1.Eισαγωγή στο παιχνίδι της πλάνης
«Ω πόσο δύσκολο είναι να εντοπίσεις την αλήθεια, ιδίως όταν είσαι υποχρεωμένος να βλέπεις τον κόσμο σε φέτες. Οι στιγμιαίες φωτογραφίες αποκρύπτουν τόσα όσα φανερώνουν». (Σαλμάν Ρούσντι)
Αυτές οι στιγμιαίες, αποσπασματικές και προσεκτικά επιλεγμένες «φωτογραφίες» του Ρούσντι που αναπαράγονται καθημερινά από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (κυρίως την τηλεόραση) αποτελούν την φιλοσοφική πεμπτουσία του τρόπου λειτουργίας τους. Οι επιλεκτικά προβαλλόμενες εικόνες αναπαράγουν συνεχώς μια νέα, μια άλλη, πραγματικότητα που, είτε εσκεμμένα είτε όχι, δημιουργεί διαφορετικά συναισθήματα συγκριτικά με τις εντυπώσεις θα μπορούσαμε να αποκομίσουμε εμείς οι ίδιοι, έπειτα από μια βόλτα στο κέντρο της πόλης. Η ηλεκτρονική εικόνα, όπως το ομοίωμα στο πλατωνικό σπήλαιο, δεσμεύει τον θεατή, τον ακινητοποιεί, τον καθιστά δεσμώτη του δέκτη της τηλεόρασης, ανίκανο να αντιδράσει, να διαφωνήσει ή να αντιπροτείνει. Στο σπήλαιο του Πλάτωνα, εμφανίζονται αντίγραφα και ομοιώματα πάνω σε έναν τοίχο, εξαιτίας της κατανομής φωτός και σκιών. Έτσι και η τηλεοπτική οθόνη μας παγιδεύει σε ένα ηλεκτρονικό σπήλαιο, καθιστώντας μας ανίκανους να συμμετάσχουμε στον διάλογο. Σιγά σιγά, εκλαμβάνοντας εμείς τούτη την κατάσταση ως δεδομένη, συνηθίζουμε στην καταθλιπτική παθητικότητα, στην οποία θα εγκλωβιστούμε, βυθιζόμενοι στον μεγάλο λήθαργο της αδράνειας, και της ενεργοποίησης κάθε ενστίκτου απομονωτισμού. Ο μονόλογος μας εθίζει στην ευκολία της έτοιμης λύσης, στη μικρή μας θεσούλα του καναπέ, στην αδιαφορία και την ολική αποκοινωνικοποίηση. Διαταράσσει την σκέψη μας με τρόπο μακιαβελικό, δημιουργώντας αλήθειες μέσω της επανάληψης των ψεμάτων, γεννώντας ομοιώματα, φαντάσματα κάθε είδους, σκιές της ρεαλιστικής απεικόνισης των πραγμάτων, ανάλογα με το κοινό στο οποίο απευθύνεται η κάθε εκπομπή ή τηλεοπτικό κανάλι. Όντας εμείς οι αποδέκτες του πλαστικού-εικονικού αυτού πολιτισμού που απλόχερα μας προσφέρεται, ακόμη και με τη δυνατότητα του off σημειωμένη μ’ έντονο κόκκινο πλήκτρο στο τηλεκοντρόλ, έχοντας χάσει κάθε διάθεση για παρέμβαση μέσω του Λόγου, που μετατρέπει τις δίποδες δημιουργίες από κτήνη σε ανθρώπους, παραμένουμε σιωπηλοί και απαθείς, επιτρέποντας τον εαυτό μας να μετατραπεί σε ψυχικό ή υλικό προϊόν προς πώληση για τις διάφορες διαφημιστικές εταιρίες. Γιατί, στην πραγματικότητα, το τηλεοπτικό θέαμα δεν έχει άλλο λόγο ύπαρξης παρά τη δημιουργία ενός καταναλωτικού πληθυσμού που θα γίνει αποδέκτης του εταιρικού και (παρά)πολιτικού μάρκετινγκ.
