Πηγή:
Στέλιος Ελληνιάδης – «Δρόμος της Αριστεράς»
Oι φωτογραφίες από τους σταθμούς των τρένων και τις προκυμαίες των
λιμανιών είναι συγκλονιστικές. Ειδικά οι φωτογραφίες με τις γυναίκες που
στέλνονται νύφες στους μετανάστες. Πλοία γεμάτα με νέα κορίτσια απ’ όλη
την Ελλάδα που πάνε να συναντήσουν τους άγνωστους άντρες που θα
παντρευτούν. Όποιος τους λάχει, στα τυφλά, χωρίς δικαίωμα επιλογής, πόσο
μάλλον για αγάπες και έρωτες. Εκατομμύρια δράματα, ανέκφραστα, από τα
οποία πολλές γυναίκες δεν θα συνέλθουν ποτέ, ίσως και άντρες που δεν
τους έτυχε η σύντροφος που ήθελαν και φαντάζονταν.
Πάντως, η φωτογραφία στην προκυμαία της Μελβούρνης, όπου πίσω από τα
κάγκελα περιμένουν γραβατωμένοι οι γαμπροί, κάθε ηλικίας , μαζί με την
επόμενη φωτογραφία που οι λιμενικοί ανοίγουν τη φαρδιά καγκελόπορτα και
οι άντρες εφορμούν προς τις νύφες από τα ελληνικά χωριά που κατεβαίνουν
διατακτικά από το πλοίο στη μακρινή και άγνωστη Αυστραλία, μετά από ένα
ταξίδι είκοσι ημερών, είναι από τις πιο συγκλονιστικές που έχω δει στη
ζωή μου.
Και μπορεί σήμερα να μην είναι τόσο ζόρικη η μετανάστευση για τους
‘Ελληνες και τις Ελληνίδες, αλλά σαν συμβάν, χωρίς την προοπτική του
γρήγορου επαναπατρισμού, κρύβει μια τραγωδία της οποίας οι πληγές δεν
κλείνουν ποτέ, ακόμα κι αν η ζωή εξελιχθεί καλά στο νέο τόπο
εγκατάστασης. Τραγικό συμβάν για τις οικογένειες, αλλά και πληγή μεγάλη
για τη χώρα και το λαό.
Ποτέ, στην πραγματικότητα, η Ελλάδα δεν ανέκαμψε απ’ αυτή την
αιμορραγία, κι ας καρπώθηκε τα εμβάσματα των μεταναστών. Όποια δολάρια
δεν μπορούν να εξισορροπήσουν την απώλεια των πιο νέων και δυναμικών
ανθρώπων της κοινωνίας. Ακόμα κι αν είναι δύσκολο να το αποτιμήσει
κανείς σε χρήμα, πέρα από όλες τις άλλες αρνητικές παραμέτρους, είναι
πλέον φανερό ότι ο τόπος ακόμα πληρώνει ακριβά τη μετανάστευση των νέων
ανθρώπων. Από μια τόσο μικρή και υπανάπτυκτη χώρα, από το 1946 μέχρι το
1977, έφυγαν για το εξωτερικό κοντά 1.500.000 νέοι άνθρωποι. Τα χωριά
ερήμωσαν απ’ άκρη σ’ άκρη.
Το πλεονέκτημα της μαζικής εισροής των προσφύγων από τη Μικρά Ασία
είχε μόνο εν μέρει αξιοποιηθεί, αφού η μετανάστευση από την αρχή του
20ου αιώνα συνεχιζόταν. Αν συνυπολογίσει κανείς τις απώλειες στην
καταστροφική δεκαετία του 1940, με τη γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο,
αντιλαμβάνεται ότι το μεταπολεμικό μεταναστευτικό ρεύμα ολοκλήρωνε αυτή
την εκκένωση του τόπου και επιδείνωνε τη δημογραφική του ανισορροπία.
