ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

Νίκος Καραβέλος
PressPublica
nkaravelos@gmail.com

Ήταν Δεκέμβρης του 1924, λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Ένα σκοτεινό πλοίο έμπαινε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Κανείς δεν ήξερε τι μετέφερε, εκτός, ίσως, από τις ελληνικές αρχές, που το απέκρυψαν για να μην κακοκαρδίσουν τους Βρετανούς πλοιοκτήτες και τους Γάλλους ιδιοκτήτες του φορτίου. Το μαύρο πλοίο είχε το παράξενο όνομα «ΖΑΝ Μ.».

Οι εργάτες του λιμανιού πληροφορήθηκαν το περιεχόμενο του φορτίου και αντέδρασαν έντονα, εμποδίζοντας το πλοίο να αποπλεύσει. Με παρέμβαση, όμως, του Άγγλου πρόξενου και την επέμβαση, προφανώς, των δυνάμεων καταστολής, το πλοίο, εντέλει, απέπλευσε για τη Μασσαλία, τον τόπο προορισμού του.

Ποιο ήταν το σκοτεινό φόρτωμα που τόσο αγρίεψε τους δουλευτές του λιμανιού ;

Η εφημερίδα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» την 13.12.1924  έγραψε :
«Ήταν τα οστά Ελλήνων ηρώων … ήταν τα οστά των Ελλήνων στρατιωτών που μετά τας ομαδικάς σφαγάς και εξοντώσεις αργοπέθαιναν εις στα στρατόπεδα αιχμαλώτων, από τα οποία το φοβερότερον ήτο το στρατόπεδον του Ουσάκ»…. Το προσεγγίσαν εις την Θεσσαλονίκην αγγλικόν πλοίον «ΖΑΝ Μ.» μετέφερε 400 τόνους οστών Ελλήνων από τα Μουδανιά. Οι εργάται του λιμένος Θεσσαλονίκης πληροφορηθέντες το γεγονός, ημπόδισαν το πλοίον να αποπλεύση. Επενέβη όμως ο Άγγλος πρόξενος και επετράπη ο απόπλους». (1)

Επίσης η εφημερίδα «NEW YORK TIMES» τον Δεκέμβρη του 1924 με τίτλο «Μια απίθανη ιστορία από ένα φορτίο με ανθρώπινα οστά», έγραψε την είδηση : «Η Μασσαλία είναι σε αναταραχή από μια ασύλληπτη ιστορία, που οφείλεται στην άφιξη στο λιμάνι ενός πλοίου που φέρει βρετανική σημαία και ονομάζεται «ΖΑΝ Μ.» και μεταφέρει ένα μυστήριο φορτίο 400 τόνων ανθρώπινων οστών για να χρησιμοποιηθούν στις εκεί βιομηχανίες. Λέγεται ότι τα οστά φορτώθηκαν στα Μουδανιά και στη θάλασσα του Μαρμαρά και είναι τα απομεινάρια θυμάτων από τις σφαγές στη Μικρά Ασία …» (2)

Για το ίδιο θέμα και η γαλλική εφημερίδα «MIDI» με τίτλο «Cargaison funebre» (πένθιμο φορτίο), παρέθεσε την είδηση : «Συζητιέται πολύ στη Μασσαλία η προσεχής άφιξη του πλοίου μεταφοράς εμπορευμάτων «ΖΑΝ Μ.» που μεταφέρει για τις βιομηχανίες της Μασσαλίας 400 τόνους ανθρώπινα λείψανα …». (3)

Αυτά τα ανθρώπινα λείψανα αντιστοιχούσαν σε 50.000 ανθρώπινες υπάρξεις, που είχαν ζωή, προοπτικές, χαρές, λύπες και όνειρα. Εξοντώθηκαν στον βωμό του κέρδους. Στην ακμή της ηλικίας τους. Άνθρωποι, που δεν τους άφησαν ήσυχους ούτε κι όταν έλιωσαν οι σάρκες τους. Νεκροί, που δεν τους επέτρεψαν ούτε την ησυχία ενός τάφου.

Οι κεμαλικοί ήταν οι πρώτοι έμπρακτοι ρατσιστές. Αυτοί και ο ηγέτης τους, ο Μουσταφά Κεμάλ, εφάρμοσαν πρώτοι στην πράξη τις «ιδέες» των θεωρητικών του ρατσισμού, Γκομπινώ και Τσάμπερλαιν. Οι ίδιοι, πρώτοι, υποστήριξαν τις παρανοϊκές θεωρίες περί καθαρότητος της φυλής (ενν. της τουρκικής). Ήταν οι πρώτοι έμπρακτοι ναζιστές, πριν από τους Τεύτονες, που φέρουν επίσημα τον τίτλο.

Οι κεμαλικοί φονιάδες έδρασαν «κατά φύσιν». Παρά φύσιν ενεργούν οι υποστηρικτές, ηγέτες, ιστορικοί και κόλακες, που αναγορεύουν ακόμα τον Κεμάλ, έναν αιμοσταγή συμμορίτη, σε μεταρρυθμιστή και θεμελιωτή της (ανύπαρκτης) «αστικής τάξης» της Τουρκίας.

Οι κεμαλικοί φονιάδες ήταν αυτοί που ήταν.

Οι καπιταλιστές είναι αυτοί που είναι πάντα : κερδοσκόποι, δολοφόνοι και τυμβωρύχοι. Κατά φύσιν εγκληματίες, μια και το κέρδος, συνάπτεται άρρηκτα με το έγκλημα στο διάβα της ιστορίας.
Αυτούς τους 50.000 ανθρώπους, αφού τους σκότωσαν, τους μετέτρεψαν σε 400 τόνους ανθρώπινα οστά. Τους μάζεψαν σε κιβώτια και τους έστειλαν να γίνουν κουμπιά και άλλα κοκκάλινα είδη στη Μασσαλία.  Με βάση κάποιες γραπτές συμφωνίες ανάμεσα σε Γάλλους βιομηχάνους, Τούρκους εμπορικούς κατσαπλιάδες, Άγγλους πλοιοκτήτες και τραπεζίτες που, φυσικά, χρηματοδότησαν τη «συναλλαγή».

Καπιταλισμός είναι το σύστημα που αναγνωρίζει μόνο ό,τι προσφέρει κέρδος και το μεγιστοποιεί. Το σύστημα που εκμεταλλεύεται όχι μόνο την ανθρώπινη ζωή, αλλά και τον θάνατό της. Που αξιοποιεί όχι μόνο τα σώματα εν ζωή, αλλά και τα λείψανα μετά θάνατον. Είναι το μοναδικό σύστημα στην ιστορία της ανθρώπινης περιπέτειας που όχι μόνο σκοτώνει, αλλά εκμεταλλεύεται και το αποτέλεσμα των εγκλημάτων του κατά τρόπο κερδοφόρο.

Καπιταλισμός είναι το μαύρο πλοίο «ΖΑΝ Μ.», που εκείνες τις γιορτινές μέρες του Δεκέμβρη του 1924, πριν από 92 χρόνια, είχε καταπλεύσει στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης μεταφέροντας στα αμπάρια του ένα πένθιμο και σκοτεινό φορτίο : 400 τόνους ανθρώπινα οστά δολοφονημένων ανθρώπων για τις «ανάγκες της γαλλικής βιομηχανίας».
      
  400 τόνους λείψανα που αντιστοιχούσαν σε 50.000 ανθρώπινες ζωές που αφανίστηκαν για το κέρδος.   

Απέναντι σε αυτό το αποτρόπαιο παιχνίδι των καπιταλιστών, κορυφαία ταξική πράξη αντίστασης ήταν, αναμφίβολα, η συνειδητή και γενναία αντίδραση των εργατών στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
  • Βλάσσης Αγτζίδης «Εισαγωγή στο βιβλίο του Μιχαήλ Αγγέλου Η μικρασιατική τραγωδία»
  • Μιχαήλ Αγγέλου «Η μικρασιατική τραγωδία υπ’ αυτόπτου μάρτυρος», εκδ. Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία
  • ο.π.

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2016

Η γερμανική μονοκρατορία




Η χώρα συνεχίζει να απομυζεί τους ζωτικούς πόρους των εταίρων της, χωρίς κανέναν ηθικό ενδοιασμό, αδιαφορώντας για το μέλλον της Ενωμένης Ευρώπης – η οποία είναι αδύνατον να μην διαλυθεί, όταν αυξάνονται οι ασυμμετρίες
.
«Όπως γνωρίζουμε ο μεγαλύτερος κίνδυνος, η σημαντικότερη απειλή καλύτερα για τη συνοχή μίας οικογένειας, εμφανίζεται συνήθως όταν προκύπτουν οικονομικά προβλήματα – όπου, αντί να γίνει μία από κοινού προσπάθεια για την ορθολογική τους επίλυση, επιλέγεται συχνά το διαζύγιο.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων, προηγείται η «εκτόξευση» κατηγοριών εκατέρωθεν και η ενοχοποίηση του ενός από τον άλλο – όσον αφορά τις αιτίες που οδήγησαν στην «οικονομική στενότητα» και στην κρίση.
Έπεται συνήθως η αμοιβαία αποφυγή των ευθυνών και η εκτός ορίων εχθρότητα, η οποία οδηγεί τελικά στη διάλυση της οικογένειας – με αποτέλεσμα να ολοκληρώνεται το δράμα χωρίς κανέναν κερδισμένο, εάν όχι με πολύ μεγάλες ζημίες για όλους σχεδόν τους συμμετέχοντες (συμπεριλαμβανομένου του συγγενικού «περίγυρου»).
Στην περίπτωση της «νομισματικής μας οικογένειας» το ισχυρότερο μέλος της, η Γερμανία, επιμένει αφενός μεν να γευματίζει από το φαγητό των άλλων, επειδή δεν μπορεί ή δεν θέλει να χορτάσει αρκούμενη στο δικό της, αφετέρου να «χαριεντίζεται» με τρίτους – αγοράζοντας τα προϊόντα που έχει ανάγκη από άλλους και όχι από τους εταίρους της, στους οποίους όμως θέλει να πουλάει τα δικά της.
Άλλες φορές πάλι «κάνει δίαιτα» (περιορισμός της εσωτερικής κατανάλωσης μέσω της μείωσης των πραγματικών μισθών των εργαζομένων της), για να μην αναγκασθεί να αγοράσει πιο πολλά εμπορεύματα – προτιμώντας να «απορροφάει» τη ρευστότητα των εταίρων της και να αποταμιεύει τα χρήματα της, αδιαφορώντας εντελώς για τους άλλους.
Έτσι όμως θα καταστραφεί η ίδια τελικά, αφού η ιστορία διδάσκει πως κερδίζει μεν όλες τις μάχες, αλλά χάνει τον πόλεμο – ενώ δεν ήταν ποτέ «άξια» να διατηρήσει αποικίες, όπως οι άλλες μεγάλες χώρες της Ευρώπης, αν και τις κατακτούσε. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι, η πατρίδα μας έχει ακόμη ελπίδες – παρά το ότι κινδυνεύει να μετατραπεί σε μία γερμανική αποικία».
.

Άρθρο

Δεν τοποθετηθήκαμε ποτέ δογματικά υπέρ ή κατά του ευρώ, αλλά είμαστε ανέκαθεν υπέρ της ενωμένης Ευρώπης – θεωρώντας πως αποτελεί τη μοναδική δυνατότητα της ηπείρου μας, εάν θέλει να επιβιώσει μελλοντικά στην εποχή της ασύμμετρης παγκοσμιοποίησηςΕιδικά όταν τα σύννεφα ενός καταστροφικού παγκοσμίου πολέμου αυξάνονται διαρκώς, με αρκετούς να πιστεύουν πως είναι πια πολύ αργά για να εμποδιστεί (πηγή).
Κατά την άποψη μας δε, η Ευρώπη κινδυνεύει τα τελευταία χρόνια από δύο κυρίως χώρες: αφενός μεν από τη Γερμανία, σε εκθετικά μεγαλύτερο βαθμό βέβαια, αφετέρου από την Ελλάδα, οι κυβερνήσεις της οποίας αδυνατούν να την επαναφέρουν σε σωστή πορεία (ανάλυση).
Περαιτέρω, οι αναφορές της ΕΚΤ, σύμφωνα με τις οποίες η Ευρώπη ανακάμπτει, έχοντας ανακτήσει το 40% των θέσεων εργασίας τα προηγούμενα δύο χρόνια, είναι δυστυχώς παραπλανητικές – δίνοντας την εντύπωση ότι συνεχίζει να υπηρετεί τη Γερμανία, όπως στο παρελθόν με τους απαράδεκτους εκβιασμούς της (άρθρο).
Ισχύει φυσικά το ότι, μετά το ζενίθ της κρίσης στα μέσα του 2013, δημιουργήθηκαν 2,2 εκ. θέσεις εργασίας στην Ευρωζώνη – αν και πολύ λιγότερες από τις 5,5 εκ. που χάθηκαν μεταξύ των ετών 2008 και 2013. Εν τούτοις, αυτό αφορά κυρίως τη Γερμανία, ενώ ο ευρωπαϊκός Νότος συνεχίζει να υφίσταται το μαρτύριο της ανεργίας, όπως διαπιστώνεται από το γράφημα που ακολουθεί.
.
ΓΡΑΦΗΜΑ - Εξέλιξη της αγοράς εργασίας στην Ευρωζώνη, μετά το 2008
.
Εκτός από τις μεγάλες διαφορές μεταξύ των κρατών, οι νέες θέσεις εργασίας είναι κυρίως με πολύ χαμηλούς μισθούς, σε κακοπληρωμένους κλάδους – ενώ, εάν η αγορά εργασίας συνεχίσει να ανακάμπτει με τον ίδιο ρυθμό, θα φτάσει στα επίπεδα του 2008 το 2018! Μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια δηλαδή, εάν δεν μεσολαβήσει μία νέα κρίση, η οποία είναι εξαιρετικά πιθανή.
Στο θέμα της ανεργίας, η σύγκριση της Ευρώπης με τις Η.Π.Α. είναι κάτι περισσότερο από απογοητευτική – παρά το ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες χάθηκαν πιο πολλές θέσεις εργασίας λόγω της κρίσης. Μετά από δύο χρόνια όμως η κατάσταση εκεί αντιστράφηκε, ενώ σήμερα έχει αυξηθεί κατά 2% σε σχέση με το 2008 – όταν στην Ευρώπη παραμένει μειωμένη κατά -2%.
Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται η εξέλιξη του ΑΕΠ (μαύρη καμπύλη), καθώς επίσης των θέσεων εργασίας (γαλάζια καμπύλη) στην Ευρωζώνη (αριστερά), καθώς επίσης στις Η.Π.Α. (δεξιά) – όπου και στις δύο χώρες το πρώτο τρίμηνο του 2008 θεωρείται ως το αρχικό έτος μέτρησης (=100).
.
ΓΡΑΦΗΜΑ - Ευρωζώνη, ΗΠΑ, ΑΕΠ, αγορά εργασίας, ανάπτυξη, μετά το 2008
.
Περαιτέρω, μία από τις πλέον απογοητευτικές διαπιστώσεις στην Ευρώπη είναι το ότι, τα δύο τρίτα (75%) περίπου των νέων θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν μετά το 2013, αφορούν μόνο δύο χώρες: τη Γερμανία (+592.000), καθώς επίσης την Ισπανία (+724.000). Η διαφορά όμως μεταξύ των δύο αυτών κρατών είναι τεράστια – αφού η απασχόληση στη Γερμανία είναι ήδη +5% μεγαλύτερη από το ξεκίνημα της κρίσης, ενώ στην Ισπανία είναι σχεδόν -15% χαμηλότερη.
Σύμφωνα τώρα με την ΕΚΤ, στις χώρες του μνημονίου (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία), δημιουργήθηκαν μετά το 2013 συνολικά οι ίδιες θέσεις εργασίας, όπως στις μεγαλύτερες (Γαλλία, Ιταλία). Ως εκ τούτου η κεντρική τράπεζα συμπέρανε ότι, οι διαρθρωτικές αλλαγές που επιβλήθηκαν ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά απαιτούν περισσότερο χρόνο – επειδή η αγορά εργασίας δεν είναι σε τέτοιο βαθμό απελευθερωμένη, όπως αυτή των Η.Π.Α., στις οποίες η προστασία των εργαζομένων απέναντι στις απολύσεις είναι πολύ μικρότερη!
Μία τρίτη διαφορά της Γερμανίας σχετικά με τις υπόλοιπες χώρες είναι το ότι, οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν σε αυτήν είναι σε πολύ μικρότερο βαθμό περιορισμένης διάρκειας, συγκριτικά με το παρελθόν – ενώ σε όλες τις άλλες το μεγαλύτερο μέρος τους είναι περιορισμένης διάρκειας.
Τέλος, μία από τις πιο δυσάρεστες πλευρές της ανάπτυξης είναι το ότι, οι νέες θέσεις εργασίας δεν αυξάνονται υποχρεωτικά σε εκείνους τους κλάδους που είχαν χαθεί – όπως συμβαίνει με τις κατασκευές, όπου συνεχίζουν να χάνονται, λόγω της φούσκας που είχε δημιουργηθεί στο παρελθόν. Το ίδιο συμβαίνει επίσης στη βιομηχανία της Γαλλίας και της Ιταλίας, όπου συνεχίζουν να μειώνονται – με τις νέες θέσεις να δημιουργούνται κυρίως στον κλάδο των υπηρεσιών, στο εμπόριο και στις μεταφορές.
Εύλογα βέβαια, αφού η Γερμανία εισάγει αχόρταγα κυρίως σοβαρές θέσεις εργασίας στη βιομηχανία, ενώ αδιαφορεί για αυτές στις υπηρεσίες – εφαρμόζοντας μία καταστροφική για τους εταίρους της μισθολογική πολιτική dumping, ενώ ουσιαστικά μονοπωλεί την ΕΚΤ προς όφελος της.
.

Επίλογος

Τεκμηριώνεται πως οι ασυμμετρίες εντός της Ευρωζώνης αυξάνονται αντί να ελαττώνονται ή, έστω, να εξισορροπούνται – ενώ δεν αφορούν μόνο τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών (+250 δις € για τη Γερμανία) αλλά, επίσης, την αγορά εργασίας.
Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις θα ήταν θαύμα η μη διάλυση της Ευρωζώνης – εκτός εάν η μία χώρα μετά την άλλη αποδεχθούν την ηγεμονία της Γερμανίας, καταλήγοντας προτεκτοράτα της όπως η Ελλάδα(άρθρο). Φυσικά αδυνατούμε να το πιστέψουμε, οπότε παραμένουμε στην πρώτη μας θέση: στη διάλυση της Ευρωζώνης, ευχόμενοι να είναι ελεγχόμενη.
 anhsyxia.wordpress.com

O μακρινός απόηχος μιας μεγάλης ιστορίας

O μακρινός απόηχος μιας μεγάλης ιστορίας
makedonika
Τη φωτογραφία την είδαμε στο ενδιαφέρον blog Benjamin conti, συνοδευόμενη από ένα ενδιαφέρον σχόλιο, ως αντιπαράδειγμα στην ελληνική εθνική αφήγηση. Όμως η φωτογραφία αυτή κρύβει-ευτυχώς- πολλά περισσότερα.

Ήρθε στην επιφάνεια μια φωτογραφία από χωριό της Φλώρινας το 1949. Η φωτογραφία, στο φόντο έχει ένα κτήριο με γραμμένα συνθήματα του ΔΣΕ υπέρ της «σοσιαλιστικής νίκης» γραμμένα στα ελληνικά και στα μακεδονικά. Θα πρέπει να ξεκινήσουμε με το τι λέει το σύνθημα: Da zivee slobodnata makedonija vo ramkite na narodnorepublikanskata balkaska fedеracija-Ζήτω η ελεύθερη Μακεδονία στους κόλπους της λαϊκοδημοκρατικής βαλκανικής ομοσπονδίας. Εδώ λοιπόν διακυβεύονται πολλά, πολλά περισσότερα από την κρίση  που προκαλεί στην εθνική (αριστερή και μη) αφήγηση η διγλωσσία του τοίχου. Εδώ είναι ο μακρινός απόηχος μιας πανέμορφης ιστορίας χαμένης και αντιφατικής. Σε μια εποχή που το κεφάλαιο ήταν στα Βαλκάνια η νέα θεϊκή δύναμη που εμφυσούσε ζωή στους νεκρούς αυτοκρατορικούς κρατικούς θεσμούς, που μεταμφίεζε το θάνατο σε πρόοδο. Με αφορμή λοιπόν μια φωτογραφία.

