώρες, λιγότερο συνηθισμένες στη χρήση της βαναυσότητας.
Μέχρι σήμερα είχαμε δύο εναλλακτικές: Είτε η αποφασιστικότητά μας να βάλουμε τέλος στην κατασταλτική βία εισέβαλλε στο πεδίο του εχθρού για να αντιπαραθέσει στον εχθρό βία ίδια με τη δική του, αλλά με αντίθετη κατεύθυνση, από εμάς προς αυτόν· είτε η αντίθεση στην τυραννία κατέφευγε στην παθητική αντίσταση, στο ύφος του ειρηνισμού που είχε εφαρμόσει με αδιαμφισβήτητη επιτυχία ο Γκάντι.
Μπορεί βέβαια ο ειρηνισμός του Γκάντι να θριάμβευσε επί της αγγλικής κατοχής, αυτό όμως συνέβη επειδή είχε απέναντί του έναν αντίπαλο ο οποίος, όσο άσπλαχνος κι αν ήταν, σάστισε και οι αντιδράσεις του παρέλυσαν. Κι αυτό γιατί ο εχθρός εκείνος, η αγγλική κατοχή, διαπνεόταν από έναν φιλανθρωπικό φορμαλισμό, από τα υπολείμματα δηλαδή ενός ήθους, μιας πολεμικής δεοντολογίας, που τον έκαναν να διστάζει να σφάξει έναν πληθυσμό εχθρικό μεν, αλλά άοπλο.
Παρά την υποκρισία του, κάπου τον φαγούριζε ένα είδος στρατιωτικού fair play και τον εμπόδιζε να ξεδιπλώσει μια και καλή την τακτική της κατάπνιξης του εξεγερσιακού κινήματος από τη γένεσή του. Γνωρίζουμε ότι η διπλωματική ευφυΐα του λόρδου Μαουντμπάτεν επηρέασε και τη νίκη κάποιων λαϊκών διεκδικήσεων. Από την άλλη, όταν ο ειρηνισμός του Γκάντι πήγε να αντιπαρατεθεί με μια εξουσία πολύ λιγότερο επιρρεπή σε ηθικούς προβληματισμούς, όπως ήταν το απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής, αποδείχτηκε άχρηστος. Παρομοίως, η χούντα της Βιρμανίας δεν δίστασε να ανοίξει πυρ εναντίον του πλήθους των αντιφρονούντων που διαδήλωνε ειρηνικά. Σε μια παρόμοια λογική υπάγεται και η καταστολή στο Ιράν.
Τι απάντηση προτείνει το αντάρτικο; Κάθε φορά που κουβαλά μαζί του την απάντηση, είναι για κακό. Ο θρίαμβος των όπλων οδηγεί πάντοτε σε πικρή ήττα των ανθρώπων.
Το βασικό λάθος της ένοπλης πάλης είναι ότι δίνει προτεραιότητα σε έναν στόχο στρατιωτικό έναντι της δημιουργίας μιας ζωής καλύτερης για όλους. Αν πρέπει να διεισδύσεις στο πεδίο του εχθρού για να επιτύχεις τον στόχο σου, τότε έχεις ήδη προδώσει τη βούληση για ζωή υπέρ της βούλησης για δύναμη. Οι Κομμουνάροι είχαν τα κανόνια, όταν όμως αδιαφόρησαν για τα χρήματα στην τράπεζα της Γαλλίας και για το πώς θα μπορούσαν να τα χρησιμοποιήσουν, βρέθηκαν σε μειονεκτική θέση μπρος στα στρατεύματα των Βερσαλλιών. Γνωρίζουμε με ποιον τρόπο, στο όνομα της επανάστασης, ο στρατιωτικοποιημένος μπολσεβικισμός εξόντωσε τα πρώτα σοβιέτ, τους ναύτες της Κρονστάνδης, τους μαχνοβίτες και αργότερα τις ελευθεριακές κοινότητες στην Ισπανία. Τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο δήθεν κομμουνιστικό κόμμα, το ίδιο σταλινικό πνεύμα, αποστράγγιξε τον Μάη του ’68 από την ουσία του: Χωρίς εκεί να τέθηκε ζήτημα αντάρτικου, βλέπουμε ότι η ίδια έμμονη ιδέα της εξουσίας διαστρέβλωσε την ορμή της εξέγερσης.
Χρειάζεται μήπως να θυμίσουμε πως όπου θριάμβευσε το αντάρτικο, στην Κίνα του Μάο, στο Βιετνάμ, την Καμπότζη ή την Κούβα, η ένοπλη ιδεολογία έγινε ιδεολογικός στρατός που κατάργησε την ελευθερία για την οποία ισχυριζόταν ότι πολεμούσε; Το αποκρουστικό σύνθημα «η εξουσία βρίσκεται στην κάνη του όπλου» στην αρχή φέρνει στο μυαλό όσους αντιμάχονται κάθε μορφή αυταρχικής εξουσίας. Μετρά ωστόσο λιγότερα θύματα μεταξύ των αντεπαναστατών απ’ όσα μεταξύ των επαναστατών, των εχθρών της τυραννίας.
Από την άλλη βέβαια δεν θέλουμε άλλα Φρανκενχάουζεν. Εκεί, το 1535, οι εξεγερμένοι Γερμανοί αγρότες αρνήθηκαν να αντισταθούν και αφέθηκαν να σφαχτούν από τον στρατό των πριγκίπων, επειδή, υπολογίζοντας στη βοήθεια του Θεού, ξέχασαν ότι, όπως έλεγε κι ο Μπυσύ-Ραμπουτέν, «ο Θεός είναι πάντοτε στο πλευρό των μεγάλων στρατευμάτων».
Θέλετε πιο πρόσφατο παράδειγμα; Στις 22 Δεκεμβρίου 1997, 45 άνθρωποι, κυρίως γυναίκες και παιδιά, δολοφονήθηκαν από παραστρατιωτικούς, στο Actéal, ένα μεξικανικό χωριό, μέσα σε μια εκκλησία την ώρα που προσεύχονταν. Επρόκειτο για ανθρώπους του κινήματος των Abejas, μιας ομάδας χριστιανών ειρηνιστών οι οποίοι, παρότι βρίσκονται κοντά στους ζαπατίστας, ενστερνίζονται την απόλυτη μη-βία. Αιτία της φρικωδίας αυτής ήταν η εγκατάσταση των Αμπέχας σε εδάφη που εποφθαλμιούσαν άλλοι ινδιάνοι, μέλη του διεφθαρμένου Θεσμικού Επαναστατικού Κόμματος (PRI).
Πέρα από την αποστροφή που προκαλεί τούτη η βαναυσότητα, μπορεί κανείς να εξοργιστεί με τους βασανιστές χωρίς να θεωρήσει συνυπεύθυνη και τη χριστιανική τάση του μαρτυρίου και της αυταπάρνησης, που επιδρά στον δειλό ως διεγερτικό και προικίζει τον ακόμη πιο δειλό με την αμείλικτη σκληρότητα του Ματαμόρ; [Στμ: θρασύδειλο στρατιώτη-ήρωα της commedia dell’ arte]. Ο πιο δειλός απ’ όλους γνωρίζει ότι δεν ρισκάρει τίποτε όσο τα θύματά του αρνούνται να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και σφίγγει τη θηλιά στο λαιμό τους.
Οφείλουμε να είμαστε πιο προσεκτικοί με τα στοιχεία εκείνα στη συμπεριφορά μας που προκαλούν τον εχθρό να μας επιτεθεί, γιατί, χωρίς πάντοτε να το συνειδητοποιούμε, είναι σαν να του ανοίγουμε την πόρτα.
Πώς επιτυγχάνουν το στόχο τους οι αντίπαλοί μας; Συχνά ενσταλάζουν στο μυαλό μας μια παράλογη πίστη στην παντοδυναμία τους. Ενεργοποιούν το αντανακλαστικό του φόβου ότι ο παλιός κόσμος είναι αήττητος, την ώρα που ο κόσμος αυτός καταρρέει ολοσχερώς. Η καταστροφική επίρροια του δόγματος αυτού δεν εκδηλώνεται μόνο με την παραίτηση και τη μοιρολατρία των μαζών. Το ίδιο δόγμα εμψυχώνει και την απέλπιδα τόλμη που σε οδηγεί να ορμήξεις στην επίθεση με την αίσθηση ότι θα πεθάνεις σε μια μάχη ανώφελη μεν, αλλά τουλάχιστον ένδοξη.
