Του Richard E. Wolff
Καθώς ο παγκόσμιος καπιταλισμός παραπαίει οδυνηρά, άνισα και επικίνδυνα μετά την κατάρρευση του 2008, οι επικριτές του χωρίζονται σε δύο μεγάλα στρατόπεδα. Το ένα ζητά την επιδιόρθωση ή την αναμόρφωση ενός καπιταλισμού που με κάποιο τρόπο έχασε το δρόμο του. Το άλλο βρίσκει τον καπιταλισμό ανεπαρκή, θεωρεί ότι δεν παίρνει επιδιόρθωση, κι αποζητά τη μετάβαση σε ένα νέο, διαφορετικό σύστημα. Τα δύο στρατόπεδα αναγνωρίζουν πολλά ίδια προβλήματα: ο καπιταλισμός βαθαίνει χωρίς σταματημό τις ανισότητες στο εισόδημα, τον πλούτο, τη δύναμη και την πρόσβαση στον πολιτισμό∙ η αστάθεια του καπιταλισμού (αυτοί οι κοινωνικά δαπανηροί κύκλοι που ποτέ δεν κατάφερε να αποτρέψει) συνεπιφέρει αδικίες. Ενίοτε τα δύο στρατόπεδα μπορούν να συμμαχούν και να δουλεύουν μαζί. Όμως, άλλες φορές -όπως τώρα- τα στρατόπεδα γίνονται όλο και πιο καχύποπτα, αποξενώνονται, και ανταγωνίζονται το ένα το άλλο. Κάνοντας την κατάσταση πιο πολύπλοκη στις μέρες μας, οι επικριτές που θέλουν την αλλαγή του συστήματος επίσης επαναπροσδιορίζουν -για πιθανές στρατολογήσεις, και για τους εαυτούς τους- το νέο σύστημα που αποζητούν.
Παράλληλοι διαχωρισμοί ανάμεσα σε επικριτές φάνηκαν και κατά την κατάρρευση της δουλείας και της φεουδαρχίας. Καθώς κατέρρεε η δουλεία, στα μέρη όπου υπήρχε, η μια ομάδα των επικριτών επικεντρωνόταν στη βελτίωση της ζωής των σκλάβων. Ζητούσε καλύτερη διατροφή, στέγαση και ένδυση, περισσότερο σεβασμό για τις οικογένειες των σκλάβων, και λιγότερη βία προς τους σκλάβους. Αυτοί, οι αναμορφωτές, ήθελαν να αναμορφώσουν μια δουλεία που ήταν πολύ σκληρή. Μια άλλη ομάδα επικριτών, που απέκλινε όλο και περισσότερο από την πρώτη, έβλεπε ως πρόβλημα τη δουλεία καθαυτή. Ήθελε την αλλαγή του συστήματος μέσα από την απαίτηση για κατάργηση της δουλείας, και για κοινωνική μετάβαση σε ένα καθεστώς ατομικής ελευθερίας για όλους μέσω της χειραφέτησης.
Καθώς το φεουδαρχικό σύστημα και οι απόλυτες μοναρχίες που χαρακτήριζαν την ύστερη φεουδαρχία παρέπαιαν στην Ευρώπη, οι επικριτές τους χωρίστηκαν με τον ίδιο τρόπο. Η μια πλευρά ήθελε να χαλαρώσει τη σκληρότητα της φεουδαρχίας: οι φεουδάρχες θα ‘πρεπε να ακούνε περισσότερο τους δουλοπάροικους. Οι μεταρρυθμιστές της φεουδαρχικής οικονομίας συχνά συνεργάζονταν με τους μεταρρυθμιστές των φεουδαρχικών μοναρχιών. Οι τελευταίοι τάσσονταν υπέρ συμβουλίων ή κοινοβουλίων που μπορούσαν να συμβουλεύσουν τους μονάρχες, να περιορίσουν τις δυνάμεις τους μέσω συνταγμάτων κοκ. Από την άλλη βρίσκονταν επικριτές που αντιμέτωποι με τα συσσωρευμένα προβλήματα, αδικίες, δυσλειτουργίες ζητούσαν το τέλος και των φεουδαρχικών οικονομικών σχέσεων και των μοναρχιών. Μάχονταν για την οικονομική ελευθερία (να δοθεί τέλος στις υποχρεώσεις των δουλοπάροικων που επιβάλλονταν από την παράδοση, την εκκλησία και την ισχύ των φεουδαρχών) και το πολιτικό αντίστοιχο, μια περισσότερο ή λιγότερο αντιπροσωπευτική δημοκρατία (να δοθεί τέλος στη μοναρχία).
