ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2015

Ελεύθερη οικονομία και το ισχυρό κράτος: Μερικές σημειώσεις πάνω στο κράτος

από g.m. 

Ubu_Imperator

Max Ernst, Ubu Imperator, (1923)

Του Bonefeld Werner

Ο νεοφιλελευθερισμός βρήκε το βέβαιο τέλος του με την κρίση που ξέσπασε το 2008. (Cecena, 2009: 33)

Συμβατικά, ο νεοφιλελευθερισμός φαίνεται να αναδύθηκε μετά την βαθειά κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1970. Σύμφωνα με τον Αλτβάτερ, για παράδειγμα, «ξεκίνησε με το τέλος του σταθερού συστήματος ισοτιμιών Μπρέττον Γούντς το 1973 και την επακόλουθη φιλελευθεροποίηση των χρηματοοικονομικών αγορών στην Μεγάλη Βρετανία της Μάργκαρετ Θάτσερ» (2009: 73). Συνεπώς ο νεοφιλελευθερισμός είναι ταυτισμένος με ένα συγκεκριμένο καπιταλιστικό καθεστώς συσσώρευσης, χαρακτηριζόμενο από την κυριαρχία του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου έναντι του παραγωγικού κεφαλαίου.1 Συνήθως, ο νεοφιλελευθερισμός συσχετίζεται με ένα ανίσχυρο κράτος που αδυνατεί να αντισταθεί στις δυνάμεις της αγοράς. Το νεοφιλελεύθερο κράτος λειτουργεί ως ένα κράτος-διευκολυντής των αγορών.

Το νεοφιλελεύθερο καθεστώς συσσώρευσης ειπώθηκε ότι τελείωσε το 2008 όταν η τραπεζική βιομηχανία «δεν δίστασε να ‘επαναφέρει το κράτος’, με έναν πιο ριζοσπαστικό τρόπο ακόμα κι από τις Κεϋνσιανές εποχές». Από την στιγμή που το κράτος επανήλθε, ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός μεταμορφώθηκε σε «ένα είδος ‘χρηματοοικονομικού σοσιαλισμού’» (Altvater, 2009: 79, παραθέτοντας τον Sennett). Αυτός ο σοσιαλισμός κοινωνικοποιεί τις χρηματοοικονομικές απώλειες, εγγυάται «τοξικό χρέος» και διασφαλίζει ιδιωτικά κέρδη, και για να ισορροπήσει τα λογιστικά βιβλία, επιτίθεται στις συνθήκες. Ισοδυναμεί με μία τεράστια αναδιανομή πλούτου από την εργασία στο κεφάλαιο. Ο χρηματοοικονομικός σοσιαλισμός απεικονίζει σωστά την ιδέα του Μαρξ περί καπιταλιστικού κράτους ως εκτελεστικής επιτροπής της μπουρζουαζίας. Τι είναι, όμως, αυτό που εννοείται με την «επαναφορά του κράτους»; Ήταν πραγματικά αποκλεισμένο κατά την διάρκεια του επονομαζόμενου νεοφιλελεύθερου καθεστώτος της συσσώρευσης;

Η ιδέα ότι το κράτος «επαναφέρθηκε» υπονοεί ένα αναδυόμενο κράτος, ένα κράτος που επανάκτησε κάποιο μέτρο ελέγχου πάνω στην αγορά. Αυτή η άποψη υπονοεί μία σύλληψη της αγοράς και του κράτους ως δύο ξεχωριστών τρόπων κοινωνικής οργάνωσης, και το αιώνιο ερώτημα σχετικά με μία τέτοια σύλληψη είναι αν η αγορά έχει αυτονομία έναντι του κράτους, ή το κράτος έναντι της αγοράς. Η κοινωνική συγκρότηση κράτους και αγοράς ως διακριτές μορφές κοινωνικών σχέσεων δεν εγείρεται. Ακολουθώντας τον Κλαρκ (1992), αυτή η εργασία υποστηρίζει ότι το καπιταλιστικό κράτος είναι θεμελιωδώς ένα φιλελεύθερο κράτος. Αυτή η σύλληψη συνεπάγεται την τάξη ως την καθοριστική κατηγορία της μορφής και του περιεχομένου του.

Αυτό που χρειάζεται είναι…ειλικρινής και οργανωμένη εξαναγκαστική βία (Wolf, 2001)

Όσο ξεχωριστή κι αν ήταν η πολιτική απάντηση στην κρίση του 2008, η εμφανής ανάδυση του νεοφιλελευθερισμού κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1980 δεν συνεπίφερε ένα αδύναμο κράτος. Συνεπίφερε ένα «ισχυρό κράτος». Το βιβλίο του Άντριου Γκέιμπλ πάνω στην περίοδο Θάτσερ ήταν έτσι εύστοχα τιτλοφορημένο Η Ελεύθερη Οικονομία και το Ισχυρό Κράτος, κάτι που έκανε ξεκάθαρη αναφορά στην ordo-φιλελεύθερη σύλληψη της σχέσης μεταξύ το εθνικό κράτος και της παγκόσμιας οικονομίας.2 Η Σούζαν Τζορτζ (1988) χαρακτήρισε την δεκαετία του 1980 ως μία εποχή στην οποία τα πάντα ιδιωτικοποιήθηκαν, εκτός από τις απώλειες, οι οποίες κοινωνικοποιήθηκαν με την χρησιμοποίηση μέσων όπως η σκλαβιά του χρέους και η καταπιεστική αγορά εργασίας και οι κρατικές μεταρρυθμίσεις πρόνοιας. Ο Έρνεστ Μαντέλ (1987) χαρακτήρισε την πολιτική οικονομία της δεκαετίας του 1980 ως «στρατιωτικό Κεϋνσιανισμό», ένας Κεϋνσιανισμός που αναχρηματοδότησε ένα χρηματοοικονομικό σύστημα στο χείλος της τότε κρίσης χρεωμένων και της κακής έκθεσης χρέους. Η διάσωση του πήρε την μορφή μιας γνώμης υπέρ της κυκλικής χρηματοδότησης του ελλείμματος βασισμένης στο δολάριο Ηνωμένων Πολιτειών, της επέκτασης του βιομηχανικού στρατιωτικού συμπλέγματος, της ιδιωτικοποίησης,  και της χρηματοοικονομικής απελευθέρωσης.

Ο στρατιωτικός Κεϋνσιανισμός επιδίωξε να ισορροπήσει τα λογιστικά βιβλία παίρνοντας χρήματα από τις τσέπες των εργατών, και κάνοντας επίθεση στις συνθήκες. Η αναδιανομή του πλούτου από την εργασία στο κεφάλαιο ήταν τέτοια ώστε στις αρχές του 1990, «περίπου τα δύο τρίτα του πληθυσμού της γης κέρδισαν λίγο ή και καθόλου ουσιαστικό πλεονέκτημα από την ραγδαία οικονομική ανάπτυξη. Στον ανεπτυγμένο κόσμο το χαμηλότερο τεταρτημόριο των εισοδηματιών ήταν μάρτυρας σε μία διάχυση του πλούτου προς τα πάνω παρά προς τα κάτω. (Financial Times, 24 Δεκεμβρίου 1993). Αυτό το ένα τέταρτο, έχει έκτοτε επεκταθεί στο μισό του πληθυσμού της γης, δημιουργώντας ένα κενό δίχως προηγούμενο ανάμεσα στα εισοδήματα, εγχώρια και σε παγκόσμια κλίμακα (βλέπε Glyn, 2006). Ο «στρατιωτικός Κεϋνσιανισμός διατήρησε τον καπιταλισμό στην βάση μίας συσσώρευσης ενός πιθανότατα φανταστικού πλούτου.

Το χρέος επεκτάθηκε σε τέτοιο βαθμό που, σύμφωνα με τους Financial Times (27 Σεπτεμβρίου 1993), το ΔΝΤ φοβήθηκε στην αρχή του 1990 ότι «η απειλή του χρέους κινείται βόρεια. Αυτές τις μέρες είναι η σταδιακή άνοδος του χρέους του πρώτου κόσμου, όχι η κρίση που οφείλεται στην καθυστέρηση της Αφρικής, που στοιχειώνει τον ύπνο των επισήμων του ΔΝΤ». Μπροστά στις επαναλαμβανόμενες κρίσεις από το 19873, και στους διάφορους φόβους των χρηματιστηρίων, οι ΗΠΑ αναδύθηκαν ως η μεγαλύτερη χώρα-χρεώστης. Ο Μαγκντόφ και άλλοι υποστήριξαν ότι, μέχρι το 2002, το εκκρεμές ιδιωτικό χρέος ήταν δύο και ένα τέταρτο του ΑΕΠ, ενώ το συνολικό εκκρεμές χρέος -ιδιωτικό συν κυβερνητικό- πλησίασε το τριπλάσιο του ΑΕΠ. Οι ελλειμματικές δαπάνες συντήρησαν μία παγκόσμια οικονομία που έγινε εντελώς εξαρτημένη από ένα βουνό χρέους.

Κατά την διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων, η συσσώρευση πιθανώς φανταστικού πλούτου με την μορφή των χρημάτων, και ο εξαναγκαστικός έλεγχος της εργασίας, από την σκλαβιά του χρέους σε νέες περιφράξεις, και από την απελευθέρωση των συνθηκών [Σ.τ.Μ. εργασίας] στην ιδιωτικοποίηση του κινδύνου, υπήρξαν μαζί. Στο ευρύτερο πλαίσιο μιας παγκόσμιας οικονομίας μαστιζόμενης από το χρέος και απειλούμενης από την κατάρρευση του χρέους, ο Μάρτιν Γούλφ υποστήριξε ότι η εγγύηση του παγκόσμιο κεφαλαίου χρειάστηκε ισχυρότερα κράτη. Όπως το έθεσε σε σχέση με τον επονομαζόμενο Τρίτο Κόσμο, «αυτό που χρειάζεται δεν είναι ευλαβείς φιλοδοξίες αλλά μία ειλικρινής και οργανωμένη εκφοβιστική δύναμη» (Wolf, 2001). Σε σχέση με τον επονομαζόμενο ανεπτυγμένο κόσμο, ο Σόρος (2003) υποστήριξε, δικαίως, ότι η τρομοκρατία όχι μόνο παρείχε την ιδανική νομιμοποίηση αλλά επίσης τον ιδανικό εχθρό για την αδέσμευτη καταναγκαστική προστασία των κλυδωνισμένων απ’ το χρέος σχέσεων της ελεύθερης αγοράς «επειδή είναι αόρατος και δεν εξαφανίζεται ποτέ». Η προϋπόθεση μιας πολιτικής του χρέους είναι η συνεχιζόμενη συσσώρευση «ανθρώπινων μηχανών» στις πυραμίδες της συσσώρευσης. Η τυφλή της προθυμία για λεηλασία απαιτεί οργανωμένη καταναγκαστική δύναμη για να διατηρήσει την τεράστια υποθήκη των μελλοντικών εσόδων στο παρόν. Η απαίτηση του Γούλφ για ισχυρό κράτος δεν αντικρούει τον νεοφιλελευθερισμό. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν απαιτεί αδυναμία από το κράτος. Το laissez-faire [Σ.τ.Μ. ελεύθερο εμπόριο, χωρίς περιορισμούς, δασμούς κτλ] δεν είναι «απάντηση στις ταραχές» (Willgerdot και Peacock, 1989: 6).

Όντως, το laissez-faire είναι «μία αρκετά αμφιλεγόμενη και παραπλανητική περιγραφή των αρχών πάνω στις οποίες βασίζεται μία φιλελεύθερη πολιτική γραμμή» (Hayek, 1976: 84). Που σημαίνει, ότι το νεοφιλελεύθερο κράτος είναι «προγραμματισμός για ανταγωνισμό» (1976: 31), και ως εκ τούτου δεν μπορεί να υπάρξει ελευθερία στην αγορά χωρίς «αστυνομία αγορών» (Rόstow, 1942: 289). Για τους νεοφιλελεύθερους, υπάρχει συνεπώς μία «έμφυτη σύνδεση μεταξύ οικονομικών και πολιτικής» (Friedman, 1962: 8): όχι μόνο η ελεύθερη αγορά απαιτεί το ισχυρό κράτος ως διευκολυντή της αγοράς, αλλά είναι επίσης εξαρτώμενη στο κράτος ως την καταναγκαστική δύναμη αυτής της ελευθερίας.

Και τώρα, φαινομενικά, ο νεοφιλελευθερισμός έχει φτάσει σε ένα συντριπτικό τέλος, όταν οι χρηματοοικονομικές αγορές κατέρρευσαν, προκαλώντας τεράστιες απώλειες περισσότερες των 1.4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων» τον Αύγουστο του 2008 (Altvater, 2009: 75). Αναδυόμενη από τις στάχτες του είναι η «νέα εποχή του μετα-νεοφιλελευθερισμού» (Brandt και Sekler, 2009: 12)—μία απάντηση, κατά τον Μπραντ και τον Σέκλερ, στον «(αρνητικό) αντίκτυπο του νεοφιλελευθερισμού», του οποίου ο ακριβής τρόπος οργάνωσης είναι ακόμα ασαφής. Θα μπορούσε να κυμαίνεται από την σοσιαλδημοκρατία έως την στρατιωτική δικτατορία, και από τον ριζοσπαστικοποιημένο Κεϋνσιανισμό στην στρατιωτικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων.

Όποιος κι αν είναι ο ακριβής τρόπος οργάνωσης, στην βάση του ο μετα-νεοφιλελευθερισμός είναι μία άρνηση  του χρηματοοικονομικού καπιταλισμού, άρνηση φερμένη από κοινωνικές δυνάμεις που απαιτούν μία επιστροφή στην στηριζόμενη πραγματική οικονομική ανάπτυξη (Brandt and Sekler, 2009: 11–12). Το φάντασμα της ερχόμενης περιόδου εμφανίζεται, έτσι, με την μορφή ενός ισχυρού και ικανού «μετα-νεοφιλελεύθερου» κράτους που κάνει το χρήμα υπηρέτη του, βάζοντας το να δουλέψει για ανάπτυξη και δουλειές.4 Το μετα-νεοφιλελεύθερο κράτος μπορεί έτσι να κατανοηθεί ως ένα ισχυρό κράτος που αστυνομεύει την αγορά με δυνατή κρατική εξουσία υπέρ της προοδευτικής παραγωγικής συσσώρευσης, δημιουργώντας δουλειές και πλούτο.

Η υπερδομή είναι η έκφραση της υποδομής. (Benjamin, 1983: 495–6)

Ο Μαρξ συστήνει την μεταφορά του περί βάσης και υπεδομλ γράφοντας ότι η έρευνά του τον οδήγησε στην κατανόηση ότι «το συνολικό άθροισμα των σχέσεων παραγωγής απαρτίζει την οικονομική δομή της κοινωνίας, το πραγματικό θεμέλιο, πάνω στο οποίο ανεβαίνει μία νόμιμη και πολιτική υπερδομή και στην οποία ανταποκρίνονται συγκεκριμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης» (1981: 8). Αφήνοντας στην άκρη την κατανόηση του ίδιου του Μαρξ για τον έργο του ως κριτική οικονομικών κατηγοριών (Marx, 1981: 10), και με αυτήν την οικονομική αντικειμενικότητα από την οποία η υπερδομή υποτίθεται ότι θα αναδυθεί, η μεταφορά του λέει ότι η πολιτική μορφή της αστικής κοινωνίας, το κράτος, ανήκει στην κοινωνία από την οποία πηγάζει. Χονδρικά, ο σκοπός του κεφαλαίου είναι να συσσωρεύσει εκμαιευμένη υπεραξία, και το κράτος είναι η πολιτική μορφή αυτού του σκοπού.

Ο ισχυρισμός του Μαρξ ότι η μεταφορά της βάσης/υπερδομής είναι το αποτέλεσμα της ερευνάς του είναι, όμως, ανειλικρινής. Η ρίζα της βρίσκεται στην κλασσική πολιτική οικονομία. Ο Γουίλλιαμ Ρόμπερτσον (1890: 104) ανακεφαλαίωσε την κλασσική θέση καλά: «σε κάθε έρευνα που αφορά το εγχείρημα των ανθρώπων όταν είναι ενωμένοι στην κοινωνία, το πρώτο αντικείμενο προσοχής θα πρέπει να είναι ο τρόπος διαβίωσης. Αναλόγως, όπως αλλάζει ο τρόπος διαβίωσης, οι νόμοι και οι τακτικές τους πρέπει να είναι διαφορετικά». Ο Άνταμ Σμιθ μας παρείχε την κλασσική παρουσίαση.

