Η στοιχειώδης αξιοπρέπεια ενάντια στη φαηλοκρατία
Όταν το ρήμα
εκτοπίζεται και άρχουν παντού τα επίθετα, θετά παιδιά της συμμορφώσεως
και του διακοσμημένου ψεύδους, τέλματα εκτείνονται εκεί όπου ο σπόρος
έπιπτε ως σπέρμα. Μα τότε, ω, τότε δικαιολογούνται –τι λέγω, ευλογούνται
όλου του κόσμου οι θυμοί.
Α. Εμπειρίκος
Αν η πραγματικότητα που μας κατακλύζει
αποτελεί ένα εφιαλτικό όνειρο, η άρνηση αυτού του άθλιου πολιτισμού δεν
αποτελεί παρά την πλαισιωμένη από όνειρα αφύπνιση, που αποτελεί αναγκαία
-αν και όχι ικανή- συνθήκη για το πέρασμα σε μια άλλη πραγματικότητα∙
την πραγματικότητα που θα καταστήσει δυνατή την έλευση μιας αυτόνομης
κοινωνίας. Υπό αυτή την έννοια, η στάση των τεσσάρων αναρχικών ληστών
της Κοζάνης δε μπορεί παρά να αποτελεί μια ευχάριστη έκπληξη μέσα στη
γενικότερη ηθική και αισθητική κατάπτωση που χαρακτηρίζει το δημόσιο
λόγο αλλά και την κοινωνική ατμόσφαιρα, γενικότερα, στην Ελλάδα του
2013. Ζούμε σε μια κοινωνία εντός της οποίας έχει έρθει στην επιφάνεια ο
βαθύτερος κοινωνικός απόπατος, δηλαδή οι λούμπεν (πολιτιστικά)
συμπεριφορές που κάθε κοινωνία κρατά στο περιθώριο και στους υπονόμους
της, όπως αυτός αποκρυσταλλώνεται ανθρωπολογικά και πολιτικά στην
περίπτωση της Χρυσής Αυγής και των υποστηρικτών της. Απέναντι σε αυτή τη
δυσώδη κατάσταση, η αξιοπρέπεια και η «τιμιότητα» της πολιτικής και
ηθικής στάσης τεσσάρων αναρχικών, αλλά και των γονιών τους, δε μπορούν
παρά να εντυπωσιάζουν αλλά -ελπίζουμε- και και να εμπνέουν. Αυτή είναι η ουσιώδης -από πολιτική άποψη- πλευρά του ζητήματος και όχι τόσο τα αρχικά σχέδια και κίνητρα των ληστών.
Είναι προφανές σε όσους γνωρίζουν τις
απόψεις μας, ότι για εμάς τέτοιου είδους ακτιβίστικες και «θεαματικές»
δράσεις -ακόμη κι όταν δεν συνιστούν κομμάτια μιας γενικότερης ένοπλης
δράσης- ουδεμία σχέση έχουν με ένα πραγματικά δημοκρατικό
κοινωνικό κίνημα. Η κριτική στο λεγόμενο «ένοπλο» αλλά και στη λογική
των πρωτοποριών έχει γίνει από καιρό και πρώτα και κύρια από τους ίδιους
τους ελευθεριακούς κύκλους οι οποίοι συνεχώς χρεώνονται την εμφάνιση
τέτοιων ομάδων από τα ΜΜΕ και τους διάφορους δημοσιολόγους. Ωστόσο, αυτό
που εδώ μας απασχολεί είναι η ηθική στάση των τεσσάρων αναρχικών, η οποία, μέσα στα τωρινά πλαίσια, αποκτά σημασία καθαρά πολιτική.
Με την στάση τους, οι αναρχικοί ληστές
και οι γονείς τους έκαναν μια πολιτική πράξη πρώτου βαθμού, ασχέτως των
ιδεολογικών, κοινωνικών και όποιων άλλων συνειδητών στόχων ή έμμονών
τους (οι οποίες για τους πρώτους εντάσσονται στη γνωστή παράνοια των
συνωμοτικών ομάδων). Κατάφεραν να δείξουν έμπρακτα τη δυνατότητα ενός
άλλου τρόπου ζωής, μιας συμπεριφοράς που όχι μόνο ξεφεύγει από την
παθητικότητα, την απελπισία και την αυτοενοχικότητα της πλειονότητας των
φοβισμένων αλλά και από τη χαμέρπεια, τον κυνισμό και την χοντροπετσιά
των φασιστοειδών και του χουντόφιλου κομματιού των μικροαστών, που
εσχάτως, χάρις στην άνοδο της ΧΑ και της σαμαρικής πτέρυγας της ΝΔ,
έχουν αρχίσει να εκφράζονται ανοιχτά και ανερυθρίαστα. Χωρίς κλάψες,
χωρίς ίχνος αυτοθυματοποίησης καταφέρνει να θέσει με τρόπο καθαρό για
όλους το βασικό πολιτικό και ανθρωπολογικό ζήτημα: τι κάνουμε απέναντι
σε αυτήν την κατάσταση που βιώνουμε όλον αυτόν τον καιρό, καθόμαστε και
κλαιγόμαστε ή προσπαθούμε να κάνουμε κάτι για να την αλλάξουμε;
Συμπορευόμαστε με τις άρχουσες μαφίες και τα κομμάτια της κοινωνίας που
τις στηρίζουν ή αγωνιζόμαστε για μια καλύτερη κοινωνία;
Η στάση τους ξαναέδωσε σημασία στις
λέξεις και στις έννοιες και μετά από πάρα πολύ καιρό επιτρέπει πλέον
κάποια πράγματα να λέγονται με το όνομά τους∙ μας επιτρέπει να πούμε ότι
υπάρχουν ρουφιάνοι, κουφάλες και βασανιστές, από τη μια μεριά, και από την άλλη άνθρωποι όρθιοι,
αφελείς ενδεχομένως και επιπόλαιοι, αλλά έτοιμοι να σηκώσουν το
ανάστημά τους απέναντι στη γενικευμένη παρακμή και τους αποστόλους της,
όντας έτοιμοι, φυσικά, να πληρώσουν το τίμημα για τις πράξεις και τις
επιλογές τους. Δεν είναι τυχαίο, συνεπώς, που οι μηχανισμοί προληπτικής
διανοητικής καταστολής όλων των τύπων έσπευσαν να ξεσκίσουν τα παιδιά
και τους γονείς τους: από τα χρυσαυγιτοειδή και τους «νοικοκυραίους» της
λαϊκής δεξιάς μέχρι τους δήθεν σοβαρούς φιλελεύθερους διανοούμενους και
επίδοξους ανατόμους «των δυσανεξιών της νεοελληνικής κοινωνίας». Η
πρωτοφανής, αυτή, παρακμή και η απαξίωση κάθε έννοιας δημόσιου διαλόγου
δεν αποτελούν απλά δείγματα του κυνισμού και της υποκρισίας των
μικροαστικών κύκλων, αλλά επιπλέον αναδεικνύουν ορισμένα βαθύτερα
χαρακτηριστικά της νεοελληνικής κοινωνίας. Ας ρίξουμε μια ματιά στα
σχήματα που πήρε αυτή η ουσιαστικά ψυχολογικού τύπου αντίσταση σε αυτό
που εξέφρασε η πράξη των τεσσάρων αναρχικών.
