ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Τι είναι (και τι δεν είναι) η Μνημονιακή στρατηγική και γιατί αποτυγχάνει συστηματικά

Σταύρος Μαυρουδέας
287330-australian-dollar-and-chinese-yuan
Ι. Εισαγωγή
 Ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο των διεθνών εξελίξεων. Η οικονομική κρίση του συνδέεται και επηρεάζει σημαντικά την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση και την συνδεόμενη με αυτή κρίση της ΕΕ.
Για να αντιμετωπισθεί η κρίση αυτή το σύστημα επέβαλλε την στρατηγική που αποκρυσταλλώνεται στα Μνημόνια «Κατανόησης» μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και της τρόικα των ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ. Τα διαδοχικά Μνημόνια και οι ενδιάμεσες αναθεωρήσεις τους εξειδικεύουν και υλοποιούν την γενικότερη αυτή στρατηγική.
Η Μνημονιακή πολιτική έχει βυθίσει την ελληνική οικονομία σε μία άνευ προηγουμένου κρίση. Από το 2009 μέχρι το 2013 έχει «χαθεί» σχεδόν το 25% του ΑΕΠ, η επίσημα καταγεγραμμένη ανεργία το 2013 φθάνει το 27.5% (με την ανεργία των νέων να αγγίζει το 65%) και τα εισοδήματα των εργαζομένων να έχουν υποστεί μείωση της τάξης του 40%. Επιπλέον τα Μνημόνια έχουν πέσει συστηματικά έξω στις προβλέψεις τους τόσο για τα επιμέρους κρίσιμα μεγέθη τους (ύφεση, πρωτογενές πλεόνασμα, λόγος εξωτερικού χρέους προς ΑΕΠ κλπ.) όσο και για το χρονικό ορίζοντα εξομάλυνσης της κρίσης. Είναι δηλαδή αδιαμφισβήτητο ότι η Μνημονιακή στρατηγική πέφτει συστηματικά έξω στις προβλέψεις της.
Υπάρχει μία αντι-μνημονιακή κριτική που εκπορεύεται από Κεϋνσιανές αντιλήψεις και την οποία ενστερνίζονται ακρίτως ελαφρόμυαλες και πανικόβλητες αριστερές απόψεις που υποστηρίζει ότι τα Μνημόνια είναι μία παράλογη νεοφιλελεύθερη στρατηγική που οδηγεί ακόμη και τον καπιταλισμό στην καταστροφή του. Συνεπώς χρειάζεται η ευρύτερη δυνατή συσπείρωση όλων των νουνεχών αντι-μνημονιακών δυνάμεων για την ανατροπή του νεοφιλελεύθερου παραλογισμού και την επιβολή μίας αποτελεσματικότερης (για τους Κεϋνσιανούς) και φιλολαϊκότερης (για την λαϊτ αριστερά) αστικής διαχείρισης. Η αντίληψη αυτή είναι είτε αφελής (γιατί δεν κατανοεί την βαθύτερη συστημική λογική) είτε εκ του πονηρού (δηλαδή επιδιώκει να ελέγξει τις λαϊκές αντιδράσεις μέσα στα πλαίσια της αστικής διαχείρισης. Η Μνημονιακή στρατηγική δεν είναι παράλογη. Αντιθέτως, απηχεί την «βαθειά» λογική τους συστήματος που κατανοεί ότι σε αντίθεση με την μεταπολεμική περίοδο οι Κεϋνσιανές πολιτικές τόνωσης της ζήτησης δεν λύνουν αλλά αντίθετα επιδεινώνουν την κρίση φθίνουσας κερδοφορίας και υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου. Τα προβλήματα και οι αποτυχίες της Μνημονιακής στρατηγικής προκύπτουν επειδή είναι αναγκαστικά υπερφιλόδοξη: το σύστημα για να ξεπεράσει την κρίση του πρέπει να παραβιάσει κρίσιμα ιστορικά οικονομικά και κοινωνικά όρια του. Ιδιαίτερα, πρέπει να επιβάλλει μία αδιανόητη για τα δεδομένα του 20ου αιώνα μείωση της αξίας της εργασιακής δύναμης (δηλαδή τόσο του άμεσου όσο και του κοινωνικού μισθού), να αυξήσει δραματικά την εκμετάλλευση της εργασίας (μέσω της αύξησης της απλήρωτης εργασίας), να αυξήσει αποφασιστικά την ανεργία (για να επιβάλλει τα προηγούμενα) αλλά και να δεχθεί μία μαζική απαξίωση κεφαλαίων (δηλαδή χρεοκοπίες επιχειρήσεων) για να επιστρέψει το σύστημα σε ρεαλιστικά επίπεδα λειτουργίας. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος για το καπιταλιστικό σύστημα. Όμως οι απαιτήσεις του είναι τόσο υπερβολικές και φιλόδοξες που παραβιάζουν βάναυσα θεμελιώδεις ιστορικούς (για τον 20 αιώνα) οικονομικούς και πολιτικούς ταξικούς συσχετισμούς όχι μόνο σε σχέση με την εργατική τάξη αλλά και με μεσαία στρώματα. Αυτό  όμως εγκυμονεί δραματικούς κινδύνους καθώς μαζεύει μία επικίνδυνη κρίσιμη μάζα κοινωνικών εκρήξεων. Αυτό είναι το βασικό πρόβλημα της Μνημονιακής στρατηγικής: το σύστημα είναι υποχρεωμένο να κάνει τέτοιες βαθιές τομές που μπορεί να μην τις αντέχει.
ΙΙ. Η ταξική βάση της Μνημονιακής Στρατηγικής