Η θεωρία του σχετικά με την ιστορία είναι αξιομνημόνευτη όχι μόνο για την έμφαση που δίνει στις οικονομικές δυνάμεις που έχουν ανελιχθεί μέσα από την ιστορία προς την «εμπορική κοινωνία», αλλά επίσης και για το επιχείρημα ότι σε κάθε ιστορικό στάδιο, η πολιτική μορφή της κοινωνίας, είτε την σκεφτόμαστε με όρους εξουσίας ή δικαιοδοσίας, απαραίτητα απορρέει από τις μορφές ιδιοκτησίας. Για τον Σμιθ, η ιδιοκτησία είναι η συνέπεια της ανάπτυξης στον καταμερισμό της εργασίας. Αυξάνει την αναπτυσσόμενη κοινωνική διαφοροποίηση της κοινωνίας σε διακριτές κοινωνικές τάξεις, και η επέκταση της αυξάνει το κοινωνικό πλεόνασμα, κάτι που οδηγεί στην επέκταση της ιδιοκτησίας. Αυτή η επέκταση βάζει τα θεμέλια για τον διαχωρισμό μεταξύ της κοινωνίας των πολιτών και του κράτους στον καπιταλισμό.

Ο Σμιθ προσδιορίζει το κράτος ως την πολική μορφή της ιδιοκτησίας, και λέει ότι ο σκοπός του κράτους προέρχεται από τις ανάγκες της ιδιοκτησίας. Το κράτος υπάρχει για να προστατεύει, να διατηρεί και να διευκολύνει τον νόμο της ιδιοκτησίας. Ο Σμιθ καθορίζει έναν αριθμό από αναντικατάστατες λειτουργίες του κράτους. Εκτός από το να προστατεύει την χώρα από εξωτερικές απειλές, πρέπει να παρέχει μία ακριβή διακυβέρνηση δικαιοσύνης ώστε να επιλύει διαμάχες συμφερόντων μεταξύ ιδιοκτητώνs. Γι’ αυτόν «δικαιοσύνη…είναι ο βασικός στύλος που κρατάει όρθιο όλο το οικοδόμημα» (1976b: 86). Προστατεύει τα δικαιώματα ελευθερίας και ιδιοκτησίας του ατόμου, εγγυώμενο το πλαίσιο της κοινωνίας των πολιτών.

Το κράτος είναι επίσης αναντικατάστατο για την παροχή δημοσίων αγαθών που απαιτούνται για την λειτουργία της αγοράς, που όμως δεν μπορεί να παρέχει η ίδια η αγορά λόγω έλλειψης κερδοφορίας (βλέπε Smith, 1976a: 723). Επιπροσθέτως, το κράτος είναι επιβαρυμένο με την διευκόλυνση του νόμου ιδιοκτησίας για παράδειγμα, αφαιρώντας διάφορα θεσμικά και νομικά ελαττώματα, και αντιμετωπίζοντας εκείνα τα ιδιωτικά συμφέροντα που παρεμποδίζουν την τέλεια ελευθερία της αγοράς. Αυτή η αρμοδιότητα επίσης συνεπάγεται ότι το κράτος κάνει προσπάθειες για να βοηθήσει να επιτευχθεί το «χαμηλό κόστος της παροχής» (Smith 1978: 6), διευκολύνοντας την προοδευτική ανάπτυξη της συσσώρευσης πάνω στην βάση της αυξημένης παραγωγικότητας της εργασίας.

Ο Σμιθ συστήνει το υποκείμενο της ταξικής πάλης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, επιχειρηματολογώντας ότι «οι κοινοί μισθοί της εργασίας εξαρτώνται παντού πάνω σ’ αυτό το συμβόλαιο μεταξύ αυτών των δύο πλευρών, των οποίων τα συμφέροντα σε καμία περίπτωση δεν είναι ίδια». Αυτό σημαίνει, «η επιθυμία των εργατών να πάρουν όσο περισσότερα, η επιθυμία των αφεντικών να δώσουν όσο λιγότερα. Οι πρώτοι τείνουν να συνεργάζονται με σκοπό την αύξηση, οι δεύτεροι με σκοπό την μείωση στους μισθούς της εργασίας» (Smith, 1976a: 83). Σ’ αυτόν τον αγώνα, οι αφέντες έχουν το πάνω χέρι γιατί είναι «λιγότεροι στον αριθμό, μπορούν να συνδυαστούν πολύ πιο εύκολα…[και] μπορούν να ζήσουν για περισσότερο με το απόθεμα που έχουν συγκεντρώσει». Οι εργάτες, από την άλλη πλευρά, μπορεί να «λιμοκτονήσουν». Το ότι οι εργάτες εξεγείρονται είναι κατανοητό δεδομένου ότι «είναι απελπισμένοι». Κι όμως, η πράξη τους είναι ανόητη, γιατί «οι εργάτες πολύ σπάνια αποκομίζουν οποιοδήποτε πλεονέκτημα από την βία αυτών των ταραχωδών συνδυασμών» (Smith, 1976a: 83–4).

Σύμφωνα με τον Σμιθ, η επίλυση της ταξικής διαμάχης μπορεί να βρεθεί μόνο στον καθορισμό του πραγματικού συμφέροντος του εργάτη, και το πραγματικό συμφέρον βρίσκεται στην συνεχή προοδευτική συσσώρευση. «Οι εργάτες κάνουν καλά που δεν παλεύουν, γιατί με την αύξηση του πλεονάσματος, τα αποθέματα συσσωρεύονται, αυξάνοντας τον αριθμό των εργατών, και η αύξηση των εσόδων και των αποθεμάτων είναι η αύξηση του εθνικού πλούτου. Η απαίτηση αυτών που ζουν με μισθούς…αυξάνεται με την αύξηση στον εθνικό πλούτο» (Smith, 1976a: 86–7). Αυτή, τότε, είναι η διάσημη επίδραση της διάχυσης του πλούτου προς τα κάτω—η συσσώρευση, υποστηρίζει, αυξάνει τον εθνικό πλούτο και «προκαλεί μια αύξηση στον μισθό της εργασίας» (Smith, 1976a: 87).

Ο Σμιθ το ονομάζει αυτό η «φιλελεύθερη ανταμοιβή της εργασίας», και μία συνέπεια αυτού του επιχειρήματος είναι, φυσικά, ότι αν υπάρχουν φτωχοί, τότε είναι μία ένδειξη ότι «τα πράγματα είναι στατικά» (Smith, 1976a: 91), και απαιτούν κρατική δράση προς διευκόλυνση του «χαμηλού κόστους των αγαθών όλων των ειδών» (Smith, 1976a: 333). Οι ιδιοκτήτες μετοχών σε μερικές χώρες ίσως επιτύχουν υψηλότερους ρυθμούς επιστροφής των επενδύσεων τους απ’ ότι σε άλλες χώρες, «κάτι που αναμφίβολα επιδεικνύει το πλεόνασμα του αποθέματός τους» (Smith, 1976a: 109). Η συντήρηση του αποθέματος απαιτεί ανταγωνιστική προσαρμογή, και η διευκόλυνση της «ανήκει στην αστυνομία» (Smith, 1978: 5).

Σύμφωνα με τον Σμιθ, «ο εθνικός πλούτος» και «οι εργάτες» κερδίζουν από την προοδευτική συσσώρευση. Όμως, οι κάτοχοι χρεογράφων έχουν μια διφορούμενη σχέση με την προοδευτική συσσώρευση, επειδή «η αύξηση των χρεογράφων, που αυξάνει τους μισθούς, τείνει στην μείωση του κέρδους» (Smith, 1976a: 105). Οι καπιταλιστές λοιπόν, μπορούν να αναζητήσουν να διατηρήσουν το περιθώριο κέρδους τεχνητά, παρακωλύοντας την φυσική ελευθερία της αγοράς, για παράδειγμα μέσω του καθορισμού των τιμών ή του προστατευτισμού. Αυτό το είδος εκδήλωσης της ιδιωτικής εξουσίας «παράγει αυτό που αποκαλούμε αστυνομία. Οποιοιδήποτε κανονισμοί δημιουργούνται με σεβασμό στις ανταλλαγές, στο εμπόριο, στην γεωργία, στις κατασκευές μίας χώρας θεωρούνται σαν να ανήκουν στην αστυνομία.» (Smith, 1978: 5).

Με άλλα λόγια, «το οικονομικό σύστημα απαιτεί μια αστυνομία αγοράς με σθεναρή κρατική εξουσία για την προστασία και την διατήρηση του» (Rostow, 1942: 289), και η αποτελεσματική αστυνόμευση συνεπάγεται ένα σθεναρό κράτος, ένα κράτος στο οποίο [η αστυνόμευση] ανήκει: υπέρ και πάνω από την οικονομία, υπέρ και πάνω από τα ενδιαφερόμενα κόμματα (interessenten)» (Rostow, 1963: 258). Η ικανότητα του κράτους να προστατεύει και να διατηρεί τον νόμο της αξίας εξαρτάται από τον διαχωρισμό του από την κοινωνία των πολιτών- είναι η ανεξαρτησία του κράτους από την κοινωνία που επιτρέπει την αποτελεσματική λειτουργία του σαν ένα καπιταλιστικό κράτος. Η αποτυχία του κράτους να διατηρήσει τον χωρισμό του από την κοινωνία «θα οδηγήσει τελικά σε ταξικό πόλεμο» (Nichols, 1984: 170).

Σύμφωνα με τον Χέγκελ (1967: 210), η πρόληψη του ταξικού πολέμου μπορεί να προωθηθεί από «επιτυχημένους πολέμους» που «έχουν ελέγξει την εγχώρια αναταραχή και έχουν εδραιώσει την εξουσία του κράτους στο εσωτερικό». Επίσης υποστήριξε την χρήση ηθικών μέσων, συμπεριλαμβανομένης της αντιδραστικής ισότητας του εθνικισμού, που σημαίνει ότι ανεξάρτητα από τις συνθήκες, είμαστε όλοι μέλη του ενός εθνικού σκάφους-αυτή η φαντασιακή κοινότητα που εμφανίζεται να υπερβαίνει τις ταξικές σχέσεις.5 Πριν από τον Χέγκελ, ο Σμιθ (1976a: 723) είχε ήδη υποστηρίξει ότι το κράτος πρέπει να προωθεί «την καθοδήγηση των ανθρώπων», κυρίως μέσω της εκπαίδευσης και των δημοσίων διασκεδάσεων. Υποστήριζε ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να κάνει προσπάθειες ώστε να εξισορροπήσει τις κοινωνικές επιδράσεις της συσσώρευσης αναλαμβάνοντας την ευθύνη για πολιτισμικές δραστηριότητες ώστε να διατηρήσει το φιλελεύθερο σύνταγμα της κοινωνίας των πολιτών. Ενάντια στην ψευδή συνείδηση του ταξικού πολέμου, το κράτος πρέπει να κάνει τους εργάτες να αντιληφθούν ότι το πραγματικό συμφέρον τους εξυπηρετείται καλύτερα από την προοδευτική συσσώρευση.

Με τα λόγια του Μέλλερ-Άρμακ, ενός ordo-φιλελεύθερου υπέρμαχου κάποιας αξιόλογης φήμης, ο οποίος επινόησε την φράση «οικονομία της κοινωνικής αγοράς»6, αυτό συνέβη για να οδηγήσει στην ενσωμάτωση της ανταγωνιστικότητας «σε ένα ολοκληρωτικό τρόπο ζωής» (Moller-Arnack, 1978: 328). Ο σκοπός του κράτους είναι λοιπόν να διασφαλίσει «την απόλυτη εκρίζωση κάθε αταξίας από τις αγορές και την εξάλειψη της ιδιωτικής εξουσίας από την οικονομία» (σχολιασμένο στο Haselbach, 1991: 92). Η ελεύθερη αγορά είναι λοιπόν εγκεκριμένη σαν μια α-κρατική σφαίρα κάτω από κρατική προστασία. Το κράτος από-πολιτικοποιεί την συμπεριφορά των κοινωνικών σχέσεων ως σχέσεις ελεύθερης βούλησης, ελευθερίας και ισότητας, και το κάνει μονοπωλώντας το πολιτικό ως την «συγκεντρωμένη και οργανωμένη εξουσία της κοινωνίας» (Marx, 1983: 703).

Οι υπέρμαχοι του κατασκευάζουν το φιλελεύθερο κράτος ξεδιάντροπα σαν ένα ταξικό κράτος το οποίο, φαινομενικά, λειτουργεί για το πραγματικό συμφέρον των εργατών – στις δουλειές, τους μισθούς και τις συνθήκες, και έτσι στην προοδευτική συσσώρευση του κεφαλαίου. Το κράτος «διατηρεί τους πλούσιους στην κυριότητα του πλούτου τους ενάντια στην βία και την αρπακτικότητα των φτωχών» (Smith, 1978: 338), και διδάσκει στους φτωχούς ότι το πραγματικό συμφέρον τους βρίσκεται στην προοδευτική συσσώρευση του κεφαλαίου. Το κράτος, φυσικά, δεν είναι ένα ταξικό κράτος επειδή οι υπέρμαχοι του λένε ότι είναι. Όμως, η μεταφορά βάσης-εποικοδομήματος που ο Μαρξ άντλησε από την κλασσική πολιτική οικονομία7 αναφέρει ότι το κράτος είναι η πολιτική μορφή του νόμου της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Ως ένα φορολογικό κράτος, εξαρτάται απόλυτα από την προοδευτική συσσώρευση του κεφαλαίου. Όμως, ο ταξικός χαρακτήρας του κράτους δεν καθορίζεται με εθνικούς όρους.

Συντηρείται μέσω παγκόσμιων σχέσεων των αγορών. Όπως ο Σμιθ (1976a: 848-49) το έθεσε, «ο ιδιοκτήτης κεφαλαίου είναι κατάλληλα ένας πολίτης του κόσμου, χωρίς να είναι απαραίτητα συνδεδεμένος με κάποια συγκεκριμένη χώρα. Θα ήταν ικανός να εγκαταλείψει την χώρα στην οποία εκτέθηκε σε μια ενοχλητική ανάκριση, ώστε να φορολογηθεί με έναν επαχθή φόρο, και θα μετακινούσε το κεφάλαιο του σε μια άλλη χώρα όπου θα μπορούσε είτε να συνεχίσει την επιχείρηση του, ή να απολαύσει την περιουσία του με την ευκολία του». Αυτό με άλλα λόγια είναι «ο καπιταλιστικός νόμος της ιδιοκτησίας και του συμβολαίου [που υπερβαίνει] το εθνικό νομικό σύστημα και το παγκόσμιο χρήμα [που υπερβαίνει] τα εθνικά νομίσματα» (Clarke, 1992. επίσης Bonefeld, 2000). Ο Σμιθ έγραψε το έργο του σαν μια κριτική του μερκαντιλιστικού κράτους. Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, είχε γίνει η ιδεολογική ορθοδοξία ενός φιλελευθεροποιημένου κράτους (δες Clarke, 1998: κεφάλαιο 1). Ήταν σε αυτό το πλαίσιο που ο Μαρξ γράφει (με τον Έγκελς) στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο για τον κοσμοπολιτικό χαρακτήρα της μπουρζουαζίας, και ορίζει το εθνικό κράτος ως την εκτελεστική επιτροπή της μπουρζουαζίας.