Τα Βαλκάνια σε κρίση και σε συγκρότηση.

Κατά τη διαδικασία της εθνικής-κρατικής συγκρότησης, όπως σωστά παρατηρεί ο M.Kroh, το κράτος ως έθνος αναπτύσσεται πλήρως όταν σχηματίσει αστική και εργατική τάξη, παραγωγικές δομές, διανοητική ελίτ, κτλ. Η εργατική τάξη, και η αστική υπάρχουν ως τέτοιες μόνο στα πλαίσια της κρατικής μορφής του κεφαλαίου. Αυτό είναι το κοινό τους έδαφος. Το κράτος είναι η πολιτική μορφή της ενότητας των αντίπλαων τάξεων. Γιαυτό και συμμετέχουναπό κοινού στην συγκρότηση του έθνους κράτους, καθώς από κοινού είναι αστικά υποκείμενα. Το έθνος κράτος δεν είναι απλά ένα ιδεολογικό/πολιτικό project της αστικής τάξης. Παρόλα αυτά, αυτή η ενότητα των υποκειμένων μέσα στο κράτος δεν μοιάζει δεδομένη, και τα υποκείμενα διεκδικούν μετά μέσα στο κράτος τις θέσεις και του συσχετισμούς δύναμης τους.Εκεί συνήθως, μετά την περίοδο της εθνικής απελευθέρωσης παρατηρούνται πολιτικές μετατοπίσεις ή διασπάσεις των «εθνικοαπελευθερωτικών» συμμαχιών, οι οποίες όμως έχουν σαν κοινό τους άξονα το κράτος στο βαθμό που διεκδικούν την χειραφέτηση των αστικών ρόλων και ταυτοτήτων. Το αν βέβαια μπορεί να σταθεροποιηθεί η κρατική υπόσταση με αυτούς τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς και με τα μοντέλα που προτείνουν οι διάφορες τάξεις είναι μια άλλη ιστορία, που συνήθως επιλύεται με λυσσαλέο εσωτερικό ανταγωνισμό. 

Το continuum των κομμουνιστικών/σοσιαλιστικών και αστικών κινημάτων σε μια μεταβατική περίοδο.

Καθώς ήταν περίοδος μετάβασης, οι άνθρωποι τότε απέναντι σε διάφορα χαρακτηριστικά του κεφαλαίου αντλούσαν παραδείγματα αντίστασης από το προκαπιταλιστικό/προ-εθνικό παρελθόν τους, από τις αναπαραστάσεις μιας ζωής αποκεντρωμένης, μη εντατικοποιημένης, μικτής ταυτοτικά -ακόμα και πάνω στο ίδιο το άτομο, όχι μεταξύ ατόμων ή ομάδων μόνο- ατόμων που είχαν μάθει να ζουν και να κινούνται στον ενιαίο ανομοιογενή χώρο της βαλκανική οθωμανικής αυτοκρατορίας. Και προσπαθούσαν με κάποιο τρόπο να συνδυάσουν αυτά τα βιώματα του παρελθόντος με τα «όποια πλεονεκτήματα» του κεφαλαίου ή του έθνους κράτους ή βάσει αυτών των βιωμάτων να αντισταθούν σε άλλα στοιχεία των νέων μορφών κοινωνικής οργάνωσης του κεφαλαίου που θεωρούσαν αρνητικά. Δεν συνειδητοποιούσαν ακόμα ότι αυτοί οι κόσμοι ήταν εκ διαμέτρου αντίθετοι, η ετερογενής αγροτική κοινωνία του παρελθόντος δεν συνδυαζόταν με το νεωτερικό έθνος-κράτος. Χρειάστηκαν τραγικά γεγονότα, πολύ αίμα και συντριπτικές ήττες, όπως πάντα, για να βρεθεί αυτή η ιστορική γνώση. Στο πλαίσιο αυτό δημιουργήθηκε ένα ευρύ φάσμα πολιτικών θέσεων που αναμείγνυαν απόπολιτικές θέσεις του κεφαλαίου, του έθνους κράτους, του εμπορίου και της εκ-βιομηχάνησης με μια παράλληλη καχυποψία για τις πολύ σφιχτές εθνικές ταυτότητες μέχρι θέσεις που τις απέρριπταν εντελώς.
Στα πλαίσια του αναδυόμενου λοιπόν καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στα Βαλκάνια, στην πραγματική υπαγωγή του πλέον, αναδύθηκαν δύο μορφές κινημάτων και δύο κεντρικές ιδέες. Η μία πλευρά ήταν τα μαζικά, λαϊκά αστικά κόμματα, και διάφορες εθνικιστικές και πατριωτικές φιλεργατικές οργανώσεις που προωθούσαν την ιδέα της εθνικής ανεξαρτησίας ως χειραφέτησης, της συγκρότησης έθνους κράτους, σύγχρονου, καπιταλιστικού, δημοκρατικού ή μοναρχικού και εθνικού, ανεξάρτητου από την Οθ. Αυτοκρατορία. Αυτά τα κινήματα, είτε είχαν πιο μοναρχικό χαρακτήρα, είτε πιο αστικοδημοκρατικό, στηρίχθηκαν από πλατιά κομμάτια νέων εργατών, μικροεπαγγελματιών και αστών/διανοούμενων. Υπήρξαν τότε και ελάχιστες αριστερο-πατριωτικές οργανώσεις που είχαν μια τέτοια γραμμή δίνοντας έμφαση στο εργατικό στοιχείο, αλλά πάντα στα πλαίσια ενός ανεξάρτητου κυρίαρχου κράτους. Πάντως μέχρι το 1924 αυτές οι οργανώσεις ήταν λίγες, και την πολιτική ατζέντα του έθνους κράτους την μονοπωλούσαν οι «λαϊκοί-εθνικιστές», Από την άλλη δημιουργήθηκε η ιδέα τηςΒαλκανικής ομοσπονδίας, ήδη από πολύ νωρίς. Εδώ υπάρχουν πολλές διαφοροποιήσεις οι οποίες αλληλοκαλύπτονται μερικές φορές με τις αμιγώς εθνικές δυνάμεις.

Η βαλκανική ομοσπονδία σε διαφορετικές εκδοχές και προσλήψεις. Μια γενεαλογία

Θα πρέπει να ξεκαθαριστεί εξ αρχής ότι για την περίοδο που μιλάμε, καμιά θέση δεν είναι ξεκάθαρη, οι όροι εθνικιστής/διεθνιστής, αριστερά/δεξιά κτλ, δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία ή δεν νοούνται ακριβώς με τους όρους του σήμερα και γιαυτό θα μπαίνουν σε εισαγωγικά.. Τότε όλοι ήταν επαναστάτες του καινούριου, του κεφαλαιοκρατικού κόσμου. Η ιδέα τότε της βαλκανικής ομοσπονδίας στηρίχθηκε από δύο πλευρές γιαυτό και υπάρχουν αρκετές εκδοχές της. Από τη μία κομμάτια της παλιάς πολυπολιτισμικής εμπορικής αστικής τάξης της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δεν έβλεπαν θετικά την εθνική κατάτμηση του ενιαίου Βαλκανικού χώρου ενώ για αυτές αποτελούσε και δύσκολο πρόβλημα το ζήτημα της εδαφικοποίησης του έθνους σε μια τόσο ανομοιογενή και στενά γεωγραφική περιοχή, η ιδέα της ομοσπονδίας ή της οικοδόμησης μιας ευρύτερης ταυτότητας και κρατικής οντότηταςαποτελούσε μια κάποια λύση. Από την άλλη κομμάτια κυρίως της βαλκανικής υπαίθρου, μικτά πολιτισμικά, ανομοιογενή, διάσπαρτα κατανεμημένα και σε μεγάλο βαθμό νομαδικά, έβλεπαν ότι η εθνική συγκρότηση θα έθετε όρια στην δραστηριότητα τους. Από αυτά τα κομμάτια προήλθε η πιο ριζοσπαστική εκδοχή της βαλκανικής ομοσπονδίας .Οι δύο αυτές τάσεις δεν θα πρέπει να ιδωθούν εντελώς αντιθετικά, αλλά σαν συγκοινωνούντα δοχεία .

Η πρώτη φορά που διατυπώνεται η ιδέα μιας βαλκανικής ομοσπονδίας δεν είναι από τα «αριστερά». Αντίθετα διατυπώνεται από τα «δεξιά», από κύκλους ρομαντικών-volkisch διανοούμενων στη Βουλγαρία και τη Σερβία. Αυτοί ήθελαν να επιλύσουν με κάποιο τρόπο το ζήτημα της απελευθέρωσης από την οθωμανική αυτοκρατορία και την καθυστερημένη τεχνολογική/εμπορική και οικονομική της επικηδεμονία και ταυτόχρονα το τι θα γινόταν με το γλωσσικό και πολιτιστικό φάσμα των αγροτικών πληθυσμών, που έμοιαζε περισσότερο με ένα ετερογενές νομαδικό συνεχές παρά με κάτι σταθερό και ξεκάθαρο. Επίσης έβλεπαν με καχυποψία όπως ήδη αναφέρθηκε τον σκληρό εθνικό οικονομικό κατακερματισμό των Βαλκανίων και πίστευαν ότι θα πρέπει να υπάρχει ένας ενιαίος φορέας ή μια ομοσπονδία. Αυτό ξεκινά ήδη από αστούς διανοούμενους όπως ο Ljudevit Gaj το 1830 ο οποίος στη Σερβία προσπαθούσε επίμονα να διατυπώσει μια κοινή βαλκανική-σλαβική κατα βάση- γλώσσα. Η τάση αυτή δέχτηκε σκληρή κριτική από την καθαρά εθνική τάση των αστών διανοούμενων που προωθούσαν μια ιδέα εθνικής επανάστασης στα Βαλκάνια. Από το 1908 και μετά, αυτή η ιδέα εμφανίζεται ιδιαίτερα δημοφιλής και στα «λαϊκά στρώματα» των πόλεων της βαλκανικής. Τόσο στην περιοχή της σημερινής Βουλγαρίας όσο και στη περιοχή τη Γιουγκοσλαβίας εμφανίζεται η ιδέα ενός ενιαίου ή ομοσπονδιακού βαλκανικού κράτους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων αστικών δυνάμεων που στήριζαν την ιδέα ενός ομόσπονδου ή συνομοσπονδιακού κράτους στα Βαλκάνια ήταν η οργάνωση της «νέας Βοσνίας», το «Γιουγκοσλαβικό κομιτάτο»,[1] ενώ χαρακτηριστικότερο παράδειγμα στην Βουλγαρία αποτελούσε το κόμμα και η κυβέρνηση Αγροτών, ένα κόμμα κεντρώο/αστικοδημοκρατικό, φανατικά ενάντια στις απεργίες ή το σοσιαλισμό το οποίο όμως υποστήριζε την ιδέα μια βαλκανικής συνομοσπονδίας και τελικά γιαυτό ανατράπηκε από εθνικιστές. Τέκνο ή διασημότερη έκφραση αυτής της ευρύτερης τάσης μπορούμε να πούμε ότι αποτελεί ο «γιουγκοσλαβισμός» μια ιδέα που προωθούσε την ένωση των νότιων σλάβων κάτω από διάφορες μορφές κρατικής οργάνωσης, προωθώντας μάλιστα από ένα σημείο και μετά, κυρίως μετά τον Α’Παγκόσμιο πόλεμο την ιδέα ενός ενιαίου γιουγκοσλαβικού έθνους.

Η δεύτερη εκδοχή ήταν αυτή που άρχισε να εμφανίζεται μαζικά μεταξύ των βαλκάνιων αγροτών ήδη από το 1890, όταν ήταν εμφανές ότι ο τρόπος ζωής τους ήταν αυτός που βαλλόταν περισσότερο. Μεταξύ των βούλγαρων, βλάχων και άλλων σλαβόφωνων αγροτών των Βαλκανίων και ιδιαίτερα της περιοχής της Βουλγαρίας-Μακεδονίας, εμφανίζεται η εκδοχή για μια αναρχική/αγροτική ομοσπονδία όλων των εθνοτήτων. Την ιδέα αυτή εκφράζουν μέσα από πλήθος οργανώσεων. Εκεί αρχίζουν να εμφανίζονται αναρχικές και ομοσπονδιακές ιδέες μεταξύ των αγροτών, ως μορφή αντίστασης στην διαφαινόμενη εθνικοποίηση και προλεταριοποίηση του πληθυσμού. Αυτή η πολιτική τάση ήταν η άρνηση της νέας εργατικής ταυτότητας και η υπεράσπιση της νομαδικής και αγροτικής κοινωνίας. Πουθενά στα τότε γραπτά των πρώτων βούλγαρων διανοητών και μαχητών, δεν υπάρχει η λέξη προλετάριος. Από την άλλη υπάρχει πλήθος αναφορών στην πολυπολιτισμικότητα. Οι οργανώσεις που τους εκφράζουν είναι ανώνυμες και αντιφατικές. Η πιο γνωστή, η BMPO(ΕΜΕΟ-εσωτερική μακεδονική επαναστατική οργάνωση) ήταν μια ιδιαίτερη, πολύπλοκη και αντιφατική περίπτωση αλλά ιδιαίτερα πολυπληθής τότε. Ειρωνικά, σήμερα τόσο στη Μακεδονία όσο και στην Βουλγαρία είναι ακροδεξιά οργάνωση. Ξεκίνησε όμως ως μια περίεργη χαλαρή συμμαχία/συντονισμός μεταξύ εθνικιστών που στήριζαν τον ιδιαίτερα πυκνό σλαβικό  αγροτικό πληθυσμό της παρακμάζουσας οθωμανικής Μακεδονίας, και σοσιαλιστών/κομμουνιστών και αναρχικών που υποστήριζαν την αντικατάσταση της οθωμανικής αυτοκρατορίας με μια αγροτική ομοσπονδία η οποία να μη ταυτίζεται ούτε με την Ελλάδα, ούτε με τη Σερβία ούτε με τη Βουλγαρία. Ο όρος «μακεδόνας» εδώ χρησιμοποιείται από τους αγρότες επαναστάτες ως «ομπρέλα». Κατά την εξέγερση του Ίλιντεν, αλλά και λίγο πριν είναι γνωστό ότι ανα περιοχή, ανάλογα με την πολιτική τάση που επικρατούσε μεταξύ των «οπλαρχηγών»  έγιναν και διαφορετικά κοινωνικά πειράματα, όπως η «Δημοκρατία του Κρούσεβο» ή οι βαρκάρηδες της Θεσσαλονίκης(γκεμίτζιτε). Παρόλα αυτά οι εθνικοί ανταγωνισμοί, το μίσος, και κυρίως η ανασφάλεια που δημιουργείται να μην είσαι υποκείμενο κανενός κράτους σε ένα κόσμο οργανωμένο από κράτη, μετά την ήττα του Ίλιντεν και την άγρια και μαζική καταστολή του κινήματος της μακεδονικής αυτονομίας από την Ελλάδα, τη Οθωμανική αυτοκρατορία και τη Βουλγαρία μαζί, η ΕΜΕΟ πρακτικά διαλύθηκε, η δεξιά και η αριστερή πτέρυγα αρχίζουν απόπειρες δολοφονιών η μια στην άλλη. Οι πιο αριστερές φράξιες της ή δολοφονήθηκαν ή εντάχθηκαν σε αριστερά κόμματα που δραστηριοποιούνταν στις γύρω χώρες, με μερικού από αυτούς να είναι πρωτοκλασάτα ονόματα στα ιδρυτικά στελέχη της Φεντερασίον της Θεσσαλονίκης αλλά και των Βουλγάρικων και μακεδονικών κομμουνιστικών κομμάτων, ενώ η δεξιά πτέρυγα της οργάνωσης, θα στραφεί ανοιχτά προς τον βουλγάρικο εθνικισμό. Σε όλα αυτά, καθοριστικός είναι ο ρόλος των αγροτών της περιοχής, όπου μετά την αποτυχία των διάφορων «σοσιαλιστικών πειραμάτων» και την ελληνική και βουλγαρική τρομοκρατία στην περιοχή, στράφηκαν σταδιακά προς την ιδέα του έθνους κράτους, και άρχισαν να διεκδικούν την ένταξη τους με εθνικούς όρους σε διάφορα από τα γύρω κράτη. Από εδώ, η πολυπολιτισμικότητα της Μακεδονίας, οι αντιφατικές πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις της εποχής, μιας εποχής μετάβασης, συνδέουν το ζήτημα της Βαλακανικής Ομοσπονδίας με το Μακεδονικό ζήτημα.

Η τρίτη εκδοχή είναι η πιο ενδιαφέρουσα και συνδυάζει τις παραπάνω. Η εθνική αφήγηση που θα επικρατήσει τελικά μέσα σε ένα έθνος κράτος, είναι μια πολύπλοκη διαδικασία και φυσικά είναι αποτέλεσμα ανταγωνισμού. Αυτός ο ανταγωνισμός παίρνει τη μορφή εθνοκαθάρσεων, σφαγών, πολέμων κτλ. Μετά το 1904 η ιδέα ενός Βαλκανικού ενιαίου χώρου χωρίς κράτος έχει εγκαταλειφθεί. Οι εντάσεις ανεβαίνουν. Οι πιο αριστερές τάσεις του γεωγραφικού αυτού χώρου αρχίζουν να μιλούν για συγκρότηση εθνικών κρατών-καθώς ο θεσμός του κράτους είχε αποδείξει πολλάκις τη δυναμική του, και θα το έκανε ξανά- τα οποία θα μπορούσαν να προστατέψουν τις αντίστοιχες εθνότητες και μετά θα ενωνόταν σε μια βαλκανική σοσιαλιστική ομοσπονδία. Εδώ αρχίζει να αναδύεται το Μακεδονικό ζήτημα ως εθνικό ζήτημα και φυσικά η ομογενοποιητική και κανονιστική λειτουργία του κρατικού μηχανισμού μπαίνει εδώ από το «παράθυρο». Η γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας, κατοικημένη από πλήθος ομάδων με διαφορετικές γλώσσες ή και διαλέκτους, κυρίως αγροτικές, ήταν το τελευταίο κομμάτι που είχε μείνει κάτω από οθωμανικό έλεγχο μέχρι και το 1912, όταν γύρω γύρω είχε αρχίσει ήδη η εθνική ομογενοποίηση εντός των χωρών, στη Σερβία και στη Βουλγαρία χτίζονται σταδιακά κεντρικά εκπαιδευτικά συστήματα με τυποποιημένες γλώσσες από τα κράτη. Η Μακεδονία παραμένει ένα ανομοιογενές κομμάτι ανάμεσα σε ομογενοποιημένα. Σταδιακά από τους διάφορους σοσιαλιστές που συμμετέχουν σε διάφορες λενινιστικές οργανώσεις εμφανίζεται η ιδέα ότι μόνο ως διακριτό κράτος, εντός μιας βαλκανικής ομοσπονδίας θα μπορούσε αυτή η περιοχή να γλυτώσει τις σφαγές, ένα κράτος αρχικά εξ ορισμού πολυπολιτισμικό. Παρόλα αυτά ήδη είχε αρχίσει να διαφαίνεται ότι η στρατηγική της συγκρότησης κράτους, όποιο και αν είναι το αρχικό κοινωνικό υλικό της, έχει εμμενώς κανονιστική και ομογενοποιητική λειτουργία. Κοντολογίς το κράτος και η κοινωνία κάτω από αυτό, πάντα έχει και προσδίδει διαλεκτικά στην κοινωνία μοναδιαίο χαρακτήρα. Ίσως όχι απαραίτητα γλωσσικά, αλλά μια συλλογική ταυτότητα βασισμένη σε «κάτι» το οποίο ειναι αποτέλεσμα και ταυτόχρονα προϋπόθεση της παραγωγικής εξουσίας του κράτους. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα όταν τα βαλκανικά κράτη συζητούσαν μεταξύ τους για τη συγκρότηση της ομοσπονδίας, δεν μπορούσαν ταυτόχρονα να απολέσουν πλήρως της εθνικές αξιώσεις επί συγκεκριμένων εδαφών, και κυρίως για τη Μακεδονία.