Και με τους ‘Έλληνες εργάτες, η Ευρώπη, αυτή που ρήμαξε τους πάντες
και τα πάντα με τον πόλεμο που εξαπέλυσαν οι μισοί Ευρωπαίοι εναντίον
των άλλων μισών, ξανάπαιρνε τα πάνω της, με χαμηλές αμοιβές και χωρίς
δικαιώματα. Μόνο στα γκάστχαουζ της Γερμανίας, από το 1960 μέχρι το
1976, στριμώχτηκαν 623.000’Ελληνες! Εξωφρενικός αριθμός για την Ελλάδα
των 8 εκατομμυρίων. Πάνω από το 20% του εργατικού της δυναμικού έφυγε
για να προσφέρει τη δύναμή του στους νικητές και τους ηττημένους του
μεγάλου πολέμου, σε βάρος της Ελλάδας. Στη Μακεδονία, τη Θράκη, την
Ήπειρο και στα περισσότερα νησιά κοντά στις ακτές, της Μικρασίας, από τη
Ρόδο μέχρι τη Λήμνο, κατά την περίοδο 1950-1976, η μετανάστευση
κυμαίνεται από το 20% έως το 40% του πληθυσμού τους. Σαν γενοκτονία,
δηλαδή. Βέβαια, αυτό βόλευε αφάνταστα την καταπιεστική εξουσία που με
αυτή τη φυγή εκτόνωνε την κοινωνική δυσφορία και αντίσταση που
συσσωρευόταν και εκδηλωνόταν συχνά με διάφορους τρόπους από τη δεκαετία
του 1940.
Άλλοι μέσα, άλλοι έξω
Η απογραφή του 1961 ξεκαθάρισε αρκετά το δημογραφικό τοπίο, παρ’ όλο
που δεν μπορούσε να αποτυπώσει την κινητικότητα μεγάλων τμημάτων του
πληθυσμού. Για παράδειγμα, πολλοί εσωτερικοί μετανάστες ήθελαν να
καταγραφούν στον τόπο καταγωγής τους, για να μην ξεκοπούν από τα πατρικά
τους, να μην φανούν αποδυναμωμένες οι κοινότητές τους και για να ασκούν
εκεί τα εκλογικά τους δικαιώματα, παρ’ όλο που η απογραφή δεν άλλαζε
τους εκλογικούς καταλόγους.
Ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν 8.450-671 άνθρωποι. Και θα ήταν πιο
μικρός εάν στη δεκαετία του 1950, ο κόσμος δεν το έριχνε στο σεξ και δεν
γεννιόντουσαν τετραπλάσια από το προηγούμενο διάστημα παιδιά. Ορισμένοι
μετανάστες χαρακτήρισαν θετική τη μετάγγιση πληθυσμών από την ύπαιθρο
στα αστικά κέντρα. Ιδίως εκείνοι που έφευγαν από αποστραγγισμένα χωριά
που παρέμεναν χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα το 1960 ή το 1970, χωρίς ραδιόφωνο,
χωρίς σχολεία ή με μονοτάξια, χωρίς γιατρό, χωρίς άσφαλτο, χωρίς μέτρα
ευεργετικά για τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Όμως, ο ξεριζωμός και η μετανάστευση στο εξωτερικό όσο και στο
εσωτερικό δεν ήταν ούτε αυθόρμητα ούτε αυτόβουλα φαινόμενα. Η
μετανάστευση στην Ευρώπη υπηρέτησε μια μεγάλη σκοπιμότητα. Η Αμερική
είχε μεγάλο κέρδος από τον πόλεμο, (μικρές απώλειες σε ανθρώπους,
μηδενικές σε υλικό επίπεδο και υποδομές), και έγινε η ατμομηχανή του
δυτικού κόσμου έχοντας αναπτύξει με γοργότατους ρυθμούς τη δική της
βιομηχανία λόγω του πολέμου. Οι λόγοι γι’ αυτή τη «βοήθεια» δεν ήταν
οικονομικοί. Ήταν άκρως γεωπολιτικοί, για να δημιουργηθεί μια
καπιταλιστική και φιλοαμερικάνικη υποήπειρος σαν αντίβαρο στο υπό την
ηγεμονία της ΕΣΣΔ ανατολικό μπλοκ.
Αλλά πώς θα αναπτυσσόταν με ταχύτατους ρυθμούς η Ευρώπη στην οποία, με
εξαίρεση την Αγγλία, δεν είχε μείνει όρθιο ούτε κολυμπηθρόξυλο; Ειδικά
στη Γερμανία, που λόγω της γειτνίασής της με το ανατολικό μπλοκ θα
σήκωνε το μεγαλύτερο βάρος της αντιπαράθεσης με το σοβιετικό μοντέλο,
πολλά εκατομμύρια αντρών είχαν θαφτεί κάτω από τα ερείπια του πολέμου ή
είχαν δραπετεύσει εκτός Ευρώπης για να σωθούν. Σύμφωνα με το Hie
National WWII Museum, η Γερμανία είχε χάσει κοντά 9 εκατ. ανθρώπους,
κυρίως νέους και είχε άλλα 6 εκατομμύρια τραυματίες και ανάπηρους.