Καθώς ο σύγχρονος καπιταλισμός καταρρέει τώρα στα παλιά του κέντρα (δυτική Ευρώπη, βόρεια Αμερική και Ιαπωνία) το ρήγμα ανάμεσα στους επικριτές βαθαίνει. Η παγκόσμια κατάρρευση του καπιταλισμού το 2008, οι κυβερνητικές διασώσεις κυρίως μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων που είχαν προκαλέσει την κρίση και οι πολιτικές λιτότητας που έκαναν το λαό να πληρώσει τις διασώσεις, δημιούργησαν πολλές επικρίσεις. Ένα άλλο ερέθισμα όμως ήταν η συμπεριφορά των βασικών υπερασπιστών του καπιταλισμού, των νεοκλασικών οικονομολόγων που ελέγχουν τις ακαδημαϊκές σχολές όσο μπορούν, και των πρώην μαθητών τους που έγιναν πολιτικοί και δημοσιογράφοι, υποστηρικτές της κρατούσας κατάστασης. Καθώς η στήριξη του καπιταλισμού γίνεται όλο και πιο δύσκολη, οι υπερασπιστές του καπιταλισμού πέφτουν σε μεγάλες ακρότητες (που εκφράζονται φονταμενταλιστικά σε σχέση με την αγορά και την «ελεύθερη επιχειρηματικότητα»).
Οι κεϋνσιανιστές που είχαν περιθωριοποιηθεί από τη δεκαετία του ’70, επέστρεψαν μετά το 2008 με ανανεωμένη ζωντάνια «για να σώσουν τον καπιταλισμό από τον εαυτό του». Ο Πολ Κρούγκμαν, ο Τζόζεφ Στίγκλιτζ και πολλοί άλλοι, πιέζουν το κράτος να επέμβει για να κάνουν τον μοντέρνο καπιταλισμό να λειτουργήσει για όλους («να ξαναγίνει υπέροχος;»). Οι κρατικές παρεμβάσεις, προειδοποιούν, είναι ο μόνος τρόπος να ξανακερδηθούν τα επίπεδα απόδοσης και δημοτικότητας πριν την κατάρρευση του 2008, που αποκάλυψε το πόσο εύθραυστο γινόταν το σύστημα. Οι κεϋνσιανιστές θέλουν η κυβέρνηση να κινητοποιήσει τη ζήτηση μέσω ελλειμματικών δαπανών, σε σχέδια έντασης εργασίας, να αναδιανείμουν εισοδήματα μέσω φορολογικών πολιτικών, να δημιουργήσουν πράσινα New Deal κοκ. Για τους κεϋνσιανιστές το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, απορρυθμίσεων και παγκοσμιοποίησης που συνδέεται με τον Ρέιγκαν, τη Θάτσερ, και τους διαδόχους τους, δεν κατάφερε να μάθει τα μαθήματα της Μεγάλης Ύφεσης του 1930. Έτσι, ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός έχει κατεδαφίσει την παγκόσμια οικονομία από το 2008.
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στους νεοκλασικούς/νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους και στους κεϋνσιανιστές δεν είναι καινούργια. Έχει επηρεάσει τις ταλαντευόμενες πολιτικές των καθεστώτων από το ’30. Οι περισσότεροι μετέχοντες κι από τις δύο πλευρές μιλούν και γράφουν σαν η αντιπαράθεση ανάμεσά τους να είναι το σημαντικότερο ζήτημα των οικονομικών, τώρα και στο μέλλον. Ίσως οι ακαδημαϊκές και πολιτικές τους καριέρες να εξαρτώνται από αυτό.
Όμως καθ’ όλη την ιστορία του, ο καπιταλισμός δημιουργούσε επικριτές που πήγαιναν πέρα από τους αναμορφωτές του και τα επιχειρήματά τους για τις κυβερνητικές παρεμβάσεις πάνω στην οικονομική πολιτική. Αυτοί οι επικριτές βρίσκουν ότι οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους νεοκλασικούς και στους κεϋνσιανιστές είναι δευτερεύουσας ή και μικρότερης σημασίας. Πιστεύουν ότι τα προβλήματα του καπιταλισμού είναι τόσο βαθιά, τόσο δύσκολα και έχουν τόσο επιδέξια ξεφύγει από διαδοχικούς αναμορφωτές (του Κέυνς και των κεϋνσιανιστών περιλαμβανομένων), ώστε το σύστημα χρειάζεται θεμελιώδη αλλαγή. Ο όρος «σοσιαλισμός» είναι προβληματικός στη χρήση σε αυτό το πλαίσιο επειδή έχει λάβει πολύ μεγάλο εύρος νοημάτων. Για παράδειγμα, πολλοί αναμορφωτές του καπιταλισμού, περιλαμβανομένων πολλών κεϋνσιανιστών αυτοαποκαλούνται «σοσιαλιστές» όπως κάνουν και πολλοί από τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Με τον ίδιο τρόπο, πολλοί επικριτές του καπιταλισμού, που απορρίπτουν τους κεϋνσιανούς αναμορφωτές, επιμένουν στον όρο «σοσιαλιστής». Το ίδιο ισχύει και για τον όρο «κομμουνιστής».
