ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Αναρχισμος και σεξ

Μιας κι αυτό είναι άλλο ένα από τα «λεπτά» άρθρα που μετέφρασε το Contra Info, ας ξεκαθαριστεί ότι, παρά το ενδιαφέρον του, στο κομμάτι που αναφέρεται στα στριπτιτζάδικα –το οποίο κατά πάσα πιθανότητα θα εξοργίσει αρκετούς– μάλλον αρμόζει καλύτερα μια αντίδραση σαν αυτήν εδώ.
Η «Αναρχική Ομοσπονδία Μεγάλης Βρετανίας» (Anarchist Federation, UK) συνοψίζει απόψεις και συζητήσεις αναρχικών ως προς το σεξ και τη σεξουαλικότητα
Οι αναρχικές οπτικές στο σεξ κυμαίνονται από την ιδέα ότι «όλα επιτρέπονται» μεταξύ συναινούντων ενηλίκων μέχρι πιο παραδοσιακές προσεγγίσεις τού τι αποτελεί ελεύθερο έρωτα μεταξύ ατόμων. Ένα πράγμα που αυτές οι διιστάμενες απόψεις έχουν κοινό, ωστόσο, είναι η ιδέα της σεξουαλικής ελευθερίας και της εναντίωσης στη σεξουαλική εκμετάλλευση. Παρ’ όλα αυτά, το να είναι κανείς υπέρ της σεξουαλικής ελευθερίας και κατά της σεξουαλικής εκμετάλλευσης είναι ανοιχτό σε ένα εύρος ερμηνειών και μπορεί να ενσωματώνει ποικίλες, ενίοτε και συγκρουόμενες αναλύσεις απ’ τον έναν αναρχικό στον άλλον.
Μέσα σε συγκεκριμένες αναρχικές παραδόσεις (όπως επίσης στην αριστερά) συχνά έχει υπάρξει ένα σημαντικό κύμα «πουριτανισμού» απέναντι στο σεξ και σε όποιες δραστηριότητες ανακηρύσσονται γενικά ασύνετες.
Όλοι ξέρουμε την ιστορία σχετικά με την Έμμα Γκόλντμαν, που χόρευε όλη νύχτα με άντρες σε μια αναρχική κοινωνική εκδήλωση και κατηγορήθηκε για συμπεριφορά που δεν αρμόζει σ’ έναν επαναστάτη (ξέρουμε επίσης και τη συνακόλουθη έκρηξη οργής της). Ξέρουμε κι ότι κάποιοι τομείς του αναρχικού κινήματος στην Ισπανική Επανάσταση έχουν κατηγορηθεί για παρόμοιο πουριτανισμό, και η ιδέα ότι οι αναρχικοί και κομμουνιστές επαναστάτες θα έπρεπε περίπου να ζουν τις ζωές τους ως ασκητές μοναχοί ή καλόγριες συνεχίζεται μέχρι σήμερα σε κάποια μέρη.
Τα μυθιστορήματα αναρχικών συγγραφέων του 19ου αιώνα όπως ο Οκτάβιος Μιρμπώ κατηγοριοποιήθηκαν ως πορνογραφία απ’ το φιλολογικό καθεστώς της εποχής. Το «Ημερολόγιο μιας καμαριέρας» απεικονίζει τις σεξουαλικές συνήθειες της αστικής τάξης με τέτοιον τρόπο ώστε ο Ζαν Γκραβ να σχολιάσει «τι βρόμα και ξεπεσμός υπάρχει κάτω από την όμορφη επιφάνεια της κοινωνίας μας». Για να είμαστε δίκαιοι, η Σελεστίν, η προλεταριακή αντι-ηρωίδα του Μιρμπώ, σίγουρα δεν ήταν και σεξουαλικά αγία, αλλά η έμφαση στην ξακουστή σεξουαλική «ανωμαλία» και «αχρειότητα» των πλουσίων υπαινίσσεται ξεκάθαρα ότι τα σεξουαλικά καπρίτσια είναι κατά έναν τρόπο αστικά. Αυτό στ’ αλήθεια δεν είναι τόσο διαφορετικό από την παλιά Μαχητική Τάση (σήμερα το Σοσιαλιστικό Κόμμα), που μας έλεγε πριν μερικά χρόνια ότι η ομοφυλοφιλία δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μια αστική ασθένεια.
Βικτωριανές αξίες
Σ’ αυτά προστίθεται και η ανθεκτική επίδραση συγκεκριμένων στοιχείων του κινήματος για την απελευθέρωση των γυναικών, που οδήγησε πολλές φεμινίστριες και τους άντρες υποστηρικτές τους να υιοθετήσουν «πουριτανικές» συμπεριφορές απέναντι στο σεξ και στη σεξουαλικότητα και να ασπαστούν τη λογοκρισία στην πορνογραφία και σε όλα τα είδη της ερωτικής τέχνης.
Δεν χωράει αμφιβολία ότι πολλά θετικά πράγματα προέκυψαν από το φεμινισμό και το κίνημα των γυναικών γενικά, ωστόσο μια σημαντική αρνητική πτυχή του υπήρξε η πεποίθηση ότι οι άντρες γενικά είναι εκ φύσεως εκμεταλλευτικοί προς τις γυναίκες (κατά κοινή ομολογία, βασισμένη στο πολύ πραγματικό γεγονός ότι πολλοί άντρες όντως φέρονται έτσι για πολύ ή για κάποιον καιρό), ενώ οι γυναίκες πάντα αντιμετωπίζονται ως θύματα της αντρικής κυριαρχίας και καταπίεσης. Για κάποιες φεμινίστριες, αυτή η οπτική οδήγησε σε ένα τεράστιο άλμα με το οποίο υποστηρίχτηκε ότι όλοι οι άντρες είναι βασανιστές ή τουλάχιστον εν δυνάμει βασανιστές γυναικών. Οι γυναίκες, από την άλλη, αντιμετωπίστηκαν ως θεμελιακά άγια και σχεδόν μη σεξουαλικά πλάσματα, έρμαια της αντρικής διαφθοράς. Και οι γυναίκες που έκαναν πράγματα όπως να βγαίνουν έξω, να φλερτάρουν και να πηδιούνται με άντρες (ή ακόμα και να συνάπτουν σχέσεις με τον «εχθρό») ζούσαν απλά ως υποχείρια των αντρών και του πατριαρχικού τους συστήματος. Συνεπώς, η «ασεξουαλική εκμεταλλευόμενη» οπτική των γυναικών είναι πολύ κοινή με τη βαλτώδη θρησκευτική στάνταρ μυθολογία του «γυναίκα όπως η Παναγία, ή πόρνη» και εμπεριέχει αρκετά στοιχεία των παλιών, καλών «βικτωριανών αξιών». Δυστυχώς, ο εκάστοτε αναρχικός ακόμα είναι γαντζωμένος σε μερικές απ’ αυτές τις προστατευτικές ηθικές αποσκευές.
Στον καπιταλισμό όλα και όλοι είναι εμπορεύματα, όλοι έχουμε την τιμή αγοράς μας. Και είτε πουλώντας την εργατική μας δύναμη ως εργάτες ή αγοράζοντας τα απαραίτητα (και κάποια όχι και τόσο απαραίτητα) ως καταναλωτές, όλοι υπάρχουμε ως μέρος και τεμάχιο του εμπορευματικού συστήματος του παγκόσμιου καπιταλισμού. Τότε το σεξ δε διαφέρει: αποτελεί κάτι που όχι μόνο είναι κατάλληλο για την αγορά, αλλά μαχητικά εμπορεύσιμο στον καπιταλισμό (όπως όλοι ξέρουμε, το σεξ πουλάει). Ωστόσο, όταν το σεξ αγοράζεται και πωλείται –μέσω της πορνογραφίας, της πορνείας κ.λπ.– οι αριστεροί υπέρμαχοι της λογοκρισίας φεμινιστές και κάποιοι αναρχικοί έχουν την τάση να αντιμετωπίζουν αυτό το εμπόριο σαν κάτι χειρότερο από τις άλλες μορφές της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Καθίζοντάς το στα γόνατα
Παραδείγματος χάριν, ένα στριπτιτζάδικο άνοιξε πρόσφατα στο Νότινγχαμ και οργανώθηκε μια κίνηση προκειμένου να κλείσει. Τώρα, δεν ξέρω αν αναρχικοί ήταν όντως αναμειγμένοι σ’ αυτή την κίνηση, αλλά ξέρω ότι κάποιοι αναρχικοί βλέπουν μια τέτοια κίνηση ως κάτι αξιόλογο.
Καταλαβαίνω τα επιχειρήματα των φεμινιστριών υπέρ της λογοκρισίας. Ωστόσο, η οπτική ότι η πορνογραφία (και σ’ αυτή την περίπτωση) κατά κάποιον τρόπο προτρέπει τους άντρες σε βιαιοπραγίες και βιασμούς γυναικών είναι πολύ αμφισβητήσιμη. Επίσης, η απλουστευτική θεώρηση της πορνογραφίας και της βιομηχανίας του σεξ γενικά –που αντιμετωπίζεται ως ένα μέρος όπου οι εμπλεκόμενες γυναίκες είναι υπερεκμεταλλευόμενα θύματα– μου φαίνεται να βασίζεται σε μια μορφή συντηρητισμού ή φιλελευθερισμού, κρυπτο-θρησκευτικού μοραλισμού με τη μεγάλη συνεισφορά της αισθησιοκρατικής μυθολογίας των μίντια να εμπλέκεται για να δέσει το πράγμα. Μα μόνο η ανεπαρκής γνώση αυτής της οπτικής βασίζεται στην πραγματικότητα της εργασίας και της βιομηχανίας του σεξ, η οποία είναι εξαιρετικά ευρεία και πολυεδρική. Ναι, τομείς της είναι φρικιαστικά εκμεταλλευτικοί, ενίοτε ισοδυναμούν και με την πραγματική (άμισθη) σκλαβιά και είναι ελάχιστα παραπάνω από ένα μέσο ενσωμάτωσης των εμπορευματικών συμφερόντων, μεγάλων ή μικρών, νόμιμων ή παράνομων.
Αλλά θα έλεγα ότι (σίγουρα σ’ αυτή την χώρα) πολλοί τομείς της βιομηχανίας του σεξ είναι ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο εκμεταλλευτικοί σε σύγκριση με οποιοδήποτε καπιταλιστικό συμφέρον, κι άλλοι είναι όσο μη εκμεταλλευτικοί γίνεται στον καπιταλισμό. Οπότε, το να γενικολογεί κανείς για τη βιομηχανία του σεξ, οδηγεί σε μια πολύ περιορισμένη και αφελή κατανόησή της και δε λέει τίποτα για τις πραγματικές συνθήκες εκεί.
Τώρα, τείνω να αντιμετωπίζω τα στριπτιτζάδικα ως… μαλακίες. Αλλά στο κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό των πραγμάτων εντός καπιταλισμού θα τα έβαζα στην παραπάνω «ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο» κατηγορία των εκμεταλλευτικών βιομηχανιών του συστήματος. Στα στριπτιτζάδικα υπάρχουν συνήθως σαφείς κανόνες ασφαλείας «απαγόρευσης της φυσικής επαφής» μεταξύ χορεύτριας και θεατών, κι αν δε σε πειράζει να σε αυγατίζει ένας τύπος ή μερικοί τύποι, τα λεφτά δεν είναι κι άσχημα, και πληρώνει πολύ καλύτερα από τις άλλες δουλειές της εργατικής τάξης. Είναι επίσης δουλεία στην οποία πας και έρχεσαι όποτε θέλεις και οι ώρες είναι συχνά πολύ ευέλικτες. Είναι αλήθεια ότι οι εργοδότες συνήθως κάνουν διακρίσεις, προσλαμβάνοντας γυναίκες που πληρούν τα στερεότυπα του «ελκυστικού» ή του «σέξι» και έχοντας ένα ανώτερο όριο ηλικίας – στη βάση του ότι αυτό θα φέρει στο μαγαζί τα κορόιδα που θα πληρώσουν.
Άρα, ως αναρχοκομμουνιστές η στάση μας απέναντι σε ένα στριπτιτζάδικο θα έπρεπε να είναι παρεμφερής μ’ αυτήν απέναντι σε έναν κινηματογράφο ή ένα χυτήριο ή ένα σουπερμάρκετ – με άλλα λόγια, αφορά τις μπίζνες ως συνήθως. Αλλά φυσικά δεν είναι τόσο απλό, είναι; Γιατί κάποιοι άνθρωποι εξανίστανται τόσο ισχυά σ’ αυτά τα κλαμπ, ώστε θέλουν να διαδηλώσουν για να τα κλείσουνπερισσότερο απ’ ό,τι θέλουν το τοπικό μαγαζί με τα μεταχειρισμένα ρούχα που πληρώνει «παράνομους» εργάτες μιάμιση λίρα την ώρα για δωδεκάωρες μέρες; Είναι επειδή στο πρώτο η γυναίκα έχει το θράσος να χορέψει γυμνή ή ημίγυμνη για 12 ώρες την ημέρα; Ή είναι επειδή οι διαδηλωτές δε θέλουν να έχουν (στ’ αλήθεια όχι και τόσο πολύ) άσεμνα γεγονότα κεκλεισμένων των θυρών της γειτονιάς τους;
Και γιατί οι άνθρωποι έχουν πολύ λιγότερη προδιάθεση να ενδιαφερθούν να διαμαρτυρηθούν ενάντια στο μαγαζί με τα μεταχειρισμένα; Επειδή είναι μόνο «μια χούφτα αλλοδαποί» που δουλεύουν εκεί και, στην πραγματικότητα, δεν τους καίγεται καρφί για τους πρόσφυγες που δουλεύουν υπερωρίες σε άθλιες συνθήκες με ελάχιστους ή και καθόλου κανονισμούς υγιεινής και ασφάλειάς τους και πληρώνονται ψίχουλα; Επειδή το να δουλεύεις στο εμπόριο ρούχων είναι τουλάχιστον «έντιμος μόχθος» όπου κανείς δεν έχει να τσιτσιδωθεί; Ή απλά δεν έχουν πρόβλημα οι άνθρωποι να έχουν τέτοια εξαθλιωμένα πράγματα να συμβαίνουν κεκλεισμένων των θυρών της γειτονιάς τους;
Τώρα, όταν μιλάμε γι’ αυτό που αποκαλώ το μέσο των «ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο» εκμεταλλευτικών τομέων της βιομηχανίας του σεξ (π.χ. στριπτιτζάδικα), μου προκαλείται η υποψία ότι αυτό στο οποίο καταλήγουν όλα είναι η ηθικότητα. Το θέμα εδώ είναι ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τα κορμιά τους σεξουαλικά για λεφτά. «Και μόνο ένα πραγματικά εκμεταλλευόμενο άτομο θα το έκανε αυτό, όχι; Ή κάποιος ψυχολογικά κατεστραμμένος… σεξουαλικά κακοποιημένος ως παιδί… ένα αβοήθητο υποχείριο… κάποιος στην πλευρά του εχθρού… Λοιπόν, πώς μπορεί οποιαδήποτε γυναίκα που σέβεται τον εαυτό της να επιτρέψει να αντικειμενοποιηθεί με τέτοιον τρόπο;»
