ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

ΓΙΑΤΙ ΟΧΙ;

Tου Καρτέσιου
Ο πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου Χαλκιδικής, Άγγελος Πράτσας, χαιρετίζοντας την εκδήλωση υπέρ της επένδυσης του χρυσωρυχείου στις Σκουριές  Χαλκιδικής δήλωσε: «Θα βυθίσουμε την περιοχή στην ανέχεια, στη φτώχεια και στην ανεργία, ή θα πάει μπροστά;». Όχι βέβαια! Να πάει μπροστά!
Αφού πρώτα σε κάνουν να πεινάσεις, σε κλέψουν, σε υποχρεώσουν να δεις τα παιδιά σου μετανάστες, μηδενίσουν τον μισθό σου, σε τρομοκρατήσουν, έρχονται ύστερα και σου λένε «θες ακόμη περισσότερη πείνα, φτώχεια, εξαθλίωση ή προτιμάς ένα γαμημένο ξεροκόμματο;».

Αύριο, σε κάποια άλλη περιοχή, κάποιος πρόεδρος Εργατικού Κέντρου θα πει χαιρετίζοντας κάποια άλλη επένδυση: «Μπορεί το χωριό μας να το λένε “χωριό του καρκίνου”, αλλά θα ακούσουμε τους λαϊκιστές ή θα πάμε μπροστά;».

 Μεθαύριο κάποιος άλλος αρχισυνδικαλιστής σε μια άλλη περιοχή της Ελλάδας θα πει χαιρετίζοντας μια κάποια επένδυση: «Και τι πειράζει αν μαζί με τα νερά πίνουμε και λίγα σκατά; Δικά μας είναι! Είναι δυνατόν ν’ αφήσουμε την ευκαιρία για ανάπτυξη να πάει χαμένη;».
 Παραμεθαύριο, κάποιος βουλευτής θα απευθυνθεί στους πεινασμένους λέγοντας: «Μας λένε οι … «οικολόγοι» (χαχαχα) ότι τα παιδιά σας θα έχουν προβλήματα υγείας από την επένδυση που σας φέρνει η κυβέρνησή μας. Μα, είναι εντελώς παράλογοι; Δεν ξέρετε εσείς που είστε γονείς και ξέρουν αυτοί το καλό των παιδιών σας; Τα προβλήματα υγείας είναι πιθανά, αλλά ο θάνατος από πείνα είναι σίγουρος. Τι προτιμάτε; Ορίστε! Απαντήστε τους εσείς, φίλες και φίλοι».
 Μια άλλη μέρα, κάπου στην Ελλάδα, ένας δήμαρχος θα πει: «Θέλουν να μας τρομάξουν και μας μιλάνε για την επικινδυνότητα της επένδυσης που σήμερα υπερασπιζόμαστε. Μα είναι δυνατόν να μας τρομάξουν; Σήμερα η τεχνολογία δεν επιτρέπει ατυχήματα. Το μόνο που μπορούμε να φοβόμαστε είναι η φτώχεια αν χάσουμε την επένδυση».
 Και κάποια στιγμή, υποδεχόμενος ο πρωθυπουργός τους ξένους επενδυτές θα τους διαβεβαιώσει: «Όχι μόνο εξασφαλίζουμε τις επενδύσεις σας εξαφανίζοντας τους ταραξίες, όχι μόνο έχουμε απαγορεύσει τις απεργίες, όχι μόνο σας προσφέρουμε δωρεάν εργατικό δυναμικό, αλλά υποσχόμαστε ότι η διαμονή σας θα είναι αξέχαστη. Ένα μικρό ευχαριστώ για όσα επενδύσατε».
 «Μπροστά στο φάσμα της ανέχειας, της φτώχειας και της ανεργίας, η εθνική πορνεία είναι η καλύτερη λύση» κατέληξε ο πρωθυπουργός απευθυνόμενος στο λαό του.

Σύναξη πολιτικού απολιθώματος για τη στήριξη μιας βάρβαρης αντιλαϊκής πολιτικής το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ

Το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ εξελίσσεται ήδη από την προσυνεδριακή διαδικασία σε πεδίο μηχανορραφιών και ξυλοδαρμών, με τις φατρίες που διεκδικούν καλύτερη θέση στη σέλα της εξουσίας να βλέπουν ότι το άλογο κοντεύει να ψοφήσει και να δείχνουν το πραγματικό τους πρόσωπο. Είναι εντυπωσιακή όμως η σιωπή που κρατάνε οι ιπποκόμοι τους: τα ΜΜΕ και τα κανάλια των ιδιοκτητών-εργολάβων, οι ομιλούσες κεφαλές των δελτίων ειδήσεων....
ακόμα και όλοι οι θιασώτες της «μη βίας» και οι καταγγελτικές μηχανές κάθε αγωνιζόμενου ανθρώπου δεν
βγάζουν άχνα για το τσίρκο που εξελίσσεται.
Οι «νεολαίοι», οι ανύπαρκτοι που έχουν το θράσος να στέκονται απέναντι στο 60% των άνεργων νέων που δημιούργησε η πολιτική που χάραξε το κόμμα τους, σπάνε τις πόρτες στο ΣΕΦ για να μπούνε στο «συντακτικό» κατά τα άλλα συνέδριο. Άφωνοι απέναντι σε μια κοινωνία που χάνει τα παιδιά της πνιγμένα από το μαγκάλι, όπως το 1950, τη μια πλακώνονται στο ξύλο στο όνομα των... αρχηγών τους και την άλλη συντάσσονται με την ακατάσχετη λασπολογία του κόμματος ενάντια στους ανθρώπους που κατεβαίνουν στο δρόμο και διαδηλώνουν κατά της τρικομματικής χούντας, τους μαθητές της Χαλκιδικής που προσάγονται από τα σχολεία τους γιατί αντιστέκονται στις ληστρικές και καταστροφικές μπίζνες του Μπόμπολα, σε εκείνους που στέκονται περήφανα απέναντι στις στρατιές των ΜΑΤ και των ασφαλιτών που πλημμυρίζουν τις πόλεις.
Οι «μεγάλοι» έρχονται στα χέρια στην Ιπποκράτους προσπαθώντας να κερδίσουν όσα περισσότερα από τα κουρέλια τη εξουσίας στη νομή της, ενώ το κόμμα πρωτοστατεί στους πιο διεστραμμένα αντεργατικούς νόμους. Και οι κάθε λογής όψιμοι θιασώτες της μη βίας, αυτοί που βαφτίζουν τρομοκράτη όποιον κατεβαίνει στο δρόμο και δεν έχουν ούτε μια κουβέντα να πούνε για τις απαγωγές ανθρώπων και τις λήψεις δειγμάτων DNA σε δημοκρατική κατά τα άλλα περίοδο, έχουν εξαφανιστεί.
Το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, στο οποίο δεν έχουν καμιά θέση οι δυνάμεις της Αριστεράς, παρά την υποκρισία της πρόσκλησης, είναι η σύναξη ενός απολιθώματος, των υποτακτικών της πιο αντιλαϊκής και βάρβαρης πολιτικής του κεφαλαίου και των τραπεζών. Τα ψέματά τους δεν πείθουν κανένα και η λάσπη τους δεν πιάνει πουθενά πια. Η πολιτική τους πρέπει να ανατραπεί μαζί με την τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά. 
  
                                                                                           ΑΝΤΑΡΣΥΑ - antarsya.gr  

Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

Επιστημονικό πόρισμα – κόλαφος για τα μεταλλεία της Χαλκιδικής

Μακροχρόνιες και μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στο περιβάλλον θα επιφέρει η μεταλλευτική δραστηριότητα στη Χαλκιδική σύμφωνα με πόρισμα της Γεωπονικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου. Η έρευνα-καταπέλτης για την Ελληνικός Χρυσός που πραγματοποιήθηκε από εννέα καθηγητές του Πανεπιστημίου συμπεραίνει, μεταξύ άλλων, ότι οι αγροτικές δραστηριότητες θα υποστούν ανεπανόρθωτες ζημιές και ότι ο χαρακτήρας της περιοχής θα αλλάξει ριζικά καθώς θα μεταβληθεί σε ζώνη βαριάς βιομηχανίας.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της επιστημονικής επιτροπής η σχεδιαζόμενη μεγάλης κλίμακας επέκταση της μεταλλευτικής δραστηριότητας στη Β.Α. Χαλκιδική υπερβαίνει κατά πολύ τη φέρουσα ικανότητα της περιοχής και θα προκαλέσει μακροχρόνιες και μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στο φυσικό και αγροτικό περιβάλλον.
Σημειώνουν ότι η σχεδιαζόμενη επέκταση της μεταλλευτικής δραστηριότητες δεν είναι αειφορική καθώς θα μεταβάλλει ριζικά το χαρακτήρα της περιοχής. Πιο συγκεκριμένα αυτή θα μετατραπεί από αγροτική – τουριστική περιοχή σε ζώνη βαριάς βιομηχανίας.
Ένα από τα πιο ανησυχητικά συμπεράσματα του πορίσματος είναι ότι η ρύπανση από βαρέα μέταλλα των υδάτων, του εδάφους, της χλωρίδας, της πανίδας και των αγροτικών καλλιεργειών θα είναι ιδιαιτέρως εκτεταμένη καθώς θα καλύψει μεγάλες εκτάσεις και περιοχές που απέχουν πολύ από την περιοχή της μεταλλευτικής δραστηριότητας.
Επιπλέον, όλες οι αγροτικές δραστηριότητες (Γεωργία, Κτηνοτροφία, Μελισσοκομία, Αλιεία, κ.ά.) αλλά και η δυνατότητα επεξεργασίας και τυποποίησης αγροτικών προϊόντων θα υποστούν ανεπανόρθωτες συνέπειες.
Με δεδομένα τα συμπεράσματά τους, η επιτροπή ειδικών του ΑΠΘ καταλήγει στο γενικό συμπέρασμα ότι η επέκταση των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων στη Β. Α. Χαλκιδική ΔΕΝ είναι συμβατή με τις αγροτικές δραστηριότητες των κατοίκων της περιοχής.
Δείτε αναλυτικά το πόρισμα

Η επιτροπή των ειδικών αποτελείται:

1. Αποστολίδης Απόστολος, Αναπληρωτής καθηγητής Ιχθυολογίας

2. Δημάση-Θεριού Κορτέσσα, Καθηγήτρια Δενδροκομίας

3. Θρασυβούλου Ανδρέας, Καθηγητής Μελισσοκομίας

4. Λαζαρίδης Χαράλαμπος, Καθηγητής Μηχανικής Τροφίμων

5. Νικολάου Νικόλαος, Καθηγητής Αμπελουργίας

6. Ντότας Δημήτριος, Καθηγητής Διατροφής Αγροτικών Ζώων

7. Παναγιωτόπουλος Κυριάκος, Καθηγητής Εδαφολογίας (συντονιστής)

8. Σέμος Αναστάσιος, Καθηγητής Αγροτικής Οικονομίας

9. Τσιάλτας Ιωάννης, Λέκτορας Εφαρμ. Φυσιολ. Φυτών Μεγάλης Καλλιέργειας

 http://tvxs.gr

Απάνθρωποι βασανισμοί…σε γειτονικό κράτος

“Το παιδομάζωμα της ΕΛ.ΑΣ. και η κατατρομοκράτηση των κατοίκων της Χαλκιδικής συνεχίζεται: τέσσερις προσαγωγές φοιτητών σήμερα (28/2/2012) από την Θεσσαλονίκη. Τους πήραν τα κινητά για να μην επικοινωνούν με τους γονείς τους και τους εξαφάνισαν για ώρες. Δυο παιδιά χτυπημένα από τους αστυνομικούς, 22 και 24 χρονών. “‘Έκλεισαν τον γιό μου σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και του έριχναν μπουνιές και κλωτσιές”, μόλις μου είπε ο πατέρας του ενός πιτσιρικά στο τηλέφωνο. Αυτό το “με κάθε κόστος θα γίνει η επένδυση” κύριε Σαμαρά περιλαμβάνει και τον βασανισμό;” ΠΗΓΗ 

Επειδή η γλώσσα του δοσίλογου είναι απασχολημένη με το να γλείφει οπίσθια τοκογλύφων θα σου απαντήσω εγώ. Ναι περιλαμβάνει και βασανισμό. Και χειρότερα αν χρειαστεί. Ούτε είναι η πρώτη φορά. Όσο μάλιστα θα είναι κολλημένος στην καρέκλα του δικτάτορα, τόσο θα αποκαλύπτεται περισσότερο ο σαδισμός του.
Είναι πολλά τα λεφτά κι οι άνθρωποι γι αυτούς δεν αξίζουν τίποτα. Ο Μπόμπολας έχει κανάλια – εφημερίδες και θέλει το μόνο που απέμεινε στους ανθρώπους της Χαλκιδικής, τα βουνά. Μια ευχαρίστηση έμεινε στους φτωχούς, η βόλτα στο κοντινό δάσος, ή το μπάνιο στη θάλασσα, να το στερήσουν κι αυτό. Χώρια η καταστροφή της Υγείας, του φυσικού περιβάλλοντος δεν τους νοιάζει, δεν μένουν εκεί. 