Κι όμως, είναι άραγε τόσο εκλεπτυσμένο το κατασταλτικό τους οπλοστάσιο, ώστε να είναι ικανό για παρεμβάσεις αστραπιαίες; Η πανταχού παρούσα τεχνολογία επιτήρησης δεν εμπόδισε την καταστροφή των πύργων της Νέας Υόρκης και μάλιστα με μέσα στοιχειώδη και ερασιτεχνικά. Έτσι είχε γελοιοποιηθεί και η αήττητη γραμμή Μαζινό από το γερμανικό στράτευμα, που απλά αγνοούσε την ύπαρξή της!
Αν τα μέσα της επιτήρησης των αντιπάλων παρουσιάζουν τέτοια κενά στον αγώνα τους ενάντια στις καταστροφικές δυνάμεις που τους απειλούν διαρκώς, με τι φόντα θα πολεμήσουν αποτελεσματικά μια δράση που δεν έχει στόχο να τα εξοντώσει, αλλά σχεδιάζει να δημιουργήσει μια κοινωνία ριζικά διαφορετική, μια κοινωνία που να αχρηστεύει και να χλευάζει τα σκιάχτρα των καλάσνικοφ ή των πυρηνικών.
Επιστρέφω στο ερώτημα: Πώς θα γίνει να αρνηθούμε και να μείνουμε ανυπεράσπιστοι μπρος στα όπλα της καταστολής, αλλά και να αντιτάξουμε στην κυρίαρχη εξουσία των όπλων τα ίδια όπλα που αυτή στρέφει εναντίον μας;
Η συζήτηση είναι ανοιχτή. Δεν έχω καμία έτοιμη απάντηση. Θα ήθελα απλώς να κάνω ορισμένα διευκρινιστικά σχόλια.
Η καλύτερη δικλείδα ασφαλείας είναι να μην εισερχόμαστε στο στρατόπεδο του εχθρού, εκεί δηλαδή όπου μας περιμένει και εύχεται να μας συναντήσει. Γνωρίζει καλά ως και τις πιο απόκρυφες γωνιές της επικράτειάς του, που οριοθετείται από το εμπόρευμα και τις συνήθεις συμπεριφορές που έχει εγκαθιδρύσει ο ίδιος (αρπακτικότητα, ανταγωνισμός, αυταρχικότητα, φόβος, ευπιστία, φετιχισμός του χρήματος, λαιμαργία, πελατειακές σχέσεις). Από την άλλη, αγνοεί τα πάντα για τη ζωή και τους αναρίθμητους δημιουργικούς της πόρους.
Ένα προληπτικό μέτρο, για τη δική μας προστασία, είναι να εξαφανίσουμε από τις συνελεύσεις μας κάθε μορφή και κάθε παρόρμηση της εξουσίας και της αυταρχικής οργάνωσης. Η ατομική αυτονομία είναι προϋπόθεση της αυτοδιαχείρισης. Αυτήν προσπαθεί να εφαρμόσει και το κίνημα VOCAL στην Οαχάκα, με τη συνέλευση βάσης που λαμβάνει απευθείας τις αποφάσεις για τα ζητήματά της και απορρίπτει κάθε παρέμβαση κομμάτων, συνδικάτων, πολιτικών σχημάτων, ή πελατειακών δημαγωγών.
Η συνοχή οφείλει να στηρίζεται σε ένα σχέδιο ατομικής και κοινωνικής ζωής. Το μέλλον ανήκει στις τοπικές κοινότητες που είναι ικανές να σκέφτονται παγκόσμια. Θέλω να πω: στις κοινότητες που με την εξάπλωση της ριζοσπαστικότητάς τους επιδιώκουν να χτίσουν τα θεμέλια μιας Διεθνούς του ανθρώπινου είδους. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αποφύγουμε την παγίδα του τοπικιστικού κοινοτισμού, που είναι προϊόν του κρατικού ιακωβινισμού.
Αξίζει να διερευνηθεί η ιδέα των επιτροπών γειτονιάς που εφαρμόστηκε στην Οαχάκα. Το Μεξικό μακράν απέχει από το να είναι Ιράν, ωστόσο δεν προσφέρει και τις συνθήκες που έχουμε στην Ευρώπη. Στην Οαχάκα οι παραστρατιωτικοί δολοφονούν με την ευλογία ενός αυταρχικού κυβερνήτη. Εκείνος έχει ανάγκη από συνομιλητές στους οποίους θα διακρίνει τα σπέρματα της διαφθοράς που ενυπάρχουν σε κάθε εξουσία, όποια κι αν είναι. Έχει ανάγκη από κόμματα, συνδικάτα, φράξιες. Τα εντοπίζει εύκολα. Μαζί τους νιώθει πως βρίσκεται σε οικείο έδαφος και μπορεί, ανάλογα με τις περιστάσεις, να τα εξοντώσει ή να συνεργαστεί μαζί τους.
Αντίθετα, οι επιτροπές γειτονιάς έχουν μοναδικό τους στόχο να υπερασπιστούν τα συμφέροντα του τοπικού πληθυσμού, προσεγγίζοντας τα προβλήματα ανθρώπων, ζώων και πραγμάτων στη ρίζα τους, έτσι ώστε οι πρωτοβουλίες που λαμβάνονται για ορισμένους, να είναι ευπρόσδεκτες και από τη μεγάλη πλειοψηφία (το ξαναλέμε: η αρχή της τοπικότητας είναι αδιαχώριστη από την αρχή της παγκοσμιότητας). Οι επιτροπές γειτονιάς δεν εκπροσωπούν μιαν ένοπλη απειλή, δεν είναι κίνδυνος αναγνωρίσιμος από την εξουσία. Αποτελούν ένα πεδίο όπου φροντίζει κανείς για τις προμήθειες τροφής, νερού, ενέργειας, ένα πεδίο δηλαδή που η εξουσία δύσκολα ταυτοποιεί και αντιλαμβάνεται.
Έχει αρχίσει να αναπτύσσεται μια μορφή αλληλεγγύης σε ζητήματα φαινομενικά ευτελή και ανώδυνα, που μεταμορφώνει τις νοοτροπίες και τις διανοίγει προς τη συνείδηση και την επινοητικότητα. Επίσης, η ισότητα του άντρα και της γυναίκας, το δικαίωμα στην ευτυχία, η βελτίωση της καθημερινής ζωής και του περιβάλλοντος απεκδύονται τον αφηρημένο τους χαρακτήρα και αλλάζουν τις συμπεριφορές και τις συνήθειές μας.
Δίνοντας προτεραιότητα στα ερωτήματα που θέτει η καθημερινή ζωή καθιστούμε σιγά-σιγά ανενεργά και απαρχαιωμένα τα παραδοσιακά προβλήματα που μονότονα σφυροκοπούν οι ιδεολογίες, οι θρησκείες της γερασμένης αυτής πολιτικής, που είναι η πολιτική του παλιού κόσμου. Έτσι επιστρέφουμε και στην αρχική σημασία της λέξης πολιτική, που είναι η τέχνη του να κυβερνάς την πόλη, να βελτιώνεις δηλαδή κοινωνικά και ψυχολογικά τον τόπο όπου ένας πληθυσμός φιλοδοξεί να ζήσει σύμφωνα με τις επιθυμίες του.
Δεν έχουμε παρά να κερδίσουμε αν επιτεθούμε στο σύστημα και όχι στους ανθρώπους που είναι μεν υπεύθυνοι γι’ αυτό, αλλά είναι ταυτόχρονα και σκλάβοι του. Αν προσδεθούμε στο άρμα της συναισθηματικής πανούκλας, της εκδίκησης, της παρακμής, τότε θα συμμετέχουμε στο χάος και την τυφλή βία που έχουν ανάγκη το κράτος και οι κατασταλτικοί του μηχανισμοί για να συνεχίσουν να υπάρχουν. Δεν υποτιμώ την ανακούφιση που φέρνει σ’ ένα οργισμένο πλήθος η πυρπόληση μιας τράπεζας ή η λεηλασία ενός σουπερμάρκετ. Γνωρίζουμε όμως ότι η υπέρβαση αυτή εν τέλει αποτίει φόρο τιμής στο απαγορευμένο, είναι βαλβίδα εκτόνωσης της καταστολής, δεν καταστρέφει την καταστολή, την αποκαθιστά. Η καταστολή έχει ανάγκη από ανταρσίες τυφλές, χωρίς όραμα.