Λυπάμαι που θα το πω αυτό, αλλά είναι λες και κάποιοι από εμάς δεν έχουν στ’ αλήθεια προχωρήσει από την εποχή της βασίλισσας Βικτωρίας και το σεξ είναι ακόμα το μεγάλο ταμπού που πάντα ήταν. Σεξ για πούλημα, σεξ ως εμπόρευμα, σεξ δημοσίως, σεξ τυπωμένο ή φιλμογραφημένο, εκκεντρικό, περίεργο, διαστροφικό, φετιχιστικό, αλλοπρόσαλλο σεξ, σεξ σε ιεραποστολική στάση, για την ακρίβεια κάθε είδους σεξ στη δημόσια σφαίρα είναι το ζήτημα.
Οι άνθρωποι που επιλέγουν να επιτεθούν στο τοπικό στριπτιτζάδικο, αλλά όχι στο τοπικό βενζινάδικο, το κάνουν λόγω προσωπικής ηθικότητας αναφορικά με το σεξ. Το σεξ το κάνει ηθικό ζήτημα, καθώς αν μιλούσαμε μόνο για μιαν απλή οικονομική σχέση, τότε είναι τόσο τυπικό όσο η κάθε βιομηχανία. Αλλά δεν μιλάμε γι’ αυτό, έτσι; Οπότε, όταν κάποιοι αναρχικοί απομονώνουν τα στριπτιτζάδικα ή τα ενήλικα βιβλιοπωλεία, δε βασίζουν τις πράξεις τους σε μια ταξική ανάλυση, αλλά σ’ αυτό που θεωρούν ηθικά καλό ή κακό για εμάς τους υπόλοιπους (που θέτει ερωτήματα για τον τρόπο που ερμηνεύουν τον αναρχισμό). Αυτή η εξύψωση της αντίθεσής τους στη βιομηχανία του σεξ είναι μια προσωπική ηθική επιλογή, μα δε συνδέεται καθόλου είτε με μια επαναστατική ταξική ανάλυση είτε με τον ίδιο τον αναρχισμό.
Επαναστατικές τσόντες
Άλλο ένα ανησυχητικό σημείο στην ιδεολογία υπέρ της λογοκρισίας είναι η (πιθανότατα εθελούσια) αδιαφορία για τη σεξουαλική ευελιξία ως απελευθερωτική, ακόμα και επαναστατική δύναμη. Δεν είναι τυχαίο ότι κατά τη διάρκεια πολλών επαναστατικών επεισοδίων, η πορνογραφία και η ερωτική τέχνη έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στη δημοφιλή επαναστατική κουλτούρα. Σεξουαλικές εικόνες που δημιουργήθηκαν για την ευχαρίστηση έχουν φυσικά υπάρξει για χιλιετίες, αλλά συνήθως ήταν προσβάσιμες μόνο στους ευκατάστατους, στους μορφωμένους και στον υψηλό κλήρο. Όμως, κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, μια μεγαλύτερη ελεύθερη σεξουαλική έκφραση και μια διανομή πορνογραφικού υλικού ήρθαν στο προσκήνιο. Με άλλα λόγια, έγινε προσβάσιμο και σ’ εμάς τους πληβείους επίσης. Θυμάμαι να διαβάζω για τις πρώτες μέρες της Πορτογαλικής Επανάστασης του 1974, όταν η φασιστική δικτατορία είχε μόλις πέσει και η απαγορευμένη λογοτεχνία ξαφνικά γινόταν διαθέσιμη ελεύθερα, έτσι ώστε ο καθένας μπορούσε να βρει τα έργα του Μπακούνιν, του Κροπότκιν, του Μαρξ και του Λένιν δίπλα δίπλα με τα πορνογραφικά περιοδικά!
Και ιστορικά δεν είναι τυχαίο ότι, όταν η αντίδραση αρχίσει να επιβάλλεται ξανά, και ο Μπακούνιν και τοπορνοπεριοδικά είναι τα πρώτα που θα βρεθούν στο στόχαστρο. Ούτε είναι τυχαίο ότι η πορνογραφία και το λεγόμενο «αθέμιτο σεξ» είναι παράνομα και τιμωρούνται αυστηρά σε κάποια από τα πιο καταπιεστικά (και όλως τυχαίως αντι-γυναικεία) καθεστώτα του κόσμου.
Δεν εννοώ ότι η πορνογραφία είναι ένα υπέροχο απελευθερωτικό πράγμα καθεαυτό. Η συντριπτική πλειονότητα της πορνογραφίας (και ιδιαίτερα η μαλακή ποικιλία, που παράγεται από τις μεγάλες εταιρικές αυτοκρατορίες των μίντια) είναι απόλυτα τρομακτική, αντανακλά πολύ σεξιστικές καπιταλιστικές αξίες και φαίνεται εξοπλισμένη μόνο για να απευθυνθεί στο τρομακτικότερο, πιο σεξουαλικά καταπιεσμένο, κομφορμιστικό αρσενικό. Έτσι, αν η πορνογραφία ήταν το φαΐ της αγάπης, θα ήταν ένα Μπιγκ Μακ.
Έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι αυτά τα μαλακά σκουπίδια διατίθενται ελεύθερα σε κάθε περίπτερο ή ψιλικατζίδικο. Προωθούνται ενεργά από τα κυρίαρχα μίντια και τα δίκτυα διανομής, και αντιμετωπίζονται από το καθεστώς ως αποδεκτά και υποθαλπόμενα από κάποιους από τους πλέον συντηρητικούς θεσμούς. Απ’ την άλλη πλευρά, η σκληροπυρηνική πορνογραφία λογίζεται ως επικίνδυνη, ανατρεπτική και αποτελεί συνήθως αστυνομικό ζήτημα που θα αντιμετωπιστεί με τη νομοθεσία περί άσεμνων εκδόσεων. Ενώ κάποιο υλικό που χαρακτηρίζεται σκληροπυρηνικό μπορεί να είναι αποφασιστικά ζόρικο ή ακόμα και επικίνδυνο, δεν προκαλεί επίσης καμία έκπληξη ότι ένα κομμάτι του πιο ενδιαφέροντος, αντιεμπορικού, ελάχιστα στερεοτυπικά και σεξουαλικά ποικίλου ερωτικού υλικού μπαίνει άνετα κάτω από αυτή την επικεφαλίδα.
Αναρχο-σεξ με τα στοιχειώδη!
Έχοντας πει όλα αυτά, η πορνογραφία (καλή και κακή) είναι απλώς περισσότερο θέαμα, κάτι που θα χρησιμοποιηθεί από τον παθητικό (συνήθως) θεατή. Το σεξ και η σεξουαλικότητα, ωστόσο, δεν είναι περαστικά αλλά πράγματα που κάνουμε, πράγματα στα οποία συμμετέχουμε ενεργά. Κάτι που με οδηγεί στο εξής ερώτημα: Μπορεί να υπάρξει κάποια αναρχική οπτική του σεξ ή έστω μια αναρχική σεξουαλικότητα;
Το γεγονός ότι κάποιοι αναγνώστες ενδέχεται να διαφωνήσουν έντονα με κάποιο απ’ τα σχόλια που εγείρει το άρθρο, σημαίνει ότι είναι πολύ δελεαστικό να απαντήσω όχι. Επίσης, κάποιος σύντροφος μπορεί να υποστηρίξει ότι είναι όλα απλώς ένας αντιπερισπασμός από τους κοινωνικούς αγώνες ενάντια στον καπιταλισμό και τα ταξικά θέματα που αφορούν τα προς το ζην. Ωστόσο, δε νομίζω ότι μια αναρχική οπτική του σεξ και της σεξουαλικότητας είναι κάποιας μορφής αντιπερισπασμός. Συγχρόνως, πιστεύω ότι δεν είναι τόσο μακριά από τα στοιχειώδη ταξικά ζητήματα όσο ενδέχεται να πιστεύουν μερικοί σύντροφοι.
Το φαΐ, το ποτό, μια στέγη πάνω από το κεφάλι μας και το σεξ είναι όλα βασικές ανθρώπινες ανάγκες. ΟΚ, η έλλειψη σεξ δε σε σκοτώνει γενικά (όπως η πείνα), αλλά το να είσαι σεξουαλικά στερημένος μπορεί σοβαρά να σε γαμήσει ψυχολογικά. Ως προς αυτό, πολλοί ενήλικες συμμετέχουν σε σχετικά συχνή σεξουαλική δραστηριότητα, που φυσικά μερικές φορές πάει πολύ καλά ενώ άλλες δεν είναι και τόσο διασκεδαστική. Ας προστεθεί και το γεγονός ότι πιο ανοιχτές και ποικίλες σεξουαλικότητες καταπιέζονται σθεναρά όχι μόνο από την οικογένεια, την Εκκλησία,το κράτος, το εκπαιδευτικό σύστημα, κοινωνικές ομάδες ομοίων (peergroups), τα μίντια και φυσικά τον καπιταλισμό εν γένει, αλλά επίσης από κάποιους απ’ αυτούς που πρόσκεινται σε φαινομενικά πιο προοδευτικές ιδεολογίες·– επαναστάτες, ριζοσπάστες, αριστεριστές, αναρχικούς και κομμουνιστές.
Συνεπώς, παρ’ ότι δεν είναι ακριβώς πεινασμένοι, υποθέτω ότι μεγάλο μέρος του ενήλικου πληθυσμού του κόσμου είναι τουλάχιστον σεξουαλικά υποσιτισμένος (που οδηγεί σε προβλήματα όπως έλλειψη αυτοπεποίθησης, κατάθλιψη και άλλες ψυχικές ασθένειες, αλκοολισμό, χρήση ναρκωτικών, αυτοκτονία). Οπότε θα έλεγα ότι αυτή η κατάσταση είναι κάτι που αξίζει να διαπραγματευτούν οι επαναστάτες.
Απόκλιση
Υπάρχει επίσης η προαναφερόμενη προβληματική άποψη, ότι δηλαδή κάθε σεξουαλικό καπρίτσιο (που συνήθως κατονομάζεται ως «αποκλίνουσα», «διεφθαρμένη συμπεριφορά» ή «διαστροφή») κατά έναν τρόπο συνιστά προϊόν του καπιταλισμού, γνώρισμα αστών. Αν ισχύει αυτό, τότε το σεξ, η σεξουαλική πρακτική σε μια αναρχική κοινωνία θα είναι μόνο το είδος το οποίο είναι βαθύτατα ριζωμένο στην αναρχοκομμουνιστική κοινωνική πραγματικότητα; Ή, πιο ωμά, αυτό σημαίνει πως από κάθε πιθανή μελλοντική αναρχική-κομμουνιστική κοινωνία θα έλειπαν τα βίτσια, οι σεξουαλικοί εκκεντρισμοί; Προσωπικά τουλάχιστον, ελπίζω πως όχι. Ένα σεξουαλικό μέλλον σαν αυτό με παραπέμπει στην οπτική της παιδικής ηλικίας περί χριστιανικού «παραδείσου», όπου θα πρέπει κανείς να κάθεται σε ένα σύννεφο όλη μέρα παίζοντας την άρπα του. Και, πολύ ορθά, η κόλαση πάντοτε μ’ έλκυε περισσότερο. Χμ… εκτός αν γουστάρει κανείς σεξουαλικές φαντασιώσεις που βασίζονται σε κοινωνικά δίκαια και ισότιμα πάρε δώσε, σούρτα φέρτα μεταξύ του μέλους μιας εργατικής συνέλευσης και του εντεταλμένου τοπικού αντιπροσώπου. Ή ίσως «θα ’λεγε» μια μικρή «μαζική δράση»;
Το σεξ, βέβαια, μπορεί συχνά να αντανακλά κοινωνικές πραγματικότητες, αλλά δεν πρέπει και μπορεί να είναι εντελώς άσχετο με οτιδήποτε γνωρίζουμε ή έχουμε βιώσει. Ας το παραδεχτούμε: το σεξ δε λειτουργεί πάντα πολύ καλά σε ορθολογιστικό και φιλοσοφικό επίπεδο (με εξαίρεση άρθρα όπως αυτό!). Κι οι άνθρωποι κάνουν κάθε είδους ανεξήγητα, παράξενα και εκκεντρικά πράγματα όταν βρίσκονται σε καθαρά σεξουαλική λειτουργία, πράγματα όπως σεξουαλικά παιχνίδια εξουσίας, ανταλλαγή φαντασιώσεων, φετιχισμός, τρανσεξουαλικές δραστηριότητες κ.λπ. Συχνά, οι λόγοι που μας αρέσει να κάνουμε ό,τι κάνουμε δεν μπορούν ακριβώς να εξηγηθούν, ούτε και θα θέλαμε να τους εξηγήσουμε απαραίτητα (μόνο και στο ενδεχόμενο ότι ξαφνικά θα γειώσουμε κάτι που μας συναρπάζει). Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχουμε επιδοθεί (ή θέλουμε να επιδοθούμε) σε ανθυγιεινές σεξουαλικές προτιμήσεις ή δραστηριότητες. Δυστυχώς, παραδοσιακά η ψυχιατρική πρόσφερε φαρμακευτικές αγωγές και ασυλοποίηση σε άτομα (προπαντός της εργατικής τάξης) με οποιεσδήποτε εκκεντρικές και «περίεργες» σεξουαλικές τάσεις. Η αστική κοινωνία στο σύνολό της και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αποκαλούν τα αποκλίνοντα αυτά άτομα «διεστραμμένα».
Είναι σημαντικό να μην παγιδευτούμε ποτέ σε αυτή την κατεύθυνση σκέψης. Αν άρχιζαν οι επαναστάτες αναρχικοίνα καταγγέλλουν και να απορρίπτουν οποιοδήποτε άτομο με «μη mainstream» σεξουαλικό προσανατολισμό ή προτίμηση, θα ήταν σκέτη καταστροφή όχι μόνο για τον αναρχισμό ως φιλοσοφία, αλλά και για την τάξη μας και για το μέλλον της ανθρωπότητας. Για μένα, η επαναστατική αναρχική στάση απέναντι στο σεξ και στη σεξουαλικότητα χρειάζεται να περικλείει την πεποίθηση ότι οι σεξουαλικές δραστηριότητες και σχέσεις πρέπει να είναι ασφαλείς, ελεύθερες, πολυτασικές και συναινετικές, αναγνωρίζοντας ότι οι άνθρωποι είναι ομοφυλόφιλοι, αμφιφυλόφιλοι ή ετεροφυλόφιλοι, μονογαμικοί έως πολυερωτικοί, ανιδιοτελείς ασεξουαλικοί μέχρι αχαλίνωτοι υπερσεξουαλικοί, από χαλβάδες μέχρι ακραία σαδομαζοχιστικοί. Στο τέλος της μέρας, αν υπάρχει μια ασφαλής και αμοιβαία συναινετική δραστηριότητα (όσο παράξενο κι αν φαίνεται), και όλα τα εμπλεκόμενα μέρη το απολαμβάνουν, τότε πού το πρόβλημα;
Ας ελπίσουμε ότι ο αναρχισμός αποσκοπεί στη σεξουαλική ελευθερία, ειλικρίνεια, τιμιότητα και ισότητα. Και μ’ αυτό δεν εννοώ να επινοεί καθένας συστήματα εκ περιτροπής για να βλέπει ποιανού σειρά είναι να καβαλήσει. Ειλικρίνεια είναι οι άνθρωποι να μπορούν, αληθινά και αυθόρμητα, να εκφραστούν σεξουαλικά, χωρίς να φοβούνται να στιγματιστούν σαν διεστραμμένοι, αποκλίνοντες ή πούστηδες. Όταν πράγματι οι άνθρωποι γίνουν σεξουαλικά ειλικρινείς, κάτι σκατά μπορεί να συμβεί. Κι αυτό, με τον τρόπο του, μπορεί να είναι αρκετά επαναστατικό.
eagainst.com