Με ποιο δικαίωμα βασανίζουν ανθρώπους; Με το ίδιο που ξεπουλάνε, ότι δεν ανήκει σ αυτούς. Γιατί το δάσος είναι δημόσιο, δεν είναι του αρπάχτρα ούτε του σαχλαμάρα. Το θέλει όμως ο Μπόμπολας να γίνει Μπομπολία. Και στο κράτος αυτό δεν υπάρχει ούτε δημοκρατία, ούτε ανθρώπινα δικαιώματα. Υπάρχει ένα αφεντικό κι οι υπόλοιποι δούλοι.  

Με τον ίδιο τρόπο που οι τυχοδιώκτες Ευρωπαίοι έσφαζαν τους ιθαγενείς στην Αμερική κι αλλού για να τους πάρουν το χρυσό, έτσι ακριβώς κι νέοι Conquistadores λεηλατούν και καταστρέφουν, βασανίζουν και τρομοκρατούν.
Εμείς οι κάτοικοι της σκλαβωμένης Ελλάδας συμπαραστεκόμαστε στον δίκαιο αγώνα που κάνουν οι Αγωνιστές της Αντίστασης στο El Dorado – Mpompolia και στους βασανισμούς που υφίστανται οι αιχμάλωτοι πολέμου από τους μισθοφόρους.

Η Κερατέα απελευθερώθηκε, ελπίζω η απελευθέρωση να έρθει σύντομα και στη Χαλκιδική…     
Αναρτήθηκε  στο βαθύ κόκκινο

Η εθνικιστική πατριωτική δεξιά στην Τουρκία(Ισταμπούλ). .

απαλοτροιωμένη απο Hurriyet
ΥΓ: Η συνάντηση του πολιτικά απένταρου Σαμαρά με τον Ερντογάν αποτέλλεσε "σειρά" στις ειδήσεις της γείτονας, τεκμιρειώνοντας έτσι την αβάδιστη πολιτική αξία που έχουν οι ντόπιοι  μεταπράτες δημόσιας περιουσίας   και για τους γείτονες καπιταληστές. Mπορεί κάποιος να επισκεφθεί την Hurriyet και να κατανοήσει την "σημασία" που έδωσαν οι γείτονες στην επίσκεψη του έλληνα πλασιέ της  δημόσιας περιουσίας.

Σε εθνικιστική έξαρση βρίσκονται από χθες οι έλληνες εθνικιστές πατριώτες της Δεξιάς μιας και μπαίνουν Θριαμβευτές στην … Ισταμπούλ (έτσι δείχνουν οι πινακίδες).  Ο πολιτικά απένταρος Σαμαράς που κάνει τα ρεπό του Καραμανλή, μαζί με τον υπόλοιπο.θίασο της πατριωτικής δεξιάς, τον Φαυλο, τον μπουμπούκο τον Βορίδη, τον Ταμήλο  και τους υπόλοιπους μπαίνουν αρματωμένοι στην Τουρκία.  Αρματωμένοι με λιμάνια, με μαρίνες όσες  δεν έχουν ήδη ξεπουλήσει, με αεροδρόμια μισοτιμής, και με μία υφαλοκρηπίδα ΝΑ!!!
Είναι έτοιμοι να ξεπουλήσουν τα πάντα, ούτως ή άλλως οι Τούρκοι καπιταληστές είναι οι μόνοι , για δικούς τους λόγους, που θέλουν να βάλουν χέρι στην ελληνική δημόσια περιουσία.
Βρήκαν τους έλληνες εθνικιστές και θα κάνουν μια χαρά τι μπίζνες τους.

Δεν είναι η πρώτη φορά για τον πατριωτικό θίασο της ελληνικής πατριωτικής δεξιάς που απευθύνεται στους "προαιώνιους εχθρούς" της για να επιχειρήσει το ξεπούλημα της Ελλάδας.. Μόλις λίγους μήνες πριν, το δυναμικό και γεμάτο πατριωτική αρρενωπότητα στέλεχός της, ο επονομαζόμενος και μπουμπούκος, προσκλήθηκε από τούρκους εφοπληστές στην Ισταμπούλ όπου έταξε τα πάντα. Τότε υπήρξε μεγάλη επιτυχία, το καμποτάζ καταργήθηκε σπρώχνοντας δεκάδες έλληνες ναυτικούς στα μπαλαούρα  των εφοπληστών, χαρίστηκαν, στην ουσία,  μαρίνες όπως του Φλοίσβου, της Κέρκυρας και της Λευκάδας και πράγματι η ελληνική πατριωτική δεξιά μπορεί να υπερηφανεύεται ότι ξεπούλησε μπόλικη Ελλάδα!

Έτσι και τώρα!!!

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

Κατήχηση μνήμης και εξήγηση


ο επταήμερο κύλησε μες στην ανησυχία. Οπως συμβαίνει συχνά τα τελευταία χρόνια. Πυροβολισμοί στη Ζωοδόχου Πηγής από βαποράκια, λίγη ώρα αφότου πέρασα απ’ εκεί πηγαίνοντας στο σαββατιάτικο απεριτίφ της αντροπαρέας. Ληστεία μετά ξυλοδαρμού για το παιδί μιας φίλης, λίγο παραπάνω στην οδό Ασκληπιού· του πήραν το κινητό και το χαρτζιλίκι, και τον γρονθοκοπούσαν τρεις στα νεφρά και στο κεφάλι. Εγινε το στομάχι κόμπος· ασθμαίνων έκανα ένα μικρό μάθημα αυτοπροστασίας στους γιους που κυκλοφορούν ανά τας Αθήνας. Ανακάλυψα ότι γνώριζαν περισσότερα απ’ όσα τους έλεγα. Η ανησυχία μου δεν εκόπασε πάντως, φώλιασε.
Λίγες μέρες αργότερα είδα τη φωτογραφία μικρών παιδιών σε νεοναζιστικό κατηχητικό. Κάπου στην Αττική, οι νεοναζί κάνουν «Διάπλαση των παίδων», μαγαρίζοντας ακόμη και τη θερινή παιδική μνήμη απ΄τους πανόδετους τόμους της δημοτικής βιβλιοθήκης Μυκόνου. Στην ηλικία περίπου που ξεφύλλιζα τα «Σας ασπάζομαι, Φαίδων» και τα λιθόγραφα Κλασικά Εικονογραφημένα, Αθλίους, Λόρδο Τζιμ, Σίλας Μάρνερ, Τελευταίο Μοϊκανό, στην ηλικία που κατηχητικό σήμαινε ολίγο Ευαγγέλιο αγάπης, με σαμαρείτιδες και πετεινά, πολλή μπάλα και ελευθερία, στην ίδια περίπου ηλικία αντίκρισα παιδιά να μπολιάζονται στο μίσος και στον φυλετισμό, να παραγεμίζουν τα άγραφα μυαλά τους με δηλητήριο και μισαλλοδοξία. Αυτό ήταν πιο ανησυχητικό κι από τις σφαίρες των ενήλικων ντίλερ, των ληστών και των παράνομων, γιατί ένιωθα την κακία να φεύγει πια από τη σφαίρα του περιθωρίου και να απλώνεται στην κανονικότητα, να καταλαμβάνει το μέινστρημ, να κυριεύει παιδικές ψυχές και λαϊκά νοικοκυριά. Δεν ήταν πια ανησυχία, ήταν εφιάλτης.
Απαντήσεις και παρηγοριά μου έδωσε παραδόξως ένα βιβλίο, που εξιστορεί και εξηγεί το Κακό, όπως ενσαρκώθηκε στα μέσα του 20ού αιώνα, στην καρδιά της Ευρώπης. «Το Αουσβιτς, όπως το εξήγησα στην κόρη μου» είναι ό,τι είπε στην 14χρονη Ματίλντ, η ιστορικός Ανέτ Βιβιορκά, απαντώντας στις πιο απλές, στις πιο δύσκολες ερωτήσεις ενός παιδιού. Τι ήταν η Τελική Λύση; Τι είναι γενοκτονία, ολοκαύτωμα, Shoah; Γιατί σκοτώνανε παιδιά; Τι είναι το τατουάζ στο χέρι της Μπερτ; Φταίγανε όλοι οι Γερμανοί; Τι είναι το χρέος της μνήμης;
Το βιβλιαράκι (εκδ. Πόλις) διαβάζεται με μια ανάσα. Μάλλον, με κομμένη την ανάσα. Ακόμη κι αν έχεις διαβάσει τα άπαντα του μεγάλου Πρίμο Λέβι, η ζεστή μητρική ομιλία της Βιβιορκά συμπυκνώνει αλήθειες, εξηγήσεις, απαντήσεις και ανοιχτά ερωτήματα, χωρίς δράμα, αλλά με δύναμη και αμεσότητα μοναδικές. Ετσι όπως θα ήθελε κάθε γονιός να εξηγήσει στο παιδί του τα μεγάλα του κόσμου που πέρασε και του κόσμου που διαρκώς έρχεται.
Στα παιδιά που ακούνε την κατήχηση μίσους, θα διάβαζα σαν αντίδοτο τέτοια βιβλία, σαν της Βιβιορκά. Λόγια εξήγησης και κατανόησης, λόγια συχώρεσης και αλληλοπεριχώρησης, αλλά και λόγια μαχητικά, που αγωνίζονται να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη. Να θυμάσαι, για ν’ αγαπάς τη ζωή.
«Ενας ιστορικός, ο Ιγκνατσί Σχίπερ, ο οποίος πέθανε στο στρατόπεδο του Μάιντανεκ, το εξηγεί πολύ καλά: ‘όλα εξαρτώνται από αυτούς που θα μεταφέρουν τη μαρτυρία τους στις μέλλουσες γενιές, από αυτούς που θα γράψουν την ιστορία τούτης της εποχής. Η ιστορία γράφεται, κατά κανόνα, από τους νικητές. Ολα όσα γνωρίζουμε για τους λαούς που εξοντώθηκαν είναι όσα ήθελαν να πουν οι διώκτες τους. Εάν οι διώκτες μας νικήσουν, εάν αυτοί γράψουν την ιστορία τούτου του πολέμου, τότε ο αφανισμός μας θα παρουσιαστεί ως μία από τις ωραιότερες σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας, και οι μέλλουσες γενιές θα αποτίσουν φόρο τιμής στο θάρρος αυτών των σταυροφόρων. Ο λόγος τους θα είναι Ευαγγέλιο. Μπορούν έτσι να αποφασίσουν να μας σβήσουν από τη μνήμη του κόσμου σαν να μην υπήρξαμε ποτέ, σαν να μην υπήρξε ποτέ ο πολωνικός εβραϊσμός, το γκέτο της Βαρσοβίας, το Μάιντανεκ’»
Αντί για μαθήματα ανησυχίας, θα πείσω τους γιους μου να διαβάσουν αυτό το βιβλίο. Σαν μάθημα μνήμης, και σαν εξήγηση ― δηλαδή σαν αντίδοτο στο μίσος, στον φυλετισμό, στον αφανισμό ανθρώπου από άνθρωπο. Γιατί, όπως σημειώνει με πικρή διαύγεια η Ρίκα Μπενβενίστε στο επίμετρο: «Απεχθάνομαι την ψυχρή αποστασιοποίηση, την απουσία θυμού, θλίψης και απορίας στις επιστημονικές εξηγήσεις. Δεν έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στην εξήγηση. Ομως δεν ξέρω κάτι καλύτερο».