Τελικά δεν βλέπω να υπάρχει καταλληλότερο μέσο για την καταστροφή του εμπορευματικού συστήματος από τη διάδοση της έννοιας και των πρακτικών της χαριστικότητας (επί τόπου, κάτι τέτοιο ασκούν δειλά-δειλά όσοι μπλοκάρουν τα παρκόμετρα, προς μεγάλη απογοήτευση των εταιρειών που επιδιώκουν να κλέβουν το χώρο και τον χρόνο μας).
Τόσο λίγη φαντασία έχουμε, τόσο λίγη δημιουργικότητα, που να μην μπορούμε να απαλείψουμε τους περιορισμούς των διαφόρων λόμπι, κρατικών και ιδιωτικών; Ποια μέσα θα βρουν να επιστρατεύσουν εναντίον ενός συλλογικού κινήματος που θα διεκδικεί δωρεάν δημόσιες συγκοινωνίες, θα αρνείται να πληρώνει φόρους και δασμούς σ’ ένα κράτος-απατεώνα και αντίθετα θα επενδύει, για το καλό όλων, στον εξοπλισμό μιας περιοχής για την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας, θα αποκαθιστά την ποιότητα των υπηρεσιών υγείας, παιδείας, διατροφής και την ποιότητα του περιβάλλοντος;
Αποκαθιστώντας μια πραγματική πολιτική συσπείρωσης της κοινότητας θα θέσουμε τα θεμέλια της αυτοδιευθυνόμενης κοινωνίας. Στις απεργίες στα τρένα, τα λεωφορεία, τα μετρό, αντί να εμποδίζουμε τη μετακίνηση των πολιτών στα μέσα συγκοινωνίας, γιατί να μην τα κινούμε, αλλά χωρίς εισιτήριο; Η ωφέλεια είναι τετραπλή: Πλήττονται τα έσοδα των εταιρειών, μειώνονται τα κέρδη των πετρελαϊκών λόμπι, χτυπιέται ο γραφειοκρατικός έλεγχος των συνδικάτων και κυρίως, αναζωπυρώνεται το αίσθημα της συμμετοχής και γεννιέται η μαζική στήριξη όλων όσων χρησιμοποιούν τις συγκοινωνίες!
Είμαστε βυθισμένοι σε προβλήματα πλαστά που αποκρύπτουν τα πραγματικά προβλήματα. Οι διάφορες αντιλήψεις, πάντοτε χειραγωγημένες, τελικά χειραγωγούν αυτό που θα έπρεπε να είναι το μοναδικό μας κίνητρο: η αβεβαιότητα και το ρίσκο των καθημερινών επιθυμιών, δηλαδή οι εμπειρίες που θα θέλαμε να βιώσουμε, τα μέσα για να απαλλαγούμε από ό,τι μας αλυσοδένει…Ποιο το νόημα όλων αυτών των συζητήσεων για την κρίση από την οποία πρέπει να εξέλθουμε, όσο δεν εξερχόμαστε απ’ αυτήν, όσο μένουμε με την απελπισία της υποχρεωτικής εργασίας, την ανία της κατανάλωσης, την απάρνηση κάθε πάθους για να αποκτήσουμε περισσότερα χάνοντας όμως τη χαρά της ζωής – χάριν ενός κέρδους που, επιπλέον, είναι καταδικασμένο να καταρρεύσει;
Μαζί με τις πόζες της χειραφέτησης (φιλελευθερισμός, σοσιαλισμός, κομμουνισμός), ο καταναλωτισμός και οι πελατειακές σχέσεις των λεγόμενων δημοκρατικών καθεστώτων έχουν αμβλύνει την ταξική συνείδηση, η οποία είχε αρπάξει από τον καπιταλισμό κάμποσες κοινωνικές δεξιότητες και τις έκανε δικές του. Οι αφηρημένες ιδέες μας πέταξαν στη λάσπη και το αίμα. Έπεσε από πάνω και η δήθεν «κοινή υπόθεση του λαού», το «καλό του τόπου» και μας αποτελείωσε.
Ο μόνος ριζοσπαστισμός σήμερα είναι η επιστροφή στα βασικά. Η επιστροφή στα βασικά εξουδετερώνει τους πλαστούς προβληματισμούς που τροφοδοτούν το συναισθηματικό χάος εις βάρος της συνείδησης. Παρεμπιπτόντως, το παράδειγμα του «καυγά για το ισλαμικό βέλο» αποκαλύπτει ανάγλυφα τη θεαματική λειτουργία που ιδιοποιείται, αφομοιώνει και πλαστογραφεί το δικαίωμά μας στην αυθεντική ζωή. Η όλη διαμάχη, είτε δικαιώνει είτε αναθεματίζει το βέλο, είτε είναι πουριτανική είτε ελαστική, είτε μιλά για καταπίεση είτε για ελευθερία, είτε για άρση είτε για απαγόρευση, τελικά κάνει κύκλους και αποκρύπτει μια πραγματικότητα που από κάποιους ανθρώπους βιώνεται καθημερινά: τις συνθήκες που υφίστανται οι γυναίκες. Το θέαμα, ως μέρος του όλου σχεδίου άρτος και θεάματα, προσφέρει ατέρμονες συζητήσεις για το πάπλωμα: υπογραφές για την εθελούσια υποταγή, προβοκάτσιες, φολκλορική διαδήλωση, κοινοτική συνοχή, δικαίωμα θρησκευτικής επιλογής, αντίδραση στην περιφρόνηση της γυναίκας από τη διαφήμιση, ερωτική υπόσχεση στα κρυμμένα κάλλη των γυναικών, συνδυασμός φιλαρέσκειας και σεμνότητας, έκφραση ιερότητας, κατάλληλο μέσο άμυνας ενάντια στη σεξουαλική παρενόχληση των ανδρών – που νομιμοποιούνται από την πατριαρχική παράδοση να ανακουφίζονται με την υγρή πλαδαρότητα της στέρησης στο βλέμμα…
Ο πραγματικός αγώνας δεν βρίσκεται εκεί, είναι στα βασικά, είναι στη χειραφέτηση που ενώνει τον άντρα και τη γυναίκα, είναι στην απόρριψη του απαρτχάιντ, του αποκλεισμού, της μισογυνικής και της ομοφοβικής συμπεριφοράς. Φτάνει πια με τους ψευδεπίγραφους διαλόγους, φτάνει με τις ιδεολογίες! Στο Τίποτε δεν είναι ιερό, όλα μπορούν να ειπωθούνδιατύπωσα την εξής αρχή: Ανοχή σε όλες τις ιδέες, καμιά ανοχή σε βάρβαρες ενέργειες. Το μοναδικό μας κριτήριο είναι η ανθρώπινη πρόοδος, η γενναιοδωρία, ο εμπλουτισμός της καθημερινότητας. Οι πράξεις μας δικαιώνονται από το ίδιο το δικαίωμα στη ζωή.
Η εξουσία στοχεύει κι επιδρά στα συναισθήματα. Ο παράλογος φόβος που σκορπά είναι πηγή της τυφλής βίας από την οποία κατεξοχήν επωφελείται. Το πλεονέκτημα των τοπικών συλλογικοτήτων, που ανυπομονούν να καθορίσουν οι ίδιες τη μοίρα τους, που δίνουν προτεραιότητα στη δημιουργία μιας ζωής αυθεντικά ανθρώπινης, είναι ότι η πρακτική τους ξεπερνά το βάρβαρο αίσθημα της ακατέργαστης σκληρότητας και αφυπνίζει την ποιητική συνείδηση.
