ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Κώστας Λαπαβίτσας: Μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας σε πρώτο πρόσωπο


Μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας σε πρώτο πρόσωπο
1ο.Οι “θεωρητικοί του ευρώ” και οι “γενικοί θεωρητικοί”
Θυμάμαι καλά τις αρχές του 2010. Τότε που ανέβαιναν τα σπρεντ, πύκνωναν τα σύννεφα για την Ελλάδα στις διεθνείς αγορές και ο κ. Παπακωνσταντίνου, με το σακίδιο στην πλάτη, περιφερόταν από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα παριστάνοντας τον σωτήρα της διεφθαρμένης χώρας του. Με ανησυχία παρακολουθούσε τις διαδρομές του η ελληνική κοινωνία, χωρίς όμως να αντιλαμβάνεται τι ακριβώς συμβαίνει. Και πως να αντιληφθεί, αν θυμηθεί κανείς τι της έλεγαν οι ταγοί της και οι πνευματικοί της φορείς.
Από τη μια είχαμε αυτούς που μπορούμε να τους ονομάσουμε οι “θεωρητικοί του ευρώ”. Δεν ήταν βέβαια ακριβώς αυτό τότε, ήταν μάλλον οι θεωρητικοί της υποτιθέμενης ελληνικής διαφθοράς και διπροσωπίας. Η κρίση ήταν ελληνική υπόθεση γιατί το στραβό ελληνικό δημόσιο είχε καταστρέψει τον υγιή ιδιωτικό τομέα και προκάλεσε αναταραχή εκ του μη όντος στην ΟΝΕ. Χρειαζόταν τιμωρία, εξυγίανση και πειθαρχία. Αυτά έλεγαν οι Γερμανοί προκαθήμενοι της ΟΝΕ και υπερθεμάτιζε ο κ. Παπανδρέου με την κυβέρνησή του. Πλήθος οι πανεπιστημιακοί, πνευματικοί άνθρωποι, δημοσιογράφοι, ο ανθός της ελληνικής πνευματικής ζωής, που επικροτούσαν. Η ΟΝΕ ήταν το απάνεμο λιμάνι, η ασφαλής προστασία για τη χώρα μας κι έπρεπε να ντρεπόμαστε που της δημιουργήσαμε τέτοια κρίση. Θα αφήσω κατά μέρος την προπέτεια να κουνάνε το δάχτυλο στον ελληνικό λαό άνθρωποι όπως ο κ. Παπακωνσταντίνου. Σημασία έχει ότι η συνομοταξία του γρήγορα μετατράπηκε στην “παράταξη του ευρώ”, χωρίς όμως να χάσει τον αρχικό πυρήνα των ιδεών της, ότι δηλαδή φταίει ο ελληνικός λαός και κυρίως ο δημόσιος τομέας της οικονομίας του.
Από την άλλη είχαμε τους “θεωρητικούς γενικώς”. Αυτοί προέρχονταν κυρίως από τον χώρο της Αριστεράς και άρα παρακολουθούσαν την κρίση από την σχετικά ασφαλή απόσταση όσων δεν έχουν αποφάσεις ευθύνης να λάβουν. Γενική κουβέντα περί καπιταλιστικών κρίσεων από το ΚΚΕ, με κεραυνούς μάλιστα εναντίον όσων τόνιζαν τη σημασία του χρέους κι επέμεναν ότι ούτε πρέπει, ούτε γίνεται να πληρωθεί. Οι προλετάριοι δεν είναι μπαταχτσήδες. Απόλυτο κομφούζιο στον ΣΥΡΙΖΑ, που αρχικά έλεγε ότι δεν υπάρχει κρίση κι ότι δεν κινδυνεύουμε με πτώχευση, μέχρι που οι οικονομικοί του εγκέφαλοι ανακάλυψαν ότι η Ελλάδα αντιμετώπιζε τέσσερις κρίσεις που συνέβαιναν ταυτοχρόνως, αλλά η χώρα μπορούσε να επιλέξει ποιαν από όλες θα αντιμετώπιζε. Απεραντολογία περί κρίσεων σε άλλα κομμάτια της Αριστεράς. Καμία συναίσθηση της απειλής που μόλις είχε σηκώσει κεφάλι.
Υπήρχαν βέβαια, οικονομολόγοι στις ΗΠΑ και αλλού που έλεγαν ότι τα πράγματα στην ΟΝΕ είναι πολύ πιο μπλεγμένα. Υπήρχαν και μεμονωμένες φωνές θαρραλέων ανθρώπων στην Ελλάδα, όχι απαραίτητα οικονομολόγων, που πολύ σωστά έλεγαν ότι το ελληνικό χρέος είναι μη βιώσιμο, αλλά αυτές κι αν ήταν περιθωριακές.
2ο.Οι μελέτες του RMF και τα βαθύτερα αίτια της ελληνικής κρίσης
Τον Μάρτιο του 2010 δημοσίευσα στο Λονδίνο, από κοινού με τους συνεργάτες μου στο RMF, μία μελέτη για την κρίση που είχε αρχίσει να διαφαίνεται. Ακολούθησαν άλλες δύο τους επόμενους δεκαοκτώ μήνες.
Οι μελέτες αυτές έδειχναν και θεμελίωναν εμπειρικά ότι άλλα είναι τα αίτια της ελληνικής κρίσης. Συγκεκριμένα, ότι πρόκειται για κρίση ολόκληρης της Ευρωζώνης και όχι μόνο της Ελλάδας. Η περιφέρεια, δηλαδή η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Ισπανία, δεν θα αργούσαν να ακολουθήσουν. Ο λόγος ήταν το άνοιγμα της ψαλίδας ανταγωνιστικότητας με το κέντρο, κυρίως με τη Γερμανία, γεγονός που έφερνε τεράστια ελλείμματα στις διεθνείς συναλλαγές της περιφέρειας και άρα πλεονάσματα για τη Γερμανία. Τα ελλείματα απαιτούσαν δανεισμό για να χρηματοδοτηθούν και άρα η περιφέρεια βούλιαζε στα χρέη, δημόσια και ιδωτικά. Γιατί όμως είχε ανοίξει η ψαλίδα; Διότι οι ονομαστικοί γερμανικοί μισθοί είχαν παγώσει, ενώ αυτοί της περιφέρειας συνέχισαν να αυξάνονται, έστω και με χαμηλούς ρυθμούς. Μέσα στα δέκα χρόνια της ΟΝΕ η διαφορά είχε γίνει δυσθεώρητη. Δεδομένου ότι δεν υπήρχαν πλέον εθνικά νομίσματα, ώστε να πέσει η αξία τους και να εξισορροπηθεί η κατάσταση, οι χώρες της περιφέρειας είχαν πιαστεί στη γερμανική παγίδα.
Τα βαθύτερα αίτια της κρίσης, συνεπώς, είναι ταξικά και εθνικά.Η ΟΝΕ έχει άνισο και εκμεταλλευτικό χαρακτήρα που εξυπηρετεί πάνω απ΄ όλα, τα συμφέροντα του μεγάλου γερμανικού εξαγωγικού κεφαλαίου και των μεγάλων τραπεζών. Μετατρέπεται δε σε όχημα γερμανικής κυριαρχίας σε ολόκληρη την Ευρώπη.
3ο.Οι εκδοχές επίλυσης
Στο πλαίσιο αυτό τρεις ήταν οι εκδοχές για την επίλυση της κρίσης που καταδείκνυαν οι μελέτες του RMF. Η πρώτη ήταν να επιβληθεί σκληρή λιτότητα με ιδιωτικοποιήσεις και απελευθέρωση των αγορών. Η δεύτερη ήταν να γίνει μετάλλαξη της ΟΝΕ δημιουργώντας ένα “καλό ευρώ” υπέρ των εργαζομένων και των περιφερειακών χωρών. Η τρίτη ήταν η έξοδος από την ΟΝΕ με αθέτηση πληρωμών στο χρέος και αναδόμηση της εθνικής οικονομίας.
Ποιά ήταν η πιθανότερη; Δεν υπάρχουν “προφητείες” και “μαντεψιές”, Κασσάνδρες και άλλα μυθικά πρόσωπα στην πολιτική οικονομία. Μόνο εκτιμήσεις υπάρχουν, όπως σε όλα τα επιστημονικά πεδία. Τι έλεγαν λοιπόν οι καταγεγραμμένες εκτιμήσεις του RMF; Ότι το πιθανότερο είναι να επιλεγεί η εκδοχή της σκληρής λιτότητας, μαζί με την απελευθέρωση των αγορών και τις ιδιωτικοποιήσεις, που θα έχουν τραγικά αποτελέσματα για τις κοινωνίες. Η οποία επιλογή μάλιστα θα είναι και αντιφατική διότι δεν θα λύσει το κεντρικό πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας, παρά το εξαιρετικά υψηλό κοινωνικό κόστος, κι έτσι θα υποσκάψει κι άλλο το ευρώ. Ακόμη, οι εκτιμήσεις του RMF συνηγορούσαν στο ότι οι πιθανότητες να δημιουργηθεί ένα “καλό ευρώ” ήταν περίπου τόσες όσες να χιονίσει στην Αθήνα τον Αύγουστο. Τέλος, ότι η εκδοχή της εξόδου σαφώς υφίσταται και θα γίνει πιθανότερη μέσω της λιτότητας, αλλά μπορεί να είναι είτε συντηρητική, είτε προοδευτική.
 4ο.Η συντηρητική έξοδος και η προοδευτική έξοδος
Η προοδευτική έξοδος ήταν η δική μου πρότασηΚαι το σκεπτικό ήταν απλό. Από τη μια, η λιτότητα διαφαινόταν ότι θα είχε τραγικό κόστος και θα αποδεικνυόταν τελικά αδιέξοδη. Από την άλλη, η παύση πληρωμών στο χρέος παράλληλα με την έξοδο θα ήταν ένα μεγάλο σοκ για την ελληνική κοινωνία. Κρίνοντας όμως από παρόμοιες περιπτώσεις, όπως της Αργεντινής, το κόστος θα ήταν μικρότερο και η ανάκαμψη ταχύτερη και δυναμικότερη από την εκδοχή της λιτότητας.Το πιο σημαντικό από όλα όμως, ήταν ότι η λύση αυτή άνοιγε την προοπτική της κοινωνικής αλλαγής. Διότι, αντίθετα από ότι συνήθως πιστεύουν οι γενικώς θεωρητικολογούντες, η αλλαγή του νομίσματος μπορεί να έχει βαθύτατες επιπτώσεις στην κοινωνία.
Η Ελλάδα δε θα μπορούσε να γυρίσει στη δραχμή χωρίς εσωτερική κοινωνική σύγκρουση, χωρίς ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων, χωρίς εθνικοποίηση των τραπεζών, χωρίς δημόσια παρέμβαση κατά μήκος και πλάτος της κοινωνίας. Άνοιγε έτσι το πεδίο, για να απαλλαγεί η χώρα από τον εσμό των διεφθαρμένων και διαπλεκόμενων στρωμάτων που την είχαν φέρει στην καταστροφή. Τα οποία στρώματα, αν επικρατούσε η πολιτική της λιτότητας, σίγουρα θα διατηρούσαν τον έλεγχο και άρα θα την χρησιμοποιούσαν υπέρ εαυτών. Με την έξοδο, θα μπορούσε να γίνει πράξη ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα που θα άλλαζε τα πράγματα δραστικά υπέρ των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων. Ούτε φυσικά θα μπορούσε η Ελλάδα να γυρίσει στην δραχμή χωρίς σύγκρουση με τους δανειστές της, πάνω απ΄όλα, την κυρίαρχη Γερμανία. Θα μπορούσαν έτσι να προστατευτούν τα κυριαρχικά, αλλά και τα δημοκρατικά δικαιώματα του ελληνικού λαούΤο προαπαιτούμενο για όλα αυτά ήταν βέβαια η μετωπική λαϊκή συσπείρωση υπό την ηγεσία της Αριστεράς. Αυτό ακριβώς αποδείχτηκε η μεγαλύτερη δυσκολία, εν μέρει γιατί η Αριστερά άργησε τραγικά να κατανοήσει την σημασία του ευρώ στην κρίση.
 5ο.Ποιος κατάλαβε πρώτος και τι
Οι υπάρχοντες μηχανισμοί εξουσίας το κατανόησαν πολύ γρηγορότερα και προχώρησαν στη διαμόρφωση της “παράταξης του ευρώ”. Μέσα στο 2010 η κρίση χτύπησε την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, δείχνοντας ότι το πρόβλημα ήταν όντως η δομή της Ευρωζώνης και όχι η υποτιθέμενη ελληνική διαφθορά. Οι χώρες του κέντρου της Ευρωζώνης έθεσαν την ελληνική άρχουσα τάξη και τις αντίστοιχες της περιφέρειας προ ενός εκβιαστικού διλήμματος: ή παίρνετε όλο και σκληρότερα μέτρα λιτότητας, ή βγαίνετε από την ΟΝΕ. Αντιμέτωπο με αυτόν τον εκβιασμό, το ελληνικό μπλοκ εξουσίας τάχιστα αντιλήφθηκε τους κοινωνικούς κινδύνους της εξόδου. Σε κλειστούς κύκλους διαβούλευσης ακούστηκε ακόμη και ότι θα έμπαινε σε αμφισβήτηση το κοινωνικό καθεστώς που επικράτησε μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο! Επιπλέον, η έξοδος κινδύνευε να αποκόψει την ελληνική άρχουσα τάξη από τους προστάτες της στη Δυτική Ευρώπη. Δεν υπήρχε επιλογή. Η Ελλάδα έπρεπε να παραμείνει στο ευρώ υπό οποιοδήποτε κόστος. Συνεπώς, γην και ύδωρ στη Γερμανία, με την προϋπόθεση ότι θα κρατούσε την Ελλάδα μέσα στην ΟΝΕ. Ταυτόχρονα, επιβολή βάρβαρης λιτότητας στο εσωτερικό και καθεστώς Άγριας Δύσης στην αγορά εργασίας.
Η παράταξη του ευρώ ουσιαστικά διαμορφώθηκε το 2011 με την αμέριστη συμπαράσταση των “θεωρητικών του ευρώ”, πανεπιστημιακών και άλλων, που συχνά ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που οδήγησαν την Ελλάδα στην ΟΝΕ και έπαιξαν καίριο ρόλο κατά τη διεφθαρμένη δεκαετία του 2000. Δύο παράγοντες έδρασαν καταλυτικά στη διαμόρφωσή της. Απο τη μιά, η συστηματική κατατρομοκράτηση του λαού και κυρίως των μικρομεσαίων στρωμάτων για τις επιπτώσεις της εξόδου και κυρίως για την αξία των αποταμιεύσεων. Από την άλλη, ο ποταμός αοριστολογιών για «μεταρρυθμίσεις» που θα έβαζαν τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα σε άλλη βάση, κάνοντας την Ελλάδα παραγωγική και πλούσια. Η μεγαλύτερη ιδεολογική επιτυχία της “παράταξης του ευρώ” ήταν η απήχηση του επιχειρήματος: φανταστείτε τι θα γίνει αν φύγουμε. Όσο πιο τραγικά γίνονταν τα κοινωνικά πράγματα το 2011-12, όσο πιο απίστευτη η φτώχεια και η ανεργία, τόσο πιο πολύ χρησιμοποιούσαν το επιχείρημα αυτό οι “θεωρητικοί του ευρώ”. Αβάσιμο, αναπόδεικτο και αναμφίβολα γελοίο, αλλά δυστυχώς αποτελεσματικό.
Οι “γενικοί θεωρητικοί” κατάλαβαν τι συνέβαινε αργοτερα από τους “θεωρητικούς του ευρώ” και μόνο αφού το κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας άρχισε στην πράξη να εκβιάζει τον ελληνικό λαό με το επιχείρημα “μέτρα ή δραχμή”. Μέχρι τότε, οι κυρίαρχες φωνές της Αριστεράς διατείνονταν ότι «το νόμισμα» δεν είναι παρά ένα επιφαινόμενο της κρίσης. Πως είναι δυνατόν οι μαρξιστές να του δίνουν σημασία; Και πως μπορεί η προοπτική της εξόδου να αποτελέσει αριστερή πρόταση; Οι πολέμιοί της ήταν δύο ειδών.
Από τη μια, υπήρχαν καθαρόαιμοι ευρωπαϊστές, οι γεννήτορες του είδους στη χώρα μας, που δεν μπορούσαν να φανταστούν οποιαδήποτε ρήξη με την “Ευρώπη”. Τους πλαισίωναν νεόκοποι ευρωπαϊστές, που ειδικεύονταν σε επαναστατικές ρητορείες περί διεθνισμού και παγκόσμιων εργατικών συμφερόντων, αλλά στην ουσία ήταν πειθήνιοι σοσιαλδημοκράτες. Τρόμαζαν και μόνο στην ιδέα της κοινωνικής αναταραχής που πραγματικά θα έθετε εν αμφιβόλω τα κυριαρχικά δικαιώματα του κεφαλαίου στην Ελλάδα.
Από την άλλη, υπήρχαν παραδοσιακοί αντιευρωπαϊστές που είχαν από νωρίς διαβλέψει την αντιφατικότητα του Μάαστριχτ. Όταν όμως έφτασε η ώρα της κρίσης, υποτίμησαν συστηματικά την σημασία και του χρέους και του ευρώ. Μόλις δε κατάλαβαν πόσο σοβαρά ήταν τα πράγματα για τις ελληνικές δομές εξουσίας, δεν τρόμαξαν λιγότερο από τους ευρωπαϊστές. Φρόντισαν κι αυτοί να κρυφτούν πίσω από προπέτασμα καπνού αφηρημένης επαναστατικότητας.
 6ο.Το κρίσιμο 2011 – 12
Το 2011-12 έγινε ξεκάθαρο ότι η κοινωνία έπρεπε να διαλέξει ή τα μέτρα λιτότητας που θα κρατούσαν την χώρα στην ΟΝΕ, ή την απόρριψή τους με έξοδο και ότι αυτό συνεπάγονταν. Η άρχουσα τάξη έθεσε το ζήτημα πεντακάθαρα, ωμά και εκβιαστικά. Η απάντηση της Αριστεράς ήταν ανεπαρκέστατη. Ένα κομμάτι των ευρωπαϊστών, η ΔΗΜΑΡ, έκανε την επιλογή του και πήγε με την άρχουσα τάξη και την παράταξη του ευρώ. Το μεγαλύτερο κομμάτι έμεινε στον ΣΥΡΙΖΑ και καθόρισε την επίσημη γραμμή του, την ιδέα δηλαδή ότι το εκβιαστικό δίλημμα είναι πλαστό. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς, η οποία θα στηρίζεται στο λαϊκό κίνημα και θα έχει γενικότερη ευρωπαϊκή στήριξη, θα μπορέσει να προχωρήσει σε ακύρωση των Μνημονίων αναιρώντας την λιτότητα, καθώς και σε επιθετική αναδιαπραγμάτευση που θα διαγράψει το χρέος, κρατώντας παράλληλα τη χώρα μέσα στην ΟΝΕ. Τέλος, το ΚΚΕ φρόντισε επανειλημμένως να ανακοινώσει στον ελληνικό λαό και στην άρχουσα τάξη του, ότι είναι μεν υπέρ της λαϊκής εξουσίας, της απαλλοτρίωσης των καπιταλιστών και της εξόδου από την ΕΕ, αλλα όχι υπέρ της εξόδου από την ΟΝΕ. Μόνο όταν λυθεί συνολικά το κοινωνικό, πολιτικό και εθνικό πρόβλημα της χώρας, θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου για να φύγει η Ελλάδα από την νομισματική ένωση που την πνίγει.
Η παράταξη του ευρώ κέρδισε τις εκλογές και συνέχισε την αμείλικτη πολιτική της λιτότητας. Ο πραγματικός νικητής ήταν όμως ο ΣΥΡΙΖΑ κι αυτό γιατί ήταν το μόνο κομμάτι της Αριστεράς που φάνηκε έτοιμο να αναλάβει την κυβέρνηση, ενώ παράλληλα υποσχέθηκε ότι θα άλλαζε δραστικά τα πράγματα χωρίς να βγάλει τη χώρα από την ΟΝΕ. Η υπόσχεση αυτή, για τους λόγους που ήδη ανέφερα, είναι αδύνατον να κρατηθεί στην πράξη. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα το διαπιστώσει πηγαίνοντας προς τις επόμενες εκλογές, καθώς θα πιέζεται να πάρει όλο και πιο συντηρητικές θέσεις που θα τη φέρνουν πιο κοντά στην παράταξη του ευρώ, όπως ίσως γίνει με αναδίπλωση στο θέμα της ακύρωσης των Μνημονίων. Αν δε αναλάβει την κυβέρνηση, τότε θα βρεθεί όντως αντιμέτωπη με την αδήριτη πραγματικότητα της γερμανικής ΟΝΕ και θα διαπιστώσει με τα ίδια της τα μάτια τα πραγματικά περιθώρια διαπραγμάτευσης.
 Ο επίλογος δεν έχει γραφτεί ακόμα…
Η πρόταση της εξόδου από την ΟΝΕ δεν κατάφερε να κυριαρχήσει πολιτικά την τριετία που πέρασε. Είναι όμως βέβαιο ότι λειτούργησε ως ο άλλος πόλος που ξεκαθάρισε το πρόβλημα και ανάγκασε την παράταξη του ευρώ και τους ευρωπαϊστές να διαμορφώσουν τις θέσεις τους. Είναι επίσης βέβαιο ότι έπεισε ένα πολύ σημαντικό ποσοστό του εκλογικού σώματος, ίσως 20%-30%, παρά την συστηματική εκστρατεία κατατρομοκράτησης από πλευράς άρχουσας τάξης και παρά την αδυναμία διαμόρφωσης πολιτικού φορέα που θα την εκφράζει αξιόπιστα. Το ποσοστό αυτό αυτό περιλαμβάνει τα πιο ριζοσπαστικά κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας και της πολιτικής ζωής. Είναι αυτοί που καταλαβαίνουν ότι η έξοδος είναι όρος για να λυθεί η κρίση υπέρ των λαϊκών συμφερόντων, αλλά και για να υπάρξει ουσιαστική κοινωνική αλλαγή στην Ελλάδα για πρώτη φορά στον Μεταπόλεμο. Χωρίς έξοδο από το ευρώ θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να γύρει η πλάστιγγα υπέρ του κόσμου της εργασίας, να εκδιωχθεί η διαφθορά που νέμεται την κοινωνική και πολιτική εξουσία στη χώρα, να αναζωογονηθεί η κοινωνία από τα κάτω.
Κάθε άλλο παρά έχουν εκλείψει οι δυνάμεις που είναι έτοιμες να αγωνιστούν για την ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή σε αυτήν τη βάση. Βρίσκονται κατεσπαρμένες κατά μήκος του πολιτικού φάσματος, αλλά και ανάμεσα σε πλατιά στρώματα που έχουν απογοητευτεί από τα πολιτικά κόμματα και την πολιτική ζωή. Η νεολαία ιδίως που φέρει τεράστιο το βάρος της ανεργίας είναι έτοιμη να ακούσει νέες ιδέες για πραγματική ριζοσπαστική αλλαγή. Ο κύριος οργανωμένος όγκος των δυνάμεων αυτών βρίσκεται όμως εντός του ΣΥΡΙΖΑ. Εκεί θα δοθεί η πολιτική μάχη που θα καθορίσει την πορεία της Ελλάδας και της κοινωνίας της τα επόμενα χρόνια. Όσο η “παράταξη του ευρώ” επιτείνει τον κοινωνικό όλεθρο, τόσο μεγαλύτερη θα γίνεται η σημασία αυτής της σύγκρουσης.
Είναι απολύτως απαραίτητο να συμπαραταχθούν όσοι δεν φοβούνται την έξοδο από την ΟΝΕ και επιζητούν την ριζοσπαστική αλλαγή της χώρας. Αυτό είναι προς το συμφέρον όλων των πολιτικών δυνάμεων που έχουν τέτοια γενική κατεύθυνση, είτε είναι μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, είτε όχι, αλλά και όλων των κοινωνικών δυνάμεων που επιζητούν την απαλλαγή της χώρας από το άγος που την βαραίνει. Μόνο έτσι θα μπορέσουν τα εργατικά και λαϊκά στρώματα να κερδίσουν τον ταξικό πόλεμο που ξέσπασε το 2010.