δοσίλογη κυβέρνηση Τσολάκογλου ειδικής αποστολής.

Από την εφημερίδα "Πριν"

Αδίστακτοι και ακόρεστοι «πολιτικοί ληστές» αποδεικνύονται  οι ηγέτες της συγκυβέρνησης ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, Σαμαράς, Βενιζέλος και Κουβέλης επιδεικνύουν μια απίστευτη εφευρετικότητα τόσο στη φορομπηξία όσο και στην κατάργηση θεμελιωδών δικαιωμάτων των εργαζομένων, αδιαφορώντας κυνικά αν με τις ενέργειές τους γυρίζουν τη χώρα και το λαό πενήντα, εβδομήντα ή εκατό χρόνια πίσω.

«Γδέρνουν» ανελέητα τον κόσμο με τις πλάτες της τρόικας. Την Πέμπτη επιστράτευσαν τους ...γιατρούς του νοσοκομείου της Νίκαιας για να κάνουν απλήρωτες στην ουσία εφημερίες, καθώς τους  χρωστάει η κυβέρνηση τις δεδουλευμένες εφημερίες ...πέντε ολόκληρων μηνών!

Με απίστευτη κτηνωδία οι Σαμαράς, Βενιζέλος και Κουβέλης αποφάσισαν να αναγκάσουν τις γυναίκες να ...γεννούν στο σπίτι(!!!) όπως πριν από έναν αιώνα, κόβοντάς τους το επίδομα τοκετού αν γεννήσουν σε κλινική και δίνοντας τους, μόνο αν γεννήσουν μόνες στο σπίτι τους, όπως στα πιο απομακρυσμένα χωριά τη δεκαετία του 1950.
Όσες λεχώνες ζήσουν κι όσες πεθάνουν, όσα νεογέννητα επιβιώσουν κι όσα πεθάνουν, σαν σκυλιά ή γατιά είναι το νέο κοινωνικό δόγμα της «μνημονιακής Ελλάδας» του Σαμαρά, το νέο «ευρωπαϊκό ιδεώδες» της ΕΕ του 21ου αιώνα, η πολιτική πρακτική της κατάπτυστης συγκυβέρνησης.

Παράλληλα, το υπουργείο Οικονομικών ετοιμάζεται να αρπάξει κι άλλα λεφτά από τους ιδιοκτήτες ακινήτων μέσω της ...υποχρεωτικής ασφάλισης όλων των ακινήτων! Νέο χαράτσι συνολικού ύψους δισεκατομμυρίων ευρώ κάθε χρόνο που θα φεύγει από τις τσέπες κάθε ιδιοκτήτη ακόμη και καλύβας και θα πηγαίνει με το ζόρι στα χρηματοκιβώτια των ιδιωτικών, ασφαλιστικών εταιρειών που απλώς θα εισπράττουν και θα τρώνε τα λεφτά εις υγείαν των κορόιδων.

Οι «πολιτικοί συμμορίτες» που μας κυβερνούν διαπίστωσαν ότι μόνο το 15% των ακινήτων είναι ασφαλισμένα, οπότε όρμησαν να τα αρπάξουν από το υπόλοιπο 85%! Ταυτόχρονα, οι πολιτικοί ληστές του υπουργείου Οικονομικών αποφάσισαν ότι θα αρκεί πλέον ένα απλό ηλεκτρονικό μήνυμα για να κατάσχουν τους μισθούς, τις συντάξεις, τις καταθέσεις, οποιοδήποτε εισόδημα έχει όποιος μικροφουκαράς χρωστάει κάτι στο Δημόσιο!

Την ίδια ώρα ένα άλλο κυβερνητικό λαμόγιο προτείνει να πουληθούν τα πανεπιστήμια σε ιδιώτες. Μάλιστα, πρότεινε ωμά να παραβιαστεί το Σύνταγμα - και ο Σαμαράς τον κρατάει ακόμη υπουργό, αποδεικνύοντας ότι έχουμε να κάνουμε με μια δοσίλογη κυβέρνηση Τσολάκογλου ειδικής αποστολής.

Κρυώνω…

Είμαστε η γενιά που θα μας οικτίρουν οι νεοφιλελέδες μεσόκοποι
επειδή δεν ξέρουμε την τεχνική του πώς να χωνεύεις
τα κάρβουνα για μαγκάλι.
Twitter, Παρασκευή, 1/3/2013
Οι αναθυμιάσεις του μαγκαλιού απλώθηκαν από τη Λάρισα σ’ ολόκληρη τη χώρα.
Μπήκαν μέσα στις παγωμένες σχολικές αίθουσες που τα παιδιά τουρτούριζαν χωρίς θέρμανση και, ευκαιρίας δοθείσης, ο προς αξιολόγηση δάσκαλος τους εξηγούσε τις βλαπτικές συνέπειες του μονοξειδίου του άνθρακα και τις
τονωτικές επιδράσεις του κρύου. Γιατί από κάθε γεγονός πρέπει να κρατάς την ουσία και το ηθικόν δίδαγμα. Καλά πάμε, είπαν και αποχώρησαν.
Πέταξαν πάνω από τα κουτιά των άστεγων, που εκείνη την ώρα έκαιγαν τουρτουρίζοντας δυο λάστιχα, μα δεν είχαν λόγο να σταθούν. Ο αέρας τρύπωνε από παντού και αραίωνε τις λιποθυμικές τάσεις. Και πάλι το ηθικόν δίδαγμα σε αρχαιοπρεπή μάλιστα έκδοση. «Ουδέν κακόν, αμιγές καλού». Τυχεροί!
Τρύπωσαν στο πένθιμο σπίτι ενός από τους τρεις χιλιάδες αυτοκτονημένους, μα κι εκεί ένοιωσαν περιττές. Η θηλιά στο ταβάνι, η πεταμένη καρέκλα στο πάτωμα κι εκείνο το γράμμα «δεν αντέχω άλλο», είχαν το σουρεαλισμό μιας παγωμένης φωτογραφίας που δεν τη διαπερνά πια ούτε ο μολυσμένος αέρας.
Τι κρύο!
Πέταξαν πάνω από τις ουρές των άρρωστων που περίμεναν υπομονετικά το γενόσημο και αισθάνθηκαν μειονεκτικά. Οι υπερτασικοί έπεφταν, έτσι κι αλλιώς,  σε υπογλυκαιμικό κώμα από τα αντιυπερτασικά γενόσημα και οι καρκινοπαθείς έλιωναν αβοήθητοι. Έπειτα άκουσαν και τη δήλωση του Σαλμά για την εξυγίανση του ΕΟΠΥΥ και σκέφτηκαν πως αυτός τα καταφέρνει και μόνος του.
Βρέθηκαν ύστερα σε μια σχολή  υγιούς πατριωτικής διαφώτισης, όπου αναλφάβητοι χρυσαυγίτες μάθαιναν, σε παιδάκια εθνικόφρονων οικογενειών, γράμματα χασάπη, μαχαιροβγάλτες δίδασκαν ιστορίες μισαλλοδοξίας και τρόμου, είχαν εκεί κι ένα φούρνο, όπου παρέδιδαν συνταγές κρεματόριου και το κρυφό αυτό σχολειό έβγαζε τέτοια μπόχα, που και οι αναθυμιάσεις του μονοξείδιου έφυγαν τρέχοντας, για να μη ψοφήσουν.
Κρυώνω!
Προσπάθησαν μετά να μπουν στο πρωθυπουργικό μέγαρο, σε μια απέλπιδα απόπειρα, αφού από μακριά ακουγόταν, μεγαλόπρεπος ο λέβητας του καλοριφέρ και το βουητό των κλιματιστικών,  προσφέροντας την αναγκαία θαλπωρή στην εκπόνηση σχεδίων για τη σωτηρία της χώρας. Έπειτα άκουσαν και τη δήλωση του τρίτου και μακρύτερου σκέλους της τρικομματικής κυβέρνησης πως «δεν μασάει η κατσίκα ταραμά» και αποχώρησαν, μην τις καταπιεί κι αυτές αμάσητες.
Συνέχισαν το δρόμο τους ως το συνέδριο του ΠΑΣΟΚ μα και πάλι δεν είχαν λόγο ύπαρξης. Όχι μόνο γιατί ο χώρος κλιματιζόταν στο φουλ αλλά γιατί εκεί ήταν συγκεντρωμένοι πολλοί, ήδη καμένοι, εγκέφαλοι. Έπειτα άφησαν να λειτουργήσουν απρόσκοπτες οι δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις που εκλύονταν από το  λόγο του βασιλιά καρνάβαλου. «σήμερα που αρχίζει το συνέδριό μας η ελληνική κοινωνία, ο λαός, ο πολίτης είναι εδώ παρών με τις αγωνίες και τις προτεραιότητές του. Αυτόν σκεφτόμαστε, γι' αυτόν αγωνιζόμαστε, σε αυτόν απευθυνόμαστε».
Πολύ κρύο εφέτος!
Για το προεδρικό μέγαρο ούτε που το σκέφτηκαν. Όλοι το ξέρουν καλά, ακόμα και τα μονοξείδια, πως το φρούριο αυτό της δημοκρατίας είναι απόρθητο και αδιαπέραστο. Έπειτα συνομιλούσαν με τη γέρικη δημοκρατία οι τρεις αρχηγοί και από τις καμινάδες του μεγάρου εκλυόταν ένα επισκοπικό μύρο από τα λόγια του Κουβέλη, μια μάγκικη αποφορά από τα στιβαρά χείλη του πρωθυπουργού και μια τσίκνα καμένου λίπους από τον έτερο των τριών.
Και να τες ξανά, οι δολοφονικές αναθυμιάσεις, πάνω από ένα κανάλι. Κανάλι, όχι μαγκάλι, που λέει και ο Χατζηστεφάνου. Γινόταν, εκείνη την ώρα, σύσκεψη των βασικών διαφωτιστών για το πώς θα χειριστούν  κι αυτό το θανατικό, χωρίς πολλές-πολλές αιτιάσεις. «Εσύ, Όλγα, φόρα το πιο παγερό σου βλέμμα και την πιο ανέκφραστη φωνή μιας κοινότυπης ανακοίνωσης. Εσύ, Γιάννη, σούφρωσε απλά, με σκεπτισμό, τα χείλη κι εσύ Παύλο, ως πάλαι ποτέ αριστερό άλλοθι κάθε βρωμικού ξεπλύματος, σχολίασε μονολεκτικά,  με μια δόση παρηγορητικής συμπάθειας, «θλιβερό».
Από τις περιπτώσεις, δηλαδή,  που και τα μονοξείδια ωχριούν και απέρχονται.
Πέταξαν πάνω από το τελευταίο μπλόκο των αγροτών. Εδώ θα μπορούσε να γίνει κάτι. Είχαν ανάψει φωτιές για να ζεσταθούν και ήταν εύκολος στόχος. Εξάλλου τα μονοξείδια ήξεραν καλά πως, έτσι κι αλλιώς, τους είχαν για πέταμα. Θα κάναμε καλή δουλειά, σκέφτηκαν, αν ήταν σε κλειστό χώρο. Όμως από πάνω τους ήταν ο ανοιχτός ουρανός και τρέχανε τα σύννεφα και οι βοριάδες και διαλυόντουσαν ανήμπορα τα μόρια των μονοξειδίων.
Τράβηξαν κατά τις Σκουριές. Όχι τις αρχαίες. Τις νέες και λαμπίζουσες του χρυσοφόρου Εldorado. Κάτι κωλόπαιδα, ανθέλληνες παρεμπόδιζαν τις επενδύσεις και την ανάπτυξη της χώρας. Το ήθελαν το μονοξείδιο τους αλλά τους άφησαν στη μοίρα του flash roasting που δεν εκπέμπει απλά μονοξείδια. Θα μάθαιναν αυτοί καλά από τα διοξείδια του θείου και τα συμπυκνώματα αρσενοπυρίτη. Πόσο θα παίξουν κρυφτούλι με το άσθμα και τον καρκίνο; Οι αναθυμιάσεις του μονοξειδίου υποκλίθηκαν με σεβασμό στους ανώτερους και αποχώρησαν.
Έχω ξεπαγιάσει. Δε νοιώθω καν τα δάχτυλά μου. Καταπίνω και το σάλιο μού στέκεται στο λαιμό σαν παγάκι. Σκέφτομαι τις μάνες και τουρτουρίζω. «Μη φύγεις, γιε μου, στα καράβια. Να σπουδάσεις. Θα αλλάξουν τα πράγματα. Θα δεις». Τυλίγομαι με μια κουβέρτα. Τίποτα. Ακούω από μίλια μακριά τη νεκροκαμπάνα και τουρτουρίζω. Κάνω να κλάψω κι από τα μάτια μου, αντί για δάκρυα, βγαίνουν δυο παγωμένοι σταλακτίτες.
Έχω γίνει μια σπηλιά.               
Νίνα Γεωργιάδου     
    alfavita.gr                                                                    

Ή με τα κωλόπαιδα ή με τις κουφάλες.