Οι διάφοροι σοσιαλιστές της ΒΜΡΟ μετά το 1904 φεύγουν και εισέρχονται σε σοσιαλιστικά κόμματα της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας των νεότουρκων αργότερα. Κομβικό ρόλο σε αυτές τις ζυμώσεις αρχίζει να παίζει ο  ρωσομαθής βούλγαρος Ντιμιτάρ Βλαγκόεβ. Ο Βλαγκόεφ συνδεδεμένος με τους επαναστατικούς κύκλους της Μόσχας ήδη από το 1885, γυρίζει ήδη το 1903-1904 στη Βουλγαρία όπου και διασπά το μικρό τότε Σοσιαλιδημοκρατικό-Βουλγαρικό κόμμα, σε «στενούς σοσιαλιστές» τους πιο ριζοσπάστες οι οποίοι υποστηρίζουν φανατικά την ιδέα μιας Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας, και των «πλατειών σοσιαλιστών, πιο επικεντρωμένων στην εθνική συγκρότηση της Βουλγαρίας. Το κόμμα των «στενών» σοσιαλιδημοκρατών θα γίνει η μαγιά για το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό κόμμα, μετά από ζυμώσεις τόσο στη Βουλγαρία όσο και στην Ρωσία, στον περιβόητο κύκλο «Γιουγκοσλάβων Κομμουνιστών». Μέσω αυτών των ομάδων, και η ΕΣΣΔ ήταν υπέρ της συγκρότησης μιας μεγάλης ομοσπονδιακής δημοκρατίας στα Βαλκάνια, αν και μάλλον απ’ ότι φάνηκε μετά, η στάση της ήταν περισσότερο εργαλειακή παρά «κομμουνιστική». Κατά το 1922-1924 η ΕΣΣΔ μέσω του ΒΚΚ αλλά και των άλλων κομμουνιστικών κομμάτων της περιοχής επιχειρεί να ανασυστήσει το σχέδιο της Βαλκανικής ομοσπονδίας, ως μια συνομοσπονδίαεθνών κρατών μέσω α) της πίεσης και της αναγνώρισης ότι όχι απλά η Μακεδονία είναι πολυπολιτισμική, αλλά την αποδοχή της ύπαρξης Μακεδονικού έθνους που έχει δικαίωμα στον αυτοκαθορισμό και β) μέσω της προσπάθειας επανάκτησης της συνεργασία με τη[2] ΒΜΡΟ η οποία όμως απέτυχε, καθώς είχε πλέον πάρει σαφώς φιλοβουλγαρικό εθνικό/εθνικιστικό χαρακτήρα. Εδώ θα πρέπει να υπενθυμίσουμε όμως ότι η κατάσταση στο «έδαφος» ήταν ιδιαίτερα αντιφατική και πολύπλοκη, η διαδικασία εθνοποίησης είχε πάρει άλλες διαστάσεις. Τα σχέδια για μια βαλκανική ομοσπονδία ήταν περισσότερο σχέδια επί χάρτου παρά πραγματικές δυνατότητες.

Η ВМРО , πραγματικά δραστήρια στη περιοχή είχε πλέον φιλοβουλγαρικό χαρακτήρα, ενώ μεγάλο κομμάτι των σλαβόφωνων είχε μετακινηθεί λόγω των εχθροπραξιών των προηγούμενων ετών  στις αντίστοιχες χώρες. Ταυτόχρονα ο ερχομός των προσφύγων στη Μακεδονία τάραξε και άλλαξε τα δεδομένα τόσο γλωσσικά όσο και πολιτικά. Για αυτούς η ιδέα μιας Βαλκανικής ομοσπονδίας, με μια «ανεξάρτητη πολυπολισμική μακεδονική κρατική οντότητα» ήταν κάτι ξένο όπως ήταν αναμενόμενο. Παρόλα αυτά η διαμεσολάβηση του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και οι κοινωνικές ανακατατάξεις που επέφερε κυρίως στη Μακεδονία, υπέσκαψαν τις πραγματικές κοινωνικές βάσεις ενός τέτοιου project. Παρόλα αυτά, το σχέδιο έμεινε αρκετά δημοφιλές, ως μακρινός απόηχος της πολυπολιτισμικής  ιστορίας του, μεταξύ των σλαβομακεδόνων της ελληνικής επικράτειας και κάποιων βλάχων, οι οποίοι έστω και στη συγκρότηση μιας κρατικής οντότητας στα πλαίσια μιας βαλκανικής ομοσπονδίας έβλεπαν τον μοναδικό τρόπο μη εκτοπισμού ή άγριας καταστολής. Το ΚΚΕ κάτω από τη πίεση των προλετάριων προσφύγων είναι το πρώτο που αποχωρεί από το σχέδιο το 1935. Το 1949 κάθε υπόνοια του σχεδίου εγκαταλείπεται. υπό την πίεση των αλλαγών της ταξικής πάλης και του εθνικού ζητήματος των προσφύγων από τη Μ. Ασία που συνέρρεαν στους κόλπους του ΚΚΕ στην Ελλάδα, και ήταν ιδιαίτερα αρνητικοί σε ένα τέτοιο σενάριο. Η βάση είχε αλλάξει δραματικά. Οι περιπέτειες του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και μετά, με τη ρήξη πλέον μεταξύ Τίτο, ΕΣΣΔ και Βουλγαρίας έπαιξαν επίσης ρόλο, καθώς ο Τίτο πλέον μέσω του Γιουκοσλαβισμού φαίνεται να προωθεί ένα σενάριο κρατικής ομοσπονδίας. Το ΚΚΕ αρχίζει να μιλάει για μια αόριστη νίκη της ΕΣΣΔ στα Βαλκάνια που θα λύσει το πρόβλημα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν συζητά για αλλαγή συνόρων. Η ΝΟΦ  η σλαβομακεδονική οργάνωση του ΔΣΕ που υιοθετούσε ακόμα την θέση περί βαλκανικής ομοσπονδίας ανεξάρτητων κρατών μένει ουσιαστικά ξεκρέμαστη[3]. Το ΚΚΕ παρεμβαίνει. Η ΝΟΦ στο 5ο συνέδριο του ΚΚΕ το 49′ φιμώνεται. Μετά το ζήτημα έληξε. Ο εμφύλιος τέλειωσε. Η ιστορία ξεχάστηκε .

Το παιδί με το σκυλί, στέκεται μπροστά σε ένα τοίχο, με μια χαμένη ιστορία αγροτικών και εθνικών αγώνων 100 χρόνων από τη στιγμή της φωτογραφίας. Μιας ιστορίας που ήταν -κατά τον γράφοντα- δεδομένο να αποτύχει. Όλη η ιστορία των εθνών κρατών των Βαλκανίων είναι γραμμένη εκεί. Κάποιος χωριάτης, κάπου εκεί, έστω και διαστρεβλωμένο, είχε ακόμα το όνειρο της ξακουστής  άλλοτε βαλκανικής ομοσπονδίας.

Υποσημειώσεις.
[1] Η/ο αναγνώστρια/ης θα πρέπει να έχει στο νου του ότι η σχέση μεταξύ της Σερβικής εθνικής ιδέας, του γιουγκοσλαβισμού, του γιουγκοσλαβικού Κομιτάτου και της εθνικής ιδέας της Σερβίας δεν είναι εντελώς αντιπαραθετικές. Αν και είναι αλήθεια ότι οι Σέρβοι και οι Κροάτες εθνικιστές έβλεπαν πολύ αρνητικά το Γιουγκοσλαβικό σενάριο, από ένα σημείο και μετά είδαν σε αυτό το σχέδιο έναν πιο αποτελεσματικό τρόπο και μέσο για την πλήρωση των σχεδίων τους. Αυτό αποτυπώνεται ξεκάθαρα στις εσωτερικές εντάσεις και διασπάσεις του ίδιου του κομιτάτου.
[2] Την ίδια περίοδο διάφορες λιγότερο εθνικιστικές φράξιες ή αριστερές της ΒΜΡΟ συνεργάζονται τόσο με την σχετικά φιλελεύθερη κυβέρνηση του Σταμπλίνσκι όσο και με το ΚΚΒ. Με τον Σταμπλίνσκι από το 1922 συνεργάζεται μια ομάδα απου ονομαζόταν «ομοσπονδιακή μακεδονική οργάνωση», διάσπαση της BMPO, η οποία προωθεί όπως και ο ίδιος ο Σταμπολίνσκι μια γιουγκοσλαβική έκδοση της Ομοσπονδίας. Από το 1923 με τα κομμουνιστικά κόμματα συνεργάζεται μια φράξια της ΒΜΡΟ η οποία μετά το 1924 και την αποτυχία των διαπραγματεύσεων με την ΕΣΣΔ θα αποχωρήσει από την ΒΜΡΟ και λίγο αργότερα θα ενταχθεί στο ΒΚΚ
[3] Σε μια περίοδο που τα γύρω γύρω κράτη είχαν σαφώς εθνικοποιηθεί και ομογενοποιηθεί, η ομοσπονδιακή ιδέα της ΝΟΦ δεν ήταν παρά μια απατηλή εκδοχή, ένα φάντασμα του μακρινού της παρελθόντος. Η ιδέα που προωθούσε η ΝΟΦ ήταν στη πραγματικότητα και αυτή εθνική και δεν χρίζει κάποιας ιδιαίτερης πολιτικής υπεράσπισης, αν και έχει ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον. Εδώ είναι η πραγματική απόδειξη ότι τα έθνη «ούτε κατασκευάζονται» από τα πάνω, από την αστική τάξη ούτε από το κράτος, αλλά ούτε και είναι αυθύπαρκτα ιστορικά.Είναι ιστορικές κατασκευές, όχι κρατικές κατασκευές, είναι πραγματώσεις ενός υποκειμένου χωρίς υποκείμενο, του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της ομογενοποιητικής κοινωνικής του διαδικασίας. Τα έθνη είναι πρώτα και κύρια αμοιβαίοι ετεροπροσδιορισμοί, μεταξύ δύο κοινοτήτων που σχηματίζονται και τείνουν να ομογενοποιούνται από τη καπιταλιστική κυκλοφορία και να αποκλείουν η μια την άλλη από την άμεση σφαίρα κυκλοφορίας τους. Τα έθνη είναι κοινωνικά παράγωγα, υπάρχουν ως τέτοια μόνο σε σχέση μεάλλα έθνη ως εξωτερικούς προσδιορισμού τους. Η δημιουργία ενός έθνους στην άκρη του κόσμου, συνεπάγεται άμεσα τη δημιουργία του τελευταίου στην άλλη άκρη. Τα σύνορα είναι πάντα διπλά όρια, είναι τέλος αλλά και αρχή άλλων εθνών/κρατών, Τα πολλά έθνη είναι η αναγκαία προκείμενη για την ύπαρξη του ενός, γιαυτό και ποτέ αστικές κριτικές εθνικισμού δεν θα τον ξεπεράσουν τελικά ποτέ. Από τη στιγμή που οι γύρω χώρες άρχισαν να ομογενοποιούν το εσωτερικό τους με βάση την εθνική τους ιδέα, είναι δεδομένο ότι και το μακεδονικό ζήτημα και όρος από ζήτημα ομπρέλα, θα έπαιρνε de facto χαρακτήρα κρατικής οντότητας όπως και πήρε, άμεσα μετά το 1904, όταν όλοι είδαν ότι τα έθνη κράτη ήρθαν για να μείνουν ως μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Η ιδέα μιας βαλκανικής ομοσπονδιας ομοιογενών κρατών, ήταν το αποτέλεσμα της ήττας των αγροτικών επαναστάσεων στα Βαλκάνια., ήταν το απομεινάρι αυτή της κουλτούρας που παραδεχόμενη την ήττα προσπαθούσε να κρατήσει κάτι από το παρελθόν της. Αυτό φαίνεται και από το ότι οι Σλαβομακεδόνες κομμουνιστές έγιναν με εθνικούς όρους φίλα προσκείμενοι στο Μακεδονικό σοσιαλιστικό κράτος, που άρχισε έντονη διαδικασία γλωσσικής ομογενοποίησης από το 1945 και μετά, αλλά και ότι δεν είχαν λύση για το πραγματικό πρόβλημα που προέκυπτε από το αίτημα τους «τι θα γινόταν με όσους και όσες, για οποιοδήποτε λόγο, δεν ήθελαν να ενταχθούν σε ένα άλλα κράτος στη περιοχή τους» Βρίσκονταν δηλαδή στο ίδιο πρόβλημα που είχε και το ΚΚΕ από το 1924 και μετά, αλλά από την αντίστροφη.

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

Ο νέος χρόνος και ο μύθος του Σίσυφου



Γιώργος X. Παπασωτηρίου 


Αντιφατικός, γι’ αυτό τραγικός ο απολογισμός του χρόνου που παρέρχεται. Αλλά και ο νέος χρόνος μοιάζει σκοτεινός. Ανεργία, φτώχια, εξαθλίωση είναι οι λέξεις της καθημερινής κατατρομοκράτησής μας. Όχι, δεν είναι η αγωνία θανάτου πλέον ο σηματωρός για την ιδιοποίηση του νοήματος της ύπαρξής μας, αλλά αυτό το άγνωστο που μας τσακίζει το νου και την ψυχή κάθε λεπτό, κάθε στιγμή. Η δεινή πραγματικότητα της ανθρώπινης κατάστασης, ήτοι το οδεύειν προς θάνατον δεν μοιάζει τόσο δραματικό όσο αυτό το ζωντανό μαρτύριο, η εν ζωή αφαίρεση της αξιοπρέπειας και της κυριότητας του εαυτού. Γιατί, κάποτε, η συμφιλίωση με το μαύρο Τίποτα μπορεί να κάνει τη ζωή να εμφανίζεται ακόμα φωτεινότερη. Αλλά αυτή η αναμέτρηση με το άγνωστο δεν μπορεί να επιφέρει τη συμφιλίωση, αφού δεν είναι ούτε εντελώς ζωή ούτε εντελώς τίποτα.

 

Τώρα τίποτα δεν είναι προβλέψιμο. Μόνο ανεργία, κρίση, φτώχια, πόλεμος, προσφυγιά. Διακλαδιζόμενες φωνές, περιπλέκονται μεταξύ τους χαοτικά, διατυπώνοντας το αγωνιώδες ερώτημα: Τι Θα γίνουμε; Οι ήχοι μπλέκονται στο δίχτυ της αγωνίας, στο δίχτυ της μαύρης προοπτικής της φτώχειας. Εμείς τι μπορούμε να αντιτάξουμε στο σκοτάδι αυτό; Κατ’ αρχήν οφείλουμε να αντισταθούμε στο φόβο και στον τρόμο που μας εμβάλλουν αδιαλείπτως. Η τρομοκρατία δεν πρέπει να παγώσει τα κύτταρά μας, ακυρώνοντας αξίες όπως η αξιοπρέπεια και η ελευθερία. Έχουμε χρέος απέναντι στα παιδιά μας να αρνηθούμε αποτελεσματικά τους καιάδες της εξαθλίωσης. Να επανεφεύρουμε τους θεσμούς της συλλογικότητας προσαρμοσμένους στη σύγχρονη πραγματικότητα. Αλλά ούτε ο κόσμος μπορεί να γίνει κατανοητός, ούτε να εμπνευσθεί, ούτε μία αλλαγή να διαρκέσει αν δεν έχει τη δική της Ποίηση, το δικό της περιεχόμενο. Αλλά ποιος θα «τραγουδήσει» σήμερα τον πολιτισμό της φτώχειας και το προσφάϊσμα της ζωής, ποιος ποιητής, ποιος Δάντης θα μιλήσει γι’ αυτό το «χάνι του πόνου»; Ποιοι θα είναι οι ρινηλάτες του νέου κόσμου; Αν ο Αυγουστίνος είπε «Είμαι, με γνωρίζω, με αγαπώ», εισάγοντας την ατομικότητα, ποιος νέος Απολλινάριος θα πει ότι «στον άνθρωπο η αρχή της ενέργειας είναι το εμείς, το ύψιστο κομμάτι του είναι, το υπέρ την ψυχή και το σώμα»; Πως θα συναρτηθεί το Εμείς με την ελευθερία της ατομικής συλλογικότητας; Είναι αυτό δυνατό στον κόσμο του κατέχειν και όχι του Είναι; Είναι δυνατό, γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Προτείνεται, λοιπόν, αντί του καταναλωτικού ανθρώπου, ο ποιητικός ή δημιουργικός άνθρωπος που αρνείται τον καταναλωτισμό. Αντιθέτως, μάλιστα, επιδιώκει τη δημιουργία εναλλακτικών τρόπων ζωής, όπου ο καθένας θα είναι ποιητής της δικής του ύπαρξης. Η πρόταση αυτή προϋποθέτει ένα άλλο οικονομικό μοντέλο, μία άλλη κουλτούρα και μία διαφορετική οικονομία της ύπαρξης. Μάλιστα, εκτιμάται ότι οι άνθρωποι της δημιουργίας (όσοι εργάζονται ως «δημιουργοί» και όχι μόνο από ανάγκη), αυτοί που εργάζονται στην οικονομία της γνώσης, της πληροφόρησης, της επικοινωνίας και της κουλτούρας –γενικότερα της σκέψης- θα μπορούσαν να συστήσουν το «ποεταριάτο»(Rene Edme), τους δημιουργούς που θα μπορούσαν να γίνουν το νέο υποκείμενο της ιστορίας. Γιατί «Σκέφτομαι σημαίνει ξαναμαθαίνω να βλέπω, να παρατηρώ, να κατευθύνω τη συνείδησή μου, να δημιουργώ με κάθε ιδέα και με κάθε εικόνα, όπως ο Προυστ, έναν τόπο προνομιακό… (Καμύ: Ο Μύθος του Σίσυφου).

πηγή:
http://www.artinews.gr/

Όταν η μοναξιά συνάντησε τη ματαιοδοξία, γεννήθηκε το Facebook

«Οι διαπροσωπικές σχέσεις πέρασαν σε νέο επίπεδο και η προθυμία μας να ξεμπροστιάζουμε κάθε τι προσωπικό και ιδιωτικό μας, χωρίς κανένας να μας υποχρεώνει άμεσα έγινε και αυτό αυτονόητο. Πλέον δε φωτογραφιζόμαστε για την ανάμνηση μιας ωραίας στιγμής, αλλά για να προβάλλουμε τις φωτογραφίες μας στο Facebook, ξορκίζοντας ανασφάλειες και ταΐζοντας τη ματαιοδοξία του ασήμαντου στα σημαντικά εαυτού μας.

Ανέραστη διαδικασία κάθε φωτογραφία, κρύα, υποκριτική διαδικασία. Μέχρι χθες περπατούσαμε στο δρόμο αποπνέοντας ο ένας στον άλλο μυστήριο και γοητεία για αυτό που μέσα μας κρυμμένο μας έκανε δεκαδικούς πολύπλοκους, σήμερα όλοι ακέραιοι απολαμβάνουμε το μεγαλείο της απολυτότητας και μεγαλοπιανόμαστε πίσω από ηλεκτρονικά προφίλ, ενός εαυτού που η κοινωνία μας ζήτησε να έχουμε». [ Δυνατό Μυρμήγκι ]

Διαβάστε επίσης:

Μισητός από την κοινωνία, αλλά αγαπητός από τα κοινωνικά δίκτυα, του Γιώργου Ιατρίδη

 

http://www.aksioprepeiakantoxh.com/trofi-gia-skepsi/keimena/1834-otan-i-monaksia-synantise-ti-mataiodoksia-gennithike-to-facebook

 anhsyxia.wordpress.com

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

Quo vadis Europa?