Ανισοβαρής συμβιβασμός της ελληνικής αστικής τάξης με το ευρω-κέντρο
Η στρατηγική των ελληνικών Μνημονίων αποτελεί έναν ανισοβαρή συμβιβασμό ανάμεσα στα συμφέροντα και τις επιλογές των ηγεμονικών χωρών της ΕΕ και σ’ αυτά της ελληνικής αστική τάξης. Ο συμβιβασμός είναι εξ ορισμού ανισοβαρής με την έννοια ότι από την σύσταση της η ΕΟΚ (και μετέπειτα η ΕΕ) είναι ένα ιεραρχικό ιμπεριαλιστικό μπλοκ όπου οι ανώτερες βαθμίδες της ιμπεριαλιστικής αυτής πυραμίδας εκμεταλλεύονται τις κατώτερες και όλες μαζί (αλλά πάλι με την δέουσα ιεράρχηση) άλλες υποδεέστερες οικονομίες εκτός του μπλοκ αυτού[1]. Όμως το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης έχει οδηγήσει το ελληνικό κεφάλαιο σε μία ακόμη δυσμενέστερη θέση[2]. Όχι μόνο ευθύς εξ αρχής ήταν στις κατώτερες βαθμίδες της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής πυραμίδας αλλά και η θέση του ήδη πριν την κρίση επιδεινωνόταν μέσα στον ευρωπαϊκό και διεθνή καταμερισμό εργασίας. Το ξέσπασμα της κρίσης χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Η υποχώρηση στο διεθνή καταμερισμό εργασίας έγινε ακόμη πιο έντονη και απότομη ενώ το ελληνικό κεφάλαιο μετατράπηκε σε επαίτη των ευρωπαίων πατρώνων του. Αυτή η ιεραρχική σχέση αποτυπώνεται σαφώς στα Μνημόνια. Τον πρώτο λόγο έχουν οι ηγεμονικοί ευρωπαϊκοί καπιταλισμοί και τον δεύτερο το ελληνικό κεφάλαιο που διαπραγματεύεται μεν τα συμφέροντα του αλλά από υποδεέστερη θέση. Και φυσικά όλο αυτό το παιχνίδι γίνεται στις πλάτες των εργαζόμενων.
Το ελληνικό κεφάλαιο βρίσκεται όντως σε μία δεινή θέση. Ενώ με την ευρωπαϊκή «Μεγάλη Ιδέα» ήλπιζε σε μία αναβάθμιση στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα βρέθηκε να υποβαθμίζεται. Με τα Μνημόνια μετατρέπεται σε ένα καπιταλισμό μειωμένης κυριαρχίας και αυτοτέλειας. Τα ηγεμονικά ευρωπαϊκά κεφάλαια αποκτούν ιδιαίτερα ισχυρό ρόλο μέσα στην ίδια την χώρα και θίγουν ακόμη και ζωτικά συμφέροντα του. Όμως ο ελληνικός καπιταλισμός είναι τόσο στενά εμπλεγμένος στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και ταυτόχρονα τόσο δομικά αδυνατισμένος (βλέπε Μαυρουδέας (2010β), Mavroudeas (2013)) που αδυνατεί ακόμη και να υποστηρίξει πιο συγκρουσιακά και μαχητικά τα συμφέροντα του* πόσο μάλλον να σκεφθεί την αποδέσμευση από την ΕΕ. Συνεπώς, επιλέγει να συμβιβασθεί με την στρατηγική των ηγεμονικών ευρωπαϊκών κεφαλαίων και, στα πλαίσια της, να επωφεληθεί από την επίθεση στους εργαζόμενους και να διαπραγματευθεί τουλάχιστον ορισμένα κρίσιμα συμφέροντα του (όπως το τραπεζικό σύστημα)[3]. Όπως θα δειχθεί αναλυτικά παρακάτω, βασικό στοιχείο της Μνημονιακής Στρατηγικής είναι η δραματική υποβάθμιση της αμοιβής και των σχέσεων εργασίας των εργαζομένων. Δηλαδή η μείωση της αξίας της εργασιακής δύναμης και η αύξηση της εκμετάλλευσης της εργασίας (με την μείωση των μισθών και την αύξηση του απλήρωτου χρόνου εργασίας). Αυτό αποτελεί την πιο βασική προϋπόθεση για την «Κινεζοποίηση» της ελληνικής οικονομίας που μόνον εάν επιτευχθεί μπορεί να ξαναρχίσει η καπιταλιστική ανάπτυξη (δηλαδή να ξαναρχίσουν να γίνονται επενδύσεις). Συνεπώς, η ελληνική αστική τάξη συναινεί στη Μνημονιακή Στρατηγική γιατί η μείωση του εργατικού κόστους ωφελεί και την δική της κερδοφορία. Επιπλέον, ελπίζει ότι βασικά στοιχεία της «διαπλοκής» (δηλαδή των φανερών και κρυφών δεσμών του κράτους με τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους) δεν θα αλωθούν από τα ευρωπαϊκά κεφάλαια ή/και ότι τα τελευταία θα χρειάζονται πάντα συμμαχίες με ελληνικά κεφάλαια. Έτσι ο ελληνικός καπιταλισμός ελπίζει ότι θα ξεπεράσει την καταιγίδα και ενδεχομένως, στο μέλλον, θα μπορέσει να πάρει και κάτι πίσω από τα ευρωπαϊκά κεφάλαια.
Malevich
Ασταθείς ενδο-ιμπεριαλιστικές ισορροπίες και ανταγωνισμοί
Επιπλέον, στα ελληνικά Μνημόνια αποτυπώνονται και οι ασταθείς ισορροπίες και οι ανταγωνισμοί μεταξύ τριών βασικών ιμπεριαλιστικών πόλων: των ΗΠΑ, της ΕΕ και των αναδυόμενων χωρών. Η εμπλοκή των δύο τελευταίων τεχνικά σχετίζεται με την εμπλοκή του ΔΝΤ στο οποίο έχουν σημαντική βαρύτητα. Σχετίζεται όμως και πολιτικο-οικονομικά καθώς στην εποχή της «παγκοσμιοποίησης» (δηλαδή της μετά το 1990 αυξημένης διεθνοποίησης του κεφαλαίου) οι δύο τελευταίοι πόλοι έχουν σημαντικά συμφέροντα στον ευρωπαϊκό χώρο (οι ΗΠΑ άλλωστε πάντα είχαν). Αυτό αποτυπώθηκε και στο τεχνικό επίπεδο καθώς, παρά τις αρχικές γκρίνιες ευρωπαϊκών κύκλων (περί απαράδεκτης εκχώρησης ρόλου στις ΗΠΑ και ότι οι ευρωπαϊκές «διασώσεις» θα έπρεπε να παραμείνουν ευρωπαϊκή υπόθεση), το ΔΝΤ αναγκαστικά έπρεπε να εμπλακεί στα ευρωπαϊκά προγράμματα «διάσωσης» γιατί είναι το μόνο που έχει την σχετική τεχνογνωσία για το πώς συγκροτείται και εκτελείται ένα τέτοιο πρόγραμμα. Επιπλέον, ιδιαίτερα ο ηγεμονικός πυρήνας της ΕΕ (γύρω από την Γερμανία) είναι εξαιρετικά «τσιγκούνης» και θέλει πάντα να βάζει τα ελάχιστα απαιτούμενα κεφάλαια ακόμη και για να διασφαλίσει την δική του ιμπεριαλιστική «πίσω αυλή».
Αυτή η εμπλοκή δίνει ακόμη ισχυρότερα εργαλεία (από αυτά που ήδη είχαν) στις ΗΠΑ για να παρεμβαίνουν τόσο στην ελληνική κρίση όσο και ευρύτερα στην κρίση της ΕΕ. Οι βασικοί στόχοι της αμερικανικής παρέμβασης δεν αφορούν το ελληνικό πρόβλημα αλλά το βασικό σημείο αντιπαράθεσης με την ΕΕ: τις πολιτικές αντιμετώπισης της τρέχουσας παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, τι βάρη θα επωμισθεί ο κάθε ιμπεριαλιστικός πόλος και ποιος θα βγει κερδισμένος και ποιος χαμένος. Συνοπτικά[4], η οικονομική κρίση όξυνε και τους διεθνείς ανταγωνισμούς και ιδιαίτερα αυτούς μεταξύ των ισχυρών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Καθεμία από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις προσπαθεί να περάσει τα βάρη της κρίσης σε άλλες ιμπεριαλιστικές και μη χώρες και να είναι αυτή που στο τέλος της κούρσας θα βγει νικητής. Εδώ η ΕΕ προσπάθησε να παίξει ένα πονηρό παιχνίδι. Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης οι ΗΠΑ προχώρησαν σε μία επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και μία πολύ χαλαρή νομισματική πολιτική (με περίπου μηδενικά επιτόκια αλλά και διαδοχικά προγράμματα Ποσοτικής Χαλάρωσης). Περίπου το ίδιο έκαναν και αρκετές άλλες ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες και ιδιαίτερα οι λεγόμενες «νεο-αναδυόμενες» αγορές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Κίνα όπου εφαρμόσθηκε μία επεκτατική δημοσιονομική πολιτική αλλά με μία χαλαρή νομισματική πολιτική. Αντιθέτως, η ΕΕ ακολούθησε μία σφικτή δημοσιονομική πολιτική και ταυτόχρονα μία λιγότερο χαλαρή νομισματική πολιτική (καθώς οι μειώσεις επιτοκίων ήταν πιο αργές και μικρότερες από αυτές της FED). Αυτό σήμαινε ότι οι ΗΠΑ και η Κίνα «φουσκώνουν» τις οικονομίες τους για να αντιμετωπίσουν τον άμεσο κίνδυνο της κρίσης αλλά ταυτόχρονα διακινδυνεύουν το σκάσιμο της «φούσκας» να τις κατακρημνίσει κυριολεκτικά. Από την άλλη η ΕΕ επιδιώκει να εκμεταλλευθεί τις «φούσκες» των ανταγωνιστών της (πουλώντας και στους μεν και στους δε) ενώ κρατά πιο νοικοκυρεμένη την δική της οικονομία και φυσικά μην παρέχοντας αντίστοιχες διευκολύνσεις στους τελευταίους. Ταυτόχρονα, η ΕΕ επιδιώκει την «κινεζοποίηση» των περιφερειακών μελών της (με πρώτα τα PIIGS – Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία, Ελλάδα και Ισπανία) ρίχνοντας τα στη μέγγενη του χρέους. Δηλαδή οι ηγεμονικοί ευρωπαϊκοί καπιταλισμοί, εν πολλοίς τεχνηέντως, οδήγησαν σε έκρηξη του εξωτερικού χρέους των PIIGS έτσι ώστε να μπουν σε Μνημόνια, δηλαδή σε εκχώρηση της οικονομικής κυριαρχίας τους και σε υποβάθμιση στον διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας. Στόχος της κίνησης αυτής είναι η μετατροπή τους σε πισθάγκωνα δεμένους οφειλέτες και η απόκτηση περιουσιακών στοιχείων τους έναντι πινακίου φακής και η μετατροπή τους σε «ευρωπαϊκές Κίνες» με μηδαμινούς μισθούς και άθλιες εργασιακές σχέσεις.
Όμως οι άλλοι μεγάλοι παγκόσμιοι ιμπεριαλιστικοί πόλοι δεν αφήνουν φυσικά την ΕΕ να παίξει ανενόχλητα σε βάρος τους. Έτσι – ιδιαίτερα μέσω των υποτιθέμενα ανώνυμων «αγορών» και των οίκων αξιολόγησης (δύο βασικών εργαλείων που επηρεάζονται καθοριστικά από τις ΗΠΑ) – η κρίση χρέους της ευρωπαϊκής περιφέρειας μετατράπηκε σε κρίση χρέους της ΕΕ συνολικά και σε κρίση του ευρώ. Αυτό που ξεκίνησε σαν μία ελεγχόμενη φωτιά εντός αντιπυρικών ζωνών εξελίχθηκε σε ανεξέλεγκτη πυρκαγιά. Έτσι οι άλλοι παγκόσμιοι ιμπεριαλιστικοί πόλοι πιέζουν την ΕΕ στο να «φουσκώσει» και αυτή την οικονομία της – τόσο μέσω δανεισμού (ευρω-ομόλογο κλπ.) όσο και κυρίως μέσω μίας ευρωπαϊκής Ποσοτικής Χαλάρωσης (ιδιαίτερα με το τύπωμα χρήματος). Φυσικά κάτι τέτοιο θα βάλει ταφόπλακα στα όνειρα για μία παγκόσμια ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ηγεμονία και θα αφήσει τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό πόλο πίσω από τους βασικούς ανταγωνιστές του.
Για τις ΗΠΑ η ελληνική περίπτωση είναι ένα βολικό εργαλείο για να διεμβολίζει συστηματικά την γερμανική στρατηγική. Έτσι οι αμερικανικές πιέσεις για διευκολύνσεις στην εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους («κούρεμα» ιδιαίτερα των κρατικών ευρωπαϊκών δανείων προς την Ελλάδα) είναι ένα εργαλείο ευρύτερων επιδιώξεων και όχι ένας τελικός στόχος. Αν οι ευρύτερες αμερικανικές επιδιώξεις ευοδωθούν τότε ακόμη και το «κούρεμα» θα πάει περίπατο. Γι’ αυτό το λόγο είναι είτε αφελείς είτε εκ του πονηρού πολιτικές προτάσεις (όπως αυτή των ΑΝΕΛΛ και των ηγετικών κλιμακίων του ΣΥΡΙΖΑ) και προτάσεις πανεπιστημιακών οικονομολόγων (αρκετών με ριζοσπαστική αναφορά και ακόμη και μαρξιστικά καρυκεύματα) που προσβλέπουν σε αμερικανική χείρα βοηθείας.
Από την άλλη η ισχυροποιούμενη μέσα στο ΔΝΤ ομάδα των «νεο-αναδυόμενων» οικονομιών πιέζει από μία παραπλήσια με τις ΗΠΑ σκοπιά την ΕΕ. Και αυτή χρησιμοποιεί το ελληνικό πρόβλημα ως μέσο. Επιπλέον, επειδή είναι λιγότερη ισχυρή από τις ΗΠΑ φοβάται ότι με δικά της λεφτά (κεφάλαια που διαθέτει στο ΔΝΤ) τελικά μπορεί να ενισχύεται ο ανταγωνιστικός ιμπεριαλιστικός πόλος της ΕΕ. Μέρος αυτού του ζητήματος είναι και η αντιπαράθεση σχετικά με την αύξηση των ψήφων (δηλαδή της διοικητικής βαρύτητας) των «νεο-αναδυόμενων» οικονομιών (σε αντιστοίχιση με την αυξημένη οικονομική συνεισφορά τους στο ΔΝΤ) που πρέπει να γίνει σε βάρος της ΕΕ και την οποία η τελευταία υπονομεύει συστηματικά. Γι’ αυτό οι πιο έντονες κριτικές στο ελληνικό Μνημόνιο ως μη-βιώσιμο γίνονται από την ομάδα αυτή (ιδιαίτερα από την Βραζιλία).
capitalist
ΙΙΙ. Η θεωρητική και πολιτική προέλευση της Μνημονιακής Στρατηγικής
Η θεωρητική και πολιτική προέλευση της Μνημονιακής Στρατηγικής και των ελληνικών Μνημονίων (Προγράμματα Οικονομικής Προσαρμογής [Economic Adjustment Programmes]) βρίσκεται στα προγράμματα του ΔΝΤ έτσι όπως αυτά τυποποιήθηκαν ιδιαίτερα μετά την δεκαετία του 1980 (βλέπε Παπαδάτος (2013)). Tα Προγράμματα Δομικής Προσαρμογής (Structural Adjustment Programmes) του ΔΝΤ συγκροτήθηκαν από τα τέλη του 1980 εκφράζουν την προσπάθεια των παγκόσμιων ιμπεριαλιστικών πόλων (και φυσικά κυρίαρχα των ΗΠΑ) να διαχειρισθούν ζητήματα που προέκυπταν από την πολιτική της «παγκοσμιοποίησης»[5]. Μία σειρά οικονομίες κυρίως μεσαίου επιπέδου ανάπτυξης που είχαν αναπτυχθεί ραγδαία το προηγούμενο διάστημα – κερδίζοντας θέσεις στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας – έπρεπε να ελεγχθούν έτσι ώστε να μην απειλήσουν την δυτική ηγεμονία και ταυτόχρονα οι κρίσεις τις οποίες αντιμετώπιζαν να ελεγχθούν έτσι ώστε να μην πυροδοτήσουν γενικότερες αναφλέξεις αλλά και να ενισχύσουν την δυτική ηγεμονία.
Η θεωρητική βάση των Προγραμμάτων Δομικής Προσαρμογής του ΔΝΤ δίνεται από την διαβόητη Συναίνεση της Ουάσιγκτον, δηλαδή το πλαίσιο συμφωνίας που επικράτησε στους μεγάλους παγκόσμιους οργανισμούς που εδρεύουν στην Ουάσιγκτον (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα) σχετικά με την διαχείριση των νέων παγκόσμιων προβλημάτων[6]. Σημειωτέον ότι η Συναίνεση της Ουάσιγκτον δεν είναι ένα ακραιφνώς νεοφιλελεύθερο δημιούργημα. Αντιθέτως, όπως επεσήμανε ο «νονός» του όρου J.Williamson, αποτελεί τα κοινά σημεία που επικράτησαν στους κύκλους των ορθόδοξων οικονομικών μετά την επικράτηση των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων. Όμως αυτό δεν σήμαινε την εξάλειψη των κεϋνσιανών απόψεων αλλά αντίθετα την υποχώρηση τους (από την θέση της κυρίαρχης μεταπολεμικής οικονομικής θεωρίας) και τον συμβιβασμό τους με τη νέα ορθοδοξία. Έτσι, όπως και σε άλλους τομείς (π.χ. νέα μακρο-οικονομική συναίνεση) η πλειοψηφία του κεϋνσιανισμού συμβιβάσθηκε με την νέα ορθοδοξία (βλέπε νέος κεϋνσιανισμός).
Βασικά στοιχεία των πολιτικών της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον είναι (α) το άνοιγμα των οικονομιών στο διεθνές κεφάλαιο, (β) η ενίσχυση του ιδιωτικού έναντι του δημόσιου τομέα και (γ) η μετατροπή χειμαζόμενων οικονομιών σε εξαγωγικές οικονομίες (export led growth).
Το άνοιγμα των οικονομιών στο διεθνές κεφάλαιο σημαίνει ότι προηγουμένως προστατευμένες καπιταλιστικές οικονομίες γίνονται τώρα πεδίο εκμετάλλευσης από τα κεφάλαια των παγκόσμιων ιμπεριαλιστικών πόλων. Αυτό φυσικά «στριμώχνει» τα εθνικά τους κεφάλαια και τα υποχρεώνει σε τουλάχιστον συνεταιρισμούς με τα κεφάλαια των διεθνών ιμπεριαλιστικών πόλων. Αφήνει φυσικά την ελπίδα (;) μίας αναβάθμισης των πρώτων μέσω της σύνδεσης με τα δεύτερα έστω και από υποδεέστερη θέση. Το διεθνές άνοιγμα της οικονομίας είναι ιδιαίτερα σημαντικό για αρκετές κατηγορίες οικονομιών. Για πρώην «τριτοκοσμικές» οικονομίες σημαίνει ότι οι κρατικο-καπιταλιστικοί μηχανισμοί που είχαν οικοδομήσει – πολλοί συνδεόμενοι με το πάλαι ποτέ Ανατολικό μπλοκ – για να στήσουν την διαδικασία ανάπτυξης τους έπρεπε να κατεδαφισθούν γιατί εμπόδιζαν τα κεφάλαια των διεθνών ιμπεριαλιστικών πόλων[7]. Το ίδιο ισχύει και για απω-ανατολικού τύπου καπιταλισμούς (νεο-εκβιομηχανισμένες οικονομίες του 1980) που έχουν επίσης ένα πιο εθνικό και κρατικο-μονοπωλιακό πλαίσιο λειτουργίας από ότι ο δυτικός καπιταλισμός.
Η ενίσχυση του ιδιωτικού έναντι του δημόσιου τομέα είναι συνέχεια του προηγούμενου στοιχείου. O δημόσιος τομέας εξάντλησε τη χρησιμότητα του από τη στιγμή που έθεσε τις βάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης και διασφάλισε την πορεία της (επωμιζόμενος και τα σχετικά αρχικά κόστη και κινδύνους π.χ. σε έργα υποδομής). Στη συνέχεια αυτά πρέπει να γίνουν πεδία ιδιωτικής κερδοφορίας. Με απλά λόγια μία σειρά οικονομικές δραστηριότητες που ενείχαν υψηλά αρχικά κόστη και κινδύνους έπρεπε να γίνουν από το κράτος ως συλλογικό κεφαλαιοκράτη (διασφαλιστή των συνολικών καπιταλιστικών συμφερόντων) έστω και αν αυτό σήμαινε ότι λειτουργούν με χαμηλό ή μηδαμινό ποσοστό κερδοφορίας και εργασιακής εκμετάλλευσης. Όμως από την στιγμή που οι οικονομικές αυτές δραστηριότητες εδραιώθηκαν και επιπλέον το σύστημα μπήκε σε κρίση υπερσυσσώρευσης (δηλαδή έλλειψης επαρκών πεδίων ικανοποιητικής κερδοφορίας), όπως μετά την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση του 1973, τότε πρέπει να παραδοθούν στον ιδιωτικό τομέα. Επιπλέον, τα ξένα κεφάλαια θα πρέπει να έχουν σημαντικό μερίδιο στην «πίτα» αυτή.
Η επίλυση της κρίσης χειμαζόμενων οικονομιών με την μετατροπή τους σε εξαγωγικές οικονομίες σημαίνει κυρίως τρία πράγματα. Πρώτον, το μισθολογικό κόστος πρέπει να μειωθεί δραματικά. Αυτό σημαίνει την μείωση της αξίας της εργασιακής δύναμης και συνεπώς αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Δεύτερον, οι εργασιακές σχέσεις πρέπει να «απελευθερώνουν» δηλαδή να καταργηθεί κάθε σχεδόν προστασία της εργασίας και η εργασιακή διαδικασία να αφεθεί ελεύθερη στην πιο άγρια καπιταλιστική εκμετάλλευση. Τρίτον, οι «απελευθερωμένες» αυτές οικονομίες να γίνουν πεδίο εκμετάλλευσης τόσο των δικών τους κεφαλαίων αλλά και ιδιαίτερα των πολυεθνικών κεφαλαίων. Έτσι μέσω των «κοινωνικών χωματερών» (social dumping) δημιουργούνται νέα πεδία αυξημένης κερδοφορίας για το κεφάλαιο συνολικά και ιδιαίτερα για τα ασφυκτικά υπερσυσσωρευμένα πολυεθνικά κεφάλαια.
Υπάρχει άλλο ένα σημαντικό στοιχείο των Προγραμμάτων Δομικής Προσαρμογής του ΔΝΤ που είναι σαφώς νεο-φιλελεύθερο. Τα Προγράμματα αυτά, όπως δείχνει η σχετική διεξοδικότατη μελέτη των Weisbrot et al. (2009), είναι σαφώς προ-κυκλικά* σε αντίθεση με τις Κεϋνσιανές αντιλήψεις. Η προ-κυκλικότητα πρακτικά σημαίνει ότι όταν μία οικονομία μπει σε κρίση η λύση είναι να βαθύνει η κρίση αυτή συνειδητά. Έτσι υποστηρίζεται ότι θα φθάσεις πιο γρήγορα στον «πάτο» και ταυτόχρονα η ανάκαμψη θα έρθει πολύ πιο γρήγορα και θα είναι επίσης πολύ ισχυρή (v-shaped recovery). Μάλιστα η άποψη αυτή υποστηρίζεται και από σχετικό στατιστικό εμπειρικό κανόνα (rule of thump). Η αντίληψη αυτή θα μπορούσε να παρομοιασθεί με ένα αεροπλάνο που κάνει βύθιση και υποτίθεται ότι όσο πιο απότομη είναι αυτή τόσο πιο απότομη θα είναι η άνοδος του στη συνέχεια. Με λίγα λόγια, η προ-κυκλική άποψη υποστηρίζει ότι άμεσα και εμπροσθοβαρώς πρέπει τόσο να αντιμετωπισθούν οικονομικές ανισορροπίες όσο και να διορθωθούν δομικά προβλήματα. Αντιθέτως, τα κεϋνσιανά οικονομικά υποστήριζαν ότι πρώτα πρέπει να παρθούν αντι-κυκλικά μέτρα – δηλαδή να απαλυνθεί η κρίση – και στη συνέχεια να γίνουν δομικές αλλαγές για την αποφυγή μελλοντικών κρίσεων. Ουσιαστικά η προ-κυκλική άποψη κατανοεί με ένα παραμορφωμένο και προβληματικό τρόπο την Μαρξιστική θεωρία της κρίσης. Η τελευταία υποστηρίζει ότι ο μόνος δρόμος για να βγει το σύστημα από την κρίση είναι η δραστική απαξίωση κεφαλαίου (δηλαδή η μείωση της οικονομίας μέχρι να ξεπεράσει την υπερσυσσώρευση και να επανέλθει σε «υγιή» επίπεδα συσσώρευσης).
img470
IV. Τα βασικά τεχνικά χαρακτηριστικά των ελληνικών Μνημονίων
Τα ελληνικά Μνημόνια ακολουθούν αλλά με σημαντικές τροποποιήσεις τις κατευθυντήριες των Προγραμμάτων Δομικής Προσαρμογής του ΔΝΤ. Οι τροποποιήσεις προκύπτουν γιατί πρώτη φορά ένα τόσο μεγάλο πρόγραμμα επιβάλλεται σε μία αναπτυγμένη καπιταλιστική οικονομία. Επίσης, πρώτη φορά ένα τέτοιο πρόγραμμα επιβάλλεται σε μία οικονομία που είναι μέλος μίας νομισματικής ένωσης σαν αυτή της ΟΝΕ). Τα στοιχεία αυτά, εκτός από τα πολιτικά προβλήματα, θέτουν και αρκετά τεχνικά ζητήματα.
Παραδοσιακά, τα Προγράμματα Δομικής Προσαρμογής του ΔΝΤ είναι τριετή. Αντιθέτως, το ελληνικό Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής είναι τετραετές. Αυτό έγινε προφανώς γιατί το ελληνικό πρόβλημα είναι εξαιρετικά μεγάλο.
Επίσης, τα Προγράμματα του ΔΝΤ έχουν κλασσικά τους ακόλουθους άξονες:
(1)  Δημοσιονομική Προσαρμογή: δηλαδή μείωση του δημόσιου τομέα (ακόμη και όταν δεν υπάρχει σημαντικό δημόσιο χρέος)
(2)  Απελευθέρωση της Αγοράς Εργασίας: για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα
(3)  Υποτίμηση του νομίσματος: επίσης για να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα
(4)  Άνοιγμα της οικονομίας στα διεθνή κεφάλαια
Οι δύο πρώτοι άξονες αποτελούν βασικούς πυλώνες των ελληνικών Μνημονίων. Ο τέταρτος άξονας δεν χρειάζεται τυπικά σημαντικές παρεμβάσεις καθώς η Ελληνική οικονομία στα πλαίσια της Κοινής Αγοράς είναι μία ανοικτή οικονομία. Βέβαια υπάρχει ο «σκοτεινός» τομέας (ιδιαίτερα των μη-διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών) όπου το ελληνικό κεφάλαιο με πραγματικά πανούργους τρόπους έχει καταφέρει (μέσω της «διαπλοκής») να κρατήσει απέξω τα διεθνή κεφάλαια. Στον τομέα αυτό τα ελληνικά Μνημόνια προβλέπουν μία σειρά στοχευμένα αλλά ταυτόχρονα προσεκτικά βήματα για να μην εξωθήσουν το ελληνικό κεφάλαιο στον τοίχο και του προκαλέσουν το «σύνδρομο της γάτας» (π.χ. η ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα).
Εκείνο όμως που λείπει από το ελληνικό Πρόγραμμα είναι ο τρίτος άξονας καθώς η χώρα είναι μέλος της Ευρωζώνης και συνεπώς δεν μπορεί από μόνη της να υποτιμήσει το νόμισμα της. Έτσι ένα τυπικό και αναγκαίο στοιχείο των προγραμμάτων του ΔΝΤ λείπει γεγονός που φορτώνει με ακόμη περισσότερα βάρη τους υπόλοιπους άξονες του προγράμματος. Ιδιαίτερα η αδυναμία συναλλαγματικής υποτίμησης οδηγεί σε ακόμη οξύτερες πολιτικές λιτότητας («εσωτερικής υποτίμησης») έτσι ώστε να αναταχθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Ένα άλλο στοιχείο των ελληνικών Μνημονίων ξεχωρίζει επίσης. Το ελληνικό Πρόγραμμα Προσαρμογής όχι μόνον είναι προ-κυκλικό αλλά είναι και εμπροσθοβαρές, δηλαδή ο μεγάλος όγκος των επώδυνων μέτρων του προβλέπεται για τα πρώτα χρόνια εφαρμογής του. Αυτό, όπως έχει δημόσια δηλωθεί, έγινε κατ’ απαίτηση της ΕΕ και σε αντίθεση με την άποψη του ΔΝΤ. Το ΔΝΤ υποστήριζε ότι ένα υπερβολικά εμπροσθοβαρές πρόγραμμα θα βάθαινε την ύφεση περισσότερο απ’ ότι έπρεπε. Όμως η ΕΕ, θέλοντας να ξεμπερδεύει γρήγορα και να αποφύγει μετάδοση της κρίσης σε άλλες χώρες (κάτι που φυσικά για μία σειρά λόγους έγινε), επέβαλλε ένα εμπροσθοβαρές πρόγραμμα.
Ο δεδηλωμένος στόχος των ελληνικών Μνημονίων είναι η αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης η οποία θεωρείται απλά ως μία κρίση χρέους (δηλαδή δεν συνδέεται με την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση που ξέσπασε το 2007)[8]. Δηλαδή το Πρόγραμμα θέλει να αντιμετωπίσει την κρίση χρέους της ελληνικής οικονομίας που αποδίδεται πρωτίστως στα δημοσιονομικά ελλείμματα. Ταυτόχρονα όμως το πρόγραμμα θέλει να υλοποιήσει ένα δομικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας σύμφωνα με τα πρότυπα των Προγραμμάτων Δομικής Προσαρμογής του ΔΝΤ: δηλαδή θέλει να μετασχηματίσει τον ελληνικό καπιταλισμό από ένα κρατικο-κεντρικό σύστημα σε ένα ιδιωτικο-κεντρικό. Συνεπώς, η Μνημονιακή Στρατηγική έχει διπλό στόχο: (α) θέλει να αντιμετωπίσει ένα άμεσο πρόβλημα ρευστότητας (λόγω χρέους) και (β) θέλει να μετασχηματίσει δομικά τον ελληνικό καπιταλισμό (που σχηματικά εκφράζεται με τον στόχο της αύξησης της ανταγωνιστικότητας). Και όλα αυτά εν μέσω μίας παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και μίας συνδεόμενης με αυτήν κρίση της ΕΕ. Πρόκειται κυριολεκτικά για ένα εξαιρετικά δύσκολο στόχο που δυστυχώς (όπως όλα σχεδόν τα προβλήματα του καπιταλισμού) περνά πάνω από την πλάτη του κόσμου της εργασίας: όσο δυσκολότερα το πρόβλημα και οι επιδιώξεις του συστήματος τόσο μεγαλύτερα βάρη για τους εργαζόμενους.
Αυτή η Μνημονιακή Στρατηγική οργανώνεται μέσα από τα δύο Προγράμματα Προσαρμογής (Μνημόνια) και τις πάμπολλες ενδιάμεσες αναθεωρήσεις τους. Το πρώτο Μνημόνιο ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2010, έδινε δάνεια 110 δις ευρώ (80 δις διακρατικά ευρωπαϊκά δάνεια και 30 δις του ΔΝΤ) με επιτόκιο 5.5% για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους και τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας και είχε ένα χρονικό ορίζοντα (όσον αφορά τα δάνεια) μέχρι το 2013 οπότε υποτίθεται η Ελλάδα δεν θα χρειαζόταν στήριξη και θα μπορούσε μόνη της να δανεισθεί στις διεθνείς αγορές. Δηλαδή το δανειακό πρόγραμμα προβλεπόταν τριετές για την περίοδο 2010-13. Επιπλέον, προβλεπόταν ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα το 2014 θα ήταν μικρότερο του 3% του ΑΕΠ. Επίσης προβλεπόταν ότι για τα πρώτα δύο χρόνια του προγράμματος θα υπήρχε συρρίκνωση της οικονομίας κατά περίπου 6.6% και θα ακολουθούσε αθροιστική μεγέθυνση 5,3% στην περίοδο 2012-14.
Πίνακας 3. Μακροοικονοµικό Πλαίσιο

