Είναι σίγουρα χωρίς ιστορικό προηγούμενο το φαινόμενο μιας
χώρας-προτεκτοράτου, όπως ήταν η Δυτική Γερμανία για τις ΗΠΑ
μεταπολεμικά μέχρι και τη λήξη του ψυχρού πολέμου, που επειδή αποτελούσε
σύνορο του δυτικού μπλοκ με το ανατολικό, όχι μόνο της διαγράφτηκαν τα
χρέη και αμνηστεύτηκαν τα εγκλήματά της (καθώς σοβαρή προσπάθεια
αποναζιστικοποίησής της από τους Συμμάχους ουδέποτε έγινε, σε αντίθεση
με την πλήρη κάθαρση που συντελέστηκε στην Ανατολική Γερμανία), όχι μόνο
δαπανήθηκαν τεράστια κεφάλαια για την ανοικοδόμηση και την εκ νέου
εκβιομηχάνισή της, όχι μόνο επιλέχθηκε το νόμισμά της, το μάρκο, ως
«μαξιλάρι» του δολαρίου στην Ευρώπη, αλλά στο τέλος κιόλας η οικονομική
ισχύς της χώρας αυτής εκτοξεύθηκε κατακόρυφα και απειλεί άμεσα όχι μόνο
την πρωτοκαθεδρία αλλά σε τελική ανάλυση και την ίδια την οικονομική
επιβίωση του πάλαι ποτέ προστάτη της.
Πώς έγινε όμως αυτή η «αναβάθμιση» της Γερμανίας από
χώρα-προτεκτοράτο των ΗΠΑ σε βασικό οικονομικό ανταγωνιστή τους;
Αναμφισβήτητα, προέκυψε μέσα από τη δημιουργία της ΕΕ και δι’ αυτής της
ευρωζώνης και με τη συνδρομή της γεωπολιτικής και διπλωματικής ισχύος
της Γαλλίας. Η τελευταία, αν και σύμμαχος των ΗΠΑ στο δυτικό μπλοκ καθ’
όλη τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου και αργότερα, βρισκόταν σε σχέση
άλλοτε υπογείου και άλλοτε ανοιχτού ανταγωνισμού με την υπερδύναμη, με
αποκορύφωμα του ανταγωνισμού αυτού την προσωρινή γαλλική αποχώρηση από
το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και το άνοιγμα στην Σοβιετική Ένωση στα
μέσα της δεκαετίας του ’60 επί προεδρίας Σαρλ Ντε Γκωλ. Ωστόσο, οι ΗΠΑ,
μιας και ο μείζον ανταγωνιστής τους στη σκακιέρα του ψυχρού πολέμου ήταν
η ΕΣΣΔ (και κατόπιν η Ρωσία), αποτελούσαν έναν από τους βασικούς
παράγοντες που, προκειμένου να δημιουργήσουν ένα συμπαγές ευρωπαϊκό
ανάχωμα στο ανατολικό μπλοκ, πίεζαν προς την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής
ενοποίησης.
Από πλευράς τους, Γερμανία και Γαλλία είχαν ήδη από τη δεκαετία του
’50 τους δικούς τους λόγους για να επιδιώξουν τη μεταξύ τους οικονομική
προσέγγιση· αφενός για να αποτρέψουν τις μελλοντικές συγκρούσεις τους
μιας και οι μνήμες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν νωπές, αφετέρου, όπως
είχε πει ο ίδιος ο Κόνραντ Αντενάουερ, ο πρώτος καγκελάριος της Δυτικής
Γερμανίας μετά τον πόλεμο, «επειδή ήξεραν ότι δεν θα γινόντουσαν ποτέ
δυνάμεις συγκρίσιμες με τις ΗΠΑ και την ΕΣΣΔ παρά μόνο μέσα από μια
Ενωμένη Ευρώπη».
