Με αφορμή
το πρόσφατο δημοψήφισμα στην Ελβετία…
Ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά του Ελβετικού πολιτεύματος είναι
η δυνατότητα που παρέχει στους πολίτες της χώρας να εγκρίνουν μαζικά –
υποχρεωτικά ή προαιρετικά – νομοσχέδια και τροποποιήσεις που αφορούν
διάφορα θέματα, όπως η στρατιωτική θητεία, η οπλοκατοχή, η διοίκηση και
άλλα ποινικά ή πολιτικά ζητήματα. Έτσι, μετά από δημοψήφισμα που
προωθήθηκε από το λαϊκιστικό δεξιό
Ελβετικό Λαϊκό Κόμμα,
οι πολίτες που προσήλθαν στις κάλπες αποφάσισαν με ποσοστό 50,4% να
θέσουν τέλος στην μαζική εισροή μεταναστών ακόμα και από χώρες της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, επαναφέροντας το αυστηρό καθεστώς των ποσοστώσεων που
ίσχυε παλιότερα. Με αφορμή το γεγονός αυτό
όχι μόνο οι γνωστοί και αναμενόμενοι γραφικοί δεξιοί δημαγωγοί
αλλά και διάφοροι οπαδοί της λεγόμενης «άμεσης δημοκρατίας» (ή μάλλον
όσοι προσεγγίζουν την άμεση δημοκρατία απλουστευτικά και λαϊκιστικά,
αναγνωρίζοντας δηλαδή την πλειοψηφική στάση ως μοναδική εγγυητήρια
δύναμη για την κοινωνική και πολιτική σωτηρία) ξεσπούν σε πανηγυρισμούς
κάνοντας λόγο για νίκη της λαϊκής βούλησης και της δημοκρατίας έναντι
κάποιας τεχνοκρατικής ελίτ η οποία (όπως λένε) με συνωμοτικό τρόπο
καταστρατηγεί βασικά πολιτικά δικαιώματα. Ποιά είναι όμως η πραγματική
ουσία της (άμεσης) δημοκρατία και τί πραγματικά αυτή προϋποθέτει;
Αναμφισβήτητα δύο από τα σημαντικότερα συστατικά ενός δημοκρατικού
πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία και η αρχή της πλειοψηφίας. Εδώ
όμως ένα τεράστιο ερώτημα γεννιέται: μέχρι πού μπορεί να φτάσει η
πλειοψηφία αυτή; Έχει το δικαίωμα να παίρνει αποφάσεις οι οποίες
αφαιρούν βασικές ελευθερίες (όπως το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης
στην περίπτωση της Ελβετίας), καταπιέζουν μειονότητες ή, πολύ χειρότερα,
αναιρούν το ίδιο το καθεστώς που της παράσχει αυτή τη δυνατότητα
επιλογής; Πάνω σε αυτά τα ερωτήματα πρέπει να δοθούν οι εξής πολύ σαφείς
απαντήσεις: η δημοκρατία είναι ένα καθεστώς ελευθερίας, παρέχει,
δηλαδή, σε ένα πολιτικό σώμα ανά πάσα στιγμή τη δυνατότητα να θέσει υπό
αμφισβήτηση γραπτούς ή άγραφους νόμους, νόρμες και κανόνες χωρίς ωστόσο
να παραγκωνίζει τις ελευθερίες της μειοψηφίας και το δικαίωμά της να
εκφράζεται ασκώντας εξίσου επιρροή στο δημόσιο λόγο. Συνεπώς, η
δημοκρατία προαπαιτεί
αυτο-περιορισμό, δηλαδή ρητή αναγνώριση των εσωτερικών ορίων μιας κοινότητας ανθρώπων (ή ενός πολιτικού σώματος), με στόχο να αποφευχθεί η
ύβρις,
αυτή η λυσσαλέα επιθυμία της παράβασης και της υπερβολής (Καστοριάδης
2006, σ.177: 2008, σ.111). Ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία βρίθει από
περιστατικά
ύβρεως, δεδομένου ότι πάμπολλες φορές τα ανθρώπινα
όντα είτε παρασυρόμενα από διάφορους δημαγωγούς και λαοπλάνους είτε
δρώντας αυτόνομα και αυτόβουλα οδηγήθηκαν στην υπερβολή, σε όργια
μακαβριότητας, σαν αυτά του Άουσβιτς και των γκούλαγκ.