Ο νόμος δημιουργείται για το κράτος, όχι το κράτος για τον νόμο. [Αν] πρέπει να γίνει μια επιλογή μεταξύ των δύο, είναι ο νόμος που πρέπει να θυσιαστεί για το κράτος. (Rossiter, 1948: 11)

Στην εποχή μας, ο Μίλτον Φρίντμαν έχει παράσχει έναν πειστικό ορισμό του κράτους ως της εκτελεστικής επιτροπής της μπουρζουαζίας. Όπως το έθεσε, το κράτος είναι «αναγκαίο και σαν τόπος δημόσιας συζήτησης για τον καθορισμό των “των κανόνων του παιχνιδιού” αλλά και σαν διαιτητής για να ερμηνεύει και να επιβάλλει τους κανόνες που αποφασίστηκαν», ενώ η επιβολή είναι αναγκαία, «σε αυτούς τους λίγους που αλλιώς δεν θα έπαιζαν το παιχνίδι» (1962: 15, 25). Με άλλα λόγια, «η οργάνωση της οικονομικής δραστηριότητας μέσω της εθελοντικής ανταλλαγής υποθέτει ότι έχουμε παράσχει, μέσω της κυβέρνησης, για την διατήρηση του νόμου και της τάξης ώστε να εμποδίσουμε τον εξαναγκασμό του ενός ατόμου από το άλλο, την επιβολή των συμβάσεων να εμπλέκονται εθελοντικά, τον ορισμό της σημασίας των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, την ερμηνεία και την επιβολή τέτοιων δικαιωμάτων, και την πρόβλεψη για ένα νομισματικό πλαίσιο» (σελ. 27). Το κράτος πρέπει «να προωθεί τον ανταγωνισμό» (σελ. 34), και να κάνει για την αγορά αυτό που η αγορά «δεν μπορεί να κάνει για τον εαυτό της» (σελ. 27). Οι φιλελεύθεροι, λέει ο Φρίντμαν, «πρέπει να απασχολούν πολιτικούς διαύλους για να συμφιλιώνουν τις διαφορές» διότι το κράτος είναι ο οργανισμός που παρέχει τα μέσα «σύμφωνα με τα οποία εμείς μπορούμε να αλλάξουμε τους κανόνες» (σελ. 23, η έμφαση προστέθηκε). Όμως, τι γίνεται όταν αυτοί παρεμβαίνουν;

Η μεγάλη συμφορά για το κεφάλαιο και το κράτος του δεν είναι η ενσωμάτωση, μέσω της αντιπροσώπευσης, της εργατικής τάξης στο σύστημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Όπως το έθεσε ο Σιμόν Κλαρκ (1991b: 200), «η ανάπτυξη της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης για την εργατική τάξη, όσα περιθώρια παρέχει για την βελτίωση των υλικών συνθηκών τομέων της εργατικής τάξης, απέχει πολύ από το να αποτελεί μια έκφραση συλλογικής δύναμης της εργατικής τάξης, και γίνεται το μέσο με το οποίο αυτή διασπάται, καθίσταται ανενεργή και αποθαρρύνεται».8 Ο μεγάλος κίνδυνος είναι ο εκδημοκρατισμός της κοινωνίας.9

Γίνεται αρωγός στον διαχωρισμό της μπουρζουαζίας μεταξύ της κοινωνίας και του κράτους, και το κάνει αναγνωρίζοντας και οργανώνοντας «τις δικές της δυνάμεις» ως κοινωνικές δυνάμεις» (Marx, 1964: 370). Σύμφωνα με τους (νεο)-φιλελεύθερους υπέρμαχους, τέτοιος εκδημοκρατισμός, που είναι με άλλα λόγια, η πολιτικοποίηση των εργατικών σχέσεων της κοινωνίας μέσω συνεχών κοινωνικών αγώνων, είναι συμφυής στο «σύστημα της αγοράς». Για τον Σμιθ, για παράδειγμα, ο ταξικός αγώνας πηγάζει από την απελπιστική κατάσταση των εργατών. Υποστήριξε ότι αυτός ο αγώνας εκφράζει μια ψευδή συνείδηση διότι η βελτίωση των συνθηκών εξαρτάται από την προοδευτική συσσώρευση, και έτσι καλεί το κράτος να διασφαλίσει το χαμηλό κόστος των προμηθειών (μέσω μεγαλύτερης εργασιακής παραγωγικότητας). Οι ordo-φιλελεύθεροι επιχειρηματολογούν παρόμοια. Από την οπτική τους, η τάση αυτού που αποκαλούν προλεταριοποίηση είναι συμφυής με τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, και οδηγεί σε κοινωνική κρίση, αναταραχή και αταξία αν δεν ελεγχθεί.

Ο περιορισμός της [ΣτΜ: ενν. της προλεταριοποίησης] είναι μια πολιτική αρμοδιότητα και τα μέσα του περιορισμού ποικίλλουν από την εσωτερίκευση της ανταγωνιστικότητας (Moller-Amarck, 1978), την δημιουργία μιας κοινωνίας κατόχων μετοχών (Ropke, 1949), την μετατροπή μιας προλεταριακής κοινωνίας σε μια δημοκρατία κατοχής ιδιοκτησίας (Brittan, 1984), την υπερεθνική ρύθμιση χρήματος και νόμου (Hayek, 1939/ Moller-Armack, 1971), και την πολιτική δράση ενάντια στην συλλογική οργάνωση: «αν η ελευθερία είναι να έχεις μια ευκαιρία επιβίωσης και εάν οι κανόνες διατηρούνται για να διασφαλίσουν τις ελεύθερες ατομικές αποφάσεις», το κράτος πρέπει να δράσει (Willgerodt and Peacock, 1989:6), και «οι πιο θεμελιώδεις αρχές μιας ελεύθερης κοινωνίας… ίσως θα πρέπει να θυσιαστούν προσωρινά … [για να διατηρηθεί] η ελευθερία μακροπρόθεσμα» (Hayek, 1960: 217). Πράγματι, σε καιρούς κρίσης «καμιά θυσία δεν είναι αρκετά μεγάλη για την δημοκρατία μας, όσο η προσωρινή θυσία της ίδιας της δημοκρατίας» (Rossiter, 1949: 314). Για να επικρατήσει η δικαιοσύνη, η τάξη πρέπει να αποκατασταθεί. Ο νόμος δεν είναι εφαρμόσιμος κατά την διάρκεια κοινωνικής αναταραχής. Ο νόμος είναι επακόλουθο της τάξης, και ο κανόνας του νόμου εξαρτάται στην βία του νόμου. Είναι για αυτόν τον απλό λόγο που ο πολυθρύλητος πολίτης επίσης αντιμετωπίζεται με καχυποψία ως ένας πιθανός κίνδυνος για την ασφάλεια.

Η χρήση, λοιπόν, της «ειλικρινούς και οργανωμένης βίας» (δες Wolf, 2001) αναφέρεται στην δράση της αστυνομίας που αναλαμβάνεται για να διευκολύνει και να διατηρήσει την δικαιοσύνη, αυτόν τον πυλώνα του νόμου της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Τι είναι ένας δίκαιος μισθός; Η έννοια ενός δίκαιου μισθού προϋποθέτει ότι η εργασιακή σύμβαση γίνεται μεταξύ ίσων συναλλασσομένων, ο καθένας από τους οποίους συμβάλλεται ελεύθερα και αυτοβούλως, αναζητώντας να προωθήσει τα αντίστοιχα συμφέροντα του. Ακόμα και με αυτή την παραδοχή, η κωδικοποίηση της σχέσης μεταξύ του καπιταλιστή και του εργαζόμενου ως ίσων και ελεύθερων πολιτών διαψεύδεται από το περιεχόμενο της ανταλλαγής. Μόλις μια εργασιακή σύμβαση υπογραφεί, ο χώρος του εργοστασίου «γνέφει». Η μισθωτή σύμβαση είναι η θεμελιώδης μορφή της  αστικής ελευθερίας.- συνδέει την ισότητα με την εκμετάλλευση.

Η πολιτική οικονομία είναι πράγματι μια επιστημονική διαμάχη σχετικά με το πώς η λεία που προέρχεται από τον εργαζόμενο θα διαμοιραστεί (δες Marx, 1983: 559), και όσο περισσότερο παίρνει ο εργαζόμενος, τόσο το καλύτερο. Εκτός των άλλων, είναι η δική της κοινωνική εργασία που παράγει τον «πλούτο των εθνών», και αυτό σε ένα πλαίσιο στο οποίο «ο εργάτης ανήκει στο κεφάλαιο, πριν ακόμα πουλήσει τον εαυτό του στο κεφάλαιο» (Marx, 1983: 542). Η αισιόδοξη πρόταση, τότε, ότι ένας «μέτα-νεοφιλελεύθερος» τρόπος καπιταλιστικής ρύθμισης θα είναι αυτός της δημιουργίας θέσεων εργασίας μεταφράζει τα αιτήματα της εργατικής τάξης για την εργασία και την κοινωνική ασφάλεια σε μια πολιτική οικονομικής μεγένθυσης, με άλλα λόγια, σε άσκηση πίεσης στο κράτος να διευκολύνει την αύξηση του ρυθμού συσσώρευσης. (δες Clarke, 1991b: 200). Η εργατική τάξη, τότε, παραμένει ένα «αντικείμενο κρατικής εξουσίας». Η δικαστική εξουσία του κράτους στέκεται πίσω από την σφετερισμό της εργασίας χωρίς ισοδύναμο από την καπιταλιστική τάξη, ενώ αποτρέπει την εργατική τάξη από τα να χρησιμοποιεί την συλλογική της δύναμη για να διεκδικήσει το δικαίωμα της στο προϊόν της εργασίας της» (Clarke, 1991b: 198). Η δικαστική εξουσία του κράτους συνεπάγεται όχι μόνο την νόμιμη αναγνώριση του κοινωνικού ατόμου ως ιδιοκτήτη περιουσίας. Συνεπάγεται επίσης την επιβολή του νόμου. Ή, όπως το έθεσε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, για τους καταπιεσμένους, «η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης»… δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας» (Benjamin, 1965:84).

Συμπέρασμα

Η εύκολη αποδοχή της καπιταλιστικής κρίσης ως ενός σημείου μετάβασης από ένα καθεστώς συσσώρευσης προς ένα νέο καθεστώς συσσώρευσης βασίζεται σε κάποια χαρακτηριστικά καπιταλιστικής ανάπτυξης τα οποία είναι αυξημένα ώστε να ορίσουν τους χαρακτήρες διαφορετικών μοντέλων καπιταλιστικής ρύθμισης (Bonefeld, 1987). Ο επιφανειακός χαρακτήρας μιας τέτοιας ανάλυσης αποτρέπει μια κατανόηση των διαρκών χαρακτηριστικών των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, ενώ η αδιαφορία της για την ιστορία είναι εντυπωσιακή. Η ιστορία μας λέει «πόσο γρήγορα μια εποχή παγκόσμιας ευημερίας, που θεμελίωνε προοπτικές παγκόσμιας ειρήνης και διεθνούς αρμονίας, μπορεί να γίνει μια εποχή παγκόσμιας αντιπαράθεσης, με αποκορύφωμα τον πόλεμο. Αν μια τέτοια προοπτική μοιάζει απίθανη τώρα, έμοιαζε εξίσου απίθανη πριν έναν αιώνα» (Clarke, 2001: 91), και μοιάζει πιο πιθανή σήμερα παρά μόλις χτες. Η ιστορία μας λέει ότι η ανάλυση της καπιταλιστικής κρίσης – που αναγορεύεται ως καπιταλισμός της οικονομικής ανάπτυξης, δουλειάς και καταστάσεων – είναι δυνητικά βαρβαρική (Bonefeld and Holloway, 1996). Με άλλα λόγια, η αντίληψη των διαρκών αλλαγών του καπιταλιστικού καθεστώτος, εκθέτει μια συρρίκνωση της ιστορικής συνείδησης. Δικαιολογεί την λήθη.

Υποστήριξα ότι ο χαρακτήρας του νεοφιλελεύθερου κράτους δεν καθορίζεται από την σχέση του με την αγορά, αλλά με την τάξη. Επιπλέον υποστήριξα ότι το καπιταλιστικό κράτος είναι θεμελιακά ένα φιλελεύθερο κράτος. Όσο και αν κάποιος αναφέρεται σε αυτό ως νεοφιλελεύθερο, μετα-νεοφιλελεύθερο, Κευνσιανικό, Φορντικό ή μετα-φορντικό, ο σκοπός του κράτους, που είναι εγγενής στο αστικό του χαρακτήρα, «είναι να εξουσιάζει την εργατική δύναμη» (Hirsch, 1997: 47, δες επίσης Agnoli, 1990). Η παλιά καλή φράση, του κράτους ως της εκτελεστικής επιτροπής της μπουρζουαζίας συνοψίζει τα παραπάνω υπέροχα.

Σημειώσεις:

1) Η διάκριση που υπονοεί ο Αλτβάτερ μεταξύ του καλού καπιταλισμού της παραγωγής και του κακού καπιταλισμού του παρασιτικού κέρδους είναι ατυχής. Μία τέτοια διάκριση αποτυγχάνει να συλλάβει την ιδέα του καπιταλισμού. Εξίσου ατυχής είναι η μυθολογιοποίηση της «Θατσερικής Βρετανίας». Πάνω στην μαστισμένη από την κρίση σύνδεση μεταξύ της παραγωγικής συσσώρευσης και της νομισματικής συσσώρευσης,  βλέπε Μπόουνφελντ (1993).

2) Ο ordo-φιλελευθερισμός αναπτύχθηκε στην Γερμανία κατά την διάρκεια της κρίσης της Βαϊμάρης, από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 και μετά. Υποστήριξε ότι η ελεύθερη οικονομία απαιτούσε ένα ισχυρό κράτος για την «διευκόλυνση» και προστασία της. Ο Χάγιεκ ενώθηκε με τους ordo-φιλελεύθερους μετά την ήττα του Ναζισμού. Ο ordo-φιλελευθερισμός, ή η Σχολή του Φράιμπουργκ όπως αποκαλέστηκε αργότερα, έθεσε τις βάσεις για τον νεοφιλελευθερισμό. Βλέπε Χάζελμπαχ (1991), και Μπόουνφελντ (2006a).

3) Αυτές κυμαίνονται από το κραχ του 1987 μέχρι την βαθειά ύφεση στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μέχρι τις Ευρωπαϊκές συναλλαγματικές κρίσεις του 1992 και 1993, την Μεξικάνικη κρίση του 1994, την κρίση της Ανατολικής Ασίας το 1997, την Ρώσικη κρίση του 1998, την Βραζιλιάνικη κρίση του 1999, και την κρίση της Αργεντινής το 2001. Η περίοδος μεταξύ του 2001 και του 2007 ήταν μία περίοδος στρατιωτικής δαπάνης, ένα βουνό ιδιωτικού και δημόσιου χρέους, πολέμου, βασανιστηρίων, και φτώχειας. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, ο εξωφρενικός βαθμός συσσώρευσης της Κίνας εγγυήθηκε την τεράστια συσσώρευση ισχυρισμών περί μελλοντικής απόσπασης αξίας στο παρόν (πάνω στην σχέση μεταξύ πίστωσης και αξίας, βλέπε Μπόουνφελντ και Χόλοουγεϊ, 1996).

4) Πάνω στην ιστορία αυτής της απαίτησης στο ευρύτερο πλαίσιο του πρώιμου δημόσιου διαλόγου της CSE πάνω στο κράτος, βλέπε Μπόουνφελντ (2008). Ο Σάιμον Κλαρκ επεξεργάστηκε τον διάλογο, με μία σημαντική εισαγωγή στο Κλαρκ (1991a).

5) Η δύναμη αυτής της ηθικής προσταγής είναι, για παράδειγμα, εμφανής σε αυτό που ο Radice (2000) κριτίκαρε ως «προοδευτικό εθνικισμό». Αυτός ο εθνικισμός διαχωρίζει το «υγιές εθνικό αίσθημα από τον παθολογικό εθνικισμό. [Αυτό είναι σχεδόν τόσο ιδεολογικό] όσο το να πιστεύει κανείς στην φυσιολογική άποψη σε σχέση με την παθολογική άποψη. Η δυναμική που οδηγεί από το υποτιθέμενο υγιές εθνικό αίσθημα στην υπερτιμημένη κατάχρηση είναι ασταμάτητη, επειδή το ψέμα της εδράζεται στην πράξη του ατόμου να αναγνωρίζει τον εαυτό του σύμφωνα με τον ανορθολογικό δεσμό φύσης και κοινωνίας στον οποίο κατά τύχη βρίσκεται. (Adorno, 1998: 118). Δες επίσης Bonefeld (2006b).

6) Η φράση «οικονομία της κοινωνικής αγοράς» είναι ασαφής. Σημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς ανθρώπους. Στην νεοφιλελεύθερη καταγωγή της, η κοινωνική πλευρά της οικονομίας της αγοράς σήμαινε «μια ειλικρινή απόφαση» για την ελεύθερη αγορά. Η αναφορά του Μπάλογκ (1950: 5) στην οικονομία της κοινωνικής αγοράς είναι λακωνική. Σημαίνει «σχεδιασμός σύμφωνα με  τον μηχανισμό των ελεύθερων τιμών».

7) Και η οποία άρα δεν υπερβαίνει την κλασσική πολιτική οικονομία (δες Bonefeld, 1992, 2003).

8) Δες επίσης Agnoli (2002) και Radice (2001).