Κάτι που περιέπλεξε τα πράγματα για τους αυξανόμενους επικριτές του καπιταλισμού είναι μια ιστορική αλλαγή σε πολλά από τα επιχειρήματα και τους στόχους τους. Πριν και μετά από τις επαναστάσεις, Σοβιετική (1917) και Κινεζική (1949), οι επικριτές που ζητούσαν την αλλαγή του συστήματος υποστήριζαν έναν πολύ μεγαλύτερο ρόλο του κράτους στην Οικονομία από οτιδήποτε πρότειναν οι κεϋνσιανιστές. Το κράτος δεν θα ήταν υπεύθυνο μόνο για να ρυθμίζει τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις αλλά και για να τις κοινωνικοποιεί, να τις μετατρέπει από ιδιωτικές σε κρατικής ιδιοκτησίας και κρατικής διαχείρισης επιχειρήσεις. Κατ’ επέκταση, πέρα από το να ρυθμίζει απλώς τα χρηματιστήρια, ο κρατικός σχεδιασμός θα διένειμε πόρους και προϊόντα. Οι επικριτές υπέρ της αλλαγής συστήματος είχαν σκοπό να αντικαταστήσουν τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και αγορές, με κρατικές επιχειρήσεις και σχεδιασμό. Έτσι ορίστηκαν και διαφοροποιήθηκαν ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός ως συστήματα. Οι αγώνες και οι συζητήσεις του 20ου αιώνα για τα συστήματα έθεταν τις αρετές και τα πλεονεκτήματα των ιδιωτικών επιχειρήσεων και αγορών, απέναντι σε αυτά των δημοσίων επιχειρήσεων και κρατικού σχεδιασμού.
Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των ανατολικοευρωπαίων συμμάχων της το 1989, και οι επακόλουθες αλλαγές στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, ανάγκασαν πολλούς από τους επικριτές του καπιταλισμού να επανεξετάσουν τις αναλύσεις τους και να ξανασχεδιάσουν τις στρατηγικές τους. Η μετάβαση από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και αγορές (καπιταλισμός) στις δημόσιες επιχειρήσεις και σχεδιασμό (σοσιαλισμός/κομμουνισμός) είχε αποδειχτεί μη βιώσιμη. Πιο σημαντικό, τα γνήσια οικονομικά και κοινωνικά κέρδη που είχαν επιτευχθεί, συνοδεύονταν από σοβαρά προβλήματα που έθεταν εν αμφιβόλω αυτά που, οι ίδιοι εκείνοι που ήθελαν να αλλάξουν το σύστημα, είχαν υποσχεθεί και προσδοκούσαν. Η παραδοσιακή έννοια και οι στόχοι του σοσιαλισμού/κομμουνισμού, όπως εφαρμόστηκαν στην ΕΣΣΔ, Κίνα και πιο πέρα, είχαν αποδειχτεί πολύ προβληματικά.
Έδωσαν στον κρατικό μηχανισμό έναν ρόλο κεντρικό στην οικονομία, γεγονός που ενίσχυσε τη μεγάλη συγκέντρωση της κρατικής ισχύος στην πολιτική αλλά και στην κουλτούρα. Αντίστοιχα, η αντικατάσταση των διοικητικών συμβουλίων με κρατικούς αξιωματούχους άλλαξε ελάχιστα τις αυταρχικές εσωτερικές οργανώσεις των επιχειρήσεων. Ο κύριος όγκος των εργαζομένων απεχθανόταν και συχνά υπέσκαπτε αυτή την οργάνωση, στρεβλώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τους στόχους της βιομηχανοποίησης που έθετε το κράτος, και κατ’ επέκταση το κυριαρχούμενο από το κράτος σύστημα γενικότερα. Σιγά-σιγά, αυτά τα προβλήματα δημιούργησαν την βεβαιότητα ότι η ιδέα του σοσιαλισμού/κομμουνισμού κι ως εκ τούτου των στόχων για αλλαγή συστήματος πέρα από τον καπιταλισμό χρειάζονταν αλλαγή.
Από αυτή τη νέα άποψη, το καπιταλιστικό σύστημα δεν είχε αλλάξει –ή τουλάχιστον δεν είχε αλλάξει αρκετά- κάνοντας τις ιδιωτικές επιχειρήσεις δημόσιες και διανέμοντας πόρους και προϊόντα με σχεδιασμό αντί μέσω της αγοράς. Μέσα στους χώρους εργασίας, οι ίδιες ιεραρχίες ελέγχου, οι ίδιοι βασικοί διαχωρισμοί ανάμεσα σε εργοδότες και εργαζόμενους, διευθυντές και διευθυνόμενους, είχαν παραμείνει. Έτσι, οι πραγματικές μεταβάσεις που επιτεύχθηκαν ήταν από μια ιδιωτική σε μια κρατική μορφή καπιταλισμού. Αυτές οι αλλαγές στη μορφή του καπιταλισμού είχαν παρερμηνευθεί ως μετάβαση σε ένα σύστημα άλλο από τον καπιταλισμό.