Η τηλεοπτική πλάνη αποκαλύπτεται σε όλο της το μεγαλείο όταν πλέον ο εξωτερικός κόσμος δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από επιβλητικές μουσικές και glitter πορνογραφίες. Όταν πλέον οι πολίτες ανακαλύπτουν και διαδίδουν με δικά τους εργαλεία αντιπληροφόρησης την αλήθεια που συνάδει περισσότερο με όσα συμβαίνουν εκτός της φωτεινής οθόνης, και έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την «υπο-πραγματικότητα» ή «υπέρ-πραγματικότητα» των σοβαροφανών και καλοπληρωμένων τηλε-σχολιαστών που ταυτίζονται (δικαίως ή αδίκως, αναλόγως των περιπτώσεων) με τα διάφορα νεοτερικά δόγματα, τους ασήμαντους τεχνοκράτες και τις κυρίαρχες ελίτ. Παρά τις συνεχιζόμενες προσπάθειες από τα κάτω, όμως, οι ιδιωτικοί ή κρατικοί ειδήμονες διαχείρισης της πληροφορίας δεν έχουν χάσει τον κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση της κεντρικής ατζέντας της υποτιθέμενης δημόσιας συζήτησης. Βλέπουμε πως παρά την άνθιση της δημοσιογραφίας των πολιτών, μέσα από το διαδίκτυο, δεν παύουμε να σερνόμαστε, σε μεγάλο βαθμό, πίσω από ζητήματα που τίθενται από επικοινωνιολόγους-υπαλλήλους πολιτικών κομμάτων και μεγαλοδημοσιογράφους-υπαλλήλους κρατικοδίαιτων καναλαρχών. Σ’ ένα τοίχο ένα σύνθημα έγραφε πως «αν παίξεις το παιχνίδι τους, έχεις ήδη χάσει». Ποιό είναι, λοιπόν, το «παιχνίδι» τους και πώς μπορούμε να «παίξουμε» το δικό μας;
2.Το παιχνίδι έχει λεφτά;
Θα αναρωτιόταν κανείς: Τα περισσότερα ΜΜΕ είναι κερδοσκοπικές ανώνυμες εταιρίες, άρα γιατί δεν αρκούνται στο να αποφέρουν κέρδος για τους μετόχους τους και υιοθετούν μια συγκεκριμένη ιδεολογία, αυτή των κυρίαρχων ελίτ [1]; Γιατί δεν περιορίζονται στην προσέλκυση καταναλωτικού-τηλεοπτικού κοινού και επεκτείνουν τη σφαίρα των δραστηριοτήτων τους στην επιρροή του κοινωνικού υποκειμένου, τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης;
Ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς ρόλους των Μέσων Ενημέρωσης είναι η εξυπηρέτηση των συμφερόντων των διαφόρων ολιγαρχιών που αυτοί εκπροσωπούν. Από τον ακροδεξιό κολοσσό του Murdoch, της Bild, Daily Mail, Fox News και όλων των κιτρινισμένων φυλλάδων, μέχρι και την προοδευτική Guardian, όλα επιτελούν ένα συγκεκριμένο έργο στο παιχνίδι των συμφερόντων. Η Ελλάδα, φυσικά, δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Σύμφωνα με έγγραφο της αμερικανικής πρεσβείας που διέρρευσε στο Wikileaks (
#06ATHENS1805), τα Ελληνικά ΜΜΕ δεν είναι στην πλειοψηφία τους τόσο κερδοφόρα όσο αυτά του εξωτερικού, αλλά χρηματοδοτούνται από τους ιδιοκτήτες τους και από κρατικές επιδοτήσεις. Χαρακτηριστικές είναι οι πρόσφατες αποκαλύψεις της Ελευθεροτυπίας σχετικά με τις χορηγίες, δωρεές, διαφημίσεις του
