ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Σάββατο 28 Απριλίου 2012

H Χρυσή Αυγή επανακάμπτει;

του Παύλου Μωραΐτη
 Το τελευταίο διάστημα αρκετά στοιχεία δείχνουν αναζωογόνηση των ακροδεξιών και φιλοφασιστικών ιδεών και τάση επέκτασης τους στο λαό. Μια πρόγευση είχαμε στο εκλογικό αποτέλεσμα των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών στην Αθήνα, όπου ο συνδυασμός που υποστήριξε σημείωσε αύξηση της επιρροής της και εξέλεξε αντιπρόσωπο στο δημοτικό συμβούλιο.
Εμπειρικά διαπιστώνεται το τελευταίο διάστημα μια ορισμένη δραστηριότητα της, πολύ μεγαλύτερη απ' ό,τι σε προηγούμενες περιόδους όχι μόνο στην Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις, αλλά σε όλη σχεδόν τη χώρα. Τελευταία έχουμε τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων που είδαν το φως της δημοσιότητας και εμφανίζουν τη Χρυσή Αυγή σταθερά πάνω από το 3%, όριο εισόδου στη βουλή, και ορισμένες εξ αυτών των δημοσκοπήσεων στο 5%, ή και στο 6% ακόμη. Βέβαια αυτό μένει να επαληθευθεί στις κάλπες σύντομα, αλλά η αναζωογόνηση της δεν πρέπει να αμφισβητείται.

Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κατανοηθεί και να ξεκαθαρίσει σωστά από όλους και κυρίως από τις δυνάμεις της αριστεράς και το λαϊκό κόσμο είναι ο χαρακτήρας του φορέα αυτού. Πρόκειται για οργάνωση ακροδεξιά, φιλοφασιστική και φιλοναζιστική. Δεν είναι απλά μια ακόμη συντηρητική αστική πολιτική δύναμη πιο αυταρχική, λίγο πιο ακραία από τη Ν.Δ. και άλλα κόμματα και δεξιές οργανώσεις. Δεν είναι ΛΑΟΣ. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με τα τυπικά κριτήρια που κρίνονται κάθε φορά διάφορα κόμματα και οργανώσεις  μόνο. Αν είναι δηλαδή φιλομνημονιακά, ή αντιμνημονιακά, αν διατυπώνει θέσεις υπέρ του κεφαλαίου, ή αν έχει κάποιες αντιαμερικανικές αντιιμπεριαλιστικές αναφορές και προσπαθεί να παραπλανήσει το λαό. Είναι μια οργάνωση φασιστική και προσπαθεί σ’ αυτή τη συγκυρία να αποκτήσει επιρροή μέσα στο λαό και τους εργαζόμενους και φυσικά το κεφάλαιο θα αξιοποιήσει την παρουσία και τη δράση της ώστε να επιδράσει στην πολιτική ζωή και να τη μετακινήσει δεξιότερα, ανάλογα με τις περιστάσεις και τις ανάγκες του.
Τα τμήματα του πληθυσμού που φαίνονται να ελκύονται από τη Χρυσή Αυγή είναι κατά βάση μικροαστικά στρώματα που συνθλίβονται από την κρίση, απαξιώνονται απόλυτα, δεν βλέπουν μπροστά τους κανένα μέλλον και καμία προοπτική. Είναι επίσης άνεργοι κυρίως συντηρητικής προέλευσης και σχετικά νέοι άνθρωποι ως επί το πλείστον, χωρίς πολλές αγωνιστικές και πολιτικές εμπειρίες, εργατικά και φτωχά εργαζόμενα τμήματα σε υποβαθμισμένες γειτονιές καθώς και περιθωριακά και λούμπεν στοιχεία που συσπειρώνονται και στρατολογούνται. Το φαινόμενο αυτό είναι εύκολα εξηγήσιμο από θεωρητική άποψη και υπάρχουν σημαντικά ιστορικά παραδείγματα που το φωτίζουν. Φυσικά όλες οι εποχές δεν είναι ίδιες, έχουν αναλογίες αλλά και σημαντικές διαφορές. Π.χ. η Ιταλία και η Γερμανία, μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, η Ελλάδα και άλλες χώρες αργότερα, καθώς και η Ελλάδα της μεγάλης κρίσης σήμερα. Οι μεγάλες κρίσεις, οι τεράστιες απογοητεύσεις, η διάψευση ελπίδων και προσδοκιών, η έκπτωση αξιών και η τεράστια διαφθορά είναι στοιχεία που αποτελούν τη βάση, το έδαφος σε κάθε ιστορική περίοδο για την ανάπτυξη του φαινομένου αυτού.
Πιο συγκεκριμένα σήμερα ορισμένοι λόγοι που ευνοούν την ανάπτυξη της Χρυσής Αυγής και τη διάδοση  φασιστικών ιδεών είναι οι εξής.
1) Η τεράστια κρίση και οι τραγικές επιπτώσεις που επιφέρει στο λαό η πολιτική του κεφαλαίου για την αντιμετώπιση της. Ευρύτερα λαϊκά στρώματα καθημερινά ισοπεδώνονται. Για εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους υπάρχει πρόβλημα επιβίωσης ακόμη και διατροφής. Η κατακόρυφη πτώση μισθών, συντάξεων και γενικότερα εισοδημάτων. Η πλειοψηφία των επαγγελματιών και μικρεμπόρων είναι σταθερά στο κόκκινο μήνες και χρόνια τώρα, χωρίς φως στον ορίζοντα. Οι άνεργοι κυρίως  νέοι ξεπέρασαν κατά πολύ το ένα εκατομμύριο. Κοντά σε αυτά υπάρχει η τεράστια ανασφάλεια, η έκρηξη της εγκληματικότητας, η ανατροπή όλων των σταθερών της ζωής ευρύτερων λαϊκών τμημάτων, οι τεράστιες δυσκολίες και τα προβλήματα σε υποβαθμισμένες συνοικίες που ζουν μετανάστες δημιουργούν το κατάλληλο περιβάλλον για τη δράση φασιστικών ομάδων και τη διάδοση των αντιλήψεων τους.
2) Η αδυναμία της κυρίαρχης πολιτικής και της κυρίαρχης ιδεολογίας, όπως εκφράζεται και μέσω των κομμάτων και φορέων που εκφράζεται, να δώσουν απαντήσεις πειστικές για την κρίση και να χαράξουν γραμμή αποτελεσματικής αντιμετώπισης της, η μεγάλη απαξίωση του συνόλου των θεσμών της αστικής κοινωνίας, άλλος περισσότερο- άλλος λιγότερο, των αστικών κομμάτων και των βασικών πυλώνων της κυρίαρχης πολιτικής, όπως διαμορφώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες- π.χ. για ένταξη στην ευρωζώνη και στο ευρώ που θα λειτουργούσε ως απάνεμο λιμάνι για τη χώρα και την ελληνική οικονομία- η τεράστια διαφθορά που αγκάλιασε κάθε αρμό του κοινωνικοπολιτικού συστήματος, η εικόνα κορυφαίων υπουργών να οδηγούνται στη φυλακή και η εμπεδωμένη πεποίθηση στο λαό ότι αυτό είναι πια ο κανόνας. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά τα πολιτικά κόμματα μπορούμε να αναφέρουμε τη μεγάλη κρίση και την απαξίωση της Ν.Δ., η οποία αναπτύσσεται χρόνια τώρα και κυρίως την περίοδο της διακυβέρνηση της, 2004- 2009 και αργότερα με την πλήρη μεταστροφή της από δύναμη που καταψήφισε και αντιπάλεψε, υποτίθεται το μνημόνιο, σε δύναμη ολοκληρωτικής στήριξης του μνημονίου και των εντολών της τρόικας. Η κρίση και η απαξίωση του ΛΑΟΣ που στήριξε όλα τα αντιλαϊκά μέτρα και όταν άρχισε να καταρρέει δημοσκοπικά και να αδειάζει από στελέχη και οπαδούς το γύρισε στον αντιμνημονιακό.
Ακόμη πρέπει να σημειώσουμε τη στροφή της πολιτικής ατζέντας προς τα δεξιά, την οποίαν στηρίζουν και πραγματοποιούν όλες οι αστικές πολιτικές δυνάμεις, σε όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και της συγκυβέρνησης ΠΑ.ΣΟ.Κ.- Ν.Δ., την επίθεση στους μετανάστες, τα στρατόπεδα μεταναστών σε όλη τη χώρα, την απαγόρευση των διαδηλώσεων στο κέντρο της Αθήνας, την εξύμνηση της αστυνομίας και την ενίσχυση της καταστολής κ.λπ.
Η προβολή και στήριξη της Χρυσής Αυγής από την πλειοψηφία των μεγάλων μέσων μαζικής ενημέρωσης, η οποία σε πολλές περιπτώσεις παίρνει προκλητικό χαρακτήρα.
3) Η αδυναμία της εργατικής πολιτικής να αντιμετωπίσει την κρίση και να χαράξει τη διέξοδο προς όφελος του λαού. Πιο συγκεκριμένα αναφερόμαστε στην αδυναμία να προβληθεί πειστική εξήγηση των αιτίων της κρίσης, των ευθυνών της κυρίαρχης πολιτικής και των δυνάμεων που την προώθησαν και των συμφερόντων του κεφαλαίου που οδήγησαν σε αυτή, το ρόλο της Ε.Ε. και την ανάπτυξη μαζικής ιδεολογικής προπαγανδιστικής δράσης που να επιδιώκει την ιδεολογική κυριαρχία, ή τουλάχιστον να επηρεάσει ουσιαστικά και να πείσει για την ορθότητα της πολιτικής της γραμμής ευρύτερα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Να διαμορφώσει ένα πλαίσιο στόχων άμεσων για την επιβίωση του λαού και μαζί στόχους μεταβατικούς που θα συνδέουν τη δράση για τα άμεσα με τη διεκδίκηση βαθύτερων αλλαγών στην προοπτική του σοσιαλισμού. Τη χάραξη τακτικής με επίκεντρο τη συσπείρωση της εργατικής τάξης και των εργαζομένων και στην πορεία, πολιτικών κομμάτων και οργανώσεων με εργατική αναφορά στη βάση συμφωνημένων στόχων και σκοπών και σε ενιαιομετωπική λογική.
Αυτές είναι ορισμένες από τις βασικές αιτίες που ευνοούν την επέκταση των ακροδεξιών αντιλήψεων και την ανάπτυξη της Χρυσής Αυγής. Κυρίως όμως μας ενδιαφέρουν οι ελλείψεις και οι αδυναμίες της εργατικής πολιτικής και των φορέων της και πρωτίστως του κόμματος εργατικής τάξης, του Κ.Κ.Ε. και φυσικά του συνδικαλιστικού και του ευρύτερου μαζικού κινήματος. Όσο το αντίπαλο δέος στην αστική πολιτική και την αστική κυριαρχία, η εργατική τάξη αδυνατεί να επιδράσει αποφασιστικά, να ενωθεί και να δράσει σε ταξική κατεύθυνση τόσο η αστική τάξη θα έχει τα χρονικά περιθώρια, τα μέσα και τις δυνατότητες να οργανώσει τη δράση της, να ελέγξει λαϊκές δυνάμεις και μαζί τις εξελίξεις ώστε να διασφαλιστούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου και η κυριαρχία της, τόσο οι εργατικές μάζες θα απογοητεύονται και θα διαμορφώνονται ευνοϊκές συνθήκες για την ενίσχυση της Χρυσής Αυγής, των ακροδεξιών και φασιστικών αντιλήψεων και την αξιοποίησή τους από το σύστημα για τον έλεγχο της κατάστασης.
Πρώτο άμεσο βήμα στην κατεύθυνση αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής είναι η αποκάλυψη ολοκληρωμένα των στόχων και των επιδιώξεων της, η πραγματική ουσία των θέσεων που διατυπώνει και μάλιστα όχι με γενικό τρόπο και ηχηρές φράσεις, αλλά πολύ συγκεκριμένα. Η Χρυσή Αυγή αντιλαμβάνεται πολύ καλά την κατάσταση της χώρας και τα τεράστια προβλήματα του λαού, την οργή του εναντίον των υπευθύνων, του πολιτικού συστήματος και της πολιτικής που ακολούθησε η χώρα, το ρόλο της Ε.Ε. και των «συμμάχων», βλέπει ότι η κατάσταση δεν εκτονώνεται και θα πάει μακριά, γι' αυτό δεν παρακάμπτει τα προβλήματα αυτά. Αντίθετα τα βάζει στο επίκεντρο της προπαγάνδας της με τρόπο όμως παραπλανητικό. Ουσιαστικά συγκαλύπτει τις ουσιαστικές ευθύνες και βγάζει λάδι στην πολιτική του κεφαλαίου.
Στην οργή και την αγανάκτηση του λαού εναντίον της Ε.Ε. και των ιμπεριαλιστικών οργανισμών, εναντίον των ηγετικών κύκλων της Ε.Ε. και ιδιαίτερα της γερμανικής ηγεσίας προτείνει την «αποδέσμευση από διεθνείς οργανισμούς που δεν εξυπηρετούν τα εθνικά μας συμφέροντα». Καμιά όμως ρητή και συγκεκριμένη αναφορά δεν κάνει για την αποδέσμευση της χώρας από την ευρωζώνη, την Ε.Ε. και ΝΑΤΟ και ακόμη περισσότερο για το στρατηγικό προσανατολισμό της χώρας. Μιλάει για «Ευρώπη των εθνών και όχι Ευρώπη των τοκογλύφων και του κεφαλαίου». Τι άλλο όμως μπορεί να είναι πέραν των κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων και της τοκογλυφίας των τραπεζών ο καπιταλισμός και η Ε.Ε. στη σημερινή φάση ανάπτυξης τους και με τη σημερινή μορφή τους;
Στη γενική κατακραυγή του λαού εναντίον του μνημονίου και των δανειακών συμβάσεων μιλά για καταγγελίες τους γενικόλογα χωρίς να λέει τίποτε για το πλέγμα των αντεργατικών και αντιασφαλιστικών νόμων και μέτρων που έχουν ληφθεί μέχρι τώρα και βύθισαν τους εργαζόμενους στην απόγνωση, χωρίς καθόλου να θέτει το ζήτημα να πληρώσει το κόστος της κρίσης το κεφαλαίο και όχι ο εργαζόμενος λαός.
Μιλάει για ανάπτυξη της εθνικής παραγωγής και για ισχυρή Ελλάδα, προφανώς Ελλάδα των καπιταλιστών, των ισχυρών πολυεθνικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων και όχι  Ελλάδα που επιφυλάσσει άλλη, καλύτερη τύχη στους εργαζόμενους και το λαό της.
Παίρνοντας υπόψη την οργή του λαού εναντίον του πολιτικού συστήματος και του αστικού πολιτικού κόσμου ρίχνει προπαγανδιστικά το σύνθημα «γύρισε την πλάτη σου στο κατεστημένο». Καθόλου όμως δεν εννοεί το αστικό πολιτικό σύστημα και την κυρίαρχη τάξη. Αυτούς υπηρετεί. Εννοεί την πολιτική διαφθορά, τη φαυλοκρατία, την οικογενειοκρατία, ορισμένα διεφθαρμένα και δακτυλοδεικτούμενα πρόσωπα. Ως εκεί.
Θέλοντας να διαμορφώσει μαζικό ακροατήριο και βάση επιρροής στους εργαζόμενους και στις λαϊκές γειτονιές των πόλεων κάνει στοχευμένη παρέμβαση ζητώντας, «ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης και εξασφάλιση της κύριας κατοικίας, διαγραφή των χρεών χαμηλών οικονομικά στρωμάτων του πληθυσμού και επαναδιαπραγμάτευση τραπεζικών δανείων». Τι ακριβώς όμως σημαίνουν αυτά; Πώς θα γίνουν; Και με ποιο τρόπο θα διασφαλιστούν εκατομμύρια εργαζόμενοι; Από πού θα αφαιρεθούν οι πόροι για να αντιμετωπιστούν τα εργατικά και λαϊκά προβλήματα, όταν το σύνολο των υπολοίπων μέτρων και της πολιτικής της υπηρετεί τους μεγαλοεπιχειρηματίες και τα κέρδη τους;
Κατά παρόμοιο τρόπο προσπαθεί να παρέμβει στη φτωχομεσαία αγροτιά που συντρίβεται από την πολιτική των κυβερνήσεων της Ε.Ε. και θέτει το ζήτημα η Αγροτική Τράπεζα να γίνει 100% κρατική και να βγει από το χρηματιστήριο, για να λειτουργήσει ως μοχλός ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής. Πώς όμως θα γίνει η ανάπτυξη αυτή όταν με την πολιτική της καθόλου δεν αμφισβητεί το πλέγμα των αιτιών που απαξίωσε την αγροτική παραγωγή της χώρας και κυρίως τη φτωχή και τη μεσαία αγροτιά – ΚΑΠ, εκτίναξη του κόστους παραγωγής, απελευθέρωση των αγορών, κατάρρευση των τιμών των αγροτικών προϊόντων κ.λπ.;
Στη βάση αυτή πρέπει να γίνει το ξεσκέπασμα της Χρυσής Αυγής και η αντιπαράθεση με την προσπάθεια οι φασιστικές ιδέες να διαδοθούν στο λαό. Βήμα το βήμα, μέσα στους εργαζόμενους και με βάση τα συμφέροντα και τις ανάγκες τους, τις εμπειρίες που έχουν αποκομίσει και τις τραγικές μνήμες που ο λαός μας συσσώρευσε από το φασισμό και τα δικτατορικά καθεστώτα στη χώρα και στην Ευρώπη ολόκληρο τον 20ο αιώνα. Ώρα να τα επαναφέρουμε στην καθημερινή συζήτηση. Πρώτο βήμα βέβαια είναι να παραπλανηθούν όσο το δυνατόν λιγότεροι ψηφοφόροι στις ερχόμενες εκλογές.

Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

REUTERS: ΕΦΙΑΛΤΙΚΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ 40 ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΩΝ ΓΙΑ ΕΛΛΑΔΑ, ΙΣΠΑΝΙΑ, ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ.

ΠΗΓΗ: ΙΣΚΡΑ
ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΙ ΠΟΥ "ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΣΑΝ" ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ ΤΗΣ ΛΙΤΟΤΗΤΑΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΤΑ ΘΛΙΒΕΡΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ!
Βαθύτερη ύφεσηεκτόξευση της ανεργίας και πλήρη αποτυχία στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων θεωρούν ως επικρατέστερο σενάριο για τις χώρες της ευρωπεριφέρειας (μεταξύ των οποίων και την Ελλάδα) 40 οικονομικοί αναλυτές σε δημοσκόπηση του πρακτορείου Reuters.
Όπως δείχνουν τα στοιχεία, η Πορτογαλίαη Ισπανία και η Ελλάδα θα μείνουν «κολλημένες» σε έναν πολύ βαθύτερο οικονομικό βούρκο από ό, τι είχαν προβλέψει τον Ιανουάριο, μόλις τρεις μήνες πριν.
Οι οικονομολόγοι, που συμμετείχαν στην εν λόγω δημοσκόπηση, είχαν υποστηρίξει με ιδιαίτερο ζήλο την παρέμβαση της ευρωζώνης στην "διόρθωση" των κρατικών προϋπολογισμών. Πλέον, όμως αμφισβητούνδήθεν "τη σοφία της λιτότητας" - τουλάχιστον τη μορφή που υπαγορεύουν σήμερα τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.

Οι οικονομολόγοι ρίχνουν συνεχώς το πύχη των προβλέψεων για την ανάπτυξη της ευρωπεριφέρειας από τον περασμένο Ιούνιο, ενώ ψηλώνουν αυτές για την ανεργία.
Η δημοσκόπηση του Reuters έδειξε ότι η τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία της ζώνης του ευρώ, η Ισπανία, θα αποτύχει να ανταποκριθεί στους προσφάτως-πιο χαλαρούς στόχους για το έλλειμμα του προϋπολογισμού για φέτος αλλά και το 2013, κατά ένα σημαντικό βαθμό. Και δεν πρόκειται να υπάρξει πρόοδος στη μείωση της ανεργίας η οποία αγγίζει τα επίπεδα της εποχής της Μεγάλης Ύφεσης.
Όταν η λιτότητα αγγίζει τέτοιον βαθμό όπως ο σημερινός, αναπόφευκτα θα υπάρξει αντίκτυπος στην εγχώρια οικονομία και δεν υπάρχουν περιθώρια αισιοδοξίας, όπως τονίζει η Janet Henry, επικεφαλής ανάλυσης για την ευρωζώνη της HSBC, και προσθέτει ότι η μόνη ελπίδα ανάπτυξης που έχουν οι χώρες αυτές είναι από το μέτωπο των εξαγωγών. Είναι πολύ νωρίς για να υπάρξει κάποιος θετικός αντίκτυπος από τις μεταρρυθμίσεις.
Με την παγκόσμια οικονομία να δείχνει πολύ μέτρια σημάδια ανάπτυξης για το τρέχον έτος, οι ελπίδες για μια μεγάλη ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης, φαίνονται πλέον πολύ μακρινές.
Οι οικονομολόγοι ήταν ιδιαίτερα απαισιόδοξοι για τις προοπτικές της Ισπανίας. Η Μαδρίτη χαλάρωσε τους στόχους για το έλλειμμα του τρέχοντος έτους και για το επόμενο, με την όχι και τόσο πρόθυμη αποδοχή από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά οι οικονομολόγοι αμφιβάλλουν ότι αν, ακόμη και αυτοί οι χαλαρότεροι στόχοι, είναι ρεαλιστικοί.
Από το 8,5% το 2011, το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ισπανίας θα υποχωρήσει στο 5,8% του ΑΕΠ το τρέχον έτος, σε σύγκριση με το νέο στόχο της κυβέρνησης για 5,3%, όπως δείχνει η δημοσκόπηση.
Και σαν να μην είναι μόνο αυτό, οι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι το έλλειμμα θα μειωθεί μόνο ελάχιστα στο 4,5% το 2013 - πολύ μακριά από τον στόχο της Μαδρίτης του 3,0%
Παράλληλα, οι οικονομολόγοι που ερωτήθηκαν προβλέπουν ότι η ισπανική οικονομία φέτος θα σημειώσει συρρίκνωση του ΑΕΠ της τάξης του 1,5%, έναντι αρχικής εκτίμησης για συρρίκνωση 1%, ενώ δεν βλέπουν πλέον επιστροφή της χώρας στην ανάπτυξη από το 2013, όπως πριν, αφού εκτιμούν ότι θα υπάρξει νέα συρρίκνωση στο 0,2%. Τέλος, βλέπουν εκ νέου εκτόξευση της ανεργίας στο 24% φέτος και το 24,1% το 2013.
Σε ότι αφορά την Ελλάδα, εκτιμούν ότι θα υποστεί την πιο απότομη συρρίκνωση της οικονομίας φέτος, σε περίπου 5% - πολύ πιο απότομη από ό, τι το 3,7% που είχαν προβλέψει τον Ιανουάριο. Όπως και στην Ισπανία, το ποσοστό ανεργίας φαίνεται να οδηγείται σε καταστροφικά επίπεδα, στο 22% φέτος και το 23% το 2013,
Η Πορτογαλία προβλέπεται ότι θα δει την οικονομία της να συρρικνώνεται φέτος στο 3,5% του ΑΕΠ και στο 0,8% το 2013 Το ποσοστό της ανεργίας εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί φέτος στο 15,1% και στο 15,2% το 2013. Επίσης, η χώρα δεν αναμένεται να επιτύχει στους στόχους του προϋπολογισμού, ούτε φέτος ούτε του χρόνου.
Εξαίρεση φαίνεται να αποτελεί η Ιρλανδία, η οποία, όπως λένε οι αναλυτές, έχει το καλύτερο οικονομικό μοντέλο από την υπόλοιπη περιφέρειας, για να δημιουργήσει βραχυπρόθεσμα ανάπτυξη. Η Ιρλανδία ήταν η μόνη οικονομία από τις τέσσερις για τις οποίες ερωτήθηκαν οι οικονομολόγοι, που εκτιμάται ότι θα σημειώσει ανάπτυξη φέτος και το 2012, αν και θα σημειώσει επιβράδυνση σε σχέση με αυτό που προβλεπόταν τον Ιανουάριο. Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση του Reuters, οι αναλυτές βλέπουν φέτος ανάπτυξη κατά 0,2% του ΑΕΠ( από 0,3%), και 1,5% το 2013 (από 0,8%), και σε αντίθεση με την Ισπανία και την Πορτογαλία, αναμένεται να επιτύχει όλους τους δημοσιονομικούς στόχους.

Φορολόγηση και απαγόρευση της επαναχρησιμοποίησης σπόρων για τους Γάλλους αγρότες

πηγή: Le Monde

 Ένα νέο αυστηρό νομοσχέδιο που θα επιβάλλει την καταβολή δικαιωμάτων χρήσης των σπόρων και περιορίζει την ελεύθερη ιδιοπαραγωγή ψηφίσθηκε πρόσφατα από το Γαλλικό κοινοβούλιο. Η νέα νομοθεσία επιβεβαιώνει την γενικότερη τάση στην Ε.Ε. περιορισμού των δικαιωμάτων των αγροτών επί της χρήσης των σπόρων καθώς εντείνει και τις ανησυχίες για τις δυνητικές επιπτώσεις στην αγροτική βιοποικιλότητα.
Για τους Γάλλους αγρότες η ελεύθερη χρήση σπόρων δείχνει πολύ σύντομα να γίνεται ανάμνηση. Οι ιδιοπαραγώμενοι σπόροι, γνωστοί ως "σπόροι αγροκτήματος," επιλέγονται από τους αγρότες από τη δική τους σοδειά και διατηρούνται για φύτευση την επόμενη χρονιά. Εδώ και μερικές δεκαετίες, αυτό είχε πρακτικά περιοριστεί κατά πολύ, ιδιαίτερα από τότε που οι σπόροι  προστατεύονται από το Πιστοποιητικό Φυτικών Ποικιλιών (PVC), ή αλλιώς του δικαιώματος  ιδιοκτησίας που ανήκει αποκλειστικά στους "ιδιοκτήτες" των σπόρων. Η επαναχρησιμοποίηση αυτών των σπόρων προς φύτευση ήταν θεωρητικά απαγορευμένη, αν και στη πραγματικότητα, η πρακτική της επαναχρησιμοποίησης των σπόρων ήταν ευρέως ανεκτή στη Γαλλία. Ωστόσο, από τώρα και στο εξής η νομοθεσία θα γίνει πολύ πιο αυστηρή σύμφωνα με ένα νομοσχέδιο του κεντροδεξιού κόμματος Γαλλικού κόμματος UMP το οποίο εγκρίθηκε στις 28 Νοεμβρίου από το Γαλλικό κοινοβούλιο.
“Από τις 5.000 φυτικές ποικιλίες που καλλιεργούνται για εμπορικούς σκοπούς στη Γαλλία, οι 1.600 προστατεύονται με πιστοποιητικό PVC αντιστοιχώντας στο 99% των καλλιεργούμενων ποικιλιών" εξηγεί ο Delphine Guey, της Εθνικής Διεπαγγελματικής Ομάδας Σπόρων (NISG). Ωστόσο, μέχρι σήμερα, και σύμφωνα με το Εθνικό Συντονιστικό για την Υπεράσπιση των Σπόρων Αγροκτήματος, περίπου το ήμισυ των καλλιεργούμενων σιτηρών επαναχρησιμοποιούνται για φύτευση από τους αγρότες, κάτι που είναι σχεδόν πάντα “παράνομο”. Φαίνεται, παρόλα αυτά, ότι ο καιρός της "νομικής αβεβαιότητας" έχει παρέλθει: Σύμφωνα με το Γαλλικό Υπουργείο Γεωργίας "..οι σπόροι δεν θα μπορούν να απαλλάσσονται από τη φορολογία, όπως συμβαίνει έως σήμερα."
Το νομοσχέδιο του κόμματος UMP ουσιαστικά ερμηνεύει έναν Ευρωπαϊκό κανονισμό από το 1994 σχετικά με τις φυτικές ποικιλίες, ο οποίος μέχρι τώρα δεν ήταν σε ουσιαστική ισχύ στη Γαλλία. Κατά συνέπεια, οι αυτοπαραγώμενοι σπόροι, οι οποίοι μέχρι πρότινος βρίσκονταν υπό ένα καθεστώς ανοχής της ύπαρξης τους, έχουν πια ..νομιμοποιηθεί, με την προϋπόθεση βέβαια ότι πρέπει να δοθεί κάποια “αποζημίωση στους ιδιοκτήτες του πιστοποιητικού PVC” - εννοώντας, το να πληρώνονται οι εταιρείες σπόρων - “με στόχο αυτές να συνεχίσουν να αφιερώνουν την δύναμη τους στην έρευνα και τη συνεχή βελτίωση των γενετικών πόρων", όπως αναφέρει το κείμενο του νόμου. Εξαίρεση στο παραπάνω αποτελούν γεωργοί που παράγουν λιγότερους από 92 τόνους σιτηρών.
Από το 2001, η νομοθεσία αυτή είχε εφαρμογή είχε εφαρμογή μόνο σε ένα είδος, το σιτάρι για παρασκευή ψωμιού. Ονομάζεται "αναγκαία εθελοντική συνεισφορά» και συλλέγονταν από τις σποροπαραγωγικές ενώσεις. Οι καλλιεργητές έπρεπε να καταβάλουν 50 σεντς/τόνο κατά την συγκομιδή του σιταριού. Αυτό το σύστημα τώρα θα επεκταθεί σε μια ανοικτή λίστα 21 ειδών, λέει ο Xavier Beulin, πρόεδρος της Εθνικής Ομοσπονδίας Ενώσεων Παραγωγών Αγροτικών Προϊόντων (NFAPU). Με λίγα λόγια, σύμφωνα με τον Guy Kastler, Διευθύνων Σύμβουλο του Δικτύου  σπόρων και μέλος της συνομοσπονδίας Αγροτών "για τα μισά από τα καλλιεργούμενα είδη – όπως σόγια, φρούτα, λαχανικά – η επαναχρησιμοποίηση των σπόρων μας θα είναι απαγορευμένη, και για τα άλλα μισά - σιτηρά και κτηνοτροφικά είδη – θα πρέπει να πληρώνουμε για να τα επαναχρησιμοποιήσουμε".