O... ευρω-Τιτανικός του Πίτερ Σρανκ, από τη βρετανική «Independent» O... ευρω-Τιτανικός του Πίτερ Σρανκ, από τη βρετανική «Independent» | PETER SCHRANK-INDEPENDENT

«Στην πολιτική, όπως και στη γραμματική, το λάθος που κάνουν όλοι ανακηρύσσεται κανόνας», έγραφε πριν από πολλές δεκαετίες, τον καιρό που η Ενωμένη Ευρώπη ήταν ακόμη στα χαρτιά, ο σπουδαίος Αντρέ Μαλρό.

Σήμερα, η Ευρώπη είναι πια ένας γίγαντας, αλλά τα θεμέλια της «Ενωσής» της μοιάζουν πιο σαθρά από ποτέ – και ο λόγος είναι πως η ήπειρός μας γέρασε, αλλά αρνείται πεισματικά να μάθει από τα πάθη και τα λάθη της.

Και τι λάθη! Δυο πανευρωπαϊκοί πόλεμοι, που εξελίχθηκαν σε παγκόσμιους με πάνω από ογδόντα εκατομμύρια νεκρούς, δεν έφτασαν για να σβήσουν από τα ανώριμα μυαλά των Ευρωπαίων τα πραγματικά αίτιά τους: τον μόνιμο ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών της δυνάμεων, τον εθνικισμό –που απλώνεται και πάλι σαν δασική πυρκαγιά σε μικρά και μεγάλα έθνη– και το μπάσταρδο παιδί του, τον φασισμό.

Στις μέρες μας, βέβαια, οι «πόλεμοι» είναι πρωτίστως οικονομικοί και πολιτικοί, πόλεμοι υποδούλωσης και κυριαρχίας με όπλο το χρέος και την επιλεκτική «κάνουλα» της ρευστότητας, και τα πραξικοπήματα δεν χρειάζονται τανκς, αλλά τηλεοπτικές οθόνες και «πρόθυμους» δημοσιογράφους: οι μοντέρνες αποικίες χρέους ελέγχονται αναίμακτα από γραβατωμένους δικηγόρους και τραπεζίτες και οι τεθωρακισμένες μεραρχίες του παρελθόντος είναι... τρε μπανάλ, τρε πασέ.

Τα αποτελέσματα, όμως, λίγο διαφέρουν: αντί να αμβλύνει τις πολιτικές και κοινωνικές διαφορές και αντιφάσεις ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη, στο πλαίσιο της υπεσχημένης σύγκλισης και του «κοινοτικού κεκτημένου», η Ε.Ε. κατάφερε να τις οξύνει, και μάλιστα σε επίπεδα που είναι δύσκολο να ελεγχθούν.

Πριν από μερικά χρόνια, τον καιρό της πιστωτικής φούσκας και των «τζάμπα» δανείων διά πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, όλοι έβλεπαν το τυρί και όχι τη φάκα.

Για την ακρίβεια, ελάχιστοι ήταν οι ειδικοί που προειδοποιούσαν για τα εξόφθαλμα λάθη, τις προφανείς αδικίες και τις κραυγαλέες αντιφάσεις στην αρχιτεκτονική του ευρώ που σήμερα έχουν εξελιχθεί σε βρόχο που στραγγαλίζει όλα σχεδόν τα «μικρά» κράτη της Ενωσης, από τη Βαλτική ώς τη Μεσόγειο.

Αλλωστε η Ευρώπη τότε έμοιαζε με τον παράδεισο του καλώς εννοούμενου φιλελευθερισμού – ένας ενιαίος χώρος χωρίς σύνορα, με (τύποις έστω) «ισότιμα» κράτη-μέλη, με θεσμοθετημένη την ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων, κεφαλαίων και ιδεών, με πλήθος κοινωνικά και εργασιακά «κεκτημένα», και χαμηλά επιτόκια δανεισμού για όλους.

Ουρά περίμεναν στο γκισέ των Βρυξελλών τα πρώην «σοσιαλιστικά» κράτη πέραν του Παραπετάσματος – αυτά που ο Ράμσφελντ αποκαλούσε «Νέα Ευρώπη»: όλοι ήθελαν μια θέση στο αλησμόνητο «τρένο» του Κώστα Σημίτη. Ειρήνη, ανάπτυξη, ευημερία! Ομως όλοι τους –όλοι μας– αποδεικνύεται πως λογάριαζαν χωρίς τον (Γερμανό) μηχανοδηγό.

Σήμερα, έπειτα από επτά χρόνια κρίσης, και έχοντας πλέον την εμπειρία της πολύμηνης ανοιχτής αντιπαράθεσης της οικονομικής ευρω-δικτατορίας με την Ελλάδα, αυτό το πλέγμα των (σκόπιμων κατά πολλούς – ανάμεσά τους και ο υπογράφων) «κακοτεχνιών» του ευρω-συστήματος έχει αποκαλυφθεί πέρα από κάθε αμφισβήτηση σαν ένα εργαλείο ανισότητας, ντε φάκτο κατάργησης των εργασιακών και ασφαλιστικών κεκτημένων και επέκτασης της πλουτοκρατίας σε δυσθεώρητα επίπεδα που, σύμφωνα με τον Τομά Πικετί και το μνημειώδες «Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα», έχουν να εμφανιστούν από τις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου.

Ομως η επικράτηση του άγριου καζινο-καπιταλισμού, και συγκεκριμένα της νεοφιλελεύθερης εκδοχής των ελιτίστικων ιδεών του Φρίντριχ φον Χάγεκ, του Λούντβιχ φον Μίζες και της Σχολής της Βιέννης, όπως διαμορφώθηκε μεταπολεμικά στο Σικάγο, κοντολογίς η πλήρης επιβολή της χρηματοοικονομικής σφαίρας πάνω στην πολιτική, που παρατηρούμε σήμερα σε όλη της τη βαρβαρότητα χάρη στα διδάγματα του παρ’ ολίγον Grexit, είναι μία μόνο από τις ωρολογιακές βόμβες που απειλούν την «Ενωμένη» Ευρώπη με ακόμη μεγαλύτερο κατακερματισμό μέσα στο 2016.

Η έκρηξη του προσφυγικού κύματος, ιδίως το περασμένο καλοκαίρι, και η επιτυχής υπερπήδηση των ευρωπαϊκών τειχών και τάφρων από ένα και πλέον εκατομμύρια ξεριζωμένους, ήρθε να ξεγυμνώσει κάθε έννοια «ανωτερότητας» του ευρωπαϊκού πολιτισμού – για να μην πούμε για...χριστιανικά ιδεώδη και άλλα τέτοια.

Οι «πολιτισμένοι» εταίροι μας, βλέπετε, μπορεί να μιλούν σε κάθε ευκαιρία για δημοκρατία και διαφωτισμό, αλλά στην πραγματικότητα παραμένουν εξίσου σκληροί αποικιοκράτες με τους προγόνους τους, που τους προηγούμενους αιώνες δεν άφησαν ήπειρο για ήπειρο «απάτητη», που να μην τη διαγουμίσουν.

Ούτε μια στιγμή δεν σταμάτησαν οι Ευρωπαίοι «μεγάλοι» του Πρώτου Κόσμου να αναμειγνύονται σε πολέμους και πραξικοπήματα σε όλο τον Τρίτο Κόσμο, και ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή, την κεντρική Ασία και την Αφρική, με πραγματικό σκοπό τη διαιώνιση της λεηλασίας των φυσικών πόρων και πάντα προς όφελος (αν όχι κατ’ εντολήν) των μεγάλων εταιρειών τους.

Το 80% των απελπισμένων προσφύγων και μεταναστών που πάτησαν πέρσι στο ευρωπαϊκό έδαφος προέρχονται από τρεις μαρτυρικές χώρες- μωσαϊκά εθνοτήτων που έχουν κυριολεκτικά κατασκευαστεί μέσα από τις μακραίωνες ιμπεριαλιστικές διαμάχες των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων και εσχάτως των ΗΠΑ: τη Συρία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν.

Εντεκα εκατομμύρια πρόσφυγες «παρήγαγε» μόνον ο συριακός εμφύλιος, στην προλείανση και διεξαγωγή του οποίου συμμετείχαν –και συμμετέχουν– όλες ανεξαιρέτως οι ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις.

Πάνω από τέσσερα εκατομμύρια Σύροι εγκατέλειψαν τη χώρα τους για να γλιτώσουν από τις βόμβες, «ντόπιες» και ξένες, και από το λεπίδι του ISIS. Κι από αυτόν τον τρομακτικό ομολογουμένως αριθμό, κάπου 600.000 άνθρωποι κατάφεραν να φτάσουν με τις βάρκες στην Ευρώπη, αφήνοντας πίσω τους μόνο στο Αιγαίο κάπου τέσσερις χιλιάδες αδικοπνιγμένους. Που θα είχαν σωθεί, όλοι τους, αν η ελληνική κυβέρνηση είχε τη γενναιότητα να ανοίξει, έστω και προσωρινά, το Τείχος του Αίσχους στον Εβρο.

Πώς τους υποδέχτηκε η «προηγμένη» μας ήπειρος; Μα με το συνηθισμένο της μείγμα ξενοφοβίας και ρατσισμού, που τόσες φορές έχουμε ξαναδεί στο παρελθόν: στήνοντας νέα τείχη από μπετόν και αγκαθωτά συρματοπλέγματα, κλείνοντας αμαρτωλές συμφωνίες με τον Ερντογάν για να κρατήσει –τουλάχιστον στα λόγια, γιατί οι πράξεις του άλλα δείχνουν– τους ξεριζωμένους επί ασιατικού εδάφους, και δημιουργώντας νέες ολοκληρωτικές δομές ελέγχου, που θυμίζουν όλο και περισσότερο τα επάρατα αστυνομικά κράτη του παρελθόντος.

«Οργουελικά» αστυνομικά κράτη που –αμφιβάλλει άραγε κανείς;– σίγουρα θα χρησιμοποιηθούν και ενάντια σε άλλους «εσωτερικούς εχθρούς», όταν έρθει η ώρα, καθώς η ανισότητα και η ανέχεια θα πλήττει όλο και μεγαλύτερα τμήματα της πάλαι ποτέ μεσαίας τάξης, τώρα που η τεχνολογία καθιστά την ανθρώπινη εργασία όλο και λιγότερο απαραίτητη για τα αφεντικά.

Η αλήθεια είναι πως σε αυτό το τελευταίο σκέλος, την εκκολαπτόμενη αστυνομοκρατία, συνέβαλαν τα μέγιστα και οι δύο πολύνεκρες τρομοκρατικές επιθέσεις φανατικών καμικάζι του «Ισλαμικού Κράτους» στο Παρίσι – πρώτα τον περασμένο Γενάρη στο «βλάσφημο» περιοδικό «Charlie Hebdo», και κατόπιν τον Νοέμβριο με την τριπλή «τυφλή» επίθεση στο γήπεδο Σταντ ντε Φρανς, σε διάφορα μπιστρό και κυρίως στον συναυλιακό χώρο του «Μπατακλάν».

Δεν υπάρχει μάλλον τρομερότερη, αλλά και συμβολικότερη «εικόνα» της χρονιάς από τις περιγραφές των επιζώντων της αιματοβαμμένης συναυλίας – το πώς οι τρεις νεαροί φονιάδες «έπαιζαν» με τα θύματά τους, παροτρύνοντάς τους να σηκωθούν όρθιοι για να τους πυροβολήσουν έναν έναν, το πώς κάποιοι σώθηκαν από τις σφαίρες γιατί το δάπεδο γλιστρούσε από το αίμα, το πώς, την ώρα της αστυνομικής επέμβασης, το μόνο που ακουγόταν στη μεγάλη αίθουσα, εκτός από τους πυροβολισμούς, ήταν τα κινητά τηλέφωνα στις τσέπες των νεκρών...

Ομως κι αυτές οι πράξεις βαρβαρότητας, αυτά τα φρικτά εγκλήματα κατά αθώων αμάχων, διαστρεβλώθηκαν από τους κυρίαρχους μηχανισμούς προπαγάνδας για να λειτουργήσουν ως όπλο ενάντια στους πρόσφυγες (που τώρα έγιναν όλοι δυνάμει τζιχαντιστές «εισβολείς»), και σαν εργαλείο για την επιβολή μιας μόνιμης κατάστασης πολιορκίας, που απογειώνει τη μισαλλοδοξία και ακυρώνει ολόκληρη την ευρωπαϊκή κουλτούρα της ανοχής.

Οπως αποδείχτηκε, άλλωστε, όλοι ανεξαιρέτως οι μακελάρηδες του Παρισιού ήταν γεννημένοι και μεγαλωμένοι στην Ευρώπη, οι περισσότεροι μάλιστα στην ίδια την «Πόλη του φωτός» ή στις Βρυξέλλες. Γι’ αυτό και την ώρα που έσπερναν τον θάνατο στο «Μπατακλάν», οι αποφασισμένοι να πεθάνουν «πολεμιστές του θεού» ξεκαθάρισαν στα θύματά τους σε άψογα, «παριζιάνικα», γαλλικά ότι «αυτά που περνάτε τώρα εδώ μέσα, τα περνούν κάθε μέρα στη Συρία οι γυναίκες μας και τα παιδιά μας»...

Δεξιότερα της Δεξιάς

Σε πολιτικό επίπεδο, και παρά τις πρόσφατες εκλογικές επιτυχίες της Κεντροαριστεράς (γιατί Αριστερά... δεν τη λες) σε κάποιες από τις μεσογειακές κυρίως χώρες της κρίσης, είναι νομίζω αναντίρρητο ότι ο μεγαλύτερος κερδισμένος είναι η Δεξιά, και μάλιστα στην πιο ακραία, αντιδραστική και μισαλλόδοξη έκφρασή της.

Δείτε τη Γερμανία, την ντε φάκτο ηγεμονική δύναμη της Ευρώπης σήμερα: η δημοφιλέστερη και συγκριτικά ισχυρότερη (δεξιά) πολιτικός της γενιάς της, η Ανγκελα Μέρκελ, η νέα «Σιδηρά Κυρία» που με τους δημοσιονομικούς ζουρλομανδύες της έδεσε πίσω από το γερμανικό άρμα μια ολόκληρη ήπειρο, κινδυνεύει σήμερα σοβαρά να χάσει τα πάντα και να πάει πρόωρα σπίτι της εξαιτίας, λέει, της υπερβολικής... ευαισθησίας που επέδειξε (;) απέναντι στους πρόσφυγες, και δευτερευόντως απέναντι στους... «τεμπέληδες» και «μπαταξήδες» λαούς του ευρω-Νότου.

Διαβάστε τις αντι-Μέρκελ τοποθετήσεις των «συμμάχων» της Χριστιανοκοινωνιστών της Βαυαρίας για το προσφυγικό, δείτε τα ακραία ισλαμοφοβικά συνθήματα και πλακάτ στις πολυπληθείς συγκεντρώσεις της οργάνωσης PEGIDA και θα δείτε πόσο πιο (ακρο-)δεξιά έχει κινηθεί μέσα σε λίγους μήνες η γερμανική πολιτική ατζέντα.

Και στις δημοσκοπήσεις το AfD, γνωστό και ως «κόμμα του μάρκου», καθώς προάγει τη λογική της οριστικής διάλυσης της Ε.Ε., κερδίζει συνεχώς έδαφος. Γιατί, όπως είπαμε και στον πρόλογό μας, οι Ευρωπαίοι –και ειδικά οι Γερμανοί– δεν διδάσκονται ποτέ από τα λάθη τους: για την ακρίβεια, δεν τα παραδέχονται, αφού η υπεροψία τους τους τυφλώνει.

Είναι άραγε τυχαίο που ένας από τους ιδρυτές του σημερινού γερμανικού κράτους, ο Οτο φον Μπίσμαρκ, συνήθιζε να λέει πως «μόνο ένας ανόητος μαθαίνει από τα λάθη του, ενώ ο έξυπνος άνθρωπος μαθαίνει από τα λάθη των άλλων»;

Μια φράση που για τους σημερινούς επιγόνους του, όπως ο δόκτωρ Σόιμπλε, μεταφράζεται «για όλα φταίνε οι άλλοι»! Επιβεβαιώνοντας έτσι αυτό που έλεγε σκωπτικά ένας παλιός Αμερικανός γερουσιαστής, ο Ντάνιελ Πάτρικ Μόινιχαν, πως δηλαδή «υπάρχουν κάποια λάθη τόσο τραγικά, που μόνο κάποιος με διδακτορικό μπορεί να τα κάνει».

Τα ίδια και χειρότερα φαινόμενα βλέπουμε δυστυχώς και στη δεύτερη ισχυρότερη χώρα της Ευρώπης, τη Γαλλία, όπου το φασίζον Εθνικό Μέτωπο της μαντάμ Λεπέν πρώτευσε στις πρόσφατες τοπικές εκλογές, αναγκάζοντας τους (λέμε τώρα) «Σοσιαλιστές» του Ολάντ να ψηφίσουν μονοκούκι τους υποψηφίους του Σαρκοζί για να μην ξεφτιλιστούν.

Στη Βρετανία, η Δεξιά νίκησε εύκολα τον περασμένο Μάιο, με τον ορκισμένο θατσερικό Κάμερον να υιοθετεί όλο και περισσότερα στοιχεία από την εθνικιστική και ξενοφοβική ατζέντα του UKIP και του Νάιτζελ Φάρατζ, περιλαμβανομένου και του περιβόητου δημοψηφίσματος για το Brexit.

Ακόμη και ο «κεντροαριστερός» Ματέο Ρέντσι, ο μόνος από τους σχετικά ισχυρούς Ευρωπαίους ηγέτες που σηκώνει κάπως τη φωνή στην καγκελάριο, εφαρμόζει κανονικότατο μνημόνιο, ψαλιδίζοντας συστηματικά συντάξεις, μισθούς και εργασιακά δικαιώματα στο όνομα της «σταθερότητας».

Από την άλλη μεριά, ο ευρωσκεπτικισμός, το ξέρουμε όλοι πια, είναι δίκοπο μαχαίρι – ιδίως όταν τον υιοθετούν διάφοροι wannabe δικτατορίσκοι.

Όσο κι αν εξεγείρεται κανείς ενάντια στα κακώς κείμενα της Ευρώπης, σίγουρα τρομάζει όταν βλέπει ότι παρόμοια επιχειρήματα χρησιμοποιούν με επιτυχία ενάντια στην Ε.Ε. οι ακροδεξιοί Λεπέν, Φάρατζ και Βίλντερς, τα «οράματα» των οποίων για την ήπειρό μας είναι απείρως πιο ρατσιστικά και σκοταδιστικά από τα ισχύοντα. Μόνο που με τη λογική τού «μη χείρον βέλτιστον», ο πήχης των δημοκρατικών προσδοκιών χαμηλώνει όλο και περισσότερο.

Μια γεύση του ολοκληρωτισμού που καλλιεργείται στο όνομα του «πατριωτικού» ευρωσκεπτικισμού παίρνουμε ήδη από την Ουγγαρία του Ορμπάν και την Πολωνία του Κατσίνσκι, ενώ ακόμη και τα σκανδιναβικά κράτη-μοντέλα ανεκτικότητας, πρόνοιας και δικαιωμάτων ανάγουν ακροδεξιά κόμματα σε ρυθμιστές της εσωτερικής τους πολιτικής ατζέντας.

Δεν έχει άδικο λοιπόν ο Πολ Τέιλορ του Reuters, που χαρακτήρισε το 2015 «κολασμένη χρονιά για την Ευρώπη»: «Οι διαδοχικές κρίσεις του 2015 απείλησαν να τινάξουν την Ευρώπη στον αέρα και την αφήνουν ματωμένη, μελανιασμένη, απελπισμένη και διάσπαρτη από νέα διαχωριστικά φράγματα. Και τα χειρότερα δεν έχουν έρθει ακόμη» – έγραφε ο (κάθε άλλο παρά «ευρωσκεπτικιστής») Τέιλορ πριν από μερικές ημέρες. Λέτε να ξέρει κάτι παραπάνω;
 efsyn

Ο επίλογος της τραγωδίας

 analyst
Χειρότερο από το να μη γνωρίζει μία χώρα την ιστορία της και τα λάθη που έκανε, είναι η άγνοια του τι έχει ή τι θα χάσει – αποτελεί δε το άκρον άωτο της ανοησίας να καίει περιουσιακά στοιχεία άνω του 1 τρις €, έναντι δανείων 300 δις €


«Οι πραγματικές αιτίες της οικονομικής επιτυχίας της Γερμανίας είναι το χαμηλό ποσοστό γεννήσεων, η μικρή άνοδος των τιμών των ακινήτων, καθώς επίσης η επέκταση της γερμανικής βιομηχανίας στην Ανατολική Ευρώπη. Τα δύο πρώτα κατέστησαν εφικτή τη στασιμότητα των μισθών των Γερμανών εργαζομένων μετά το 2000 – αφού μόνο για την παιδεία η Γερμανία δαπανά 1% του ΑΕΠ λιγότερα από τη Γαλλία, ενώ τα ακίνητα στη Γερμανία κοστίζουν τρεις φορές χαμηλότερα σε σχέση με τη Γαλλία.