Το ερώτημα που τίθεται εδώ, ωστόσο, είναι το εξής: τί σχέση έχουν όλα
αυτά με το συγκεκριμένο δημοψήφισμα που δεν αφορά μειονοτικούς
πληθυσμούς εντός της χώρας αλλά ανθρώπους οι οποίοι δεν μένουν καν εκεί,
οι οποίοι κάλλιστα μπορούν να αναζητήσουν την τύχη τους αλλού εφόσον η
Ελβετία τους κλείνει την πόρτα; Η απάντηση είναι η εξής: δεν είναι η
πρώτη φορά που
στην Ελβετία η ξενοφοβία εκφράζεται μαζικά,
γεγονός που φανερώνει ότι η επικράτηση του ΝΑΙ είναι ξεκάθαρα
υποκινούμενη από κάποιο ρατσιστικό στερεότυπο, από κάποια δηλητηριώδη
εμμονή που δεν (θα) έχει συνέπειες μονάχα για τους μή Ελβετούς που
σχεδίαζαν να μεταναστεύσουν στη συγκεκριμένη χώρα, αλλά όντας μια
αντανάκλαση της ευρύτερης κοινωνικής συντηρητικοποίησης που συντελείται
πλέον σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι επιπτώσεις και για τους ίδιους μετανάστες
που ήδη ζουν και εργάζονται στην Ελβετία θα είναι άμεσες: τόνωση του
επιθετικού εθνικισμού, όξυνση του κράτους εξαίρεσης και διεύρυνση των
αποκλεισμών. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο κάθε τυφλή επίκληση στη λαϊκή
ετυμηγορία που δεν συνοδεύεται από τη συνείδηση της
τραγικότητας ρέπει προς τις πιο επικίνδυνες εκφάνσεις του λαϊκισμού (και όχι στη δημοκρατία καθ’ αυτήν, ως πολίτευμα
ανοιχτό στην
ετερότητα),
όπου ο φόβος[1] και τα αρχέγονα συναισθήματα, το αχαλίνωτο πάθος για
δόξα, τιμή και υπερηφάνεια, και ο ναρκισσισμός καταρρίπτουν όλα τα
εσωτερικά και εξωτερικά όρια των ανθρώπων μιας κοινωνίας ή κοινότητας.
Έτσι η
ύβρις βρίσκει πρόσφορο έδαφος να αναδυθεί, διαβρώνοντας
κάθε επίπεδο του συλλογικού βίου, με τη συνωμοσιολογία να ευδοκιμεί και,
ως εκ τούτου, την αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων, όπως πολύ συχνά
βλέπουμε στον διάχυτο αντισημιτικό λόγο και την περιφρόνηση – ή πολύ
συχνά το μίσος – για τον μετανάστη ή τον πρόσφυγα, ο οποίος στο βλέμμα
του απο-πολιτικοποιημένου μέσου ανθρώπου αποτελεί πηγή όλων των δεινών.
Αυτή η μαζική παράνοια ευθύνεται για την όξυνση των εθνοτικών εντάσεων
και την διεύρυνση του κλίματος εχθρότητας που στο παρελθόν ουκ ολίγες
φορές οδήγησε σε μαζικά πογκρόμ με δεκάδες θύματα [2]. Κοινώς, η
δημοκρατία δεν αποτελεί μια
ad hoc διαδικασία βασισμένη γενικά και αόριστα στην αρχή της πλειοψηφίας αλλά ως επί το πλείστον ένα καθεστώς ρητού
αυτο-περιορισμού. Ένα από τα βασικότερα επιτεύγματα του
αυτο-περιορισμού είναι τα ίδια ανθρώπινα δικαιώματα (βλ
Οικουμενική Διακήρυξη)
– όπως για παράδειγμα οι ελεύθερες μετακινήσεις – που σε πολλές χώρες
μάλιστα είναι και συνταγματικά κατοχυρωμένα (Castoriadis 2007, σ.122).