2009 2010 2011 2012 2013 2014
(ετήσια µεταβολή)
Πραγµατική ανάπτυξη του ΑΕΠ
-2
-4.0 -2.6 1.1 2.1 2.1
Συµβολή εγχώριας ζήτησης -2.5 -7.5 -5.9 -0.7 0.8 1.0
Καθαρή εµπορική συµβόλη 0.7 3.5 3.2 1.7 1.4 1.1
              9.5 11.9 14.8 15.3 14.9 14.6
              1.3 1.9 -0.4 1.2 0.7 0.9
Ανεργία
HICP πληθωρισµός (µέσος όρος)
Πηγή: Ελληνικές αρχές και οι υπηρεσίες της Ευρ. Επιτροπής
The Economic Adjustment Programme for Greece, σ.18
Όμως ήδη από την πρώτη αναθεώρηση του πρώτου Μνημονίου φάνηκε ότι οι προβλέψεις του ήταν τραγικά εξωπραγματικές. Έτσι προέκυψε το δεύτερο Μνημόνιο τον Ιούλιο του 2011 το οποίο έδινε 130 δις δάνεια (από τον νεοσυγκροτημένο EFSF και το ΔΝΤ) σε δόσεις μέχρι και το 2014 (δηλαδή το πρόγραμμα έγινε συνολικά τετραετές: 2010-14). Προβλεπόταν ξανά ότι στο τέλος του 2014 η οικονομία, μετά από βαθύτερη ύφεση, θα είχε επιστρέψει σε τροχιά ανάπτυξης, το δημοσιονομικό έλλειμμα και το χρέος θα ήταν υπό έλεγχο και η χώρα θα μπορούσε να επιστρέψει στο δανεισμό από τις διεθνείς αγορές.
Table 4. Macroeconomic scenario main features
Real GDP (growth rate) 2009 2010 2011 2012 2013 2014
-3.2 -3.5 -6.9 -4.7 0.0 2.5
Final domestic demand contribution* -3.6 -7.0 -10.0 -7.2 -1.4 1.5
Net trade contribution 3.1 3.1 2.8 2.3 1.4 1.2
Employment  (growth rate) -0.7 -1.9 -6.3 -4.8 -0.2 1.6
Unemployment rate (percent of labour force) 8.9 11.7 15.9 17.9 17.8 16.7
Compensation  of employees,  private sector per head 0.6 -0.3 -3.2 -13.0 -3.8 -2.2
Unit labour cost (growth rate) 4.3 -1.6 -1.0 -7.8 -1.3 -1.9
HICP inflation 1.3 4.7 3.1 -0.5 -0.3 0.1
HICP inflation at constant taxes 1.1 1.4 1.2 -1.2 -0.8 0.1
Current account balance (percent of GDP) -14.3 -12.3 -10.3 -6.9 -5.3 -4.6
Net borrowing vis-à-vis RoW (percent of GDP) -13.3 -10.6 -8.3 -4.8 -3.1 -2.4
Net external liabilities (percent of GDP) -112.9 -101.9 -116.0 -88.1 -90.0 -89.6
General Government  deficit (percent of GDP) -15.8 -10.6 -9.3 -7.3 -4.6 -2.1
General Government  primary surplus (percent of GDP) -10.6 -5.0 -2.4 -1.0 1.8 4.5
General Government  debt (percent of GDP) 129.3 144.9 165.3 161.4 165.4 162.1
* Excluding change in inventories and net acquisition of valuablesSource: European Commission