Πιόνι του Σαμαρά ο Βενιζέλος...

Του Γ.ΔΕΛΑΣΤΙΚ*


Απολαυστικός ήταν ο εξευτελισμός της Βουλής την Πέμπτη. Όχι ότι είχαμε κάποια αμφιβολία ότι ο Αντώνης Σαμαράς θα έσωζε τον Βαγγέλη Βενιζέλο από τον πολιτικό διασυρμό της παραπομπής του σε προανακριτική επιτροπή, όπως και έγινε. Δεν μπορούμε όμως να μην εκφράσουμε τον θαυμασμό μας για την απίστευτη εφευρετικότητα του Σαμαρά και της ΝΔ να εξασφαλίσουν με διαδικαστικά κόλπα τη σωτηρία του προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Είναι απίθανο το πόσους τρόπους βρήκαν να καταργήσουν ουσιαστικά τη μυστικότητα της ψηφοφορίας, ώστε να μην επιτρέψουν σε θερμοκέφαλους δεξιούς βουλευτές της ΝΔ να ψηφίσουν υπέρ της παραπομπής Βενιζέλου. Πέτυχαν άνετα το στόχο τους.

Αποθέωση της «ελεύθερης βούλησης» των αντιπροσώπων του λαού. Πρώτος ο Βενιζέλος αποφάσισε …«ομόφωνα» να μην αφήσει τους...
βουλευτές του ΠΑΣΟΚ ούτε καν να πλησιάσουν άλλη κάλπη εκτός από την κυβερνητική! Ήταν βέβαιος ότι αν τους το επέτρεπε, δεν θα ήταν ούτε ένας ούτε δύο οι Βουλευτές του ΠΑΣΟΚ που θα ψήφιζαν …υπέρ της παραπομπής του αρχηγού τους! Η ΝΔ έκανε εν μέρει το ίδιο – 38 βουλευτές της, συμπεριλαμβανομένου του Σαμαρά και σχεδόν όλων των υπουργών, ψήφισαν επιδεικτικά μόνο στην κάλπη της κυβερνητικής πρότασης. Μάλιστα, ο Υπουργός Υγείας Ανδρέας Λυκουρέντζος θεμελίωσε και θεωρητικά την απέχθεια του προς την υποχρεωτική ψηφοφορία με ξεκαρδιστικό τρόπο: « Εκείνοι οι οποίοι φαντάζονται ότι μπορούν να εξοπλίσουν της υπηρεσίες της Βουλής με αρχαίους Σκύθες, οι οποίοι θα μεταφέρουν τους βουλευτές υποχρεωτικά στην κάλπη, μάλλον δεν έχουν σχέση με τη δημοκρατία!» δήλωσε αγέρωχα , έτοιμος να εκφωνήσει εκ νέου το θρυλικό « Ή ταν ή επί τας» αν κάποιος προσπαθούσε να τον οδηγήσει στην κάλπη! Όχι τίποτα άλλο, αλλά για να μη νομίζουν η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά και οι αναρχικοί ότι μόνο αυτοί απεχθάνονται τις διαδικασίες του αστικού κοινοβουλίου! Έχει η Δεξιά κάτι Λυκουρέντζους που σου παγώνουν το αίμα!

Αυτή καθαυτή η λίστα Λαγκάρντ είναι μια ασήμαντη υπόθεση ρουτίνας. Η συζήτηση γύρω από αυτήν όμως είχε πολιτικές επιπτώσεις. Πρώτα πρώτα, αποκάλυψε ότι ο Παπακωνσταντίνου, ο Διώτης, ο Βενιζέλος έκαναν ό,τι γούσταραν με τα αντίγραφα που είχαν στην κατοχή τους. Τα κρατούσαν για πάρτη τους για να τα αξιοποιήσουν πολιτικά, έβγαζαν όσα αντίγραφα ήθελαν και τα μοίραζαν όπου ήθελαν, έλεγαν ασύστολα ψέματα όταν κατέθεταν ενώπιον επιτροπών της Βουλής και πάει λέγοντας. Όλοι προσπαθούσαν να αξιοποιήσουν τη λίστα για να προσποριστούν προσωπικό πολιτικό όφελος με αδίστακτο τρόπο, γράφοντας στα παλιά τους τα παπούτσια τα περί φοροδιαφυγής. «δημόσιου καθήκοντος» και όλες αυτές τις ανοησίες που οι αστοί έχουν για λαϊκή κατανάλωση των αφελών. Δεύτερον, το πάθος με το οποίο οι νεοδημοκράτες βουλευτές ψήφισαν υπέρ της μη παραπομπής του Βενιζέλου δείχνει την αλληλοδιαπλοκή των συμφερόντων των δύο κομμάτων εξουσίας και την ανυπαρξία διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα τους. Εύστοχα ειπώθηκε ότι το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου είναι πλέον πιόνι στα χέρια του Σαμαρά, τυφλό όργανο του. Αυτό συνέβαινε από τότε που ανέλαβε αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, αλλά τώρα ακόμη περισσότερο.

Τρίτον, αναφορικά με τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι η επιμονή του στην υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ του απέφερε πολιτικά κέρδη. Έστειλε τον Παπακωνσταντίνου στην εξεταστική επιτροπή, έφθειρε πολύ τον Βενιζέλο παρά τις μεγαλόστομες μπουρδολογίες του που ικανοποίησαν μόνο τον ίδιο, προκάλεσε ζημιά στην κυβέρνηση ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ εμφανίζοντας την ακόμη πιο ανοιχτά ως κυβέρνηση συνεργαζόμενων απατεώνων. Παράλληλα όμως ενίσχυσε τη συνοχή αυτής της συγκυβέρνησης και την καθυπόταξη του Βενιζέλου και του Κουβέλη στον Σαμαρά, δίνοντας στους δύο πρώτους να καταλάβουν ότι «μαύρο φίδι που τους έφαγε» αν τολμήσουν να κινηθούν εκτός του προστατευτικού κλοιού της Δεξιάς – μέχρι και η φυλακή τους περιμένει! Αν κάποιοι στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είχαν την αυταπάτη πάντως ότι μέσω της λίστας Λαγκάρντ θα προκαλούσαν ρήξη μεταξύ των βουλευτών της κυβερνητικής πλειοψηφίας και θα κατόρθωναν να ωθήσουν νεοδημοκράτες βουλευτές να ψηφίσουν έτσι ώστε να παραπεμφθεί ο Βενιζέλος και να πέσει αυτομάτως ως συνέπεια αυτού η κυβέρνηση, αποδείχθηκε ότι ήταν πολύ βαθιά νυχτωμένοι. Η συγκυβέρνηση ΝΔ, ΠΑΣΟΚ,ΔΗΜΑΡ αποκλείεται να πέσει με κοινοβουλευτικά παιχνίδια, να πέσει δηλαδή από μόνη της. Μόνο ανελέητα σκληροί εργατικοί και κοινωνικοί αγώνες χωρίς σταματημό, χωρίς ανάπαυλα, όλο και πιο δυναμικοί και επίμονοι, με απεργίες πολλών κλάδων μεγάλης διάρκειας ενδέχεται να πετύχουν ριζικές αλλαγές στους συσχετισμούς δυνάμεων και στη συνείδηση ευρύτατων λαϊκών μαζών ώστε αυτό να αποτυπωθεί και στο αποτέλεσμα βουλευτικών εκλογών. Η έλλειψη τέτοιου κλίματος σήμερα ευνοεί μόνο την κυβέρνηση Σαμαρά, Βενιζέλου,Κουβέλη.

