ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

Η Νύχτα του Θανάτου

Από ΒΑΘΥ 

Πηγή: Γεφυρισμοί

Στις 18 Οκτωβρίου 1977 οι γερμανικές αρχές ανακοίνωσαν ότι βρέθηκαν νεκροί στα ειδικά διαμορφωμένα κελιά τους, στις φυλακές του Στάμχαϊμ, ο Αντρέας Μπάαντερ, η Γκούντρουν Έσλιν και ο Καρλ Ράσπε. Ως αιτία θανάτου καταγράφηκε η αυτοκτονία. Ωστόσο η μόνη επιζήσασα Ίρμγκαρντ Μέλερ δήλωσε ότι οι σύντροφοί της πυροβολήθηκαν ενώ η ίδια όταν συνήλθε ήταν βαρύτατα τραυματισμένη από μαχαίρι.

Οι τρεις νεκροί της Νύχτας του Θανάτου, όπως και η Μέλερ, υπήρξαν μέλη της ένοπλης οργάνωσης RAF - Φράξια Κόκκινος Στρατός, η οποία έδρασε στη Γερμανία το 1970. Μια οργάνωση η οποία αν και δεν υπάρχει πια, έχει αφήσει πίσω της ανοιχτούς λογαριασμούς με την Γερμανία, αφού πολλά μέλη της αναζητούνται μέχρι σήμερα. Η πρώτη ενέργεια της RAF θεωρείται η απελευθέρωση του Μπάαντερ που είχε συλληφθεί και καταδικασθεί για τον εμπρησμό πολυκαταστημάτων της Φρανκφρούρτης το 1968. Η επιχείρηση οργανώθηκε από την Ούρλικε Μάινχοφ και υλοποιήθηκε στις 14 Μαΐου 1970 δηλώνοντας ότι: «Δεν απελευθερώσαμε τον Μπάαντερ για προπαγανδιστικούς λόγους, αλλά απλά και μόνον για να ΄ναι ελεύθερος». Όλα τα μέλη της οργάνωσης προέρχονταν από την Αριστερά με ιδιαίτερες επιρροές από τα κινήματα της Λατινικής Αμερικής, συμμετοχές στα αντίστοιχα της Ευρώπης αλλά και σχέσεις με τους Παλαιστίνιους. Στη δράση τους περιλαμβάνονται βομβιστικές ενέργειες κατά των νατοϊκών βάσεων στη Γερμανία οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για την υποστήριξη της επίθεσης των Αμερικανών στο Βιετνάμ, όπως και διαφόρων κρατικών κτιρίων αλλά και 4 θάνατοι.

Τα μέλη της οργάνωσης κρατήθηκαν στα «λευκά κελιά» των φυλακών του Στάμχαϊμ υπό συνθήκες αυστηρής απομόνωσης μέχρι τη Νύχτα του Τέλους. Εκεί τους είχε επισκεφθεί ο Ζαν Πωλ Σαρτρ και άλλοι διανοούμενοι και πολιτικοί οι οποίοι αποτύπωσαν με τα μελανότερα χρώματα την κατάστασή τους. Πολλοί μάλιστα την παρομοίασαν με εκείνην της κατοχής από τη Βέρμαχτ. Τόσο πριν, όσο και μετά τη Νύχτα αυτή, σημειώθηκαν και άλλοι θάνατοι μελών της RAF στις γερμανικές φυλακές όπως η κατάληξη του Χόλγκερ Μάινς λόγω απεργίας πείνας (1974) και η αμφισβητούμενη αυτοκτονία της Ουρλίκε Μάινχοφ (1976).


Γερμανία 1972. Η αφίσα της αστυνομίας με τους καταζητούμενους αντάρτες πόλεων της RAF.

Τον Μάρτιο του 1998 η RAF αυτοδιαλύθηκε και επίσημα με την εξής δήλωση: «Σήμερα θέτουμε τέρμα στη δράση μας. Το αντάρτικο των πόλεων με τη μορφή της RAF είναι πια ιστορία». Εμείς για τη Νύχτα του Θανάτου επιλέξαμε τη σχετική διήγηση της Μέλερ στον Όλιβερ Τόλμαϊν από το βιβλίο του «RAF -Αυτό ήταν για μας Απελευθέρωση. Μια συζήτηση με την Ίρμγκαρντ Μέλερ για την Ένοπλη πάλη, τη Φυλακή και την Αριστερά», που μεταφράσθηκε στη γλώσσα μας από τον Γιάννη Κέλογλου και εκδόθηκε από τις εκδόσεις ΚΨΜ το 2007 (βλ. πηγές).

M: Πρέπει να φανταστείς την κατάσταση τότε: βρισκόμασταν για έξι εβδομάδες περίπου σε καθεστώς στέρησης κάθε επικοινωνίας, είχαμε πίσω μας μια απεργία πείνας και δίψας, δεν είχαμε τη δυνατότητα να συνομιλήσουμε με κανέναν κανονικά, δεν είχαμε καμιά πληροφόρηση και ξέραμε ότι παίζονταν πάρα μα πάρα πολλά. Όλα αυτά μας είχαν εξουθενώσει πολύ. Η αεροπειρατεία του «Λάντσχουτ» ήταν μια αιφνιδιαστική εξέλιξη. Και αναπτέρωσε τις ελπίδες μας ότι αυτή η τρομακτική μετέωρη κατάσταση θα σταματήσει και ότι θα οδηγηθούμε σε μια λύση.

T: Ελπίζατε ακόμη εκείνη τη χρονική στιγμή ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια θετική έκβαση;

M: Πριν από την αεροπειρατεία στο «Λάντσχουτ» όχι πια. Ήταν ιδιαίτερα ξεκάθαρο ότι το Επιτελείο Διαχείρισης Κρίσεων έπαιζε με το χρόνο και δεν σκόπευε να μας αφήσει ελεύθερους και επιπλέον είχε εγκαταλείψει τον Χανς Μάρτιν Σλάιερ.

Τ: Είχατε αλήθεια κάποια εικόνα για το ποια ήταν η RAF εκεί έξω;

Μ: Ξέραμε ποιοι καταζητούνταν. Ξέραμε ότι υπάρχει η RAF και ότι, κρίνοντας από αυτά που έκαναν, θα έπρεπε να είναι πάρα πολλοί. Και ξέραμε ότι κάποια άτομα που γνωρίζαμε προσωπικά ήταν οργανωμένα στη RAF.

Τ: Τελικά ακολούθησε η εισβολή στο «Λάντσχουτ», λίγο μετά τη συνομιλία του Αντρέας Μπάαντερ με τον υπάλληλο που είχε στείλει ο υπουργός Επικρατείας Σούλερ. Το έμαθες αυτό εκείνη τη νύχτα;

Μ: Όχι. Οι τελευταίες ειδήσεις που είχα τη δυνατότητα να ακούσω απ' το ραδιόφωνο της φυλακής έπαιξαν στις δέκα, έντεκα το βράδυ.

Τ: Και μετά έκλεισαν το ραδιόφωνο της φυλακής;

Μ: Ναι, αυτό συνέβη γύρω στις έντεκα, το αργότερο.

Τ: Μετά πλάγιασες στο κρεβάτι;

Μ: Όχι. Κάθισα και διάβασα. Δεν ήταν και τόσο απλό. Πριν από την αεροπειρατεία περνούσε κάποιος από τους φύλακες τη νύχτα και μάζευε τους ηλεκτρικούς γλόμπους, ενώ κατά τη διάρκεια της απαγόρευσης επικοινωνίας έκοβαν απλά το ρεύμα. Χρειαζόμουν δηλαδή κεριά. Το πικάπ το λειτουργούσα με μπαταρίες, αυτό γινόταν. Ήθελα σε κάθε περίπτωση να παραμείνω με κάποιο τρόπο ξύπνια για να μπορέσω να ακούσω τις πρωινές ειδήσεις των έξι. Ήμουν όμως ήδη τελείως εξαντλημένη. Έπειτα περπάτησα λίγο πέρα-δώθε για να μη με πάρει ο ύπνος. Παρ' όλα αυτά κάποια στιγμή αποκοιμήθηκα.

Τ: Προσπαθούσες και τις προηγούμενες νύχτες να παραμένεις ξάγρυπνη;

Μ: Ναι. Κοιμόμουν ελάχιστα. Το ίδιο και κατά τη διάρκεια της μέρας, δεν είχε μεσημεριανό ύπνο και παρόμοια. Επιπλέον είχα εξασθενήσει τελείως και σωματικά από την απεργία πείνας των περασμένων εβδομάδων, δεν έτρωγα το φαγητό της φυλακής και ταυτόχρονα δεν είχα και τίποτα άλλο, αφού μας είχαν απαγορεύσει κάθε συμπληρωματική αγορά φρούτων. Δεν διέθετα πλέον καθόλου αποθέματα για να παραμείνω κάπως σε εγρήγορση, κάτι που άλλωστε θα διευκόλυνε την προσπάθειά μου να μην κοιμηθώ. Επίσης τη νύχτα, πολύ αργά, φώναξα προς τον Γιαν. Στο κελί μου τότε ήταν κάπως φθαρμένο το πάτωμα, κι αν κανείς ξάπλωνε τελείως μπρούμυτα είχε τη δυνατότητα να φωνάξει κάτι απ' τους εξωτερικούς σύρτες, που έφτανε πολύ αποδυναμωμένο βέβαια έξω. Ο Γιαν βρισκόταν απέναντί μου, σε απόσταση μερικών μέτρων από την άλλη πλευρά. Και με άκουσε κιόλας και αντέδρασε. Είπα: «Ρε συ, απλώς για να μάθω κι εγώ τι γίνεται». Και μετά σκεπάστηκα με την κουβέρτα και με πήρε ο ύπνος. Φυσικά δεν κοίταξα πότε ακριβώς, ήταν πάντως κάποια στιγμή στη διάρκεια των επόμενων ωρών.

Τ: Και τι συνέβη μετά;

Μ: Το πρώτο πράγμα που ένιωσα όταν ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου ήταν ένα δυνατό βουητό στο κεφάλι, την ώρα που κάποιος στο διάδρομο της πτέρυγας κάτω από πολύ δυνατό φως νέον προσπαθούσε να μου ανοίξει τα βλέφαρα διέκρινα πολλές μορφές που στέκονταν τριγύρω μου και με άγγιζαν με κάποιο τρόπο. Άκουσα μια φωνή που είπε: «Ο Μπάαντερ και η Ένσλιν είναι νεκροί». Αμέσως μετά έχασα πάλι τις αισθήσεις μου. Συνήλθα μερικές μέρες αργότερα στο νοσοκομείο του Τύπινγκεν. Δίπλα στο κρεβάτι μου στεκόταν ένας εισαγγελέας και ήθελε υποτίθεται να μάθει τι είχε συμβεί. Τη δικηγόρο μου την άφησαν να με δει μόλις την επόμενη μέρα. Από αυτήν έμαθα ότι είχε πεθάνει και ο Γιαν. Μου είπε επίσης ότι είχε πραγματοποιηθεί εισβολή στο «Λάντσχουτ» και είχαν σκοτωθεί όλα τα μέλη του Κομάντο Μάρτυρας Χαλιμέ εκτός από μια γυναίκα [1]. Από τη δικηγόρο μου έμαθα ότι όλο αυτό το διάστημα προσπαθούσε ανεπιτυχώς να με δει.

Αλλά καμιά μου προσπάθεια να διηγηθώ όσα μου ανέφερε τότε δεν μπορεί να αποδώσει πραγματικά το χαρακτήρα εκείνης της συζήτησης. Πρέπει να φανταστείς ότι ήταν η πρώτη μου επαφή με κάποιον που εμπιστευόμουν ύστερα από πολλές εβδομάδες στέρησης κάθε επικοινωνίας. Επιπλέον ήμουν βαριά τραυματισμένη. Και είχαμε μόλις μία ώρα στη διάθεση μας. Βρισκόμουν στην εντατική μονάδα εγκαυμάτων, όλα ήταν επενδυμένα με πυρίμαχο υλικό και αποστειρωμένα, ήμουν συνδεδεμένη με μηχανήματα που βούιζαν, είχα τρομερούς πόνους, παντού υπήρχαν μπάτσοι, ακόμη και οι γιατροί αυτής της εντατικής μονάδας στο Τύμπινγκεν επιτηρούνταν αυστηρά.


Ο Μπάαντερ και η Έσλιν νεκροί στα κελιά τους.

Τ: Τι τραύματα είχες ακριβώς;

Μ: Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα ακόμη. Αυτά μου τα είπε αργότερα κάποιος γιατρός της εμπιστοσύνης μου, όχι δηλαδή γιατρός της φυλακής. Μία από τις τέσσερις μαχαιριές στο στήθος είχε πλήξει το περικάρδιο και τραυματίσει τα πνευμόνια γεμίζοντάς τα αίμα. Στο Τύμπινγκεν μου άνοιξαν ολόκληρο το θώρακα και μου τοποθέτησαν έναν καθετήρα για να τραβήξουν τα υγρά απ' το τραύμα.

Η μαχαιριά καρφώθηκε με μεγάλη δύναμη και έφτασε σε βάθος επτά εκατοστών. Απ' ό,τι φάνηκε, τα πλευρά ανέκοψαν τη φόρα της, καθώς σε ένα από αυτά υπήρχε μια εγκοπή. Στη μονάδα εντατικής παρακολούθησης παρέμεινα λιγότερο από μια εβδομάδα εκεί μια φυσιοθεραπεύτρια μου έκανε ασκήσεις αναπνοής. Μου χορηγούσαν ισχυρά καταπραϋντικά και αναισθητικά φάρμακα, γι' αυτό και θυμάμαι ελάχιστα πράγματα από εκείνες τις μέρες. Υπάρχει όμως μια εικόνα που εντυπώθηκε βαθιά στη μνήμη μου: σε αυτή την τεράστια αίθουσα κάθονταν μέρα-νύχτα δύο ή τρεις μπάτσοι φορώντας αποστειρωμένες ρόμπες, σκούφους και καλύμματα παπουτσιών χειρουργείου, ενώ έξω από τα παράθυρα περιπολούσαν ένστολοι ένοπλοι με οπλοπολυβόλα. Στο τέλος της βδομάδας μεταφέρθηκα με ελικόπτερο στο νοσοκομείο των φυλακών του Χόεν Άσπεργκ (Σ.τ.Μ.: νοσοκομείο κρατουμένων σε παλιό κάστρο του Λούντβιγκσμπουργκ, κοντά στη Στουτγάρδη). Εκεί έμεινα τέσσερις εβδομάδες. Για πολύ καιρό δεν μπορούσα να περπατήσω και για πολλά χρόνια ακόμη πονούσα όταν ανέπνεα ή έβηχα, όποτε ξάπλωνα στο πλάι, ακόμη και όταν γελούσα.

Τ: Βρέθηκε το όπλο που προκάλεσε τα τραύματα σου;

Μ: Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή το πλήγμα υποτίθεται ότι έγινε με το μαχαίρι της φυλακής, όμως δεν μπορεί να ισχύει κάτι τέτοιο, επειδή ακριβώς το τραύμα ήταν πολύ βαθύ.

Τ: Μ' ένα μαχαίρι με το οποίο κανονικά αλείφουμε βούτυρο στο ψωμί;

Μ: Ναι. Στο κελί βρέθηκαν μόνο ένα μαχαίρι φυλακής και ένα ψαλίδι. Άλλα αντικείμενα δεν υπήρχαν.

Τ: Και αυτά ανήκαν πράγματι σε σένα;

Μ: Περιλαμβάνονταν στον εξοπλισμό της φυλακής, ναι.

Τ: Το ψαλίδι ήταν μυτερό ή αμβλύ;

Μ: Ήταν ένα μικρό ψαλίδι για κόψιμο εφημερίδων που βρισκόταν παράμερα. Έτσι κι αλλιώς όμως, δεν επικαλέστηκαν αυτό, αλλά εκείνο το μικρό, αμβλύ μαχαίρι.

Τ: Έτυχε να μιλήσετε, εσύ ή οι δικηγόροι σου, με τους γιατρούς για το εάν το μαχαίρι που είχες μπορούσε να προκαλέσει τέτοιο τραύμα;

Μ: Οι δικηγόροι προσπάθησαν τότε να έρθουν σε επαφή με τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό, αλλά προσέκρουαν πάντοτε σε σφραγισμένες πόρτες. Προφανώς είχαν εντολή να μη μιλήσουν με τους δικηγόρους μου. Ορισμένες μεμονωμένες νοσοκόμες πάντως προσπάθησαν να τους δώσουν πληροφορίες. Τα αποτελέσματα όμως ήταν πενιχρά. Το προσωπικό φοβόταν. Και οι δικηγόροι είχαν κατατρομάξει. Τότε ασκήθηκε μια πληθώρα διώξεων ακόμη και σε βάρος των συνηγόρων μας [2] - οι προϋποθέσεις επομένως για να διαλευκάνουμε κάτι δεν ήταν καλές. Εγώ η ίδια προσπάθησα πολλές φορές ανεπιτυχώς να αποκτήσω πρόσβαση σε έγγραφα και πιστοποιητικά.

