Του Γιάννη Αλμπάνη
Γιατί ο Σαμαράς επιστρατεύει τους καθηγητές; Αν ήθελε απλά να σπάσει την απεργία και να διασφαλίσει την ομαλή διεξαγωγή των εξετάσεων, θα μπορούσε να επιλέξει άλλους, πιο ήπιους, τρόπους. Έτσι κι αλλιώς, για την επιτήρηση των εξετάσεων είναι αναγκαίος μικρός αριθμός καθηγητών που θα μπορούσε εύκολα να βρεθεί, είτε απλά γιατί κάποιοι δεν θα απεργούσαν από μόνοι τους είτε γιατί θα πειθαναγκάζονταν από τις διευθύνσεις των σχολείων, κάτω από την απειλή της «αξιολόγησης» και της απόλυσης. Θα μπορούσε επίσης να επιστρατευτεί μόνο το σώμα των επιτηρητών και μόνο για τις πανελλήνιες, και όχι το σύνολο των καθηγητών για απροσδιόριστο χρόνο. Ο δε φόβος του αποκλεισμού των εξεταστικών κέντρων και της πρόκλησης επεισοδίων είναι μάλλον αβάσιμος, καθώς μοιάζει απίθανο να προέβαιναν τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών σε μια κίνηση που θα τους έφερνε σε ευθεία αντιπαράθεση με μεγάλο μέρος των γονιών και των μαθητών. Μάλιστα, το να διεξαχθούν οι εξετάσεις, με προκηρυγμένη απεργία, θα αποτελούσε πολύ μεγάλη ήττα για το συνδικάτο -πράγμα που δεν συμβαίνει τώρα με την επιστράτευση.
Γιατί λοιπόν ο Σαμαράς επιλέγει το ακραίο, αντιδημοκρατικό και οριακά (αντι)συνταγματικό μέτρο της επιστράτευσης; Μια πρώτη απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι η κυβέρνηση είναι πολύ περισσότερο φοβισμένη, απ΄ ό,τι θέλει να δείχνει. Η κυβέρνηση ξέρει πολύ καλά ότι η σταθερότητα που έχει πετύχει αυτή τη στιγμή είναι εξαιρετικά επισφαλής και ότι αρκεί η σπίθα ενός απρόβλεπτου γεγονότος (όπως έγινε το Δεκέμβρη του 2008) για να πάρει φωτιά όλος ο κάμπος. Επομένως, επιδιώκει να σβήσει τις σπίθες εν τη γενέσει τους, όχι τόσο γιατί αυτές καθ΄ αυτές είναι απειλητικές (στη φάση που είμαστε κανένας μεμονωμένος αγώνας δεν μπορεί να νικήσει), όσο γιατί μπορεί να προκαλέσουν αλυσιδωτές αντιδράσεις γεγονότων.
Ωστόσο, νομίζω ότι δεν αρκεί η εξήγηση ότι η κυβέρνηση φοβάται γενικευμένη αναταραχή. Όχι μόνο γιατί οι απεργίες μέσα στην εξετάσεις πότε δεν έχαιραν ιδιαίτερης δημοτικότητας, λόγω της βαθιά ριζωμένης ψύχωσης με τις πανελλαδικές, αλλά και γιατί η επιστράτευση αποφασίστηκε προκαταβολικά. Η κυβέρνηση δεν περίμενε καν μήπως οι τοπικές συνελεύσεις απορρίψουν την απεργιακή πρόταση του ΔΣ της ΟΛΜΕ. Νομίζω λοιπόν ότι οι στοχεύσεις της επιστράτευσης έχουν ευρύ πολιτικό χαρακτήρα και δεν περιορίζονται στην καταστολή ενός απεργιακού αγώνα.