ΟΠΑΠπρος το σύνολο, σχεδόν, των έντυπων,τηλεοπτικών και διαδικτυακών εταιρικών μέσων . Ο κλειστός κύκλος των ιδιοκτητών της αγοράς της επικοινωνίας συμπεριλαμβάνει εφοπλιστές, μεγαλοκατασκευαστές, ιδιοκτήτες πετρελαϊκών εταιριών που συνιστούν την εγχώρια οικονομικο-πολιτική ελίτ. Η επέκταση του μεγάλου κεφαλαίου στο χώρο της επικοινωνίας έχει γίνει για δύο βασικούς λόγους: α) Ο πρώτος αφορά τη σημασία που έχει η πληροφορία για τη διαμόρφωση των κοινωνικών συνειδήσεων, των μηχανισμών κυριαρχίας και ελέγχου, για την επιβολή κοινωνικών προτύπων. Η οικονομική ελίτ εξασφαλίζει την πολιτική και κοινωνική ηγεμονία της, προβάλλοντας και αναπαράγοντας συγκεκριμένα κοινωνικά και πολιτιστικά πρότυπα, μέσω της διάδοσης επιλεγμένων πληροφοριών. β) Εκτός από τα τυχόν κέρδη που μπορούν να προκύψουν μέσα από την παραγωγή «μη υλικών» εμπορευμάτων, οι επιχειρηματίες των ΜΜΕ εξασφαλίζουν τα κατάλληλα μέσα πίεσης ώστε να συνάψουν οικονομικές σχέσεις μεταξύ του Κράτους και των βιομηχανικών και λοιπών επιχειρήσεών τους, αλλά και να αποκρύψουν τη διαπλοκή που προκύπτει από αυτές τις σχέσεις. Έτσι, βλέπουμε τον τηλεοπτικό σταθμό του Γ.Μπόμπολα, «Mega» να σιωπά για τις διαμαρτυρίες των κατοίκων της Χαλκιδικής αναφορικά με την καταστροφή του δάσους που επιφέρει η εξόρυξη χρυσού, να επιτίθεται στους κατοίκους της Κερατέας, να χλευάζει τους πολίτες που αρνούνται να πληρώνουν διόδια, εξυπηρετώντας, έτσι, με επικοινωνιακές μεθόδους τα συμφέροντα των κατασκευαστικών του εταιριών.
3. Η ιδεολογία της μαριονέτας
Οι μαριονέτες της τηλεοπτικής οθόνης εκφράζουν, αναπαράγουν και προωθούν κατά κανόνα το κυρίαρχο ιδεολογικό δόγμα, το σύνολο δηλαδή των αξιών με τις οποίες οι κοινωνία μας νοηματοδοτεί τον δικό της φαντασιακό κόσμο, καθαγιάζοντας το συμφέρον της κάθε ολιγαρχίας και καθιστώντας ιδανική την κουλτούρα εκείνη που εξυπηρετεί τα επιχειρηματικά τους σχέδια. Αυτό που ο μέσος τηλεθεατής αντιλαμβάνεται ως «αυτονόητο», ως αδιαμφισβήτητη «πραγματικότητα» δεν είναι παρά η εσωτερίκευση του κυρίαρχου φαντασιακού. Ο Guy Debord έλεγε πως «ο πολλαπλασιασμός των προκατασκευασμένων “ψευδο-γεγονότων” προέρχεται από το γεγονός ότι οι άνθρωποι, στη μαζική πραγματικότητα της σύγχρονης κοινωνικής ζωής, δεν ζουν οι ίδιοι τα γεγονότα», αλλά υιοθετούν τον ιδεατό κόσμο κάποιων καλοπροωθούμενων εικονικών αναπαραστάσεων, όπως βγαίνει μέσα από τα φίλτρα των διαφόρων εμπόρων κοινής γνώμης. Ο ειδήμων της δημοσιότητας, ο προπαγανδιστής, ο χειραγωγός, επιχειρεί τον επηρεασμό και τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, ώστε να τη συμπεριλάβει ως ένα ακόμη τακτοποιημένο στοιχείο σε υπολογισμούς αυξημένου γοήτρου, ασφαλέστερου πλουτισμού, αποτελεσματικότερης ισχύος. Επιχειρώντας να εξουδετερώσουν το εκφραζόμενο κοινό, οι κατασκευαστές γνώμης μετατρέπουν τους τηλεθεατές σε ένα