Λαϊκισμός και ταξικές αναλύσεις του κώλου
Εξακολουθεί να ισχύει
μια γενική παραδοχή, εκατό τοις εκατό ανόητη, στην οποία,
χοροστατούντος του Τύπου, συμφωνούν πρόθυμα οι πάντες, από την ακροδεξιά
πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας μέχρι το ΚΚΕ, δηλαδή ότι η θεώρηση του
προβλήματος της κοινωνίας είναι, και δεν μπορεί παρά να είναι, ΑΥΣΤΗΡΑ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ, λες και ο ψυχισμός του ανθρώπου ή η πολιτισμική του
ταυτότητα αποτελούν διαστάσεις της ύπαρξής του προορισμένες αποκλειστικά
για ιδιωτική εκμετάλλευση, οπότε του Ευαγγελάτου δεν του πέφτει λόγος
και μη ρωτάτε για τον Παπαδάκη.
Πρώτο και καλύτερο, μια κοινωνιολογία του
πεζοδρομίου, ένας αγοραίος, κατά κάποιον τρόπο, «μαρξισμός», που δίνει
έμφαση στην κοινωνική και ταξική καταγωγή των ληστών: «είναι γόνοι
αστικών οικογενειών, μοσχαναθρεμμένοι στα Βόρεια Προάστια και σε γνωστά
ιδιωτικά σχολεία». Πρόκειται για τον σκληρό πυρήνα της λαϊκίστικης και
ακροδεξιάς τοποθέτησης, την οποία έχει ανάγει σε σημαία της η δεξιά στο
σύνολό της (τόσο η λαϊκή όσο και η φασίζουσα): μια ρητορική που την
είχαμε δει δειλά δειλά να εμφανίζεται το Δεκέμβρη του 2008 με τη
δολοφονία του Α. Γρηγορόπουλου και που σήμερα γενικεύεται, πιο
απενοχοποιημένα από ποτέ. Σύμφωνα με αυτό το κλασικό σχήμα η αριστερά
και οι αναρχικοί είναι αστοί μποέμ που παριστάνουν τους επαναστάτες για
να σκοτώσουν την πλήξη τους, την ώρα που ο τίμιος μεροκαματιάρης
πασχίζει κάθε μέρα να τα βγάλει πέρα για να θρέψει την οικογένειά του.
Και σα να μην του έφταναν όλα αυτά έχει και τα ανεπάγγελτα και ρέμπελα
κωλόπαιδα να του σπάνε το μαγαζί, να τον ληστεύουν και να τον σκοτώνουν.
Αυτό το κλασικό σχήμα την περίοδο του Μεσοπολέμου εμπλουτιζόταν και με
την καθοριστική συνιστώσα του αντισημιτισμού
(«αριστερά=πλούσιοι=Εβραίοι»). Ευτυχώς σήμερα στην Ελλάδα δεν έχουμε δει
ακόμα τέτοιες τερατογενέσεις. Ωστόσο το πρώτο σκέλος του σχήματος
υιοθετείται ευρέως, εφόσον πλέον το χρησιμοποιούν και διάφοροι
φιλελεύθεροι «αντιλαϊκιστές» κρετίνοι, όπως ο Κανέλλης και ο
Μανδραβέλης, οι οποίοι έσπευσαν να μας υπενθυμίσουν ότι οι αστυνομικοί
είναι «παιδιά του λαού» και ανήκουν στη «γενιά των 700 ευρώ».
Σε αυτό εμείς απαντάμε ότι η κοινωνική
καταγωγή των αστυνομικών -όπως και των ληστών, φυσικά, αλλά και
οποιουδήποτε άλλου- ελάχιστα μας απασχολεί, εφόσον τέτοιου είδους
κριτήρια δεν προέρχονται από κάποια σοβαρή ανάλυση, αλλά από έναν χυδαίο
υλισμό που κρίνει τις πράξεις βάσει του έχειν, παραβλέποντας το γεγονός
ότι οι άνθρωποι -και οι πρακτικές τους- δεν είναι ούτε το αποτέλεσμα
στενά οικονομικών δεδομένων, ούτε βέβαια μπορούν να κριθούν μονοσήμαντα
απ’ αυτά. Διότι, έτσι αγνοούμε ότι ταυτοχρόνως είμαστε και φορείς ιδεών,
επιθυμιών και αξιών, οι οποίες απωθούνται βίαια από την πρώτη κιόλας
στιγμή που (σο)δομείται ο ψυχισμός των ατόμων αυτής της κοινωνίας.