Σάββατο 26 Απριλίου 2014

Eduardo Galeano




Όταν ένας παραβάτης σκοτώνει για τα χρέη που οφείλει, η εκτέλεση ονομάζεται ξεκαθάρισμα λογαριασμών, ενώ όταν η διεθνής τεχνοκρατία αποφασίζει να κάνει εκκαθάριση σε μια υπερχρεωμένη χώρα, η εκτέλεση ονομάζεται πρόγραμμα μακροοικονομικής ρύθμισης.

Eduardo Galeano

Η σχέση της αποανάπτυξης με την (άμεση) δημοκρατία


Του Πάνου Πετρίδη
Απόσπασμα από το κείμενο «Αποανάπτυξη! Η αναγκαιότητα ανάδειξης θετικών προταγμάτων στην Ελλάδα της κρίσης», που δημοσιεύεται στο 6ο τεύχος του περιοδικού Πρόταγμα.
Δημοκρατία, αυτονομία και αφθονία
Τί μας κάνει όμως να πιστεύουμε ότι η κρίση θα οδηγήσει σχεδόν νομοτελειακά στη δημιουργία αντι-ιεραρχικών αμεσοδημοκρατικών δομών και ότι αυτές θα προτείνουν με τη σειρά τους ένα μέλλον αποανάπτυξης; Δυστυχώς κανείς από τους παραπάνω συνειρμούς δεν είναι φυσικός, και πρέπει να γίνει ιδιαίτερη προσπάθεια για τη ρητή σύνδεση των προταγμάτων της ριζοσπαστικής οικολογίας και της άμεσης δημοκρατίας. Αναλύοντας τις αντιδράσεις των τελευταίων ετών, στην Ελλάδα και παραπέρα, βλέπουμε ότι υπάρχει η ανάγκη μιας πιο συνειδητοποιημένης αντίδρασης και χειραφέτησης, όχι προς την κατεύθυνση μιας αυξημένης «προσωπικής αυτονομίας» και μεγαλύτερης κατανάλωσης, αλλά προς τη συλλογική αυτοθέσμιση.
Στο σημείο αυτό έχει ενδιαφέρον να παραθέσουμε τους συλλογισμούς τους Ingolfur Blühdorn επί του θέματος. Ο Blühdorn αναφέρει ότι τα χειραφετητικά κινήματα των τελευταίων δεκαετιών είχαν ως βασικό πρόταγμα την αυξημένη προσωπική αυτονομία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη χρήση φυσικών πόρων και ενέργειας. Έδειχναν, δηλαδή, προς ένα ενεργειακά σπάταλο μέλλον. Επίσης, οι σύγχρονες μορφές δημοκρατίας δεν μοιάζουν κατάλληλες ή ικανές να περιορίσουν τα δικαιώματα ή τις υλικές συνθήκες ζωής που επηρεάζουν την πλειοψηφία. Αντιθέτως, τείνουν να είναι πάντα απελευθερωτικές, χειραφετητικές, με την έννοια ενός δευτέρου βαθμού χειραφέτησης, προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των δικαιωμάτων για περισσότερα υλικά αγαθά, της αύξηση της δυνατότητας κατανάλωσης και της συνεχής διεύρυνσης των προσωπικών ελευθεριών, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με έναν τύπο ανθρώπου ιδιαίτερα ενεργοβόρο. Με άλλα λόγια, η υποστήριξη και χειραφέτηση των δημοκρατικών κινημάτων στήριζε μια ιδέα δημοκρατίας προσωπικής κατανάλωσης και όχι ένα ιδανικό ορισμού των ορίων. Κι ο Blühdorn συνεχίζει: «Η χειραφετητική-δημοκρατική αισιοδοξία χάνει τα θεμέλια της αν η χειραφέτηση, αντί να νοηθεί ως απελευθέρωση από την αλλοτριωτική και καταστροφική λογική του παραγωγισμού, της αποδοτικότητας, της ανάπτυξης και της κατανάλωσης, θεωρηθεί ότι συμμορφώνεται με το καθιερωμένο σύστημα -με άλλα λόγια ως την πραγμάτωση ακόμα περισσότερης εξατομικευμένης ελευθερίας και επιλογής, ακόμα περισσότερης ευελιξίας και, ιδιαίτερα, ενός ακόμα καταναλωτικότερου τρόπου ζωής. Αυτό ακριβώς όμως είναι που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες καταναλωτικές δημοκρατίες»[1].
Όπως μας υπενθυμίζει ο Marco Deriu, ιστορικά ο χειραφετικόςρόλος των αγορών και της ελεύθερης οικονομικής δραστηριότητας έναντι στα μοναρχικά και θεοκρατικά καθεστώτα είναι αδιαμφισβήτητος[2]. Όμως, πλέον, η κατάσταση μοιάζει να έχει πλήρως αντιστραφεί. Η σταδιακή μετατόπιση του πραγματικού κέντρου της εξουσίας από το πολιτικό και θεσμικό επίπεδο στο οικονομικό, έχει ως αποτέλεσμα το ότι ένα φιλελεύθερο κράτος δεν έχει πλέον τη δύναμη να προστατεύσει τους πολίτες από τις αποφάσεις μη-δημοκρατικών φορέων (π.χ. Τρόικα, οίκοι αξιολόγησης, κλπ) ή από διαδικασίες που γεννήθηκαν εκτός των συνόρων του (επενδύσεις, επιχειρηματικές δραστηριότητες). Αντιθέτως η άμεση δημοκρατία, όπως την οραματίζεται η αποανάπτυξη, καλεί σε μια επιστροφή στη βασική ιδέα της δημοκρατίας, ως ένα θεσμό και ένα σύστημα αυτοπεριορισμού, όχι από τα πάνω, αλλά μέσα από συμμετοχικές διαδικασίες. Η βασική ιδέα είναι ότι η γνώση και αυτόνομη επιβολή συλλογικών ορίων, όχι μόνο δεν μειώνει την ελευθερία, μα την αυξάνει γιατί δεν έχει επιβληθεί από κάποιον τρίτο, μα από την ίδια την κοινωνία. Η πρόταση αυτή προσφέρει μια θετική εναλλακτική στο αδιέξοδο των σύγχρονων φιλελεύθερων καθεστώτων, επιστρέφοντας ουσιαστικά στις ρίζες της δημοκρατικής παράδοσης. Ωστόσο, τίποτα δεν μπορεί να μας εγγυηθεί ότι μια πραγματικά δημοκρατική κοινωνία θα επιλέξει σίγουρα έναν δρόμο αποανάπτυξης. Ο ρόλος της αποανάπτυξης λοιπόν είναι ακριβώς να κάνει αυτή τη σύνδεση μεταξύ οικολογίας και άμεσης δημοκρατίας ρητή και κατηγορηματική.
Σενάρια «δημοκρατικής αναγέννησης»
Υπό αυτό το πρίσμα ο Deriu μας προτείνει τη σύλληψη μιας σειράς σεναρίων δημοκρατικής αναγέννησης. Ως παράδειγμα υποδεικνύεται η έννοια της Παιδείας. Μια δημοκρατική κοινωνία είναι πάνω από όλα ένα γιγαντιαίο παιδαγωγικό ίδρυμα στο οποίο λαμβάνει χώρα η συνεχής αυτο-εκπαίδευση των πολιτών. Υπό αυτήν την έννοια, ο δρόμος για μια δημοκρατική κοινωνία περνάει μέσα από τις καθημερινές μας πράξεις και τον τρόπο με τον οποίο επιλέγουμε να οικοδομήσουμε σχέσεις, να επιλύσουμε προβλήματα κλπ. Εδώ η σημασία των οριζόντιων δομών και των δημιουργικών αντιστάσεων, καθώς και των λαϊκών συνελεύσεων των πλατειών, αρχίζει να γίνεται ορατή ως ένα πεδίο πειραματισμού, ένα διαρκές σχολείο δημιουργίας (αμεσο)δημοκρατικών πρακτικών συνειδήσεων και έκφρασης[3].
Μια ακόμα σχετική κεντρική έννοια είναι αυτή του Δήμου, ως ένας τρόπος κοινωνικής νομιμοποίησης των αποφάσεων που λαμβάνονται από το σύνολο της κοινωνίας μέσω της συμμετοχής στα τέσσερα στοιχεία που εισήγαγε η Αθηναϊκή δημοκρατία: ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη και έλεγχος. Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί με την απαίτηση για διευρυμένη συμμετοχή των πολιτών στη λήψη αποφάσεων (π.χ. πραγματική και όχι εικονική δημόσια διαβούλευση πριν από μεγάλα κατασκευαστικά έργα) καθώς και σε άλλους τομείς που «παραδοσιακά» βρίσκονται έξω από την δημοκρατική σφαίρα επιρροής, όπως η τεχνολογία. Εδώ το ζητούμενο δεν είναι μόνο η διαφάνεια, αλλά και η συμμετοχή στη θέσπιση των προτεραιοτήτων (π.χ. επιλογή για το πού δαπανώνται τα χρήματα των φόρων). Με άλλα λόγια, το θέμα δεν είναι απλά μια αναδιανομή του πλούτου, αλλά η εκ βαθέων ριζική απόφαση που οφείλουμε να πάρουμε συλλογικά και συμμετοχικά, για το τί παράγουμε, με ποιόν τρόπο και με τη χρήση ποιών τεχνολογιών. Είναι μια ευκαιρία να ορίσουμε τον διάλογο, αλλά και τις προτεραιότητες της κοινωνίας. Αυτό το δικαίωμα στη συμμετοχή λήψης αποφάσεων και ορισμού προτεραιοτήτων, δεν είναι κάτι που η κρατούσα τάξη πραγμάτων προτίθεται να παραχωρήσει αμαχητί, μα κάτι που θα αποκτηθεί με αγώνες. Η συνειδητή αναγνώριση των αιτημάτων είναι λοιπόν ουσιώδης για την επιτυχία οποιουδήποτε κινήματος βάσης.
Ένα ακόμα σημείο έχει να κάνει με τα λεγόμενα Κοινά (Commons). Η ιδέα των Κοινών κινείται πέρα από την παραδοσιακή αντίθεση μεταξύ της ιδιωτικής και της δημόσιας περιουσίας, μα αντανακλά την αλληλένδετη σχέση μεταξύ ευθύνης και αλληλεγγύης μεταξύ πολίτη και κοινωνίας, μεταξύ των γενεών, καθώς και μεταξύ ανθρώπου και φύσης. Η κοινοκτημοσύνη, δηλαδή η ιδιοκτησία και χρήση ενός αγαθού από το σύνολο της κοινωνίας δεν συνεπάγεται τη χωρίς όρια υπερεκμετάλλευση, αλλά αντιθέτως τη ρητή, συλλογική, και εν τέλει «απελευθερωτική» οριοθέτηση μέσω αρχών και κανόνων. Βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η σύσταση κοινωνικών συνεταιρισμών στα πρότυπα της κοινωνικής οικονομίας, όπως θα δούμε και στη συνέχεια.
Αποανάπτυξη στην Ελλάδα του μνημονίου
Τι σημαίνουν όλα τα παραπάνω για την παρούσα κατάσταση και πώς μπορούν αυτές οι έννοιες, οι ιδέες και οι προτάσεις να συνεισφέρουν στη δημιουργική υπέρβαση της σημερινής κρίσης; Οι αυταρχικές κυβερνητικές πολιτικές δεν πρέπει να γίνουν αφορμή για την μυωπική υπεράσπιση της «κοινωνίας της αφθονίας» και την επιστροφή σε έναν λίγο πιο δίκαιο ή ανθρώπινο καταναλωτισμό. Στην αναγκαία προσπάθεια να αντιταχθούμε στα απεχθή μέτρα και κυρίως στον τρόπο με τον οποίο αυτά επιβάλλονται, οφείλουμε να αποφύγουμε να υπερασπιστούμε πρακτικές άνευ νοήματος και έναν απολιτικό καταναλωτικό τρόπο ζωής. Η αποανάπτυξη ως θετικό πρόταγμα μας καλεί να υπερβούμε την παθητική, αμυντική στάση της διαρκούς προσπάθειας να αντιταχθούμε στον παραλογισμό. Μας προτείνει να περάσουμε στην αντεπίθεση, να αρχίσουμε να ορίζουμε τον δημόσιο λόγο και τις προτεραιότητες μας εμείς οι ίδιοι.
Δύο βασικά στοιχεία που έχουν συμβάλει στην ύφεση του ευρύτερου κινήματος και στη γενικευμένη απογοήτευση μεγάλου μέρος της κοινωνίας είναι πρώτον η απουσία του αισθήματος του δικαίου, και δεύτερον η αίσθηση ότι δεν μπορούμε να ορίσουμε το μέλλον μας. Το πρόταγμα της αποανάπτυξης στοχεύει και στα δύο. Μια εμπεριστατωμένη κριτική του συστήματος, παράλληλα με τη σκιαγράφηση ενός οράματος για το μέλλον, μπορούν να συνδιαμορφώσουν ένα διπλό κοινό αίτημα: κοινωνική δικαιοσύνη για όσα διαπράχτηκαν στο παρελθόν, και συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων που θα ορίσουν τις προτεραιότητες της κοινωνίας στο μέλλον.
Αν επιθυμούμε εναλλακτικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης, πρέπει να δημιουργήσουμε τις συνθήκες έτσι ώστε να αναδυθούν τέτοιου είδους πρωτοβουλίες, και να οριστούμε αλλιώς, ως πολίτες και όχι ως καταναλωτές, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά[4]. Η επανοικειοποίηση και ανακατάληψη του δημόσιου λόγου και του δημόσιου χώρου, ως χώρου κοινωνικοποίησης και ανταλλαγής πολιτικών ιδεών και προτάσεων, μέσω της αναβίωσης της γειτονιάς και των δημόσιων χώρων εκτός της καταναλωτικής κουλτούρας, είναι πρωταρχικής σημασίας. Το κίνημα των πλατειών και ό,τι επακολούθησε, όσο ατελές και αν ήταν, γέννησε ένα σπέρμα προς αυτήν την κατεύθυνση που σημάδεψε αυτούς που συμμετείχαν και χρειάζεται να αναβιώσει, με άλλες μορφές και σε άλλους χώρους. Έτσι κι αλλιώς ο στόχος δεν μπορεί να είναι η κατάληψη μιας πλατείας επ’ άπειρον, αλλά το μπόλιασμα τέτοιων πρακτικών σε όλους τους χώρους της κοινωνίας, εργασίας κ.λπ.
[1] I. Blühdorn, “The sustainability of democracy: On limits to growth, the post-democratic turn and reactionary democrats”, Eurozine, 11 Ιουλίου 2011, σ. 5, διαθέσιμο στον ιστότοπο: http://www.eurozine.com/articles/2011-07-11-bluhdorn-en.html .
[2] Μ. Deriu, “Democracies with a future: Degrowth and the democratic tradition”, περ. Futures, τ. 44, διαθέσιμο εδώ: http://degrowth.org/wp-content/uploads/2012/11/Deriu-2012.pdf .
[3] Δες επίσης: Πολιτική Ομάδα για την Αυτονομία, «Το τέλος της αφθονίας και τα πολιτικά διακυβεύματα που μας θέτει», Πρόταγμα, τ. 4, Ιούνιος 2012, σ. 149.
[4] V. Fournier, “Escaping from the economy: the politics of degrowth”, International Journal of Sociology and Social Policy, τ. 28 (11/12), σσ. 528-545.
eagainst.com

Το καπέλο του Νίκολα Σάκο βρέθηκε στην Πάρο

της Άννας Χατζησοφιά [http://www.rednotebook.gr/details.php?id=11840]





«Να θυμάσαι την ευτυχία του παιχνιδιού», ήταν τα τελευταία λόγια του Νίκολα Σάκο στο γιο του, λίγο πριν εκτελεστεί στην ηλεκτρική καρέκλα στις 23 Αυγούστου 1927, έντεκα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα. 
Εννέα μόλις λεπτά αργότερα, όσο χρειάζεται για να απομακρυνθεί το νεκρό του σώμα και να πάρουν μια ανάσα οι θεατές-μάρτυρες πριν το επόμενο σώου, ίσως και να ανταλλάξουν ένα χωρατό για να ελαφρύνουν την ατμόσφαιρα, εκτελείται ο συγκατηγορούμενος, φίλος, ομοϊδεάτης αναρχικός, και συμπατριώτης του, Μπαρτολομέο Βαντσέτι.
Η εκτέλεσή τους  ήταν το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου, καθώς, ανεβαίνοντας για πρώτη φορά τα σκαλιά του δικαστηρίου, τον Ιούνιο του 1921, αγανακτισμένοι πολίτες υψώνουν πλακάτ που γράφουν «η Αμερική ανήκει στους Αμερικάνους» και «Ψήστε τα κόκκινα κτήνη».
Στις 15 του προηγούμενου Απριλίου, ένα αυτοκίνητο με πέντε άντρες στήνει ενέδρα σε δύο ταμίες μιας παπουτσοβιομηχανίας, στο προαύλιο του εργοστασίου. Τα θύματα μεταφέρουν δύο μικρά χρηματοκιβώτια με 15000 δολάρια. Τους εκτελούν και απομακρύνονται με την λεία. Ο Σάκο και Βαντσέτι, συλλαμβάνονται ένα μήνα μετά, στο φόντο της άγριας άνοιξης του 1920. Τον προηγούμενο Απρίλιο είχε συληφθεί ο αναρχικός Αντρέα Σαλσέντο, που πέθανε από  ένα τυχαίο ατύχημα, όταν «έπεσε» από το παράθυρο του 14ου ορόφου του Υπουργείου Δικαιοσύνης στη Νέα Υόρκη.
Είχαν προηγηθεί οι Επιδρομές του Γενικού Εισαγγελέα Πάλμερ, με την βοήθεια του νεαρού τότε Ένγκραρ- λέγε με FBI- Χούβερ, γνωστές και σαν Κόκκινος Τρόμος, η σύλληψη χιλιάδων και η απέλαση 556 μεταναστών, με τον διαβόητο νόμο περί μετανάστευσης του 1918, που είχε στόχο το κομμουνιστικό και αναρχικό κίνημα. Ο Πρόεδρος Ουίλσον, που υπέγραψε αυτό το νόμο, τιμάται ένα χρόνο μετά με το Νόμπελ Ειρήνης.
Ο Σάκο και ο Βαντσέτι είχαν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ το 1908 αναζητώντας, τι άλλο, μια καλύτερη ζωή. Πολύ σύντομα θα ανακαλύψουν ότι η χώρα απέχει πολύ από τον Παράδεισο. «Με κατηγορεί ο εισαγγελέας, θα πει στη δίκη του ο Νίκολα», «ότι μετανάστευσα με σκοπό το κέρδος. Μετανάστευσα για να ζήσω την οικογένεια μου, δεκατρία χρόνια σκληρής δουλειάς και δεν έχω στην άκρη ούτε σεντς».
Ο Βανσέτι θα μπορούσε να γίνει φιλόσοφος, αλλά οι σπουδές κόστιζαν πολύ. Έτσι, διέσχισε με τα πόδια την Γαλλία και πήρε το πλοίο για την Αμέρικα από το λιμάνι της Χάβρης. Μελετώντας Προυντόν και Κροπότκιν τα βράδια, και δουλεύοντας πλανόδιος ψαράς την ημέρα στο Πλύμουθ, ζει «μια ζωή προλετάριου», όπως τιτλοφορεί την βιογραφία του γραμμένη στη φυλακή.
Όταν η Αμερική μπαίνει στο Μεγάλο Πόλεμο, το 1917, οι Σάκο και Βαντσέτι, αρνούνται να υπακούσουν στον Μπάρμπα Σαμ που θέλει να τους στρατεύσει και καταφεύγουν στο Μεξικό μαζί με χιλιάδες άλλους αντιρρησίες συνείδησης, γεγονός που θα χρησιμοποιηθεί εναντίον τους στην δίκη. Έτσι κι αλλιώς αυτή είναι μια δίκη ιδεών.
Όσο κι αν προσπαθούν, με δεκάδες ψευδομάρτυρες, δεν καταφέρνουν να αποδείξουν την ενοχή τους πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Στοιχεία, ένα κασκέτο που δεν χωράει στο κεφάλι του Σάκο, ένα Κολτ του ιδίου, που όμως δεν αποδεικνύεται ότι έχει πυροβολήσει. Δυο σφαίρες, που όμως θα μπορούσαν να έχουν βγει από το όπλο της συμμορίας Μορέλλι, που εξαφανίζεται μυστηριωδώς, μαζί με όλο τον φάκελο και τα τεκμήρια, από το αρχείο της αστυνομίας. Μέρα με την μέρα, γίνεται πιο σαφές ότι οι Νικ και Μπαρτ δικάζονται γι΄ αυτό που είναι: Φτωχοί, μετανάστες, αναρχικοί.
Ο ίδιος ο πρόεδρος του δικαστηρίου λέει για τον Βαντσέτι «Μπορεί να μην έχει διαπράξει το έγκλημα που του αποδίδουν, είναι εν τούτοις ηθικός αυτουργός γιατί είναι εχθρός των υπαρχόντων θεσμών μας». Σιγοντάροντας ο εισαγγελέας ισχυρίζεται ότι, «Ιταλοί, Έλληνες, Πολωνοί, Πορτορικάνοι, Χιλιανοί, κάνουν θλιβερές προσπάθειες να ριζώσουν σε μία ανώτερη χώρα». Το θλιβερό ντουέτο που διαλύει κάθε ψευδαίσθηση για την ύπαρξη ανεξάρτητης, μη ταξικής δικαιοσύνης, θα αναγκάσει τον συνήγορο υπεράσπισης να πει: «Το καθαρότερο σημείο της αίθουσας είναι στο εδώλιο».
Η απόφαση του σώματος των καθαρόαιμων ανδρών Αμερικανών Προτεσταντών ενόρκων, θα αποφανθεί το αναμενόμενο: Guilty as charged. Ποινή θάνατος. Παρόλες τις ογκώδεις διαδηλώσεις σε Αμερική και Ευρώπη, την αίτηση όλων των Πανεπιστημίων των ΗΠΑ για ακύρωση της απόφασης, το τεράστιο κίνημα συμπαράστασης και τις 475000 υπογραφές, ανάμεσά τους και των Ανατόλ Φρανς, Ρομαίν Ρολάν, Άλμπερτ Αϊνστάιν, Ντόροθι Πάρκερ και Μπέρναρντ Σω, που ζητούν την απελευθέρωση των Σάκο και Βαντσέτι, ο κυβερνήτης της Μασαχουσέτης επικυρώνει την εκτέλεση. Επτά χρόνια από την βραδιά της σύλληψής τους, οι δυο μετανάστες εκτελούνται.
Ογδόντα επτά χρόνια μετά, στην Ελλάδα, καταδικάζεται σε εικοσιπέντε χρόνια φυλάκιση, για συνέργεια σε ληστεία μετά φόνου, με περιστασιακά στοιχεία και παρότι κανένας μάρτυρας δεν τον έχει αναγνωρίσει, ο αναρχοκομουνιστής, όπως αυτοπροσδιορίζεται, Τάσος Θεοφίλου. Από το κασκέτο που δεν χωρούσε στο κεφάλι του Νίκολα Σάκο, στο DNA του καπέλου που  δεν περιλαμβάνεται στην επιτόπου φωτογράφιση των πειστηρίων στον τόπο της συμπλοκής, έχουν περάσει 94 χρόνια. Ευτυχώς δεν υπάρχει πια θανατική ποινή. Αλλά δεν υπάρχουν ούτε ογκώδεις διαδηλώσεις, και ο Άλμπερτ Αϊνστάιν έχει χαθεί στο χωρόχρονο.
Όμως να ικετεύεις για το ψωμί σου είναι πάντα βία, η φτώχεια σε όλο τον κόσμο είναι βία, ο πόλεμος και το χρήμα είναι βία, ο φόβος του θανάτου είναι βία. Όπως έγραφε ένας πλανόδιος πωλητής ψαριών στο Πλύμουθ.
 Πηγή:

Ο Νομπελίστας που νίκησε τη Σχιζοφρένεια

  • Τζον Νας
Ο  John Forbes Nash γεννήθηκε στις 13-6-1928 στη Δυτική Βιρτζίνια. Ο Nash, δεν αποτελούσε το χαρακτηριστικό παιδί– θαύμα. Δεν ήταν μαθητής του άριστα. Διακατεχόταν εντούτοις, από ένα σπάνιο- τεράστιο ενδιαφέρον να εμβαθύνει σε όλα τα θέματα και να ψάχνει μανιωδώς να βρει μια νέα οπτική γωνία σε κάθε πρόβλημα. Φοίτησε στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Κάρνεγκι και το 1948 πήρε το πτυχίο  και το μεταπτυχιακό του στην επιστήμη των μαθηματικών. Στη συνέχεια, έλαβε υποτροφία από το πανεπιστήμιο του Πρίνστον.  Είναι χαρακτηριστικό ότι η συστατική επιστολή καθηγητή του προς το Πρίνστον, περιείχε μόνο μία αράδα: «Αυτός ο άνθρωπος είναι ιδιοφυΐα».
Στα 19 του απέδειξε το θεώρημα του Brauer και στα 21 του συμπλήρωσε την «Θεωρία των παιγνίων» του John Von Neumann. Ένα χρόνο μετά, γίνεται καθηγητής στο Πρίνστον και 23 χρονών διδάσκει στο MIT. Εκεί γνωρίζει την Αλίσια Λόπες– Χάρρισον ντε Λαρδέ, φοιτήτρια φυσικής από το Ελ Σαλβαδόρ. Με την Αλίσια παντρεύονται το Φεβρουάριο του 1957. Τα επόμενα 8 χρόνια υπήρξαν παραγωγικά και ευτυχισμένα. Ο Nash, ήταν περιζήτητος από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια των HΠA, ενώ περιοδικά όπως το «Fortune» τον χαρακτήριζαν ως την μεγαλύτερη ιδιοφυΐα της μεταπολεμικής εποχής.
Το 1959 και ενώ η γυναίκα του περιμένει το πρώτο τους παιδί, οι διαλέξεις του αρχίζουν να διακατέχονται από παραληρηματικά ξεσπάσματα χωρίς κανένα νόημα. Απόκοσμοι θόρυβοι και φθονερές σκιές Ρώσων και Αμερικανών πρακτόρων εξουσιάζουν την ύπαρξή του και οι εργασίες του σταματούν. Εισάγεται στην ψυχιατρική κλινική του Harvard σε ηλικία 30 χρονών και οι γιατροί διαγιγνώσκουν σχιζοφρένεια. Παραιτείται από το MIT και περνά τον χρόνο του μεταξύ ψυχιατρικών κλινικών και Πρίνστον. Εκεί τριγυρίζει σαν φάντασμα. Ο Daniel D. Feenberg, φοιτητής την δεκαετία του 1970 στο ίδιο πανεπιστήμιο, θυμάται: «Τα ρούχα του ήταν παράταιρα. Έμοιαζε άδειος. Πήγαινε να διαβάσει στην βιβλιοθήκη ή περπατούσε ανάμεσα στα κτίρια. Ήταν συνήθως σιωπηλός…»
Ο ίδιος ο Nash, αναφέρει  για την ασθένειά του: «… άρχισα να αισθάνομαι πως το προσωπικό του MIT, και αργότερα ολόκληρη η Βοστόνη συμπεριφερόταν περίεργα απέναντί μου… Άρχισα να βλέπω κρυπτοκομμουνιστές παντού… Άρχισα να πιστεύω πως είμαι σημαντική θρησκευτική προσωπικότητα και άκουγα φωνές συνεχώς. Άρχισα να ακούω κάτι σαν τηλεφωνήματα, από ανθρώπους που αντιτίθεντο στις ιδέες μου… Tο delirium ήταν σαν ένα όνειρο από το οποίο έμοιαζε πως δεν θα ξυπνήσω ποτέ…»
Χρειάστηκαν περίπου 30 χρόνια (το1989), για να καταφέρει να ξεφύγει από την ανυπαρξία στην οποία τον βύθισε η σχιζοφρένεια. Ο Nash είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις ανθρώπων που κατάφερε να ζήσει με τις παραισθήσεις του, συνειδητοποιώντας ότι πρόκειται για παραισθήσεις. Αυτό σημαίνει ότι στον εγκέφαλό του συνυπάρχουν η λογική και η ψευδαίσθηση. O Freeman Dyson, ένας από τους γίγαντες της θεωρητικής φυσικής του 20ου αιώνα, έβλεπε το Nash κάθε πρωί στο Ινστιτούτο. Του έλεγε μια τυπική καλημέρα, αλλά ποτέ δεν έπαιρνε απάντηση. Ένα πρωί αναπάντεχα ο Nash μίλησε: «Είδα την κόρη σου σήμερα πάλι στις ειδήσεις» (η Esther Dyson είναι συγγραφέας και θεωρητικός του κυβερνοχώρου). O Dyson, που ποτέ δεν είχε ακούσει τη φωνή του Nash, θυμάται: «Δεν φανταζόμουν καν πως ήξερε την ύπαρξή της κόρης μου. Θυμάμαι πως έμεινα κατάπληκτος. Το ξύπνημά του ήταν θαυμάσιο!»
Ο ιδιοφυής επιστήμονας, τιμήθηκε το 1994 με το Νόμπελ Οικονομικών (μαζί με τους Ρ. Ζέλτεν και Τζ. Χαρσάνυι), για τη συμβολή του στη θεωρία παιγνίων. Η Θεωρία των Παιγνίων μελετά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων κάτω από συνθήκες αβεβαιότητας και σύγκρουσης συμφερόντων. Πιο αναλυτικά, σε μια δυαδική στρατηγική αλληλενέργεια, ένας συνδυασμός στρατηγικών ισορροπίας κατά Nash είναι αυτός κατά τον οποίο η επί μέρους στρατηγική του κάθε δρώντος είναι η καλύτερη απάντηση του ενός στην καλύτερη απάντηση του άλλου δρώντος. Ο Nash κατασκεύασε σειρά υποδειγμάτων τα οποία εφαρμόζονται στην επιχειρησιακή οικονομική, στις διεθνείς σχέσεις, στη βιολογία, στο δίκαιο, στην ψυχολογία, στην πολιτική επιστήμη, στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, στη φιλοσοφία και στα μαθηματικά.
Η ταινία “A Beautiful Mind”-(2001), με πρωταγωνιστές τους Ράσελ Κρόου και τη Τζένιφερ Κόνελι είναι βασισμένη στη ζωή του Nash.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ,το 2009, ένας Έλληνας με καταγωγή από την Κρήτη, ο Κωνσταντίνος Δασκαλάκης (γεννημένος το 1981 και αναπληρωτής Καθηγητής του Τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Επιστήμης Υπολογιστών του Μ.Ι.Τ), κατάφερε να αποδείξει ότι δεν υπάρχει τρόπος για να προβλεφθεί η κατά Nash ισορροπία. Σε συνεργασία με τους καθηγητές του, Χρίστο Παπαδημητρίου και Πολ Γκόλντμπεργκ, απέδειξε ότι η ισορροπία αυτή, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι υπολογιστικά αδύνατη. Ο Κωνσταντίνος Δασκαλάκης έχει δηλώσει σχετικά: Ο Nash έδωσε μια μαθηματική εικασία για το τι γίνεται στα παίγνια, αλλά δεν έδωσε υπολογιστικό εργαλείο με το οποίο να μπορούμε να προβλέπουμε εκ των προτέρων τι πρόκειται να γίνει. Από το 1950 λοιπόν που ο Nash έδειξε το θεώρημά του, προσπαθούσαν οι οικονομολόγοι να βρουν ένα αλγόριθμο υπολογισμού ισορροπιών Nash. Αυτό που εμείς αποδείξαμε είναι κάτι που μάλλον δεν περίμενε η επιστημονική κοινότητα. Ότι τέτοιος αλγόριθμος δεν υπάρχει!»

ΠΡΟΣ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΧΩΡΙΣ ΚΡΑΤΗ;

αναδημοσίευση από:
Τί κρύβει η όψιμη νεοφιλελεύθερη «αντεξουσία» (ένα παλιότερο κείμενο με αφορμή την είδηση της διάλυσης του ΕΟΠΠΥ)
«Αντιεξουσιαστής» δήλωνε προεκλογικά (2009) ο νυν πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου. Η ρήση του αυτή εξελήφθη ως φθηνή προεκλογική κορώνα και προκάλεσε γενική θυμηδία. Ειδικά, όταν συνδυάστηκε με άλλες παλαιότερές του για νομιμοποίηση τής καλλιέργειας χασισόδεντρων στις πέργκολες και στα μπαλκόνια.
Ωστόσο, οι αντιεξουσιαστικές εξάρσεις τού πρωθυπουργού δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ελαφρά τη καρδία, αφού, για όσους γνωρίζουν οικονομική ιστορία, είναι απολύτως ευθυγραμμισμένες με την τελευταία τάση και λέξη τής σύγχρονης νεοφιλελεύθερης ρητορείας.
Σύμφωνα με αυτή την τάση [1], το κράτος πρέπει να αποσυρθεί εντελώς από τη σφαίρα τής δημόσιας ζωής και να εκχωρήσει τις αρμοδιότητές του στη ελεύθερη αγορά. Στην πράξη, η διαδικασία αυτή αρχίζει με μια έντεχνη μείωση των κρατικών εσόδων μέσω τής μείωσης τής προοδευτικής φορολογίας (κυρίως των μεγάλων επιχειρήσεων – βλ. αναδιανομή εισοδήματος). Eν συνεχεία, τα μειωμένα κρατικά έσοδα θα οδηγήσουν το κράτος σε αδυναμία να ανταπεξέρχεται στις («δαπανηρές» πλέον) κοινωνικές υπηρεσίες και ρόλους, με τούς οποίους θεωρείται, ότι έχει επιφορτισθεί παραδοσιακά. Έτσι, θα στρωθεί το χαλί, ώστε οι ρόλοι αυτοί να περάσουν στα χέρια τής ελεύθερης αγοράς. Αυτή νέα κατάσταση θα οδηγήσει στον ευκταίο (από τους «αντιεξουσιαστές» νεοφιλελεύθερους) μαρασμό τού κράτους και την μετατροπή του σε failed state, δηλαδή αδύναμο και συρρικνούμενο θεσμό, ο οποίος επιπλέον δεν θα αποτελεί ανταγωνιστή των μεγαλοεπιχειρηματικών συμφερόντων.

Ο Προμηθέας, καθώς τον αλυσοδένουν.Πίνακας τού Ολλανδού Dirck van Baburen (Rijks museum, Amsterdam.)
Η αμφισβήτηση τού Κράτους στην Ιστορία
Τα πρώτα κράτη δημιουργήθηκαν περίπου το 4.000 π.Χ. στην Αίγυπτο και στη Μέση Ανατολή. Πολύ περιληπτικά (και διατρέχοντας τον κίνδυνο της υπεραπλούστευσης), το πρώτο κράτος δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα του ιστορικού φαινομένου της δημιουργίας κοινωνικής (“ταξικής”) ιεραρχίας, λόγω του πλεονασματικού πλούτου, τον οποίο βρέθηκαν να κατέχουν κάποιες πληθυσμιακές ομάδες. Οι ομάδες αυτές προκειμένου να διαφυλάξουν την προνομιακή θέση οικονομικής (και άρα κοινωνικής) υπεροχής στην οποία βρέθηκαν, δημιούργησαν τους πρώτους κρατικούς θεσμούς (βασικά όσους έχουν σχέση με την καταστολή και την καθυποταγή τής υπόλοιπης -κυριαρχούμενης- κοινωνίας). Το Κράτος δεν αποτελεί λοιπόν “οργάνωση” τής δήθεν ανοργάνωτης κοινωνίας των “πρωτογόνων”, αλλά νέο τύπο κοινωνικής οργάνωσης, που αντικατέστησε κάποια μή ιεραρχική / μή κυριαρχική προηγούμενη.
Αλλά, το κράτος είναι ένας θεσμός, που αμφισβητήθηκε από την αρχαιότητα ήδη. Η πρώτη ίσως καταγγελία του βρίσκεται στον πυρήνα τής ελληνικής μυθολογίας: το Κράτος είναι αδέλφι του Φόβου και τής Βίας. Κατά άλλες εκδοχές, το Κράτος είναι νόθο παιδί τού Δία και μιας θνητής, ή ένας Τιτάνας, που δένει τον Προμηθέα στον βράχο τού μαρτυρίου του. Κάτι, που διαφεύγει συχνά τής προσοχής είναι, ότι οι ίδιοι οι Έλληνες δεν ονόμαζαν τις πολιτικές συγκροτήσεις τους κράτη, αλλά πολιτείες [2]. Δεδομένου, ότι η έννοια Κράτος ήταν απολύτως οικεία -και αποκρουστική- στους Έλληνες, η ονομασία πόλη-κράτος, που είθισται να αποδίδεται στις πολιτικές συγκροτήσεις τους, είναι όχι απλώς ανακριβής, αλλά εκ τού πονηρού (π.χ. όταν οι ναζί είχαν μεταφράσει τον Επιτάφιο τού Περικλή, είχαν παραχαράξει μεταφραστικά την λέξη πολιτεία, ως “κράτος”, κάτι, που διαστρεβλώνει ανεπανόρθωτα το κλασικό αυτό κείμενο). Κι αυτό, επειδή οι Έλληνες έβλεπαν το κράτος ως μια δύναμη έξω και πάνω από την κοινωνία, σε αντίθεση με τις πολιτείες τους, όπου πραγματωνόταν η κοινωνική αυτοθέσμιση, η άμεση άσκηση τής εξουσίας χωρίς πολιτική αντιπροσώπευση και, κατά συνέπεια, η ανυπαρξία, καθ΄ οιανδήποτε έννοια, πολιτικής μεσιτείας, κυβέρνησης και κράτους [2].
Η επόμενη θεωρητικώς συγκροτημένη (και η πλέον γνωστή) αμφισβήτηση τού κράτους ως υπερθεσμού έξω και πάνω από την κοινωνία, προέρχεται από τη σοσιαλιστική σκέψη τού 19ου αιώνα και ιδιαίτερα από την αναρχική συνιστώσα της. Για τούς αναρχικούς, το κράτος είναι όργανο τής εκάστοτε επικρατούσας κοινωνικής συμμορίας / συνασπισμού συμφερόντων, με σκοπό την αποτελεσματική καθυποταγή τού υπόλοιπου κοινωνικού σώματος. Σε αντίθεση με τούς μαρξιστές, οι οποίοι έθρεψαν τη χίμαιρα ενός σταδιακού και «ελεγχόμενου» μαρασμού τού κράτους, οι αναρχικοί υποστήριξαν αδιάλλακτα την άμεση κατάργησή του ως προϋπόθεσης, για την οριζόντια οργάνωση τής κοινωνίας σε ομοσπονδίες παραγωγών.
Η θεμελιώδης διάκριση μεταξύ Κράτους και Δημόσιας Διοίκησης
Ωστόσο, κάτι, που επίσης διαφεύγει τής προσοχής των περισσοτέρων, είναι η διάκριση μεταξύ Κράτους και Δημόσιας Διοίκησης (ή Δημόσιου Τομέα). Η δεύτερη προϋπήρχε τού κράτους επί χιλιετίες και εμφανίζεται ακόμα και σε στοιχειώδεις μορφές κοινωνικής συμβίωσης: π.χ. ακόμα και σε πρωτόγονες κοινωνίες έχουν βρεθεί χώροι, οι οποίοι είχαν θεσπιστεί ως χωματερές, ή αποχωρητήρια τής πρωτόγονης κοινότητας, κάτι, που αποδεικνύει συλλογική αντιμετώπιση και διεκπεραίωση ενός ζητήματος και γι΄ αυτό αποτελεί μια πρωταρχική μορφή δημόσιας διοίκησης. Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η δημόσια διοίκηση, από την πιο πρωτόγονη μέχρι την πιο σύγχρονη μορφή της, αναδύεται με τον πιο φυσικό και αυθόρμητο τρόπο από την κοινωνική συνύπαρξη και η ποιότητά της αποτελεί τον βασικότερο ίσως πολιτισμικό δείκτη μιας κοινωνίας.
Τόσο η αρχαία ελληνική, όσο και η αναρχική πολιτική σκέψη αντιλαμβάνονται τη διαφορά μεταξύ κράτους και δημόσιας διοίκησης [3]. Γι΄ αυτό, τόσο οι αρχαίοι Έλληνες όσο και οι -συχνά παρεξηγημένοι- αναρχικοί απεχθάνονται το κράτος, αλλά όχι φυσικά την συμφυή με κάθε κοινωνική συνύπαρξη, δημόσια διοίκηση. Π.χ. δημόσιοι θεσμοί, που συνθέτουν μια πολιτεία, όπως η εκπαίδευση, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, η πυρόσβεση, η άμυνα, η ενεργειακή πολιτική, η διαχείριση των φυσικών πόρων, η σχέση με το φυσικό περιβάλλον, οι θεσμιστικές, δικαστικές, νομοθετικές κ.ά. λειτουργίες, δεν προϋποθέτουν κατά κανέναν τρόπο την ύπαρξη κράτους, αλλά μπορούν να υπάρξουν ως καθολικά κοινωνικά κτήματα εντελώς ανεξάρτητα από αυτό (και μάλιστα με έναν ριζικά διαφορετικό και πολύ αποτελεσματικότερο τρόπο, όπως δείχνει η εμπειρία των ελληνικών πολιτειών).
Η εννοιολογική σύγχυση κράτους και δημόσιου τομέα / πολιτείας, είναι η κυριότερη τροχοπέδη στον πολιτικό προβληματισμό τού σύγχρονου ανθρώπου. Μάλιστα, στις σύγχρονες γλώσσες δεν υπάρχουν διαφορετικές λέξεις για το κράτος και την πολιτεία, π.χ. στην αγγλική χρησιμοποιείται ισοπεδωτικά και για τα δύο η λέξη state, στη γαλλική η λέξη état, στη γερμανική η λέξη staat κ.λπ.. Αλλά και στην ελληνική, η προπαγάνδα έχει κάνει τόσο καλή δουλειά, ώστε οι όροι «κράτος» και «πολιτεία» έχουν φτάσει να χρησιμοποιούνται ως ταυτόσημοι από τούς ανυποψίαστους.
Επάνω σε αυτή την αριστοτεχνικά καμουφλαρισμένη διανοητική παγίδα στηρίχθηκαν όλα τα νεώτερα κράτη, για να αυξήσουν το συγκεντρωτισμό τους, αλλά και οι νεόκοποι «αντιεξουσιαστές» τού νεοφιλευθερισμού (π.χ. οικονομολόγοι, όπως οι Von Mises, Von Hayek, Friedman κ.ά.). Η αμφισβήτηση των τελευταίων για το κράτος δεν έχει βέβαια καμία σχέση με αυτή των αρχαίων ή των αναρχικών, αλλά είναι πέρα για πέρα υποκριτική. Η αμφισβήτηση τής νεοφιλελεύθερης «αντιεξουσιαστικής σχολής» στρέφεται όχι φυσικά εναντίον τού κράτους ως εξουσιαστικού πλέγματος (το οποίο εγκρίνει ανεπιφύλακτα και μάλιστα ενθαρρύνει την επέκτασή του – βλ. ιδιωτικές αστυνομίες), αλλά εναντίον τής δημόσιας διοίκησης και υπέρ τής εκχώρησης σε κερδοσκόπους των λειτουργιών, που τη συνθέτουν. Από αυτή την άποψη, η νεοφιλελεύθερη «αντεξουσία» πρεσβεύει περίπου την παλινδρόμηση τής κοινωνίας σε μια προανθρώπινη και αποκτηνωμένη κατάσταση.


Η επιστημονική φαντασία έχει προλάβει προ πολλού τούς νεοφιλελεύθερους «αντιεξουσιαστές». Η υπόθεση τής κινηματογραφικής ταινίας Rollerball (1975) εκτυλίσσεται σε ένα κόσμο, όπου δεν υπάρχουν πλέον κράτη, αλλά τον παγκόσμιο έλεγχο ασκούν από κοινού μερικές μεγάλες εταιρείες (η απόλυτη φαντασίωση των σημερινών νεοφιλελεύθερων «αντιεξουσιαστών»). Σε αυτόν τον κόσμο, όπως παρουσιάζεται στην ταινία, ως βασική προϋπόθεση κοινωνικής συνύπαρξης θεωρείται η συντριβή τής -τόσο υποκριτικά εξυμνημένης από τον οικονομικό φιλελευθερισμό- ατομικότητας.
Το νεοελληνικό κράτος
Από την ίδρυσή του το νεοελληνικό κράτος (νοούμενο σαν δημόσιος τομέας) δεν κατόρθωσε ποτέ να επιδείξει δάφνες αποτελεσματικότητας. Κι αυτό, επειδή υπήρξε εξ αρχής ένα τριτοκοσμικό μόρφωμα, υποχείριο τού επιβιώσαντος βυζαντινοτουρκικού κοτσαμπασισμού και των φορέων του (κρατικοδίαιτοι αεριτζήδες ψευτοεπιχειρηματίες, κρατικοδίαιτη θρησκεία, νεοφαναριώτες πολιτικάντηδες) και εργαλείο διαιώνισης των -επίσης επιβιώσαντων- βυζαντινοτουρκικών πελατειακών σχέσεων.
Το τριτοκοσμικό αυτό κρατίδιο με τον συνταγματικώς κατοχυρωμένο θεοκρατικό προσανατολισμό [4], το διψήφιο αριθμό πραξικοπηματικών «διευθετήσεων», τούς υπερτροφικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς (βλ. αναλογία αστυνομικών ανά κατοίκους: 1/200), αλλά και την κατ΄ ευφημισμό αποκαλούμενη δημόσια διοίκηση (ανεπάρκεια ή αθλιότητα νοσοκομείων, σχολείων, οδικού δικτύου, νεοφεουδαρχικό φορολογικό σύστημα κ.λπ.) δεν κέρδισε ποτέ την εκτίμηση των υπηκόων του (εκτός από την κοινωνικοοινομική μειοψηφία νεοκοτσαμπασήδων, που το χρησιμοποιεί για τη διαιώνιση τής εξουσίας της και για την διασφάλιση τού βολέματος των εκάστοτε κομματικών βαστάζων της).
Κατ΄ αυτό τον τρόπο, ενώ από τον 19ο αιώνα, τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη στα πλαίσια τού εκσυγχρονισμού τους (ο οποίος κατά ένα μεγάλο μέρος επιβαλλόταν λόγω και τής ισχυρής κοινωνικής πίεσης), ενσωμάτωσαν στη λογική τους τη δημιουργία ενός ισχυρού δημόσιου τομέα ως καίριου παράγοντα οικονομικής ανάπτυξης (π.χ. Γαλλία, σκανδιναβικές χώρες κ.α.[5]), το ελληνικό κράτος καλλιεργούσε συστηματικά τον στυγνότερο ατομισμό, την αντικοινωνικότητα, τη διαφθορά και την απέχθεια για κάθε μορφή δημόσιας διοίκησης. Ο νεοέλληνας είναι ίσως ο μεγαλύτερος εχθρός τού «κράτους» (ειδικά, όταν δεν μπορεί να επωφεληθεί συμφεροντολογικά από αυτό). Από την άλλη, ακόμα κι όσοι δεν σκέπτονταν συμφεροντολογικά, έφταναν στο σημείο να αγανακτούν από τις παρεχόμενες υπηρεσίες: π.χ. ποιος μπορεί να ξεχάσει τον παλιό Ο.Τ.Ε., όπου έκανες αίτηση για παροχή τηλεφωνικής γραμμής και περίμενες ένα χρόνο; Και που, όταν επιτέλους την αποκτούσες, δεν μπορούσες να την χρησιμοποιήσεις σε ώρες αιχμής; Και ποιος δεν γνωρίζει το αίσχος τής παραπαιδείας (παγκόσμια νεοελληνική πατέντα), η οποία ευδοκιμεί λόγω της προγραμματισμένης απαξίωσης τής δημόσιας εκπαίδευσης;
Έτσι, φτάσαμε στο σημείο, όπου ο εν Ελλάδι «εκσυγχρονιστικός» λόγος παρουσιάζει ως δήθεν κοινωνικό αίτημα, όχι την ευρωστία των δημοσίων υπηρεσιών, αλλά το αντίθετο, δηλαδή την παραίτηση τού «κράτους» (εννοεί: τής δημόσιας διοίκησης) από τις «δαπανηρές» και «αναποτελεσματικές» αρμοδιότητές του και την εκχώρησή τους στα κοράκια τής καραδοκούσας ψευδοαγοράς («επενδυτές» και λοιπούς εθνοσωτήρες). Το απογοητευτικό επίπεδο των υπηρεσιών τού ελληνικού δημόσιου τομέα, προλείανε το έδαφος, ώστε ο «εκσυγχρονιστικός» λόγος των νεοφιλελεύθερων πολιτικάντηδων, για «απελευθέρωση» τής κοινωνίας από κάθε πολιτειακή «παρέμβαση», να μηρυκάζεται από την πλειοψηφία τού πληθυσμού.
Τα παραδείγματα από την ελληνική καθημερινότητα, σχετικά με την δαπανηρότητα και την αποτελεσματικότητα τής ευόδωσης τέτοιων «κοινωνικών» αιτημάτων είναι ανεξάντλητα. Για τι να πρωτομιλήσει κανείς; Για τη ραγδαία αύξηση τού κόστους τής «απελευθερωμένης» ακτοπλοΐας -52% [6]- με αντίστοιχη συγκοινωνιακή εγκατάλειψη «ασύμφορων» για τους «επενδυτές» περιοχών (αφού κολοβώθηκε η δημοσιονομική επιδότηση, την οποία εισέπρατταν για να διατηρούν δρομολόγια στις «άγονες» γραμμές); Για την ραγδαία αύξηση τού κόστους των «απελευθερωμένων» τηλεπικοινωνιών, τη στιγμή, που ο «ανταγωνισμός» υποσχόταν την πτώση του (40% μεγαλύτερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. [6] με σχηματισμό καρτέλ [7], πτώση τής ποιότητας των γραμμών, πανάκριβο διαδίκτυο, διαιώνιση και εκσυγχρονισμό τής πρακτικής των υποκλοπών, ανεπάρκεια τεχνικής υποστήριξης -όπως δηλαδή με τον παλιό Ο.Τ.Ε.); Για την διαδεδομένη στην Ελλάδα ιδιωτική ασφάλιση (συνταξιοδοτική και υγείας), φαινόμενο -και όνειδος- πρωτόγνωρο για ευρωπαϊκή χώρα, το οποίο οφείλεται στην δρομολογημένη διάλυση τής δημόσιας περίθαλψης και ασφάλισης (βλ. π.χ. “δομημένα ομόλογα” κ.λ.π.); Για τη γενικότερη αμφίβολη ποιότητα των υπηρεσιών των θεωρουμένων ως τομέων αιχμής τής ιδιωτικής «πρωτοβουλίας» (π.χ. ασφαλιστικές εταιρείες -βλ. ΑΣΠΙΣ-, που κλείνουν ξαφνικά μια ωραία ημέρα αφήνοντας ακάλυπτους τούς συνδρομητές τους, επιβατηγά πλοία, που παθαίνουν συνεχώς βλάβες ή βουλιάζουν μολύνοντας ανεπανόρθωτα το περιβάλλον -βλ. Θήρα 2007- ιδιωτικά μαιευτήρια, που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν σε ένα δύσκολο τοκετό και μεταφέρουν εκτάκτως το περιστατικό σε αντίστοιχα δημόσια, εκχωρημένοι πρώην δημόσιοι δρόμοι, υπερφορτωμένοι με συχνά και υπερτιμημένα διόδια, για τα οποία δεν εκπληρούν τις προδιαγραφές -βλ. εθνική οδό Κορίνθου-Πάτρας- κ.ά.);
Επίσης, να υπενθυμίσουμε, ότι σε μια μικρή αγορά, όπως η ελληνική, οι ιδιωτικοποιήσεις βασικών υπηρεσιών χωρίς άγρυπνη κρατική παρέμβαση, διευκολύνουν μοιραία το σχηματισμό καρτέλ, όπως π.χ. αυτού των τηλεπικοινωνιών ή των τραπεζών με την εξόφθαλμα «εναρμονισμένη» τιμολόγηση (ας μην αναφερθούμε σε παγιωμένα από χρόνια καρτέλ, όπως αυτά των γαλακτοκομικών ή των σούπερ μάρκετς, τα οποία έχουν καταστήσει διάτρητο και στην Ελλάδα το μύθο τής δήθεν ελεύθερης αγοράς).
Από την άλλη, πόσο δυνατό πολιτισμικό χαστούκι πρέπει να είναι, όταν διαπιστώνει ένας, ζαλισμένος από την «αντιεξουσιαστική» προπαγάνδα νεοέλληνας, το πόσο κακοπερνούν οι δυστυχείς κουτόφραγκοι, που «εξουσιάζονται» π.χ. από την «δαπανηρή» κοινωνική πρόνοια, από την ανυπαρξία παραπαιδείας ή από το «παρεμβατικό» Δημόσιο…
Η κατάμαυρη Διεθνής των «αντιεξουσιαστών» νεοφιλελευθέρων
Αυτή η «αντιεξουσιαστική» μόδα, την οποία λανσάρουν οι εγχώριοι (και διακομματικής πλέον προέλευσης) ταγοί τού νεοφιλελευθερισμού, δεν είναι φυσικά δική τους ευρεσιτεχνία. Αλλά είναι αξιοσημείωτο, ότι ενώ η νεοφιλελεύθερη «αντεξουσία» αποτελεί διεθνή τάση και μεθόδευση, μόνο εδώ πλασάρεται ως εκσυγχρονισμός ή ως «επανίδρυση» τού κράτους. Τουλάχιστον στις δυτικές τραπεζοχρηματιστηριακές μητροπόλεις οι σκληροί νεοφιλελεύθεροι «αρνητές τού κράτους» φαντασιώνονται απλώς την απόλυτα «ελεύθερη» (από τί άραγε;) αγορά (το ιερό -και τρύπιο, όπως έχει αποδειχθεί- δισκοπότηρο τής νεοφιλελεύθερης ουτοπίας. Τόσο τρύπιο, που αρκετοί από αυτούς, όπως ο Friedman και οι μαθητές του, δοκίμασαν να το αναζητήσουν ως υψηλόμισθοι κρατικοδίαιτοι σύμβουλοι λατινοαμερικάνικων δικτατοριών…).
Φυσικά, αυτό που δεν λέγεται είναι, ότι το κράτος ως κατασταλτικός μηχανισμός (δηλαδή ως αυτό, που ιστορικώς γεννήθηκε και είναι) θα βγει υπερενισχυμένο από τις διαδικασίες που μεθοδεύουν (βλ. τον άνευ προηγουμένου εκσυγχρονισμό των αστυνομιών, αλλά και την δημιουργία ιδιωτικών στρατών – π.χ. στο Ιράκ η αμερικανική κατοχική δύναμη περιλαμβάνει και είκοσι χιλιάδες ιδιωτικούς ένοπλους μισθοφόρους, τούς λεγόμενους security contractors. Επίσης, στις Η.Π.Α. λειτουργούν ήδη εταιρείες ιδιωτικής αστυνόμευσης, πάνοπλες και με δικαιοδοσίες οπλοχρησίας, συλλήψεων, φόνων, ξυλοδαρμών, πανομοιότυπες με τής «επίσημης» αστυνομίας: Kroll, Blackwatch, Dynacorp κ.ά.. Επίσης, λειτουργούν ήδη ιδιωτικές φυλακές, στις οποίες το κράτος πληρώνει ενοίκιο, για να «παρκάρει» κρατούμενους). Ενώ αυτό που θα ατροφήσει θα είναι ο εκχωρημένος στα ιδιωτικά συμφέροντα δημόσιος τομέας (το εσφαλμένα αποκαλούμενο στην καθομιλουμένη «κοινωνικό κράτος»).

 

Τυφώνας Κατρίνα, νοτιοανατολικές Η.Π.Α., 2005
Παροιμιώδης υπήρξε η αδιαφορία τού αμερικάνικου failed state, για την τύχη των εκατοντάδων χιλιάδων πλημμυροπαθών. Ο μόνος θεσμός, που έκανε την εμφάνισή του στις πληγείσες περιοχές ήταν ο αμερικανικός στρατός, ο οποίος συμπεριφέρθηκε περίπου σα στρατός κατοχής, ενώ η βοήθεια προς τους αναρίθμητους άστεγους και πεινασμένους εκχωρήθηκε στην «ελεύθερη» αγορά, δηλαδή σε διάφορα καρτέλ διατροφικά, φαρμακευτικά, τραπεζικά κ.λπ. Το αποτέλεσμα είναι, ότι ακόμα και σήμερα η ζωή στις περιοχές αυτές δεν έχει ξαναβρεί τούς κανονικούς της ρυθμούς.
Όπως δείχνουν τα πράγματα, δεν βαδίζουμε προς έναν κόσμο χωρίς κράτη, αλλά προς έναν κόσμο, όπου η παραδοσιακή κρατική κυριαρχία θα έχει μεταλλαχθεί: το Κράτος (όπως το αντιλαμβάνονταν οι αρχαίοι Έλληνες, δηλαδή ως προσωποποίηση τής εξουσιαστικής ωμότητας) θα παραμείνει, αλλά θα έχει γίνει απλώς… αόρατο (η αορατότητα αποτελεί εξ άλλου το μεθοδολογικό ζητούμενο όλων των «σοβαρών» συγχρόνων εξουσιαστών). Τί θα πάρει τη θέση του; Μα φυσικά όλοι αυτοί, που ζητούν την κατάργησή του, δηλαδή «φορείς», όπως οι τράπεζες ή οι διεθνείς αποικιοκρατικοί οργανισμοί (Δ.Ν.Τ., Ε.Κ.Τ. κ.λπ.), τα ενεργειακά, διατροφικά ή άλλα, καρτέλ και οι -ιδιωτικοποιημένοι πλέον- στρατοί και αστυνομίες τους.
Στα καθ΄ ημάς, το επισήμως προβαλλόμενο επιχείρημα για την υποτιθέμενη αναγκαιότητα τής «απελευθέρωσης» τής ελληνικής κοινωνίας από το «κράτος» αφορά στο γνωστό Μνημόνιο, αλλά στην ουσία αυτό είναι απλώς η αφορμή, για να δρομολογηθούν και στην Ελλάδα οι λεγόμενες διεθνείς εξελίξεις. Οι επίσημες δηλώσεις τού «αντιεξουσιαστή» πρωθυπουργού στη Δ.Ε.Θ. για μείωση τής φορολογίας των επιχειρήσεων, η δισεκατομμυριούχος δημοσιονομική αιμοδοσία προς τις τράπεζες, η επερχόμενη «ξεπέτα» των «αποκρατικοποιήσεων» και το φιάσκο με τις περαιώσεις, δεν φανερώνουν ένα κράτος σε απεγνωσμένη αναζήτηση ρευστού. Φανερώνουν ακριβώς ένα κράτος, που αναζητά ένα κοινωνικώς αποδεκτό πρόσχημα, ώστε να εκχωρήσει όλες εκείνες τις λειτουργίες, για τις οποίες θεωρείτο μέχρι σήμερα υπεύθυνο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Μια εξαιρετική παρουσίαση αυτής τής κυρίαρχης πλέον τάσης μπορεί να βρει ο ενδιαφερόμενος στο γνωστό ντοκιμαντέρ Corporation, τού Καναδού Μαρκ Άχμπαρ, στο οποίο συμμετέχει και η επίσης Καναδή δημοσιογράφος Ναόμι Κλάιν (γνωστή στο ελληνικό κοινό από τα βιβλία της No Logo και Το Δόγμα τού Σοκ) .
(2) Βλ. το κλασικό πλέον κείμενο τού Κορνήλιου Καστοριάδη «Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για εμάς σήμερα», εκδόσεις «Ύψιλον», 1986.
(3) Σχετικά με τη σύγχρονη ελευθεριακή οπτική ως προς το ζήτημα, βλ. το κείμενο τού Νόαμ Τσόμσκυ «Αναρχισμός, διανοούμενοι και κράτος», το οποίο περιέχεται στη συλλογή κειμένων του «Περί Αναρχισμού», εκδόσεις «Κέδρος», 2009.
(4) Βλ. άρθρα 3 παρ. 1 και 16 παρ. 2.
(5) Ας κάνουμε και μια μνεία στο δαιμονοποιημένο δήθεν υψηλό ποσοστό δημοσίων υπαλλήλων (ο «κακός τού έργου») επί τού ελληνικού εργασιακού δυναμικού: Σουηδία 30%, Δανία 29%, Φινλανδία 22,4%, Βρετανία 17,8%, Γαλλία 21,2%, Ελλάδα μόλις 11,4%. Τα στοιχεία προέρχονται από έρευνα, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο τής «Έκθεσης Ανταγωνιστικότητας τής Ευρωπαϊκής Επιτροπής» και δημοσιεύθηκε στον «Ιό» τής Ελευθεροτυπίας.
(6) Πηγή: Eurostat
(7)http://www.adslgr.com/forum/threads/454601-adslgr-com-Σύγκριση-των-συμβολαίων-προγραμμάτων-καρτοκινητής-Cosmote-Vodafone-και-Wind

Θ. Λ.
(Άρθρο που είχε πρωτοδημοσιευτεί τον Δεκέμβριο τού 2010  στο freeinquiry.gr, το οποίο “κατέβασαν” αντιδεοντολογικά όταν διεκόπη η συνεργασία μας. Στο μεταξύ όμως πρόλαβε να κυκλοφορήσει αρκετά στο διαδίκτυο. Εδώ είναι με μερικές προσθήκες. Δια την τάξιν να συμπληρώσω, ότι έμπνευσή μου αποτέλεσε ένα ανάλογο που είχα διαβάσει εδώ: http://www.techiechan.com/?p=718)

Άρνηση βοήθειας σε έναν λαό που βρίσκεται σε κίνδυνο !!!


 http://aristeroblog.gr/sites/default/files/imagesWCGV305V.jpg


Μια νέα μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας είναι σε εξέλιξη στην Ελλάδα. Το τσεκούρι της Τρόικα έπεσε και πάλι: ενώ η χώρα βρίσκεται σε ύφεση τα τελευταία 6 χρόνια, πρέπει να βρει 2.500.000.000 ευρώ, ενώ το 25% του πληθυσμού είναι…


ανασφάλιστο και το σύστημα δημόσιας υγείας έχει υποβαθμιστεί  δραματικά.

by…Γρηγόρης Γεροτζιάφας*

Η διάλυση του συστήματος δημόσιας υγείας είναι ένας από τους στρατηγικούς στόχους του νεοφιλελευθερισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η νεοφιλελεύθερη επίθεση στην Ελλάδα έχει οδήγησει σε υγειονομική τραγωδία που ήδη μετρά χιλιάδες θύματα. Η ανάλυση της ελληνικής περίπτωσης, μια χώρας που με μοχλό της κρίση του δημόσιου χρέους τέθηκε υπό την εποπτεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και έγινε εργαστήριο του νεοφιλελεύθερου πειράματος, είναι χρήσιμη για την κατανόηση της διαδικασίας της νεοφιλελεύθερης επίθεσης που έχει ξεκινήσει σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην Ελλάδα η νεοφιλελεύθερη επίθεση κατά της δημόσιας υγείας οργανώνεται γύρω από τρεις άξονες:

Διάλυση του δημόσιου συστήματος υγείας που συντελείται με τους δρακόντειους περιορισμούς των κρατικών δαπανών. Κατά την περίοδο 2010 – 2014 ο προϋπολογισμός των δημόσιων νοσοκομείων μειώθηκε κατά 50%. Άμεσα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής επιλογής της κυβέρνησης, των κομμάτων και των στελεχών που την στήριξαν και τη στηρίζουν (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ) είναι

§       η συγχώνευση τμημάτων και κλινικών που συνοδεύεται από τη μείωση του προσωπικού και έχει συνέπεια τη δραματική πτώση του επιπέδου των παρεχόμενων υπηρεσιών

§       το κλείσιμο νοσοκομείων που στερεί τη δυνατότητα πρόσβασης σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κυρίως για τους κατοίκους των λαϊκών περιοχών της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης καθώς και για τους κατοίκους των αγροτικών και άγονων περιοχών της χώρας,

§       η έλλειψη ιατρικού εξοπλισμού, φαρμάκων, υλικών και αντιδραστηρίων έως και βασικών υγειονομικών ειδών με συνέπεια την λειτουργική ανεπάρκεια των υπαρχόντων υγειονομικών μονάδων.

Οι μειώσεις των μισθών, οι απλήρωτες υπερωρίες και εφημερίες και η δραματική επιδείνωση των συνθηκών εργασίας έχουν οδηγήσει στην έξοδο από το δημόσιο σύστημα υγείας εξειδικευμένου ιατρικού, νοσηλευτικού και διοικητικού προσωπικού. Επιπλέον, η βιοϊατρική έρευνα και εκπαίδευση στην χώρα, που πριν την έναρξη της κρίσης βρισκόταν σε χαμηλά ποιοτικά επίπεδα και σε κρίση προσανατολισμού (παρά την ύπαρξη φωτεινών εξαιρέσεων) σήμερα έχει καταρρεύσει. Η «διαρροή εγκεφάλων» και νέων επιστημόνων προς το εξωτερικό είναι μόνιμο φαινόμενο.

Μετακύλιση  του κόστους υγείας στις ατομικές δαπάνες των πολιτών που συνεχίζουν να πληρώνουν ασφαλιστικές εισφορές και δυσβάστακτους φόρους. Οι κρατικές δαπάνες για τα φάρμακα από 4.370 δισ ευρώ που ήταν το 2010 συρρικνώνονται για το 2014 στα  2 δισ ευρώ, ενώ οι ανάγκες για φάρμακα διαρκώς αυξάνονται. Αντίστοιχα, οι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού για την πρωτοβάθμια περίθαλψη μειώθηκαν κατά 30% με αποτέλεσμα την κατάρρευση του δικτύου δημόσιας πρωτοβάθμιας υγείας γεγονός που οδηγεί στην έκρηξη των αντίστοιχων ατομικών δαπανών από τους πολίτες.

Το πλαίσιο αυτό καθορίζεται από την πολιτική επιλογή της ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης που στοχεύει στην κατάργησης ενός από τα βασικά συστατικά του «κοινωνικού μισθού» που κατά τη μεταπολεμική περίοδο λειτούργησε ως μηχανισμός αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου. Το αποτέλεσμα για την ελληνική περίπτωση είναι η τεράστια αποπτώχευση και διάλυση του δημόσιου τομέα υγείας που σήμερα έχει χαρακτηριστικά που απαντώνται κατά τη διάρκεια εμπόλεμων περιόδων. Οι συνέπειες για την υγεία του ελληνικού πληθυσμού είναι τραγικές αλλά απολύτως προβλέψιμες από την έναρξη των μνημονιακών πολιτικών.  Οι συνέπειες περιγράφονται με εξαιρετική σαφήνεια σε μελέτες που δημοσιεύονται σε υψηλού κύρους διεθνή επιστημονικά περιοδικά όπως το The Lancet και το Health Policy που αναδεικνύουν τη σχέση που υπάρχει μεταξύ των περικοπών των δαπανών για την υγεία και της επιδείνωσης των δεικτών δημόσιας υγείας του λαού στην Ελλάδα. Από το πλήθος των στοιχείων που παρουσιάζονται στις μελέτες αυτές σημειώνουμε τα παρακάτω στοιχεία:

Μετά τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του μνημονίου (περίοδος 2011 – 2012) παρατηρείται σημαντική αύξηση της θνησιμότητα (που αντιστοιχεί σε περίπου 2200 επιπλέον θανάτους) σε ηλικίες μεγαλύτερες των 55 ετών. Αυτή η επιπλέον θνησιμότητα εκτιμάται ότι είναι η πρώτη  βραχυπρόθεσμη συνέπεια των μνημονιακών  πολιτικών.

Η παιδική θνησιμότητα, που διαρκώς μειώνεται από το 1950, μετά την έναρξη της εφαρμογής των μνημονιακών πολιτικών αρχίζει να αυξάνεται. Σύμφωνα με τους ερευνητές της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας κατά την περίοδο 2008 – 2011 η βρεφική θνησιμότητα αυξήθηκε κατά 43%. Κατά την ίδια περίοδο παρατηρείται αύξηση κατά 21% των αποβολών που αποδίδεται στην αδυναμία πρόσβασης σε υπηρεσίες περιγεννητικής φροντίδας για τις εγκύους.  Μέσα στην τελευταία διετία υπολογίζεται ότι το 30% των ασθενών με χρόνια νοσήματα έχουν αυτοβούλως μειώσει τις δόσεις των φαρμάκων τους. Επιπλέον οι ασθενείς που πάσχουν από χρόνια νοσήματα έχουν ελαττώσει κατά 30% τις ιατρικές επισκέψεις. Όπως είναι αναμενόμενο τα ανθρώπινα θύματα της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας προέρχονται από τις λαϊκές τάξεις.

 Ιδιωτικοποίηση της ασφάλισης υγείας και ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα της υγείας είναι η άμεση συνέπεια αλλά και στρατηγικός στόχος των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων που συμβάλλουν στην κερδοφορία του κεφαλαίου στο χώρο της υγείας. Για το 2012 το κέρδος των επιχειρήσεων ιδιωτικής ασφάλισης αυξήθηκε κατά 20 % και το κέρδος των μεγάλων ιδιωτικών κλινικών σχεδόν διπλασιάστηκε ενώ το κράτος βρίσκεται σε ουσιαστική παύση πληρωμών. Η ροή των ασθενών προς τον ιδιωτικό τομέα υγείας αυξήθηκε κατά περίπου 20 %. Ωστόσο, οι αποδοχές του ιατρικού και παραϊατρικού προσωπικού μειώθηκαν κατά 40 %.

Η υγεία στην Ελλάδα έχει γίνει υπόθεση των πλουσίων. Αυτή η διαπίστωση μεταφράζεται σε χιλιάδες θύματα . Σε έναν κοινωνικό ιστό που διαλύεται από την κρίση, με το ποσοστό ανεργίας να ανέρχεται στο 30 % , και με μια μόνιμη και επιδεινούμενη ύφεση για 5 χρόνια, η εργατική τάξη, οι μικρομεσαίοι αγρότες και τα μικρομεσαία αστικά στρώματα οι άνεργοι και οι μετανάστες χωρίς χαρτιά δεν έχουν χρήματα για την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη. Πρόκειται για πραγματικές ανθρωποθυσίες των λαϊκών τάξεων για να «σωθεί η Ελλάδα από τη χρεοκοπία » και « για να μείνει η Ελλάδα στο Ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση». Είναι θυσίες που δείχνουν το απάνθρωπο πρόσωπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του νεοφιλελευθερισμού. Είναι θυσίες ενός λαού που ξαναφέρνουν στην επικαιρότητα την ανάγκη της διεθνιστικής ταξικής αλληλεγγύης, του συντονισμού και της διασύνδεσης των ταξικών αγώνων των λαών της Ευρώπης. Η οργάνωση του ταξικού διεθνισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι σήμερα προτεραιότητα για την υπεράσπιση των λαϊκών τάξεων.

* αναπληρωτής καθηγητής Αιµατολογίας στο Πανεπιστήμιο «Pierre et Marie Curie» (Paris 6) και υποψήφιος ευρωβουλευτής με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ (Δημοσιεύθηκε στην Humanité du Dimanche (27/3-2/4 2013)

Οι πραγματικοί κυβερνώντες-φεουδάρχες ενός κράτους μορφώματος που ακούει στο όνομα Ελλάδα !!!


Είναι οι πραγματικοί κυβερνώντες. Όλα και όλοι δουλεύουν για αυτούς.

Είναι αυτοί που…


ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις δεκαετίες τώρα.

by…projector-revolt

Aυτοί που προετοίμαζαν 2-3 χρόνια την Χρυσή Αυγή για να την σερβίρουν στις εκλογές του 2012 στους αποβλακωμένους ψηφοφόρους ως ανάχωμα αγανακτισμένων και απολιτίκ ψήφων και ως “μπαμπούλα” των χειροτέρων.

Αυτοί που δημιουργούν πολιτικά ελεγχόμενα τζάκια τύπου Μπακογιάννηδων και Κεφαλογιάννηδων που θα χορεύουν στους ρυθμούς τους.

Αυτοί που βάφτισαν το ακροδεξιό κουτσαβάκι μέγα ηγέτη. Αυτοί που δημιουργούν Ποτάμια και Ελιές. Αυτοί που στηρίζουν με νύχια και με δόντια την πιο φασιστική και διαπλεκόμενη κυβέρνηση από την μεταπολίτευση.

Αυτοί που έχουν κάνει την ΥΕΝΕΔ να φαντάζει ελεύθερη τηλεόραση μπροστά στην Digea.

Για αυτούς θυσιάζονται 10.000.000 άνθρωποι.

Για να κρατήσουν τις αυτοκρατορίες τους χωρίς να χάσουν ούτε το 1% των μεγεθών τους αυτοί.

Αυτοί και άλλοι 20-30 σαν αυτούς.

paganeli

Χρηματιστικοποίηση του Καπιταλισμού και Κρίσεις


Χρηματιστηκοποίηση του καπιταλισμού λαμβάνει χώρα όταν το υπερβάλλον κεφάλαιο από τον τομέα της παραγωγής στρέφεται για επενδύσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα της οικονομίας από τον οποίο επιδιώκει να εξασφαλίσει μεγαλύτερες αποδόσεις. Αυτό μπορεί να συμβεί για διάφορους λόγους όπως:

λόγω πλεονάζοντος κεφαλαίου,

λόγω υπερ-παραγωγής,

λόγω χαμηλής αγοραστικής δύναμης και ζήτησης,

λόγω πτώσης του ποσοστού κέρδους στους παραγωγικούς τομείς

λόγω απορρύθμισης του χρηματοπιστωτικού κλάδου.



Κάθε ένας από τους παράγοντες αυτούς είτε μεμονομένος, είτε σε συνδιασμό και ανεξάρτητα από τις συνθήκες που τον προκαλούν, έχει σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών.



Η ανάπτυξη και οι ελκυστικές αποδόσεις του άυλου αυτού τομέα της οικονομίας συνδέονται επίσης και με την ανάπτυξη των τεχνολογιών, ειδικά αυτών που σχετίζονται με την πληροφορική (software και hardware), καθώς καλύτεροι αλγόριθμοι και μεγαλύτερες ταχύτητες στις συναλλαγές αυξάνουν τις αποδόσεις. Ταυτόχρονα όμως συμβάλλουν και στο μέγεθος και τη βιαιότητα των booms και busts διότι παρακινούν σε μεγαλύτερους όγκους συναλλαγών, σε ανάληψη μεγαλύτερου ρίσκου και σε μεγαλύτερη δικτύωση, έτσι ώστε μια διαταραχή σε έναν από τους κόμβους του δικτύου να φτάνει ως τσουνάμι σε κάποιον άλλον χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά.



Αν εξετάσουμε τα 3 μεγαλύτερα κραχ από το τέλος του 19ου αιώνα ως σήμερα, δηλαδή τη Long Depression της περιόδου1873-1896, τη Great Depression με επιστέγασμα το Κραχ του 1929 και την τωρινή κρίση του 2008, παρατηρούμε ότι σε ολες αυτές τις περιπτώσεις προηγήθηκε μια περίοδος έντονης κερδοσκοπίας και δανεισμού, κατά την οποία είχαμε ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ finance και production, με την πρώτη να εμφανίζει απότομες αυξητικές τάσεις.



Στο παρακάτω διάγραμμα από τον Thomas Filippon, του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, απεικονίζεται η χρονική εξέλιξη του μεριδίου της χρηματοοικονομικής βιομηχανίας στο συνολικό ΑΕΠ των ΗΠΑ από το 1860 ως τις μέρες μας. Το μερίδιο αυτό από το 2% περίπου στα τέλη του 19ου αιώνα και από το 4.9% στο 1980, φτάνει σήμερα στο 8.3%, χωρίς να δείχνει τάσεις μετριασμού όπως θα περίμενε κανείς εξ αιτίας της κρίσης. Στο διάγραμμα αυτό έχω σημειώσει με μαύρες γραμμές τις περιόδους αλλαγής της κλίσης της καμπύλης, οι οποίες αλλαγές αντιστοιχούν σε επιτάχυνση, σε αύξηση δηλαδή του ρυθμού χρηματιστικοποίησης της οικονομίας, έχοντας ως κατάληξη τα αντίστοιχα κραχ. 
 
Η γραμμή 1 θέλει να τονίσει την απότομη αλλαγή της κλίσης γύρω στο 1880 που διαρκεί περίπου ως το 1895, η γραμμή 2, την αλλαγή που συμβαίνει περί το 1920 και συνεχίζει μέχρι το 1935 και η γραμμή 3 την αλλαγή που συμβαίνει το 1980 μέχρι σήμερα. Συγκρίνοντας τις κλίσεις των τριών γραμμών βλέπουμε ότι η μεγαλύτερη κλίση αντιστοιχεί στη γραμμή 2, γεγονός που μπορεί να εξηγήσει και τη βιαιότητα του κραχ του 1929 στην Αμερική, σε σχέση με τη βιαιότητα του σημερινού κραχ το οποίο συγκριτικά είχε μικρότερες επιπτώσεις. Επίσης η μικρή μεταβολή της κλίσης της γραμμής 1, σύμφωνα με το ίδιο σκεπτικό εξηγεί και τις μικρότερες επιπτώσεις της Long Depression στην οικονομία. Αν και ήταν μια μακρά περίοδος χαμηλής ανάπτυξης μετά το boom του 1873, δεν έμοιζε με τη βίαιη παλινδρόμηση της οικονομίας της περιόδου της Great Depression.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό που μπορεί να παρατηρήσει κανείς εξετάζοντας το εν λόγω διάγραμμα είναι ότι με την πάροδο του χρόνου η περιόδος που σηματοδοτείται από την αλλαγή της κλίσης, δηλαδή από την έναρξη της ξέφρενης χρηματιστικοποίησης της οικονομίας μέχρι την τελική εμφάνιση του κραχ, γίνεται όλο και μεγαλύτερη, γεγονός που θα μπορούσε να εξηγηθεί από την αξιοποίηση της προηγούμενης εμπειρίας και τη βελτίωση των τεχνικών αντιμετώπισης των κρίσεων. Έτσι, ενώ ως παράδειγμα, η πορεία προς τη χρηματιστικοποίηση της οικονομίας αρχίζει το 1980, (για λόγους που δεν είναι του παρόντος), το τελικό σκάσιμο της φούσκας συμβαίνει μετά από 35 χρόνια. Στο κραχ του 1929 αντιθέτως, η φούσκα σκάει μετά από μόλις 9 χρόνια.

Αν εξετάσει κανείς από κοντά τις τρεις αυτές εμβληματικές περιόδους διαπιστώνει ότι προέκυψαν από μια παρόμοια συμπεριφορά.

Όπως γράφει ο Özgür Orhangazi στο βιβλίο του Financialization and the US Economy,

Η σημασία του χρηματοπιστωτικού τομέα στη μετά το 1980 εποχή θέτει ερωτήματα για τις ομοιότητες που παρουσιάζει με την περίοδο από τα τέλη του 19ου μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, καθώς και σε αυτήν την περίοδο η χρηματιστικοποίηση θεωρήθηκε ως η κυρίαρχη δύναμη στην οικονομία. Όταν κοιτάξουμε την οικονομία των ΗΠΑ στα τέλη του 19ου αιώνα, βλέπουμε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από ένα μεγάλο και ισχυρό χρηματοπιστωτικό τομέα που συνοδεύεται από την κυριαρχία μονοπωλίων/ολιγοπωλίων. Λέγεται ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις του βιομηχανικού τομέα βρίσκονται υπό την επήρεια (ή υπό τον έλεγχο) του Money Trust - μια ένωση των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων υπό την ηγεσία της JP Morgan. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της απάντησης των επενδυτικών τραπεζών στον αδίστακτο ανταγωνισμό της δεκαετίας 1880 -1890, με το να στρέψουν την προσοχή τους στη χρηματοδότηση των καρτέλ, τραστ και στις συγχωνεύσεις”.

Η αλόγιστη πιστωτική επέκταση, το μέγεθος της οποίας φαίνεται στο επόμενο γράφημα, ήταν επίσης μια από τις κυριώτερες αιτίες του κραχ του 1929.
Ενθαρρυμένοι από την ευρωστία της οικονομίας οι καταναλωτές δανείζονταν για ν' αγοράσουν μετοχές το ίδιο και οι επιχειρήσεις για να επεκταθούν. Στα χρόνια που προηγήθηκαν του κραχ, το χρηματιστήριο θεωρούνταν ως το κατ' εξοχήν ίδρυμα όπου κάποιος μπορούσε να πετύχει μεγάλα κέρδη. Ήταν κάτι όπως το κυνήγι του χρυσού. Όσο οι μετοχές ανέβαιναν τόσο και περισσότεροι δανείζονταν όλο και μεγαλύτερα ποσά για να επενδύσουν σε μια ανατροφοδοτούμενη φούσκα. Ανάμεσα στο 1923 και 1929 μια μέση μετοχή είχε αυξηθεί κατά 400%, αύξηση που κατ' ουδένα λόγο αντιστοιχούσε στην ευρωστία των επιχειρήσεων.



Όσον αφορά την τελευταία κρίση όλοι δείκτες ανάγουν τις απαρχές της στο 1980, όταν η χρηματιστικοποίηση επιλέχθηκε ως ο προσφορότερος δρόμος για το ξεπέρασμα του στασιμοπληθωρισμού της δεκαετίας του '70.



Ως παράδειγμα είναι το επόμενο διάγραμμα, όπου κανείς παρατηρεί από το 1980 και μετά, την άνοδο του ποσοστού των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων ως προς τα υλικά περιουσιακά στοιχεία των κυριώτερων παραγωγικών επιχειρήσεων. Το πιο γνωστό παράδειγμα αποτελεί η αυτοκινητοβιομηχανία General Motors η οποία με το να αποφεύγει τις επενδύσεις στις γραμμές παραγωγής, κατέληξε στη χρεοκοπία. 
Η αντίστιξη της πορείας του χρηματοπιστωτικού τομέα σε σχέση με τον παραγωγικό φαίνεται με τον πιο εύγλωττο τρόπο στο επόμενο διάγραμμα. Πάλι το 1980 αποτελεί σημείο αναστροφής.
Το γιατί οι επενδύσεις στράφηκαν τελικά στα χρηματιστήρια και στα ποικίλα άλλα χρηματοοικονομικά προιόντα φαίνεται και από τα κέρδη που εξασφάλιζαν. Όπως φαίνεται παρακάτω, πάλι από το 1980 και μετά το μερίδιο των κερδών του financial sector ως προς τα συνολικά κέρδη βαίνει αυξανόμενο φτάνοντας το 45%.


Η ασυδοσία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου οφείλεται εν πολλοίς στην παγκοσμιοποίηση και στην απορρύθμιση των κεφαλαιακών αγορών. Μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι υπάρχει πολιτική διάθεση αναστροφής της τάσης. Τουναντίον το σκιώδες banking ζει και βασιλεύει ενώ με το High Frequency Trading οι συναλλαγές γίνονται όλο και πιο επικίνδυνες και επισφαλείς...
cynical

Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

Όταν ο Σαμαράς ονόμαζε τη μειονότητα τουρκική...

"Όταν ο Αντώνης Σαμαράς αποκαλούσε 'τουρκική' τη μειονότητα στη Θράκη", θα μπορούσε να ήταν ο τίτλος της συνέντευξης του νυν πρωθυπουργού στο...
περιοδικό "Εποπτεία" το 1989.

'Η, με τα δικά του λόγια, «πρέπει να καταλάβουμε ότι εγώ ο ίδιος, αν ζω στα 55 ή 60 χρόνια μου (σ.σ.: σήμερα ο πρωθυπουργός είναι 62 ετών) και έχω κυβερνητικές ευθύνες, δεν πρόκειται να αντιμετωπίζω το πρόβλημα της τουρκικής μειονότητας στη Θράκη, π.χ. γιατί οι Τούρκοι θα ‘χουν φύγει από εκεί, θα 'χουν εγκατασταθεί στη Φραγκφούρτη ή τη Μασσαλία».

Και σε άλλο σημείο υποστήριζε ότι "η εξωτερική μας πολιτική πρέπει να αποκτήσει νέους προσανατολισμούς -και θα τους αποκτήσει κατ' ανάγκην. Είναι πια κοινός τόπος ότι η Τουρκία θα μπει τελικά στην Ευρώπη. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί ογκωδέστατοι φάκελοι του αρμόδιου υπουργείου θα μπουν στο αρχείο και θα αφεθούν στα χέρια των ερευνητών της ιστορίας".

Τα χρόνια πέρασαν βέβαια και ο νεαρός, τότε, βουλευτής της Ν.Δ. προωθήθηκε στο υπουργείο Εξωτερικών της κυβέρνησης Μητσοτάκη, με τις γνωστές ακραίες θέσεις σε όλα τα μέτωπα και με τα εξίσου γνωστά αποτελέσματα...

Η συνέντευξη ήταν σχεδόν ξεχασμένη, την ανέδειξε όμως η δημοσιογραφική ομάδα του "Ιού" στην "Ελευθεροτυπία" το 1993, με στόχο να συγκριθούν τα τότε λεχθέντα με τις υπουργικές κορώνες τρία - τέσσερα χρόνια μετά. Το θέμα απασχόλησε και την προεκλογική περίοδο του 1994 -ευρωεκλογές και τότε- με τον εκπρόσωπο της Πολιτικής Άνοιξης, μακαρίτη σήμερα, Μανώλη Καλαμίδα να κατηγορεί το ΠΑΣΟΚ για "κινήσεις λάσπης και πανικού, που αποκαλύπτουν την ταραχή του".

Όπως η ΠΟΛ.ΑΝ. τότε, έτσι και η Ν.Δ. σήμερα -του ίδιου αρχηγού βεβαίως βεβαίως- αμύνθηκαν ισχυριζόμενοι ότι ο Αντώνης Σαμαράς δεν είχε χρησιμοποιήσει στη συνέντευξη τον όρο "τουρκική μειονότητα" επιρρίπτοντας την ευθύνη σε κάποιον... ριράιτερ του περιοδικού, χωρίς όμως να μπορούν να απαντήσουν σε κάτι για το πνεύμα της απάντησης στην επίμαχη παράγραφο.

Το θέμα υπενθύμισε χθες το πρωί ο εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ Πάνος Σκουρλέτης (στον Alpha 989), για να ακολουθήσει η εξής γραπτή ανακοίνωση: "Οι δικαιολογίες της Ν.Δ. για την καταγεγραμμένη άποψη του κ. Σαμαρά στο περιοδικό 'Εποπτεία' (τεύχος 141, Ιανουάριος 1989) που μιλάει για 'τουρκική μειονότητα στη Θράκη', είναι αστείες, όπως επίσης είναι ένοχη η σιωπή της για τα στελέχη και τους υποψηφίους της στη Θράκη που δηλώνουν πίστη στο ακραίο εθνικιστικό μειονοτικό κόμμα. Τέρμα η υποκρισία. Οφείλουν να δοθούν απαντήσεις. Δεν μπορεί να παίζουν άλλο η Ν.Δ. και ο κ. Σαμαράς ακραία εθνικιστικά παιχνίδια".

Σε δυσχερή θέση, η Ν.Δ. του Αντώνη Σαμαρά έδωσε απαντήσεις ανάξιες για κυβερνητική τοποθέτηση, με τον ΣΥΡΙΖΑ να επιμένει ότι "μέσα στις υπόλοιπες απαντήσεις που χρωστάει η Ν.Δ., περιμένουμε να μας δώσει και άλλη μία. Ποια είναι η θέση του κ. Σαμαρά για την FYROM σήμερα. Επιμένει άραγε στα όσα υποστήριζε επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη;".

Μεταμορφώσεις που απλώς επιβεβαιώνουν το αδίστακτο της προσωπικότητας του πρωθυπουργού...
avgi.gr

Ο “εμποράκος” των ψεύτικων ελπίδων και το ποτάμι που μας γυρίζει πίσω !!!

Στα πλαίσια του πρώτου καθαρά μιντιακού πολιτικού μορφώματος για τα ελληνικά δεδομένα, ονόματι “Ποτάμι”, η ηγετική του ομάδα αρχίζει να κάνει τις πρώτες…

εμφανίσεις της και τα στελέχη του μηχανισμού του να παίρνουν τη “θέση μάχης” που αναλογεί στον καθένα, ενόψει Ευρωεκλογών.

Της Κατερίνας Μαμώλη

Αρχικά, ο Σταύρος Θεοδωράκης και η βολεμένη ομάδα των κονδυλοφόρων του που υποστήριξαν με «δημοσιογραφικό πάθος» από το site protagon.gr, επί τέσσερα χρόνια την ένταξη της χώρας στο ΔΝΤ και τα μνημόνια -που συγκροτούν τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής- και πλέον συναποτελούν το «Ποτάμι», προωθήθηκαν σε επικοινωνιακό επίπεδο, από όλα τα συστημικά ΜΜΕ που στηρίζουν το «μνημονιακό μπλοκ» των πολιτικών δυνάμεων. Το αρνητικό όμως, κλίμα που εισέπραξαν από τον προοδευτικό κόσμο, ως προϊόν του συστήματος, τους οδήγησε σε αναπροσαρμογή της επικοινωνιακής στρατηγικής τους.

Πλέον, ως βασικό επικοινωνιακό όχημα δεν θα χρησιμοποιήσει το πλήρως απαξιωμένο στην ελληνική κοινωνία και με ασήμαντη πλέον πολιτική επιρροή στους προοδευτικούς πολίτες, συγκρότημα ΔΟΛ – αν και αποτελεί κατεξοχήν πολιτικό προϊόν για την εξυπηρέτηση των πολιτικό-οικονομικών επιδιώξεων που το αντίστοιχο σύμπλεγμα διαπλοκής προωθεί – και τα παραδοσιακά του επικοινωνιακά εργαλεία, MEGA, ΒΗΜΑ, ΤΑ ΝΕΑ κλπ.

Αλλά αντιθέτως, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα free press έντυπα με επικοινωνιακή «ναυαρχίδα» την Athens Voice, που προωθούν την ίδια σκληρή νεοφιλελεύθερη πολιτική ατζέντα αλλά με σαφώς καλύτερο επικοινωνιακό περιτύλιγμα και με μεγάλη διείσδυση στην ελληνική νεολαία, ευρύτερα τμήματα της οποίας είναι πολιτικά απαίδευτα, στα πλαίσια του ρεύματος αποπολιτικοποίησης, ατομικισμού και μη ενασχόλησης με τα κοινά που κυριάρχησε τις τελευταίες δεκαετίες.

Η δουλειά των εν λόγω εντύπων είναι ομολογουμένως, τόσο σε επίπεδο ιδεολογικό-πολιτικής κατ’ ουσία, ζύμωσης αλλά με την ταμπέλα του «απολιτικού», της δήθεν «κοινής λογικής» και του «αυτονοήτου», που υπερβαίνει τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα και το πολιτικό λόγο που αρθρώνουν, όσο και σε επίπεδο προώθησης «προτύπων ζωής», με βασικό στόχο την επικράτηση στο ηγεμονικό πεδίο -με γκραμσιανούς όρους – εξαιρετικά προσεκτική, σοβαρή και συνεπής στο χρόνο, εδώ και μια δεκαετία.

Ενδεικτικό είναι ότι η πρώτη «χαλαρή» συνέντευξη-παρουσίαση του υπευθύνου της πολιτικής καμπάνιας του «Ποταμιού», κύριου Γιατρωμανωλάκη, υπότροφου του ιδρύματος Σωκράτη Κόκκαλη, γίνεται στην Lifo στη στήλη «Η φωνή του Λαού» (!). Αντίστοιχα οργανωμένη ιδεολογικό-πολιτική δουλειά την τελευταία δεκαετία σε καθαρά κομματικό επίπεδο, μόνο η Χρυσή Αυγή διαθέτει που υπήρξε «πρωτοπόρος» και στη χρήση του διαδικτύου, ως εργαλείου προπαγάνδας και διάχυσης του πολιτικού της μηνύματος στους νέους και αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους, που ως κοινωνικό-πολιτικό φαινόμενο, διατηρεί τη δυναμική του και ο σκληρός πυρήνας της εξακολουθεί να τη στηρίζει, παρά τα όσα έχουν πλέον αποδεδειγμένα αποκαλυφθεί στην ελληνική κοινωνία την τελευταία περίοδο για τη δράση των στελεχών της.

Καθόλου τυχαία λοιπόν, αλλά με σαφή πολιτική και επικοινωνιακή στόχευση, επιλέχθηκε η πολιτική ονομασία «Ποτάμι», αλλά και το αρχικό πολιτικό τους σλόγκαν «Πολιτική χωρίς κομματικό παρελθόν» που έδωσε πλέον τη θέση του, αν και χρησιμοποιείται από στελέχη του, στο πιο εύστοχο επικοινωνιακά, «Πολιτική για όλους».

Το «Ποτάμι» πολιτικά δεν εκφράζει τίποτε αλλά σε συμβολικό επίπεδο λειτουργεί ως έννοια που υποδηλώνει μια επιθετική δυναμική, με θετικό όμως πρόσημο. Το «Ποτάμι» εκφράζει συμβολικά τη «μούντζα» των αγανακτισμένων της ακροδεξιάς, αντιπολιτικής και εντέλει αντιδημοκρατικής «πάνω πλατείας» στη Βουλή, αντεστραμμένη.