Δημοσιεύθηκε στο ¨Πριν¨ την Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

ΙΟΣ: Οι κρυφές «συνιστώσες» της Ν.Δ.


Η «ΚΑΤΑΛΗΨΗ» ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΡΟΔΕΞΙΑ
 Πηγή:www.efsyn.gr
Αν έχει κάπου επικεντρώσει τη δράση της η κυβέρνηση την τελευταία περίοδο, είναι στο να ανακαλύπτει «καταλήψεις» στα κέντρα των πόλεων και να οργανώνει επιχειρήσεις «ανακατάληψης». Οι εμπνευστές αυτής της πολιτικής παραμένουν μέχρι στιγμής στο παρασκήνιο.
ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ:
Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς
Από την προεκλογική ακόμα περίοδο, μόλις άρχισε να γίνεται ορατή η ραγδαία δημοσκοπική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ, κεντρικό στοιχείο της πολιτικής στρατηγικής της Νέας Δημοκρατίας υπήρξε η ανάδειξη των «συνιστωσών», οι οποίες συγκροτούν τον πολιτικό συνασπισμό που κατέχει αυτή τη στιγμή τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η προφανής σκοπιμότητα αυτής της μεθόδευσης ήταν (και παραμένει) να αναδειχτεί ο εσωτερικός πλουραλισμός του ΣΥΡΙΖΑ ως αδυναμία του και βέβαια να προβληθούν ως μπαμπούλας ορισμένες μειοψηφικές ή αποκλίνουσες απόψεις στελεχών του. Το μήνυμα προς το εκλογικό σώμα ήταν σαφές: Aν επιλέξετε τον ΣΥΡΙΖΑ, κινδυνεύετε να σας κυβερνήσει κάποιος που υποστηρίζει τη μία ή την άλλη μειοψηφική άποψη, και εν πάση περιπτώσει κινδυνεύετε να αναδείξετε μια κυβέρνηση χωρίς την απαραίτητη εσωτερική συνοχή.
Το έμμεσο μήνυμα που στέλνει αυτή η προπαγανδιστική εμμονή της Νέας Δημοκρατίας είναι μια σύγκριση των δύο πολιτικών σχηματισμών που έρχονται πρώτοι στις δημοσκοπήσεις. Αυτή η σύγκριση ευνοεί βέβαια το κόμμα του πρωθυπουργού, διότι το εμφανίζει συμπαγές και ενιαίο, απέναντι στο κόμμα της Αριστεράς, το οποίο διαθέτει τάσεις και «συνιστώσες».
Είναι όμως ακριβώς έτσι τα πράγματα;
Η πολιτική που εφαρμόζει τους τελευταίους μήνες η κυβέρνηση μαρτυρά το αντίθετο. Η Νέα Δημοκρατία, μέσω της ωμής κατασταλτικής πολιτικής που εφαρμόζει με κάθε ευκαιρία στο κέντρο της Αθήνας, επιβεβαιώνει ότι στο εσωτερικό της δρουν ορισμένοι φορείς ακραίων πολιτικών απόψεων, οι οποίοι μάλιστα έχουν ήδη επιβάλει τη δική τους ατζέντα στο πάλαι ποτέ κόμμα του «μεσαίου χώρου».
Δεν έχουμε βέβαια στη Νέα Δημοκρατία οργανωμένες πολιτικές τάσεις με δημόσια έκφραση. Αυτό εξάλλου είναι χαρακτηριστικό ενός καθαρά αρχηγικού πολιτικού σχηματισμού, ο οποίος δεν επιτρέπει τη διατύπωση πολιτικών αποκλίσεων από τα στελέχη του. Οι «συνιστώσες» αυτές της Νέας Δημοκρατίας είναι υπόγειες, κρυφές και ανομολόγητες. Υπάρχει, μάλιστα, το παράδοξο, κάποιες απ’ αυτές να βρίσκονται εκτός του κόμματος, αλλά διατηρούν διαύλους επικοινωνίας με τον σκληρό πυρήνα της ηγεσίας του και επηρεάζουν αποφασιστικά τις πολιτικές του επιλογές.
Δεν θα είχε άλλωστε και μεγάλη σημασία η καταγραφή παρόμοιων πολιτικών μορφωμάτων ή τάσεων στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας αν η ύπαρξή τους δεν έγερνε τόσο δραστικά την κυβερνητική πολιτική προς ανοιχτά αντιδημοκρατικές και κατασταλτικές πρακτικές.
Μπορούμε να κατατάξουμε αυτές τις συνιστώσες της Νέας Δημοκρατίας σε τρεις κατηγορίες:
1. Οι χρυσές μετεγγραφές
Πρόκειται για την ομάδα των στελεχών της Ακροδεξιάς που μεταπήδησε από την ηγεσία του ΛΑΟΣ στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας και ήδη έχει αναλάβει το μεγαλύτερο βάρος στην επικοινωνιακή διαχείριση της κυβερνητικής πολιτικής. Αναφερόμαστε κυρίως στον κ. Βορίδη, ο οποίος από δελφίνος του κ. Καρατζαφέρη αναδείχτηκε μέσα σε μια νύχτα δελφίνος του κ. Σαμαρά, και τον κ. Γεωργιάδη, ο οποίος συνεχίζει να μονοπωλεί τις τηλεοπτικές οθόνες, αυτή τη φορά όμως υμνώντας άλλον αρχηγό. Σε δεύτερο πλάνο ακολουθεί ο Πλεύρης υιός, που δεν πρόλαβε να πλασαριστεί στις εκλόγιμες λίστες, και ο Βελόπουλος, ο οποίος δεν προσχώρησε στη Νέα Δημοκρατία, αλλά «στηρίζει την ιδέα ευρύτερης κεντροδεξιάς παράταξης».
2. Οι προσωπικοί σύμβουλοι, τα «δίκτυα» και τα ιστολόγια
Επιφανή στελέχη που ανήκουν στην κατηγορία αυτή είναι βέβαια ο Φαήλος Κρανιδιώτης, επί χρόνια στέλεχος του εθνωφελούς Δικτύου 21, μαζί με τον συνοδοιπόρο του Χρύσανθο Λαζαρίδη, αλλά και λιγότερο προβεβλημένα πρόσωπα, όπως ο δημοσιογράφος Νίκος Χιδίρογλου.
3. Οι παλιές αμαρτίες
Εδώ κατατάσσονται στελέχη της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς, τα οποία δεν βρίσκονται πλέον (ή ακόμα) στη Νέα Δημοκρατία, αλλά οι θέσεις τους υιοθετούνται χωρίς αυτό να ομολογείται από την κυβέρνηση. Και εδώ θα συναντήσουμε πρόσωπα όπως ο Πάνος Καμμένος, ο οποίος ξεκίνησε από την ΟΝΝΕΔ επί Μητσοτάκη, πέρασε από τη ΔΗΑΝΑ του Στεφανόπουλου, για να επιστρέψει στη Νέα Δημοκρατία και τελικά να ιδρύσει πριν από έναν χρόνο το δικό του κόμμα. Στην ίδια κατηγορία θα βρούμε ακόμα και επιφανή στελέχη της χούντας, όπως ο Γεώργιος Γεωργαλάς, αλλά ακόμα και πολιτικά μορφώματα όπως η Χρυσή Αυγή.
Ο κ. Καμμένος ως «θεωρητικός»
Αρχίζουμε από την περιγραφή της τελευταίας «συνιστώσας». Εδώ και έναν μήνα η κυβέρνηση επιδίδεται σε μια στρατιωτικού τύπου επιχείρηση στο κέντρο της Αθήνας. Κάτω από το πρόσχημα της «μηδενικής ανοχής» και με το σύνθημα της «ανακατάληψης», οι ειδικές μονάδες της ΕΛ.ΑΣ. διατάσσονται να επιτεθούν σε καταλήψεις εγκαταλειμμένων σπιτιών που λειτουργούν εδώ και δεκαετίες ως κύτταρα κοινωνικής δράσης, ενώ στόχος έχουν γίνει και τα ΑΕΙ, με κουρέλιασμα του πανεπιστημιακού ασύλου. Μετά την κατάληψη στη Βίλα Αμαλίας ακολούθησε εισβολή στην ΑΣΟΕΕ και στη συνέχεια σειρά είχε η κατάληψη στη Λέλας Καραγιάννη.
Ειρωνεία της τύχης: Πριν από δύο ακριβώς δεκαετίες, η πρώτη δημόσια εμφάνιση της Χρυσής Αυγής σημαδεύτηκε με επιθέσεις της ναζιστικής συμμορίας στην κατάληψη της Λέλας Καραγιάννη και στην ΑΣΟΕΕ. Ηταν 10 Δεκεμβρίου 1992, όταν η Χρυσή Αυγή, εκμεταλλευόμενη τον εθνικιστικό παροξυσμού του συλλαλητηρίου για το Μακεδονικό, προχώρησε σε εφαρμογή της θεωρίας της χτυπώντας με ρόπαλα τους πολιτικούς της αντιπάλους που βρίσκονταν σ’ αυτές τις καταλήψεις.
«Και μέσα σ’ όλα είχαμε και την εμφάνιση νεοναζί στην Αθήνα», έλεγε εκείνο το βράδυ ένας δημοφιλής παρουσιαστής στο δελτίο μεγάλου τηλεοπτικού σταθμού: «Νεαροί ζηλωτές του Χίτλερ διάλεξαν τη σημερινή μέρα του μεγάλου, του παλλαϊκού συλλαλητηρίου για να κάνουν δυναμική εμφάνιση. Κραδαίνοντας ρόπαλα, οργάνωσαν επιδρομές για να διαλύσουν καταλήψεις εγκαταλειμμένων σπιτιών». Το ρεπορτάζ του καναλιού αναφερόταν σε «πρόκληση νεοναζί, με άρβυλα, πέτσινα σακάκια, κοντό μαλλί, ρόπαλα σβάστικες, φούμο στο πρόσωπο και μαχαίρια».
Σημειώνουμε άλλη μια λεπτομέρεια. Ο τηλεπαρουσιαστής που περιέγραφε τη δράση των ναζιστών δεν ήταν άλλος από τον Τέρενς Κουίκ, εκπρόσωπο Τύπου σήμερα των Ανεξάρτητων Ελλήνων.
Είκοσι χρόνια αργότερα, η Νέα Δημοκρατία δικαιώνει με τη βίαιη αντιμετώπιση ειρηνικών καταλήψεων και πανεπιστημίων όσα επιχειρούσε η ναζιστική οργάνωση στα πρώτα της βήματα. Αλλά και η λέξη «ανακατάληψη» που συνηθίζει να χρησιμοποιεί ο πρωθυπουργός και μάλιστα την είχε επιλέξει για τα προεκλογικά σποτάκια του κόμματός του δεν είναι παρά αντιγραφή του σχετικού συνθήματος της Χρυσής Αυγής.
Ως αιτιολογία αυτών των απρόκλητων αστυνομικών επιχειρήσεων η κυβέρνηση και τα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης προβάλλουν την πάταξη της «ανομίας». Αλλά η ευθεία σύνδεση των καταλήψεων με κάθε είδους βίαιη δράση, ακόμα και με την τρομοκρατία δεν είναι ανακάλυψη της σημερινής κυβέρνησης. Είναι ρητά διατυπωμένη σε βιβλίο του Πάνου Καμμένου, το οποίο κυκλοφόρησε επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη το 1992 και είχε στόχο να ταυτίσει τον Ανδρέα Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ με την πολιτική βία και την υπόθαλψη της τρομοκρατίας. Κάτι σαν κι αυτό που επιχειρεί σήμερα το επικοινωνιακό επιτελείο του κ. Σαμαρά απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ.
Για τη σοβαρότητα της ανάλυσης και των στοιχείων Καμμένου έχουμε αναφερθεί όταν είχε πρωτοκυκλοφορήσει («Ελευθεροτυπία», 1.2.1997, 1.4.2001). Αρκεί εδώ να θυμίσουμε ότι ο ευφάνταστος συγγραφέας αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «ο Κώστας Λαλιώτης είχε συλληφθεί, τότε που φορούσε σκουλαρίκια, να βάζει φωτιές στα Εξάρχεια» (σ. 280) και εμφανίζει τον υπερτρομοκράτη Κάρλος να δολοφονείται από την KGB, ενώ βέβαια είναι ακόμα κρατούμενος στις γαλλικές φυλακές (σ. 141).
Διαβάζουμε στο βιβλίο Καμμένου για το πανεπιστήμιο:
«Στην Ιταλία οι περισσότεροι δημιουργοί και ηγέτες τρομοκρατικών οργανώσεων ήταν εκπαιδευτικοί και πανεπιστημιακοί καθηγητές. Συνεπώς, θέλει μεγάλη προσοχή η επάνδρωση της παιδείας και ιδίως της ανώτατης. Το Πανεπιστήμιο είναι φυτώριο ιδεών αλλά όχι μόνο καλών. Εκεί, στον πανεπιστημιακό χώρο υπάρχουν και ιδέες που εκτρέπονται από την κανονική σκέψη. Ετσι, τα ιταλικά και ορισμένα αμερικανικά Πανεπιστήμια είχαν καταντήσει φυτώρια τρομοκρατών. Τώρα πια δεν είναι».
Ο κ. Καμμένος δεν διστάζει να βάλει στην ίδια κατηγορία και τις καταλήψεις των σχολείων: «Και να μην ξεχνούμε ότι οι καταλήψεις σχολείων και Πανεπιστημίων είχαν παίξει βασικό ρόλο στη γέννηση και την ανάπτυξη της τρομοκρατίας στην Ιταλία αλλά και σε άλλες χώρες, όπως στη Γαλλία και την Αμερική. Οι καταλήψεις είναι μια διδασκαλία της βίας, που διοχετεύει τους πιο παράφορους από τους σπουδαστές και τους φοιτητές προς την τρομοκρατία. Κακοί δάσκαλοι είναι εκείνοι που γίνονται απολογητές της βίας για οποιοδήποτε λόγο και με οποιαδήποτε πρόφαση. Στην Ιταλία, ένα από τα βασικά μέτρα που ελήφθησαν για τη συντριβή της τρομοκρατίας και απέδωσαν, ήταν η εκκαθάριση των Πανεπιστημίων απ’ αυτούς τους κακούς δασκάλους, από τους οποίους πολλοί, όχι απλώς απελύθησαν, αλλά και καταδικάστηκαν» (σ. 205).
Αλλά στο ίδιο πόνημα υπάρχει και μια περιγραφή που θυμίζει εξαιρετικά τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ οι προπαγανδιστές της Νέας Δημοκρατίας: «Πρέπει να πληγούν οι συμπαθούντες. Να καταδειχθεί ο άθλιος ρόλος τους. Να διαλυθούν οι οργανώσεις τους. Να χτυπηθούν οι ιδέες τους. Οι άνθρωποι αυτοί δημιουργούν μία προστατευτική ασπίδα γύρω από τους τρομοκράτες και ταυτόχρονα παίζουν το ρόλο των τροφοδοτών τους σε πληροφορίες, σε μέσα κ.λπ.» (σ. 206).
Διατυπώνεται, τέλος, ακόμα και η πρόταση να ξεπεραστούν οι περιορισμοί του νόμου: «Λήψη ορισμένων εκτάκτων μέτρων. Αυτό που αποκαλείται “τρομοκρατία των θεσμών”» (σ. 207). Αυτή την «τρομοκρατία των θεσμών» τη νιώθει σήμερα στο πετσί της η μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού. Οσο για τις «ανακαταλήψεις» που εισηγούνταν ο κ. Καμμένος, ήταν τότε πρόσφατη η επιχείρηση στην Πάτρα που οργάνωσε η ΟΝΝΕΔ, με θύμα τον Νίκο Τεμπονέρα.
Από τον Γεωργαλά στον Αδωνι
Το αστείο είναι ότι αυτό το πόνημα, το οποίο φαίνεται να χρησιμοποιεί σήμερα ως άτυπο εγχειρίδιο δράσης η Νέα Δημοκρατία, αποτέλεσε ένα από τα κύρια επιχειρήματά της εναντίον του αρχηγού των Ανεξάρτητων Ελλήνων κατά τη διπλή προεκλογική περίοδο της περασμένης χρονιάς. Τα στελέχη του κόμματος του κ. Σαμαρά αναφέρθηκαν διά μακρών στο βιβλίο αυτό, με αφορμή τον όψιμο ισχυρισμό του «θεωρητικού» της χούντας Γεωργίου Γεωργαλά ότι αυτός είναι ο συγγραφέας του επίμαχου βιβλίου και μάλιστα του οφείλονται και χρήματα από τον κ. Καμμένο γι’ αυτή τους τη «συνεργασία».
Την υπόθεση πρόβαλε η εφημερίδα «Δημοκρατία» που εκφράζει τους σκληρούς Σαμαρικούς. Από την πλευρά του ο πρόεδρος των Ανεξάρτητων Ελλήνων διέψευσε κατηγορηματικά τον Γεωργαλά, μίλησε απαξιωτικά για τον «υπουργό της χούντας» και κατέφυγε στη Δικαιοσύνη. Η αλήθεια είναι ότι, σε ανύποπτο χρόνο, το 1996, είχε δημοσιευτεί στην «Ελευθεροτυπία» συνέντευξη του Γεωργαλά με τίτλο «Γράφω τους λόγους του Καμμένου».
Ο Γεωργαλάς, με επιστολή του στην εφημερίδα, διευκρίνισε τότε ότι «δεν είπα ότι του γράφω τους λόγους, αλλά ότι εκτιμώ τις ιδέες του, ιδίως στα εθνικά θέματα, το θάρρος, την μαχητικότητα και το αδιάφθορόν του, θεωρώ θετική την παρουσία του στη Βουλή και γι’ αυτό του προσφέρω όποια και όση βοήθεια μπορώ, δοθέντος μάλιστα ότι είμαστε φίλοι από πολλά χρόνια, συνδεόμενοι με αμοιβαίαν εκτίμηση». Ας συμπληρωθεί η «διάψευση» με το γεγονός ότι η επιστολή στην εφημερίδα στάλθηκε μέσω του γραφείου του κ. Καμμένου. Προσθέτουμε ότι στη μικρή βιβλιογραφία του επίμαχου βιβλίου ο όποιος συγγραφέας του έχει φροντίσει να περιλάβει και ένα βιβλίο του Γεωργαλά, το οποίο κυκλοφόρησε επί δικτατορίας.
