Η απώτερη αιτία της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης (οικονομικής, οικολογικής, πολιτικής, κοινωνικής, πολιτισμικής) είναι η συγκέντρωση εξουσίας/δύναμης στα χέρια διαφόρων ελίτ την οποία παράγει και αναπαράγει η δυναμική του συστήματος της οικονομίας της αγοράς (στη σημερινή διεθνοποιημένη μορφή του) και το πολιτικό του συμπλήρωμα, η δήθεν δημοκρατία που στηρίζεται στις αντιπροσωπευτικές μορφές διακυβέρνησης
ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε
Τρίτη 31 Ιουλίου 2012
Ασήμαντα επικίνδυνα ανθρωπάκια...
Γιώργος Δελαστίκ
Γλοιώδη, δουλόφρονα αλλά ταυτόχρονα αδίστακτα ανθρωπάκια συναπαρτίζουν τη συγκυβέρνηση Σαμαρά, Βενιζέλου, Κουβέλη. Αυτό αποδεικνύεται καθημερινά από τα λόγια και τα έργα τους. Είναι χαρακτηριστική η κωμωδία που παίχτηκε με τις δηλώσεις τόσο του πρωθυπουργού όσο και του...
αρχηγού του ΠΑΣΟΚ κατά του Γερμανού αντικαγκελάριου και αρχηγού των Ελεύθερων Δημοκρατών, Φίλιπ Ρέσλερ, ο οποίος είπε δημοσίως το αυτονόητο –ότι πλέον μια έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ είναι διαχειρίσιμη και δεν προκαλεί τρόμο, εκφράζοντας παράλληλα την άποψη ότι η Αθήνα δεν θα τα καταφέρει να εκπληρώσει τους στόχους που της βάζει η ΕΕ και η Γερμανία και έτσι θα πρέπει να διακοπεί οριστικά η χρηματοδότησή της από τους Ευρωπαίους και το ΔΝΤ.
Ο Αντώνης Σαμαράς ξεσπάθωσε, υποτίθεται, κατά του Ρέσλερ. «Υπάρχουν κάποιοι ξένοι αξιωματούχοι που κάθε τόσο βγαίνουν και προεξοφλούν ότι η Ελλάδα δεν θα τα καταφέρει. Τους θεωρώ –και το λέω ανοικτά και δημόσια- υπονομευτές της εθνικής προσπάθειας. Εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε για να ορθοποδήσει η χώρα κι εκείνοι κάνουν ό,τι μπορούν για να αποτύχουμε. Δεν ξέρω πια αν το κάνουν συνειδητά ή από ανοησία. Ξέρω όμως ότι είναι ανεύθυνοι – και εν πάση περιπτώσει δεν θα τους περάσει», διακήρυξε ο πρωθυπουργός μιλώντας στην κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ. Δεν τόλμησε όμως να αναφέρει το όνομα του Γερμανού αντικαγκελάριου, παρόλο που ο Φίλιπ Ρέσλερ είναι ένα περιφερόμενο πολιτικό πτώμα που πήρε το κόμμα του από το 14% και το έχει ρίξει δημοσκοπικά στο… 4% (!), προκαλώντας αμφιβολίες ακόμη και αν θα κατορθώσει να το βάλει στο κοινοβούλιο στις βουλευτικές εκλογές που θα γίνουν του χρόνου το Σεπτέμβριο στη Γερμανία, ξεπερνώντας το όριο εισόδου του 5%. Μύδρους κατά των «ανιστόρητων» που κάνουν «τραγικό και πολιτικό λάθος» με το να «πετούν κάθε μέρα επικοινωνιακά βελάκια σε έναν αδύναμο εταίρο που βρίσκεται σε μια πολύ δύσκολη φάση της δημοσιονομικής του προσαρμογής» εξαπέλυσε με τουπέ και ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Ούτε αυτός τόλμησε να αναφέρει το όνομα του Ρέσλερ, παρόλο που οι συνεργάτες του Σαμαρά και του Βενιζέλου έλεγαν στους δημοσιογράφους και τα «παπαγαλάκια» της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ στα μέσα ενημέρωσης ότι το Γερμανό αντικαγκελάριο είχαν στόχο οι δύο «γενναίοι» πολιτικοί αρχηγοί, ασχέτως του ότι δεν τόλμησαν να αναφέρουν το όνομα του Ρέσλερ ως γνήσιοι… «κουραδόμαγκες» που λέγαμε παλιότερα για κάτι τέτοιους γελοίους τύπους που παρίσταναν στα λόγια τους σκληρούς, ενώ στην πραγματικότητα ήταν της καρπαζιάς! Είναι αποκαλυπτική η στάση του πρωθυπουργού, ο οποίος ενώ κάνει την «κότα» απέναντι στους Γερμανούς, κάνει επίδειξη πυγμής εναντίον των εργαζομένων και υπέρ των απεργοσπαστών. «Η ασυδοσία των συντεχνιών και των ισχυρών, αλλά και η ατιμωρησία των παρανόμων, τέλος! Δείξαμε στο προαύλιο της Χαλυβουργίας ότι εννοούμε αυτό που λέμε!» διακήρυξε στομφωδώς ο Σαμαράς, αναφερόμενος στο άνοιγμα του εργοστασίου με τα ΜΑΤ για να δουλέψουν οι κατάπτυστοι απεργοσπάστες. Μόλις ήρθε μάλιστα στην Αθήνα ένα άλλο γελοίο υποκείμενο, ο πρόεδρος της Κομισιόν, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, ο Σαμαράς υποσχέθηκε ότι θα κάνει η κυβέρνησή του περισσότερα από όσα επιτάσσει το Μνημόνιο που έχει διαλύσει τη χώρα!
Για να αντιληφθούμε βαθύτερα με πόσο γελοίους και επικίνδυνους πολιτικούς καραγκιόζηδες έχουμε να κάνουμε, αρκεί να παρουσιάσουμε κάποιες εμβριθείς διαπιστώσεις του υφυπουργού Ανάπτυξης, Θανάση Σκορδά. Στην Ελλάδα παρουσιάζουμε μια ακαμψία (!) στην πτώση των τιμών σε σχέση με την πτώση των εισοδημάτων» απεφάνθη. «Η ακρίβεια είναι μια σχετική έννοια. Όταν ο άλλος είναι άνεργος, όσο και να πέσουν οι τιμές πάλι ακριβά θα είναι τα προϊόντα», πρόσθεσε με διαβολική εξυπνάδα – άρα δεν έχει κανένα νόημα να φτηνύνουν αφού «πάλι ακριβά θα είναι»! Τι πρέπει να γίνει; Οι μεν επιχειρηματίες «να δείξουν κοινωνική ευθύνη», οι δε καταναλωτές «να προβούν σε όλες εκείνες τις ενέργειες που πρέπει, ώστε να μην αφήνουμε τον χώρο για να εμφανίζονται αυτά τα φαινόμενα της ακρίβειας» μας παρότρυνε ο υφυπουργός! Η κυβέρνηση δηλαδή να μην κάνει τίποτα κατά της ακρίβειας! Άντε να δει άσπρη μέρα ο ελληνικός λαός με τέτοιους μνημονιακούς εγκάθετους στην κυβέρνηση. Από τη μία έχουμε το Σαμαρά να ορκίζεται ότι θα κάνει περισσότερα από όσα τον διατάζουν οι Γερμανοί μέσω του Μνημονίου. Από την άλλη έχουμε τον πρώην υπουργό Οικονομίας, Τάκη Ρουμελιώτη, μέχρι τον Ιανουάριο αντιπρόσωπο της Ελλάδας στο ΔΝΤ, να δηλώνει στους Τάιμς της Νέας Υόρκης ορθά-κοφτά: «Στο ΔΝΤ γνωρίζαμε ευθύς εξαρχής ότι αυτό το πρόγραμμα ήταν αδύνατον να εφαρμοστεί γιατί δεν είχαμε κανένα, απολύτως κανένα επιτυχημένο παράδειγμα εφαρμογής του!».
«Πολλοί ειδικοί λένε ότι οι ίδιοι οι στόχοι (σ.σ. του Μνημονίου) ποτέ δεν ήταν εφικτοί και ότι οι τόσο σκληρές πιέσεις επί μιας σειράς αυξανόμενα αδύναμων ελληνικών κυβερνήσεων να συμμορφωθούν με τους στόχους αυτούς έβλαψαν βαθιά την οικονομία της Ελλάδας», υπογραμμίζει η αμερικάνικη εφημερίδα και προσθέτει: «Ο κ. Ρουμελιώτης παραδέχθηκε ότι η Αθήνα είχε θλιβερή υστέρηση στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων, αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα, είπε, ήταν ότι οι αγριες περικοπές του προϋπολογισμού συνέτειναν στο σπιράλ προς τα κάτω, αποδεκατίζοντας την οικονομική ζήτηση μέσα στην Ελλάδα». Με άλλα λόγια, μας έθαψαν με το Μνημόνιο.
*Δημοσιεύθηκε στο «ΠΡΙΝ»
Γλοιώδη, δουλόφρονα αλλά ταυτόχρονα αδίστακτα ανθρωπάκια συναπαρτίζουν τη συγκυβέρνηση Σαμαρά, Βενιζέλου, Κουβέλη. Αυτό αποδεικνύεται καθημερινά από τα λόγια και τα έργα τους. Είναι χαρακτηριστική η κωμωδία που παίχτηκε με τις δηλώσεις τόσο του πρωθυπουργού όσο και του...
αρχηγού του ΠΑΣΟΚ κατά του Γερμανού αντικαγκελάριου και αρχηγού των Ελεύθερων Δημοκρατών, Φίλιπ Ρέσλερ, ο οποίος είπε δημοσίως το αυτονόητο –ότι πλέον μια έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ είναι διαχειρίσιμη και δεν προκαλεί τρόμο, εκφράζοντας παράλληλα την άποψη ότι η Αθήνα δεν θα τα καταφέρει να εκπληρώσει τους στόχους που της βάζει η ΕΕ και η Γερμανία και έτσι θα πρέπει να διακοπεί οριστικά η χρηματοδότησή της από τους Ευρωπαίους και το ΔΝΤ.