Το τρίτο είχε σαν αποτέλεσμα την παραγωγή φθηνότερων προϊόντων, λόγω των χαμηλών μισθών στις συγκεκριμένες χώρες – αφού μέχρι πρόσφατα οι αμοιβές των εργαζομένων στην Πολωνία ήταν σχεδόν στο 10% των γαλλικών. Εάν λοιπόν κατασκευάζει κανείς προϊόντα στην Πολωνία αντί στη Γαλλία, αποκτά ένα τεράστιο πλεονέκτημα κόστους στις διεθνείς αγορές – το οποίο εκμεταλλεύθηκε η γερμανική βιομηχανία, ανταγωνιζόμενη μέσω αυτού ακόμη και την Κίνα.

Η κρίση χρέους τώρα της Ευρωζώνης προκάλεσε μία γιγαντιαία μεταφορά ευημερίας από όλες τις χώρες προς τη Γερμανία. Το γερμανικό δημόσιο ωφελήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την εισροή κεφαλαίων στο ασφαλές γερμανικό λιμάνι, αφού μειώνονταν συνεχώς τα επιτόκια των δεκαετών ομολόγων, έως ότου σχεδόν μηδενίσθηκαν. Μόνο από τη μείωση των επιτοκίων δανεισμού της μετά το 2008 η Γερμανία κέρδισε 193 δις € (πηγή) – ενώ ο ιδιωτικός της τομέας χρηματοδοτείται με τα χαμηλότερα επιτόκια στην ιστορία του, έχοντας άφθονα κεφάλαια στη διάθεση του.

Ένα επόμενο πλεονέκτημα της κρίσης για τη Γερμανία είναι η μετανάστευση νέων ανθρώπων από την Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία κλπ. – γεγονός που επέλυσε το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας λόγω του χαμηλού ποσοστού γεννήσεων, χωρίς να της κοστίσει ούτε ένα Σεντ.

Ειδικότερα, για να φροντίσει κανείς έναν άνθρωπο έως το 20ο έτος της ηλικίας του στην Ευρώπη, χρειάζεται περίπου 200.000 € – για να τον σπουδάσει σε ανώτατα επίπεδα πολύ περισσότερα. Επομένως, η μετεγκατάσταση των εργαζομένων από τις χώρες της περιφέρειας προς τη Γερμανία, ειδικά αυτών με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, αποτέλεσε ουσιαστικά μία γιγαντιαία αναδιανομή πλούτου εντός της Ευρωζώνης – προς όφελος της.

Τα τεράστια πλεονάσματα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών της Γερμανίας (άνω των 250 δις €), τεκμηριώνουν όλα τα παραπάνω – ενώ, επειδή τα πλεονάσματα πρέπει υποχρεωτικά να επενδύονται στο εξωτερικό, η Γερμανία «αναγκάζεται» να εξαγοράζει τις άλλες χώρες, έχοντας τεράστια επενδυτικά κεφάλαια στη διάθεση της.

Διαφορετικά θα έπρεπε να τις δανείζει, διακινδυνεύοντας να χάσει τα κεφάλαια της, οπότε η κρίση χρέους τη διευκολύνει και σε αυτό το σημείο – αφού, εάν δεν υπήρχε, οι άλλες χώρες δεν θα της πουλούσαν τη δημόσια και ιδιωτική τους περιουσία, πόσο μάλλον στις εξευτελιστικές τιμές που διαπιστώνονται στην Πορτογαλία, στην Ελλάδα κοκ.    

Χωρίς τις χρηματοοικονομικές μεταφορές λοιπόν εντός της νομισματικής ένωσης, από τις πλεονασματικές χώρες προς τις ελλειμματικές, έτσι ώστε να αποκατασταθεί η ισορροπία, οι ασυμμετρίες θα αυξηθούν ακόμη περισσότερο – ενώ οι χώρες που απομυζούνται αχόρταγα από τη Γερμανία κάποια στιγμή θα αντιδράσουν, οπότε η Ευρωζώνη θα καταρρεύσει.» (G. Duval με παρεμβάσεις).
.

Ανάλυση

Το 2010 η Ευρωζώνη, με ηγέτη τη Γερμανία, έδειξε για πρώτη φορά το εφιαλτικά σκοτεινό της πρόσωπο, το οποίο αντίκρισε τότε η Ελλάδα – όταν η καγκελάριος αρνήθηκε την απαιτούμενη αλληλεγγύη, αφενός μεν εγκρίνοντας στη χώρα μας ένα δάνειο με τοκογλυφικό επιτόκιο, αφετέρου επιβάλλοντας της το ΔΝΤ.

Βοηθούμενη λοιπόν από το σκόπιμα διογκωμένο έλλειμμα του προϋπολογισμού εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης, κατάφερε αφενός μεν να διασώσει τις τράπεζες της, μεταφέροντας τα δάνεια τους προς τους Ευρωπαίους Πολίτες, αφετέρου να παγιδεύσει τις Η.Π.Α. – μέσω της συμμετοχής του ΔΝΤ σε μία διαδικασία, η οποία νόμιζε πως θα το ωφελούσε, ενώ τελικά ανέλαβε ανόητα τη βρώμικη δουλειά για λογαριασμό της καγκελαρίου.

Λίγο αργότερα, στα τέλη του 2010, η ΕΚΤ έδειξε επίσης για πρώτη φορά το κακό της πρόσωπο, όταν εκβίασε τους Ιρλανδούς Πολίτες να αναλάβουν τα χρέη των τραπεζών τους (άρθρο) – ενώ το ΔΝΤ οδηγήθηκε σε ακόμη περισσότερες παγίδες, αναλαμβάνοντας το ρόλο του μπράβου στην Ιρλανδία και στην Πορτογαλία.

Ειδικότερα η ΕΚΤ, υπηρετώντας από το ξεκίνημα της Ευρωζώνης την πρωσική Γερμανία («το βρώμικο μυστικό»), εξελίχθηκε τελικά στο δυνάστη ολόκληρης της ευρωπαϊκής περιφέρειας – δολοφονώντας την Κύπρο το 2013, καθώς επίσης την Ελλάδα το 2015, μέσω του κλεισίματος των τραπεζών τους, της ληστείας των μετόχων τους, καθώς επίσης της σκανδαλώδους εξαγοράς τους (άρθρο).

Έτσι οι χώρες της Ευρωζώνης, εν πρώτοις αυτές του Νότου, ευρίσκονται αντιμέτωπες με δύο αιμοβόρα, αποτρόπαια τέρατα – τα οποία υπηρετούν αφενός μεν τη γερμανική βιομηχανία, αφετέρου το χρηματοπιστωτικό κτήνος. Μετατρέπονται λοιπόν η μία μετά την άλλη σε κατεχόμενες, άβουλες αποικίες, αφού εξαγοράζονται σταδιακά όλα τα πολύτιμα περιουσιακά τους στοιχεία, ενώ διοικούνται απολυταρχικά από την Τρόικα – καθώς επίσης σε περιοχές χαμηλού εργατικού κόστους, για την εξασφάλιση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων της Γερμανίας απέναντι στον υπόλοιπο πλανήτη.

Στο συγκεκριμένο σημείο προηγείται η Πορτογαλία (άρθρο), η οποία έχει ήδη μετατραπεί σε μία χώρα της Lidl – κάτι που απέφυγε η Ιρλανδία, επειδή αποτελεί προπύργιο των αμερικανικών επιχειρήσεων στην Ευρώπη, καθώς επίσης έως το 2015 η Ελλάδα, λόγω του ότι υπήρξαν πολλές «αντιμνημονιακές» αντιδράσεις.

Η χώρα μας όμως, μετά την εκλογή μίας κυβέρνησης που δεν τήρησε απολύτως τίποτα από όσα υποσχέθηκε, ενώ την οδήγησε σκόπιμα (προδοτικά) στο αδιέξοδο του τρίτου μνημονίου, φαίνεται πως θα ακολουθήσει τελικά τα ίχνη της Πορτογαλίας – κάτι που έχει ήδη δρομολογηθεί, με την λεηλασία των τραπεζών της, με την πώληση των αεροδρομίων στη Γερμανία, με την ολοκληρωτική απελευθέρωση των κατασχέσεων και των πλειστηριασμών, καθώς επίσης με αυτά που θα ακολουθήσουν το 2016 (πρόβλεψη).
.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση

Περαιτέρω, το 2015 η Ευρωπαϊκή Ένωση έδειξε επίσης το εφιαλτικό, άθλιο πρόσωπο της – στο θέμα των προσφυγικών κυμάτων, όπου η μία χώρα μετά την άλλη άρχισαν να κλείνουν τα σύνορα τους, με κίνδυνο να μετατραπούν οι υπόλοιπες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ακόμη χειρότερα, η Ελλάδα πιέζεται να μοιρασθεί τη διαφύλαξη των συνόρων της με άλλες, ξένες δυνάμεις – ενώ έμμεσα προσφέρεται στην Τουρκία η δυνατότητα να απαιτήσει μέρος του Αιγαίου, ως αντάλλαγμα για την παροχή βοήθειας στην Ευρώπη, στο θέμα των προσφύγων.

Με δεδομένο δε το ότι, στη Μ. Βρετανία επικρατούν οι ψήφοι υπέρ της εξόδου από την ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Ένωση τίθεται επίσης σε αμφισβήτηση – ενώ όλο και περισσότερες χώρες της ηπείρου μας δεν θέλουν να υπαχθούν ούτε σε αυτήν, ούτε στην Ευρωζώνη, κατανοώντας πως δεν είναι προς το συμφέρον των οικονομιών τους.

Το τρίτο εφιαλτικό σενάριο που ευρίσκεται σε εξέλιξη είναι το γεγονός πως, παρά το ότι όλοι περιμένουν τη διάλυση της Ευρωζώνης είτε από τη Γαλλία, εάν τυχόν εκλεγεί το Εθνικό Μέτωπο της κυρίας Le Pen, είτε από την Ιταλία, επειδή δεν φαίνεται να έχει άλλη επιλογή, η μοναδική χώρα που προετοιμάζεται για κάτι τέτοιο είναι η Γερμανία – έχοντας ήδη στο συρτάρι της ένα σχέδιο Β. Υπενθυμίζουμε δε τα λόγια του Βρετανού N. Ridley το 1990, σύμφωνα με τον οποίο «Η σχεδιαζόμενη νομισματική ένωση είναι μία γερμανική συνωμοσία, με στόχο την κατάκτηση της Ευρώπης«.

Η Γερμανία άλλωστε γνωρίζει πάρα πολύ καλά πως το ευρώ είναι ένα θνησιγενές νόμισμα, το οποίο είναι αδύνατον να επιβιώσει χωρίς την τραπεζική και δημοσιονομική ένωση των χωρών που το έχουν υιοθετήσει – ενώ φαίνεται καθαρά πως δεν έχει καμία τέτοια πρόθεση, επιδιώκοντας μόνο την επέκταση του ζωτικού της χώρου (όρος του Χίτλερ), αυτή τη φορά με οικονομικά μέσα.

Άλλωστε οι πραγματικές αμοιβές των εργαζομένων της συνεχίζουν να παραμένουν κάτω από τον πληθωριστικό στόχο της ΕΚΤ (γράφημα) και δεν αυξάνονται σημαντικά – έτσι ώστε να τονωθεί η εσωτερική της ζήτηση και να αυξηθούν οι εισαγωγές από τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης, οπότε να μειωθούν τα τεράστια πλεονάσματα της. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι, δεν έχει καμία διάθεση να λειτουργήσει εξισορροπητικά, υποστηρίζοντας την ανάπτυξη των υπολοίπων εταίρων της – οπότε λειτουργεί υπέρ της διάλυσης της Ευρωζώνης.
.
ΓΡΑΦΗΜΑ-Ευρώπη, κατα κεφαλήν εργατικό κόστος
.
Περαιτέρω, δεν θα μας έκανε καμία εντύπωση τυχόν συνεργασία της με τη Ρωσία, έτσι ώστε να μοιραστεί μαζί της την ηγεμονία της Ευρασίας – αποκτώντας την εθνική της ανεξαρτησία από τις Η.Π.Α.

Φαίνεται πάντως πως σχεδιάζει τη μετατροπή των χωρών της Ευρωζώνης σε αποικίες της, είτε με άμεσο τρόπο, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, είτε με έμμεσο – όπως συμβαίνει με πολλά άλλα κράτη, τα οποία ήδη την υπηρετούν χωρίς αντιρρήσεις (Ολλανδία, Βέλγιο κλπ.).

Ολοκληρώνοντας, στις αποικίες πιθανολογείται ότι θα δοκιμασθεί εν πρώτοις ένα παράλληλο νόμισμα, με αφετηρία την Ελλάδα, έτσι ώστε το ευρώ να αποτελέσει το νόμισμα του κέντρου – όπου, εάν τυχόν αποτύγχανε το εγχείρημα, η Γερμανία θα επέστρεφε στο μάρκο. Φυσικά δεν θα το έκανε μόνη της, αφού θα ήθελε να αποφύγει τυχόν ένωση των υπολοίπων, αλλά μέσω κάποιων άλλων χωρών – τις οποίες θα υποχρέωνε έμμεσα να εγκαταλείψουν πρώτες την Ευρωζώνη, ανοίγοντας της το δρόμο.
.

Η Σκύλλα και η Χάρυβδη

Με βάση τα παραπάνω, εάν η Ελλάδα θέλει να αποφύγει τη μετατροπή της σε αποικία της Γερμανίας, παραμένοντας εθνικά ανεξάρτητη, καθώς επίσης εάν οι Έλληνες δεν θέλουν να χάσουν όλα τους τα περιουσιακά στοιχεία, καταλήγοντας στα σκουπίδια της ιστορίας, έχουν μόνο δύο επώδυνες λύσεις στη διάθεση τους – οι οποίες μοιάζουν δυστυχώς με το πέρασμα του ελληνικού πλοίου, από τα στενά που καιροφυλακτούν η Σκύλλα και η Χάρυβδη.

Η επιλογή δε της Σκύλλας η οποία, σύμφωνα με τη μυθολογία, καταβρόχθισε ορισμένους ναυτικούς, επιτρέποντας στο πλοίο να συνεχίσει την πορεία του, φαίνεται πιο λογική – αφού η Χάρυβδη, η σκοτεινή δίνη, η μαύρη τρύπα της θάλασσας, θα ρουφούσε αύτανδρο ολόκληρο το πλοίο. 

Οι λύσεις τώρα αυτές είναι οι εξής:
(α) είτε η εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους με ίδια μέσα (ανάλυση), ταυτόχρονα με την πολύ μεγάλη επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής με μηδενικά επιτόκια,
(β) είτε η απαίτηση της ονομαστικής διαγραφής τουλάχιστον του 50%, έτσι ώστε να μειωθεί ανάλογα το ιδιωτικό χρέος – οπότε να αποκατασταθεί η πιστοληπτική ικανότητα τόσο του δημοσίου, όσο και του ιδιωτικού τομέα της χώρας μας.

Ουσιαστικά βέβαια, καμία από τις δύο αυτές λύσεις, κυρίως η δεύτερη, δεν μπορεί να επιτευχθεί, χωρίς την απειλή της στάσης πληρωμών – εάν βέβαια την επιτρέπουν νομικά οι συμφωνίες που έχουν υπογραφεί από τις κυβερνήσεις της εποχής των μνημονίων (από το PSI έως την ημέρα που θα πρέπει να θεωρηθεί πένθιμη για την Ελλάδα, τη 13η Ιουλίου).

Επομένως, ισοδυναμούν με την επιλογή της Σκύλλας, αφού θα μπορούσαν να κοστίσουν ανθρώπινες ζωές – ενώ προϋποθέτουν και οι δύο τη συνεργασία όλων των πολιτικών κομμάτων μεταξύ τους, καθώς επίσης την άμεση εκδίωξη της Τρόικας. Εάν δηλαδή η Τρόικα παραμείνει στην Ελλάδα, ενδεχομένως θέτοντας το ως προϋπόθεση για την επιμήκυνση της αποπληρωμής του χρέους, η χώρα μας δεν θα αποφύγει τη Χάρυβδη – μετατρεπόμενη από κράτος σε περιοχή.

Η τρίτη προϋπόθεση είναι η προετοιμασία ενός σχεδίου εξόδου της Ελλάδας τόσο από την Ευρωζώνη, όσο και από την ΕΕ – το οποίο έτσι ή αλλιώς θα χρειαστεί, αφού η διάλυση της νομισματικής ένωσης θεωρείται πλέον νομοτελειακή.

Χωρίς ένα τέτοιο σχέδιο, η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να διαπραγματευθεί απολύτως τίποτα – ενώ, εάν δεν συνεργασθούν όλα τα πολιτικά κόμματα μεταξύ τους, δεν πρόκειται ποτέ να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των Πολιτών προς την Πολιτεία, χωρίς την οποία δεν έχει μέλλον η πατρίδα μας, ακόμη και αν της χαριστεί το 100% του χρέους της.
.

Επίλογος

Χειρότερο ίσως από το να μη γνωρίζει μία χώρα την ιστορία της και τα λάθη που έκανε στο παρελθόν, είναι η άγνοια του τι έχει, τι έχασε, καθώς επίσης του τι πρόκειται να χάσει, εάν δεν ενεργήσει άμεσα και ορθολογικά.

Αποτελεί δε το άκρον άωτο της ανοησίας να «καίει» περιουσιακά στοιχεία άνω του 1 τρις € (μείωση της τιμής των ακινήτων πάνω από 600 δις €, των μετοχών του χρηματιστηρίου πάνω από 200 δις €, κόκκινα δάνεια άνω των 200 δις €, ολοκληρωτική απώλεια του χρηματοπιστωτικού της συστήματος κοκ.), έναντι συνολικών δανείων της τάξης των 300 δις € – τα οποία είναι πλέον ενυπόθηκα, ενώ θα πρέπει να επιστραφούν στο πολλαπλάσιο.

Εάν σε όλα αυτά προσθέσουμε την εθνική μας ανεξαρτησία, το ενδεχόμενο της απώλειας εδαφών, τα ενεργειακά μας αποθέματα, την εκκλησιαστική περιουσία που υπερβαίνει το 1 τρις € (τη γνωρίζουν πολύ καλά οι Γερμανοί και την επιβουλεύονται – βίντεο), θα κατανοήσουμε το μέγεθος του παραλογισμού μας – απλά και μόνο επειδή αδυνατούμε να συνεννοηθούμε, υιοθετώντας άμεσα τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις της οικονομίας μας και επιλύοντας ριζικά το πρόβλημα του χρέους.
Πρώτη προτεραιότητα μας οφείλει να είναι η εκδίωξη της Τρόικας (Γερμανίας), με κάθε τρόπο και με κάθε θυσία, αφού όσο διοικεί τη χώρα μας, δεν πρόκειται να υπάρξει μέλλον – ασφαλώς πριν ακόμη ξεκινήσει η μεγάλη σφαγή το 2016.

Το γεγονός δε ότι, δεν είμαστε ποτέ υπέρ της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, δεν σημαίνει ούτε πως τη φοβόμαστε υπό τις σωστές προϋποθέσεις, ούτε ότι δεν θα την επιλέγαμε, εάν το αντάλλαγμα θα ήταν η καταστροφή που προδιαγράφεται στον ορίζοντα – πόσο μάλλον αφού έτσι ή αλλιώς θα την υποστούμε, εφόσον η Ευρωζώνη θα καταρρεύσει αργά ή γρήγορα.