Αλλά αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι το γεγονός ότι την υπόθεση αυτή, δηλαδή το ενδεχόμενο να έχει συγγράψει το βιβλίο αυτό εκ μέρους του κ. Καμμένου ο κ. Γεωργαλάς, την ανέδειξε προεκλογικά η Νέα Δημοκρατία. Ο Αδωνις Γεωργιάδης αναφέρθηκε αναλυτικά στο ζήτημα και μάλιστα έψεξε τον κ. Καμμένο με σκληρές εκφράσεις για τον Γεωργαλά. Μόνο που με τη χαρακτηριστική του πολυλογία αποκάλυψε και τη δική του σχέση με τον Γεωργαλά.
Για να πείσει τους τηλεθεατές για τη σχέση Καμμένου – Γεωργαλά ο κ. Γεωργιάδης ξεφούρνισε την αποκάλυψη: «Εμένα με έστειλε στο γραφείο του κ. Καμμένου ο κ. Γεωργαλάς το 1996» (ΣΚΑΪ, 29.4.2012). Βέβαια δεν είναι έκπληξη για όσους γνωρίζουν το πολιτικό παρελθόν του κ. Γεωργιάδη τα πάρε-δώσε με τον Γεωργαλά. Μαθητής του Πλεύρη πατρός, θαυμαστής του φιλοχιτλερικού βιβλίου του για τους Εβραίους και πολλά άλλα. Ομως είναι πράγματι αξιοθαύμαστη ικανότητα να καταγγέλλει ο ένας κολλητός του Γεωργαλά τον άλλο για… χουντισμό.
Περνώντας στην αντεπίθεση, ο κ. Καμμένος αποκάλυψε ότι ο Γεωργαλάς βγάζει τα βιβλία του στις εκδόσεις Γεωργιάδη! «Εχουμε βγάλει κι εμείς κάνα δυο βιβλία του», θα παραδεχτεί ο Αδωνις. Θα του θυμίσουμε ότι δεν είναι μόνο τα βιβλία του Γεωργαλά που εκδίδει, αλλά και όλα τα άλλα που προβάλλει και πουλάει από τις εκπομπές του. Ανασύρουμε τυχαία: «Και σήμερα τα βιβλία του Γιώργου Γεωργαλά. Τα θεωρώ πάρα πολύ σημαντικά βιβλία. Πολύ, πολύ σπουδαία βιβλία» (Τηλεάστυ, 1.5.2006). «Η ιστορία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα από το κριτικό πνεύμα [sic] του Γεωργίου Γεωργαλά, από 45 ευρώ με 30 ευρώ, πολύ χαμηλή τιμή. Από Δευτέρα θα παρουσιάζουμε πολύ έντονα αυτό το βιβλίο» (Τηλεάστυ, 4.7.2008).
Και βέβαια ο Γεωργαλάς υπήρξε τακτικός επισκέπτης των εκπομπών του ΛΑΟΣ, ενώ και ο άλλος τηλεπωλητής του κόμματος, ο Κυριάκος Βελόπουλος, έχει φροντίσει να τον εκθειάσει ως «πνευματικό του δάσκαλο».
Ο πλουραλισμός της Ακροδεξιάς
Βλέπουμε, λοιπόν, τις ακροδεξιές «συνιστώσες» εντός και εκτός της Νέας Δημοκρατίας να συμπλέκονται με ποικίλους τρόπους, ενώ είναι εμφανές ότι οι διαφωνίες τους δεν αφορούν τόσο πολιτικά ζητήματα, στα οποία φαίνεται ότι ομονοούν. Εδώ παρεμβαίνει η τρίτη κατηγορία «συνιστωσών» στην οποία αναφερθήκαμε, οι σύμβουλοι. Και πρώτος πρώτος ο δυναμικός Φαήλος Κρανιδιώτης που μπορεί να έχασε την πρωτιά στην καρδιά του αρχηγού από τον Χρύσανθο Λαζαρίδη, αλλά εξακολουθεί να δίνει τον τόνο στο σκληρό ιδεολογικό όργανο της παράταξης, την εφημερίδα «Δημοκρατία», η οποία έχει θυμηθεί όλα τα προπαγανδιστικά εμφυλιοπολεμικά έργα της χουντικής περιόδου και τα προσφέρει ως «ντοκουμέντα» στους αναγνώστες της.
Σε πρόσφατο κείμενό του ο κ. Κρανιδιώτης (ο οποίος συνέπεσε με τον Καμμένο στην υπόθεση Οτσαλάν) εξαγγέλλει την «ένωση της βάσης της παράταξης», όπου η «παράταξη» περιλαμβάνει τους Ανεξάρτητους Ελληνες αλλά και τη Χρυσή Αυγή! «Ο κύριος λόγος της στάσης μου είναι ότι η βάση των ΑΝ.ΕΛΛ. όπως και της Χρυσής Αυγής είναι κυρίως δικοί μας άνθρωποι», γράφει ο κ. Κρανιδιώτης και υποδεικνύει την πλήρη υιοθέτηση της ακροδεξιάς ατζέντας: «καταπολέμηση της λαθρομετανάστευσης κι εγκληματικότητας, στιβαρή εξωτερική πολιτική, αποκατάσταση της αμυντικής μας ισχύος, επανελλήνιση της παιδείας» (12.12.2012). Κεντρικό επιχείρημα του κ. Κρανιδιώτη είναι ότι «η Χρυσή Αυγή στη χειρότερη περίπτωση κάνει αντιποίηση αρχής», ενώ οι δολοφονικές επιθέσεις για τις οποίες βαρύνονται μέλη της δεν είναι δα και τίποτα σοβαρό («ενίοτε πέφτει και καμιά ψιλή, ήτοι έργω εξύβριση και σωματικές βλάβες») και «οι εκατόμβες των μαχαιρωμένων αλλοδαπών υπάρχουν [μόνο] στην ευφάνταστη και βλακώδη προπαγάνδα της “προοδευτικιάς” δημοσιογραφίας» (30.12.2012).
Ακόμα πιο προχωρημένος από τον κ. Κρανιδιώτη εμφανίζεται ένας άλλος πολιτευτής της Νέας Δημοκρατίας, ο Νίκος Χιδίρογλου, ο οποίος είχε αναπτύξει μια ιδιότυπη θεωρία, την οποία διατυπώνει μέσω λογοτεχνικών κειμένων. Η πρώτη του απόπειρα έγινε μέσω του μυθιστορήματος («Οχι στην Παλιά Πόλη», εκδ. Ερωδιός, Θεσ/νίκη 2007), στο οποίο ούτε λίγο ούτε πολύ περιγράφεται ως εφιάλτης η επικράτηση μιας κεντροαριστερής κυβέρνησης και εκθειάζεται το ένοπλο αντάρτικο των εθνικοφρόνων που οδηγεί στην ανατροπή της. Το βιβλίο αυτό έγινε γρήγορα το αγαπημένο ανάγνωσμα των ακροδεξιών ομάδων και ιστολογίων, αλλά ταυτόχρονα αγκαλιάστηκε από τα πολιτικά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας.
Ο λόγος ήταν απλός. Ο συγγραφέας κατείχε την περίοδο εκείνη το νευραλγικό πόστο του εκπροσώπου στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας επί Ευάγγελου Μεϊμαράκη. Ο κ. Χιδίρογλου είναι στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας από το 1984, ενώ το 2000 διετέλεσε τομεάρχης οργανωτικού του κόμματος. Για το ζήτημα που εξετάζουμε έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ακολούθησε τον κ. Καμμένο στις εκλογές του Μαΐου, για να επιστρέψει στη Νέα Δημοκρατία ενόψει των εκλογών του Ιουνίου. Βέβαια τις ιδιαίτερες απόψεις του τις εκθέτει τακτικά στην εφημερίδα του χώρου «Ελεύθερη Ωρα».
Μετά την πρώτη επιτυχία ο κ. Χιδίρογλου επανήρθε στα τέλη του 2012 με νέο πόνημα («Πολεμώντας το καθεστώς», εκδ. Ερωδιός, Θεσ/νίκη 2012), το οποίο επαναλαμβάνει με πιο οξύ τρόπο την ίδια εικόνα (βλ. διπλανές στήλες).
Πριν βιαστεί κανείς να διαμαρτυρηθεί για τη χρήση ενός κειμένου μυθοπλασίας ως πολιτικού ντοκουμέντου, ας διαβάσει πώς το υποδέχονται οι ομοϊδεάτες του συγγραφέα: «Το νέο βιβλίο του Νίκου Χιδίρογλου δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί από τον αναγνώστη απλά σαν ένα μυθιστόρημα ή μία πολεμική περιπέτεια αλλά σαν ένα κείμενο με επίκαιρο χαρακτήρα που κωδικοποιεί μέσα από την μυθιστορηματική αφήγηση σύγχρονα προβλήματα και ταυτόχρονα αναδεικνύει την κρυφή ατζέντα της νεκραναστημένης Ακρας Αριστεράς που βγαίνει από το χρονοντούλαπο της ιστορίας διεκδικώντας την διακυβέρνηση της χώρας, αλλά και σαν εγερτήριο σάλπισμα όλων των εθνικών δυνάμεων» (Βαγγέλης Αντωνιάδης, γ.γ. ΟΝΝΕΔ Συκεών).
Αυτές οι απόψεις δεν είναι ούτε μεμονωμένες ούτε μειοψηφικές. Κάτω από τη λελογισμένη σκληρότητα που αποπνέει η πλειοψηφία των κυβερνητικών στελεχών σιγοβράζει μια πραγματική ακροδεξιά στροφή των μεσαίων στελεχών και των δημοσιογραφικών οργάνων της Νέας Δημοκρατίας. Τον τόνο δίνουν τα ιστολόγια του μίσους, τα οποία αναπαράγουν και μεγεθύνουν αυτές τις απόψεις, πολλαπλασιάζοντας την πραγματική τους διάσταση.
——————————
Το όραμα ενός νέου εμφυλίου
Οσα δεν μπορούν να πουν ανοιχτά τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας για το ενδεχόμενο εκλογικής επικράτησης της Αριστεράς τα αποκαλύπτει ένα μικρό μυθιστόρημα του πολιτευτή του κόμματος και στενού συνεργάτη του Ευάγγελου Μεϊμαράκη Νίκου Χιδίρογλου. Πρόκειται για το δεύτερο κατά σειρά παρόμοιο πόνημα του συγγραφέα και ήδη αντιμετωπίζεται από πολιτικά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας και της Αριστεράς ως πολιτικό μανιφέστο. Είναι αλήθεια ότι ο συγγραφέας δεν κάνει ιδιαίτερη προσπάθεια να κρύψει τη σαφή πολιτική του στόχευση.
Στην αρχή διεκτραγωδείται η κατάσταση της χώρας μετά την εκλογική νίκη της Αριστεράς. «Βία, έγκλημα, ελευθεριότητα, πολυπολιτισμός, ανεργία. […] Αλλαξε το νόμισμα και η ζωή όλων» (σ. 13). Κουμάντο κάνουν πλέον οι μετανάστες («εποίκους» τους αποκαλεί ο συγγραφέας, ακολουθώντας τη γραμμή των ομοϊδεατών του), τους οποίους η κυβέρνηση της Αριστεράς έχει διορίσει στην αστυνομία για να καταπιέζουν τους Ελληνες!
«Τους Ελληνες δεν τους κυβερνούσαν πια Ελληνες. Τους κυβερνούσαν εθνομηδενιστικά καθάρματα, τους κυβερνούσαν αριστεριστές Εφιάλτες, οι δήμιοι του διεθνισμού του νέου τριτοκοσμικού προλεταριάτου και του κεφαλαίου» (σ. 14).
«Μόνο τη νύχτα της επικράτησης της Αριστεράς (των εκλογών) 2.000 Ελληνίδες βιάστηκαν» (σ. 31). Οπότε στη συνέχεια κυκλοφορούσαν μόνο «ανέραστες με την ξινισμένη φεμινιστική μούρη, που έκαναν μπαμ από χιλιόμετρα και ήταν απεχθείς στους πάντες» (σ. 27).
«Την επικράτηση της Αριστεράς και κάποιων πάλαι ποτέ “δεξιών” συμμάχων της, που είχαν πολλές φαντασιώσεις με διεθνείς συνωμοσίες κατά της χώρας, ακολούθησε μαζική έξοδος Ελλήνων από τη χώρα και βία κατά συμμάχων του καθεστώτος στην περιφέρεια, που ποτέ δεν έχαψε το “αντιρατσιστικό” παραμύθι των εξουσιαστών αριστεριστών, που στην ουσία ήταν απροκάλυπτος ρατσισμός κατά των Ελλήνων» (σ. 33).
Εκεί που η φαντασία του συγγραφέα συναντά ίσως και μια κρυφή του ελπίδα είναι η απάντηση των «εθνικοφρόνων»: «Εχουμε καταρτίσει ένα σχέδιο για να τους αιφνιδιάσουμε και να προετοιμάσουμε το έδαφος για να επανακτηθεί η Αθήνα από τους πατριώτες» (σ. 84). Αν σας θυμίζει κάτι αυτή η «επανάκτηση της Αθήνας», καλώς σας το θυμίζει. Είναι το σύνθημα-άλλοθι της Χρυσής Αυγής για τις επιθέσεις της σε μετανάστες, ένα σύνθημα που υιοθέτησε η Νέα Δημοκρατία στα προεκλογικά της τηλεοπτικά σποτ.
Αλλά υπάρχει και άλλο γνωστό χρυσαυγίτικο σύνθημα, το οποίο προβάλλεται ως πατριωτικό: «Κοίταξε στον διπλανό τοίχο και είδε ένα σύνθημα, “Εξω οι έποικοι, η Ελλάδα στους Ελληνες”. Αισθάνθηκε μια άγρια χαρά να τον πλημμυρίζει. Ο ελληνικός πατριωτικός κόσμος είχε εξεγερθεί και ήταν θέμα χρόνου να πάρει ξανά τα ηνία της πατρίδας στα χέρια του» (σ. 117).
Το βιβλίο έχει χάπι εντ. Τελικά, την απελευθέρωση της Ελλάδας αναλαμβάνει μια νέα «Φιλική Εταιρεία», με ιθύνοντα νου έναν μη κατονομαζόμενο «σερ», εφοπλιστή στο Σίτι του Λονδίνου, ο οποίος χρηματοδοτεί το αντάρτικο των εθνικοφρόνων. Η «Φιλική Εταιρεία», εφοδιασμένη πλέον με όπλα, ξυλοκοπεί άγρια τους υποστηρικτές του αριστερού «καθεστώτος», τους πυροβολεί και τους στέλνει στο νοσοκομεία με βαριά τραύματα.
«Ο καθεστωτικός Τύπος κατάλαβε ότι ήταν σε εξέλιξη οργανωμένη επιχείρηση και άρχισε να γράφει απίθανα πράγματα για “φασιστικές συνωμοσίες” και “ναζιστικές οργανώσεις”» (σ. 51). Η κατάληξη είναι να στείλει από τη θαλαμηγό του ο «σερ» το ελικόπτερο και να αιματοκυλήσει την Αθήνα. Οι Ελληνες ξεσηκώνονται, ανατρέπουν την αριστερή κυβέρνηση και λιντσάρουν τον αριστερό πρωθυπουργό. Μοιάζει λίγο με την εικόνα που είχε ο Πινοτσέτ για την πτώση του Αλιέντε.
Με δυο λόγια, το βιβλίο περιγράφει έναν αιματηρό εμφύλιο ως μόνη διέξοδο από τη διακυβέρνηση της Αριστεράς. Αλλά μ’ αυτή την προοπτική εξηγούνται οι σημερινές επιλογές των ακροδεξιών «θινκ τανκ» της κυβέρνησης και των κρυφών συνιστωσών της Νέας Δημοκρατίας.
——————————–
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Πάνος Καμμένος, «Τρομοκρατία. Θεωρία και πράξη» (Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1992).
Το βιβλίο που την πατρότητά του διεκδικεί ο επίσημος προπαγανδιστής της χούντας Γεώργιος Γεωργαλάς προλογίζεται από τον στρατηγό Γρυλλάκη. Πρόκειται για μια πρόχειρη συρραφή δημοσιευμένων πληροφοριών με αναπόδεικτες υποθέσεις και κραυγαλέες ανακρίβειες. Κεντρικός ιστός η προσπάθεια απόδειξης σχέσεων τρομοκρατίας-ΠΑΣΟΚ και η υπόδειξη μεθόδων αντίδρασης που θυμίζουν πολύ τον εμφυλιοπολεμικό αντικομμουνιστικό αγώνα.
«Δυστυχώς, διάφοροι καμμένοι και “χαμένοι” συγγραφείς και διάφοροι βαμμένοι και “βλαμμένοι” στρατηγοί, μαζί με κάποιους μικρονοϊκούς πολιτικούς, υφαίνουν έναν ιστό αράχνης, ένα παρακράτος», είχε δηλώσει ο Κώστας Λαλιώτης, ενώ ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης Μητσοτάκη Βασίλης Μαγγίνας υποχρεώθηκε να «αδειάσει» τον Καμμένο και τον Γρυλλάκη. Με το θέμα ασχολήθηκε και ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος κατήγγειλε ότι το βιβλίο αυτό υπονομεύει τη δημοκρατία:
«Είναι απίστευτο, και είμαι βέβαιος ότι δεν αφορά ολόκληρο το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Ας τελειώνουν οι αθλιότητες αυτές, οι οποίες στο βωμό της εξυπηρέτησης μικροκομματικών συμφερόντων της κυβέρνησης της Ν.Δ., του κόμματος της Ν.Δ., δυναμιτίζουν τα θεμέλια των δημοκρατικών θεσμών, την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος. Τέρμα στις αθλιότητες. Φτάνει πια» (11.1.1993).
…………………………………………………………………………………………………………………………………………
ΕΠΙΣΚΕΦΤΕΙΤΕ
Ιός, «Ο “μαύρος” του κ. Μεϊμαράκη» («Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 2.11.2008).
Το δεξί χέρι του κ. Μεϊμαράκη στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας, ο επίσημος εκπρόσωπός του, αναπτύσσει μια ιδιότυπη «αντιφιλελεύθερη» θεωρία και καλλιεργεί προνομιακές σχέσεις μ’ αυτό που ο τότε νεοδημοκράτης πρωθυπουργός ονόμαζε «άκρα».
……………………………………………………………………………………………………………………………………….
 ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ: Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