Ο Αντώνης Σαμαράς ξεσπάθωσε, υποτίθεται, κατά του Ρέσλερ. «Υπάρχουν κάποιοι ξένοι αξιωματούχοι που κάθε τόσο βγαίνουν και προεξοφλούν ότι η Ελλάδα δεν θα τα καταφέρει. Τους θεωρώ –και το λέω ανοικτά και δημόσια- υπονομευτές της εθνικής προσπάθειας. Εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε για να ορθοποδήσει η χώρα κι εκείνοι κάνουν ό,τι μπορούν για να αποτύχουμε. Δεν ξέρω πια αν το κάνουν συνειδητά ή από ανοησία. Ξέρω όμως ότι είναι ανεύθυνοι – και εν πάση περιπτώσει δεν θα τους περάσει», διακήρυξε ο πρωθυπουργός μιλώντας στην κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ. Δεν τόλμησε όμως να αναφέρει το όνομα του Γερμανού αντικαγκελάριου, παρόλο που ο Φίλιπ Ρέσλερ είναι ένα περιφερόμενο πολιτικό πτώμα που πήρε το κόμμα του από το 14% και το έχει ρίξει δημοσκοπικά στο… 4% (!), προκαλώντας αμφιβολίες ακόμη και αν θα κατορθώσει να το βάλει στο κοινοβούλιο στις βουλευτικές εκλογές που θα γίνουν του χρόνου το Σεπτέμβριο στη Γερμανία, ξεπερνώντας το όριο εισόδου του 5%. Μύδρους κατά των «ανιστόρητων» που κάνουν «τραγικό και πολιτικό λάθος» με το να «πετούν κάθε μέρα επικοινωνιακά βελάκια σε έναν αδύναμο εταίρο που βρίσκεται σε μια πολύ δύσκολη φάση της δημοσιονομικής του προσαρμογής» εξαπέλυσε με τουπέ και ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Ούτε αυτός τόλμησε να αναφέρει το όνομα του Ρέσλερ, παρόλο που οι συνεργάτες του Σαμαρά και του Βενιζέλου έλεγαν στους δημοσιογράφους και τα «παπαγαλάκια» της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ στα μέσα ενημέρωσης ότι το Γερμανό αντικαγκελάριο είχαν στόχο οι δύο «γενναίοι» πολιτικοί αρχηγοί, ασχέτως του ότι δεν τόλμησαν να αναφέρουν το όνομα του Ρέσλερ ως γνήσιοι… «κουραδόμαγκες» που λέγαμε παλιότερα για κάτι τέτοιους γελοίους τύπους που παρίσταναν στα λόγια τους σκληρούς, ενώ στην πραγματικότητα ήταν της καρπαζιάς! Είναι αποκαλυπτική η στάση του πρωθυπουργού, ο οποίος ενώ κάνει την «κότα» απέναντι στους Γερμανούς, κάνει επίδειξη πυγμής εναντίον των εργαζομένων και υπέρ των απεργοσπαστών. «Η ασυδοσία των συντεχνιών και των ισχυρών, αλλά και η ατιμωρησία των παρανόμων, τέλος! Δείξαμε στο προαύλιο της Χαλυβουργίας ότι εννοούμε αυτό που λέμε!» διακήρυξε στομφωδώς ο Σαμαράς, αναφερόμενος στο άνοιγμα του εργοστασίου με τα ΜΑΤ για να δουλέψουν οι κατάπτυστοι απεργοσπάστες. Μόλις ήρθε μάλιστα στην Αθήνα ένα άλλο γελοίο υποκείμενο, ο πρόεδρος της Κομισιόν, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, ο Σαμαράς υποσχέθηκε ότι θα κάνει η κυβέρνησή του περισσότερα από όσα επιτάσσει το Μνημόνιο που έχει διαλύσει τη χώρα!
Για να αντιληφθούμε βαθύτερα με πόσο γελοίους και επικίνδυνους πολιτικούς καραγκιόζηδες έχουμε να κάνουμε, αρκεί να παρουσιάσουμε κάποιες εμβριθείς διαπιστώσεις του υφυπουργού Ανάπτυξης, Θανάση Σκορδά. Στην Ελλάδα παρουσιάζουμε μια ακαμψία (!) στην πτώση των τιμών σε σχέση με την πτώση των εισοδημάτων» απεφάνθη. «Η ακρίβεια είναι μια σχετική έννοια. Όταν ο άλλος είναι άνεργος, όσο και να πέσουν οι τιμές πάλι ακριβά θα είναι τα προϊόντα», πρόσθεσε με διαβολική εξυπνάδα – άρα δεν έχει κανένα νόημα να φτηνύνουν αφού «πάλι ακριβά θα είναι»! Τι πρέπει να γίνει; Οι μεν επιχειρηματίες «να δείξουν κοινωνική ευθύνη», οι δε καταναλωτές «να προβούν σε όλες εκείνες τις ενέργειες που πρέπει, ώστε να μην αφήνουμε τον χώρο για να εμφανίζονται αυτά τα φαινόμενα της ακρίβειας» μας παρότρυνε ο υφυπουργός! Η κυβέρνηση δηλαδή να μην κάνει τίποτα κατά της ακρίβειας! Άντε να δει άσπρη μέρα ο ελληνικός λαός με τέτοιους μνημονιακούς εγκάθετους στην κυβέρνηση. Από τη μία έχουμε το Σαμαρά να ορκίζεται ότι θα κάνει περισσότερα από όσα τον διατάζουν οι Γερμανοί μέσω του Μνημονίου. Από την άλλη έχουμε τον πρώην υπουργό Οικονομίας, Τάκη Ρουμελιώτη, μέχρι τον Ιανουάριο αντιπρόσωπο της Ελλάδας στο ΔΝΤ, να δηλώνει στους Τάιμς της Νέας Υόρκης ορθά-κοφτά: «Στο ΔΝΤ γνωρίζαμε ευθύς εξαρχής ότι αυτό το πρόγραμμα ήταν αδύνατον να εφαρμοστεί γιατί δεν είχαμε κανένα, απολύτως κανένα επιτυχημένο παράδειγμα εφαρμογής του!».
«Πολλοί ειδικοί λένε ότι οι ίδιοι οι στόχοι (σ.σ. του Μνημονίου) ποτέ δεν ήταν εφικτοί και ότι οι τόσο σκληρές πιέσεις επί μιας σειράς αυξανόμενα αδύναμων ελληνικών κυβερνήσεων να συμμορφωθούν με τους στόχους αυτούς έβλαψαν βαθιά την οικονομία της Ελλάδας», υπογραμμίζει η αμερικάνικη εφημερίδα και προσθέτει: «Ο κ. Ρουμελιώτης παραδέχθηκε ότι η Αθήνα είχε θλιβερή υστέρηση στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων, αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα, είπε, ήταν ότι οι αγριες περικοπές του προϋπολογισμού συνέτειναν στο σπιράλ προς τα κάτω, αποδεκατίζοντας την οικονομική ζήτηση μέσα στην Ελλάδα». Με άλλα λόγια, μας έθαψαν με το Μνημόνιο.
*Δημοσιεύθηκε στο «ΠΡΙΝ»
Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012
Σάββατο 28 Ιουλίου 2012
Η Μαρξιστική θεωρία για τις οικονομικές κρίσεις
http://wwwpraxisred.blogspot.gr/
Του ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΛΙΟΥ*
Η νέα διεθνής οικονομική κρίση του καπιταλισμού που τα τελευταία χρόνια πλήττει με ιδιαίτερη σφοδρότητα τις «περιφερειακές» οικονομίες της ευρωζώνης και την οποία ο ελληνικός λαός βιώνει με τραγικό τρόπο, φέρνει και πάλι στο προσκήνιο τη συζήτηση για τις αιτίες, τις συνέπειες και πάνω απ' όλα τις πολιτικές εξόδου από την κρίση. Ο Μαρξ ήταν ο πρώτος διανοητής που αναλύοντας σε βάθος τους νόμους κίνησης και τις αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, προσδιόρισε τις βαθύτερες αιτίες, τις σύνθετες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες και τη δυνατότητα οριστικής υπέρβασης των κρίσεων. Στο βασικό έργο της ζωής του, το Κεφάλαιο, αναλύοντας τους όρους παραγωγής, κυκλοφορίας και αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου, έκανε μεταξύ άλλων «ανατομία» των οικονομικών-κυκλικών κρίσεων, καθώς και της ιστορικής τάσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης, προσδιορίζοντας τον «ιστορικά» παροδικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος.
Από τη δημοσίευση του Γ΄ τόμου του Κεφαλαίου1, πέρασαν ήδη πάνω από εκατό χρόνια, στη διάρκεια των οποίων η μαρξιστική θεωρία των κρίσεων εμπλουτίστηκε και από άλλες μαρξιστικές και μη προσεγγίσεις (θεωρία «διαρθρωτικών» κρίσεων ή κύκλοι «Κοντράτιεφ», θεωρίες για τις «κλαδικές» κρίσεις, όπως ενεργειακή, πρώτων υλών, διατροφική, κρίση περιβάλλοντος κ.ά.). Ωστόσο η σημασία της ανάλυσης του Μαρξ, από μεθοδολογική και θεωρητική άποψη, παραμένει πάντα επίκαιρη και αποτελεί σημείο αναφοράς, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για τις σύγχρονες οικονομικές κρίσεις. Σε αυτό το άρθρο θα περιοριστούμε στη συνοπτική παρουσίαση της «κλασικής» μαρξιστικής προσέγγισης για τις αιτίες, το χαρακτήρα και τις συνέπειες των οικονομικών κρίσεων, καθώς και τη σύνδεσή τους με την ταξική πάλη και την προοπτική υπέρβασης του καπιταλισμού, προς μια ανώτερη κοινωνία, τη σοσιαλιστική και κομμουνιστική.
ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ
Η δυνατότητα εμφάνισης των κρίσεων υπάρχει ως πιθανότητα ακόμα και από την απλή εμπορευματική παραγωγή με την εμφάνιση του χρήματος ως μέσου ανταλλαγής και πληρωμής. Ωστόσο αυτές γίνονται αναπόφευκτες μόνο στην αναπτυγμένη καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή.