Έρχεται η ιδιωτικοποίηση των σπόρων;

Πολλές οικολογικές και αγροτικές ενώσεις φοβούνται μια σημαντική παρέμβαση από τις σποροπαραγωγικές εταιρείες στη πρόσβαση σε σπόρους μέσα από δικαιώματα ιδιοκτησίας τα οποία θα επεκταθούν σε διάφορες καλλιέργειες και τα παραγόμενα προϊόντα τους. Με την εν λόγω φορολόγηση, "ακόμη και οι αγρότες που χρησιμοποιούν εμπορικούς σπόρους θα πρέπει να πληρώνουν για τους σπόρους τους," επισημαίνει ο Guy Kastler. Οι φόβοι που διατυπώνονται είναι  το ποσοστό των σπόρων αγροκτήματος που χρησιμοποιείται θα μειωθεί καθώς αυτοί θα ακριβύνουν και θα γίνουν έτσι λιγότερο ελκυστικοί για τους αγρότες. Μεταξύ φόρων και  απαγόρευσης επαναχρησιμοποίησης των δικών τους σπόρων, οι αγρότες θα φορολογούνται όλο και περισσότερο κάθε φορά, χωρίς πλέον να τους παράγουν, αλλά με το αγοράζουν κάθε χρονιά τους σπόρους τους. Με τον τρόπο αυτό υπάρχει ο φόβος ότι θα υπάρξει αύξηση της εξάρτησης από την βιομηχανία σπόρων.
Από την άλλη μεριά ο Xavier Beulin πιστεύει πως εξασφαλίζεται έτσι η συνεισφορά από τον καθένα στην έρευνα των καλλιεργούμενων σπόρων, δεδομένου ότι αυτοί γενικότερα προέρχονται από τους σπόρους αγροκτήματος. Κάνοντας έναν παραλληλισμό με ένα νόμο που αποσκοπεί στην “προστασία των δημιουργών” ταινιών και  μουσικής, ο πρόεδρος της NFAPU υποστηρίζει ότι είναι "φυσιολογικό όσοι χρησιμοποιούν σπόρους αγροκτήματος να συμμετέχουν επίσης στη χρηματοδότηση της δημιουργίας νέων ποικιλιών, δεδομένου ότι η αυτοί οι ίδιοι θα επωφεληθούν”.
Αντικρούοντας αυτό το επιχείρημα, η Ένωση Αγροτικού Συντονισμού τονίζουν στην ιστοσελίδα τους ότι ο Beulin Xavier δεν είναι μόνο ο επικεφαλής της Εθνικής Ομοσπονδίας Αγροτικών Ενώσεων NFAPU, αλλά και διευθυντής της ομάδας Sofiproteol, “η οποία αποτελεί μέρος μιας μεγαλύτερης ομάδας  γαλλικών εταιρειών σπόρων όπως η Euralis SEMENCES, Limagrain κ.α.”.

Έρχεται η απώλεια της βιοποικιλότητας;

Ένας περαιτέρω φόβος είναι ο αντίκτυπος του μέτρου αυτού στη γεωργική βιοποικιλότητα. Προφανώς, φυτεύοντας συνέχεια μόνο μια ποικιλία -κάτι που σχεδόν πάντα προκύπτει από την έρευνα- δεν αυξάνει τη βιοποικιλότητα. Ο Guy Kastler προτείνει ότι με την χρήση ιδιοπαραγώμενων σπόρων "νέα χαρακτηριστικά εμφανίζονται τα οποία επιτρέπουν στο φυτό να προσαρμοστεί καλύτερα στο έδαφος, το κλίμα, τις τοπικές συνθήκες. Με αυτόν τον τρόπο είναι δυνατόν να μειωθεί η χρήση λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων. Από την άλλη πλευρά, η βιομηχανία σπόρων προσαρμόζει τα φυτά τους στα δικά τους λιπάσματα και φυτοφάρμακα, έτσι ώστε να είναι τα ίδια παντού τείνοντας να δημιουργήσουν ομοιομορφία των φυτών, όπου και αν καλλιεργούνται“.

Προς ένα καθεστώς πατεντών

Το πιστοποιητικό PVC στη Γαλλία είναι μια εναλλακτική λύση για τις πατέντες σε ζωντανούς οργανισμούς, που είναι σε ισχύ, για παράδειγμα, στις ΗΠΑ. Αυτό το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας καταχωρείται από εταιρείες η οποίες, μέσω της έρευνας, έχουν δημιουργήσει υβριδικές ποικιλίες και έχουν μονοπώλιο της πώλησης των σπόρων [για αρκετά χρόνια] από τα είδη αυτά, όπως συμβαίνει στη Γαλλία για περίπου 450 είδη.

Ορισμένοι, όπως ο Guy Kastler, φοβούνται ότι αυτό θα είναι ευνοϊκό για το καθεστώς πατεντών το οποίο περιορίζει τα δικαιώματα των αγροτών να χρησιμοποιούν ελεύθερα προστατευόμενους σπόρους. Σε κάθε περίπτωση, σε αντίθεση με το πιστοποιητικό PVC, η πατέντα απαγορεύει εντελώς στους αγρότες να καλλιεργούν [πατενταρισμένους] σπόρους που προέκυψαν από ιδία παραγωγή, με ή χωρίς αποζημίωση, σύμφωνα με Delphine Guey. Αυτή συμβαίνει ήδη με τις γενετικά τροποποιημένες ποικιλίες (μεταλλαγμένα) που ανήκουν στην αμερικανική εταιρεία Monsanto, η οποία, σύμφωνα με την Marie-Monique Robinin στο ντοκιμαντέρ “Ο Κόσμος Σύμφωνα με την Monsanto”, έχει δημιουργήσει ένα είδων "αστυνομικών σπόρων" που ειδικεύονται στην παρενόχληση των αγροτών που φυτεύουν ή ανταλλάσσουν “παράνομα” [πατενταρισμένους] σπόρους δικιάς τους παραγωγής.
Η άλλη διαφορά με τις πατέντες είναι ότι το πιστοποιητικό PCV επιτρέπει στους ιδιοκτήτες να χρησιμοποιούν ελεύθερα προστατευόμενες ποικιλίες, επωφελούμενοι των γενετικών πόρων τους και να δημιουργήσουν νέες ποικιλίες. Έτσι, η χρήση ενός γονιδίου από το ένα φυτικό είδος δεν επιτρέπει τη χορήγηση πατέντας, και ως εκ τούτου την πλήρη ιδιοποίησή του. Η διαφοροποίηση αυτή επέτρεψε, σύμφωνα με Delphine Guey, τη διατήρηση της ποικιλίας των γαλλικών εταιρειών σπόρων. Και τουλάχιστον επέτρεψε στους παραγωγούς επιλέξουν από μια ευρύτερη ποικιλία ποικιλιών. Ωστόσο, αν και η κατοχύρωση πατέντας σε έμβιους οργανισμούς δεν επιτρέπεται στη Γαλλία, η πατεντοποίηση φυτικών γονιδίων ήδη υφίσταται και η τάση αυτή συνεχώς αυξάνεται.

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

Στην Αυλή των Θεαμάτων

Η «μικρή και ισχυρή Ελλάδα» της εποχής του Χρηματιστηρίου των 6.500 μονάδων και της «λάμψης» των ολυμπιακών αγώνων φαίνεται πια τόσο μακρινή παρόλο που έχει περάσει μόλις μια δεκαετία. Σ’ εκείνη τη χώρα, όλοι ήταν «χαμογελαστοί» και «επιτυχημένοι», όλοι ατένιζαν το μέλλον με αισιοδοξία και οι ξένοι εργάτες σκοτώνονταν στα εργοτάξια δίχως κανείς να το μαθαίνει (είτε δίχως κανείς να ενδιαφέρεται για το ποιές ήταν οι πραγματικές εργασιακές τους συνθήκες). Όλα έμοιαζαν «υπέροχα» στην μικρή «ευρωπαϊκή» χερσόνησό μας, τόσο που κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί, ότι μόλις μερικά χρόνια αργότερα, το τοπίο θα θύμιζε Λατινική Αμερική, οι Ευρωπαίοι «πολύτιμοί μας συνεργάτες» θα μας λοιδορούσαν παγκοσμίως, αποκαλώντας μας τεμπέληδες και γουρούνια (P.I.G.S), οι άνθρωποι που εξουσιοδοτήσαμε να μας εκπροσωπούν και να μας αντιπροσωπεύουν θα μας κατονόμαζαν ως κλέφτες (από τη γνωστή φράση του Θ.Πάγκαλου «μαζί τα φάγαμε»), και πως οι δρόμοι θα είχαν γεμίσει με στρατιές ανέργων και αστέγων. Η εικόνα της Αθήνας είναι κάτι παραπάνω από θλιβερή.
Οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι από τη μια, ήδη από την εποχή εκείνη, είχαν αρχίσει, φανερά και ανενδοίαστα, να μετατοπίζουν τον πολιτικό τους λόγο από την έστω ρηχή πολιτική επιχειρηματολογία σε μια κενή, τηλεοπτική, πολύχρωμη παραδοξολογία. Λαϊκοί τροβαδούροι της παραλιακής, τηλεπαρουσιάστριες και φωτομοντέλα, δημοσιογράφοι που αγνοούσαν και τους βασικότερους κανόνες δημοσιογραφικής δεοντολογίας, ηθοποιοί τηλεοπτικών σαπουνόπερων, ποδοσφαιριστές και άλλα πρόσωπα που κέρδιζαν ανέλπιστα μια θέση στην καθημερινή επικαιρότητα του Κόσμου του Τίποτα της τηλεόρασης και των φυλλάδων, μπλέχτηκαν με την πολιτική, ως υποψήφιοι βουλευτές, δημοτικοί σύμβουλοι και γενικά παράγοντες στη δημόσια ζωή, στελεχώνοντας τους ξεπεσμένους κομματικούς μηχανισμούς και τους κωμικούς ηγέτες τους. Από την άλλη, εκατομμύρια «πιστοί» τους, αποτελούσαν τον καθρέφτη τους, δικαιώνοντας με την απάθειά τους ή και τη συμμετοχή τους τα σκάνδαλα και τις μαφιόζικου τύπου δουλειές των πολιτικών αυτών, δίχως να γνωρίζουν (ή μην θέλοντας να γνωρίσουν) αυτό που θα ερχόταν: το τέλος της αληθινής καλοπέρασης των λίγων και της εικονικής/αυνανιστικής καλοπέρασης των τηλε-πολιτών και το ξεκίνημα μιας ταραχώδους εποχής, όπου πλέον ο φόβος και η αγωνία για το αύριο θα αποτελούν το μοναδικό μας καθημερινό βραχνά. Το παλιό lifestyle γκρεμίστηκε σαν χάρτινος πύργος, δίνοντας τη θέση του σε μια τελματωμένη πραγματικότητα, διφορούμενη και αντιφατική σε κάθε πτυχή της.
Από το θέαμα των δήθεν φιλανθρωπικών διαφημίσεων της Unicef, με τα ημιθανή παιδιά στην Αφρική, το οποίο μας θύμιζε πόσο μακριά είμαστε από την πραγματική δυστυχία, την ανέχεια και το θάνατο, το σκηνικό της απελπισίας μεταφέρθηκε πολύ πιο κοντά μας και πέρασε απότομα το κατώφλι του σπιτιού μας. Οι λίγοι που συνεχίζουν να τρώνε από το λίπος που συσσώρευσαν με οποιοδήποτε τρόπο στα ιδρύματα νόμιμης τοκογλυφίας, παρακολουθούν δήθεν συγκλονισμένοι το μαρτύριο των πολλών, μέσα από τις τηλεοπτικές οθόνες που προσφέρουν αφειδώς δωρεάν εικόνες εξαθλίωσης.
Και ενώ αυτή η κατάσταση διογκώνεται, ένα μέρος του πληθυσμού, παράτησε αναγκαστικά τη μόστρα με το γυαλιστερό αυτοκίνητο (καθώς δεν μπορεί να το συντηρήσει), εγκατέλειψε τις πίστες των μπουζουκιών και θυμήθηκε τις γαλανόλευκες, έπιασε την εθνικιστική αφήγηση και άρχισε με γηπεδικό τρόπο να διατυμπανίζει πως… «είμαστε όλοι Έλληνες» (λες και κανείς είχε διαφορετική γνώμη πάνω σ’ αυτό), «Έλληνες που έχουμε χρέος απέναντι στο έθνος να σώσουμε τη χώρα από τους κακούς ξένους». Έτσι λοιπόν, καταπιεστές και καταπιεζόμενοι, εργοδότες κι εργαζόμενοι, τίμιοι και άτιμοι, γίναν όλοι ίδιοι, ένας ομοιόμορφος όχλος κάτω από το γαλανόλευκο πανί. Και σαν έλληνες, θα πρέπει να ιδιοποιηθούμε τα τραπεζικά χρέη, χαρίζοντας τους περίπου 50 δις, «καθώς χωρίς υγιές τραπεζικό σύστημα δεν υπάρχει…ανάπτυξη» (όπου, στην πραγματικότητα, ανάπτυξη σημαίνει εταιρικά κέρδη και μάλιστα για τις ολιγαρχίες του πιο παρασιτικού καπιταλισμού).
Μέσα σ’ αυτό το αλλόκοτο και παρακμιακό περιβάλλον μια ομάδα ψυχωτικών ναζιστών με κενά ιδεολογήματα-φούσκες τύπου «ελλάς ή θάνατος» ή «εναντίον όλων» (πλην της οικονομικής ελίτ και των κατασταλτικών μηχανισμών) καταφέρνει να παρουσιαστεί στις μάζες σαν ένα φάρμακο ενάντια στη διαφθορά και την εγκληματικότητα (παρότι πολυάριθμα στελέχη του έχουν καταδικαστεί για δολοφονίες, ληστείες, ακόμη και παιδεραστία, ενώ άλλοι λειτουργώντας σαν όχλος έστησαν πέρυσι πογκρόμ εναντίον μεταναστών), εκμεταλλευόμενη το ασταθές πολιτικό σκηνικό, την εγκληματικότητα (κυρίως στην Αθήνα), την έλλειψη δημοκρατικής κουλτούρας μέρους της ελληνικής κοινωνίας, καθώς και την έλλειψη ευρείας ενημέρωσης σχετικά με το ποιόν της εν λόγω γκρούπας. Ο αρχηγός της τολμά μέχρι και να αρνηθεί το ναζιστικό χαρακτήρα της οργάνωσης που διευθύνει, παρότι καθημερινά όλο και περισσότερες φωτογραφίες βγαίνουν στο φως της επικαιρότητας. Με θέσεις όπως «να δημιουργηθούν αστυνομικά και στρατιωτικά λύκεια για τους μαθητές», ή «δεν αναγνωρίζουμε την ισότητα των φύλων», ή «θα βάψουμε τα χέρια μας αίμα όταν πάρουμε εξουσία», η δημοσκοπική άνοδος της φανερώνει το τέλμα στο οποίο βρίσκεται η ελληνική κοινωνία, παραδομένη στην «γοητεία» (ποιά;) του κάθε διψασμένου για εξουσία, γραφικού έως διεστραμμένου πολιτικάντη.
Ένα άλλο μέρος του πληθυσμού, αναπαράγει άκριτα θεωρίες βγαλμένες από τη φαντασία ακροδεξιών βιβλιοεμπόρων, όπως ο Alex Jones ή ο ντόπιος Λιακόπουλος (ο οποίος ενάντια στους «Ιλλουμινάτι», τη «Νέα Τάξη Πραγμάτων» και τους «Μασόνους» προτάσσει τον πρώην πράκτορα της KGB Β.Πούτιν). Όντας από καιρό παραιτημένο από κάθε πραγματική επιθυμία για απόκτηση γνώσης και κριτικής σκέψης, σήμερα αποκτά ένα ακόμη άλλοθι προκειμένου να φυγοπονεί και ν’ απέχει από την ίδια του τη ζωή, εγκαταλείποντας οριστικά κάθε σοβαρή πηγή πληροφόρησης, αγνοώντας πώς (σχεδόν) όλα υπάρχουν στις βιβλιοθήκες. Μεγάλο μέρος μιας ολόκληρης γενιάς θεωρεί πως «αυτομορφώνεται» μέσω του youtube, το οποίο έχουν κατακλύσει βίντεο με ό,τι λογής συνωμοσία και ασυναρτησία μπορεί κανείς να φανταστεί. Αν σε καιρούς (πραγματικής ή πλασματικής) ευδαιμονίας κάποιοι θεωρούσαν ότι η αληθινή ζωή δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνδυάζεται με την γνώση, ήταν λογικό ν’ ακολουθήσει μια εποχή γενικευμένου κοινωνικού πανικού κατά την οποία η αποδοχή οποιασδήποτε παρανοϊκής ή γελοίας ερμηνείας γίνεται δεκτή με την ανακούφιση του τρομαγμένου δεισιδαίμονα. Καλύτερα να υπάρχει κάτι στο οποίο θα πιστέψουμε με φανατισμό, παρά να συνειδητοποιήσουμε ότι όσα ξέραμε δεν είχαν κανένα νόημα. Είναι προτιμότερο να δεχτούμε την πιο εξωφρενική προσέγγιση της δυστυχίας και της άγνοιάς μας από το να προσπαθήσουμε να την ερμηνεύσουμε.
Σε αυτές τις συνθήκες, μέσα στην κοινωνική παραζάλη, ξεπροβάλει το ζήτημα της δημιουργίας ενός νέου κινήματος που θα αμφισβητήσει συνολικά το φαντασιακό της νεοελληνικής κοινωνίας και το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Ένα κίνημα χωρίς ιεραρχία, που θα χρησιμοποιήσει ως θεμέλιο λίθο του τις περσινές αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις σε όλη τη χώρα, καθώς και την εμπειρία των διαφόρων αντιεξουσιαστικών συλλογικοτήτων, και θα αναδείξει νέες μορφές κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης, θρυμματίζοντας παράλληλα την σημερινή αυλή των θεαμάτων. Γι’ αυτό το σκοπό, πρέπει ο κάθε ένας από εμάς που πιστεύει στη δυνατότητα μιας αυτόνομης κοινωνίας, να αναλάβει πρωτοβουλίες, και όλοι μαζί να δημιουργήσουμε ένα δίκτυο επικοινωνίας, συνδιαμόρφωσης και κοινής δράσης. Δεν έχουμε το δικαίωμα να κρίνουμε τους άλλους, αν δεν κρίνουμε πρώτα το είδωλο μας στον καθρέφτη, και κοιτώντας το βλέπουμε πως δεν έχουμε ακόμη κάνει ό,τι είναι δυνατό. Αποδεχόμαστε τις ευθύνες για ό,τι δεν κάναμε, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα την ευθύνη για το μέλλον που εμείς θα διαμορφώσουμε. Ήρθε η ώρα…