Η στοιχειώδης αξιοπρέπεια ενάντια στη φαηλοκρατία

Όταν το ρήμα εκτοπίζεται και άρχουν παντού τα επίθετα, θετά παιδιά της συμμορφώσεως και του διακοσμημένου ψεύδους, τέλματα εκτείνονται εκεί όπου ο σπόρος έπιπτε ως σπέρμα. Μα τότε, ω, τότε δικαιολογούνται –τι λέγω, ευλογούνται όλου του κόσμου οι θυμοί.
Α. Εμπειρίκος
Αν η πραγματικότητα που μας κατακλύζει αποτελεί ένα εφιαλτικό όνειρο, η άρνηση αυτού του άθλιου πολιτισμού δεν αποτελεί παρά την πλαισιωμένη από όνειρα αφύπνιση, που αποτελεί αναγκαία -αν και όχι ικανή- συνθήκη για το πέρασμα σε μια άλλη πραγματικότητα∙ την πραγματικότητα που θα καταστήσει δυνατή την έλευση μιας αυτόνομης κοινωνίας. Υπό αυτή την έννοια, η στάση των τεσσάρων αναρχικών ληστών της Κοζάνης δε μπορεί παρά να αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη μέσα στη γενικότερη ηθική και αισθητική κατάπτωση που χαρακτηρίζει το δημόσιο λόγο αλλά και την κοινωνική ατμόσφαιρα, γενικότερα, στην Ελλάδα του 2013. Ζούμε σε μια κοινωνία εντός της οποίας έχει έρθει στην επιφάνεια ο βαθύτερος κοινωνικός απόπατος, δηλαδή οι λούμπεν (πολιτιστικά) συμπεριφορές που κάθε κοινωνία κρατά στο περιθώριο και στους υπονόμους της, όπως αυτός αποκρυσταλλώνεται ανθρωπολογικά και πολιτικά στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής και των υποστηρικτών της. Απέναντι σε αυτή τη δυσώδη κατάσταση, η αξιοπρέπεια και η «τιμιότητα» της πολιτικής και ηθικής στάσης τεσσάρων αναρχικών, αλλά και των γονιών τους, δε μπορούν παρά να εντυπωσιάζουν αλλά -ελπίζουμε- και και να εμπνέουν. Αυτή είναι η ουσιώδης -από πολιτική άποψη- πλευρά του ζητήματος και όχι τόσο τα αρχικά σχέδια και κίνητρα των ληστών.
Είναι προφανές σε όσους γνωρίζουν τις απόψεις μας, ότι για εμάς τέτοιου είδους ακτιβίστικες και «θεαματικές» δράσεις -ακόμη κι όταν δεν συνιστούν κομμάτια μιας γενικότερης ένοπλης δράσης- ουδεμία σχέση έχουν με ένα πραγματικά δημοκρατικό κοινωνικό κίνημα. Η κριτική στο λεγόμενο «ένοπλο» αλλά και στη λογική των πρωτοποριών έχει γίνει από καιρό και πρώτα και κύρια από τους ίδιους τους ελευθεριακούς κύκλους οι οποίοι συνεχώς χρεώνονται την εμφάνιση τέτοιων ομάδων από τα ΜΜΕ και τους διάφορους δημοσιολόγους. Ωστόσο, αυτό που εδώ μας απασχολεί είναι η ηθική στάση των τεσσάρων αναρχικών, η οποία, μέσα στα τωρινά πλαίσια, αποκτά σημασία καθαρά πολιτική.
Με την στάση τους, οι αναρχικοί ληστές και οι γονείς τους έκαναν μια πολιτική πράξη πρώτου βαθμού, ασχέτως των ιδεολογικών, κοινωνικών και όποιων άλλων συνειδητών στόχων ή έμμονών τους (οι οποίες για τους πρώτους εντάσσονται στη γνωστή παράνοια των συνωμοτικών ομάδων). Κατάφεραν να δείξουν έμπρακτα τη δυνατότητα ενός άλλου τρόπου ζωής, μιας συμπεριφοράς που όχι μόνο ξεφεύγει από την παθητικότητα, την απελπισία και την αυτοενοχικότητα της πλειονότητας των φοβισμένων αλλά και από τη χαμέρπεια, τον κυνισμό και την χοντροπετσιά των φασιστοειδών και του χουντόφιλου κομματιού των μικροαστών, που εσχάτως, χάρις στην άνοδο της ΧΑ και της σαμαρικής πτέρυγας της ΝΔ, έχουν αρχίσει να εκφράζονται ανοιχτά και ανερυθρίαστα. Χωρίς κλάψες, χωρίς ίχνος αυτοθυματοποίησης καταφέρνει να θέσει με τρόπο καθαρό για όλους το βασικό πολιτικό και ανθρωπολογικό ζήτημα: τι κάνουμε απέναντι σε αυτήν την κατάσταση που βιώνουμε όλον αυτόν τον καιρό, καθόμαστε και κλαιγόμαστε ή προσπαθούμε να κάνουμε κάτι για να την αλλάξουμε; Συμπορευόμαστε με τις άρχουσες μαφίες και τα κομμάτια της κοινωνίας που τις στηρίζουν ή αγωνιζόμαστε για μια καλύτερη κοινωνία;
Η στάση τους ξαναέδωσε σημασία στις λέξεις και στις έννοιες και μετά από πάρα πολύ καιρό επιτρέπει πλέον κάποια πράγματα να λέγονται με το όνομά τους∙ μας επιτρέπει να πούμε ότι υπάρχουν ρουφιάνοι, κουφάλες και βασανιστές, από τη μια μεριά, και από την άλλη άνθρωποι όρθιοι, αφελείς ενδεχομένως και επιπόλαιοι, αλλά έτοιμοι να σηκώσουν το ανάστημά τους απέναντι στη γενικευμένη παρακμή και τους αποστόλους της, όντας έτοιμοι, φυσικά, να πληρώσουν το τίμημα για τις πράξεις και τις επιλογές τους. Δεν είναι τυχαίο, συνεπώς, που οι μηχανισμοί προληπτικής διανοητικής καταστολής όλων των τύπων έσπευσαν να ξεσκίσουν τα παιδιά και τους γονείς τους: από τα χρυσαυγιτοειδή και τους «νοικοκυραίους» της λαϊκής δεξιάς μέχρι τους δήθεν σοβαρούς φιλελεύθερους διανοούμενους και επίδοξους ανατόμους «των δυσανεξιών της νεοελληνικής κοινωνίας». Η πρωτοφανής, αυτή, παρακμή και η απαξίωση κάθε έννοιας δημόσιου διαλόγου δεν αποτελούν απλά δείγματα του κυνισμού και της υποκρισίας των μικροαστικών κύκλων, αλλά επιπλέον αναδεικνύουν ορισμένα βαθύτερα χαρακτηριστικά της νεοελληνικής κοινωνίας. Ας ρίξουμε μια ματιά στα σχήματα που πήρε αυτή η ουσιαστικά ψυχολογικού τύπου αντίσταση σε αυτό που εξέφρασε η πράξη των τεσσάρων αναρχικών.
Λαϊκισμός και ταξικές αναλύσεις του κώλου
Εξακολουθεί να ισχύει μια γενική παραδοχή, εκατό τοις εκατό ανόητη, στην οποία, χοροστατούντος του Τύπου, συμφωνούν πρόθυμα οι πάντες, από την ακροδεξιά πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας μέχρι το ΚΚΕ, δηλαδή ότι η θεώρηση του προβλήματος της κοινωνίας είναι, και δεν μπορεί παρά να είναι, ΑΥΣΤΗΡΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ, λες και ο ψυχισμός του ανθρώπου ή η πολιτισμική του ταυτότητα αποτελούν διαστάσεις της ύπαρξής του προορισμένες αποκλειστικά για ιδιωτική εκμετάλλευση, οπότε του Ευαγγελάτου δεν του πέφτει λόγος και μη ρωτάτε για τον Παπαδάκη.
Πρώτο και καλύτερο, μια κοινωνιολογία του πεζοδρομίου, ένας αγοραίος, κατά κάποιον τρόπο, «μαρξισμός», που δίνει έμφαση στην κοινωνική και ταξική καταγωγή των ληστών: «είναι γόνοι αστικών οικογενειών, μοσχαναθρεμμένοι στα Βόρεια Προάστια και σε γνωστά ιδιωτικά σχολεία». Πρόκειται για τον σκληρό πυρήνα της λαϊκίστικης και ακροδεξιάς τοποθέτησης, την οποία έχει ανάγει σε σημαία της η δεξιά στο σύνολό της (τόσο η λαϊκή όσο και η φασίζουσα): μια ρητορική που την είχαμε δει δειλά δειλά να εμφανίζεται το Δεκέμβρη του 2008 με τη δολοφονία του Α. Γρηγορόπουλου και που σήμερα γενικεύεται, πιο απενοχοποιημένα από ποτέ. Σύμφωνα με αυτό το κλασικό σχήμα η αριστερά και οι αναρχικοί είναι αστοί μποέμ που παριστάνουν τους επαναστάτες για να σκοτώσουν την πλήξη τους, την ώρα που ο τίμιος μεροκαματιάρης πασχίζει κάθε μέρα να τα βγάλει πέρα για να θρέψει την οικογένειά του. Και σα να μην του έφταναν όλα αυτά έχει και τα ανεπάγγελτα και ρέμπελα κωλόπαιδα να του σπάνε το μαγαζί, να τον ληστεύουν και να τον σκοτώνουν. Αυτό το κλασικό σχήμα την περίοδο του Μεσοπολέμου εμπλουτιζόταν και με την καθοριστική συνιστώσα του αντισημιτισμού («αριστερά=πλούσιοι=Εβραίοι»). Ευτυχώς σήμερα στην Ελλάδα δεν έχουμε δει ακόμα τέτοιες τερατογενέσεις. Ωστόσο το πρώτο σκέλος του σχήματος υιοθετείται ευρέως, εφόσον πλέον το χρησιμοποιούν και διάφοροι φιλελεύθεροι «αντιλαϊκιστές» κρετίνοι, όπως ο Κανέλλης και ο Μανδραβέλης, οι οποίοι έσπευσαν να μας υπενθυμίσουν ότι οι αστυνομικοί είναι «παιδιά του λαού» και ανήκουν στη «γενιά των 700 ευρώ».
Σε αυτό εμείς απαντάμε ότι η κοινωνική καταγωγή των αστυνομικών -όπως και των ληστών, φυσικά, αλλά και οποιουδήποτε άλλου- ελάχιστα μας απασχολεί, εφόσον τέτοιου είδους κριτήρια δεν προέρχονται από κάποια σοβαρή ανάλυση, αλλά από έναν χυδαίο υλισμό που κρίνει τις πράξεις βάσει του έχειν, παραβλέποντας το γεγονός ότι οι άνθρωποι -και οι πρακτικές τους- δεν είναι ούτε το αποτέλεσμα στενά οικονομικών δεδομένων, ούτε βέβαια μπορούν να κριθούν μονοσήμαντα απ’ αυτά. Διότι, έτσι αγνοούμε ότι ταυτοχρόνως είμαστε και φορείς ιδεών, επιθυμιών και αξιών, οι οποίες απωθούνται βίαια από την πρώτη κιόλας στιγμή που (σο)δομείται ο ψυχισμός των ατόμων αυτής της κοινωνίας. Επιπλέον, το επιχείρημα αυτό παραμένει φαιδρό ακριβώς διότι παραβλέπει ότι άνθρωποι που έχουν -με υλικούς όρους- εξασφαλισμένη τη ζωή τους, αποφασίζουν να απαρνηθούν τον κομφορμισμό που εδώ και δεκαετίες καλλιεργείται ως ζητούμενο και να ρισκάρουν την ελευθερία τους, αλλά ακόμη και την ίδια τους τη ζωή, για τα ιδανικά τους.