Προπάτορας της σημερινής ΕΕ ήταν η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και
Χάλυβα (ΕΚΑΧ) η οποία ιδρύθηκε το 1951 και στην οποία συμμετείχαν 6
χώρες της Δυτικής Ευρώπης: η Γαλλία, η Δυτική Γερμανία, η Ιταλία, το
Βέλγιο, η Ολλανδία και το Λουξεμβούργο. Η ΕΚΑΧ, που αποτελούσε μια κοινή
ευρωπαϊκή αγορά για τον άνθρακα και το χάλυβα, επεκτάθηκε και στα
υπόλοιπα αγαθά και υπηρεσίες μέσω της αναβάθμισής της σε Ευρωπαϊκή
Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) το 1957.
Κοινή Αγορά; Σύμφωνοι αλλά μεταξύ μας
Παρά την πρόοδο που είχε γίνει, η νομισματική ενοποίηση «σκόνταφτε»
έκτοτε συνέχεια στις διαφορετικές θεωρήσεις -και σε τελική ανάλυση στα
διαφορετικά συμφέροντα και πολιτικές- εκ μέρους των Γάλλων και των
Γερμανών. Όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα, έτσι και τη δεκαετία του
’60, του ’70 και του ’80, η παραδοσιακά πλεονασματική Γερμανία και ιδίως
η πανίσχυρη θεσμικά κεντρικής της τράπεζα, η Bundesbank, αγωνίζονταν
σκληρά για να μην τεθούν υπό γαλλικό πολιτικό έλεγχο, απ’ την άλλη δε, η
παραδοσιακά ελλειμματική Γαλλία αρνούνταν να πειθαρχήσει στη σφιχτή
νομισματική πολιτική της Γερμανίας ως προϋπόθεση για τη μεταξύ τους
σύγκλιση.
Στην πορεία η ΕΟΚ διευρύνθηκε και με άλλες χώρες, όπως τη Μ.
Βρετανία, την Ισπανία και την Ελλάδα, ωστόσο το «ποιοτικό άλμα»
συντελέστηκε με τη λήξη του ψυχρού πολέμου και τη διάλυση του ανατολικού
μπλοκ, οπότε και ελλείψει πια οποιασδήποτε άλλης εναλλακτικής για τις
περισσότερες χώρες της Ευρώπης, οι διαδικασίες για την νομισματική και
πολιτική ενοποίηση επιταχύνθηκαν. Με τη συνθήκη του Μάαστριχτ που
υπογράφτηκε το 1992, η ΕΟΚ αναβαθμίστηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), και
στην οποία η πανίσχυρη οικονομικά Γερμανία αποτελούσε –και αποτελεί
μέχρι σήμερα– το βασικό πυλώνα.
Η εκτόξευση της ισχύος της Γερμανίας είχε συντελεστεί δυο χρόνια
νωρίτερα από την υπογραφή της συνθήκης του Μάαστριχτ, με την ένωση της
Δυτικής Γερμανίας με την Ανατολική το 1990, ή για την ακρίβεια, την
προσάρτηση της Ανατολικής Γερμανίας από τη Δυτική· μια προσάρτηση που
διεκπεραιώθηκε από το νυν κυβερνών κόμμα της Γερμανίας, τους
Χριστιανοδημοκράτες, που βρίσκονταν και τότε στην εξουσία, με το
χειρότερο δυνατό τρόπο για τους Ανατολικογερμανούς: κοινώς επρόκειτο για
πλιάτσικο, με την δημόσια περιουσία και τις κρατικές επιχειρήσεις της
Ανατολικής Γερμανίας να εκποιούνται για ψίχουλα στο δυτικογερμανικό
κεφάλαιο και τους Ανατολικογερμανούς εργαζόμενους (πλέον ανέργους…) να
αποτελούν την εφεδρεία φτηνού εργατικού δυναμικού που αυτό είχε ανάγκη.