Τ: Πότε ήταν η πρώτη φορά που διηγήθηκες τι έζησες εκείνη τη νύχτα;

Μ: Πρώτα μίλησα με τους δικηγόρους μου και στη συνέχεια κατέθεσα ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής της Βουλής [3]. Αυτό συνέβη στις 16 Ιανουαρίου 1978. Για την ακρίβεια ήθελαν να με κλητεύσουν ήδη από το Δεκέμβριο του 1977 - αλλά τότε ήμουν ακόμη πολύ εξασθενημένη, εκτός αυτού πραγματοποιούσα απεργία πείνας, επειδή ήθελα οπωσδήποτε να μεταφερθώ άμεσα κοντά στους υπόλοιπους της οργάνωσης. Η απεργία αυτή ήταν φοβερή. Έτσι κι αλλιώς αισθανόμουν πολύ χάλια, κι επιπλέον ήμουν ξαπλωμένη με τα ρούχα της φυλακής σε ένα στρώμα στο πάτωμα και βρισκόμουν υπό διαρκή επιτήρηση. Ήταν μια σχιζοφρενική κατάσταση. Και μέσα σ' όλα αυτά, ήρθε ένας βουλευτής της εξεταστικής επιτροπής που είχε την άποψη ότι είμαι υποχρεωμένη να καταθέσω και ότι θα έπρεπε να προετοιμάζομαι για τις 8 Δεκεμβρίου περίπου. Η κατάθεσή μου δεν θα δινόταν στη δημοσιότητα. Εγώ του απάντησα ότι έτσι δεν συμμετέχω σε καμιά περίπτωση. Και στη συνέχεια μου πρότειναν ως επόμενη ημερομηνία τον Ιανουάριο του 1978. Και τότε λοιπόν πήγα.

Τ: Γιατί;

Μ: Επειδή ήθελα να καταθέσω-και μάλιστα δημόσια-τι συνέβη εκείνη τη νύχτα.
_____

[1] Η Σουχάιλα Αντράουες δικάστηκε από την Ομοσπονδιακή Εισαγγελία το 1996 ενώπιον του Εφετείου του Αμβούργου. Στη δίωξη εναντίον της το ενδιαφέρον εστιάστηκε κυρίως στο αν η κατηγορούμενη ενώπιον του Εφετείου της Φρανκφούρτης Μόνικα Χάας είχε προμηθεύσει με όπλα τον κομάντο. Η υποψία στηριζόταν σε επιχειρησιακά έγγραφα της Στάζι που ήρθαν στο φως μετά την επανένωση, τα οποία όμως δεν κρίνονται ιδιαίτερα αξιόπιστα. Η Χάας αμφισβήτησε έντονα την κατηγορία της προμήθειας όπλων. Η Αντράουες, που για μικρό χρονικό διάστημα υπαναχώρησε ως Μάρτυρας του Στέμματος για λογαριασμό της Ομοσπονδιακής Εισαγγελίας, είχε επίσης αρχικά αμφισβητήσει στις αστυνομικές ανακρίσεις τη συμμετοχή της Χάας και ανακάλεσε τη μετέπειτα επιβαρυντική κατάθεσή της.

[2] Στην πορεία των διώξεων εναντίον της RAF σημειώθηκε πληθώρα επεμβάσεων στην ποινική δικονομία που είχαν ως στόχο να διευκολύνουν τον αποκλεισμό των δικηγόρων, να απαγορεύσουν την ανάληψη πολλών εντολέων ταυτόχρονα και να περιορίσουν το πεδίο δράσης των συνηγόρων. Εκτός αυτού διώχτηκαν και φυλακίστηκαν επανειλημμένα δικηγόροι λόγω υποτιθέμενης υποστήριξης της RAF. Το 1977 συνελήφθησαν οι δικηγόροι Μύλερ και Νέβερλα με την κατηγορία της υποτιθέμενης λαθραίας εισαγωγής όπλων στο Στάμχαϊμ και καταδικάστηκαν τελικά σε πολύχρονες καθείρξεις.

[3] Η τοπική βουλή της Βάδης-Βυρτεμβέργης είχε συστήσει μια εξεταστική επιτροπή για τη διαλεύκανση των συνθηκών θανάτου, η οποία όμως σε κρίσιμα ζητήματα, όπως το πώς υποτίθεται μπήκαν τα όπλα στο Στάμχαϊμ, στηρίχτηκε σε «απόρρητες πληροφορίες» της Ομοσπονδιακής Εισαγγελίας. Ανακρίθηκαν 79 μάρτυρες και πραγματογνώμονες, ενώ δεν επιτράπηκαν ερωτήσεις προς τα μέλη της Επιτροπής Διαχείρισης Κρίσεων για τις συζητήσεις που είχαν γίνει και τις αποφάσεις που είχαν ληφθεί εκεί. Το πόσο κατευθυνόμενες ήταν οι εργασίες της εξεταστικής επιτροπής συνάγεται από το γεγονός ότι δεν υπέβαλε σε κανέναν από τους μάρτυρες ερωτήσεις σχετικά με το αν το 1977 υποκλέπτονταν ακόμη οι συνομιλίες των κρατουμένων του Στάμχαϊμ στα κελιά. Βιάστηκε να εκδώσει το πόρισμά της, αφού δεν περίμενε καν τα αποτελέσματα τουλάχιστον των εργαστηριακών εγκληματολογικών ερευνών.

Πηγές

- Όλιβερ Τόλμαϊν, RAF «Αυτό ήταν για μας Απελευθέρωση». Μια συζήτηση με την Ίρμγκαρντ Μέλερ για την Ένοπλη πάλη, τη Φυλακή και την Αριστερά, μτφ Γιάννης Κέλογλου, εκδ. ΚΨΜ.

- Π. Βέργος, Κ. Παπαϊακώβου, Βελισάριος, Μ. Τσιμπουρίδης, Στ. Τοντ, Κ. Τριανταφύλλου. Δ. Ιατρόπουλος, Γ. Χατζηγιάννης. Λ. Χρηστάκης, κ.ά., Η θαυμαστή επαναστατική ιστορία της ομάδας Μπάντερ-Μάινχοφ, εκδ. Ideotsepi, Αθήνα, 1985.

- Τι απέμεινε από τους «αντάρτες» της RAF. Από το «σκάνδαλο της πουτίγκας» στις βόμβες της τρομοκρατίας, του Ν. Χειλά, Το ΒΗΜΑ, Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2002

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

Μέμνησο ότι Άνθρωπος Εί



Ο Φίλιππος Β΄ o Μακεδών (382 – 336 π.Χ.) ήταν ο βασιλιάς που έκανε τη Μακεδονία ισχυρό κράτος. Ένωσε υπό την ηγεμονία του τα υπόλοιπα ελληνικά κράτη και επί της ουσίας προετοίμασε την κατάκτηση της Περσίας και του μεγαλύτερου μέρους του τότε γνωστού κόσμου από τον Μέγα γιο του, τον Αλέξανδρο.

Λέγεται ότι ο  πανίσχυρος Φίλιππος της Μακεδονίας, είχε δώσει μια πάγια εντολή στον πιο έμπιστο δούλο του, αυτόν που μια ζωή μισοκοιμόταν έξω από την πόρτα του ηγεμόνα σαν πιστό σκυλί για τις ανάγκες της νύχτας και που ήταν ο πρώτος άνθρωπος που αντίκριζε ο βασιλιάς  με την τσίμπλα στο μάτι.

 

Αντί για καλημέρα, ο δούλος είχε εντολή να λέει στον αγουροξυπνημένο αφέντη του:”Μέμνησο ότι άνθρωπος εί”. Να θυμάσαι ότι είσαι άνθρωπος, που πάει να πει. 

 

Η φράση μας έμεινε στην καθομιλουμένη γλώσσα -και τη θυμήθηκα στην πιο απλή και πιο κυριολεκτική της έννοια, διαβάζοντας κάποιες πληροφορίες για τον φράχτη του Έβρου. Μια συγκλονιστική περιγραφή για την αποτελεσματικότητα του σιδερένιου φράχτη, που στο μυαλό μας οι περισσότεροι τον είχαμε, ίσως, ως έναν απλό, αλλά αποτελεσματικό κοτόσυρμα που στήθηκε για να εμποδίζει την είσοδο στις ροές των απελπισμένων. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για ένα ανθρωποφάγο μηχανικό τέρας. Πραγματικά αξίζει να διαβαστούν οι λεπτομέρειες, για να ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε.   

 

Εν τω μεταξύ, με είχε πολύ ξενίσει η προηγούμενη δήλωση του Έλληνα πρωθυπουργού, ο οποίος υπερασπιζόμενος τη χρησιμότητα του επονείδιστου φράχτη κι αναφερόμενος στους πολέμιούς του, στους οποίους μέχρι προ ολίγου συγκαταλεγόταν κι ο ίδιος, είπε χαρακτηριστικά: “Φαίνεται καλή ιδέα (σ.σ. η κατάργηση του φράχτη) για εκείνους που δεν έχουν ιδέα, που δεν γνωρίζουν ότι υπάρχουν νάρκες στον Έβρο”.

 

Τι αφελής δήλωση, σκέφτηκα, ακούγοντάς τον να την εκστομίζει. Κι ας μην έχω ούτε εγώ ιδέα, υπολόγισα με το φτωχό μου το μυαλό ότι δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρχουν νάρκες στη συνοριακή γραμμή του Έβρου. Αν υπήρχαν νάρκες, δεν θα υπήρχε λόγος, εξ αρχής, να έχει στηθεί εκεί αυτός ο φριχτός φράχτης. Πράγματι, τα στοιχεία ήρθαν από τους 1101, για να επιβεβαιώσουν την ανοησία της πρωθυπουργικής δήλωσης, αφού τεκμηριώνεται ότι νάρκες δεν υπάρχουν στον Έβρο!

 

Τι να πει κανείς? Γιατί άραγε αυτή η υποκρισία, όταν στα νερά του Αιγαίου πελάγους πνίγονται παιδιά για να πλουτίζουν οι δουλέμποροι της Ανατολίας κι οι όμοιοί τους, οι Έλληνες μαυραγορίτες

 

Φτάνουν άραγε τα κακοτραβηγμένα ενσταντανέ με τις τρεις λεσβίες γιαγιάδες που ταϊζουν με το μπιμπερό το προσφυγόπουλο, για να απαλυνθεί ο πόνος των κατατρεγμένων? Ασφαλώς και όχι!  

 

Πώς μπορεί να αντιληφθεί ένας απλός άνθρωπος με σώας τας φρένας, τους λόγους για τους οποίους ο απαίσιος φράχτης δεν έχει ήδη μετατραπεί σε καυτό σημείο υποδοχής των προσφύγων? Ακόμα χειρότερα, αδυνατεί  να διανοηθεί ένας λογικός άνθρωπος ότι αυτό το διαβολικό εργαλείο προορίζεται να παραμείνει, πρωτοδεύτερη φορά αριστερά, ως έχει: μια ανθρωποφάγος μηχανή, προορισμένη να κάνει κιμά την ανθρώπινη σάρκα και να ακυρώνει όνειρα και ζωές.  

 

Αλήθεια, πώς να καταλάβει ένας σκεπτόμενος άνθρωπος, μετά από όλες αυτές τις εκατοντάδες των πνιγμένων παιδιών, τους λόγους για τους οποίους επιτρέπεται ακόμα να βουτούν στη μανιασμένη θάλασσα του Αιγαίου οι απελπισμένοι? 

 

Πώς μπορεί να εκλάβει μια ολόκληρη κοινωνία τον λόγο ενός ανθρώπου που είναι επιφορτισμένος με τον ρόλο ενός πρωθυπουργού που ευαγγελίζεται το διαφορετικό και που θέλει να θεωρείται ηγέτης, όταν αυτός ψεύδεται ανοήτως -επειδή το ψεύδος είναι αυταπόδεικτο- αλλά και αλόγως -αφού η λογικότερη λύση θα ήταν η διοχέτευση των μεταναστευτικών ροών στα σύνορα του Έβρου, όπου η μεταχείριση θα ήταν ευχερέστερη και ασφαλέστερη για την ασφάλεια των κατατρεγμένων? 

 

Ερωτήσεις, χωρίς απαντήσεις –κι έτσι πορευόμαστε με τις αδικοχαμένες ψυχές κάθε μέρα να μεγεθύνουν την εκατόμβη τους.

 

Κρίμα που ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν έχει δίπλα του κι αυτός έναν παρατρεχάμενο να του ψιθυρίζει κάθε πρωί στο αυτί, να θυμάται κι αυτός να είναι άνθρωπος. 

 

Διότι, κι αν ακόμα δεν έχει ιδέα για τι μιλάει μερικές φορές, αν δεν ξεχνούσε ότι είναι άνθρωπος, σίγουρα θα απέφευγε τέτοιες κακοτοπιές που μόνο προσθέτουν πόντους ντροπής στην εθνική μας αξιοπρέπεια και που κάθε μέρα κοστίζουν ακόμα περισσότερες ζωές. Χαμένες ζωές  που κάνουν τον πρωθυπουργό να φαντάζει  τόσο τραγικά αδύναμος και τόσο απογοητευτικά μικρότατος στα μάτια μιας κοινωνίας που, κατά τα άλλα, δηλώνει ευχαριστημένη από τη διαχείριση του προσφυγικού ζητήματος, ρίχνοντας ταυτόχρονα και  ποταμούς κροκοδείλιων δακρύων στη θέα των φωτογραφιών των ξεβρασμένων στις ακτές πτωμάτων. 

 

Η φωτοσύνθεση είναι από την OKTANA

Ο ΕΥΡΩΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ


Παναγιώτα Μπλέτα



Το συντηρητικό λαϊκιστικό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS) των αδελφών Κατσίνσκι κερδίζει τις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές της Πολωνίας. Η λεγόμενη κοινωνική δεξιά του PiS για την ακρίβεια, απέσπασε το 37,6% των ψήφων και την απόλυτη πλειοψηφία στο Πολωνικό κοινοβούλιο.

Η ιδεολογική πλατφόρμα του συγκεκριμένου κόμματος αποτελεί μια καινούργια κομματική πατέντα στη Ευρώπη, η οποία στηρίζεται σε κοινωνικο-οικονομικές διακηρύξεις αριστερού τύπου, με εθνικιστική συντηρητική πολιτική προσέγγιση.

Ευρωσκεπτικισμός και προσφυγικό αποτελούν κυρίαρχες στρατηγικές κουβέντες της εν λόγω κυβέρνησης. Κατά των αριστερών, κατά των ομοφυλόφιλων, κατά των προσφύγων. Υπέρ της εκκλησίας, υπέρ των κοινωνικών δαπανών, υπέρ της φορολόγησης των πλουσίων, υπέρ της κρατικοποίησης των επιχειρήσεων.

Οι λόγοι της πρόσφατης νίκης του PiS είναι η δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης για τις μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό, αυξάνοντας το όριο ηλικίας στα 67 έτη, η ανησυχία για το ποσοστό ανεργίας που επίσημα αγγίζει το 9%, η προσφυγική κρίση, αλλά και η φυγή των νέων στο εξωτερικό.

Το ίδιο φαινόμενο συναντάμε και στην Ουγγαρία, όπου ο ακροδεξιός ηγέτης Βίκτορ Ούρμπαν, αντιτίθεται σθεναρά στην πολιτική του νεοφιλελευθερισμού και της λιτότητας που έχει πλήξει την Ευρώπη.

Έτσι έχουμε τον πρώτο σχηματισμό ενός συντηρητικού πολιτικού μπλοκ, Πολωνία-Ουγγαρία, ομογάλακτων πολιτικά χωρών, που ορθώνει το ανάστημα του απέναντι στην πολιτική της λιτότητας στην Ευρώπη και θέτει αμφισβήτηση στην ευρωπαική ενσωμάτωση.