Όχι χέρια για να ξαναχτίσουν τη Γερμανία, ούτε άντρες για να κάνουν
παιδιά οι Γερμανίδες δεν είχαν. Τα πρώτα χρόνια, δύο, τρεις και τέσσερις
γυναίκες μοιράζονταν έναν άντρα, στη συντηρητική γερμανική κοινωνία.
Έπρεπε, λοιπόν, να μεταφέρουν με δολώματα και με το ζόρι εργάτες από τις
χώρες του Νότου, που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των νικητών ή είχαν
καθεστώτα φιλικά, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Τουρκία και η
Γιουγκοσλαβία. Οι χώρες του Νότου, λοιπόν, δεν μπορούσαν να κρατήσουν
ένα σημαντικό μέγεθος του εργατικού δυναμικού τους για τη δική τους
ανάπτυξη.
Πόλεις χαβούζες
Στην Ελλάδα, όμως, έγινε κάτι επιπλέον που σε καμία άλλη χώρα δεν
έγινε στον ίδιο βαθμό και με τον ίδιο τρόπο. Ούτε στις μητροπόλεις ούτε
στην περιφέρεια. Ένα μέρος του αγροτικού πληθυσμού διοχετεύτηκε στο
εξωτερικό για να κάνει τις πιο βαριές δουλειές στην ανοικοδόμηση της
κεντρικής και βόρειας Ευρώπης και ένα μέρος διοχετεύτηκε στα αστικά
κέντρα χωρίς δικλείδες ασφαλείας, χωρίς να κρατηθεί ένα μέρος του
πληθυσμού για τη συνέχιση της ζωής στα χωριά και ιδίως τα ορεινά και τα
νησιωτικά. Δικαιολογίες του τύπου «ο κόσμος έφευγε από μόνος του» δεν
ισχύουν.
Το ξερίζωμα είχε αρχίσει από πολύ νωρίτερα. Στο δεύτερο μισό της
δεκαετίας του 1940, η εκκένωση των χωριών, μιλάμε μέχρι και για 100
χιλιάδες ανθρώπους, έγινε οργανωμένα και βίαια από την λεγάμενη εθνική
κυβέρνηση. Αυτό ρήμαξε ολόκληρες περιοχές και άνοιξε το δρόμο για το
φευγιό και των υπολοίπων στις δεκαετίες που ακολούθησαν.
Το νεοσύστατο μετεμφυλιακό καθεστώς, που. στηριζόταν σε μια
τάξη-συνονθύλευμα, ήθελε να πλουτίσει γρήγορα, άκοπα και ανέξοδα. Ο
Καραμανλής, της πρώτης του οκταετίας, 1955-1963. εγκαινίαζε το 1962 τις
εθνικές οδούς Αθηνών-Κορίνθου και Αθηνών-Λαμίας, έβαζε τα θεμέλια του
ανατολικού αεροδρομίου και συνέχισε να χτίζει με σπουδαίους αρχιτέκτονες
τα περίφημα Ξενία (τα οποία οι διάδοχοί του στην εξουσία άφησαν να
ερειπώσουν), και άλλα τουριστικά συγκροτήματα, όπως το Μον Παρνές στην
Πάρνηθα, αλλά ταυτόχρονα κάλυπτε όλες τις αγριότητες που διαμόρφωναν το
μελλοντικό σαθρό πολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό τοπίο της χώρας.
Μιλάει από μόνη της η φωτογραφία του κοστουμαρισμένου αρχοντοχωριάτη που
ξηλώνει ο ίδιος με κομπρεσέρ τις γραμμές του τραμ επειδή οι
αυτοκινητοβιομηχανίες επιζητούν αγορές για να πουλήσουν τα «κάρα» τους.
Από το 1941, τη χρονιά που αρχίζει η γερμανοϊταλική κατοχή μέχρι το
1961, οι συνοικίες Αθηνών και Πειραιώς παρουσιάζουν μια εκρηκτική
μεγέθυνση. Οι κάτοικοι του Κορυδαλλού από 9,6 χιλιάδες γίνονται 30 χιλ.,
του Ζωγράφου από 6,5 χιλ. 27 χιλ., του Χαϊδαρίου από 3 χιλ. 20 χιλ.,
του Νέου Ηρακλείου από 3,5 χιλ. 12 χιλ. και των Αγίων Αναργύρων από 4,6
χιλ. γίνονται 18 χιλ. Το ίδιο περίπου γίνεται και στη Θεσσαλονίκη.