Γ@μώ τον σολομό

Μέρα μεσημέρι. Πλατεία Κολωνακίου, γωνία με Πατριάρχου Ιωακείμ. Μια μαυροντυμένη γυναίκα, στα 60 της, έχει ξαπλώσει μπρούμυτα πάνω στο πεζοδρόμιο. Κρατάει ένα κουτάκι που μέσα έχει πενταροδεκάρες. Πεινάει και ζητιανεύει. Σήμερα μοιάζει πιο αποκαμωμένη από ποτέ. Δύο κοπέλες περνούν από μπροστά της και σταματούν ακριβώς εκεί που βρίσκεται εκείνη. Φορούν τα απολύτως απαραίτητα και κρατούν 2 μεγάλους δίσκους με νοστιμιές: καναπεδάκια με σολομό, μπρικ και χαβιάρι. Σταματούν τους περαστικούς για να τους κεράσουν «…για τα εγκαίνια του νέου μας μαγαζιού»! ΟΛΟΙ οι περαστικοί, γκάγκαροι Αθηναίοι και μη, δοκιμάζουν τις νοστιμιές και επιδοκιμάζουν. Κανείς τους δεν κοιτά στο πεζοδρόμιο. Κανείς τους δεν ρίχνει βλέφαρο στη μαυροντυμένη γυναίκα που βρίσκεται ακριβώς από κάτω! Ένας θίασος χυδαίας επιθεώρησης κάνει sold out την ξεφτίλα. Τρώει τον σολομό και ονειρεύεται, έστω για λίγο, τη μεγάλη ζωή. Ακριβώς δίπλα, η μικρή, η ανώνυμη, η τελειωμένη ζωή. Αυτή που δεν αξίζει ούτε τη ματιά μας. Αυτή που περνάει στο ντούκου.
Αυτό ακριβώς έχουμε πάθει. Όλοι. Βλέπουμε τη ζωή να περνάει κι εμείς, εκεί, στο ντούκου. Το μυαλό μας μόνο στον σολομό και το μπρικ.Καθόλου δεν μας απασχολούν οι φασισταράδες δολοφόνοι του Πακιστανού ποδηλάτη, το ξεφτιλισμένο και ιδιαιτέρως παραπλανητικό πρωτοσέλιδο του Πρώτου Θέματος της Κυριακής, οι τέσσερις κάλπες της συμφοράς, οι δικαστές της ζαρντινιέρας που, πάλι, δεν έκαναν σωστά τη δουλειά τους ή οι τρομοκράτες της χύτρας που αποφάσισαν να βάλουν βόμβα κυριακάτικα στο Mall την ώρα που εκατοντάδες γονείς και πιτσιρίκια βολτάριζαν στα μαγαζιά του…
Ξανακοιτάζω τη γυναίκα που έχει σταματήσει πια να παρακαλάει. Εξακολουθεί να είναι ένα με το πεζοδρόμιο αλλά τώρα πια η σιωπή της είναι εκκωφαντική. Κουράστηκε. Δεν την ακούει και δεν τη βλέπει κανείς σήμερα. Οι κοπελίτσες βλέπουν τους δίσκους τους να έχουν αδειάσει και κοιτάζουν η μια την άλλη πολύ ικανοποιημένες. «Σούπερ θα πάει το μαγαζί, θα δεις!», λέει η μια. Η άλλη ξεκαρδίζεται στα γέλια από τη χαρά της.
Γ@μώ τον σολομό μου, γ@μώ…
Της Μαργαρίτας Μυτιληναίου
http://www.protagon.gr

Η ζωή χωρίς ρεύμα για τρεις διαφορετικούς ανθρώπους

Αύριο το πρωί, στις 11, θα βρίσκεται έξω από τα κεντρικά γραφεία της ΔΕΗ. Για να φωνάξει και να το παλέψει – αν και ξέρει ότι δεν έχει πολλές ελπίδες. Η, ας την πούμε, Αννα -όπως κι όλοι όσοι ζουν χωρίς ρεύμα- δεν θέλει επ” ουδενί να γράψουμε το όνομά της: έχει τρία παιδιά κι ένα εγγόνι που πάνε σχολείο και που δεν θέλουν οι συμμαθητές να ξέρουν πως στο δικό τους σπίτι όταν πέφτει η νύχτα δεν υπάρχει φως.

 

Πριν από τέσσερα χρόνια διάβαζα τις ανακοινώσεις του κινήματος «ρεύμα= ζωή» από τη Νότια Αφρική: οι ακτιβιστές εκεί επανασυνέδεαν το ρεύμα στις παράγκες όπου
η ιδιωτική εταιρεία είχε κόψει την παροχή. Χρειάστηκε να ταξιδέψω εκατοντάδες χιλιόμετρα για να γνωρίσω τους «κλέφτες ρεύματος», όπως παρουσίαζε τους ακτιβιστές ο διεθνής Τύπος. Και φυσικά δεν φανταζόμουν πως λίγα χρόνια μετά, η Αννα -κι άλλοι χίλιοι οικογενειάρχες κάθε μέρα- θα βυθιζόταν στο σκοτάδι στην ίδια μου την πόλη.

 

«Τρώμε κάθε μέρα μακαρόνια η πατάτες»

 

«Τα απλά πράγματα γίνονται γολγοθάς», μου λέει σκυμμένη επάνω από την μπανιέρα όπου πλένει τα σεντόνια της οικογένειας κάπου στον Κορυδαλλό. Ειδικά το πλύσιμο και το μαγείρεμα. Οταν δεν έχεις ψυγείο, δεν μπορείς να συντηρήσεις τίποτα. Αναγκαστικά τρώμε καθημερινά μακαρόνια ή πατάτες».

 

 

«Εντάξει με το φαγητό, συνηθίσαμε», λέει η 10χρονη κόρη της. «Εμένα αυτό που με πειράζει περισσότερο είναι το σκοτάδι. Φοβάμαι πολύ το σκοτάδι και δεν μπορώ να πηγαίνω μόνη μου από δωμάτιο σε δωμάτιο. Και ντρέπομαι που όλα τα παιδιά στο σχολείο έχουν τηλεόραση και υπολογιστή κι εγώ δεν έχω και λέω ψέματα ότι έχω».

 

Μια άλλη μάνα, ας την πούμε Ερμιόνη τούτη εδώ, περπατάει καθημερινά 4 χιλιόμετρα για να εξασφαλίσει το αυτονόητο: τροφή. «Απίστευτο, ε; Αλλες μέρες δίνει φαγητό η Πρόνοια, άλλες κάθε ενορία της περιοχής, άλλες η λαϊκή συνέλευση του Περάματος. Είμαστε άνεργοι κι οι γιοι μου κι εγώ, ζούμε με την αναπηρική του άντρα μου που είναι 500 ευρώ κι έχουμε αναλάβει και το μωρό του ενός μου γιου.

 

Μας έκοψαν το ρεύμα πριν από 2,5 χρόνια πρώτη φορά και το ένωσα μόνη μου. Μας έκοψαν και το νερό και το ένωσα μόνη μου κι αυτό. Οταν εμφανίστηκα με το μωρό στη ΔΕΗ για διακανονισμό, το ποσό ήταν αστρονομικό, πού να βρω 1.000 ευρώ;».

 

Η Ελένη είναι νοικιασμένη εργαζόμενη σε δημόσιο νοσοκομείο, όπως κι άντρας της. Οταν ο εργολάβος τούς άφησε 4 μήνες απλήρωτους και διεκδίκησαν τα δεδουλευμένα τους, τους έδιωξε.

 

«Πουλήσαμε μέχρι και τις βέρες μας»

 

«Πουλήσαμε τα πάντα, μέχρι και τις βέρες μας ύστερα από 30 χρόνια γάμου. Φτάσαμε να ψάχνουμε φαγητό από τα σκουπίδια. Τι άλλο να κάνουμε, πού αλλού θα φτάσουμε για να επιβιώσουμε; Συνδέουμε το ρεύμα μόνοι μας γιατί έχουμε παιδιά και δεν μπορούν να μεγαλώσουν στο σκοτάδι».

 

Τότε στο γκέτο Αλεξάντερ, ο Τζίμι, ο σύνδεσμός μου, έλεγε: «Το νερό και το ρεύμα είναι η ζωή. Παράνομο δεν είναι να δίνεις ζωή στους ανθρώπους «κλέβοντας» την εταιρεία, παράνομο είναι να τους τη στερείς, γιατί δεν έχουν χρήματα να την πληρώσουν». Με ακριβώς το ίδιο σκεπτικό με καλεί στην κινητοποίηση έξω από τη ΔΕΗ ο Μπάμπης: «Δεν θα αφήσουμε κανένα σπίτι χωρίς ρεύμα, θα παλέψουμε ο ένας δίπλα στον άλλο, διεκδικούμε το δικαίωμα στη ζωή μας την ίδια».

 

Υπάρχουν πράγματα που αν δεν τα βιώσεις δεν μπορείς να τα νιώσεις. Τέσσερα χρόνια πριν, τα λόγια του Τζίμι δεν μπορούσαν να γράψουν μέσα μου όπως σήμερα που κάθομαι στο σαλόνι της Αννας, σ” ένα σπίτι που μοιάζει με το δικό μου με την τηλεόραση, το πλυντήριο, τα όμορφα έπιπλα και την κόρη της να διαβάζει τα μαθήματά της με ένα καντηλέρι.

 

Στην ίδια πλευρά του δρόμου…

 

Ο Τζίμι, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά και σε μια εποχή που μου φαντάζει πια μακρινή σαν την πλειστόκαινο, έλεγε: «Είμαστε όλοι ίδιοι, ομορφούλα. Στον καπιταλισμό, οι προλετάριοι δεν ζουν, επιβιώνουν. Ο πόλεμος έρχεται και θα είναι ταξικός. Δεν παίζει ρόλο που εσύ ζεις στην Αθήνα κι εγώ στο «Αλεξ». Είμαστε από την ίδια πλευρά του δρόμου, από την ίδια πλευρά του κόσμου. Εμείς εδώ – κι αυτοί απέναντι».
Εφημερίδα των Συντακτών

Dedousi Eleni: Ο Νίκος Βούτσης έκανε την... Ανατροπή! Ζήτησε παρα...

Dedousi Eleni: Ο Νίκος Βούτσης έκανε την... Ανατροπή! Ζήτησε παρα...: Διαμαρτυρήθηκε και αποχώρησε ο γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, Νίκος Βούτσης, από την εκπομπή «Ανατροπή» του Mega κ...