Αυτό ήρθε ως αποτέλεσμα της δυσαρέσκειας των πολιτών για τους χαμηλούς μισθούς, σε σχέση με τους εργαζομένους στις χώρες της ΕΕ σε Δύση και Βορρά. Το success story μια υποφαινόμενης ανάπτυξης, ουδόλως αποτέλεσε δόλωμα για τους λαούς και των δύο χωρών, που ανάγκασαν ακόμη και τους πιο συντηρητικούς πολιτικούς τους να υιοθετήσουν διαφορετική πολιτική ατζέντα από εκείνη της ΕΕ.

Όσον αφορά το ευρώ, στην Πολωνία δεν αναμένεται η υιοθέτησή του μέσα στα επόμενα χρόνια. Παρά τις καλές επιδόσεις της πολωνικής οικονομίας, ακόμη και κατά τη διάρκεια της κρίσης, οι πολωνοί πολίτες τάσσονται κατά του ευρώ.

Η Ουγγαρία, που προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004, δεν έχει επίσης ορίσει ακριβή ημερομηνία υιοθέτησης του ευρώ.

Αξίζει να σημειωθεί επίσης, ότι:


Η Δανία, η Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν επιλέξει να μην υιοθετήσουν το ευρώ. Η Δανία ωστόσο είναι μέλος του Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ). Το Ηνωμένο Βασίλειο, μετά τα γεγονότα της Μαύρης Τετάρτης αποχώρησε από το Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ) και προς το παρόν δεν προτίθεται να υιοθετήσει το κοινό νόμισμα, λόγω της διάχυτης αντίθεσης της κοινής γνώμης της προς το κοινό νόμισμα, ενώ στη Σουηδία η συμμετοχή στο Ευρώ τέθηκε σε δημοψήφισμα στις 14 Σεπτεμβρίου 2003 όπου απορρίφθηκε.

Σε μια εποχή, που Ευρωπαικοί λαοί ταλανίζονται από την λιτότητα, προκειμένου να στηρίξουν ένα επίδοξο σύστημα νομισματικής εξουσίας που ασκεί το ευρώ, τα πολιτικά σύνορα καταργούνται και οι λαοί δίνουν δημοκρατική εντολή για καταστολή της παράνομης εξουσίας του ευρώ στην εθνική τους διαχείριση, ακόμη και σε μη παραδοσιακούς πολιτικούς μηχανισμούς.

Η ανάγκη για αλλαγή στην καθεστωτική συμπεριφορά της ΕΕ απέναντι στις χώρες μέλη της, γίνεται πιο επιτακτική από ποτέ. Ετερόκλητοι πολιτικοί σχηματισμοί αποκτούν κοινό σημείο αναφοράς την λαική βούληση, για αντιστοιχισμένη κοινωνική και οικονομική ευημερία. Η αριστερά δεν ξεχωρίζει πλέον από την δεξιά, τόσο σε εθνικές διεκδικήσεις όσο και κοινωνική και οικονομική πολιτική, παρά μόνο απέναντι σε παραδοσιακές ιδεολογικές θέσεις.

Η αλληλεγγύη και οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, ανάγονται σε εναλλακτική πολιτική πρόταση, απέναντι στη λιτότητα και στις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Και η Ευρώπη παραμένει προσκολλημένη, σε ένα αμήχανο καρτέλ πολιτικών δυνάμεων που εννοούν να ελέγχουν τη μοίρα του πλανήτη, απέναντι σε πλήθη που διαδηλώνουν τη Δημοκρατία…

Μόλις τον τελευταίο μήνα :


  • Χιλιάδες διαδήλωσαν στο Λονδίνο για να σωθεί το Εθνικό Σύστημα Υγείας
  • Χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωσαν στη Μαδρίτη για να καταγγείλουν τη φτώχεια και τις αυξανόμενες ανισότητες και στις ελεύθερες εμπορικές συναλλαγές της TTIP.
  • Μία μεγάλη διαδήλωση, στην καρδιά Ευρώπης, στις Βρυξέλλες, ακτιβιστές από ολόκληρη την Ευρώπη είπαν ένα μεγάλο ΟΧΙ στη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου και ελεύθερων επενδύσεων TTIP.
  • Ενώ διαδηλώσεις για το δυσεπίλυτο πρόβλημα του προσφυγικού, διεξάγονται στις περισσότερες χώρες. Μετά από όλα αυτά, μπορεί να αναρωτηθεί εύλογα κανείς, αν η διάλυση της Ενωμένης Ευρώπης θα αποτελέσει άραγε καταστροφή ή ανακούφιση των λαών, από τα «Ενωμένα Συμφέροντα» αυτών που την σχεδίασαν επάνω σε αριθμούς και όχι σε ανθρώπους…

Η αυτοοργάνωση στο σύμπαν και στη ζωή

Κάποια πρώτα σχόλια πάνω στο βιβλίο «Προσμονή μέσα στο άπειρο: η κοσμική εξέλιξη», του Υμπέρ Ρηβς, πυρηνικού φυσικού και επιστημονικού συμβούλου της NASA.

Ο Υμπέρ Ρηβς μας λέει στο βιβλίο του, ότι η δημιουργία ζωής στον πλανήτη Γη ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιων διαδικασιών στο πολύ μακρινό παρελθόν. Οι αρχικές συνθήκες ήταν κυριολεκτικά ακραίες, αφού επικρατούσαν υψηλές θερμοκρασίες, η ατμόσφαιρα ήταν αφιλόξενη με τρομερές θύελλες και καταιγίδες, ενώ οι μυριάδες και τεράστιες αστραπές άφηναν εκκωφαντικούς κρότους εκρήξεων (ηλεκτρικών εκκενώσεων) που θα κούφαιναν οποιοδήποτε φυσικό αφτί. Κι όμως, αυτές οι ακραίες συνθήκες ήταν το πρώτο χημικό, και αργότερα βιοχημικό, εργαστήριο της ζωής, των οργανικών μορίων και σε μεταγενέστερα στάδια των ζωντανών οργανισμών. Το νερό, πολύ βασικό στοιχείο για τη ζωή, είχε κατακλύσει τη Γη στα πρώτα στάδιά της, δημιουργώντας απέραντους ωκεανούς που είχαν κρύψει τις ηπείρους της. Είναι η φάση του «κατακλυσμού». Νερό βέβαια σε μεγάλες ποσότητες ξέρουμε ότι υπάρχει ως φαινόμενο και σε άλλους πλανήτες εντός κι εκτός ηλιακού συστήματος.

Και συνεχίζει λέγοντας ότι η αρχέγονη ατμόσφαιρα ήταν σκοτεινή και αδιαφανής. Αποτελείτο κυρίως από διοξείδιο του άνθρακα, αμμωνία, μεθάνιο, νερό και πιθανόν από ορισμένα στοιχεία του μεσοαστρικού χώρου. Όμως σε αντίθεση με το τι συνέβαινε στον διαστημικό χώρο, στην ατμόσφαιρα τα στοιχεία βρίσκονταν σε πολύ μεγαλύτερη συχνότητα, δηλαδή πολύ πιο κοντά το ένα στο άλλο. Έτσι υπήρχαν πιο ευνοϊκές συνθήκες και μεγαλύτερες πιθανότητες για συνδυασμούς και συνενώσεις μεταξύ τους, ώστε να δημιουργηθούν νέα μόρια. Επίσης η θερμοκρασία από μερικές δεκάδες βαθμούς στο διάστημα, στη γήινη ατμόσφαιρα έφτανε τις μερικές εκατοντάδες.

Τα συστατικά της ατμόσφαιρας, λόγω των θεόρατων θυελλών και κυκλώνων, ανακατεύονταν με τα νερά των ωκεανών, όπου μέσα τους τα διάφορα άτομα συνδέονταν για να σχηματίσουν μόρια, σε συνθήκες ασφαλείς που τα προστάτευαν από την καταστροφική ηλιακή ακτινοβολία.  Δημιουργείται έτσι σταδιακά μια «αρχέγονη σούπα», όπου λόγω της θερμοκρασίας και των αμέτρητων και ασταμάτητων ηλεκτρικών εκκενώσεων, παίρνει σταδιακά χρώμα καφέ. Στο εργαστήριο έχουν αναπαραχθεί πειραματικά αυτές οι αρχέγονες συνθήκες: το νερό πήρε χρώμα καφέ και ανιχνεύτηκαν οργανικές ενώσεις, όπως π.χ. αλκοόλες. Ονομάστηκαν έτσι από τους επιστήμονες γιατί νόμιζαν ότι μόνο ζωντανοί οργανισμοί μπορούν να τις παραγάγουν. Όμως τελικά, να που δημιουργούνται και τεχνητά.

Όλα αυτά όμως δείχνουν μια ιδιότητα, μια ικανότητα της ύλης να αυτοοργανώνεται και να εξελίσσεται μέσα από συνδυασμούς και συνενώσεις μεταξύ των διαφόρων μερών-συστατικών της. Και όπως λέει ο Ρηβς, πάντα η φύση βρίσκει τρόπους να επιβιώνει και να ανανεώνεται σε ανώτερα επίπεδα και μορφές οργάνωσης και μοριακής ποικιλότητας, έως τις πολύπλοκες και σύνθετες μορφές ζωής. Η φύση λοιπόν (και το σύμπαν στο σύνολό του) φαίνεται να έχει μια εγγενή δημιουργική ικανότητα. Αυτή δεν έγκειται σε μια κλασική αιτιοκρατική λειτουργία, αλλά μάλλον σε έναν συνδυασμό αιτιοκρατίας και πιθανοκρατίας-τυχαιότητας. Όπου το εν ενεργεία συνυπάρχει με το δυνάμει, όπου οι άπειρες σχεδόν δυνατότητες συνδυασμού, σύνθεσης και αλληλεπίδρασης εκδηλώνονται σε έναν πεπερασμένο αριθμό μορφών και ειδών, μέσα από την παρέμβαση αιτιοκρατικών «νόμων». Όμως αυτές οι μορφές ποτέ δεν τελειώνουν, όπως εξάλλου οι νόμοι αλλάζουν ή καταργούνται και δίνουν τη θέση τους σε νέους.

Σύνθεση, δημιουργία, δόμηση, αποσύνθεση, καταστροφή και αποδόμηση, ανανέωση και αναδημιουργία-ανασύνθεση είναι οι δυνάμεις που ενυπάρχουν και εναλλάσσονται αέναα στο σύμπαν και στη φύση. Όπως το διατυπώνει ο Ρηβς: «ο ωκεανός είναι ο μεγάλος δοκιμαστικός σωλήνας όπου τα μόρια αλληλοαναζητιούνται και ενώνονται» (η υπογράμμιση δική μου). Απώτερος σκοπός ίσως είναι η αύξηση της συνθετότητας της ύλης και των μορφών ζωής.

Κάποια από τα νέα μόρια έχουν κάποιου είδους «άγκιστρα» στα άκρα τους. Αυτό χρησιμεύει για να αγκιστρώνουν άλλα μόρια κι έτσι να δημιουργούν νέες συνθέσεις μορίων, νέα μόρια ή δομές μορίων. Τα μόρια αυτά λέγονται πολυμερή και με τη βοήθεια αυτών των άγκιστρων δημιουργούν αλυσίδες και συνθέσεις που χαρακτηρίζονται από μοτίβα (επίσης δομές, αλλά διαφορετικές, δημιουργούν και οι κρύσταλλοι, που επίσης στηρίζονται σε αναπαραγωγή μοτίβων ως προς τη δομή τους). Έτσι διαθέτουν «ελευθερία» στο να σχηματίζουν ενώσεις με άλλα μόρια και μια πληθώρα δομών-μορφών οργανικής ύλης.

Αυτή η ελευθερία, όπως λέει ο Ρηβς, παίζει καταλυτικό ρόλο στη δημιουργία της ζωής. Οι αλυσίδες των πολυμερών έχουν την ελευθερία να ελίσσονται μέσα στο χώρο, να συστρέφονται και να αναδιπλώνονται, ώστε έτσι να παίρνουν διάφορα σχήματα και μορφές. Επίσης πολύ σημαντικό είναι ότι έχουν τη δυνατότητα να κλείνονται στον εαυτό τους, σχηματίζοντας έναν δακτύλιο. Ενώ ενωνόμενα με άλλα μόρια μπορούν να δημιουργούν σφαίρες, δημιουργώντας έτσι τον θεμελιώδη (μια σημαντική έννοια) για τη φυσιολογία «εσωτερικό χώρο».

Βλέπουμε εδώ να κυριαρχεί μια «σχεδιαστική σοφία», παρά τον φαινομενικά τυχαίο τρόπο που σχηματίζονται οι ενώσεις και αυξάνεται η συνθετότητα της ύλης. Αυτή η ελευθερία, το τυχαίο, τίποτα δεν αποκλείει να είναι ακριβώς εγγενές στοιχείο, η ίδια η «φύση» της σχεδιαστικής σοφίας στην εσωτερική υφή της ύλης και του σύμπαντος. Η ελευθερία, σε συνδυασμό με κάποιες προϋποθέσεις ή κανόνες ή αναγκαίες συνθήκες είναι η αρχική αιτία ή πληροφορία που διατρέχει την ύλη και την δημιουργική αρχή της. Η πυρηνική-πρωταρχική «πληροφορία» φαίνεται να είναι λοιπόν «ελευθερία ένωσης, ταιριάσματος, αναπαραγωγής μοτίβων». Το σύμπαν ίσως είναι προϊόν ελευθερίας, ακριβώς με την έννοια αυτή. Μια τέτοια αρχή-κανόνας (ή νόμος) ίσως είναι η αρχή της δοκιμής και της πλάνης (trial and error). Οι μορφές εναλλάσσονται, δημιουργούνται ή εξαφανίζονται, νέες δημιουργούνται μέσα σε μια διαδικασία πειραματισμού, δοκιμής και πλάνης, ώστε οι πιο «σοφές» (λειτουργικές) δομές-μορφές να επιβιώνουν. Εξ ου και λέμε ότι το σύμπαν ή η φύση είναι ένα ζωντανό εργαστήριο όπου δοκιμάζονται πειραματικά διάφορες εκδοχές της ύλης και της ζωής. Επιβιώνουν και διαιωνίζονται οι ανώτερες οργανωτικά δομές.

Η αυτοοργάνωση φαίνεται να είναι μια ακόμη αρχή, άμεσα και άρρηκτα συνδεδεμένη με την αρχή της ελευθερίας. Τα μόρια ενώνονται «για έναν σκοπό», ενώ είναι τέτοια η κατασκευή τους (τα άγκιστρα) ώστε να «αναγνωρίζονται» – όπως υποστηρίζει ο Ρηβς – όταν έρχονται μεταξύ τους και να επιλέγουν αυτά που ταιριάζουν, το ταίρι τους.

Επομένως η ικανότητα-«πληροφορία» της ελεύθερης αυτοοργάνωσης, μέσα από τον πειραματισμό και τη δοκιμή δομών και μοτίβων, αποτελεί το θεμελιακό (εγγενές) δομικό συστατικό της κοσμικής ύλης/ενέργειας και του σύμπαντος. Ουσιαστικά αυτή είναι η συνειδητότητα που ενυπάρχει σε όλα τα πράγματα. Άρα και της οικείας φύσης, αλλά και της βιόσφαιρας και της ίδιας της ανθρωπότητας (κοινότητας, πολιτισμού).
 amesoslogosdrash.wordpress.com

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

Ο «βέβηλος» υπουργός

Το θέμα δεν είναι ο Φίλης, είναι η δημοκρατία
του Στρατή Μπουρνάζου

Τα πραγματικά περιστατικά

 Ξεκινάω από τα πραγματικά περιστατικά. Πάντα έχουν σημασία, και στην περίπτωσή μας, πολύ μεγάλη. Πώς ξεκίνησε όλη η ιστορία; Την Τρίτη το βράδυ, στο τέλος μιας τρίωρης σχεδόν τηλεοπτικής συνέντευξης, ο Νίκος Χατζηνικολάου ρώτησε τον υπουργό Παιδείας αν επιμένει στην (παλιότερη) άποψή του περί «εθνοκάθαρσης», και όχι «γενοκτονίας» των Ποντίων. Δεν είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς ότι η παγίδα είχε ήδη στηθεί. Το δύσκολο είναι να πει πώς μπορούσε να ξεφύγει ο ερωτώμενος. Ο Ν. Φίλης, πιστεύω, έκανε το μόνο αξιοπρεπές: με ηρεμία (και πολύ προσεκτικά, για να μην πω συντηρητικά) εξήγησε την άποψή του, μιλώντας επίσης για τον πόνο και τη σφαγή των Ποντίων, και διευκρινίζοντας ότι δεν αμφισβητεί την απόφαση της Βουλής.