23203_1Άλλωστε έχει παρέλθει η εποχή όπου τα λαϊκά στρώματα ήταν φορείς πολιτικών και κοινωνικών αξιών που σήμαιναν κάτι για όποιον υπερασπίζεται το δημοκρατικό κίνημα. Αρκεί μια ματιά γύρω μας για να το καταλάβουμε: το στρουμπουλό μουσάτο αγόρι με το αετίσιο βλέμμα, που δικηγορεί υπέρ μαφιόζων και λαθρεμπόρων και είναι ο εξ απορρήτων του πρωθυπουργού, είναι γέννημα-θρέμμα κορυδαλλιώτης και περήφανος για την λαϊκή του καταγωγή, την οποία φροντίζει με κάθε ευκαιρία να υπενθυμίζει (μέσω του προκλητικού και προσποιητού του αντιδιανοουμενισμού του ή του φλερτ με τον αγοραίο σεξισμό και τα χειρότερα κλισέ του λαϊκισμού)∙ λαϊκά παιδιά είναι επίσης ο Μαζωνάκης, ο ΛΕΠΑ, ο σταλινογκάνκστα καραγκιόζης, Ν. Βουρλιώτης με τον υπασπιστή του, ράπερ-πωλητή λαϊκής αγοράς «Ισορροπιστή», ο Τάκης Τσουκαλάς, ο γιος ταξιτζή Πέτρος Κωστόπουλος και όλος αυτός ο εσμός που λυμαίνεται την πολιτιστική ζωή της χώρας εδώ και δεκαετίες. Αυτή η λούμπεν και παρηκμασμένη λαϊκότητα συνιστά στήριγμα του σημερινού κοινωνικού οικοδομήματος και, ως εκ τούτου, συγκαταλέγεται στους αντιπάλους κάθε προτάγματος δημοκρατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Δε βλέπουμε για ποιο λόγο, μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η συγκεκριμένη λαϊκότητα έχει απαραίτητα θετικό πρόσημο.
Η πατερναλιστική θυματοποίηση
Το δεύτερο βασικό σχήμα που αρθρώνει τις ψυχαναλυτικές μας αντιστάσεις απέναντι στην πράξη των τεσσάρων ληστών και -κυρίως, σε αυτήν την περίπτωση- των γονέων τους είναι μια ύπουλη προσπάθεια να παρουσιαστεί το συμβάν ως η ατυχής εξέλιξη μιας λανθασμένης ανατροφής, ως μια νεανική υπερβολή τεσσάρων «παιδιών» τα οποία εγκαταλείφθηκαν στη μοίρα τους από τους γονείς και την κοινωνία. Αυτή η υποτιθέμενα «παιδαγωγική» αντίληψη του συμβάντος, η οποία αρνείται στους δρώντες τη δυνατότητα επιλογής και ανάληψης της ευθύνης της πράξης τους, καθίσταται ακόμα πιο ύποπτη από τη στιγμή που οι τέσσερις αναρχικοί έχουν ευθύς εξ αρχής υποστηρίξει ότι αναλαμβάνουν συνειδητά (σε επίπεδο μάλιστα αυτοενοχικής παράνοιας) την πολιτική ευθύνη της πράξης τους, τονίζοντας πως ούτε μήνυση για τα βασανιστήρια δε θα κάνουν, εφόσον κάτι τέτοιο απλώς θα συνέτεινε στη θυματοποίησή τους. Αυτό στο οποίο μας οδηγεί αυτή η πατερναλιστική στάση είναι η στέρηση της δυνατότητας να έχουμε ως πολιτική επιλογή τη βίαιη αντίσταση στις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες: όχι, τα «παιδιά» δεν είναι (και δεν πρέπει να είναι) φορείς ώριμης σκέψης, δεν είναι ικανά για πολιτικές επιλογές και αποφάσεις∙ τα ίδια είναι αθώα και άσπιλα, για να έχουν τέτοιες κακές και διεστραμμένες σκέψεις πρέπει κάτι να μην έχει πάει καλά με την ανατροφή τους, πρέπει σίγουρα να συνιστούν συμπτώματα της κακοδαιμονίας της κοινωνίας που τα γέννησε.
Τούτες οι αντιλήψεις, όντας μήτρες του κυνισμού της εποχής μας, δεν είναι παρά απόπειρες  πολιτικοποίησης του lifestyle, όπου, μπροστά στο φόβο της ηθικής ωριμότητας ορισμένων πράξεων -ειδικότερα όταν οι ίδιοι οι φορείς τους με υποδειγματική ωριμότητα αναλαμβάνουν την ευθύνη- ανασύρονται διαφόρων ειδών τεχνικές «αντιγήρανσης». Πρόκειται γι’ αυτό το γενικευμένο άγχος του να ωριμάσουμε για το οποίο μιλούσε ο Λας, και κατ’ επέκταση να δούμε και τους υπόλοιπους αντίστοιχα ως ώριμους και ίσους απέναντί μας. Παράλληλα, αυτό το modus vivendi για την καταπολέμηση της ρυτίδας, έχοντας οριοθετήσει σε κανονικότητα την επισφαλή εργασία, τη δια βίου μάθηση και την κουλτούρα του gadget ως συνθήκες ζωής που θα μας κρατήσουν για πάντα «νέους» (βλ. συνταξιοδότηση στα 75 και αν!), μπορεί να μετατρέπεται σε τελευταίο καταφύγιο του παιδαγωγικού πατερναλισμού προσπαθώντας να νομιμοποιήσει τα βασανιστήρια ως αναγκαίες πατρικές σφαλιάρες ή μερικές γονικού τύπου «ψιλές» προς συμμόρφωση.
419686_330989273671815_459934106_nΑυτή η δήθεν παιδαγωγική-κοινωνιολογική οπτική, που στην πραγματικότητα είναι ουσιωδώς θυματοποιητική, εφόσον μας παρουσιάζει τα τέσσερα «παιδιά» ως απλά θύματα του κοινωνικού τους περιγύρου, ως όντα δίχως την παραμικρή βούληση και προσωπική κρίση, ως έρμαια των κοινωνικών συνθηκών, παίρνει δύο μορφές: την καθαρά συντηρητική/αυταρχική («μαλακισμένα των Βορείων Προαστίων που τίποτε δεν τους έλλειψε στη ζωή», «ορίστε πώς μεγαλώνουν τα παιδιά τους οι πλούσιοι» κ.λπ.) και την εμμέσως συντηρητική/φιλελεύθερη (την οποία εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο η στάρλετ της πέννας και φωνή της Αθήνας, Σ. Τριανταφύλλου): το συμβάν αυτό είναι συνέπεια της κουλτούρας βίας και ανομίας που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία, όπως επίσης και της αρρωστημένης σχέσης ατόμου-οικογένειας που διαπλάθεται από την εν λόγω κοινωνία. Σε κάθε περίπτωση, το συμβάν διαγράφεται ως πολιτικό γεγονός και η πολιτική απόρριψη της υπάρχουσας κοινωνίας παρουσιάζεται ως προϊόν παθολογικής συμπεριφοράς.
Και η ανάλυση αυτή καθίσταται ακόμα πιο άσχετη και «ιδεολογική», αν αναλογιστούμε ότι η υπόθεση των αναρχικών ληστών συνιστά ένα πολύ ωραίο παράδειγμα έμπρακτης κριτικής των αντιδραστικών πλευρών του θεσμού της οικογένειας. Γονείς που υποστηρίζουν την αυτονομία και την αυτενέργεια των παιδιών τους, τις πολιτικές επιλογές και τις θέσεις τους και οι οποίοι ούτε να τους θυματοποιήσουν προσπαθούν αλλά ούτε και αποπειράθηκαν ποτέ να κλαφτούν στα κανάλια και τα ΜΜΕ για χάρη των παιδιών τους, παρουσιάζοντάς τα ως απολωλότα πρόβατα, έρχονται σε κάθετη αντίθεση με τον ευνουχιστικό υπερπροστατευτισμό που χαρακτηρίζει την τυπική στάση των γονέων στα πλαίσια της νεοελληνικής οικογένειας.
Φυσικά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, καθώς η επιλογή των νεαρών ληστών να αναλάβουν το ρόλο των «επαναστατών» συνδέεται με το κενό νοήματος που χαρακτηρίζει την εποχή μας και τις δυσκολίες που αυτό μας θέτει στη συγκρότηση της πολιτικής μας ταυτότητας. Ωστόσο αυτό ισχύει για το σύνολο της σημερινής κοινωνίας, οπότε δεν αφαιρεί κάτι από τη συνειδητότητα της επιλογής των τεσσάρων αναρχικών. Καθορίζει μεν την ιδεολογική προσκόλληση στις επιλεγμένες αρχές, όχι όμως και την ίδια την πολιτική επιλογή και την απόρριψη της υπάρχουσας κοινωνίας.
Ας μιλήσουμε για αξιακά συστήματα…
Τα πιο φλογερά μέρη στην κόλαση προορίζονται για εκείνους που,  σε καιρούς μεγάλης ηθικής κρίσης, διατήρησαν την ουδετερότητά τους.
Dante Alighieri
Σε κάθε περίπτωση, η συγκυρία μας δίνει την ευκαιρία να ξεκαθαρίσουμε κάπως τις απόψεις μας γύρω από αυτά τα ζητήματα, πετώντας οριστικά στους περίφημους ΧΥΤΑ της Ιστορίας όλα αυτά τα μουχλιασμένα ιδεολογικοπολιτικά σχήματα. Και δεν είναι τυχαίο που μπροστά σε μια τέτοια κοινωνική στιγμή, οπότε και τα διλήμματα τίθενται, άξαφνα, με τρόπο καθαρό και κρυστάλλινα διαυγή, απαιτώντας μας να πάρουμε θέση, οι διάφοροι εστέτ μικροαστοί σηκώνουν την παντιέρα της «αντικειμενικότητας» και της αξιολογικής ουδετερότητας (του κώλου, πάντα!), στο όνομα της ψυχραιμίας και της αποφυγής της κοινωνικής ζουγκλοποίησης. Ταυτόχρονα, οι διάφοροι λεβέντες που παπαρολογούσαν υπέρ του κρεμάσματος «δωσιλόγων» στο Σύνταγμα τώρα κάθονται σούζα και τα βάζουν όχι πια με τους «τραπεζίτες και τα λαμόγια» αλλά με τους αντικειμενικά ανίσχυρους. Όπως μας το έχει δείξει τόσες φορές η πρόσφατη ιστορία του Γένους, ο λεκτικός κολοκοτρωνισμός μόνο με τον «Γιωργάκη» έδειχνε την μαγκιά του, τώρα με τη Δεξιά του χωροφύλακα πήγε περίπατο.
Λαός και Κολωνάκι