Ιστορικά, η πρώτη οικονομική κρίση ξέσπασε στην Αγγλία το 1825 και μεταγενέστερα και σε άλλες χώρες. Επίσης η πρώτη παγκόσμια οικονομική κρίση ξέσπασε το 1857 και αγκάλιασε τις κυριότερες τότε αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, ενώ στην πορεία επακολούθησαν και άλλες κρίσεις ανά 8-10 χρόνια. Οι πιο σημαντικές σε έκταση και βάθος ήταν αυτές του 1882-83, του 1929-33, του 1973-74 και η τελευταία του 2009-10, που γενικά δεν έχει ξεπεραστεί και για ορισμένες χώρες της ευρωζώνης όπως οι Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, κ.λπ., βαίνει επιδεινούμενη ως σήμερα. Υπάρχουν βέβαια πλήθος ακόμη τοπικές κρίσεις που θα μπορούσε να αναφερθούν, αλλά και μόνο οι παραπάνω αρκούν για να δείξουν ότι δεν πρόκειται για κάτι συμπτωματικό και να θέσουν το ερώτημα σχετικά με τις αιτίες τους.
Όπως έδειξε ο Μαρξ, η βαθύτερη αιτία των κρίσεων στον καπιταλισμό, βρίσκεται στο χαρακτήρα των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων και ειδικότερα στην αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην ατομική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της. Ειδικότερα, με την ανάπτυξη του καταμερισμού της εργασίας στα πλαίσια των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, κάθε ατομική εργασία γίνεται ένας κρίκος στο σύνολο της κοινωνικής εργασίας και η ξεχωριστή παραγωγή γίνεται ένα τμήμα της συνολικής παραγωγής. Όμως, παρά τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής, εξαιτίας της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής τα αποτελέσματά της τα ιδιοποιούνται οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, οι καπιταλιστές, ενώ οι εργάτες παίρνουν μόνο τα αναγκαία μέσα ύπαρξης (στην καλύτερη περίπτωση την αξία της εργατικής τους δύναμης) με τη μορφή μισθού. Μοναδικός και απόλυτος σκοπός των καπιταλιστών είναι η παραγωγή και ιδιοποίηση υπεραξίας και σε συνέχεια κέρδους2, που έχει ως πηγή την απλήρωτη εργασία των μισθωτών εργατών.
Από τη βασική αντίθεση του καπιταλισμού, προκύπτουν μια σειρά παράγωγες αντιθέσεις, οι οποίες αποτελούν μορφές εκδήλωσης της βασικής και οι οποίες οδηγούν την καπιταλιστική οικονομία σε κρίσεις υπερπαραγωγής3. Ειδικότερα, μια από τις κυριότερες μορφές εκδήλωσης της βασικής αντίθεσης, είναι η αντίθεση μεταξύ «παραγωγής και κατανάλωσης». Επειδή ο σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής είναι η επίτευξη του μέγιστου κέρδους, υπάρχει τάση για απεριόριστη αύξηση της παραγωγής. Ωστόσο η απορρόφησή της προσκρούει στα περιορισμένα όρια της αγοραστικής δύναμης των εργατών και των λαϊκών στρωμάτων. Όπως επισημαίνει ο Μαρξ, «όσο πιο πολύ αναπτύσσεται η παραγωγική δύναμη, τόσο πιο πολύ η δύναμη αυτή έρχεται σε αντίθεση με τα στενά πλαίσια που καθορίζουν οι σχέσεις κατανάλωσης4 ».
Πολλοί, μεταξύ αυτών και αρκετοί μαρξιστές5, αποδίδουν την κύρια αιτία των κρίσεων στην «υποκατανάλωση» των μαζών. Ωστόσο, αν θεωρήσουμε την κατάσταση «υποκατανάλωσης» ως αυτοτελή αιτία, βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι κρίσεις πρέπει να έχουν χρόνιο και αδιάκοπο χαρακτήρα, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν μια φάση του κύκλου της κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής μετά τη φάση της «ανόδου», όπως θα δούμε στη συνέχεια. Ο Λένιν, ασκώντας κριτική στις θεωρίες της «υποκατανάλωσης», τόνιζε ότι «η υποκατανάλωση (που εξηγεί τάχα τις κρίσεις) υπήρχε στα πιο διαφορετικά οικονομικά καθεστώτα, ενώ οι κρίσεις αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα μόνον ενός καθεστώτος – του κεφαλαιοκρατικού6».
Μια άλλη μορφή εκδήλωσης της βασικής αιτίας των κρίσεων είναι η αντίθεση μεταξύ της οργάνωσης της παραγωγής στα πλαίσια των ξεχωριστών επιχειρήσεων και της αναρχίας στην παραγωγή στο σύνολο της κοινωνίας, η οποία δημιουργεί δυσαναλογίες και ανισομέρειες στην ανάπτυξη κλάδων και τομέων με τεράστιο κοινωνικό κόστος. Η αδυναμία αναλογικής και ισόρροπης ανάπτυξης, οφείλεται στην ατομική ιδιοκτησία των βασικών μέσων παραγωγής που κάνει αδύνατο το σχεδιασμό σε κοινωνική κλίμακα, γι' αυτό και οι διάφορες ρυθμίσεις για μείωση των δυσαναλογιών στα πλαίσια του κρατικού παρεμβατισμού έχουν περιορισμένα αποτελέσματα.
Μία άλλη μορφή εκδήλωσης της βασικής αιτίας των κρίσεων, είναι η αντίθεση μεταξύ «σκοπού και μέσου» της καπιταλιστικής παραγωγής. Η επιδίωξη απόσπασης όλο και μεγαλύτερης υπεραξίας και τελικά κέρδους, οδηγεί τους καπιταλιστές σε τεχνολογικές και οργανωτικές καινοτομίες και στη συγκέντρωση της παραγωγής σε μεγαλύτερες μονάδες για τη δημιουργία «οικονομιών κλίμακας» και απόκτησης μονοπωλιακού πλεονεκτήματος. Ωστόσο, η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της παραγωγής και κεφαλαίου, αυξάνει την οργανική του σύνθεση. Δηλαδή, μειώνει την αναλογία «μεταβλητού κεφαλαίου» (ζωντανή εργασία) σε σχέση με το «σταθερό» (υλοποιημένη εργασία στα μέσα παραγωγής) και οδηγεί σε μείωση του μέσου ποσοστού του κέρδους7. Η συγκεκριμένη διαδικασία επιτείνεται λόγω επιβράδυνσης της περιστροφής του κοινωνικού κεφαλαίου, εξαιτίας της αύξησης του «σταθερού» τμήματος και της αυξανόμενης δυσκολίας ρευστοποίησης των εμπορευμάτων. Σαν αποτέλεσμα μειώνεται η ετήσια μάζα υπεραξίας που ιδιοποιείται κάθε ξεχωριστό κεφάλαιο και κατά προέκταση μειώνεται και το μέσο ποσοστό κέρδους.
Η πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους αποδυναμώνει με τη σειρά της το κίνητρο «διευρυμένης αναπαραγωγής» και ενισχύει την τάση εντατικότερης εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, με την απόσπαση μεγαλύτερης υπεραξίας (απόλυτης και σχετικής), μειώνοντας παράλληλα την αγοραστική δύναμη των εργατών και δυσκολεύοντας τη διάθεση της παραγωγής. Έτσι, ενώ οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έχουν τη δυνατότητα παραγωγής περισσότερων αγαθών (αξιών χρήσης) για την κοινωνία, σε σχέση με τις ανάγκες του κεφαλαίου (ως μιας προκαταβεβλημένης αξίας που πρέπει αέναα να αυτοαυξάνεται), αποτελούν τελικά εμπόδιο. Με άλλα λόγια, ο «σκοπός» της καπιταλιστικής παραγωγής έρχεται σε αντίθεση με το «μέσο». Το υπερ-συσσωρευμένο κεφάλαιο που δεν μπορεί να παράγει κέρδος, σηματοδοτεί την κρίση, δηλαδή διακοπή ή μείωση της παραγωγής. Η αντικειμενική δυνατότητα αύξησης της κοινωνικής παραγωγής, έρχεται σε αντίθεση με τα στενά όρια του σκοπού της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, την αύξηση της αξίας του υπάρχοντος κεφαλαίου.
Τέλος, μια ακόμη μορφή εκδήλωσης της βασικής αιτίας των κρίσεων, είναι σε κοινωνικό επίπεδο η αντίθεση μεταξύ εργατικής και αστικής τάξης. Η αντίθεση αυτή εκφράζεται στο γεγονός ότι σε συνθήκες κρίσης επιδεινώνεται η θέση της εργατικής τάξης η οποία εξαθλιώνεται «σχετικά» και «απόλυτα». Αυξάνει κατακόρυφα η ανεργία, ενώ μένουν ακινητοποιημένα σημαντικά μέσα παραγωγής. Πολλά εμπορεύματα παραμένουν απούλητα και καταστρέφονται, ενώ η μεγάλη μάζα των μισθωτών και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα ζουν στη φτώχεια και στην ανέχεια. Η ταξική πάλη σε συνθήκες κρίσης οξύνεται με τις αντιστάσεις, διαμαρτυρίες και κοινωνικές συγκρούσεις ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη, ενώ έρχεται πιο καθαρά στο προσκήνιο η ιστορική αναγκαιότητα υπέρβασης του καπιταλιστικού συστήματος, ως ριζικού τρόπου υπέρβασης των κρίσεων.
ΤΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΙΚΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ
Η διαδικασία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής έχει κυκλικό χαρακτήρα, περνώντας από τέσσερις διακριτές φάσεις. Την κρίση, ύφεση, αναζωογόνηση, άνοδο, και κατόπιν εκ νέου τη νέα κρίση, κοκ. Ο καπιταλιστικός κύκλος είναι διαδικασία «κίνησης» της καπιταλιστικής οικονομίας από τη μια κρίση υπερπαραγωγής στην άλλη. Η «κρίση» αποτελεί την κύρια φάση του κύκλου στη διάρκεια της οποίας αποκαθίστανται έστω και προσωρινά, οι διαταραγμένες αναλογίες της κοινωνικής παραγωγής. Τα πρώτα σημάδια της κρίσης είναι οι δυσκολίες διάθεσης των παραχθέντων εμπορευμάτων. Αυξάνει η ζήτηση πιστωτικού κεφαλαίου και ανεβαίνουν τα επιτόκια. Βαθμιαία η κρίση αγκαλιάζει όλες τις σφαίρες της οικονομίας. Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός οξύνεται. Η παραγωγή πέφτει, η ανεργία αυξάνει, μειώνεται η αγοραστική δύναμη των εργατών, εντείνεται η εκμετάλλευση των εργαζόμενων με εντατικοποίηση της εργασίας και περικοπές μισθών. Η φάση της κρίσης διαρκεί 6-12 μήνες, ορισμένες φορές και περισσότερο, ανάλογα με τις ιδιομορφίες της συγκεκριμένης κρίσης και τις εθνικές ιδιαιτερότητες.