Είπε επί λέξει: «Ως δημοσιογράφος, έκανα τη δήλωση, συμμεριζόμενος απόψεις πολλών ιστορικών και πολλών διεθνολόγων. Κάναμε διάκριση ανάμεσα στην εθνοκάθαρση την αιματηρή και το φαινόμενο της γενοκτονίας. Αυτό δεν σημαίνει, δεν σημαίνει, επ’ ουδενί, ότι δεν αναγνωρίζουμε το αίμα, τον πόνο, όσα έχουν υποστεί οι Πόντιοι, από τη θηριωδία των Τούρκων». Και διευκρίνισε σε κάποιον διαμαρτυρόμενο από το κοινό: «Δεν θέλω να επιβάλω τις απόψεις μου ως κρατική πολιτική. 

Η κρατική πολιτική αναγνωρίζει ημέρα γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού. Αν γίνει η συζήτηση ψύχραιμα και επαναλαμβάνω, επί επιστημονικού επιπέδου, είναι άλλο πράγμα η εθνοκάθαρση, όσο αιματηρή και αν είναι, και άλλο πράγμα η γενοκτονία και το ολοκαύτωμα». Και επανέλαβε: Το λέω «με σεβασμό στον πόνο των Ποντίων», ενώ ο δημοσιογράφος υποτονθόρυζε: «Αλλά, χμ χμ, καταλαβαίνετε το βάρος που έχει η δήλωση όταν γίνεται από τον υπουργό Παιδείας… αποκτά άλλο βάρος».

Τι άλλο μπορούσε να κάνει άραγε ο Ν. Φίλης; Να πει ότι δεν θυμάται; Να έπαιρνε το εξαφανιζόλ; Να προφασιζόταν αίφνης σωματική ανάγκη και να γινόταν μπουχός; Να ξιφουλκούσε εναντίον του εαυτού του; Να αρνούνταν να απαντήσει λέγοντας ότι αυτά «παραπλανούν τον λαό»: Να έλεγε ότι για να γίνεις υπουργός απαιτείται πιστοποιητικό «εθνικών φρονημάτων» και να έβγαζε από την τσέπη μια μίνι ποντιακή λύρα και να συνέχιζε τραγουδώντας και χορεύοντας το «Μακεδονία ξακουστή»; Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις (τις παραπάνω στάσεις, σε κάπως ηπιότερη μορφή, τις έχουμε δει κάμποσες φορές από πολιτικούς) θα τον κατηγορούσαμε μάλλον –και ευλόγως– ως υποκριτή, δειλό, πολιτικάντη, «κωλοτούμπα» κλπ. κλπ.

To μαγικό σφουγγάρι

Στον ορυμαγδό που ακολούθησε, ένα μαγικό «εθνικό» σφουγγάρι τα έσβησε όλα — και μαζί εξαφανίστηκε και κάθε σχέση με την πραγματικότητα. Ξεχάστηκε ως διά μαγείας το ότι ο Ν. Φίλης απάντησε σε ερώτηση (και έτσι ακούσαμε κάποιους να λένε ότι δεν ήταν ανάγκη να ανοίξει το θέμα!), το ότι μίλησε για «θηριωδία» και «εθνοκάθαρση». Νομίζω ότι ένας ξένος (ή, μάλλον, εξωγήινος) που θα προσπαθούσε να συνάγει το νόημα των δύο αυτών λέξεων, με βάση τις αντιδράσεις, θα συμπέραινε ότι η «εθνοκάθαρση» και η «θηριωδία» είναι πολύ καλά πράγματα, απαλά και ευχάριστα, σχεδόν συνώνυμα της απόλαυσης και του πάρτυ («Να σας προσφέρω μιαν εθνοκάθαρση;» «Α, ευχαριστώ πολύ, μόλις τραταρίστηκα μιαν θηριωδίαν, ευχαριστώ!») — εξού και οι τόσο οργισμένες αντιδράσεις!

Το θέμα, βέβαια, δεν είναι ο Φίλης. Ούτε το άνοιγμα της συζήτησης περί εθνοκάθαρσης και γενοκτονίας.Το ζήτημα είναι η δημοκρατία, η ελευθερία της έκφρασης και της έρευνας· γιατί αυτά απειλούνται. Είναι τερατώδες να θεωρείται ότι όποιος μιλάει για «εθνοκάθαρση» αμφισβητεί τη σφαγή ή τη μνήμη. Είναι επικίνδυνο όποιος έχει άλλη άποψη από την απόφαση της Βουλής να θεωρείται βλάσφημος. Γιατί με τέτοιους όρους, ως βέβηλος και βλάσφημος, που ασέβησε στα (εθνικά) θεία, αντιμετωπίστηκε ο υπουργός — όπως έλεγε ένας φίλος, με ιδία δυστυχώς πείρα.

Το ξόανο της νέας εθνικοφροσύνης

Προσωπικά, ένιωσα απελπισία όταν άρχισα να διαβάζω τις αντιδράσεις των κομμάτων: η ΝΔ προσεβλήθη αιφνιδίως από οξεία σαμαρίτιδα και πρωτοστάτησε στις αντιδράσεις, για τη ΧΑ δεν το συζητώ καν, Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι καταδίκασαν (όχι την επίθεση, αλλά τον υπουργό), μιλώντας για «πρόκληση» η πρώτη και για «ιδεοληψία» και ολέθριο σφάλμα το δεύτερο, οι ΑΝΕΛ επισήμαναν ότι ο Ν. Φίλης «υπερέβη τα εσκαμμένα» και τον κατηγόρησαν ότι «υπέπεσε στο μείζον παράπτωμα της προσβολής όχι μόνο της συλλογικής ιστορικής μνήμης των Ποντίων, αλλά της εθνικής ιστορικής μνήμης σύσσωμου του Ελληνισμού». Το ΚΚΕ μας θύμισε ότι έχει ψηφίσει υπέρ της αναγνώρισης της γενοκτονίας και στηλίτευσε τον «αποπροσανατολισμό από την αντιλαϊκή λαίλαπα», η ΛΑΕ σε μια θλιβερή ανακοίνωση κατήγγειλε «ότι το θέμα του σφαγιασμού 353.000 Ελλήνων του Πόντου αμφισβητείται από τα επίσημα πλέον χείλη του κ. Φίλη ως υπουργού», ο Βασίλης Λεβέντης ζήτησε να «ζητήσει συγγνώμη ο Φίλης», αφού «κάθε άνθρωπος έχει τη γνώμη του, αλλά την άποψη την κρατάμε μέσα μας». Ο ΣΥΡΙΖΑ και η κυβέρνηση, τέλος, μίλησαν για το δικαίωμα του υπουργού να διατυπώνει «προσωπικές απόψεις επιστημονικού χαρακτήρα». Τόσο χλιαρά, σαν να μην έχουν αίσθηση του τι διακυβεύεται. Γιατί, έτσι που το διαβάζω, αυτό το «προσωπικές απόψεις» μου μοιάζει λίγο σαν να λέμε ότι έχει κάποια ιδιορρυθμία, που ανεχόμαστε: Πώς λέμε φοβερός επιστήμονας, αλλά έχει μια παραξενιά, να μασάει μουρνόφυλλα όταν γράφει· ή μέγας καλλιτέχνης αλλά κοιμάται στην καπνοδόχο (καθαρά προσωπική συνήθεια). Δικαίωμα του, «ξα του!», που λέμε και στην Κρήτη. Έτσι όμως σε λίγο θα καταντήσουμε να βγαίνουν ανακοινώσεις ότι κάποιος έχει δικαίωμα «προσωπικά» να λέει τη γνώμη του ή δικαιούται, σε «προσωπικό» επίπεδο, να διαμαρτύρεται όταν τον ξυλοφορτώσουν· είναι αναφαίρετο δικαίωμά του.

Μια εικόνα μου έρχεται στο μυαλό: ένα ξόανο απειλητικό, της πατριδοκάπηλης εθνικοφροσύνης. Κάποιοι που το λατρεύουν, όπως ο Άδωνης ή ο Μάκης Βορίδης, το στρέφουν απειλητικά εναντίον όχι μόνο των «εχθρών» αλλά των πάντων, που αν δεν το αποδώσουν τιμές σ’ αυτό, θα κατηγορηθούν ως ηλαττωμένου φρονήματος. Κι έτσι σπεύδουν όλοι, να το ασπαστούν, ομνύουν σε αυτό ή έστω το «σέβονται», για να το ξορκίσουν, να αποφύγουν την κακοποιό του δύναμη· γιατί όλοι το τρέμουν. Ένας φαύλος κύκλος, ένα ροδάνι χωρίς σταματημό. Κι έτσι καταντάμε να φοβόμαστε και τον ίσκιο μας, όπως η κυβέρνηση, και να μετράμε με το σταγονόμετρο τις δηλώσεις μας, ενώ έξω κάνει κατακλυσμό.

Ας δούμε τους τέσσερις δελφίνους της ΝΔ. Πρώτα βγήκε ο Τζιτζικώστας και με μειλίχια ακροδεξιό ύφος ζήτησε την παραίτηση Φίλη. Ο Άδωνης είπε ότι οι Πόντιοι ζητάν την κεφαλή Φίλη επί πίνακι. Ο Μεϊμαράκης, για να μην υστερήσει, εκτός του ότι δήλωσε ότι ο Φίλης «δεν κάνει για υπουργός», «διέρρευσε» ότι σκέφτεται να του κάνει πρόταση μομφής. Ασθμαίνων, ο φιλελεύθερος Κυριάκος καταδίκασε κι αυτός.

Η επίθεση στον Γ. Κουμουτσάκο

Kλείνω με τον άγριο ξυλοδαρμό Κουμουτσάκου: Και επειδή συνδέεται με τα παραπάνω, αλλά και γιατί αποτελεί, αυτοτελώς, μείζον θέμα.

Το πρώτο που χρειάζεται να κρατήσουμε είναι ότι (όπως βοούν όλα τα στοιχεία) πρόκειται για επίθεση Χρυσαυγιτών — όχι γενικά «αγανακτισμένων» ή κάτι τυχαίο. Και ας δούμε, στο γενικότερο κάδρο, πώς η Χρυσή Αυγή επιδιώκει, με την ευκαιρία αυτή, να αναβαπτιστεί στα «εθνικά νάματα», κολυμπώντας σαν το ψάρι στο νερό, μέσα στο πατριωταράδικο κλίμα των ημερών.
Από κει και πέρα, όσον αφορά την επίθεση, άκουσα αρκετούς να λένε περίπου «καλά να πάθει» ο Κουμουτσάκος (αφού η Ν.Δ. έχει στενούς δεσμούς με τη Χ.Α., αφού ο ίδιος μίλαγε για «λαθρομετανάστες» κ.ο.κ.). Κατά τη γνώμη μου, η προσέγγιση αυτή, αν και όχι αβάσιμη πραγματολογικά, είναι εντελώς κοντόθωρη και λάθος πολιτικά. Ας σκεφτούμε, μόνο, τι σημαίνει ότι ένας βουλευτής, και μάλιστα της Δεξιάς, την επαύριο του συμβολικού «ξυλοδαρμού» Φίλη, τρώει κανονικό, κανονικότατο ξύλο από τη Χρυσή Αυγή, στο προαύλιο της Βουλής.

Είμαστε στο πλευρό του Γ. Κουμουτσάκου — γιατί, και πάλι, όπως και στην υπόθεση Φίλη, το θέμα δεν είναι ο Κουμουτσάκος, αλλά η δημοκρατία. Χωρίς ναι μεν αλλά, ή αστερίσκους. Με μία εξαίρεση: τη δήλωσή του, που επανέλαβε και ο Β. Μεϊμαράκης, αλλά και η Φ. Γεννηματά, ότι ηθικός αυτουργός της επίθεσης είναι ο Ν. Φίλης.

Αυτό είναι σημείο μελανό. Πρώτον, επειδή εισάγει μια πολύ επικίνδυνη λογική «ηθικής αυτουργίας», που εν τέλει μπορεί να αθωώνει τον δράστη ή να ελαφραίνει τον καταλογισμό. Δεύτερον, παραγνωρίζει ότι η Χρυσή Αυγή δεν χρειάζεται να «προκληθεί» — δρα αυτοτελώς με πυρήνα. Τρίτον, γιατί, ακόμα και αν μπούμε στην ολισθηρή λογική της πρόκλησης, αυτοί που προκάλεσαν, που «διήγειραν τους πολίτες» είναι οι καταγγέλλοντες, τα κανάλια και η οχλοβοή τους. Από αυτούς πείστηκε η «κοινή γνώμη» ότι κάτι τρομερό συμβαίνει, ότι ο υπουργός Παιδείας είπε κάτι φρικτό και αντεθνικό.

Ας σκεφτούμε την όλη ιστορία και υπό το φως του τελευταίου επεισοδίου της (του ξυλοδαρμού Κουμουτσάκου από τους ναζί) και ας πράξουμε όπως πρέπει. Με βάση, δηλαδή, τη βαρύτητα της υπόθεσης, που είναι μεγάλη.
 enthemata.wordpress.com

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2015

Η αυτοοργάνωση στο σύμπαν και στη ζωή

Κάποια πρώτα σχόλια πάνω στο βιβλίο «Προσμονή μέσα στο άπειρο: η κοσμική εξέλιξη», του Υμπέρ Ρηβς, πυρηνικού φυσικού και επιστημονικού συμβούλου της NASA.

Ο Υμπέρ Ρηβς μας λέει στο βιβλίο του, ότι η δημιουργία ζωής στον πλανήτη Γη ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιων διαδικασιών στο πολύ μακρινό παρελθόν. Οι αρχικές συνθήκες ήταν κυριολεκτικά ακραίες, αφού επικρατούσαν υψηλές θερμοκρασίες, η ατμόσφαιρα ήταν αφιλόξενη με τρομερές θύελλες και καταιγίδες, ενώ οι μυριάδες και τεράστιες αστραπές άφηναν εκκωφαντικούς κρότους εκρήξεων (ηλεκτρικών εκκενώσεων) που θα κούφαιναν οποιοδήποτε φυσικό αφτί. Κι όμως, αυτές οι ακραίες συνθήκες ήταν το πρώτο χημικό, και αργότερα βιοχημικό, εργαστήριο της ζωής, των οργανικών μορίων και σε μεταγενέστερα στάδια των ζωντανών οργανισμών. Το νερό, πολύ βασικό στοιχείο για τη ζωή, είχε κατακλύσει τη Γη στα πρώτα στάδιά της, δημιουργώντας απέραντους ωκεανούς που είχαν κρύψει τις ηπείρους της. Είναι η φάση του «κατακλυσμού». Νερό βέβαια σε μεγάλες ποσότητες ξέρουμε ότι υπάρχει ως φαινόμενο και σε άλλους πλανήτες εντός κι εκτός ηλιακού συστήματος.

Και συνεχίζει λέγοντας ότι η αρχέγονη ατμόσφαιρα ήταν σκοτεινή και αδιαφανής. Αποτελείτο κυρίως από διοξείδιο του άνθρακα, αμμωνία, μεθάνιο, νερό και πιθανόν από ορισμένα στοιχεία του μεσοαστρικού χώρου. Όμως σε αντίθεση με το τι συνέβαινε στον διαστημικό χώρο, στην ατμόσφαιρα τα στοιχεία βρίσκονταν σε πολύ μεγαλύτερη συχνότητα, δηλαδή πολύ πιο κοντά το ένα στο άλλο. Έτσι υπήρχαν πιο ευνοϊκές συνθήκες και μεγαλύτερες πιθανότητες για συνδυασμούς και συνενώσεις μεταξύ τους, ώστε να δημιουργηθούν νέα μόρια. Επίσης η θερμοκρασία από μερικές δεκάδες βαθμούς στο διάστημα, στη γήινη ατμόσφαιρα έφτανε τις μερικές εκατοντάδες.

Τα συστατικά της ατμόσφαιρας, λόγω των θεόρατων θυελλών και κυκλώνων, ανακατεύονταν με τα νερά των ωκεανών, όπου μέσα τους τα διάφορα άτομα συνδέονταν για να σχηματίσουν μόρια, σε συνθήκες ασφαλείς που τα προστάτευαν από την καταστροφική ηλιακή ακτινοβολία.  Δημιουργείται έτσι σταδιακά μια «αρχέγονη σούπα», όπου λόγω της θερμοκρασίας και των αμέτρητων και ασταμάτητων ηλεκτρικών εκκενώσεων, παίρνει σταδιακά χρώμα καφέ. Στο εργαστήριο έχουν αναπαραχθεί πειραματικά αυτές οι αρχέγονες συνθήκες: το νερό πήρε χρώμα καφέ και ανιχνεύτηκαν οργανικές ενώσεις, όπως π.χ. αλκοόλες. Ονομάστηκαν έτσι από τους επιστήμονες γιατί νόμιζαν ότι μόνο ζωντανοί οργανισμοί μπορούν να τις παραγάγουν. Όμως τελικά, να που δημιουργούνται και τεχνητά.