Ωστόσο, οι ίδιοι Γερμανοί ηγέτες που ενορχήστρωσαν το πλιάτσικο, πολύ
γρήγορα κατάλαβαν ότι έπρεπε να καταφύγουν σε μεταβίβαση πόρων από το
δυτικό προς το ανατολικό τμήμα της χώρας ώστε να εξασφαλιστεί ότι η
ενοποίηση των δύο Γερμανιών θα αποκτούσε σταθερό οικονομικό υπόβαθρο και
δεν θα πατούσε στον αέρα. Τα ποσά που απαιτούνταν βέβαια ήταν
αστρονομικών διαστάσεων, ωστόσο η γερμανική ομοσπονδιακή τράπεζα, η
Bundesbank, υπό τη διοίκηση του Χέλμουτ Σλέσινγκερ και έχοντας μάλιστα
επιστρατεύσει για το σκοπό αυτό το γνωστό «γύπα» του διεθνούς
χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου Τζωρτζ Σόρος, κατάφερε να τα αντλήσει από
τις διεθνείς χρηματαγορές διεξάγοντας την περίοδο 1992-1993 τον περίφημο
«πόλεμο των επιτοκίων» κατά της βρετανικής στερλίνας και της ιταλικής
λιρέτας. Τι έκανε ο Σλέσινκγερ λοιπόν; Πολύ απλά ανέβασε απότομα τα
γερμανικά επιτόκια ώστε να συρρεύσουν όλα τα κεφάλαια στη Γερμανία (ό,τι
ακριβώς είχε κάνει δηλαδή και ο Βόλκερ στις ΗΠΑ πριν μια εικοσαετία…),
με συνέπεια η Ιταλία και η Βρετανία να πεταχτούν έξω από το Μηχανισμό
Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ) της ΕΕ, με τη στερλίνα συγκεκριμένα να
υφίσταται πρωτοφανή υποτίμηση κατά 11% και το συνολικό κόστος για τη
βρετανική οικονομία να ανέλθει τελικά στα 3,4 δις λίρες! Με αυτόν τον
τρόπο, η γερμανική κυβέρνηση κατάφερε να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα που
είχε προκύψει από την προσάρτηση της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.
Ούτε τότε όμως οι ΗΠΑ έδειχναν να ανησυχούν ιδιαίτερα από τη διαρκώς
αυξανόμενη οικονομική ισχύ της Γερμανίας. Αντιθέτως, η ΕΕ εξυπηρετούσε
σε μεγάλο βαθμό τα γεωστρατηγικά τους σχέδια τους γιατί μέσω αυτής
μπορούσαν να εντάξουν τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ στους
μηχανισμούς της ελεύθερης αγοράς (και παράλληλα στο ΝΑΤΟ), και μ’ αυτόν
τον τρόπο να εξουδετερώσουν την γεωπολιτική και πολιτιστική επιρροή που
εξακολουθούσε και μετά τη λήξη του ψυχρού πολέμου να τους ασκεί η Ρωσία,
ειδικά στις πιο ανατολικές εξ αυτών. Παράλληλα, ευελπιστούσαν ότι
ενδεχόμενη ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ θα μπορούσε να αποτελέσει όχημα
για τον πλήρη εκδυτικισμό της αχανούς αυτής μουσουλμανικής χώρας και το
μοντέλο της θα αποτελούσε πρότυπο για τις υπόλοιπες μουσουλμανικές χώρες
της Μέσης Ανατολής, οπότε και πίεζαν επίμονα προς αυτή την κατεύθυνση.
Εν ολίγοις, θα λέγαμε ότι η Γερμανία, στα πρώτα χρόνια μετά την
ενοποίησή της, συνεργαζόταν κατά κύριο λόγο αρμονικά με τις ΗΠΑ· οι
πόλεμοι στη Γιουγκοσλαβία το επιβεβαιώνουν με τον πιο κατηγορηματικό
τρόπο. Επίσης, οι περισσότερες χώρες της ΕΕ ανήκαν και στο ΝΑΤΟ, οπότε
οι ΗΠΑ τις διατηρούσαν υπό το γεωπολιτικό τους έλεγχο μέσω της εν λόγω
συμμαχίας, ακόμα και την ίδια τη Γερμανία, που δεν της επιτρεπόταν παρά
να διαθέτει περιορισμένο στρατό και στο έδαφος της οποίας, από την εποχή
του ψυχρού πολέμου μέχρι και σήμερα, εδράζουν αμερικάνικες στρατιωτικές
βάσεις… Ο βασικός λοιπόν ευρωπαίος αντίπαλος εντός ΝΑΤΟ για τις ΗΠΑ
παρέμενε αναμφισβήτητα η Γαλλία, εξ ου και η προνομιακή αντιμετώπιση της
Γερμανίας από τις πρώτες.