The Second Economic Adjustment Programme for Greece – March 2012, σ.18
Και οι προβλέψεις αυτές διαψεύσθηκαν γρήγορα, όπως έδειξαν και οι ενδιάμεσες επισκοπήσεις του προγράμματος, οπότε η τρόικα αναγκάσθηκε τον Φεβρουάριο του 2012 να προχωρήσει στο «κούρεμα» του χρέους προς ιδιώτες της Ελλάδας (PSI) και ένα επιπλέον μικρό δάνειο προς την Ελλάδα για να μπορέσει η τελευταία να διαχειρισθεί τις εσωτερικές επιπτώσεις του «κουρέματος». Το νέο ορόσημο είναι το 2020 όπου υποτίθεται ότι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα είναι 120.5% του ΑΕΠ και ότι αυτό θα θεωρηθεί βιώσιμο χρέος από τις διεθνείς αγορές και συνεπώς θα ξαναρχίζουν να δανείζουν την Ελλάδα. Βέβαια το μέγεθος 120% είναι ένα «πολιτικό» μέγεθος καθώς εμπειρικά γνωρίζουμε ότι βιώσιμο είναι το χρέος της τάξης του 60-80% του ΑΕΠ. Το νούμερο 120% επιλέχθηκε γιατί τόσος είναι ο αντίστοιχος λόγος της Ιταλίας και η ΕΕ επ’ ουδενί δεν ήθελε να εμπλακεί η Ιταλία σε πρόγραμμα διάσωσης (για τον απλό λόγο γιατί η ΕΕ δεν διαθέτει τα αναγκαία κεφάλαια για μία τέτοιου επιπέδου «διάσωση»).
Marx graph
V. Οι συστηματικές αποτυχίες της Μνημονιακής στρατηγικής
Όπως είδαμε και παραπάνω, η Μνημονιακή Στρατηγική και τα προγράμματα υλοποίησης της αποτυγχάνουν συστηματικά στις προβλέψεις και στα χρονοδιαγράμματα τους. Ενδεικτικά, από τον Μάιο του 2010 έως τον Μάιο του 2013 χρειάσθηκε να αναθεωρηθούν επί τα χείρω οκτώ φορές οι προβλέψεις για τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Αντίστοιχα, η τρόικα χρειάσθηκε να αναθεωρήσει επτά φορές επίσης επί τα χείρω τις προβλέψεις της για την απαιτούμενη δημοσιονομική προσαρμογή: τα αρχικά μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας ήταν 25 δις ευρώ ενώ η πιο πρόσφατη εκτίμηση τα ανεβάζει αθροιστικά σε 66 δις ευρώ. Αντίστοιχη είναι η αποτυχία των προβλέψεων για το δημόσιο χρέος, τον λόγο εξωτερικού χρέους προς ΑΕΠ, το επίπεδο της ανεργίας κλπ. Πρόκειται για ένα επιεικώς απαράδεκτο αποτέλεσμα για ένα οικονομικό πρόγραμμα.
Ποιος είναι ο λόγος της αποτυχίας; Πρόσφατα η επίσημη συζήτηση άναψε μετά την μελέτη του O.Blanchard (διευθυντή του Τμήματος Μελετών του ΔΝΤ) που υποστήριξε ότι τα ελληνικά Προγράμματα υποτίμησαν τον δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή. Δηλαδή, σε απλά λόγια, θεώρησαν ότι οι δομικές αλλαγές (η μετατροπή της οικονομίας σε ιδιωτικο-κεντρική) και οι περικοπές στον δημόσιο τομέα (η συρρίκνωση του δημόσιου τομέα) δεν θα είχαν τόσο μεγάλο υφεσιακό αποτέλεσμα όσο προέκυψε στην πραγματικότητα. Επιπλέον, παρόλο ότι αυτό δεν λέγεται στην επίσημη αυτή αντιπαράθεση, η κάλυψη των συρρικνούμενων δημόσιων οικονομικών δραστηριοτήτων από ιδιωτικές – το περιβόητο «μέρισμα μεγέθυνσης» (growth dividend) που παπαγάλισαν εγχώριοι ορθόδοξοι οικονομολόγοι και τα μόνο κατ’ όνομα ερευνητικά κέντρα των τραπεζών – δεν υλοποιήθηκε. Ο λόγος είναι πολύ απλός και προφανής αλλά αδυνατεί να τον συλλάβει η φτωχή και σχηματική λογική των ορθόδοξων οικονομικών: σε κατάσταση κρίσης (και μάλιστα εν μέσω παγκόσμιας κρίσης) και δομικών αλλαγών με αβέβαιο αποτέλεσμα κανένα ιδιωτικό κεφάλαιο (εκτός από τυχοδιώκτες και οικονομικούς κοντοτιέρους) δεν κάνει επενδύσεις. Βέβαια σύντομα μία άλλη μελέτη του ΔΝΤ ήρθε να διαψεύσει τον Blanchard. Το ενδιαφέρον είναι ότι η έννοια του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή είναι Κεϋνσιανή έννοια και ο ίδιος ο Blanchard ένας Νέος Κεϋνσιανός. Αυτό δείχνει, σε αντίθεση με τις φωνασκίες πολλών Κεϋνσιανών, ότι τα προγράμματα του ΔΝΤ δεν είναι ακραιφνώς νεοφιλελεύθερα αλλά είναι αντιπροσωπευτικά αυτού του μίγματος νεοφιλελευθερισμού και συντηρητικού κεϋνσιανισμού που τόσο η Συναίνεση της Ουάσιγκτον όσο και μετά-Ουάσιγκτον Συναίνεση αντιπροσωπεύουν. Όμως όλη αυτή η επίσημη αντιπαράθεση μεταξύ «γερακιών της λιτότητας» και «ομαλών διαχειριστών» (smooth operators) ευέλικτων συμβιβασμών είναι παραπλανητική. Το πρόβλημα είναι πολύ ευρύτερο από την τεχνική του διάσταση, δηλαδή το εύρος ορισμένων τεχνικών παραμέτρων.
Το ουσιαστικό πρόβλημα της Μνημονιακής Στρατηγικής και των προγραμμάτων της είναι ότι είναι υποχρεωμένη να προχωρήσει ταυτόχρονα τόσο στην διαχείριση άμεσων προβλημάτων (δημοσιονομικό έλλειμμα και εξωτερικό χρέος) και ταυτόχρονα να αλλάξει την δομή της οικονομίας. Και όλα αυτά εν μέσω παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης. Μεταφορικά, χρησιμοποιώντας ξανά την παρομοίωση του αεροπλάνου, είναι σαν να υποχρεώνεις ένα αεροπλάνο να κάνει βύθιση πιο απότομα από το φυσιολογικό και ταυτόχρονα να το μετασκευάζεις εν πτήσει ελπίζοντας ότι η άνοδος του θα έλθει πιο γρήγορα και θα είναι πιο απότομη. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά φιλόδοξο εγχείρημα. Τόσο τα άμεσα μέτρα όσο και οι δομικές αλλαγές διαταράσσουν όλη την μεταπολεμική αρχιτεκτονική του ελληνικού καπιταλισμού και έχουν βαθιές πολιτικο-οικονομικές συνέπειες. Πρώτον, αλλάζουν βίαια την εσωτερική δομή του ελληνικού κεφαλαίου (εταιρικούς ομίλους, κλαδική και τομεακή διάρθρωση, εξαγωγικές και εισαγωγικές δραστηριότητες κλπ.). Αυτό σημαίνει ότι ισχυρά οικονομικά κέντρα του παρελθόντος κινδυνεύουν ενώ νέα προσπαθούν να αναδυθούν. Αυτό κάνει τις ενδοκαπιταλιστικές συγκρούσεις εξαιρετικά άγριες. Επιπλέον, η βαρύτητα και τα πεδία παρέμβασης ξένων κεφαλαίων διευρύνονται σε βάρος των εγχώριων. Δεύτερον, όλη αυτή η ζώνη μικρο-μεσαίας επιχειρηματικότητας (μικρομεσαίες επιχειρήσεις) και τα αντίστοιχα (εξαιρετικά μαζικά για τα δυτικά δεδομένα) μεσαία στρώματα συρρικνώνονται δραστικά καθώς η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου[9] προχωρά εξαιρετικά εντατικά. Αυτό όμως διαλύει μία από τις βασικές ταξικές συμμαχίες που στήριξαν το μεταπολεμικό μοντέλο του ελληνικού καπιταλισμού τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά και κοινωνικά. Αυτή η «προλεταριοποίηση» των μεσαίων στρωμάτων εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την κοινωνική και πολιτική σταθερότητα. Επιπλέον όμως διαλύει κρίσιμες οικονομικές σχέσεις και λειτουργίες του συστήματος που όμως δεν αναπληρώνονται επαρκώς από άλλες σχέσεις. Τρίτον, πρέπει μέσα σε ελάχιστο χρόνο να μετατρέψει τις συνθήκες ζωής και εργασίας των εργαζομένων από αυτές μίας ευρω-περιφερειακής χώρας σε αυτές μίας βαλκανικής ή και τριτοκοσμικής. Μόνο με μία τέτοια ραγδαία υποτίμηση τη αξίας της εργατικής δύναμης και αύξησης της εκμετάλλευσης της εργασίας μπορεί να ανακάμψει το ποσοστό κερδοφορίας. Μόνο με τον τρόπο αυτό – δηλαδή μεγάλη απαξίωση κεφαλαίων και αύξηση τη κερδοφορίας – μπορεί να βγει ο ελληνικός καπιταλισμός από την κρίση και να ξαναρχίσει η διαδικασία συσσώρευσης (δηλαδή η μεγέθυνση της οικονομίας). Αυτό όμως, όπως εξηγήθηκε παραπάνω, απαιτεί μία βαθειά ύφεση. Επιπλέον, η επανεκκίνηση της ανάπτυξης δεν σημαίνει τέλος της λιτότητας αλλά το αντίθετο. Αυτή θα πρέπει να συνεχισθεί και να βαθύνει αλλιώς η ανάκαμψη της καπιταλιστικής συσσώρευσης θα διακοπεί ξανά και η ύφεση θα επιστρέψει. Τέλος, ακόμη και αν και όταν ξαναρχίσει η διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης, αυτό θα γίνει με τον ελληνικό καπιταλισμό υποβαθμισμένο μέσα στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα.
Όλο αυτό το σχέδιο είναι εξαιρετικά φιλόδοξο και παρακινδυνευμένο γιατί διαταράσσονται βίαια οικονομικές και ταξικές ισορροπίες και συσχετισμοί και αυτό οποιαδήποτε στιγμή (ακόμη και σε φάση ανάπτυξης) μπορεί να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες (για το σύστημα) κοινωνικές και πολιτικές εκρήξεις. Βέβαια το σύστημα γνωρίζει ότι δεν έχει άλλο εναλλακτικό δρόμο. Η Κεϋνσιανή άποψη για αντι-κυκλική πολιτική και ήπια λιτότητα – γιατί και τα σοβαρά Κεϋνσιανά σενάρια προβλέπουν λιτότητα – έχει ήδη χρησιμοποιηθεί στο ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης και είναι γνωστό ότι δεν επιλύει την κρίση. Η δεξιά Κεϋνσιανή πολιτική τόνωσης της ζήτησης (α-λα Κρούγκμαν) – που είναι και η μόνη που συζητείται σε επίσημους κύκλους αλλά και σε κύκλους της λάιτ «αριστεράς της φαιδράς πορτοκαλέας» – δεν προβλέπει αναδιανομή εισοδήματος προς τα λαϊκά στρώματα (όπως οι προοδευτικές μεταπολεμικές Κεϋνσιανές πολιτικές) αλλά κυρίως αντι-υφεσιακά μέτρα που περιορίζουν την απαξίωση του κεφαλαίου. Αυτό είναι χρήσιμο στο απότομο ξέσπασμα της κρίσης γιατί αποφεύγεται ένα μαζικό και ανεξέλεγκτο κύμα χρεωκοπιών επιχειρήσεων που μπορεί να οδηγήσει στο σύστημα ακόμη και στην άμεση κατάρρευση. Όμως από τη στιγμή που το πρώτο αυτό κρίσιμο σημείο έχει ξεπερασθεί μετά η πολιτική αυτή δεν μπορεί να επιλύσει (αντίθετα μπορεί και να επιδεινώνει) το πρόβλημα υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και δεν αυξάνει επαρκώς την εκμετάλλευση της εργασίας και την μείωση των μισθών. Γι’ αυτό αυτός ο προ-κυκλικός δρόμος είναι ο μοναδικός για το σύστημα.
Τα προβλήματα αυτά φαίνονται καθαρά στην Μνημονιακή Στρατηγική ακόμη και σήμερα καθώς οι τεχνικές προβλέψεις και τα χρονοδιαγράμματα εξακολουθούν να πέφτουν έξω – παρά τις πολλαπλές αναθεωρήσεις και διορθωτικές παρεμβάσεις. Το μνημονιακό πολιτικο-οικονομικό μπλοκ (και η κυβέρνηση σαν βασικός εκφραστής του) προβάλλει ότι το 2013 έχει φανεί «φως στην άκρη του τούνελ». Έτσι οργανώνει όλη αυτή την φθηνή και φαιδρή προπαγάνδα περί success story. Όμως ακόμη και μία απλή εξέταση των τεχνικών πλευρών των Μνημονίων διαψεύδει αυτά τα επικοινωνιακά παραμύθια.
Το Μνημονιακό πρόγραμμα πρέπει:
α) Να κάνει το χρέος βιώσιμο: δηλαδή να μπορέσει ο ελληνικός καπιταλισμός να επιστρέψει στο δανεισμό από τις διεθνείς αγορές και μάλιστα σε ρεαλιστικά επιτόκια, δηλαδή τέτοια που να μπορούν να εξυπηρετηθούν από την ελληνική οικονομία. Αυτό σημαίνει ότι το επιτόκιο πρέπει να αντιστοιχεί, χονδρικά, στον ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας.
β) Να μετατρέψει την οικονομία σε εξαγωγική (δηλαδή να προκύπτουν συστηματικά εμπορικά πλεονάσματα) έτσι ώστε και να ενισχύεται από το εξωτερικό ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ και να αντιμετωπίζονται τα προβλήματα ρευστότητας (ιδιαίτερα πληρωμών στο εξωτερικό) που αποτυπώνονται στο ισοζύγιο εξωτερικών τρεχουσών συναλλαγών.
Υπάρχουν όπως είδαμε συγκεκριμένοι χρονικοί στόχοι και μεγέθη (milestones) σχετικά με τις αλληλεξαρτώμενες εν πολλοίς οικονομικές μεταβλητές που εμπλέκονται σε αυτό το πρόγραμμα.
Κατ’ αρχήν υποτίθεται αυθαίρετα ότι η προοπτική επίτευξης ενός λόγου εξωτ. χρέους προς ΑΕΠ της τάξης του 122,5% το 2022 θα ξανανοίξει – και μάλιστα από το 2014 – την πρόσβαση τις διεθνείς χρηματαγορές. Και αυτό γιατί η Ιταλία, με ένα τέτοιο λόγο, μπορεί και δανείζεται στις αγορές αυτές. Όπως είδαμε και προηγουμένως αυτή είναι μία προβληματική υπόθεση. Παραγνωρίζει τις ιδιαίτερες πολιτικο-οικονομικές δομές κάθε οικονομίας και τις ιδιαίτερες εσωτερικές και εξωτερικές ρυθμίσεις της. Υπάρχουν οικονομίες με μεγαλύτερο τέτοιο λόγο ή με μικρότερο λόγο αλλά με τερατωδώς πολλαπλάσια απόλυτα μεγέθη εξωτ. χρέους (τόσο δημόσιου όσο και ιδιωτικού) που για λόγους ιδιαίτερων εσωτερικών και εξωτερικών συσχετισμών αποφεύγουν προς το παρόν την κρίση χρέους. Υπάρχουν επίσης άλλες που με μικρότερους τέτοιους λόγους και απόλυτα μεγέθη έπεσαν ή κινδυνεύουν να πέσουν σε κρίση χρέους. Επιπλέον, γνωρίζουμε ότι η βιώσιμη μακροχρόνια διαχείριση του χρέους δεν μπορεί να γίνει παρά σε επίπεδα 60-80% του λόγου αυτού γιατί αλλιώς απαιτεί εξωφρενικούς και μη ρεαλιστικούς ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Αυτό το πρόβλημα της μακροχρόνιας μη-βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους το τονίζουν έντονα όλοι οι διεθνείς ανταγωνιστές της ΕΕ και εκφράζεται με τις σημερινές ενστάσεις και επιφυλάξεις του ΔΝΤ.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις εθνικολογιστικές σχέσεις η δημοσιονομική ευστάθεια (και άρα η βιωσιμότητα του δημοσιονομικού χρέους, δηλ. η ικανότητα διαχείρισης του) εξαρτάται από τέσσερις παράγοντες:
(α) Το αρχικό ποσοστό χρέους προς ΑΕΠ: Αυτό είναι ιστορικά δεδομένο (ξεκίνησε από 120% στην αρχή της κρίσης), βαίνει αυξανόμενο (λόγω των δανείων της τρόικας) και επιδιώκεται να περιορισθεί κοντά στο 120% το 2022. Είναι όμως γνωστό ότι ακόμη και με το πιο αισιόδοξο σενάριο της τρόικας το χρέος θα είναι κοντά στο 124% του ΑΕΠ το 2022.
(β) Το ποσοστό του πρωτογενούς πλεονάσματος σε σχέση με το ΑΕΠ: Μόνο αυτό είναι υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης. Πρωτογενές πλεόνασμα σημαίνει ότι ο δημόσιος τομέας παύει να λειτουργεί ελλειμματικά και αντί να επιβαρύνει το χρέος αρχίζει να μπορεί να το αποπληρώνει και συνεπώς να το μειώνει. Η κυβέρνηση ακίζεται ότι από το 2013 θα υπάρχει πρωτογενές πλεόνασμα. Αυτό το κάνει με απίστευτες στατιστικές αλχημείες που είναι εν πλήρη γνώση των δανειστών. Καθώς ο στόχος δεν βγαίνει επιδίδεται συστηματικά σε μικρά και μεγάλα «κόλπα»: από την συγκεκαλυμμένη αύξηση φορολογίας (αυξήσεις παρακράτησης φόρων, προκαταβολές φόρων, κρυφοί καταναλωτικοί φόροι), την εγγραφή της επιστροφής των κερδών των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών από την κερδοσκοπία με ελληνικά ομόλογα[10], τις ιδιωτικοποιήσεις-ξεπουλήματα[11], την εσωτερική στάση πληρωμής του δημοσίου (απλήρωτες ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου) μέχρι την εξωφρενική μείωση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ). Με όλες αυτές τις αλχημείες η κυβέρνηση, με βάση τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, «χοροπηδά» για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος. Όμως, όπως δείχνουν τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας (που είναι πιο κοντά στην πραγματική ταμειακή κατάσταση του δημόσιου τομέα) το δημοσιονομικό έλλειμμα συνεχίζεται. Ο βασικός λόγος συνέχισης του δεν είναι φυσικά οι μισθοί των δημόσιων υπαλλήλων (που έχουν συρρικνωθεί δραματικά) αλλά οι φανερές και κρυφές επιδοτήσεις των ιδιωτικών επιχειρήσεων ακόμη και με εξώφθαλμες και «διαπλεκόμενες» φωτογραφικές ρυθμίσεις. Τέλος, πρέπει να τονισθεί ότι ακόμη και η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν δημοσιονομικά ελλείμματα και συνεπώς πρόβλημα χρηματοδότησης καθώς τα τελευταία εξαρτώνται και από το συνολικό δημοσιονομικό ισοζύγιο. Το τελευταίο επιβαρύνεται δραματικά από τα τοκοχρεολύσια (δηλαδή το κόστος εξυπηρέτησης του εξωτερικού δανεισμού στον οποίο συμπεριλαμβάνονται τα δάνεια της τρόικας).
(γ) Το πραγματικό επιτόκιο δημόσιου δανεισμού: Αυτό εξαρτάται από την τρόικα των δανειστών και για την διάρκεια των Μνημονιακών δανείων (μέχρι και το 2014) υπολογίζεται σε περίπου 4.5%. Το πρόβλημα είναι τι θα γίνει μετά το τέλος των δανειακών δόσεων το 2014. Τότε το ελληνικό δημόσιο πρέπει να μπορεί να δανεισθεί με ρεαλιστικά επιτόκια (που εκτιμώνται ότι πρέπει να είναι μεταξύ 5% και 5.8%). Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι αυτό κάθε άλλο παρά βέβαιο είναι. Ακόμη και αν πετύχει η φημολογούμενη έκδοση μακροχρόνιου ομολόγου (π.χ. 10ετούς) αυτό θα γίνει με ειδικούς χειρισμούς[12] και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συνεχίσει να γίνεται στο μέλλον.
(δ) Το ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ: Αυτό το πιο σημαντικό μέγεθος καθώς επηρεάζει τους τρεις από τους τέσσερεις παράγοντες, ελέγχεται ελάχιστα πλέον από την κυβέρνηση καθώς βασικά εργαλεία (π.χ. ΠΔΕ) έχουν εκμηδενισθεί. Οι δε προσδοκίες για σχέδια Μάρσαλ κλπ. είναι απλά στρουθοκαμηλισμοί (π.χ. ο προϋπολογισμός της ΕΕ και το ΕΣΠΑ μειώνονται ενώ η απορρόφηση του τελευταίου είναι οικτρή λόγω αδυναμίας εθνικής οικονομικής συμμετοχής και διαδοχικών πετσοκομμάτων του ΠΔΕ ακόμη και μετά την σιωπηρή μείωση της ελληνικής εθνικής συμμετοχής στο 5% του κόστους των προγραμμάτων). Ταυτόχρονα η ελληνική οικονομία έχει βυθισθεί, λόγω Μνημονίου, σε ένα καθοδικό υφεσιακό σπιράλ. Τρία είναι τα συνεπακόλουθα αυτού του υφεσιακού σπιραλ. Πρώτον, ότι έχουμε μία δυσαναπλήρωτη σωρευτική απώλεια που υπερβαίνει το 20% του ΑΕΠ. Δεύτερον, ότι ακόμη και αν η ύφεση αρχίσει να αποκλιμακώνεται θα διαρκέσει τουλάχιστον ακόμη μία διετία και θα ξεπεράσει το 25% του ΑΕΠ. Αυτό επηρεάζει αρνητικά τις τρεις από τις τέσσερεις παραμέτρους της βιωσιμότητας του χρέους και συνεπώς οδηγεί στη λήψη νέων μέτρων λιτότητας στην πλάτη προφανώς των γνωστών υποζυγίων (καθώς το πρωτογενές πλεόνασμα είναι η μόνη παράμετρος στην οποία μπορεί να προσφύγει η κυβέρνηση). Τρίτον, γνωρίζουμε εμπειρικά ότι για να είναι βιώσιμο το χρέος πρέπει χονδρικά ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ να ισούται με το επιτόκιο δανεισμού. Είναι προφανές, ότι με αυτό το υφεσιακό σπιραλ κάτι τέτοιο είναι εξωπραγματικό.
Όμως και ο δεύτερος θεμελιακός Μνημονιακός άξονας της ενίσχυσης των εξαγωγών και της μετατροπής της ελληνικής οικονομίας σε εξαγωγικής έχει σοβαρά προβλήματα. Κατ’ αρχήν με την υπάρχουσα δομή της ελληνικής οικονομίας μέσω της μνημονιακής λιτότητας έχει επιτευχθεί μία βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου. Αυτή η βελτίωση όμως προέρχεται κυρίως από την ραγδαία μείωση των εισαγωγών. Αντιθέτως, οι εξαγωγές εμφανίζουν μία εξαιρετικά ασταθή πορεία. Μετά το ξέσπασμα της κρίσης και το πρώτο ξάφνιασμα υπήρξε μία ασθενική ανάπτυξη τους που όμως δεν έχει σταθερότητα. Η ανάκαμψη προήλθε κυρίως από την εσπευσμένη προσπάθεια των εγχώριων κεφαλαίων να βρουν αγορές στο εξωτερικό καθώς η μνημονιακή ύφεση έπνιξε την εγχώρια κατανάλωση. Όμως η δυνατότητα ανάπτυξης των εξαγωγών με την υπάρχουσα παραγωγική δομή της ελληνικής οικονομίας είναι περιορισμένη. Αυτό φυσικά το γνωρίζουν οι εγκέφαλοι της Μνημονιακής στρατηγικής. Μία ριζική αναβάθμιση της εξαγωγικής επίδοσης της ελληνικής οικονομίας απαιτεί ρηξικέλευθους δομικούς μετασχηματισμούς που ακόμη και με την Μνημονιακή πολιτική «σοκ και δέους» απαιτούν χρόνο. Δηλαδή είναι μία μακροχρόνια διαδικασία που τα αποτελέσματα της εκδηλώνονται με σημαντικές χρονικές υστερήσεις και σε βάθος χρόνου. Έτσι η ανάπτυξη των εξαγωγών συνάντησε γρήγορα σοβαρά προβλήματα. Για παράδειγμα, μεγάλο μέρος των ελληνικών εξαγωγών εξαρτώνται από εισαγωγές ενδιάμεσων προϊόντων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των πετρελαιοειδών. Τα τελευταία αποτελούν το βασικότερο κορμό της αύξησης των ελληνικών εξαγωγών. Ενδεικτικά, οι ελληνικές εξαγωγές χωρίς τα πετρελαιοειδή τους πρώτους τέσσερις μήνες του 2013 αυξήθηκαν μόλις κατά 0,8% σε σχέση με τα επίπεδα του 2012. Συνεπώς η κάμψη των εισαγωγών θέτει προβλήματα στην ανάπτυξη των εξαγωγών. Επίσης, η χρηματοπιστωτική δυστοκία (δηλαδή η αδυναμία εξεύρεσης ιδιωτικού δανεισμού, εξαγωγικών πιστώσεων, εγγυήσεων κλπ. λόγω της κρίσης τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό) θέτει σοβαρά εμπόδια στην βελτίωση των εξαγωγικών επιδόσεων.
Υπάρχει, τέλος, ένα άλλο εξαιρετικά σημαντικό εμπόδιο για την επιτυχία αυτού του δεύτερου πυλώνα της Μνημονιακής στρατηγικής. Αυτή στρατηγική μετατροπής σε εξαγωγική οικονομία επιβάλλεται και σε μια σειρά άλλες οικονομίες που είναι ανταγωνιστές του ελληνικού καπιταλισμού. Επομένως, δεν αρκεί μόνο ο τελευταίος να γίνει εξαγωγικός αλλά πρέπει να είναι και ανταγωνιστικός έναντι των άλλων. Το πρόβλημα αυτό φαίνεται πολύ καθαρά στο ζήτημα της μείωσης των μισθών (τον ανταγωνισμό κόστους) όπου πέφτει το μεγαλύτερο βάρος του εξαγωγικού μετασχηματισμού. Η μείωση των ελληνικών μισθών δεν επαρκεί εφόσον και οι άμεσοι ανταγωνιστές μειώνουν τους δικούς τους.
Ένα επιπρόσθετο πρόβλημα που αφορά τόσο την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού καπιταλισμού όσο όμως και άλλες πλευρές των Μνημονιακών προγραμμάτων είναι ο αδύναμος αποπληθωρισμός τιμών της ελληνικής οικονομίας[13]. Η στρατηγική της προσανατολισμένης προς εξαγωγές οικονομίες απαιτεί τον ανταγωνιστικό αποπληθωρισμό της ελληνικής οικονομίας. Δηλαδή την γενική πτώση του επιπέδου των τιμών έτσι ώστε τα ελληνικά προϊόντα να γίνουν πιο ανταγωνιστικά στο εξωτερικό. Στο σημείο αυτό σημειώνεται άλλη μία παταγώδης αποτυχία των Μνημονιακών προγραμμάτων. Ενώ οι μισθοί έχουν «αποπληθωρισθεί» με εξαιρετική βαρβαρότητα οι τιμές πώλησης των προϊόντων δεν πέφτουν ή πέφτουν πολύ αργά. Ενδεικτικά μόλις το τρίτο τρίμηνο του 2013 εμφανίσθηκε μία ασθενής μείωση του γενικού επιπέδου τιμών. Ο βασικός λόγος αυτού του ελλιπούς αποπληθωρισμού είναι το γεγονός ότι τα ελληνικά κεφάλαια (ιδιαίτερα σε τομείς ειδών μαζικής λαϊκής κατανάλωσης αλλά και γενικότερα) οργανώνουν μονοπωλιακές και ολιγοπωλιακές σχέσεις και έτσι αυξάνουν την κερδοφορία τους εκμεταλλευόμενα την μείωση των μισθών την οποία δεν περνούν στις τιμές.
Υπάρχουν επίσης και ορισμένοι παράγοντες που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν «δώρα εξ ουρανού» (windfalls) και όπου οι σχεδιαστές της Μνημονιακής στρατηγικής επίσης στηρίζουν ελπίδες. Τα πιο σημαντικά από αυτά είναι ο τουρισμός, η εξεύρεση και αξιοποίηση φυσικών πόρων και οι ξένες επενδύσεις. Στο βαθμό που προκύψουν τέτοια «δώρα εξ ουρανού» θα βελτιώσουν το ΑΕΠ, θα απαλύνουν την πίεση του χρέους και θα διευκολύνουν τον δομικό μετασχηματισμό. Όμως και οι τρεις προαναφερθέντες παράγοντες είναι εξαιρετικά ασταθείς και αμφίβολοι. Ο τουρισμός εξαρτάται αποφασιστικά από το διεθνές οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον. Μία παγκόσμια ύφεση (ή μία ανάλογη στις βασικές χώρες τουριστών) ή μία πολεμική περιπέτεια στην περιοχή της Μεσογείου μπορούν πολύ εύκολα να καταβαραθρώσουν τον τουρισμό. Αντίστοιχα, ακόμη και αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις για αποθέματα φυσικών πόρων η παραγωγική αξιοποίηση τους θα αργήσει αρκετά. Τέλος, όπως έχει φανεί καθαρά στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων τα ξένα κεφάλαια είναι διατεθειμένα να μπουν στην ελληνική οικονομία, υπό τις παρούσες συνθήκες, μόνον έναντι πινακίου φακής και συνεπώς με πολύ περιορισμένο οικονομικό αποτέλεσμα.
Όλα τα προαναφερθέντα τεχνικά ζητήματα δείχνουν ότι οι πολιτικο-οικονομικοί περιορισμοί θέτουν σοβαρά τεχνικά προβλήματα στην επίτευξη των Μνημονιακών προγραμμάτων.
Υπάρχει τέλος ένας άλλος σημαντικός περιορισμός (και λόγος συστηματικής αποτυχίας) της Μνημονιακής στρατηγικής. Αυτός ο περιορισμός είναι ότι η επίλυση της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού επιδιώκεται να γίνει μέσα στη βαθιά παγκόσμια ύφεση που ακολουθεί την κρίση του 2007-8 και που υποδηλώνει ότι η τελευταία κάθε άλλο παρά έχει επιλυθεί. Αυτό επηρεάζει πολλαπλά την υλοποίηση της Μνημονιακής στρατηγικής. Κατ’ αρχήν οι ηγεμονικοί ευρωπαϊκοί καπιταλισμοί βιάζονται για μία λύση με αποτέλεσμα να πιέζουν πέραν του δέοντος πράγματα και καταστάσεις. Δεύτερον, επειδή πιέζονται και αυτοί οικονομικά δεν είναι διατεθειμένοι να πολυξοδευθούν ακόμη και όταν πρόκειται για την δική τους οικονομική «πίσω αυλή». Αυτό επίσης πιέζει τα πράγματα πέραν ρεαλιστικών ορίων. Τρίτον, η όξυνση των ενδο-ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών κάνει ένα ήδη παρακινδυνευμένο «παιχνίδι» ακόμη πιο επισφαλές.
4433_1149619815649_1082199295_462868_570189_n
VI. Αντί επιλόγου
Η Μνημονιακή στρατηγική δεν αποτυγχάνει συστηματικά επειδή είναι εσφαλμένη, όπως υποστηρίζουν Κεϋνσιανές και αντι-νεοφιλελεύθερες (αλλά όχι αντι-καπιταλιστικές) απόψεις. Είναι πράγματι η μόνη στρατηγική με την οποία μπορεί το κεφάλαιο να ξεπεράσει την κρίση του. Ταυτόχρονα όμως είναι μία υπερβολικά φιλόδοξη στρατηγική και γι’ αυτό ενέχει πράγματι σοβαρούς κινδύνους για την καθεστηκυία τάξη.
Αυτό εξηγεί εν τέλει και την εμμονή της ελληνικής αστικής τάξης σε αυτή την κατεύθυνση παρόλα τα προβλήματα που της δημιουργεί και την υποβάθμιση της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.
Αυτός είναι και ο λόγος που μία σειρά άλλες προτάσεις σωτηρίας του συστήματος – όπως οι Κεϋνσιανές αντι-κυκλικές πολιτικές – απορρίπτονται σκαιά. Η μόνη αξία χρήσης τους είναι μόνο σε επιμέρους ρυθμίσεις και ζητήματα ή για βραχυπρόθεσμες προσαρμογές.
Γι’ αυτό το λόγο δεν είναι ρεαλιστικές και μία σειρά μεσοβέζικες ρεφορμιστικές προτάσεις οικονομικής διεξόδου όπως αυτές που εκφράζονται από τον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ και από διανοούμενους μέσα και γύρω από τον χώρο αυτό. Αυτές οι μεσοβέζικες ρεφορμιστικές προτάσεις προσπαθούν να βρουν ένα έδαφος συμβιβασμού με την αστική τάξη ή τουλάχιστον με μερίδες της που απλά δεν υπάρχει. Το έδαφος αυτού του συμβιβασμού διερευνάται μέσα στα ακόλουθα πλαίσια:
(α) Αποδέχεται την ευρωπαϊκή «κόκκινη γραμμή» του συστήματος. Δηλαδή δεν θέτει ζήτημα απεμπλοκής από την μία από τις βασικές μήτρες του ελληνικού προγράμματος, την ΕΕ (δηλαδή δεν θέτει θέμα αποδέσμευσης από την ΕΕ). Αντιθέτως, προσπαθεί να ανακαλύψει μία ανυπόστατη και ανέφικτη προοδευτική λύση μέσα στα πλαίσια της.
(β) Στο βασικό πυρήνα του οικονομικού προγράμματος του υιοθετεί τις Κεϋνσιανές αντι-κυκλικές πολιτικές με κάποια μεγαλύτερα ή μικρότερα φιλολαϊκά επιχρίσματα. Αυτό σημαίνει, στην καλύτερη των περιπτώσεων, κάποια απάλυνση της λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων αλλά σε καμία περίπτωση την επιστροφή έστω της αξίας της εργασιακής δύναμης και του ποσοστού εκμετάλλευσης της εργασίας στα προηγούμενα επίπεδα.
(γ) Στις ποιο ακραίες εκδοχές θέτει σεμνά ζήτημα αποχώρησης μόνον από το ευρώ. Αυτό φθάνει να αγγίζει την ευρωπαϊκή «κόκκινη γραμμή» του συστήματος αλλά δεν την ξεπερνά. Άλλωστε το ενδεχόμενο μίας υπαγωγής της Ελλάδας σε μία νομισματική ζώνη περιφερειακή και εξαρτημένη από το ευρώ είναι μέσα στα εναλλακτικά σχέδια των ηγεμονικών ευρωπαϊκών καπιταλισμών. Επίσης η έξοδος από την ΟΝΕ φλερτάρει με πολιτικές άλλων – ιδιαίτερα αγγλοσαξωνικών – ιμπεριαλιστικών κέντρων που θέλουν να εξασθενίσουν τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλιστικό πόλο. Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, σε τεχνικό επίπεδο η υποτίμηση ΄του νομίσματος (την οποία κάνει εφικτή η έξοδος από την ΟΝΕ) είναι ένας από τους τυπικούς πυλώνες των προγραμμάτων δομικής προσαρμογής του ΔΝΤ.
Ο συμβιβασμός αυτός είναι ανέφικτος για ένα βασικό λόγο. Γιατί το σύστημα δεν έχει την πολυτέλεια επιλογής άλλου δρόμου πέραν του Μνημονιακού. Ο μόνος συστημικός δρόμος για την υπέρβαση του Μνημονίου είναι η με το καλό ή με το στανιό επιτυχία του (τουλάχιστον στο μεγαλύτερο τμήμα των προγραμμάτων του).
Το ζήτημα για τον κόσμο της εργασίας και τις δυνάμεις της πραγματικής Αριστεράς δεν είναι να ακκίζονται με ανέφικτους συμβιβασμούς. Αντίθετα, κατανοώντας την σιδερένια λογική του συστήματος πρέπει να επικεντρωθούν στο βασικό αδύνατο σημείο της: το γεγονός ότι πρέπει να διαταράξει όλη την προηγούμενη αρχιτεκτονική του και να διαλύσει βασικούς μηχανισμούς ισορροπίας του. Αυτό καταστρέφει τα μέχρι πρότινος συμμαχικά προς το σύστημα μεσαία στρώματα και μαζικοποιεί αλλά και εξαθλιώνει τους εργαζόμενους. Στόχος της Αριστεράς πρέπει να είναι η συγκρότηση όλων αυτών σε ένα ενιαίο μέτωπο ενάντια στο σύστημα με βάση ένα μεταβατικό πρόγραμμα σοσιαλιστικής προοπτικής (βλέπε Μαυρουδέας (2012α, 20112β)).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μαυρουδέας Στ. (2010α), «Η ελληνική κρίση, η ΕΕ και οι ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις», Ουτοπία νο.92.
Μαυρουδέας Στ. (2010β), «Ανάπτυξη και κρίσεις: Η ταραγμένη διαδρομή του ελληνικού καπιταλισμού» σε Τόπος (2010), «Ο χάρτης της κρίσης: Το τέλος της αυταπάτης», εκδ. Τόπος.
Μαυρουδέας Στ. (2011), «Η Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή Ένωση: καπιταλιστική κρίση και ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις» σε Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Οικονομίας (ΕΕΠΟ), «Οικονομική κρίση και Ελλάδα», Αθήνα: Gutenberg.
Μαυρουδέας Στ. (2012α), «Η κρίση της ΕΕ, οι ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις και η Ελλάδα», Τετράδια Ανυπότακτης Θεωρίας νο.1, 2012
Μαυρουδέας Στ. (2012β), «Η κρίση της ΕΕ, η Ελλάδα και η Αριστερά», περιοδικό ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΤΩ τεύχος 90, Ιανουάριος 2012.
Μαυρουδέας Στ. (2012γ), «Η αρχή του τέλους του ελληνικού δράματος;»
Mavroudeas S. (2013), ‘Development and Crisis: The Turbulent Course of Greek Capitalism’, International Critical Thought vol.3 no.3.