Όλα αυτά όμως δείχνουν μια ιδιότητα, μια ικανότητα της ύλης να αυτοοργανώνεται και να εξελίσσεται μέσα από συνδυασμούς και συνενώσεις μεταξύ των διαφόρων μερών-συστατικών της. Και όπως λέει ο Ρηβς, πάντα η φύση βρίσκει τρόπους να επιβιώνει και να ανανεώνεται σε ανώτερα επίπεδα και μορφές οργάνωσης και μοριακής ποικιλότητας, έως τις πολύπλοκες και σύνθετες μορφές ζωής. Η φύση λοιπόν (και το σύμπαν στο σύνολό του) φαίνεται να έχει μια εγγενή δημιουργική ικανότητα. Αυτή δεν έγκειται σε μια κλασική αιτιοκρατική λειτουργία, αλλά μάλλον σε έναν συνδυασμό αιτιοκρατίας και πιθανοκρατίας-τυχαιότητας. Όπου το εν ενεργεία συνυπάρχει με το δυνάμει, όπου οι άπειρες σχεδόν δυνατότητες συνδυασμού, σύνθεσης και αλληλεπίδρασης εκδηλώνονται σε έναν πεπερασμένο αριθμό μορφών και ειδών, μέσα από την παρέμβαση αιτιοκρατικών «νόμων». Όμως αυτές οι μορφές ποτέ δεν τελειώνουν, όπως εξάλλου οι νόμοι αλλάζουν ή καταργούνται και δίνουν τη θέση τους σε νέους.

Σύνθεση, δημιουργία, δόμηση, αποσύνθεση, καταστροφή και αποδόμηση, ανανέωση και αναδημιουργία-ανασύνθεση είναι οι δυνάμεις που ενυπάρχουν και εναλλάσσονται αέναα στο σύμπαν και στη φύση. Όπως το διατυπώνει ο Ρηβς: «ο ωκεανός είναι ο μεγάλος δοκιμαστικός σωλήνας όπου τα μόρια αλληλοαναζητιούνται και ενώνονται» (η υπογράμμιση δική μου). Απώτερος σκοπός ίσως είναι η αύξηση της συνθετότητας της ύλης και των μορφών ζωής.

Κάποια από τα νέα μόρια έχουν κάποιου είδους «άγκιστρα» στα άκρα τους. Αυτό χρησιμεύει για να αγκιστρώνουν άλλα μόρια κι έτσι να δημιουργούν νέες συνθέσεις μορίων, νέα μόρια ή δομές μορίων. Τα μόρια αυτά λέγονται πολυμερή και με τη βοήθεια αυτών των άγκιστρων δημιουργούν αλυσίδες και συνθέσεις που χαρακτηρίζονται από μοτίβα (επίσης δομές, αλλά διαφορετικές, δημιουργούν και οι κρύσταλλοι, που επίσης στηρίζονται σε αναπαραγωγή μοτίβων ως προς τη δομή τους). Έτσι διαθέτουν «ελευθερία» στο να σχηματίζουν ενώσεις με άλλα μόρια και μια πληθώρα δομών-μορφών οργανικής ύλης.

Αυτή η ελευθερία, όπως λέει ο Ρηβς, παίζει καταλυτικό ρόλο στη δημιουργία της ζωής. Οι αλυσίδες των πολυμερών έχουν την ελευθερία να ελίσσονται μέσα στο χώρο, να συστρέφονται και να αναδιπλώνονται, ώστε έτσι να παίρνουν διάφορα σχήματα και μορφές. Επίσης πολύ σημαντικό είναι ότι έχουν τη δυνατότητα να κλείνονται στον εαυτό τους, σχηματίζοντας έναν δακτύλιο. Ενώ ενωνόμενα με άλλα μόρια μπορούν να δημιουργούν σφαίρες, δημιουργώντας έτσι τον θεμελιώδη (μια σημαντική έννοια) για τη φυσιολογία «εσωτερικό χώρο».

Βλέπουμε εδώ να κυριαρχεί μια «σχεδιαστική σοφία», παρά τον φαινομενικά τυχαίο τρόπο που σχηματίζονται οι ενώσεις και αυξάνεται η συνθετότητα της ύλης. Αυτή η ελευθερία, το τυχαίο, τίποτα δεν αποκλείει να είναι ακριβώς εγγενές στοιχείο, η ίδια η «φύση» της σχεδιαστικής σοφίας στην εσωτερική υφή της ύλης και του σύμπαντος. Η ελευθερία, σε συνδυασμό με κάποιες προϋποθέσεις ή κανόνες ή αναγκαίες συνθήκες είναι η αρχική αιτία ή πληροφορία που διατρέχει την ύλη και την δημιουργική αρχή της. Η πυρηνική-πρωταρχική «πληροφορία» φαίνεται να είναι λοιπόν «ελευθερία ένωσης, ταιριάσματος, αναπαραγωγής μοτίβων». Το σύμπαν ίσως είναι προϊόν ελευθερίας, ακριβώς με την έννοια αυτή. Μια τέτοια αρχή-κανόνας (ή νόμος) ίσως είναι η αρχή της δοκιμής και της πλάνης (trial and error). Οι μορφές εναλλάσσονται, δημιουργούνται ή εξαφανίζονται, νέες δημιουργούνται μέσα σε μια διαδικασία πειραματισμού, δοκιμής και πλάνης, ώστε οι πιο «σοφές» (λειτουργικές) δομές-μορφές να επιβιώνουν. Εξ ου και λέμε ότι το σύμπαν ή η φύση είναι ένα ζωντανό εργαστήριο όπου δοκιμάζονται πειραματικά διάφορες εκδοχές της ύλης και της ζωής. Επιβιώνουν και διαιωνίζονται οι ανώτερες οργανωτικά δομές.

Η αυτοοργάνωση φαίνεται να είναι μια ακόμη αρχή, άμεσα και άρρηκτα συνδεδεμένη με την αρχή της ελευθερίας. Τα μόρια ενώνονται «για έναν σκοπό», ενώ είναι τέτοια η κατασκευή τους (τα άγκιστρα) ώστε να «αναγνωρίζονται» – όπως υποστηρίζει ο Ρηβς – όταν έρχονται μεταξύ τους και να επιλέγουν αυτά που ταιριάζουν, το ταίρι τους.

Επομένως η ικανότητα-«πληροφορία» της ελεύθερης αυτοοργάνωσης, μέσα από τον πειραματισμό και τη δοκιμή δομών και μοτίβων, αποτελεί το θεμελιακό (εγγενές) δομικό συστατικό της κοσμικής ύλης/ενέργειας και του σύμπαντος. Ουσιαστικά αυτή είναι η συνειδητότητα που ενυπάρχει σε όλα τα πράγματα. Άρα και της οικείας φύσης, αλλά και της βιόσφαιρας και της ίδιας της ανθρωπότητας (κοινότητας, πολιτισμού).
 amesoslogosdrash.wordpress.com

Ελεύθερη οικονομία και το ισχυρό κράτος: Μερικές σημειώσεις πάνω στο κράτος

από g.m. 

Ubu_Imperator

Max Ernst, Ubu Imperator, (1923)

Του Bonefeld Werner

Ο νεοφιλελευθερισμός βρήκε το βέβαιο τέλος του με την κρίση που ξέσπασε το 2008. (Cecena, 2009: 33)

Συμβατικά, ο νεοφιλελευθερισμός φαίνεται να αναδύθηκε μετά την βαθειά κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1970. Σύμφωνα με τον Αλτβάτερ, για παράδειγμα, «ξεκίνησε με το τέλος του σταθερού συστήματος ισοτιμιών Μπρέττον Γούντς το 1973 και την επακόλουθη φιλελευθεροποίηση των χρηματοοικονομικών αγορών στην Μεγάλη Βρετανία της Μάργκαρετ Θάτσερ» (2009: 73). Συνεπώς ο νεοφιλελευθερισμός είναι ταυτισμένος με ένα συγκεκριμένο καπιταλιστικό καθεστώς συσσώρευσης, χαρακτηριζόμενο από την κυριαρχία του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου έναντι του παραγωγικού κεφαλαίου.1 Συνήθως, ο νεοφιλελευθερισμός συσχετίζεται με ένα ανίσχυρο κράτος που αδυνατεί να αντισταθεί στις δυνάμεις της αγοράς. Το νεοφιλελεύθερο κράτος λειτουργεί ως ένα κράτος-διευκολυντής των αγορών.

Το νεοφιλελεύθερο καθεστώς συσσώρευσης ειπώθηκε ότι τελείωσε το 2008 όταν η τραπεζική βιομηχανία «δεν δίστασε να ‘επαναφέρει το κράτος’, με έναν πιο ριζοσπαστικό τρόπο ακόμα κι από τις Κεϋνσιανές εποχές». Από την στιγμή που το κράτος επανήλθε, ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός μεταμορφώθηκε σε «ένα είδος ‘χρηματοοικονομικού σοσιαλισμού’» (Altvater, 2009: 79, παραθέτοντας τον Sennett). Αυτός ο σοσιαλισμός κοινωνικοποιεί τις χρηματοοικονομικές απώλειες, εγγυάται «τοξικό χρέος» και διασφαλίζει ιδιωτικά κέρδη, και για να ισορροπήσει τα λογιστικά βιβλία, επιτίθεται στις συνθήκες. Ισοδυναμεί με μία τεράστια αναδιανομή πλούτου από την εργασία στο κεφάλαιο. Ο χρηματοοικονομικός σοσιαλισμός απεικονίζει σωστά την ιδέα του Μαρξ περί καπιταλιστικού κράτους ως εκτελεστικής επιτροπής της μπουρζουαζίας. Τι είναι, όμως, αυτό που εννοείται με την «επαναφορά του κράτους»; Ήταν πραγματικά αποκλεισμένο κατά την διάρκεια του επονομαζόμενου νεοφιλελεύθερου καθεστώτος της συσσώρευσης;

Η ιδέα ότι το κράτος «επαναφέρθηκε» υπονοεί ένα αναδυόμενο κράτος, ένα κράτος που επανάκτησε κάποιο μέτρο ελέγχου πάνω στην αγορά. Αυτή η άποψη υπονοεί μία σύλληψη της αγοράς και του κράτους ως δύο ξεχωριστών τρόπων κοινωνικής οργάνωσης, και το αιώνιο ερώτημα σχετικά με μία τέτοια σύλληψη είναι αν η αγορά έχει αυτονομία έναντι του κράτους, ή το κράτος έναντι της αγοράς. Η κοινωνική συγκρότηση κράτους και αγοράς ως διακριτές μορφές κοινωνικών σχέσεων δεν εγείρεται. Ακολουθώντας τον Κλαρκ (1992), αυτή η εργασία υποστηρίζει ότι το καπιταλιστικό κράτος είναι θεμελιωδώς ένα φιλελεύθερο κράτος. Αυτή η σύλληψη συνεπάγεται την τάξη ως την καθοριστική κατηγορία της μορφής και του περιεχομένου του.

Αυτό που χρειάζεται είναι…ειλικρινής και οργανωμένη εξαναγκαστική βία (Wolf, 2001)

Όσο ξεχωριστή κι αν ήταν η πολιτική απάντηση στην κρίση του 2008, η εμφανής ανάδυση του νεοφιλελευθερισμού κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1980 δεν συνεπίφερε ένα αδύναμο κράτος. Συνεπίφερε ένα «ισχυρό κράτος». Το βιβλίο του Άντριου Γκέιμπλ πάνω στην περίοδο Θάτσερ ήταν έτσι εύστοχα τιτλοφορημένο Η Ελεύθερη Οικονομία και το Ισχυρό Κράτος, κάτι που έκανε ξεκάθαρη αναφορά στην ordo-φιλελεύθερη σύλληψη της σχέσης μεταξύ το εθνικό κράτος και της παγκόσμιας οικονομίας.2 Η Σούζαν Τζορτζ (1988) χαρακτήρισε την δεκαετία του 1980 ως μία εποχή στην οποία τα πάντα ιδιωτικοποιήθηκαν, εκτός από τις απώλειες, οι οποίες κοινωνικοποιήθηκαν με την χρησιμοποίηση μέσων όπως η σκλαβιά του χρέους και η καταπιεστική αγορά εργασίας και οι κρατικές μεταρρυθμίσεις πρόνοιας. Ο Έρνεστ Μαντέλ (1987) χαρακτήρισε την πολιτική οικονομία της δεκαετίας του 1980 ως «στρατιωτικό Κεϋνσιανισμό», ένας Κεϋνσιανισμός που αναχρηματοδότησε ένα χρηματοοικονομικό σύστημα στο χείλος της τότε κρίσης χρεωμένων και της κακής έκθεσης χρέους. Η διάσωση του πήρε την μορφή μιας γνώμης υπέρ της κυκλικής χρηματοδότησης του ελλείμματος βασισμένης στο δολάριο Ηνωμένων Πολιτειών, της επέκτασης του βιομηχανικού στρατιωτικού συμπλέγματος, της ιδιωτικοποίησης,  και της χρηματοοικονομικής απελευθέρωσης.

Ο στρατιωτικός Κεϋνσιανισμός επιδίωξε να ισορροπήσει τα λογιστικά βιβλία παίρνοντας χρήματα από τις τσέπες των εργατών, και κάνοντας επίθεση στις συνθήκες. Η αναδιανομή του πλούτου από την εργασία στο κεφάλαιο ήταν τέτοια ώστε στις αρχές του 1990, «περίπου τα δύο τρίτα του πληθυσμού της γης κέρδισαν λίγο ή και καθόλου ουσιαστικό πλεονέκτημα από την ραγδαία οικονομική ανάπτυξη. Στον ανεπτυγμένο κόσμο το χαμηλότερο τεταρτημόριο των εισοδηματιών ήταν μάρτυρας σε μία διάχυση του πλούτου προς τα πάνω παρά προς τα κάτω. (Financial Times, 24 Δεκεμβρίου 1993). Αυτό το ένα τέταρτο, έχει έκτοτε επεκταθεί στο μισό του πληθυσμού της γης, δημιουργώντας ένα κενό δίχως προηγούμενο ανάμεσα στα εισοδήματα, εγχώρια και σε παγκόσμια κλίμακα (βλέπε Glyn, 2006). Ο «στρατιωτικός Κεϋνσιανισμός διατήρησε τον καπιταλισμό στην βάση μίας συσσώρευσης ενός πιθανότατα φανταστικού πλούτου.

Το χρέος επεκτάθηκε σε τέτοιο βαθμό που, σύμφωνα με τους Financial Times (27 Σεπτεμβρίου 1993), το ΔΝΤ φοβήθηκε στην αρχή του 1990 ότι «η απειλή του χρέους κινείται βόρεια. Αυτές τις μέρες είναι η σταδιακή άνοδος του χρέους του πρώτου κόσμου, όχι η κρίση που οφείλεται στην καθυστέρηση της Αφρικής, που στοιχειώνει τον ύπνο των επισήμων του ΔΝΤ». Μπροστά στις επαναλαμβανόμενες κρίσεις από το 19873, και στους διάφορους φόβους των χρηματιστηρίων, οι ΗΠΑ αναδύθηκαν ως η μεγαλύτερη χώρα-χρεώστης. Ο Μαγκντόφ και άλλοι υποστήριξαν ότι, μέχρι το 2002, το εκκρεμές ιδιωτικό χρέος ήταν δύο και ένα τέταρτο του ΑΕΠ, ενώ το συνολικό εκκρεμές χρέος -ιδιωτικό συν κυβερνητικό- πλησίασε το τριπλάσιο του ΑΕΠ. Οι ελλειμματικές δαπάνες συντήρησαν μία παγκόσμια οικονομία που έγινε εντελώς εξαρτημένη από ένα βουνό χρέους.