9) Όπως το έθεσε αξέχαστα ο Hennis, «ο εκδημοκρατισμός της κοινωνίας είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της δημοκρατίας» (στο Agnoli, 1990: 136, n. 7).
References
Adorno T (1998) Critical Models: Interventions and Catchwords. New York: Columbia University Press.
Agnoli J (1990) Faschismus ohne Revision. Freiburg: Ηa Ira.
Agnoli J (2002) Emancipation: Paths and goals. In Bonefeld W, Tischler S (eds.) What is to be Done? Aldershot: Ashgate.
Altvater E (2009) Postliberalism or postcapitalism? Development Dialogue 51.
Balogh T (1950) An Experiment in ‘Planning’ by the ‘Free’ Price Mechanism. Oxford: Basil Blackwell.
Benjamin W (1965) Geschichtsphilosphische Thesen. In Zur Kritik der Gewalt und andere Aufsätze. Frankfurt: Suhrkamp.
Benjamin W (1983) Das Passagen-Werk. Frankfurt: Suhrkamp.
Bonefeld W (1987) Reformulation of state theory. Capital & Class 33.
Bonefeld W (1992) Social constitution and the form of the capitalist state. In Bonefeld W, Gunn R,Psychopedis K (eds.) Open Marxism, Vol. 1. London: Pluto.
Bonefeld W (1993) The Recomposition of the British State. Aldershot: Dartmouth.
Bonefeld W (2000) The spectre of globalisation. In Bonefeld W, Psychopedis K (eds.) The Politics of Change. London: Palgrave.
Bonefeld W (2003) The capitalist state: Illusion and critique. In Bonefeld W (ed.) Revolutionary Writing: Common Sense Essays on Post-Political Politics. New York: Autonomedia.
Bonefeld W (2006a) Democracy and dictatorship. Critique: Journal of Socialist Thought 34/3.
Bonefeld W (2006b) Anti-globalization and the question of socialism. Critique: Journal of Socialist Thought 34/1.
Bonefeld W (2008) Global capital, national state and the international. Critique: Journal of Socialist Thought 36/1.
Bonefeld W, Holloway J (1996) Money and class struggle. In Bonefeld W, Holloway J (eds.) Global Capital, National State and the Politics of Money. London: Palgrave.
Brandt U, Sekler N (2009) Postneoliberalism: Catch-word or valuable analytical and political concept? Aims of a beginning debate.Development Dialogue 51.
Brittan S (1984) The politics and economics of privatisation. Political Quarterly 55/2.
Cecena AE (2009) Postneoliberalism and its bifurcations. Development Dialogue 51.
Clarke S (1988) Keynesianism, Monetarism and the Crisis of the State. Aldershot: Edward Elgar.
Clarke S (ed.) (1991a) The State Debate. London: Palgrave.
Clarke S (1991b) State, class struggle and the reproduction of capital. In Clarke S (ed.) The State Debate London: Palgrave.
Clarke S (1992) The global accumulation of capital and the periodisation of the capitalist state form. In Bonefeld W, Gunn R, Psychopedis K (eds.) Open Marxism, Vol.1: Dialectics and History. London: Pluto.
Clarke S (2001) Class struggle and the global overaccumulation of capital. In Albritton R, et al. (eds.) Phases of Capitalist Development. London: Palgrave.
Friedman M (1962) Capitalism and Freedom. Chicago: University of Chicago Press.
George S (1988) A Fate Worse Than Debt. London: Penguin.
Glyn A (2006) Capitalism Unleashed. Oxford: Oxford University Press.
Haselbach D (1991) Autoritärerer Liberalismus und Soziale Marktwirschaft. Baden-Baden: Nomos.
Hayek F (1939) The economic conditions of interstate federalism. In Hayek F (1949) Individualism and Economic Order. London: Routledge and Kegan Paul.
Hayek F (1960) The Constitution of Liberty. London: Routledge.
Hayek F (1976) The Road to Serfdom. London: Routledge.
Hegel G (1967) Philosophy of Right, trans. Knox TM. Oxford: Clarendon Press.
Hirsch J (1987) Globalization of capital nation-states and democracy. Studies in Political Economy 54.
Madgoff H, Foster JB, Mcchesney RW, Sweezy P (2002) The new face of capitalism: Slow growth, excess capital, and the mountain of debt. Monthly Review 53/11.
Mandel E (1987) Die Krise. Hamburg: Konkret.
Marx K (1964 [1844]) Zur Judenfrage. In Marx Engels Werke 1. Berlin: Dietz.
Marx K (1981 [1859]) Zur Kritik der politischen Ökonomie. In Marx Engels Werke 13. Berlin: Dietz.
Marx K (1983 [1867]) Capital, Vol. 1. London: Lawrence & Wishart.
Mόller-Armack A (1971) Stabilität in Europa: Strategien und Institutionen für eine europäische Stabilitätsgemeinschaft. Dόsseldorf: Econ Verlag.
Mόller-Armack A (1978) The social market economy as an economic and social order. Review of Social Economy 36/3.
Nicholls A (1984) The other Germans: The neo-liberals. In Bullen RJ, Pogge von Strandmann H, Polonsky AB (eds.) Ideas into Politics: Aspects of European Politics, 1880–1950. London: Croom Helm.
Radice H (2000) Responses to globalization: A critique of progressive nationalism. New Political Economy 5/1.
Radice H (2001) Globalization, labour and socialist renewal. Capital & Class 75.
Robertson W (1890 [1812]) Works, Vol 2. Edinburgh: Thomas Nelson.
Ropke W (1949) Civitas Humana. London: William Hodge.
Rossiter CL (1948) Constitutional Dictatorship: Crisis Government in the Modern Democracies. Princeton: Princeton University Press.
Rόstow A (1942) General social laws of the economic disintegration and possibilities of reconstruction. Afterword to Ropke W,International Economic Disintegration. London: W. Hodge.
Rόstow A (1963) Rede und Antwort. Ludwigsburg: Hoch.
Smith A (1976a [1776]) The Wealth of Nations. Oxford: Oxford University Press.
Smith A (1976b [1759]) The Theory of Moral Sentiments. Oxford: Oxford University Press.
Smith A (1978 [1763]) Lectures on Jurisprudence. Oxford: Oxford University Press.
Soros G (2003) Burst the bubble of U.S. supremacy. Miami Herald, international edition, 13 March 2003.
Willgerod W, Peacock A (1989) German liberalism and economic revival. In Peacock A, W Willgerod (eds.) German Neoliberals and the Social Market Economy. London: Macmillan.
Wolf M (2001) The need for a new imperialism. Financial Times, 10 October 2001.

Πηγή: http://www.rebelnet.gr

Παλιός Ελευθεριακός Κόσμος

Ανάμεσα σε ένα παιδί 15 χρονών με μολότοφ κι έναν 30άρη αστυνομικό με πιστόλι, εγώ είμαι με το μέρος του παιδιού


Τον Ιανουάριο του 1990 ήμαστε καλεσμένοι κάποιο βράδυ στο σπίτι του Δημήτρη Χορν, στην οδό Βασιλέως Γεωργίου. Παρόντες άλλοι δέκα φίλοι του, προερχόμενοι κυρίως από καλλιτεχνικούς χώρους.

Στη διάρκεια του δείπνου, κύριο θέμα συζήτησης ήταν η δίκη του αστυνομικού Αθανάσιου Μελίστα, που είχε πυροβολήσει και σκοτώσει τον δεκαπεντάχρονο Μιχάλη Καλτεζά, κατά τη διάρκεια επεισοδίων στα Εξάρχεια. Το Εφετείο, δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, τον είχε αθωώσει καθώς είχε δεχτεί ότι τελούσε σε κατάσταση άμυνας, δεδομένου ότι ο νεαρός είχε πετάξει εναντίον του βόμβα μολότοφ. Οι συνδαιτημόνες του Χορν επαινούσαν την απόφαση του δικαστηρίου και πρόσθεταν ότι λογικά και σωστά ένας αστυνομικός πυροβολεί όταν κινδυνεύει να καεί ο ίδιος από τις μολότοφ.

Το δείπνο συνεχιζόταν όπως και η συζήτηση - χτύπησε το κουδούνι και μπήκε καθυστερημένος, ως συνήθως, ο Μάνος Χατζιδάκις. Παρακολούθησε για λίγο τα λεγόμενα. Και πήρε το λόγο, με έντονο ύφος: «Οταν έχω να κρίνω ανάμεσα σ' ένα παιδί 15 χρονών που πετάει μολότοφ κι έναν τριαντάρη εκπαιδευμένο αστυνομικό που κρατάει πιστόλι, εγώ είμαι με το μέρος του παιδιού και όχι του αστυνομικού. Εκτιμώ βαθύτατα ένα παιδί που εξεγείρεται και βγαίνει στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί, έστω κι αν υπερβάλλει, έστω και αν κρατάει μολότοφ. Και δεν εκτιμώ καθόλου έναν αστυνομικό που το πυροβολεί. Ο,τι και αν έχει γίνει, όπως και αν έχουν τα πράγματα, θεωρώ τραγικό λάθος την αθώωση του αστυνομικού. Και πολύ κακό μήνυμα που στέλνουμε στα νέα αυτά παιδιά, το υγιέστερο κομμάτι της κοινωνίας μας, που δεν έχει διαφθαρεί, όπως εμείς». 

Σώπασαν όλοι. Κανείς δεν απάντησε. Και ο Χορν άλλαξε αμέσως θέμα συζήτησης. Λίγο αργότερα ο Μάνος Χατζιδάκις έφυγε, δείχνοντας με τον τρόπο του ότι δεν τον ενδιέφερε ιδιαιτέρως η συγκεκριμένη παρέα και οι συζητήσεις της.

Από το βιβλίο του Πάνου Λουκάκου «Η αθέατη όψη» (Εστία)
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

e-tetradio.gr

Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2015

Νεολαία Ελληνορουφιάνων


Του Γιάννη Λαζάρου



Έχει ξεφύγει η κατάσταση από τα φασιστοειδή που φύτεψε η κυβέρνηση και η Ε.Ε στις καίριες θέσεις του Κράτους. Έχει ξεφύγει τόσο πολύ που μόνο με την εποχή του Μεταξά μπορεί να συγκριθεί το ναζιστικό μυαλό τους και το μίσος που χρόνια τρέφουν εναντίον του ελληνικού λαού
.
Την ώρα που η κυβέρνηση έσωσε τις τράπεζες δίνοντάς τους πλήρη αυτοδυναμία, την ώρα που συζητούν για το δεύτερο πακέτο προαπαιτούμενων που μέχρι τις 10 Νοεμβρίου πρέπει να ψηφιστεί, έχουν αφήσει ελεύθερο το μεγαλύτερο όργανο του συστήματος, εφοριακό-συνδικαλιστή-άεργο-κομματόσκυλο, Αλεξιάδη, να λέει και να προγραμματίζει καταστάσεις για το αύριο χωρίς να υπάρχει αντίσταση από πουθενά. Ούτε από την αντιπολίτευση ούτε και από τις πληρωμένες δημοσιογραφικές πένες. Αλλά ούτε και από τα συνδικαλιστικά όργανα δασκάλων και καθηγητών που βγαίνουν στο δρόμο μόνο για τα δικαιώματα της συντεχνίας.

Από το προπαγανδιστικό έντυπο Μαύρη "Αυγή" ο πολλά βαρύς και πάντα ΝΑΙ σε όλα, υπουργός Αλεξιάδης, ξεφούρνισε ότι τον ερχόμενο Σεπτέμβριο θα εισαχθεί μάθημα στα ελληνικά σχολεία με τίτλο "Μάθημα Φορολογικής Συνείδησης". Σε αυτό το φοβερό πρότζεκτ των αριστερών μυαλών συμμετέχει και ένα άλλο φασιστοειδές ο υπουργός Παιδείας, Φίλης.

Σύμφωνα με τον εφοριακό Αλεξιάδη (ο οποίος ηδονίζεται και μόνο στην ιδέα ότι θα μπορούν να κάνουν ντου οι εφοριακοί στα σπίτια Ελλήνων για αδήλωτα χρήματα και αντικείμενα αξίας) ο σκοπός του μαθήματος στα ελληνικά σχολεία θα είναι ένας: Να μάθουν οι μαθητές ότι τα χάλια στους ελληνικούς δρόμους, τα χάλια στα δημόσια νοσοκομεία, τα χάλια σε κάθε δημόσιο έργο δεν οφείλεται στο κράτος, στους πολιτικούς και στους υπαλλήλους του αλλά αποκλειστικά στον Έλληνα που δεν πληρώνει τους φόρους.

Ναι, όπως το ακούτε ο κ. Αλεξιάδης έχει σκοπό να βάλει στο μυαλό των νεότερων γενεών πως ό,τι συνέβη στην Ελλάδα δεν έφταιγε κανείς άλλος παρά μόνο οι Έλληνες πολίτες που δεν πλήρωναν τους φόρους τους. Από τον Πάγκαλο και το "μαζί τα φάγαμε" πήγαμε στον Αλεξιάδη "στο μόνοι σας τα φάγατε". Έξω από τις ευθύνες οι πολιτικοί για όλα τα δημόσια έργα, που μόνο με λαμογιά, μίζα και ρεμούλα έδιναν οι κυβερνήσεις από την εποχή του γέρου Καραμανλή. Μόνο οι πολίτες έφταιγαν, όλους τους άλλους θα τους "καθαρίσει" ο Αλεξιάδης μέσω εκπαίδευσης των νέων γενεών. Ο παππούς σου έφταιγε για όλο το μαύρο χρήμα δις ευρώ που κινούνταν και κινείται στην Ελλάδα και κανείς που να είχε σχέση άμεση ή έμμεση με την πολιτική.

Εκτός όμως από το όραμα Αλεξιάδη που κάνει την ναζιστική εκπαίδευση που σχεδίασε ο Γκέμπελς και η παρέα του στην Γερμανία του '39 να μοιάζει παρανυχίδα, ο υπουργός έβρισε ολόκληρες γενεές Ελλήνων λέγοντάς ότι δεν ήταν πολίτες αλλά υπήκοοι :"Θα πρέπει να δείξουμε ότι δεν βλέπουμε τον πολίτη, τον φορολογούμενο, ως υπήκοο αλλά ως πολίτη". Δηλαδή δεν είχε φορολογική συνείδηση ο μαλάκας Έλληνας που επί δεκαετίες πλήρωνε μέσω φόρων πολλούς κώλους Αλεξιάδηδων να στρογγυλοκάθονται στις δημόσιες υπηρεσίες αφού πρώτα είχαν φιλήσει άπειρους άπλυτους κώλους βουλευτών όλων των κυβερνήσεων. Φορολογική συνείδηση θα έχει τώρα ο Έλληνας που θα δίνει διαταγή ο Αλεξιάδης να κάνει έφοδο σε σπίτια Ελλήνων λες και είναι δικό του τσιφλίκι. Αυτό όμως για τον Αλεξιάδη είναι σεβασμός στον πολίτη και όχι αντιμετώπιση του Έλληνα ως υπηκόου ή χειρότερα ακόμα ως κολίγου.

Από ό,τι φαίνεται τα κοπρόσκυλα του Δ' Ράιχ που φύτεψε εδώ η Ε.Ε έχουν βάλει μπροστά όλες τις μηχανές να αλλοιώσουν την οποιαδήποτε ιστορική αλήθεια, να θεοποιήσουν την κάθε κυβέρνηση που πέρασε από το 1944 και μετά στην Ελλάδα και να αφήσουν στην ιστορία τον Έλληνα ως ένα λαμόγιο που λόγω του δικαιώματος της Ελευθερίας γαμούσε κι έδερνε φέρνοντας την χώρα στο τέλμα που βρίσκεται.

Δεν θα αργήσουν οι εποχές που οι νεότερες γενιές θα είναι οι σπιούνοι της χώρας. Που μετά το άριστα που θα παίρνουν στο "Μάθημα Φορολογικής Συνείδησης" θα έχουν πριμοδότηση για θέση σε ευρωπαϊκό κόμμα αν καρφώσουν τους ίδιους τους γονείς τους που έβγαλαν "μαύρο" μεροκάματο 10 ευρώ για να τα θρέψουν.

Υπέροχες εποχές ξεκινούν από τον Σεπτέμβριο. Η κυβέρνηση, είτε αυτή είτε άλλη, θα αλλάξει πραγματικά την ιστορία του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος.

Να ραφτεί και η ανάλογη στολή για την Νεολαία Ελληνορουφιάνων και ο Αλεξιάδης να μπει σε μεγάλο πορτρέτο στις σχολικές αίθουσες προς τιμή του ως Μέγας Ρουφιάνος που διέγραψε από την ιστορία την Εθνική Συνείδηση και την μετέτρεψε σε Φορολογική.-

Σ-Τ

Οι άθλιοι



by kobarsos

Όταν λέμε πως ο πελάτης έχει πάντα δίκιο, εννούμε ότι ξέρουμε πως μπορεί και να μην έχει στην πραγματικότητα, κάνουμε λίγο τους μαλάκες και υποκρινόμαστε πως έχει. Ο πελάτης. Έχει δίκιο. Αυτός που έχει τα λεφτά.
Έτσι μας μάθανε να συμπεριφερόμαστε. Υποκριτικά. Και εμείς με την σειρά μας δεν το αμφισβητήσαμε. Χαρίζουμε τα δίκια σε κάποιους χωρίς να το αξίζουν, αφού έχουμε να πάρουμε κάτι σαν αντάλλαγμα.
Ύστερα περιμένουμε από αυτό που ονομάζουμε δικαιοσύνη να λειτουργήσει. Δεν πρόκειται ποτέ. Γιατί το δίκιο εξαγοράζεται. Έτσι απλά. Και γιατί ούτε εμείς υπήρξαμε δίκαιοι κριτές. Έχουμε εξαγοραστεί πολλές φορές. Και η παράνοια βρίσκεται στις δικαιολογίες που λέμε στον εαυτό μας, για να πιστέψουμε πως η κρίση μας είναι καθαρή, ενώ ταυτόχρονα σηκώνουμε το δάχτυλο στους υπόλοιπους υποκριτές που δεν βρήκαν καλή δικαιολογία.
Το να έχουμε δίκιο για κάποιον λόγο είναι ζωτικής σημασίας για εμάς. Ίσως γιατί είναι ένα υποκατάστατο της νίκης, οι αντιπαραθέσεις μας μικρογραφίες πολέμων κι εμείς μια πολεμοχαρής φάρα που είναι έτοιμη να διαθέσει τα πάντα για να έχει το δίκιο με το μέρος της.
Τι ανόητοι. Αν μπορούσαμε μόνο να καταλάβουμε πως το δίκαιο και κατ’ επέκταση οι νόμοι και η ηθική, δεν είναι τίποτα άλλο παρά επινοήσεις για να ελέγξουμε αυτά που δεν μπορούν να ελεγχθούν. 
Τις ίδιες τις ζωές μας.
dithen2010

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015

Σε πορεία θανάτου


Τώρα ούτε να τρέξεις, ούτε να κρυφτείς δε μπορείς. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της ήσυχης αποδοχής σου για όλα τα μέτρα που σου επέβαλλαν. Σού πήραν όλα τα όπλα ενώ τα είχες στα χέρια σου. Τα παρέδωσες εσύ εις το όνομα της ειρήνης και της νοικοκυροσύνης. Να μην τρέξει σταγόνα αίμα αλλά ας χυθούν εκατομμύρια δάκρυα. Τα δάκρυα δεν πονάνε…έτσι νόμιζες. Τώρα ξεκινάει το πανηγύρι, ήσυχε συμπολίτη μου. Οι κακές Κασσάνδρες δεν ήταν για τα γούστα σου γιατί σου χαλούσαν την καθημερινότητά σου, τις κανονισμένες διακοπές σου, τις απλωτές και τις ξαπλωτές σου, το σίγουρο μέλλον σου.

Άκου λοιπόν, τι θα έχει ήδη γίνει την ώρα που εσύ θα ξυπνήσεις από τον λήθαργό σου. Το σπίτι σου είτε το χρωστάς είτε όχι, ανήκει πλέον αλλού. Αν το χρωστάς δε σε κάποια τράπεζα τότε θα πληρώνεις δύο δόσεις ανά μήνα: Μία στην τράπεζα, μία στο κράτος. Και βέβαια θα σε αφήνουν να ζεις σε αυτό μέχρι την στιγμή που θα το χρειαστούν και θα σου κάνουν έξωση με το έτσι γουστάρω ή με μία απόφαση δικαστηρίου που θα ορίζει την έξωση συνταγματική.

Αν αρρωστήσεις μία ασπιρίνη θα σου είναι αρκετή, κι αυτή αγνώστου κατασκευής και συστατικών. Εκτός αν ανήκεις στην πάνω τάξη όπου με τον παρά σου θα έχεις όλα τα κομφόρ. Ασθενείς δύο ταχυτήτων αφού πάλευες χρόνια για την Ευρώπη της μία ταχύτητας. Η λίστα του εκάστοτε ευρωτσολιά υπουργού θα ορίζει για το τι εξετάσεις θα χρειάζεσαι και όχι το είδος ή η πορεία της ασθένειάς σου. Το κορμί σου έτσι κι αλλιώς ανήκει κι αυτό στην περιουσία του παρακράτους αφού εκ γενετής είσαι πλέον αναγκαστικός δότης οργάνων και δε μπα να στείλεις εσύ χιλιάδες αιτήσεις άρνησης προς τον αρμόδιο Οργανισμό (είναι τελικά αρμόδιος αυτός ο Οργανισμός;). Ανάλογα με τις ανάγκες των ιατρικών εταιρειών θα είσαι κλινικά νεκρός ή όχι. Βέβαια με τον ιατρικό τουρισμό που σου ετοιμάζουν μπορείς άνετα να δίνεις ένα νεφρό ή ένα ωάριο σε μία πλούσια γριά τουρίστρια για μία χούφτα ευρώ.

Ο μισθός, που τώρα τον θεωρείς μικρό – αν τον έχεις ακόμα- , θα καθορίζεται σύμφωνα με την οικονομική πορεία και τις ανάγκες της χώρας. Να θυμάσαι ότι από εδώ και στο εξής οι ανάγκες της χώρας θα είναι πάντα μεγάλες (ακόμα και αν δεν είναι) γιατί όσο πέφτει το μεροκάματό σου τόσο εγχώριοι και εισαγόμενοι “επενδυτές” θα βρίσκουν φθηνά χέρια, οι δείκτες ανεργίας θα πέφτουν και όλοι θα είναι χαρούμενοι ακόμα κι εσύ που θα εργάζεσαι για 200 (το πολύ) ευρώ το μήνα φθάνει να μην είσαι άνεργος. Αν εξαντληθείς δε από το 12ωρο σε βάζουν σε μία κλινική και γίνεσαι ξαφνικά “κλινικά νεκρός”. Και η οικογένεια σου δεν θα δει ένα ευρώ από την ασφάλεια και οι ιατρικές εταιρείες θα κονομήσουν από τα συκωτοπνεύνονά σου.

Τα ασφαλιστικά ταμεία δεν θα υπάρχουν πια. Θα ορίζουν οι εταιρείες στις οποίες θα εργάζεσαι για τον ποιο ιδιωτικό ασφαλιστικό φορέα θα έχουν για όλους τους εργαζόμενους. Αυτό σημαίνει ότι πρώτα θα ασφαλίζεται ο εργοδότης για την αρρώστια σου ή το εργατικό “ατύχημά” σου και μετά εσύ. Αν πεθάνεις κιόλας καλύτερα, θα κονομήσουν τόσα όσα δεν θα τους έδινε η εργασία σου ακόμα και αν ζούσες 500 χρόνια.

Είχες στο πίσω μέρος του μυαλό σου ότι αν δεν θα τα καταφέρεις στην πόλη, θα μετακομίσεις στο χωριό, στο πατρικό και θα είσαι άνετος. Πριν κάνεις αυτό πάρε τις λίστες για το πού θα γίνουν στο μέλλον αναπτυξιακά έργα ιδιωτικών συμφερόντων όπως η El Dorando. Για το δημόσιο συμφέρον το παρακράτος έχει βάση νόμου το δικαίωμα να βάζει σε ισχύ αναγκαστική απαλλοτρίωση υπέρ της οποιαδήποτε ιδιωτικής επένδυσης. Αυτός είναι βάση νόμου ο επιφανειούχος που δεν θα τον κουνάει κανένας εις τον καιρό τον άπαντα. Μαζί με το χωράφι, θα σου πάρουν το πατρικό σπίτι και σε μία βραδιά εκεί που ήταν το χωριό σου ξαφνικά θα δεις μία απέραντη έρημο. Και πονηρούλη, μην σκεφθείς ότι θα τα κονομήσεις από την απαλλοτρίωση διότι από 1 έως 3 ευρώ το πολύ το τετραγωνικό θα είναι η ανταμοιβή σου, κι αυτή αν τα οικονομικά του κράτους τυχαία δεν είναι σε ύφεση. Οι υπόλοιποι που τα χωριά τους δεν θα βγουν σε πλειστηριασμό μην νομίζουν ότι θα φυτέψουν την πατάτα για να ζήσουν γιατί τα μαντάτα έρχονται γρήγορα και λένε ότι με την αμερικανο-ευρωπαϊκή συμφωνία γεωργικών προϊόντων, θα μπαίνεις μέχρι και φυλακή για το ελεύθερο φύτεμα πατάτας όπως μπαίνει σήμερα κάποιος για το φύτεμα ινδικής κάνναβις. Διότι ο σπόρος, το χώμα και η ανάπτυξη του φυτού είναι προϊόν. Και μην ξεχνάς ότι ο σπόρος θέλει νερό για να ανθίσει.

Όσο μπορείς ακόμα, κάνε άφθονα λουτρά, πιες πολύ νερό, πλύνε ό,τι δεν έπλυνες διότι είναι θέμα μηνών να πεις το νερό νεράκι. Το καταλληλότερο νερό της Ευρώπης έχει η Ελλάδα, λες να μην το ξέρουν οι εταίροι σου; Αυτό το δεδομένο αγαθό σε πολύ λίγο θα είναι προϊόν. Νόμιζες ότι τζάμπα έδιναν εδώ και 15 χρόνια πιστοποιήσεις πηγών και πήγαινε ο καθένας να κάνει εμφιαλωτήριο; Νομίζεις ότι για οικολογικούς λόγους άρχισαν οι χαρτογραφήσεις πηγών, ποταμών ακόμα και αγροτικών αποταμιευτήρων νερού ανά την επικράτεια με διαταγή της Ε.Ε; Νομίζεις ότι οι εναπομείνασες εταιρείες εμφιάλωσης θα μείνουν σε ελληνικά χέρια; Θα αλλάξουν χέρια και μαζί με αυτές όλες οι δημοτικές επιχειρήσεις (που καθόλου τυχαία δεν είναι επιχειρήσεις ανεξάρτητου προϋπολογισμού από τους Δήμους από τότε που δημιουργήθηκαν) θα πουληθούν γιατί τα οικονομικά των Καλλικρατικών Δήμων και πάλι εντελώς τυχαία θα είναι σε ύφεση.

Όσο για την “Πράσινη Ανάπτυξη”, όσοι τσιμπήσατε στο παραμύθι, αρχίσατε να νιώθετε ήδη στο πετσί σας τι σημαίνει “δουλεύει ο ήλιος για μένα”. Μαζί με το φωτοβολταϊκό που φύτεψες χαιρέτα το χωράφι και το σπίτι που έβαλες υποθήκη για το πράσινο δάνειο. Σε έναν άντε σε δύο θα καταλήξουν και τα χωράφια και ο ήλιος. Μα ήταν δυνατόν να νομίζεις ότι θα άφηναν γη και ήλιο σε έναν κακομοίρη χρεωμένο όπως εσύ; Για να μην θεωρείς ότι θα πας στο νησί και θα ψαρεύεις την τροφή σου τώρα με την “Γαλάζια Ανάπτυξη” μπορεί να φαντάζει επιστημονική φαντασία αλλά ακόμα και τον γαύρο που δεν τον είχες σε εκτίμηση θα τον βλέπεις πλέον στα όνειρά σου.

Για το τι είναι αυτή την στιγμή η Ελλάδα φαίνεται από το νόμο που ξένες επιχειρήσεις που θα δραστηριοποιούνται στην χώρα θα έχουν φοροαπαλλαγές αλλά και φορολογικά κίνητρα. Μόνο οι νόμιμοι πολίτες της οποιαδήποτε χώρας έχουν αυτά τα προνόμια, άρα εσύ που θα σταθείς για έλεγχο μπροστά στον εφοριακό ο οποίος θα σε απειλεί με δήμευση περιουσίας και φυλάκιση θα έχει απέναντι του έναν παράνομο και παρείσακτο κάτοικο αυτής της χώρας που θες να το καταλάβεις είτε όχι αυτός είσαι εσύ, Έλληνά μου. 

Είναι κι άλλα, πολλά, αμέτρητα που είτε είναι σε ενέργεια την ώρα που εσύ αγανακτείς με το “μαύρο της ΕΡΤ” ή για την απόλυση 100,000 δημοσίων υπαλλήλων που λείαν συντόμως θα γίνουν 450,000, είτε έχουν μπει σε λειτουργία και εσύ δεν παίρνεις μυρωδιά. Η φίμωση της δήθεν ελευθερίας και η αγανάκτηση για το χαμένο σίγουρο μεροκάματο πουλάνε. Εγκλωβίζουν το οπτικό σου πεδίο εκεί ακριβώς που θέλουν. Δεν θα πάρεις μυρωδιά για το τι σου έχουν έτοιμο το επόμενο πρωί του τελευταίου σου ήσυχου ύπνου.

Δεν ήταν η Ελλάδα η πρώτη χώρα που έγινε υποτελής σε δάνεια. Είναι όμως η πρώτη χώρα παγκοσμίως που δεν έχει χάσει απλά την εθνική της κυριαρχία αλλά την ελευθερία σωματική και συναισθηματική των πολιτών της υπό δημοκρατικού καθεστώτος. Έπαιξαν πάρα πολύ έξυπνα οι αντίπαλοι γνωρίζοντας καλά ότι αυτόν τον λαό δεν του κάνεις κατά μέτωπο επίθεση αλλά τον διασπάς χρόνια πριν σε συναισθηματικούς μαλάκες και υλιστές λαμόγια και του γκρεμίζεις σιγά-σιγά και σταθερά όλα τα γεφύρια. Δημιούργησαν μία τεράστια φάκα στην οποία πέσαμε όλοι ανεξαιρέτως κοιτώντας ο καθένας μας ό,τι θεωρούσε ιερό. Άλλος τις αξίες και άλλος τον κώλο του.  Συμπολίτευση και “συμπολιτευομένη αντιπολίτευση” ήταν τα όπλα των αιωνίων εχθρών σου, των γνωστών και ανελέητων “Φιλελλήνων”. Σιγά μην άλλαζαν την συνταγή για το τελευταίο τους χτύπημα μετά από 200 χρόνια επιτυχημένης παρουσίας στον χώρο. Μηδενίζουμε και πάμε από την αρχή. Το επόμενο στάδιο των διεθνών κοτζαμπάσηδων είναι εν δράσει. Και μην περιμένεις κανέναν Μαρίνο Αντύπα να σε ξυπνήσει. Το κόμμα του Αντύπα ήταν η Ελλάδα, όχι ως έννοια άυλη αλλά ως άνθρωποι που αποτελούσαν την έννοια , ενώ το δικό σου κόμμα….άσε να μην το πω.

 (γράφτηκε τον Ιούλιο του 2013)

http://simplemangreek.blogspot.ca

 Ώρα Κοινής Ανησυχίας

Εκλεκτικές συγγένειες του Διαφωτισμού

Αλέξανδρος Σχισμένος

Υπάρχει ένα ερώτημα, αν η φιλοσοφική έκπτωση του νεοφιλελευθερισμού συμπαρασύρει το σύνολο των φαντασιακών σημασιών που φέρονται στον νοηματικό του πυρήνα. Άραγε μπορούμε να εντοπίσουμε κάποιο απελευθερωτικό νόημα στις ευρύτερες πτυχές του πολιτικού φιλελευθερισμού, ενώ καταγγέλλουμε σφόδρα τον παραλογισμό του οικονομικού αντιστοίχου του, όπως ο Καστοριάδης εντοπίζει ένα επαναστατικό στοιχείο στον μαρξισμό, το οποίο συμπλέει με το συντηρητικό; Εξάλλου και ο πολιτικός φιλελευθερισμός προέκυψε εν μέσω μίας κοινωνικοϊστορικής τρικυμίας, της διαφωτιστικής και τεχνικο-μηχανικής και βιομηχανικής επανάστασης και ενέπνευσε ανάλογες πολιτικές επαναστάσεις.

Σε ένα άρθρο του στo ελευθεριακό πολιτικό περιοδικό «Βαβυλωνία», ο Γιώργος Πολίτης αναζήτησε τις συγγένειες μεταξύ αναρχισμού και πολιτικού φιλελευθερισμού, όπως το έθεσε, τοποθετώντας μάλιστα τα δύο ρεύματα απέναντι στον ολοκληρωτισμό. Ο κλασικός, τρόπον τινά, πολιτικός φιλελευθερισμός και ο κλασικός αναρχισμός ξεπηδούν από τη διανοητική επανάσταση του Διαφωτισμού και μάλιστα ο αναρχισμός διατηρεί ισχυρά στοιχεία της πολιτικής φιλοσοφίας του κλασικού πολιτικού φιλελευθερισμού που προηγήθηκε χρονικά και μάλιστα τα ριζοσπαστικοποιεί.