Η αλλαγή της οπτικής εκ μέρους των ΗΠΑ για τη Γερμανία προέκυψε
σχεδόν ταυτόχρονα με τη δημιουργία της ευρωζώνης το 1999. Επίκεντρο της
αλλαγής δεν είναι άλλο από τις λυσσαλέες προσπάθειες της γερμανικής ελίτ
μέσω της αποπληθωριστικής πολιτικής της να εκτοπίσει το δολάριο από
βασικό παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και να το αντικαταστήσει με το
ευρώ· να καθιερώσει δηλαδή το σκληρό ευρώ στη θέση του δολαρίου ως μέσο
για τις διεθνείς πετρελαϊκές συναλλαγές, και ως εκ τούτου να
συγκεντρώνει για λογαριασμό της τις τεράστιες χρηματοροές των διεθνών
επενδυτών αντί αυτές να καταλήγουν στη Wall Street.
Με την προσπάθεια της Γερμανίας να καταστήσει το ευρώ το νέο
παγκόσμιο αποθεματικό συντάχθηκε αρχικά και η Γαλλία· οι δύο χώρες, αφού
συγκρούστηκαν επανειλημμένα μέχρι να καταλήξουν με εκατέρωθεν
συμβιβασμούς στην νομισματική ενοποίηση, έκαναν τον εξής επιμερισμό
καθηκόντων στη νέα ευρωπαϊκή υπερδύναμη: η Γαλλία θα συνεισέφερε με τη
στρατιωτική της ισχύ και τη γεωπολιτική της επιρροή και η Γερμανία με
την πανίσχυρη οικονομία της. Στην ουσία βέβαια, καμία από τις δύο δεν
ήθελε να μοιραστεί την ηγεσία στην ΕΕ με την άλλη· η μεν Γαλλία πίστευε
ότι λόγω της στρατιωτικής και γεωπολιτικής της ισχύος θα ετίθετο
αυτοδικαίως επικεφαλής, η δε Γερμανία είχε την πεποίθηση ότι θα μπορούσε
να τιθασεύσει τη Γαλλία με όχημα και μόνο την οικονομική της
παντοδυναμία – τελικά πραγματοποιήθηκε το δεύτερο….
Η ευρωατλαντική νομισματική αντιπαράθεση ξετυλίχθηκε σε δύο
διαφορετικές ποιοτικά φάσεις: η πρώτη έλαβε χώρα από τη δημιουργία του
ευρώ μέχρι το ξέσπασμα της κρίσης του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού
συστήματος το 2008, η οποία πρακτικά ταυτίστηκε με την διακυβέρνηση των
ΗΠΑ από τους νεοσυντηρητικούς του Τζωρτζ Μπους του νεώτερου, και την
δεύτερη από το ξέσπασμα της κρίσης μέχρι σήμερα, υπό τη διακυβέρνηση από
τους Δημοκρατικούς του Μπάρακ Ομπάμα.