Συχνά, μετά από επανεξέταση των κειμένων του Μαρξ, οι επικριτές του συστήματος μετατόπισαν την προσοχή τους στην παραγωγή, και πιο συγκεκριμένα στην οργάνωση της επιχείρησης. Ο καπιταλισμός ορίστηκε ξανά ως μια συγκεκριμένη σχέση ανάμεσα στους μετέχοντες στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών. Με τον ίδιο τρόπο που η δουλεία οριζόταν σε σχέση με τους δούλους και τους αφέντες, και η φεουδαρχία σε σχέση με τους άρχοντες και τους δουλοπάροικους, ο καπιταλισμός θα οριζόταν σε σχέση με τους εργοδότες και τους εργαζόμενους. Αυτό που έγινε σημαντικό ζήτημα ήταν οι σχέσεις μέσα στις επιχειρήσεις και όχι το δευτερεύον ζήτημα αν ο εργοδότης είναι το κράτος ή κάποιος ιδιώτης. Αυτό που όρισε τον καπιταλισμό ήταν η σχέση ανάμεσα στον εργοδότη και στον εργαζόμενο, ενώ αυτό που όριζε το άλλο επιθυμητό σύστημα –είτε λεγόταν σοσιαλισμός είτε κομμουνισμός είτε τίποτα από τα δύο- ήταν μια ριζικά διαφορετική σχέση.
Θέτοντας το ερώτημα της ακριβούς φύσης ενός άλλου συστήματος με μια παραγωγική σχέση ριζικά διαφορετική από του καπιταλισμού, οδήγησε πολλούς επικριτές να ξαναανακαλύψουν τους συνεταιρισμούς εργαζομένων (μερικές φορές αποκαλούνται συνεταιρισμοί παραγωγών). Ήταν επιχειρήσεις των οποίων η εσωτερική οργάνωση δε χωριζόταν σε εργοδότες και εργαζόμενους, δηλαδή διαφορετικές ομάδες που καταλαμβάνουν διαφορετικές θέσεις με βαθιά αντικρουόμενα συμφέροντα. Για τους επικριτές του συστήματος του καπιταλισμού, οι συνεταιρισμοί είναι επιχειρήσεις που είναι οργανωμένες δημοκρατικά –όλοι οι εργαζόμενοι θα είχαν τις δικές τους ίσες φωνές στη λήψη των επιχειρηματικών αποφάσεων. Τι να παράγουν, πώς και πού να παράγουν, και τι να κάνουν τα έσοδα της επιχείρησης, θα αποφασιζόταν δημοκρατικά και συλλογικά. Αυτή η επιχειρησιακή οργάνωση αποτελεί ένα γνήσια διαφορετικό μετακαπιταλιστικό σύστημα.
Πολλοί από τους επικριτές του συστήματος του σημερινού καπιταλισμού εστιάζουν συνεπώς όλο και περισσότερο σε μια οικονομική μετάβαση από την ιεραρχική οργάνωση της καπιταλιστικής επιχείρησης, σε επιχειρήσεις οργανωμένες πιο οριζόντια ως δημοκρατικοί συνεταιρισμοί. Οι εργαζόμενοι γίνονται διευθυντές, αντικαθιστώντας τα διοικητικά συμβούλια που εκλέγουν μέτοχοι, και οι αυτοδιοικούμενες συνεργατικές επιχειρήσεις διαδέχονται τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, και στις ιδιωτικές και στις δημόσιες σφαίρες (οι σχετικές αναλογίες διαφέρουν σε σχέση με τις παραδόσεις και τις προτιμήσεις στις διάφορες χώρες). Η μετάβαση από τον καπιταλισμό σε ένα συγκεκριμένο διάδοχο σύστημα -ως προτιμώμενη λύση στα προβλήματα του παγκόσμιου καπιταλισμού σήμερα- έχει στο επίκεντρο την αναμόρφωση της οργάνωσης του χώρου εργασίας ως το βασικό στοιχείο που λείπει, που υπέσκαψε τις προηγούμενες προσπάθειες να προχωρήσουμε πέρα από τον καπιταλισμό (δηλαδή παραδοσιακό σοσιαλισμό και κομουνισμό).
Όταν τα συστήματα καταρρέουν και οι επικριτές χωρίζονται σε δύο στρατόπεδα, οι αναμορφωτές συνήθως υπερισχύουν, πριν βρουν την ευκαιρία αυτοί που θέλουν να αλλάξουν το σύστημα. Σε βάθος χρόνου, γνωρίζουμε από την ιστορία ότι και η δουλεία, και η φεουδαρχία (οι σχέσεις δούλου-αφέντη, άρχοντα-δουλοπάροικου) ως επί το πλείστον καταργήθηκαν. Μήπως ο καπιταλισμός, η σχέση εργοδότη-εργαζομένου, επίσης καταρρέει;
Ο Richard D. Wolff είναι επίτιμος καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης στο Άμχερστ, διδάσκει στο πανεπιστήμιο Νιου Σκουλ, ενώ έχει διδάξει οικονομικά στο πανεπιστήμιο Γέιλ και στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης.