Όπως είναι άχρηστο το μποϋκοτάζ των νοθευμένων προϊόντων που μας σερβίρουν οι πετροχημικές και αγροβιομηχανικές μαφίες, αν δεν υπάρχει ταυτόχρονα πρόσβαση σε ποιοτική διατροφή, έτσι και η επιθυμία να τελειώνουμε με τον καταναλωτισμό που υποκαθιστά το είναι με το έχειν, δεν γεννιέται από κάποιο ηθικό δόγμα, αλλά από τη γοητεία που ασκεί η ιδέα της ελεύθερης ζωής.
Αν το να καταφεύγουμε στα όπλα του εχθρού είναι το προοίμιο μιας προκαθορισμένης ήττας, η αντίστροφη πορεία οδηγεί ξεκάθαρα κάπου αλλού: Όσο εξαπλώνεται η αίσθηση ότι η ζωή και η ανθρώπινη αλληλεγγύη είναι η μαγιά μιας ύπαρξης που σέβεται το όνομά της, τόσο η δειλία και η διχόνοια θα κάμπτουν την αποφασιστικότητα και τον φανατισμό που κινητοποιούν τους μισθοφόρους του κόμματος της διαφθοράς και του θανάτου.
Υπάρχουν μαρτυρίες ότι ένας αυξανόμενος αριθμός δολοφόνων με πατέντα, είτε πρόκειται για «φρουρούς της επανάστασης» στο Ιράν, κακοποιούς που στρατολογεί η Χαμάς, ισραηλινούς στρατιώτες που προπόνησαν τη σκληρότητά τους στη λωρίδα της Γάζας, για δολοφόνους στο βόρειο ή το νότιο Σουδάν, για σουδανούς που λεηλατούν χωριά … ότι όλος αυτός ο συρφετός έχει αρχίσει να διαβρώνεται από την αβεβαιότητα. Για μένα, τέτοιες μαρτυρίες δεν εξυπηρετούν κάποια ρητορική τακτική, δεν υπάγονται σε κάποιο στρατιωτικό σκεπτικό που μου επιτρέπει να συμπεράνω, αφελώς βέβαια, ότι ο εχθρός τάχα σκάβει το λάκκο του. Εδραιώνουν ωστόσο μια πιθανότητα: Όπως η χρηματοπιστωτική κρίση πάει να καταστρέψει το χρήμα, έτσι και η αυτοκτονική αποφασιστικότητα στην οποία ποντάρουν οι γραφειοκράτες του οργανωμένου εγκλήματος, οι μαφίες της κερδοσκοπικής βαρβαρότητας για να στρατολογούν τους πολεμιστές τους, απειλείται με υποτίμηση – ακόμη περισσότερο τώρα, που οι παλιές θρησκευτικές ή ιδεολογικές προφάσεις χάνουν την αξιοπιστία τους και οι φανατικοί αρχίζουν και αμφισβητούν την παντοδυναμία του Θεού-δολοφόνου.
Με αυτήν τη έννοια λοιπόν, προσβλέπω σε μιαν αντίσταση ικανή να γονιμοποιήσει τα εδάφη που ρήμαξε και ξέρανε η οικονομία της εκμετάλλευσης και οι γραφειοκρατικές της μαφίες. Ο δημιουργικός μας πλούτος κατέχει το μυστικό να προετοιμάσει και να διαχειριστεί, στο πλαίσιο της κοινωνικής και της ατομικής ζωής, τους χώρους και τους χρόνους που επιτέλους θα απελευθερωθούν από την εμπορευματική κυριαρχία. Μόνον η ποίηση μπορεί να ξεφύγει από το διαπεραστικό βλέμμα της εξουσίας. Μόνον το πάθος της ζωής μπορεί να αποκρούσει τον θάνατο.
Δύο υποσημειώσεις για την αυτοάμυνα
1. O EZLN αποτελείται από μερικές χιλιάδες πολεμιστές στο τροπικό δάσος της Λακαντόνα. Στις γενικές συνελεύσεις, οι γυναίκες πρότειναν –και εισακούστηκαν- ο EZLN να μην διεξάγει επιθετικές επιχειρήσεις, αλλά να κρατά μια στάση αμυντική. Όταν, ωστόσο, τα ζαπατιστικά χωριά απειλήθηκαν από παραστρατιωτικές ομάδες, ο EZLN δεν ενεπλάκη, έμεινε απλώς σε επιφυλακή. Τα «συμβούλια καλής διακυβέρησης» σχημάτισαν μια ανθρώπινη ασπίδα, μαζί με εκατοντάδες μέλη και συμπαθούντες, που είχαν έρθει από παντού. Οι δημοσιογράφοι και οι καμεραμέν της τηλεόρασης κάλυψαν το γεγονός, αξιοποιώντας το θέαμα, ώστε όλος ο κόσμος να είναι ενήμερος για το τι θα επακολουθούσε σε περίπτωση επίθεσης. Αυτό ήταν αρκετό για να αναχαιτίσει τους επιτιθέμενους.
2. Σύμφωνα με ένα ινδικό παραμύθι, οι χωρικοί πάνε στο σοφό να παραπονεθούν για ένα τεράστιο φίδι που τους ορμάει και τους δαγκώνει θανάσιμα. Ο συριγμός που αναγγέλλει τον ερχομό του αρκεί για να σκορπίσει τον τρόμο στο χωριό. Ο σοφός πάει και βρίσκει το φίδι και καταφέρνει να το πείσει ν’ αφήσει ήσυχους τους χωρικούς. Αμέσως κάποιοι σπεύδουν να κοροϊδέψουν το φίδι που έπαψε ξαφνικά να σφυρίζει κι έγινε ειρηνικό, χλευάζουν την αδυναμία του και δεν χορταίνουν να το προκαλούν. Απηυδησμένο από την περιφρόνηση που του δείχνουν, το φίδι σέρνεται ως το σοφό και του εξομολογείται την ταραχή του: Πώς να φερθεί τώρα; Ο σοφός σκέφτεται λίγο και του απαντά: «Εγώ σου ζήτησα να σταματήσεις να σκοτώνεις, όχι να σταματήσεις να σφυρίζεις».
ΜΗΝΥΜΑ ΣΤΟΥΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Σύντροφοι, δεν έπαψα ποτέ να ελπίζω στην επανάσταση της αυτοδιεύθυνσης και την επανάσταση της καθημερινής ζωής. Πόσω μάλλον σήμερα.
Έχω την πεποίθηση ότι, πάνω και πέρα από τα οδοφράγματα της αντίστασης και της αυτοάμυνας, οι ζωντανές δυνάμεις ολόκληρου του κόσμού ξυπνούν από έναν ύπνο βαθύ. Η ορμή τους, δυναμική και ειρηνική, θα σαρώσει κάθε εμπόδιο που ορθώνεται ενάντια στην απέραντη επιθυμία για ζωή, επιθυμία που τρέφει αναρίθμητους ανθρώπους που γεννιούνται και ξαναγεννιούνται με κάθε καινούργια μέρα. Ο κόσμος που έχουμε να χτίσουμε θα ξεριζώσει τον κόσμο που καταστρέφει τον εαυτό του.
Μέχρι σήμερα δεν ήμαστε παρά υβρίδια, μισός άνθρωπος – μισό θηρίο. Οι κοινωνίες μας υπήρξαν ως τώρα τεράστιες αποθήκες, όπου ο άνθρωπος, υποβιβασμένος σε εμπόρευμα, εξίσου φθηνός και ευτελής, μπορούσε να πουληθεί και να αλλαχθεί με κάποιο άλλο. Ας εγκαινιάσουμε μια εποχή όπου ο άνθρωπος θα ξαναβρεί την αποστολή του ως στοχαστή και δημιουργού και θα ξαναγίνει αυτό που είναι και θα είναι πάντα: ένα ολοκληρωμένο ανθρώπινο ον.
Δεν διεκδικώ το αδύνατο. Δεν απαιτώ τίποτα. Δεν με απασχολεί η ελπίδα ή η απελπισία. Θέλω μόνο να δω χειροπιαστή, στα χέρια τα δικά μας και στα χέρια ολόκληρου του κόσμου, μια Διεθνή του ανθρώπινου είδους, που θα θάψει στο παρελθόν τον ετοιμοθάνατο πολιτισμό του εμπορεύματος και το κόμμα του θανάτου που συσπάται και σκιρτά λίγο πριν ξεψυχήσει.
Raoul Vaneigem- 17 Ioυλίου 2010