ΕΚΛΟΓΕΣ


Γιάνης Βαρουφάκης Vs Γιώργος Παπακωνσταντίνου

Ζίζεκ: Occupy Wall Street: τι άλλο θα ακολουθήσει;


ΠΗΓΗ: ΜΑΑ


Του Σλαβόι Ζίζεκ, The Guardian 24/4/2012


μετάφραση Αριάδνη Αλαβάνου


“Για τον Μαρξ, το ζήτημα της ελευθερίας δεν θα έπρεπε να τοποθετείται πρωτίστως στην πολιτική σφαίρα. Το κλειδί για την πραγματική ελευθερία βρίσκεται μάλλον στο “απολίτικο” δίκτυο κοινωνικών σχέσεων, από την αγορά μέχρι την οικογένεια, όπου η αλλαγή που χρειάζεται, αν θέλουμε μια πραγματική βελτίωση, δεν είναι μια πολιτική μεταρρύθμιση, αλλά μια αλλαγή στις “απολίτικες” κοινωνικές σχέσεις παραγωγής. Δεν ψηφίζουμε για το ποιος κατέχει τι, για τις σχέσεις στο εργοστάσιο κ.λπ. -- όλα αυτά αφήνονται σε διαδικασίες εκτός της σφαίρας της πολιτικής”.


Τι κάνουμε ως συνέχεια του κινήματος “Κατάληψη της Γουόλ Στριτ” , όταν οι διαδηλώσεις που άρχισαν πολύ μακριά –στη Μ. Ανατολή, την Ελλάδα, την Ισπανία, το Ην. Βασίλειο-- έφτασαν στο κέντρο και τώρα είμαστε πιο δυναμωμένοι και ορατοί από όλο τον κόσμο;

Μιμούμενος το κίνημα Κατάληψη της Γουόλ Στριτ στις 16/10/2011, ένας διαδηλωτής στο Σαν Φρανσίσκο απευθύνθηκε στο πλήθος προσκαλώντας το να συμμετάσχει σαν να ήταν ένα χίπικο γεγονός, του στιλ της δεκαετίας του 1960:

“Μας ρωτούν ποιο είναι το πρόγραμμά μας. Δεν έχουμε πρόγραμμα. Είμαστε εδώ γιατί περνάμε καλά”.

 


Τέτοιες δηλώσεις δείχνουν έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι διαδηλωτές: τον κίνδυνο να ερωτευτούν τους εαυτούς τους, με τον ευχάριστο χρόνο που περνούν στα “κατειλημμένα” μέρη. Τα πανηγύρια δεν έχουν κόστος – η αληθινή δοκιμασία της αξίας όλων αυτών είναι τι μένει την επόμενη ημέρα , πώς θα αλλάξει η καθημερινότητά μας . Οι διαδηλωτές θα έπρεπε να ερωτευτούν τη σκληρή και υπομονετική δουλειά – βρίσκονται στην αρχή και όχι στο τέλος. Το βασικό μήνυμά τους είναι: το ταμπού έχει σπάσει δεν ζούμε στον καλύτερο από όλους τους δυνατούς κόσμους, είμαστε υποχρεωμένοι να σκεφτούμε εναλλακτικές λύσεις.

Ως ένα είδος εγελιανής τριάδας, η δυτική Αριστερά έχει διαγράψει έναν πλήρη κύκλο: αφού εγκατέλειψε τη λεγόμενη “ουσιοκρατία του ταξικού αγώνα” για τον πλουραλισμό των αντιρατσιστικών, φεμινιστικών κ.λπ. αγώνων, ο “καπιταλισμός” επανεμφανίζεται τώρα σαφώς ως το όνομα του μέγιστου προβλήματος.

Τα πρώτα δύο πράγματα που θα έπρεπε κανείς να απαγορεύσει, συνεπώς, είναι η κριτική στη διαφθορά και η κριτική στον χρηματιστικό καπιταλισμό. Πρώτον, ας μην κατηγορούμε τους ανθρώπους και τις στάσεις τους: το πρόβλημα δεν είναι η διαφθορά ή η απληστία, το πρόβλημα είναι το σύστημα που σε ωθεί στη διαφθορά. Η λύση δεν είναι η Μέιν Στριτ [δηλ. η “πραγματική οικονομία'] ή η Γουόλ Στριτ [το κερδοσκοπικό παιχνίδι], αλλά η αλλαγή του συστήματος στο οποίο η Μέιν Στριτ δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τη Γουόλ Στριτ. Δημόσιες προσωπικότητες από τον πάπα μέχρι τον παπά της ενορίας μάς βομβαρδίζουν με νουθεσίες να καταπολεμήσουμε την υπερβολική απληστία και κατανάλωση – αυτό το αηδιαστικό θέαμα της φθηνής ηθικολογίας αποτελεί μια ιδεολογική επιχείρηση: η παρόρμηση (της επέκτασης) που είναι εγγεγραμμένη στο ίδιο το σύστημα μεταφράζεται σε προσωπικό αμάρτημα, σε προσωπική ψυχολογική ροπή ή, όπως το έθεσε ένας θεολόγος κοντινός στον πάπα:
“ Η παρούσα κρίση δεν είναι κρίση του καπιταλισμού, αλλά κρίση της ηθικής”.

Ας θυμηθούμε το περίφημο αστείο στη Νίνοτσκα του Έρνστ Λούμπιτς: ο ήρωας επισκέπτεται μια καφετέρια και παραγγέλνει καφέ χωρίς κρέμα. Το γκαρσόνι απαντάει:

"Συγνώμη, μας έχει τελειώσει η κρέμα, έχουμε μόνο γάλα. Μπορώ να σας φέρω καφέ χωρίς γάλα;”
Δεν έγινε ένα παρόμοιο τρικ με τη διάλυση των ανατολικοευρωπαϊκών κομμουνιστικών καθεστώτων το 1990; Οι άνθρωποι που διαδήλωναν ήθελα ελευθερία και δημοκρατία χωρίς διαφθορά και εκμετάλλευση και αυτό που πήραν ήταν ελευθερία και δημοκρατία χωρίς αλληλεγγύη και δικαιοσύνη.
Παρόμοια, ο κοντινός στον πάπα καθολικός θεολόγος με προσεκτικό τρόπο τονίζει ότι οι διαδηλωτές θα έπρεπε να στοχεύσουν στην ηθική αδικία, την απληστία, τον καταναλωτισμό κ.λπ. και όχι στον καπιταλισμό. Η αυτοπροωθούμενη κυκλοφορία του κεφαλαίου παραμένει περισσότερο παρά ποτέ το έσχατο Πραγματικό της ζωής μας, ένα κτήνος που εξ ορισμού δεν μπορεί να ελεγχθεί.
Θα έπρεπε να αποφύγουμε τον πειρασμό του ναρκισσιμού του χαμένου σκοπού ή του θαυμασμού της θεσπέσιας ομορφιάς των εξεγέρσεων που είναι καταδικασμένες να αποτύχουν. Ποια νέα θετική τάξη πραγμάτων θα έπρεπε να αντικαταστήσει την παλιά την επόμενη ημέρα, όταν ο υπέροχος ενθουσιασμός της εξέγερσης θα έχει τελειώσει; Αυτό είναι το κρίσιμο σημείο όπου ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη μοιραία αδυναμία των λαϊκών διαμαρτυριών: εκφράζουν μια αυθεντική οργή που δεν είναι ικανή να μετασχηματιστεί σε ένα μίνιμουμ θετικό πρόγραμμα κοινωνικο-πολιτικής αλλαγής. Εκφράζουν το πνεύμα της εξέγερσης χωρίς επανάσταση.
Αντιδρώντας στις παρισινές διαδηλώσεις του 1968, ο Λακάν έλεγε:

"Αυτό που επιζητείτε ως επαναστάτες είναι ένα νέο αφεντικό. Θα το έχετε".


Φαίνεται πως η παρατήρηση του Λακάν ήταν εύστοχη και για τους indignados (και όχι μόνο) της Ισπανίας. Στο βαθμό που η διαμαρτυρία τους παραμένει στο επίπεδο μιας υστερικής πρόκλησης του αφέντη, χωρίς πρόγραμμα για μια νέα τάξη πραγμάτων που θα αντικαταστήσει την παλιά, ουσιαστικά λειτουργεί σαν μια έκκληση σε έναν νέο αφέντη, όσο κι αν αυτό αποκηρύττεται.

Πήραμε μια πρώτη γεύση αυτού του νέου αφέντη στην Ελλάδα και στην Ιταλία, πιθανώς θα ακολουθήσει και η Ισπανία. Σαν να απαντά ειρωνικά στην έλλειψη ειδικών πολιτικών προγραμμάτων των διαδηλωτών, η τωρινή τάση είναι να αντικαθίστανται οι πολιτικοί της κυβέρνησης με “ουδέτερη” κυβέρνηση απολίτικων τεχνοκρατών (κυρίως τραπεζιτών, όπως στην Ελλάδα και την Ιταλία). Οι πολύχρωμοι “πολιτικοί” εκδιώκονται, έρχονται οι γκρίζοι ειδικοί. Αυτή η τάση κινείται σαφώς προς ένα κράτος μόνιμης έκτακτης ανάγκης και την αναστολή της πολιτικής δημοκρατίας.

Συνεπώς, πρέπει να δούμε σ' αυτή την εξέλιξη και μια πρόκληση: δεν είναι αρκετό να απορρίπτει κανείς τη διακυβέρνηση από μη πολιτικούς τεχνοκράτες ως την πιο ανελέητη μορφή ιδεολογίας. Πρέπει επίσης να αρχίσει να σκέφτεται σοβαρά τι να προτείνει αντί της κυρίαρχης οργάνωσης της οικονομίας , να φανταστεί και να δοκιμάσει πειραματικά εναλλακτικές μορφές οργάνωσης της οικονομίας, να αναζητήσει τα σπέρματα του καινούργιου. Ο κομμουνισμός δεν είναι ακριβώς ή κυρίως μια καρναβαλική γιορτή μαζικής διαμαρτυρίας, όταν το σύστημα σταματά να λειτουργεί. Ο κομμουνισμός είναι επίσης, πάνω απ' όλα, μια νέα μορφή οργάνωσης, πειθαρχίας σκληρής δουλειάς.


Οι διαδηλωτές οφείλουν να γνωρίζουν όχι μόνο τους εχθρούς, αλλά και τους ψεύτικους φίλους που υποκρίνονται ότι τους υποστηρίζουν, αλλά ήδη δουλεύουν εντατικά για να διαλύσουν τις διαμαρτυρίες τους. Με τον ίδιο τρόπο που πίνουμε καφέ χωρίς καφεΐνη, μπίρα χωρίς αλκοόλ, που τρώμε παγωτό χωρίς λιπαρά, αυτοί προσπαθούν να μετατρέψουν τις λαϊκές διαμαρτυρίες σε ανώδυνη ηθικίστικη στάση. Στο μποξ, “λαβή” σημαίνει να κρατάς το σώμα του αντιπάλου με το ένα ή και τα δύο χέρια για να αποτρέψεις ή να εμποδίσεις τις γροθιές. Η αντίδραση του Μπιλ Κλίντον στις διαδηλώσεις στη Γουόλ Στριτ είναι μια εξαιρετική περίπτωση πολιτικής λαβής. Ο Κλίντον θεωρεί ότι οι διαδηλώσεις είναι “γενικά ... θετικές”, αλλά ανησυχεί για το νεφελώδες του σκοπού. Τους υπέδειξε να στρατευτούν στο πρόγραμμα δημιουργίας θέσεων εργασίας του Ομπάμα, που θα δημιουργήσει, όπως ισχυρίστηκε, “δύο εκατομμύρια θέσεις εργασίας τον επόμενο ενάμιση χρόνο”. Εκείνο στο οποίοι όφειλε να αντισταθεί κανείς σ' αυτό το στάδιο ήταν ακριβώς να μετατρέψει την ενέργεια της διαμαρτυρίας σε ένα σύνολο “συγκεκριμένων” πραγματιστικών αιτημάτων. Ναι, οι διαμαρτυρίες δημιούργησαν ένα κενό – ένα κενό στο πεδίο της ηγεμονικής ιδεολογίας και χρειάζεται χρόνος για να γεμίσει αυτό το κενό, αφού είναι ένα κενό γκαστρωμένο, ένα άνοιγμα στο αληθινά Νέο. Ο λόγος που βγήκαν στο δρόμο οι διαδηλωτές ήταν γιατί είχαν μπουχτίσει από έναν κόσμο στον οποίο θεωρείται επαρκές για να αισθάνεται κανείς καλά το να ανακυκλώνει τα κουτιά της κόκα κόλας, να δίνει μερικά δολάρια σε φιλανθρωπίες ή να αγοράζει καπουτσίνο από τα Starbucks για να πηγαίνει το 1% στον Τρίτο Κόσμο.