Πηγή: Truthout
Μετάφραση: presspublica.gr
Καθώς ο παγκόσμιος καπιταλισμός παραπαίει οδυνηρά, άνισα και επικίνδυνα μετά την κατάρρευση του 2008, οι επικριτές του χωρίζονται σε δύο μεγάλα στρατόπεδα. Το ένα ζητά την επιδιόρθωση ή την αναμόρφωση ενός καπιταλισμού που με κάποιο τρόπο έχασε το δρόμο του. Το άλλο βρίσκει τον καπιταλισμό ανεπαρκή, θεωρεί ότι δεν παίρνει επιδιόρθωση, κι αποζητά τη μετάβαση σε ένα νέο, διαφορετικό σύστημα. Τα δύο στρατόπεδα αναγνωρίζουν πολλά ίδια προβλήματα: ο καπιταλισμός βαθαίνει χωρίς σταματημό τις ανισότητες στο εισόδημα, τον πλούτο, τη δύναμη και την πρόσβαση στον πολιτισμό∙ η αστάθεια του καπιταλισμού (αυτοί οι κοινωνικά δαπανηροί κύκλοι που ποτέ δεν κατάφερε να αποτρέψει) συνεπιφέρει αδικίες. Ενίοτε τα δύο στρατόπεδα μπορούν να συμμαχούν και να δουλεύουν μαζί. Όμως, άλλες φορές -όπως τώρα- τα στρατόπεδα γίνονται όλο και πιο καχύποπτα, αποξενώνονται, και ανταγωνίζονται το ένα το άλλο. Κάνοντας την κατάσταση πιο πολύπλοκη στις μέρες μας, οι επικριτές που θέλουν την αλλαγή του συστήματος επίσης επαναπροσδιορίζουν -για πιθανές στρατολογήσεις, και για τους εαυτούς τους- το νέο σύστημα που αποζητούν.
Παράλληλοι διαχωρισμοί ανάμεσα σε επικριτές φάνηκαν και κατά την κατάρρευση της δουλείας και της φεουδαρχίας. Καθώς κατέρρεε η δουλεία, στα μέρη όπου υπήρχε, η μια ομάδα των επικριτών επικεντρωνόταν στη βελτίωση της ζωής των σκλάβων. Ζητούσε καλύτερη διατροφή, στέγαση και ένδυση, περισσότερο σεβασμό για τις οικογένειες των σκλάβων, και λιγότερη βία προς τους σκλάβους. Αυτοί, οι αναμορφωτές, ήθελαν να αναμορφώσουν μια δουλεία που ήταν πολύ σκληρή. Μια άλλη ομάδα επικριτών, που απέκλινε όλο και περισσότερο από την πρώτη, έβλεπε ως πρόβλημα τη δουλεία καθαυτή. Ήθελε την αλλαγή του συστήματος μέσα από την απαίτηση για κατάργηση της δουλείας, και για κοινωνική μετάβαση σε ένα καθεστώς ατομικής ελευθερίας για όλους μέσω της χειραφέτησης.
Καθώς το φεουδαρχικό σύστημα και οι απόλυτες μοναρχίες που χαρακτήριζαν την ύστερη φεουδαρχία παρέπαιαν στην Ευρώπη, οι επικριτές τους χωρίστηκαν με τον ίδιο τρόπο. Η μια πλευρά ήθελε να χαλαρώσει τη σκληρότητα της φεουδαρχίας: οι φεουδάρχες θα ‘πρεπε να ακούνε περισσότερο τους δουλοπάροικους. Οι μεταρρυθμιστές της φεουδαρχικής οικονομίας συχνά συνεργάζονταν με τους μεταρρυθμιστές των φεουδαρχικών μοναρχιών. Οι τελευταίοι τάσσονταν υπέρ συμβουλίων ή κοινοβουλίων που μπορούσαν να συμβουλεύσουν τους μονάρχες, να περιορίσουν τις δυνάμεις τους μέσω συνταγμάτων κοκ. Από την άλλη βρίσκονταν επικριτές που αντιμέτωποι με τα συσσωρευμένα προβλήματα, αδικίες, δυσλειτουργίες ζητούσαν το τέλος και των φεουδαρχικών οικονομικών σχέσεων και των μοναρχιών. Μάχονταν για την οικονομική ελευθερία (να δοθεί τέλος στις υποχρεώσεις των δουλοπάροικων που επιβάλλονταν από την παράδοση, την εκκλησία και την ισχύ των φεουδαρχών) και το πολιτικό αντίστοιχο, μια περισσότερο ή λιγότερο αντιπροσωπευτική δημοκρατία (να δοθεί τέλος στη μοναρχία).