Μαυρουδέας Στ. (2013α), «Έξοδος από την κρίση ή η τελική φάση της ελληνικής τραγωδίας;».

Μαυρουδέας Στ. (2013β), «Η ελληνική τραγωδία: ανταγωνιστικές ερμηνείες της ελληνικής κρίσης», Foreign Affairs Hellenic Edition, Αύγουστος 2013.

Μαυρουδέας Στ. & Μανιάτης Θ. (2013), «Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, το ελληνικό πρόβλημα και ο Μαρξισμός: ένα περίγραμμα ανάλυσης και συζήτησης» σε Όμιλος Μαρξιστικών Ερευνών – ΟΜΕ (2013), «Ο Μαρξισμός και η Ελληνική Οικονομική Κρίση», Αθήνα: Gutenberg.
Mavroudeas S. & Papadatos D. (2007), ‘Reform, reform the reforms or simply Regression? The “Washington Consensus” and its Critics’, Bulletin of Political Economy 1, no.1.
Παπαδάτος Δ. (2013), «Ο νεοσυντηρητικός μετασχηματισμός του ελληνικού καπιταλισμού εν μέσω παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Η στρατηγική του μνημονίου» σε Όμιλος Μαρξιστικών Ερευνών – ΟΜΕ (2013), «Ο Μαρξισμός και η Ελληνική Οικονομική Κρίση», Αθήνα: Gutenberg.
Weisbrot M., Ray R., Johnston J., Cordero JA. & Montecino JA. (2009), ‘IMF-supported macroeconomic policies and the world recession: a look at forty-one borrowing countries’, Washington D.C.: Center For Economic and Policy Research.

[1] Διεξοδικότερη ανάλυση της λειτουργίας της ΕΕ ως ενός πυραμιδοειδούς ιμπεριαλιστικού μπλοκ με σχέσεις (ιμπεριαλιστικής) οικονομικής εκμετάλλευσης των κατώτερων βαθμίδων του από τις ανώτερες δίνεται σε Μαυρουδέας (2013).
[2] Για τα προβλήματα της σύγχρονης «Μεγάλης Ιδέας» του ελληνικού κεφαλαίου για ένταξη στην ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ολοκλήρωση βλέπε Μαυρουδέας (2010, 2011).
[3] Για περισσότερα βλέπε Μαυρουδέας (2012γ).
[4] Για περισσότερα σχετικά με τους ενδο-ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς μέσα στην σημερινή παγκόσμια καπιταλιστική κρίση βλέπε Μαυρουδέας (2010, 2011, 2012α, 2012β).
[5] Η «παγκοσμιοποίηση» είναι η πολιτική ραγδαίας διεθνοποίησης του κεφαλαίου που επιβλήθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 σε όλο σχεδόν τον κόσμο από τα παγκόσμια ιμπεριαλιστικά κέντρα. Η ραγδαία αυτή διεθνοποίηση συνίσταται στην απελευθέρωση και ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου, των κεφαλαιακών ροών και ιδιαίτερα στη μετατροπή λιγότερο αναπτυγμένων οικονομιών σε φθηνούς χώρους παραγωγής των πολυεθνικών εταιρειών. Η πολιτική αυτή ενεργοποιεί μία από τις βασικές αντίρροπες δυνάμεις στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Επιπλέον, η επιβολή του ανοίγματος προηγουμένως προστατευμένων οικονομιών αύξησε τα πεδία εκμετάλλευσης των πολυεθνικών εταιρειών (και ιδιαίτερα των δυτικών). Φυσικά, η «παγκοσμιοποίηση» σε καμία περίπτωση δεν σήμαινε την εξάλειψη του εθνικού κράτους, όπως υποστηρίζουν οι θεωρίες της παγκοσμιοποίησης. Το αντίθετο μάλιστα: τα εθνικά κράτη των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ενδυναμώθηκαν αποφασιστικά σε βάρος αυτών των λιγότερο αναπτυγμένων οικονομιών.
[6] Για μία διεξοδική ανάλυση της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον, των διάφορων κριτικών και τροποποιήσεων της και την κριτική της από τη σκοπιά του Μαρξισμού βλέπε Mavroudeas & Papadatos (2007).
[7] Άλλωστε σχεδόν όλες οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες στα πρώτα τους βήματα χρησιμοποίησαν κρατική οικονομική στήριξη. Αυτό αποτυπώθηκε στη Δύση σε μία ολόκληρη ιστορική περίοδο της μετάβασης από τον φεουδαλισμό στον καπιταλισμό: αυτή της Εμποροκρατίας (Μερκαντιλισμός). Σε θεωρητικό επίπεδο το ζήτημα αυτό αναδείχθηκε εξαιρετικά εύστοχα από τον Gershenkron.
[8] Για τις αδυναμίες και τα προβλήματα των ορθόδοξων και ετερόδοξων ερμηνειών της ελληνικής κρίσης καθώς και για τα αναλυτικά και εμπειρικά προτερήματα της Μαρξιστικής ερμηνείας (δηλαδή ως κρίσης κερδοφορίας) βλέπε Μαυρουδέας (2013β).
[9] Μία βασική διαδικασία της καπιταλιστικής κρίσης είναι η εκκαθάριση των πιο αδύναμων κεφαλαίων. Αυτό οδηγεί σε αύξηση (υπό προϋποθέσεις) τόσο του μέσου μεγέθους των επιχειρήσεων όσο και σε περιορισμός του αριθμού της. Δηλαδή δημιουργία μία τάση αύξησης της μονοπωλιοποίησης της οικονομίας που βέβαια δεν σημαίνει κατάργηση του ανταγωνισμού αλλά αντιθέτως ακόμη μεγαλύτερη ένταση του (μονοπωλιακός ανταγωνισμός).
[10] Πρόκειται για τα περιβόητα ANFAs. Οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες αγόρασαν στη δευτερογενή αγορά ελληνικά ομόλογα σε πολύ μικρότερη τιμή από την ονομαστική τους (λόγω του φόβου της ελληνικής χρεωκοπίας) και συνεπώς ενέγραψαν σημαντικά κέρδη. Συμφωνήθηκε τα κέρδη αυτά – που υπολογίζονται περίπου στο 1.5 δις ευρώ – να επιστραφούν στην Ελλάδα. Όμως, παρά την συμφωνία αρκετές χώρες (με πρώτη και καλύτερη, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, την Γαλλία) αντιδρούν και κωλυσιεργούν. Επιπλέον, τα ANFAs είναι εκτός των προβλέψεων του Μνημονιακού προγράμματος. Συνεπώς, χωρίς αυτό τον «μποναμά», με τα φυσιολογικά εργαλεία του το πρόγραμμα για άλλη μία φορά αποτυγχάνει τραγικά.
[11] Στην διεθνή βιβλιογραφία οι ιδιωτικοποιήσεις αυτές έχουν τον εύγλωττο τίτλο «πωλήσεις της πυρκαγιάς» (fire sales). Πρακτικά σημαίνουν ξεπούλημα. Το ελληνικό πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων έχει πέσει έξω για τον απλό λόγο ότι σε συνθήκες ύφεσης και αβεβαιότητας – και επιπλέον οξύτατων ενδο-καπιταλιστικών και ενδο-ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και τρικλοποδιών – δεν βρίσκονται αγοραστές. Η περίπτωση του φυσικού αερίου (της ΔΕΠΑ) είναι χαρακτηριστική. Θεωρητικά, τα έσοδα από τις αποκρατικοποιήσεις προβλέπεται ότι θα μειώσουν με μαζικές αποπληρωμές το χρέος και συνεπώς θα οδηγήσουν σε δραστική αποκλιμάκωση του. Όμως ήδη τα προβλεπόμενα έσοδα για το 2013 υπολείπονται κατά περίπου 1.1 δις ευρώ. Γι’ αυτό η κυβέρνηση προχωρά σε σκανδαλώδη ξεπουλήματα με χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό του ΟΠΑΠ.
[12] Για παράδειγμα, συζητείται η περίπτωση «απειλής» της ΕΕ ότι όσο μέρους του δανείου δεν καλυφθεί σε λογικά επιτόκια από ιδιώτες θα αγορασθεί από ευρωπαϊκό μηχανισμό. Τέτοιοι χειρισμοί, για να συμπιεσθούν τα επιτόκια, έχουν γίνει και αλλού (π.χ. ιταλικό και ισπανικό χρέος). Όμως είναι γνωστό ότι δεν μπορούν να γίνονται συνεχώς και μάλιστα σε αυξανόμενη κλίμακα (για πολλές χώρες).
[13] Η μείωση του γενικού επιπέδου τιμών θα έκανε τα Μνημονιακά προγράμματα λιγότερο δυσβάστακτα για τους εργαζόμενους καθώς θα μπορούσαν να διατηρήσουν τουλάχιστον ένα μέρος του παλιού επιπέδου διαβίωσης τους. Αυτό θα όξυνε λιγότερες την κοινωνική δυσαρέσκεια έναντι των Μνημονίων και ταυτόχρονα θα μείωνε λιγότερο την εσωτερική ζήτηση.

Χάννα Άρεντ



Η πίστη μας στην πραγματικότητα της ζωής και η πίστη μας στην πραγματικότητα του κόσμου δεν είναι ένα και το αυτό. Η δεύτερη απορρέει κυρίως από τη σταθερότητα του κόσμου και την αντοχή του στο χρόνο που είναι πολύ υπέρτερη από εκείνη της θνητής ζωής. Αν ήξερε κανείς ότι ο κόσμος θα έφθανε στο τέλος του όταν ο ίδιος θα πέθαινε ή λίγο αργότερα, θα έχανε όλη του την πραγματικότητα, όπως συνέβη με τους πρώτους Χριστιανούς μόλις πείστηκαν για την άμεση εκπλήρωση των εσχατολογικών τους προσδοκιών. Η πίστη στην πραγματικότητα της ζωής, αντίθετα, στηρίζεται αποκλειστικά στην ένταση, με την οποία βιώνει κανείς τη ζωή, στην πίεση, με την οποία η ζωή γίνεται αισθητή.
Η ένταση αυτή είναι τόσο μεγάλη, και η δύναμη της τόσο στοιχειακή, ώστε όπου επικρατεί, στην ευδαιμονία ή στη θλίψη, σβήνει τελείως κάθε άλλη εγκόσμια ανθρώπινη πραγματικότητα. Συχνά επισημάνθηκε πως η ζωή του πλούσιου χάνει σε ζωτικότητα, σε εγγύτητα προς τα «αγαθά» της φύσης ό,τι κερδίζει σε εκλέπτυνση, σε δεκτικότητα για τα ωραία πράγματα του κόσμου. Γεγονός είναι πως η ανθρώπινη ικανότητα για τη ζωή μέσα στον κόσμο συνεπάγεται πάντα μια ικανότητα υπέρβασης και αποξένωσης από τις λειτουργίες της ίδιας της ζωής, ενώ η ζωτικότητα και η ζωντάνια μπορούν να συντηρηθούν μόνο στην έκταση που οι άνθρωποι θέλουν να αναλάβουν οι ίδιοι το άχθος, τον κόπο και το βάσανο της ζωής.
Η Αλήθεια είναι ότι η τεράστια βελτίωση που πραγματοποιήσαμε στα εργαλεία της δουλειάς μας – τα βουβά ρομπότ, με τα οποία ο homo faber ήλθε να βοηθήσει το animal laborans και τα οποία πρέπει να διακρίνουμε από τα ανθρώπινα, ομιλούντα εργαλεία (τα ομιλούντα εργαλεία όπως ονομάζονταν στα αρχαία οι δούλοι), που ο άνθρωπος της πράξης έπρεπε να εξουσιάζει και να καταπιέζει, όταν ήθελε να απελευθερώσει το άνιμαλ λάμπορανς από τα δεσμά του – κατέστησε πιο εύκολο και πιο άκοπο από ποτέ άλλοτε τον διττό μόχθο της ζωής, την προσπάθεια για τη συντήρηση της και τον πόνο της γέννας.
Αυτό βέβαια δεν εξαλείφει τον καταναγκασμό από τη δραστηριότητα του μόχθου ή την υποταγή στη χρεία και στην ανάγκη από την ανθρώπινη ζωή. Όμως, σε αντιδιαστολή προς τη δουλοκτητική κοινωνία, όπου η «κατάρα» της ανάγκης εξακολουθούσε να αποτελεί ζωντανή πραγματικότητα διότι η ζωή του δούλου απεδείκνυε καθημερινά ότι «η ζωή είναι δουλεία», η κατάσταση αυτή δεν εκδηλωνόταν πλατύτερα και εφόσον δεν γινόταν πολύ πιο δύσκολα. Μάλιστα στο σημείο αυτό ο κίνδυνος είναι φανερός. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ελευθερωθεί αν δεν γνωρίζει ότι υπόκειται στην ανάγκη, διότι η ελευθερία του κερδίζεται πάντα στις προσπάθειές του να απελευθερωθεί από την ανάγκη, έστω και αν αυτές ποτέ δεν πετυχαίνουν εύκολα.
 