Στην πρώτη, προ κρίσης, φάση της αντιπαράθεσης, η αμφισβήτηση του
δολαρίου ως παγκόσμιο αποθεματικό και η αντικατάστασή του με το ευρώ
προήλθαν κυρίως από συγκεκριμένα, μη φιλικά προσκείμενα στις ΗΠΑ κράτη
του OPEC: το Ιράκ, το Ιράν (ανήκοντα στον κατά Μπους «άξονα του κακού»)
και τη Βενεζουέλα. Η εχθρότητα με την οποία αντιμετώπιζε τις χώρες αυτές
η αμερικάνικη ηγεσία ήταν παροιμιώδης και εκδηλωνόταν ως εμπάργκο και
απειλή χρήσης βίας ή ακόμα και κανονική στρατιωτική εισβολή, ενώ εξίσου
πρωτοφανής ήταν η ξεχωριστή αντιμετώπιση που έχαιραν τα «νομιμόφρονα»
κράτη-μέλη του OPEC τα οποία σέβονταν τη σύνδεση με το δολάριο, όπως η
Σαουδική Αραβία και οι λοιπές θεοκρατίες του Περσικού Κόλπου.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της συμπεριφοράς εκ μέρους της
κυβέρνησης Μπους ήταν η στάση της τελευταίας αμέσως μετά τις επιθέσεις
της 11ης Σεπτεμβρίου το 2001: ενώ οι 15 από τους 19 αεροπειρατές ήταν
Σαουδάραβες υπήκοοι, ενώ όλα τα στοιχεία έδειχναν ξεκάθαρα ότι οι
επιθέσεις είχαν χρηματοδοτηθεί από Σαουδάραβες σεΐχηδες, ενώ η μετέπειτα
έρευνα των αμερικάνικων αρχών επιβεβαίωσε τις αρχικές υποψίες ότι
υπήρξε ενεργός συμμετοχή στελεχών των μυστικών υπηρεσιών της Σαουδικής
Αραβίας στην οργάνωση των επιθέσεων, η αμερικάνικη ηγεσία όχι μόνο
πρόλαβε να φυγαδεύσει πίσω στη χώρα τους τα μέλη της σαουδαραβικής
βασιλικής οικογένειας που βρίσκονταν στις ΗΠΑ αλλά έσπευσε κιόλας να
κατηγορήσει το… Ιράκ ως υπεύθυνο για τις επιθέσεις! Η πολυπόθητη για την
αμερικάνικη ελίτ εισβολή στο Ιράκ πραγματοποιήθηκε τελικά δύο χρόνια
αργότερα, το 2003, με αστείες προφάσεις (τα… όπλα μαζικής καταστροφής
που υποτίθεται κατείχε ο Σαντάμ Χουσεΐν), και για ευνόητους λόγους,
χωρίς τη συνδρομή της Γαλλίας και της Γερμανίας…
Βαγδάτη
Με τη σειρά της, η δεύτερη φάση της αντιπαράθεσης, από το ξέσπασμα
της κρίσης του 2008 κι έπειτα, χαρακτηρίστηκε από τις επίμονες
προσπάθειες της κυβέρνησης Ομπάμα να αναχαιτίσει την κατάρρευση του
αμερικάνικου χρηματοπιστωτικού συστήματος υπερπληθωρίζοντας το δολάριο
(τυπώνοντας δηλαδή πολύ παραπανίσιο χρήμα) και διαγράφοντας με αυτόν τον
τρόπο τα τραπεζικά χρέη, αλλά θέτοντας έτσι εν αμφιβόλω την αξιοπιστία
του αμερικάνικου νομίσματος ως παγκόσμιο αποθεματικό. Είναι δεδομένο ότι
αν το δολάριο δεν αποτελούσε το βασικό αποθεματικό νόμισμα ανά την
υφήλιο και δεν χρησιμοποιούνταν ως μέσο για τις διεθνείς πετρελαϊκές
συναλλαγές, ώστε μ’ αυτόν τον τρόπο οι ΗΠΑ να φορτώνουν τα ελλείμματά
τους στις πλάτες των χωρών με τις οποίες συναλλάσσονται, η πολιτική
Ομπάμα θα προκαλούσε στην αμερικάνικη οικονομία πληθωρισμό… Βαϊμάρης και
η κατάρρευσή τους ως υπερδύναμη θα είχε πραγματοποιηθεί προ πολλού.