Τη φάση της κρίσης ακολουθεί η «ύφεση», όπου η παραγωγή κινείται σε χαμηλά επίπεδα. Επέρχεται βαθμιαία μείωση αποθεμάτων (υπερπαραγωγή εμπορευμάτων), λόγω φυσικής απαξίωσης, είτε λόγω πτώσης τιμών. Πολλές επιχειρήσεις κλείνουν, οι εξαγορές και συγχωνεύσεις εντείνονται, συντελείται τεχνολογικός εκσυγχρονισμός της παραγωγής. Βαθμιαία η ρευστοποίηση εμπορευμάτων αυξάνει και σταματά η πτώση των τιμών. Τη φάση της ύφεσης διαδέχεται η «αναζωογόνηση», όπου επιταχύνεται η ανανέωση του παγίου κεφαλαίου, αυξάνει η παραγωγικότητα εργασίας και το κυνήγι του κέρδους. Η ανάπτυξη της υποδιαίρεσης Ι (όπως αποκαλεί ο Μαρξ την παραγωγή μέσων παραγωγής), συνοδεύεται από αύξηση της απασχόλησης, αύξηση εργατικών μισθών, αύξηση καταναλωτικής ζήτησης και αντίστοιχα της παραγωγής της υποδιαίρεσης ΙΙ (της παραγωγής ειδών κατανάλωσης). Ο όγκος παραγωγής φθάνει στα επίπεδα πριν από την κρίση. Τη φάση της αναζωογόνησης διαδέχεται η φάση της «ανόδου», η οποία χαρακτηρίζεται από αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής. Αυξάνει η ζήτηση πιστωτικού (δανειακού) κεφαλαίου και το ύψος των κερδών. Αυξάνει η τιμή των μετοχών και χρηματοπιστωτικών «προϊόντων», καθώς και η χρηματιστηριακή κερδοσκοπία. Διευρύνονται παράλληλα οι διαστάσεις της παραγωγής και δημιουργούνται οι υλικοί όροι μιας νέας κρίσης υπερπαραγωγής.
Η «ΕΞΥΓΙΑΝΤΙΚΗ» ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ
Μια σημαντική διάσταση της θεωρίας του Μαρξ για τις κρίσεις αφορά τον «εξυγιαντικό ρόλο» των οικονομικών κρίσεων στη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος, για όσο αυτό εξακολουθεί να υπάρχει. Αυτό συμβαίνει, όπως ήδη σημειώθηκε, λόγω της αποκατάστασης, έστω και προσωρινά, των διαταραγμένων αναλογιών της παραγωγής, που πετυχαίνεται μέσω της κρίσης. Η καταστροφή των συσσωρευμένων μη κερδοφόρων κεφαλαίων, δημιουργεί ένα ευρύ πεδίο δράσης και κερδοφορίας για τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις που επιβιώνουν, θέτοντας έτσι τις προϋποθέσεις για μια νέα άνοδο.
Υπάρχουν δυο βασικοί τρόποι με τους οποίους οι καπιταλιστές που επιβιώνουν επωφελούνται από την καταστροφή κεφαλαίων στη διάρκεια της κρίσης. Πρώτα, το κλείσιμο επιχειρήσεων, ρίχνοντας ένα μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης στην ανεργία, αυξάνει τον ανταγωνισμό των εργατών για δουλειά επιτρέποντας στο κεφάλαιο να χαμηλώνει τους μισθούς. Αυτό δημιουργεί ευνοϊκούς όρους για αυξημένη κερδοφορία στην αρχή του νέου κύκλου, επιτρέποντας να ξεκινήσει εκ νέου η συσσώρευση του κεφαλαίου.
Κατά δεύτερο λόγο, η κρίση απαξιώνει τα περιουσιακά στοιχεία των επιχειρήσεων, τα οποία στη φάση της ανόδου φουσκώνουν υπερβολικά. Ένας καπιταλιστής στα πρόθυρα της χρεοκοπίας όμως θα είναι διατεθειμένος να πουλήσει σε ακόμη πιο εξευτελιστικές τιμές κεφαλαιουχικά στοιχεία, τμήματα της επιχείρησης, μετοχές, κ.λπ., ώστε να αποσβέσει τα χρέη του. Αυτό αποτελεί μια πρόσθετη πηγή κερδοφορίας για τους εναπομένοντες καπιταλιστές. Με αυτό τον τρόπο, οι κρίσεις δίνουν ισχυρή ώθηση στο σχηματισμό των μονοπωλίων, που κυριαρχούν πλέον στην αγορά.
Τελικά, η καπιταλιστική οικονομία φτάνει έτσι σε ένα νέο σημείο εκκίνησης. Όπως λέει ο Μαρξ, «Η στασιμότητα της παραγωγής θα έχει έτσι προετοιμάσει –μέσα σε καπιταλιστικά όρια– μια επακόλουθη επέκταση της παραγωγής. Και έτσι ο κύκλος ξεκινά εκ νέου την πορεία του8 » – τίθεται η βάση για μια νέα επέκταση, αλλά πάντα με ένα τεράστιο ανθρώπινο και κοινωνικό κόστος, από τις καταστροφές που έχει εν τω μεταξύ επιφέρει η κρίση.
ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ ΚΑΙ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Η μαρξιστική θεωρία των οικονομικών κρίσεων αποδεικνύει τις βαθιές αντιφάσεις και τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα των οικονομικών σχέσεων του καπιταλισμού. Διευκολύνει στην κατανόηση των οικονομικών νόμων κίνησης της σύγχρονης αστικής κοινωνίας. Ειδικότερα οι κρίσεις αποκαλύπτουν στους εργαζόμενους και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα τις αγιάτρευτες ανεπάρκειες και πληγές του καπιταλισμού. Την κατασπατάληση παραγωγικών δυνάμεων, τη ληστρική εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, τον τεράστιο αριθμό ανέργων, την αρπακτική αξιοποίηση των φυσικών πόρων, κ.ά. Η μαρξιστική θεωρία των κρίσεων δείχνει ότι ο καπιταλισμός ενεργεί όχι μόνο ως μορφή ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων αλλά και ως μορφή τροχοπέδησης και καταστροφής τους. Όσο πιο αναπτυγμένος είναι ο καπιταλισμός, τόσο πιο καθαρά δείχνει την ανικανότητά του να αναπτύξει και να αξιοποιήσει τις παραγωγικές δυνάμεις προς όφελος της κοινωνίας.
Η κρίση δεν οξύνει μόνο την ταξική πάλη ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη για την κατανομή και ανακατανομή του παραγόμενου προϊόντος, αλλά και για την οριστική εξάλειψη των κρίσεων με την υπέρβαση του καπιταλισμού. Με άλλα λόγια η κρίση βοηθάει αντικειμενικά την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα να συνειδητοποιήσουν την αναγκαιότητα ανατροπής των κυρίαρχων καπιταλιστικών σχέσεων και μετάβασης σε ένα ανώτερο σύστημα, στο σοσιαλισμό, όπου σύμφωνα με τη διορατική επισήμανση του Μαρξ, στη θέση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου ιδιοποίησης που στηρίζεται στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, θα μπει η κοινή κατοχή της γης και των μέσων παραγωγής από τους συνεταιρισμένους παραγωγούς και η κοινωνία θα γράψει στη σημαία της «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του9».
Η αναγκαιότητα του σοσιαλισμού επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι στην τωρινή μεγάλη παγκόσμια κρίση, η αστική τάξη δεν είναι ικανή να επιτύχει μια διέξοδο με παραδοσιακά μέσα, επιτρέποντας τη μαζική καταστροφή κεφαλαίων. Με την εξαίρεση μερικών μεγάλων χρηματοπιστωτικών εταιρειών όπως η Lehman Brothers στην αρχή της κρίσης και μερικών βιομηχανιών, η κυβέρνηση Ομπάμα και οι άλλες κυβερνήσεις απέτρεψαν τη χρεοκοπία μονοπωλιακών κολοσσών και τραπεζών, παρεμβαίνοντας με πακέτα σωτηρίας τρις δολαρίων, ακόμη και όταν ήταν καταφανώς χρεοκοπημένες. Η αιτία θα βρεθεί στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής που έχει εκπληρώσει ο καπιταλισμός: οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι τράπεζες είναι τόσο στενά συνυφασμένες μεταξύ τους, που η χρεοκοπία έστω και λίγων από αυτές θα παρέσερνε με μορφή ντόμινο και τις άλλες. Με άλλα λόγια, η κοινωνικοποίηση έχει φτάσει στο σημείο να αντιφάσκει με τις καπιταλιστικές σχέσεις – όπως δείχνει η παρατεινόμενη αδυναμία των κυβερνήσεων να βγουν από την ύφεση, οι κλυδωνισμοί της ευρωζώνης, κ.λπ., μόνο μια διέξοδος με σοσιαλιστικά μέτρα ή με μέτρα προπαρασκευαστικά για το σοσιαλισμό είναι όντως δυνατή.
Δεν πρόκειται λοιπόν για μεσσιανική θεώρηση της κοινωνικής εξέλιξης, αλλά για το «ιστορικά αναγκαίο» που απορρέει από τη «διαλεκτική των πραγμάτων». Κινητήρια δύναμη αυτής της ανατροπής είναι οι κοινωνικές δυνάμεις που έχουν ζωτικό συμφέρον και πρώτα απ' όλα ο κόσμος της μισθωτής εργασίας.
Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΕΞΟΔΟΥ
Η πιο πάνω ανάλυση των οικονομικών κρίσεων υπερπαραγωγής (ή κρίσεων υπερ-συσσώρευσης κεφαλαίου), έγινε με αφαίρεση των επιδράσεων του εξωτερικού τομέα και των πολιτικών κρατικής ρύθμισης της λεγόμενης «αντικυκλικής πολιτικής». Ειδικότερα, σε συνθήκες «φιλελευθεροποίησης» και αυξανόμενης «παγκοσμιοποίησης» των οικονομικών σχέσεων, οι κυκλικές κρίσεις σε κάθε χώρα, χωρίς να χάνουν τα «κλασικά» τους χαρακτηριστικά, αλληλοεπηρεάζονται, υφίστανται τροποποιήσεις, ενώ οι συνέπειές τους είναι ιδιαίτερα επώδυνες για τις «αδύναμες» και «ανοικτές» οικονομίες, ιδιαίτερα των χωρών της «περιφέρειας» της ευρωζώνης, όπως η ελληνική. Γι' αυτό και ο ελληνικός λαός τα τρία τελευταία χρόνια, βιώνει μια πρωτοφανή κρίση με τεράστια μείωση του ΑΕΠ (20%), εκρηκτική αύξηση ανεργίας (22%), πτώση βιοτικού επιπέδου, άπλωμα φτώχειας και κοινωνική περιθωριοποίηση.