Κατά την διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων, η συσσώρευση πιθανώς φανταστικού πλούτου με την μορφή των χρημάτων, και ο εξαναγκαστικός έλεγχος της εργασίας, από την σκλαβιά του χρέους σε νέες περιφράξεις, και από την απελευθέρωση των συνθηκών [Σ.τ.Μ. εργασίας] στην ιδιωτικοποίηση του κινδύνου, υπήρξαν μαζί. Στο ευρύτερο πλαίσιο μιας παγκόσμιας οικονομίας μαστιζόμενης από το χρέος και απειλούμενης από την κατάρρευση του χρέους, ο Μάρτιν Γούλφ υποστήριξε ότι η εγγύηση του παγκόσμιο κεφαλαίου χρειάστηκε ισχυρότερα κράτη. Όπως το έθεσε σε σχέση με τον επονομαζόμενο Τρίτο Κόσμο, «αυτό που χρειάζεται δεν είναι ευλαβείς φιλοδοξίες αλλά μία ειλικρινής και οργανωμένη εκφοβιστική δύναμη» (Wolf, 2001). Σε σχέση με τον επονομαζόμενο ανεπτυγμένο κόσμο, ο Σόρος (2003) υποστήριξε, δικαίως, ότι η τρομοκρατία όχι μόνο παρείχε την ιδανική νομιμοποίηση αλλά επίσης τον ιδανικό εχθρό για την αδέσμευτη καταναγκαστική προστασία των κλυδωνισμένων απ’ το χρέος σχέσεων της ελεύθερης αγοράς «επειδή είναι αόρατος και δεν εξαφανίζεται ποτέ». Η προϋπόθεση μιας πολιτικής του χρέους είναι η συνεχιζόμενη συσσώρευση «ανθρώπινων μηχανών» στις πυραμίδες της συσσώρευσης. Η τυφλή της προθυμία για λεηλασία απαιτεί οργανωμένη καταναγκαστική δύναμη για να διατηρήσει την τεράστια υποθήκη των μελλοντικών εσόδων στο παρόν. Η απαίτηση του Γούλφ για ισχυρό κράτος δεν αντικρούει τον νεοφιλελευθερισμό. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν απαιτεί αδυναμία από το κράτος. Το laissez-faire [Σ.τ.Μ. ελεύθερο εμπόριο, χωρίς περιορισμούς, δασμούς κτλ] δεν είναι «απάντηση στις ταραχές» (Willgerdot και Peacock, 1989: 6).

Όντως, το laissez-faire είναι «μία αρκετά αμφιλεγόμενη και παραπλανητική περιγραφή των αρχών πάνω στις οποίες βασίζεται μία φιλελεύθερη πολιτική γραμμή» (Hayek, 1976: 84). Που σημαίνει, ότι το νεοφιλελεύθερο κράτος είναι «προγραμματισμός για ανταγωνισμό» (1976: 31), και ως εκ τούτου δεν μπορεί να υπάρξει ελευθερία στην αγορά χωρίς «αστυνομία αγορών» (Rόstow, 1942: 289). Για τους νεοφιλελεύθερους, υπάρχει συνεπώς μία «έμφυτη σύνδεση μεταξύ οικονομικών και πολιτικής» (Friedman, 1962: 8): όχι μόνο η ελεύθερη αγορά απαιτεί το ισχυρό κράτος ως διευκολυντή της αγοράς, αλλά είναι επίσης εξαρτώμενη στο κράτος ως την καταναγκαστική δύναμη αυτής της ελευθερίας.

Και τώρα, φαινομενικά, ο νεοφιλελευθερισμός έχει φτάσει σε ένα συντριπτικό τέλος, όταν οι χρηματοοικονομικές αγορές κατέρρευσαν, προκαλώντας τεράστιες απώλειες περισσότερες των 1.4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων» τον Αύγουστο του 2008 (Altvater, 2009: 75). Αναδυόμενη από τις στάχτες του είναι η «νέα εποχή του μετα-νεοφιλελευθερισμού» (Brandt και Sekler, 2009: 12)—μία απάντηση, κατά τον Μπραντ και τον Σέκλερ, στον «(αρνητικό) αντίκτυπο του νεοφιλελευθερισμού», του οποίου ο ακριβής τρόπος οργάνωσης είναι ακόμα ασαφής. Θα μπορούσε να κυμαίνεται από την σοσιαλδημοκρατία έως την στρατιωτική δικτατορία, και από τον ριζοσπαστικοποιημένο Κεϋνσιανισμό στην στρατιωτικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων.

Όποιος κι αν είναι ο ακριβής τρόπος οργάνωσης, στην βάση του ο μετα-νεοφιλελευθερισμός είναι μία άρνηση  του χρηματοοικονομικού καπιταλισμού, άρνηση φερμένη από κοινωνικές δυνάμεις που απαιτούν μία επιστροφή στην στηριζόμενη πραγματική οικονομική ανάπτυξη (Brandt and Sekler, 2009: 11–12). Το φάντασμα της ερχόμενης περιόδου εμφανίζεται, έτσι, με την μορφή ενός ισχυρού και ικανού «μετα-νεοφιλελεύθερου» κράτους που κάνει το χρήμα υπηρέτη του, βάζοντας το να δουλέψει για ανάπτυξη και δουλειές.4 Το μετα-νεοφιλελεύθερο κράτος μπορεί έτσι να κατανοηθεί ως ένα ισχυρό κράτος που αστυνομεύει την αγορά με δυνατή κρατική εξουσία υπέρ της προοδευτικής παραγωγικής συσσώρευσης, δημιουργώντας δουλειές και πλούτο.

Η υπερδομή είναι η έκφραση της υποδομής. (Benjamin, 1983: 495–6)

Ο Μαρξ συστήνει την μεταφορά του περί βάσης και υπεδομλ γράφοντας ότι η έρευνά του τον οδήγησε στην κατανόηση ότι «το συνολικό άθροισμα των σχέσεων παραγωγής απαρτίζει την οικονομική δομή της κοινωνίας, το πραγματικό θεμέλιο, πάνω στο οποίο ανεβαίνει μία νόμιμη και πολιτική υπερδομή και στην οποία ανταποκρίνονται συγκεκριμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης» (1981: 8). Αφήνοντας στην άκρη την κατανόηση του ίδιου του Μαρξ για τον έργο του ως κριτική οικονομικών κατηγοριών (Marx, 1981: 10), και με αυτήν την οικονομική αντικειμενικότητα από την οποία η υπερδομή υποτίθεται ότι θα αναδυθεί, η μεταφορά του λέει ότι η πολιτική μορφή της αστικής κοινωνίας, το κράτος, ανήκει στην κοινωνία από την οποία πηγάζει. Χονδρικά, ο σκοπός του κεφαλαίου είναι να συσσωρεύσει εκμαιευμένη υπεραξία, και το κράτος είναι η πολιτική μορφή αυτού του σκοπού.

Ο ισχυρισμός του Μαρξ ότι η μεταφορά της βάσης/υπερδομής είναι το αποτέλεσμα της ερευνάς του είναι, όμως, ανειλικρινής. Η ρίζα της βρίσκεται στην κλασσική πολιτική οικονομία. Ο Γουίλλιαμ Ρόμπερτσον (1890: 104) ανακεφαλαίωσε την κλασσική θέση καλά: «σε κάθε έρευνα που αφορά το εγχείρημα των ανθρώπων όταν είναι ενωμένοι στην κοινωνία, το πρώτο αντικείμενο προσοχής θα πρέπει να είναι ο τρόπος διαβίωσης. Αναλόγως, όπως αλλάζει ο τρόπος διαβίωσης, οι νόμοι και οι τακτικές τους πρέπει να είναι διαφορετικά». Ο Άνταμ Σμιθ μας παρείχε την κλασσική παρουσίαση.

Η θεωρία του σχετικά με την ιστορία είναι αξιομνημόνευτη όχι μόνο για την έμφαση που δίνει στις οικονομικές δυνάμεις που έχουν ανελιχθεί μέσα από την ιστορία προς την «εμπορική κοινωνία», αλλά επίσης και για το επιχείρημα ότι σε κάθε ιστορικό στάδιο, η πολιτική μορφή της κοινωνίας, είτε την σκεφτόμαστε με όρους εξουσίας ή δικαιοδοσίας, απαραίτητα απορρέει από τις μορφές ιδιοκτησίας. Για τον Σμιθ, η ιδιοκτησία είναι η συνέπεια της ανάπτυξης στον καταμερισμό της εργασίας. Αυξάνει την αναπτυσσόμενη κοινωνική διαφοροποίηση της κοινωνίας σε διακριτές κοινωνικές τάξεις, και η επέκταση της αυξάνει το κοινωνικό πλεόνασμα, κάτι που οδηγεί στην επέκταση της ιδιοκτησίας. Αυτή η επέκταση βάζει τα θεμέλια για τον διαχωρισμό μεταξύ της κοινωνίας των πολιτών και του κράτους στον καπιταλισμό.

Ο Σμιθ προσδιορίζει το κράτος ως την πολική μορφή της ιδιοκτησίας, και λέει ότι ο σκοπός του κράτους προέρχεται από τις ανάγκες της ιδιοκτησίας. Το κράτος υπάρχει για να προστατεύει, να διατηρεί και να διευκολύνει τον νόμο της ιδιοκτησίας. Ο Σμιθ καθορίζει έναν αριθμό από αναντικατάστατες λειτουργίες του κράτους. Εκτός από το να προστατεύει την χώρα από εξωτερικές απειλές, πρέπει να παρέχει μία ακριβή διακυβέρνηση δικαιοσύνης ώστε να επιλύει διαμάχες συμφερόντων μεταξύ ιδιοκτητώνs. Γι’ αυτόν «δικαιοσύνη…είναι ο βασικός στύλος που κρατάει όρθιο όλο το οικοδόμημα» (1976b: 86). Προστατεύει τα δικαιώματα ελευθερίας και ιδιοκτησίας του ατόμου, εγγυώμενο το πλαίσιο της κοινωνίας των πολιτών.

Το κράτος είναι επίσης αναντικατάστατο για την παροχή δημοσίων αγαθών που απαιτούνται για την λειτουργία της αγοράς, που όμως δεν μπορεί να παρέχει η ίδια η αγορά λόγω έλλειψης κερδοφορίας (βλέπε Smith, 1976a: 723). Επιπροσθέτως, το κράτος είναι επιβαρυμένο με την διευκόλυνση του νόμου ιδιοκτησίας για παράδειγμα, αφαιρώντας διάφορα θεσμικά και νομικά ελαττώματα, και αντιμετωπίζοντας εκείνα τα ιδιωτικά συμφέροντα που παρεμποδίζουν την τέλεια ελευθερία της αγοράς. Αυτή η αρμοδιότητα επίσης συνεπάγεται ότι το κράτος κάνει προσπάθειες για να βοηθήσει να επιτευχθεί το «χαμηλό κόστος της παροχής» (Smith 1978: 6), διευκολύνοντας την προοδευτική ανάπτυξη της συσσώρευσης πάνω στην βάση της αυξημένης παραγωγικότητας της εργασίας.

Ο Σμιθ συστήνει το υποκείμενο της ταξικής πάλης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, επιχειρηματολογώντας ότι «οι κοινοί μισθοί της εργασίας εξαρτώνται παντού πάνω σ’ αυτό το συμβόλαιο μεταξύ αυτών των δύο πλευρών, των οποίων τα συμφέροντα σε καμία περίπτωση δεν είναι ίδια». Αυτό σημαίνει, «η επιθυμία των εργατών να πάρουν όσο περισσότερα, η επιθυμία των αφεντικών να δώσουν όσο λιγότερα. Οι πρώτοι τείνουν να συνεργάζονται με σκοπό την αύξηση, οι δεύτεροι με σκοπό την μείωση στους μισθούς της εργασίας» (Smith, 1976a: 83). Σ’ αυτόν τον αγώνα, οι αφέντες έχουν το πάνω χέρι γιατί είναι «λιγότεροι στον αριθμό, μπορούν να συνδυαστούν πολύ πιο εύκολα…[και] μπορούν να ζήσουν για περισσότερο με το απόθεμα που έχουν συγκεντρώσει». Οι εργάτες, από την άλλη πλευρά, μπορεί να «λιμοκτονήσουν». Το ότι οι εργάτες εξεγείρονται είναι κατανοητό δεδομένου ότι «είναι απελπισμένοι». Κι όμως, η πράξη τους είναι ανόητη, γιατί «οι εργάτες πολύ σπάνια αποκομίζουν οποιοδήποτε πλεονέκτημα από την βία αυτών των ταραχωδών συνδυασμών» (Smith, 1976a: 83–4).

Σύμφωνα με τον Σμιθ, η επίλυση της ταξικής διαμάχης μπορεί να βρεθεί μόνο στον καθορισμό του πραγματικού συμφέροντος του εργάτη, και το πραγματικό συμφέρον βρίσκεται στην συνεχή προοδευτική συσσώρευση. «Οι εργάτες κάνουν καλά που δεν παλεύουν, γιατί με την αύξηση του πλεονάσματος, τα αποθέματα συσσωρεύονται, αυξάνοντας τον αριθμό των εργατών, και η αύξηση των εσόδων και των αποθεμάτων είναι η αύξηση του εθνικού πλούτου. Η απαίτηση αυτών που ζουν με μισθούς…αυξάνεται με την αύξηση στον εθνικό πλούτο» (Smith, 1976a: 86–7). Αυτή, τότε, είναι η διάσημη επίδραση της διάχυσης του πλούτου προς τα κάτω—η συσσώρευση, υποστηρίζει, αυξάνει τον εθνικό πλούτο και «προκαλεί μια αύξηση στον μισθό της εργασίας» (Smith, 1976a: 87).

Ο Σμιθ το ονομάζει αυτό η «φιλελεύθερη ανταμοιβή της εργασίας», και μία συνέπεια αυτού του επιχειρήματος είναι, φυσικά, ότι αν υπάρχουν φτωχοί, τότε είναι μία ένδειξη ότι «τα πράγματα είναι στατικά» (Smith, 1976a: 91), και απαιτούν κρατική δράση προς διευκόλυνση του «χαμηλού κόστους των αγαθών όλων των ειδών» (Smith, 1976a: 333). Οι ιδιοκτήτες μετοχών σε μερικές χώρες ίσως επιτύχουν υψηλότερους ρυθμούς επιστροφής των επενδύσεων τους απ’ ότι σε άλλες χώρες, «κάτι που αναμφίβολα επιδεικνύει το πλεόνασμα του αποθέματός τους» (Smith, 1976a: 109). Η συντήρηση του αποθέματος απαιτεί ανταγωνιστική προσαρμογή, και η διευκόλυνση της «ανήκει στην αστυνομία» (Smith, 1978: 5).

Σύμφωνα με τον Σμιθ, «ο εθνικός πλούτος» και «οι εργάτες» κερδίζουν από την προοδευτική συσσώρευση. Όμως, οι κάτοχοι χρεογράφων έχουν μια διφορούμενη σχέση με την προοδευτική συσσώρευση, επειδή «η αύξηση των χρεογράφων, που αυξάνει τους μισθούς, τείνει στην μείωση του κέρδους» (Smith, 1976a: 105). Οι καπιταλιστές λοιπόν, μπορούν να αναζητήσουν να διατηρήσουν το περιθώριο κέρδους τεχνητά, παρακωλύοντας την φυσική ελευθερία της αγοράς, για παράδειγμα μέσω του καθορισμού των τιμών ή του προστατευτισμού. Αυτό το είδος εκδήλωσης της ιδιωτικής εξουσίας «παράγει αυτό που αποκαλούμε αστυνομία. Οποιοιδήποτε κανονισμοί δημιουργούνται με σεβασμό στις ανταλλαγές, στο εμπόριο, στην γεωργία, στις κατασκευές μίας χώρας θεωρούνται σαν να ανήκουν στην αστυνομία.» (Smith, 1978: 5).

Με άλλα λόγια, «το οικονομικό σύστημα απαιτεί μια αστυνομία αγοράς με σθεναρή κρατική εξουσία για την προστασία και την διατήρηση του» (Rostow, 1942: 289), και η αποτελεσματική αστυνόμευση συνεπάγεται ένα σθεναρό κράτος, ένα κράτος στο οποίο [η αστυνόμευση] ανήκει: υπέρ και πάνω από την οικονομία, υπέρ και πάνω από τα ενδιαφερόμενα κόμματα (interessenten)» (Rostow, 1963: 258). Η ικανότητα του κράτους να προστατεύει και να διατηρεί τον νόμο της αξίας εξαρτάται από τον διαχωρισμό του από την κοινωνία των πολιτών- είναι η ανεξαρτησία του κράτους από την κοινωνία που επιτρέπει την αποτελεσματική λειτουργία του σαν ένα καπιταλιστικό κράτος. Η αποτυχία του κράτους να διατηρήσει τον χωρισμό του από την κοινωνία «θα οδηγήσει τελικά σε ταξικό πόλεμο» (Nichols, 1984: 170).