Όπως είδαμε και πιο πάνω, σήμερα η κοινωνική και ταξική καταγωγή των πολιτικών υποκειμένων μόνο δευτερευόντως παίζει ρόλο. Ειδικά στην Ελλάδα, η οποία ποτέ δεν είχε μια ταξική δομή ανάλογη με των δυτικών χωρών, όπου οι παλιοί αριστοκρατικοί και -κυρίως- αστικοί κώδικες και η κληρονομιά τους διαχώριζαν και συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να διαχωρίζουν τη συμπεριφορά των μελών των ανώτερων τάξεων από αυτή των κατώτερων, σε επίπεδο καθημερινής συμπεριφοράς. Πολλώ δε που ακόμα και στη Δύση αυτές οι διαφορές είναι πλέον μόνο πολιτιστικού τύπου με τη στενή έννοια του όρου (τα μέλη των λαϊκών τάξεων, π.χ., είναι πιο αυθόρμητα και συμπαθή, λιγότερο επηρμένα και σοβαροφανή). Αυτό, λοιπόν, που έχει σημασία είναι η πολιτική τοποθέτηση του καθενός και της καθεμιάς μας.
Κάτι που φυσικά δε σημαίνει ότι πρέπει να ανεχόμαστε τον κάθε πλούσιο μεγαλοδημοσιογράφο τύπου Τράγκα να πουλάει λαϊκισμό και αγοραίο αντινεοφιλελευθερισμό. Εννοούμε, αντίθετα, ότι οι πολιτικές απόψεις δε μπορούν πλέον, σε καμία περίπτωση, να εξαχθούν αποκλειστικά από την κοινωνική καταγωγή κάθε ατόμου ή ομάδας. Και αυτό δεν έχει σημασία τόσο για τις ανώτερες τάξεις, όσο για τα λαϊκά στρώματα: διότι εκεί είναι που την πατάει η αριστερά και οι αναρχικοί, που συνεχίζουν -και θα συνεχίζουν αιωνίως, όπως φαίνεται- να αναζητούν τα σπέρματα μιας μελλοντικής επανάστασης, ή, έστω, εξέγερσης, στης «γης τους κολασμένους», στα «φτωχά λαϊκά στρώματα» ή ακόμα και στις πιο λουμπενοποιημένες κοινωνικές κατηγορίες.
Όπως όμως έχουμε δει, οι συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες -όπως κι η υπόλοιπη κοινωνία, γενικότερα- εδώ και αρκετές δεκαετίες έχουν χάσει κάθε πολιτική συνείδηση και αυτό που βασικά τις ενδιαφέρει είναι η πρόσβαση στο εμπόρευμα και η προσπάθεια κοινωνικής ανόδου, με σκοπό τη σταθεροποίηση της θέσης τους μέσα στην κοινωνία της κατανάλωσης. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από τους «απόκληρους» των αγγλικών μεγαλουπόλεων που, πριν δύο καλοκαίρια, έκαναν μαζικές επιδρομές στις βιτρίνες των πολυκαταστημάτων ίσως να μην υπάρχει. Η εν λόγω εξεγερσιακή συμπεριφορά ήταν απλώς η έκφραση του δαιμονικού άγχους που διακατέχει τους «αποκλεισμένους καταναλωτές», όπως λέει και ο Ζ. Μπάουμαν. Σε καμία περίπτωση δεν εμφανίστηκε έστω και υπό σπερματική μορφή μια δημοκρατική αμφισβήτηση της κυρίαρχης κοινωνικής θέσμισης. Το ότι, μέχρι μια ιστορική περίοδο, τα λαϊκά στρώματα γεννούσαν δημοκρατικά πολιτικά κινήματα δε σημαίνει ότι αυτό θα συμβαίνει στον αιώνα τον άπαντα. Οι κοινωνίες αλλάζουν και μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του καπιταλισμού είναι ότι, μέσω της σταδιακής δημιουργίας της κοινωνίας της κατανάλωσης, κατάφερε να καθυποτάξει φαντασιακά και να «ενσωματώσει» την εργατική τάξη, η οποία πλέον δεν έχει κανένα επαναστατικό προνόμιο. Η έφεση με την οποία η ακροδεξιά και λαϊκοδεξιά ρητορική χρησιμοποιούν το μοτίβο των καλών φτωχών ίσως μας δίνει επιτέλους την ευκαιρία να αναθεωρήσουμε τις απόψεις μας επί του θέματος και να δούμε τα πράγματα με κάποια μεγαλύτερη διαύγεια, απορρίπτοντας αυτήν την επί της ουσίας χριστιανική συμπάθεια προς οποιονδήποτε είναι φτωχός, ανεξαρτήτως της πολιτικής και κοινωνικής του στάσης. Φυσικά και ως άνθρωποι που είμαστε υπέρ της ισότητας βλέπουμε πάντοτε με μια έμφυτη συμπάθεια τα θύματα κάθε είδους ανισότητας και εκμετάλλευσης: σε καμία όμως περίπτωση κάτι τέτοιο δεν πρέπει να μας κάνει να τα θεοποιούμε ή να παραβλέπουμε τις πιθανές ευθύνες τους στη διαιώνιση των ανισοτήτων.
Καμία δουλειά δεν είναι ντροπή, εκτός από του μπάτσου και του βουλευτή
308019_340343616069714_223780761_nΕν ολίγοις -για να το πούμε λαϊκά!- να πάνε να γαμηθούνε τα φτωχά παιδιά που γίνονται αστυνομικοί και δη μέλη των Σωμάτων Ασφαλείας. Αν δεν έχουν τη στοιχειώδη νοημοσύνη να σκεφτούν ότι μεθαύριο θα τους στείλουν να βαράνε τους συνταξιούχους γονείς τους και τους άνεργους φίλους και παλιούς συμμαθητές τους, τότε ή είναι βλάκες, και άρα τίθενται εκ των πραγμάτων εκτός πολιτικής συζήτησης, ή είναι κυνικοί μικροσυμφεροντολόγοι που, ως τέτοιοι, έχουν κάνει, συνειδητά ή ασυνείδητα, τις επιλογές τους και εμμέσως αναγνωρίζουν ότι πιθανόν να χρειαστεί να υποστούν και τις όποιες συνέπειες γι’ αυτές τους τις επιλογές. Όπως οι αναρχικοί ληστές έκαναν τις δικές τους, έτσι και οι μικροαστοί ή τα «λαϊκά παιδιά» που επιλέγουν να γίνουν αστυνομικοί, έχουν επιλέξει έναν τρόπο ζωής για τον οποίο ενδεχομένως να χρειαστεί κάποτε να λογοδοτήσουν.
Καμία πολιτική συζήτηση δεν είναι δυνατή αν δεν αναγνωρίζουμε στα κοινωνικά υποκείμενα έστω μια ελάχιστη υπευθυνότητα και ελευθερία βούλησης∙ αν τα πάντα -διότι πολλά όντως είναι- προϊόν του «κοινωνικού περιγύρου», τότε κανείς δε φταίει ποτέ, κανείς δεν έχει να λογοδοτήσει σε κανέναν για τις απόψεις και τις πράξεις του και μπορούμε πλέον να περιμένουμε τη χάρη του Θεού να μας φωτίσει και να μας πει τι πρέπει να κάνουμε και να πιστεύουμε.
Αν στην περίπτωση των τεσσάρων αναρχικών αυτή η προσέγγιση παίρνει μια φιλανθρωπική-χριστιανική χροιά, με σκοπό να πνίξει τον πολιτικό χαρακτήρα της πράξης τους, στην περίπτωση των αστυνομικών έχει ως στόχο να τους αθωώσει και να τους προστατέψει από κάθε πιθανή κριτική. Όταν όμως οι αστυνομικοί επιδίδονται στα αγαπημένα τους σπορ (εμπόριο λευκής σαρκός και ναρκωτικών, κατάχρηση εξουσίας, τραμπούκικες και μαφιόζικες πρακτικές και γενικότερη αυθαιρεσία και παράβαση καθήκοντος), οι διάφοροι αρθρογράφοι κάνουν τις πάπιες Πεκίνου: μας βάλανε πρωτοσέλιδα την ανεκδιήγητη «αγρότισσα μάνα αστυνομικού» με το πλακάτ, αλλά το 2008 δεν είδαμε κανέναν από αυτούς τους μικροαστείους να μας κάνουν αναλύσεις για το πώς ανέθρεψε το παιδί της η μάνα του Κορκονέα.
…και ας καταδικάσουμε τη βλακεία απ’ όπου κι αν προέρχεται!
Άλλο ένα ιδεολογικό σχήμα που εξυπηρετεί την ψυχολογική μας αντίσταση απέναντι στην αναγκαιότητα να πάρουμε θέση απέναντι στα δημόσια πράγματα είναι και η γνωστή παπαριά -διότι περί παπαριάς, πλήρως ανιστόρητης και ατεκμηρίωτης, πρόκειται- «καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Φυσικά αυτό το σλόγκαν το κραδαίνουν με κουτοπονηριά και δόλο οι εκάστοτε πολιτικοί ή δικτάτορες, προκειμένου να αφαιρούν το ηθικό χαλί κάτω από τα πόδια των πολεμίων τους. Εφόσον, σου λέει, εμείς, ως κράτος, έχουμε το «νόμιμο μονοπώλιο της βίας», η δικιά μας βία δε μετράει, είναι εκ των ων ουκ άνευ∙ άρα, αν καταδικάσουμε τη βία γενικώς, αυτόματα απονομιμοποιούμε ηθικά τη βία (με ή χωρίς εισαγωγικά) που αντιτίθεται στις πολιτικές μας. Προφανώς εδώ δε μας ενδιαφέρει η ρητορεία των πολιτικάντηδων και των φίλων τους στα ΜΜΕ, αλλά όλοι αυτοί οι χρήσιμοι -ή απλώς- ηλίθιοι που βγαίνουν και παίρνουν στα σοβαρά αυτές τις προπαγανδιστικές διακηρύξεις.
Το πρόβλημα, με άλλα λόγια, είναι ότι η πολιτική απάθεια των κοινωνιών μας, αλλά και ο γενικευμένος ευδαιμονισμός που τις χαρακτηρίζει, έχουν δημιουργήσει έναν τύπο ανθρώπου μαλθακό και «λαπά», ο οποίος έχει πλήρως ξεχάσει ότι αν η ανθρωπότητα κατάφερε να κάνει ορισμένα βήματα «εμπρός» κατά τους τελευταίους αιώνες (χάρις, άλλωστε, στα οποία, ο εν λόγω λαπάς συνκαταναλωτής μας μπορεί να ασχολείται ήσυχος με την αποβλάκωσή του), αυτό συνέβη χάρις στη «βία» που άσκησαν οι εκάστοτε καταπιεζόμενες ομάδες, προκειμένου να αναγκάσουν όσους είχαν την εξουσία να τους αναγνωρίσουν δικαιώματα, εξουσίες και ελευθερίες. Προφανώς στο όνομα αυτών των αγώνων διαπράχθηκαν και σφαγές, ενώ απελευθερώθηκαν εντελώς αδικαιολόγητες, από πολιτική σκοπιά, έχθρες, μίση και αντιπαλότητες. Ωστόσο, η αναγνώριση αυτού του γεγονότος -ειδικά με την εμπειρία των ολοκληρωτικών καθεστώτων και το απόλυτο Κακό που ενσάρκωσε η οργανωμένη φρικωδία τους- έχει καταστεί πλέον μονομανία και έχει εξαλείψει κάθε μνήμη κοινωνικών συγκρούσεων και αγώνων που χρησιμοποίησαν βία, χωρίς, παρ’ όλα αυτά, να οδηγηθούν σε τέτοιες καταστάσεις (ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, το εργατικό κίνημα του 19ου αιώνα). Κι έτσι έχουμε καταντήσει να φοβόμαστε και τη σκιά μας και να θεωρούμε τα πάντα ως «βία», δηλαδή ως προπομπούς μιας κοινωνικής σύγκρουσης που θα φέρει το χάος και τις μαζικές σφαγές.