Ο Σαμαράς, ξεκινώντας από την αφετηρία ότι οι μνημονιακές πολικές είναι αναπόφευκτες, επιχειρεί να συγκροτήσει μια πρόταση (δήθεν) εξόδου από την κρίση που στηρίζεται σε δύο πυλώνες. Από τη μια μεριά είναι η πλήρης απελευθέρωση της αγοράς με υποτιθέμενο στόχο την προσέλκυση επενδύσεων. Από την άλλη, η πολιτική του «νόμου και της τάξης» με διακηρυγμένους στόχους τη διατήρηση της κοινωνικής ομαλότητας και την εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας. Όμως η πολιτική «του νόμου και της τάξης» δεν σχετίζεται τόσο με την πρακτική ανάγκη της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει την εγκληματικότητα ή τις αντιστάσεις στη μνημονιακή πολιτική. Δεν αποτελεί δηλαδή μια παραδοσιακή πολιτική κρατικής καταστολής. Πολύ περισσότερο μοιάζει να απορρέει από μια ιδεολογική αφήγηση που αποδίδει τις αιτίες της κρίσης στην ελευθεριότητα της «Μεταπολίτευσης». Η έννοια της «Μεταπολίτευσης» συμπυκνώνει την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς, την ισχύ των συνδικάτων, τις υπερβολικές υλικές απαιτήσεις των πολλών, καθώς και την ελλιπή τήρηση των νόμων. Στο αίτημα του τέλους αυτής της φασματικής «Μεταπολίτευσης» συναντιούνται τόσο οι ακροδεξιοί ένοικοι της γαλάζιας πολυκατοικίας όσο και ο χώρος του «κεντροαριστερού εκσυγχρονισμού». Και ακριβώς πάνω στην ικανοποίηση αυτού του αιτήματος μπορεί να οικοδομηθεί μια ευρεία κοινωνική συσπείρωση που να οδηγήσει στη διεύρυνση της Νέας Δημοκρατίας και προς τα δεξιά και προς τα αριστερά. Πρόκειται δηλαδή για μια ηγεμονική πολιτική γύρω από την οποία μπορούν να οργανωθούν όλα εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που είτε έχουν συντηρητικές ιδεολογικές αναφορές είτε δεν έχουν ισοπεδωθεί ακόμα από την κρίση και αισθάνονται ότι απειλούνται από τις ανατροπές που θα μπορούσε να προκαλέσει η Αριστερά.
Με την προκαταβολική επιστράτευση των καθηγητών ο Σαμαράς θέλει να στείλει ένα ευρύ πολιτικό μήνυμα, που δεν σχετίζεται αποκλειστικά με αυτή καθ΄ αυτή την απεργία. Δεν θέλει τόσο να φοβίσει τους αντιπάλους του, όσο να εμπνεύσει τους (δυνάμει) φίλους του. Θέλει να πει με αποφασιστικό και πειστικό τρόπο ότι αυτό είναι ο εκφραστής του νόμου και της τάξης, ότι αυτός είναι ο ηγέτης που θα δώσει τέλος στη μισητή «Μεταπολίτευση», αυτός είναι ο κυβερνήτης που θα τσακίσει την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς, την ισχύ των συνδικάτων και την ανομία. Η επιστράτευση δεν είναι τόσο μια κίνηση κρατικής καταστολής, όσο μια προπαγανδιστικού χαρακτήρα παρέμβαση στην κατεύθυνση της συγκρότησης μιας μακροχρόνιας αντιδραστικής πολιτικής ηγεμονίας.
Και η άλλη πλευρά; Πώς θα πρέπει να αντιδράσει σε αυτή την κίνηση του Σαμαρά; Ασφαλώς η ανεπιφύλακτη στήριξη του αγώνα των καθηγητών είναι εκ των ων ουκ άνευ. Οι καθηγητές έχουν απόλυτο δίκιο να εξεγείρονται, γιατί τα κυβερνητικά μέτρα οδηγούν χιλιάδες στην ανεργία και διαλύουν το δημόσιο σχολείο. Όπως επίσης είναι απολύτως ορθή η επιλογή της ΟΛΜΕ να επιδιώξει μια κεντρικού χαρακτήρα απάντηση, μέσω της διοργάνωσης πολιτικής διαδήλωσης ενάντια στην επιστράτευση. Νομίζω όμως ότι οι κινηματικές-συνδικαλιστικές κινήσεις αν και είναι αναγκαίες, δεν είναι αρκετές. Εξίσου σημαντικό είναι να διατυπώσει η Αριστερά το δικό της ηγεμονικό σχέδιο κόντρα σε αυτό του Σαμαρά. Δεν αρκεί η καταγγελία των δεινών που έχει φέρει το Μνημόνιο -άλλωστε αυτά δεν τα αρνούνται ούτε καν οι μνημονιακοί και τα ενσωματώνουν στην αφήγησή τους. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια αριστερή πρόταση εξόδου από την κρίση, ένα δικό μας ηγεμονικό σχέδιο που θα στηρίζεται στην αλληλεγγύη και την πραγματική δημοκρατία. Μια πρόταση ελπίδας που θα διατυπωθεί με απλότητα, σαφήνεια και αποφασιστικότητα - όπως ακριβώς το κάνει και ο Σαμαράς.