Δηλαδή, στις συνοικίες των δύο μεγαλύτερων πόλεων της χώρας, έχουμε από
τριπλασιασμό μέχρι 10πλασιασμό των κατοίκων τους, όπως στις περιπτώσεις
του Αγίου Δη μητριού, από 2,5 χιλ. σε 21 χιλ., του Περάματος, από 1,4 σε
14χιλ., του Χολαργού, από χίλιους σε 13 χιλ., των Νέων Λιοσίων από 3,5
σε 31 χιλ. και της Ηλιούπολης από 3,9 χιλ. σε 27 χιλιάδες κατοίκους,
μέσα σε μια εικοσαετία!
Ξαφνικά, η Αθήνα, πηγαίνει από 1.125.000 στα 1.850.000 άτομα.
Ολόκληρες περιοχές της χώρας χάνουν μέχρι και το 1/4 του πληθυσμού τους,
όπως η Αρκαδία, η Λακωνία, η Ευρυτανία, η Φωκίδα και τα νησιά του
Ιονίου και του Αιγαίου. Μέσα σε μια δεκαετία η Κέα, η γνωστή μας Τζια,
χάνει το μισό της πληθυσμό και η Σύρος το 30%. Μόνο λίγες πόλεις, εκτός
από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, παρουσιάζουν κάποια αύξηση των
κατοίκων τους, όπως η Πάτρα και το Ηράκλειο Κρήτης. Η Μακεδονία και η
Θράκη είχαν πάθει τέτοια ζημιά στη δεκαετία του ’40, που καταφέρνουν
κάπως να αποκαταστήσουν τις απώλειες, προσωρινά, όμως.
Η Ελλάδα που γύρω στο 1930 είχε 54% αγροτικό πληθυσμό, 14% ημιαστικό
και 31% αστικό, αστικοποιείται πολύ έντονα και απότομα. Το 1961, ο
αστικός πληθυσμός έχει ανέβει στο 43% και ο αγροτικός έχει μειωθεί στο
άλλο 43%·
Μέχρι το 2001, ο αγροτικός πληθυσμός έχει πέσει στο 27% και ο μισός
περίπου πληθυσμός της χώρας έχει συγκεντρωθεί στην Αθήνα και τη
Θεσσαλονίκη. Και η απώλεια της διατροφικής επάρκειας της χώρας
ολοκληρώνεται στην εποχή μας. Οι ιθύνοντες ούτε νοιάζονταν για το μέλλον
της χώρας, ούτε είχαν κανένα στρατηγικό σχέδιο. Η αρπαγή του υπάρχοντος
και του παραγόμενου πλούτου, πάση θυσία, ήταν το πιστεύω -με λίγες
διακριτές εκλάμψεις-πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε το ελληνικό κράτος στην
μεταπολεμική περίοδο. Κι αυτό αναπόφευκτα θα οδηγούσε αργά ή γρήγορα
στην πτώχευση, αλλά και στην παραχώρηση της εθνικής κυριαρχίας στους
ξένους. Ό,τι δεν χάθηκε στους πολέμους, έμελλε να χαθεί εν καιρώ
ειρήνης.
Επενδύσεις μηδενικές, κέρδη μεγάλα
Στην
καρδιά της Αθήνας, βλέπαμε από χρονιά σε χρονιά, τα νεοκλασικά και τα
μοντέρνα δίπατα του μεσοπολέμου να κατεδαφίζονται και στη θέση τους να
χτίζονται οι πενταώροφες τυποποιημένης αισθητικής και δομής
πολυκατοικίες, που κατακλύζονται από οικογένειες από τα προάστια και την
επαρχία. Αν το 1960 υπάρχουν γύρω από την πλατεία Καλλιγά 10
μονοκατοικίες και άχτιστα οικόπεδα, δέκα χρόνια αργότερα έχουν μείνει
μόνο δύο. Οι δρόμοι ασφαλτοστρώθηκαν το 1960.
Πρώτα χτίστηκαν βιαστικά οι πιο πολλές πολυκατοικίες και μετά
φτιάχτηκε ο χωματόδρομος μπροστά στο σπίτι μας. τόσο βιαστικά που κάθε
λίγο και λιγάκι, ξήλωναν το οδόστρωμα για να περάσουν τις γραμμές του
ΟΤΕ, το δίκτυο αποχέτευσης και ό,τι άλλο απαιτούσε σκάψιμο της νέας
ακόμη ασφάλτου. Όλα γίνονταν ανάποδα, όχι με τη λογική σειρά, γιατί για
τους κερδοσκόπους προείχε να ρίξουν τα θεμέλια, να πάρουν προκαταβολές,
να χτίσουν την πολυκατοικία. Το τι θα γινόταν μετά, ήταν άλλου παπά
ευαγγέλιο.