Συγκεκριμένα έχει μία μόνο ποιοτική διαφορά, καθοριστικής όμως, σημασίας: Η «μούντζα» είναι συμβολικά το ίδιο δυνατή και το ίδιο επιθετική, έχει όμως αρνητικό πρόσημο και υποδηλώνει ετεροπροσδιορισμό, καθώς αυτός που μουντζώνει τη Βουλή και τους εκπροσώπους της, ετεροπροσδιορίζεται. Δεν υποδηλώνει θέση αλλά αντίθεση, ως προς αυτόν που απευθύνεται η «μούντζα». Ο ετεροπροσδιορισμός, ως προς κάποιον «άλλο» και ο αρνητικός λόγος ποτέ δεν κατορθώνει στην πολιτική να δημιουργήσει δυναμική στην κοινωνία με διάρκεια.

Αντιθέτως, το «Ποτάμι» συμβολικά έρχεται να εκφράσει και να προκαλέσει τα ίδια συναισθήματα και συνειρμούς αλλά με θετικό πρόσημο και με αυτοπροσδιορισμό. Υποσυνείδητα, το μήνυμα έγκειται στο ότι έρχεται να συμπαρασύρει πολιτικά μέσα από μια τυφλή γενίκευση, αυτό – δηλαδή το παρόν πολιτικό σύστημα και τους εκπροσώπους του χωρίς καμία απολύτως πολιτική διάκριση – που μέχρι πρότινος οι πολίτες απλώς «μούντζωναν». «Εγώ μπορώ να πάω στον κόσμο. Οι πολιτικοί μπορούν;», αναφέρει χαρακτηριστικά ο «απλός πολίτης» Στ. Θεοδωράκης, αποκρύπτοντας εσκεμμένα ότι είναι συγκεκριμένοι οι πολιτικοί που εξαιτίας της νεοφιλελεύθερης πολιτικής που άσκησαν, «δεν μπορούν» και όχι όλοι συλλήβδην.

Έρχεται να καβαλήσει το «Κύμα» – η έτερη ονομασία που τελικά απορρίφθηκε, όπως έγινε γνωστό, καθόλου τυχαία επίσης – της λαϊκής δυσαρέσκειας απέναντι στους πολιτικούς και φυσικά να το κατευθύνει αναλόγως, για την εξυπηρέτηση των επιδιώξεων του οικονομικού, μιντιακού και πολιτικού συμπλέγματος διαπλοκής που το δημιούργησε.

Επίσης, καθόλου τυχαία δεν είναι η μη ξεκάθαρη τοποθέτηση σε επίπεδο ρητορικής, στον άξονα Αριστερά-Δεξιά: «Το Ποτάμι δεν είναι ούτε αριστερό ούτε δεξιό», ισχυρίστηκε ο επικεφαλής της κίνησης στην πρώτη συνέντευξη Τύπου. «Το Ποτάμι δεν έχει ιδεολογία και αυτό είναι πολύ θετικό καθώς οι ιδεολογίες εμποδίζουν την σωστή πολιτική», δηλώνε ο συνιδρυτής του αν και πλέον αποχωρήσας, συγγραφέας Ν. Δήμου, γνωστός για τις περίτεχνα αντιδραστικές και νεοφιλελεύθερες απόψεις του. Ένας προσεκτικός πολιτικά, πολίτης αντιλαμβάνεται ήδη σαφώς το κλείσιμο του ματιού προς τα δεξιά:

«Το μνημόνιο τελειώνει το Μάιο», «να χρησιμοποιήσω κάτι παλιό και αριστερό», η αναφορά του Στ. Θεοδωράκη σε ενδεχόμενη συνεργασία με τη Ν.Δ., η επιχείρηση αποπολιτικοποίησης του αποτελέσματος των ευρωεκλογών, κ.λπ.

Διόλου τυχαίο επίσης, δεν είναι και το γεγονός ότι οι πολιτικές θέσεις κατά κύριο λόγο, δημοσιεύονται μέσω βίντεο, αποσπασμάτων από συνεντεύξεις του επικεφαλής και του προφορικού λόγου και όχι του γραπτού που απαιτεί πολύ πιο συγκροτημένο και σαφή πολιτικά λόγο και φανερώνει πολύ πιο έντονα τις πολιτικές επιδιώξεις του γράφοντος.

Και το μέσο είναι μήνυμα, όπως πρεσβεύει το αμερικάνικο πολιτικό μάρκετινγκ: the medium is the message. Το πολιτικό μήνυμα είναι γρήγορο, εύπεπτο, δεν προϋποθέτει την προσοχή, τη συγκέντρωση, την πολιτική παιδεία και ανάλυση του πολίτη-δέκτη. Αλλά αντιθέτως, διαμέσου της κυριαρχίας της εικόνας και του λόγου-σύνθημα -οι πολιτικές θέσεις ανακοινώνονται με τη μορφή ερωτήσεων-απαντήσεων με τηλεγραφικό τρόπο καθώς και σε βίντεο-, επιδιώκει εντέχνως τον αποπροσανατολισμό τους.

Ένα πολιτικό μήνυμα fast food που όμως, ανταποκρίνεται σαφώς στο μοτίβο λήψης πολιτικών αποφάσεων, που είναι σήμερα κυρίαρχο στις μερίδες της κοινωνίας που το «Ποτάμι» διεκδικεί ως ψηφοφόρους. Όχι «καφενειακή πολιτική» πλέον, αλλά σύγχρονη, «Internet-café πολιτική».

Με εργαλεία αυτή την φαινομενικά ιδεολογική ασάφεια και την πολιτική σύγχυση προκειμένου να αποκρύψουν την επί της ουσίας νεοφιλελεύθερη, με μια επίφαση προοδευτικότητας ατζέντα τους, τα στελέχη του πατούν σαφώς πάνω τόσο στο πραγματικό αίτημα που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία για άνοιγμα της «πολιτικής αγοράς» όσο και στο ισχυρότατο αντιπολιτικό και αντικομματικό «ποτάμι» που είναι διάχυτο σήμερα στην ελληνική κοινωνία.

 Το αντιπολιτικό αυτό ρεύμα, αν και δεν προέκυψε εν πολιτικώ κενώ, τέσσερα χρόνια πριν αλλά οι «πηγές» του μας πάνε πίσω στη δεκαετία του ’90 με την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, γιγαντώθηκε όμως σαφώς, όταν οι ίδιες οι πολιτικές ηγεσίες των μέχρι το 2010, ηγεμονικών κομμάτων ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. αλλά και οι πολιτικές ηγεσίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οδήγησαν στην τελειωτική ήττα και συντριβή από τις αγορές, την ίδια την Πολιτική.

Η απαξίωση της Πολιτικής, και δη της Προοδευτικής Πολιτικής, δεν προήλθε καταρχήν, από την κοινωνία, τόσο της ελληνικής όσο και της ευρωπαϊκής, μιας και το αντιπολιτικό φαινόμενο δε συνιστά ελληνική πολιτική ιδιαιτερότητα. Αυτό ήταν το σύμπτωμα της απαξίωσης της Πολιτικής δια της πλήρους παράδοσης τους στις επιταγές της αγοράς, από αυτούς που υποτίθεται ότι αποτελούσαν τους βασικούς εκπροσώπους της.

Στα πλαίσια αυτά, μετά και την πρώτη πολιτικά πλήρως αποτυχημένη αλλά επικοινωνιακά πλήρως επιτυχημένη καθώς, όπως συνηθίζουν να λένε και οι αγγλοσάξονες, μετρ της πολιτικής επικοινωνίας, «bad publicity is actually publicity» (η αρνητική δημοσιότητα είναι εντέλει δημοσιότητα), παρουσίαση από το Σταύρο Θεοδωράκη, αρχίζει να ξεδιπλώνεται η επικοινωνιακή στρατηγική τους, της οποίας βασικό της χαρακτηριστικό είναι η αίσθηση του δήθεν αυθόρμητου και πηγαίου, του δήθεν εναλλακτικού και του δήθεν εκπορευόμενου από τους απλούς πολίτες, που δημιουργεί.

Καθόλου τυχαία δεν ήταν ούτε η ανακοίνωση που έγινε και δημοσιεύτηκε μέσω video από κινητό τηλέφωνο, η παρουσίαση στο Hub, ένα στέκι του trendy και hipster κόσμου της ελληνικής νεολαίας, με τον επικεφαλή Στ. Θεοδωράκη όρθιο σε διαρκή κίνηση και όχι στατικό, casual ντυμένο, να απαντάει σε «αυθόρμητες» ερωτήσεις αλλά και χρήση μεθόδων όπως το «γίνε εθελοντής» και το crowd funding, η υποτιθέμενη δηλαδή ενίσχυση του κόμματος από χρήματα που προσφέρουν οι πολίτες, προκειμένου να δημιουργεί την αίσθηση της ενεργούς συμμετοχής των πολιτών, ενώ παράλληλα η χρηματοδότηση που θα προέρχεται από μη δημόσια ελέγξιμες «πηγές του Ποταμιού», θα ρέει άφθονη.

Είναι ενδεικτικό ότι το «Ποτάμι» από την πρώτη μέρα δημοσιοποίησης της κίνησης, διαθέτει site, πλήρη μιντιακή προώθηση, επιχορηγούμενες; οικονομικά, ομάδες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με διαρκή ροή, μηχανισμό ανθρώπων που επομένως ασχολείται συνεχώς, γραφεία και πούλμαν για την προεκλογική περιοδεία τους που ήδη πραγματοποιείται.

Ταυτόχρονα το site του Στ. Θεοδωράκη protagon.gr, ήταν και είναι γεμάτο από διαφημίσεις Τραπεζών, του ΟΠΑΠ αλλά και οργανισμούς του Δημοσίου. Ο Στ. Θεοδωράκης παραμένει μέτοχος του εν λόγω site, επομένως, έχει εισοδήματα από τις τράπεζες και όλους τους ιδιωτικούς ως επί το πλείστον οργανισμούς, που θα έπρεπε να έχει απέναντι στην πολιτική του, μιας και παρουσιάζει το «Ποτάμι» ως κόμμα της Κεντροαριστεράς.

Στην πραγματικότητα, όπως γίνεται αντιληπτό, τίποτε δεν είναι αυθόρμητο. Όλα είναι σύμφωνα με μια επιμελώς μελετημένη και σύγχρονη επικοινωνιακή στρατηγική. Το «Ποτάμι» είναι κατ’ ουσία ένα πολύ καλά μελετημένο, πολιτικά και επικοινωνιακά project και όχι κόμμα, που αντλεί στοιχεία από την επικοινωνιακή στρατηγική των Μπλερ και Ομπάμα αλλά και μεγάλων αμερικάνικων εταιρειών τεχνολογίας και σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί αλλά να αντιμετωπιστεί επαρκώς και εν τη γενέσει του, όχι μόνο πολιτικά αλλά και με όρους επικοινωνίας.

Η επικοινωνία ήταν πάντοτε, κατεξοχήν και επί της ουσίας άσκηση πολιτικής καθώς διαμορφώνει απόψεις και «πραγματικότητες», δημιουργεί κλίμα. Πόσω μάλλον σε μια εποχή όπως η σημερινή όπου τα κόμματα ως φορείς έκφρασης συλλογικών κοινωνικών συμφερόντων και ως ιμάντες διαμεσολάβησης μεταξύ των πολιτικών ελίτ και της κοινωνίας των πολιτών, βρίσκονται σε καθεστώς πλήρους ανυποληψίας και παρακμής.

Το «Ποτάμι» αποτελεί σχεδιασμένη παρέμβαση επιχειρηματιών, καναλαρχών, δημοσιογράφων και ομάδας πολιτικών παραγόντων, ως εναλλακτική λύση στην αποτυχία του εγχειρήματος Κ. Σημίτη- Β. Βενιζέλου, με την κίνηση των 58. Το «έρ

More…

ιξαν» στην κεντρική πολιτική σκηνή και στο δημόσιο βίο, προκειμένου να επιχειρήσει να εδραιώσει με το περιτύλιγμα μιας δήθεν λαϊκής, νεολαιίστικης επικοινωνίας, τη βασική τους επιδίωξη που αφορά τη δικαίωση του «νεοφιλελεύθερου μονόδρομου», ως μόνη επιλογή για την ελληνική κοινωνία, παρά την οικονομική καταστροφή και την κοινωνική ερήμωση που προκάλεσε και προκαλεί στη χώρα.

Το «Ποτάμι» και τα στελέχη του είναι στην πραγματικότητα οι «λάιτ» απολογητές της νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας που βίωσε και βιώνει η ελληνική κοινωνία και ο Στ. Θεοδωράκης ο σύγχρονος εμποράκος της νέας πολιτικής απάτης και των ψεύτικων ελπίδων. Το «Ποτάμι», το φέρνουν προκειμένου να τα αλλάξει όλα σε επίπεδο πολιτικής επικοινωνίας, για να μην αλλάξει εντέλει τίποτα σε επίπεδο εφαρμοσμένης πολιτικής. Έρχεται να αλλάξει το υφιστάμενο πολιτικό σκηνικό αλλά όχι το σύστημα διαπλοκής που το συντηρεί και του οποίου αποτελεί «παιδί». Διαμέσου αυτού, το σύστημα της διαπλοκής αποκτά επίσημο κομματικό βραχίονα και αναβαθμίζει το ρόλο του ως κυρίαρχος πολιτικός παίχτης.

Βασική επιδίωξη των δημιουργών του είναι να ανακόψει τη δυναμική του πραγματικού ποταμιού που έχει αναπτυχθεί στην ελληνική κοινωνία στον ευρύτερο προοδευτικό χώρο απέναντι στη νεοφιλελεύθερη πολιτική των μνημονίων. Απέναντι σε μια πολιτική, που έχει οδηγήσει σε ύφεση και σε εκατομμύρια ανέργους, διαλύοντας οικονομικές και κοινωνικές δομές, εν ονόματι της αντιμετώπισης του δημόσιου χρέους και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και έχει οδηγήσει σε ένα φαύλο κύκλο μονόπλευρης λιτότητας, ύφεσης και ανεργίας, με αποτέλεσμα το οικονομικό και κοινωνικό αδιέξοδο της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών.

 Στόχος είναι στην παρούσα φάση και ενόψει των ευρωεκλογών και των εκλογών στην Τ.Α., μια νέα υφαρπαγή της λαϊκής ψήφου. Αυτή τη φορά, όμως η στρατηγική δεν αφορά τόσο ένα εμπόριο φόβου και εκβιασμών που εξάντλησε πλέον τα περιθώρια επηρεασμού της ψήφου της πλειοψηφίας των πολιτών αλλά ένα εμπόριο ψεύτικων ελπίδων ως υποκατάστατο του φόβου, τόσο από τους παραδοσιακούς πολιτικούς εκπροσώπους του ευρύτερου «μνημονιακού μπλοκ» όσο και από πολιτικούς-αχυρανθρώπους, νέας κοπής.

Επιδίωξη τους είναι να αποσοβηθεί η καταγραφή της ξεκάθαρης ήττας και εκλογικής συντριβής αυτής της πολιτικής, να εδραιωθεί η θεωρία του «νεοφιλελεύθερου μονόδρομου» που έβλαψε τη χώρα και την κοινωνία και ωφέλησε τους «ημέτερους» τους. Να μην απονομιμοποιηθεί μέσω ενός ξεκάθαρου εκλογικού αποτελέσματος αυτή η πολιτική και να μας παρουσιαστεί σε μια πιο light, διανοουμενίστικη και «τελευταίας τεχνολογίας» πολιτική «συσκευασία».

Οδηγούμαστε πλέον, σε νέα φάση και σε ένα υπό διαμόρφωση πολιτικό σύστημα, που αν σταθεροποιηθεί, θα είναι σαφώς πιο αποφασιστικά ελεγχόμενο από το ισχύον σύστημα διαπλοκής. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική των μνημονίων δεν συνιστά απλώς κρίση πλέον, αλλά τη ζώσα πραγματικότητα. Η «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» που επιβλήθηκε από τις πολιτικές ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ., συνιστά μια εν δυνάμει και υπό διαμόρφωση κανονικότητα που επιδιώκουν να ριζώσει και να οδηγήσει την ελληνική κοινωνία σε μια νέα πολιτειακή και οικονομική συγκυρία όπου θα συνεχίζεται η στρατηγική της λιτότητας, ενώ παράλληλα θα προβαίνουν σε κατ’ επίφαση «προοδευτικές» διορθωτικές πολιτικές, απόλυτα όμως ενσωματωμένες στα συμφέροντα τους, αποκαλώντας τεχνηέντως όλο αυτό, «μετά-μνημονιακή εποχή».

Οι προοδευτικοί πολίτες στο σύνολο τους και η συντριπτική πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας που έχει πληγεί από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική των μνημονίων, έχουμε υποχρέωση να μη μείνουμε απαθείς απέναντι στα σχέδια του ευρύτερου «μνημονιακού μπλοκ» δυνάμεων αλλά από κοινού να συμβάλλουμε στην ήττα αυτής της πολιτικής και στη δημοκρατική και προοδευτική λύση που θα απαντά χωρίς να συσκοτίζει, στα πραγματικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας.

Η προοδευτική έξοδος από την κρίση, δε θα προκύψει ως ώριμο φρούτο. Μόνη λύση η δημοκρατική συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων. Μόνη λύση για τους πολίτες της Ε.Ε. να κρατήσουμε προοδευτικά ψηφοδέλτια στις επερχόμενες Ευρωεκλογές, να οδηγήσουμε σε πολιτική ήττα την νεοφιλελεύθερη πολιτική με τη ψήφο μας και στην αντιπολίτευση τις πολιτικές δυνάμεις που την ψήφισαν, την στήριξαν, την εφάρμοσαν και συνεχίζουν να το κάνουν σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, σε κάθε κάλπη.