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Κ. Λαπαβίτσα: Οι Ελληνικοί Μισθοί, το Φως στο Τούνελ και το Τρένο


Toυ ΚΩΣΤΑ ΛΑΠΑΒΙΤΣΑ*
Συνεχίζει να διαπιστώνει φως στο τούνελ η κυβέρνηση, όπως δηλώνουν κορυφαίοι υπουργοί της. Είναι απορίας άξιον που το βλέπει. Επειδή όμως λίγοι από τους υπόλοιπους βλέπουμε αυτό το φως, ας μιλήσουμε για το ίδιο το τούνελ.
Ποια είναι η κύρια αιτία της κρίσης της Ευρωζώνης;
Πρόκειται για την απόκλιση της ανταγωνιστικότητας ανάμεσα στο ευρωπαϊκό κέντρο και την ευρωπαϊκή περιφέρεια. Ας δούμε λοιπόν την πορεία της ελληνικής ανταγωνιστικότητας.
Η διεθνής ανταγωνιστικότητα μιας χώρας έχει δύο βασικούς συντελεστές. Από τη μια, το Ονομαστικό Κόστος Εργασίας, δηλαδή τους μισθούς και τα άλλα έξοδα εργατικού δυναμικού. Όσο ανεβαίνουν, τόσο μειώνεται η ανταγωνιστικότητα. Να τονίσω ότι πρόκειται για το ονομαστικό, όχι για το πραγματικό κόστος εργασίας, δηλαδή την πρόσβαση των εργαζομένων σε αγαθά και υπηρεσίες. Αυτή μπορεί ακόμη και να μειώνεται καθώς ανεβαίνουν οι ονομαστικοί μισθοί. Από την άλλη, την Παραγωγικότητα της Εργασίας. Όσο ανεβαίνει, τόσο αυξάνεται η ανταγωνιστικότητα.
Συνεπώς, αν διαιρέσουμε τον πρώτο συντελεστή με τον δεύτερο - δηλαδή αν δούμε το μισθολογικό κόστος σε σχέση με την παραγωγικότητα - θα έχουμε τη συνολική εικόνα της ανταγωνιστικότητας. Αυτό ακριβώς είναι το Ονομαστικό Μοναδιαίο Κόστος Εργασίας που είναι ο κυριότερος δείκτης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας.
Ο πίνακας που παραθέτω δείχνει την πορεία του Ονομαστικού Μοναδιαίου Κόστους Εργασίας στην Ευρωζώνη. Η ανάλυση του θέλει προσοχή, γιατί παρ' ότι είναι πια γενικά αποδεκτό ότι η ανταγωνιστικότητα βρίσκεται στην καρδιά της κρίσης, ο ρόλος της δεν είναι ακόμη ξεκάθαρος για πολλούς.
Ονομαστικό Μοναδιαίο Κόστος Εργασίας
Ευρωζώνη - Kέντρο / Περιφέρεια 1995-2011
Τι μας λέει λοιπόν ο πίνακας;
Στην περιφέρεια οι ονομαστικοί μισθοί ανέβαιναν ταχύτερα από την παραγωγικότητα από το 1995 μέχρι το 2008-9. Στην Γερμανία όμως οι δύο συντελεστές κινήθηκαν με τον ίδιο ρυθμό: η καμπύλη είναι σχεδόν οριζόντια.
Γιατί υπήρξε αυτή η διαφορά;
Μήπως επειδή η γερμανική οικονομία είναι πιο τεχνολογικά προηγμένη κι εξασφάλισε μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας; Ενώ οι χώρες της περιφέρειας είναι λιγότερο οργανωμένες και πάσχουν από έλλειψη παραγωγικότητας;
Κάθε άλλο. Η άνοδος της παραγωγικότητας στην Γερμανία ήταν μετριότατη και πιο χαμηλή από την περιφέρεια (εκτός από την Ισπανία). Το γερμανικό κεφάλαιο κατάφερε όμως να κρατήσει τις αυξήσεις των μισθών τόσο χαμηλά, όσο και η αύξηση της παραγωγικότητας. Η Γερμανία έχει ουσιαστικά μια οικονομία όπου ο εγχώριος τομέας λιμνάζει και οι μισθοί είναι παγωμένοι για χρόνια.
Η διεθνής ανταγωνιστικότητα είναι βέβαια σχετικό μέγεθος, αφού το ένα κεφάλαιο ανταγωνίζεται το άλλο. Εδώ θέλει ακόμη περισσότερη προσοχή. Αν κρίνουμε απλώς από τα επίπεδα ανταγωνιστικότητας, η Γερμανία ήταν πολύ πιο ανταγωνιστική από τις χώρες της περιφέρειας ήδη από το 1995. Αυτό όμως που πραγματικά βαραίνει στις διεθνείς συναλλαγές δεν είναι το επίπεδο της ανταγωνιστικότητας, αλλά το πως αυτή αλλάζει. Αν δηλαδή, μια χώρα κερδίζει ή χάνει ανταγωνιστικότητα. Ο απλούστερος τρόπος για να δούμε τη μεταβολή της ανταγωνιστικότητας ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης είναι να συγκρίνουμε τις αλλαγές στο Ονομαστικό Μοναδιαίο Κόστος Εργασίας.
Ο πίνακας δείχνει ακριβώς την μεταβολή του Ονομαστικού Μοναδιαίου Κόστους Εργασίας ως προς τον εαυτό του σε κάθε μία χώρα ξεκινώντας από το ίδιο χρονικό σημείο, δηλαδή το 1995. Η γερμανική οικονομία λοιπόν, νίκησε κατά κράτος τις περιφερειακές. Οι παγωμένοι γερμανικοί μισθοί δημιούργησαν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που κάθε χρονιά μεγάλωνε. Το 2008 το χάσμα με την Ελλάδα και τις άλλες χώρες είχε γίνει τεράστιο. Με άλλα λόγια, η Γερμανία ήταν πιο ανταγωνιστική όταν ξεκίνησε η ΟΝΕ και έγινε ακόμη ανταγωνιστικότερη παγώνοντας τους μισθούς των εργαζομένων της.
Γιατί όμως έχει σημασία η ΟΝΕ;
Διότι στις συνηθισμένες συνθήκες διεθνούς καπιταλιστικού ανταγωνισμού θα είχε συμβεί βαθμιαία υποτίμηση του νομίσματος των περιφερειακών χωρώνεξουδετερώνοντας το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Γερμανίας. Αυτό όμως ήταν αδύνατο μέσα στην ΟΝΕ και άρα το ευρώ μετατράπηκε σε παγίδα που εξασφάλιζε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στη Γερμανία, επιτρέποντας τη δημιουργία μεγάλων πλεονασμάτων.
Η περιφέρεια από την άλλη, δημιουργούσε μεγάλα ελλείμματα που έπρεπε να χρηματοδοτηθούν. Έτσι γιγαντώθηκε το περιφερειακό χρέος, ιδιωτικό και δημόσιο. Αυτή είναι η δομική αιτία της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης και όχι τα φληναφήματα περί σπάταλου κράτους, τεμπέληδων του Νότου και τα σχετικά.
Στα χρόνια της κρίσης ο βασικός χαρακτήρας της ΟΝΕ δεν άλλαξε καθόλου. Το κύριο μέλημα της γερμανικής πολιτικής ήταν να προστατευτούν οι γερμανικές εξαγωγές και να μεταφερθεί όλο το κόστος προσαρμογής στις χώρες της περιφέρειας. Καμία αλλαγή στον προσανατολισμό της γερμανικής οικονομίας, όπως για παράδειγμα, με τόνωση της εγχώριας ζήτησης.
Ο πίνακας δείχνει πολύ παραστατικά πως επιχειρήθηκε η προσαρμογή: πραγματική συντριβή των μισθών στην περιφέρεια με όπλο την αύξηση της ανεργίας. Αυτό είναι και το βαθύτερο περιεχόμενο των «διασώσεων» και της λιτότητας. Ταξικός πόλεμος, ωμός και αμείλικτος, που πουθενά δεν υπήρξε σκληρότερος από όσο τα χρόνια αυτά στην Ελλάδα.
Οι χώρες της περιφέρειας έχουν για την ώρα υποκύψει στη γερμανική πίεση. Ο πίνακας όμως δείχνει και το μέγεθος του προβλήματος που αντιμετωπίζουν οι χώρες αυτές. Πρέπει να ειπωθεί με έμφαση ότι, παρά το τεράστιο κοινωνικό κόστος δεν έχει καν αντισταθμιστεί η απώλεια ανταγωνιστικότητας από το 1995 και μετά.
Δεν υπάρχουν ακόμη συγκεντρωτικά στοιχεία για το 2012, αλλά είναι βέβαιο ότι οι μισθοί στην Ελλάδα και αλλού θα συνεχίσουν να πέφτουν σημαντικά το 2013 και ίσως και το 2014, απλώς και μόνο για να καλυφθεί το χάσμα. Αυτό σημαίνει «εσωτερική υποτίμηση».
Ακόμη χειρότερα, όσο οι γερμανικοί μισθοί δεν ανεβαίνουν συστηματικά – και παρά την άνοδο μετά το 2009, ο πίνακας δείχνει ότι τα πράγματα δεν έχουν ουσιαστικά αλλάξει – οι ελληνικοί μισθοί και αυτοί των άλλων χωρών της περιφέρειας θα πρέπει είτε να συνεχίσουν να πέφτουν, είτε να μείνουν παγωμένοι. Αλλιώς δεν μπορεί να κερδηθεί ανταγωνιστικότητα από πλευράς περιφέρειας, εκτός αν συμβεί μία έκρηξη παραγωγικότητας. Κι επειδή θαύματα δε γίνονται στην παραγωγικότητα, η Ελλάδα και η υπόλοιπη περιφέρεια έχουν μπροστά τους χρόνια χαμηλών μισθών, χαμηλής ανάπτυξης και υψηλής ανεργίας. Αυτό είναι το πραγματικό τίμημα της συνεχιζόμενης παραμονής στην ΟΝΕ που με τόση επιμονή έχει επιβάλει «η παράταξη του ευρώ».
Η ιστορία δείχνει ότι τέτοιου είδους σκληρές ταξικές πολιτικές γεννούν εξίσου σκληρή ταξική αντίδραση. Κάποια στιγμή τα εργατικά και λαϊκά στρώματα θα αντιδράσουν βίαια στην καταστροφή της ζωής τους κι αυτής των παιδιών τους. Είναι πιθανόν λοιπόν, το φως που βλέπει στο βάθος η κυβέρνηση να είναι τελικά το τρένο.
Πηγή: costaslapavitsas.blogspot.gr

Συνηγορία υπέρ της «ανομίας»