Στο προαναφερθέν άρθρο, ο Πολίτης διαφοροποιεί σαφώς τον νεοφιλελευθερισμό από τον κλασικό πολιτικό φιλελευθερισμό, του John Locke και των Mill, πατέρα και γιου. Ορίζει τον νεοφιλελευθερισμό σαν «ανάποδο μαρξισμό», εξαιτίας της τυφλής πίστης στις κρυφές δυνάμεις της οικονομίας. Και πράγματι, η Μάργκαρετ Θάτσερ θα ήταν ο χειρότερος εφιάλτης ενός Locke, ενός ανθρώπου που σθεναρά υποστήριξε το δικαίωμα του λαού στην εξέγερση. Αρκεί όμως αυτή η διαφοροποίηση;
Για να γίνει αυτή, πρέπει να αναγνωρίσουμε επακριβώς τη διαδικασία απογύμνωσης που υπέστη ο κλασικός πολιτικός φιλελευθερισμός στα χέρια των νεοφιλελεύθερων, από τον Hayek και πέρα. Και ήταν μια απογύμνωση ηθική. Ηθική με τη βαθιά φιλοσοφική έννοια, γιατί η εμπιστοσύνη στο απαλλοτρίωτο δικαίωμα του ατόμου στην ελευθερία, εκπορνεύτηκε όταν το άτομο νοήθηκε ως οικονομική απλώς μονάδα, ως μηχανή πλούτου και εκμετάλλευσης. Την ασαφή ηθικότητα του κοινού καλού αντικατέστησε η παράλογη ηθικολογία της «ελευθερίας της αγοράς». Μίας αγοράς που δεν ήταν ποτέ «ελεύθερη», αφού οι μεγάλες κρατικές οικονομίες ήδη από την περίοδο του μερκαντιλισμού αλλά και την εποχή του βιομηχανικού καπιταλισμού και σήμερα, θέτουν κατά το δοκούν δόκιμους περιορισμούς και δασμούς προκειμένου να αναπτυχθούν ανταγωνιστικά, πράγμα που εξίσου κάνουν με διαφορετικό τρόπο τα επιχειρηματικά τραστ και τα μονοπώλια, ούτε «αγορά» αφού η σχέση του καταναλωτή με το προϊόν είναι απόλυτα ατομική και η συλλογική διάσταση της αγοράς είναι απλώς εξωτερική.

Κι όμως, αυτό το ξεγύμνωμα από την ηθική προς την ηθικολογία μπόρεσε να συμβεί μέσα από τη διαστρέβλωση κάποιων εννοιών που προσφέρονται προς διαστρέβλωση, ακριβώς όπως τα ολοκληρωτικά στοιχεία στον μαρξισμό κατέπνιξαν τα επαναστατικά. Οι σημαντικότερες είναι οι έννοιες του ατόμου, της εξουσίας και της ιδιοκτησίας.

Οφείλουμε να τονίσουμε, πάντως, πως τα ριζοσπαστικά και απελευθερωτικά στοιχεία του φιλελευθερισμού, αυτά που απηχούν τα δικαιώματα του ανθρώπου και τις διακηρύξεις της αμερικάνικης επανάστασης είναι αφενός ισχυρώς ηθικά φορτισμένα και αφετέρου αυτά που διατηρούνται και στην αναρχική σκέψη. Αλλά είναι επίσης στοιχεία του προτάγματος της αυτονομίας που διατηρούνται αυτούσια και στον πυρήνα του σοσιαλιστικού κινήματος, ιδιαιτέρως στη σκέψη των ουτοπικών σοσιαλιστών, για να καταπνιγούν σε μετέπειτα ολοκληρωτικές μεταλλάξεις του μαρξιστικού ρεύματος, που και ο ίδιος ο Μαρξ θα αποστρεφόταν, μία εκδοχή των οποίων είναι ο Λενινισμός.

Το αναπαλλοτρίωτο της ελευθερίας του ατόμου και οι ατομικές ελευθερίες κάθε ανθρώπου, ασχέτως πολιτισμού, χρώματος, θρησκείας, όπως αναφέρεται π.χ. στη διακήρυξη της ανεξαρτησίας αποτελεί στοιχείο που εκφράζεται στους φιλελεύθερους στοχαστές τύπου Locke και Jefferson (1743-1826) και αργότερα με έμφαση στη σκέψη του Godwin (1756-1836), του Μπακούνιν (1814-1876), του Προυντόν (1809-1865) και των λοιπών αναρχικών και ουτοπικών σοσιαλιστών. Είναι ακόμη αξίες που εμφορούν το ρεύμα και το κίνημα του βορειοαμερικάνικου κοινοτισμού, που εκπροσωπούν ο Henri David Thoreau (1817-1862) με την ιδέα της πολιτικής ανυπακοής, η ποίηση του Walt Whitman (1819-1892), όπως επίσης και το κίνημα ενάντια στη δουλεία και το τεράστιο συνδικαλιστικό κίνημα των Η.Π.Α. Πρέπει να αναφέρουμε ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου το μαρξιστικό κίνημα δεν ρίζωσε ποτέ, αναδείχθηκαν ισχυρές αναρχοελευθεριακές τάσεις, ένα από τα μεγαλύτερα αναρχοσυνδικαλιστικά κινήματα, στο οποίο οφείλουμε την καθιέρωση του 8ώρου, μέσα από τη ριζοσπαστικοποίηση των στοιχείων της αυτονομίας που επιβιώνουν στο κείμενο της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας και την πολιτική παράδοση του Jefferson.

Η πρώτη ριζική διαφοροποίηση των αναρχικών έρχεται στο ζήτημα της εξουσίας. Οι αναρχικοί, συνεπείς στην ιδέα της ατομικής ελευθερίας ως προϋπόθεση της συλλογικής, αρνούνται κάθε κράτος, όπως γνωρίζουμε. Από την άλλη, οι φιλελεύθεροι, περιορίζουν την ελευθερία του ατόμου στη σύναψη του κοινωνικού συμβολαίου, οδηγούμενοι σε έναν συμβιβασμό με την κρατική εξουσία, και ως κρατική ονομάσαμε κάθε εξουσία οργανωμένη, αυτονομημένη και θεσμικά διαχωρισμένη από την κοινωνία. Η αναρχική παράδοση έχει να παρουσιάσει τον αναρχοατομικισμό ως ακραία τυποποίηση της ελευθερίας του ατόμου, ενώ οι φιλελεύθεροι ένα ελάχιστο κράτος. Φυσικά, όταν η έννοια του κράτους θεωρείται αυτονόητη, ήδη η αρχή του αποκλεισμού τίθεται ως θεμέλιο της εξουσίας και το «ελάχιστο» μπορεί να σημαίνει, (όπως ήταν πράγματι η έκκληση του Στέφανου Μάνου τον Δεκέμβρη του ’08), να κατεβεί ο στρατός ενάντια στο λαό.

Φυσικά, η φιλελεύθερη ιδέα του κράτους ως αμοιβαία παραχώρηση ελευθεριών μέσα από ένα κοινωνικό συμβόλαιο ελεύθερων ατόμων είναι η φαντασίωση που οδηγεί σε αυτά τα συμπεράσματα. Είναι ο άνθρωπος νοούμενος ως το μοναχικό άτομο, που αποτελεί μία επικίνδυνη επινόηση, η οποία οδηγεί αφενός στον οικονομικό ολοκληρωτισμό της ελεύθερης αγοράς και αφετέρου στον καταναλωτικό ατομικισμό της κατάθλιψης.
Αν θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε αφελή την ιδέα των αναρχικών πως μπορεί να υπάρξει κοινωνία χωρίς εξουσία, περισσότερο αφελής μοιάζει η φιλελεύθερη ανθρωπολογία, η οποία βλέπει το άτομο ως μονάδα ξεκομμένη από την κοινωνία και σε μία προκοινωνική «φυσική κατάσταση». Το άτομο είναι κοινωνικός θεσμός και απηχεί την κοινωνία. Και είναι σαφές, όπως είπαμε, πως δίχως κοινωνία δεν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε, δεν θα μπορούσαμε καν να γνωρίζουμε πως γεννηθήκαμε ή πως θα πεθάνουμε. Αυτό που είναι ριζικά ατομικό μέσα μας, η ψυχή μας με την φιλοσοφική και όχι την μεταφυσική έννοια, η ριζική μας φαντασία, έχει από τον καιρό της γέννησής μας επενδυθεί και επενδύσει σε κοινωνικές σημασίες, σε αξίες και νοηματοδοτήσεις πρόσφορες στην κοινωνία που γεννηθήκαμε. Στο κοινωνικόϊστορικό μας περιβάλλον, βρίσκονται, ανάμεσα στις άλλες και οι ανοιχτές σημασίες του διαφωτισμού, του ουμανισμού και της αυτονομίας που αποτελούν πλέον μέρος της κληρονομιάς της ανθρωπότητας.

Ένα άτομο λοιπόν, με την θατσερική έννοια του «δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα», είναι απλώς ένα φανταστικό τέρας, μία κατακερματισμένη στενή αντίληψη ανίκανη να αντιληφθεί το κοινωνικοϊστορικό. Η ελευθερία του ατόμου είναι μία κοινωνική σημασία και δεν μπορεί να υπάρξει ούτε να γίνει αντιληπτή παρά σαν ομοούσια της κοινωνικής ελευθερίας.

Αυτό οι αναρχικοί το γνώριζαν, οι φιλελεύθεροι εξ αρχής το υποπτεύονταν. Κι όμως, τι σημαίνει κοινωνική ελευθερία;
Εδώ οφείλουμε να πούμε ότι οι ηθικές έννοιες που συζητάμε είναι πολιτικές έννοιες. Ο κλασικός αναρχισμός αστοχεί στο ζήτημα της εξουσίας, όπως ο φιλελευθερισμός στο ζήτημα του κράτους. Αν καταλάβουμε το κοινωνικοϊστορικό ως πεδίο ύπαρξης του ανθρώπου και το άτομο ως αδιαχώριστο από την κοινωνία, θα καταλάβουμε ότι μία μορφή εξουσίας υπάρχει ήδη ως κοινωνική θέσμιση στις σημασίες, στη γλώσσα, στη συνύπαρξη και αυτοδημιουργία μέσω της παιδείας. Αν υπάρχει κοινωνία και υπάρχει εξουσία, ως δύναμη πολιτική, ως αυτοθέσμιση, τότε από πού έρχεται αυτή η κοινωνία και αυτή η εξουσία;

Ο κλασικός φιλελευθερισμός επικαλείται τον Θεό ως Λόγο, ορθολογική δύναμη, θεοποιώντας τον λειτουργικό ορθολογισμό και ορθολογικοποιώντας τον Θείο. Προσφεύγει δηλαδή σε μία θεολογική θεμελίωση του ορθολογισμού, δίχως να αντιλαμβάνεται πως αυτό ισοδυναμεί με την άρνηση της εγκυρότητας των ίδιων του των τελεστικών κατηγοριών. Έτσι, καθίσταται λογικά δυνατός ο Αδαμικός άνθρωπος του Locke. Η Φύση, ως ύψιστη διάνοια φορτισμένη με ηθική δύναμη είναι η απάντηση του ρομαντισμού και των κλασικών αναρχικών. Η Φύση αυτή είναι μία ακόμη μορφή του Θεού. Οι κλασικοί αναρχικοί αρνούνται κάθε εξουσία γιατί πιστεύουν ότι ο άνθρωπος είναι φύσει καλός. Όμως η Ιστορία έχει αποδείξει όχι μόνο ότι ο άνθρωπος είναι και καλός και κακός, αλλά και ότι οι κατηγορίες του Καλού και του Κακού έχουν νόημα μόνο για τον άνθρωπο.

Ο σύγχρονος αθεϊστικός διαφωτισμός των πλατειών και των εξεγέρσεων θέτει ως ζητούμενο την απεξάρτηση της κοινωνίας από κάθε εξωκοινωνική πηγή, κάθε μεταφυσική δικαίωση. Η κοινωνία αυτοθεσμίζεται, και πάντοτε, πέραν κάθε θεσμισμένου καθεστώτος είναι παρούσα η θεσμίζουσα δύναμη της κοινωνικής και ιστορικής συλλογικής ύπαρξης των ατόμων. Από τη στιγμή που αυτό συμβαίνει, δικαιωματικά μπορούμε να αγωνιστούμε από κοινού για μία ρητή, συνειδητή αυτοθέσμιση. Αυτό προϋποθέτει την επίγνωση πως δεν υπάρχουν νόμοι της ιστορίας ή της αγοράς έξω από τη δραστηριότητα των ανθρώπων. Συνεπώς, δεν μπορούμε να παραχωρήσουμε την εξουσία σε καμία αυθεντία, δεν μπορούμε να απολέσουμε την ευθύνη μας για τις ζωές μας, δίχως να απολέσουμε την ελευθερία μας.

Έτσι, ηθικά, ο κλασικός αναρχισμός παρουσιάζεται σαν μία ανοιχτή γέφυρα μεταξύ του σοσιαλισμού και του φιλελευθερισμού, σε αντίθεση με την κλειστότητα και των δύο. Γιατί ο σοσιαλισμός θέτοντας την πίστη του στο «κοινωνικό» κράτος, έρχεται να υποστηρίξει το ολοκληρωτικό κράτος στην ακραία του μορφή, ενώ ο φιλελευθερισμός θέτοντας την πίστη του στην «ελεύθερη αγορά» υποστηρίζει την «ελευθερία» των εμπορευμάτων και το απολυταρχικό κράτος.

Ένας ελεύθερος άνθρωπος δεν μπορεί παρά να είναι ένας άνθρωπος που αποφασίζει για τα κοινά, ένας άνθρωπος που συμμετέχει σε ελεύθερους, προφανώς αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς που διασφαλίζουν την αυτονομία της κοινωνίας. Η άμεση δημοκρατία είναι η πρόταση μίας κοινωνικής εξουσίας βασισμένη σε οριζόντια δίκτυα και διαρκείς τοπικές αυτοθεσμίσεις. Και η άμεση δημοκρατία είναι μια μορφή εξουσίας δίχως κράτος, βάσει της συνεχούς ανακλητότητας, του μη αποκλεισμού, της ατομικής δημιουργίας και της συλλογικής πράξης μέσω της διαρκούς λελογισμένης αυτοθέσμισης.

Οι φιλελεύθεροι, όπως και οι μαρξιστές εμφορούνται από μία στρεβλή εικόνα του ατόμου και το περιορίζουν σε οικονομικές κατηγορίες, σε παραγωγό ή εργαλείο. Στον φιλελευθερισμό όσον μας αφορά, αυτό είναι άμεσα συνδεδεμένο με την έννοια της ιδιοκτησίας. Ο Λόρδος Russell κατηγορεί ήδη τον Locke για την έμφαση που έδινε στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Είναι γνωστή φυσικά η φράση που αποδίδεται στον Προυντόν, από την άλλη, πως η ιδιοκτησία είναι κλοπή, την οποία δεν την εννοούσε και τόσο ο ίδιος.

Σήμερα, το ζήτημα της ιδιοκτησίας δεν τίθεται απλώς ως ζήτημα υπεράσπισης της ατομικής ή της συλλογικής ιδιοκτησίας. Η παγκόσμια κατάσταση φανερώνει πως είναι η ίδια η έννοια της ιδιοκτησίας που είναι προβληματική. Τόσο η κατάρρευση του πλανήτη, όσο και η κρίση των αγορών, φανερώνουν πού οδήγησε η φαντασιακή σημασία της ιδιοκτησίας, η οποία ενσαρκώθηκε στην μανία κυριάρχησης επί της φύσεως και στην αρρώστια της διαρκούς κερδοσκοπίας. Πολιτικά και φιλοσοφικά, το τέρας του νεοφιλελευθερισμού είναι η αρχή της ιδιοκτησίας αχαλίνωτη από τις πρώιμες ηθικές δεσμεύσεις περί γενικής ευημερίας. Πρέπει άραγε σαν κοινωνία και σαν ατομικότητες να εμμείνουμε στην υπαρξιακή επένδυση του νοήματος της ζωής μας σε πράγματα που απλώς δεν γίνεται να μας ανήκουν; Η ίδια η υφή του Χρόνου ως διαρκή αλλοίωση συνεπάγεται ότι τα εξωτερικά αντικείμενα είναι πάντοτε απλώς δανεικά, κι αν κάτι ανήκει ιστορικά στο άτομο αυτό είναι η μορφή της προσωπικής του δημιουργίας, όχι όμως το αντικείμενο της δημιουργίας του αυτό καθαυτό. Η απληστία οδηγείται να καλύψει το ηθικό κενό που άφησε η καπιταλιστική ανάπτυξη. Σήμερα, το κενό αποκαλύπτεται σαν κατάρρευση της μεσαίας τάξης. Αυτό που καταρρέει είναι ακριβώς οι ψευδεπίγραφες υποσχέσεις και η ασημαντότητα που δημιούργησε ο καταναλωτισμός. Το πρόβλημα είναι μήπως καταρρεύσει η ίδια η ανθρωπότητα.