Επιπλέον, το επιχείρημα αυτό παραμένει φαιδρό ακριβώς διότι παραβλέπει
ότι άνθρωποι που έχουν -με υλικούς όρους- εξασφαλισμένη τη ζωή τους,
αποφασίζουν να απαρνηθούν τον κομφορμισμό που εδώ και δεκαετίες
καλλιεργείται ως ζητούμενο και να ρισκάρουν την ελευθερία τους, αλλά
ακόμη και την ίδια τους τη ζωή, για τα ιδανικά τους.
Άλλωστε
έχει παρέλθει η εποχή όπου τα λαϊκά στρώματα ήταν φορείς πολιτικών και
κοινωνικών αξιών που σήμαιναν κάτι για όποιον υπερασπίζεται το
δημοκρατικό κίνημα. Αρκεί μια ματιά γύρω μας για να το καταλάβουμε: το
στρουμπουλό μουσάτο αγόρι με το αετίσιο βλέμμα, που δικηγορεί υπέρ
μαφιόζων και λαθρεμπόρων και είναι ο εξ απορρήτων του πρωθυπουργού,
είναι γέννημα-θρέμμα κορυδαλλιώτης και περήφανος για την λαϊκή του
καταγωγή, την οποία φροντίζει με κάθε ευκαιρία να υπενθυμίζει (μέσω του
προκλητικού και προσποιητού του αντιδιανοουμενισμού του ή του φλερτ με
τον αγοραίο σεξισμό και τα χειρότερα κλισέ του λαϊκισμού)∙ λαϊκά παιδιά
είναι επίσης ο Μαζωνάκης, ο ΛΕΠΑ, ο σταλινογκάνκστα καραγκιόζης, Ν.
Βουρλιώτης με τον υπασπιστή του, ράπερ-πωλητή λαϊκής αγοράς
«Ισορροπιστή», ο Τάκης Τσουκαλάς, ο γιος ταξιτζή Πέτρος Κωστόπουλος και
όλος αυτός ο εσμός που λυμαίνεται την πολιτιστική ζωή της χώρας εδώ και
δεκαετίες. Αυτή η λούμπεν και παρηκμασμένη λαϊκότητα συνιστά στήριγμα
του σημερινού κοινωνικού οικοδομήματος και, ως εκ τούτου, συγκαταλέγεται
στους αντιπάλους κάθε προτάγματος δημοκρατικού μετασχηματισμού της
κοινωνίας. Δε βλέπουμε για ποιο λόγο, μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η
συγκεκριμένη λαϊκότητα έχει απαραίτητα θετικό πρόσημο.
Η πατερναλιστική θυματοποίηση
Το δεύτερο βασικό σχήμα που αρθρώνει τις
ψυχαναλυτικές μας αντιστάσεις απέναντι στην πράξη των τεσσάρων ληστών
και -κυρίως, σε αυτήν την περίπτωση- των γονέων τους είναι μια ύπουλη
προσπάθεια να παρουσιαστεί το συμβάν ως η ατυχής εξέλιξη μιας
λανθασμένης ανατροφής, ως μια νεανική υπερβολή τεσσάρων «παιδιών» τα
οποία εγκαταλείφθηκαν στη μοίρα τους από τους γονείς και την κοινωνία.
Αυτή η υποτιθέμενα «παιδαγωγική» αντίληψη του συμβάντος, η οποία
αρνείται στους δρώντες τη δυνατότητα επιλογής και ανάληψης της ευθύνης
της πράξης τους, καθίσταται ακόμα πιο ύποπτη από τη στιγμή που οι
τέσσερις αναρχικοί έχουν ευθύς εξ αρχής υποστηρίξει ότι αναλαμβάνουν
συνειδητά (σε επίπεδο μάλιστα αυτοενοχικής παράνοιας) την πολιτική
ευθύνη της πράξης τους, τονίζοντας πως ούτε μήνυση για τα βασανιστήρια
δε θα κάνουν, εφόσον κάτι τέτοιο απλώς θα συνέτεινε στη θυματοποίησή
τους. Αυτό στο οποίο μας οδηγεί αυτή η πατερναλιστική στάση είναι η
στέρηση της δυνατότητας να έχουμε ως πολιτική επιλογή τη βίαιη αντίσταση
στις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες: όχι, τα «παιδιά» δεν είναι (και
δεν πρέπει να είναι) φορείς ώριμης σκέψης, δεν είναι ικανά για πολιτικές
επιλογές και αποφάσεις∙ τα ίδια είναι αθώα και άσπιλα, για να έχουν
τέτοιες κακές και διεστραμμένες σκέψεις πρέπει κάτι να μην έχει πάει
καλά με την ανατροφή τους, πρέπει σίγουρα να συνιστούν συμπτώματα της
κακοδαιμονίας της κοινωνίας που τα γέννησε.
Τούτες οι αντιλήψεις, όντας μήτρες του
κυνισμού της εποχής μας, δεν είναι παρά απόπειρες πολιτικοποίησης του
lifestyle, όπου, μπροστά στο φόβο της ηθικής ωριμότητας ορισμένων
πράξεων -ειδικότερα όταν οι ίδιοι οι φορείς τους με υποδειγματική
ωριμότητα αναλαμβάνουν την ευθύνη- ανασύρονται διαφόρων ειδών τεχνικές
«αντιγήρανσης». Πρόκειται γι’ αυτό το γενικευμένο άγχος του να
ωριμάσουμε για το οποίο μιλούσε ο Λας, και κατ’ επέκταση να δούμε και
τους υπόλοιπους αντίστοιχα ως ώριμους και ίσους απέναντί μας. Παράλληλα,
αυτό το modus vivendi για την καταπολέμηση της ρυτίδας, έχοντας
οριοθετήσει σε κανονικότητα την επισφαλή εργασία, τη δια βίου μάθηση και
την κουλτούρα του gadget ως συνθήκες ζωής που θα μας κρατήσουν για
πάντα «νέους» (βλ. συνταξιοδότηση στα 75 και αν!), μπορεί να
μετατρέπεται σε τελευταίο καταφύγιο του παιδαγωγικού πατερναλισμού
προσπαθώντας να νομιμοποιήσει τα βασανιστήρια ως αναγκαίες πατρικές
σφαλιάρες ή μερικές γονικού τύπου «ψιλές» προς συμμόρφωση.