Ακόμα όμως κι έτσι, με την οικονομία των ΗΠΑ να διασφαλίζεται λόγω του
προαναφερθέντος στάτους του δολαρίου, τα πράγματα εξακολουθούν να είναι
επίφοβα για την υπερδύναμη· πετρελαιοπαραγωγές χώρες και εταιρείες αλλά
και διεθνείς επενδυτικοί όμιλοι που διαχειρίζονται τα κεφαλαιοποιημένα
κέρδη των προαναφερθέντων πετρελαϊκών εταιριών και λοιπών βιομηχανικών
κολοσσών, βλέποντας το δολάριο να πληθωρίζεται διαρκώς, καλοβλέπουν όλο
και περισσότερο την επένδυση σε κάποιο εναλλακτικό, μη πληθωρίσιμο,
νόμισμα. Δίχως αμφιβολία, το μόνο νόμισμα που έχει τις προϋποθέσεις να
ανταγωνιστεί το δολάριο στη διεθνή νομισματική αρένα είναι το ευρώ, ένα
νόμισμα που γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό (αν και δεν ομολογείται δημόσια…)
η… γερμανοκινούμενη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) διατηρεί γενικά
αποπληθωρισμένο, με ολέθρια συνέπεια για τις χώρες της περιφέρειας της
ευρωζώνης όπως η Ελλάδα, από το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης κι
έπειτα, να μαστίζονται από πολύχρονη λιτότητα και ύφεση. Πλέον η
αμφισβήτηση του στάτους του δολαρίου δεν προέρχεται μόνο από τον «άξονα
του κακού», ούτε η λαβωμένη οικονομία των ΗΠΑ επιτρέπει στις τελευταίες
να εξαπολύσουν στρατιωτική επέμβαση κατά του όποιου αμφισβητία. Εξαίρεση
αποτελεί η σύντομη χρονικά εισβολή στη Λιβύη το 2011 και η ανατροπή του
Καντάφι (που βέβαια δεν πουλούσε πετρέλαιο σε ευρώ, αλλά σε λιβυκά
δηνάρια) με τη συμμετοχή, για τους δικούς της λόγους, της Γαλλίας, η
οποία είχε προ πολλού πάψει να συμπλέει με τις γερμανικές ηγεμονικές
βλέψεις στο νομισματικό πεδίο, και χωρίς φυσικά, όπως ήταν αναμενόμενο,
τη συνδρομή της Γερμανίας.
Μιας και η νομισματική αντιπαράθεση δύο χωρών μεταφράζεται σχεδόν
πάντα και ως γεωπολιτική, είναι λογικό η αμφισβήτηση του δολαρίου να
έχει προέλθει πρωτίστως από την πλευρά της Ρωσίας. Οι συμφωνίες της
Ρωσίας με την Κίνα το 2013 για πωλήσεις πετρελαίου απευθείας σε γουάν
όπως και οι κινήσεις από πλευράς Gazprom να αντικαταστήσει το δολάριο με
ευρώ στις πετρελαϊκές συναλλαγές του με τις χώρες της ΕΕ, όπως ήταν
λογικό, αποτέλεσαν κόκκινο πανί για τις ΗΠΑ και οι οποίες φυσικά δεν
κάθισαν με σταυρωμένα χέρια: από τα τέλη του 2014 ενορχήστρωσαν από
κοινού με τη Σαουδική Αραβία την απότομη πτώση των τιμών του πετρελαίου
πράγμα που βύθισε τη Ρωσία σε βαθιά ύφεση, μιας και το μεγαλύτερο μέρος
του ΑΕΠ της βασίζεται στις πετρελαϊκές εξαγωγές.
Όμως ακόμα πιο σημαντική κι από αυτή την εξέλιξη είναι μία άλλη, που
έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 2013: σε μια κίνηση που τις προηγούμενες
δεκαετίες φάνταζε αδιανόητη, ο μεγαλύτερος διεθνής επενδυτικός όμιλος
ονόματι Pacific Investment Management Company (PIMCO), ο οποίος
διαχειρίζεται ως επί το πλείστον σαουδαραβικά και καταριανά κεφάλαια,
κάλεσε δια στόματος του επικεφαλής του, Μπιλ Γκρος, τους απανταχού
επενδυτές να ξεφορτωθούν όσα δολάρια κατείχαν και να τα αντικαταστήσουν
με ευρώ και χρυσό! Ο ίδιος όμιλος, βέβαια, δυο μήνες μετά, όταν η
γερμανική κυβέρνηση προέβη σε κούρεμα των τραπεζικών καταθέσεων στην
Κύπρο παραβιάζοντας τις ίδιες τις αρχές του παγκοσμιοποιημένου
καπιταλισμού και συγκλονίζοντας τις διεθνείς κεφαλαγορές, έκανε στροφή
180 μοιρών, ανακοινώνοντας ότι το ευρώ απέχει παρασάγγας από το να
θεωρηθεί ιδανικό παγκόσμιο αποθεματικό· ωστόσο, η έστω και… δίμηνη
στήριξη του ομίλου στο ευρώ έναντι του δολαρίου είναι ενδεικτική του
μεγέθους της απειλής που αποτελεί το ευρωπαϊκό νόμισμα για τις ΗΠΑ.