Πρόκειται για μια οικονομική κρίση που εκτός από τις αντιφάσεις της κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής σε εθνικό επίπεδο, εμπεριέχει τις συνέπειες της κρίσης της ευρωζώνης και των ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων που προωθούνται, με τα γνωστά «Μνημόνια», στο όνομα της αντιμετώπισής της. Ωστόσο γίνεται καθαρό ότι οι συγκεκριμένες πολιτικές δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την κρίση με όρους συστήματος και να αποφύγουν την όξυνση της ταξικής πάλης και αμφισβήτησης συνολικά του καπιταλιστικού συστήματος. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά στην ελληνική κοινωνία προβάλλει σαν αναγκαιότητα «φυσικού νόμου», η εφαρμογή μιας εναλλακτικής πολιτικής «προοδευτικής εξόδου από την κρίση», που θα αμφισβητεί το DNA του νεοφιλελευθερισμού και του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, αφήνοντας ανοικτό τον ορίζοντα της σοσιαλιστικής προοπτικής.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ο πρώτος τόμος του Κεφαλαίου δημοσιεύτηκε το 1867, ενώ οι υπόλοιποι μετά το θάνατο του Μαρξ (1883). Την επιμέλεια των χειρογράφων είχε αναλάβει ο ίδιος ο Ένγκελς. Το 1885 εκδόθηκε ο δεύτερος τόμος ο οποίος επανεκδόθηκε από τον ίδιο το 1893 με οριακές βελτιώσεις, ενώ το 1894 εκδόθηκε ο τρίτος. Τέλος, ο τέταρτος τόμος που αναφέρεται στις «θεωρίες για την υπεραξία» (τρία βιβλία), εκδόθηκε αργότερα, αρχικά από τον Κάουτσκι (1905-1910) με πολλές παραλείψεις, ενώ η πλήρης έκδοση έγινε από το Ινστιτούτο Μαρξισμού-Λενινισμού της Μόσχας, από το 1954 ως το 1961.
2. Όπως σημειώνει ο Μαρξ, «η διεύρυνση ή μείωση της παραγωγής καθορίζεται όχι από το συσχετισμό της κοινωνικής παραγωγής και τις κοινωνικές ανάγκες των αναπτυγμένων ανθρώπων, αλλά από την ιδιοποίηση της απλήρωτης εργασίας... Καθορίζεται από το κέρδος και το συσχετισμό του κέρδους που φέρνει στο κεφάλαιο... Η παραγωγή ανακόπτεται όχι όταν το απαιτεί η ικανοποίηση των αναγκών, αλλά όταν αυτό απαιτεί η παραγωγή και η πραγματοποίηση κέρδους». (Μαρξ-Ένγκελς, Άπαντα, τόμ.25, σελ. 283-284, ρωσ. έκδ.).
3. Όταν μιλάμε για κρίσεις «υπερπαραγωγής», δεν αναφερόμαστε σε κρίσεις υπεραφθονίας αγαθών τα οποία δεν μπορεί να καταναλώσει η κοινωνία, αλλά σε κρίσεις υπερπαραγωγής με βάση τις ανάγκες του κεφαλαίου (παραγωγή και ιδιοποίηση υπεραξίας με τη μορφή κέρδους, τόκου ή γαιοπροσόδου). Στην ουσία πρόκειται για «υπερπαραγωγή» ή «υπερσυσσώρευση» κεφαλαίου, είτε σε μορφή εμπορευμάτων, είτε αργούντων παραγωγικών μέσων, είτε χρηματοπιστωτικής μορφής (πλασματικό κεφάλαιο), που αδυνατεί να αποφέρει στους κατόχους του ένα πρόσθετο οικονομικό όφελος (έσοδο) στο αρχικό τους κεφάλαιο (προκαταβεβλημένη αξία).
4. Μαρξ-Ένγκελς, Άπαντα, τόμ.25, σελ. 268 (ρωσ. έκδ.).
5. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ξεκινώντας από τη θεωρία της «υποκατανάλωσης» του Σισμοντί, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η αντίθεση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης είναι αξεπέραστο εμπόδιο για την καπιταλιστική συσσώρευση και τη διευρυμένη αναπαραγωγή. Ανάλογη αντίληψη είχε και ο Κάουτσκι που θεωρούσε ότι αιτία των κρίσεων ήταν η υποκατανάλωση της εργατικής τάξης. Βασικό μεθοδολογικό λάθος των θεωριών «υποκατανάλωσης», είναι ότι θεωρούν ως αποφασιστικού ρόλου στην αναπαραγωγή του κοινωνικού προϊόντος, όχι τη σφαίρα της παραγωγής, αλλά της κατανομής και κατανάλωσής του.
6. Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ.2, σελ.159 (ρωσ. έκδ.).
7. Σχετικά με το ρόλο της «πτώσης του μέσου ποσοστού του κέρδους» στην εμφάνιση των κρίσεων, υπάρχουν κι εδώ μονομερείς προσεγγίσεις, μεταξύ άλλων και από πολλούς μαρξιστές, όπου μια μορφή εκδήλωσης της βασικής αιτίας των κρίσεων, ανάγεται σε αυτοτελή αιτία. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στην πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους, λόγω αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και επιβράδυνσης της περιστροφής του κοινωνικού κεφαλαίου, υπάρχουν παράγοντες που ανακόπτουν ή επιβραδύνουν τη σχετική τάση. Η ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, η επιβολή μονοπωλιακών τιμών από μεγάλες επιχειρήσεις, οι τεχνολογικές καινοτομίες, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, το φθήνεμα των μέσων συντήρησης του εργάτη, κ.ά., αποτελούν παράγοντες επιβράδυνσης της τάσης μείωσης του μέσου ποσοστού κέρδους, χωρίς ωστόσο να την ανακόπτουν πλήρως.
8. Κ. Μαρξ, Capital, τόμ. 3, κεφ. 15, μέρος 3, 11-12, όπως παρατίθεται στο St. Easterling, «Marx's Theory of Economic Crisis», International Socialist Review, τεύχ. 32, Nov.-Dec. 2003.
9. Κ. Μαρξ, «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», στο Μαρξ-Ένγκελς, Διαλεκτά Έργα, τόμος ΙΙ, σελ. 15, Αθήνα, εκδ. «Αναγνωστίδη».
* Ο Γιάννης Τόλιος είναι διδάκτωρ οικονομικών επιστημών. Το παρόν κείμενο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα της Μαρξιστικής Σκέψης στους Μαρξ και Γκράμσι, τόμ. 6, σελ. 220-27.
Παρασκευή 20 Ιουλίου 2012
Του ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΛΙΟΥ*
Η νέα διεθνής οικονομική κρίση του καπιταλισμού που τα τελευταία χρόνια πλήττει με ιδιαίτερη σφοδρότητα τις «περιφερειακές» οικονομίες της ευρωζώνης και την οποία ο ελληνικός λαός βιώνει με τραγικό τρόπο, φέρνει και πάλι στο προσκήνιο τη συζήτηση για τις αιτίες, τις συνέπειες και πάνω απ' όλα τις πολιτικές εξόδου από την κρίση. Ο Μαρξ ήταν ο πρώτος διανοητής που αναλύοντας σε βάθος τους νόμους κίνησης και τις αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, προσδιόρισε τις βαθύτερες αιτίες, τις σύνθετες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες και τη δυνατότητα οριστικής υπέρβασης των κρίσεων. Στο βασικό έργο της ζωής του, το Κεφάλαιο, αναλύοντας τους όρους παραγωγής, κυκλοφορίας και αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου, έκανε μεταξύ άλλων «ανατομία» των οικονομικών-κυκλικών κρίσεων, καθώς και της ιστορικής τάσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης, προσδιορίζοντας τον «ιστορικά» παροδικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος.
Από τη δημοσίευση του Γ΄ τόμου του Κεφαλαίου1, πέρασαν ήδη πάνω από εκατό χρόνια, στη διάρκεια των οποίων η μαρξιστική θεωρία των κρίσεων εμπλουτίστηκε και από άλλες μαρξιστικές και μη προσεγγίσεις (θεωρία «διαρθρωτικών» κρίσεων ή κύκλοι «Κοντράτιεφ», θεωρίες για τις «κλαδικές» κρίσεις, όπως ενεργειακή, πρώτων υλών, διατροφική, κρίση περιβάλλοντος κ.ά.). Ωστόσο η σημασία της ανάλυσης του Μαρξ, από μεθοδολογική και θεωρητική άποψη, παραμένει πάντα επίκαιρη και αποτελεί σημείο αναφοράς, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για τις σύγχρονες οικονομικές κρίσεις. Σε αυτό το άρθρο θα περιοριστούμε στη συνοπτική παρουσίαση της «κλασικής» μαρξιστικής προσέγγισης για τις αιτίες, το χαρακτήρα και τις συνέπειες των οικονομικών κρίσεων, καθώς και τη σύνδεσή τους με την ταξική πάλη και την προοπτική υπέρβασης του καπιταλισμού, προς μια ανώτερη κοινωνία, τη σοσιαλιστική και κομμουνιστική.
ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ
Η δυνατότητα εμφάνισης των κρίσεων υπάρχει ως πιθανότητα ακόμα και από την απλή εμπορευματική παραγωγή με την εμφάνιση του χρήματος ως μέσου ανταλλαγής και πληρωμής. Ωστόσο αυτές γίνονται αναπόφευκτες μόνο στην αναπτυγμένη καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή.