Σύμφωνα με τον Χέγκελ (1967: 210), η πρόληψη του ταξικού πολέμου μπορεί να προωθηθεί από «επιτυχημένους πολέμους» που «έχουν ελέγξει την εγχώρια αναταραχή και έχουν εδραιώσει την εξουσία του κράτους στο εσωτερικό». Επίσης υποστήριξε την χρήση ηθικών μέσων, συμπεριλαμβανομένης της αντιδραστικής ισότητας του εθνικισμού, που σημαίνει ότι ανεξάρτητα από τις συνθήκες, είμαστε όλοι μέλη του ενός εθνικού σκάφους-αυτή η φαντασιακή κοινότητα που εμφανίζεται να υπερβαίνει τις ταξικές σχέσεις.5 Πριν από τον Χέγκελ, ο Σμιθ (1976a: 723) είχε ήδη υποστηρίξει ότι το κράτος πρέπει να προωθεί «την καθοδήγηση των ανθρώπων», κυρίως μέσω της εκπαίδευσης και των δημοσίων διασκεδάσεων. Υποστήριζε ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να κάνει προσπάθειες ώστε να εξισορροπήσει τις κοινωνικές επιδράσεις της συσσώρευσης αναλαμβάνοντας την ευθύνη για πολιτισμικές δραστηριότητες ώστε να διατηρήσει το φιλελεύθερο σύνταγμα της κοινωνίας των πολιτών. Ενάντια στην ψευδή συνείδηση του ταξικού πολέμου, το κράτος πρέπει να κάνει τους εργάτες να αντιληφθούν ότι το πραγματικό συμφέρον τους εξυπηρετείται καλύτερα από την προοδευτική συσσώρευση.

Με τα λόγια του Μέλλερ-Άρμακ, ενός ordo-φιλελεύθερου υπέρμαχου κάποιας αξιόλογης φήμης, ο οποίος επινόησε την φράση «οικονομία της κοινωνικής αγοράς»6, αυτό συνέβη για να οδηγήσει στην ενσωμάτωση της ανταγωνιστικότητας «σε ένα ολοκληρωτικό τρόπο ζωής» (Moller-Arnack, 1978: 328). Ο σκοπός του κράτους είναι λοιπόν να διασφαλίσει «την απόλυτη εκρίζωση κάθε αταξίας από τις αγορές και την εξάλειψη της ιδιωτικής εξουσίας από την οικονομία» (σχολιασμένο στο Haselbach, 1991: 92). Η ελεύθερη αγορά είναι λοιπόν εγκεκριμένη σαν μια α-κρατική σφαίρα κάτω από κρατική προστασία. Το κράτος από-πολιτικοποιεί την συμπεριφορά των κοινωνικών σχέσεων ως σχέσεις ελεύθερης βούλησης, ελευθερίας και ισότητας, και το κάνει μονοπωλώντας το πολιτικό ως την «συγκεντρωμένη και οργανωμένη εξουσία της κοινωνίας» (Marx, 1983: 703).

Οι υπέρμαχοι του κατασκευάζουν το φιλελεύθερο κράτος ξεδιάντροπα σαν ένα ταξικό κράτος το οποίο, φαινομενικά, λειτουργεί για το πραγματικό συμφέρον των εργατών – στις δουλειές, τους μισθούς και τις συνθήκες, και έτσι στην προοδευτική συσσώρευση του κεφαλαίου. Το κράτος «διατηρεί τους πλούσιους στην κυριότητα του πλούτου τους ενάντια στην βία και την αρπακτικότητα των φτωχών» (Smith, 1978: 338), και διδάσκει στους φτωχούς ότι το πραγματικό συμφέρον τους βρίσκεται στην προοδευτική συσσώρευση του κεφαλαίου. Το κράτος, φυσικά, δεν είναι ένα ταξικό κράτος επειδή οι υπέρμαχοι του λένε ότι είναι. Όμως, η μεταφορά βάσης-εποικοδομήματος που ο Μαρξ άντλησε από την κλασσική πολιτική οικονομία7 αναφέρει ότι το κράτος είναι η πολιτική μορφή του νόμου της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Ως ένα φορολογικό κράτος, εξαρτάται απόλυτα από την προοδευτική συσσώρευση του κεφαλαίου. Όμως, ο ταξικός χαρακτήρας του κράτους δεν καθορίζεται με εθνικούς όρους.

Συντηρείται μέσω παγκόσμιων σχέσεων των αγορών. Όπως ο Σμιθ (1976a: 848-49) το έθεσε, «ο ιδιοκτήτης κεφαλαίου είναι κατάλληλα ένας πολίτης του κόσμου, χωρίς να είναι απαραίτητα συνδεδεμένος με κάποια συγκεκριμένη χώρα. Θα ήταν ικανός να εγκαταλείψει την χώρα στην οποία εκτέθηκε σε μια ενοχλητική ανάκριση, ώστε να φορολογηθεί με έναν επαχθή φόρο, και θα μετακινούσε το κεφάλαιο του σε μια άλλη χώρα όπου θα μπορούσε είτε να συνεχίσει την επιχείρηση του, ή να απολαύσει την περιουσία του με την ευκολία του». Αυτό με άλλα λόγια είναι «ο καπιταλιστικός νόμος της ιδιοκτησίας και του συμβολαίου [που υπερβαίνει] το εθνικό νομικό σύστημα και το παγκόσμιο χρήμα [που υπερβαίνει] τα εθνικά νομίσματα» (Clarke, 1992. επίσης Bonefeld, 2000). Ο Σμιθ έγραψε το έργο του σαν μια κριτική του μερκαντιλιστικού κράτους. Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, είχε γίνει η ιδεολογική ορθοδοξία ενός φιλελευθεροποιημένου κράτους (δες Clarke, 1998: κεφάλαιο 1). Ήταν σε αυτό το πλαίσιο που ο Μαρξ γράφει (με τον Έγκελς) στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο για τον κοσμοπολιτικό χαρακτήρα της μπουρζουαζίας, και ορίζει το εθνικό κράτος ως την εκτελεστική επιτροπή της μπουρζουαζίας.

Ο νόμος δημιουργείται για το κράτος, όχι το κράτος για τον νόμο. [Αν] πρέπει να γίνει μια επιλογή μεταξύ των δύο, είναι ο νόμος που πρέπει να θυσιαστεί για το κράτος. (Rossiter, 1948: 11)

Στην εποχή μας, ο Μίλτον Φρίντμαν έχει παράσχει έναν πειστικό ορισμό του κράτους ως της εκτελεστικής επιτροπής της μπουρζουαζίας. Όπως το έθεσε, το κράτος είναι «αναγκαίο και σαν τόπος δημόσιας συζήτησης για τον καθορισμό των “των κανόνων του παιχνιδιού” αλλά και σαν διαιτητής για να ερμηνεύει και να επιβάλλει τους κανόνες που αποφασίστηκαν», ενώ η επιβολή είναι αναγκαία, «σε αυτούς τους λίγους που αλλιώς δεν θα έπαιζαν το παιχνίδι» (1962: 15, 25). Με άλλα λόγια, «η οργάνωση της οικονομικής δραστηριότητας μέσω της εθελοντικής ανταλλαγής υποθέτει ότι έχουμε παράσχει, μέσω της κυβέρνησης, για την διατήρηση του νόμου και της τάξης ώστε να εμποδίσουμε τον εξαναγκασμό του ενός ατόμου από το άλλο, την επιβολή των συμβάσεων να εμπλέκονται εθελοντικά, τον ορισμό της σημασίας των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, την ερμηνεία και την επιβολή τέτοιων δικαιωμάτων, και την πρόβλεψη για ένα νομισματικό πλαίσιο» (σελ. 27). Το κράτος πρέπει «να προωθεί τον ανταγωνισμό» (σελ. 34), και να κάνει για την αγορά αυτό που η αγορά «δεν μπορεί να κάνει για τον εαυτό της» (σελ. 27). Οι φιλελεύθεροι, λέει ο Φρίντμαν, «πρέπει να απασχολούν πολιτικούς διαύλους για να συμφιλιώνουν τις διαφορές» διότι το κράτος είναι ο οργανισμός που παρέχει τα μέσα «σύμφωνα με τα οποία εμείς μπορούμε να αλλάξουμε τους κανόνες» (σελ. 23, η έμφαση προστέθηκε). Όμως, τι γίνεται όταν αυτοί παρεμβαίνουν;

Η μεγάλη συμφορά για το κεφάλαιο και το κράτος του δεν είναι η ενσωμάτωση, μέσω της αντιπροσώπευσης, της εργατικής τάξης στο σύστημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Όπως το έθεσε ο Σιμόν Κλαρκ (1991b: 200), «η ανάπτυξη της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης για την εργατική τάξη, όσα περιθώρια παρέχει για την βελτίωση των υλικών συνθηκών τομέων της εργατικής τάξης, απέχει πολύ από το να αποτελεί μια έκφραση συλλογικής δύναμης της εργατικής τάξης, και γίνεται το μέσο με το οποίο αυτή διασπάται, καθίσταται ανενεργή και αποθαρρύνεται».8 Ο μεγάλος κίνδυνος είναι ο εκδημοκρατισμός της κοινωνίας.9

Γίνεται αρωγός στον διαχωρισμό της μπουρζουαζίας μεταξύ της κοινωνίας και του κράτους, και το κάνει αναγνωρίζοντας και οργανώνοντας «τις δικές της δυνάμεις» ως κοινωνικές δυνάμεις» (Marx, 1964: 370). Σύμφωνα με τους (νεο)-φιλελεύθερους υπέρμαχους, τέτοιος εκδημοκρατισμός, που είναι με άλλα λόγια, η πολιτικοποίηση των εργατικών σχέσεων της κοινωνίας μέσω συνεχών κοινωνικών αγώνων, είναι συμφυής στο «σύστημα της αγοράς». Για τον Σμιθ, για παράδειγμα, ο ταξικός αγώνας πηγάζει από την απελπιστική κατάσταση των εργατών. Υποστήριξε ότι αυτός ο αγώνας εκφράζει μια ψευδή συνείδηση διότι η βελτίωση των συνθηκών εξαρτάται από την προοδευτική συσσώρευση, και έτσι καλεί το κράτος να διασφαλίσει το χαμηλό κόστος των προμηθειών (μέσω μεγαλύτερης εργασιακής παραγωγικότητας). Οι ordo-φιλελεύθεροι επιχειρηματολογούν παρόμοια. Από την οπτική τους, η τάση αυτού που αποκαλούν προλεταριοποίηση είναι συμφυής με τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, και οδηγεί σε κοινωνική κρίση, αναταραχή και αταξία αν δεν ελεγχθεί.

Ο περιορισμός της [ΣτΜ: ενν. της προλεταριοποίησης] είναι μια πολιτική αρμοδιότητα και τα μέσα του περιορισμού ποικίλλουν από την εσωτερίκευση της ανταγωνιστικότητας (Moller-Amarck, 1978), την δημιουργία μιας κοινωνίας κατόχων μετοχών (Ropke, 1949), την μετατροπή μιας προλεταριακής κοινωνίας σε μια δημοκρατία κατοχής ιδιοκτησίας (Brittan, 1984), την υπερεθνική ρύθμιση χρήματος και νόμου (Hayek, 1939/ Moller-Armack, 1971), και την πολιτική δράση ενάντια στην συλλογική οργάνωση: «αν η ελευθερία είναι να έχεις μια ευκαιρία επιβίωσης και εάν οι κανόνες διατηρούνται για να διασφαλίσουν τις ελεύθερες ατομικές αποφάσεις», το κράτος πρέπει να δράσει (Willgerodt and Peacock, 1989:6), και «οι πιο θεμελιώδεις αρχές μιας ελεύθερης κοινωνίας… ίσως θα πρέπει να θυσιαστούν προσωρινά … [για να διατηρηθεί] η ελευθερία μακροπρόθεσμα» (Hayek, 1960: 217). Πράγματι, σε καιρούς κρίσης «καμιά θυσία δεν είναι αρκετά μεγάλη για την δημοκρατία μας, όσο η προσωρινή θυσία της ίδιας της δημοκρατίας» (Rossiter, 1949: 314). Για να επικρατήσει η δικαιοσύνη, η τάξη πρέπει να αποκατασταθεί. Ο νόμος δεν είναι εφαρμόσιμος κατά την διάρκεια κοινωνικής αναταραχής. Ο νόμος είναι επακόλουθο της τάξης, και ο κανόνας του νόμου εξαρτάται στην βία του νόμου. Είναι για αυτόν τον απλό λόγο που ο πολυθρύλητος πολίτης επίσης αντιμετωπίζεται με καχυποψία ως ένας πιθανός κίνδυνος για την ασφάλεια.

Η χρήση, λοιπόν, της «ειλικρινούς και οργανωμένης βίας» (δες Wolf, 2001) αναφέρεται στην δράση της αστυνομίας που αναλαμβάνεται για να διευκολύνει και να διατηρήσει την δικαιοσύνη, αυτόν τον πυλώνα του νόμου της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Τι είναι ένας δίκαιος μισθός; Η έννοια ενός δίκαιου μισθού προϋποθέτει ότι η εργασιακή σύμβαση γίνεται μεταξύ ίσων συναλλασσομένων, ο καθένας από τους οποίους συμβάλλεται ελεύθερα και αυτοβούλως, αναζητώντας να προωθήσει τα αντίστοιχα συμφέροντα του. Ακόμα και με αυτή την παραδοχή, η κωδικοποίηση της σχέσης μεταξύ του καπιταλιστή και του εργαζόμενου ως ίσων και ελεύθερων πολιτών διαψεύδεται από το περιεχόμενο της ανταλλαγής. Μόλις μια εργασιακή σύμβαση υπογραφεί, ο χώρος του εργοστασίου «γνέφει». Η μισθωτή σύμβαση είναι η θεμελιώδης μορφή της  αστικής ελευθερίας.- συνδέει την ισότητα με την εκμετάλλευση.

Η πολιτική οικονομία είναι πράγματι μια επιστημονική διαμάχη σχετικά με το πώς η λεία που προέρχεται από τον εργαζόμενο θα διαμοιραστεί (δες Marx, 1983: 559), και όσο περισσότερο παίρνει ο εργαζόμενος, τόσο το καλύτερο. Εκτός των άλλων, είναι η δική της κοινωνική εργασία που παράγει τον «πλούτο των εθνών», και αυτό σε ένα πλαίσιο στο οποίο «ο εργάτης ανήκει στο κεφάλαιο, πριν ακόμα πουλήσει τον εαυτό του στο κεφάλαιο» (Marx, 1983: 542). Η αισιόδοξη πρόταση, τότε, ότι ένας «μέτα-νεοφιλελεύθερος» τρόπος καπιταλιστικής ρύθμισης θα είναι αυτός της δημιουργίας θέσεων εργασίας μεταφράζει τα αιτήματα της εργατικής τάξης για την εργασία και την κοινωνική ασφάλεια σε μια πολιτική οικονομικής μεγένθυσης, με άλλα λόγια, σε άσκηση πίεσης στο κράτος να διευκολύνει την αύξηση του ρυθμού συσσώρευσης. (δες Clarke, 1991b: 200). Η εργατική τάξη, τότε, παραμένει ένα «αντικείμενο κρατικής εξουσίας». Η δικαστική εξουσία του κράτους στέκεται πίσω από την σφετερισμό της εργασίας χωρίς ισοδύναμο από την καπιταλιστική τάξη, ενώ αποτρέπει την εργατική τάξη από τα να χρησιμοποιεί την συλλογική της δύναμη για να διεκδικήσει το δικαίωμα της στο προϊόν της εργασίας της» (Clarke, 1991b: 198). Η δικαστική εξουσία του κράτους συνεπάγεται όχι μόνο την νόμιμη αναγνώριση του κοινωνικού ατόμου ως ιδιοκτήτη περιουσίας. Συνεπάγεται επίσης την επιβολή του νόμου. Ή, όπως το έθεσε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, για τους καταπιεσμένους, «η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης»… δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας» (Benjamin, 1965:84).