1. Η εμφάνιση του ακραίου κέντρου
Ένα από τα χαρακτηριστικότερα δόγματα που κυριαρχούν στις ‘πολιτικές’ συζητήσεις των περισσότερων σύγχρονων Δυτικών κοινωνιών είναι η συνολική και απερίφραστη καταδίκη κάθε πράξης που δε συνάδει με τον ποινικό (κυρίως) κώδικα. Πάντα στο πλαίσιο της αποφυγής των άκρων, στο όνομα του θεμιτού για το δημόσιο συμφέρον και, συνεπώς, κοινώς αποδεκτού, φιλελεύθερου κέντρου, το σλόγκαν «καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται» ακούγεται συνεχώς.
Στην Ελλάδα, κυρίως τα τελευταία πέντε χρόνια, η στάση μεγάλης μερίδας της δημοσιογραφικής ελίτ, διαφόρων πολιτικάντιδων αλλά και πολλών εκπροσώπων της σαλονάτης political correct ιντελιγκέντσιας απέναντι στις πρόσφατες επιθέσεις του κράτους εναντίον μεγάλων καταλήψεων και αυτο-διαχειριζόμενων χώρων, φανερώνει ότι, το δόγμα του ακραίου κέντρου έχει για τα καλά εισχωρήσει στον mainstream ‘πολιτικό’ λόγο. Έτσι, καθημερινά φωνές κάνουν λόγο για «ίσες αποστάσεις» τόσο από τα δεξιά όσο και αριστερά ‘άκρα’, καλώντας μας, ταυτόχρονα, να αναγνωρίσουμε την μετριοπάθεια, την πρόοδο και την κοινωνική ειρήνη, ως αρετές που ενισχύουν τους θεσμούς μιας αντικειμενικά δίκαιης κοινωνίας. Μήπως, όμως, οι μεγαλοστομίες αυτές που μονοπωλούν στα δελτία των ειδήσεων και διαφόρων ειδών ‘σοβαρές’ εκπομπές δεν είναι και τόσο αντικειμενικές, όσο, πραγματικά, διατείνονται (ή όπως κάποιοι θέλουν να τις παρουσιάζουν); Μήπως, η φαινομενικότητα του «αυτονόητου», της καταδίκης κάθε είδους πράξης που «δεν σέβεται τους νόμους και το ‘άριστο’ μέτρο» – που εκλαμβάνοντας ως αφετηρία τον αυθαίρετο «κοινό νου», θεωρητικά εξασφαλίζει την ισορροπία μιας κοινωνίας που ακροβατεί πάνω σε τεντωμένο σκοινί – υποπίπτει, τελικά, με τη σειρά του, σε μια αμφίρροπη υποκειμενικότητα;
2. Το ακραίο «κέντρο» και οι εγγενείς του αντιφάσεις
Η υποκειμενικότητα του δόγματους αυτού διαφαίνεται μέσω της αναποτελεσματικότητάς του να εξασφαλίσει μια πραγματική πολιτική διαλεκτική. Αντιθέτως, το μόνο που καταφέρνει είναι να προστατεύσει την ομαλή λειτουργία της υπάρχουσας κοινωνικής θέσμισης. Κάτι τέτοιο επιβεβαιώνουν οι απαξιωτικές αντιδράσεις των φιλελεύθερων στο άκουσμα και μόνο εννοιών όπως άμεση δημοκρατία, κατάργηση της αρχής της αντιπροσώπευσης, ή αντικατάσταση του ιεραρχικού συστήματος διακυβέρνησης από κοινωνικά δίκτυα οριζόντιων δομών,που συχνά απορρίπτονται ως μη πραγματοποιήσιμες ουτοπίες ή κυριαρχία του όχλου, ενώ την ίδια στιγμή, οι ίδιοι ανταπαντούν θέτοντας τα, λίγο πολύ γνωστά, ‘ρητορικά’ ερωτήματα: Πώς είναι δυνατόν οι πολίτες να ρυθμίζουν από μόνοι τους τις τύχες τους, δίχως την ‘κηδεμονία’ των ‘ειδημόνων’ της πολιτικής; Ποιός θα επιβάλει την τάξη αν, ενώ ο καθένας έχει τη δυνατότητα να επεμβαίνει στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων που αφορούν τη ζωή του, κάποιο μεμονωμένο άτομο θα εκμεταλλευτεί τούτη την απεριόριστη ελευθερία με σκοπό την ικανοποίηση των δικών του αναγκών; Ποιός θα σταματά τους κλέφτες και τους παραβάτες, αν η αστυνομία δεν έχει το πάνω χέρι στον έλεγχο της κοινωνικής συμπεριφοράς; Η αντίληψη αυτή συχνά βασιζόμενη σε κάποια αντι-επιστημονική και αναπόδεικτη Χομπσιανή θεώρηση περί έμφυτης ανθρώπινης απληστίας, η οποία για να μην καταστήσει τον άνθρωπο ανίκανο να επιβιώσει θα πρέπει να μετριαστεί κάτω από το σιδερένιο χέρι μιας ισχυρής αναντίρρητης εξουσίας που θα εξασφαλίζει την κοινωνική ειρήνη, δικαιολογεί την Βεμπεριανή (πεμπτουσία της φιλελεύθερης φιλοσοφίας) νομιμοποίηση της βίας του κράτους έναντι κάθε άλλης μορφής βίας. Εδώ, αν μη τι άλλο, δημιουργούνται κάποιες εμφανείς αντινομίες που αποδεικνύουν την μή αντικειμενικότητα της «καταδίκης της βίας απ’ όπου και αν προέρχεται», και, τέλος, αυτο-αναιρούν την ‘ορθότητα’ αυτού του σκεπτικού: εφόσον η βία του κράτους είναι νομοτελειακά αναγκαία, τότε, λοιπόν, η καταδίκη της περνά σε δεύτερη μοίρα, δίνοντας ‘προτεραιότητα’ στην αποδοκιμασία κάποιας άλλης μορφής βίας αρχικά. Κοντολογίς, το δόγμα του «ακραίου κέντρου», συνοψίζεται στην εξής φράση: «καταδικάζουμε πρώτα απ’ όλα την βία που προέρχεται από μεμονωμένα άτομα και ομάδες και έπειτα (ίσως και) την βία του κράτους ή την ‘αυθαιρεσία’ των αστυνομικών» αντί του «καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου και αν προέρχεται».
Βλέπουμε λοιπόν, πως, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο το δόγμα του «άγιου κέντρου» διατείνεται ότι ο φιλελευθερισμός είναι ένας αναγκαίος μονόδρομος (πράγμα που είναι λογικό εφόσον αποτελεί δημιούργημά του), και συνεπώς, κανένα πρόταγμα που στοχεύει στην κοινωνική ‘αλλαγή’ δεν θα πρέπει να κινείται εκτός των πλαισίων του αστικού δικαίου. Αυτό σημαίνει αυτόματα ότι και κάθε δράση που επιδιώκει την κοινωνική μεταστροφή προς αμεσοδημοκρατικές κατευθύνσεις, θα πρέπει να καταστέλλεται μόλις φτάσει στο σημείο να καταστεί ορατή απειλή για το παλαιό καθεστώς. Σε αντίθεση, φυσικά, με τα ολοκληρωτικά-δικτατορικά Ισλαμικά, εθνικιστικά ή σοσιαλιστικά καθεστώτα, ο φιλελευθερισμός επιτρέπει την αμφισβήτηση των θεσμών, μόνο, όμως, μέχρι το σημείο όπου δεν ελλοχεύουν κίνδυνοι, ώστε να καταρρεύσει ολοκληρωτικά, ή να αναγκαστεί να συμβιβαστεί με τα αιτήματα των λιγότερο προνομιούχων, μέσα από μεταρρυθμίσεις ζημιογόνες για τα συμφέροντα των ολιγαρχιών, (με την προϋπόθεση, δηλαδή, ότι ο θεωρητικός βίος δεν θα εξελιχθεί σε βίο πολιτικό[1]). Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο οι περισσότεροι κοινωνικοί αγώνες εντός των προηγούμενων αιώνων, για δικαιότερη κατανομή του πλούτου και πολιτικά δικαιώματα, αγώνες που αμφισβητούσαν την παντοδυναμία των ισχυρών κοινωνικών τάξεων, αντιμετωπίστηκαν με βιαιότητα και κτηνώδη καταστολή.
3. Ιστορικο-πολιτικά αδιέξοδα
Το ιστορικό υλικό που έχουμε μπροστά μας, και τα διδάγματα που παίρνουμε σήμερα εξετάζοντάς το, μας δίνουν να καταλάβουμε καλύτερα τους λόγους για τους οποίους η θεωρία των άκρων έχει παρεισφρήσει στην ‘πολιτική’ σκέψη. Ο προηγούμενος αιώνας ήταν, ως επί τω πλείστο, ο αιώνας της βίας και των επαναστάσεων, όπως είχε προβλέψει ο Λένιν. Παρομοίως αναφέρει ο Georges Labica [2]: «ο στοχασμός πάνω στη βία εμφανίστηκε πριν από πενήντα χρόνια περίπου, μαζί με την κυριαρχία της βίας στην κοινωνία, επειδή ο εικοστός αιώνας ήταν σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας εκείνος που χαρακτηρίστηκε απ’ την πιο αχαλίνωτη βία»…
Από την μια, τα εγκλήματα και οι θηριωδίες των Ναζιστών (με τα οποία επιχειρείται να ταυτιστούν όλες οι εθνικιστικές δράσεις) και από την άλλη, η κονιορτοποίηση του μαρξισμού-λενινισμού, η άνοδος του Σταλινισμού-Μαοϊσμού και οι φρικαλεότητες όλων αυτών των καθεστώτων οδηγούν σε συμπεράσματα του τύπου «οι κοινωνίες μας, παρά τα κουσούρια τους, είναι οι καλύτερες ανθρώπινες δυνατές και θα πρέπει να τις προστατέψουμε από τα καταστροφικές εκτροπές προς την άκρα-αριστερά ή δεξιά». Ο Δυτικός άνθρωπος, σήμερα, μοιάζει να βρίσκεται όμηρος μιας τελματωμένης πραγματικότητας. Νοιώθει πως όχι μόνο δεν μπορεί να ξεφύγει αλλά αισθάνεται φοβισμένος μπροστά στην προοπτική της αλλαγής. Το άκουσμα και μόνο των λέξεων αντι-καπιταλιστική δράση προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα. Σε πολλούς φέρνει στο νου τις Σταλινικές θηριωδίες, καθώς έχουμε, πλέον, συνηθίσει να ερμηνεύουμε τα δρώμενα μέσα από μανιχαϊστικούς φακούς: «ό,τι δεν είναι καπιταλισμός είναι κομμουνισμός». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όταν κινήσεις που αμφισβητούν τις αναπαραστάσεις του καπιταλιστικού φαντασιακού, όπως για παράδειγμα: οι καταλήψεις κτιρίων, οι διαδηλώσεις, οι συνελεύσεις πλατειών, αντιμετωπίζονται με καχυποψία και κυνική αποστροφή από το κράτος και τους φορείς της εκάστοτε θεσμισμένης ετερονομίας, χαρακτηρίζονται ως πράξεις ανομίας ή όταν πολιτικοί ακτιβιστές και όλοι όσοι συνειδητά αρνούνται να μετατραπούν σε πειθήνια παραγωγικά όργανα, βαφτίζονται ως τρομοκράτες και κοινοί εγκληματίες, μεγάλο ποσοστό της κοινής γνώμης παραμένει απαθές, είτε, συμπράττει με την καταστολή και τον κυρίαρχο συντηρητισμό.
4. Ροπή προς τα δεξιά
Η τυφλή καταδίκη της βίας, αρχικά, λειτούργησε ως κεντρικός άξονας κοινωνιολογικών συζητήσεων κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Δεκέμβρη. Τότε, κομμάτι του δημοσιογραφικού συρφετού έκανε λόγο για νεανική παραβατικότητα, αποσάθρωση και κατάρρευσης των αξιών (σε αντίθεση με πολλούς τηλεπαρουσιαστές που εκμεταλλευόμενοι την κοινωνική δυσαρέσκεια και το θεαματικό της βίας έχυναν κροκοδείλια δάκρυα για την απομονωμένη Ελληνική νεολαία), στάση που, σε πολύ εντονότερο φυσικά βαθμό, συναντούμε και κατά τη διάρκεια των ταραχών στην Αγγλία το 2011, από δημοσιογράφους και ακροδεξιούς (π)ηθικολόγους, που έκαναν ανοιχτά εκκλήσεις για επέμβαση των ενόπλων δυνάμεων. Εδώ, αν μη τι άλλο, βλέπουμε ότι μέσα από το δόγμα των «ίσων αποστάσεων», αναδύεται ένας διττός συντηρητισμός που σταδιακά συμπαρασύρει με το μέρος του τις φαινομενικά μετριοπαθείς φωνές, μέχρις ότου τις διαβρώσει πέρα για πέρα με σκοπό να καταστεί ως κοινή λογική. Από τη μια η μηδενική ανοχή σε κάθε μή κρατική βία, και από την άλλη η νομιμοποίηση της κρατικής καταστολής, όλα αυτά μαζί είτε συναινούν με τους Νεοφιλελεύθερους δεξιούς οι οποίοι στο όνομα της ιδιοκτησίας θα κινούσαν γη και ουρανό προκειμένου να καταστείλουν κάθε ελευθεριακό αντικαπιταλιστικό κίνημα [3], είτε πολλές φορές με την άκρα δεξιά (όπως είναι πολύ χαρακτηριστική η στάση του Βρετανού ακροδεξιού Nigel Farrange κατά τη διάρκεια των ταραχών στην Αγγλία). Άλλωστε, η άκρα δεξιά ιδεολογικά τασσόταν πάντα υπέρ της αυστηρής τήρησης των νόμων, της σκλήρυνσης των μέτρων καταστολής, της εξύψωσης του στρατιωτικού ιδεώδους, του μιλιταρισμού και της αναβίωσης των πατριαρχικών αξιών, με σκοπό την προστασία των πολιτών, την κοινωνική ειρήνη και ομαλότητα και, τέλος, την εθνική ασφάλεια.
Η μή κρατική βία, νομιμοποιείται από τους φιλελεύθερους, μονάχα όταν το καθεστώς που οι πολίτες αντιμάχονται δεν είναι αστικοδημοκρατικό, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της Αιγύπτου, όπου τα Ευρωπαϊκά Μέσα Ενημέρωσης αφιέρωναν ύμνους υπέρ των καταληψιών της Ταχρίρ, σε αντίθεση με διαδηλώσεις σε διάφορα κράτη του Νότου, όπου συναντά κανείς την ολική απαξίωση, τον κυνισμό και το δημοσιογραφικό δηλητήριο εναντίον των διαδηλωτών, στηλιτεύοντας την «ελληνική γονιδιακή ανωμαλία της τεμπελιάς και της απατεωνιάς».
5. Από πού προέρχεται η βία;
Η φενάκη του «αγίου κέντρου», δεν αποτελεί μονάχα σώμα και ψυχή της χυδαίας προπαγάνδας των ολιγαρχιών ή μέσο εξαπάτησης και παραπλάνησης της κοινής γνώμης από τους καταστολείς συνειδήσεων, τα ΜΜΕ. Εκφράζει και, σε μεγάλο βαθμό, την επιφανειακότητα των διαφόρων φιλελεύθερων, αλλά και της διανοητικής ένδειας που μαστίζει τις σύγχρονες κοινωνίες. Η τυφλή καταδίκη μιας πράξης που δεν συνάδει με τους ποινικούς και αστικούς κώδικες συμπεριφοράς επισκιάζει μια άλλη πραγματικότητα, αυτήν που κρύβεται πίσω από την βιτρίνα του καπιταλισμού, της βίας που συνεχώς αναγεννιέται και αναπαράγεται μέσα στην ίδια την κοινωνία, ως προϊόν των ανταγωνιστικών σχέσεων και της εκμετάλλευσης. Ο μόχθος (ή, αλλιώς, η αλλοτριωμένη εργασία), είναι, εξίσου, μια μορφή βίας. Στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία η έννοια της εργασίας συνδέεται και ταυτίζεται με την κατάσταση τουμόχθου, αφού τις περισσότερες φορές που κάποιος παράγει έργο, το κάνει είτε για να επιβιώσει, είτε για να διεκδικήσει κάποια υψηλότερη θέση, στο πλαίσιο του καπιταλιστικού φαντασιακού. Κάτω από αυτή την λογική, η υπεράσπιση της ηθικής της εργασίας από τους διάφορους συντηρητικούς σαλτιμπάγκους πολιτικάντιδες, κυρίως σε μια εποχή όπου η επιστημονική γνώση και η τεχνολογία θα μπορούσε να μειώσει τις εργατοώρες (αλλά, αντ’ αυτού βλέπουμε το αντίθετο: αύξηση των ωρών εργασίας, του ορίου συνταξιοδότησης και, παράλληλα, μειώσεις των μισθών) είναι ταυτόσημη με την υπεράσπιση της ανελευθερίας και συνεπώς της ενδοκοινωνικής βίας.