Αυτή η δήθεν παιδαγωγική-κοινωνιολογική οπτική, που στην πραγματικότητα είναι
ουσιωδώς θυματοποιητική,
εφόσον μας παρουσιάζει τα τέσσερα «παιδιά» ως απλά θύματα του
κοινωνικού τους περιγύρου, ως όντα δίχως την παραμικρή βούληση και
προσωπική κρίση, ως έρμαια των κοινωνικών συνθηκών, παίρνει δύο μορφές:
την καθαρά συντηρητική/αυταρχική («μαλακισμένα των Βορείων Προαστίων που
τίποτε δεν τους έλλειψε στη ζωή», «ορίστε πώς μεγαλώνουν τα παιδιά τους
οι πλούσιοι» κ.λπ.) και την εμμέσως συντηρητική/φιλελεύθερη (την οποία
εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο η στάρλετ της πέννας και φωνή της Αθήνας,
Σ. Τριανταφύλλου): το συμβάν αυτό είναι συνέπεια της κουλτούρας βίας
και ανομίας που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία, όπως επίσης και της
αρρωστημένης σχέσης ατόμου-οικογένειας που διαπλάθεται από την εν λόγω
κοινωνία. Σε κάθε περίπτωση, το συμβάν
διαγράφεται ως πολιτικό γεγονός και η πολιτική απόρριψη της υπάρχουσας κοινωνίας παρουσιάζεται ως προϊόν παθολογικής συμπεριφοράς.
Και η ανάλυση αυτή καθίσταται ακόμα
πιο άσχετη και «ιδεολογική», αν αναλογιστούμε ότι η υπόθεση των
αναρχικών ληστών συνιστά ένα πολύ ωραίο παράδειγμα έμπρακτης κριτικής
των αντιδραστικών πλευρών του θεσμού της οικογένειας. Γονείς που
υποστηρίζουν την αυτονομία και την αυτενέργεια των παιδιών τους, τις
πολιτικές επιλογές και τις θέσεις τους και οι οποίοι ούτε να τους
θυματοποιήσουν προσπαθούν αλλά ούτε και αποπειράθηκαν ποτέ να κλαφτούν
στα κανάλια και τα ΜΜΕ για χάρη των παιδιών τους, παρουσιάζοντάς τα ως
απολωλότα πρόβατα, έρχονται σε κάθετη αντίθεση με τον ευνουχιστικό
υπερπροστατευτισμό που χαρακτηρίζει την τυπική στάση των γονέων στα
πλαίσια της νεοελληνικής οικογένειας.
Φυσικά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά,
καθώς η επιλογή των νεαρών ληστών να αναλάβουν το ρόλο των «επαναστατών»
συνδέεται με το κενό νοήματος που χαρακτηρίζει την εποχή μας και τις
δυσκολίες που αυτό μας θέτει στη συγκρότηση της πολιτικής μας
ταυτότητας. Ωστόσο αυτό ισχύει για το σύνολο της σημερινής κοινωνίας,
οπότε δεν αφαιρεί κάτι από τη συνειδητότητα της επιλογής των τεσσάρων
αναρχικών. Καθορίζει μεν την ιδεολογική προσκόλληση στις επιλεγμένες
αρχές, όχι όμως και την ίδια την πολιτική επιλογή και την απόρριψη της
υπάρχουσας κοινωνίας.
Ας μιλήσουμε για αξιακά συστήματα…
Τα πιο φλογερά μέρη στην κόλαση προορίζονται για εκείνους που, σε καιρούς μεγάλης ηθικής κρίσης, διατήρησαν την ουδετερότητά τους.
Dante Alighieri
Σε κάθε περίπτωση, η συγκυρία μας δίνει
την ευκαιρία να ξεκαθαρίσουμε κάπως τις απόψεις μας γύρω από αυτά τα
ζητήματα, πετώντας οριστικά στους περίφημους ΧΥΤΑ της Ιστορίας όλα αυτά
τα μουχλιασμένα ιδεολογικοπολιτικά σχήματα. Και δεν είναι τυχαίο που
μπροστά σε μια τέτοια κοινωνική στιγμή, οπότε και τα διλήμματα τίθενται,
άξαφνα, με τρόπο καθαρό και κρυστάλλινα διαυγή, απαιτώντας μας να
πάρουμε θέση, οι διάφοροι εστέτ μικροαστοί σηκώνουν την παντιέρα της
«αντικειμενικότητας» και της αξιολογικής ουδετερότητας (του κώλου,
πάντα!), στο όνομα της ψυχραιμίας και της αποφυγής της κοινωνικής
ζουγκλοποίησης. Ταυτόχρονα, οι διάφοροι λεβέντες που παπαρολογούσαν υπέρ
του κρεμάσματος «δωσιλόγων» στο Σύνταγμα τώρα κάθονται σούζα και τα
βάζουν όχι πια με τους «τραπεζίτες και τα λαμόγια» αλλά με τους
αντικειμενικά ανίσχυρους. Όπως μας το έχει δείξει τόσες φορές η πρόσφατη
ιστορία του Γένους, ο λεκτικός κολοκοτρωνισμός μόνο με τον «Γιωργάκη»
έδειχνε την μαγκιά του, τώρα με τη Δεξιά του χωροφύλακα πήγε περίπατο.