Από το βιβλίο «Η ανθρώπινη κατάσταση», μετ. Στ. Ροζάνη, Γερ. Λυκιαρδόπουλου. Σς. 168-169
matrix24


Η πίστη μας στην πραγματικότητα της ζωής και η πίστη μας στην πραγματικότητα του κόσμου δεν είναι ένα και το αυτό. Η δεύτερη απορρέει κυρίως από τη σταθερότητα του κόσμου και την αντοχή του στο χρόνο που είναι πολύ υπέρτερη από εκείνη της θνητής ζωής. Αν ήξερε κανείς ότι ο κόσμος θα έφθανε στο τέλος του όταν ο ίδιος θα πέθαινε ή λίγο αργότερα, θα έχανε όλη του την πραγματικότητα, όπως συνέβη με τους πρώτους Χριστιανούς μόλις πείστηκαν για την άμεση εκπλήρωση των εσχατολογικών τους προσδοκιών. Η πίστη στην πραγματικότητα της ζωής, αντίθετα, στηρίζεται αποκλειστικά στην ένταση, με την οποία βιώνει κανείς τη ζωή, στην πίεση, με την οποία η ζωή γίνεται αισθητή.
Η ένταση αυτή είναι τόσο μεγάλη, και η δύναμη της τόσο στοιχειακή, ώστε όπου επικρατεί, στην ευδαιμονία ή στη θλίψη, σβήνει τελείως κάθε άλλη εγκόσμια ανθρώπινη πραγματικότητα. Συχνά επισημάνθηκε πως η ζωή του πλούσιου χάνει σε ζωτικότητα, σε εγγύτητα προς τα «αγαθά» της φύσης ό,τι κερδίζει σε εκλέπτυνση, σε δεκτικότητα για τα ωραία πράγματα του κόσμου. Γεγονός είναι πως η ανθρώπινη ικανότητα για τη ζωή μέσα στον κόσμο συνεπάγεται πάντα μια ικανότητα υπέρβασης και αποξένωσης από τις λειτουργίες της ίδιας της ζωής, ενώ η ζωτικότητα και η ζωντάνια μπορούν να συντηρηθούν μόνο στην έκταση που οι άνθρωποι θέλουν να αναλάβουν οι ίδιοι το άχθος, τον κόπο και το βάσανο της ζωής.
Η Αλήθεια είναι ότι η τεράστια βελτίωση που πραγματοποιήσαμε στα εργαλεία της δουλειάς μας – τα βουβά ρομπότ, με τα οποία ο homo faber ήλθε να βοηθήσει το animal laborans και τα οποία πρέπει να διακρίνουμε από τα ανθρώπινα, ομιλούντα εργαλεία (τα ομιλούντα εργαλεία όπως ονομάζονταν στα αρχαία οι δούλοι), που ο άνθρωπος της πράξης έπρεπε να εξουσιάζει και να καταπιέζει, όταν ήθελε να απελευθερώσει το άνιμαλ λάμπορανς από τα δεσμά του – κατέστησε πιο εύκολο και πιο άκοπο από ποτέ άλλοτε τον διττό μόχθο της ζωής, την προσπάθεια για τη συντήρηση της και τον πόνο της γέννας.
Αυτό βέβαια δεν εξαλείφει τον καταναγκασμό από τη δραστηριότητα του μόχθου ή την υποταγή στη χρεία και στην ανάγκη από την ανθρώπινη ζωή. Όμως, σε αντιδιαστολή προς τη δουλοκτητική κοινωνία, όπου η «κατάρα» της ανάγκης εξακολουθούσε να αποτελεί ζωντανή πραγματικότητα διότι η ζωή του δούλου απεδείκνυε καθημερινά ότι «η ζωή είναι δουλεία», η κατάσταση αυτή δεν εκδηλωνόταν πλατύτερα και εφόσον δεν γινόταν πολύ πιο δύσκολα. Μάλιστα στο σημείο αυτό ο κίνδυνος είναι φανερός. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ελευθερωθεί αν δεν γνωρίζει ότι υπόκειται στην ανάγκη, διότι η ελευθερία του κερδίζεται πάντα στις προσπάθειές του να απελευθερωθεί από την ανάγκη, έστω και αν αυτές ποτέ δεν πετυχαίνουν εύκολα.
Από το βιβλίο «Η ανθρώπινη κατάσταση», μετ. Στ. Ροζάνη, Γερ. Λυκιαρδόπουλου. Σς. 168-169
- See more at: http://www.matrix24.gr/2013/10/%cf%87%ce%ac%ce%bd%ce%bd%ce%b1-%ce%b1%cf%81%ce%b5%ce%bd%cf%84/#sthash.cVLpVvyo.dpuf

"Για να πιάσουμε κουμμούνια να τα κάνουμε σαπούνια"...

Από τους Ρέηντζερς ως τον Σάκη Ιωαννίδη: Τι κάνουν οι νέοι της Νέας Δημοκρατίας όταν δεν καταδικάζουν τη βία
Φοιτητικές εκλογές 2009, λίγους μήνες μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Όλη η φύση της καταδίκης της βίας από τη ΔΑΠ-ΝΔΦΚ συμπυκνωμένη σε αυτήν ακριβώς την εικόνα: ΔΑΠίτες εν εξάλλω, σπάζουν έδρανα και εξαπολύουν ...
απειλές: θα σας κάνουμε σαπούνια. Όλο το προηγούμενο διάστημα το είχαν περάσει τρομοκρατώντας τους φοιτητές "για τα πανεπιστήμια που γίνονται άνδρα βίας και για το άσυλο που πρέπει να καταργηθεί".
Αυτό, δηλαδή, που κάνει η Νέα Δημοκρατία με το παρελθόν της: κρύβεται πίσω από το δάχτυλό της. Είναι παραπάνω από σαφές, από την ίδρυση της ΟΝΝΕΔ μέχρι σήμερα, πως η βία, μια βία πολύ συγκεκριμένη ως προς τους αποδέκτες της, ήταν μέσο επιβολής της οργάνωσης, αλλά δρούσε και συσπειρωτικά για τα μέλη της. Αυτή η κουλτούρα μεταφέρθηκε μέχρι σήμερα, μέχρι τον πολύ πρόσφατο πρώην πρόεδρο της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ και νυν πρόεδρο της ΟΝΝΕΔ, Σάκη Ιωαννίδη. Αλλά ας πάρουμε την ιστορία απ' την αρχή.
Κένταυροι και Ρέηντζερς: Οι ομάδες κρούσης της ΟΝΝΕΔ
Οι “Κένταυροι” και οι “Rangers” ήταν έμπνευση του Αβέρωφ (προέδρου τότε της Ν.Δ.) και είχαν αρχηγούς τους τον Μιχαλολιάκο (νυν δήμαρχο Πειραιά) και τον Μανωλάκο (φαρμακοποιό, πολιτευτή και χουντοβασιλικό). Ήτανε ομάδες γυμνασμένων ΟΝΝΕΔιτών που κατέβηκαν σε πανσπουδαστικά συνέδρια (αρχικά) και μετά σε σχολές για να ενισχύσουν τη ΔΑΠ, όταν αποτελούσε οικτρή μειοψηφία. Δεν ήταν φοιτητές, τουλάχιστον όχι όλοι.
Τραμπούκιζαν, χτυπούσαν, τρομοκρατούσαν, έσπαγαν βιτρίνες και όλα αυτά είναι καταγεγραμμένα στις εφημερίδες της εποχής. Παρακάτω ένα απόκομμα που αναφέρεται στον Αντώνη Σαμαρά:



Αποκορύφωμα της "δράσης" των ταγμάτων εφόδου της ΟΝΝΕΔ ήταν, ως γνωστόν, η δολοφονία του Τεμπονέρα το 1991.
Στην Πάτρα οι τραμπούκοι της ΟΝΝΕΔ είχαν εμφανιστεί ήδη πριν από τη δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα. έσπαζαν προεκλογικά περίπτερα και τραμπούκιζαν πολίτες ήδη από το 1987 (με πρόεδρο της ΟΝΝΕΔ τον Γιώργο Βουλγαράκη που παρέλαβε τη σκυτάλη από τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη).
Το 1991, οπότε και η δολοφονία του Τεμπονέρα από την ομάδα κρούσης με επικεφαλής τον αρχηγό της ΟΝΝΕΔ Πάτρας, Ιωάννη Καλαμπόκα, πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ ήταν ο Σταμάτης Μαύρος, πρώην υποψήφιος βουλευτής Κυκλάδων με τη ΝΔ.
Δύο χρόνια μετά τη δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα, οι ΟΝΝΕΔίτες όχι μόνο δεν καταδίκαζαν, αλλά... τιμούσαν τον Γιάννη Καλαμπόκα. Συγκεκριμένα, οργάνωσαν εκδήλωση συμπαράστασης στον δολοφόνο του Νίκου Τεμπονέρα παρουσία του συνηγόρου του Καλαμπόκα, Μιχάλη Αρβανίτη, τον σημερινό βουλευτή της Χρυσής Αυγής! Μάλιστα, είχε αποσταλεί σχετικό δελτίο Τύπου το οποίο αναλυτικά ανέφερε:



Από τον Γιώργο Παπανικολάου ως τον Σάκη Ιωαννίδη
Το 2004 εκλέγεται πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ ο Γιώργος Παπανικολάου. Η ΝΔ είναι η κυβέρνηση, η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ είναι καθεστώς στις σχολές. Από την προεδρία του κ. Παπανικολάου έχουμε να θυμόμαστε τους ΔΑΠίτες στις συνελεύσεις κατά το κίνημα του άρθρου 16 (2006-2007), τις απειλές, τους τραμπουκισμούς, το "σπάσιμο" των καταλήψεων με την αρωγή κάποιων που, σύμφωνα με τους αυτόπτες μάρτυρες, ήταν συχνά έμμισθοι μπράβοι. Περισσότερο, όμως, από τον κ. Παπανικολάου θυμόμαστε τα ανοιγμένα κεφάλια άλλων ΟΝΝΕΔιτών και ΔΑΠιτών, όταν έπειτα από την ανάδειξή του στο Ευρωκοινοβούλιο, αρνιόταν να παραδώσει τη θέση του προέδρου της ΟΝΝΕΔ. 'Ετσι, το 2009 στις εκλογές για την ανάδειξη προέδρου της ΔΑΠ Αθήνας, στελέχη της ΔΑΠ τον κατηγορούν μάλιστα ότι έστησε τις κάλπες εν κρυπτώ προκειμένου να εκλέξει για τη γραμματεία της ΔΑΠ Αθήνας δικά του στελέχη. Οι εκλογές μετατρέπονται σε πεδίο μάχης, η κάλπη αλλάζει δωμάτια, ο τότε γραμματέας της ΝΔ Λ. Ζαγορίτης αφήνει να εννοηθεί ότι εγκρίνει τις επιλογές του Παπανικολάου. Ώσπου το 2010 αναλαμβάνει πρόεδρος ο Ανδρέας Παπαμιμίκος, σημερινός γραμματέας της ΝΔ.
Έπειτα από ένα πυκνό διάστημα καταγγελιών για βία, νοθεία, εκβιασμούς, ο κ. Παπαμιμίκος βγήκε πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ σε ένα συνέδριο - υπόδειγμα πολιτικού πολιτισμού και ψυχραιμίας...
Διάσημη είναι η προσυνεδριακή επίθεση που δέχτηκαν στελέχη του Κ. Χατζή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο από το... πρωτοπαλίκαρο του κ. Παπαμιμίκου και τωρινό πρόεδρο της ΟΝΝΕΔ, Σάκη Ιωαννίδη. Η επίθεση πέραν του τραμπουκισμού συνοδεύτηκε από προσωπικές απειλές και λάσπη. Και αυτό είναι μόνο ένα ελάχιστο δείγμα των δράσεων του κ. Παπαμιμίκου, ο οποίος έχει εμπλακεί σε ουκ ολίγα σκάνδαλα από το 2004 (βλ. Ανδρέας Παπαμιμίκος: Ποιος πραγματικά είναι ο νέος γραμματέας της ΝΔ; )
Και ερχόμαστε στον Σάκη Ιωαννίδη, πρωτοπαλίκαρο του Παπαμιμίκου, όπως αναφέραμε και παραπάνω, πρόεδρο της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ και φοιτητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Στο Πάντειο, όπου επί προεδρίας του εμφανίζονταν γυμνασμένοι από τα ΤΕΦΑΑ ΔΑΠίτες για να σπάσουν τις Γενικές Συνελέυσεις του Συλλόγου (μάλιστα, όποτε κάποιος τολμούσε να τονίζει πως οι... τετραώροφοι εκείνοι κύριοι ήταν μέλη άλλου συλλόγου, δεχόταν απειλές). Στο Πάντειο, μάλιστα, στις φοιτητικές εκλογές του 2012, μέλος της ΔΑΠ Παντείου είχε επιτεθεί σε μέλος της Αριστερής Ενότητας, αρπάζοντάς την από τα μαλλιά, επειδή... τόλμησε να διαμαρτυρηθεί για τη νοθεία που έκανε η κυβερνητική παράταξη.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο "καταδικάζουν τη βία" τα μέλη της φοιτητικής παράταξης της Νέας Δημοκρατίας, είναι οι περσινές φοιτητικές εκλογές στο Πολιτικό Τμήμα της Νομικής. Αφού οι υπεύθυνοι της ΔΑΠ έχουν "παγώσει" τη διαδικασία για ώρες, ανησυχούν πως θα πέσουν σε ψήφους και... φλερτάρουν με την κάλπη, η οποία, ωστόσο, δε μετακινείται από το χώρο της καταμέτρησης. Τότε εμφανίστηκαν περί τα δέκα παντελώς άγνωστα άτομα, "φουσκωτοί" και, σύμφωνα με όσα λένε μέλη του συλλόγου, πιθανά οπλισμένοι. Οι ίδιοι δήλωσαν ΔΑΠίτες. Φυσικά, έγινε στο Πολιτικό ό,τι γίνεται σε τόσα άλλα Τμήματα, οι μπράβοι της ΔΑΠ κατέληξαν να χτυπάν μέλη του φοιτητικού Συλλόγου...
Και, τέλος, ένα μικρό παράδειγμα καταδίκης της βίας...
Πηγή: http://left.gr/

Είναι ο Ι.Κ. Πρετεντέρης o "Αρχηγός των χούλιγκαν";

Είναι ο Ι.Κ. Πρετεντέρης o "Αρχηγός των χούλιγκαν";

Όταν ο Βορίδης δικαιολογούσε τη ρατσιστική βία στον Αγ. Παντελεήμονα

Όταν ο Βορίδης δικαιολογούσε τη ρατσιστική βία στον Αγ. Παντελεήμονα

Μπουκάρουν ιδιώτες στα ΑΕΙ, προς γκρέμισμα ο τελευταίος ΟΡΘΙΟΣ Θεσμός της χώρας

Έγιναν οι πρώτες κινήσεις για την εισχώρηση ιδιωτικών συμφερόντων στη δημόσια Παιδεία
Η διαθεσιμότητα των 1.349 διοικητικών υπαλλήλων οκτώ πανεπιστημίων είναι το πρώτο ουσιαστικό βήμα για την ιδιότυπη ιδιωτικοποίησή τους, για την επίσημη εισχώρηση ιδιωτικών συμφερόντων στη Δημόσια Παιδεία, επισημαίνουν πανεπιστημιακοί στο «Ποντίκι», υπογραμμίζοντας ότι η μεθόδευση άρχισε με τον οριζόντιο «ακρωτηριασμό» ιδιαίτερα κρίσιμων τομέων των πανεπιστημιακών σχολών.
Όπως επισημαίνουν, μάλιστα, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι σχεδόν σε όλα τα πανεπιστήμια τα μεταπτυχιακά γίνονται, πλέον, επί πληρωμή, ενώ πρώτη φορά εταιρεία κινητής τηλεφωνίας είναι χορηγός σε σεμινάριο - εργαστήριο!
Σε ιδιώτες η φύλαξη
Αρχικά, με την κατάργηση των θέσεων των φυλάκων στα οκτώ πανεπιστήμια, σε ορισμένα εκ των οποίων καταργήθηκαν όλες οι θέσεις, επιχειρείται η διείσδυση ιδιωτικών εταιρειών φύλαξης (security). Κάτι τέτοιο αναμένεται να γίνει άμεσα, εφόσον υλοποιηθεί τελικώς η διαθεσιμότητα και μπουν στο... ψυγείο οι διοικητικοί υπάλληλοι.
«Μία σχολή με 500 φοιτητές και 50 καθηγητές είναι δύσκολο να φυλαχθεί. Ανοίγουν και κλείνουν 15 με 20 αμφιθέατρα, εργαστήρια και γραφεία της διοίκησης. Η βιβλιοθήκη και τα τρία συγκροτήματα έχουν τέσσερις εξωτερικές πύλες, π.χ. στην Πανεπιστημιούπολη. Καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας ο κόσμος μπαινοβγαίνει, ανοιγοκλείνουν τα αμφιθέατρα, οι φύλακες ελέγχουν τα μηχανήματα, σβήνουν τα φώτα. Είναι μία δημόσια εταιρεία. Αυτό γίνεται όλη μέρα», δήλωσε στο «Π» ο επίκουρος καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ Νίκος Μπελαβίλας, για να προσθέσει ότι «είναι φυσικό επακόλουθο να προσληφθούν άμεσα εταιρείες security προκειμένου να προστατευτεί η δημόσια περιουσία».
Παρομοίως τοποθετείται και ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Πάτρας Γιώργος Παναγιωτάκης, ο οποίος ξεκαθαρίζει πως «δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να ελέγχονται και να φυλάσσονται τα πανεπιστήμια πέραν των ιδιωτικών εταιρειών φύλαξης, που θα υπεισέλθουν άμεσα σε όλα τα ΑΕΙ και ΤΕΙ της χώρας».
Με τους προϋπολογισμούς των πανεπιστημίων να περικόπτονται συνεχώς χρόνο με τον χρόνο, τα πανεπιστήμια για να επιβιώσουν είναι αρκετά πιθανό να αναζητήσουν χορηγούς. Βέβαια, μπορεί κάποια χορηγία να είναι «καλοπροαίρετη», αλλά τι συμβαίνει όταν δεν είναι;
Κατευθυνόμενη έρευνα
«Αν επεμβαίνουν, θα μπορούν να επηρεάζουν τη διοίκηση. Παράδειγμα: Θέλω ένα μεταπτυχιακό πάνω στις ανάγκες μου. Καταλαβαίνετε γενικά πως υπάρχει ώθηση στην αγκαλιά των ιδιωτικών συμφερόντων». Πρακτική που ακολουθείται σε πολλές χώρες του εξωτερικού, όπου μεταπτυχιακά προγράμματα είναι προσαρμοσμένα στις ανάγκες των εταιρειών που τα χρηματοδοτούν. Ταυτόχρονα, επισημαίνει ο Γ. Παναγιωτάκης, «εάν αύριο αναδυθούν και υπάρξουν ιδιωτικά πανεπιστήμια, διευκολύνεται ο ρόλος τους, καθώς θα έχουν απέναντί τους να ανταγωνιστούν ένα αποδυναμωμένο δημόσιο πανεπιστήμιο, όπου μάλιστα θα υπηρετούν εργαζόμενοι και καθηγητές με δύσκολες συνθήκες εργασίας και βέβαια έναν πενιχρό μισθό. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι πολύ εύκολα θα μπορούν να αναζητήσουν προσωπικό και ιδιαίτερα καθηγητικό από τον χώρο του Δημοσίου δίνοντάς του έναν μεγαλύτερο μισθό».
Πρώτο «κρούσμα»... ιδιωτικοποίησης ήταν το Πάντειο Πανεπιστήμιο, στο οποίο μέχρι πρότινος ήταν δωρεάν τα μεταπτυχιακά, αλλά τώρα επιβλήθηκαν δίδακτρα με απόφαση της Συγκλήτου, ενώ σε ένα σεμιναριακού τύπου εργαστήριο της σχολής, που θα λειτουργήσει για 15 μέρες, υπήρξε χορηγία εταιρείας κινητής τηλεφωνίας. Ίσως δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το Πάντειο Πανεπιστήμιο εξαιρείται από τη διαθεσιμότητα...
Στο Πολυτεχνείο, παράλληλα, υπάρχουν θέσεις που δεν γίνεται να αναπληρωθούν. Συγκεκριμένα τα εργαστήρια, τα οποία στήριξαν ολόκληρο το κατασκεύασμα της κοινωνίας της πληροφορικής και τις ψηφιακές δομές.
«Το ΕΜΠ είναι παραγωγός γνώσης. Εταιρείες μαθαίνουν από εμάς τι να κάνουν στους υπολογιστές. Και τώρα έρχονται και καταργούν τα κέντρα δικτύων. Άρα θα έρθουν αυτοί που τους παρέχουμε γνώση να κάνουν τη δουλειά που τους μάθαιναν οι δικοί μας διοικητικοί», λέει χαρακτηριστικά ο Ν. Μπελαβίλας. Επομένως, με την κατάργηση των θέσεων είναι αρκετά πιθανό να εμφανιστεί μία εταιρεία που θα μπορεί να «καλύψει» τις συγκεκριμένες ανάγκες για το ίδρυμα.
Δυο άλλους σοβαρότατους κινδύνους επισημαίνει στο «Π» ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών. Τα πανεπιστημιακά ιδρύματα να υποχρεωθούν από τα πράγματα είτε να απαιτήσουν τη δραστική μείωση του αριθμού των εισακτέων είτε ακόμη και την επιβολή διδάκτρων. Όπως υπογραμμίζει ο Γ. Παναγιωτάκης, αυτή την περίοδο υπάρχει το εξής δίλημμα: Ή θα κλείσεις το πανεπιστήμιο ή θα αναγκαστείς να κάνεις μία σειρά από... εκπτώσεις, «κόψε - ράψε» στο προσωπικό και «αλχημείες» στον ήδη... τσαλακωμένο προϋπολογισμό.
«Με την υπάρχουσα κατάσταση θα πρέπει να απαιτήσεις πολύ πιο δυνατά μειωμένο αριθμό εισακτέων. Αυτό θα αποκτήσει νέα διάσταση. Δεύτερον, θα πρέπει να βρεις νέους τρόπους χρηματοδοτήσεων. Η επιβολή διδάκτρων υπάρχει ως βασική προτεραιότητα. Στο δικό μας πανεπιστήμιο δεν έχει προταθεί ακόμη κάτι τέτοιο, ωστόσο υπάρχουν αρκετές σκέψεις, καθώς δυσκολευόμαστε να επιβιώσουμε», κατέληξε ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Πατρών.
Θατσερική έμπνευση
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ανάδυσης ιδιωτικών συμφερόντων μέσα στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια αποτελούν τα αγγλικά «polytechnics», τα οποία είναι «θατσερική» δημιουργία. Αντίστοιχα με τα δικά μας Τεχνολογικά Ιδρύματα, παρείχαν και εξακολουθούν να παρέχουν δημόσιο έργο στη χώρα τους, αλλά δημιουργούν Ανώνυμες Εταιρείες που ιδρύουν στις χώρες του Νότου, όπως η Ελλάδα, τεχνικές σχολές χαμηλής ποιότητας, οι οποίες προσφέρουν πτυχία που δεν αναγνωρίζονται.
Έτσι επί της ουσίας δημιουργείται μία εταιρεία που έχει στόχο μόνο το κέρδος από αυτή τη δραστηριότητα, αλλά δεν επιδιώκει ούτε εμβάθυνση στην εκπαίδευση ούτε στην έρευνα. Τα αγγλικά «polytechnics» μπορεί κάλλιστα να τα συναντήσει κανείς υπό τη μορφή των σημερινών ιδιωτικών κολεγίων, καθώς, όπως αναφέρουν πληροφορίες του «Π», κανένα πανεπιστήμιο του εξωτερικού δεν έχει κανονικό παράρτημα στη χώρα μας, καθώς όλα είναι... θυγατρικές που αποσκοπούν στο κέρδος.
«Είναι παραλλαγές που προβάλλουν πανεπιστημιακή δομή, ενώ στην ουσία δεν έχουν. Όσο πιο κακής ποιότητας είναι, τόσο υψηλότερης έντασης προβολή επιδιώκουν. Παραδείγματος χάρη καλούν μεγάλα ονόματα, όπως δικούς μας πρυτάνεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο κ. Γέμτος, παλαιός πρύτανης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος κάποτε μας εγκαλούσε να ανοίξουμε τα πανεπιστήμια», μας είπε ο Νίκος Μπελαβίλας.