Οι ιδεολογικές διαφορές εντείνονται καθώς καταρρέει ο καπιταλισμός
Καθώς ο σύγχρονος καπιταλισμός καταρρέει τώρα στα παλιά του κέντρα (δυτική Ευρώπη, βόρεια Αμερική και Ιαπωνία) το ρήγμα ανάμεσα στους επικριτές βαθαίνει. Η παγκόσμια κατάρρευση του καπιταλισμού το 2008, οι κυβερνητικές διασώσεις κυρίως μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων που είχαν προκαλέσει την κρίση και οι πολιτικές λιτότητας που έκαναν το λαό να πληρώσει τις διασώσεις, δημιούργησαν πολλές επικρίσεις. Ένα άλλο ερέθισμα όμως ήταν η συμπεριφορά των βασικών υπερασπιστών του καπιταλισμού, των νεοκλασικών οικονομολόγων που ελέγχουν τις ακαδημαϊκές σχολές όσο μπορούν, και των πρώην μαθητών τους που έγιναν πολιτικοί και δημοσιογράφοι, υποστηρικτές της κρατούσας κατάστασης. Καθώς η στήριξη του καπιταλισμού γίνεται όλο και πιο δύσκολη, οι υπερασπιστές του καπιταλισμού πέφτουν σε μεγάλες ακρότητες (που εκφράζονται φονταμενταλιστικά σε σχέση με την αγορά και την «ελεύθερη επιχειρηματικότητα»).
Οι κεϋνσιανιστές που είχαν περιθωριοποιηθεί από τη δεκαετία του ’70, επέστρεψαν μετά το 2008 με ανανεωμένη ζωντάνια «για να σώσουν τον καπιταλισμό από τον εαυτό του». Ο Πολ Κρούγκμαν, ο Τζόζεφ Στίγκλιτζ και πολλοί άλλοι, πιέζουν το κράτος να επέμβει για να κάνουν τον μοντέρνο καπιταλισμό να λειτουργήσει για όλους («να ξαναγίνει υπέροχος;»). Οι κρατικές παρεμβάσεις, προειδοποιούν, είναι ο μόνος τρόπος να ξανακερδηθούν τα επίπεδα απόδοσης και δημοτικότητας πριν την κατάρρευση του 2008, που αποκάλυψε το πόσο εύθραυστο γινόταν το σύστημα. Οι κεϋνσιανιστές θέλουν η κυβέρνηση να κινητοποιήσει τη ζήτηση μέσω ελλειμματικών δαπανών, σε σχέδια έντασης εργασίας, να αναδιανείμουν εισοδήματα μέσω φορολογικών πολιτικών, να δημιουργήσουν πράσινα New Deal κοκ. Για τους κεϋνσιανιστές το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, απορρυθμίσεων και παγκοσμιοποίησης που συνδέεται με τον Ρέιγκαν, τη Θάτσερ, και τους διαδόχους τους, δεν κατάφερε να μάθει τα μαθήματα της Μεγάλης Ύφεσης του 1930. Έτσι, ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός έχει κατεδαφίσει την παγκόσμια οικονομία από το 2008.
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στους νεοκλασικούς/νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους και στους κεϋνσιανιστές δεν είναι καινούργια. Έχει επηρεάσει τις ταλαντευόμενες πολιτικές των καθεστώτων από το ’30. Οι περισσότεροι μετέχοντες κι από τις δύο πλευρές μιλούν και γράφουν σαν η αντιπαράθεση ανάμεσά τους να είναι το σημαντικότερο ζήτημα των οικονομικών, τώρα και στο μέλλον. Ίσως οι ακαδημαϊκές και πολιτικές τους καριέρες να εξαρτώνται από αυτό.
Όμως καθ’ όλη την ιστορία του, ο καπιταλισμός δημιουργούσε επικριτές που πήγαιναν πέρα από τους αναμορφωτές του και τα επιχειρήματά τους για τις κυβερνητικές παρεμβάσεις πάνω στην οικονομική πολιτική. Αυτοί οι επικριτές βρίσκουν ότι οι αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους νεοκλασικούς και στους κεϋνσιανιστές είναι δευτερεύουσας ή και μικρότερης σημασίας. Πιστεύουν ότι τα προβλήματα του καπιταλισμού είναι τόσο βαθιά, τόσο δύσκολα και έχουν τόσο επιδέξια ξεφύγει από διαδοχικούς αναμορφωτές (του Κέυνς και των κεϋνσιανιστών περιλαμβανομένων), ώστε το σύστημα χρειάζεται θεμελιώδη αλλαγή. Ο όρος «σοσιαλισμός» είναι προβληματικός στη χρήση σε αυτό το πλαίσιο επειδή έχει λάβει πολύ μεγάλο εύρος νοημάτων. Για παράδειγμα, πολλοί αναμορφωτές του καπιταλισμού, περιλαμβανομένων πολλών κεϋνσιανιστών αυτοαποκαλούνται «σοσιαλιστές» όπως κάνουν και πολλοί από τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Με τον ίδιο τρόπο, πολλοί επικριτές του καπιταλισμού, που απορρίπτουν τους κεϋνσιανούς αναμορφωτές, επιμένουν στον όρο «σοσιαλιστής». Το ίδιο ισχύει και για τον όρο «κομμουνιστής».