Η οικονομική παγκοσμιοποίηση σταδιακά αλλά ανελέητα υπονομεύει τη νομιμοποίηση των δυτικών δημοκρατιών. Λόγω του διεθνούς χαρακτήρα τους, μεγάλες οικονομικές διαδικασίες δεν μπορούν να ελεγχθούν από δημοκρατικούς μηχανισμούς που εξ ορισμού περιορίζονται στα έθνη-κράτη. Έτσι, οι λαοί όλο και περισσότερο βιώνουν τις θεσμικές δημοκρατικές μορφές ως ανίκανες να εξυπηρετήσουν τα ζωτικά τους συμφέροντα.

Σ' αυτό ακριβώς παραμένει απόλυτα έγκυρη μια βασική ιδέα του Μαρξ, σήμερα περισσότερο από ποτέ: για τον Μαρξ, το ζήτημα της ελευθερίας δεν θα έπρεπε να τοποθετείται πρωτίστως στην πολιτική σφαίρα. Το κλειδί για την πραγματική ελευθερία βρίσκεται μάλλον στο “απολίτικο” δίκτυο κοινωνικών σχέσεων, από την αγορά μέχρι την οικογένεια, όπου η αλλαγή που χρειάζεται, αν θέλουμε μια πραγματική βελτίωση, δεν είναι μια πολιτική μεταρρύθμιση, αλλά μια αλλαγή στις “απολίτικες” κοινωνικές σχέσεις παραγωγής. Δεν ψηφίζουμε για το ποιος κατέχει τι, για τις σχέσεις στο εργοστάσιο κ.λπ. -- όλα αυτά αφήνονται σε διαδικασίες εκτός της σφαίρας της πολιτικής. Είναι ψευδαίσθηση να περιμένουμε ότι μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα “επεκτείνοντας” τη δημοκρατία σ' αυτή τη σφαίρα, ας πούμε, οργανώνοντας “δημοκρατικές” τράπεζες υπό λαϊκό έλεγχο. Σε τέτοιες “δημοκρατικές” διαδικασίες (που, βεβαίως, έχουν να παίξουν θετικό ρόλο), ανεξάρτητα του πόσο ριζοσπαστικός είναι ο αντικαπιταλισμός μας, η λύση που επιδιώκεται είναι να εφαρμοστούν οι δημοκρατικοί μηχανισμοί – οι οποίοι , δεν θα έπρεπε να ξεχνούμε, είναι τμήμα των μηχανισμών του “αστικού” κράτους που εγγυάται την ανενόχλητη λειτουργία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής.

Η εμφάνιση ενός διεθνούς κινήματος διαμαρτυρίας χωρίς συνεκτικό πρόγραμμα δεν είναι, συνεπώς, τυχαία: αντανακλά μια βαθύτερη κρίση, μια κρίση χωρίς εμφανή λύση. Η κατάσταση είναι όπως στην ψυχανάλυση, όπου ο ασθενής γνωρίζει την απάντηση (τα συμπτώματά του είναι τέτοιες απαντήσεις), αλλά δεν γνωρίζει σε τι απαντούν και ο αναλυτής πρέπει να διατυπώσει το ερώτημα. Μόνο μέσα από μια τέτοια υπομονετική δουλειά θα εμφανιστεί ένα πρόγραμμα.

Σε ένα παλιό ανέκδοτο από την εκλιπούσα Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, ένας Γερμανός εργάτης πιάνει δουλειά στη Σιβηρία. Επειδή γνωρίζει ότι οι επιστολές του θα διαβάζονται από τους λογοκριτές , λέει στους φίλους του:

"Ας φτιάξουμε έναν κώδικα: αν το γράμμα που θα λάβετε από μένα είναι γραμμένο με το συνηθισμένο μπλε μελάνι, είναι αληθινό. Αν είναι γραμμένο με κόκκινο είναι πλαστό”.

Ύστερα από έναν μήνα, οι φίλοι του παίρνουν το πρώτο γράμμα γραμμένο με μπλε μελάνι:

"Όλα είναι θαυμάσια εδώ: τα μαγαζιά είναι γεμάτα, τα τρόφιμα άφθονα, τα διαμερίσματα μεγάλα και με καλή θέρμανση, κινηματογράφοι δείχνουν δυτικές ταινίες, υπάρχουν πολλά όμορφα κορίτσια διαθέσιμα για ερωτικό δεσμό – το μόνο που δεν υπάρχει είναι κόκκινο μελάνι”.

Δεν είναι αυτή η κατάστασή μας σήμερα; Έχουμε όλες τις ελευθερίες που θέλει κάποιος – το μόνο που λείπει είναι το “κόκκινο μελάνι”: αισθανόμαστε ελεύθεροι, επειδή δεν έχουμε την ίδια τη γλώσσα για να αρθρώσουμε την ανελευθερία μας. Αυτό που σημαίνει η έλλειψη κόκκινου μελανιού είναι ότι, σήμερα, όλοι οι βασικοί όροι που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε την παρούσα σύγκρουση --”πόλεμος κατά της τρομοκρατίας”, “δημοκρατία και ελευθερία”, “ανθρώπινα δικαιώματα” κ.ο.κ.-- είναι όροι ψευδείς, που δημιουργούν συγκεχυμένη πρόσληψη της κατάστασης αντί να μας επιτρέπουν να σκεφτούμε γι' αυτήν.

Το καθήκον μας σήμερα είναι να δώσουμε στους διαδηλωτές κόκκινο μελάνι.

Διατροφική ασφάλεια και βιοποικιλότητα

Γιάννης Τόλιος
 Πηγή : http://aristerovima.gr

Στις 15-17 Απρίλη ’12, πραγματοποιήθηκε στο Μπακού Αζεραμπαϊζάν περιφερειακή Συνδιάσκεψη του FAO (Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ) με συμμετοχή εκπροσώπων των χωρών της Ευρώπης και Μέσης Ασίας, καθώς ειδικών επιστημόνων και κοινωνικών οργανώσεων. Αντικείμενο της Συνδιάσκεψης ήταν τα θέματα διατροφικής ασφάλειας. Την τελευταία δεκαετία ο αριθμός των ατόμων που υποσιτίζονται ξεπέρασαν τα 1,2 δισεκατομμύρια άτομα, από 800 εκατ. αρχές 2000. Παρ’ ότι το πρόβλημα εμφανίζεται έντονο στις αναπτυσσόμενες χώρες και στις αναπτυγμένες ο αριθμός αυξάνει εξ’ αιτίας της κρίσης (στην ΕΕ προσέγγισε τα 80 εκατ. άτομα). Στην Ελλάδα λόγω των ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων όλο και περισσότεροι πολίτες καταφεύγουν για επιβίωση στα δημόσια συσσίτια (δημοτικών, κοινωνικών, εκκλησιαστικών οργανώσεων).
1. Οι βαθύτερες αιτίες της διατροφικής κρίσης
Οι αιτίες στέρησης του βασικότερου μέσου ύπαρξης, της διατροφής, δεν οφείλεται στην ανεπάρκεια της παραγωγής τροφίμων ή στις «κακές σοδειές» όπως «εξηγούν» διάφοροι απολογητές του συστήματος, αλλά κυρίως στην άνιση κατανομή των παραγομένων τροφίμων μεταξύ χωρών, λαών και κοινωνικών τάξεων. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα ασφαλώς επηρεάζουν την παραγωγή αλλά δεν αποτελούν κύρια αιτία. Επίσης η δυσκολία απόκτησης βασικών μέσων συντήρησης από φτωχά λαϊκά στρώματα, έχει σχέση με την ακρίβεια τροφίμων η οποία συνδέεται με την κερδοσκοπία στα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων και τις μονοπωλιακές τιμές που επιβάλλουν μεγάλες βιομηχανίες και αλυσίδες Super-Markets.
Σύμφωνα με στοιχεία του FAO, στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων του Σικάγου το 2010 ένα «μπούσελ» σιτάρι (μονάδα μέτρησης δημητριακών) είχε 5,5 δολ. και στις αρχές του 2011 είχε 8,2 δολ., δηλαδή ακριβότερο κατά 50%. Αντίστοιχα του καλαμποκιού ανέβηκε από 4 δολ. σε 6,6 δολ. (αύξηση 70%) και της σόγιας από 9 σε 14 δολ. (αύξηση 50%). Η κατάσταση επιδεινώνεται από την εφαρμογή μέτρων «λιτότητας», σε βάρος της αγοραστικής δύναμης μισθών, συντάξεων και λαϊκών εισοδημάτων και την εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στο διεθνές εμπόριο. Οι ρυθμίσεις του ΠΟΕ και οι περιφερειακές συμφωνίες «ελεύθερου εμπορίου» λειτουργούν ως «ακήρυκτος πόλεμος» κατά των μικρών παραγωγών, αναγκάζοντας άλλους σε εγκατάλειψη και άλλους σε παραγωγή για λογαριασμό των πολυεθνικών με στόχο τις εξαγωγές. Η επικέντρωση στις εξαγωγές, μειώνει την παραγωγή τροφίμων για τις ανάγκες του τοπικού πληθυσμού και εντείνει την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση αγροτών που ζουν υπό άθλιες συνθήκες σε «γκέτο» μεγάλων πόλεων. Τέλος η χρήση προϊόντων στην παραγωγή «βιοκαυσίμων» (βιοντίζελ και βιοαιθανόλης) επιδεινώνει το πρόβλημα.
2. Ποιότητα τροφίμων και βιοποικιλότητα
Σημαντική πλευρά της διατροφικής κρίσης, είναι το μοντέλο παραγωγής προϊόντων που έχει άμεση σχέση με την ποιότητα και το περιβάλλον. Το μοντέλο της «εντατικής γεωργίας», εκτός από ολιγοπωλιακή συγκέντρωση παραγωγής, επεξεργασίας και εμπορίας τροφίμων, συνδέεται με εκτεταμένη χρήση αγροχημικών που υποβαθμίζουν την ποιότητα, δημιουργούν κινδύνους στην ανθρώπινη υγεία και ασκούν μακροχρόνιες και ανεπανόρθωτες βλάβες στη φύση. Τα μεγάλα «διατροφικά σκάνδαλα», όπως «τρελές αγελάδες», κοτόπουλα, χοιρινά με διοξίνες, ελαιόλαδο με παραφινέλαιο, κ.ά., αποτελούν εκδηλώσεις της ασυδοσίας των «agribusiness». Μια νέα διάσταση στην ποιότητα τροφίμων δίνει η χρήση «γενετικά τροποποιημένων οργανισμών» (ΓΤΟ) στην παραγωγή τροφίμων. Εκτός από μεγάλους κινδύνους στη δημόσια υγεία, η χρήση ΓΤΟ πλήττει τη βιοποικιλότητα, τους μικρομεσαίους παραγωγούς και τη διατροφική ασφάλεια. Ταυτόχρονα, ένας μικρός αριθμός πολυεθνικών βιοτεχνολογίας, με επικεφαλής την Monsanto, επιχειρούν μέσω των ΓΤΟ, να ελέγξουν τη «τροφική αλυσίδα», θέτοντας υπό ιδιόμορφη «διατροφική ομηρία», χώρες, λαούς, παραγωγούς και καταναλωτές. Την τελευταία δεκαετία διεξάγεται μια σκληρή μάχη η οποία δεν έχει κριθεί οριστικά, για το αν θα κυριαρχήσει ή όχι το «διαγονιδιακό» μοντέλο παραγωγής ειδών διατροφής. Ελπιδοφόρα εξέλιξη αποτελεί, υπό την πίεση κοινωνικών οργανώσεων, οι αντιδράσεις ορισμένων χωρών (Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Ουγγαρία, Ελλάδα, Λουξεμβούργο) και η απαγόρευση καλλιέργειας «μεταλλαγμένων», ακόμα και εκείνων που είχαν κατ’ αρχήν λάβει έγκριση από την ΕΕ (καλαμπόκι Bt, πατάτα amflora) στο όνομα της «ρήτρας προφύλαξης».
3. Διατροφική κρίση και πολιτική τροφίμων στην Ελλάδα
Δυστυχώς η ασκούμενη αγροτική πολιτική των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ την τελευταία δεκαετία και οι κατευθύνσεις της νέας ΚΑΠ της ΕΕ, οδηγούν τον αγροτικό τομέα σε πλήρη αποδιάρθρωση εντείνοντας τη διατροφική κρίση. Η αποδέσμευση των επιδοτήσεων από την παραγωγή, σε συνδυασμό με τις εξευτελιστικές τιμές στους παραγωγούς και αύξηση του κόστους παραγωγής, συνετέλεσαν στη μείωση του όγκου, της αξίας και του αγροτικού εισοδήματος. Σειρά από βασικές καλλιέργειες έχουν υποστεί δραματική συρρίκνωση (τευτλοκαλλιέργεια μαλακό σιτάρι, βιομηχανική τομάτα, σουλτανίνα, κοκ). Η μείωση του όγκου παραγωγής, μείωσε στο διάστημα 2006-10, την προστιθεμένη αξία παραγωγής κατά 28% ή κατά 2,1 δις €, μειώνοντας παραπέρα το αγροτικό εισόδημα κατά 13,5%.
Η μείωση του αγροτικού εισοδήματος επιδεινώθηκε από την αύξηση του κόστους παραγωγής (ζωοτροφές, φάρμακα, λιπάσματα, κ.ά.) και τις χαμηλές τιμές στους παραγωγούς, εξαιτίας της δράσης των διαφόρων καρτέλ. Αντίθετα, οι τιμές στην κατανάλωση «υπερίπτανται» σταθερά διευρύνοντας παραπέρα τη γνωστή «ψαλίδα τιμών». Οι πιο πάνω εξελίξεις έχουν μειώσει δραματικά τη διατροφική αυτάρκεια της χώρας, με αποτέλεσμα τη διόγκωση εισαγωγών και εμπορικού ελλείμματος και ένταση της «διατροφικής εξάρτησης». Ειδικότερα το έλλειμμα αγροτικών προϊόντων ανήλθε (2009) σε 2,3 δις € και το μεγαλύτερο μέρος αφορούσε εισαγωγές κτηνοτροφικών προϊόντων (1,9 δις € ή 30% της αξίας των εισαγομένων τροφίμων). Η αυτάρκεια της χώρας σε κτηνοτροφικά από την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ/ΕΕ σταθερά μειώνεται (κοτόπουλα από 100% το 1980 σε 67% το 2010, βοδινό από 66% σε 27%, χοιρινό από 84% σε 41% και αιγοπρόβειο από 92% σε 80%). Δυστυχώς, η νέα μεταρρύθμιση της ΚΑΠ με ορίζοντα το 2014-2020, οξύνει περαιτέρω το πρόβλημα.
4. Αυτοδυναμία τροφίμων και οικοσοσιαλιστική προοπτική
Η αντιμετώπιση της διατροφής κρίσης και των μεγάλων ανατιμήσεων ειδών διατροφής, με διασφάλιση παράλληλα της ποιότητας, απαιτεί την καταπολέμηση των βασικών αιτίων που τις γενούν, σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο. Πρόκειται για καθαρά πολιτικό ζήτημα που προϋποθέτει και τους ανάλογους συσχετισμούς πολιτικών δυνάμεων. Ωστόσο, με κινητοποιήσεις και παρεμβάσεις, μπορούν κατ’ αρχήν να ληφθούν μέτρα περιορισμού της οξύτητάς του, στην προοπτική της ριζικής αντιμετώπισης του. Στα πλαίσια αυτά χρειάζονται άμεσα μέτρα στήριξης των λαϊκών στρωμάτων που θίγονται από την ακρίβεια και ταυτόχρονα μέτρα στήριξης της οικογενειακής γεωργίας, αύξησης της παραγωγής τροφίμων σύμφωνα με τις ανάγκες της χώρας.
Αφετηριακό ζήτημα στην προώθηση της εναλλακτικής στρατηγικής «αυτοδυναμίας τροφίμων», είναι η απόρριψη της αντίληψης ότι η «αγορά» αποτελεί βασικό μηχανισμό ρύθμισης των αγροτικών σχέσεων. Η ζωή όλο και πιο επιτακτικά προβάλλει την αναγκαιότητα ρύθμισης των αγορών με όρους κοινωνίας και περιβάλλοντος «επ’ ωφελεία» των μικρομεσαίων αγροτών, των καταναλωτών, της βιοποικιλότητας και περιβάλλοντος. Οι κυριότεροι άξονες και τομεακές δράσεις προώθησης της συγκεκριμένης στρατηγικής, απαιτούν επεξεργασία Εθνικού σχεδίου βιώσιμης αγροτικής ανάπτυξης. Αναδιάρθρωση καλλιεργειών, αύξηση γεωργικής απασχόλησης. Έλεγχο τιμών, μείωση κόστους, στήριξη αγροτικού εισοδήματος, προστασία καταναλωτή. Ασφάλεια, ποιοτικό έλεγχο τροφίμων. Προστασία Σπόρων και βιοποικιλότητας. Βιώσιμο πρόγραμμα ανάπτυξης Κτηνοτροφίας. Προστασία παράκτιας αλιείας. Δασοπροστασία, ορθολογική διαχείριση υδατικών πόρων. Εξυγίανση, ανάπτυξη συνεταιρισμών. Οριζόντια μέτρα στήριξης μικρομεσαίων αγροτών.
Η προώθηση της εναλλακτικής στρατηγικής «βιώσιμης αγροτικής ανάπτυξης», προϋποθέτει την ανάπτυξη ενός ριζοσπαστικού και ενωτικού αγροτικού κινήματος, αντίστασης στις ασκούμενες πολιτικές με στόχο την άμεση βελτίωση της θέσης των μικρομεσαίων αγροτών. Ταυτόχρονα η δημιουργία προϋποθέσεων μιας «εφ’ όλης της ύλης» αμφισβήτησης και υπέρβασης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, δεν αφορά μόνο τους αγρότες, αλλά ευρύτερες δυνάμεις, ιδιαίτερα την εργατική τάξη, τη ριζοσπαστική νεολαία, την προοδευτική διανόηση, μεσαία στρώματα των πόλεων και άλλες λαϊκές δυνάμεις. Ταυτόχρονα σε συνθήκες κλιματικών αλλαγών και διατάραξης της οικολογικής ισορροπίας, τα σοσιαλιστικά οράματα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς αποκτούν νέα διάσταση, την «οικοσοσιαλιστική», άρρηκτα δεμένη με την εναλλακτική στρατηγική της «αυτοδυναμίας τροφίμων».