Πιο ακριβές οι εταιρείες καθαρισμού
Η πρώτη εφαρμογή της ιδιότυπης ιδιωτικοποίησης έγινε στα πανεπιστήμια με την ανάληψη της καθαριότητας από ιδιωτικές εταιρείες και την απόλυση των υπαλλήλων που είχαν προσληφθεί ως μόνιμες καθαρίστριες. Η πρακτική έδειξε ότι στον τομέα αυτόν το αποτέλεσμα ήταν να ανέβει το κόστος. Λόγου χάρη στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο ο καθαρισμός κοστίζει γύρω στα 13.000 ευρώ τον μήνα, ποσό πολύ μεγαλύτερο από αυτό που κατέβαλλε το Δημόσιο. Και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο το κόστος καθαρισμού ανήλθε σε ασύλληπτα επίπεδα με την ιδιωτικοποίηση της υπηρεσίας καθαριότητας.
Επισημαίνεται ότι οι λεγόμενοι «εργολάβοι» προσλαμβάνουν ως επί το πλείστον εργαζομένους με πενιχρό μεροκάματο, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι μετανάστες που ζουν στην εξαθλίωση με μισθούς κάτω και από αυτούς που ονομάζουμε «πείνας».

Συγκυβέρνηση και... ΜΜΕ μας αφήνουν χωρίς γάλα, πετρέλαιο, μηχανήματα…

“ Τα τελευταία 24ωρα, σειρά Ευρωπαίων και όχι μόνο παραγόντων, «αδειάζουν» την ελληνική κυβέρνηση, η οποία ισχυρίζεται ότι δε θα υπάρξει άλλο μνημόνιο και άλλα δημοσιονομικά μέτρα σε βάρος του ελληνικού λαού. ”
 
Του Κώστα Καπνίση 
 
Αποσβολωμένοι, όσοι παρακολουθούν το επικοινωνιακό παιγνίδι των τελευταίων ημερών, σε ότι αφορά την συγκυβέρνηση και τα μνημονιακά παπαγαλάκια των ΜΜΕ. «Καλά τα λέει ο Σαμαράς, δεν πάει άλλο», λένε. «Ο Σαμαράς χτυπά το χέρι στο τραπέζι», ισχυρίζονται κάποιοι άλλοι. Εντάξει, το γέλιο μπορεί να είναι το ζητούμενο στη σημερινή εποχή, καθώς τα θλιβερά απομεινάρια που κυβερνούν, το έχουν στερήσει από τον ελληνικό λαό, αλλά όλα έχουν και ένα όριο.

Η αντίληψη που επικρατεί στους λεγόμενους «μεγαλοδημοσιογράφους», είναι ότι απευθύνονται σε ανθρώπους χαμηλής νοημοσύνης. Χαμηλότερης από την δική τους τουλάχιστον. Έτσι πιστεύουν και το δείχνουν κιόλας. Υπάρχει αλήθεια κάποιος, ο οποίος ξεχνά τι ακριβώς προηγήθηκε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου του 2012; Αν επικρατούσε ο ΣΥΡΙΖΑ, κατά την χουλιγκάνικη άποψή τους, η χώρα θα βυθιζόταν στο χάος. Κι όμως οι θέσεις του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έτσι τα έφερε η μοίρα, δικαιώθηκαν πλήρως.

Η συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, είναι αυτή που έφερε την ολοκληρωτική καταστροφή της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Την ίδια στιγμή, για κάποιον που θέλει πραγματικά να ενημερώνεται σωστά, από ελάχιστα ντόπια ΜΜΕ, αλλά κυρίως διεθνή δίκτυα, τα οποία δε χαρίζονται στις κυβερνήσεις τους, τούτη η συγκυβέρνηση, αλλά κυρίως η χώρα, διασύρεται και απομονώνεται διεθνώς μέρα με την ημέρα. Την αρχή έκανε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Μάρτιν Σουλτς, ο οποίος πριν από λίγες μέρες, επιβεβαίωσε πλήρως τις απόψεις του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα, λέγοντας ότι οι Ευρωπαίοι εξετάζουν σοβαρά τις προτάσεις του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Τα τελευταία 24ωρα, σειρά Ευρωπαίων και όχι μόνο παραγόντων, «αδειάζουν» την ελληνική κυβέρνηση, η οποία ισχυρίζεται ότι δε θα υπάρξει άλλο μνημόνιο και άλλα δημοσιονομικά μέτρα σε βάρος του ελληνικού λαού. Όλι Ρεν, Γιόργκ Άσμουσεν, η ίδια η Bundesbank, η οποία ζητά την παραμονή του ΔΝΤ, στην Ευρώπη γιατί της αρέσουν τα προγράμματά του, αλλά και αρκετοί ακόμα, οι οποίοι είναι υπερασπιστές και θιασώτες των νεοφιλελεύθερων συνταγών, δείχνουν με τη στάση τους και τα λεγόμενά τους, ότι έχουν σκοπό να συνεχίσουν να καταστρέφουν όχι μόνο τον ευρωπαϊκό Νότο, αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη προς όφελος των απανταχού πιστωτών και δανειστών. Αυτή είναι μάλλον η στιγμή, που διαλέγει η ετοιμόρροπη συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου να περάσει στην «αντεπίθεση». Παράλληλα, δημοσιεύματα που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, μιλούν για προειδοποίηση των Κ.Ο. ΝΔ –ΠΑΣΟΚ ότι δε θα ψηφίσουν άλλα μέτρα, αλλά δέχονται να εφαρμοστούν τα ήδη ψηφισθέντα. Την ίδια στιγμή, προσπαθούν να τα φορτώσουν όλα στον Γιάννη Στουρνάρα. Συνήθης πρακτική σε τούτη τη χώρα. Κι όμως, ο υπουργός Οικονομικών, είναι σε απόλυτη συνεννόηση με τον Αντώνη Σαμαρά και τον Ευάγγελο Βενιζέλο.

Όποιο τέχνασμα κι αν επινοήσουν, δεν πρόκειται να γίνουν πιστευτοί για έναν πολύ απλό λόγο. Έχουν βάλει όλοι τις υπογραφές τους. Το παραμύθι του «χτυπήματος του χεριού στο τραπέζι», είναι άλλο ένα επικοινωνιακό παιγνίδι. Αν πάλι δεν είναι τότε είναι ακόμα πιο επικίνδυνα τα πράγματα. Αυτό προκύπτει από τον εξής πολύ απλό συλλογισμό. Οι Ευρωπαίοι, αλλά και η τρόικα γενικότερα, δεν πρόκειται να δεχτούν «παιγνιδάκια» από αυτούς, οι οποίοι τους άκουγαν και τους υπηρετούσαν πιστά μέχρι σήμερα, εφαρμόζοντας κατά γράμμα τις εντολές των δανειστών. Το ακόμα χειρότερο είναι ότι οι πρόσφατες εξελίξεις φανερώνουν με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ότι η κυβέρνηση Σαμαρά, δεν διαπραγματεύτηκε ποτέ, έστω κι αν ο ελληνικός λαός την ψήφισε για αν το κάνει. Τώρα λοιπόν που ο Σαμαράς έφαγε «πόρτα» στην προσπάθειά του όχι για να μην παρθούν άλλα μέτρα, αλλά για να μην ανακοινωθούν τώρα, το γύρισε στο «αντάρτικο». Όπου να ‘ναι θα γίνει και επίκληση της πατρίδας. Το γύρισε ο Σαμαράς, το γύρισαν και τα ΜΜΕ. «Δε θα ανεχτούμε άλλο αυτή την κατάσταση», λένε, λίγο πριν κηρύξουν την «επιστράτευση». Τραγικοί, είναι ο πιο επιεικής χαρακτηρισμός. Μόνο θλίψη για τη κατάντια μιας ετοιμόρροπης κυβέρνησης και πλήρως αναξιόπιστων ΜΜΕ από την άλλη.

Το «ΠΑΣΟΚ» του Ευάγγελου Βενιζέλου, προσπαθεί να αποφύγει τον αφανισμό του, με «κινήσεις» τύπου «58», «75» και άλλων τέτοιων «χαριτωμενιών». Ο Αντώνης Σαμαράς πάλι, παγιδευμένος στο ακροδεξιό περιβάλλον που τον περιτριγυρίζει, προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με τους καραμανλικούς, οι οποίοι σιγά –σιγά του δείχνουν την έξοδο. Αυτή είναι η συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, η οποία κρατά στα χέρια της και ορίζει τις τύχες του ελληνικού λαού. Αυτά και τα ΜΜΕ, τα οποία την στηρίζουν μαζί με μια βλαχομπαρόκ «ελίτ». Αυτοί κατατρομοκράτησαν την Ελλάδα πέρσι την άνοιξη μιλώντας για έλλειψη τροφίμων στα ράφια, γάλα, πετρέλαιο, μηχανήματα, σπίτια που θα έπαιρναν οι «κομμουνιστές». Ενάμιση χρόνο μετά, η αλήθεια είναι πια ξεκάθαρη μπροστά στα μάτια όλων.

Η λύση είναι οι εκλογές, προκειμένου να βγει μια κυβέρνηση, η οποία θα υπερασπιστεί το συμφέρον της χώρας και του ελληνικού λαού με μια αληθινή και έντιμη διαπραγμάτευση. Αλλιώς, υπάρχει πράγματι ο κίνδυνος, οι Ευρωπαίοι να «τραβήξουν το χαλί» αυτής της κυβέρνησης και η χώρα να οδηγηθεί στο να μην έχει τα βασικά για να επιβιώσει…
 
periodista
 

Γ. Κατρούγκαλος: Αητός ανάμεσα σε ύαινες και κοράκια

Γράφει η Τ. Γ.

Ο άγγλος  πολιτικός  Τζον Σέλντεν είχε  πει ότι  «Οι συλλαβές  κυβερνούν τον κόσμο». Ο Τζόναθαν Κοου στο εξαιρετικό βιβλίο του «Οι λέσχη των Τιποτένιων» γράφει ότι «ο άνθρωπος επηρεάζεται περισσότερο απ την γλώσσα παρά από τα γεγονότα της πραγματικότητας που τον περιβάλουν». 

Έχοντας  πλήρη επίγνωση της σπουδαιότητας αυτών των διαπιστώσεων η άρχουσα τάξη χρησιμοποιεί την  γλώσσα κατά το δοκούν αλλοιώνοντας και φθείροντας έννοιες, εφευρίσκοντας χαρακτηρισμούς,  παρουσιάζοντας το μαύρο άσπρο,  την νύχτα μέρα,  την ανομία σαν νομιμότητα,  σε ένα λαό - θεατή ενός έργου παραλογισμού και ψεύδους.

Βομβαρδιζόμενοι νυχθημερόν από ένα πλήθος, ηγεμονίσκων, παπαγάλων και σφουγγοκωλάριων, καλούμαστε να αποδεχτούμε την θεωρία των δυο άκρων όπου η θρασύδειλη εγκληματική ανεγκέφαλη ναζιστική συμμορία εξισώνεται με τους περήφανους  αγωνιστές της Χαλκιδικής οι οποίοι δίνοντάς μας μαθήματα αλληλεγγύης και αξιοπρέπειας παλεύουν να σώσουν το τόπο και τις ζωές τους.

Στο ίδιο μήκος κύματος οι έχοντες-κατέχοντες και τα τσιράκια τους μας καλούν να καταδικάσουμε την βία απ’ όπου και αν προέρχεται.  Με κύριο όπλο τους και πάλι τη  γλώσσα και χρησιμοποιώντας τα ΜΜΕ προσπαθούν να μας πείσουν ότι βία είναι κάθε μορφή αντίστασης στις εφαρμοζόμενες  εξοντωτικές πολιτικές και κάθε μορφή αγώνα στα πλαίσια διεκδίκησης αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Ενδεικτικό παράδειγμα των προαναφερθέντων η ανατροπή του Πρετεντέρη.  Όαση στην χθεσινή εκπομπή η παρουσία του καθηγητή Κατρούγκαλου που με απόλυτο ψύχραιμο τρόπο έθεσε τα γεγονότα και τις καταστάσεις στην σωστή τους βάση.  Δάσκαλος με την πραγματική έννοια του όρου και η γενικότερη στάση του παράδειγμα προς μίμηση. Αητός ανάμεσα σε ύαινες και κοράκια φώτισε και ομόρφυνε το βράδυ μας.

Τον ευχαριστούμε από καρδιάς,

ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ

Αναμορφωθείτε δημοκρατικά. Βλέπετε Ανατροπή.

 από 

Untitled-1

Με προβλημάτισε πολύ η χθεσινή κουβέντα που είχε ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Γιώργος Κατρούγκαλος στην εκπομπή Ανατροπή του Γιάννη Κ. Πρετεντέρη (βίντεο) με σφοδρούς οπαδούς της αστικής δημοκρατίας, πολλοί εκ των οποίον μάλιστα ανήκουν στο χώρο της κεντροαριστεράς, ή έστω έχουν δώσει (ενίοτε με την πολύτιμη βοήθεια μπράβων, κατά τα φαινόμενα) σπουδαίες μάχες κατά του φοιτητικού αληταριού που επιμένει να διεκδικεί το δικαίωμα της συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων για ζητήματα παιδείας. Όπως πολύ σωστά παρατήρησε η συγγραφέας Σώτη Τριανταφύλλου, πίσω από τη φαινομενική ψυχραιμία του καθηγητή κρύβεται μία αήθης συμπεριφορά.  Επειδή όμως δε θα ήθελα ποτέ να εισπράξω παρόμοιους χαρακτηρισμούς από ένα τόσο προοδευτικό πνεύμα, νιώθω την ανάγκη να μοιραστώ μαζί σας τα συμπεράσματά μου από την πολύ διδακτική συζήτηση που παρακολούθησα. Ελπίζω να σας προβληματίσουν:

- Δημοκρατία ονομάζεται το καθεστώς κατά το οποίο κάθε εξουσία πηγάζει από το λαό, όπως ορίζει και το σύνταγμά μας. Αυτό σημαίνει ότι δίνεται στο λαό το δικαίωμα  να επιλέγει κάθε 4 χρόνια τα πρόσωπα που θα τον κυβερνήσουν. Στη συνέχεια αυτά τα πρόσωπα επιλέγουν ποιά πολιτική θα ακολουθήσουν. Αν αυτή η πολιτική δεν αρέσει στο λαό, ή αν για κάποιο περίεργο λόγο, ο λαός είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι οι κυβερνήτες του θα έκαναν άλλα πράγματα, δεν έχει παρά να δοκιμάσει να ψηφίσει άλλο κόμμα μετά από 4 χρόνια, Στο μεσοδιάστημα, κάθε έκφραση της αντίθεσής του λαού στην κυβερνητική πολιτική προσκρούει σε μία σειρά από νόμους που, δε λέω, μπορεί να είναι και αντισυνταγματικοί, αλλά αυτό δεν είναι δουλειά της κοινωνίας να το κρίνει γιατί εξάλλου δεν υπάρχει κοινωνία. Δεν είναι δουλειά κανενός να το κρίνει, για την ακρίβεια.

- Αν θεωρείς άδικο ένα νόμο, δεν απαιτείς να αλλάξει, αλλά κάνεις υπομονή και ψηφίζεις κάποιον που λέει ότι θα τον αλλάξει. Αν τελικά δεν το κάνει, δοκίμασε να ψηφίσεις κάποιον άλλο μετά από τέσσερα χρόνια. Αν στο μεταξύ ψοφήσεις εξαιτίας αυτού του νόμου, τι να κάνουμε, έτσι είναι η δημοκρατία κι αν δε σ’αρέσει να πας να ταφείς στη Βόρεια Κορέα, παλιοκουμμούνι.