Επομένως, η οποιαδήποτε αναφορά στην λαϊκή ετυμηγορία όταν δεν
συνοδεύεται από μια βασική αρχή –
αφετηρία κάθε αλλαγής θα είναι το αδιαπραγμάτευτο των δικαιωμάτων αυτών ως αναλλοίωτα από οποιαδήποτε νομοθετική μεταρρύθμιση
– αποτελεί μια στρεβλή κατανόηση του πραγματικού περιεχομένου της
δημοκρατίας, μια κίβδηλη και επιπόλαιη προσέγγιση του αληθινού της
νοήματος.
Αυτή η τόσο εργαλειακή προσέγγιση που βλέπει τα δημοψηφίσματα σαν μια
ουδέτερη διαδικασία είναι ολέθρια, όχι μόνο διότι αποκρύβει τον
συνολικό κοινωνικό προσανατολισμό και τη ροπή του προς την
ύβρη,
αλλά επίσης επισκιάζει το γεγονός ότι οι πολίτες – και αυτό ισχύει στην
περίπτωση της Ελβετίας και της Ιρλανδίας (μια άλλη χώρα όπου τα
δημοψηφίσματα αποτελούν συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα) – απλά
καλούνται να συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν σε ένα ερώτημα που έχει ήδη
τεθεί εκ των άνω και όχι από τους ίδιους. Ακόμα περισσότερο, δεν
μπορούμε να ισχυριστούμε ότι έχουμε να κάνουμε με δημοκρατικό καθεστώς
όταν οι ίδιοι οι πολίτες διαμορφώνουν γνώμες με βάση τα δημοσιεύματα του
ευρέως διαθέσιμου – και συνεχώς προωθούμενου – κυνικού tabloid τύπου
(που στην πλειοψηφία τους είναι ρατσιστικά και ξενοφοβικά) ή κάτω από το
κλίμα φόβου που κάθε κοινωνία καλλιεργεί και αναπαράγει εν όψη της
παγκόσμιας πολιτικής και οικονομικής αναμπουμπούλας. Σε αυτήν την
περίπτωση έχουμε να κάνουμε με ολοφάνερη δημαγωγία – άλλωστε και ο ίδιος
ο Weber (1948) είχε πει ότι ο πολιτικός και ο δημοσιογράφος αποτελούν
κατεξοχήν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά είδη δημαγωγών στον Δυτικό
κόσμο. Διότι πάνω απ’ όλα δημοκρατία σημαίνει δημόσια τριβή και
αλληλεπίδραση (κάτι που οι στείρες επικλήσεις στην άμεση δημοκρατία δεν
μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε), πράγμα που δεν βλέπουμε σε καμία
σύγχρονη Δυτική κοινωνία όπου ο κατακερματισμός, η αποσύνθεση και ο
εγκλεισμός των ανθρώπων στην ιδιωτική τους σφαίρα στερεί κάθε διάθεση
για συμμετοχή όχι μόνο στην επικύρωση αποφάσεων (που συχνά παίρνονται
από ανώτατα όργανα) αλλά και στη συλλογική διαβούλευση η οποία θα
καθορίσει (μέσα από πρωτοβουλίες και ανοιχτό διάλογο) τί αξίζει
πραγματικά να τεθεί στην δημόσια ατζέντα και τί όχι, πάνω σε ποιό
πρόβλημα θα πρέπει μια κοινότητα να εστιάσει την προσοχή της (και για
ποιόν λόγο επίσης), και τέλος ποιές είναι οι πραγματικές της
προτεραιότητες. Τότε μόνο μπορούμε να μιλάμε για πραγματική δημοκρατία
ως καθεστώς ρητής αυτοθέσμισης: όταν συνυπάρχει η πλήρης συμμετοχή στον
δημόσιο βίο, όταν ο
δήμος δίνει στον εαυτό του μέσω του
λόγου
το δικαίωμα της ελεύθερης δράσης γνωρίζοντας συνειδητά, την ίδια
στιγμή, ότι αυτή η ελευθερία δεν είναι συνώνυμο της αφροσύνης, των
αχαλίνωτων παθών και ανεξέλεγκτων επιθυμιών, ότι δηλαδή δεν πιστεύει πως
όλα είναι επιτρεπτά και δυνατά, πράγμα που συνιστά τον καθ’ αυτό ορισμό
της
ύβρεως (Καστοριάδης 2011, σ.251).