δίκτυο αναμετάδοσης των απόψεων τους. Από την άλλη, το ίδιο το κοινό αποζητά την χειραγώγηση, καθώς βολεύεται με το να παρακολουθεί διαφόρων ειδών ασήμαντα φτηνά θεάματα, να μένει εκτός αφήνοντας τους «άλλους-που-ξέρουν-καλύτερα» να ρυθμίζουν τις καταστάσεις, να παραδίδουν υποσχέσεις μέσα από βαρύγδουπες δηλώσεις, καθώς φαντάζει ιδιαίτερα δύσκολο και, πολλές φορές αδιανόητο, να κατανοήσουμε όλοι εμείς τί θα πει συμμετοχή και συνευθύνη, αλλά και ποιές είναι οι δικές μας ευθύνες όταν επιλέγουμε την ησυχία και την ‘ασφάλεια’ των τεσσάρων τοίχων αντί της δράσης, των πλατειών, της συζήτησης, της συνδιαμόρφωσης. Έχοντας απαρνηθεί οριστικά να ζήσουμε εμείς οι ίδιοι καταστάσεις όπου ο Λόγος θα υπερνικά την βία της ησυχίας και της πλήξης, αφορίζουμε τον εαυτό μας καταδικάζοντάς τον να αναζητά τους λιγότερο κακούς χειραγωγούς, ή αυτούς που, επί της ουσίας, φαντάζουν λιγότερο κακοί, δίχως απαραίτητα να είναι.
Έτσι, μετά από συνεχή επανάληψη και χρήση των ίδιων επιφανειακών επιχειρημάτων στο σχολιασμό κάθε κοινωνικής κατάστασης, η κυρίαρχη αντίληψη του «τεμπέλη», «ένοχου», «φοροφυγά», του κακόπιστου μπαταχτσή μέσου Έλληνα έχει υιοθετηθεί από ένα πλήθος πολιτών, και είναι πολύ πιθανό ν΄ ακούσει κανείς πως «οι απεργοί κλείνουν τους δρόμους και μας εμποδίζουν να πάμε στις δουλειές μας», ακόμη και από ανθρώπους άνεργους, ή πως «καλώς βασανίστηκαν οι ληστές της τράπεζας», από ανθρώπους που κινδυνεύουν να μείνουν άστεγοι λόγω κατάσχεσης της κατοικίας τους από κάποιο τραπεζικό κατάστημα. Πώς αλλιώς φυσικά το απάνθρωπο τούτο σύστημα θα δικαιολογήσει την ιδεολογική του κατάρρευση, αν δεν στρουθοκαμηλίσει, αν δεν ρίξει λάσπη προς πάσα άλλη κατεύθυνση, εκτός του εαυτού του, αν δεν υπενθυμίσει τον ρόλο της ως Τιμωρό και Καταστολέα για τους απείθαρχους; Ακριβώς αυτός είναι ο ρόλος των τεχνοκρατών που βήμα της προπαγάνδας τους γίνονται τα διάφορα τηλεπαράθυρα, κατά τη διάρκεια των (δήθεν) ειδήσεων (που κανονικά θα έπρεπε να τιτλοφορούνται «Επιλογή γεγονότων και σχολιασμός τους»): η αναπαραγωγή της γνώμης της ολιγαρχίας, η παθητική υπεράσπιση δηλαδή του θύτη από το ίδιο το θύμα το οποίο μέσα στην άγνοιά του, την απάθεια και την μαζική του απο-πολιτικοποίηση (καταστάσεις για τις οποίες έχει σίγουρα ευθύνη ως ένα βαθμό), πείθεται εύκολα από τον – συχνά κωμικοτραγικό και ρηχό – επιστημονισμό της κάθε αυθεντίας. Μπορεί, φυσικά, να πείθεται εξίσου και από άλλους δημαγωγούς, αυτούς που δεν επιλέγουν (για ευνόητους λόγους) να κρύψουν τον λαϊκισμό τους κάτω από το προσωπείο της σοβαροφάνειας. Καί στις δύο περιπτώσεις, υπεύθυνο είναι όχι γιατί δεν πράττει αυτά που του ζητάνε τα ιδεολογικά του αφεντικά, αλλά γιατί τα ανέχεται, επιτρέποντας την ζωή του να μετατραπεί σε εργαστήρι ψυχαναγκαστικών πειραμάτων.