(*) Το κείμενο αποτελεί βασικά σημεία εισήγησης στα πλαίσια των διαβουλεύσεων του FAO με τις κοινωνικές οργανώσεις στο Baku (15-17/4/12).

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

Μια αριστερή στρατηγική για την Ευρώπη

  ΠΗΓΗ: contramee
 
 
Του Κώστα Λαπαβίτσα*

 
1. Κρίση και λιτότητα
 Οι ρίζες της αναταραχής   στην Ευρώπη βρίσκονται  στην παγκόσμια κρίση που άρχισε το 2007. Για να το θέσουμε συνοπτικά, η πτώχευση της Lehman Brothers το Σεπτέμβρη του 2008 δημιούργησε  μια τραπεζική κρίση, που οδήγησε σε παγκόσμια  ύφεση.  Οι Ευρωπαϊκές οικονομίες χτυπήθηκαν  από τις εξαγωγές που κατέρρεαν  και την σύναψη πιστωτικών συμβάσεων.   Το χειρότερο απεφεύχθη μέσω της κρατικής παρέμβασης, εν μέρει με τη στήριξη των τραπεζών, εν μέρει με την διατήρηση  της συνολικής ζήτησης . Αλλά η κρατική παρέμβαση οδήγησε στο επόμενο και σοβαρότερο στάδιο της κρίσης, αυτό του δημόσιου χρέους. Και όσο η κρίση του δημοσίου χρέους γίνονταν βαθύτερη, τόσο απειλούσε με την αναθέρμανση της τραπεζικής κρίσης.
Δε μπορεί να μην τονισθεί , ωστόσο, ότι ο συγκεκριμένος χαρακτήρας και η αγριότητα της  Ευρωπαϊκής αναταραχής  οφείλονται  στην νομισματική ένωση . Το ευρώ έδρασε σαν διαμεσολαβητής  για την παγκόσμια κρίση στην Ευρώπη. Από την σκοπιά της Μαρξιστικής θεωρίας, αυτό δεν είναι έκπληξη, μια και το ευρώ είναι μια μορφή παγκόσμιου χρήματος και όχι μόνο ένα κοινό  νόμισμα . Το ευρώ είναι σχεδιασμένο να ενεργεί σαν μέσο πληρωμής και σαν απόθεμα στην παγκόσμια αγορά , ή, στην τρέχουσα γλώσσα των επίσημων οικονομικών, σαν εφεδρικό νόμισμα.  Εξυπηρετεί τα συμφέροντα των σημαντικότερων κρατών  που το ελέγχουν, εξίσου καλά με τις ευρύτερες οικονομικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις που  το προωθούν  διεθνώς. Αλλά, με το  ίδιο σκεπτικό, το ευρώ αποκρυσταλλώνει τις τάσεις  και ανισορροπίες του Ευρωπαϊκού καπιταλισμού, δρώντας σαν επίκεντρο της κρίσης. Αυτό αποτελεί  κλασσικό χαρακτηριστικό  του παγκόσμιου χρήματος, από τότε που ο χρυσός έπαιζε αυτό το ρόλο και υπαγόρευε  το ρυθμό  της κρίσεων μέσα απ’ το δικό του απόθεμα εισροής και εκροής κεφαλαίων.

