του Τέου Ρόμβου
Βγαίνοντας από το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, οι κοινωνίες εκφράζουν ανοιχτά πλέον την πεποίθησή τους για την απαξία των κυβερνώντων.
Η τυπογραφία γίνεται ηλεκτρονική και απίστευτα πιο παραγωγική, επομένως και πιο φτηνή, περισσότερα κράτη επιτρέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία των βιβλίων. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ταυτόχρονα με τους διωγμούς του Μακαρθισμού, εμφανίζονται κινήματα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ξεφυτρώνουν οι πρώτοι μικροί εκδοτικοί οίκοι που τυπώνουν και διαθέτουν αυτόνομα τα βιβλία τους σε πανεπιστήμια, στους δρόμους, στις αγορές, στα μπαρ.
Τον ίδιο καιρό, στις ΗΠΑ, γίνεται ευρύτερα γνωστός ο Πολ Γκούντμαν με τις ελευθεριακές ιδέες του και τα βιβλία του «Κοινότητες», όπου οραματίζεται τις μελλοντικές πόλεις που θα προσφέρουν μια πιο ανθρώπινη ζωή. Οι νέοι της Δύσης διαβάζουν και γαλουχούνται σε αντιεξουσιαστικές, ελευθεριακές κι αναρχικές ιδέες κι αναζητούν την ελευθερία σε συμπεριφορές που χαρακτηρίζονταν ως τότε αντικοινωνικές. Δημιουργούνται κοινωνικά κινήματα διαμαρτυρίας, κινήματα ειρήνης στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία. Στα πανεπιστήμια οι φοιτητές αντιδρούν κατά του αυταρχισμού και της αδικίας με οποιοδήποτε τρόπο και μέσον και όχι με την ηθική που αναγνωρίζει η εξουσία.
«Μεγαλώνουμε μέσα στο παράλογο. Θεωρούμε την επαχθή και άσκοπη σύγχρονη κοινωνία ως επαρκή δικαιολογία για την άρνηση συμμετοχής και τη διαμαρτυρία».
Η μουσική τζαζ και το ροκ εντ ρολ εμφανίζονται στο προσκήνιο και αγκαλιάζονται από τους νέους ανθρώπους. Στο υπαρξιστικό Παρίσι κυριαρχεί η «Νουβέλ Βαγκ» στον κινηματογράφο και το τραγούδι. Ο Μπορίς Βιάν τραγουδάει στις μπουάτ της αριστερής όχθης αντιπολεμικούς στίχους και τραγούδια για τον αναρχικό Μπονό. Η νεολαία ακούει τη δική της μουσική, εφευρίσκει το δικό της ντύσιμο, το μπλουτζίν γίνεται σύμβολο των εξεγερμένων νέων μιας επανάστασης χωρίς αιτία, όπου αρθρώνουν ένα διαφορετικό πολιτισμό από την προηγούμενη «Χαμένη Γενιά». Οι Μοντς και οι Ρόκερς στην Αγγλία, οι Μπλουζόν Νουάρ στη Γαλλία, οι τεντιμπόηδες στην Ελλάδα, οι Πρόβος στην Ολλανδία, το κίνημα των Μπίτνικς στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Τζακ Κέρουακ έχει ήδη γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα The Town and the City, όμως ο συμβατικός τρόπος μυθιστορηματικής αφήγησης δεν τον ικανοποιούσε κι έτσι, μετά από καθημερινούς πειραματισμούς, ανέπτυξε μια νέα, αυθόρμητη, συνεχή, δίχως διορθωτικές επεμβάσεις γραφή, η οποία σόκαρε τους άλλους συγγραφείς που παρέμεναν προσδεμένοι στην αρχή της ραφιναρισμένης επεξεργασίας του κειμένου. Το βιβλίο του On the Road τελείωσε το 1951 αλλά εκδόθηκε μόλις το 1957. Στο μυθιστόρημα αυτό ο Κέρουακ δεν αφηγείται μια συγκεκριμένη ιστορία, αλλά μιλάει για τον ήρωά του Νιλ Κάσαντι και περιγράφει τα χωρίς τέλος ταξίδια μιας παρέας άφραγκων νέων, οι οποίοι διασχίζουν τη χώρα προς κάθε κατεύθυνση, ερωτευμένοι με τη ζωή, την ομορφιά, τη τζαζ, το σεξ, τα ναρκωτικά, την ταχύτητα και το μυστικισμό, με απόλυτη περιφρόνηση προς το συμβατικό τρόπο ζωής, τα χρονοδιαγράμματα, τους οδικούς χάρτες, την τακτοποίηση, την καριέρα και όλες τις παραδοσιακές αμερικάνικες ανταμοιβές της σκληρής καθημερινής δουλειάς. Ουσιαστικά ήταν ένας ύμνος προς το κίνημα των Μπίτνικς, που ζούσαν μέσα στη φτώχεια αλλά ελεύθεροι και έξω από κοινωνικές συμβάσεις (το χειρόγραφο του Τζακ έβριθε από σκηνές ελευθερογαμίας που αφαιρέθηκαν κατ’ απαίτηση του εκδοτικού οίκου).
Τα ποιήματα κριτικής, το «Ουρλιαχτό» και η «Αμερική» του Άλεν Γκίνσμπεργκ, η πρόταση ζωής being on the Road του Τζακ Κέρουακ, κείμενα που γίνονται σύμβολα για τους νέους που αναζητούσαν ένα διαφορετικό προβληματισμό.
Οι μπιτ λογοτέχνες κήρυσσαν την προσωπική απελευθέρωση, τον εξαγνισμό και τη φώτιση μέσω μιας διευρυνόμενης αισθητηριακής συνειδητότητας που προέρχεται από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, το άκουσμα της τζαζ, τον ελεύθερο έρωτα, το βουδιστικό Ζεν.
Προς το τέλος της δεκαετίας του ’50 ο Ουίλιαμ Μπάροους ζώντας στο Beat Hotel στο Παρίσι πειραματίζεται με το φίλο του ζωγράφο Μπράιον Γκίζιν σε μια νέα τεχνική γραψίματος, το cut-up και το fold-in. Με τα cut-up, πειράματα συρραφής κειμένων κομμένων στη μέση, και με τυχαία διπλώματα σελίδων, τα fold-in, τις κόψε-ράψε τεχνικές (μοντάζ), που στόχο έχουν τη διακοπή της εξουσίας της αριστερής πλευράς του εγκεφάλου που κατευθύνει τη γραμμική σκέψη και τη διέγερση ανάλογων προτύπων δραστηριοτήτων στη δεξιά πλευρά του εγκεφάλου, απέδειξαν ότι τα τυχαία παραγόμενα κείμενα διαβάζονται κάθε φορά διαφορετικά και πάντα βγαίνει κάποιο νόημα. «Αυτό που βλέπουμε καθορίζεται απόλυτα από αυτό που ακούμε, η άποψη αυτή αποδεικνύεται με τον εξής απλό τρόπο: κλείστε τον ήχο στην τηλεόρασή σας και αντικαταστήστε τον με μια τυχαία μαγνητοφώνηση που έχετε κάνει στο κασετόφωνό σας με ήχους από το δρόμο, μουσική, διαλόγους ή μαγνητοφωνήσεις από τηλεοπτικές σειρές και θα διαπιστώσετε ότι όλα αυτά δένουν» υποστήριζε ο Μπάροους.
Ο Κεν Κέσι, που είχε γίνει γνωστός με το βιβλίο του “Στη φωλιά του κούκου” και είχε εμπειρίες με χημικά παραισθησιογόνα, διέδιδε το LSD σαν διευρυντικό του εγκεφάλου και σαν μέσο απελευθέρωσης από το συντηρητικό τρόπο ζωής. Ο Τίμοθι Λίρι, που δίδασκε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, έκανε πειράματα μαζί με τους φοιτητές του με όλων των ειδών τα παραισθησιογόνα, βαρβιτουρικά, κοκαΐνη, αμφεταμίνες, διάφορες μορφές κάνναβης, μανιτάρια, ντατούρα, πεγιότλ, ανιχνεύοντας ζώνες του ασυνείδητου που βρίσκονται στο σκοτάδι. Ένα διογκούμενο αντιαυταρχικό κίνημα ακολουθούσε μια πορεία που το διαχώριζε από τις στενότερες επιδιώξεις του αριστερού κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα και στρεφόταν προς μια γενική κριτική των δομών. Η διαφορετικότητα στο χρώμα του δέρματος και στις ερωτικές προτιμήσεις έπαψε να είναι ταμπού σε μια κοινωνία νέων που χαρακτηριζόταν πλέον ανοιχτή και ανεκτική.
Ο χιπισμός και το φοιτητικό κίνημα στρέφονται κατά των υλιστικών στόχων των σύγχρονων βιομηχανικών κοινωνιών, τόσο των κομμουνιστικών όσο και των καπιταλιστικών. Νέοι άνθρωποι, σε διάφορα μέρη πάνω στον πλανήτη, δημιουργούν ένα διαφορετικό πολιτισμό, με ουτοπικές κοινότητες, στη Δανία, στο Βερολίνο, στο Άμστερνταμ, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στην Καλιφόρνια, παίρνουν μέρος στο κίνημα των καταλήψεων παλιών αστικών ή κρατικών ακατοίκητων ακινήτων, οργανώνουν κοινόβια, αντιαυταρχικά σχολεία, ιδρύουν εκδοτικούς φορείς, εφημερίδες, περιοδικά. Ό,τι δε λεγότανε ή δε δημοσιευότανε στα ΜΜΕ τώρα μπορεί να εκφραστεί δημόσια, ανεμπόδιστα, γιατί τώρα εκπληρώνεται η ανάγκη για μια εναλλακτική έκφραση.
Προκύπτει, λοιπόν, μια νέα αντίληψη για την επανάσταση, για τους δρόμους που πορεύονται στην εναλλακτική κουλτούρα και συχνά εμπλέκονται στοιχεία μυστικισμού, νεοβουδισμού, τολστοϊκού χριστιανισμού και η ιδέα της παθητικής αντίστασης του Γκάντι. Κάποιοι στο κίνημα αμφισβήτησης ταυτίστηκαν με τις ιδέες του Τολστόι και του Γκάντι, πίστεψαν ότι πρέπει να προηγηθεί μια εσωτερική ηθική αλλαγή και επεδίωξαν την επανάσταση δια μέσου της εξέλιξης της προσωπικότητας και της αλλαγής της συμπεριφοράς. Έτσι άρχισαν τα «ταξίδια μάθησης» Αμερικανών στην Ευρώπη και Ευρωαμερικανών στις Ινδίες.
Οι νέοι της Αμερικής ανακαλύπτουν την Ευρώπη του Ρεμπό, του Μποντλέρ, του Σελίν και η Ευρώπη με τη σειρά της τον Έντγκαρ Άλαν Πόου και τη Λολίτα του κοσμοπολίτη Ναμπόκοφ.
Ταξιδεύοντας στην Ευρώπη, στα χνάρια του Ρεμπό και του Γκωγκέν, οι νεαροί, κυρίως Αμερικάνοι, γοητεύονται από το Λονδίνο, το Άμστερνταμ, το Παρίσι, την Ιταλία, την Ταγγέρη, την Αθήνα και τα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη, την Ύδρα.
Στα χρόνια του 60 εγώ ζώντας στην Αθήνα άκουγα τον AFRS, τον αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό της Βάσης του Ελληνικού, σχεδόν καθημερινά, άκουγα κι ανατρίχιαζα με τα ουρλιαχτά του Wolfman Jack, του μοναδικού dj που έσκουζε σα λύκος και είχε το πιο στριγγό και σατανικό γέλιο αλλά και που συνόδευε πότε πότε σιγομουρμουρίζοντας διάφορες μπαλάντες και μπλουζ. Ο AFRS ήταν ο σταθμός που έπαιζε συνεχώς ροκ και μπλουζ στη χώρα μας, υπήρχαν βέβαια και οι «πειρατικοί σταθμοί» δεκάδων πιτσιρικάδων σε ολόκληρη την Αθήνα. Στις άλλες συχνότητες ακούγονταν μόνο ψήγματα αυτής της αναιδούς και ανθελληνικής μουσικής.
Στην Αθήνα υπάρχει, ζει, κινείται κι αναπνέει μια παράλληλη κοινωνία από μπίτνικς, χίπις, μια κοινωνία νέων Αμερικάνων που βλέπουν τον πόλεμο του Βιετνάμ να πλησιάζει και δε θα ’θελαν να πάνε στρατό. Οι περισσότεροι ζούσαν στα μικροσκοπικά σπιτάκια κάτω από την Ακρόπολη, στα Αναφιώτικα αλλά και στην Πλάκα, για να νιώθουν τους αρχαίους κραδασμούς. Αρκετοί έμεναν στη Νεάπολη ή στον περιφερειακό του Λυκαβηττού για να βλέπουν και να γεύονται την Ακρόπολη. Συχνάζανε νύχτα και μέρα στο γαλατάδικο της Κυδαθηναίων και στου Παπασπύρου στο Σύνταγμα, δίπλα στην American Express, το κύριο σημείο συνάντησης των αλλοδαπών, με τα εκατοντάδες καρφιτσωμένα μηνύματα από κάποιους που ήρθαν, κάποιους που φεύγουν, άλλους που έψαχναν μέσον για να πάνε στην Ινδία ή αλλού και άλλους που έψαχναν φίλους που βρίσκονταν καθ’ οδόν.
Είχα έναν μεγαλύτερο αδελφό που φοιτούσε στη Σχολή Καλών Τεχνών και με την παρέα του βρέθηκα μερικές φορές, Σαββατοκύριακα, στο Σαρωνικό και στην Ύδρα. Με την παρέα των φοιτητών μέναμε στο αρχοντικό του Κουντουριώτη που ήταν ξενώνας της Σχολής. Στην Ύδρα γνώρισα καινούριους ανθρώπους, όλοι εκεί ήτανε μια μεγάλη παρέα, εικαστικοί καλλιτέχνες συνήθως κάθε ηλικίας και οι περισσότεροι ξένοι. Υπήρχε μια αμεσότητα και μια απλότητα στην επικοινωνία. Συνάντησα το Λεωνίδα Χρηστάκη που ήταν πολύ μεγαλύτερος αλλά αυτό δεν μας εμπόδιζε να κάνουμε παρέα, να γίνουμε φίλοι, τη συγγραφέα Μαργαρίτα Καραπάνου, αλλά και τόσες άλλες κοπέλες έτοιμες να ερωτευτούν «και τις πέτρες» και πολλούς, μα πολλούς ξένους καλλιτέχνες. Ο Χρηστάκης είχε σπουδάσει παλαιότερα εκεί ζωγραφική δίπλα στο διάσημο Περικλή Bυζάντιο και έκτοτε πήγαινε συχνά στο νησί. Όμως μετά από λίγο έμελλε να απελαθεί από το νησί, επειδή κάποιος έστειλε στον μητροπολίτη Ύδρας (κατά κόσμον Καρανίκα) ένα ζωγραφισμένο πέος με το γραφτό: «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ, ΚΑΡΑΝΙΚΑ». Οι αστυνομικοί συνέλαβαν τον Χρηστάκη και καμιά δεκαριά ακόμη ζωγράφους και τους υποχρέωσαν να ζωγραφίσουν από ένα πέος, ώστε να εξακριβώσουν σε ποιον ανήκε το αποσταλέν. Έτυχε να μοιάζει με το πέος που ζωγράφισε ο Χρηστάκης, τον οποίο και έβαλαν στο επόμενο πλοίο και τον ξαπόστειλαν στην πρωτεύουσα.
Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1960. Ο Λέοναρντ Κοέν, γεννημένος στο Μόντρεαλ, 26 χρονών, έχοντας πίσω του μια ποιητική συλλογή με τίτλο Let Us Compare Mythologies, που απήγγειλε τριγυρνώντας τα βράδια στα μπαρ του Μόντρεαλ, τη διακαή επιθυμία να γίνει συγγραφέας και μια μικρή καβάντζα, κληρονομιά που του έχει αφήσει η γιαγιά του, έκανε –όπως συνηθιζόταν- ένα «ταξίδι μάθησης» στην Ευρώπη. Κάποτε έφτασε και στην Ελλάδα όπου κατέληξε στην Ύδρα. Εκεί εντυπωσιάζεται, του αρέσει ο απλός τρόπος ζωής των κατοίκων αλλά και η φανταχτερή πολύχρωμη κοινότητα των ξένων καλλιτεχνών και αποφασίζει να μείνει στο μαγευτικό αυτό μέρος για να στρωθεί στο γράψιμο. Το Σεπτέμβριο του 1960 αγόρασε ένα σπίτι που του βρήκε o φίλος του Demetri Gassoumis για 1500 δολάρια. Αργότερα έλεγε στους φίλους του ότι ήταν ίσως η πιο έξυπνη επένδυση που έκανε στη ζωή του.
Ο Κοέν σε γράμμα που έστειλε στη μητέρα του της περιέγραφε το σπίτι: «Έχει μια μεγάλη βεράντα με θέα στο βουνό κι ολόγυρα απλώνονται αμφιθεατρικά ολόλευκα σπίτια. Τα δωμάτια είναι μεγάλα και δροσερά με χωνευτά παράθυρα και πολύ χοντρούς τοίχους. Υποθέτω ότι είναι 200 ετών παλιό, φαίνεται να έχουν ζήσει εδώ πολλές γενιές ανθρώπων της θάλασσας. Θα κάνω σιγά-σιγά κι από λίγο κάθε χρόνο τις αναγκαίες επισκευές και σε λίγα χρόνια θα γίνει ένα σπουδαίο αρχοντικό…
Ζω σε ένα νησί όπου η ζωή συνεχίζεται ίδια κι απαράλλαχτη εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Σηκώνομαι το πρωί γύρω στις 7 και δουλεύω μέχρι το μεσημέρι. Νωρίς το πρωινό είναι δροσερά και γι’ αυτό είναι καλύτερα, αλλά μου αρέσει έτσι κι αλλιώς η ζέστη, ειδικά όταν σκέφτομαι τη θάλασσα του Αιγαίου που απέχει μόλις 10 λεπτά από την πόρτα μου. Στη διάρκεια της ημέρας ακούγονται οι πλανόδιοι μικροπωλητές και οι φωνές τους είναι στ’ αυτιά μου μια ωραία μουσική.
Μια από τις ημέρες αυτές κατάλαβα ότι έγινα αποδεκτός από την κοινότητα, επειδή πέρασε ο σκουπιδιάρης με το γαϊδούρι του και με ρώτησε αν έχω σκουπίδια να του δώσω. Αιστάνθηκα λίγο σαν να μου απένειμαν μετάλλειο της Λεγεώνας της Τιμής. Ίσως, έτσι να έγινα και μέλος της κοινότητας Ύδρας που παραμένει άγνωστη και μυστηριώδης ακόμη για μένα.
Η αγορά του σπιτιού μου έδωσε μεγάλη αυτοπεποίθηση: Σκέφτηκα ότι θα έχω πάντα ένα καταφύγιο για να μπορώ να έρθω και να ζήσω την απομόνωσή μου. Δεν θέλω όμως να χάσω και την επαφή με τις Μεγαλουπόλεις.
Στο νησί δεν υπάρχουν καθόλου αυτοκίνητα και τις νύχτες το μόνο που ακούς είναι ο ήχος από οπλές γαϊδουριών στον πλακόστρωτο δρόμο. Σε ένα τέτοιο πρωτόγονο περιβάλλον, περιτριγυρισμένος από τις εκπληκτικές ομορφιές του νησιού και τη θάλασσα του Αιγαίου, κι όπου παρακολουθώ τους ψαράδες που βγαίνουν κάθε σούρουπο στο πέλαγος με τις βάρκες τους να ρίξουν τα δίχτυα για τον επιούσιο, νιώθω απέραντη γαλήνη. Νιώθω σα να έχω ξαναγεννηθεί και είμαι σε θέση, με ηρεμία να σκεφτώ, ν’ αναλογιστώ, τι είναι αυτό που σπρώχνει τον πολίτη του δυτικού κόσμου σε μια διαρκή αγωνία και σ’ ένα συνεχές τρεχαλητό. Να αναζητήσω επιτέλους τα ουσιαστικά ερωτήματα και τις απαντήσεις, για το ποιο είναι το νόημα της ζωής…»
Στην Ύδρα ζούσε ήδη εδώ και 2 χρόνια η νορβηγίδα Μάριαν Γιένσεν με το σύζυγό της, Axel Jensen, γνωστό συγγραφέα. Ταξιδεύοντας στο Νότο, έφτασαν στην Ελλάδα και κατέληξαν στην Ύδρα, όπως και τόσοι άλλοι ζωγράφοι, γλύπτες και συγγραφείς από όλο τον κόσμο. Στην Ύδρα ζούσε και ο Σουηδός φίλος τους συγγραφέας Göran Tunström, που τους μύησε κατά κάποιο τρόπο στο μυστικό κόσμο της Ύδρας. Οι ξένοι έποικοι ήταν πολλοί και συνήθως συγκατοικούσαν στα μεγάλα υδραίικα σπίτια. Όλοι αισθάνονταν κατά κάποιο τρόπο μέλη μια διεθνούς καλλιτεχνικής κοινότητας και ήταν στενά συνδεδεμένοι μεταξύ τους. Ο Axel και η Μάριαν, ενθουσιάστηκαν από την ατμόσφαιρα και το νησί και αγόρασαν ένα μικρό ασβεστωμένο σπίτι όπου ο Axel Jensen έγραψε και το μυθιστόρημά του Joacim που εκδόθηκε το 1961. Μετά από δύο χρόνια κοινής ζωής ο Axel γνώρισε μιαν άλλη γυναίκα, τη Lena και έφυγε μαζί της εγκαταλείποντας τη Μάριαν και το μωρό που είχε γεννήσει μόλις πριν 4 μήνες.
Ο Κοέν που καθόταν με φίλους σ’ ένα καφενεδάκι και λιάζονταν, όταν είδε τη Μάριαν να περνάει είπε στην παρέα του ότι ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είδε ποτέ του.
Η Μάριαν πήγαινε στο μπακάλικο του χωριού με το καλάθι της για να ψωνίσει νερό και γάλα, όταν άκουσε κάποιον να της μιλάει και γυρίζοντας είδε στην πόρτα το σκοτεινό από την αντηλιά περίγραμμα ενός άντρα που της έλεγε: «Θα ήθελα να σας καλέσω να κάτσετε μαζί μας».
Πράγματι η Μάριαν κάθισε μαζί τους. Ο έρωτας του Κοέν ήταν κεραυνοβόλος και από εκείνη την ημέρα για τα επόμενα χρόνια ζήσανε μαζί οι τρεις τους, η Μάριαν, ο μικρός Άξελ και ο Λέοναρντ σαν μια οικογένεια. Τον περισσότερο καιρό βρίσκονταν στην Ύδρα. Κι αυτά τα χρόνια υπήρξαν μοναδικά. Ζούσαν κάτω από τον ήλιο, στη θάλασσα, παίζανε, πίνανε, κουβεντιάζανε. Ο Λέοναρντ έγραφε, έκαναν έρωτα, ήταν η απόλυτη μαγεία. Πηγαίνανε παντού ξυπόλυτοι, αμφιβάλλω αν φορέσανε αυτά τα πέντε χρόνια ποτέ παπούτσια. Αυτά εξομολογήθηκαν κατά καιρούς οι ίδιοι.
Πότε πότε τους επισκέπτονταν φίλοι, από την Αθήνα. Κι όταν το 1963 έκλεισε το παρισινό Beat Hotel, οι μπιτ ένοικοί του αποχώρησαν μαζικά από το Παρίσι και κατευθύνθηκαν στην Αθήνα Αρκετοί απ’ αυτούς πήγαν στην Ύδρα. Ο Χάρολντ Νορς, ο Σίνκλερ Μπέιλις, ο Γκρέγκορι Κόρσο και ο Άλεν Γκίνσμπεργκ, έμειναν εναλλάξ κάποιο καιρό κοντά τους.
Ο Λέοναρντ έγραφε εκείνα τα χρόνια διαρκώς. Την πρώτη χρονιά της Ύδρας έγραψε μια συλλογή ποιημάτων που εκδόθηκαν στον Καναδά, The Spice-Box of Earth. Αργότερα, το 1963, κυκλοφορεί το πρώτο του μυθιστόρημα The Favorite Game, ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που κυριαρχείται από τον εσωτερικό μονόλογο ενός νέου άντρα που ανακαλύπτει την ταυτότητά του μέσω της γραφής.
Την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε την ποιητική συλλογή Flowers for Hitler (1964), που την αφιέρωσε στη Μάριαν.
Ο Κοέν συνέχισε να γράφει ποίηση και πεζά κείμενα σχεδόν όλη τη δεκαετία ζώντας με τη Μάριαν και τον μικρό Άξελ, σχεδόν απομονωμένοι και ερωτευμένοι στην Ύδρα.
Σίγουρα τα χρόνια της Ύδρας υπήρξαν τα πιο παραγωγικά για τον Κοέν. Τα περισσότερα από τα ποιήματα που έγραψε έγιναν αργότερα πολύ γνωστά τραγούδια και κείνος τραγουδοποιός σπουδαίος.
Το μυθιστόρημά του Υπέροχοι Απόκληροι, όταν εκδόθηκε το 1966, προκάλεσε σκάνδαλο στον Καναδά λόγω των ερωτικών σκηνών που περιέχει και μια διαμάχη ξέσπασε με αντικρουόμενες απόψεις γύρω από το βιβλίο, ενώ ο Κοέν έγινε παγκόσμια γνωστός ως συγγραφέας.
Το 1967, βρίσκεται στη Νέα Υόρκη. Έχει αφήσει πίσω του την Ύδρα και μαζί και τη Μάριαν. Η επιτυχία του ως συγγραφέας τον υποχρεώνει να πηγαινοέρχεται μεταξύ Μόντρεαλ και Νέας Υόρκης και βρίσκεται σε αναζήτηση νέας πηγής έμπνευσης.
Ζώντας στη Νέα Υόρκη εκείνες τις μέρες, μένει στο Μανχάταν, στο φημισμένο Chelsea Hotel, όπου μένουν και διάφοροι φίλοι και γνωστοί από την Ύδρα, εκεί συναντά και τον Γκρέγκορι Κόρσο, τον Άλεν Γκίνσμπεργκ, και πολλούς άλλους φίλους από την Ύδρα αλλά στενή παρέα κάνει με τον Άντυ Γουώρχολ και τη Νίκο επειδή πλέον σκέφτεται σοβαρά να αφοσιωθεί στη μουσική.
Και την επόμενη χρονιά, (1968), που μέλλει να καταγραφεί ημερολογιακά σαν εξεγερσιακή κι όπου κατά κάποιον τρόπο τελειώνει και η εποχή της αθωότητας εκείνης της γενιάς, ο Λέοναρντ Κοέν αποφασίζει να κάνει σόλο καριέρα σαν τραγουδοποιός της ποπ αποχαιρετώντας έτσι και τη Μάριαν με το τραγούδι του «So long, Marianne.»
Εκείνες περίπου τις μέρες του 1968, o Νιλ Κάσαντι, στα 42 του χρόνια, βρίσκεται νεκρός σε κάποιες σιδηροδρομικές γραμμές στο Μεξικό και γίνεται οριστικά με το θάνατό του αυτό που υπήρξε σε όλη του τη ζωή του: ο προσωποποιημένος μύθος της γενιάς των μπιτ. Ο Άλεν Γκίνσμπεργκ τον θαύμαζε, ο Τζακ Κέρουακ τον αγαπούσε. Για τους συγγραφείς των μπίτνικς ενσάρκωνε εκείνη την πραγματικότητα του ανθρώπου που δε δίνει δεκάρα ούτε για την ίδια του την ύπαρξη. Το ένστικτό του για τη ζωή βρήκε διέξοδο στο “being on the road”, στην έκσταση και στην αναζήτηση χωρίς συγκεκριμένο στόχο, δηλαδή στην Αλητεία, σε αυτό που ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες αλάομαι-αλώμαι και αυτό που πίστευαν όλοι οι αρχαίοι λαοί: ότι τα νέα παιδιά πρέπει να βγαίνουν στο δρόμο για να μάθουν κι ακόμη ακόμη όπως αρχίζανε όλα τα παλιά παραμύθια του κόσμου με τον ήρωα ένα μικρό παιδί που «Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει», και ζει την περιπέτεια, κάνει εμπειρίες και επιστρέφει έμπειρος άντρας πια.
Ο Νιλ Κάσαντι αυτή τη ζωή έζησε, τη χωρίς σύνορα ελευθερία και τον αυθορμητισμό που σήμερα οι πιο πολλοί νέοι μόνο να ονειρεύονται μπορούν και που οι Γκίνσμπεργκ, Κέρουακ, Μπάροους και ο Μπουκόβσκι, προσπάθησαν να αποτυπώσουν μέσα στα βιβλία τους. Αλλά και τραγουδοποιοί όπως ο Μπομπ Ντίλαν, ο Λέοναρντ Κοέν, οι Γκρέιτφουλ Ντεντ και πολλά άλλα συγκροτήματα αργότερα έγραψαν, τραγούδησαν και ύμνησαν το δικό τους αλλά και δικό μου ήρωα…
So long Marianne…
Βγαίνοντας από το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, οι κοινωνίες εκφράζουν ανοιχτά πλέον την πεποίθησή τους για την απαξία των κυβερνώντων.
Η τυπογραφία γίνεται ηλεκτρονική και απίστευτα πιο παραγωγική, επομένως και πιο φτηνή, περισσότερα κράτη επιτρέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία των βιβλίων. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ταυτόχρονα με τους διωγμούς του Μακαρθισμού, εμφανίζονται κινήματα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ξεφυτρώνουν οι πρώτοι μικροί εκδοτικοί οίκοι που τυπώνουν και διαθέτουν αυτόνομα τα βιβλία τους σε πανεπιστήμια, στους δρόμους, στις αγορές, στα μπαρ.
Τον ίδιο καιρό, στις ΗΠΑ, γίνεται ευρύτερα γνωστός ο Πολ Γκούντμαν με τις ελευθεριακές ιδέες του και τα βιβλία του «Κοινότητες», όπου οραματίζεται τις μελλοντικές πόλεις που θα προσφέρουν μια πιο ανθρώπινη ζωή. Οι νέοι της Δύσης διαβάζουν και γαλουχούνται σε αντιεξουσιαστικές, ελευθεριακές κι αναρχικές ιδέες κι αναζητούν την ελευθερία σε συμπεριφορές που χαρακτηρίζονταν ως τότε αντικοινωνικές. Δημιουργούνται κοινωνικά κινήματα διαμαρτυρίας, κινήματα ειρήνης στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία. Στα πανεπιστήμια οι φοιτητές αντιδρούν κατά του αυταρχισμού και της αδικίας με οποιοδήποτε τρόπο και μέσον και όχι με την ηθική που αναγνωρίζει η εξουσία.
«Μεγαλώνουμε μέσα στο παράλογο. Θεωρούμε την επαχθή και άσκοπη σύγχρονη κοινωνία ως επαρκή δικαιολογία για την άρνηση συμμετοχής και τη διαμαρτυρία».
Η μουσική τζαζ και το ροκ εντ ρολ εμφανίζονται στο προσκήνιο και αγκαλιάζονται από τους νέους ανθρώπους. Στο υπαρξιστικό Παρίσι κυριαρχεί η «Νουβέλ Βαγκ» στον κινηματογράφο και το τραγούδι. Ο Μπορίς Βιάν τραγουδάει στις μπουάτ της αριστερής όχθης αντιπολεμικούς στίχους και τραγούδια για τον αναρχικό Μπονό. Η νεολαία ακούει τη δική της μουσική, εφευρίσκει το δικό της ντύσιμο, το μπλουτζίν γίνεται σύμβολο των εξεγερμένων νέων μιας επανάστασης χωρίς αιτία, όπου αρθρώνουν ένα διαφορετικό πολιτισμό από την προηγούμενη «Χαμένη Γενιά». Οι Μοντς και οι Ρόκερς στην Αγγλία, οι Μπλουζόν Νουάρ στη Γαλλία, οι τεντιμπόηδες στην Ελλάδα, οι Πρόβος στην Ολλανδία, το κίνημα των Μπίτνικς στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Τζακ Κέρουακ έχει ήδη γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα The Town and the City, όμως ο συμβατικός τρόπος μυθιστορηματικής αφήγησης δεν τον ικανοποιούσε κι έτσι, μετά από καθημερινούς πειραματισμούς, ανέπτυξε μια νέα, αυθόρμητη, συνεχή, δίχως διορθωτικές επεμβάσεις γραφή, η οποία σόκαρε τους άλλους συγγραφείς που παρέμεναν προσδεμένοι στην αρχή της ραφιναρισμένης επεξεργασίας του κειμένου. Το βιβλίο του On the Road τελείωσε το 1951 αλλά εκδόθηκε μόλις το 1957. Στο μυθιστόρημα αυτό ο Κέρουακ δεν αφηγείται μια συγκεκριμένη ιστορία, αλλά μιλάει για τον ήρωά του Νιλ Κάσαντι και περιγράφει τα χωρίς τέλος ταξίδια μιας παρέας άφραγκων νέων, οι οποίοι διασχίζουν τη χώρα προς κάθε κατεύθυνση, ερωτευμένοι με τη ζωή, την ομορφιά, τη τζαζ, το σεξ, τα ναρκωτικά, την ταχύτητα και το μυστικισμό, με απόλυτη περιφρόνηση προς το συμβατικό τρόπο ζωής, τα χρονοδιαγράμματα, τους οδικούς χάρτες, την τακτοποίηση, την καριέρα και όλες τις παραδοσιακές αμερικάνικες ανταμοιβές της σκληρής καθημερινής δουλειάς. Ουσιαστικά ήταν ένας ύμνος προς το κίνημα των Μπίτνικς, που ζούσαν μέσα στη φτώχεια αλλά ελεύθεροι και έξω από κοινωνικές συμβάσεις (το χειρόγραφο του Τζακ έβριθε από σκηνές ελευθερογαμίας που αφαιρέθηκαν κατ’ απαίτηση του εκδοτικού οίκου).
Τα ποιήματα κριτικής, το «Ουρλιαχτό» και η «Αμερική» του Άλεν Γκίνσμπεργκ, η πρόταση ζωής being on the Road του Τζακ Κέρουακ, κείμενα που γίνονται σύμβολα για τους νέους που αναζητούσαν ένα διαφορετικό προβληματισμό.
Οι μπιτ λογοτέχνες κήρυσσαν την προσωπική απελευθέρωση, τον εξαγνισμό και τη φώτιση μέσω μιας διευρυνόμενης αισθητηριακής συνειδητότητας που προέρχεται από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών, το άκουσμα της τζαζ, τον ελεύθερο έρωτα, το βουδιστικό Ζεν.
Προς το τέλος της δεκαετίας του ’50 ο Ουίλιαμ Μπάροους ζώντας στο Beat Hotel στο Παρίσι πειραματίζεται με το φίλο του ζωγράφο Μπράιον Γκίζιν σε μια νέα τεχνική γραψίματος, το cut-up και το fold-in. Με τα cut-up, πειράματα συρραφής κειμένων κομμένων στη μέση, και με τυχαία διπλώματα σελίδων, τα fold-in, τις κόψε-ράψε τεχνικές (μοντάζ), που στόχο έχουν τη διακοπή της εξουσίας της αριστερής πλευράς του εγκεφάλου που κατευθύνει τη γραμμική σκέψη και τη διέγερση ανάλογων προτύπων δραστηριοτήτων στη δεξιά πλευρά του εγκεφάλου, απέδειξαν ότι τα τυχαία παραγόμενα κείμενα διαβάζονται κάθε φορά διαφορετικά και πάντα βγαίνει κάποιο νόημα. «Αυτό που βλέπουμε καθορίζεται απόλυτα από αυτό που ακούμε, η άποψη αυτή αποδεικνύεται με τον εξής απλό τρόπο: κλείστε τον ήχο στην τηλεόρασή σας και αντικαταστήστε τον με μια τυχαία μαγνητοφώνηση που έχετε κάνει στο κασετόφωνό σας με ήχους από το δρόμο, μουσική, διαλόγους ή μαγνητοφωνήσεις από τηλεοπτικές σειρές και θα διαπιστώσετε ότι όλα αυτά δένουν» υποστήριζε ο Μπάροους.
Ο Κεν Κέσι, που είχε γίνει γνωστός με το βιβλίο του “Στη φωλιά του κούκου” και είχε εμπειρίες με χημικά παραισθησιογόνα, διέδιδε το LSD σαν διευρυντικό του εγκεφάλου και σαν μέσο απελευθέρωσης από το συντηρητικό τρόπο ζωής. Ο Τίμοθι Λίρι, που δίδασκε στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, έκανε πειράματα μαζί με τους φοιτητές του με όλων των ειδών τα παραισθησιογόνα, βαρβιτουρικά, κοκαΐνη, αμφεταμίνες, διάφορες μορφές κάνναβης, μανιτάρια, ντατούρα, πεγιότλ, ανιχνεύοντας ζώνες του ασυνείδητου που βρίσκονται στο σκοτάδι. Ένα διογκούμενο αντιαυταρχικό κίνημα ακολουθούσε μια πορεία που το διαχώριζε από τις στενότερες επιδιώξεις του αριστερού κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα και στρεφόταν προς μια γενική κριτική των δομών. Η διαφορετικότητα στο χρώμα του δέρματος και στις ερωτικές προτιμήσεις έπαψε να είναι ταμπού σε μια κοινωνία νέων που χαρακτηριζόταν πλέον ανοιχτή και ανεκτική.
Ο χιπισμός και το φοιτητικό κίνημα στρέφονται κατά των υλιστικών στόχων των σύγχρονων βιομηχανικών κοινωνιών, τόσο των κομμουνιστικών όσο και των καπιταλιστικών. Νέοι άνθρωποι, σε διάφορα μέρη πάνω στον πλανήτη, δημιουργούν ένα διαφορετικό πολιτισμό, με ουτοπικές κοινότητες, στη Δανία, στο Βερολίνο, στο Άμστερνταμ, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στην Καλιφόρνια, παίρνουν μέρος στο κίνημα των καταλήψεων παλιών αστικών ή κρατικών ακατοίκητων ακινήτων, οργανώνουν κοινόβια, αντιαυταρχικά σχολεία, ιδρύουν εκδοτικούς φορείς, εφημερίδες, περιοδικά. Ό,τι δε λεγότανε ή δε δημοσιευότανε στα ΜΜΕ τώρα μπορεί να εκφραστεί δημόσια, ανεμπόδιστα, γιατί τώρα εκπληρώνεται η ανάγκη για μια εναλλακτική έκφραση.
Προκύπτει, λοιπόν, μια νέα αντίληψη για την επανάσταση, για τους δρόμους που πορεύονται στην εναλλακτική κουλτούρα και συχνά εμπλέκονται στοιχεία μυστικισμού, νεοβουδισμού, τολστοϊκού χριστιανισμού και η ιδέα της παθητικής αντίστασης του Γκάντι. Κάποιοι στο κίνημα αμφισβήτησης ταυτίστηκαν με τις ιδέες του Τολστόι και του Γκάντι, πίστεψαν ότι πρέπει να προηγηθεί μια εσωτερική ηθική αλλαγή και επεδίωξαν την επανάσταση δια μέσου της εξέλιξης της προσωπικότητας και της αλλαγής της συμπεριφοράς. Έτσι άρχισαν τα «ταξίδια μάθησης» Αμερικανών στην Ευρώπη και Ευρωαμερικανών στις Ινδίες.
Οι νέοι της Αμερικής ανακαλύπτουν την Ευρώπη του Ρεμπό, του Μποντλέρ, του Σελίν και η Ευρώπη με τη σειρά της τον Έντγκαρ Άλαν Πόου και τη Λολίτα του κοσμοπολίτη Ναμπόκοφ.
Ταξιδεύοντας στην Ευρώπη, στα χνάρια του Ρεμπό και του Γκωγκέν, οι νεαροί, κυρίως Αμερικάνοι, γοητεύονται από το Λονδίνο, το Άμστερνταμ, το Παρίσι, την Ιταλία, την Ταγγέρη, την Αθήνα και τα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη, την Ύδρα.
Στα χρόνια του 60 εγώ ζώντας στην Αθήνα άκουγα τον AFRS, τον αμερικάνικο ραδιοφωνικό σταθμό της Βάσης του Ελληνικού, σχεδόν καθημερινά, άκουγα κι ανατρίχιαζα με τα ουρλιαχτά του Wolfman Jack, του μοναδικού dj που έσκουζε σα λύκος και είχε το πιο στριγγό και σατανικό γέλιο αλλά και που συνόδευε πότε πότε σιγομουρμουρίζοντας διάφορες μπαλάντες και μπλουζ. Ο AFRS ήταν ο σταθμός που έπαιζε συνεχώς ροκ και μπλουζ στη χώρα μας, υπήρχαν βέβαια και οι «πειρατικοί σταθμοί» δεκάδων πιτσιρικάδων σε ολόκληρη την Αθήνα. Στις άλλες συχνότητες ακούγονταν μόνο ψήγματα αυτής της αναιδούς και ανθελληνικής μουσικής.
Στην Αθήνα υπάρχει, ζει, κινείται κι αναπνέει μια παράλληλη κοινωνία από μπίτνικς, χίπις, μια κοινωνία νέων Αμερικάνων που βλέπουν τον πόλεμο του Βιετνάμ να πλησιάζει και δε θα ’θελαν να πάνε στρατό. Οι περισσότεροι ζούσαν στα μικροσκοπικά σπιτάκια κάτω από την Ακρόπολη, στα Αναφιώτικα αλλά και στην Πλάκα, για να νιώθουν τους αρχαίους κραδασμούς. Αρκετοί έμεναν στη Νεάπολη ή στον περιφερειακό του Λυκαβηττού για να βλέπουν και να γεύονται την Ακρόπολη. Συχνάζανε νύχτα και μέρα στο γαλατάδικο της Κυδαθηναίων και στου Παπασπύρου στο Σύνταγμα, δίπλα στην American Express, το κύριο σημείο συνάντησης των αλλοδαπών, με τα εκατοντάδες καρφιτσωμένα μηνύματα από κάποιους που ήρθαν, κάποιους που φεύγουν, άλλους που έψαχναν μέσον για να πάνε στην Ινδία ή αλλού και άλλους που έψαχναν φίλους που βρίσκονταν καθ’ οδόν.
Είχα έναν μεγαλύτερο αδελφό που φοιτούσε στη Σχολή Καλών Τεχνών και με την παρέα του βρέθηκα μερικές φορές, Σαββατοκύριακα, στο Σαρωνικό και στην Ύδρα. Με την παρέα των φοιτητών μέναμε στο αρχοντικό του Κουντουριώτη που ήταν ξενώνας της Σχολής. Στην Ύδρα γνώρισα καινούριους ανθρώπους, όλοι εκεί ήτανε μια μεγάλη παρέα, εικαστικοί καλλιτέχνες συνήθως κάθε ηλικίας και οι περισσότεροι ξένοι. Υπήρχε μια αμεσότητα και μια απλότητα στην επικοινωνία. Συνάντησα το Λεωνίδα Χρηστάκη που ήταν πολύ μεγαλύτερος αλλά αυτό δεν μας εμπόδιζε να κάνουμε παρέα, να γίνουμε φίλοι, τη συγγραφέα Μαργαρίτα Καραπάνου, αλλά και τόσες άλλες κοπέλες έτοιμες να ερωτευτούν «και τις πέτρες» και πολλούς, μα πολλούς ξένους καλλιτέχνες. Ο Χρηστάκης είχε σπουδάσει παλαιότερα εκεί ζωγραφική δίπλα στο διάσημο Περικλή Bυζάντιο και έκτοτε πήγαινε συχνά στο νησί. Όμως μετά από λίγο έμελλε να απελαθεί από το νησί, επειδή κάποιος έστειλε στον μητροπολίτη Ύδρας (κατά κόσμον Καρανίκα) ένα ζωγραφισμένο πέος με το γραφτό: «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ, ΚΑΡΑΝΙΚΑ». Οι αστυνομικοί συνέλαβαν τον Χρηστάκη και καμιά δεκαριά ακόμη ζωγράφους και τους υποχρέωσαν να ζωγραφίσουν από ένα πέος, ώστε να εξακριβώσουν σε ποιον ανήκε το αποσταλέν. Έτυχε να μοιάζει με το πέος που ζωγράφισε ο Χρηστάκης, τον οποίο και έβαλαν στο επόμενο πλοίο και τον ξαπόστειλαν στην πρωτεύουσα.
Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του 1960. Ο Λέοναρντ Κοέν, γεννημένος στο Μόντρεαλ, 26 χρονών, έχοντας πίσω του μια ποιητική συλλογή με τίτλο Let Us Compare Mythologies, που απήγγειλε τριγυρνώντας τα βράδια στα μπαρ του Μόντρεαλ, τη διακαή επιθυμία να γίνει συγγραφέας και μια μικρή καβάντζα, κληρονομιά που του έχει αφήσει η γιαγιά του, έκανε –όπως συνηθιζόταν- ένα «ταξίδι μάθησης» στην Ευρώπη. Κάποτε έφτασε και στην Ελλάδα όπου κατέληξε στην Ύδρα. Εκεί εντυπωσιάζεται, του αρέσει ο απλός τρόπος ζωής των κατοίκων αλλά και η φανταχτερή πολύχρωμη κοινότητα των ξένων καλλιτεχνών και αποφασίζει να μείνει στο μαγευτικό αυτό μέρος για να στρωθεί στο γράψιμο. Το Σεπτέμβριο του 1960 αγόρασε ένα σπίτι που του βρήκε o φίλος του Demetri Gassoumis για 1500 δολάρια. Αργότερα έλεγε στους φίλους του ότι ήταν ίσως η πιο έξυπνη επένδυση που έκανε στη ζωή του.
Ο Κοέν σε γράμμα που έστειλε στη μητέρα του της περιέγραφε το σπίτι: «Έχει μια μεγάλη βεράντα με θέα στο βουνό κι ολόγυρα απλώνονται αμφιθεατρικά ολόλευκα σπίτια. Τα δωμάτια είναι μεγάλα και δροσερά με χωνευτά παράθυρα και πολύ χοντρούς τοίχους. Υποθέτω ότι είναι 200 ετών παλιό, φαίνεται να έχουν ζήσει εδώ πολλές γενιές ανθρώπων της θάλασσας. Θα κάνω σιγά-σιγά κι από λίγο κάθε χρόνο τις αναγκαίες επισκευές και σε λίγα χρόνια θα γίνει ένα σπουδαίο αρχοντικό…
Ζω σε ένα νησί όπου η ζωή συνεχίζεται ίδια κι απαράλλαχτη εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Σηκώνομαι το πρωί γύρω στις 7 και δουλεύω μέχρι το μεσημέρι. Νωρίς το πρωινό είναι δροσερά και γι’ αυτό είναι καλύτερα, αλλά μου αρέσει έτσι κι αλλιώς η ζέστη, ειδικά όταν σκέφτομαι τη θάλασσα του Αιγαίου που απέχει μόλις 10 λεπτά από την πόρτα μου. Στη διάρκεια της ημέρας ακούγονται οι πλανόδιοι μικροπωλητές και οι φωνές τους είναι στ’ αυτιά μου μια ωραία μουσική.
Μια από τις ημέρες αυτές κατάλαβα ότι έγινα αποδεκτός από την κοινότητα, επειδή πέρασε ο σκουπιδιάρης με το γαϊδούρι του και με ρώτησε αν έχω σκουπίδια να του δώσω. Αιστάνθηκα λίγο σαν να μου απένειμαν μετάλλειο της Λεγεώνας της Τιμής. Ίσως, έτσι να έγινα και μέλος της κοινότητας Ύδρας που παραμένει άγνωστη και μυστηριώδης ακόμη για μένα.
Η αγορά του σπιτιού μου έδωσε μεγάλη αυτοπεποίθηση: Σκέφτηκα ότι θα έχω πάντα ένα καταφύγιο για να μπορώ να έρθω και να ζήσω την απομόνωσή μου. Δεν θέλω όμως να χάσω και την επαφή με τις Μεγαλουπόλεις.
Στο νησί δεν υπάρχουν καθόλου αυτοκίνητα και τις νύχτες το μόνο που ακούς είναι ο ήχος από οπλές γαϊδουριών στον πλακόστρωτο δρόμο. Σε ένα τέτοιο πρωτόγονο περιβάλλον, περιτριγυρισμένος από τις εκπληκτικές ομορφιές του νησιού και τη θάλασσα του Αιγαίου, κι όπου παρακολουθώ τους ψαράδες που βγαίνουν κάθε σούρουπο στο πέλαγος με τις βάρκες τους να ρίξουν τα δίχτυα για τον επιούσιο, νιώθω απέραντη γαλήνη. Νιώθω σα να έχω ξαναγεννηθεί και είμαι σε θέση, με ηρεμία να σκεφτώ, ν’ αναλογιστώ, τι είναι αυτό που σπρώχνει τον πολίτη του δυτικού κόσμου σε μια διαρκή αγωνία και σ’ ένα συνεχές τρεχαλητό. Να αναζητήσω επιτέλους τα ουσιαστικά ερωτήματα και τις απαντήσεις, για το ποιο είναι το νόημα της ζωής…»
Στην Ύδρα ζούσε ήδη εδώ και 2 χρόνια η νορβηγίδα Μάριαν Γιένσεν με το σύζυγό της, Axel Jensen, γνωστό συγγραφέα. Ταξιδεύοντας στο Νότο, έφτασαν στην Ελλάδα και κατέληξαν στην Ύδρα, όπως και τόσοι άλλοι ζωγράφοι, γλύπτες και συγγραφείς από όλο τον κόσμο. Στην Ύδρα ζούσε και ο Σουηδός φίλος τους συγγραφέας Göran Tunström, που τους μύησε κατά κάποιο τρόπο στο μυστικό κόσμο της Ύδρας. Οι ξένοι έποικοι ήταν πολλοί και συνήθως συγκατοικούσαν στα μεγάλα υδραίικα σπίτια. Όλοι αισθάνονταν κατά κάποιο τρόπο μέλη μια διεθνούς καλλιτεχνικής κοινότητας και ήταν στενά συνδεδεμένοι μεταξύ τους. Ο Axel και η Μάριαν, ενθουσιάστηκαν από την ατμόσφαιρα και το νησί και αγόρασαν ένα μικρό ασβεστωμένο σπίτι όπου ο Axel Jensen έγραψε και το μυθιστόρημά του Joacim που εκδόθηκε το 1961. Μετά από δύο χρόνια κοινής ζωής ο Axel γνώρισε μιαν άλλη γυναίκα, τη Lena και έφυγε μαζί της εγκαταλείποντας τη Μάριαν και το μωρό που είχε γεννήσει μόλις πριν 4 μήνες.
Ο Κοέν που καθόταν με φίλους σ’ ένα καφενεδάκι και λιάζονταν, όταν είδε τη Μάριαν να περνάει είπε στην παρέα του ότι ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είδε ποτέ του.