Η ιδεολογία της τηλεοπτικής, η μη, μαριονέτας προσαρμόζεται συνεχώς στις απαιτήσεις των καιρών, ποντάροντας στην ασθενή μνήμη του τηλεθεατή, που διψά και εθίζεται στην κατανάλωση πλαστικοποιημένων συναισθημάτων, τραγικοποιημένων καταστάσεων και αίματος. Έτσι, επικαιρότητα είναι ό,τι επιτρέπεται να προβληθεί ως τέτοιο, η πολιτική ατζέντα καθορίζεται από τα δημοσιογραφικά ιερατεία, ο πολιτιστικός τόνος δίνεται από τους διαφημιζόμενους τηλεκαλλιτέχνες, και οι κώδικες συμπεριφοράς, η γλώσσα επικοινωνίας επιβάλλονται σχεδόν δεσποτικά από τους αρχισυντάκτες του τηλεοπτικού θεάματος με τους αποδέκτες να ζητιανεύουν για τηλεψυχαγωγία, που είναι επιφορτισμένη με τη λειτουργία της καταστροφής του ελεύθερου χρόνου, της ελεύθερης σκέψης και του ίδιου του Λόγου. Όπως έλεγε ο Νίτσε «το δημοσιογραφικό έντυπο παίρνει τώρα τη θέση της παιδείας και όποιος εξακολουθεί να έχει αξιώσεις για μόρφωση στηρίζεται πια – έστω και αν είναι ο ίδιος επιστήμονας – σ’ αυτό το ενδιάμεσο κολλητικό στρώμα που στοκάρει τους αρμούς ανάμεσα σε κάθε κοινωνική τάξη, σε κάθε τέχνη, σε κάθε επιστήμη και που είναι τόσο στερεό και σίγουρο όσο μόνο το δημοσιογραφικό έντυπο μπορεί να είναι». Μπορεί από τα Μέσα Ενημέρωσης και Ψυχαγωγίας να διαδίδονται μεν ψευδείς πληροφορίες, αναλήθειες, διαστρεβλώσεις, αλλά πολλές φορές ακούγονται και καταγγελίες που αφορούν την ίδια τους την εξουσία, εξασφαλίζοντας την ψευδεπίγραφη αυτοαναστοχαστικότητα, που αποτελεί και μέρος της δύναμης τους.
4. Να παίξουμε το δικό μας παιχνίδι
Η ελληνική κοινωνία δέχεται καθημερινά, κάθε είδους βία, συμπεριλαμβανομένης της δομικής βίας που ασκούν τα ΜΜΕ. Οι εκτελεστές της εταιρικής και κρατικής προπαγάνδας επιδιώκουν τη δημιουργία ενός νέου κοινού υποβάθρου πραγματικότητας, που θα χαρακτηρίζεται από ιδιώτευση, συλλογικό φόβο, απέχθεια και χλεύη προς οτιδήποτε αντιτάσσεται στον κυρίαρχο τρόπο ζωής, και κυνισμό. Στόχος της “ψυχολογικής μαφίας” τους είναι το φιλτράρισμα κάθε γεγονότος μέσα από τον παραμορφωτικό φακό των επικοινωνιολόγων, έτσι ώστε να φθάσουμε στο σημείο του ακόλουθου παραδείγματος: «Ο φίλος με θαυμασμό “Πω! Πω! Τι όμορφο είναι το παιδί σας!” Και η μητέρα απαντά “A, αυτό δεν είναι τίποτα. Που να δείτε τη φωτογραφία του που δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα”».