- Πρέπει όλοι να καταδικάσουμε την ανομία. Ανομία είναι η εξωθεσμική παραβίαση των νόμων κι όχι η παραβίαση των νόμων γενικά, όπως πιστεύεται ευρέως. Για παράδειγμα, η Αμυγδαλέζα αποτελεί ξεκάθαρη παρανομία, αλλά είναι θεσμική, οπότε δεν είναι δυνατό να ενοχλεί ένα νομοταγή πολίτη. Παρομοίως, η βία είναι καταδικαστέα απ’όπου κι αν προέρχεται χωρίς αστερίσκους. Ένας από αυτούς τους αστερίσκους είναι ότι το κράτος πρέπει να έχει το μονοπώλιο στη βία. Κάτι που αναμφίβολα πίστευε κι ο Επαμεινώνδας Κορκονέας. Η βία λοιπόν είναι καταδικαστέα όταν δεν ασκείται από το κράτος. Το κυνήγι μεταναστών από Χρυσαυγίτες, θα μπορούσε να γίνεται θεσμικά, από όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας, για παράδειγμα. Στις ελάχιστες περιπτώσεις όπου εκφράζεται κάποια υπόννοια ότι υπήρξε κάποια αδικία κατά τη χορήγηση της δόσης νόμιμης βίας που αναλογεί σε κάποιον πολίτη, αυτός μπορεί να αναζητήσει το δίκιο του στη δικαιοσύνη, εφόσον επιζήσει. Συνεπώς, η δικαιολόγηση άλλων μορφών βίας και ανομίας, όπως το συμβολικό γιαούρτωμα, η άμυνα, η αντίδραση σε μεγαλύτερης βαρύτητας παρανομία κλπ, αποτελεί αριστερίστικο λαϊκισμό.

- Είναι ανόητα και εκτός τόπου και χρόνου επιχειρήματα όπως ότι κι η απεργία αρχικά ήταν παράνομη, αλλά νομιμοποιήθηκε ακριβώς επειδή οι εργαζόμενοι αψηφούσαν τον άδικο νόμο κι ας έπεφταν νεκροί, με αποτέλεσμα να τον καταργήσουν στην πράξη. Δεν έχει καμία σημασία ότι στο παρελθόν, κάθε δείγμα κοινωνικής προόδου ταυτίστηκε με την ανυπακοή σε άδικους νόμους. Αυτά συνέβαιναν παλιά, τώρα το κράτος δικαίου έχει αγγίξει την τελειότητα. Καμία ανυπακοή στους νόμους δεν είναι πλέον θεμιτή. Αν κάποιος βγάλει ένα πιστόλι και κινηθεί απειλητικά προς τον Πρετεντέρη την ώρα που αυτός περιμένει στο φανάρι, ο δημοσιογράφος δε θα φύγει με κόκκινο γιατί δεν μπορεί να υπάρξει καμία δικαιολογία για όποιον κατρακυλά στην ανομία.

Ευχαριστώ το Γιάννη Πρετεντέρη για την επιμορφωτική συζήτητη που οργάνωσε, αλλά και τη ΝΔ που όχι μόνο διαφωνεί με τον καθηγητή, αλλά και θεωρεί φυσικό να καταγγέλει δημόσια τις μη-ακροδεξιές απόψεις του.

Ανανήψας CrippleHorse

Έχω μπερδευτεί

Η βία γεννά βία, αλλά
η βία είναι η μαμή της Ιστορίας, ωστόσο
η μόνη νόμιμη βία είναι η κρατική βία, όμως όλοι
καταδικάζουν τη βία από όπου κι αν προέρχεται, ενώ
σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.

Βία το γιαούρτι, βία και το μαχαίρι,
βία η διαδήλωση, βία και το γυρισμένο κλομπ στο χέρι.

Βία οι ναζί που βγαίνουν έξω για να σφάξουν,
βία και οι χαζοί που με φωνές προσπαθούν κάτι να αλλάξουν.

Μόνο η ανεργία δεν είναι βία κι η ανασφάλεια,
το σπίτι που παίρνει η τράπεζα και το φαγητό που δεν φτάνει,
το κυνηγητό με τους ελεγκτές και την εφορία.

Βία δεν είναι η μια στιγμή ηρεμίας που χάθηκε,
μαζί με τις ζωές που δεν άντεξαν και βούτηξαν στο κενό.

Βία δεν είναι η φωτιά στα όνειρα και τα πτυχία,
δεν είναι η μετανάστευση και η κατάθλιψη.

Με Βία δεν γίνεται Ζωή. Αυτή η Ζωή όμως δεν είναι Βία;

rebeliskos

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Μάθημα δικαίου και ψυχραιμίας από τον Γ.Κατρούγκαλο

Αντιμέτωπος σχεδόν με το σύνολο του πάνελ που είχε στήσει το Mega για να προωθήσει τη θεωρία των δυο άκρων και την «καταδίκη της βίας απ’όπου και αν προέρχεται» βρέθηκε ο συνταγματολόγος Γ.Κατρούγκαλος.
 Χωρίς να χάσει ούτε στιγμή την ψυχραιμία του, παρ’ όλο το λεκτικό λιντσάρισμα που επιχειρήθηκε απ’ όλους σχεδόν τους καλεσμένους της εκπομπής πρωτοστατούντος του παρουσιαστή της, ο Γ. Κατρούγκαλος, Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, με εντελώς μειλίχιο τρόπο και τεκμηριωμένα επιχειρήματα έβαλε τα πράγματα στην θέση τους σχετικά με όλη αυτή την μπουρδολογία που ακούμε αυτές της μέρες για την βία.

Το βίντεο που παραθέτουμε είναι σχετικά μεγάλο –διαρκεί 15 λεπτά- αλλά αξίζει πιστεύουμε να το παρακολουθήσετε και πάνω απ΄ όλα να «θαυμάσετε» την αντίδραση που εισέπραξε από «διανοούμενος» αλλά και από τον Μιχελάκη της Ν.Δ όπως και από τον Πάγκαλο.

Σε εμφανή αμηχανία ο Πρετεντέρης συνεργούσε ώστε ο Γ. Κατρούγκαλος να μην μπορεί να ολοκληρώσει την άποψη του, επιτρέποντας να τον διακόπτουν συνέχεια.
 Οι απαντήσεις του αποτελούν μάθημα για κάθε πολίτη.
 τα κύρια σημεία

~ Πρώτα από όλα πρέπει να αποφύγουμε τον εννοιολογικό αχταρμά να χρησιμοποιούμε τον ίδιο όρο “βία”, για την δολοφονική επέμβαση της Χρυσής Αυγής στην καθημερινή ζωή της χώρας, τη δολοφονία του Πάυλου Φύσσα, για το γιαούρτωμα του κ. Πάγκαλου και για μία μαχητική διαδήλωση. Αυτά τα τρία πράγματα δεν είναι ούτε φαινομενολογικά ούτε από πλευράς ουσίας ίδια. Λέω το αυτονόητο, ότι το μαχαίρωμα του Παύλου Φύσσα δεν είναι της ίδιας τάξης μέγεθος με τη συμβολική βία που μπορεί να έχει το γιαούρτωμα ενός πολιτικού και πολύ περισσότερο μία μαχητική διαδήλωση.

~ Να θυμίσω ότι το ίδιο το Σύνταγμά μας επιβάλλει ή επιτρέπει τη βία όταν για παράδειγμα επιχειρείται κατάλυση του πολιτεύματος. Επίσης, το ίδιο το Σύνταγμά μας επιτρέπει την ανυπακοή στους νόμους που δεν είναι σύμφωνοι με το Σύνταγμα.

~ Γιατί λέμε ότι καταδικάζουμε τη βία από όπου και αν προέρχεται; Δεν είναι βία η νομιμοποιημένη βία της αστυνομίας όταν διαλύει με χημικά μία διαδήλωση; Άρα, όταν λέμε ότι καταδικάζουμε τη βία από όπου και αν προέρχεται, έχουμε εξαιρέσεις.

~ Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο “βία” για αυτό που γίνεται στο πανεπιστήμιο ή όταν έχουμε μία μαχητική διαδήλωση, εκεί κάνουμε μία ιδεολογική αλχημεία. Βαφτίζουμε “βία” την έκφραση ενός δικαιώματος, δηλαδή το να αντιστεκόμαστε στην καταπίεση.
Οι περισσότεροι από το πάνελ είναι φυσικά γνωστοί στο ευρύ κοινό και δεν χρειάζονται συστάσεις. Σκεφτήκαμε όμως να θυμίσουμε δυο καταγγελίες που είχαν γίνει για τον πρώην πρύτανη του Πολυτεχνείου Κρήτης με τίτλο Ο πρ. πρύτανης Γρυσπολάκης ξανακτυπά με τους μπράβους του στο Πολ. Κρήτης
Επίσης ένα κείμενο που έδειχνε ότι και ο ίδιος μπορεί να κατηγορηθεί για όσα σήμερα καταμαρτυρά στους αντιπάλους του μας έρχεται από το 1998 και την εφημερίδα Κύρηκας.  «Μια χούφτα χουλιγκάνων μ’ επικεφαλής τον καθηγητή Γρυσπολάκη έκανε γυαλιά-καρφιά πάλι το Πολυτεχνείο…Πέντε καθηγητές (μέλη ΔΕΠ) σε αγαστή συνεργασία ορμούν και μπουκάρουν. Διακρίνεται ο τωρινός [2000] αντιπρύτανης και πανταχού παρών στις τότε κινητοποιήσεις κ. Γρυσπολάκης. Κάνει την εμφάνισή του την κατάλληλη στιγμή για να δρέψει τις δάφνες του αγωνιστή. »
 Πηγή Video: tsak-giorgis.blogspot.gr/

Όταν ο Πρετεντέρης πέταγε μπουκάλια σε διαιτητές και έλεγε ότι αυτή η βία είναι «εθιμική»

Ποιος δεν θυμάται άραγε τον δημοσιογράφο... υπέρμαχο της "θεωρίας των δύο άκρων" και... σφοδρό πολέμιο της βίας Γιάννη Πρετεντέρη τον Ιανουάριο του 1997, μετά τη λήξη του αγώνα του Παναθηναϊκού με τον Άρη να εκσφενδονίζει στον διαιτητή ένα μπουκάλι με νερό;

Διαβάστε τώρα πως είχε απαντήσει ο κ. Πρετεντέρης για το περιστατικό «Eνα ολόκληρο γήπεδο κόχλαζε, φώναζε και πέταγε μπουκάλια εκείνη τη στιγμή. Eύλογο είναι κι' εσύ ν' αντιδράσεις με τον ίδιο τρόπο... εθιμικά. Δεν καταλαβαίνω γιατί γίνεται θέμα. Οποιος δεν έχει πάει γήπεδο, δεν μπορεί να καταλάβει τι συμβαίνει αυτές τις στιγμές. Οταν νιώθεις ότι αδικείσαι, αντιδράς με όποιον τρόπο βρίσκεις πρόσφορο εκείνη τη στιγμή». 

Σήμερα, ο Πρετεντέρης τα "γυρνάει". Στην χθεσινή του εκπομπή, στην ψύχραιμη και επιστημονικά τεκμηριωμένη άποψη περί βίας, ο Γιάννης Πρετεντέρης, εν μέσω κραυγών από απαξιωμένα πρόσωπα όπως ο Πάγκαλος και η Σώτη Τριανταφύλλου, αναφερόμενος στα όσα είπε ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου κ. Γιώργος Κατρούγκαλος αντέδρασε κάνοντας λόγο για "νόμο της Ζούγκλας", όχι βέβαια σε ότι αφορά στον χώρο που γνωρίζει καλά, όπως είναι τα γήπεδα, αλλά για τους κοινωνικούς αγώνες και την αντίδραση της κοινωνίας σε επιβαλλόμενες επιβλαβείς πολιτικές για το κοινωνικό σύνολο.

Δείτε το βίντεο με την "εθιμική βία" του κυρίου Πρετεντέρη  και ο κάθε ένας ας βγάλει τα συμπεράσματά του.



 



Απ’ τις δηλώσεις «αποκήρυξης του κομμουνισμού και των παραφυάδων αυτού» στις δηλώσεις «αποδοκιμασίας»

του Γ. Γ.

Απ’ τις δηλώσεις «αποκήρυξης του κομμουνισμού και των παραφυάδων αυτού» της μονορχοφασιστικής δεξιάς περασμένων δεκαετιών, περάσαμε στις δηλώσεις «αποδοκιμασίας» που ζητάει σήμερα το ακροδεξιό επικοινωνιακό επιτελείο της Ν.Δ.

Ο καθαρός επιστημονικά εμπεριστατωμένως λόγος του καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Γιώργου Κατρούγκαλου, στην τηλεοπτική εκπομπή του Γιάννη Πρετεντέρη ενεργοποίησε τα άκρως συντηρητικά αντανακλαστικά του δεξιού κόμματος.

Δελτίο Τύπου της Ν.Δ αναφέρει:

«Η χθεσινή παρέμβαση του κ. Κατρούγκαλου και τα όσα υποστήριξε για τη βία, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχεται και διακινεί τη θεωρία της καλής και κακής βίας. Μια θεωρία που τροφοδοτεί την εξτρεμιστική βία, διχάζει την κοινωνία και οδηγεί στο χάος. Έφτασε ο κ. Κατρούγκαλος στο σημείο να δικαιολογεί προπηλακισμούς, καταλήψεις δημοσίων κτηρίων και ομηρίες καθηγητών.
Καλούμε τον κ. Τσίπρα, εδώ και τώρα, να αποδοκιμάσει ευθέως τις δηλώσεις αυτές και να ξεκαθαρίσει τη θέση του».

Δεν μου βγάζετε απ’ το μυαλό ότι αρκετά στοιχεία στον στενό επιτελείο του Σαμαρά ονειρεύονται «Νέο Παρθενώνα» όπως αποκαλούσε το κολαστήριο της Μακρονήσου, -όπου μαρτύρησαν χιλιάδες κομμουνιστές- ο  παλιός ηγέτης της δεξιάς Π. Κανελλόπουλος. 

ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ

Η γλώσσα των χρυσαυγιτών…και η θεοποίηση του πέους !!!

Άφωνες μένουμε αυτές τις μέρες με τις «συνομιλίες» μεταξύ Χρυσαυγιτών, που είναι προϊόν παράνομων στις περισσότερες περιπτώσεις παρακολουθήσεων, για λόγους «εθνικής ασφάλειας», χωρίς αυτό να εμποδίζει την διάθεσή τους στην τηλεοπτική αρένα. Βέβαια, η εθνική ασφάλεια είναι υπόθεση όλων των Ελλήνων και των Ελληνίδων, επομένως…ουδέν μεμπτόν.

Της Σίσσυς Βωβού

Όλοι και όλες πρέπει να γνωρίζουμε. Τόσο σεβασμό της δεοντολογίας έχουμε να θυμηθούμε από την εποχή της 17 Νοέμβρη, όπου εφημερίδες και κανάλια γνώριζαν τις δικογραφίες και έβγαζαν στη γύρα κάθε ανακριτικό υλικό πριν καλά καλά στεγνώσει το μελάνι του εκτυπωτή που το τύπωνε. Κι αυτό δημοκρατικό, κι αυτό διαφάνεια. Ποιος δίνει προς τα έξω απαγορευμένα υλικά, δεν το έχουμε μάθει γιατί υπάρχει το δημοσιογραφικό απόρρητο. Έτσι, το πάρτι των καναλιών, που ευτυχώς διακόπτεται συχνά για τις «απαραίτητες» διαφημίσεις, συνεχίζει. Η ώρα η καλή.

Αφού θέλαμε δεν θέλαμε ακούσαμε τις συνομιλίες, έχουμε μείνει άφωνες με το υψηλό πολιτιστικό τους επίπεδο. Η λέξη που κυριαρχεί, σύμφωνα με δική μας μέτρηση, είναι το γαμήσι, που το παρακολουθούμε να εκφέρεται σε όλες τις κλίσεις και σε όλες τις εγκλίσεις. Μάθαμε στη γραμματική την ενεργητική φωνή, που στην προκειμένη είναι «θα τους γαμίσουμε». Στην παθητική φωνή είναι «γαμιόμαστε» ή «δεν γαμιόμαστε». Το συνολάκι συμπληρώνεται με τον απαξιωτικό χαρακτηρισμό «μουνιά» που είναι αυτοί, οι εχθροί, ή «μουνάκια» που εμείς είμαστε ή δεν είμαστε.

Η ανδρική σεξουαλικότητα λοιπόν μετατρέπεται σε επιθετική πράξη, τιμωρητική πράξη, πράξη βίας και εκδίκησης, ταπείνωσης, απαξίωσης, ή αντίθετα υπερηφάνειας, ανάλογα με τα συμφραζόμενα. Όχι ότι αυτού του είδους τον πολιτικό λόγο τον ακούμε για πρώτη φορά, μια και δεν ζούμε στον Άρη. Απλώς, με τη συχνότητα που ακούγεται, δημιουργεί ολόκληρο «πολιτισμό», ολόκληρη «πολιτική θεωρία», τη θεωρία που συνδέει ή και ταυτίζει ή και αναπαριστά τη φασιστική βία με τη σεξουαλική βία, που καταδεικνύει με τρόπο «κατανοητό» γι’ αυτούς που την εκφέρουν και για την μετάδοση των μηνυμάτων ότι η μόνη τιμωρία ή έπαινος είναι η βίαιη σεξουαλικότητα.

Κι εμείς που θεωρούμε τη σεξουαλικότητα ανάγκη, απόλαυση, έκφραση, τη βλέπουμε να μετατρέπεται σε πολιτικό όπλο που δηλητηριάζει τα μυαλά, καλλιεργεί «κουλτούρα», ετοιμάζει το πνεύμα και το σώμα για την έμφυλη βία, για την απαξίωση των γυναικών και των σεξουαλικά «μη κανονικών», βλέπουμε και ακούμε τη θεοποίηση του πέους που έχει αναλάβει μονοπωλιακά όλη την πολιτική αντιπαράθεση και τον πολιτικό αγώνα.

Αν πούμε ότι τέτοιου είδους νοοτροπίες και αντιπαραθέσεις τις ακούμε πρώτη φορά, ή αν πούμε ότι τις ακούμε μόνο από Χρυσαυγίτες, αυτό θα είναι ψέμα. Ο σεξισμός ως τρόπος σκέψης είναι βαθιά ριζωμένος, και όσο δεν εκλείπει ή έστω φθίνει, τόσο θα αναπαράγεται η «κατωτερότητα» των γυναικών ως όντων. Εξάλλου αυτού του είδους σεξουαλική επιθετικότητα βασίζεται ακριβώς στην «κατωτερότητα» των γυναικών, την οποία και ουσιαστικά επαναβεβαιώνει. Κατωτερότητα αποκρουστική, μειωτική, αποκηρυκτέα: «είσαι άντρας ρε;» «αυτό είναι άνανδρο», «άνανδρη δολοφονία», «ανδρώθηκε το κίνημα»… Η μετατροπή όμως αυτού του σεξισμού σε πολιτική θεωρία, κάτι που αναπτύσσεται ιδιαίτερα σε περιόδους έντονων συγκρούσεων και μιλιταρισμού και πολύ περισσότερο σε πολέμους, όπου ο μιλιταρισμός κυριαρχεί και θεωρείται αρετή, είναι ποιοτικά, ίσως διαφορετικό, μια και η ποσότητα μετατρέπει αυτό το σεξιστικό λόγο από συμπληρωματικό σε κυρίαρχο.

Σήμερα ζούμε αυτή τη στιγμή, με τον «πολιτισμό» των Χρυσαυγιτών να παρελαύνει στα κανάλια κυρίως μέσα από τις απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες, σήμερα επαναβεβαιώνουμε το δικό μας πολιτισμό, με στόχο την πλήρη εξάλειψη αυτού του ναζιστικού φαινομένου και των σάπιων αξιών που το εμπνέουν.

paganeli