Η Μάριαν πήγαινε στο μπακάλικο του χωριού με το καλάθι της για να ψωνίσει νερό και γάλα, όταν άκουσε κάποιον να της μιλάει και γυρίζοντας είδε στην πόρτα το σκοτεινό από την αντηλιά περίγραμμα ενός άντρα που της έλεγε: «Θα ήθελα να σας καλέσω να κάτσετε μαζί μας».
Πράγματι η Μάριαν κάθισε μαζί τους. Ο έρωτας του Κοέν ήταν κεραυνοβόλος και από εκείνη την ημέρα για τα επόμενα χρόνια ζήσανε μαζί οι τρεις τους, η Μάριαν, ο μικρός Άξελ και ο Λέοναρντ σαν μια οικογένεια. Τον περισσότερο καιρό βρίσκονταν στην Ύδρα. Κι αυτά τα χρόνια υπήρξαν μοναδικά. Ζούσαν κάτω από τον ήλιο, στη θάλασσα, παίζανε, πίνανε, κουβεντιάζανε. Ο Λέοναρντ έγραφε, έκαναν έρωτα, ήταν η απόλυτη μαγεία. Πηγαίνανε παντού ξυπόλυτοι, αμφιβάλλω αν φορέσανε αυτά τα πέντε χρόνια ποτέ παπούτσια. Αυτά εξομολογήθηκαν κατά καιρούς οι ίδιοι.
Πότε πότε τους επισκέπτονταν φίλοι, από την Αθήνα. Κι όταν το 1963 έκλεισε το παρισινό Beat Hotel, οι μπιτ ένοικοί του αποχώρησαν μαζικά από το Παρίσι και κατευθύνθηκαν στην Αθήνα Αρκετοί απ’ αυτούς πήγαν στην Ύδρα. Ο Χάρολντ Νορς, ο Σίνκλερ Μπέιλις, ο Γκρέγκορι Κόρσο και ο Άλεν Γκίνσμπεργκ, έμειναν εναλλάξ κάποιο καιρό κοντά τους.
Ο Λέοναρντ έγραφε εκείνα τα χρόνια διαρκώς. Την πρώτη χρονιά της Ύδρας έγραψε μια συλλογή ποιημάτων που εκδόθηκαν στον Καναδά, The Spice-Box of Earth. Αργότερα, το 1963, κυκλοφορεί το πρώτο του μυθιστόρημα The Favorite Game, ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που κυριαρχείται από τον εσωτερικό μονόλογο ενός νέου άντρα που ανακαλύπτει την ταυτότητά του μέσω της γραφής.
Την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε την ποιητική συλλογή Flowers for Hitler (1964), που την αφιέρωσε στη Μάριαν.
Ο Κοέν συνέχισε να γράφει ποίηση και πεζά κείμενα σχεδόν όλη τη δεκαετία ζώντας με τη Μάριαν και τον μικρό Άξελ, σχεδόν απομονωμένοι και ερωτευμένοι στην Ύδρα.
Σίγουρα τα χρόνια της Ύδρας υπήρξαν τα πιο παραγωγικά για τον Κοέν. Τα περισσότερα από τα ποιήματα που έγραψε έγιναν αργότερα πολύ γνωστά τραγούδια και κείνος τραγουδοποιός σπουδαίος.
Το μυθιστόρημά του Υπέροχοι Απόκληροι, όταν εκδόθηκε το 1966, προκάλεσε σκάνδαλο στον Καναδά λόγω των ερωτικών σκηνών που περιέχει και μια διαμάχη ξέσπασε με αντικρουόμενες απόψεις γύρω από το βιβλίο, ενώ ο Κοέν έγινε παγκόσμια γνωστός ως συγγραφέας.
Το 1967, βρίσκεται στη Νέα Υόρκη. Έχει αφήσει πίσω του την Ύδρα και μαζί και τη Μάριαν. Η επιτυχία του ως συγγραφέας τον υποχρεώνει να πηγαινοέρχεται μεταξύ Μόντρεαλ και Νέας Υόρκης και βρίσκεται σε αναζήτηση νέας πηγής έμπνευσης.
Ζώντας στη Νέα Υόρκη εκείνες τις μέρες, μένει στο Μανχάταν, στο φημισμένο Chelsea Hotel, όπου μένουν και διάφοροι φίλοι και γνωστοί από την Ύδρα, εκεί συναντά και τον Γκρέγκορι Κόρσο, τον Άλεν Γκίνσμπεργκ, και πολλούς άλλους φίλους από την Ύδρα αλλά στενή παρέα κάνει με τον Άντυ Γουώρχολ και τη Νίκο επειδή πλέον σκέφτεται σοβαρά να αφοσιωθεί στη μουσική.
Και την επόμενη χρονιά, (1968), που μέλλει να καταγραφεί ημερολογιακά σαν εξεγερσιακή κι όπου κατά κάποιον τρόπο τελειώνει και η εποχή της αθωότητας εκείνης της γενιάς, ο Λέοναρντ Κοέν αποφασίζει να κάνει σόλο καριέρα σαν τραγουδοποιός της ποπ αποχαιρετώντας έτσι και τη Μάριαν με το τραγούδι του «So long, Marianne.»
Εκείνες περίπου τις μέρες του 1968, o Νιλ Κάσαντι, στα 42 του χρόνια, βρίσκεται νεκρός σε κάποιες σιδηροδρομικές γραμμές στο Μεξικό και γίνεται οριστικά με το θάνατό του αυτό που υπήρξε σε όλη του τη ζωή του: ο προσωποποιημένος μύθος της γενιάς των μπιτ. Ο Άλεν Γκίνσμπεργκ τον θαύμαζε, ο Τζακ Κέρουακ τον αγαπούσε. Για τους συγγραφείς των μπίτνικς ενσάρκωνε εκείνη την πραγματικότητα του ανθρώπου που δε δίνει δεκάρα ούτε για την ίδια του την ύπαρξη. Το ένστικτό του για τη ζωή βρήκε διέξοδο στο “being on the road”, στην έκσταση και στην αναζήτηση χωρίς συγκεκριμένο στόχο, δηλαδή στην Αλητεία, σε αυτό που ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες αλάομαι-αλώμαι και αυτό που πίστευαν όλοι οι αρχαίοι λαοί: ότι τα νέα παιδιά πρέπει να βγαίνουν στο δρόμο για να μάθουν κι ακόμη ακόμη όπως αρχίζανε όλα τα παλιά παραμύθια του κόσμου με τον ήρωα ένα μικρό παιδί που «Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει», και ζει την περιπέτεια, κάνει εμπειρίες και επιστρέφει έμπειρος άντρας πια.
Ο Νιλ Κάσαντι αυτή τη ζωή έζησε, τη χωρίς σύνορα ελευθερία και τον αυθορμητισμό που σήμερα οι πιο πολλοί νέοι μόνο να ονειρεύονται μπορούν και που οι Γκίνσμπεργκ, Κέρουακ, Μπάροους και ο Μπουκόβσκι, προσπάθησαν να αποτυπώσουν μέσα στα βιβλία τους. Αλλά και τραγουδοποιοί όπως ο Μπομπ Ντίλαν, ο Λέοναρντ Κοέν, οι Γκρέιτφουλ Ντεντ και πολλά άλλα συγκροτήματα αργότερα έγραψαν, τραγούδησαν και ύμνησαν το δικό τους αλλά και δικό μου ήρωα…
So long Marianne…