 Το ευρώ είναι μια ασυνήθιστη μορφή παγκόσμιου χρήματος που δημιουργήθηκε  εξ’ αρχής από   μια συμμαχία κρατών, με τη Γερμανία στο επίκεντρο. Αντιτίθεται  ξεκάθαρα στην κρατούσα  μορφή παγκόσμιου χρήματος, το δολάριο, που αναγορεύτηκε σε εθνικό νόμισμα με παγκόσμιο ρόλο λόγω της αυτοκρατορικής εξουσίας  του ενιαίου κράτους  και της οικονομίας του. Για να μπορεί το ευρώ να δράσει σαν παγκόσμιο χρήμα ήταν απαραίτητο να δημιουργηθεί ένας  θεσμικός   μηχανισμός, που να αρμόζει σε  μια συμμαχία καθοδηγούμενη από τη Γερμανία, ένα κράτος έθνος αρκετά  ασθενέστερο από τις ΗΠΑ. Τρία στοιχεία έπαιξαν σημαντικό ρόλο σ’ αυτό : Πρώτον, μια ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα με  πλήρη έλεγχο της νομισματικής  πολιτικής  και επικεφαλής μιας ομοιογενούς αγοράς χρήματος για τις τράπεζες. Δεύτερο, η άκαμπτη δημοσιονομική πολιτική  που επιβλήθηκε μέσω του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και  , τρίτο, η ανηλεής    πίεση στους μισθούς και στις  εργασιακές συνθήκες για να διασφαλισθεί η  ανταγωνιστικότητα  του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.
 Ο θεσμικός  μηχανισμός του ευρώ ήταν ο καταλύτης της κρίσης στην Ευρώπη. Η  πίεση επί της εργασίας ήταν αμείλικτη  στον πυρήνα  της ευρωζώνης,  με αποτέλεσμα να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα , πρωταρχικά για τη Γερμανία. Το αποτέλεσμα ήταν ένα  αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ κέντρου   και περιφέρειας, που αντανακλά σε τρέχοντα πλεονάσματα   για την  το πρώτο και ελλείμματα για τη δεύτερη. Το χάσμα γεφυρώθηκε με τεράστια κεφάλαια που εισέρρευσαν   από το κέντρο  στην περιφέρεια με μορφή κυρίως τραπεζικών δανείων. [2]Στην περιφέρεια,   επιπλέον, οι τράπεζες εξαναγκάστηκαν σε γρήγορη επέκταση , προσθέτοντας έτσι  ακόμα περισσότερο χρέος. Στο τέλος της δεκαετίας του 2000, η περιφέρεια βρέθηκε  υπερχρεωμένη – στην εγχώρια και εξωτερική αγορά, στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα. Όταν η παγκόσμια κρίση έπληξε την Ευρώπη, οδηγώντας σε ύφεση  και κρατική παρέμβαση, ήταν αναπόφευκτο να μετατραπεί σε κρίση  χρέους της περιφέρειας σε όλες του τις διαστάσεις . Με τη σειρά της η κρίση χρέους  απείλησε να γίνει τραπεζική κρίση που θα μπορούσε να καταστρέψει το ευρώ. 
Η απάντηση στην κρίση από τις ευρωπαϊκές κυρίαρχες τάξεις – τόσο του κέντρου όσο  και της  περιφέρειας – έριξε άπλετο φως σε ολόκληρο το Ευρωπαϊκό  «σχέδιο».  Το πρωταρχικό τους μέλημα είναι να σώσουν το ευρώ. Για να πετύχουν αυτό το σκοπό, η πολιτική τους εστιάστηκε στο  να σωθούν οι τράπεζες που είναι εκτεθειμένες στο περιφερειακό χρέος. Έτσι η ΕΚΤ προχώρησε σε άφθονη   και φτηνή ρευστότητα στις τράπεζες, σε αντίθεση , με την  περιορισμένη ρευστότητα με υψηλά επιτόκια   που δόθηκαν  στα κράτη.
 Ταυτόχρονα, άνευ προηγουμένου   λιτότητα επιβλήθηκε στις  χώρες της περιφέρειας , ενώ οι παροχές πρόνοιας  κόπηκαν  και οι συνθήκες εργασίας επιδεινώθηκαν. Το κόστος της κρίσης  έπεσε έτσι στους ώμους των εργαζομένων. Μέχρι τις  αρχές του 2011  η  ταξική κατεύθυνση της πολιτικής για την διάσωση του ευρώ έγινε πεντακάθαρη. Πρώτον, να υπερασπιστεί τα συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου προστατεύοντας κατόχους ομολόγων και άλλους δανειστές, δεύτερον, να προωθήσει τα συμφέροντα του βιομηχανικού κεφαλαίου συντρίβοντας το   κόστος εργασίας.
 Αυτή η πολιτική υπαγορεύτηκε  από τη Γερμανία, που είναι αυτή που επωφελείται κυρίως από το ευρώ. Η υπεροχή   της Γερμανίας είναι τώρα ισχυρότερη από κάθε άλλη φορά στην ιστορία της Ευρωπαϊκής ένωσης. Με το ίδιο σκεπτικό   τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα στην καρδιά της ευρωζώνης έχουν γίνει ξεκάθαρα. Αν η τρέχουσα πολιτική διάσωσης του ευρώ πετύχει – και υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες γι αυτό – η Γερμανία θα αναδυθεί ως  αδιαφιλονίκητος ηγεμόνας της ευρωζώνης και κυρίαρχη δύναμη σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η περιφέρεια, εν τω μεταξύ, θα στενάζει από τους υψηλούς δείκτες ανεργίας και την  απώλεια εισοδήματος. Ακόμη κι έτσι, ένα ισχνό στρώμα του οικονομικού και βιομηχανικού κεφαλαίου εντός της περιφέρειας θα συνεχίσει να ευημερεί.
 Η κρίση αποτελεί βαρυσήμαντο  γεγονός για την Ευρώπη. Προκάλεσε ταχύτατη  κοινωνική αλλαγή προς όφελος του κεφαλαίου και κατά της εργασίας.  . Ενθάρρυνε  επίσης  γεωπολιτικές αλλαγές, μετατρέποντας την ευρωζώνη σε γερμανική αυλή . Ταυτόχρονα, κατέστρεψε τις κοντόφθαλμες  ιδέες περί   ευρωπαϊκής συμμαχίας και ομοσπονδίας  που παρείχαν ιδεολογική κάλυψη στην ευρωζώνη. Η κρίση  θα μπορούσε έτσι να δώσει μια ευκαιρία στην αριστερά να ανακτήσει τον βηματισμό της προτείνοντας   αντικαπιταλιστικές λύσεις  που θα οδηγήσουν την Ευρώπη σε μια σοσιαλιστική πορεία. Δυστυχώς αυτό δεν έχει συμβεί ακόμα. Μεγάλο μέρος  της ευρωπαϊκής Αριστεράς  εξακολουθεί να βρίσκεται στο έλεος του Ευρωπαϊσμού, και  αναπτύσσει στρατηγικές που έχουν χαρακτήρα περισσότερο ευρωπαϊκό παρά σοσιαλιστικό. Πάνω απ’ όλα, φοβάται  τη διάλυση της νομισματικής ένωσης. Το αποτέλεσμα είναι η απουσία αποτελεσματικής αριστερής αντιπολίτευσης στην κοινωνική και ιμπεριαλιστική μεταρρύθμιση που συντελείται  στην  Ευρώπη.
2.  Ένα ‘καλό ευρώ’?
 Η φιλοευρωπαϊκή αριστερά είναι προσκολλημένη  στην άποψη ότι η ευρωζώνη θα μπορούσε να αναμορφωθεί προς το συμφέρον των εργαζομένων, δημιουργώντας ένα «καλό ευρώ». Οι υποστηρικτές   του καλού ευρώ μπορούν να χωριστούν σε δύο ρεύματα που κατέχουν ,και τα δύο, εξέχουσα θέση  στο νεοσύστατο κόμμα   της Ευρωπαϊκής αριστεράς , αλλά  και γενικότερα  στην Ευρώπη. [3]Το ένα ρεύμα είναι οι  ένθερμοι  Ευρωπαϊστές που γενικά υποτιμούν  τα ταξικά  και ιμπεριαλιστικά συμφέροντα στην καρδιά της νομισματικής ένωσης. Το άλλο ρεύμα είναι οι απρόθυμοι ευρωπαϊστές που, παρά τα πιεστικά  ταξικά συμφέροντα, δεν συνειδητοποιούν πλήρως τις συνέπειες  της δημιουργία του νέου παγκόσμιου νομίσματος. Και οι δύο τρομοκρατούνται  από τον κίνδυνο του εθνικισμού  και του απομονωτισμού που μπορεί να φέρει η κατάρρευση της  ευρωζώνης . Η νομισματική ένωση μπορεί να είναι ανεπαρκώς  σχεδιασμένη , αλλά τώρα που έγινε πραγματικότητα, δε θα ήταν συνετό να βγούμε έξω απ’ αυτή. [4] Για τους απρόθυμους ευρωπαϊστές αυτή η θέση οδηγεί σε αυτό που αποκαλούμε «επαναστατικό ευρωπαϊσμό», ανατροπή του καπιταλισμού στο υποτιθέμενο προνομιούχο έδαφος  της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Λογικά αυτό θα πρέπει επίσης να συνεπάγεται  τη  δημιουργία  ενός ενιαίου (και επαναστατικού) ευρωπαϊκού κράτους,   αλλά αυτό το αίτημα   δεν έχει διατυπωθεί ρητά.
 Είτε διακαείς είτε απρόθυμες οι  προτάσεις για το καλό ευρώ συγκλίνουν. Υπάρχει π.χ. γενική συμφωνία ότι θα πρέπει να προβάλουμε ισχυρή αντίσταση στην λιτότητα και  την φιλελευθεροποίηση και ότι η Ευρώπη χρειάζεται  σημαντική  ανακατανομή του εισοδήματος και του  πλούτου. Επίσης είναι κοινά αποδεκτό ότι μια συντονισμένη  πολιτική επενδύσεων θα ήταν σκόπιμη για να αυξηθεί η  παραγωγικότητα στην περιφέρεια  και να αναδιαρθρωθεί η ευρωπαϊκή οικονομία. Αυτές είναι εξαιρετικές ιδέες και πολλοί από την αριστερά (ευρωπαϊστές και μη ) θα μπορούσαν προφανώς να συμφωνήσουν μ’ αυτές. Το πρόβλημα είναι ότι δεν ασχολούνται με την επιτακτική φύση της κρίσης.
Η  πιο σοβαρή πλευρά  της κρίσης είναι το χρέος της περιφέρειας. Έγινε τελικά ,εκ των πραγμάτων, αποδεκτό απ’ την Αριστερά ότι το φορτίο του χρέους σε μερικές περιφερειακές χώρες πρέπει να αρθεί  για να ανακάμψουν οι οικονομίες. Πέρα απ’ αυτό το σημείο, ωστόσο, είναι δύσκολο να βρεθεί συμφωνία. Οι ένθερμοι ευρωπαϊστές,  όπως αυτοί του κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, τείνουν σε ευνοϊκή συναινετική αναδιάρθρωση χρέους (με πρωτοβουλία του πιστωτή) η οποία θα χαμήλωνε το επίπεδο του περιφερειακού χρέους χωρίς να διαταραχθεί υπερβολικά ο μηχανισμός  της ευρωζώνης. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η αναδιάρθρωση με πρωτοβουλία του πιστωτή δε φαίνεται να  μπορεί να μειώσει σημαντικά το χρέος της περιφέρειας. Οι δανειστές είναι γνωστό ότι δεν καλοδέχονται τις απώλειες. Οι απρόθυμοι ευρωπαϊστές ,τώρα,  τείνουν να ευνοήσουν την  ριζική αναδιάρθρωση του χρέους, συχνά με πρωτοβουλία  του δανειζόμενου. Ωστόσο προτείνουν την μονομερή διαγραφή του χρέος παραμένοντας  εντός της  ευρωζώνης, οι κύριες δυνάμεις της οποίας θα πρέπει να υποστούν τις απώλειες. Πως αυτό μπορεί να επιτευχθεί, δεν έχει ακόμα εξηγηθεί.
 Στο πλαίσιο αυτό, οι ευρωπαϊστές έθεσαν  μια ποικιλία συγκεκριμένων προτάσεων αναφορικά με το χρέος. Εδώ το έδαφος γίνεται επισφαλές, διότι προσεγγίζει την χάραξη της  τρέχουσας πολιτικής  των  κυβερνήσεων της Ευρώπης. Οι προτάσεις περιστρέφονται γύρω από τον δανεισμό   από την  ΕΚΤ   και την έκδοση   ευρωομολόγων, απόψεις που εμπεριέχονται στις τρέχουσες πρακτικές της ευρωζώνης.
Ανακεφαλαιώνοντας    και μέσα από  μια ποικιλία προτάσεων , η γενική ιδέα φαίνεται να είναι ότι η ΕΚΤ   θα πρέπει να επεκτείνει  την τρέχουσα πρακτική της  μεταφέροντας το δημόσιο χρέος στις δευτερογενείς  αγορές ( και το δανεισμό με ενέχυρο   το περιφερειακό δημόσιο χρέος ). Η ΕΚΤ  θα πρέπει να αποκτήσει ένα μεγάλο μέρος του υπάρχοντος χρέους των περιφερειακών χωρών και θα πρέπει να χρηματοδοτήσει με νέο δανεισμό τα κράτη της ευρωζώνης στο μέλλον. Είναι ευρέως γνωστό   ότι η έκδοση  των Ευρωομολόγων   – που την έχει  ήδη αναλάβει η European Financial Stabilisation Facility έχει σκοπό την απόκτηση κεφαλαίων προκειμένου  να δανείζει χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες – θα πρέπει να διευρυνθεί για να ανταποκριθεί στις τακτικές ανάγκες δανεισμού των κρατών της ευρωζώνης. [5] Τίποτα δεν αποκλείει τη πολλαπλή διασταύρωση αυτών των προτάσεων, συμπεριλαμβανομένης της άποψης ότι  η ΕΚΤ πρέπει να χρηματοδοτεί εκδίδοντας η ίδια ευρωομόλογα. Τέτοιες προτάσεις εμφανίζονται ως ανάλογες των διαδικασιών της Ομοσπονδιακής  τράπεζας των ΗΠΑ και γι αυτό θεωρούνται ως  σημαντικό βήμα προς τη δημιουργία  δημοσιονομικής όσο και  νομισματικής ομοιογένειας  μέσα στην ευρωζώνη.
 Δυστυχώς, υπάρχουν σημαντικά προβλήματα με αυτές τις προτάσεις, που βοηθούν να εξηγηθεί γιατί έχει δοθεί ελάχιστη σημασία από τους μηχανισμούς  της ευρωζώνης. Ένα πρόβλημα αφορά στις απώλειες από το κακό περιφερειακό χρέος. Αν, για παράδειγμα, η ΕΚΤ   αποκτούσε  το υπάρχον περιφερειακό χρέος με μεγάλη έκπτωση , το κεφάλαιο των τραπεζών θα έπρεπε να αναπληρωθεί  για να προλάβει την κατάρρευση. Αν το χρέος αποκτηθεί στην ονομαστική του αξία , θα μπορούσε πιθανότατα να προκαλέσει σημαντικές απώλειες για την ΕΚΤ  που θάπρεπε να αναπληρώσει. Υπάρχει μεγάλη σύγχυση ανάμεσα σε πολλούς της Αριστεράς για  το τι μια κεντρική τράπεζα μπορεί να κάνει. Η ΕΚΤ πράγματι κατέχει μια τεράστια δυνατότητα να δράσει σαν δανειστής σαν έσχατη λύση  π.χ. να παρέχει ρευστότητα σε τράπεζες και κράτη. Αλλά δανειστής που αποτελεί την έσχατη λύση   δε μπορεί να διαχειριστεί  επισφαλή χρέη, πχ να εξασφαλίσει φερεγγυότητα .Η εγγύηση φερεγγυότητας είναι ένα θέμα του υπουργείου οικονομικών που πρέπει να αντλήσει  έσοδα από φόρους για να αποκαταστήσει τις ζημίες που αποκτήθηκαν από τις επισφάλειες. Στο πλαίσιο της Ευρώπης αυτό σημαίνει σχεδιασμό  για φορολογικά έσοδα από τις χώρες του κέντρου  ,δηλαδή επιπλέον βάρη για τον εργαζόμενο λαό. Η ΕΚΤ   δεν είναι αρμόδια να επανορθώσει  τον τρελό δανεισμό  στον οποίο ενεπλάκησαν  οι ευρωπαϊκές τράπεζες  στη διάρκεια της δεκαετίας του 2000. Η  αύξηση κεφαλαίου  των τραπεζών  σημαίνει δέσμευση φορολογικών εσόδων και αυτό είναι  ένα βήμα που θα προκαλέσει σοβαρές ταξικές συνέπειες.
Επιπλέον,  με αυτή την πρόταση η  ΕΚΤ θα αποκτήσει συστηματικά περιφερειακά χρέη και , ακόμα περισσότερο, θα έχει μια ανοιχτή δέσμευση για την  χρηματοδότηση του μελλοντικού δανεισμού των χωρών της ευρωζώνης, θέτοντας έτσι  σε κίνδυνο το ευρώ ως  παγκόσμιο χρήμα. Αν η ΕΚΤ   , άρχιζε  για παράδειγμα  να χρηματοδοτεί με τακτικό δανεισμό όλες τις χώρες της ευρωζώνης, θα υπήρχε μεγάλος κίνδυνος πληθωρισμού που θα μείωνε την αξιοπιστία του ευρώ στις παγκόσμιες αγορές. Δεν υπάρχει σύγκριση με το δολάριο ως προς αυτό. Το δολάριο είναι η επίσημη μορφή παγκόσμιου νομίσματος που στηρίζεται στους καθιερωμένους θεσμικούς  και  πελατειακούς μηχανισμούς για την αποδοχή του. Το ευρώ είναι ο ανταγωνιστής που δεν έχει ακόμα αναπτύξει ένα σταθερό πλαίσιο αποδοχής στην παγκόσμια αγορά. Η Γερμανική άρχουσα  τάξη δεν φαίνεται να δέχεται διευθετήσεις στο καθεστώς δανεισμού των κρατών που θα ρισκάρουν την παγκόσμια  αποδοχή του ευρώ.
 Παρόμοιες εκτιμήσεις ισχύουν για την έκδοση των ευρωομολόγων προκειμένου να αντικατασταθεί το υπάρχον περιφερειακό χρέος. Οι δυσκολίες δανεισμού των περιφερειακών κρατών μπορούν βεβαίως να ρυθμιστούν μέσω των ευρωομολόγων , αν και αυτό θα ήταν μια πιο αργή μέθοδος σε σχέση με την ΕΚΤ που παρέχει τη ρευστότητα άμεσα. Αλλά η αντιμετώπιση των πιθανών απωλειών από τα επισφαλή χρέη είναι ένα εξ ολοκλήρου διαφορετικό θέμα, το οποίο απαιτεί δέσμευση κεφαλαίων από τη φορολογία εισοδήματος.  Και αυτό χωρίς να αναφέρουμε το πρόσθετο κόστος για τις χώρες του κέντρου   που θα δανείζονται με υψηλότερο επιτόκιο, αν πρέπει να εκδίδουν   ευρωομόλογα από κοινού με τις χώρες της περιφέρειας.
 Τέλος, υπάρχει ένα ακόμα πρόβλημα που συχνά δεν εκτιμάται. Οι προτάσεις για  το ‘’καλό ευρώ’’  έχουν ως θεμελιώδη  σκοπό  να ξεπεραστεί η αντίφαση ανάμεσα στην δημοσιονομική  ετερογένεια και την νομισματική ομοιογένεια εντός του θεσμικού πλαισίου  της ευρωζώνης . Προφανώς,  αν ένα κοινό φορολογικό σύστημα  δημιουργούνταν στην ευρωζώνη, είτε με δάνεια από το ΕΚΤ , είτε  με την έκδοση Ευρωομολόγων, η λειτουργία του ευρώ θα μπορούσε να καταστεί ομαλότερη και οι κρίση  να αντιμετωπιστεί. Αλλά το πρόβλημα είναι ότι η χρηματοπιστωτική σφαίρα της ευρωζώνης δεν είναι τόσο ομοιογενής όπως συχνά την φαντάζονται.. Υπάρχει πράγματι μια ομοιογενής αγορά χρήματος που κανονίζει τους όρους του τραπεζικού δανεισμού στην ευρωζώνη, , αλλά η κυριότητα των τραπεζών παραμένει ουσιαστικά εθνική. Ομοίως, δεν υπάρχει καμία ομοιογένεια στην εποπτεία και τη ρύθμιση των τραπεζικών δραστηριοτήτων, και οι δύο εξαρτώνται  κατά μεγάλο μέρος από κάθε κράτος- έθνος.
 Συνεπώς, αν η  τραπεζική φερεγγυότητα αποβεί  προβληματική, οι τράπεζες μπορούν να προσφύγουν για βοήθεια  στο δικό τους κράτος, όπως συνέβη στην Ιρλανδία το 2009-10 και στο Βέλγιο το 2008-9. Δεν υπάρχει ευρωπαϊκός μηχανισμός που να μπορεί να διαχειριστεί τις απώλειες που οι ευρωπαϊκές τράπεζες αναπόφευκτα θα είχαν αν διαγράφονταν το περιφερειακό χρέος. Και ούτε υπάρχει προφανής τρόπος για να δεχτούν οι γερμανοί και οι γάλλοι εργαζόμενοι μεγαλύτερους φόρους για να σώσουν, ας πούμε, τις ιταλικές τράπεζες. Κάθε κράτος θα πρέπει να αντιμετωπίσει  τις απώλειες των εθνικών τραπεζών του. Το ευρώ παραμένει δημιούργημα των εθνικών κρατών από αυτή την άποψη και οι επιπτώσεις του για τους εργαζόμενους έχουν καθαρό εθνικό χαρακτήρα. 
 3. Μια ριζοσπαστική αριστερή στρατηγική
 Μια ριζοσπαστική εναλλακτική πρόταση  απέναντι στις  τρέχουσες πολιτικές που υιοθετήθηκαν μέσα στην ευρωζώνη θα πρόσφερε μια επίλυση της κρίσης που θα έγειρε τη ζυγαριά υπέρ των κοινωνικών δυνάμεων της εργασίας   και θα ωθούσε την Ευρώπη σε μια σοσιαλιστική κατεύθυνση. Για την Αριστερά το να θέσει μια εναλλακτική πρόταση σημαίνει ότι θα έπρεπε να αμφισβητήσει τις στρατηγικές επιλογές των ηγεμόνων της Ευρώπης και όχι απλώς να εστιάσει την κριτική της  σε   θεσμικές δυσλειτουργίες . Το πρώτο βήμα θα ήταν να αναγνωρίζει τις ταξικές και οι ιμπεριαλιστικές σχέσεις στην καρδιά της ευρωζώνης. Οι εργαζόμενοι τόσο στο κέντρο όσο και στην περιφέρεια δεν συμμετέχουν   στην επιτυχία της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης. Αντίθετα η προσπάθεια δημιουργίας  ενός παγκόσμιου  νομίσματος  που να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου χειροτέρεψαν τις συνθήκες εργασίας στο κέντρο και μεγάλωσαν την κρίση στην περιφέρεια.
 Μια ριζοσπαστική εναλλακτική λύση θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι η τρέχουσα πολιτική επιβολής λιτότητας και προώθησης της Γερμανικής υπεροχής έχει μεγάλη πιθανότητα αποτυχίας. Η κύρια αιτία είναι ότι η λιτότητα οδηγεί σε ύφεση  που επιδεινώνει το πρόβλημα του χρέους. Ακόμα χειρότερα, που η μακρόχρονη πρόγνωση για την περιφέρεια είναι η χαμηλή ανάπτυξη. Η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία θα δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να εξυπηρετήσουν το δημόσιο χρέος τους και προφανώς θα πρέπει να κάνουν αναδιάρθρωση ή ακόμα και πτώχευση.
 Οι αναπόφευκτες απώλειες θα έχουν επιπτώσεις στις χώρες του κέντρου και τα ποσά θα μεγαλώνουν. Η Ελλάδα , εάν θέλει να έχει αποφασιστική ανακούφιση, θα πρέπει να απαιτήσει  μείωση του δημόσιου χρέους ίσως 50% -60%, ποσό που πλησιάζει τα  € 200 δις ευρώ. Αν υλοποιηθεί αυτό το ενδεχόμενο, η συμμετοχή της ως μέλος στην  ευρωζώνη ,θα μπει στο τραπέζι, εν μέρει από τις χώρες του κέντρου και εν μέρει από τις περιφερειακές χώρες που είναι έτοιμες για χρεοκοπία.  . Οι αδύναμες δομές της ευρωζώνης θα βρεθούν  κάτω από ισχυρή πίεση. Η Αριστερά οφείλει να προετοιμάζεται  για τέτοια τροπή των γεγονότων, αντί να την αποστρέφεται   με τρόμο.
Ο διαχωρισμός  ανάμεσα σε κέντρο και περιφέρεια συνεπάγεται  ότι μια ριζοσπαστική  αριστερή εναλλακτική λύση θα διαφοροποιούσε αναγκαστικά την ευρωζώνη. Για τους εργαζόμενους στο κέντρο, ειδικά τη Γερμανία, θα ήταν ζωτικής σημασίας  να σπάσει η αδυσώπητη  πίεση επί των μισθών που επιβάλλει η νομισματική ένωση. Αλλά  είναι παραπλανητικό να σκεφτόμαστε ότι η υψηλότεροι μισθοί αποτελούν μέτρο για την διάσωση του ευρώ  , με το επιχείρημα ότι αυτό θα εξισορροπούσε την ανταγωνιστικότητα μέσα στην ευρωζώνη, και θα ενθάρρυνε  την εγχώρια κατανάλωση στο κέντρο. Δεν υπάρχει καπιταλιστική τάξη που θα επεδίωκε  συστηματικά την αύξηση  αμοιβών των εργαζομένων  , δεδομένου ότι αυτό θα έπληττε στην συνέχεια τον ανταγωνισμό.  Αν περιοριζόταν η συγκράτηση  των μισθών  στη Γερμανία, η νομισματική ένωση θα γίνονταν λιγότερο ελκυστική για την Γερμανική άρχουσα  τάξη, εγείροντας η ίδια το θέμα της παραμονής  της   ως  μέλος του ευρώ.  Εξάλλου, η Γερμανία έχει μακρά εμπειρία στη στρατηγική προώθησης του μάρκου προκειμένου να βελτιώσει το μερίδιό της στην παγκόσμια  αγορά προϊόντων και  εμπορίου.
 Μια ριζοσπαστική στρατηγική στις  χώρες του κέντρου πρέπει να περιλαμβάνει περαιτέρω βήματα που θα μπορούν να συγκρατήσουν  την αντιστροφή των αμοιβών  ενώ θα προετοιμάζονται για την αποτυχία της νομισματικής ένωσης. Ένα σημαντικό στοιχείο θα ήταν ο έλεγχος επί του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Φόροι  και άλλα τέλη  για να σωθούν οι τράπεζες από την απερίσκεπτη έκθεση τους στην περιφέρεια της ευρωζώνης θάπρεπε  να μας βρουν αντίθετους. Η Αριστερά πρέπει να προτείνει την εθνικοποίηση των τραπεζών που θα μπορούσαν να δράσουν ως μοχλός για την εξισορρόπηση της οικονομίας του κέντρου,  αν υποτεθεί ότι οι μηχανισμοί ελέγχου των τραπεζών θα αλλάξουν  ώστε να εξυπηρετούν τα ευρύτερα λαϊκά συμφέροντα. Πάνω απ΄όλα , το βάρος της Γερμανικής οικονομίας πρέπει να μετατοπιστεί μακριά από τις εξαγωγές και προς τη βελτίωση της εγχώριας κατανάλωσης ,των  δημοσίων παροχών και υποδομών.  Γι αυτό, θα ήταν απαραίτητο να ανακτηθεί η δυνατότητα νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ και να επιβληθούν έλεγχοι  επί των κεφαλαιακών ροών.
 Στην περιφέρεια, αφ ‘ετέρου , η άμεση προσοχή σε μια ριζοσπαστική  εναλλακτική  λύση πρέπει να δοθεί στο βάρος του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους. Το δημόσιο χρέος, ιδιαίτερα , πρέπει να επαναδιαπραγματευθεί στην κατεύθυνση της παραγραφής του μεγαλύτερου μέρος του. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού  θα πρέπει να γίνει αναδιαπραγμάτευση με πρωτοβουλία του οφειλέτη  η οποία θα στηρίζεται σε ευρεία κοινωνική συμμετοχή. Θα  υπάρξει βέβαια κόστος από την αθέτηση και την μονομερή παραγραφή του χρέους, συμπεριλαμβανομένων του αποκλεισμού από τις χρηματοπιστωτικές αγορές   για μια περίοδο και την αύξηση των επιτοκίων στο μέλλον. Αλλά ακόμα και η  κυρίαρχη επίσημη αντίληψη παραδέχεται – προς έκπληξή της – ότι αυτά τα κόστη δε φαίνονται να είναι πολύ σημαντικά. [6] Η αναδιαπραγμάτευση με πρωτοβουλία του οφειλέτη  θα ενισχυθεί με την  ίδρυση ανεξάρτητων επιτροπών ελέγχου για το δημόσιο χρέος στις χώρες της περιφέρειας. Αυτό θα διευκόλυνε τη συμμετοχή των εργαζομένων στην αντιμετώπιση του προβλήματος, επιτρέποντας τουλάχιστον την ανεξάρτητη γνώση για τις αιτίες και τους όρους της δημιουργίας του χρέους. Οι επιτροπές θα μπορούσαν να κάνουν συστάσεις  για τον τρόπο αναδιαπραγμάτευσης του χρέους, συμπεριλαμβανομένων των χρεών  που φαίνονται να είναι παράνομα, μη –νομιμοποιημένα , απεχθή ή απλώς μη βιώσιμα.
 Η αναδιαπραγμάτευση με πρωτοβουλία του οφειλέτη  στην περιφέρεια θα μπορούσε άμεσα να εγείρει το θέμα συμμετοχής στην ευρωζώνη,  δεδομένου ότι οι δανειστές είναι οι χώρες του κέντρου. Η έξοδος αποτελεί μια σημαντική συνιστώσα της αριστερής ριζοσπαστικής στρατηγικής που θα μπορούσε να ακυρώσει την λιτότητα, αναδιαρθρώνοντας τις οικονομίες προς όφελος των εργαζομένων. Αλλά η αλλαγή  της νομισματικής πολιτικής  θα φέρει ένα μεγάλο σοκ που θα απαιτήσει  ευρύ πρόγραμμα οικονομικών  και κοινωνικών αλλαγών. Το πιο σημαντικό αφορά στο πώς  το νομισματικό σοκ δεν θα μετατραπεί σε  τραπεζική κρίση διότι τότε οι επιπτώσεις  στην οικονομία θα ήταν σοβαρές. Βεβαίως  οι τράπεζες θα πρέπει να περάσουν  σε δημόσια ιδιοκτησία και έλεγχο, με την προστασία των καταθέσεων , με την αποφυγή  τραπεζικών  διαρροών   και την δημιουργία πλαισίου για την αναδιάρθρωση της οικονομίας. Περιττό να  ειπωθεί, ότι πρέπει να επιβληθεί έλεγχος στην κίνηση κεφαλαίων.
Το νέο νόμισμα θα επιφέρει   πρόσθετη πίεση στις τράπεζες που δανείζονται από το εξωτερικό αλλά επίσης θα άρει τους περιορισμούς από τον παραγωγικό τομέα και θα ενισχύσει τις εξαγωγές. Επανακτώντας τον έλεγχο επί της νομισματικής πολιτικής και εφαρμόζοντας  στάση πληρωμών του χρέους θα καταργηθεί άμεσα ο ασφυκτικός κλοιός  της λιτότητας γύρω από τον παραγωγικό τομέα. Από την άλλη πλευρά, η αύξηση των τιμών των εισαγομένων θα ασκήσει πίεση στο εισόδημα των εργαζομένων και θα καταστούν  αναγκαία  μέτρα αναδιανεμητικού χαρακτήρα  μέσω της φορολογίας και της εισοδηματικής πολιτικής. Τέλος, θα χρειαστεί η βιομηχανική πολιτική για να επαναφέρει την  παραγωγική ικανότητα στην περιφέρεια και να τονώσει την απασχόληση. Μια συντονισμένη προσπάθεια θα μπορούσε τότε να γίνει για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας επιτρέποντας στις χώρες της περιφέρειας να βελτιώσουν τη θέση τους στο διεθνή καταμερισμό εργασίας.    Περιττό να πούμε , ότι μια τέτοια ριζική  μεταβολή στην ισορροπία  των κοινωνικών δυνάμεων υπέρ της  εργασίας απαιτεί  δημοκρατική αναδιάρθρωση του κράτους την βελτίωση της είσπραξης φόρων και την αντιμετώπιση της διαφθοράς.
 Μια ριζοσπαστική αριστερή στρατηγική τόσο για το  κέντρο  όσο και για την περιφέρεια θα συμπεριλάμβανε  μεταβατικά  μέτρα με τη βαθύτερη έννοια του όρου. Ο ακριβής χαρακτήρας της  θα εξαρτηθεί από τις κοινωνικές δυνάμεις που θα κινητοποιηθούν για να την  υποστηρίξουν και τις μορφές του αγώνα που θα προκύψουν. Αλλά το μεγάλο πλεονέκτημα αυτής της στρατηγικής είναι ότι θα μπορούσε να αλλάξει την ισορροπία των δυνάμεων ενάντια στο κεφάλαιο, δημιουργώντας καλύτερες συνθήκες για την επίλυση των ζητημάτων της αναδιανομής, της ανάπτυξης και της απασχόλησης. Από αυτή την άποψη μια ριζοσπαστική αριστερή εναλλακτική λύση θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την σοσιαλιστική αλλαγή μέσω της βελτίωσης των  κοινωνικών και οικονομικών  συνθηκών των εργαζομένων .
 Δεν είναι ανάγκη μια τέτοια στρατηγική να οδηγήσει  σε απομονωτισμό και  εθνικισμό υπό την προϋπόθεση  ότι η ευρωπαϊκή αριστερά θα ανακτήσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό της και στο ιστορικό οπλοστάσιο των  σοσιαλιστικών ιδεών. Πράγματι, ο κίνδυνος ενός εθνικιστικού πισωγυρίσματος  πιθανόν να γίνει χειρότερος όσο η αριστερά συνεχίζει να απογοητεύει τους εργαζόμενους. Οι προτάσεις για το ‘’καλό ευρώ’’ δεν προσφέρουν καμιά δυνατότητα  κατάργησης των ανελέητων ταξικών και ιμπεριαλιστικών συμφερόντων στην ευρωζώνη. Μια στρατηγική που  θα έθετε  με αυτοπεποίθηση το ζήτημα της εξόδου από το αποτυχημένο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ένωσης  θα αποτελούσε βάση για αλληλεγγύη ανάμεσα στους λαούς της Ευρώπης. Γι αυτό, η αριστερά  θα πρέπει να εγκαταλείψει τον  Ευρωπαϊσμό ,  την επίσημη ιδεολογία που στοίχειωσε για πολύ καιρό το συλλογικό της φρόνημα..
 REFERENCES
[1] A fuller version of this article will appear in Socialist Register, 2012, The Crisis and the Left, in a forum discussion with Elmar Altvater and Michel Husson.
[2] As is fully established in RMF (2010).
[3] Both were very much in evidence at the conference ‘Public Debt and Austerity Policies in Europe” The Response of the European Left’, held in Athens in March 2011http://athensdebtconference.wordpress.com/about/
[4] Witness, for instance, ATTAC-Germany (2011) and Husson (2010).
[5] The idea of systematically issuing Eurobonds gained considerable influence when proposed by the official voices of Juncker and Tremonti (2010). But it had already been circulating among left currents for some time.
[6] As is repeatedly noted by, for instance, Sturzenegger and Zettelmeyer (2007).
 * Ο Kώστας Λαπαβίτσας είναι οικονομολόγος-καθηγητής στη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Μελετών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και συντονιστής της επιστημονικής ομάδας : Έρευνα για το Χρήμα και τον Χρηματοπιστωτικό Τομέα