Αυτή όμως η μετατροπή του πασιφισμού σε ύψιστο πολιτικό ορίζοντα μας έχει καταστήσει  εντελώς τυφλούς και τυφλές απέναντι στην πραγματικότητα. Διότι, τελικά, φτάνουμε να αναγνωρίζουμε και να δεχόμαστε κάθε είδους βία των «από πάνω», στο βαθμό που (υποτίθεται ότι) «μας» προστατεύει από τις οργανωμένες μειοψηφίες και τα πολιτικά «άκρα» που θέλουν να καταλύσουν την κατάσταση ευμάρειας και καταναλωτικής αποχαύνωσης στην οποία ζούσαμε μέχρι πρόσφατα (και την οποία πιστεύουν οι περισσότεροι πως θα μπορέσουν να αναστήσουν ο Σαμαράς με τον Φαήλο). Αυτή όμως η στάση είναι ηθικά πρόστυχη και ιδιαιτέρως ποταπή.
Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι, σε τελική ανάλυση, ο πασιφισμός είναι ένα βαθύτατα εγωκεντρικό και ναρκισσιστικό ιδεολογικό σχήμα. Πρόκειται για πράγματα γνωστά, δεν ανοίγουμε εδώ κανένα νέο επιστημονικό πεδίο. Ο Μαξ Βέμπερ το εξέφρασε μια για πάντα, όταν μιλούσε για την περίφημη «ηθική της πεποίθησης»: αυτό που μας νοιάζει δεν είναι να έχουμε μια υπεύθυνη θέση απέναντι στα πράγματα, παρά μόνο να σώσουμε το ιδεολογικό μας σχήμα, εν ανάγκη κλείνοντας τα μάτια απέναντι στον ανθρώπινο πόνο ή την αδικία. Από τη στιγμή που ούτε ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι ορθολογικός ή αγγελικά πλασμένος αλλά ούτε και οι πασιφιστές μας είναι άγιοι, η λογική των ίσων αποστάσεων το μόνο που καταφέρνει είναι -αντικειμενικά και αναγκαστικά- να γίνεται άλλοθι του εκάστοτε ισχυρού.
Αν τα πάντα είναι «βία», από τη μούντζα και το γιαούρτι στον πολιτικό ή τον ματατζή μέχρι τη σφαίρα του Κορκονέα, το ξύλο και τα βασανιστήρια στον Κύπριο φοιτητή (υπόθεση «ζαρντινιέρα») και στους τέσσερις αναρχικούς, από το ξυλοφόρτωμα ενός χρυσαυγίτη από τους αναρχικούς μέχρι το θανατηφόρο μαχαίρωμα ενός μετανάστη, από τις πέτρες και τις μολότοφ των τυνήσιων και αιγύπτιων διαδηλωτών μέχρι τις σφαίρες και τα τανκς του Μουμπάρακ, του Μορσί και του Μπεν Αλί, τότε, προφανώς, αυτοί που βγαίνουν λάδι είναι η αστυνομική βία, ο δολοφονικός συμμοριτισμός της Χρυσής Αυγής, ο χουλιγκάνος Πρετεντέρης, οι διάφοροι δικτάτορες αλλά και ο εκάστοτε ισχυρός απέναντι σε όσους του αντιστέκονται. Τελικά είχαν δίκιο οι ναζί όταν έκαιγαν ολόκληρα χωριά ως αντίποινα για τη δολοφονία ενός μόνο αξιωματικού ή στελέχους των SS: η δολοφονία του Χάιντριχ από τους Τσέχους αντιστασιακούς είναι το ίδιο αιμοσταγής, αποτρόπαια και φρικαλέα με τη σφαγή στο Δίστομο ή το κυριολεκτικό σβήσιμο του Λίντιτσε από τον χάρτη. Βία το ένα, βία και το άλλο.
Η  καταισχύνη των «διανοούμενων»
Φυσικά, αν όλες αυτές οι γελοίες αναλύσεις έχουν μετατραπεί σε απόψεις, τις οποίες πιστεύει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, άνθρωποι κατά τα άλλα τίμιοι και ειλικρινείς (και λίγο αφελείς, φυσικά), αυτό το χρωστάμε σε όλο αυτό το κοινωνικό στρώμα των διανοούμενων/αρθρογράφων γνώμης/μεγαλοδημοσιογράφων, οι οποίοι ειδικεύονται στο να αποδίδουν κύρος και φιλοσοφική άλω στις παπαρολογίες των πολιτικών και της τηλεόρασης. Έτσι, από τον πολιτικό που σκόπιμα πιπιλάει την παστίλια για την «καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται», ενώ την ίδια στιγμή προωθεί πολιτικές «μηδενικής ανοχής», περνάμε στον ειλικρινή πασιφιστή μύωπα που αδυνατεί να δει ότι η αντι-βίαιη εμμονή του είναι το συμμετρικά αντίθετο της βιαιολαγνείας των «μπαχαλάκηδων» η οποία τον στοιχειώνει.
Θα μπορούσαμε, αρκετά σχηματικά, να πούμε ότι, μέσα στα νεοτερικά πλαίσια, το επίπεδο πολιτικής και κοινωνικής υγείας μιας κοινωνίας και η ένταση του πολιτιστικού της σφρίγους, φαίνονται, μεταξύ πολλών άλλων, και από τη διανοητική της παραγωγή, από την εμφάνιση συγγραφέων οι οποίοι παίρνουν τον λόγο και τοποθετούνται κριτικά απέναντι στους κατεστημένους θεσμούς και τις παραδεδομένες συνήθειες και κοινωνικές πρακτικές. Το ότι διάγουμε, σε παγκόσμιο επίπεδο, μια περίοδο παρακμής είναι γνωστό. Το ότι στην Ελλάδα δεν αναπτύχθηκε ποτέ μια στερεή παράδοση κοινωνικής κριτικής είναι επίσης γνωστό. Ωστόσο, αυτό που βλέπουμε τα τελευταία τρία χρόνια δεν έχει προηγούμενο: παρατηρούμε μια άνευ προηγουμένου αυτοακύρωση των διανοούμενων, μια αηδιαστική συστράτευση με την Εξουσία και τα κυρίαρχα συμφέροντα, έναν ιστορικής σημασίας αυτοεξευτελισμό των φορέων του λειτουργήματος της κοινωνικής κριτικής. Όχι απλώς μια ενδεχομένως ψευτοελιτίστικη σιωπή και απουσία, αλλά μια ενεργητική συμπόρευση με το Κακό.
Δεν είναι μόνο ο θεωρητικός των καταστασιακών και μεταφραστής του Χένρι Μίλλερ, Γ. Ι. Μπαμπασάκης, που έχει μετατραπεί σε πατσαβούρα για να μαζεύει τα σάλια που τρέχουν από το στόμα του αρχομανή Ε. Βενιζέλου (μαζί με γνωστούς ρυπώδεις αστέρες του εγχώριου λογοτεχνικού σταρ σύστεμ τύπου Χωμενίδη)∙ δεν είναι μόνο οι αποτυχημένοι μικροϊμπρεσάριοι που σταβλίζονται στο μεγάλο μνημονιακό -και πρώην παλαιοπασοκικό- χοιροτροφείο των Νέων (Η. Κανέλλης, Μ. Μητσός, Τ. Θεοδωρόπουλος κ.λπ.) ή τα αστέρια των διάφορων free press, όχι δεν είναι ούτε απλά οι διάφοροι εξωγήινοι τουρίστες τύπου Ν. Δήμου και Στ. Ράμφου ή ο πεθαμένος Γιανναράς.
Είναι όλα αυτά μαζί αλλά και κάτι βαθύτερο, το οποίο παράγει αυτές τις παρακμιακές καταστάσεις: είναι μια βαθιά απροθυμία να αναμετρηθούμε με τα φλέγοντα προβλήματα της εποχής, μια απέχθεια προς την ανάγκη κριτικής και σύγκρουσης με ορισμένες καταστάσεις, ένα σύνδρομο που οδηγεί στο σύμπτωμα αυτής της ασυνάρτητης αερολογίας, η οποία ακόμα κι όταν κάνει ενδιαφέρουσες ή ορθές επί μέρους παρατηρήσεις ή αναλύσεις, χάνει πάντοτε αυτό που είναι κρίσιμο και ουσιαστικό. Εδώ δεν αναφερόμαστε στους διάφορους αριβίστες και οπορτουνιστές που βρίσκονται νυχθημερόν σε διατεταγμένη και καλοπληρωμένη υπηρεσία από τα αφεντικά τους (όπως οι επώνυμοι μεγαλοαρθρογράφοι γνώμης), αλλά στους πιο αφελείς, που παρά την όποια (προ)διάθεση για ανάλυση της επικαιρότητας, στερούνται της οποιαδήποτε όρεξης ή οξυδέρκειας να αντιληφθούν το σημερινό πολιτικό διακύβευμα, τα επείγοντα ζητήματα που αυτό βάζει και την ανάγκη για σύγκρουση με τη σαπίλα που έχει ανατείλει. Η έλλειψη σοβαρών διανοούμενων της αριστεράς απλώς επιδεινώνει την κατάσταση και επιτρέπει σε αυτές τις υποπεριπτώσεις να μονοπωλούν το δημόσιο λόγο.
Έτσι, όταν μπροστά στον πολιτικοπολιτιστικό βόρβορο του Φαΰλου και τους ουρακοτάγκους του Μιχαλολιάκου εσύ κάνεις υψηλή φιλοσοφία της κακιάς ώρας, τότε είναι Φαήλιου φαεινότερο ότι είσαι συνυπεύθυνος -δίχως το παραμικρό ελαφρυντικό- για την ακροδεξιά πολιτική στροφή και την παράδοση στην πολιτιστική εξαχρείωση που ρημάζει την έτσι κι αλλιώς ζοφερή καθημερινότητα. Όταν είσαι διανοούμενος με δυτική παιδεία και, κατά συνέπεια, μπορείς να καταλάβεις κάτι παραπάνω από τους αμόρφωτους κατσαπλιάδες της εγχώριας πολιτικής ολιγαρχίας για τον φασισμό, αλλά, παρ’ όλα αυτά, κάνεις τον κινέζο και σιωπάς, μιλώντας για τον «εξτρεμιστή» ΣΥΡΙΖΑ και τα «κόκκινα τάγματα εφόδου», τότε είσαι αναξιοπρεπής και δούλος μέχρι τον μυελό των οστών σου.
Οι σημερινοί ζοφεροί καιροί απαιτούν την αντίστοιχη αποφασιστικότητα και θέληση όχι μόνο για να συγκρουστούμε με όσα μας καταδυναστεύουν αλλά και για να υπερασπιστούμε την απειλούμενη αξιοπρέπειά μας. Γι’ αυτό και σε ό,τι αφορά τις ευθύνες του καθενός και της καθεμιάς, πιστεύουμε πως κάποια πράγματα πρέπει να λέγονται με το όνομά τους. Στην υπαρκτή φαηλοκρατία, το -μέχρι πρόσφατα νεορομαντικό- σύνθημα «να μη ζήσουμε σα δούλοι» καθίσταται το κεντρικό πολιτικό στοίχημα για το άμεσο μέλλον.

Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

Οι "ανθρώπινες ανάγκες" και η μικροαστική εμμονή στην "αναδιανομή"



Μια από τις θεμελιώδεις θεωρητικές υπεκφυγές του ΣΥΡΙΖΑ --αλλά και γενικότερα, της "μεταμοντέρνας αριστεράς"-- όταν καλείται να μιλήσει για το τι εννοεί με τη λέξη "σοσιαλισμός", όταν και όποτε τέλος πάντων συνεχίζει καν να τη χρησιμοποιεί, είναι να τον ταυτίζει με την "ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών". Στην περίληψη της πρόσφατης συνέντευξης του Ευκλείδη Τσακαλώτου, για παράδειγμα, το Left.gr γράφει:
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, με μια ψύχραιμη, αντικειμενική θεώρηση, μας αναλύει την τρέχουσα κατάσταση του ελληνικού καπιταλισμού. Ταυτόχρονα, οραματικά, μας μιλά για τη δυνατότητα, και την ανάπτυξη, μιας «άλλης» οικονομίας. Μιας οικονομίας που θα έχει στόχο την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών, μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας.
"Σοσιαλισμός" λοιπόν --και αφήνοντας κατά μέρος το τι ακριβώς θα πει "αντικειμενική θεώρηση" σε ένα τέτοιο πλαίσιο αναφοράς-- είναι η "ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών."
Αλλά βέβαια, αυτό λέει ελάχιστα πράγματα. Αν υπάρχει ένα σύστημα που "ικανοποιεί" τις "ανθρώπινες ανάγκες" παραπάνω από κάθε άλλο, αυτό δεν είναι καθόλου ο σοσιαλισμός αλλά ο καπιταλισμός. Γιατί "οι ανθρώπινες ανάγκες" που καλύπτονται από τον σοσιαλισμό δεν είναι απεριόριστες αλλά πολύ συγκεκριμένες και πεπερασμένες ποσοτικά: ο σοσιαλισμός δεν θα καλύψει ποτέ την "ανθρώπινη ανάγκη" για εξοχικό στη Μύκονο, ούτε την "ανθρώπινη ανάγκη" για ρούχα από τον Versace, ούτε την "ανθρώπινη ανάγκη" για ένα γερμανικό αυτοκίνητο πολυτελείας που αποτελεί υπόδειγμα βιομηχανικού design, ούτε την "ανθρώπινη ανάγκη" για εξωτικές διακοπές στην Σρι Λάνκα, ούτε την "ανθρώπινη ανάγκη" για μεγαλύτερες ανταμοιβές για τους "ικανότερους", ούτε την "ανθρώπινη ανάγκη" για επιχειρείν και για εμπορική κατοχύρωση ευρεσιτεχνιών, ούτε την "ανθρώπινη ανάγκη" για τεράστια ποικιλία προϊόντων σε κάθε τομέα της αγοράς. Ο καπιταλισμός καλύπτει όλες αυτές τις "ανθρώπινες ανάγκες" που δεν πρόκειται ποτέ να καλύψει ο σοσιαλισμός. Απλώς, τις καλύπτει για λίγους. Σήμερα, συνεχίζει να καλύπτει όλες τις ανάγκες για τους λίγους, όσο και αν δεν καλύπτει πια σχεδόν καμία για τους πολλούς. Ο πιο εύρυθμος και καλά σχεδιασμένος σοσιαλισμός, από την άλλη, δεν μπορεί παρά να καλύπτει ένα περιορισμένο αριθμό αναγκών για όλους· και δεν μπορεί να καλύψει καμία "ανάγκη" που να προϋποθέτει την εκμετάλλευση άλλων και την δική τους αποστέρηση από τις δικές τους ανάγκες.

Τίποτε από όλα αυτά δεν συνιστά βέβαια κάποια θεωρητική "καινοτομία" ή ανακάλυψη· είναι, αντιθέτως, πράγματα γνωστά και τετριμμένα. Μόνο που είναι επίσης αναγκαίο να υπενθυμίζονται, γιατί είναι ακριβώς τα πράγματα που δεν λέγονται, που κρύβονται επιμελώς πίσω από την γλυκερά αφηρημένη έκφραση "ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών"-- η οποία είναι σχεδιασμένη, όπως κάθε τι στη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ, να ικανοποιεί τους πάντες και να μην προβληματίζει κανένα, προσφέροντας σε όλους ίσο ποσό αέρα κοπανιστού.
Αλλά το ζήτημα δεν εξαντλείται εδώ. Γιατί βέβαια η "ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών", όπως και αν την πάρει κανείς, και ακόμα και αν την εκλάβει με την αυστηρά σοσιαλιστική έννοια (πράγμα που προαπαιτεί έναν κριτικό μετασχηματισμό της ίδιας της αντίληψης της "ανάγκης"), είναι μια φράση που αναφέρεται κυρίως, κατά βάση, στην διανομή του κοινωνικού προϊόντος. Αφορά, δηλαδή, την κατανομή αυτού που η κοινωνία παράγει με τέτοιο τρόπο ώστε να καλύπτονται είτε οι δυνητικά ατέρμονες ανάγκες των λίγων, είτε οι ποσοτικά πεπερασμένες (αν και ποιοτικά καθόλου τέτοιες) ανάγκες όλων.
Η ευκολία με την οποία γίνεται αποδεκτή η φράση ως συνώνυμη του "σοσιαλισμού", συνεπώς, θα όφειλε να προβληματίσει όχι απλώς επειδή αφήνει αναπάντητο το θεμελιώδες ερώτημα "ανάγκες ποιων και τι είδους;", αλλά και επειδή δε λέει λέξη για τη σφαίρα εκείνη της οικονομίας που ονομάζεται παραγωγή και κατ' επέκταση, σχέσεις παραγωγής.
Στη Βενεζουέλα, χώρα που μπορούμε να πούμε πως αποτελεί ένα σχεδόν οικουμενικά αποδεκτό πρότυπο "σύγχρονου σοσιαλισμού" σε παγκόσμια κλίμακα, έχουν γίνει πράγματι αξιοθαύμαστες και αξιοθαύμαστα επινοητικές και πεισματικές προσπάθειες για μια δικαιότερη διανομή του κοινωνικού προϊόντος. Τέτοιες προσπάθειες σπανίζουν εξαιρετικά στον σύγχρονο κόσμο, και είναι απόλυτα φυσιολογικό και θεμιτό η κυβέρνηση Τσάβεζ να προσελκύει τον θαυμασμό μας και την πολιτική μας στήριξη.
Πολλοί λιγότεροι όμως έχουν την διάθεση να παρατηρήσουν ότι σε ό,τι αφορά τις σχέσεις παραγωγής, η Βενεζουέλα παραμένει μια καπιταλιστική κοινωνία, με όλα όσα συνεπάγεται αυτό για την εκμετάλλευση της εργασίας και την εξαγωγή αυτού του μυστήριου πλάσματος που ανακάλυψε στα μέσα περίπου του προ-προηγούμενου αιώνα ο Καρλ Μαρξ και που ονομάζεται υπεραξία.
Η λατρεία του μοντέλου της Βενεζουέλας, η ετοιμότητα να ανακηρυχτεί "η τελευταία λέξη" στον σοσιαλισμό, αναδεικνύει κάτι πολύ συγκεκριμένο για τους λατρεύοντες: δεν επιθυμούν αλλαγή στον τρόπο παραγωγής και στις σχέσεις παραγωγής· επιθυμούν αλλαγή στο σύστημα κατανομής του κοινωνικού προϊόντος.
Όμως αυτό, δυστυχώς, δεν ονομάζεται επιθυμία για σοσιαλισμό. Είναι επιθυμία για έναν πιο ισορροπημένο καπιταλισμό, έναν καπιταλισμό που δίνει πίσω κάτι από όσα κλέβει κάθε μέρα από τον εργάτη. Αυτό αντιλαμβάνεται σήμερα ως "σοσιαλισμό" η συντριπτική πλειοψηφία των προοδευτικά σκεπτόμενων ανθρώπων (οι μη προοδευτικά σκεπτόμενοι, φυσικά, δεν ανέχονται ούτε αυτό, όπως δεν ανέχονται και το καθεστώς Τσάβεζ οι μεγαλοκαπιταλιστές της χώρας του και των ΗΠΑ).
Επειδή οι άνθρωποι δεν είναι χαζοί --ή καλύτερα, επειδή η ανοησία τους είναι συνώνυμη του περιορισμένου πεδίου όπου τους επιτρέπεται ιδεολογικά να ασκούν την ευφυία τους-- γνώριζαν πολύ καλά τι ψήφισαν και τι στηρίζουν: ψήφισαν και στηρίζουν το όνειρο ενός πιο δίκαιου, πιο εξανθρωπισμένου καπιταλισμού. Και αυτό το όνειρο τους το υπόσχονται όλοι εκτός των κομμουνιστών, συμπεριλαμβανομένων αυτών που νομίζουν πως βρίσκονται "αριστερά" των κομμουνιστών. Γιατί τι βρίσκεται κάτω από όλη την ωραία υπεραπαναστατική φρασεολογία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην Ελλάδα, για παράδειγμα, παρά η ιδέα ότι αρκεί η μεγαλύτερη δικαιοσύνη στην κατανομή του κοινωνικού προϊόντος, χωρίς καμία σοβαρή ενασχόληση με τον μετασχηματισμό των σχέσεων παραγωγής, για να ονομάσεις ένα σύστημα "σοσιαλισμό"; Από όλες τις απόψεις, συμπεριλαμβανομένου του τι θεωρούμε σήμερα "ριζοσπαστικό", βρισκόμαστε, ως άνθρωποι που σκέπτονται για τον σοσιαλισμό (στον βαθμό που είμαστε τέτοιοι) αρκετά πίσω σε ριζοσπαστικότητα ιδεών από τα 1850· όχι μετά τον Μαρξ, όπως δεν έχω κουραστεί να λέω, αλλά πριν τον Μαρξ, στην εποχή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, του Σεν-Σιμόν και ίσως κάποιων πλευρών του Προυντόν.
Αλλά όσο η σκέψη του λαού, των μεγάλων εργαζόμενων μαζών, δεν αποτολμά καν να ακουμπήσει την ιδέα της αναγκαιότητας ενός μετασχηματισμού των ίδιων των σχέσεων παραγωγής, όσο περιορίζεται στο να αποδίδει εντελώς καταχρηστικά όλη την αίγλη της αφηρημένης ιδέας του σοσιαλισμού σε απλά σχέδια αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου (εφαρμόσιμα όπως στην Λατινική Αμερική ή ανεφάρμοστα, όπως στην Ευρώπη της ΕΕ και της ευρωζώνης), τόσο θα είναι άγουρη για το είδος της πρότασης που εκπροσωπούν οι κομμουνιστές σήμερα. Και όσο θα είναι τέτοια, είναι απόλυτα φυσικό να εχθρεύεται αυτή την πρόταση σε βαθμό τέτοιο που να αδυνατεί στην πραγματικότητα να συζητήσει μαζί της. Γιατί η συζήτηση των μαζών με τους κομμουνιστές σήμερα --αν και όταν γίνεται-- δεν γίνεται ποτέ στην πραγματική βάση της κομμουνιστικής πρότασης, που είναι ακριβώς ο μετασχηματισμός των σχέσεων παραγωγής· εγκλωβίζεται εξ ορισμού στην πολύ μικρότερη σφαίρα στην οποία είναι ικανός να σκεφτεί ο σημερινός φτωχοποιημένος εργαζόμενος, στη σφαίρα της διανομής ενός προϊόντος που θα εξακολουθεί να παράγεται καπιταλιστικά, μέσω των μηχανισμών της ατομικής ιδιοκτησίας, της υφιστάμενης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, των μεθόδων εξαγωγής υπεραξίας, της αστικής αντίληψης για το χρήμα, την εργατική δύναμη, τον εμπορευματικό κύκλο, κλπ.
Είναι καλό οι κομμουνιστές να μην έχουν ψευδαισθήσεις. Είναι καλό, συνεπώς, να γνωρίζουν πως ακόμη και αυτοί που συμφωνούν μαζί τους για το μέγεθος και τις αιτίες της κοινωνικής αδικίας δεν έχουν καν αρχίσει να σκέφτονται για τον πραγματικό χαρακτήρα των σχέσεων που ορίζουν την καθημερινότητά τους, περιοριζόμενοι, ουσιαστικά, στα επιφαινόμενα της αστικής πολιτικής ζωής, όπως λίγο-πολύ τα προσλαμβάνουν από το γυαλί της τηλεόρασης. Μας ενδιαφέρουν άμεσα αυτοί οι άνθρωποι, φυσικά, αλλά θα πρέπει να ξέρουμε ότι μας ακούνε μέσω από φίλτρα πολύ διαφορετικά από αυτά που χρησιμοποιούμε όταν μιλούμε. Και η μετάφραση αυτού που πραγματικά λέμε θα αργήσει ακόμα πολύ, ακόμα και για τμήματα που έχουν πραγματικά διανύσει μπόλικο δρόμο από το 2008. Ο μαρξισμός, αυτή είναι η ευχή και η κατάρα του, δεν μπορεί ποτέ να μεταφραστεί σε συνθήματα χωρίς να αφήσει δύσκολο και δυσκατάποτο --ιδιαίτερα όταν το προσλαμβάνεις μέσα από τη σκοπιά της αστικής ιδεολογίας-- υπόλοιπο. Η δουλειά μας είναι αυτό το υπόλοιπο να το καθιστούμε κάθε μέρα και πιο εύληπτο, πιο σαφές, πιο απτό για την συνείδηση όσων έχουν την διάθεση να μας ακούσουν γιατί είδαν ότι τείνουμε --για κάποιον μυστήριο ακόμα για τους ίδιους λόγο-- να επιβεβαιωνόμαστε εκ των πραγμάτων σε όσα τύχει να καταλάβουν ότι λέμε.
Πηγη:: Lenin Reloaded