Κι εδώ καταλαβαίνουμε τη σημαντικότητα της διαβούλευσης: δεν είναι
δυνατό να παρθούν συλλογικές αποφάσεις δίχως να υπάρξει κάποια συζήτηση
σε έναν
δημόσιο χώρο, δηλαδή ένα μέρος όπου οι άνθρωποι θα μπορούσαν να έρθουν μαζί σε επαφή (κοινώς να
επικοινωνήσουν) – όπως για παράδειγμα η αρχαία Αθηναϊκή
αγορά, και η
πόλις (Arendt 1990, σ.31), δίχως εν ολίγοις να αναδυθεί μια
δημόσια σφαίρα,
κάτι που απουσιάζει πλήρως στις σύγχρονες κοινωνίες με την πλειοψηφία
των ανθρώπων να ζουν σε καθεστώς πλήρης ιδιωτικοποίησης και απομόνωσης.
Πού είναι η διαβούλευση όταν για παράδειγμα στην Βρετανία
η συντριπτική πλειοψηφία τάσσεται υπέρ της επαναφοράς της θανατικής ποινής
για εγκλήματα όπως παιδεραστία και τρομοκρατία, έχοντας εθιστεί να
διαβάζει την κάκιστη λαϊκιστική φυλλάδα του ηλίθιου Murdoch, την εμετική
Daily Mail,
που συχνά δημοσιεύει (αποδεδειγμένα) ψευδή στοιχεία για την εγκληματικότητα και τη μετανάστευση[3];
Συνεπώς, η καθιέρωση δημοψηφισμάτων μπορεί σίγουρα να είναι ένα θετικό
βήμα προς την δημοκρατική μεταστροφή μόνο όταν αυτά υποκινούνται έπειτα
από ανοιχτή διαβούλευση. Αυτό σημαίνει ότι πριν φτάσουμε στο τελικό
σημείο να επιλέξουμε ΝΑΙ ή ΟΧΙ σε κάτι, θα έχουν ακουστεί όλες οι γνώμες
οι οποίες δεν είναι δυνατό να προβληθούν μέσα από τα συμβατικά ΜΜΕ,
γνώμες μειονοτήτων που θα εξηγούν στο κοινό τα πραγματικά τους
προβλήματα αποτρέποντας έτσι τον δήμο – λόγω παραπληροφόρησης,
παρεξήγησης ή και φόβου – να λάβει μέτρα που θα μπορούσαν να στραφούν
εναντίον των δικών τους ελευθεριών. (Μπορεί για παράδειγμα ένας Αφγανός
μετανάστης – ένας που ουδέποτε έχει εγκλιματίσει – εύκολα να προβάλει
τις θέσεις του στα δημόσια κανάλια [4];) Αυτού του είδους η διαβούλευση
είναι ταυτόχρονα και μια βασική απάντηση στα ενδογενή προβλήματα της
φιλελεύθερης πολυπολιτισμικότητας η οποία πότε επικαλείται έναν
ψευδο-οριενταλισμό, πότε προβάλει την αρμονική συνύπαρξη δίχως ωστόσο να
σκάβει περισσότερο στην πολιτική και ανθρωπολογική φύση του
προβλήματος: την έλλειψη
επικοινωνίας και την ιδιωτικοποίηση της ανθρώπινης ζωής. Η ανάδυση της
δημόσιας σφαίρας
και η ίση συμμετοχή στον δημόσιο διάλογο όλων των ανθρώπων είναι
απαραίτητο συστατικό για μια σύγχρονη άμεση και διαπολιτισμική
δημοκρατία βασισμένη στις
κοινές αξίες, τις ιδέες δηλαδή οι
οποίες είναι κοινές προς όλους τους ανθρώπους (ανεξαρτήτως κοινωνικής
κατάστασης, θρησκευτικού ή πολιτισμικού υπόβαθρου) που αποφασίζουν να
ζήσουν και να σκεφτούν συλλογικά μέσα σε μια κοινότητα (Spinoza 1996,
σ.54: Williams 2007, σ.364: Deleuze 1990, σ.282). Μόνο η άμεση επαφή με
το
διαφορετικό μπορεί να μας απομακρύνει από τον φόβο που μας ωθεί στην υπερβολή, μόνο η αναγνώριση του
άλλου ως ίσο σκοτώνει τον ναρκισσισμό που μας εμποδίζει ρητά να αναγνωρίσουμε τα εσωτερικά και εξωτερικά μας όρια.