Συμπέρασμα

Η εύκολη αποδοχή της καπιταλιστικής κρίσης ως ενός σημείου μετάβασης από ένα καθεστώς συσσώρευσης προς ένα νέο καθεστώς συσσώρευσης βασίζεται σε κάποια χαρακτηριστικά καπιταλιστικής ανάπτυξης τα οποία είναι αυξημένα ώστε να ορίσουν τους χαρακτήρες διαφορετικών μοντέλων καπιταλιστικής ρύθμισης (Bonefeld, 1987). Ο επιφανειακός χαρακτήρας μιας τέτοιας ανάλυσης αποτρέπει μια κατανόηση των διαρκών χαρακτηριστικών των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, ενώ η αδιαφορία της για την ιστορία είναι εντυπωσιακή. Η ιστορία μας λέει «πόσο γρήγορα μια εποχή παγκόσμιας ευημερίας, που θεμελίωνε προοπτικές παγκόσμιας ειρήνης και διεθνούς αρμονίας, μπορεί να γίνει μια εποχή παγκόσμιας αντιπαράθεσης, με αποκορύφωμα τον πόλεμο. Αν μια τέτοια προοπτική μοιάζει απίθανη τώρα, έμοιαζε εξίσου απίθανη πριν έναν αιώνα» (Clarke, 2001: 91), και μοιάζει πιο πιθανή σήμερα παρά μόλις χτες. Η ιστορία μας λέει ότι η ανάλυση της καπιταλιστικής κρίσης – που αναγορεύεται ως καπιταλισμός της οικονομικής ανάπτυξης, δουλειάς και καταστάσεων – είναι δυνητικά βαρβαρική (Bonefeld and Holloway, 1996). Με άλλα λόγια, η αντίληψη των διαρκών αλλαγών του καπιταλιστικού καθεστώτος, εκθέτει μια συρρίκνωση της ιστορικής συνείδησης. Δικαιολογεί την λήθη.

Υποστήριξα ότι ο χαρακτήρας του νεοφιλελεύθερου κράτους δεν καθορίζεται από την σχέση του με την αγορά, αλλά με την τάξη. Επιπλέον υποστήριξα ότι το καπιταλιστικό κράτος είναι θεμελιακά ένα φιλελεύθερο κράτος. Όσο και αν κάποιος αναφέρεται σε αυτό ως νεοφιλελεύθερο, μετα-νεοφιλελεύθερο, Κευνσιανικό, Φορντικό ή μετα-φορντικό, ο σκοπός του κράτους, που είναι εγγενής στο αστικό του χαρακτήρα, «είναι να εξουσιάζει την εργατική δύναμη» (Hirsch, 1997: 47, δες επίσης Agnoli, 1990). Η παλιά καλή φράση, του κράτους ως της εκτελεστικής επιτροπής της μπουρζουαζίας συνοψίζει τα παραπάνω υπέροχα.

Σημειώσεις:

1) Η διάκριση που υπονοεί ο Αλτβάτερ μεταξύ του καλού καπιταλισμού της παραγωγής και του κακού καπιταλισμού του παρασιτικού κέρδους είναι ατυχής. Μία τέτοια διάκριση αποτυγχάνει να συλλάβει την ιδέα του καπιταλισμού. Εξίσου ατυχής είναι η μυθολογιοποίηση της «Θατσερικής Βρετανίας». Πάνω στην μαστισμένη από την κρίση σύνδεση μεταξύ της παραγωγικής συσσώρευσης και της νομισματικής συσσώρευσης,  βλέπε Μπόουνφελντ (1993).

2) Ο ordo-φιλελευθερισμός αναπτύχθηκε στην Γερμανία κατά την διάρκεια της κρίσης της Βαϊμάρης, από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 και μετά. Υποστήριξε ότι η ελεύθερη οικονομία απαιτούσε ένα ισχυρό κράτος για την «διευκόλυνση» και προστασία της. Ο Χάγιεκ ενώθηκε με τους ordo-φιλελεύθερους μετά την ήττα του Ναζισμού. Ο ordo-φιλελευθερισμός, ή η Σχολή του Φράιμπουργκ όπως αποκαλέστηκε αργότερα, έθεσε τις βάσεις για τον νεοφιλελευθερισμό. Βλέπε Χάζελμπαχ (1991), και Μπόουνφελντ (2006a).

3) Αυτές κυμαίνονται από το κραχ του 1987 μέχρι την βαθειά ύφεση στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μέχρι τις Ευρωπαϊκές συναλλαγματικές κρίσεις του 1992 και 1993, την Μεξικάνικη κρίση του 1994, την κρίση της Ανατολικής Ασίας το 1997, την Ρώσικη κρίση του 1998, την Βραζιλιάνικη κρίση του 1999, και την κρίση της Αργεντινής το 2001. Η περίοδος μεταξύ του 2001 και του 2007 ήταν μία περίοδος στρατιωτικής δαπάνης, ένα βουνό ιδιωτικού και δημόσιου χρέους, πολέμου, βασανιστηρίων, και φτώχειας. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, ο εξωφρενικός βαθμός συσσώρευσης της Κίνας εγγυήθηκε την τεράστια συσσώρευση ισχυρισμών περί μελλοντικής απόσπασης αξίας στο παρόν (πάνω στην σχέση μεταξύ πίστωσης και αξίας, βλέπε Μπόουνφελντ και Χόλοουγεϊ, 1996).

4) Πάνω στην ιστορία αυτής της απαίτησης στο ευρύτερο πλαίσιο του πρώιμου δημόσιου διαλόγου της CSE πάνω στο κράτος, βλέπε Μπόουνφελντ (2008). Ο Σάιμον Κλαρκ επεξεργάστηκε τον διάλογο, με μία σημαντική εισαγωγή στο Κλαρκ (1991a).

5) Η δύναμη αυτής της ηθικής προσταγής είναι, για παράδειγμα, εμφανής σε αυτό που ο Radice (2000) κριτίκαρε ως «προοδευτικό εθνικισμό». Αυτός ο εθνικισμός διαχωρίζει το «υγιές εθνικό αίσθημα από τον παθολογικό εθνικισμό. [Αυτό είναι σχεδόν τόσο ιδεολογικό] όσο το να πιστεύει κανείς στην φυσιολογική άποψη σε σχέση με την παθολογική άποψη. Η δυναμική που οδηγεί από το υποτιθέμενο υγιές εθνικό αίσθημα στην υπερτιμημένη κατάχρηση είναι ασταμάτητη, επειδή το ψέμα της εδράζεται στην πράξη του ατόμου να αναγνωρίζει τον εαυτό του σύμφωνα με τον ανορθολογικό δεσμό φύσης και κοινωνίας στον οποίο κατά τύχη βρίσκεται. (Adorno, 1998: 118). Δες επίσης Bonefeld (2006b).

6) Η φράση «οικονομία της κοινωνικής αγοράς» είναι ασαφής. Σημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς ανθρώπους. Στην νεοφιλελεύθερη καταγωγή της, η κοινωνική πλευρά της οικονομίας της αγοράς σήμαινε «μια ειλικρινή απόφαση» για την ελεύθερη αγορά. Η αναφορά του Μπάλογκ (1950: 5) στην οικονομία της κοινωνικής αγοράς είναι λακωνική. Σημαίνει «σχεδιασμός σύμφωνα με  τον μηχανισμό των ελεύθερων τιμών».

7) Και η οποία άρα δεν υπερβαίνει την κλασσική πολιτική οικονομία (δες Bonefeld, 1992, 2003).

8) Δες επίσης Agnoli (2002) και Radice (2001).

9) Όπως το έθεσε αξέχαστα ο Hennis, «ο εκδημοκρατισμός της κοινωνίας είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της δημοκρατίας» (στο Agnoli, 1990: 136, n. 7).
References
Adorno T (1998) Critical Models: Interventions and Catchwords. New York: Columbia University Press.
Agnoli J (1990) Faschismus ohne Revision. Freiburg: Ηa Ira.
Agnoli J (2002) Emancipation: Paths and goals. In Bonefeld W, Tischler S (eds.) What is to be Done? Aldershot: Ashgate.
Altvater E (2009) Postliberalism or postcapitalism? Development Dialogue 51.
Balogh T (1950) An Experiment in ‘Planning’ by the ‘Free’ Price Mechanism. Oxford: Basil Blackwell.
Benjamin W (1965) Geschichtsphilosphische Thesen. In Zur Kritik der Gewalt und andere Aufsätze. Frankfurt: Suhrkamp.
Benjamin W (1983) Das Passagen-Werk. Frankfurt: Suhrkamp.
Bonefeld W (1987) Reformulation of state theory. Capital & Class 33.
Bonefeld W (1992) Social constitution and the form of the capitalist state. In Bonefeld W, Gunn R,Psychopedis K (eds.) Open Marxism, Vol. 1. London: Pluto.
Bonefeld W (1993) The Recomposition of the British State. Aldershot: Dartmouth.
Bonefeld W (2000) The spectre of globalisation. In Bonefeld W, Psychopedis K (eds.) The Politics of Change. London: Palgrave.
Bonefeld W (2003) The capitalist state: Illusion and critique. In Bonefeld W (ed.) Revolutionary Writing: Common Sense Essays on Post-Political Politics. New York: Autonomedia.
Bonefeld W (2006a) Democracy and dictatorship. Critique: Journal of Socialist Thought 34/3.
Bonefeld W (2006b) Anti-globalization and the question of socialism. Critique: Journal of Socialist Thought 34/1.
Bonefeld W (2008) Global capital, national state and the international. Critique: Journal of Socialist Thought 36/1.
Bonefeld W, Holloway J (1996) Money and class struggle. In Bonefeld W, Holloway J (eds.) Global Capital, National State and the Politics of Money. London: Palgrave.
Brandt U, Sekler N (2009) Postneoliberalism: Catch-word or valuable analytical and political concept? Aims of a beginning debate.Development Dialogue 51.
Brittan S (1984) The politics and economics of privatisation. Political Quarterly 55/2.
Cecena AE (2009) Postneoliberalism and its bifurcations. Development Dialogue 51.
Clarke S (1988) Keynesianism, Monetarism and the Crisis of the State. Aldershot: Edward Elgar.
Clarke S (ed.) (1991a) The State Debate. London: Palgrave.
Clarke S (1991b) State, class struggle and the reproduction of capital. In Clarke S (ed.) The State Debate London: Palgrave.
Clarke S (1992) The global accumulation of capital and the periodisation of the capitalist state form. In Bonefeld W, Gunn R, Psychopedis K (eds.) Open Marxism, Vol.1: Dialectics and History. London: Pluto.
Clarke S (2001) Class struggle and the global overaccumulation of capital. In Albritton R, et al. (eds.) Phases of Capitalist Development. London: Palgrave.
Friedman M (1962) Capitalism and Freedom. Chicago: University of Chicago Press.
George S (1988) A Fate Worse Than Debt. London: Penguin.
Glyn A (2006) Capitalism Unleashed. Oxford: Oxford University Press.
Haselbach D (1991) Autoritärerer Liberalismus und Soziale Marktwirschaft. Baden-Baden: Nomos.
Hayek F (1939) The economic conditions of interstate federalism. In Hayek F (1949) Individualism and Economic Order. London: Routledge and Kegan Paul.
Hayek F (1960) The Constitution of Liberty. London: Routledge.
Hayek F (1976) The Road to Serfdom. London: Routledge.
Hegel G (1967) Philosophy of Right, trans. Knox TM. Oxford: Clarendon Press.
Hirsch J (1987) Globalization of capital nation-states and democracy. Studies in Political Economy 54.
Madgoff H, Foster JB, Mcchesney RW, Sweezy P (2002) The new face of capitalism: Slow growth, excess capital, and the mountain of debt. Monthly Review 53/11.
Mandel E (1987) Die Krise. Hamburg: Konkret.
Marx K (1964 [1844]) Zur Judenfrage. In Marx Engels Werke 1. Berlin: Dietz.
Marx K (1981 [1859]) Zur Kritik der politischen Ökonomie. In Marx Engels Werke 13. Berlin: Dietz.
Marx K (1983 [1867]) Capital, Vol. 1. London: Lawrence & Wishart.
Mόller-Armack A (1971) Stabilität in Europa: Strategien und Institutionen für eine europäische Stabilitätsgemeinschaft. Dόsseldorf: Econ Verlag.
Mόller-Armack A (1978) The social market economy as an economic and social order. Review of Social Economy 36/3.
Nicholls A (1984) The other Germans: The neo-liberals. In Bullen RJ, Pogge von Strandmann H, Polonsky AB (eds.) Ideas into Politics: Aspects of European Politics, 1880–1950. London: Croom Helm.
Radice H (2000) Responses to globalization: A critique of progressive nationalism. New Political Economy 5/1.
Radice H (2001) Globalization, labour and socialist renewal. Capital & Class 75.
Robertson W (1890 [1812]) Works, Vol 2. Edinburgh: Thomas Nelson.
Ropke W (1949) Civitas Humana. London: William Hodge.
Rossiter CL (1948) Constitutional Dictatorship: Crisis Government in the Modern Democracies. Princeton: Princeton University Press.
Rόstow A (1942) General social laws of the economic disintegration and possibilities of reconstruction. Afterword to Ropke W,International Economic Disintegration. London: W. Hodge.
Rόstow A (1963) Rede und Antwort. Ludwigsburg: Hoch.
Smith A (1976a [1776]) The Wealth of Nations. Oxford: Oxford University Press.
Smith A (1976b [1759]) The Theory of Moral Sentiments. Oxford: Oxford University Press.
Smith A (1978 [1763]) Lectures on Jurisprudence. Oxford: Oxford University Press.
Soros G (2003) Burst the bubble of U.S. supremacy. Miami Herald, international edition, 13 March 2003.
Willgerod W, Peacock A (1989) German liberalism and economic revival. In Peacock A, W Willgerod (eds.) German Neoliberals and the Social Market Economy. London: Macmillan.
Wolf M (2001) The need for a new imperialism. Financial Times, 10 October 2001.

Πηγή: http://www.rebelnet.gr

Παλιός Ελευθεριακός Κόσμος

Ανάμεσα σε ένα παιδί 15 χρονών με μολότοφ κι έναν 30άρη αστυνομικό με πιστόλι, εγώ είμαι με το μέρος του παιδιού


Τον Ιανουάριο του 1990 ήμαστε καλεσμένοι κάποιο βράδυ στο σπίτι του Δημήτρη Χορν, στην οδό Βασιλέως Γεωργίου. Παρόντες άλλοι δέκα φίλοι του, προερχόμενοι κυρίως από καλλιτεχνικούς χώρους.

Στη διάρκεια του δείπνου, κύριο θέμα συζήτησης ήταν η δίκη του αστυνομικού Αθανάσιου Μελίστα, που είχε πυροβολήσει και σκοτώσει τον δεκαπεντάχρονο Μιχάλη Καλτεζά, κατά τη διάρκεια επεισοδίων στα Εξάρχεια. Το Εφετείο, δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, τον είχε αθωώσει καθώς είχε δεχτεί ότι τελούσε σε κατάσταση άμυνας, δεδομένου ότι ο νεαρός είχε πετάξει εναντίον του βόμβα μολότοφ. Οι συνδαιτημόνες του Χορν επαινούσαν την απόφαση του δικαστηρίου και πρόσθεταν ότι λογικά και σωστά ένας αστυνομικός πυροβολεί όταν κινδυνεύει να καεί ο ίδιος από τις μολότοφ.

Το δείπνο συνεχιζόταν όπως και η συζήτηση - χτύπησε το κουδούνι και μπήκε καθυστερημένος, ως συνήθως, ο Μάνος Χατζιδάκις. Παρακολούθησε για λίγο τα λεγόμενα. Και πήρε το λόγο, με έντονο ύφος: «Οταν έχω να κρίνω ανάμεσα σ' ένα παιδί 15 χρονών που πετάει μολότοφ κι έναν τριαντάρη εκπαιδευμένο αστυνομικό που κρατάει πιστόλι, εγώ είμαι με το μέρος του παιδιού και όχι του αστυνομικού. Εκτιμώ βαθύτατα ένα παιδί που εξεγείρεται και βγαίνει στους δρόμους για να διαμαρτυρηθεί, έστω κι αν υπερβάλλει, έστω και αν κρατάει μολότοφ. Και δεν εκτιμώ καθόλου έναν αστυνομικό που το πυροβολεί. Ο,τι και αν έχει γίνει, όπως και αν έχουν τα πράγματα, θεωρώ τραγικό λάθος την αθώωση του αστυνομικού. Και πολύ κακό μήνυμα που στέλνουμε στα νέα αυτά παιδιά, το υγιέστερο κομμάτι της κοινωνίας μας, που δεν έχει διαφθαρεί, όπως εμείς». 

Σώπασαν όλοι. Κανείς δεν απάντησε. Και ο Χορν άλλαξε αμέσως θέμα συζήτησης. Λίγο αργότερα ο Μάνος Χατζιδάκις έφυγε, δείχνοντας με τον τρόπο του ότι δεν τον ενδιέφερε ιδιαιτέρως η συγκεκριμένη παρέα και οι συζητήσεις της.

Από το βιβλίο του Πάνου Λουκάκου «Η αθέατη όψη» (Εστία)
ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

e-tetradio.gr