Εμείς θα προτιμούσαμε βέβαια την ονομαστική διαγραφή του 50% του χρέους, ενώ σε δεύτερη μοίρα την εξυπηρέτηση του με δικά μας μέσα, υπό την προϋπόθεση της μεγάλης επιμήκυνσης του με μηδενικά επιτόκια – αρκεί φυσικά είτε το ένα, είτε το άλλο, να συνοδευόταν από την άμεση απομάκρυνση της Τρόικας. Εάν όμως δεν συμβεί, τότε δεν θα διστάζαμε να δοκιμάσουμε οποιαδήποτε άλλη λύση – η οποία θα ήταν ασφαλώς προτιμότερη, από τη συνέχιση της υποταγής μας στη Γερμανία.

Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική τραγωδία οδηγείται στο τέλος της – ελπίζοντας πως, έστω την τελευταία στιγμή, θα επικρατήσει η κοινή λογική, η οποία έχει δυστυχώς χαθεί από την πατρίδα μας για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

Χαμένες ευκαιρίες


Εάν ο ελληνικός λαός δεν είναι υπεύθυνος για την ιστορία του, τότε, ας του ορίσουμε έναν κηδεμόνα. Εγώ λέω ότι ο ελληνικός λαός, όπως κάθε λαός, είναι υπεύθυνος για την ιστορία του – συνεπώς και για την κατάσταση που βρίσκεται σήμερα (Κ. Καστοριάδης).

Οι επισκέπτες της διαδικτυακής μας πρωτοβουλίας, οι οποίοι υπερβαίνουν πολύ συχνά τους 30.000 μοναδικούς την ημέρα, γνωρίζουν πως δεν πρόκειται για μία ειδησεογραφική σελίδα, με δημοσιογράφους ως «συντελεστές» της – αλλά για έναν χώρο που αναλύει τα εγχώρια και διεθνή γεγονότα από την οικονομική τους κυρίως οπτική γωνία, η οποία έχει (γεω)πολιτικές, κοινωνικές και ψυχολογικές πτυχές. Για την προσπάθεια της δημιουργίας μίας «δεξαμενής σκέψης» λοιπόν, η οποία δεν είναι δογματική, αλλά εξελίσσεται – όπως άλλωστε οφείλει.

 

Περαιτέρω, η Οικονομία δεν είναι μία στατική επιστήμη – ενώ ο Α. Αϊνστάιν είχε πει τα εξής: «Μπορεί να φανεί ότι, δεν υπάρχουν ουσιαστικές μεθοδολογικές διαφορές ανάμεσα στην Αστρονομία και στην Οικονομία: οι επιστήμονες και στους δύο τομείς προσπαθούν να ανακαλύψουν τους νόμους, οι οποίοι έχουν γενική εφαρμογή σε ορισμένες ομάδες φαινομένων, για να κάνουν την αμοιβαία σχέση των φαινομένων αυτών όσο γίνεται πιο κατανοητή. Η ανακάλυψη των γενικών νόμων στον τομέα της Οικονομίας είναι δυσκολότερη, επειδή τα υπό παρατήρηση οικονομικά φαινόμενα επηρεάζονται συχνά από πολλούς παράγοντες που είναι πάρα πολύ δύσκολο να εκτιμηθούν ξεχωριστά«.

 

Πρόκειται λοιπόν για μία δυναμική επιστήμη, η οποία εξελίσσεται διαχρονικά και αλλάζει – ενώ επηρεάζεται ασφαλώς από τις αποφάσεις, από τις ενέργειες, καθώς επίσης από τις συμφωνίες που υπογράφουν οι πολιτικοί. Στα πλαίσια αυτά, οι εκάστοτε απόψεις ή/και οι προτάσεις μας για την αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης αφενός μεν είναι αδύνατον, αφετέρου δεν πρέπει να είναι οι ίδιες – αφού οι συνθήκες αλλάζουν κάθε φορά, ενώ λαμβάνονται αποφάσεις από τους πολιτικούς, οι οποίες δημιουργούν εντελώς νέα δεδομένα.

Για παράδειγμα, η σωστή λύση το 2010 ήταν η απειλή της στάσης πληρωμών, με στόχο τη διαγραφή μέρους του δημοσίου χρέους, αφού οι τότε δανειστές μας δεν ήταν τα κράτη της Ευρωζώνης – ενώ ήταν γνωστές οι ληστρικές μέθοδοι του ΔΝΤ, τις οποίες είχαμε περιγράψει με σχετικές αναλύσεις της κρίσης της Βραζιλίας, της Αργεντινής, της Ασίας κοκ.

 

Η λύση αυτή ήταν στη διάθεση μας έως τα τέλη του 2011, πριν την υπογραφή του PSI, όπου διατηρούταν ανέπαφη η εναλλακτική δυνατότητα επιστροφής στη δραχμή – για την περίπτωση που θα ήθελαν να μας εκβιάσουν οι Ευρωπαίοι με την έξοδο από την Ευρωζώνη, όπως κάνουν συνεχώς. Ήταν δε στη διάθεση μας, επειδή το εξωτερικό χρέος μας θα μπορούσε να μετατραπεί σε δραχμές, οπότε θα είμαστε σε θέση να το πληρώνουμε – ενώ θα μειωνόταν κατά το ποσοστό που θα υποτιμούταν η δραχμή (πάνω από 50%).

 

Έκτοτε χάθηκε η δυνατότητα μας αυτή, ενώ το χρέος μας μεταφέρθηκε στους Πολίτες των άλλων χωρών της Ευρωζώνης. Όσον αφορά τη δραχμή, δεν τοποθετηθήκαμε ποτέ υπέρ, αλλά τη θεωρήσαμε ως μία καταναγκαστική εναλλακτική δυνατότητα – έτσι ώστε να μην μπορούν να μας εκβιάσουν με την έξοδο από το ευρώ, υποχρεώνοντας μας να υπογράψουμε καταστροφικές συμφωνίες (κάτι που δυστυχώς συνέβη).

 

Με την ίδια λογική το Νοέμβρη του 2014, όταν διαπιστώσαμε την πολιτική αστάθεια, τις μελλοντικές εξελίξεις καθώς επίσης την παγίδα των δανειστών, θεωρήσαμε ως λύση τη χρεοκοπία (άρθρο) – τη στάση πληρωμών δηλαδή, με στόχο τη διαπραγμάτευση της ονομαστικής διαγραφής μέρους του χρέους, αφού είχε χαθεί η δυνατότητα της βιώσιμης επιμήκυνσης του, κυρίως επειδή η Ελλάδα είχε επιστρέψει στην ύφεση.

 

Αργότερα, πριν ακόμη η κυβέρνηση υπογράψει τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου αναιρώντας τη βασική προεκλογική της δέσμευση για διαγραφή, προτείναμε τη ρήξη με τους πιστωτές, αφού διαφορετικά η Ελλάδα θα καταδικαζόταν σε έναν αργό θάνατο (ανάλυση) – με εναλλακτική λύση πλέον την πτώχευση εντός της Ευρωζώνης (άρθρο), η οποία ήταν ακόμη εφικτή, έτσι ώστε να επιτευχθεί η ονομαστική διαγραφή του χρέους. Γράψαμε δε το Μάρτιο του 2015 τα εξής:

«Η Γερμανία, η οποία προσπαθεί να μας προβάλλει ως ενόχους για τη χρεοκοπία της χώρας μας, ενώ μας αρνείται μία διαγραφή που προσφέρθηκε στην ίδια το 1953, παρά το ότι είχε «αιματοκυλίσει» ολόκληρη την Ευρώπη, ξεχνάει πως χρεοκόπησε τέσσερις φορές στην πρόσφατη ιστορία της – παραμένοντας σε κατάσταση αδυναμίας εξυπηρέτησης των υποχρεώσεων της, χρεοκοπημένη δηλαδή, από το 1800 μέχρι σήμερα, πάνω από 26 χρόνια.
Περαιτέρω, με δεδομένη την κατακόρυφη αύξηση των συνολικών χρεών στον πλανήτη (άρθρο), το πρόβλημα της Ευρώπης δεν είναι φυσικά η Ελλάδα – όπως επίσης ισχυρίζεται η Γερμανία, εκμεταλλευόμενη τις αδυναμίες της πολιτικής μας ηγεσίας, τα τελευταία χρόνια. Το πρόβλημα είναι κατά πολύ μεγαλύτερο, ενώ απλά κρύβεται πίσω από την Ελλάδα – η οποία τοποθετείται κάθε φορά σκόπιμα στο μάτι του κυκλώνα.  
Αργά ή γρήγορα όμως, το γεγονός της τεράστιας υπερχρέωσης του πλανήτη θα βγει στην επιφάνεια, σε όλο το τρομακτικό μέγεθος του – οδηγώντας πολλές χώρες στη χρεοκοπία, καθώς επίσης το παγκόσμιοχρηματοπιστωτικό σύστημα στα όρια του. Το ενδεχόμενο αυτό είναι ένας ακόμη λόγος, για να παραμείνει σταθερή η κυβέρνηση στη διαγραφή χρέους – χωρίς την οποία είναι αδύνατη η έξοδος της Ελλάδας από την κρίση, πόσο μάλλον η αντιμετώπιση του κραχ που φαίνεται ήδη «δια γυμνού οφθαλμού» στον ορίζοντα.
Είναι υποχρεωμένη λοιπόν να ρισκάρει τη χρεοκοπία, παραμένοντας εντός του ευρώ, αφού η μοναδική εναλλακτική λύση που προσφέρεται στην Ελλάδα είναι ο αργός θάνατος – μία κατάσταση που ασφαλώς θα ήταν εξαιρετικά επώδυνη για την πατρίδα μας, καθώς επίσης για όλους εμάς, αλλά η μοναδική δυνατότητα για να αποφευχθεί η οριστική καταδίκη μας σε ένα άβουλο, λεηλατημένο και εξαθλιωμένο προτεκτοράτοτης Γερμανίας ή/και του ΔΝΤ. 
Ολοκληρώνοντας, η Ελλάδα έχει επί πλέον το ηθικό έρεισμα να απαιτήσει τη διαγραφή του χρέους της, αφού έχει υποβληθεί σε μία αιματηρή εγχείρηση που διήρκεσε πέντε ολόκληρα χρόνια, χωρίς να διαμαρτυρηθεί κανένας – επειδή οι Έλληνες γνώριζαν τις δικές τους ευθύνες.
Η εγχείρηση όμως απέτυχε με ευθύνη των χειρουργών, ο ασθενής βρίσκεται σε κώμα, ενώ ακόμη και ο «δόκτορας του σοκ» αναγνωρίζει το δικαίωμα της Ελλάδας στη διαγραφή του χρέους – γεγονός που σημαίνει πως είναι υποχρεωμένοι οι δανειστές της να το καταλάβουν, ιδίως δε οι Πολίτες των χωρών του«.

 

Περαιτέρω, είμαστε οι πρώτοι που αναφέρθηκαν σε δημοψήφισμα (ανάλυση), στις αρχές Μαρτίου του 2015 –προτού εκβιάσει την Ελλάδα η ΕΚΤ κλείνοντας τις τράπεζες, όπως προβλέπαμε ότι θα συνέβαινε,κρίνοντας από το παράδειγμα της Ιρλανδίας και της Κύπρου (άρθρο). Εν τούτοις η κυβέρνηση καθυστέρησε, χάνοντας ουσιαστικά την ευκαιρία – ενώ μετά από ένα καταστροφικό εξάμηνο, όσον αφορά τη διαχείριση της Οικονομίας, κατέληξε στην υπογραφή της χειρότερης συμφωνίας στην παγκόσμια ιστορία.

 

Μίας απίστευτα αποικιοκρατικής συμφωνίας, την οποία ψήφισαν τα περισσότερα κόμματα ένα μήνα αργότερα,ενώ νομιμοποίησε η εκλογική πλειοψηφία των Ελλήνων αμέσως μετά – οπότε, τυχόν άρνηση της εφαρμογής της, θα ισοδυναμούσε με την ανέντιμη αναξιοπιστία ενός ολόκληρου λαού, μαζί με τους Θεσμούς του. Εδώ ίσως οφείλουμε να θυμίσουμε τα εξής λόγια του Κ. Καστοριάδη (πηγή):

«Μπορούμε να πούμε ότι όλα αυτά τα επέβαλαν στον ελληνικό λαό ερήμην του ελληνικού λαού; Μπορούμε να πούμε ότι ο ελληνικός λαός δεν καταλάβαινε τι έκανε; Δεν ήξερε τι ήθελε, τι ψήφιζε, τι ανεχόταν; Σε μιαν τέτοια περίπτωση αυτός ο λαός θα ήταν ένα νήπιο. Εάν όμως είναι νήπιο, τότε ας μη μιλάμε για Δημοκρατία. Εάν ο ελληνικός λαός δεν είναι υπεύθυνος για την ιστορία του, τότε, ας του ορίσουμε έναν κηδεμόνα. Εγώ λέω ότι ο ελληνικός λαός – όπως και κάθε λαός – είναι υπεύθυνος για την ιστορία του, συνεπώς, είναι υπεύθυνος και για την κατάσταση, στην οποία βρίσκεται σήμερα«.

 

Ολοκληρώνοντας, οφείλουμε να καταλάβουμε πως η Ελλάδα δεν έχει καμία σχέση με τη χώρα του 2010, του 2011 ή των επομένων ετών μέχρι σήμερα – πως τα πάντα στην οικονομία της έχουν αλλάξει προς το πολύ χειρότερο, χωρίς να αντιδράσουν καθόλου οι Έλληνες, όπως αναφέραμε πολύ συχνά (Η σιωπή των αμνών,Γιατί σιωπούν τα πρόβαταΗ νεκρική σιγή των νέων).

 

Επομένως, οι σημερινές μας σκέψεις και προτάσεις δεν θα μπορούσαν και δεν θα έπρεπε να είναι οι ίδιες με αυτές του παρελθόντος – ιδίως μετά την υπογραφή και νομιμοποίηση του τρίτου μνημονίου από τους πάντες, όπου πλέον έχει παραχωρηθεί ως εγγύηση στους δανειστές ολόκληρη η δημόσια (ΤΑΙΠΕΔ) και η ιδιωτική (Τράπεζες) περιουσία μας, εντελώς ανεύθυνα, με αποτέλεσμα να χαθεί η τελευταία μας ευκαιρία να προβούμε σε στάση πληρωμών. Πώς άλλωστε θα το τολμούσαμε, διακινδυνεύοντας να μας πάρουν καταναγκαστικά όλα όσα υποθηκεύσαμε σαν ανόητοι;

 

Ίσως βέβαια να ισχυρισθεί κανείς πως δεν είναι δεσμευτική η συμφωνία της 13ης Ιουλίου, είτε επειδή εκβιάστηκε ο πρωθυπουργός, είτε λόγω του ότι ενήργησε ενδοτικά, για να κρατήσει την καρέκλα του. Εν τούτοις, η συμφωνία αυτή επικυρώθηκε στη συνέχεια από τη συντριπτική πλειοψηφία του Κοινοβουλίου, καθώς επίσης από την εκλογική το Σεπτέμβρη – οπότε λογικά δεν μπορεί να θεωρηθεί πλέον ούτε εκβιαστική, ούτε ενδοτική.

 

Θα ήταν λοιπόν ανεύθυνο να επικαλεσθεί κανείς σήμερα λύσεις του παρελθόντος, οι οποίες υπήρχαν πριν το 2010, πριν το PSI, πριν το 2014, πριν καταστραφεί ολοσχερώς η οικονομία της Ελλάδας από τη νέα κυβέρνηση, πριν χρεοκοπήσουν οι τράπεζες, πριν το τρίτο μνημόνιο κοκ. – οπότε εύλογα κατά την άποψη μας καταλήξαμε σε μία καινούργια (ανάλυση), η οποία όμως θα μπορούσε να υιοθετηθεί σήμερα. Το τι θα συμβεί στο μέλλον, οπότε το εάν θα συνεχίσει να υπάρχει αργότερα η συγκεκριμένη λύση, προφανώς δεν το γνωρίζουμε – αφού, κυρίως στην Οικονομία, «τα πάντα ρέουν».

 

Ειδικά εάν ακολουθήσει τη φυγή των ικανών νέων και των τραπεζικών καταθέσεων στο εξωτερικό, η μετεγκατάσταση των εναπομεινάντων παραγωγικών επιχειρήσεων στις γειτονικές χώρες, με αυξημένο ρυθμό – η αιμορραγία δηλαδή ανθρώπινου και κεφαλαιακού δυναμικού, η οποία είναι πολύ χειρότερη από το περιστασιακό κλείσιμο των επιχειρήσεων, αφού θα δώσει τη χαριστική βολή στην οικονομία της πατρίδας μας. Μπορούμε λοιπόν ακόμη να τα καταφέρουμε, αλλά όχι εάν δεν ξεκινήσουμε αμέσως.

 

Καλή Χρονιά, με Υγεία και Ευτυχία!

ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ

[Μία μορφή του κειμένου διαβάσθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 2015 στην εκδήλωση "Ευημερία χωρίς ανάπτυξη" που διοργανώθηκε από του Ηλιόσπορους στο ΕΜΠ. Δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο 2015 στο site των Ηλιόσπορων, goo.gl/90ilpd]
Γιώργος Ν. Οικονόμου
Δρ Φιλοσοφίας, συγγραφέας
ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ
Ο Γάλλος φιλόσοφος Μισέλ Φουκώ γράφει πως «εκεί όπου υπάρχει έργο δεν υπάρχει τρέλα», πράγμα που μπορεί να σημαίνει πως εκεί όπου δεν υπάρχει έργο υπάρχει τρέλα. Αυτό ισχύει στη νεοελληνική περίπτωση, όπου υπάρχει γενικευμένη τρέλα, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει έργο σε όλους σχεδόν τους τομείς που συγκροτούν μία κοινωνία, στον παραγωγικό, στον οικονομικό, στον πολιτικό, στον διοικητικό, στον πολιτισμικό. Χαρακτηριστικά συμπτώματα αυτής της τρέλας είναι η παταγώδης αποτυχία του πολιτικού συστήματος που οδήγησε στη γενικευμένη χρεοκοπία, ο παρασιτικός γραφειοκρατικός μηχανισμός, το πελατειακό καθεστώς, η διαφθορά, η αδυναμία παραγωγής πλούτου, η έλλειψη εκπαίδευσης, παιδείας, αγωγής, πολιτισμού και δημοκρατικής παράδοσης. επίσης η συναίνεση της κοινωνίας επί τέσσερις δεκαετίες στο εξαθλιωμένο κομματοκρατικό σύστημα και η απάθειά της ενώπιον του σημερινού μεγάλου αδιεξόδου. Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι το πώς θα υπάρξει διέξοδος από την γενικευμένη τρέλα και παρακμή.
Το ερώτημα αυτό οδηγεί σε μία συζήτηση, που επιβάλλεται να γίνει, διότι οι κυρίαρχες αντιλήψεις στον χώρο των κομμάτων, των διανοουμένων και της Αριστεράς εγκλωβίζονται στο κοινοβουλευτικό και κομματικό πλαίσιο, όπως έδειξαν και οι τελευταίες εκλογές. Πράγματι,το ερώτημα που έθεσαν και θέτουν πάντοτε τα κόμματα και το αντιπροσωπευτικό σύστημα και στο οποίο καλούνται να απαντήσουν οι ψηφοφόροι είναι: «ποιο κόμμα να ψηφίσω;» ή «ποιον πολιτικό να ψηφίσω;», θεωρώντας έτσι και επιβάλλοντας ότι το βασικό πολιτικό ερώτημα είναι το «ποιος με κυβερνά;» ή «ποιος πρέπει να με κυβερνά». Τα ερωτήματα αυτά εμπεριέχουν την αντίληψη ότι κάποιος πρέπει πάντοτε να με κυβερνά, άρα το πολιτικό διακύβευμα είναι να βρώ τον «καλύτερο» για να με κυβερνήσει. Δηλαδή, τα ερωτήματα όπως τίθενται εμπεριέχουν την αντιπροσώπευση και την πολιτική αλλοτρίωση των ανθρώπων. Στην περίπτωση αυτή γίνεται μετατόπιση του ζητήματος, αφού το βασικό ερώτημα που θέτει η κλασική πολιτική φιλοσοφία και πρακτική είναι: «τι το κύριον της πόλεως είναι;», δηλαδή, «ποιος ασκεί την εξουσία, ποιος λαμβάνει τις αποφάσεις και θεσπίζει τους νόμους;». Είναι ο ένας,  οι ολίγοι ή οι πολλοί; Είναι οι πλούσιοι ή ο άποροι; Είναι τα ανώτερα στρώματα ή τα μεσαία και τα κατώτερα, όλη η κοινωνία; Και τα συναφή με αυτό ερωτήματα: Πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις και πώς ορίζονται τα πρόσωπα που ασκούν την εκτελεστική, τη δικαστική και τη νομοθετική εξουσία; Υπάρχει ουσιαστικός έλεγχος της εξουσίας, με δικαστικές και ποινικές κυρώσεις;
   