Τελειώνοντας, και προς αποφυγή κάθε παρεξήγησης, θα πρέπει να
γνωρίζουμε το εξής: η συγκεκριμένη τοποθέτηση, ότι μια πραγματική
(διαβουλευτική) δημοκρατία (με την οποία το Ελβετικό σύστημα δεν έχει
καμία σχέση) σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό – σε σύγκριση με την φιλελεύθερη
ολιγαρχία – θα μπορούσε να αποτρέψει την
ύβρη, με τίποτα δεν
συνεπάγεται αυτομάτως ότι ένα τέτοιο καθεστώς είναι απόλυτα
προστατευμένο από θανάσιμους κινδύνους. Με άλλα λόγια, η άμεση
δημοκρατία – όπως και κανένα καθεστώς – δεν αποτελεί μια ρητή εγγύηση
ομαλότητας και σταθερότητας (ότι δηλαδή ένας πραγματικά
αμεσοδημοκρατικός
κόσμος θα είναι για εμάς ένας επίγειος
παράδεισος, όπου τα δικαιώματα των μεταναστών και των μειονοτήτων δεν θα
κινδυνέψουν ποτέ, ή ακόμα περισσότερο, ότι ο ίδιος ο
δήμος δεν θα αναιρέσει το καθεστώς αυτό με δική του θέληση). Την
ύβρη, το
χάος και την
άβυσσο
τα έχουμε μέσα μας. Όσο και αν προσπαθήσουμε να αντλήσουμε δημιουργία
από το χάος, νοηματοδοτώντας τις πράξεις μας με τέτοιον τρόπο ώστε να
αποκτούν το περιεχόμενο που αποκλίνει από την υπερβολή, κανείς δεν
μπορεί να μας εγγυηθεί ότι δεν θα υποπέσουμε ξανά στην
ύβρη.
Ακόμα και αυτή η έμπνευση όμως απουσιάζει πλήρως σήμερα από όλες τις
Δυτικές κοινωνίες, είτε αυτή είναι η Ελβετική, είτε η Βρετανική, πόσο
μάλλον η δυστοπική παραδοσιακή Ελληνική κοινωνία.
[1] Ο φόβος είναι ένας από τους κατεξοχήν παράγοντες που
καταρρακώνουν την λογική (Spinoza 1996, σ.142; Deleuze 1990, σ.270) και
αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στην περίπτωση των Ελβετών οι οποίοι με την ψήφο
τους είπαν
«όχι στην μαζική μετανάστευση».
Ας δούμε παρακάτω το γιατί: Πώς είναι σίγουροι ότι νομοτελειακά θα
υπάρξει «μαζική εισροή μεταναστών» αν δεν ελέγχουν αυστηρά τα σύνορά
τους από εδώ και στο εξής (δεδομένου ότι η Ελβετική μεταναστευτική
νομοθεσία είναι ήδη από τις αυστηρότερες στην Ευρώπη); Στην περίπτωση
αυτή τα αίτια που έδωσαν θετική απάντηση στους περιορισμούς μπορεί να
μην είναι καν πραγματικά, μπορεί να μην έχουν καν υλική βάση και
απεναντίας να υποβόσκει ο παραλογισμός του φόβου για το διαφορετικό,
κάτι που υπόρρητα στρέφει τους ίδιους τους Ελβετούς αρνητικά προς τους
μετανάστες είτε θα έρθουν λίγοι είτε πολλοί (όπως είπα και παραπάνω).
[2] Το χειρότερο μάλιστα είναι ότι αυτή η
ύβρις εξαπλώνεται
ραγδαία σε ολόκληρη τη γηραιά Ήπειρο (στη Γαλλία μάλιστα το ακροδεξιό
κόμμα της Λεπέν αναμένεται να εξασφαλίσει την πρωτιά στις ευρωεκλογές,
όπως εξίσου στην Ολλανδία και την Βρετανία τα αντίστοιχα) αλλά δεν
φαίνεται να νοιάζεται κανείς γι’ αυτό! Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι οι
ελεύθερες μετακινήσεις υπήρξαν αποτέλεσμα της ιδεολογικής αποδόμησης του
εθνικισμού κατόπιν της τραγωδίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Το
γεγονός και μόνο ότι ο εθνικισμός και ο πόλεμος ταλάνιζαν για αιώνες την
Ευρώπη (του οποίου τα επιτεύγματα είδαμε ξανά στις αιματηρές
συγκρούσεις μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας), δεν είναι κάτι που
μπορούμε έτσι απλά να προσπεράσουμε επικαλούμενοι αυτήν την τόσο
διαστρεβλωμένη αντίληψη για το πιο ανθρώπινο καθεστώς που δημιούργησε
ποτέ ο άνθρωπος.