Λαός και Κολωνάκι
Όπως είδαμε και πιο πάνω, σήμερα η
κοινωνική και ταξική καταγωγή των πολιτικών υποκειμένων μόνο
δευτερευόντως παίζει ρόλο. Ειδικά στην Ελλάδα, η οποία ποτέ δεν είχε μια
ταξική δομή ανάλογη με των δυτικών χωρών, όπου οι παλιοί αριστοκρατικοί
και -κυρίως- αστικοί κώδικες και η κληρονομιά τους διαχώριζαν και
συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να διαχωρίζουν τη συμπεριφορά των μελών των
ανώτερων τάξεων από αυτή των κατώτερων, σε επίπεδο καθημερινής
συμπεριφοράς. Πολλώ δε που ακόμα και στη Δύση αυτές οι διαφορές είναι
πλέον μόνο πολιτιστικού τύπου με τη στενή έννοια του όρου (τα μέλη των
λαϊκών τάξεων, π.χ., είναι πιο αυθόρμητα και συμπαθή, λιγότερο επηρμένα
και σοβαροφανή). Αυτό, λοιπόν, που έχει σημασία είναι η πολιτική τοποθέτηση του καθενός και της καθεμιάς μας.
Κάτι που φυσικά δε σημαίνει ότι πρέπει να
ανεχόμαστε τον κάθε πλούσιο μεγαλοδημοσιογράφο τύπου Τράγκα να πουλάει
λαϊκισμό και αγοραίο αντινεοφιλελευθερισμό. Εννοούμε, αντίθετα, ότι οι
πολιτικές απόψεις δε μπορούν πλέον, σε καμία περίπτωση, να εξαχθούν
αποκλειστικά από την κοινωνική καταγωγή κάθε ατόμου ή ομάδας. Και αυτό
δεν έχει σημασία τόσο για τις ανώτερες τάξεις, όσο για τα λαϊκά
στρώματα: διότι εκεί είναι που την πατάει η αριστερά και οι
αναρχικοί, που συνεχίζουν -και θα συνεχίζουν αιωνίως, όπως φαίνεται- να
αναζητούν τα σπέρματα μιας μελλοντικής επανάστασης, ή, έστω, εξέγερσης,
στης «γης τους κολασμένους», στα «φτωχά λαϊκά στρώματα» ή ακόμα και στις
πιο λουμπενοποιημένες κοινωνικές κατηγορίες.
Όπως όμως έχουμε δει, οι συγκεκριμένες
κοινωνικές κατηγορίες -όπως κι η υπόλοιπη κοινωνία, γενικότερα- εδώ και
αρκετές δεκαετίες έχουν χάσει κάθε πολιτική συνείδηση και αυτό που
βασικά τις ενδιαφέρει είναι η πρόσβαση στο εμπόρευμα και η προσπάθεια
κοινωνικής ανόδου, με σκοπό τη σταθεροποίηση της θέσης τους μέσα στην
κοινωνία της κατανάλωσης. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από τους
«απόκληρους» των αγγλικών μεγαλουπόλεων που, πριν δύο καλοκαίρια, έκαναν
μαζικές επιδρομές στις βιτρίνες των πολυκαταστημάτων ίσως να μην
υπάρχει. Η εν λόγω εξεγερσιακή συμπεριφορά ήταν απλώς η έκφραση του
δαιμονικού άγχους που διακατέχει τους «αποκλεισμένους καταναλωτές», όπως
λέει και ο Ζ. Μπάουμαν. Σε καμία περίπτωση δεν εμφανίστηκε έστω και υπό
σπερματική μορφή μια δημοκρατική αμφισβήτηση της κυρίαρχης κοινωνικής
θέσμισης. Το ότι, μέχρι μια ιστορική περίοδο, τα λαϊκά στρώματα
γεννούσαν δημοκρατικά πολιτικά κινήματα δε σημαίνει ότι αυτό θα
συμβαίνει στον αιώνα τον άπαντα. Οι κοινωνίες αλλάζουν και μια από
τις μεγαλύτερες επιτυχίες του καπιταλισμού είναι ότι, μέσω της σταδιακής
δημιουργίας της κοινωνίας της κατανάλωσης, κατάφερε να καθυποτάξει
φαντασιακά και να «ενσωματώσει» την εργατική τάξη, η οποία πλέον δεν
έχει κανένα επαναστατικό προνόμιο. Η έφεση με την οποία η ακροδεξιά και
λαϊκοδεξιά ρητορική χρησιμοποιούν το μοτίβο των καλών φτωχών ίσως μας
δίνει επιτέλους την ευκαιρία να αναθεωρήσουμε τις απόψεις μας επί του
θέματος και να δούμε τα πράγματα με κάποια μεγαλύτερη διαύγεια,
απορρίπτοντας αυτήν την επί της ουσίας χριστιανική συμπάθεια προς
οποιονδήποτε είναι φτωχός, ανεξαρτήτως της πολιτικής και κοινωνικής του στάσης.
Φυσικά και ως άνθρωποι που είμαστε υπέρ της ισότητας βλέπουμε πάντοτε
με μια έμφυτη συμπάθεια τα θύματα κάθε είδους ανισότητας και
εκμετάλλευσης: σε καμία όμως περίπτωση κάτι τέτοιο δεν πρέπει να μας
κάνει να τα θεοποιούμε ή να παραβλέπουμε τις πιθανές ευθύνες τους στη
διαιώνιση των ανισοτήτων.
Καμία δουλειά δεν είναι ντροπή, εκτός από του μπάτσου και του βουλευτή
Εν ολίγοις -για να το πούμε λαϊκά!-
να πάνε να γαμηθούνε τα φτωχά παιδιά που γίνονται αστυνομικοί και δη μέλη των Σωμάτων Ασφαλείας.
Αν δεν έχουν τη στοιχειώδη νοημοσύνη να σκεφτούν ότι μεθαύριο θα τους
στείλουν να βαράνε τους συνταξιούχους γονείς τους και τους άνεργους
φίλους και παλιούς συμμαθητές τους, τότε ή είναι βλάκες, και άρα
τίθενται εκ των πραγμάτων εκτός πολιτικής συζήτησης, ή είναι κυνικοί
μικροσυμφεροντολόγοι που, ως τέτοιοι, έχουν κάνει, συνειδητά ή
ασυνείδητα, τις επιλογές τους και εμμέσως αναγνωρίζουν ότι πιθανόν να
χρειαστεί να υποστούν και τις όποιες συνέπειες γι’ αυτές τους τις
επιλογές. Όπως οι αναρχικοί ληστές έκαναν τις δικές τους, έτσι και οι
μικροαστοί ή τα «λαϊκά παιδιά» που επιλέγουν να γίνουν αστυνομικοί,
έχουν επιλέξει έναν τρόπο ζωής για τον οποίο ενδεχομένως να χρειαστεί κάποτε να λογοδοτήσουν.