Αν γίνει αυτό, θα γίνει μέσα από την εμμονή στην ιδιοκτησιακή λογική που επιβάλλεται ως αειφόρα κερδοσκοπία στις πανάρχαιες κοινωνικές λειτουργίες της ανταλλαγής και του εμπορίου. Έχει φανεί πως αυτός είναι ο δρόμος της συνολικής εξόντωσης και ένας δρόμος ηθικής και κοινωνικής εξαθλίωσης. Γιατί είναι γνωστό πως όταν εξαθλιώνεται ο δούλος, το ίδιο συμβαίνει και στον αφέντη. Η ιδιοκτησία ως κυριαρχικό δικαίωμα, όχι ως απόκτηση ενός αντικειμένου αλλά ως κυριότητα επί του αντικειμένου αντανακλάται σε όλους τους θεσμούς ενός νεοφιλελεύθερου κράτους ως κυριότητα των επιχειρήσεων πάνω στον φυσικό πλούτο και ως κυριαρχία του κράτους πάνω στις κοινότητες. Δεν νομίζω πως τίθεται συζήτηση πως δεν μπορεί να υπάρξει ελευθερία αν οι άνθρωποι είναι μπλεγμένοι στα δίχτυα αόρατων οικονομικών δυνάμεων που στην πραγματικότητα είναι πολύ συγκεκριμένα ιδιοτελή συμφέροντα. Δεν μπορεί να υπάρξουν πολιτικοί θεσμοί αυτονομίας αν υπάρχει οικονομική υποτέλεια.

Αυτό το γνώριζε ήδη ο Σόλων, πριν τη θεμελίωση της αρχαίας άμεσης δημοκρατίας και προχώρησε στη σεισάχθεια. Οι σύγχρονες αναζητήσεις του κινήματος της αυτονομίας οδηγούν σε εγχειρήματα και δομές περιορισμένης οικονομίας. Δηλαδή, μίας οικονομίας που δεν εμφορείται από την ιδέα του κέρδους, αλλά της κοινωνικής αλληλεγγύης. Που δεν φέρεται από μανιακούς μοναχικούς εγωιστές αλλά από συνειδητά κοινωνικά άτομα, που αναγνωρίζουν πραγματικά τον άλλο ως κομμάτι του εγώ τους. Μία οικονομία που δεν παράγει πολιτική εξουσία αλλά ενισχύει τις πολιτικές δομές αυτονομίας. Μία οικονομία που ήδη οργανώνεται σε δίκτυα αυτοδιαχειριζόμενων κολεκτίβων, αυτόνομων παραγωγών/καταναλωτών και ελεύθερους κοινωνικούς χώρους. Διάσπαρτες νησίδες μέσα σε ένα παγκόσμιο πυκνό πλέγμα εμπορευματικών καπιταλιστικών συναλλαγών, προσφέρουν ένα πρότυπο οργάνωσης με όρους αμεσοδημοκρατίας και αυτοδιαχείρισης, που αγωνίζονται να επεκταθούν σαν τόποι και κόμβοι ελεύθερου δημόσιου χρόνου και χώρου. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο μετασχηματισμός του ευρύτερου κοινωνικού φαντασιακού είναι μία διαδικασία απρόβλεπτη και υπόρρητη που συμβαίνει σε διάφορους τόπους/περιοχές του κοινωνικοϊστορικού.

Κάθε άνθρωπος γεννιέται με το αυτονόητο δικαίωμα στην ελευθερία, την ισότητα και την αναζήτηση της ευτυχίας, έγραψε ο Jefferson. Αυτά τα λόγια οφείλουμε να τα ελέγξουμε κριτικά προκειμένου όχι να τα αποδομήσουμε, αλλά να τα ανακτήσουμε και να τα διευρύνουμε στο πρόταγμα της αυτονομίας.

– See more at: http://www.babylonia.gr/2015/10/30/eklektikes-singenies-tou-diafotismou/#sthash.7s5yyZCY.dpuf

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Walt Whitman: "Αντιστέκου πολύ,υπάκουε λίγο"


Ο Ουίτμαν γεννήθηκε το 1819 στο Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης, ο δεύτερος γιος μιας πολυμελούς οικογένειας με συνολικά εννέα παιδιά.
 Το1823 η οικογένειά του αναγκάζεται να μεταβεί στο Μπρούκλιν όπου ο πατέρας του δουλεύει ως μαραγκός και ο ίδιος φοιτά για έξι χρόνια στο δημοτικό σχολείο. 
Από την ηλικία των δώδεκα ετών, εργάζεται στο γραφείο ενός δικηγόρου και στα δεκατέσσερά του γίνεται μαθητευόμενος σε τυπογραφείο. Την ίδια περίπου περίοδο εγγράφεται σε κάποιο αναγνωστήριο βιβλιοθήκης, όπου έχει την ευκαιρία να ανακαλύψει πολλούς κλασικούς αλλά και νεότερους συγγραφείς. Το 1835 επιστρέφει στο Λονγκ-Άιλαντ όπου εργάζεται ως δάσκαλος. Παράλληλα, ιδρύει την εφημερίδα Long-Islander, της οποίας είναι συγχρόνως διευθυντής, υπεύθυνος σύνταξης και τυπογράφος. Το έργο του ως δάσκαλος συνεχίζεται μέχρι το 1841, χρονιά που μετακομίζει στη Νέα Υόρκη προκειμένου να εργαστεί ως
στοιχειοθέτης σε τυπογραφείο αλλά και δημοσιογράφος σε διάφορα περιοδικά ή εφημερίδες της εποχής. Συγχρόνως, λαμβάνει ενεργό μέρος στην πολιτική και συμμετέχει σε προεκλογικές εκστρατείες του Δημοκρατικού Κόμματος. Παράλληλα εγκαταλείπει την εργασία του στο τυπογραφείο και αναλαμβάνει διευθυντής εφημερίδων, βρισκόμενος διαδοχικά στις Daily Aurora και Brooklyn Eagle. Σε αυτό το διάστημα δημοσιεύει πλήθος άρθρων επί διαφόρων θεμάτων που συνδέονται συνήθως με την παγκόσμια ή την αμερικανική πολιτική επικαιρότητα. Το 1848 διακόπτεται η συνεργασία του με την εφημερίδα Brooklyn Eagleκαι γίνεται συντάκτης της Crescent, θέση που κατέχει για ένα χρόνο στο διάστημα του οποίου ταξιδεύει σχεδόν σε ολόκληρο τον αμερικανικό Νότο.
Το 1849, επικεφαλής ενός μικρού τυπογραφείου, εκδίδει την εφημερίδα Freeman. Τον επόμενο χρόνο όμως αλλάζει εκ νέου κατεύθυνση και γίνεται μαραγκός, χτίζοντας σπίτια που αργότερα πουλά. Το 1854 φαίνεται πως εγκαταλείπει κάθε εργασία και επεξεργάζεται την πρώτη του ποιητική συλλογή Φύλλα Χλόης (Leaves of Grass), η οποία εκδίδεται το 1855 με προσωπικά έξοδα του Ουίτμαν. Σε αυτή την πρώτη έκδοση της, η συλλογή περιλαμβάνει δώδεκα εκτεταμένα άτιτλα ποιήματα και λαμβάνει ως επί το πλείστον αρνητικές κριτικές ενώ πωλείται τελικά μόλις ένα αντίτυπο. Ένα χρόνο αργότερα, ο Ουίτμαν ετοιμάζει την δεύτερη έκδοση της συλλογής του η οποία περιέχει επιπλέον είκοσι ποιήματα, γενικότερες διορθώσεις, τίτλους και μια σαφέστερη ταξινόμηση. Παράλληλα περιλαμβάνει ως εισαγωγή ένα συγχαρητήριο γράμμα του Ραλφ Γουάλντο Έμερσον προς τον Ουίτμαν. Η κυκλοφορία της δεύτερης έκδοσης των Φύλλων Χλόης  συνοδεύεται επίσης από αντιδράσεις του περισσότερο συντηρητικού τμήματος της αμερικανικής κοινωνίας. Από το φόβο δικαστικών διώξεων, το έργο αποσύρεται ενώ έχουν ήδη πωληθεί μερικές εκατοντάδες αντιτύπων. Το επόμενο διάστημα δημιουργείται σταδιακά ένα ευνοϊκότερο κλίμα για τον Ουίτμαν που οδηγεί τελικά το 1860 σε μία τρίτη έκδοση από τον εκδοτικό οίκοThayer and Eldridge.
Την περίοδο του αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου ο Ουίτμαν εργάζεται ως εθελοντής νοσοκόμος και περιθάλπει τραυματισμένους στρατιώτες κυρίως στην περιοχή της Ουάσινγκτον. Με το τέλος του πολέμου διορίζεται στο Υπουργείο Εσωτερικών και ειδικότερα στο τμήμα Υποθέσεων των Ινδιάνων. Λίγο αργότερα ωστόσο, ο νέος υπουργός Τζέιμς Χάρλαν (James Harlan), πρώην ιεροκήρυκας των Μεθοδιστών, απολύει τον Ουίτμαν επειδή αποτελεί τον συγγραφέα των Φύλλων Χλόης. Παρόλα αυτά, ένα μήνα αργότερα, διορίζεται εκ νέου, αυτή τη φορά στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Το καλοκαίρι του 1866, ο Ουίτμαν επεξεργάζεται την τέταρτη έκδοση των Φύλλων Χλόης κατά τη διάρκεια διακοπών του στο Μπρούκλιν. Στα πλαίσια αυτής της νέας επανεξέτασής τους, διαφοροποιεί ορισμένους τίτλους και προχωρεί σε κάποια αρίθμηση ώστε το έργο να αποκτήσει μια ενότητα. Δημοσιεύεται τελικά το 1867 με προσωπικά του έξοδα. Ακολουθούν άλλες τέσσερις εκδόσεις και το 1891 η τελευταία κατά σειρά, είναι αρκετά ογκώδης περιλαμβάνοντας περισσότερα από τετρακόσια ποιήματα, ενώ παράλληλα συνοδεύεται από μία ευρύτερη αποδοχή του Ουίτμαν που σταδιακά έχει επιτευχθεί.
Ήδη από το 1870 η υγεία του Ουίτμαν είχε αρχίσει να κλονίζεται σημαντικά. Πέθανε το 1892 και στον τάφο του - που ο ίδιος σχεδίασε - αναγράφεται απόσπασμα από ένα ποίημα του:
My foothold is tenon'd and mortis'd in granite;
I laugh at what you call dissolution;
And I know the amplitude of time.
(el.wikipedia.org )
 http://klassikoperiptosi.blogspot.gr

Νομίζω

Κλίνοντας το ρήμα "Νομίζω" στην σημερινή ελληνική πραγματικότητα:

1. Νομίζω ότι έχω σπίτι, ελιές, ιδιοκτησία γενικώς και ειδικώς: 
Μου άφησε ένα σπίτι ο πατέρας και ευτυχώς που ήταν ένα και παλιό. Δεν θα είχα να πληρώσω φόρο κληρονομιάς με τις αντικειμενικές αξίες του 2007 και θα το πουλούσα για να ξεχρεώσω από εκεί που δε χρωστούσα τίποτα. Αλλά και τώρα μάλλον θα μου το πάρουν. Με το νοίκι (ΕΝΦΙΑ) που μου έχουν επιβάλλει για το δικό μου σπίτι, τη ΔΕΗ στα ύψη με τις ρυθμιζόμενες χρεώσεις ακόμα και αν είχα δουλειά, θα έπρεπε να βρω και δεύτερη για να πληρώνω τους νταβατζήδες που κληρονόμησαν την δικιά μου περιουσία....
Όσο για αυτούς που έχουν υποθήκη και χρωστάνε στην τράπεζα αυτοί δεν είχαν ούτως ή άλλως δικό τους σπίτι. Θα είχαν αν το αποπλήρωναν μετά από 30 χρόνια. Το σχέδιο είναι απλό: τα δάνεια και τα χρέη θα αποπληρωθούν μόνο με πλειστηριασμούς ιδιοκτησιών για να έρθουν μεγάλοι παίκτες του εξωτερικού ή γερμανοτσολιάδες του εσωτερικού (5 -10 εταιρίες όπως ήδη γίνεται στο εξωτερικό) για να τα αγοράσουν όλα και να στα νοικιάσουν στη συνέχεια. 
Για τους αγρότες τα ίδια και πιο δύσκολα. Με τα νέα προαπαιτούμενα, τον φόρο στο 26% και το ανοργάνωτο της παραγωγής (με το κέρδος των μεταπωλητών, πάλι ντόπιων και ξένων) η κατάληξη θα είναι και πάλι η ίδια: μεγάλες εταιρίες, μονοκαλλιέργειες και ο πρώην ιδιοκτήτης θα καλλιεργεί μεγαλώνοντας απλά το χρέος του μέσω λιπασμάτων και σπόρων… Αν πάλι σκεφτείς να πουλήσεις στο δρόμο κάποια από τα καλαμπόκια σου μπας και σώσεις αυτά που δεν σώζονται, ξέρεις πια τι θα γίνεται. 
2. Νομίζεις ότι έχεις κράτος δικαίου: 
Σε όλες τις εκφάνσεις του βίου μας υπάρχει σήψη η οποία αναδύει την ίδια ακριβώς μπόχα, που σημαίνει ότι είναι βαθιά προχωρημένη και δεν πρόκειται να γιατρευτεί. Από πού να αρχίσω και που να τελειώσω; Παιδεία, δημοσιογραφία, δικαστικοί, αθλητισμός, δημόσιες υπηρεσίες και γραφειοκρατία, πολιτισμός είναι μερικά από αυτά που αντιμετωπίζουμε καθημερινά και που τα αυτονόητα περί αισθήματος δικαιοσύνης και αξιοκρατίας ακούγονται πλέον ως γραφικά και ουτοπικά. 
Η παιδεία από το κακό στο χειρότερο: με κακογραμμένα βιβλία και παραποίηση της ιστορίας οι επόμενες γενιές θα βγουν ακόμα πιο ηλίθιες. Η δημοσιογραφία, το λειτούργημα της ενημέρωσης, έχει πέσει πιο χαμηλά από τον κίτρινο τύπο με κουτσομπολιά, παραπληροφόρηση, διαφημίσεις, δημιουργία ψεύτικων επιθυμιών, εντυπώσεων, προβληματισμών και ειδήσεις των ξέκωλων και των σταρ. Η δικαστική εξουσία που "τα παίρνει" και κοιτά την πάρτη της ξεχνώντας την ιερή αποστολή της να προστατεύσει σύνταγμα, κράτος και κοινωνική δικαιοσύνη. Ο αθλητισμός που σήμερα έχει γίνει όσο ποτέ άλλοτε αλητισμός με διεφθαρμένους παράγοντες, στημένα παιχνίδια, πολιτική εκμετάλλευση και πρόβατα-δολοφόνους οπαδούς. Δημόσιες υπηρεσίες και γραφειοκρατία; Μιλάμε για τους υπαλλήλους της Κομαντατούρ. Νομίζουν ότι έχουν το ακαταλόγιστο επειδή εκτελούν απλά εντολές. Αλλά πληρώνονται από τους δανειστές, παρασιτούν εις βάρος της κοινωνίας, σε αντιμετωπίζουν σαν νούμερο και σε εκτελούν σαν νούμερο για να έχουν τη συνείδησή τους ήσυχη. Ο δε πολιτισμός είναι άλλη μια πικρή ιστορία. Ατάλαντοι, φιλόδοξοι, αγράμματοι, μπογιατισμένοι με τη σπάτουλα και το ψεύτικο βυζί σε μόστρα, αποτελούν την ομάδα με την υψηλή αποστολή να ελέγξουν την εξουσία, να διατρανώσουν τα στραβά της κοινωνίας και να μορφώσουν τους απλούς πολίτες… 
3. Νομίζει ότι έχει εργασία: 
Εξαιρώντας φυσικά τους ανέργους που έχουν χτυπήσει απίστευτα νούμερα με το κλείσιμο επιχειρήσεων, την διάλυση της παραγωγής και τους αβάσταχτους φόρους που καλείται να πληρώσει ο μικροεπαγγελματίας, όποιος έχει δουλειά θεωρείται πλέον τυχερός. Αλλά τι δουλειά έχει; Μια δουλειά που μπορεί να χάσει ανά πάσα στιγμή αν κάνει ένα λάθος, αν πει μια κουβέντα παραπάνω, αν η επιχείρηση πρέπει να κάνει περικοπές, αν πρέπει να μειώσει μισθούς. Μια δουλειά που θα δουλέψει επιπλέον ώρες χωρίς αντίκρισμα, απλά για να κρατήσει το κελεπούρι. Μια δουλειά που όλο και πιο πολύ πλησιάζει τα δεδομένα της Κίνας σε μισθούς και εργατικές ώρες. Μια δουλειά που είναι ημι-απασχόληση γιατί έτσι συμφέρει αφεντικά με τις κρατικές επιδοτήσεις και το κράτος για να δείχνει λιγότερο ανεργία. 
Εδώ το μέλλον έχει φτάσει ήδη: μεγάλες εταιρίες «νοικιάζουν» εργαζόμενους σε άλλες μεγάλες εταιρίες όταν και για όσο αυτές τους χρειάζονται για να κερδίζουν και οι δυο. Οι μεν γλιτώνουν την αποζημίωση και έχουν πρόθυμο εργατικό δυναμικό όταν το χρειάζονται και οι δε καρπώνονται την «υπεραξία» ενοικίασης «αντικειμένων». Ο «μηχανοποιημένος» άνθρωπος στο μεγαλείο του. 
4. Νομίζουμε ότι έχουμε πατρίδα: 
Μπορεί να έχουμε ΕΕ, ΔΝΤ, τρόικα, κουαρτέτα, προαπαιτούμενα, δανεικά, Vervey αλλά πάνω από όλα υπάρχει η Ελλάδα. Μια Ελλάδα που όχι απλά δεν μπορεί να πάρει απόφαση αν δεν την εγκρίνουν οι δανειστές αλλά μάλλον παίρνει αποφάσεις που υποβάλλουν οι δανειστές. Έτσι μια κυρίαρχη ομάδα (που πάντα εκλέγεται με ψεύτικες υποσχέσεις αφού προαποφάσισε να μην έχει ποινικές κυρώσεις) ξεπουλάει δημόσια περιουσία λέγοντας ότι πρόκειται για δημόσιο όφελος. Ξεπουλάει Ελλάδα για να ταΐσει κομματικό στρατό. 
Αεροδρόμια, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, νερό, βουνά, νησιά θα έλεγε κανείς ότι είναι αρκετά για να χαθεί η έννοια του έθνους. Όχι όμως, ο εξευτελισμός έπρεπε να είναι μεγαλύτερος: κρατική περιουσία διαχειριζόμενη από ξένους, πώληση γης και ορυκτού πλούτου υπάρχοντος αλλά και αν βρεθεί στο μέλλον, υποθήκευση με υπογραφές ως το 2060 για την αποπληρωμή ενός χρέους αμφισβητήσιμου και που δημιουργεί νέο χρέος με την υπογραφή καινούργιων δανειακών συμβάσεων για την αποπληρωμή του. Όπως καταλαβαίνει και ο πιο άσχετος το 2060 (έτος επανάκτησης της πατρίδας) είναι απλά ένα νούμερο για γέλια… 
5. Νομίζετε ότι έχετε κοινωνικές παροχές: 
Με κατάργηση επικουρικής και «εθνική» σύνταξη στα 390 ευρώ, μάλιστα ρυθμιζόμενη στο 60% του μέσου εισοδήματος που σημαίνει ότι όσο κατεβαίνει ο μέσος μισθός θα πέφτει και η σύνταξη, καταλαβαίνεις ότι όταν φτάσεις τα 67+ (γιατί έχει ως τότε ο Θεός) δεν θα μπορείς να ζεις. Με νοσοκομεία διαλυμένα με ελλείψεις προσωπικού, φαρμάκων, υλικών και μηχανήματα που δεν λειτουργούν δεν έχεις και υγεία. Με ασφαλιστικά ταμεία διαλυμένα, χρεωμένα και με πλάνο την ιδιωτική ασφάλιση (έχεις - δεν έχεις δουλειά, όπως γίνεται ήδη στην Ευρώπη) καταλαβαίνεις ότι δε θα έχεις ούτε ασφάλιση. Το μόνο που θα έχεις θα είναι μια κάρτα σίτισης (δελτίο το λέγανε παλιά) και αυτό όχι επειδή το κράτος είναι φιλάνθρωπο και στοργικό αλλά γιατί κοιτά πώς να εμποδίσει μια αντίδραση του λαού που φυσικά θα ήταν αδύνατο να το κάνει αν το στομάχι του ήταν άδειο… 
6. Νομίζουν (δικαίως) ότι έχουν να κάνουν με μ@λ@κες: 
Όσο συνεχίζεις τα παραπάνω «νομίσματα» ξένοι κατακτητές και ντόπιοι νενέκοι θα αποκτάνε όλο και μεγαλύτερο δικαίωμα να σε αποκαλούν έτσι και να σου παίρνουν ακόμα καλύτερα τα μέτρα. Νομίζω;
OSTRIA