[3] Θα μπορούσαμε να ταυτίσουμε κάποια ενέργεια που στοχεύει στην
επαναφορά της θανατικής ποινής – μόνο και μόνο επειδή μια τέτοια
επιθυμία εκφράζεται από την πλειοψηφία των Βρετανών – με μια πράξη που
αποσκοπεί στην
αποκατάσταση των δημοκρατικών δικαιωμάτων των πολιτών;
Κάτι τέτοιο εκφράζει όχι τη δυνατότητα εγκαθίδρυσης ενός πραγματικά
δημοκρατικού πολιτεύματος αλλά τις πιθανότητες αυτο-αναίρεσής του,
δεδομένου ότι
παραχωρεί σε ένα κράτος που αυταρχικοποιείται όλο και περισσότερο το απόλυτο δικαίωμα να αφαιρεί τη ζωή οποιουδήποτε θα μπορούσε στο μέλλον να χαρακτηριστεί
τρομοκράτης.
Καλό θα ήταν, επίσης, να γνωρίζουμε ότι ιστορικά κάθε προσπάθεια που
συνέβαλε στην κατάκτηση δικαιωμάτων που αποτελούν έστω και ένα βήμα
παραπέρα προς μια κοινωνία ισοπολιτείας, δικαιοσύνης, ελευθερίας και
ειρήνης, μέχρι να γίνει πραγματικότητα, χαρακτηριζόταν αρχικά από την
εκάστοτε κυρίαρχη εξουσία ως «τρομοκρατία».
[4] Ας σκεφτούμε το εξής στο σημείο αυτό: αν το μεταναστευτικό ζήτημα
στην Ελλάδα είχε ήδη τεθεί στο δημόσιο διάλογο πέντε χρόνια πριν υπό
καθεστώς διαβούλευσης και
επικοινωνίας (μεταξύ γηγενών και
μεταναστών), πιθανότατα να μην είχαμε οδηγηθεί καν σε τόσο ακραίες
καταστάσεις. Η συνθήκη του Δουβλίνου θα είχε σίγουρα απορριφθεί
δεδομένου ότι οι στόχοι του εξ αρχής ήταν να μετατραπεί ολόκληρη η χώρα
σε αποθήκη προσφύγων, ενώ η θλιβερή γκρούπα της Χρυσής Αυγής θα συνέχιζε
να ζει και να σκάβει στο φυσικό της μέρος, τους κοινωνικούς υπονόμους.
Βιβλιοαναφορές
- Καστοριάδης, Κ., 2006.
Η Ελληνική Ιδιαιτερότητα. Τόμος Α’. Αθήνα: Κριτική.
- Καστοριάδης, Κ., 2008.
Η Ελληνική Ιδιαιτερότητα. Τόμος Β’. Αθήνα: Κριτική.
- Καστοριάδης, Κ., 2011.
Η Ελληνική Ιδιαιτερότητα. Τόμος Γ’. Αθήνα: Κριτική.
- Arendt, H., 1990.
On Revolution. 6Th ed. London: Penguin Books.
- Caroline, W., 2007. ‘Thinking the Political in the Wake of Spinoza: Power, Affect and Imagination in the Ethics ‘
Contemporary Political Theory, 6, pp.349-369.
- Castoriadis, C., 2007.
Figures Of The Thinkable. California: Stanford University Press.
- Deleuze, G., 1990.
Expressionism in philosophy: Spinoza. Brooklyn, New York: Zone Books.
- Spinoza, Benedict de, 1996.
Ethics. London: Penguin Classics.
- Weber, M., Gerth, H. H., and Mills, C. W. 1., 1948.
From Max Weber: Essays in sociology. London: Routledge and Kegan Paul.
eaginst.com