Στο περιθώριο του άγριου αυτού νομισματικού ανταγωνισμού ΗΠΑ και ΕΕ,
έλαβε επίσης χώρα τα τελευταία χρόνια και η διεξαγωγή διαπραγματεύσεων
μεταξύ αυτών για τη Διατλαντική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων
(Transatlantic Trade and Investment Partnership ή TTIP), η οποία
προβλέπει τη δημιουργία μιας ευρωατλαντικής ζώνης ελεύθερου εμπορίου.
Επιμέρους παράμετροι της TTIP που απαλλάσσουν τους επενδύοντες
πολυεθνικούς ομίλους από οποιαδήποτε ευθύνη έχουν προκαλέσει ιδιαίτερη
ανησυχία ανάμεσα, όχι μόνο σε ακτιβιστές αλλά και σε επίσημους φορείς,
ακόμα και κυβερνήσεις στην Ευρώπη, σε σημείο που να αναρωτιέται κανείς
τι συμφέρον εξυπηρετεί για την ΕΕ μια τέτοια συμφωνία. Η απάντηση,
ωστόσο, δεν είναι δύσκολη και συνοψίζεται στο ότι η TTIP προβλέπεται να
παίξει στην αμερικανογερμανική διαμάχη αντίστοιχο ρόλο με αυτόν που
έπαιξε η ΕΟΚ στη γαλλογερμανική. Όπως εξηγήσαμε παραπάνω, εντός της ΕΟΚ
Γαλλία και Γερμανίας είχαν αρχικά ενώσει τις δυνάμεις τους με απώτερο
όμως σκοπό η μία να κυριαρχήσει και να θέσει υπό τον έλεγχό της την
άλλη, πράγμα που και έγινε τελικά, με τη Γερμανία να επικρατεί κατά
κράτος επί της Γαλλίας χάρις στην οικονομική της παντοδυναμία. Κάτι
ανάλογο θέλει να πετύχει λοιπόν και σήμερα η -μεταμφιεσμένη σε ΕΕ πια-
Γερμανία εις βάρος των ΗΠΑ μέσω της TTIP· περιμένει δηλαδή το
στραβοπάτημα του δολαρίου που θα το αποκαθηλώσει από το βάθρο του
παγκόσμιου αποθεματικού και θα το αντικαταστήσει με το ευρώ, και δι’
αυτής της θεμελιακής αλλαγής, την υπαγωγή της αμερικάνικης στρατιωτικής
υπερδύναμης στον έλεγχό της. Φυσικά, το ίδιο ακριβώς μεθοδεύουν και οι
ΗΠΑ από την πλευρά τους, να διαλύσουν δηλαδή την ευρωζώνη και μέσω της
TTIP ύστερα, να κυριαρχήσουν ολοκληρωτικά στη γηραιά ήπειρο.
Τα όπλα που μεταχειρίζονται οι δύο αντίπαλοι στη μεταξύ τους
νομισματική σύγκρουση είναι συγκεκριμένα: στρατιωτικές επιθέσεις και
πόλεμος στις τιμές του πετρελαίου εκ μέρους των ΗΠΑ κατά
πετρελαιοπαραγωγών χωρών που δεν συναλλάσσονται σε δολάρια, σκληρές
πολιτικές λιτότητας και ύφεσης στην ευρωζώνη εκ μέρους της Γερμανίας,
που διατηρούν το ευρώ αποπληθωρισμένο και το καθιστούν δέλεαρ για μια
σειρά από χώρες και επενδυτές. Ωστόσο, το μεγαλύτερο όπλο βρίσκεται στα
χέρια των πρώτων, ένα όπλο το οποίο μπορεί να συντρίψει μονομιάς τον
αντίπαλό τους αρκεί και μόνο να πυροδοτηθεί, κι αυτό δεν είναι άλλο από
τα δημόσια χρέη της περιφέρειας της ευρωζώνης και δη το ελληνικό. Αλλά
γι’ αυτό το θέμα, θα αναφερθούμε εκτενέστερα στο δεύτερο μέρος…