Νοσηρός κοινοβουλευτισμός

Του Δημήτρη Μπελαντή                         
Τα όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό κοινοβούλιο μαρτυρούν μια ριζική καμπή στο ιστορικό πρότυπο του κοινοβουλευτισμού, σε ελληνική ιδίως, αλλά και σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Πρέπει να τα αξιολογήσουμε τόσο σε σχέση με το ουσιαστικό περιεχόμενο των αποφάσεων που λαμβάνονται, όσο και σε σχέση με την διαδικασία που τηρείται.
Γνωρίζουμε καλά ότι η μετάβαση από τον ολιγαρχικό φιλελεύθερο κοινοβουλευτισμό του 18ου και 19ου αιώνα στον μαζικοδημοκρατικό κοινοβουλευτισμό του 20ου αιώνα σήμανε μια πραγματική μετατόπιση του κέντρου χάραξης των αστικών πολιτικών από το κοινοβούλιο προς την εκτελεστική εξουσία και την διοικητική γραφειοκρατία (Λουίτζι Φεραγιόλι, Πουλαντζάς). Όπως έχει δείξει, επίσης, το «λαμπρό παιδί» του γερμανικού 1968, ο Γιοχάνες Ανιόλι, σε όλα τα χρόνια της φορντιστικής καπιταλιστικής κυριαρχίας (ιδίως 1945-1980), τα κοινοβούλια λειτούργησαν περισσότερο ως ιμάντες μεταβίβασης και νομιμοποίησης των πολιτικών της διοίκησης, η οποία κρατά και την βασική σχέση με τους μονοπωλιακούς και καπιταλιστικούς ομίλους και συμφέροντα. 
Την ίδια στιγμή αλλοιώνεται ο πολιτικός λόγος που εκφέρεται στο κοινοβούλιο και ο νόμος που ψηφίζεται από αυτό, μεταβαίνοντας από το γενικό, αφηρημένο και καθολικό στις τεχνικές, συγκεκριμένες και συγκυριακές ανάγκες μιας σύνθετης δράσης της εκτελεστικής εξουσίας, η οποία ενσωματώνει και διαχειρίζεται αντιμαχόμενα αλλά και κατακερματιζόμενα συμφέροντα. Οι βουλευτές διαχωρίζονται σε «ηγέτες» και «υπεύθυνους», εκλεκτούς της εκτελεστικής εξουσίας και σε «πεζικάριους των πίσω εδράνων» (“Hinterbaenkler”), οι οποίοι μηχανικά επικυρώνουν τις γραφειοκρατικές πολιτικές. Σε ένα επόμενο στάδιο, οι βουλευτές των πίσω εδράνων γίνονται απλώς manager της ατομικής τους προβολής και ευημερίας.  
Αυτήν την κληρονομιά της κοινοβουλευτικής υποβάθμισης (την οποία είχε επισημάνει ήδη στην δεκαετία του 1980 ο Αριστόβουλος Μάνεσης ως προς την ελληνική εξέλιξη), αποδέχεται ένθερμα το διάδοχο του κεϋνσιανισμού νεοφιλελεύθερο αστικό κράτος και ιδίως το σημερινό νεοφιλελεύθερο κράτος «έκτακτης ανάγκης». Σε αυτήν την τελευταία συγκυρία (2008-σήμερα), το κοινοβούλιο γίνεται ένας μηχανισμός βεβιασμένης επικύρωσης υπό πίεση μεγάλων νομοθετικών πρωτοβουλιών και τομών, οι οποίες θέτουν συνολικά εκτός ισχύος την κοινωνική προστασία και τα εργασιακά δικαιώματα, με χιλιάδες δυνατούς τρόπους. Το κοινοβούλιο απονομιμοποιεί την συνταγματική νομιμότητα και, παράλληλα, εγκαθιστά μια νέα υπερσυνταγματική (“superconstitutional”) νομιμότητα, η οποία σταδιακά καταργεί και την ίδια την δική του θεσμική λειτουργία και αναγκαιότητα. Επιβάλλοντας την αυταρχική θέσμιση, το κοινοβούλιο αποσύρεται, «μαραίνεται» κατά την κλασσική μαρξιστική έκφραση. Αυτό το είδαμε και στο νόμο για το ΤΑΙΠΕΔ, το βλέπουμε περίτρανα και στο τωρινό 3ο Μνημόνιο. Ο νόμος για το ΤΑΙΠΕΔ μετέθεσε όλη την διαδικασία αποκρατικοποιήσεων εκτός του ελέγχου του κοινοβουλίου και προς μη ελεγχόμενους ιδιωτικούς θεσμούς. Παρά τις αντίθετες «υποσχέσεις», ο σημερινός νόμος εγκαθιστά σε τέτοια κλίμακα την νεοφιλελεύθερη θέσμιση στην κοινωνία, ώστε να γίνεται όλο και πιο δύσκολη (αφού θα έχουν διαμορφωθεί παντού νέες πραγματικές καταστάσεις) η μελλοντική του κατάργηση και ο έλεγχός του από τα κρατικά όργανα, ακόμη και τα δικαστικά.
Το κράτος-επιτελείο της προληπτικής αντεπανάστασης, με επίκεντρο μια καπιταλιστική τεχνογραφειοκρατία στα υπουργεία, τις τράπεζες, στους ευρωγραφειοκρατικούς θεσμούς και τα διεθνή think tanks, χρησιμοποιεί το κοινοβούλιο, όχι πια μόνο ως ιμάντα μεταβίβασης, αλλά ως χώρο συστηματικής προπαγάνδισης και σύνταξης μιας πάγιας αυταρχικής και υπερφιλελεύθερης «εκτροπής», μιας ογκώδους οικονομικής δομικής βίας. Η «οικονομική ανάγκη» και οι δείκτες της αγοράς, των δανειστών και των τραπεζιτών καθιστούν «ορθολογική» και αναμφισβήτητη επιλογή την υιοθέτηση μιας τεράστιας οικονομικής δομικής βίας απέναντι στα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Θα το πούμε προκλητικά: η πιο έντονη (απόλυτα φυσική) βία στην χώρα μας ασκείται με τη στρατηγική της φτωχοποίησης και περιθωριοποίησης των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων. Ακόμη και συντηρητικοί ιστορικά σχηματισμοί, όπως ο Άρειος Πάγος, κατανοούν την ανάγκη να μπει ένα φρένο, ανοίγοντας ένα καθαρό ρήγμα στην γραμμή άμυνας του κράτους, οξύνοντας την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης.
Ας ρίξουμε μια ματιά και στα διαδικαστικά του κοινοβουλευτικού εκφυλισμού. Η συνεχής καταφυγή στις «Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου» με την αναφορά σε μια διαρκή κατάσταση «εξαιρετικών συνθηκών» και ιδίως σήμερα στην «οικονομική έκτακτη ανάγκη» λειτουργεί έτσι ώστε σχεδόν ποτέ να μην προχωρά νομοθεσία υπό ομαλές συνθήκες και υποκαθιστά τον γενικό νόμο ως προϊόν της βουλής, του διαλόγου και της «γενικής βούλησης». Η εκτελεστική και χρηματιστική γραφειοκρατία αποκτά ένα «προνόμιο» να νομοθετεί άμεσα και χωρίς λαϊκό έλεγχο με καθαρά κριτήρια πολιτικής σκοπιμότητας. Η κοινοβουλευτική διαδικασία του «κατεπείγοντος» στην καταχρηστική της επέκταση δηλώνει, επίσης, την απροθυμία διαλόγου και διαβούλευσης, την καρμπόν επιβολή στα γρήγορα των επιλογών των ντόπιων και ξένων καπιταλιστών, την επιβολή στην Αριστερά να δίνει σύντομες και κινηματικά αβέβαιες μάχες οπισθοφυλακής. Αλλά και μέσα στην βουλή παρατηρούμε έναν ακτιβισμό ακροδεξιού τύπου από τα προεδρεία, τους βουλευτές της πλειοψηφίας, τους υπουργούς, μια λεκτική τρομοκρατία, μια πίεση πάνω στην Αριστερά στο όνομα του «λαϊκισμού», της «ανευθυνότητας», της «χρεωκοπίας». Αυτό το είδαμε και στην προκλητική «απόρριψη» του πλειοψηφίσαντος ζητήματος αντισυνταγματικότητας των μέτρων, όπως τέθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ την Τετάρτη 7 Νοεμβρίου. Τέλος, η πολιτική εξαχρείωση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας φαίνεται και μέσα από τοποθετήσεις ορισμένων βουλευτών -και μάλιστα της ΔΗΜΑΡ, μιας δύναμης που έχει ανεπίστρεπτα απωλέσει την τιμητική αριστερή πολιτική ταυτότητά της- ότι «την μέρα κάνουν την δουλειά τους» και πάνε να ψηφίσουν, «όταν χρειάζεται». Η δημοκρατία, όπως την γνωρίσαμε» και ο ακραίος και έκτακτος νεοφιλελευθερισμός αναπτύσσονται αντιστρόφως ανάλογα.           
Συχνά, οι εκφυλιστικές διαδικασίες στην βουλή, η απίστευτη λεκτική και θεσμική βία προς την κατεύθυνση της «μηχανής κύρωσης», ενός τεράστιου κοινοβουλευτικού ΚΕΠ, θυμίζουν την ελληνική Βουλή του 1960 προ της απριλιανής εκτροπής αλλά και κάποιες σκοτεινές μέρες της ύστερης Βαϊμάρης: από το 1930 ως το 1932 η γερμανική βουλή υπό τον καγκελλάριο Μπρύνινγκ επικύρωνε τα διατάγματα του Προέδρου Χίντενμπουργκ, έπαιρνε τα πιο αυταρχικά οικονομικά και πολιτικά μέτρα -για να αποφευχθεί δηθεν η έλευση του φασισμού- νομιμοποιούσε την άνοδο των ναζί, που κραύγαζαν εντός της το επερχόμενο τέλος της, έδινε «λευκή κάρτα» στους κατασταλτικούς μηχανισμούς, απομόνωνε τον κριτικό λόγο των κομμουνιστών και αριστερών σοσιαλιστών βουλευτών, αποδεχόταν τυφλά την κατά καιρούς οππορτουνιστική της διάλυση από τον γηραιό και σοφό «Προστάτη του Συντάγματος». Αυτό το καθεστώς οι κριτικοί μαρξιστές της Αριστεράς, μεταξύ των οποίων και το Ινστιτούτο της Φραγκφούρτης, το χαρακτήριζαν κοινοβουλευτική δικτατορία. Το δικό μας καθεστώς δεν έχει φτάσει ακόμη σε αυτό το σημείο, έχει κάνει, όμως, ήδη πολλά για να κερδίσει αυτόν τον χαρακτηρισμό.   