Αναλόγως των απαντήσεων που δίνονται στο βασικό ερώτημα, και στα συναφή, τα πολιτεύματα διακρίνονται σε μοναρχικά, ολιγαρχικά, δημοκρατικά, αριστοκρατικά και τυραννικά. Αυτά τουλάχιστον διακρίνει η κλασική πολιτική φιλοσοφία (Πλάτων, Αριστοτέλης) αλλά και η νεωτερική (Σπινόζα, Λοκ, Χομπς, Μοντεσκιέ, Ρουσσώ). Αυτό το βασικό ερώτημα έχει ως συμπληρωματικό του το: «τι δει το κύριον είναι της πόλεως;» (ποιος πρέπει να είναι ο κυρίαρχος της πόλεως;) και το «τις η αρίστη πολιτεία;» (ποιο είναι το άριστο πολίτευμα).
Η δημοκρατική αντίληψη απαντά στα ερωτήματα αυτά σαφώς και κατηγορηματικώς, και στα δύο επίπεδα, περιγραφικό και δεοντολογικό: το κύριον της πόλεως στα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα είναι οι ολίγοι αντιπρόσωποι των ανωτέρων στρωμάτων (επιχειρηματιών, τραπεζιτών, καναλαρχών κ.ά.) και πρέπει να αντικατασταθούν από τους πολλούς, από τον δήμο. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ολιγαρχία, στη δεύτερη δημοκρατία, άμεση δημοκρατία. Το ουσιαστικό ερώτημα, επομένως, που πρέπει να τεθεί είναι: «πώς θα αυτοκυβερνηθούμε;» ή «πώς θα οργανώσουμε και θα κυβερνήσουμε τον κοινό βίο;» - πώς, δηλαδή, εμείς οι ίδιοι θα οργανώσουμε την κοινή ζωή μας και όχι κάποιοι αντιπρόσωποι, ηγέτες ή κόμματα, οικονομολόγοι, συνταγματολόγοι, γραφειοκράτες, νομικοί, δικηγόροι, μηχανικοί, όχι κάποιοι άλλοι αντί για μας.
Αυτά τα ερωτήματα πρέπει να τεθούν επειγόντως σήμερα για συζήτηση και προσανατολισμό. Όμως δεν τίθενται από όλα τα κόμματα – δεξιά, κεντρώα, σοσιαλδημοκρατικά, αριστερά -, τα οποία θέτουν τα παραπλανητικά  ερωτήματα: «ποιος με κυβερνά;» ή «πώς με κυβερνά;» διολισθαίνοντας τεχνηέντως και εμμέσως στην υπεράσπιση του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος. Ούτε τίθενται στη σημερινή Ελλάδα στην οποία το πολιτικό σύστημα έχει αποτύχει παταγωδώς, δεν έχει όμως καταρρεύσει ούτε αλλάξει. Χρειάζεται επομένως ριζική αλλαγή, η οποία είναι αδύνατο να γίνει από τους υπάρχοντες κομματικούς σχηματισμούς.  Στην προοπτική αυτή τίθεται ένα  βασικό ερώτημα: Πώς μπορεί να γίνει η αλλαγή του συστήματος; Πιο συγκεκριμένα: Ποιες είναι οι βασικές κινήσεις που  πρέπει να γίνουν ως πρώτο βήμα; Το ερώτημα αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί πειστικά εάν πρώτα δεν ξεκαθαρισθούν ορισμένα θεμελιώδη ζητήματα, όπως, «ποιος είναι ο στόχος του πολιτικού αγώνα» και «ποιος είναι ο βασικός αντίπαλος για την επίτευξη αυτού του στόχου».
Είναι θεμελιώδη διότι χωρίς τον καθορισμό του στόχου και του αντιπάλου δεν μπορεί να καθορισθεί η πολιτική πράξη, η στρατηγική και η τακτική.
Οι αντίπαλοι της δημοκρατίας
Εάν στόχος είναι η δημοκρατική πολιτεία, με την έννοια της πραγματικής κυριαρχίας των πολιτών και όχι των πολιτικών, της κυριαρχίας των πολλών και όχι των αντιπροσώπων και των κομμάτων, τότε είναι εμφανές ότι στόχος είναι η αλλαγή του υπάρχοντος ολιγαρχικού κομματοκρατικού πολιτεύματος. Αυτό σημαίνει συμμετοχή της κοινωνίας στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων, στον ουσιαστικό έλεγχο της εξουσίας με πλήρη διαφάνεια.  Άρα χρειάζεται να αποδυναμωθούν οι θεσμοί και τα κέντρα εξουσίας του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, να αφαιρεθούν αρμοδιότητες από τα στηρίγματά του, ήτοι από κόμματα, κοινοβούλιο, δικαστική εξουσία, οικονομική ελίτ, ΜΜΕ, Εκκλησία, δημάρχους και περιφερειάρχες. Έτσι όμως προσδιορίζεται και η απάντηση στο δεύτερο ζήτημα: βασικός αντίπαλος στον αγώνα για πραγματική δημοκρατία είναι οι πιο πάνω αναφερθέντες, οι σημασίες και οι θεσμοί του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος, που επιτρέπουν και εξασφαλίζουν την ολιγαρχική διακυβέρνηση.
Πράγματι, η βασική σημασία του συστήματος αυτού είναι η «αντιπροσώπευση», με εργαλεία τις εκλογές και τα κόμματα. Όμως οι εκλογές δεν καθιστουν το πολίτευμα δημοκρατικο και τα κόμματα αναιρούν τη δημοκρατία, διότι επιδιώκουν με κάθε τρόπο την αύξηση της δύναμής τους για μεγαλύτερο μερίδιο στην εξουσία, αποτρέποντας τη συμμετοχή και την πρωτοβουλία των ανθρώπων. Αυτό που επιδιώκει παντί τρόπω κάθε βουλευτής, δήμαρχος ή περιφερειάρχης είναι η εκλογή του και η επανεκλογή του. Αυτός είναι ο κύριος σκοπός του, ασχέτως βεβαίως των ψευδών κατά τεκμήριο υποσχέσεων και ιδεολογικών διακηρύξεων με τις οποίες περιτυλίγει και σερβίρει την προσωπική του φιλοδοξία. Ενώ όλα τα κόμματα και οι βουλευτές σε όλες τις χώρες και τις εποχές κόπτονται υπέρ του «λαού» και του «έθνους», εντούτοις ο «λαός» δυσπραγεί και σε περιόδους κρίσης δυστυχεί, ενώ οι ίδιοι οι πολιτικοί ευτυχούν μέσα στην εξουσία και τα προνόμιά τους, από τα οποία όχι μόνο δεν παραιτούνται, αλλά περιφρουρούν με ιδιάζοντα ζήλο και κυνισμό, όπως συμβαίνει στην χρεοκοπημένη Ελλάδα. Επίσης, στα πλαίσια του κοινοβουλευτισμού όλα τα κόμματα,  όχι μόνο αυτά της συγκυβέρνησης, συμμετέχουν στην εξουσία με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Το ίδιο ισχύει και για τα κόμματα της Αριστεράς: είναι στυλοβάτες του κομματοκρατικού κοινοβουλευτικού συστήματος, αφού και αυτά στηρίζονται στην ίδια λογική της αντιπροσώπευσης, υποτάσσοντας τα κοινωνικά προβλήματα στο κομματικό συμφέρον. Συνεπώς η εκλογική ενδυνάμωση των κομμάτων εμπεδώνει στην ουσία το κοινοβουλευτικό ολιγαρχικό πολίτευμα.
Πρώτο βήμα λοιπόν στην προσπάθεια για δημοκρατία είναι η αποδυνάμωση της κομματοκρατίας και της «αντιπροσώπευσης». Πώς επιτυγχάνεται αυτή η αποδυνάμωση; Κατ’ αρχάς με τη μη συναίνεση. Η εξουσία που αποκτούν τα κόμματα οφείλεται στο γεγονός πως κάποιοι τα ψηφίζουν και τα νομιμοποιούν, δίνοντάς τους την εξουσιοδότηση να πράττουν όπως αυτά νομίζουν. Η οποιαδήποτε εξουσία υπάρχει επειδή κάποιοι συναινούν σε αυτήν. Εάν δεν υπάρχει η συναίνεση των πολλών παύει και η εξουσία. Συνεπώς το βασικό πολιτικό πρόβλημα  δεν είναι ποιον αντιπρόσωπο ψηφίζουμε, σε ποιο κόμμα αναθέτουμε τη σκέψη και την πράξη μας, διότι τότε απλώς μεταφέρουμε την εξουσία σε άλλους. Η ελπίδα σε κόμματα και αντιπροσώπους τροφοδοτεί  και γιγαντώνει την ολιγαρχία.  Το βασικό είναι το πώς μπορεί η εξουσία να μείνει σε εμάς, να ασκηθεί από την ίδια την κοινωνία – πώς θα αυτοκυβερνηθούμε. Έτσι θεμελιώνεται η δημοκρατία. Με άλλα λόγια, ο δρόμος για την αλλαγή του ολιγαρχικού συστήματος προς ένα δημοκρατικό πολίτευμα είναι ένας: πλήρης αποδέσμευση από την εκλογική και κομματική λογική και ταυτόχρονη προσπάθεια δημιουργίας κινήσεων, πρωτοβουλιών, συνελεύσεων που θα αντιστρατεύονται τη λογική της ανάθεσης σε αντιπροσώπους.
Υπάρχει όμως η διαδεδομένη αγοραία αντίληψη πως επειδή η άμεση δημοκρατία προς το παρόν δεν είναι εφικτή, επιβάλλεται ή επιτρέπεται η ανάθεση της διακυβέρνησης ή της αντιπολίτευσης σε κάποιο αριστερό κόμμα, μεταθέτοντας έτσι το όραμα για τη δημοκρατία στο απώτερο μέλλον (πότε άραγε;). Η αντίληψη αυτή είναι βαθύτατα αλλοτριωτική και αντιδημοκρατική, αφού ενισχύοντας τα κόμματα ενισχύεται η ολιγαρχία και η πολιτική ετερονομία, διότι, τα κόμματα είναι οι βάσεις και τα στηρίγματα της ολιγαρχίας, όπως ήδη ανέφερα. Από την άλλη, μπορεί οι ψηφοφόροι να δίνουν το δικό τους νόημα στην ψήφο τους, όμως οι «αντιπρόσωποι» ούτε γνωρίζουν αυτό το νόημα ούτε θέλουν να το γνωρίσουν, άρα δεν το λαμβάνουν υπ’ όψιν τους. Τελικώς η ψήφος λαμβάνει ένα και μόνο νόημα: την κατάφαση στην αντιπροσώπευση και στο κομματικό σύστημα.
 Η δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρξει στο μέλλον αν κάποιοι δεν προσπαθήσουν στο παρόν. Το μέλλον που ονειρευόμαστε υπάρχει στο παρόν, στην πράξη μας. Εάν δεν υπάρχει τώρα δεν υπάρχει ούτε αύριο. Όταν το σκέφτεσαι  θεωρητικώς και το εγκαταλείπεις πρακτικώς, αναθέτοντάς το σε «αντιπροσώπους», τότε ουσιαστικώς  το καταργείς - ακυρώνεις την επιθυμία σου. Το μέλλον δεν είναι αποτέλεσμα μόνο σκέψης, αλλά κυρίως δράσης, κυοφορείται στις πράξεις του παρόντος. Το μέλλον δεν είναι για να το σκέφτεσαι αλλά για να το πράττεις, τονίζει ο Κ. Καστοριάδης. Ανήκει σε αυτούς που το δημιουργούν, όχι σε αυτούς που περιμένουν και αδρανούν, που το εκχωρούν σε άλλους. Όταν δεν υπάρχουμε εμείς, υπάρχουν οι άλλοι – η εξουσία, τα κόμματα, η οικονομική ελίτ. Το πολιτικό πεδίο απεχθάνεται το κενό, πρέπει να υπάρχει πράξη.  Πράττουμε σήμερα αυτό που θέλουμε να υπάρξει αύριο - αυτή είναι η απαραίτητη συνθήκη κάθε δημιουργίας, άρα και της δημοκρατίας.
Συνεπώς, ο στρατηγικός στόχος της αυτονομίας και της δημοκρατίας δεν μπορεί να υποτάσσεται σε τακτικισμούς που εξυπηρετούν την ετερονομία της αντιπροσώπευσης. Η αυτονομία δεν μπορεί να υπάρξει κάνοντας υποχωρήσεις και παραχωρήσεις στην ετερονομία. Στη δημοκρατία δεν φθάνουμε μέσα από την ολιγαρχία, μέσα από αντιλήψεις και πράξεις ολιγαρχικές, μέσα από θεσμούς και νόμους ολιγαρχικούς. Αν ίσχυε το αντίθετο τότε θα ζούσαμε σε μία διαρκή  χαρούμενη δημοκρατική κατάσταση. Στη δημοκρατία φθάνουμε μόνο μέσα από τη δημοκρατία, όπως ακριβώς στην ελευθερία φθάνουμε μόνο μέσα από την ελευθερία. Μέσα από πράξεις και εκπαιδεύσεις δημοκρατικές. Εάν η δημοκρατία χρειάζεται μία εκπαίδευση τότε αυτή δεν είναι η ολιγαρχική - η δημοκρατία δεν διδάσκεται μέσα από κόμματα και εκλογές, μέσα από αντιπροσωπεύσεις και αναθέσεις. Με άλλα λόγια, όσο δεν μπορούμε να πραγματοποιούμε εμείς οι ίδιοι την ιστορία μας, να δημιουργούμε ελεύθερα τους νόμους, να είμαστε η πηγή των σημασιών και των θεσμών, η ανάθεση σε «αντιπροσώπους» απομακρύνει ακόμη πιο πολύ τον στόχο της δημοκρατίας.   
Αυτό που τελικώς καθορίζει και δίνει μορφή στο άτομο δεν είναι τόσο οι σκέψεις του, οι επιθυμίες  ή οι φαντασιώσεις του όσο οι πράξεις του. Είμαστε και γινόμαστε αυτό που πράττουμε. Συνεπώς, στον πολιτικό χώρο όταν ψηφίζουμε είμαστε ψηφοφόροι και τίποτε άλλο. Το ζήτημα είναι να γίνουμε πολίτες: να συμμετέχουμε στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων, στην δημιουργία και στην απονομή του δικαίου, στον ενδελεχή έλεγχο της εξουσίας. Προς τούτο πρέπει να αλλάξουμε τους ισχύοντες θεσμούς, τις κυρίαρχες αντιλήψεις και σημασίες. Αυτό μπορούμε να το επιτύχουμε μόνο σε μία περίπτωση: όταν δεν είμαστε οι θεσμοί, όταν δεν έχουμε εσωτερικεύσει τις κυρίαρχες σημασίες και τους θεσμούς. Όταν υπάρχει μια απόσταση ανάμεσα σε εμάς και τους θεσμούς, τις ιδεολογίες και τις σημασίες του ετερόνομου συστήματος. Αυτή είναι η μόνη συνθήκη που μας επιτρέπει να αμφισβητήσουμε τους θεσμούς και τους νόμους, να σκεφθούμε διαφορετικά.[1]
Η βασικότερη αλλαγή είναι να μπορέσει να εκφρασθεί η κοινωνία. Αυτό όμως γίνεται μόνο μέσα από θεσμούς. Η κοινωνία δεν μπορεί να παράσχει στον εαυτό της οτιδήποτε παρά μόνο μέσα από θεσμούς. Τέτοιοι θεσμοί σήμερα δεν υπάρχουν. τα κόμματα, οι εκλογές, οι αντιπρόσωποι και τα κοινοβούλια δεν επιτρέπουν στην κοινωνία να εκφρασθεί και να συμμετάσχει. Αντιθέτως, αλλοτριώνουν, εμποδίζουν, αλλοιώνουν τη βούλησή της, είναι θεσμοί του ολιγαρχικού και καπιταλιστικού συστήματος. Μέσα στους θεσμούς που θα ιδρύσει η ίδια η κοινωνία - αυτοθέσμιση της κοινωνίας – θα μπορέσει αυτή να ενημερωθεί και να πληροφορηθεί ουσιαστικά, να συζητήσει, να εκφρασθεί, να διαβουλευθεί, να αποφασίσει, να γίνει δηλαδή υπεύθυνη, να αναλάβει τις ευθύνες της.  Δεν αρκούν μόνο οι διαδηλώσεις, οι πορείες, οι απεργίες που προτείνονται ως το μοναδικό μέσον από την Αριστερά, ούτε  η αλλαγή κυβερνήσεων και προσώπων (οι κυβερνήσεις πέφτουνε, αλλάζουν, αλλά η ολιγαρχία μένει). Χρειάζονται ριζικές αλλαγές, δηλαδή από τη ρίζα, από τους θεσμούς, από τις σημασίες, τις νοοτροπίες, τους στόχους και τα οράματα.
Θα πρέπει να σημειωθεί η πλήρης σχεδόν απουσία της κοινωνίας από σημαντικούς πολιτικούς και πολιτειακούς αγώνες. Οτιδήποτε έχει γίνει οφείλεται σε πρωτοβουλίες και σε στόχους ολιγομελών ομάδων,  κομμάτων ή μεμονωμένων ηγετών, ενώ η κοινωνική πλειοψηφία παρέμενε αδιάφορη, παθητική, συναινετική ή εχθρική. Υπήρξαν όμως δύο εξαιρέσεις: 1. Η κατάληψη και η εξέγερση στο Πολυτεχνείο της Αθήνας τον Νοέμβριο 1973, και 2. Οι λαϊκές συνελεύσεις στις πλατείες, κυρίως στην πλατεία Συντάγματος, το καλοκαίρι 2011.     
Από την άλλη, η υπεράσπιση των ιδεών της άμεσης δημοκρατίας, έστω και άν δεν την συμμερίζονται πολλοί, έστω και άν δεν είναι εφικτή αύριο, εκφράζει ωστόσο μια θετική θέληση, μια σκέψη και επιθυμία που διανοίγουν την πολιτική φαντασία. Επιτρέπει να σκεφθούμε τη δημοκρατία όχι ως αδύνατη, αλλά ως επίδικο ζήτημα ανοικτό στην ενδεχομενικότητα, στη δυνατότητα και στη διαβούλευση.
Κοινωνικά εγχειρήματα και δημοκρατία
Τα ανωτέρω βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση των καινοφανών εγχειρημάτων της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, της αυτοδιαχείρισης, των συλλογικών καλλιεργειών κ.λπ. Όλα αυτά έχουν πρωτίστως οικονομικό και κοινωνικό χαρακτήρα – δεν θέτουν ρητώς το ζήτημα της γενικής πολιτικής οργάνωσης και συνολικότερα το πολιτικό ζήτημα. Στις δύσκολες όμως συνθήκες στις οποίες έχει βρεθεί η κοινωνία το κύριο ζήτημα είναι αυτό που διαμορφώνεται στην κεντρική πολιτική σκηνή. Ο επί μέρους υλικός βίος των ανθρώπων και η καθημερινή τους ύπαρξη εξαρτώνται αναγκαστικώς και από το τι γίνεται στο «γενικό» κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Η αιτία των προβλημάτων, της ανεργίας, της φτώχειας, της χρεοκοπίας και της γενικευμένης παρακμής βρίσκεται στο συγκεκριμένο πολιτικό και οικονομικό σύστημα – στο οποίο συναινεί η κοινωνική πλειονότητα. Αυτό το σύστημα πρέπει να αλλάξει, και  η αλλαγή δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με τον πολιτικό αγώνα των ανθρώπων. Δεν υπάρχουν περιθώρια χρόνου για α-πολιτικές συμπεριφορές. δεν εννοώ α-κομματικές. αντιθέτως, οι α-κομματικές και εν πολλοίς αντικομματικές, αλλά βαθύτατα πολιτικές ενέργειες είναι αναγκαίες, και οι μόνες άλλωστε, που μπορούν να δημιουργήσουν ουσιαστική προοπτική.
Στο πλαίσιο αυτό φαίνεται απαραίτητο τα εγχειρήματα της κοινωνικής οικονομίας να υπερβούν τον τοπικό, συγκυριακό ή τεχνικό χαρακτήρα τους και να ενταχθούν σε μία ευρύτερη στόχευση που θα τα συνέχει. να συνδεθούν δηλαδή με ένα συνεκτικό πολιτικό πρόταγμα. Το ζήτημα αυτό ανακινείται τόσο από το γεγονός πως η σύγχρονη οικονομία δεν υπάρχει παρά ως σύνολο όσο και από το ότι μερικά από αυτά τα εγχειρήματα στηρίζονται στην αυτοοργάνωση, στις συλλογικές πρωτοβουλίες από τα κάτω, στoν συμμετοχικό τρόπο λειτουργίας, στην ισοτιμία, συνεργασία, αυτοοργάνωση, λογοδοσία των εκτελεστικών οργάνων, στον κυρίαρχο ρόλο της γενικής συνέλευσης, στον γενικευμένο έλεγχο. Στο πλαίσιο αυτό ακούγεται συχνά και ο όρος «συμμετοχική ή άμεση δημοκρατία», υποτείνοντας έτσι εμβρυωδώς και προϋποθέτοντας υποτυπωδώς το δημοκρατικό πολίτευμα.
Ωστόσο, τα εγχειρήματα αυτά δεν αποτελούν καθαυτά άμεση δημοκρατία, διότι η τελευταία οφείλεται σε ένα πρόταγμα εκφρασμένο σε ένα κοινωνικό-πολιτικό κίνημα, είναι δε ουσιαστικά ένα πολίτευμα, με θεσμούς, δομές, νόμους και αντιστοιχεί σε δημοκρατική κοινωνία και δημοκρατικά άτομα.  Η συμμετοχή σε μία αυτοδιαχειριζόμενη επιχείρηση που περιορίζεται στην επιχείρηση και εγκαταλείπει την πολιτική εξουσία σε ένα άλλο ξεχωριστό σώμα κομμάτων, γραφειοκρατών, τεχνοκρατών, πολιτικών αντιπροσώπων είναι μερική συμμετοχή και όχι πολιτική. Αποτελεί υποκατάστατο της πολιτικής δράσης και της δημοκρατίας. Τα άτομα που συμμετέχουν σε ένα αυτοδιαχειριζόμενο εγχείρημα και στην υπόλοιπη ζωή τους συμμετέχουν σε κόμματα ή γραφειοκρατικά συνδικάτα δεν προάγουν το ζήτημα της δημοκρατίας. Ισχύει όμως και το αντίστροφο: η συμμετοχή στην πολιτική εξουσία που δεν συμβαδίζει με εξουσία στο άμεσο περιβάλλον των ατόμων και στη διαχείριση των συγκεκριμένων οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων είναι ελλιπής και φενάκη.
Συνεπώς, φαίνεται απαραίτητη η εκ παραλλήλου πορεία των εγχειρημάτων της κοινωνικής οικονομίας, της αυτοδιαχείρισης, της απομεγέθυνσης και της οικολογίας με ένα πολιτικό δημοκρατικό πρόταγμα. Διαφορετικά υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος που έχει επισημάνει ο Κορνήλιος Καστοριάδης  το 1992 προκειμένου για την οικολογία: «εάν δεν υπάρξει ένα καινούργιο κίνημα, μία αφύπνιση του δημοκρατικού προτάγματος, η “οικολογία“ μπορεί πολύ καλά να ενσωματωθεί σε μία νεοφασιστική ιδεολογία. Για παράδειγμα, μπροστά σε μία παγκόσμια οικολογική καταστροφή, άνετα θα βλέπαμε αυταρχικά καθεστώτα να επιβάλλουν δρακόντειους περιορισμούς σε ένα πανικόβλητο και απαθή πληθυσμό. Η ένταξη της οικολογικής συνιστώσας σε ένα ριζοσπαστικό πολιτικό δημοκρατικό πρόταγμα είναι απαραίτητη. Και είναι όλο και πιο επιτακτική στον βαθμό που η επαναμφισβήτηση των αξιών και των προσανατολισμών της τωρινής κοινωνίας, την οποία συνεπάγεται ένα τέτοιο πρόταγμα, είναι αδιαχώριστη από την κριτική του φαντασιακού της ’’ανάπτυξης’’ με βάση την οποία ζούμε».
Επομένως, οι επιλογές των ατόμων, των συλλογικοτήτων και των εγχειρημάτων οφείλουν να είναι σαφείς και ακριβείς, όπως επίσης οι στόχοι της κριτικής θεωρίας, της πολιτικής πράξης και των κινημάτων να είναι συγκεκριμένοι και σταθεροί, όχι γενικόλογοι «υλικοϊστορικοί» και αόριστοι «αντιεξουσιαστικοί» ούτε νεφελώδεις «σοσιαλιστικοί» και «αντισυστημικοί». Αναγκαία προϋπόθεση είναι η αυτόνομη δράση, δηλαδή ατομικοί και συλλογικοί αγώνες, αγώνες πολιτικοί- όχι κομματικοί και συνδικαλιστικοί – αγώνες που δεν  υποστηρίζουν με κανένα τρόπο το υπάρχον κοινοβουλευτικό ολιγαρχικό σύστημα και τους φορείς του, τα κόμματα. Τότε μόνο λαμβάνει νόημα η πολιτική πράξη ως εργαλείο της αυτονομίας και της δημοκρατίας.
Πολιτικές προτάσεις για έναν άλλον προσανατολισμό
Πώς εξειδικεύονται αυτά στην περίπτωση της χρεοκοπημένης Ελλάδας; Το ελληνικό πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό, όπως διατυμπανίζεται από πολλές πλευρές και από την Αριστερά. Οι προτεινόμενες από τα κόμματα οικονομικές μεταρρυθμίσεις χωρίς την αλλαγή του πολιτικού, ιδεολογικού και πολιτισμικού υπόβαθρου είναι οικονομισμός και παλάτια στην άμμο. Η αποχώρηση λ.χ. από το ευρώ ή ακόμη και από την Ε.Ε. δεν αρκεί να φέρει τις απαιτούμενες ριζικές αλλαγές  στις απαρχαιωμένες δομές, αντιλήψεις, σημασίες, νοοτροπίες και στους αποτυχημένους θεσμούς. Ούτε ο εγκλωβισμός στο ψευδοδίλημμα «μνημονιακοί-αντιμνημονιακοί» οδηγεί σε άλλον ριζοσπαστικό δρόμο. Το ελληνικό πρόβλημα είναι κυρίως πολιτικό, ιδεολογικό, πολιτισμικό και κοινωνικό. Συνεπώς σε αυτούς τους τομείς χρειάζεται να γίνουν ριζικές αλλαγές, που θα καθορίσουν άλλωστε και τις οικονομικές και παραγωγικές συνθήκες.
Πολιτικός τομέας
- Η δομική, θεσμική, πολιτική και πολιτειακή αλλαγή κρίνεται αναγκαία αν επί πλέον ληφθεί υπ’ όψιν ότι το αποτυχημένο κομματοκρατικό σύστημα είναι αδύνατο να πραγματοποιήσει δύο βασικούς στόχους:
α. Την ουσιαστική διερεύνηση των μεγάλων σκανδάλων και των υπαιτίων της γενικευμένης χρεοκοπίας, την παραδειγματική τιμωρία τους, επιστροφή των κλεμμένων, δήμευση περιουσιών. Εφ’ όσον υπάρχει μία γενικευμένη χρεοκοπία, δηλαδή ένα έγκλημα, θα πρέπει να τιμωρηθούν οι δράστες του εγκλήματος, οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί των δύο κομμάτων που κυβέρνησαν επί σαράντα έτη τη χώρα - να αποδοθεί πραγματική δικαιοσύνη. Είναι η πρωταρχική βασική πράξη, χωρίς την οποία δεν μπορεί να θεμελιωθεί πολιτική κοινωνία και πολιτεία δικαίου και θα επανέλθουν οι προηγούμενες άνομες καταστάσεις, όπως έγινε αρκετές φορές στο παρελθόν.[2] Αυτό προϋποθέτει την αναδιάρθρωση της συστημικής και διαπλεκόμενης Δικαστικής εξουσίας, την  ανεξαρτητοποίησή της από την Εκτελεστική, με εκλογή ή κλήρωσή της λ.χ. από ένα ευρύ σώμα πολιτών.[3]
β. Τη ριζική αναδιάρθρωση του «βαθέος κράτους» (Στρατού, Αστυνομίας, Δικαστικής εξουσίας, Εκκλησίας, κρατικοδίαιτων συντεχνιών) που συγκροτεί τη βάση του πλέγματος εξουσίας (Κόμματα, οικονομική ελίτ, ΜΜΕ). Το «βαθύ κράτος» έχει στηρίξει όλα τα αυταρχικά, δικτατορικά, βασιλικά καθεστώτα και όλες τις αντιλαϊκές, αντιδημοκρατικές κινήσεις  που υπήρξαν στη χώρα. Και είναι φορέας της κυρίαρχης συστημικής ιδεολογίας (εθνικισμός, θρησκευτικές σημασίες) και υποστηρικτής της οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας. Στην πορεία του αυτή απέκτησε και κατοχύρωσε αρκετά προνόμια εις βάρος του κοινού αγαθού. Τα προνόμια και η νοσηρή δύναμή του μπορούν να εξουδετερώσουν οποιαδήποτε άλλη μεταρρύθμιση, συνεπώς χρειάζεται ριζική εκκαθάρισή του από τα φιλοχουντικά,  και ναζιστικά στοιχεία.
 Όσον αφορά τον ευρύτερο πολιτικό τομέα, η απαιτούμενη αλλαγή δεν θα περιέχει μόνο μεταρρυθμίσεις που ευλόγως, μετά τη χρεοκοπία, προτείνονται από διάφορες πλευρές, όπως μείωση των βουλευτών στους 200, μείωση των αποδοχών και των άλλων προνομίων τους, μείωση της βουλευτικής σύνταξης, κατάργηση της βουλευτικής και υπουργικής ασυλίας, χωρισμός κράτους και Εκκλησίας και φορολόγηση της τελευταίας, συγκρότηση Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου για το «απεχθές χρέος», πάταξη της διαφθοράς, του πελατειακού κράτους, της φοροδιαφυγής, των φοροαπαλλαγών, μείωση των προνομίων ορισμένων κρατικοδίαιτων συντεχνιών (ΔΕΚΟ, υπάλληλοι της Βουλής, στρατιωτικοί, δικαστικοί). Οι αναγκαίες θεσμικές αλλαγές θα πρέπει να αποσκοπούν στη συμμετοχή της κοινωνίας με τη νομοθέτηση γενικών συνελεύσεων - σε πρώτη φάση στις τοπικές κοινωνίες, στις οποίες τέτοιες συνελεύσεις είναι δυνατές και πραγματοποιήσιμες. επίσης τη θέσπιση μονίμων τοπικών και εθνικών δημοψηφισμάτων από τα κάτω για σημαντικά θέματα.
Όλα τα κόμματα, των αριστερών συμπεριλαμβανομένων, είναι ανίκανα και απρόθυμα για τέτοιες αναδιαρθρώσεις, όπως φαίνεται στα προγράμματά τους και στις διακηρύξεις τους. δεν είναι διατεθειμένα να συγκρουσθούν με το «βαθύ κράτος», δεδομένου ότι η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη, αφού αυτό έχει δύναμη και θα υπερασπισθεί μέχρις εσχάτων τα προνόμιά του και την ισχύ του. Η απροθυμία είναι εμφανής και στη νέα κυβέρνηση συνεργασίας Αριστεράς και Ακροδεξιάς.
Κοινωνικός τομέας
-  Επομένως η πραγματοποίηση των στόχων αυτών είναι αδύνατη χωρίς την ενεργό συμμετοχή της κοινωνίας. Οι αλλαγές που χρειάζεται η χώρα θα γίνουν όταν νέα κοινωνικά-πολιτικά κινήματα θα διαμορφωθούν εκτός του πολιτικού συστήματος, γιατί οι παραδοσιακοί πολιτικοί παράγοντες έχουν συνηθίσει να παίζουν σε αυτό το σύστημα, με τους κανόνες αυτού του συστήματος, και είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουν, έχουν αλλοτριωθεί. Θα πρέπει λοιπόν η κοινωνία να συνειδητοποιήσει πως έχει ευθύνες για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης το 1994 έλεγε πολύ σωστά πως «ο ελληνικός λαός – όπως και κάθε λαός άλλωστε – είναι υπεύθυνος για την ιστορία του, συνεπώς είναι υπεύθυνος για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα».
Θα πρέπει να αλλάξει, να απαιτήσει επί τέλους για πρώτη φορά στην ιστορία της μία άλλη πορεία, να αγωνισθεί για να αποδυναμώσει το ανίκανο και διεφθαρμένο κομματοκρατικό ολιγαρχικό σύστημα, να συμμετάσχει σε αυτά που μέχρι τώρα αποφασίζονται ερήμην της και εναντίον της. Αυτό σημαίνει την  ανάδυση της πολιτικής, την είσοδο στο πολιτικό προσκήνιο του κοινωνικού πλήθους, που με βάση τον αυτοκαθορισμό και την αυτοοργάνωση θα αυτοσυγκροτηθεί σε δημοκρατικό υποκείμενο, σε  πολιτικό-πολιτισμικό κίνημα, το οποίο θα αποτελέσει τον μοχλό για την απαιτούμενη ριζική αλλαγή. Το κίνημα αυτό θα έχει ως περιεχόμενο και στόχο την συμμετοχή της κοινωνίας στις αποφάσεις. Αυτό μπορεί να ξεκινήσει λ.χ. από τις τοπικές κοινωνίες, όπως ήδη ανέφερα, θέτοντας ως στόχο τη σύγκλιση δημοτικών συνελεύσεων για τη λήψη αποφάσεων, η εκτέλεση των οποίων θα εναπόκειται στο δημοτικό συμβούλιο.
Πολιτισμικός τομέας
- Αυτά όλα προϋποθέτουν θέληση για απαλλαγή από τις κυρίαρχες ιδεολογίες, από τις κομματικές, εθνικιστικές και θρησκευτικές επιρροές, καθώς και από τον καταναλωτισμό, την τηλεθέαση, την αδιαφορία, την απάθεια  και τον ατομικισμό. Χρειάζεται να γίνει απο-αποικιοποίση του νεοελληνικού φαντασιακού από αυτές τις ολέθριες αλλοτριωτικές και ετερόνομες σημασίες, από το κυρίαρχο ιδεολογικό πλέγμα. Αυτό προϋποθέτει με τη σειρά του το ξεκίνημα μίας ευρείας και βαθιάς πολιτισμικής «επανάστασης», ενός γενικού Διαφωτισμού από όσα υγιή τμήματα της κοινωνίας έχουν απομείνει - αν έχουν απομείνει θα φανεί στα επόμενα έτη. Βασικά στοιχεία του απαιτούμενου Διαφωτισμού θα είναι η κριτική της κομματικής και ιδεολογικής ετερονομίας, ο έλεγχος της εξουσίας, η έλλογη επιχειρηματολογία, ο απεγκλωβισμός από βυζαντινισμούς και αυταρχισμούς, καθώς και από τους μεσσιανισμούς, τους λαϊκισμούς και τα ιδεολογήματα της Αριστεράς.[4] Με ιδιαίτερη έμφαση σε ιδέες και εκπαιδεύσεις κατά του φανατισμού, της μισαλλοδοξίας, του ρατσισμού, κατά της ξενοφοβίας, του νεοναζισμού, της συνωμοσιολογίας και των πάσης φύσεως σωτήρων και σωτηριολόγων. Στα σημεία αυτά φαίνεται η αποτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο χρειάζεται μία εκ βάθρων αναδιοργάνωση.
Πολιτικό σχήμα
- Στη βάση αυτή είναι ευκταία η δημιουργία ενός πολιτικού σχήματος - όχι κόμματος - που θα είναι ανεξάρτητο και αυτόνομο από όλα τα κόμματα, θα στηρίζεται στις αρχές της άμεσης δημοκρατίας, της ισότιμης συμμετοχής, της κυριαρχίας των γενικών συνελεύσεων, των αιρετών και κληρωτών εκτελεστικών οργάνων, της ανακλητότητάς τους, της πλήρους διαφάνειας και της αντιγραφειοκρατικής δομής. Το σχήμα αυτό θα έχει ως σκοπό τη διάδοση των αρχών και πρακτικών της άμεσης δημοκρατίας, με όλους τους τρόπους που θα κριθούν πρόσφοροι  από τις γενικές συνελεύσεις και απώτερο στόχο να συμβάλλει στη δημιουργία του πολιτικού-πολιτισμικού κινήματος για τις απαιτούμενες αλλαγές. Οι ιδέες αυτές πρέπει να διαδοθούν σε όσον το δυνατόν ευρύτερα στρώματα. Οι ιδέες είναι όπως και οι μηχανές, ο ρόλος τους είναι να τίθενται σε κίνηση, να λειτουργούν. Οι ιδέες της άμεσης δημοκρατίας θα πρέπει να βρούν μία κεντρική έκφραση στον κεντρικό πολιτικό χώρο, διότι μέχρι στιγμής απουσιάζουν. Όπου δεν υπάρχουμε εμείς υπάρχουν οι άλλοι. 
Η δημιουργία έργου στον παραγωγικό, διοικητικό, πολιτισμικό, κοινωνικό και πολιτικό τομέα είναι ο μόνος τρόπος να αποφύγουμε την τρέλα, την παρακμή και την επικείμενη εφιαλτική άτακτη χρεοκοπία.