Γιατί ο Σαμαράς επιστρατεύει τους καθηγητές; Αν ήθελε απλά να σπάσει την απεργία και να διασφαλίσει την ομαλή διεξαγωγή των εξετάσεων, θα μπορούσε να επιλέξει άλλους, πιο ήπιους, τρόπους. Έτσι κι αλλιώς, για την επιτήρηση των εξετάσεων είναι αναγκαίος μικρός αριθμός καθηγητών που θα μπορούσε εύκολα να βρεθεί, είτε απλά γιατί κάποιοι δεν θα απεργούσαν από μόνοι τους είτε γιατί θα πειθαναγκάζονταν από τις διευθύνσεις των σχολείων, κάτω από την απειλή της «αξιολόγησης» και της απόλυσης. Θα μπορούσε επίσης να επιστρατευτεί μόνο το σώμα των επιτηρητών και μόνο για τις πανελλήνιες, και όχι το σύνολο των καθηγητών για απροσδιόριστο χρόνο. Ο δε φόβος του αποκλεισμού των εξεταστικών κέντρων και της πρόκλησης επεισοδίων είναι μάλλον αβάσιμος, καθώς μοιάζει απίθανο να προέβαιναν τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών σε μια κίνηση που θα τους έφερνε σε ευθεία αντιπαράθεση με μεγάλο μέρος των γονιών και των μαθητών. Μάλιστα, το να διεξαχθούν οι εξετάσεις, με προκηρυγμένη απεργία, θα αποτελούσε πολύ μεγάλη ήττα για το συνδικάτο -πράγμα που δεν συμβαίνει τώρα με την επιστράτευση.
Γιατί λοιπόν ο Σαμαράς επιλέγει το ακραίο, αντιδημοκρατικό και οριακά (αντι)συνταγματικό μέτρο της επιστράτευσης; Μια πρώτη απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι η κυβέρνηση είναι πολύ περισσότερο φοβισμένη, απ΄ ό,τι θέλει να δείχνει. Η κυβέρνηση ξέρει πολύ καλά ότι η σταθερότητα που έχει πετύχει αυτή τη στιγμή είναι εξαιρετικά επισφαλής και ότι αρκεί η σπίθα ενός απρόβλεπτου γεγονότος (όπως έγινε το Δεκέμβρη του 2008) για να πάρει φωτιά όλος ο κάμπος. Επομένως, επιδιώκει να σβήσει τις σπίθες εν τη γενέσει τους, όχι τόσο γιατί αυτές καθ΄ αυτές είναι απειλητικές (στη φάση που είμαστε κανένας μεμονωμένος αγώνας δεν μπορεί να νικήσει), όσο γιατί μπορεί να προκαλέσουν αλυσιδωτές αντιδράσεις γεγονότων.
Ωστόσο, νομίζω ότι δεν αρκεί η εξήγηση ότι η κυβέρνηση φοβάται γενικευμένη αναταραχή. Όχι μόνο γιατί οι απεργίες μέσα στην εξετάσεις πότε δεν έχαιραν ιδιαίτερης δημοτικότητας, λόγω της βαθιά ριζωμένης ψύχωσης με τις πανελλαδικές, αλλά και γιατί η επιστράτευση αποφασίστηκε προκαταβολικά. Η κυβέρνηση δεν περίμενε καν μήπως οι τοπικές συνελεύσεις απορρίψουν την απεργιακή πρόταση του ΔΣ της ΟΛΜΕ. Νομίζω λοιπόν ότι οι στοχεύσεις της επιστράτευσης έχουν ευρύ πολιτικό χαρακτήρα και δεν περιορίζονται στην καταστολή ενός απεργιακού αγώνα.