www.rednotebook.gr

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Όταν ο 007 λαχανιάζει...

Ένα απ τα πράγματα που μας έμαθε η (οδυνηρή) μετάβαση από τα Φιλαράκια στο Sex and the City και απο εκεί στο Νοικοκυρές σε Απόγνωση και το Mad Men είναι πως η ποπ κουλτούρα μπορεί να μας πει περισσότερα για τον καπιταλισμό απ ο,τι οι οικονομικές σελίδες των περισσότερων εφημερίδων

Της Ντίνας Τζουβάλα

                                                                  - Πού πάμε;
                                                                 - Στο παρελθόν.
                                                                 
 James Bond,  Skyfall.

Ένα απ τα πράγματα που μας έμαθε η (οδυνηρή) μετάβαση από τα Φιλαράκια στο Sex and the City και απο εκεί στο Νοικοκυρές σε Απόγνωση και το Mad Men είναι πως η ποπ κουλτούρα μπορεί να μας πει περισσότερα για τον καπιταλισμό απ ο,τι οι οικονομικές σελίδες των περισσότερων εφημερίδων. 

Έτσι, ο  Τζέιμς Μποντ του 2012 δεν είναι σαν τους άλλους. Σχεδόν πεθαίνει στο πρώτο 10λεπτο της ταινίας, και μάλιστα από λάθος μιας πράκτορα της ΜΙ6,  αδυνατεί να περάσει τις επίσημες εξετάσεις για να επανέλθει στην ενεργό δράση, αστοχεί ακόμα και σε μια αρκετά εύκολη βολή... Στο τέλος τα καταφέρνει βέβαια (όχι χωρίς κάποιες σημαντικές απώλειες), αλλά  μερικές φορές φαίνεται εντελώς εκτός φόρμας. 

Το πιο εντυπωσιακό είναι πως ο «κακός» της ταινίας δεν έχει βαριά ρώσικη προφορά. Δεν είναι καν ασιάτης. Είναι ένας πρώην insider που προδωμένος και φρικτά παραμορφωμένος (μόνο ο 007 μπορεί να είναι όμορφος), περνά στην άλλη πλευρά. Μια πλευρά που, όπως λέει και η Τζούντι Ντένς, είναι ρευστή και πανταχού παρούσα. Ο εχθρός δεν είναι πια εξωτερικός πχ ένα άλλο έθνος. Είναι εσωτερικός με ο,τι αυτό συνεπάγεται. Ο καθένας είναι ύποπτος, όλοι μας είμαστε δυνητικά ένοχοι σε μια κοινωνία που το ζήτημα  πλέον δεν είναι η ελευθερία (τότε ο «κακός» είχε με πολύ μεγάλη συνέπεια ρώσικη προφορά) ή η Αυτοκρατορία, αλλά απλά η ασφάλεια. Στο δε στρατόπεδο των «καλών», τα πράγματα έχουν ζορίσει τόσο που μέχρι και ένας βαρετός τεχνοκράτης της ΜΙ6 αποδεικνύεται «μια κάποια λύσις». 

Ο Σαμ Μέντεζ σκηνοθετεί με ευφυϊα και ταλέντο τον Τζέιμς Μποντ της κρίσης του καπιταλισμού. Ο «αδειοδοτημένος να σκοτώνει» έχει χάσει μεγάλο μέρος του μεγαλείου του, και το κυριότερο, δεν υπάρχει καμία υπόσχεση οτι θα το ανακτήσει. Με κάποια χρόνια καθυστέρηση, αλλά με αδιαμφισβήτητη επικαιρότητα, το σινεμά αποκτά τον Τζέιμς Μποντ του θατσερικού ΤΙΝΑ (there is no alternative). Στο Skyfall δεν υπάρχει τίποτα έξω απ΄ το «σύστημα». Ο «κακός» προήλθε από ένα «λάθος» του συστήματος και τώρα το ίδιο το σύστημα θα αυτο-ρυθμιστεί, πετώντας έξω τον ζηλωτή που πίστεψε τόσο πολύ στις αρετές του  με αποτέλεσμα να καταλήξει «άπιστος» όταν οι προσδοκίες του διαψεύστηκαν. 

Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω (και) απ τον 007: η Lehman Brothers. Κανείς δεν τολμά πια να εγγυηθεί οτι η ιστορία έχει τελειώσει, κανείς δεν ισχυρίζεται πως η οικονομία της αγοράς θα φέρει καθολική ευημερία. Μέχρι και το ΔΝΤ παραδέχεται οτι «έκανε λάθος εκτιμήσεις» για την ελληνική οικονομία. Παρόλα αυτά , κανείς δεν είναι έτοιμος να υποσχεθεί οτι αυτή η κατάσταση θα λάβει τέλος. Και εδώ βρίσκεται το φάντασμα που πλανιέται πάνω απ τα δικά μας κεφάλια: οι ήττες. Η ΜΙ6 του Skyfall νικά όχι γιατί είναι παντοδύναμη και αλάνθαστη, αλλά γιατί δεν υπάρχει αντίπαλο δέος. Είναι η «αδύναμη κυβέρνηση που δεν πέφτει, αν δεν την ρίξουν» (για να θυμηθούμε και τον Λένιν).  Ενάντια σε όσα μας υποσχόταν ένας κάποιος μαρξισμός οι «αντιφάσεις του συστήματος» δεν είναι ικανές να το γκρεμίσουν. Αυτό είναι το μανιφέστο του Skyfall: παρόλες τις αδυναμίες μας, θα συνεχίσουμε να αναπαραγόμαστε σε ένα δυστοπικό παρόν. Ένα παρόν που χρησιμοποιεί το παρεθλόν, αλλά δεν διστάζει να το τινάξει στον αέρα, ένα παρόν που δεν υπόσχεται τίποτα για το μέλλον. 

Κάπου στα μέσα της ταινίας υπάρχει μια εξαιρετικά δυσοίωνη προφητεία , ειδικά για όσους βορειοευρωπαίους πείστηκαν απ την προπαγάνδα των δικών τους ΜΜΕ οτι για την κρίση χρέους της ευρωζώνης φταίνε οι τεμπέληδες του Νότου. Ο «κακός» της ταινίας μας ζει σε ένα εγκαταλελειμένο νησί στην μέση του πουθενά, γεμάτο με τα χαλάσματα μιας πόλης που εκκενώθηκε βιαστικά. Σε μια αποστροφή του λόγου του, λοιπόν, λέει στον  Τζέιμς Μποντ μια αλήθεια που μόνο ένας «κακός» θα μπορούσε να πει [1] : κι εσύ ζεις μεσα στα συντρίμια. Απλά δεν το ξέρεις. Ακόμα. 

ΥΓ. Προς ανακούφιση όλων μας ο 007 τα πάει ακόμα εξαιρετικά καλά με τις γυναίκες. Αν υπάρξει κάποια «εμπλοκή» και σ΄ αυτό το ζήτημα, καλά θα κάνουμε όλοι μας να αναζητήσουμε το κοντινότερο πυρηνικό καταφύγιο. 
ΥΓ2. Επειδή η τέχνη έχει και μια σχετική αυτονομία, να πούμε οτι ο Σαμ Μέντεζ έχει εξελιχθεί σε σκηνοθετική ευφυϊα, χωρίς καμία υπερβολή. 


Σημείωση

[1] Για την σχέση αλήθειας και σατανικών χαρακτήρων της ποπ κουλτούρας, βλ S. Zizek “What does the Joker want?” στο Living in the end times
REDNotebook

Τα έκνομα άκρα και το «Άγιο Κέντρο»


Από τον Αργύρη Φασούλα
 Οι πρόσφατες επιθέσεις της Χρυσής Αυγής σε εμποροπανηγύρεις του Μεσολογγίου και της Ραφήνας έφεραν στο προσκήνιο για ακόμη μια φορά το θέμα της βίας, της νομιμότητας και των ορίων τους. Το ζήτημα επανέρχεται πολύ συχνά τον τελευταίο καιρό και συζητιέται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο από τον κόσμο, ιδιαίτερα από τον Δεκέμβρη του 2008 και τη δολοφονία του Αλ. Γρηγορόπουλου. Τότε τέθηκε για πρώτη φορά, με μια τέτοια ένταση μάλιστα που μάλλον εύκολα εξηγείται από το συλλογικό σοκ και τη βιαιότητα των επεισοδίων που ακολούθησαν.
Ανάμεσα στο πλήθος των απόψεων που ακούγονταν την περίοδο εκείνη, εμφανίστηκε και το περίφημο σλόγκαν «καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Μάλιστα, εάν θυμάμαι καλά, η φράση πρωτοχρησιμοποιήθηκε από το ελληνικό κράτος -και όχι μόνο- λίγο νωρίτερα, κατά τον πόλεμο του 2007-2008 μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης. Η συνολική καταδίκη της βίας στο πλαίσιο της λογικής τήρησης «ίσων αποστάσεων» αποτέλεσε την διπλωματική γραμμή των δυτικών κρατών απέναντι στον άνισο αυτόν πόλεμο.
Η αποστροφή προς τη βία και τις βίαιες πράξεις αποτέλεσε πυλώνα της ανάλυσης των γεγονότων του Δεκέμβρη για μια μεγάλη μερίδα διανοούμενων, δημοσιογράφων και πολιτικών, που έσπευσε τότε να απορρίψει με συνοπτικές διαδικασίες το φαινόμενο –καθότι βίαιο- χαρακτηρίζοντάς το ως επισφράγισμα της κοινωνικής αποσάθρωσης και της κατάρρευσης των αξιών. Το κράτος βρισκόμενο στο μάτι του κυκλώνα, καθώς θεωρήθηκε ηθικός αυτουργός για τη δολοφονία του 15χρονου, επιχείρησε ξανά την τήρηση «ίσων αποστάσεων»: φυσικά η δολοφονία του Γρηγορόπουλου ήταν απαράδεκτη (αν και ο τότε υπουργός Εσωτερικών, Π. Παυλόπουλος, ουδέποτε παραδέχτηκε την ηθική του ή οποιαδήποτε άλλης μορφής ευθύνη), αλλά από την άλλη η βία του δρόμου, οι οργισμένες πορείες, οι συγκεντρώσεις μαθητών μπροστά από τα αστυνομικά τμήματα και τα «μπάχαλα» στην Πανεπιστημίου και την Πατησίων ήταν εξίσου ανεπίτρεπτα και καταδικαστέα. Κατά έναν περίεργο δε τρόπο φαινόταν να δίνεται περισσότερη βάση στην καταδίκη αυτών των τελευταίων. Οι λόγοι από πλευράς κράτους ήταν, φυσικά, ευνόητοι.
Υπό αυτό το πρίσμα το οποίο άρχισε τότε να παίρνει μορφή, οι τρεις νεκροί της Μαρφίν κατά τη μεγάλη πορεία της 5ης Μάη του 2010 θεωρήθηκαν «κληρονομιά του Δεκέμβρη», άδικα θύματα της ατιμωρησίας, της ανεξέλεγκτης δράσης των ακραίων στοιχείων. Διαμορφώθηκε έτσι φαντασιακά το αριστερό άκρο της πολιτικής τραμπάλας, η βίαιη ακροαριστερά (συμπεριλαμβανομένου του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου), η οποία λειτουργώντας εκτός πλαισίων νομιμότητας, ασκούσε τυφλή βία εμφορούμενη από μηδενιστικές και αντικοινωνικές αντιλήψεις. Έμενε να ενταθούν οι ρατσιστικές επιθέσεις της Χ.Α. στο κέντρο της Αθήνας δύο χρόνια αργότερα, για να συμπληρωθεί το αναλυτικό σχήμα των «βίαιων άκρων».
Οι εισηγητές και οι υποστηρικτές αυτής της άποψης κρατούν ψηλά τη σημαία της μηδενικής ανοχής απέναντι στη βία. Τηρώντας ίση απόσταση από τα «βίαια άκρα», αποτελούν οι ίδιοι έναν νεοφανή μεσαίο χώρο, όχι με την παλιά πολιτική έννοια -μεταξύ δηλαδή της Αριστεράς και της Δεξιάς- αλλά με την έννοια ενός αφηρημένου «κοινού νου», της προοδευτικής μετριοπάθειας, που δυστυχώς λείπει από την πλειοψηφία των συμπολιτών τους. Αυτοί λοιπόν οι «νέο-κεντρώοι» -όχι απαραίτητα κακοπροαίρετοι- είναι κατά βάση αντί- βίαιοι, νιώθουν αποστροφή για την παρανομία, αγανακτούν με το κράτος που δεν κάνει σωστά τη δουλειά του, στηλιτεύουν την ελληνική ανθρωπολογική ιδιαιτερότητα της τεμπελιάς και της απατεωνιάς. Φυσικά οι ίδιοι δεν αποτελούν μέρος αυτής της πραγματικότητας. Αντιπροσωπεύουν τον εκσυγχρονισμό, το νοικοκύρεμα, τη δημιουργία, τον δυτικό ορθολογισμό και την πρόοδο. Η αγιογραφία του Κέντρου συμπληρώνεται με πινελιές αυτομαστίγωσης και αυτοθυματοποίησης, καθώς οι φορείς της νιώθουν τους τίμιους εαυτούς τους να ασφυκτιούν ανάμεσα στα τερατώδη άκρα που κατατρών το κάθε τι- αργοναύτες μεταξύ συμπληγάδων.
 Το άρθρο του Στ. Κασιμάτη («Η ευκαιρία της Χρυσής Αυγής για τη δημοκρατία», Καθημερινή, 18/09/2012), που πρόσφατα τράβηξε τα φώτα της δημοσιότητας, αποτελεί χαρακτηριστικό προϊόν αυτής της θέασης των πραγμάτων. Ανεξαρτήτως εάν ήταν σωστή ή όχι η ανάλυσή του σύμφωνα με την οποία η κύρια υπεύθυνος για της άνοδο της Χ.Α. είναι η Αριστερά (προσωπικά τη βρίσκω απλοϊκή και κατ΄ επέκταση λανθασμένη ως ανάλυση), ο Στ. Κασιμάτης μας δίνει την ευκαιρία να εξετάσουμε ένα απ’ τα κλασικότερα δείγματα αυτής της «παράδοσης».
Σύμφωνα με την ανάγνωση λοιπόν των «νέο-κεντρώων», τα «βίαια άκρα» είναι το καταφύγιο όλων των βίαιων πράξεων και ουσιαστικά ταυτίζονται. Αυτό οδηγεί σε παράδοξους συλλογισμούς όπως για παράδειγμα: τα παιδιά που πετάνε νεράντζια στο αστυνομικό τμήμα είναι το ίδιο με τη δολοφονία ενός εφήβου από κρατικό λειτουργό, το κλείσιμο των λιμανιών είναι το ίδιο με το μαχαίρωμα των μεταναστών, η εξέγερση των κατοίκων της Κερατέας είναι ταυτόσημο με τα χαστούκια του Κασιδιάρη κ.λπ. Μεταξύ αυτών των βίαιων πράξεων –σύμφωνα πάντα με την παραπάνω λογική-δεν έχει αξία να κάτσουμε να διακρίνουμε διαφορές, να τις διαβαθμίσουμε ή να τις αξιολογήσουμε ξεχωριστά. «Για μένα δεν υπάρχει κατηγοριοποίηση της βίας, η μούντζα είναι σφαίρα επειδή γεννά τη σφαίρα, όπως η μυική πίεση στη σκανδάλη του περιστρόφου — να φοβόμαστε τα γιαούρτια απ’ όπου κι αν προέρχονται» γράφει ο Κ. Αθανασιάδης (Lifo, 12/7/2012). Η μούντζα και η δολοφονία είναι λοιπόν το ίδιο: η λογική έχει πάει περίπατο.
Ακόμα κι αν επιμείνουμε να χαρακτηρίζουμε καταχρηστικά «λογική» αυτή τη χοντροκοπιά, θα πρέπει να παραδεχτούμε το δίχως άλλο ότι η αντίληψη αυτή παύει να είναι απλώς αδιέξοδη ή παράλογη, αλλά γίνεται πια επικίνδυνη και υστερόβουλη, από τη στιγμή που ορισμένες κατά κοινή ομολογία βίαιες πράξεις γίνονται ρητά ή άρρητα (λίγη σημασία έχει) αποδεκτές: η βία των ΜΑΤ και του κράτους συνολικότερα, στις αναρίθμητες καθημερινές εκφάνσεις της, είναι στην καλύτερη περίπτωση αναγκαία κακά, «άκομψες λύσεις».
Αυτό που διαπιστώνουμε όμως τελικά είναι ότι, στην ουσία, το πρόβλημα δεν φαίνεται να είναι ούτε η βιαιότητα των πράξεων, ούτε η βία αυτή καθεαυτή, αλλά η νομιμότητα. Ο Ι.Κ. Πρετεντέρης γράφει «Λυπάμαι, παιδιά, αλλά δεν υπάρχει καλή και κακή ανομία. […]. Η αριστερή τραγουδίστρια που κλέβει την Εφορία είναι το ίδιο κοινωνικά αποτρόπαια με τον μαυροντυμένο «φουσκωτό» που δέρνει Πακιστανούς» (Βήμα, 16/09/2012). Τα «άκρα» λοιπόν φαίνεται πως πριν από οτιδήποτε άλλο είναι άνομα, πηγαίνοντας κόντρα στους επίσημους θεσμούς και το νόμιμο κράτος. Και το «Άγιο Κέντρο» το μόνο που ζητά είναι το κράτος να κάνει τη δουλειά του τηρώντας τον νόμο και την τάξη.
Οι άμεσες συνέπειες αυτής της μυθολογίας είναι θλιβερές και τρομακτικές: πρώτον, εμφανίζει την υπακοή στο κράτος ως τη μόνη ηθικά και πολιτικά αποδεκτή λύση, βαφτίζοντας απαράδεκτη την κοινωνική διαμαρτυρία («παραδοσιακά», για το κράτος, η διαμαρτυρία είναι πάντοτε μειοψηφική). Δεύτερον, εξισώνει σε ηθικό και πολιτικό επίπεδο φαινόμενα όπως η ρατσιστική δολοφονία και η φοροδιαφυγή επί παραδείγματι, πράγμα τερατώδες.
Ποια μπορεί να είναι η θέση μας απέναντι σε αυτά τα ιδεολογήματα; Μήπως η άρνηση καταδίκης της βίας «απ’ όπου κι αν προέρχεται» θα μας οδηγούσε σε μια άκριτη αποδοχή της βίας; Αυτός είναι άραγε ο κίνδυνος που καραδοκεί; Ή μήπως εάν προβαίναμε στην εξέταση και την ψύχραιμη κρίση των πολυποίκιλων πράξεων που συλλήβδην τσουβαλιάζονται εξαιτίας αυτής της λογικής υπό την ταμπέλα «βίαιες», θα ρισκάραμε να μας κατηγορήσει κάποιος ότι χρησιμοποιούμε δυο μέτρα και δύο σταθμά;
Μα, η ικανότητα διάκρισης μεταξύ συμπεριφορών, η θεμελιώδης δυνατότητα αξιολόγησης των πράξεων είναι αυτή η νοητική προσπάθεια η οποία μας κάνει να αποφεύγουμε να τα θεωρούμε όλα ένα- έναν χυλό! Μια εναλλακτική ανάγνωση δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να δικαιολογούμε κάθε είδος βίας, πόσο μάλλον να επιδιώκουμε την βίαιη σύγκρουση θεωρώντας την αναγκαίο κακό. Το μη τσουβάλιασμα των συμπεριφορών είναι η πρόκληση αυτή που θα δώσει διεξόδους και υγιείς αντιδράσεις. Οι οπαδοί του «μετριοπαθούς κέντρου» -ενδεχομένως χωρίς να το καταλαβαίνουν- αναπαράγουν ό,τι κατηγορούν. Καρδιά της συλλογιστικής τους είναι η συλλογική καταδίκη, δίχως περαιτέρω κριτήρια. Είναι η ίδια συλλογιστική που επιτρέπει στη Χ.Α. να λέει «όλοι οι μετανάστες είναι εγκληματίες».
Υπάρχουν άλλες αξίες και γνώμονες με τους οποίους μπορούμε και θα έπρεπε να εξετάζουμε την πολιτική και την κοινωνία, πέρα από το νόμιμο ή το άνομο. Οι ναζιστικές επιθέσεις της Χ.Α. και η δολοφονία των τριών ανθρώπων στη Μαρφίν είναι απαράδεκτες όχι επειδή είναι βίαιες ή παράνομες, αλλά επειδή δεν πιστεύουν στην αξία της ανθρώπινης ζωής και στην αξιοπρέπεια. Και φυσικά είναι εντελώς διαφορετικά φαινόμενα -ουσιωδώς ξεχωριστά!- από το φακελάκι ή το μη κόψιμο απόδειξης τα οποία μπορούν παρόλα αυτά με τη σειρά τους να κριθούν αρνητικά. Αλίμονό μας αν δεν μπορούμε να δούμε την βαθιά διαφορά μεταξύ των δυο! Δεν τίθεται θέμα προνομιακής μεταχείρισης της «αριστερής» από τη «δεξιά» βία, αλλά διάκριση μεταξύ διαφορετικής ποιότητας βίαιων πράξεων.
Αν σκεφτούμε τα πράγματα έτσι, ο ναζισμός δεν είναι πια το ίδιο με το παράνομο παρκάρισμα, η παθητική υποταγή στο κράτος δεν είναι πάντα ηθικά σωστή, το να ασκεί κανείς κριτική στην κρατική αυθαιρεσία και την κομματοκρατία δεν είναι ανάγκη να γίνει από δεξιά ή ακροδεξιά μπάντα. Ας ξεκολλήσουμε από τον μύθο τον έκνομων άκρων και του «Άγιου Κέντρου» και ας προσπαθήσουμε να δούμε πως για τους δημοκράτες και όσους πιστεύουν στην ανάγκη ενός ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας μας, η άνοδος της Χ.Α. δεν θα είναι ποτέ και για κανέναν λόγο ευκαιρία για τη δημοκρατία.