[1] Βλ. Καστοριάδης, «Σοσιαλισμός και αυτόνομη κοινωνία», Το περιεχόμενο του σοσιαλισμού, μτφρ., Ύψιλον, Αθήνα, σ. 32.
[2] Από την άλλη, όσο δεν γίνεται η απόδοση ευθυνών και η τιμωρία των ενόχων τόσο θα αυξάνει και η επιρροή του νεοναζιστικού κόμματος που ποντάρει στο θέμα αυτό.
[3] Η δικαστική εξουσία βαρύνεται με πολλές παραλήψεις, ελλείψεις και μεροληπτικές αποφάσεις: αθώωση του χρυσαυγίτη Κασιδιάρη δύο φορές, του Γ. Παπακωνσταντίνου για τη λίστα Λαγκάρντ, του Ρόντου για το σκάνδαλο της ΜΚΟ αποναρκοθέτησης, την απαλλαγή του τοκογλυφικού κυκλώματος στη Θεσσαλονίκη, την αθώωση του Ζαχόπουλου και του Θέμου Αναστασιάδη για το ρόζ DVD και τα αδήλωτα 5 εκατ. ευρώ, την καταδίκη των κατοίκων στις Σκουριές Χαλκιδικής κ.ά. 
[4] Βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, «Τo τέλος της Αριστεράς και η αρχή του δημοκρατικού κινήματος», στο Άμεση δημοκρατία. Αρχές, επιχειρήματα, δυνατότητες, Παπαζήσης, 2014. Επίσης Γ. Ν. Οικονόμου, «Τα αδιέξοδα του ΣΥΡΙΖΑ» (2012), στο oikonomouyorgos.blogspot.com