Έτσι χτίστηκε η σύγχρονη Αθήνα, μέσα σε λίγα χρόνια παίρνοντας σβάρνα
τα πάντα, τσαπατσούλικα και ασφυκτικά, χωρίς ελεύθερους χώρους, χωρίς
φαρδιούς δρόμους, χωρίς σχολεία με αυλές, χωρίς πράσινο, χιλιάδες χωρίς
που όλα θα μπορούσαν να γίνουν όμορφα και σωστά σε μια καινούργια πόλη
που χτιζόταν από την αρχή.
Εάν σε όλες τις κεντρικές συνοικίες της Αθήνας, από την Κυψέλη μέχρι το
Παγκράτι, κι από τους Αμπελόκηπους μέχρι τα Σεπόλια, ο οικοδομικός
οργασμός συνοδεύεται από αύξηση του πληθυσμού κατά 11,1%, μπορεί κανείς
εύκολα να φανταστεί τι γίνεται σε όλες τις γύρω συνοικίες-δήμους, που η
αύξηση του πληθυσμού τους είναι από 300 έως 700%. Και τo χρήμα μάζευαν
οι εργολάβοι που πουλούσαν ακόμα και τις τρύπες στα δεύτερα υπόγεια.
Όσο, όμως, γέμιζε η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, άδειαζαν όλες οι υπόλοιπες
περιοχές της Ελλάδας.
Πάνω σ’ αυτή τη βάση, κονόμησαν όσοι συνδέονταν με άμεσο ή έμμεσο
τρόπο με την καθεστηκυία τάξη. Ουσιαστικά, έχτιζαν και πλούτιζαν χωρίς
λεφτά, με μηδενική επένδυση . Με το κόλπο της αντιπαροχής έχτιζες σε
οικόπεδο που δεν χρειαζόταν να έχεις λεφτά για να το αγοράσεις, αφού το
αντάλλασες με διαμερίσματα που θα έχτιζες, και τα έξοδα της οικοδόμησης,
υλικά, εργατικές αμοιβές και ασφαλιστικές εισφορές, τα κάλυπτες
εισπράττοντας τα απαραίτητα κεφάλαια από την προπώληση των
διαμερισμάτων, πριν καν πέσουν τα τσιμέντα, ακόμα από τα σχέδια.
Όλος αυτός ο κόσμος όχι μόνο δεν εμποδιζόταν να μεταναστεύσει στις
πόλεις, αλλά ενθαρρυνόταν κιόλας όταν έβλεπε ότι τα χωριά παρέμεναν
εγκαταλειμμένα από την κυβερνητική μέριμνα, με σκοπό να αποκτήσουν οι
πόλεις πλεονάζον εργατικό δυναμικό που θα κρατούσε πολύ χαμηλά τα
μεροκάματα στα εργοστάσια και τα μεγάλα εμπορικά καταστήματα προς όφελος
των επιχειρηματιών που αποτελούσαν τον κορμό και το στήριγμα της
πολιτικής εξουσίας.
(Τα περισσότερα στοιχεία είναι από την απογραφή του 1961 και από μία ειδική έκδοση της εφημερίδας Καθημερινή)
Φασόλια Περού και ντομάτες Ολλανδίας
Εάν αυτό το φαινόμενο ήταν πανευρωπαϊκό, θα ήταν δύσκολο να αποδώσει
κανείς σκοπιμότητα στους εξουσιαστές αυτής της χώρας. Αλλά επειδή όλες
οι χώρες ήταν, άλλες λιγότερο κι άλλες περισσότερο, κατεστραμμένες από
τον πόλεμο, το γεγονός ότι αυτό το φαινόμενο της μαζικής αστυφιλίας, σε
τέτοια κλίμακα, συνέβη μόνο στην Ελλάδα, μας βάζει σε υποψίες.
Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει σε όλη την Ευρώπη, ανατολική και δυτική,
Βόρεια και νότια, άλλη χώρα, λιγότερο ή περισσότερο αναπτυγμένη και
πλούσια από την Ελλάδα, που να έχει συγκεντρωθεί ο μισός πληθυσμός της
σε μία και μόνο πόλη. Καμία, ούτε στην Αγγλία και το Βερολίνο, ούτε στη
Στοκχόλμη και τη Φινλανδία, ούτε στην Πορτογαλία, την Ισπανία, τη
Βουλγαρία ή τη Ρουμανία.
Το έγκλημα αυτό οδήγησε σε μια τόσο στρεβλή ανάπτυξη που πιο στρεβλή
δεν γινόταν. Με τρομακτικές συνέπειες κοντοπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες και
μακροπρόθεσμες σε βάρος της χώρας, σε βάρος της ζωής των ανθρώπων, ακόμα
και της ύπαρξή της χώρας σαν οντότητα. Ξεκινώντας από το οικονομικό
επίπεδο και μην αφήνοντας κανένα άλλο επίπεδο αβλαβές. Όσο ανυψώνονταν
οι οικοδομές οι τετραώροφες και πενταώροφες γίνονταν εξαώροφες,
επταώροφες και οκταώροφες, στους ίδιους στενούς δρόμους που ήταν
χαραγμένοι για μονοκατοικίες χωρίς αυτοκίνητα, με πεζοδρόμια όχι πιο
φαρδιά από 120 εκατοστά, τόσο κατεδαφιζόταν η αγροτική οικονομία που
τελικά οδήγησε στο καθεστώς που ζούμε σήμερα να τρώμε λεμόνια Τουρκίας,
πατάτες Αίγυπτου, κρεμμύδια Πολωνίας και σκόρδα Kίνας!
Εξίσου καταστροφικές ήταν αυτές οι πολιτικές της μετανάστευσης με
αποκλειστικό σκοπό το γρήγορο και ασύστολο κέρδος των κερδοσκόπων και
της πολιτικής νομενκλατούρας, στις κοινωνικές σχέσεις και στο πλούσιο
και ανεκτίμητο πολιτισμικό απόθεμα με τις αμέτρητες ποικιλίες του, πιο
πολλές κι από των αμπελιών, που κακοποιήθηκε από την άγρια
συγκεντροποίηση και μαζικοποίηση του πληθυσμού όλης της χώρας.
Ανατριχιάζει, τρελαίνεται κανείς και μόνο να σκεφτεί, πέρα από τους
αρχέγονους τοπικούς πολιτισμούς από χωριό σε χωριό κι από νησί σε νησί
που κουρελιάστηκαν, τα αρχαία που καταχωνιάστηκαν κάτω από τις
πολυκατοικίες και τις ασφαλτοστρώσεις, αλλά και τα εκατοντάδες
νεοκλασικά που ενώ θα αποτελούσαν ένα εξαιρετικό υπόδειγμα, ένα μοντέλο,
ένα πρότυπο πόλης στο σύγχρονο κόσμο, γκρεμίστηκαν από τα κομπρεσέρ των
εργολάβων υπό την προστασία των νόμων που θέσπιζαν και εφάρμοζαν οι
κυβερνώντες. Και γι’ αυτά τα εγκλήματα, κανένας δεν λογοδότησε, από
κανέναν δεν ζητήθηκε ευθύνη, ούτε καν κάποιος ζήτησε συγγνώμη. Για την
ερήμωση της υπαίθρου, τις γιγαντοπόλεις, τον ξεριζωμό της μετανάστευσης,
τη χούντα, την καταπλάκωση των αρχαίων και Βυζαντινών μνημείων, την
κατεδάφιση των νεοκλασικών σπιτιών, τη λεηλασία του τόπου. Κανείς και
για τίποτα. Και το Βιολί Βιολάκι.
Δυστυχώς ούτε η Αριστερά μπόρεσε να χτίσει ένα πλέγμα ασφαλείας και
υπεράσπισή της κοινωνίας και του πολιτισμού, με αντοχή και διάρκεια στο
χρόνο. Και το κακό συνεχίζεται. Η ύπαιθρος ψυχορραγεί, οι πόλεις
γκετοποιούνται, οι νέοι φεύγουν τρέχοντας…
Σήμερα, θα έπρεπε να τα ξαναδούμε όλα, γιατί ακόμα κάτι αντέχει, αλλά
ποιος ασχολείται με τέτοιες περιττές πολυτέλειες. Και ποιος
συνειδητοποιεί ότι καμία προοπτική δεν υπάρχει εάν η κοινωνία χάσει τα
συστατικά της στοιχεία που δεν είναι μόνο οικονομικής φύσης;