Καμία πολιτική συζήτηση δεν είναι δυνατή
αν δεν αναγνωρίζουμε στα κοινωνικά υποκείμενα έστω μια ελάχιστη
υπευθυνότητα και ελευθερία βούλησης∙ αν τα πάντα -διότι πολλά
όντως είναι- προϊόν του «κοινωνικού περιγύρου», τότε κανείς δε φταίει
ποτέ, κανείς δεν έχει να λογοδοτήσει σε κανέναν για τις απόψεις και τις
πράξεις του και μπορούμε πλέον να περιμένουμε τη χάρη του Θεού να μας
φωτίσει και να μας πει τι πρέπει να κάνουμε και να πιστεύουμε.
Αν στην περίπτωση των τεσσάρων αναρχικών
αυτή η προσέγγιση παίρνει μια φιλανθρωπική-χριστιανική χροιά, με σκοπό
να πνίξει τον πολιτικό χαρακτήρα της πράξης τους, στην περίπτωση των
αστυνομικών έχει ως στόχο να τους αθωώσει και να τους προστατέψει από
κάθε πιθανή κριτική. Όταν όμως οι αστυνομικοί επιδίδονται στα αγαπημένα
τους σπορ (εμπόριο λευκής σαρκός και ναρκωτικών, κατάχρηση εξουσίας,
τραμπούκικες και μαφιόζικες πρακτικές και γενικότερη αυθαιρεσία και
παράβαση καθήκοντος), οι διάφοροι αρθρογράφοι κάνουν τις πάπιες Πεκίνου:
μας βάλανε πρωτοσέλιδα την ανεκδιήγητη «αγρότισσα μάνα αστυνομικού» με
το πλακάτ, αλλά το 2008 δεν είδαμε κανέναν από αυτούς τους μικροαστείους
να μας κάνουν αναλύσεις για το πώς ανέθρεψε το παιδί της η μάνα του
Κορκονέα.
…και ας καταδικάσουμε τη βλακεία απ’ όπου κι αν προέρχεται!
Άλλο ένα ιδεολογικό σχήμα που εξυπηρετεί
την ψυχολογική μας αντίσταση απέναντι στην αναγκαιότητα να πάρουμε θέση
απέναντι στα δημόσια πράγματα είναι και η γνωστή παπαριά -διότι
περί παπαριάς, πλήρως ανιστόρητης και ατεκμηρίωτης, πρόκειται-
«καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Φυσικά αυτό το σλόγκαν
το κραδαίνουν με κουτοπονηριά και δόλο οι εκάστοτε πολιτικοί ή
δικτάτορες, προκειμένου να αφαιρούν το ηθικό χαλί κάτω από τα πόδια των
πολεμίων τους. Εφόσον, σου λέει, εμείς, ως κράτος, έχουμε το «νόμιμο
μονοπώλιο της βίας», η δικιά μας βία δε μετράει, είναι εκ των ων ουκ
άνευ∙ άρα, αν καταδικάσουμε τη βία γενικώς, αυτόματα απονομιμοποιούμε
ηθικά τη βία (με ή χωρίς εισαγωγικά) που αντιτίθεται στις πολιτικές μας.
Προφανώς εδώ δε μας ενδιαφέρει η ρητορεία των πολιτικάντηδων και των
φίλων τους στα ΜΜΕ, αλλά όλοι αυτοί οι χρήσιμοι -ή απλώς- ηλίθιοι που
βγαίνουν και παίρνουν στα σοβαρά αυτές τις προπαγανδιστικές διακηρύξεις.
Το πρόβλημα, με άλλα λόγια, είναι ότι η
πολιτική απάθεια των κοινωνιών μας, αλλά και ο γενικευμένος
ευδαιμονισμός που τις χαρακτηρίζει, έχουν δημιουργήσει έναν τύπο
ανθρώπου μαλθακό και «λαπά», ο οποίος έχει πλήρως ξεχάσει ότι αν η
ανθρωπότητα κατάφερε να κάνει ορισμένα βήματα «εμπρός» κατά τους
τελευταίους αιώνες (χάρις, άλλωστε, στα οποία, ο εν λόγω λαπάς
συνκαταναλωτής μας μπορεί να ασχολείται ήσυχος με την αποβλάκωσή του),
αυτό συνέβη χάρις στη «βία» που άσκησαν οι εκάστοτε καταπιεζόμενες
ομάδες, προκειμένου να αναγκάσουν όσους είχαν την εξουσία να τους
αναγνωρίσουν δικαιώματα, εξουσίες και ελευθερίες. Προφανώς στο όνομα
αυτών των αγώνων διαπράχθηκαν και σφαγές, ενώ απελευθερώθηκαν εντελώς
αδικαιολόγητες, από πολιτική σκοπιά, έχθρες, μίση και αντιπαλότητες.
Ωστόσο, η αναγνώριση αυτού του γεγονότος -ειδικά με την εμπειρία των
ολοκληρωτικών καθεστώτων και το απόλυτο Κακό που ενσάρκωσε η οργανωμένη
φρικωδία τους- έχει καταστεί πλέον μονομανία και έχει εξαλείψει κάθε
μνήμη κοινωνικών συγκρούσεων και αγώνων που χρησιμοποίησαν βία, χωρίς,
παρ’ όλα αυτά, να οδηγηθούν σε τέτοιες καταστάσεις (ας σκεφτούμε, για
παράδειγμα, το εργατικό κίνημα του 19ου αιώνα). Κι έτσι
έχουμε καταντήσει να φοβόμαστε και τη σκιά μας και να θεωρούμε τα πάντα
ως «βία», δηλαδή ως προπομπούς μιας κοινωνικής σύγκρουσης που θα φέρει
το χάος και τις μαζικές σφαγές.
Αυτή όμως η μετατροπή του πασιφισμού σε ύψιστο πολιτικό ορίζοντα μας
έχει καταστήσει εντελώς τυφλούς και τυφλές απέναντι στην
πραγματικότητα. Διότι, τελικά, φτάνουμε να αναγνωρίζουμε και να
δεχόμαστε κάθε είδους βία των «από πάνω», στο βαθμό που (υποτίθεται ότι)
«μας» προστατεύει από τις οργανωμένες μειοψηφίες και τα πολιτικά «άκρα»
που θέλουν να καταλύσουν την κατάσταση ευμάρειας και καταναλωτικής
αποχαύνωσης στην οποία ζούσαμε μέχρι πρόσφατα (και την οποία πιστεύουν
οι περισσότεροι πως θα μπορέσουν να αναστήσουν ο Σαμαράς με τον Φαήλο).
Αυτή όμως η στάση είναι ηθικά πρόστυχη και ιδιαιτέρως ποταπή.
Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι, σε τελική ανάλυση, ο πασιφισμός είναι ένα βαθύτατα εγωκεντρικό και ναρκισσιστικό ιδεολογικό σχήμα.
Πρόκειται για πράγματα γνωστά, δεν ανοίγουμε εδώ κανένα νέο
επιστημονικό πεδίο. Ο Μαξ Βέμπερ το εξέφρασε μια για πάντα, όταν μιλούσε
για την περίφημη «ηθική της πεποίθησης»: αυτό που μας νοιάζει δεν είναι
να έχουμε μια υπεύθυνη θέση απέναντι στα πράγματα, παρά μόνο να σώσουμε
το ιδεολογικό μας σχήμα, εν ανάγκη κλείνοντας τα μάτια απέναντι στον
ανθρώπινο πόνο ή την αδικία. Από τη στιγμή που ούτε ο κόσμος στον οποίο
ζούμε είναι ορθολογικός ή αγγελικά πλασμένος αλλά ούτε και οι πασιφιστές
μας είναι άγιοι, η λογική των ίσων αποστάσεων το μόνο που καταφέρνει
είναι -αντικειμενικά και αναγκαστικά- να γίνεται άλλοθι του εκάστοτε
ισχυρού.
Αν τα πάντα είναι «βία», από τη μούντζα
και το γιαούρτι στον πολιτικό ή τον ματατζή μέχρι τη σφαίρα του
Κορκονέα, το ξύλο και τα βασανιστήρια στον Κύπριο φοιτητή (υπόθεση
«ζαρντινιέρα») και στους τέσσερις αναρχικούς, από το ξυλοφόρτωμα ενός
χρυσαυγίτη από τους αναρχικούς μέχρι το θανατηφόρο μαχαίρωμα ενός
μετανάστη, από τις πέτρες και τις μολότοφ των τυνήσιων και αιγύπτιων
διαδηλωτών μέχρι τις σφαίρες και τα τανκς του Μουμπάρακ, του Μορσί και
του Μπεν Αλί, τότε, προφανώς, αυτοί που βγαίνουν λάδι είναι η αστυνομική
βία, ο δολοφονικός συμμοριτισμός της Χρυσής Αυγής, ο χουλιγκάνος
Πρετεντέρης, οι διάφοροι δικτάτορες αλλά και ο εκάστοτε ισχυρός απέναντι
σε όσους του αντιστέκονται. Τελικά είχαν δίκιο οι ναζί όταν έκαιγαν
ολόκληρα χωριά ως αντίποινα για τη δολοφονία ενός μόνο αξιωματικού ή
στελέχους των SS: η δολοφονία του Χάιντριχ από τους Τσέχους
αντιστασιακούς είναι το ίδιο αιμοσταγής, αποτρόπαια και φρικαλέα με τη
σφαγή στο Δίστομο ή το κυριολεκτικό σβήσιμο του Λίντιτσε από τον χάρτη.
Βία το ένα, βία και το άλλο.
Η καταισχύνη των «διανοούμενων»
Φυσικά, αν όλες αυτές οι γελοίες
αναλύσεις έχουν μετατραπεί σε απόψεις, τις οποίες πιστεύει ένα μεγάλο
μέρος της κοινωνίας, άνθρωποι κατά τα άλλα τίμιοι και ειλικρινείς (και
λίγο αφελείς, φυσικά), αυτό το χρωστάμε σε όλο αυτό το κοινωνικό στρώμα
των διανοούμενων/αρθρογράφων γνώμης/μεγαλοδημοσιογράφων, οι οποίοι
ειδικεύονται στο να αποδίδουν κύρος και φιλοσοφική άλω στις παπαρολογίες
των πολιτικών και της τηλεόρασης. Έτσι, από τον πολιτικό που σκόπιμα
πιπιλάει την παστίλια για την «καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν
προέρχεται», ενώ την ίδια στιγμή προωθεί πολιτικές «μηδενικής ανοχής»,
περνάμε στον ειλικρινή πασιφιστή μύωπα που αδυνατεί να δει ότι η
αντι-βίαιη εμμονή του είναι το συμμετρικά αντίθετο της βιαιολαγνείας των
«μπαχαλάκηδων» η οποία τον στοιχειώνει.
Θα μπορούσαμε, αρκετά σχηματικά, να πούμε
ότι, μέσα στα νεοτερικά πλαίσια, το επίπεδο πολιτικής και κοινωνικής
υγείας μιας κοινωνίας και η ένταση του πολιτιστικού της σφρίγους,
φαίνονται, μεταξύ πολλών άλλων, και από τη διανοητική της παραγωγή, από
την εμφάνιση συγγραφέων οι οποίοι παίρνουν τον λόγο και τοποθετούνται
κριτικά απέναντι στους κατεστημένους θεσμούς και τις παραδεδομένες
συνήθειες και κοινωνικές πρακτικές. Το ότι διάγουμε, σε παγκόσμιο
επίπεδο, μια περίοδο παρακμής είναι γνωστό. Το ότι στην Ελλάδα δεν
αναπτύχθηκε ποτέ μια στερεή παράδοση κοινωνικής κριτικής είναι επίσης
γνωστό. Ωστόσο, αυτό που βλέπουμε τα τελευταία τρία χρόνια δεν έχει
προηγούμενο: παρατηρούμε μια άνευ προηγουμένου αυτοακύρωση των
διανοούμενων, μια αηδιαστική συστράτευση με την Εξουσία και τα κυρίαρχα
συμφέροντα, έναν ιστορικής σημασίας αυτοεξευτελισμό των φορέων του
λειτουργήματος της κοινωνικής κριτικής. Όχι απλώς μια ενδεχομένως
ψευτοελιτίστικη σιωπή και απουσία, αλλά μια ενεργητική συμπόρευση με το Κακό.
Δεν είναι μόνο ο θεωρητικός των
καταστασιακών και μεταφραστής του Χένρι Μίλλερ, Γ. Ι. Μπαμπασάκης, που
έχει μετατραπεί σε πατσαβούρα για να μαζεύει τα σάλια που τρέχουν από το
στόμα του αρχομανή Ε. Βενιζέλου (μαζί με γνωστούς ρυπώδεις αστέρες του
εγχώριου λογοτεχνικού σταρ σύστεμ τύπου Χωμενίδη)∙ δεν είναι μόνο οι
αποτυχημένοι μικροϊμπρεσάριοι που σταβλίζονται στο μεγάλο μνημονιακό
-και πρώην παλαιοπασοκικό- χοιροτροφείο των Νέων (Η. Κανέλλης, Μ. Μητσός, Τ. Θεοδωρόπουλος κ.λπ.) ή τα αστέρια των διάφορων free press, όχι δεν είναι ούτε απλά οι διάφοροι εξωγήινοι τουρίστες τύπου Ν. Δήμου και Στ. Ράμφου ή ο πεθαμένος Γιανναράς.
Είναι όλα αυτά μαζί αλλά και κάτι
βαθύτερο, το οποίο παράγει αυτές τις παρακμιακές καταστάσεις: είναι μια
βαθιά απροθυμία να αναμετρηθούμε με τα φλέγοντα προβλήματα της εποχής,
μια απέχθεια προς την ανάγκη κριτικής και σύγκρουσης με ορισμένες
καταστάσεις, ένα σύνδρομο που οδηγεί στο σύμπτωμα αυτής της ασυνάρτητης
αερολογίας, η οποία ακόμα κι όταν κάνει ενδιαφέρουσες ή ορθές επί μέρους
παρατηρήσεις ή αναλύσεις, χάνει πάντοτε αυτό που είναι κρίσιμο και
ουσιαστικό. Εδώ δεν αναφερόμαστε στους διάφορους αριβίστες και
οπορτουνιστές που βρίσκονται νυχθημερόν σε διατεταγμένη και
καλοπληρωμένη υπηρεσία από τα αφεντικά τους (όπως οι επώνυμοι
μεγαλοαρθρογράφοι γνώμης), αλλά στους πιο αφελείς, που παρά την όποια
(προ)διάθεση για ανάλυση της επικαιρότητας, στερούνται της οποιαδήποτε
όρεξης ή οξυδέρκειας να αντιληφθούν το σημερινό πολιτικό διακύβευμα, τα
επείγοντα ζητήματα που αυτό βάζει και την ανάγκη για σύγκρουση με τη
σαπίλα που έχει ανατείλει. Η έλλειψη σοβαρών διανοούμενων της αριστεράς
απλώς επιδεινώνει την κατάσταση και επιτρέπει σε αυτές τις
υποπεριπτώσεις να μονοπωλούν το δημόσιο λόγο.
Έτσι, όταν μπροστά στον
πολιτικοπολιτιστικό βόρβορο του Φαΰλου και τους ουρακοτάγκους του
Μιχαλολιάκου εσύ κάνεις υψηλή φιλοσοφία της κακιάς ώρας, τότε είναι
Φαήλιου φαεινότερο ότι είσαι συνυπεύθυνος -δίχως το παραμικρό
ελαφρυντικό- για την ακροδεξιά πολιτική στροφή και την παράδοση στην
πολιτιστική εξαχρείωση που ρημάζει την έτσι κι αλλιώς ζοφερή
καθημερινότητα. Όταν είσαι διανοούμενος με δυτική παιδεία και, κατά
συνέπεια, μπορείς να καταλάβεις κάτι παραπάνω από τους αμόρφωτους
κατσαπλιάδες της εγχώριας πολιτικής ολιγαρχίας για τον φασισμό, αλλά,
παρ’ όλα αυτά, κάνεις τον κινέζο και σιωπάς, μιλώντας για τον
«εξτρεμιστή» ΣΥΡΙΖΑ και τα «κόκκινα τάγματα εφόδου», τότε είσαι
αναξιοπρεπής και δούλος μέχρι τον μυελό των οστών σου.
Οι σημερινοί ζοφεροί καιροί απαιτούν την
αντίστοιχη αποφασιστικότητα και θέληση όχι μόνο για να συγκρουστούμε με
όσα μας καταδυναστεύουν αλλά και για να υπερασπιστούμε την απειλούμενη
αξιοπρέπειά μας. Γι’ αυτό και σε ό,τι αφορά τις ευθύνες του καθενός και
της καθεμιάς, πιστεύουμε πως κάποια πράγματα πρέπει να λέγονται με το
όνομά τους. Στην υπαρκτή φαηλοκρατία, το -μέχρι πρόσφατα νεορομαντικό-
σύνθημα «να μη ζήσουμε σα δούλοι» καθίσταται το κεντρικό πολιτικό
στοίχημα για το άμεσο μέλλον.