Τα αποτελέσματα της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης
Κάτι που περιέπλεξε τα πράγματα για τους αυξανόμενους επικριτές του καπιταλισμού είναι μια ιστορική αλλαγή σε πολλά από τα επιχειρήματα και τους στόχους τους. Πριν και μετά από τις επαναστάσεις, Σοβιετική (1917) και Κινεζική (1949), οι επικριτές που ζητούσαν την αλλαγή του συστήματος υποστήριζαν έναν πολύ μεγαλύτερο ρόλο του κράτους στην Οικονομία από οτιδήποτε πρότειναν οι κεϋνσιανιστές. Το κράτος δεν θα ήταν υπεύθυνο μόνο για να ρυθμίζει τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις αλλά και για να τις κοινωνικοποιεί, να τις μετατρέπει από ιδιωτικές σε κρατικής ιδιοκτησίας και κρατικής διαχείρισης επιχειρήσεις. Κατ’ επέκταση, πέρα από το να ρυθμίζει απλώς τα χρηματιστήρια, ο κρατικός σχεδιασμός θα διένειμε πόρους και προϊόντα. Οι επικριτές υπέρ της αλλαγής συστήματος είχαν σκοπό να αντικαταστήσουν τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και αγορές, με κρατικές επιχειρήσεις και σχεδιασμό. Έτσι ορίστηκαν και διαφοροποιήθηκαν ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός ως συστήματα. Οι αγώνες και οι συζητήσεις του 20ου αιώνα για τα συστήματα έθεταν τις αρετές και τα πλεονεκτήματα των ιδιωτικών επιχειρήσεων και αγορών, απέναντι σε αυτά των δημοσίων επιχειρήσεων και κρατικού σχεδιασμού.
Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των ανατολικοευρωπαίων συμμάχων της το 1989, και οι επακόλουθες αλλαγές στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, ανάγκασαν πολλούς από τους επικριτές του καπιταλισμού να επανεξετάσουν τις αναλύσεις τους και να ξανασχεδιάσουν τις στρατηγικές τους. Η μετάβαση από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και αγορές (καπιταλισμός) στις δημόσιες επιχειρήσεις και σχεδιασμό (σοσιαλισμός/κομμουνισμός) είχε αποδειχτεί μη βιώσιμη. Πιο σημαντικό, τα γνήσια οικονομικά και κοινωνικά κέρδη που είχαν επιτευχθεί, συνοδεύονταν από σοβαρά προβλήματα που έθεταν εν αμφιβόλω αυτά που, οι ίδιοι εκείνοι που ήθελαν να αλλάξουν το σύστημα, είχαν υποσχεθεί και προσδοκούσαν. Η παραδοσιακή έννοια και οι στόχοι του σοσιαλισμού/κομμουνισμού, όπως εφαρμόστηκαν στην ΕΣΣΔ, Κίνα και πιο πέρα, είχαν αποδειχτεί πολύ προβληματικά.
Έδωσαν στον κρατικό μηχανισμό έναν ρόλο κεντρικό στην οικονομία, γεγονός που ενίσχυσε τη μεγάλη συγκέντρωση της κρατικής ισχύος στην πολιτική αλλά και στην κουλτούρα. Αντίστοιχα, η αντικατάσταση των διοικητικών συμβουλίων με κρατικούς αξιωματούχους άλλαξε ελάχιστα τις αυταρχικές εσωτερικές οργανώσεις των επιχειρήσεων. Ο κύριος όγκος των εργαζομένων απεχθανόταν και συχνά υπέσκαπτε αυτή την οργάνωση, στρεβλώνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τους στόχους της βιομηχανοποίησης που έθετε το κράτος, και κατ’ επέκταση το κυριαρχούμενο από το κράτος σύστημα γενικότερα. Σιγά-σιγά, αυτά τα προβλήματα δημιούργησαν την βεβαιότητα ότι η ιδέα του σοσιαλισμού/κομμουνισμού κι ως εκ τούτου των στόχων για αλλαγή συστήματος πέρα από τον καπιταλισμό χρειάζονταν αλλαγή.
Από αυτή τη νέα άποψη, το καπιταλιστικό σύστημα δεν είχε αλλάξει –ή τουλάχιστον δεν είχε αλλάξει αρκετά- κάνοντας τις ιδιωτικές επιχειρήσεις δημόσιες και διανέμοντας πόρους και προϊόντα με σχεδιασμό αντί μέσω της αγοράς. Μέσα στους χώρους εργασίας, οι ίδιες ιεραρχίες ελέγχου, οι ίδιοι βασικοί διαχωρισμοί ανάμεσα σε εργοδότες και εργαζόμενους, διευθυντές και διευθυνόμενους, είχαν παραμείνει. Έτσι, οι πραγματικές μεταβάσεις που επιτεύχθηκαν ήταν από μια ιδιωτική σε μια κρατική μορφή καπιταλισμού. Αυτές οι αλλαγές στη μορφή του καπιταλισμού είχαν παρερμηνευθεί ως μετάβαση σε ένα σύστημα άλλο από τον καπιταλισμό.