EurActiv: Λουξεμβούργο και Γερμανία "παράδεισοι" στο ξέπλυμα μαύρου χρήματος

nonews
Ο μυστικοπαθής χρηματοπιστωτικός τομέας στη Γερμανία είναι ο δεύτερος μετά το Λουξεμβούργο που είναι “ευάλωτος” σε ξέπλυμα μαύρου χρήματος, ενώ και τα δύο κράτη μέλη είναι τα χειρότερα για...
φοροαποφυγή, σύμφωνα με μια έκθεση που δημοσιεύθηκε ένα χρόνο μετά το σκάνδαλο Luxleaks.

Οι περισσότερες από τις 15 χώρες που εξετάστηκαν έδειξαν ότι αποτυγχάνουν στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, αναφέρει η έκθεση που συντονίζεται από το Ευρωπαϊκό Δίκτυο για το Χρέος και την Ανάπτυξη (Eurodad), με «άφθονες ευκαιρίες» για τις πολυεθνικές και τους πλούσιους ιδιώτες να κρύψουν χρήματα.

«Μερικές από τις πιο ύποπτες χώρες εξακολουθούν να είναι το Λουξεμβούργο και η Γερμανία, οι οποίες προσφέρουν σε ένα ευρύ σύνολο από επιλογές για την απόκρυψη της ιδιοκτησίας και του ξεπλύματος χρήματος», ανέφερε το δίκτυο των 48 ΜΚΟ, συμπεριλαμβανομένης της Oxfam και Christian Aid.

Το ξέπλυμα χρήματος μετατρέπει τα έσοδα του εγκλήματος σε δήθεν νόμιμα χρήματα ή περιουσιακά στοιζεία, και έχει συνδεθεί με τη διεθνή τρομοκρατία.

Ο Tove Ryding, συντονιστής φορολογικής δικαιοσύνης της Eurodad, είπε ότι οι πολίτες της ΕΕ περιμένουν εδώ και ένα χρόνο την ΕΕ να συγκεντρωθεί και να βάλει ένα τέλος σε ένα σύστημα που επέτρεψε σε εκατοντάδες πολυεθνικές να φοροαποφύγουν.

«Αντ ‘αυτού, αν και λίγα κενά έχουν κλείσει, εμφανίστηκαν νέα. Είναι σαφές ότι στην ΕΕ είναι business as usual για τις πολυεθνικές εταιρείες που θέλουν να αποφύγουν τους κανόνες για να μειώσουν τον φόρο στους λογαριασμούς τους».

Η εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Vanessa Mock είπε στην EurActiv: «Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της φορολογικής απάτης είναι μία από τις κορυφαίες προτεραιότητες της παρούσας Επιτροπής. Από την έναρξη του Πακέτου Διαφάνεια τον περασμένο Μάρτιο και το σχέδιο δράσης μας για την εταιρική φορολογία, τον Ιούνιο, έχουμε ήδη καταφέρει να επιτύχουμε συγκεκριμένα αποτελέσματα».

Το Λουξεμβούργο επικρίθηκε έντονα στην έκθεση για το γεγονός ότι κατέστησε ακόμη πιο δύσκολο να εντοπιστούν οι πραγματικοί ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων και των περιουσιακών στοιχείων με την εισαγωγή νέων οικονομικών δομών.

 EurActiv, James Crisp

enikonomia.gr

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

«Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος δεν θα πάψεις ούτε στιγμή να αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο».



Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε  στις 30-10-1988
‘Οτι και να πούμε για αυτόν τον πολύ μεγάλο ποιητή, είναι πάρα πολύ λίγο.
Τα λόγια του θα μείνουν βαθειά ριζωμένα στις καρδιές μας…

“κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον είμαστε κιόλας νεκροί.”
Τάσος Λειβαδίτης
“Δε ζούμε αληθινά παρά μόνο τη νύχτα μέσα στ’όνειρο. Και το πρωί «καλημέρα» λες, «καλημέρα» σου λένε. Κι η σφαγή συνεχίζεται.”
Τάσος Λειβαδίτης, Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου
“Θυμᾶσαι τὶς νύχτες; Γιὰ νὰ σὲ κάνω νὰ γελάσεις περπατοῦσα πάνω
……στὸ γυαλὶ τῆς λάμπας.
«Πῶς γίνεται αὐτό;» ρώταγες. Μὰ ἦταν τόσο ἁπλὸ
ἀφοῦ μ᾿ ἀγαποῦσες”
Τάσος Λειβαδίτης, Ποιήματα 1958-1964
“Kαι σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι
και δεν παίρνει τίποτα ο ένας απ’ τον άλλον.
Γιατί ο έρωτας είναι ο πιο δύσκολος δρόμος να γνωριστούν.”
Τάσος Λειβαδίτης, Απάνθισμα
“Ω απέραντη νοσταλγία για κάτι που πότε δεν ζήσαμε
κι όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας…”
Τάσος Λειβαδίτης
“Τελικά μου ‘μεινε αυτή η συνήθεια να κοιτάζω αλλού, έτσι σώθηκα από πολλές καταστροφές
όμως είναι πράγματα που δε θα τα μάθουμε ποτέ, όπως το μάκρος των οριζόντων ή το βάθος της λύπης μας.”
Τάσος Λειβαδίτης, Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα
“Ήξερες να δίνεσαι,αγάπη μου.Δινόσουνα ολάκερη και δεν κράταγες για τον εαυτό σου παρά μόνο την έγνοια αν ολάκερη έχεις δοθεί…”
Τάσος Λειβαδίτης
“Κι μιὰ μέρα θέλω νὰ γράψουν στὸν τάφο μου: ἔζησε στὰ σύνορα
μιᾶς ἀκαθόριστης ἡλικίας καὶ πέθανε γιὰ πράγματα μακρινὰ ποὺ
……εἶδε κάποτε σ᾿ ἕνα ἀβέβαιο ὄνειρο.”
Τάσος Λειβαδίτης, Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου
“Αηδίες—ο χρόνος έγινε για να κυλάει,
οι έρωτες για να τελειώνουν,
η ζωή για να πηγαίνει στο διάολο
κι εγώ για να διασχίζω το Άπειρο με το μεγάλο διασκελισμό ενός μαθηματικού υπολογισμού,
μονάχα όποιος τα διψάει όλα
μπορεί να με προφτάσει,
ό,τι ζήσαμε
χάνεται,
γκρεμίζεται μέσα στο σάπιο οισοφάγο του χρόνου
και μόνο καμμιά φορά,
τις νύχτες,
θλιβερό γερασμένο μηρυκαστικό τ’ αναμασάει η ξεδοντιασμένη μνήμη,
όσα δε ζήσαμε
αυτά μας ανήκουν—”
Τάσος Λειβαδίτης, 25η Ραψωδία της Οδύσσειας
“Και πεθαίνουμε στερημένοι σ’ έναν παράδεισο από λέξεις.”
Τάσος Λειβαδίτης, Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα
“Συλλογιέμαι, αλήθεια, πως άν είχα μια αιωνιότητα στη διάθεσή μου
θ’ αποτελείωνα, ίσως, αυτό το ταξίδι απ’ την πόρτα μου ώς τ’ αντικρινό περίπτερο… …ώσπου ένα μικρό τυχαίο άστρο μου ‘παιρνε και το τελευταίο επιχείρημα
πως δεν είναι ωραίος ο κόσμος!”
Τάσος Λειβαδίτης, Ο Διάβολος με το Κηροπήγιο

Η υποκρισία του "πολιτισμένου" κόσμου

Ευάγγελος Αυδίκος


Το Αιγαίο ξερνάει πτώματα και σου ραγίζει την καρδιά. Το Αιγαίο μοιάζει σπαρμένο με πτώματα, που όζουν, συμπτώματα  της υποκρισίας του «πολιτισμένου» κόσμου. Ίσως, κάποιος να βρει σκληρές τις πρώτες λέξεις του κειμένου, να μην ταιριάζουν στην πολιτική ορθότητα, η οποία καμουφλάρει τον κυνισμό, την απανθρωπιά και την ακόρεστη δίψα για κέδρος. Οι άνθρωποι του Αιγαίου και οι περισσότεροι εκπρόσωποι των αρχών δείχνουν μιαν ωριμότητα και ευαισθησία που θρυμματίζουν τον δυτικοευρωπαϊκό καθωσπρεπισμό των κυβερνήσεων και των ολίγιστων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι ώμοι των τελευταίων είναι τόσο αδύναμοι που δεν μπορούν να κουβαλήσουν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Μίζεροι και με λογιστική λογική μετράνε τα οφέλη και τις δικές τους ζημιές. Σηκώνουν το χέρι επιτιμώντας την Ελλάδα και τους πληγέντες από την κρίση κατηγορώντας τους πολίτες για πολιτική ανωριμότητα. Κι αυτοί, θρασύδειλοι, παριστάνουν τους γενναίους, τους γενναιόφρονες ηγέτες. Αλλά με το πρώτο φτάρνισμα της πολιτικής τους πελατείας ανακρούουν πρύμνα. Η Μέρκελ δεν μπορεί ούτε βήμα να κάνει μπροστά δίνοντας έστω και κάποια ψιχία. Οι Γερμανοί ψηφοφόροι κινδυνολογούν λέγοντας πως η πολιτική της-ποια πολιτική-να φιλοξενήσει κάποιος πρόσφυγες στη Γερμανία αποτελεί βόμβα στη σταθερότητα και την ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας και κοινωνίας. Κρίμα! Θα τρίζουν τα κόκαλα των σπουδαίων Γερμανών που μεγαλούργησαν βάζοντας το δικό τους πετράδι στο χτίσιμο του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
    Ατομικιστές, ζώντας κάποιοι απ’ αυτούς με την ιδέα της καινούργιας, μεγάλης Γερμανίας, δεν νιώθουν τον συγκλονισμό από αυτά που συμβαίνουν στο σπαρμένο με θάνατο Αιγαίο. Νοιάζονται μόνο να παίρνουν. Όχι να δίνουν, έστω και ως ανταπόδοση όσων κέρδισαν από τα ναυάγια των οικονομιών και την πώληση πολεμικού υλικού. Παλιότερα, οι ισχυροί γίνονταν φιλεύσπλαχνοι στο τέλος της ζωής τους, έστω και για να σώσουν την ψυχή τους. Ούτε αυτό μπορούν να κάνουν κάποιοι στην Ευρώπη. Και όχι μόνο αυτό. Η ξετσιπωσιά τους φτάνει στο σημείο να εκβιάζουν την ελληνική κυβέρνηση να γίνει χωματερή προσφύγων. Αδιαφορούν για τη δημοκρατία, τις καταστατικές αρχές. Υιοθετούν τον αμοραλισμό «μακριά από μένα κι ας είναι….». Η μάχη μόλις ξεκίνησε. Της ανθρωπιάς με τον αμοραλισμό.
πηγή:
http://www.artinews.gr

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

Stephen Hawking confirms: The problem is Capitalism, not robots!

globinfo freexchange

According to world famous physicist Stephen Hawking, the rising use of automated machines may mean the end of human rights – not just jobs. But he’s not talking about robots with artificial intelligence taking over the world, he’s talking about the current capitalist political system and its major players.

On Reddit, Hawking said that the economic gap between the rich and the poor will continue to grow as more jobs are automated by machines, and the owners of said machines hoard them to create more wealth for themselves.

The insatiable thirst for capitalist accumulation bestowed upon humans by years of lies and terrible economic policy has affected technology in such a way that one of its major goals has become to replace human jobs.

If we do not take this warning seriously, we may face unfathomable corporate domination. If we let the same people who buy and sell our political system and resources maintain control of automated technology, then we’ll be heading towards a very harsh reality.

More:


Having secured the new labor force through fully automated machines, what has left for the dominant elite now, is to take all the resources. Big corporations are grabbing huge cultivable areas especially in the developing countries in order to control food production.

Oil and natural gas fields in many areas of the planet are already controlled by big private corporations, ...


Hawking's note from the discussion on Reddit:

If machines produce everything we need, the outcome will depend on how things are distributed. Everyone can enjoy a life of luxurious leisure if the machine-produced wealth is shared, or most people can end up miserably poor if the machine-owners successfully lobby against wealth redistribution. So far, the trend seems to be toward the second option, with technology driving ever-increasing inequality.


Professor Hawking is absolutely right. The problem is not automation itself, but the system under which is being developed. The obsolete Capitalism is being used - by the elites who have the economic power - as an intermediate tool to the new Dark Ages of modern Feudalism through which they will take total control of everything. Under such a Dystopian scenery, technology will be used to secure the dominance of the few, instead of improving the lives of billions.

The worse of all, is that Western societies have been 'compromised' with a culture according to which we can't have a better society out of Capitalism. It is a culture expressed by the myth of Thatcherian 'There Is No Alternative', or, Fukuyama's 'End of History'. This culture has been planted deeply in the Western thought especially in the last one hundred years, and became a building block of the Western neo-rationalism.

This culture has generated the destructive neoliberalism, which the elites are using as intermediate stage, destroying everything that the majority has conquered against them, over the past decades. The elites are breaking the social contract with the majority, exactly because they don't need human labor anymore. Societies are still living inside the 'Matrix' of this culture. They appear to be unable to liberate themselves, break the chains and fight for their lives.