Καθώς,δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε εργαλεία επικοινωνίας όπως η τηλεόραση, αφού είναι ένα μέσο κλειστό προς την κοινωνία, ένα μέσο καθαρά αντιδημοκρατικό, μπορούμε, όμως, να την απαρνηθούμε στρεφόμενοι προς άλλα μέσα επικοινωνίας, όπως το διαδίκτυο, που αν και δεν αποτελεί την πιο αξιόπιστη πηγή ενημέρωσης και πολιτικού διαλόγου (δεδομένου ότι ρατσιστικές ιστοσελίδες, συχνά συνωμοσιολογικού περιεχομένου, ξεπηδούν η μία μετά την άλλη), τουλάχιστον ασκείται επάνω του λιγότερος έλεγχος από κλειστές ομάδες εταιρικών συμφερόντων. Απεναντίας θα μπορούσε να μετατραπεί σ΄ ένα εικονικό πεδίο μάχης, όπου συγκρούονται πολλά και διαφορετικά προσωπικά και συλλογικά συμφέροντα με τη χρήση του λόγου και της εικόνας. Ακόμη, όμως, προτιμότερη είναι η επανάκτηση της φυσικής επαφής που έχει πλήρως χαθεί, ιδίως μέσα στα φρικτά τερατουργήματα των μεγαλουπόλεων. Μπορούμε, λοιπόν, να παίξουμε το δικό μας παιχνίδι. Το παιχνίδι των πλατειών, των συλλογικοτήτων και των αυτοδιαχειριζόμενων χώρων, της κοινωνικής αλληλεγγύης, του διαλόγου, ένα παιχνίδι που συμφέρει πολλούς αλλά βλάπτει λίγους, σε αντίθεση με τον σημερινό εφιάλτη που αποδεχόμαστε με κλειστά τα μάτια. Ζούμε σε μια κοινωνία που τιμωρεί τους άξιους ανθρώπους και εξυψώνει κάθε παρασιτική δραστηριότητα. Μέσα σε αυτήν αυτο-καταστροφική πλάνη που έχουμε βυθιστεί, όπου μας έχουν πάρει το ψωμί και το γάλα, αλλά και το ίδιο το γέλιο [2], μας μένουν μόνο δύο επιλογές. Ανοχή, «νομιμότητα» και πειθαρχία ή δημιουργία, αυτονομία και έρωτας. Καί τα δυο μαζί δεν γίνονται…
Σημειώσεις:
[1] Κατά καιρούς εμφανίζονται τηλεοπτικοί σταθμοί που φορούν ένα δήθεν φιλολαϊκό μανδύα, όπως πχ το Kontra Channel, στην πραγματικότητα όμως αποτελούν απλά το μπαλαντέρ της κυρίαρχης ιδεολογίας που εάν δεν μπορεί να πείσει μέσω του αισχρού κυνισμού του Πρετεντέρη, προσπαθεί τουλάχιστον να αποπροσανατολίσει, χρησιμοποιώντας το φτηνό λαϊκισμό του Στέφανου Χίου ή τα συνωμοσιολογικά παραληρήματα διαφόρων τηλεκλόουν όπως οι Βελόπουλος-Αδωνις Γεωργιάδης-Λιακόπουλος.
[2] Ο Χιλιανός ποιητής Πάμπλο Νερούδα έλεγε: «Πάρε μου το ψωμί, αν θέλεις, πάρε μου τον αέρα, αλλά μη μου παίρνεις το γέλιο σου».
Συνδιαμόρφωση από: Efor, Michael Theodosiadis, Ian Delta, Xristoforos P.
http://eagainst.com