Ανανεωμένο Ενδιαφέρον για τους Συνεταιρισμούς
Συχνά, μετά από επανεξέταση των κειμένων του Μαρξ, οι επικριτές του συστήματος μετατόπισαν την προσοχή τους στην παραγωγή, και πιο συγκεκριμένα στην οργάνωση της επιχείρησης. Ο καπιταλισμός ορίστηκε ξανά ως μια συγκεκριμένη σχέση ανάμεσα στους μετέχοντες στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών. Με τον ίδιο τρόπο που η δουλεία οριζόταν σε σχέση με τους δούλους και τους αφέντες, και η φεουδαρχία σε σχέση με τους άρχοντες και τους δουλοπάροικους, ο καπιταλισμός θα οριζόταν σε σχέση με τους εργοδότες και τους εργαζόμενους. Αυτό που έγινε σημαντικό ζήτημα ήταν οι σχέσεις μέσα στις επιχειρήσεις και όχι το δευτερεύον ζήτημα αν ο εργοδότης είναι το κράτος ή κάποιος ιδιώτης. Αυτό που όρισε τον καπιταλισμό ήταν η σχέση ανάμεσα στον εργοδότη και στον εργαζόμενο, ενώ αυτό που όριζε το άλλο επιθυμητό σύστημα –είτε λεγόταν σοσιαλισμός είτε κομμουνισμός είτε τίποτα από τα δύο- ήταν μια ριζικά διαφορετική σχέση.
Θέτοντας το ερώτημα της ακριβούς φύσης ενός άλλου συστήματος με μια παραγωγική σχέση ριζικά διαφορετική από του καπιταλισμού, οδήγησε πολλούς επικριτές να ξαναανακαλύψουν τους συνεταιρισμούς εργαζομένων (μερικές φορές αποκαλούνται συνεταιρισμοί παραγωγών). Ήταν επιχειρήσεις των οποίων η εσωτερική οργάνωση δε χωριζόταν σε εργοδότες και εργαζόμενους, δηλαδή διαφορετικές ομάδες που καταλαμβάνουν διαφορετικές θέσεις με βαθιά αντικρουόμενα συμφέροντα. Για τους επικριτές του συστήματος του καπιταλισμού, οι συνεταιρισμοί είναι επιχειρήσεις που είναι οργανωμένες δημοκρατικά –όλοι οι εργαζόμενοι θα είχαν τις δικές τους ίσες φωνές στη λήψη των επιχειρηματικών αποφάσεων. Τι να παράγουν, πώς και πού να παράγουν, και τι να κάνουν τα έσοδα της επιχείρησης, θα αποφασιζόταν δημοκρατικά και συλλογικά. Αυτή η επιχειρησιακή οργάνωση αποτελεί ένα γνήσια διαφορετικό μετακαπιταλιστικό σύστημα.
Πολλοί από τους επικριτές του συστήματος του σημερινού καπιταλισμού εστιάζουν συνεπώς όλο και περισσότερο σε μια οικονομική μετάβαση από την ιεραρχική οργάνωση της καπιταλιστικής επιχείρησης, σε επιχειρήσεις οργανωμένες πιο οριζόντια ως δημοκρατικοί συνεταιρισμοί. Οι εργαζόμενοι γίνονται διευθυντές, αντικαθιστώντας τα διοικητικά συμβούλια που εκλέγουν μέτοχοι, και οι αυτοδιοικούμενες συνεργατικές επιχειρήσεις διαδέχονται τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, και στις ιδιωτικές και στις δημόσιες σφαίρες (οι σχετικές αναλογίες διαφέρουν σε σχέση με τις παραδόσεις και τις προτιμήσεις στις διάφορες χώρες). Η μετάβαση από τον καπιταλισμό σε ένα συγκεκριμένο διάδοχο σύστημα -ως προτιμώμενη λύση στα προβλήματα του παγκόσμιου καπιταλισμού σήμερα- έχει στο επίκεντρο την αναμόρφωση της οργάνωσης του χώρου εργασίας ως το βασικό στοιχείο που λείπει, που υπέσκαψε τις προηγούμενες προσπάθειες να προχωρήσουμε πέρα από τον καπιταλισμό (δηλαδή παραδοσιακό σοσιαλισμό και κομουνισμό).
Όταν τα συστήματα καταρρέουν και οι επικριτές χωρίζονται σε δύο στρατόπεδα, οι αναμορφωτές συνήθως υπερισχύουν, πριν βρουν την ευκαιρία αυτοί που θέλουν να αλλάξουν το σύστημα. Σε βάθος χρόνου, γνωρίζουμε από την ιστορία ότι και η δουλεία, και η φεουδαρχία (οι σχέσεις δούλου-αφέντη, άρχοντα-δουλοπάροικου) ως επί το πλείστον καταργήθηκαν. Μήπως ο καπιταλισμός, η σχέση εργοδότη-εργαζομένου, επίσης καταρρέει;
Ο Richard D. Wolff είναι επίτιμος καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης στο Άμχερστ, διδάσκει στο πανεπιστήμιο Νιου Σκουλ, ενώ έχει διδάξει οικονομικά στο πανεπιστήμιο Γέιλ και στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης.
Πηγή: Truthout
Μετάφραση: presspublica.gr