Βία θα συναντήσει κανείς ακόμα και σε κοινωνίες όπου πατριαρχικοί ή οικογενειοκρατικοί άγραφοι κώδικες δεν αμφισβητούνται, για διάφορους λόγους, κι έτσι, παραμένουν αναλλοίωτοι, ιδιαίτερα σε μια κοινωνία όπως η Ελληνική, όπου θρησκευτικά ήθη κι έθιμα παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή πολλών ανθρώπων. Βία, φυσικά, θα δει κανείς και στον αποκλεισμό των μεταναστών ή και ακόμα στον ρατσισμό όχι μόνο των μεταναστών από τους ντόπιους, αλλά και μεταξύ μειονοτήτων. Η μεγαλύτερη, όμως, μορφή βίας και η πιο διαδεδομένη που συναντά κανείς στην Ελληνική κοινωνία, είναι η συνέχεια των πολιτικών που επί τέσσερα συνεχόμενα έτη σπρώχνουν στην εξαθλίωση εκατομμύρια πολιτών, οικονομικών μέτρων που επιβλήθηκαν δίχως τη συγκατάθεσή κανενός, και που οδήγησαν χιλιάδες στην αυτοκτονία λόγω αδυναμία εκπλήρωσης των χρεών, στα ψυχιατρικά ιδρύματα και στην εγκληματικότητα με σκοπό την επιβίωση. Βία είναι ο γενικευμένος πόλεμος ενάντια στην ίδια την κοινωνία, για την κατάλυση των δικαιωμάτων της που έχει κερδίσει με αίμα (το οκτάωρο, την άδεια, το δημόσιο πανεπιστήμιο, την σύνταξη…). Βία είναι, τέλος, η υπακοή στην κρατική εξουσία ως η μοναδική αυθεντική και πραγματιστική λύση, η a la Carl Schmitt νομιμοποίηση της αυθαιρεσίας του κράτους, και κάθε πράξη που βαφτίζει ως απαράδεκτη την κοινωνική διαμαρτυρία, και αν μη τι άλλο, η δαιμονοποίηση της φτώχειας, με βάση την οποία, κάθε ευθύνη αποκλειστικά και μόνο καταλογίζεται στο θύμα, ως υπαίτιο για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται.
6. Το «άγιο κέντρο» και ο Δυτικιστικός φετιχισμός
Ακούμε συνεχώς επιχειρήματα όπως «σε ποιές σοβαρές χώρες κλείνουν δρόμοι, καταλαμβάνονται δημόσια κτήρια δίχως να υπάρξει καμία κινητοποίηση από το κράτος». Αυτό το κακόπιστο επιχείρημα εκφράζει μια ακόμη μορφή ετερονομίας μιας μεγάλης μερίδας της Ελληνικής κοινωνίας, αυτής που θεωρεί πως ο,τιδήποτε φέρει την σφραγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πάντα προτιμότερο, πως η Ελλάδα είναι μια θλιβερή τριτοκοσμική επαρχία σε σχέση με την ανθρώπινη και πολιτισμένη Δύση, όπου όλα λειτουργούν προς όφελος του πολίτη [4]. Είναι αλήθεια ότι σε μια χώρα όπως η Βρετανία ή η Γερμανία, φαινόμενα όπως επιθέσεις εναντίον αστυνομικών δυνάμεων δεν θα έμεναν αναπάντητα από το κράτος. Στις Η.Π.Α., μάλιστα, το κράτος ουκ ολίγες φορές δεν δίστασε να καταφύγει στη χρήση ένοπλων δυνάμεων με σκοπό την καταστολή βίαιων εξεγέρσεων (με αποκορύφωμα τα επεισόδια του Detroit-1967), με δεκάδες νεκρούς. Στην Αγγλία, συγκεκριμένα, όταν σε μια πορεία διαμαρτυρίας σημειώνονται επεισόδια, τότε τα πρόσωπα των υπόπτων αναρτούνται στις ιστοσελίδες του BBC και άλλων καναλιών. Η διαπόμπευση των ενόχων για τις ταραχές του Αυγούστου, οι πάνω από 2.000 συλλήψεις που πραγματοποιήθηκαν και τέλος, οι εξευτελιστικές ποινές που επιβλήθηκαν στους υπαίτιους, όπως μή αμειβόμενη εργασία σε καταστήματα που καταστράφηκαν, δείχνει ξεκάθαρα ότι φαινόμενα σαν αυτά που συναντά κανείς στην Ελληνική κοινωνία, τιμωρούνται αυστηρά στην εξορθολογισμένη Δύση, όπως, όμως, τιμωρούνται αντίστοιχα και οι ρατσιστικές επιθέσεις, η σπατάλη δημοσίων χρημάτων για ιδιωτικούς σκοπούς και διάφορα άλλα. Όλα αυτά, φυσικά, με τίποτα δεν υποδηλώνουν ότι οι «σοβαρές» αυτές χώρες είναι πραγματικά τόσο παραδεισένιες όσο οι διάφοροι ευρωπαϊστές θέλουν να πιστεύουν. Είναι χώρες όπου ναι μεν οι κρατικοί θεσμοί σέβονται, σε ορισμένα ζητήματα, τον πολίτη, αλλά αυτό οφείλεται στους μεγάλους κοινωνικούς αγώνες που έλαβαν μέρος στο παρελθόν, οι οποίοι συχνά αντιμετωπίζονταν από την κυρίαρχη εξουσία ως «πράξεις βίας», «ανομίας» και «διασάλευση της τάξης». Συνυπάρχουν, όμως, μαζί με αυτά τα σπέρματα μερικής ελευθερίας αξίες ακραία ετερόνομες, όπως για παράδειγμα η βασιλεία, η βουλή των λόρδων κ.λπ…
Ο λόγος που η εξορθολογισμένη Δύση έχει καταστεί φετίχ σε μεγάλο ποσοστό του Ελληνικού πληθυσμού, έχει να κάνει κυρίως με ιστορικο-κοινωνικούς λόγους, και πάνω απ’ όλα, με το γεγονός πως α) η Ελληνική κοινωνία ποτέ της δεν γνώρισε σταθερότητα από την απελευθέρωσή της και έπειτα αλλά και β) στο ότι εκατομμύρια Έλληνες που μετανάστευσαν στις Η.Π.Α., την Αυστραλία, τον Καναδά και την Γερμανία κατά τα χρόνια του Εμφυλίου και έπειτα, κατάφεραν κουτσά στραβά να εξασφαλίσουν μια Α οικονομική άνεση, πράγμα που γι’ αυτούς ήταν αδιανόητο να συμβεί στην Ελλάδα τα χρόνια εκείνα. Έτσι, βλέπει την Ευρώπη ως μονόδρομο για την κοινωνική ευημερία, μήν θέλοντας να καταλάβει ότι το πρότυπο κοινωνίας η πολιτικού μοντέλου δεν είναι το Γερμανικό, το Αγγλικό, ούτε το Σκανδιναβικό ούτε το Αμερικανικό. Πως το υπερκαταναλωτικό έκτρωμα της Δύσης με πολίτες ρομπότ αυστηρά πειθαρχημένους στο πρότυπο του «δούλευε και μην ερεύνα» που έχει γεννήσει ο ίδιος καπιταλισμός δεν είναι απάντηση στην νεοελληνική κατάντια, στον βυζαντινισμό και την προγονολατρεία, στο τσιφτετέλι, τον Άνθιμο και τον Ψωμιάδη και την κουλτούρα της κατεργαριάς, όπως, φυσικά, και καμία κοινωνία σε καμία δεδομένη ιστορική στιγμή δεν μπορεί και δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως παράδειγμα προς μίμηση. Η αποτυχία, εξάλλου, της Ελληνικής κοινωνίας να ενσωματώσει Δυτικές αξίες εντός της, είναι μια ολοφάνερη απόδειξη ότι δεν υπάρχει άμεσα κάποια δυνατότητα να μετατραπεί ο Ελληνικός λαός σε μια εξορθολογισμένη παραγωγική μάζα (ευτυχώς ή δυστυχώς), πράγμα που, ωστόσο, μας δίνει τη δυνατότητα για βαθύτερο προβληματισμό: εφόσον απορρίπτουμε την νεοελληνική κουλτούρα (αν το κάνουμε, φυσικά), αλλά, ταυτόχρονα, δεν αποδεχόμαστε ούτε τον Δυτικό τρόπο ζωής, μήπως ήρθε η στιγμή να δημιουργήσουμε κάτι καινούριο, βασισμένοι στις αξίες του προτάγματος της αυτονομίας;
Όλη αυτή η φαντασιωτική εξιδανίκευση της Δύσης, η ψευδαίσθηση ότι η ζωή είναι καλύτερη στους καταναλωτικούς παραδείσους του Παρισιού και της Νέας Υόρκης, είναι πέρα για πέρα εσφαλμένη, καθώς επισκιάζει τεράστια προβλήματα που ταλανίζουν ακόμη και σήμερα τις κοινωνίες αυτές, ενώ αποκρύβει το ενδεχόμενο ότι οι αξιοπρεπέστερες εργασιακές συνθήκες (σε σχέση με τον νεοελληνικό μεσαίωνα) είναι, ως επί τω πλείστο, αποτέλεσμα αγώνων (παρόμοιων, αλλά ίσως και μεγαλύτερου βεληνεκούς, δράσεων με αυτές που λαμβάνουν χώρα σήμερα στην Ελλάδα), για δικαιότερη κατανομή του πλούτου, για κοινωνική δικαιοσύνη και πολιτικά δικαιώματα, αγώνες που αντιμετώπισαν την κρατική καταστολή και τις αποδοκιμασίες πολλών συντηρητικών πολιτών, πράγμα που οι άχρηστοι ηλίθιοι της αριστεράς του ροζ ΠΑΣΟΚ θα έπρεπε να γνωρίζουν, πριν φτάσουν σε σημείο είτε να ευθυγραμμιστούν με τους ολιγάρχες στο δόγμα της «μη βίας»είτε μέσω της κατάφωρης συνωμοσιολογίας τους να προσελκύσουν απαθής ψηφοφόρους.
7. Βία και πολιτική
Παρά του ότι κάποιες μορφές βίας αξίζει να νομιμοποιούνται ηθικά, η βία καθ’ αυτή δεν αποτελεί πολιτικό μέσο. Απεναντίας, είναι ένας προ-πολιτικός τρόπος επίλυσης διαφορών. Στην πολιτική σφαίρα τις προ-πολιτικές μεθόδους αντικαθιστά ο Λόγος, δηλαδή η δυνατότητα να επιλυθούν οι οποιεσδήποτε διαφωνίες μέσα από την συζήτηση και τον διάλογο. Η βία αποτελεί πραγματική απειλή για κάθε πολιτικό σώμα, για κάθε πραγματικά δημοκρατική συνέλευση. Σε περιπτώσεις, όμως, όπου ένα σύνολο ανθρώπων βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία ενός καταπιεστικού καθεστώτος, πράγμα που σημαίνει ότι ασκείται βία από την εκάστοτε θεσμισμένη εξουσία, το πολιτικό σώμα παύει να υπάρχει. Οι συνελεύσεις και οι ελεύθερες πολιτικές συζητήσεις πολιτών που ενώνονται κάτω από την διαφορετικότητά τους για να συνθέσουν από κοινού και να συνδιαμορφώσουν παύουν να υπάρχουν. Υπερτερεί η απομόνωση και ο εγκλεισμός στην ιδιωτική σφαίρα, ενώ το δημόσιο συμφέρον ταυτίζεται αποκλειστικά και μόνο με τα ιδιωτικά συμφέροντα, του βασιλιά, του πολιτικού αρχηγού ή πολλών πολιτικών αρχηγών, του Κόμματος, του κοινοβουλίου, του ιερατείου, των τραπεζικών λόμπι (στην περίπτωση μιας καπιταλιστικής κοινωνίας). Έτσι, η σύγκρουση που αποσκοπεί στην ανατροπή του καθεστώτος αυτού, ή τον μετασχηματισμό του, με σκοπό τη δημιουργία πολιτικών σωμάτων, αναπόσπαστο κομμάτι της οποίας είναι η βία, είναι πέρα για πέρα νομιμοποιημένη, έχοντας, πάντα, κατά νου, ότι ο θάνατος της παλαιάς τάξης πραγμάτων σηματοδοτεί ταυτόχρονα και το τέλος της χρήσης κάθε προ-πολιτικής μεθόδου επίλυσης διαφωνιών, καθώς οι θεσμοί αρχίζουν σιγά σιγά να ελέγχονται απευθείας από τους πολίτες.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι επιθέσεις στα γραφεία της ΝΔ με Καλάσνικοφ ούτε επαναστατικές είναι, ούτε ηθικά νομιμοποιημένες. Όχι επειδή είναι ολοφάνερα βίαιες αλλά επειδή στοχεύουν ευθέως κατά της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας αντί να απειλούν τα θεμέλια και τις αξίες του άθλιου αυτού πολιτισμού που δίνει βήμα στην ακροδεξιά και υπονομεύει την κρατική καταστολή. Συνάμα, αποτελεί ύψιστη ύβρη η ταύτισή τους με τους πραγματικούς αγώνες που αμφισβητούν κομμάτι της θεσμισμένης ετερονομίας, όπως οι καταλήψεις, οι συνελεύσεις και οι διαδηλώσεις. Διότι πρόκειται για την βία που ταυτίζεται με τον μηδενισμό και την μεταφυσικού τύπου ανορθόλογη δίψα για εκδίκηση. Τέτοιου είδους αντιλήψεις, αναμφισβήτητα, θα πρέπει να πολεμηθούν. Από την άλλη, η προσβολή άλλων εννόμων αγαθών (έννομα αγαθά ονομάζονται όσα ο νόμος θεωρεί ως άξια προστασίας), όπως π.χ. η ιδιοκτησία, δεν πρέπει να ταυτίζονται (τουλάχιστον χωρίς πολλή σκέψη) με την τρομοκρατία ως πολιτικό φαινόμενο των σύγχρονων «Δημοκρατιών». Από τον Γιάννη Αγιάννη που κλέβει ένα καρβέλι ψωμί, έως τον λαό της Αργεντινής που απαλλοτρίωσε μαζικά τα καταστήματα τροφίμων ή ένδυσης προκειμένου να καταφέρει να επιβιώσει, υπάρχει μια «παραβατικότητα», ατομική ή γενικευμένη, που από την κυρίαρχη εξουσία χαρακτηρίζεται (ή τείνει να χαρακτηριστεί) ως «Τρομοκρατία».
8. Εν κατακλείδι
Τελειώνοντας, και με σκοπό να γίνω πέρα για πέρα μισητός σε αυτούς που διαβάζουν το άρθρο αυτό, ας μην ξεχνάμε ότι ο χαρακτηρισμός όλο και περισσότερων πράξεων ως «τρομοκρατικών», «βίαιων» και «έκνομων» εκ μέρους των εξουσιαζόντων (χαρακτηρισμός που επιτυγχάνεται μέσω του νομικού χαρακτηρισμού και του ιδεολογικού αποτελέσματος που ο νομικός χαρακτηρισμός γεννά), δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να γίνει δεκτός από την κοινωνία αβασάνιστα. Βία που δεν στρέφεται κατά προσώπων, αλλά που αποσκοπεί π.χ. στην δίκαιη κατανομή βασικών αγαθών σε όλους, δεν είναι τρομοκρατία. Απεναντίας, μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για επαναστατικές πολιτικές πρακτικές που απεγκλωβίζονται από τη μυθολογία της στοχοποίησης των πολιτικών αντιπάλων ως ατόμων, αποφεύγοντας τη διαιώνιση άσκοπων και απάνθρωπων πρακτικών όπως είναι όλες οι αιματοχυσίες χωρίς εξαίρεση. Ας μην ξεχνάμε, εξάλλου, ότι κάθε προσπάθεια που συνέβαλε στην κατάκτηση δικαιωμάτων που αποτελούν έστω και ένα βήμα παραπέρα προς μια κοινωνία ισοπολιτείας, δικαιοσύνης, ελευθερίας και ειρήνης, μέχρι να γίνει πραγματικότητα, χαρακτηριζόταν αρχικά από την εκάστοτε εξουσία ως «τρομοκρατία».
_______________________________
[1] Βίος πολιτικός με την πραγματική έννοια του όρου, δεν υφίσταται σε μια καπιταλιστική κοινωνία. Η πολιτική δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται με την σημερινή έννοια της λαμογιάς, της λογικής των λόμπι, της απεριόριστης άσκησης εξουσίας με σκοπό την ολοένα και περισσότερο συγκέντρωση κεφαλαίων. Απεναντίας, αφορά τις ανοιχτές συζητήσεις, τις συνελεύσεις πολιτών, τα συμβούλια… Ιστορικές περιπτώσεις, όπου πραγματικά πολιτικά σώματα δημιουργήθηκαν, όπου σπέρματα αυτονομίας αναπήδησαν, συναντούμε στην αρχαία Αθήνα και διάφορες άλλες περιοχές της αρχαίας Ελλάδας όπου δεν υπήρχαν ολιγαρχικά καθεστώτα αλλά ο ίδιος ο λαός (κομμάτι του που θεωρούνταν πολίτες) έλεγχε τη δική του τύχη. Επίσης, στην Παρισινή Κομμούνα, στα περίφημα Town Hall Meetings της Αμερικανικής Επανάστασης, σε περιοχές της Ισπανίας κατά την επανάσταση του 1936 και, τέλος, στην Ουγγρική Επανάσταση του 1956. (Εξ ου και η χρήση των αποσιωπητικών όπου εμφανίζεται η λέξη πολιτική με την στενή και διαστρεβλωμένη σύγχρονή της έννοια).
[3] Όπως αναφέρει ο Milton Friedman στο βιβλίο Capitalism and Freedom, «Ο σκοπός της κυβέρνησης πρέπει να είναι περιορισμένος. Κύρια λειτουργία της πρέπει να είναι η προστασία της ελευθερίας μας τόσο από τους εχθρούς εκτός των πυλών όσο και από τους συμπολίτες μας: η διατήρηση του νόμου και της τάξης, η προάσπιση των ιδιωτικών συμβάσεων, για την προώθηση ανταγωνιστικών αγορών» (σ.23). «Η βασική προϋπόθεση [της κυβέρνησης]», (σ.14), «είναι η τήρηση του νόμου και της τάξης. Η αποφυγή του φυσικού εξαναγκασμόού ενός ατόμου από άλλο και η επιβολή, οικειοθελώς, των συμβάσεων που έχουν συναφθεί, δίνοντας έτσι ουσία στο “ιδιωτικό”». Με άλλα λόγια, μόνο η αστυνομία και ίσως ο στρατός θα πρέπει να παραμείνουν στα χέρια του κράτους με σκοπό την επιβολή του νόμου για την προστασία της ιδιοκτησίας. Οτιδήποτε άλλο, συμπεριλαμβανομένης και της δωρεάν παιδείας, της υγείας και κάθε δημόσιου αγαθού, θα πρέπει να ιδιωτικοποιηθεί και να αφεθεί στους αυθαίρετους ΄νόμους’ της ελεύθερης αγοράς.
[4] Στην Ελληνική κοινωνία θα βρει κανείς τόσο φανατικούς Ευρωπαϊστές όσο και αντι-Ευρωπαϊστές που για όλα τους φταίει η Δύση και οι Η.Π.Α. και ο μαύρος ιμπεριαλισμός, ένα νεκρό δίπολο που επισκιάζει την κυριότερη φύση των σύγχρονων πολιτικών προβλημάτων, την κοινωνική θέσμιση, ενισχύοντας κάθε είδους τυφλό και καταστροφικό ιδεολογισμό.
http://eagainst.com