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

Π. Βούλγαρης - Το Χρονικό της Δικτατορίας 1967-1974 Full movie

Επτά «πέτρινα» χρόνια μέσα από την κάμερα του Π. Βούλγαρη
«Το Χρονικό της Δικτατορίας 1967- 1974», ένα ανέκδοτο ντοκιμαντέρ του Έλληνα σκηνοθέτη.
Το 37λεπτο ανέκδοτο ντοκιμαντέρ του Παντελή Βούλγαρη «Το Χρονικό της Δικτατορίας 1967- 1974». ταινία, η οποία περιέχει πολύτιμο αρχειακό υλικό· από την κηδεία των Γεωργίου Παπανδρέου και Γιώργου Σεφέρη ως τις δίκες του Αλέκου Παναγούλη και άλλων αγωνιστών.
« Σε αυτό το φιλμ υπάρχει ό,τι καταφέραμε εμείς που μείναμε στον τόπο » είπε ο σκηνοθέτης, ο οποίος θυμήθηκε ότι την ώρα του πραξικοπήματος του 1967 ο ίδιος συμμετείχε στα γυρίσματα της ταινίας «Κιέριον» του Δήμου Θέου. « Συμμετείχαν όλοι» είπε συγκινημένος. « O Αγγελόπουλος, η Μαρκετάκη, ο Φέρρης, ο Βαλτινός. Ήταν μια ταινία όμως που άρχισε να φθίνει,γιατί άλλους τους συνελάμβαναν και άλλοι φεύγανε».
Σιγά σιγά άρχισε να καταγράφει ό,τι μπορούσε με μια κάμερα Super 8. Φυλακές του Μπογιατίου, κάποια στρατοδικεία... Αργότερα το υλικό έφθασε στο Παρίσι, όπου ο Κώστας Γαβράς το είδε μαζί με τον Κρις Μαρκέρ. Αμέσως βοήθησαν τον Βούλγαρη, στέλνοντάς του μια μηχανή 16 mm και φιλμ. Έτσι συνεχίστηκε η κινηματογράφηση. Η κηδεία του Πέτρουλα, οι φυλακές της Ακροναυπλίας, η πορεία της Ειρήνης. « Στη Δικτατορία, από ένστικτο, φανταζόμασταν ότι κάτι θα συμβεί στην κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου », ανέφερε ο σκηνοθέτης, « αλλά κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα μαζεύονταν 500.000 άνθρωποι. Ήταν ένας τρόπος για να φανεί ότι η Ελλάδα δεν είναι μια χώρα που δεν αντιδρά ». Όλα αυτά όμως γίνονταν κρυφά. Έπρεπε να έχεις ειδική άδεια για να κυκλοφορείς με κάμερα στους δρόμους της Αθήνας. « Ήταν μια εποχή συντροφικότητας, το ξεκίνημα του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, μια εποχή που τη θυμάμαι σε ένα κλίμα φοβίας και ανασφάλειας,αλλά ταυτόχρονα και βαθιάς ανθρωπιάς. Άρα, είναι ένα χρήσιμο υλικό.Για να ξαναθυμηθούμε εμείς και για να μάθουν οι νέοι ».
Δ εν έλειψαν οι δυσκολίες και τα κυνηγητά. Αλλά αυτό δεν πείραζε γιατί «καταγράψαμε σημαντικά πράγματα από ταράτσα σε ταράτσα, όπως τα γεγονότα στη Νομική. Ίσως η ποιότητα να μην είναι πάρα πολύ καλή,όμως το γεγονός που καταγράφεις είναι» συμπλήρωσε στο τέλος της παρουσίασης ο Νίκος Καβουκίδης

Από το κανάλι του 

Noam Chomsky – Η ΝΕΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΤΑΞΗ