Το άρθρο αυτό έχει ιστορικο-πολιτικό περιεχόμενο, και γι’ αυτό αναφέρεται στην επικαιρότητα χωρίς να ασχολείται με την Ευρωπαϊκή Ένωση ή το ευρώ, αλλά αναλύοντας την Ευρώπη σαν μια υποήπειρο που της τίθεται το γεωπολιτικό πρόβλημα με πιεστικές και αποφασιστικές μορφές – πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί σε μια πιο ευρεία προοπτική.
Ευρώπη – Ευρώπες
1. Η Ευρώπη θεωρείται γεωγραφική οντότητα αλλά με ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι πως έστω και μόνο «γεωγραφικά», η Ευρώπη είναι ένα αόριστο σύστημα, με τρία σταθερά σύνορα και ένα ασταθές (το ανατολικό), τουλάχιστον στο πλάτωμα που εκτείνεται από το τέλος των Ουραλίων και τις τρεις λεκάνες της Μαύρης Θάλασσας, της Κασπίας και της Αράλης, που παραμένει ανοικτό στην Κεντρική Ασία.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό αφορά την εγγύτητά της με την Τουρκία, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, που την καθιστούν εξαιρετικά ευάλωτη στις διεθνείς σχέσεις και σε ό,τι απορρέει από αυτές: η Ευρώπη δεν είναι ένα απομονωμένο σύστημα. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά οδηγούν και σε ένα τρίτο, δηλαδή στην παρατήρηση πως, σε ό,τι αφορά τη Ρωσία, έχουμε να κάνουμε με ένα σύστημα που γεωγραφικά (αν και όχι δημογραφικά) είναι περισσότερο ασιατικό παρά ευρωπαϊκό.
Σε ό,τι αφορά τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, έχουμε να κάνουμε με ένα σύστημα που ιστορικά είναι πολύ επηρεασμένο από τις κεντροασιατικές μεταναστευτικές ροές, όσο και από αυτές που προέρχονταν από την ανατολική χερσόνησο (βυζαντινή και μετέπειτα οθωμανική αυτοκρατορία), ή από τις αποσχίσεις που προέκυψαν από την αντίθεση Ανατολής-Δύσης στον 20ό αιώνα.
Όσον αφορά τη Μεγάλη Βρετανία, αυτή προήλθε από μια ιστορία νησιωτική μα διόλου απομονωμένη. Επέδειξε όμως μεγαλύτερη ιστορικο-πολιτισμική συνάφεια με τη Βόρεια Αμερική παρά με την Ευρώπη, τουλάχιστον από το τέλος του Εκατονταετούς Πολέμου και μετά (1453).
Αν ορίσουμε έτσι το σύστημα με την ασάφεια των συνόρων (πιο σταθερά στα βορειοδυτικά, λιγότερο σταθερά στα νοτιοανατολικά), η Ευρώπη είναι ένας χώρος αρκετά περίπλοκος. Είναι προικισμένη με χερσονήσους μεγάλες (τη σκανδιναβική, την ιβηρική, την ιταλική, την ελληνική), μεσαίες (της Δανίας) και μικρές (της Βρετάνης), οι οποίες ευνοούν την ειδογένεση τοπικών χαρακτηριστικών επειδή είναι ανοικτές μόνο από μία πλευρά (αν και όχι τόσο «ανοικτές» στην περίπτωση της Ιβηρικής/Πυρηναίων και Ιταλίας/ Άλπεων).
Σε αυτό προστίθενται διάφορα μικρά και μεγαλύτερα νησιά. Μετά, έχει ποταμούς σχετικά μεγάλους, όλους σε κάθετο άξονα (τον Σηκουάνα, τον Μεύση, τον Ρήνο, τον Βέσερ, τον Έλμπα, τον Όντερ, τον Βιστούλα, τον Νέμαν και τον Ντβινά στο Βορρά, και τον Δνείστερο, τον Δνείπερο, τον Ντον, τον Βόλγα και τον Ουράλη στα νοτιοανατολικά), ή σε μια διαγώνιο με τον Ρήνο και τον Δούναβη, που τη χωρίζουν στα δύο, περίπου ακολουθώντας τα σύνορα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και μια άλλη (που σχηματίζεται από τον Βιστούλα και τον Δνείστερο) που τη χωρίζει από μια Ανατολή η οποία καταγράφεται λίγο περισσότερο ως ασιατική.
Έπειτα, υπάρχουν οι ορεινοί όγκοι, τα στενά και διάφορες θάλασσες προς τις οποίες έχει μέτωπο, συμπεριλαμβανομένου του Ατλαντικού. Κλιματικά, από τις ισπανικές ερήμους που μοιάζουν με αυτές της βόρειας Αφρικής, μέχρι τους πολικούς πάγους της Νορβηγίας και της Ισλανδίας, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία. Όλα αυτά δείχνουν πως η Ευρώπη έχει μια γεωγραφία που ευνοεί τις διαφοροποιήσεις, και ένα μεγάλο αριθμό πληθυσμών με λιγότερο ή περισσότερο εμφανείς διαφορές. Στη συνέχεια, η ιστορία θα μας εξηγήσει πόσο αυτές οι διαφορές είναι βαθιές και αντιτιθέμενες, με δεδομένη όμως τη χαρακτηριστική γεωγραφία που καθορίζει τα όρια της εκδήλωσής τους.
2. Αυτή η «ροπή» της Ευρώπης προς τη διαφοροποίηση γέννησε τόσο το πρώτο ιστορικό πλαίσιο εμφάνισης του Κράτους-Έθνους, όσο και τη μεγαλύτερη ποικιλομορφία των κρατών-εθνών που είναι συγκεντρωμένα σε κάποια περιοχή του πλανήτη. Το Κράτος (σαν θεσμός) και το Έθνος (ο λαός) είναι δύο οντότητες που έχουμε την τάση να ταυτίζουμε στον δημόσιο διάλογο. Αλλά πρέπει να φανταστούμε ένα Κράτος αποτελούμενο από πολλά «έθνη», όπως πολύ συχνά συμβαίνει εκτός των ορίων της Ευρώπης, και όπως ήταν ο πρώτος πυρήνας πολλών ευρωπαϊκών εθνών του 9ου-10ου αιώνα, δηλαδή πολύ νωρίτερα από τη συγκρότησή τους σε «Κράτος».
Από γεωγραφική άποψη, σαν Ευρώπη εννοούμε και την πέραν των Ουραλίων Ρωσία, και αναφερόμαστε σε μια εδαφική περιοχή που είναι ίση π.χ. με την αντίστοιχη των ΗΠΑ, της Κίνας και της Ευρώπης. Η διαφορά πως καθένα από αυτά είναι ενιαίο κράτος, ενώ η Ευρώπη αποτελείται από 45 συν 4 κράτη.
Μετά τη μακραίωνη μεσαιωνική περίοδο που ακολούθησε την πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, από τον 14ο και μέχρι τον 16ο αιώνα, συγκροτήθηκαν διαδοχικά τα σε γενικές γραμμές σημερινά κράτη: Ελβετία, Γαλλία, Αγγλία (πολύ αργότερα η Μεγάλη Βρετανία – το 1707, και στη συνέχεια το Ηνωμένο Βασίλειο – το 1801), η Πορτογαλία και η Ισπανία, κράτη που όχι τυχαία βρίσκονταν στην πιο συγκεκριμένη ευρωπαϊκή γεωγραφική περιοχή, τη βορειοδυτική.
Τα ευρωπαϊκά κράτη-έθνη γεννήθηκαν όχι από εσωτερικές, αλλά από εξωτερικές ανάγκες – για την ακρίβεια εξαιτίας πολεμικών λόγων [1]. Οι Ελβετοί συγκροτήθηκαν σε κράτος για να αμυνθούν έναντι των Αψβούργων [2], οι Γάλλοι και οι Άγγλοι για να προστατευθούν οι μεν από τους δε στα τέλη του Εκατονταετούς Πολέμου, η Ισπανία για να προστατευθεί από τους μουσουλμάνους που είχαν εισβάλει από τις αρχές του 8ου αιώνα στην Ιβηρική χερσόνησο, και η Πορτογαλία για να ανεξαρτητοποιηθεί από την Ισπανία.
Οι περιπέτειες που επέκτειναν τα εθνικά κράτη πέρα από την περιοχή της δυτικής Ευρώπης ήταν περίπλοκες, και διήρκεσαν τουλάχιστον μέχρι το 1861 για την Ιταλία, και το 1870 για τη Γερμανία. Η ανατολική Ευρώπη, ανάμεσα στο 1917 και το 1993, υπέστη εννέα τροποποιήσεις των συνόρων της και τέσσερις διαφορετικές αλλαγές πολιτεύματος (αυτοκρατορία, ανεξαρτησία, περιφέρειες της ΕΣΣΔ, αυτονομία).
Και η Νορβηγία (1905) και η Φινλανδία (1917) είναι νέα κράτη. Η διάλυση της ΕΣΣΔ και της Γιουγκοσλαβίας, το διαζύγιο μεταξύ Τσέχων και Σλοβάκων, και ο φόβος της διεκδίκησης νέων εθνικών δικαιωμάτων (από Φλαμανδούς – Βαλόνους, Σκωτσέζους, Καταλανούς) καταδεικνύουν πόσο αβέβαιη παραμένει η ευρωπαϊκή πολιτική γεωγραφία. Αν όμως στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν ολοκληρώνεται σε μεγάλο βαθμό η διαδικασία συγκρότησης των ευρωπαϊκών κρατών-εθνών, ο πληθυσμός της Γης ήταν 1,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι, σήμερα είμαστε 7,5 δισεκατομμύρια και σε τριάντα χρόνια θα γίνουμε 10 δισεκατομμύρια.
Αλλάζει ριζικά λοιπόν το περιβάλλον στο οποίο εξακολουθεί να ξετυλίγεται το ιστορικό ευρωπαϊκό κουβάρι.
3. Η Ευρώπη, παρόμοια με τις ιστορικο-πολιτικές εξελίξεις, χαρακτηρίζεται επίσης και από μια μεγάλη πολιτισμική ποικιλομορφία. Χρησιμοποιούνται σε αυτήν τέσσερα αλφάβητα, όπως τέσσερις είναι και οι γλωσσικές ομάδες (λατινογενείς, γερμανικές, σλαβικές και βαλτικές), ενώ οι κύριες 10 γλώσσες (μία εκ των οποίων η τουρκική) αντιστοιχούν μόνο στα 2/3 των ομιλουμένων γλωσσών – για να μην αναφερθούμε στις διαλέκτους που συχνά δεν είναι κατανοητές ούτε από τους ομοεθνείς τους.
Τέσσερις είναι και οι βασικές θρησκείες (καθολικοί, ορθόδοξοι, προτεστάντες, μουσουλμάνοι), αλλά πολύ περισσότερες οι εθνικές εκκλησίες (π.χ. η αγγλικανική, η ιρλανδική, η ελληνική, η ρωμαϊκή κ.λπ.). Εντελώς διαφορετικοί τρόποι ζωής στον Βορρά, στον Νότο, στη Δύση και στην Ανατολή, όπως και στην επίσημη και τη λαϊκή κουλτούρα, στη μυθολογία, στις παραδόσεις, στους ιδρυτικούς μύθους. Φυσικά αυτός ο τονισμός των ιδιαιτεροτήτων έχει νόημα μόνο αν παραμείνουμε μέσα στο ευρωπαϊκό σύστημα ενώ, αν το δούμε πιο σφαιρικά, παρουσιάζει μεγαλύτερη εσωτερική ομοιογένεια σε σχέση με τον αραβικό, τον ασιατικό ή τον αφρικανικό κόσμο.
Την εποχή του Αμερικανικού Εμφυλίου που οδήγησε στην αμερικανική ενοποίηση, και με δεδομένο πως οι Αμερικανοί μπορούσαν ήδη να χαρακτηριστούν σαν «έθνος» (εθνικά, γλωσσικά και θρησκευτικά), ήσαν 32 εκατομμύρια – και χρειάστηκαν 600.000 νεκρούς για να ξεπεράσουν τον κατακερματισμό τους.
Σήμερα η Ευρώπη της Ε.Ε. έχει 500 εκατομμύρια κατοίκους και η ζώνη του ευρώ 330 εκατομμύρια. Η έκφραση «Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης» όμως πρέπει να θεωρείται σαν γενική παρομοίωση, και τίποτα από το ανθρώπινο, κοινωνικό και πολιτισμικό δυναμικό που θα ’πρεπε ενδεχομένως να ενοποιηθεί στην Ευρώπη δεν μοιάζει με την αμερικανική εμπειρία – ούτε σε ποσότητα, ούτε σε ποιότητα, ούτε όσον αφορά το ιστορικό ή γεωγραφικό περιβάλλον.
4. Ολόκληρη η ευρωπαϊκή ιστορία, ήδη από τη διαμάχη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με τις μεταναστευτικές ροές εξ ανατολών, μέχρι το τρίγωνο Μεροβίγγειοι – Λογκοβάρδοι –Παπικό κράτος, από τον Καρλομάγνο μέχρι τον Εκατονταετή Πόλεμο, από τον Κάρολο τον 5ο ως τους θρησκευτικούς πολέμους, από την αυστροουγγρική αυτοκρατορία ως τους πολέμους για την ηγεμονία των αγορών μεταξύ Αγγλίας και Ενωμένης Προβηγκίας, από τον Ναπολέοντα στον Βίσμαρκ, μέχρι τους δύο παγκόσμιους πολέμους, συμπεριλαμβάνοντας λοιπόν και τον Χίτλερ, όλα είχαν ένα «κοινό συγκρουσιακό χαρακτηριστικό»: τους γεωπολιτικούς πολέμους, όσο κι αν αυτοί επικαλύπτονταν με μπαρόκ δήθεν ιδεολογικές αιτιολογήσεις [3].
Είναι αυτονόητο πως, σε ένα δοσμένο και περιορισμένο φυσικό χώρο με πολλές ξεχωριστές κρατικές οντότητες, φορτισμένες με μακραίωνες ιστορικο-πολιτισμικές διαφορές, η δημογραφική αύξηση ή η υιοθεσία ορισμένων τρόπων ζωής (διαφορετική οικονομική δομή, ισχυρή επίδραση της θρησκευτικής πίστης) τροφοδοτούν δυναμικές φιλίας/εχθρότητας που δημιουργούν εντάσεις στα κοινά τους σύνορα.
Η περίοδος σχετικής ειρήνης (1815-1914), που ονομάστηκε Pax Britannica, στην πραγματικότητα στηρίχτηκε σε έναν μηχανισμό με τον οποίο οι εντάσεις και οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί της υποηπείρου διοχετεύτηκαν στο εξωτερικό, την εποχή της μεγάλης αποικιοκρατίας, που είχε εξάλλου ξεκινήσει από τον 16ο αιώνα. Πρέπει να προσθέσουμε λοιπόν πως, την επομένη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, το σύστημα-Ευρώπη αρχίζει να χάνει την παγκόσμια ηγεμονία του, καθώς οι εσωτερικές αντιθέσεις που οδήγησαν στους δύο καταστροφικούς πολέμους δεν είναι πλέον διαχειρίσιμες με τη μεταφορά τους στο εξωτερικό, και (παρατηρώντας τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους και τις νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν στον κόσμο μετά από αυτούς) δεν είναι διαχειρίσιμες ούτε στο εσωτερικό της.
Παρ’ όλα αυτά, ο προαναφερθείς κατακερματισμός σε σαράντα πέντε συν τέσσερα κράτη-έθνη, είναι μάλλον ο μεγαλύτερος που έχει παρατηρηθεί από την εποχή του Μεσαίωνα. Η Ευρώπη έχει το 25% των κρατών του κόσμου, αν και καλύπτει μόλις το 7% των εδαφών του πλανήτη και συγκεντρώνει μόνο το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού (των Ρώσων συμπεριλαμβανομένων).
Αν λοιπόν η Ευρώπη, κατακερματισμένη και ανοιχτή, είναι ένας γενικά ενιαίος γεωγραφικός προσδιορισμός, έχει και μια ιστορική πλευρά που είναι αποφασιστικά πληθυντική. Αυτή η πλευρά, αν και πιέζει διαρκώς προς συγκρούσεις, ήταν πάντα κινητήρια δύναμη ποικιλομορφίας και πλούτου, γιατί αν συνδεθούν μεταξύ τους πολλές διαφορετικές καταστάσεις δημιουργούν ένα «ολοκληρωμένο σύστημα».
Ας ενώσουμε τους Ευρωπαίους!
5. Η κατάσταση ενδημικών συγκρούσεων, που χαρακτηρίζει ολόκληρη την ιστορία της Ευρώπης, οδήγησε επανειλημμένα ορισμένους διανοούμενους να βρουν έναν μηχανισμό που να αναχαιτίζει αυτήν τη ροπή. Ακολούθησαν δύο κύριους δρόμους. Ο ένας, αυτός του Καντ, θεωρούσε λύση μια στρατιωτική συμμαχία η οποία –συνενώνοντας τα βασικά πολεμικά εργαλεία, δηλαδή τους στρατούς– θα εμποδίσει ουσιαστικά τον εξαναγκασμό στον πόλεμο [4].
Ο άλλος, υπό την επιρροή της παράδοσης του Διαφωτισμού, που κατέληξε στη Διακήρυξη του Βεντοτένε [ΣτΜ: Τη συνέταξαν το 1941 οι Σπινέλι, Ρόσι και Κολόρνι, που ζητούσαν την ενοποίηση της Ευρώπης ενώ μαινόταν ο πόλεμος. Στη συνέχεια θα θεωρηθεί πως η Διακήρυξη ενέπνευσε την ιστορία της ΕΟΚ και της ΕΕ]. Ο δρόμος αυτός έκρινε απαραίτητη την υπέρβαση του κατακερματισμού σε εθνικά κράτη που είχαν δημιουργηθεί από την γεω-ιστορία, προτείνοντας στα αντιτιθέμενα τοπικά συμφέροντα να συντεθούν σε ένα νέο υπερ-Κράτος στη βάση ενός ανώτερου γενικού συμφέροντος. Πρέπει να τονίσουμε εδώ πως οι όχι τόσο πολλές συμφωνίες που αντιμετώπισαν αυτό το πρόβλημα, δεν προχώρησαν ποτέ πιο πέρα από μια προσέγγιση που σήμερα θα χαρακτηρίζαμε σαν εγχειρίδιο χρήσης, και σαν αχαλιναγώγητη διαδρομή μιας ουτοπικής φαντασίας.
Σε αυτές τις σπάνιες και σποραδικές συνθήκες, δεν υπάρχει ένα Κεφάλαιο ή ένας Πλούτος των εθνών – με την έννοια πως κανείς δεν φαίνεται να διακινδυνεύει να αντιμετωπίσει, έστω και με τη σκέψη, τα πολλά και πολύπλοκα προβλήματα που συνδέονται με την ιδέα της ενότητας του συστήματος των Ευρωπαίων σε ένα υψηλότερο επίπεδο, ή της συνεργασίας τους με ανώτερους στόχους. Ένα ζήτημα είναι να αναφέρεσαι σε μια γενική ιδέα, και ένα άλλο ζήτημα είναι να ασχολείσαι με τις λεπτομέρειες του εφικτού αυτής της ιδέας, με στόχους, χρόνους και συνθήκες συγκεκριμένες.
Τέλος, από τον Κάντ μέχρι τον Σπινέλι, η κίνηση της σκέψης προέκυψε περισσότερο από το πρόβλημα του πολέμου και, σε κάθε περίπτωση, πάντα με αφορμή εσωτερικά προβλήματα της Ευρώπης: τον κατακερματισμό και τη συγκρουσιακότητά της, αυτή τη σκοτεινή της ιδιαιτερότητα. Το Κράτος-Έθνος σημαδεύεται έντονα κατά την πράξη γέννησής του από ζητήματα εξωτερικών ανταγωνισμών. Ενώ οι εσωτερικές πιέσεις ενός συστήματος αποτελούν θέμα εκτιμήσεων, μπορούν να υιοθετούν πολλές επιλογές και είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν σε βάθος χρόνου και με καλή θέληση, οι εξωτερικές πιέσεις, δηλαδή αυτές που τίθενται από άλλους και των οποίων η διαχείριση δεν εξαρτάται ολοκληρωτικά από εμάς, απαιτούν μια άμεση αποφασιστική αντιμετώπιση.
Είναι αυτή η εξωτερική κινητήρια δύναμη που επιτρέπει, πάνω σε μια κορύφωση/έκρηξη, το ξεπέρασμα των πολλών δυσκολιών και αντιφάσεων που παρουσιάζονται στο δομικό μετασχηματισμό.
6. Τον προηγούμενο αιώνα, μετά τον πόλεμο, υπήρχε η αντίληψη πως το ευρωπαϊκό πρόβλημα είχε δημιουργηθεί από την οικονομική σύγκρουση. Στην πραγματικότητα έγινε η ανάγκη φιλοτιμία, από την άποψη ότι τα ευρωπαϊκά έθνη, που κατασπαράχθηκαν λόγω της σύγκρουσης, έπρεπε να ανασυγκροτηθούν. Και θεωρήθηκε αναγκαίο αυτό να εγκλωβιστεί σε συμφωνίες και συνθήκες που να διευθετούν τον ανταγωνισμό με τρόπο που να μην οδηγήσει ξανά σε έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων.
Ανάμεσα στα άλλα, ήταν μια από τις ιδιότητες του συστήματος «αγορά» να τείνει στην υπέρβαση των στενών εθνικών ορίων, κι έτσι αυτό θεωρήθηκε σαν πλεονέκτημα, σαν τρόπος υπέρβασης της ανάγκης αποφυγής μιας νέας σύγκρουσης. Πρέπει όμως να υπογραμμίσουμε πως η κατάσταση αυτή, για πρώτη φορά, εντάσσεται σε ένα σενάριο όχι πια ευρωκεντρικό. Για πρώτη φορά στην ιστορία της η «Ευρώπη» υφίσταται μια διπλή διαδικασία ελέγχου και αμφισβήτησης.
Αφού εξαλείφθηκε το αναδυόμενο φαινόμενο του ναζι-φασισμού, δύο παίκτες εν μέρει εξωτερικοί στην ευρωπαϊκή κοινότητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και η Σοβιετική Ένωση, δεν είχαν μόνο μεγάλο όφελος αλλά και μεγάλη ικανότητα να επιβάλλουν τα (αποκλίνοντα) συμφέροντά τους στην ελεύθερη διαμόρφωση των εσωτερικών δυναμικών της υποηπείρου. Ακόμα περισσότερο αφού, όπως προείπαμε, οι Ευρωπαίοι έχαναν σταδιακά την εξωτερική τους επιρροή και περιορίζονταν στα συγκεκριμένα γεωγραφικά τους όρια.
Οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ όχι μόνο περιόριζαν και έλεγχαν τα τεκταινόμενα σε αυτή που ήταν για αυτούς η ευρωπαϊκή σκακιέρα, δηλαδή το πεδίο διεξαγωγής ενός παιχνιδιού μεταξύ τους, αλλά, ξεκινώντας από αυτό, επανασχεδίαζαν το παγκόσμιο παιχνίδι, μοιράζοντας τις ευρύτερες περιοχές του κόσμου στην παγκόσμια σκακιέρα. Με τρόπο πολύ πιο ήπιο από ό,τι συνέβαινε παλιά στις αποικιοκρατούμενες από τους Ευρωπαίους χώρες, οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι βρέθηκαν για πρώτη φορά σαν παιχνίδι στα χέρια άλλων, που είχαν συμφέρον να ελέγξουν την κυριαρχία τους.
Τα ξεχωριστά ευρωπαϊκά έθνη χρειάστηκε έτσι να συνταχθούν με τους μεν ή τους δε, και η διάσπαση επαναλήφθηκε στο εσωτερικό τους, εκμεταλλευόμενη την αντικειμενική διαίρεση ανάμεσα στις τάξεις αφού το παιχνίδι είχε δύο πόλους, με δύο αντίθετες ιδεολογικές θέσεις που στηρίζονταν σε δύο αντίθετους τρόπους κατανόησης της συλλογικής ζωής.
7. Στα τελευταία πενήντα χρόνια της Ευρώπης εκφράζονται δύο σημαντικές δυναμικές. Οι Ευρωπαίοι, υπό την επίβλεψη των ενδιαφερομένων Αμερικανών (συνεπικουρούμενων από τους πάντα δύσπιστους Βρετανούς, που ήδη από τον 15ο αιώνα είχαν αποφασίσει να συσπειρωθούν ενάντια στην κατ’ αυτούς απειλητική ήπειρο), αναπτύσσουν μια κοινή αγορά που συνοδεύεται από δύο διαφορετικές εκδοχές του «νομισματικού ερπετού» [5], στη συνέχεια μια σειρά από κοινούς αν και ασθενείς θεσμούς, και έπειτα ένα νόμισμα που δέσμευε αρχικά 17 (και μετά 19) εξ αυτών όχι να κάνουν, αλλά να μην κάνουν τίποτε.
Το νόμισμα, βασικό στοιχείο μιας εθνικής οικονομικής πολιτικής και στοιχείο ιστορικά αποφασιστικό για την κυριαρχία, πάγωνε σε μια συνθήκη που εξουσιοδοτούσε ένα θεωρούμενο τεχνικό θεσμό (την κεντρική τράπεζα) να το διαχειριστεί στη βάση παραμέτρων που είχαν επιβληθεί κυρίως από το έθνος που θεωρούσε τον εαυτό του απαραίτητο για να χαλιναγωγήσει τον εξαναγκασμό στον πανευρωπαϊκό ανταγωνισμό: τη Γερμανία.
Η συμφωνία ήταν να εξαναγκαστεί η Γερμανία να κάνει κάτι μαζί με τους άλλους, έτσι ώστε να μην την ξαναδούμε αντίπαλο σε μια από τις πάμπολλες ευρωπαϊκές εντάσεις, προσφέροντάς της την εξαίρεση από την ανταγωνιστική υποτίμηση (που θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια ευρύτερη σύγκρουση). Κάτι που πληρώθηκε στη συνέχεια όταν έγιναν δεκτοί οι γερμανικοί όροι σχετικά με την αντίληψη του ρόλου και της διαχείρισης του κοινού νομίσματος. Επιπλέον, είχε ήδη γίνει αποδεκτή και η γερμανική επανενοποίηση, που δημιουργούσε το κατά πολύ μεγαλύτερο κράτος (σήμερα με πληθυσμό 83 εκατομμυρίων) σε ένα περιβάλλον μικρομεσαίων κρατών.
Οι ιδεολογικές απόψεις της Γερμανίας για την οικονομία και το νόμισμα έγιναν ευρέως αποδεκτές από τις χρηματιστικές ευρωπαϊκές ελίτ και από ένα μεγάλο μέρος των οικονομικών ελίτ όλων των άλλων Κρατών-Εθνών. Όλα αυτά συνέβησαν σε μια οικονομική συγκυρία που ήταν ή που θεωρούνταν θετική, και υπό το καλοπροαίρετο βλέμμα της αμερικανικής επίβλεψης.
Δεύτερη δυναμική ήταν η αργή ενδογενής συντριβή του αντίπαλου δέους της Αμερικής, δηλαδή της Σοβιετικής Ένωσης. Η ακολουθία Τείχος του Βερολίνου (1989), γερμανική ενοποίηση (1990), τέλος της ΕΣΣΔ (1991), Συμφωνία του Μάαστριχτ (1992), ευρώ (1999-2002) απελευθέρωνε τον ευρωπαϊκό χώρο από τις εντάσεις του Ψυχρού Πολέμου, ωθούσε τη Δυτική Ευρώπη στην ένωση με την Ανατολική (μια πρωτότυπη «επαν-ένωση», από την άποψη ότι ιστορικά δεν υπήρχε κοινή ιστορική πορεία ανάμεσα σε αυτά τα δύο μέρη).
Επικύρωνε, δηλαδή, την κεντρικότητα της Γερμανίας σαν μοχλό του συστήματος, καθόριζε σαν «σύστημα» το σύνολο των κοινών καθαρά οικονομικών συμφερόντων, αν και διατηρούσε το διαχωρισμό σε έθνη-κράτη, και έθετε το ανασυγκροτημένο αυτό σύστημα κάτω από τη συγκεκριμένη ηγεμονία και τον έμμεσο έλεγχο της Αμερικής, εξαφανίζοντας έτσι τη στρατιωτική κυριαρχία των Ευρωπαίων (με εξαίρεση τη Γαλλία).
Το κατ’ αυτόν τον τρόπο δομημένο ευρωπαϊκό σύστημα ήταν η πραγμάτωση του ονείρου ενός από τα δύο μέρη της ιστορικής καπιταλιστικής αντίθεσης, του Κράτους-αγοράς. Η «αγορά» υπερίσχυε του Κράτους και το χρησιμοποιούσε τόσο για να διαχειριστεί τις συγκεκριμένες εθνικές αντιθέσεις (εθνικές κυβερνήσεις), όσο και για να διαχειριστεί τις αντιθέσεις του ίδιου του ευρωπαϊκού συστήματος (ευρωπαϊκή κυβέρνηση ή –στην ουσία– τη συνάντηση των αρχηγών των κρατών στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο).
Ανάμεσα σε αυτές τις δύο επιμέρους και ελεγχόμενες πολιτικές εξουσίες, ένα πλήθος επιμέρους τυπικών και άτυπων θεσμών, μια ογκώδης γραφειοκρατία, ένα πολύπλοκο δίκτυο κανόνων, νόμων και ελεύθερο παιχνίδι συμφερόντων με σκοπό την καλή λειτουργία των θεσμών της αγοράς, καταργώντας την ευέλικτη διαχείριση του νομίσματος από αυτό το παιχνίδι.
Έχοντας κληρονομήσει μια ισχυρή παράδοση συγκρουσιακού πλουραλισμού, δεν σκέφτηκαν να δικαιώσουν τον παλιό Καντ, που συμβούλευε να συνενωθούν οι στρατοί ώστε να εξαλειφθεί ένα εργαλείο πολέμου. Αντ’ αυτού, αποφάσισαν να συνενώσουν τις αγορές και, όπως ήθελαν ορισμένοι, και το νόμισμα. Η αγορά θα καταργούσε την ισχυρή αντίσταση του κράτους (και του έθνους), ως εάν ένας θεσμός, του οποίου η λειτουργική υπερεκτίμηση (τόσο από τους φιλελεύθερους όσο και από τους μαρξιστές) υπάρχει ακόμη, θα μπορούσε με μαγικό τρόπο να βάλει σε τάξη παράγοντες που ήσαν ενεργοί για πάνω από δύο χιλιετίες.
Εξάλλου και η μεσαιωνική παπική εξουσία, που είχε πειστεί πως ο οικουμενικός θεσμός της χριστιανικότητας θα μπορούσε να συνενώσει την υποήπειρο, κατέληξε να ασχολείται με τα πνευματικά ζητήματα καθώς αυτά της συγκυρίας αντιστοιχούν σε σκληρές πραγματικότητες κι όχι στη σφαίρα των ιδεολογιών. Κάθε εποχή θαμπώνεται από τη λάμψη των ηγεμόνων της, αρχικά των στρατιωτικών (Ρωμαίοι), στη συνέχεια των θρησκευτικών (Μεσαίωνας) και τέλος των οικονομικών (πρόσφατη νεωτερικότητα).
Οι επιπτώσεις του κόσμου στην Ευρώπη
8. Στο σημείο αυτό, προβάλλει ξανά το εξωτερικό σκέλος του συστήματος. Οικονομικά, το σύστημα-κόσμος φτάνει το 2008-2009 σε μια κατάρρευση που οφείλεται σε εκείνο που στη γεωπολιτική των αυτοκρατοριών αποκαλείται over-stretching. Δηλαδή ούτε λίγο ούτε πολύ στην παράλογη επέκταση των λειτουργιών, παρόμοια με την υπερβολική αναπαραγωγή κυττάρων την οποία ονομάζουμε «καρκίνο».
Κάθε υποσύστημα έχει το δικό του ρόλο, τα όρια του οποίου καθορίζονται από τη λειτουργία και τον ρόλο των άλλων υποσυστημάτων. Όταν ξεπερνά αυτά τα λειτουργικά όρια, ύστερα από μια σύντομη ισχυρή ευφορία, έχει να αντιμετωπίσει την κατάρρευση λόγω υπερβολικής λειτουργικής επέκτασης. Οικονομικά, η παγκοσμιοποίηση φτάνει στο λειτουργικό της ζενίθ το 2008, σταματώντας από τότε, οπότε και σταμάτησε η ανάπτυξη των διεθνών ανταλλαγών.
Ισχυρές αρνητικές επιπτώσεις, όπως η τοξική εξάρτηση από το χρέος, η αταξία λόγω μετανάστευσης, η εξουδετέρωση της ανάπτυξης που έχει αντικατασταθεί από ύφεση και στασιμότητα, δείχνουν ότι το μετα-σύστημα έχει ολοκληρώσει την κανονιστική του λειτουργία και μετατρέπεται σε παράγοντα αταξίας. Οι δυτικές κοινωνίες καταγγέλλουν τις αρνητικές αναδράσεις του μετα-συστήματος, που ξεπερνούν πλέον τις λειτουργικές του δυνατότητες: άνοιγμα της ψαλίδας στα εισοδήματα και στην κοινωνία, συρρίκνωση της σταθεροποιητικής τάξης (της μεσαίας, σε όλες της τις αποχρώσεις), μπλοκάρισμα της κοινωνικής κινητικότητας, μόνιμη κατάσταση ανασφάλειας με αρνητικές προοπτικές (εξ ου και οι μειωμένες δαπάνες ακόμη και αυτών που έχουν κάποια δυνατότητα), αύξηση του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους που έχουν επισυναφθεί σε αναμονή μιας ανάκαμψης – η οποία ανάκαμψη πλέον υπόκειται στην αρχή της σπανιότητας, αν όχι της πλήρους εξαφάνισης.
Μια προσδοκία «μεγάλης σύγκλισης» προωθεί τις θέσεις των χωρών δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας, ενώ όσες πριν ανήκαν στην πρώτη κατηγορία ζουν σε στασιμότητα. Όλα αυτά αντανακλώνται στο πολιτικό επίπεδο της Δύσης με μια προοδευτική απονομιμοποίηση των ελίτ (σε διάφορα επίπεδα). Στο κοινωνικό πεδίο αρχίζει να γίνεται ανυπόφορη η ανασφάλεια, στο πολιτισμικό πεδίο ποτέ η δυτική κοινωνία δεν ήταν τόσο αποχυμωμένη και άγονη, στο δημογραφικό πεδίο Ευρωπαίοι και Ιάπωνες πρακτικά έχουν γίνει «στείροι».
Στο κοινωνικό-πολιτισμικό πεδίο, έχουν ενδιαφέρον αυτά που αναφέρει για πρώτη φορά το Κέντρο Ερευνών της Credit Suisse, που λέει ότι ένα από τα πιο ανησυχητικά συστημικά ρίσκα στον ορίζοντα είναι αυτό που χαρακτηρίζεται σαν μια πρωτόγνωρη «κόπωση του καταναλωτισμού» [6].
9. Ενώ οι Ευρωπαίοι δυσκολεύονται να αντιληφθούν πως οι καιροί αλλάζουν βαθιά και γρήγορα, την περασμένη χρονιά οι Βρετανοί αποδεσμεύτηκαν από την Ε.Ε. προκειμένου να ανακτήσουν την πλήρη εθνική τους κυριαρχία, ο Τραμπ με παρόμοιο σχεδιασμό νίκησε την Κλίντον, τη σημαιοφόρο αυτού που είναι σήμερα αναπόδραστα σε κρίση (της χρηματιστικοποιημένης και στρατιωτικοποιημένης παγκοσμιοποίησης), ο Πούτιν προχωρά σε μια σειρά από αριστουργηματικές τακτικές κινήσεις για να αντιμετωπίσει, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, την αμερικανική πίεση, κατορθώνοντας μάλιστα να αυξήσει τη σφαίρα επιρροής του,
Ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ συγκεντροποιεί τις εξουσίες και αναπτύσσει με την BRI [7] το πιο ισχυρό στρατηγικό σχέδιο εναλλακτικού κόσμου στον αμερικανικό, ο Ινδός πρόεδρος Μόντι επιχειρεί να κυβερνήσει και να προσανατολίσει την ανάπτυξη της Ινδίας και προαναγγέλλει ένα ΑΕΠ μεγαλύτερο από αυτό του Ηνωμένου Βασιλείου.
Στο σημείο αυτό, και επίσης λόγω άλλων πιέσεων που δεν αναφέρθηκαν προηγουμένως (αυτές λόγω της μετανάστευσης π.χ.), οι Ευρωπαίοι καταλαβαίνουν πως ο τρόπος ύπαρξής τους στον κόσμο δεν είναι κατάλληλος πλέον για τη σημερινή πραγματικότητα. Τα αρνητικά είναι πολύ περισσότερα από τα θετικά, και η κατάσταση αυτή δεν είναι καθόλου προσωρινή, όπως παράλογα είχαν πείσει τον εαυτό τους μετά την κρίση του 2008, αναμασώντας το δόγμα της «θεόσταλτης βοήθειας» και προσμένοντας το «φως στην άκρη του τούνελ».
Το μεγαλύτερο δράμα είναι πως το καινούριο παιχνίδι των παιχνιδιών στον κόσμο καθορίζεται από τη γεωπολιτική, αλλά η Ευρώπη δεν αποτελεί ένα γεωπολιτικό υποκείμενο.
Η άτακτη απόπειρα να αποκτήσει μια γεωπολιτική υπόσταση χάνεται σε δύο αντίθετες κατευθύνσεις: 1) ενισχύοντας την πολιτική και στρατιωτική της ενότητα, και 2) ανακτώντας την εθνική-κρατική της οντότητα. Όμως θα ήταν υπερβολικά θετικό να ερμηνεύσουμε τις δύο αυτές στάσεις σαν διαυγείς απαντήσεις σε μια ερώτηση που προέρχεται από το εξωτερικό. Πράγματι, οι δύο θέσεις μοιάζουν πιο πολύ σαν αντίδραση σε εσωτερικές δυναμικές.
Η πρώτη επιχειρεί να προστατέψει τη δράση της στην αγορά και στο κοινό νόμισμα, η δεύτερη να θωρακιστεί από τις κοινωνικές επιπτώσεις αυτής της δομής. Στην ουσία, καμία από τις δύο δεν φαίνεται να κατανοεί ορθολογικά την «ιστορική» ανεπάρκεια της οντότητας Ευρώπη.
Aκόμη και οι πιο ακραιφνείς υπέρμαχοι της Ε.Ε. (αν και όλο και λιγοστεύουν) δεν πιστεύουν πραγματικά πως μπορούν αν συνενωθούν σε ένα υπερ-κράτος (με 27 ή 19 κράτη-μέλη), με όλες τις δυνατότητες στη διάθεσή τους. Από την άλλη, οι οπαδοί της εθνικής κυριαρχίας δεν βλέπουν παρά τους πιο κοντινούς εχθρούς (τους οπαδούς της Ε.Ε.), και όχι όσους διαγράφονται στον ορίζοντα: τα μεγάλα και ισχυρά εξωευρωπαΪκά κράτη.
Τους διαφεύγει πως το ευρωπαϊκό Κράτος-Έθνος είναι ένα θυγατρικό σύστημα της γεω-ιστορίας που γεννήθηκε τον 15-19ο αιώνα, όταν ο κόσμος είχε 500-1.300 εκατομμύρια κατοίκους, όταν η Ευρώπη ήταν ένα ημιαπομονωμένο σύστημα και υπήρχε η πολυτέλεια να στρέφονται οι μεν ενάντια στους δε, όταν δεν υπήρχε η οικονομικο-κοινωνικο-τεχνική ανάπτυξη που ονομάζουμε καπιταλισμό (ή ήταν στο ξεκίνημά του), όταν τα περιβαλλοντικά όρια δεν διαφαίνονταν ακόμη, όταν οι Ευρωπαίοι αποτελούσαν μεγάλο τμήμα του κόσμου και ήταν σταδιακά ανώτεροι σε πολλές αποφασιστικές επιδόσεις, μεταξύ των οποίων στις στρατιωτικές.
Aκόμη και οι λαμπροί αρχαίοι Έλληνες δεν αντιλήφθηκαν το ποιοτικό άλμα των συνθηκών που επικρατούσαν στον κόσμο τους, και εξακολουθούσαν να αντιπαραθέτουν τους εγωισμούς των κρατών-πόλεών τους τη στιγμή που είχε ξεκινήσει η εποχή των αυτοκρατοριών. Πράγματι, με τον τρόπο αυτό τελείωσε ένας πολιτισμός: εξαιτίας της αδυναμίας του να προσαρμοστεί στην τότε παγκόσμια πραγματικότητα, όταν οι φορείς του, παρασυρμένοι από τις εσωτερικές δυναμικές, δεν κατόρθωσαν να αντιληφθούν τα εξωτερικά τεκταινόμενα.
10. Δημογραφικά, γεωγραφικά, περιβαλλοντολογικά, ιστορικά, οικονομικά και πολιτισμικά προβλήματα φαίνεται να συγκλίνουν στο επιτραπέζιο παιχνίδι του κόσμου στο οποίο παρακάθονται 200 κράτη, το καθένα από τα οποία αναζητά τις καλύτερες για αυτό δυνατότητες.
Οι πιο σημαντικές δυναμικές θα καθοριστούν από τη μεγα-πανίδα, εννοώντας με τον όρο αυτό τα κράτη με τη μεγαλύτερη οικονομική, χρηματοπιστωτική, στρατιωτική, πολιτισμική, άρα πολιτική δύναμη.
Με την Κίνα, την Ινδία, τις ΗΠΑ, τη Βραζιλία, την Ιαπωνία, τη Ρωσία, μιλάμε για χώρες που υπερβαίνουν τα 100 εκατομμύρια κατοίκων [8]. Η Γερμανία, που ανήκει στην ομάδα αυτή, έχει μόνο 83 εκατομμύρια κατοίκους. Αλλά στη Γερμανία συνυπολογίζεται επίσης ένα πυκνό δίκτυο εταίρων που λίγο-πολύ έχουν κοινά με αυτήν σύνορα (τη Δανία, τη Νορβηγία, τη Σουηδία, την Πολωνία, τη Δημοκρατία της Τσεχίας, την Αυστρία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο) [9], καθιστώντας τη ένα σύστημα πολύ ευρύτερο από την ίδια. Και φαίνεται πως η ενίσχυση αυτού του δικτύου ερμηνεύει την αινιγματική πρόσφατη ρήση της Μέρκελ για «μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων».
Σε κάθε περίπτωση όμως, η Γερμανία απέχει πολύ από το να είναι μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη, πράγμα που, μιλώντας με γεωπολιτικούς όρους, δεν είναι καθόλου αμελητέο. Εξάλλου πρέπει να βλέπουμε τη δυναμική της περιοχής, γιατί η κατάταξη των χωρών σε ονομαστικό ΑΕΠ έχει ήδη υποστεί τα τελευταία χρόνια σημαντικές μεταβολές των παλιών ιεραρχιών. Στις 8 δυναμικότερες χώρες του έτους 2050 θα περιλαμβάνεται η Ινδονησία των 250 σημερινών εκατομμυρίων κατοίκων, και καμία ευρωπαϊκή χώρα. Ακόμα, θα πρέπει να υπολογιστεί η δυναμική κάθε περιοχής, γιατί η ένταξη σε αναπτυσσόμενα συστήματα (όπως θα είναι η Ασία και η Αφρική) θα είναι πολύ προτιμότερη από το να ανήκεις σε συστήματα στατικά ή υπό συρρίκνωση (όπως φαίνεται να είναι η Ευρώπη και γενικότερα η Δύση).
Ο κατάλογος των διευθετήσεων που οι δυνάμεις αυτές θα πρέπει να διαπραγματευτούν τυπικά ή άτυπα, συνεργαζόμενες ή ανταγωνιζόμενες, συνομιλώντας ή εκτοξεύοντας απειλές η μία στην άλλη, περιλαμβάνει από τις περιβαλλοντικές διατάξεις μέχρι τις σφαίρες γεωπολιτικής και γεωοικονομικής επιρροής, από την τραπεζο-χρηματιστική αρχιτεκτονική (που η δομή της: δολάριο/ΔΝΤ/Παγκόσμια Τράπεζα/Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, προφανώς θα επαναπροσδιοριστεί, με δεδομένο πως σήμερα έχουν περάσει πάνω από 70 χρόνια από το Μπρέτον Γουντς) μέχρι τις νέες εμπορικές και στρατιωτικές συμμαχίες σε νέες γεωπολιτικές μεταβλητές.
Οι Ευρωπαίοι ήδη από καιρό μετρούν λίγο ή καθόλου, και βασικά σαν «foederati» [ΣτΜ: όρος που σήμαινε τους εξαρτώμενους συμμάχους της αρχαίας Ρώμης] της άτυπης αμερικανικής αυτοκρατορίας. Τώρα όμως όχι μόνο οι ίδιοι οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί έχουν εξαγγείλει τη νέα πολιτική των «ελεύθερων χεριών», αλλά επιπλέον αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα αρχίσουν να βλέπουν την Ευρώπη σαν λεία για μοιρασιά, προκειμένου να οικοδομήσουν μια πιο τυπική προστατευόμενη περιφέρεια.
Συμπέρασμα
Είμαστε σε μια κρίσιμη καμπή, όπου βαλλόμαστε συνεχώς από επαναλαμβανόμενα, πολύπλοκα, πρωτόγνωρα και συχνά υπερμεγέθη γεγονότα. Πολλοί από τους ασθενέστερους, δηλαδή εκείνοι που προσπαθούν να φτιάξουν έναν χάρτη του κόσμου, προσελκύονται (και πάντα θα είναι έτσι) από τον Τραμπ, από το ευρώ, από τον Πούτιν, από τη διαδοχή των εθνικών εκλογών του 2017 σε Ολλανδία-Γαλλία-Γερμανία, πιθανόν και Ιταλία.
Στις 25 Μάρτη, στην εξηκοστή επέτειο της Συνθήκης της Ρώμης, θα δούμε αν αυτή θα αφορά μόνο τον θρίαμβο μιας άχρηστης ρητορικής, ή εάν οι εξαγγελθείσες κινήσεις της Μέρκελ για ένα νέο σχεδιασμό μιας ασυμμετρικής Ευρώπης (ουσιαστικά την ελευθερία της Γερμανίας να δρα προς όφελός της και «όποιος την αγαπά ας την ακολουθήσει») θα σηματοδοτήσουν μια νέα φάση – και τι είδους θα είναι αυτή.
Αυτό που ωστόσο πρέπει να τονίσουμε περισσότερο είναι η στιγμή της ιστορικής ροής, η έξοδος από έναν απελπισμένο παροντισμό στον οποίο πασχίζουμε να μη βουλιάξουμε, παραγεμισμένοι από πληροφορίες που μας διαμορφώνουν με τη βούληση άλλων, που μας βομβαρδίζουν με γνώση αλλά δεν μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε. Θα έπρεπε να ξαναβρούμε τη δυνατότητα να βλέπουμε την προοπτική των πραγμάτων, και να καταλάβουμε τι πρέπει να κάνουμε για τα επόμενα τριάντα χρόνια. Τίποτα από ό,τι συνιστά και καθορίζει τη ζωή μας δεν έγινε χτες, τίποτα από ό,τι μπορούμε να κάνουμε για να δημιουργήσουμε νέες δυνατότητες μπορεί να γίνει αύριο κιόλας, έστω κι αν ξεκινήσει αύριο.
Η «Geuropa» (η γερμανική Ευρώπη) δεν είναι μια επιθυμητή προοπτική, αλλά ευτυχώς δεν είναι ούτε εφικτή – πράγμα που σημαίνει πως οι Γερμανοί και οι σύμμαχοί τους στις διάφορες εθνικές ελίτ δεν θα επιμείνουν να την κάνουν πραγματικότητα.
Δεν θα θέλαμε να αφεθούμε σε έναν ανόητο ντετερμινισμό τύπου «δεν υπάρχει το δύο χωρίς το τρία», αλλά αν η Γερμανία, που ήταν το τελευταίο μεγάλο ευρωπαϊκό κράτος που δημιουργήθηκε, επιχείρησε δύο φορές με καταστροφικά αποτελέσματα να διευρύνει την κυριαρχία της, αυτό ίσως σημαίνει πως υπάρχουν εκεί μια σειρά γεω-ιστορικο-πολιτισμικά άλυτα θέματα. Ή έστω όχι τέτοια που να επιτρέπουν στη γερμανική οντότητα να παίζει ρόλο μιας ηγεμονικής ομάδας ικανής να συνενώνει και να διαμοιράζει.
Σε κάθε περίπτωση η Ευρώπη, με τη δεδομένη ιστορική και γεωγραφική τάση της ασυμπίεστης πολυμορφίας, και με όλες τις εξαγγελίες της για ρήξη και ξεκαθάρισμα, δεν κυριαρχήθηκε ποτέ από κανέναν, απλά γιατί κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να συμβεί.
Το αντίθετο: η ιδέα (δεν αντιλαμβανόμαστε να έχει δημιουργηθεί παρά μόνο στη βάση ενός απαράδεκτου και εντελώς ακατάλληλου ιδεαλισμού αρχών) της ένωσης των ευρωπαϊκών Κρατών-Εθνών στο μυθικό σχήμα της δημοκρατικής-αλληλέγγυας-φιλοπεριβαλλοντικής και δικαιωματικο-ανθρωπιστικής «Ευρώπης των λαών» χαρακτηρίζεται από φλυαρίες επί αρχών που δεν λένε απολύτως τίποτα για το πώς πρέπει να αντιμετωπιστούν οι δραματικές καταστάσεις που συνοδεύουν την πολύπλοκη εποχή μας, η οποία καθορίζεται από τις γεωπολιτικές συγκρούσεις.
Στον μύθο της Ευρώπης της αγοράς αντιπαρατίθεται, με ένα διαλεκτικό τικ, η δημοκρατική Ευρώπη. Πρόκειται για μια παρωχημένη φιλονικία που μάλλον βρίσκεται στα σύννεφα και όχι στη γη. Απλά, η Ευρώπη πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν ένα πολιτικό πρόβλημα, και δεν μπορεί να ενοποιηθεί πολιτικά μεμιάς επειδή τίποτα στη γεωγραφία, την ιστορία, τον πολιτισμό, την παράδοση, τη θρησκεία δεν της το επιτρέπει. Μόνο όποιος κυνηγά ασαφείς έννοιες σαν την αγορά και το νόμισμα μπορεί να στηριχτεί πάνω σε τέτοιους «χόνδρους της ύπαρξης», όπως έλεγε κι ο Πλάτωνας [ΣτΜ: το «πέφυκεν»], που ένας καλός χασάπης ξέρει πως δεν μπορούν να τεμαχιστούν.
Χωρίς καμία διάθεση πολεμικής, σημειώνω πως το να συζητάμε για το «πρόβλημα Ευρώπη» μόνο με οικονομολόγους είναι σαν να συζητάμε για τα πειράματα του CERN μόνο με τους μηχανικούς που βάζουν σε λειτουργία τον επιταχυντή του.
Να λοιπόν που ο Ευρωπαίος, ζαλισμένος αλλά όχι νικημένος, θυμάται με θολωμένο πάθος τον μύθο για τότε που υπήρχαν τα κεϊνσιανά κράτη πρόνοιας, ευημερίας και μιας κάπως μεγαλύτερης κοινωνικής δικαιοσύνης(;), ή τότε που το Έθνος εξασφάλιζε την ταυτότητα και τη λειτουργικότητα της κοινότητας, όταν υπήρχε ο κεντρικός τραπεζίτης και το απόγειο του εθνικού εξωτισμού ήταν ο Αμερικανός (λευκός) τουρίστας στο κέντρο της Ρώμης.
Όλα αυτά είναι θέματα οικονομικής ή νομισματικής ή θρησκευτικής ή εθνο-πολιτισμικής ιδεολογίας, ή ζητήματα μιας πολιτικής που υπήρχε εδώ και σχεδόν έναν αιώνα. Τα Κράτη-Έθνη ευρωπαϊκής κοπής, ας το επαναλάβουμε μέχρι υπερβολής, ήταν απόρροια των ενδογενών ευρωπαϊκών δυναμικών του 15ου αιώνα, που λίγο πολύ ίσχυαν μέχρι τον 19ο αιώνα.
Ο 20ός αιώνας δεν πρωτοτυπεί καθόλου, όντας μοιρασμένος ανάμεσα σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο και μια αναδόμηση – ή, αν το κάνει, μας λέει πως η συνύπαρξη των διαφορετικών τμημάτων της Ευρώπης είναι από δύσκολη έως αδύνατη, και τείνει να είναι πολύ συγκρουσιακή. Σε γενικές γραμμές, υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις Ευρώπες [10].
Καμία από τις συνθήκες του κόσμου που ασκούν όλες τις πιέσεις έξω από το σύστημα-Ευρώπη, και δεν αντιμετωπίζουν τις βασικές περιβαλλοντολογικές, οικονομικές, αξιακές, και χρηματοπιστωτικές, πολιτισμικές, θρησκευτικές, δημογραφικές δυναμικές σαν «εξωγενείς», δεν θα έπρεπε να μας κάνουν να θεωρήσουμε πιθανό να αναβιώσουμε τη ρώσικη σαλάτα των πενήντα ευρωπαϊκών κρατιδίων. Αλλά αν υπάρχει κάποιος που γοητεύεται από τα ιδεολογήματα, υπάρχει και κάποιος που κυνηγάει τους μύθους, που εν τέλει είναι ιδεολογήματα μακράς διαρκείας.
Πιεσμένοι ανάμεσα στη μη δυνατότητα καθιέρωσης της γερμανικής Ευρώπης και στη δημαγωγικο-ουτοπική εκδοχή της, καθώς και τη μη βιωσιμότητα της εθνικής σημαίας του 19ου αιώνα, ίσως θα ’πρεπε να εγκαταλείπαμε για πάντα τόσο την έννοια του έθνους, όσο και εκείνη της ένωσης, και να επικεντρωθούμε στην έννοια του Κράτους. Ίσως θα ’πρεπε να καλλιεργήσουμε την αριστοτελική «μεσότητα» και να στραφούμε σε σχεδιασμούς νέων Κρατών, συγχωνεύοντας σε αυτά ορισμένα παλαιά Κράτη, όχι 27 ή 19, τουλάχιστον όπως κάνουμε όταν αναμειγνύουμε διαφορετικά συστατικά.
Το να ενώσουμε διαφορετικούς λαούς είναι σίγουρα πολύ δύσκολο. Αλλά το να πάρεις Γερμανούς και Λατίνους, Σλάβους και Βαλτικούς, και να επιχειρήσεις να τους συνενώσεις με τη μία τη στιγμή που Αμερικανοί, Βρετανοί, Ρώσοι, Άραβες και Κινέζοι δεν στέκονται να σε χειροκροτούν, ε αυτό δεν είναι απλά δύσκολο – είναι κυριολεκτικά αδύνατον. Αντίθετα, και η άρνηση της σημερινής διαμόρφωσης της εμπορευματικής και νομισματικής νεοφιλελεύθερης ένωσης και η επιθυμία να την καταργήσουμε, χρειάζεται μια μακρινή στόχευση, επειδή θα έπρεπε να συντονιστεί με ό,τι συμβαίνει σήμερα.
* * * * *
Στο μεγάλο επιτραπέζιο παιχνίδι του κόσμου, ο γράφων θα ήθελε να δει μια μέρα να κάθεται το λατινο-μεσογειακό Κράτος (Κράτος, όχι Ένωση), ένα δικό μας, και όχι δικής μας υποστήριξης, σχέδιο, παρ’ όλο που η δημόσια συζήτηση βρίσκεται σε εντελώς διαφορετικές συχνότητες.
Από τώρα, άμεσα, η Ευρώπη σαν σύστημα αποτελούμενο από διαφορετικά συστήματα, που σήμερα φαίνεται να αποδέχεται την εκδοχή της «Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων», θα μπορούσε να φέρει στο φως μια πιο στενή Ένωση λατινο-μεσογειακών, που θα μπορούσαν πολύ σύντομα να αποκτήσουν δικό τους νόμισμα, το οποίο να διαχειρίζονται με τρόπο διαφορετικό από αυτόν που καθορίζουν οι ευρω-γερμανικές συμφωνίες, που στη συνέχεια πέρασαν στη δικαιοδοσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Αυτός είναι ένας ορίζοντας που πρέπει να εξετάσουμε αν είναι χρήσιμος, και σε κάθε περίπτωση σύντομα, και μεσο-μακροπρόθεσμα θα μπορούσε να γίνει ένα ομοσπονδιακό και κοινοβουλευτικό Κράτος, με ένα δικό του Σύνταγμα, δικό του στρατό, παιδεία και κράτος πρόνοιας. Ένα κράτος τρίτη οικονομία στον κόσμο, πέμπτο ως προς τα δημογραφικά μεγέθη, ικανό να παρεμβαίνει σε όλα τα παιχνίδια του νέου κόσμου. Ένα Κράτος του οποίου ο γλωσσικός-πολιτισμικός- γεωγραφικός προσδιορισμός (λατινικός και μεσογειακός) θα ήταν σίγουρα εφικτός, γιατί δεν γίνεται «Κράτος» που είναι «πολιτικό ζήτημα» με όποιον μιλά [11] και ζει πολύ διαφορετικά και από πάντα βρίσκεται στην άλλη πλευρά του γεω-ιστορικού χώρου.
Θα είναι το νέο Κράτος όσων επινόησαν την αρχαία Πόλη, την civitas-άστυ, την Κοινότητα, τη Δημοκρατία, το σύγχρονο Κράτος-Έθνος, και δεν δέχονται να εξαφανιστούν από τα κατάστιχα της Ιστορίας. Όχι τώρα, που η Ιστορία εξαγγέλλει πως θέλει να μας περάσει από μια δύσκολη και πρωτόγνωρη εξεταστική δοκιμασία.
Σημειώσεις
[1] Οι λόγοι της άμυνας/επίθεσης εμπεριείχαν, προφανώς, και τους φορολογικούς λόγους, και ήταν αμφότεροι συγκεντροποιημένοι.
[2] Πράγματι, με τη Συνθήκη Ειρήνης της Βασιλείας το 1499, οι Ελβετοί δεν δημιούργησαν κράτος, αλλά μια συνομοσπονδία – όρος που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, αν και από το 1848 η Ελβετία είναι ομοσπονδιακό κράτος.
[3] Η ίδια έννοια του «εθνικισμού» πρέπει να ερμηνεύεται με αυτό τον τρόπο, αφού είναι γεωπολιτική η σύγκρουση ανάμεσα σε Σαουδάραβες και Ιρανούς, αν και παρουσιάζεται σαν θρησκευτική σύγκρουση σουνιτών κατά σιιτών. Στον εθνικισμό μπορούμε να ανατρέξουμε για πολέμους ανεξαρτησίας, για να εκφράσουμε το εθνικό συναίσθημα, συχνά για να κάνουμε έναν διαχωρισμό με κάποιον από τους συνορεύοντες ή, σε χρήση εξουσίας ορισμένων ελίτ, σαν καρύκευμα σε επιθετικούς πολέμους που όμως έχουν άλλα αίτια. Η ευρωπαϊκή ιστορία δείχνει έθνη που δεν επέδειξαν εθνικισμό, και αγαθούς εθνικισμούς, σαν αυτόν των Ελλήνων. Συνολικά, στον σημερινό δημόσιο διάλογο η έννοια είναι διαστρεβλωμένη και χρησιμοποιείται πολύ άνετα από τη μία πλευρά, και πολύ παρανοϊκά από την άλλη.
[4] Η ιδέα του Καντ χρησιμοποιείται για να στηρίξει μια υποτιθέμενη παράδοση της φιλοενωσιακής και φιλοομοσπονδιακής σκέψης. Αλλά ο Καντ ποτέ δεν μίλησε για ομοσπονδία, παρά για συνομοσπονδία. Μια συνομοσπονδία δεν είναι άλλο παρά μια συμμαχία, συνήθως στρατιωτική. Το να χρησιμοποιούμε δυο φυλλάδια του Καντ για να δείξουμε ότι έχει παρελθόν το σχέδιο της Ε.Ε. είναι εντελώς ανάρμοστο. Ίσως αν διαβάζαμε τι ακριβώς λέει θα μας βοηθούσε να ξαναβρούμε τις «καθαρές και ξάστερες» ιδέες που τόσο λείπουν σήμερα.
[5] Το φίδι με τους 100 ως και 500 σπονδύλους είναι ο ιδεότυπος ενός συστήματος με ευέλικτη δομή. Το EMS (European Monetary System, Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα) είχε δύο μορφές: το ERM1 (European Exchange Rate Mechanism) από το 1971, με δυνατότητα υποτίμησης +/-2,25%, και το ERM2 από το 1979, με εύρος διακύμανσης από +/-15%. Αντικαταστάθηκε από το σύστημα του ευρώ το 1999.
[6] Ο «καταναλωτισμός» είναι μια μορφή συστημικής εντατικοποίησης, που εμφανίστηκε από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και μετά. Αρχικά υποστηριζόταν από μια ευρεία και πραγματική ανανέωση του βιομηχανικού προϊόντος, που ανακύκλωνε την προηγούμενη αμερικανική πολεμική παραγωγική ικανότητα. Και αργότερα πήρε τη μορφή μιας επιστήμης των πωλήσεων (μάρκετινγκ, διαφήμιση και διάδοση των ΜΜΕ), για να καταλήξει στην προγραμματισμένη εξαφάνιση περισσότερο ανθεκτικών στον χρόνο προϊόντων (προγραμματισμένη απαξίωση), στους κύκλους μικρότερης παραγωγής που απαιτούσαν καταστροφή προγενέστερων προϊόντων, δηλαδή τη «μόδα», στο καταναλωτικό χρέος, στη λογική του «χρησιμοποίησε και πέτα».
Κοντολογίς, φαίνεται πως από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και μετά συμπιέστηκε τόσο η ικανότητα απορρόφησης της προσφοράς, μέχρι του σημείου να μην ξέρει κανείς τι άλλο να επινοήσει. Η πραγματική ανανέωση του προϊόντος κατέληξε να υποβαθμιστεί. Η έγχρωμη τηλεόραση ήταν μια εφεύρεση, αλλά τη δεκαετία του ’60 – έκτοτε απλά έγινε πιο μεγάλη, πιο μικρή, πιο επίπεδη, φορητή, στερεοφωνική, home theater, επιχειρήθηκε ακόμη και να ανακυκλωθεί το τρισδιάστατο (3d) που ήταν μια καινοτομία (ισχνή) της δεκαετίας του ’50. Όμως όλες αυτές ήταν μόνο δευτερεύουσες καινοτομίες υποκατάστασης (εντατικοποίηση των χρόνων του κύκλου κατανάλωσης) και όχι προϊόντος. Η μοναδική σημαντική καινοτομία ήταν το digital στους υπολογιστές, αλλά δεν μπορεί να συγκριθεί με τα ηλεκτρο-χημικο-μηχανικά κύματα των αρχών του 20ού αιώνα, ή με τη βιομηχανική καινοτομία της ευρείας κατανάλωσης της μεταπολεμικής εποχής.
[7] Η BRI (Belt and Road Initiative) αντικαθιστά το προηγούμενο ακρωνύμιο OBOR (One Belt One Road) [ΣτΜ: στρατηγική πρωτοβουλία της Κίνας για τη συνεργασία με τις χώρες της Ευρασίας], ουσιαστικά τους δύο Δρόμους του Μεταξιού, στη θάλασσα και στη στεριά.
[8] Αυτή η «απερίσκεπτη» έρευνα της PwC (προβλέψεις τριακονταετίας των δυναμικών τάσεων του σημερινού κόσμου δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστούν «απερίσκεπτες») πρώτα και κύρια σημαίνει πως οι δημογραφικές διαστάσεις θα έχουν όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα [ΣτΜ: Η PricewaterhouseCoopers (PwC) αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες παροχής υπηρεσιών λογιστικής, τήρησης βιβλίων και ελέγχου και παροχής φορολογικών συμβουλών].
[9] Για όλες τις αναφερόμενες χώρες, η Γερμανία ήταν πάντα ο πρώτος ή ο δεύτερος εταίρος στις εμπορικές συναλλαγές.
[10] Ο Μπρούνο Αμορόζο (που δυστυχώς «έφυγε» πρόσφατα, και με τον οποίο είχα ανταλλάξει ενδιαφέρουσες απόψεις πάνω στο θέμα αυτό), τις χαρακτήριζε έτσι [βλ. το κείμενό του «Τα ψεύτικα διλήμματα» (I falsi dilemma) στο sinistrainrete.info]. Εγώ θα το τοποθετούσα αλλού (λατινο-μεσογειακή διάσταση, προς Βορρά, προς τα βορειοανατολικά, και προς τα νοτιοανατολικά) αλλά λίγο-πολύ η ουσία είναι ή ίδια. Η συλλογιστική αυτού του τρόπου σκέψης είναι απλή: 1) Είμαστε αναγκασμένοι, για λόγους ιστορικούς και διεθνείς, να φτιάξουμε κράτη (κράτη, όχι συνομοσπονδίες, ενώσεις ή άλλες μεσοβέζικες μορφές) μεγαλύτερα από αυτά που κληρονομήσαμε από την ιστορία. 2) Τα κράτη αυτά θα πρέπει μάλλον να είναι ομοσπονδιακά, αλλά πρώτα και κύρια δημοκρατικά. 3) Η δημοκρατία προϋποθέτει μια ορισμένη ομογένεια του δήμου της, ομογένεια ιστορική, πολιτισμική, γλωσσική. Η λογική συγκρότησης κράτους δεν είναι η ίδια με τη λογική συγκρότησης αγορών ή νομισματικών ενώσεων, αν και τα νομίσματα θα έπρεπε να είναι εναρμονισμένα με το υπάρχον οικονομικό σύστημα, πράγμα που –μοιραία– θα έχει πιο ομογενοποιημένες εκφάνσεις ανάμεσα σε όσους μοιράζονται την ίδια γεω-ιστορία.
[11] Ένα Κράτος που, τουλάχιστον σε ένα λογικό χρονικό εύρος, δεν μιλά μια ορισμένη μορφή κοινής γλώσσας, ποτέ δεν θα μπορέσει να είναι δημοκρατικό, αφού ο διάλογος είναι η πεμπτουσία της δημοκρατίας.
*Ο Πιερλουίτζι Φαγκάν είναι αναλυτής και συγγραφέας. Το παρόν κείμενο του δημοσιεύθηκε στις 13/2/2017 στην ιστοσελίδα του (pierluigifagan.wordpress.com).
Μετάφραση: Άβα Μπουλούμπαση.
Πηγή: e-dromos.gr