Ο Σαμαράς, ξεκινώντας από την αφετηρία ότι οι μνημονιακές πολικές είναι αναπόφευκτες, επιχειρεί να συγκροτήσει μια πρόταση (δήθεν) εξόδου από την κρίση που στηρίζεται σε δύο πυλώνες. Από τη μια μεριά είναι η πλήρης απελευθέρωση της αγοράς με υποτιθέμενο στόχο την προσέλκυση επενδύσεων. Από την άλλη, η πολιτική του «νόμου και της τάξης» με διακηρυγμένους στόχους τη διατήρηση της κοινωνικής ομαλότητας και την εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας. Όμως η πολιτική «του νόμου και της τάξης» δεν σχετίζεται τόσο με την πρακτική ανάγκη της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει την εγκληματικότητα ή τις αντιστάσεις στη μνημονιακή πολιτική. Δεν αποτελεί δηλαδή μια παραδοσιακή πολιτική κρατικής καταστολής. Πολύ περισσότερο μοιάζει να απορρέει από μια ιδεολογική αφήγηση που αποδίδει τις αιτίες της κρίσης στην ελευθεριότητα της «Μεταπολίτευσης». Η έννοια της «Μεταπολίτευσης» συμπυκνώνει την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς, την ισχύ των συνδικάτων, τις υπερβολικές υλικές απαιτήσεις των πολλών, καθώς και την ελλιπή τήρηση των νόμων. Στο αίτημα του τέλους αυτής της φασματικής «Μεταπολίτευσης» συναντιούνται τόσο οι ακροδεξιοί ένοικοι της γαλάζιας πολυκατοικίας όσο και ο χώρος του «κεντροαριστερού εκσυγχρονισμού». Και ακριβώς πάνω στην ικανοποίηση αυτού του αιτήματος μπορεί να οικοδομηθεί μια ευρεία κοινωνική συσπείρωση που να οδηγήσει στη διεύρυνση της Νέας Δημοκρατίας και προς τα δεξιά και προς τα αριστερά. Πρόκειται δηλαδή για μια ηγεμονική πολιτική γύρω από την οποία μπορούν να οργανωθούν όλα εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που είτε έχουν συντηρητικές ιδεολογικές αναφορές είτε δεν έχουν ισοπεδωθεί ακόμα από την κρίση και αισθάνονται ότι απειλούνται από τις ανατροπές που θα μπορούσε να προκαλέσει η Αριστερά.
Με την προκαταβολική επιστράτευση των καθηγητών ο Σαμαράς θέλει να στείλει ένα ευρύ πολιτικό μήνυμα, που δεν σχετίζεται αποκλειστικά με αυτή καθ΄ αυτή την απεργία. Δεν θέλει τόσο να φοβίσει τους αντιπάλους του, όσο να εμπνεύσει τους (δυνάμει) φίλους του. Θέλει να πει με αποφασιστικό και πειστικό τρόπο ότι αυτό είναι ο εκφραστής του νόμου και της τάξης, ότι αυτός είναι ο ηγέτης που θα δώσει τέλος στη μισητή «Μεταπολίτευση», αυτός είναι ο κυβερνήτης που θα τσακίσει την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς, την ισχύ των συνδικάτων και την ανομία. Η επιστράτευση δεν είναι τόσο μια κίνηση κρατικής καταστολής, όσο μια προπαγανδιστικού χαρακτήρα παρέμβαση στην κατεύθυνση της συγκρότησης μιας μακροχρόνιας αντιδραστικής πολιτικής ηγεμονίας.
Και η άλλη πλευρά; Πώς θα πρέπει να αντιδράσει σε αυτή την κίνηση του Σαμαρά; Ασφαλώς η ανεπιφύλακτη στήριξη του αγώνα των καθηγητών είναι εκ των ων ουκ άνευ. Οι καθηγητές έχουν απόλυτο δίκιο να εξεγείρονται, γιατί τα κυβερνητικά μέτρα οδηγούν χιλιάδες στην ανεργία και διαλύουν το δημόσιο σχολείο. Όπως επίσης είναι απολύτως ορθή η επιλογή της ΟΛΜΕ να επιδιώξει μια κεντρικού χαρακτήρα απάντηση, μέσω της διοργάνωσης πολιτικής διαδήλωσης ενάντια στην επιστράτευση. Νομίζω όμως ότι οι κινηματικές-συνδικαλιστικές κινήσεις αν και είναι αναγκαίες, δεν είναι αρκετές. Εξίσου σημαντικό είναι να διατυπώσει η Αριστερά το δικό της ηγεμονικό σχέδιο κόντρα σε αυτό του Σαμαρά. Δεν αρκεί η καταγγελία των δεινών που έχει φέρει το Μνημόνιο -άλλωστε αυτά δεν τα αρνούνται ούτε καν οι μνημονιακοί και τα ενσωματώνουν στην αφήγησή τους. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια αριστερή πρόταση εξόδου από την κρίση, ένα δικό μας ηγεμονικό σχέδιο που θα στηρίζεται στην αλληλεγγύη και την πραγματική δημοκρατία. Μια πρόταση ελπίδας που θα διατυπωθεί με απλότητα, σαφήνεια και αποφασιστικότητα - όπως ακριβώς το κάνει και ο Σαμαράς.