Ιστορικά, η πρώτη οικονομική κρίση ξέσπασε στην Αγγλία το 1825 και μεταγενέστερα και σε άλλες χώρες. Επίσης η πρώτη παγκόσμια οικονομική κρίση ξέσπασε το 1857 και αγκάλιασε τις κυριότερες τότε αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, ενώ στην πορεία επακολούθησαν και άλλες κρίσεις ανά 8-10 χρόνια. Οι πιο σημαντικές σε έκταση και βάθος ήταν αυτές του 1882-83, του 1929-33, του 1973-74 και η τελευταία του 2009-10, που γενικά δεν έχει ξεπεραστεί και για ορισμένες χώρες της ευρωζώνης όπως οι Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, κ.λπ., βαίνει επιδεινούμενη ως σήμερα. Υπάρχουν βέβαια πλήθος ακόμη τοπικές κρίσεις που θα μπορούσε να αναφερθούν, αλλά και μόνο οι παραπάνω αρκούν για να δείξουν ότι δεν πρόκειται για κάτι συμπτωματικό και να θέσουν το ερώτημα σχετικά με τις αιτίες τους.
Όπως έδειξε ο Μαρξ, η βαθύτερη αιτία των κρίσεων στον καπιταλισμό, βρίσκεται στο χαρακτήρα των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων και ειδικότερα στην αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην ατομική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της. Ειδικότερα, με την ανάπτυξη του καταμερισμού της εργασίας στα πλαίσια των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, κάθε ατομική εργασία γίνεται ένας κρίκος στο σύνολο της κοινωνικής εργασίας και η ξεχωριστή παραγωγή γίνεται ένα τμήμα της συνολικής παραγωγής. Όμως, παρά τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής, εξαιτίας της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής τα αποτελέσματά της τα ιδιοποιούνται οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, οι καπιταλιστές, ενώ οι εργάτες παίρνουν μόνο τα αναγκαία μέσα ύπαρξης (στην καλύτερη περίπτωση την αξία της εργατικής τους δύναμης) με τη μορφή μισθού. Μοναδικός και απόλυτος σκοπός των καπιταλιστών είναι η παραγωγή και ιδιοποίηση υπεραξίας και σε συνέχεια κέρδους2, που έχει ως πηγή την απλήρωτη εργασία των μισθωτών εργατών.
Από τη βασική αντίθεση του καπιταλισμού, προκύπτουν μια σειρά παράγωγες αντιθέσεις, οι οποίες αποτελούν μορφές εκδήλωσης της βασικής και οι οποίες οδηγούν την καπιταλιστική οικονομία σε κρίσεις υπερπαραγωγής3. Ειδικότερα, μια από τις κυριότερες μορφές εκδήλωσης της βασικής αντίθεσης, είναι η αντίθεση μεταξύ «παραγωγής και κατανάλωσης». Επειδή ο σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής είναι η επίτευξη του μέγιστου κέρδους, υπάρχει τάση για απεριόριστη αύξηση της παραγωγής. Ωστόσο η απορρόφησή της προσκρούει στα περιορισμένα όρια της αγοραστικής δύναμης των εργατών και των λαϊκών στρωμάτων. Όπως επισημαίνει ο Μαρξ, «όσο πιο πολύ αναπτύσσεται η παραγωγική δύναμη, τόσο πιο πολύ η δύναμη αυτή έρχεται σε αντίθεση με τα στενά πλαίσια που καθορίζουν οι σχέσεις κατανάλωσης4 ».
Πολλοί, μεταξύ αυτών και αρκετοί μαρξιστές5, αποδίδουν την κύρια αιτία των κρίσεων στην «υποκατανάλωση» των μαζών. Ωστόσο, αν θεωρήσουμε την κατάσταση «υποκατανάλωσης» ως αυτοτελή αιτία, βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι κρίσεις πρέπει να έχουν χρόνιο και αδιάκοπο χαρακτήρα, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν μια φάση του κύκλου της κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής μετά τη φάση της «ανόδου», όπως θα δούμε στη συνέχεια. Ο Λένιν, ασκώντας κριτική στις θεωρίες της «υποκατανάλωσης», τόνιζε ότι «η υποκατανάλωση (που εξηγεί τάχα τις κρίσεις) υπήρχε στα πιο διαφορετικά οικονομικά καθεστώτα, ενώ οι κρίσεις αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα μόνον ενός καθεστώτος – του κεφαλαιοκρατικού6».
Μια άλλη μορφή εκδήλωσης της βασικής αιτίας των κρίσεων είναι η αντίθεση μεταξύ της οργάνωσης της παραγωγής στα πλαίσια των ξεχωριστών επιχειρήσεων και της αναρχίας στην παραγωγή στο σύνολο της κοινωνίας, η οποία δημιουργεί δυσαναλογίες και ανισομέρειες στην ανάπτυξη κλάδων και τομέων με τεράστιο κοινωνικό κόστος. Η αδυναμία αναλογικής και ισόρροπης ανάπτυξης, οφείλεται στην ατομική ιδιοκτησία των βασικών μέσων παραγωγής που κάνει αδύνατο το σχεδιασμό σε κοινωνική κλίμακα, γι' αυτό και οι διάφορες ρυθμίσεις για μείωση των δυσαναλογιών στα πλαίσια του κρατικού παρεμβατισμού έχουν περιορισμένα αποτελέσματα.
Μία άλλη μορφή εκδήλωσης της βασικής αιτίας των κρίσεων, είναι η αντίθεση μεταξύ «σκοπού και μέσου» της καπιταλιστικής παραγωγής. Η επιδίωξη απόσπασης όλο και μεγαλύτερης υπεραξίας και τελικά κέρδους, οδηγεί τους καπιταλιστές σε τεχνολογικές και οργανωτικές καινοτομίες και στη συγκέντρωση της παραγωγής σε μεγαλύτερες μονάδες για τη δημιουργία «οικονομιών κλίμακας» και απόκτησης μονοπωλιακού πλεονεκτήματος. Ωστόσο, η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της παραγωγής και κεφαλαίου, αυξάνει την οργανική του σύνθεση. Δηλαδή, μειώνει την αναλογία «μεταβλητού κεφαλαίου» (ζωντανή εργασία) σε σχέση με το «σταθερό» (υλοποιημένη εργασία στα μέσα παραγωγής) και οδηγεί σε μείωση του μέσου ποσοστού του κέρδους7. Η συγκεκριμένη διαδικασία επιτείνεται λόγω επιβράδυνσης της περιστροφής του κοινωνικού κεφαλαίου, εξαιτίας της αύξησης του «σταθερού» τμήματος και της αυξανόμενης δυσκολίας ρευστοποίησης των εμπορευμάτων. Σαν αποτέλεσμα μειώνεται η ετήσια μάζα υπεραξίας που ιδιοποιείται κάθε ξεχωριστό κεφάλαιο και κατά προέκταση μειώνεται και το μέσο ποσοστό κέρδους.
Η πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους αποδυναμώνει με τη σειρά της το κίνητρο «διευρυμένης αναπαραγωγής» και ενισχύει την τάση εντατικότερης εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, με την απόσπαση μεγαλύτερης υπεραξίας (απόλυτης και σχετικής), μειώνοντας παράλληλα την αγοραστική δύναμη των εργατών και δυσκολεύοντας τη διάθεση της παραγωγής. Έτσι, ενώ οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έχουν τη δυνατότητα παραγωγής περισσότερων αγαθών (αξιών χρήσης) για την κοινωνία, σε σχέση με τις ανάγκες του κεφαλαίου (ως μιας προκαταβεβλημένης αξίας που πρέπει αέναα να αυτοαυξάνεται), αποτελούν τελικά εμπόδιο. Με άλλα λόγια, ο «σκοπός» της καπιταλιστικής παραγωγής έρχεται σε αντίθεση με το «μέσο». Το υπερ-συσσωρευμένο κεφάλαιο που δεν μπορεί να παράγει κέρδος, σηματοδοτεί την κρίση, δηλαδή διακοπή ή μείωση της παραγωγής. Η αντικειμενική δυνατότητα αύξησης της κοινωνικής παραγωγής, έρχεται σε αντίθεση με τα στενά όρια του σκοπού της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, την αύξηση της αξίας του υπάρχοντος κεφαλαίου.
Τέλος, μια ακόμη μορφή εκδήλωσης της βασικής αιτίας των κρίσεων, είναι σε κοινωνικό επίπεδο η αντίθεση μεταξύ εργατικής και αστικής τάξης. Η αντίθεση αυτή εκφράζεται στο γεγονός ότι σε συνθήκες κρίσης επιδεινώνεται η θέση της εργατικής τάξης η οποία εξαθλιώνεται «σχετικά» και «απόλυτα». Αυξάνει κατακόρυφα η ανεργία, ενώ μένουν ακινητοποιημένα σημαντικά μέσα παραγωγής. Πολλά εμπορεύματα παραμένουν απούλητα και καταστρέφονται, ενώ η μεγάλη μάζα των μισθωτών και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα ζουν στη φτώχεια και στην ανέχεια. Η ταξική πάλη σε συνθήκες κρίσης οξύνεται με τις αντιστάσεις, διαμαρτυρίες και κοινωνικές συγκρούσεις ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη, ενώ έρχεται πιο καθαρά στο προσκήνιο η ιστορική αναγκαιότητα υπέρβασης του καπιταλιστικού συστήματος, ως ριζικού τρόπου υπέρβασης των κρίσεων.
ΤΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΙΚΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ
Η διαδικασία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής έχει κυκλικό χαρακτήρα, περνώντας από τέσσερις διακριτές φάσεις. Την κρίση, ύφεση, αναζωογόνηση, άνοδο, και κατόπιν εκ νέου τη νέα κρίση, κοκ. Ο καπιταλιστικός κύκλος είναι διαδικασία «κίνησης» της καπιταλιστικής οικονομίας από τη μια κρίση υπερπαραγωγής στην άλλη. Η «κρίση» αποτελεί την κύρια φάση του κύκλου στη διάρκεια της οποίας αποκαθίστανται έστω και προσωρινά, οι διαταραγμένες αναλογίες της κοινωνικής παραγωγής. Τα πρώτα σημάδια της κρίσης είναι οι δυσκολίες διάθεσης των παραχθέντων εμπορευμάτων. Αυξάνει η ζήτηση πιστωτικού κεφαλαίου και ανεβαίνουν τα επιτόκια. Βαθμιαία η κρίση αγκαλιάζει όλες τις σφαίρες της οικονομίας. Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός οξύνεται. Η παραγωγή πέφτει, η ανεργία αυξάνει, μειώνεται η αγοραστική δύναμη των εργατών, εντείνεται η εκμετάλλευση των εργαζόμενων με εντατικοποίηση της εργασίας και περικοπές μισθών. Η φάση της κρίσης διαρκεί 6-12 μήνες, ορισμένες φορές και περισσότερο, ανάλογα με τις ιδιομορφίες της συγκεκριμένης κρίσης και τις εθνικές ιδιαιτερότητες.
Τη φάση της κρίσης ακολουθεί η «ύφεση», όπου η παραγωγή κινείται σε χαμηλά επίπεδα. Επέρχεται βαθμιαία μείωση αποθεμάτων (υπερπαραγωγή εμπορευμάτων), λόγω φυσικής απαξίωσης, είτε λόγω πτώσης τιμών. Πολλές επιχειρήσεις κλείνουν, οι εξαγορές και συγχωνεύσεις εντείνονται, συντελείται τεχνολογικός εκσυγχρονισμός της παραγωγής. Βαθμιαία η ρευστοποίηση εμπορευμάτων αυξάνει και σταματά η πτώση των τιμών. Τη φάση της ύφεσης διαδέχεται η «αναζωογόνηση», όπου επιταχύνεται η ανανέωση του παγίου κεφαλαίου, αυξάνει η παραγωγικότητα εργασίας και το κυνήγι του κέρδους. Η ανάπτυξη της υποδιαίρεσης Ι (όπως αποκαλεί ο Μαρξ την παραγωγή μέσων παραγωγής), συνοδεύεται από αύξηση της απασχόλησης, αύξηση εργατικών μισθών, αύξηση καταναλωτικής ζήτησης και αντίστοιχα της παραγωγής της υποδιαίρεσης ΙΙ (της παραγωγής ειδών κατανάλωσης). Ο όγκος παραγωγής φθάνει στα επίπεδα πριν από την κρίση. Τη φάση της αναζωογόνησης διαδέχεται η φάση της «ανόδου», η οποία χαρακτηρίζεται από αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής. Αυξάνει η ζήτηση πιστωτικού (δανειακού) κεφαλαίου και το ύψος των κερδών. Αυξάνει η τιμή των μετοχών και χρηματοπιστωτικών «προϊόντων», καθώς και η χρηματιστηριακή κερδοσκοπία. Διευρύνονται παράλληλα οι διαστάσεις της παραγωγής και δημιουργούνται οι υλικοί όροι μιας νέας κρίσης υπερπαραγωγής.
Η «ΕΞΥΓΙΑΝΤΙΚΗ» ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ
Μια σημαντική διάσταση της θεωρίας του Μαρξ για τις κρίσεις αφορά τον «εξυγιαντικό ρόλο» των οικονομικών κρίσεων στη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος, για όσο αυτό εξακολουθεί να υπάρχει. Αυτό συμβαίνει, όπως ήδη σημειώθηκε, λόγω της αποκατάστασης, έστω και προσωρινά, των διαταραγμένων αναλογιών της παραγωγής, που πετυχαίνεται μέσω της κρίσης. Η καταστροφή των συσσωρευμένων μη κερδοφόρων κεφαλαίων, δημιουργεί ένα ευρύ πεδίο δράσης και κερδοφορίας για τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις που επιβιώνουν, θέτοντας έτσι τις προϋποθέσεις για μια νέα άνοδο.
Υπάρχουν δυο βασικοί τρόποι με τους οποίους οι καπιταλιστές που επιβιώνουν επωφελούνται από την καταστροφή κεφαλαίων στη διάρκεια της κρίσης. Πρώτα, το κλείσιμο επιχειρήσεων, ρίχνοντας ένα μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης στην ανεργία, αυξάνει τον ανταγωνισμό των εργατών για δουλειά επιτρέποντας στο κεφάλαιο να χαμηλώνει τους μισθούς. Αυτό δημιουργεί ευνοϊκούς όρους για αυξημένη κερδοφορία στην αρχή του νέου κύκλου, επιτρέποντας να ξεκινήσει εκ νέου η συσσώρευση του κεφαλαίου.
Κατά δεύτερο λόγο, η κρίση απαξιώνει τα περιουσιακά στοιχεία των επιχειρήσεων, τα οποία στη φάση της ανόδου φουσκώνουν υπερβολικά. Ένας καπιταλιστής στα πρόθυρα της χρεοκοπίας όμως θα είναι διατεθειμένος να πουλήσει σε ακόμη πιο εξευτελιστικές τιμές κεφαλαιουχικά στοιχεία, τμήματα της επιχείρησης, μετοχές, κ.λπ., ώστε να αποσβέσει τα χρέη του. Αυτό αποτελεί μια πρόσθετη πηγή κερδοφορίας για τους εναπομένοντες καπιταλιστές. Με αυτό τον τρόπο, οι κρίσεις δίνουν ισχυρή ώθηση στο σχηματισμό των μονοπωλίων, που κυριαρχούν πλέον στην αγορά.
Τελικά, η καπιταλιστική οικονομία φτάνει έτσι σε ένα νέο σημείο εκκίνησης. Όπως λέει ο Μαρξ, «Η στασιμότητα της παραγωγής θα έχει έτσι προετοιμάσει –μέσα σε καπιταλιστικά όρια– μια επακόλουθη επέκταση της παραγωγής. Και έτσι ο κύκλος ξεκινά εκ νέου την πορεία του8 » – τίθεται η βάση για μια νέα επέκταση, αλλά πάντα με ένα τεράστιο ανθρώπινο και κοινωνικό κόστος, από τις καταστροφές που έχει εν τω μεταξύ επιφέρει η κρίση.
ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ ΚΑΙ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ
Η μαρξιστική θεωρία των οικονομικών κρίσεων αποδεικνύει τις βαθιές αντιφάσεις και τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα των οικονομικών σχέσεων του καπιταλισμού. Διευκολύνει στην κατανόηση των οικονομικών νόμων κίνησης της σύγχρονης αστικής κοινωνίας. Ειδικότερα οι κρίσεις αποκαλύπτουν στους εργαζόμενους και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα τις αγιάτρευτες ανεπάρκειες και πληγές του καπιταλισμού. Την κατασπατάληση παραγωγικών δυνάμεων, τη ληστρική εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, τον τεράστιο αριθμό ανέργων, την αρπακτική αξιοποίηση των φυσικών πόρων, κ.ά. Η μαρξιστική θεωρία των κρίσεων δείχνει ότι ο καπιταλισμός ενεργεί όχι μόνο ως μορφή ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων αλλά και ως μορφή τροχοπέδησης και καταστροφής τους. Όσο πιο αναπτυγμένος είναι ο καπιταλισμός, τόσο πιο καθαρά δείχνει την ανικανότητά του να αναπτύξει και να αξιοποιήσει τις παραγωγικές δυνάμεις προς όφελος της κοινωνίας.
Η κρίση δεν οξύνει μόνο την ταξική πάλη ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη για την κατανομή και ανακατανομή του παραγόμενου προϊόντος, αλλά και για την οριστική εξάλειψη των κρίσεων με την υπέρβαση του καπιταλισμού. Με άλλα λόγια η κρίση βοηθάει αντικειμενικά την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα να συνειδητοποιήσουν την αναγκαιότητα ανατροπής των κυρίαρχων καπιταλιστικών σχέσεων και μετάβασης σε ένα ανώτερο σύστημα, στο σοσιαλισμό, όπου σύμφωνα με τη διορατική επισήμανση του Μαρξ, στη θέση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου ιδιοποίησης που στηρίζεται στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, θα μπει η κοινή κατοχή της γης και των μέσων παραγωγής από τους συνεταιρισμένους παραγωγούς και η κοινωνία θα γράψει στη σημαία της «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του9».
Η αναγκαιότητα του σοσιαλισμού επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι στην τωρινή μεγάλη παγκόσμια κρίση, η αστική τάξη δεν είναι ικανή να επιτύχει μια διέξοδο με παραδοσιακά μέσα, επιτρέποντας τη μαζική καταστροφή κεφαλαίων. Με την εξαίρεση μερικών μεγάλων χρηματοπιστωτικών εταιρειών όπως η Lehman Brothers στην αρχή της κρίσης και μερικών βιομηχανιών, η κυβέρνηση Ομπάμα και οι άλλες κυβερνήσεις απέτρεψαν τη χρεοκοπία μονοπωλιακών κολοσσών και τραπεζών, παρεμβαίνοντας με πακέτα σωτηρίας τρις δολαρίων, ακόμη και όταν ήταν καταφανώς χρεοκοπημένες. Η αιτία θα βρεθεί στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής που έχει εκπληρώσει ο καπιταλισμός: οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι τράπεζες είναι τόσο στενά συνυφασμένες μεταξύ τους, που η χρεοκοπία έστω και λίγων από αυτές θα παρέσερνε με μορφή ντόμινο και τις άλλες. Με άλλα λόγια, η κοινωνικοποίηση έχει φτάσει στο σημείο να αντιφάσκει με τις καπιταλιστικές σχέσεις – όπως δείχνει η παρατεινόμενη αδυναμία των κυβερνήσεων να βγουν από την ύφεση, οι κλυδωνισμοί της ευρωζώνης, κ.λπ., μόνο μια διέξοδος με σοσιαλιστικά μέτρα ή με μέτρα προπαρασκευαστικά για το σοσιαλισμό είναι όντως δυνατή.
Δεν πρόκειται λοιπόν για μεσσιανική θεώρηση της κοινωνικής εξέλιξης, αλλά για το «ιστορικά αναγκαίο» που απορρέει από τη «διαλεκτική των πραγμάτων». Κινητήρια δύναμη αυτής της ανατροπής είναι οι κοινωνικές δυνάμεις που έχουν ζωτικό συμφέρον και πρώτα απ' όλα ο κόσμος της μισθωτής εργασίας.
Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΕΞΟΔΟΥ
Η πιο πάνω ανάλυση των οικονομικών κρίσεων υπερπαραγωγής (ή κρίσεων υπερ-συσσώρευσης κεφαλαίου), έγινε με αφαίρεση των επιδράσεων του εξωτερικού τομέα και των πολιτικών κρατικής ρύθμισης της λεγόμενης «αντικυκλικής πολιτικής». Ειδικότερα, σε συνθήκες «φιλελευθεροποίησης» και αυξανόμενης «παγκοσμιοποίησης» των οικονομικών σχέσεων, οι κυκλικές κρίσεις σε κάθε χώρα, χωρίς να χάνουν τα «κλασικά» τους χαρακτηριστικά, αλληλοεπηρεάζονται, υφίστανται τροποποιήσεις, ενώ οι συνέπειές τους είναι ιδιαίτερα επώδυνες για τις «αδύναμες» και «ανοικτές» οικονομίες, ιδιαίτερα των χωρών της «περιφέρειας» της ευρωζώνης, όπως η ελληνική. Γι' αυτό και ο ελληνικός λαός τα τρία τελευταία χρόνια, βιώνει μια πρωτοφανή κρίση με τεράστια μείωση του ΑΕΠ (20%), εκρηκτική αύξηση ανεργίας (22%), πτώση βιοτικού επιπέδου, άπλωμα φτώχειας και κοινωνική περιθωριοποίηση.
Πρόκειται για μια οικονομική κρίση που εκτός από τις αντιφάσεις της κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής σε εθνικό επίπεδο, εμπεριέχει τις συνέπειες της κρίσης της ευρωζώνης και των ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων που προωθούνται, με τα γνωστά «Μνημόνια», στο όνομα της αντιμετώπισής της. Ωστόσο γίνεται καθαρό ότι οι συγκεκριμένες πολιτικές δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την κρίση με όρους συστήματος και να αποφύγουν την όξυνση της ταξικής πάλης και αμφισβήτησης συνολικά του καπιταλιστικού συστήματος. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά στην ελληνική κοινωνία προβάλλει σαν αναγκαιότητα «φυσικού νόμου», η εφαρμογή μιας εναλλακτικής πολιτικής «προοδευτικής εξόδου από την κρίση», που θα αμφισβητεί το DNA του νεοφιλελευθερισμού και του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, αφήνοντας ανοικτό τον ορίζοντα της σοσιαλιστικής προοπτικής.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ο πρώτος τόμος του Κεφαλαίου δημοσιεύτηκε το 1867, ενώ οι υπόλοιποι μετά το θάνατο του Μαρξ (1883). Την επιμέλεια των χειρογράφων είχε αναλάβει ο ίδιος ο Ένγκελς. Το 1885 εκδόθηκε ο δεύτερος τόμος ο οποίος επανεκδόθηκε από τον ίδιο το 1893 με οριακές βελτιώσεις, ενώ το 1894 εκδόθηκε ο τρίτος. Τέλος, ο τέταρτος τόμος που αναφέρεται στις «θεωρίες για την υπεραξία» (τρία βιβλία), εκδόθηκε αργότερα, αρχικά από τον Κάουτσκι (1905-1910) με πολλές παραλείψεις, ενώ η πλήρης έκδοση έγινε από το Ινστιτούτο Μαρξισμού-Λενινισμού της Μόσχας, από το 1954 ως το 1961.
2. Όπως σημειώνει ο Μαρξ, «η διεύρυνση ή μείωση της παραγωγής καθορίζεται όχι από το συσχετισμό της κοινωνικής παραγωγής και τις κοινωνικές ανάγκες των αναπτυγμένων ανθρώπων, αλλά από την ιδιοποίηση της απλήρωτης εργασίας... Καθορίζεται από το κέρδος και το συσχετισμό του κέρδους που φέρνει στο κεφάλαιο... Η παραγωγή ανακόπτεται όχι όταν το απαιτεί η ικανοποίηση των αναγκών, αλλά όταν αυτό απαιτεί η παραγωγή και η πραγματοποίηση κέρδους». (Μαρξ-Ένγκελς, Άπαντα, τόμ.25, σελ. 283-284, ρωσ. έκδ.).
3. Όταν μιλάμε για κρίσεις «υπερπαραγωγής», δεν αναφερόμαστε σε κρίσεις υπεραφθονίας αγαθών τα οποία δεν μπορεί να καταναλώσει η κοινωνία, αλλά σε κρίσεις υπερπαραγωγής με βάση τις ανάγκες του κεφαλαίου (παραγωγή και ιδιοποίηση υπεραξίας με τη μορφή κέρδους, τόκου ή γαιοπροσόδου). Στην ουσία πρόκειται για «υπερπαραγωγή» ή «υπερσυσσώρευση» κεφαλαίου, είτε σε μορφή εμπορευμάτων, είτε αργούντων παραγωγικών μέσων, είτε χρηματοπιστωτικής μορφής (πλασματικό κεφάλαιο), που αδυνατεί να αποφέρει στους κατόχους του ένα πρόσθετο οικονομικό όφελος (έσοδο) στο αρχικό τους κεφάλαιο (προκαταβεβλημένη αξία).
4. Μαρξ-Ένγκελς, Άπαντα, τόμ.25, σελ. 268 (ρωσ. έκδ.).
5. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ξεκινώντας από τη θεωρία της «υποκατανάλωσης» του Σισμοντί, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η αντίθεση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης είναι αξεπέραστο εμπόδιο για την καπιταλιστική συσσώρευση και τη διευρυμένη αναπαραγωγή. Ανάλογη αντίληψη είχε και ο Κάουτσκι που θεωρούσε ότι αιτία των κρίσεων ήταν η υποκατανάλωση της εργατικής τάξης. Βασικό μεθοδολογικό λάθος των θεωριών «υποκατανάλωσης», είναι ότι θεωρούν ως αποφασιστικού ρόλου στην αναπαραγωγή του κοινωνικού προϊόντος, όχι τη σφαίρα της παραγωγής, αλλά της κατανομής και κατανάλωσής του.
6. Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ.2, σελ.159 (ρωσ. έκδ.).
7. Σχετικά με το ρόλο της «πτώσης του μέσου ποσοστού του κέρδους» στην εμφάνιση των κρίσεων, υπάρχουν κι εδώ μονομερείς προσεγγίσεις, μεταξύ άλλων και από πολλούς μαρξιστές, όπου μια μορφή εκδήλωσης της βασικής αιτίας των κρίσεων, ανάγεται σε αυτοτελή αιτία. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στην πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους, λόγω αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και επιβράδυνσης της περιστροφής του κοινωνικού κεφαλαίου, υπάρχουν παράγοντες που ανακόπτουν ή επιβραδύνουν τη σχετική τάση. Η ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, η επιβολή μονοπωλιακών τιμών από μεγάλες επιχειρήσεις, οι τεχνολογικές καινοτομίες, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, το φθήνεμα των μέσων συντήρησης του εργάτη, κ.ά., αποτελούν παράγοντες επιβράδυνσης της τάσης μείωσης του μέσου ποσοστού κέρδους, χωρίς ωστόσο να την ανακόπτουν πλήρως.
8. Κ. Μαρξ, Capital, τόμ. 3, κεφ. 15, μέρος 3, 11-12, όπως παρατίθεται στο St. Easterling, «Marx's Theory of Economic Crisis», International Socialist Review, τεύχ. 32, Nov.-Dec. 2003.
9. Κ. Μαρξ, «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», στο Μαρξ-Ένγκελς, Διαλεκτά Έργα, τόμος ΙΙ, σελ. 15, Αθήνα, εκδ. «Αναγνωστίδη».
* Ο Γιάννης Τόλιος είναι διδάκτωρ οικονομικών επιστημών. Το παρόν κείμενο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα της Μαρξιστικής Σκέψης στους Μαρξ και Γκράμσι, τόμ. 6, σελ. 220-27.
Παρασκευή 20 Ιουλίου 2012
Πέμπτη 26 Ιουλίου 2012
Καπιταλιστική κρίση και κοινωνιοοντολογικές αξιώσεις
http://takseis-ithikh.blogspot.gr
Στην αρχή είναι το πρόβλημα. Το πρόβλημα σαν επώδυνη επαφή ενός συστήματος με την ετερότητά του, με το άλλο του, μια επαφή του συστήματος με το Είναι ή περιβάλλον του, που είναι και δεν είναι στο σύστημα. Η επαφή αυτή ασκεί πιέσεις επιλογής στο σύστημα που καλείται να αντιμετωπίσει το πρόβλημά του. Πρώτα από όλα να το αναγνώσει, να το μεταγλωττίσει, σχηματίζοντας αρχικά το ανάγλυφο του προβλήματος με βάση τον κώδικά του. Τί νόημα έχει το πρόβλημα για το σύστημα; Αυτό θα κριθεί με βάση το νόημα του ίδιου του συστήματος. Η επαφή με το πρόβλημα δεν είναι μόνο αισθητηριακή αλλά και ''νοηματική''. Το πρόβλημα όμως είναι πρόβλημα, υπάρχει αντικειμενικά, εφόσον εισάγεται αναγκαστικά σαν τέτοιο. Μια παραγνώριση του προβλήματος (''κανένα πρόβλημα δεν υπάρχει!'') είναι η ίδια ένας τρόπος ''αντιμετώπισης'' ή καλύτερα μετάθεσής του.
Σίγουρα μια δομική κρίση είναι για το καπιταλιστικό σύστημα ένα πρόβλημα. Αυτό ασκεί πιέσεις επιλογής και καλεί προς στρατηγική επίλυσή του. Η στρατηγική επίλυσή του, εφόσον το πρόβλημα είναι δομικό, εντοπίζεται δηλαδή σε δεδομένα της οργανωτικής διάρθρωσης του συστήματος που δεν μπορούν να ταξινομηθούν και να καναλιζαριστούν από την ίδια την οργανωτική του διάρθρωση, πρέπει να είναι και η ίδια δομική, μια δομική αναδιάρθρωση. Aκούμε συνεχώς για ''διαρθρωτικές αλλαγές'' που απαιτούνται για να ''πάρει εμπρός'' η (καπιταλιστική) οικονομία.
Πρέπει στο σημείο αυτό να διακρίνουμε δύο ειδών ''δομικά προβλήματα''. Υπάρχουν τα προβλήματα που προκύπτουν από την ιστορική διάρθρωση του συστήματος. Προβλήματα στην αρχιτεκτονική του ελληνικού καπιταλισμού ή του ευρωπαϊκού, λιγότερο ή περισσότερο ''χαλαρού'', καπιταλιστικού πολιτικο-οικονομικού συστήματος. Υπάρχουν και προβλήματα που αναφέρονται στη λογική διάρθρωση και οργάνωση του συστήματος. Πρωτοπόρος στη διάγνωση αυτού του είδους των δομικών προβλημάτων υπήρξε ο Κάρλ Μάρξ. Τα προβλήματα που αφορούν τη λογική οργάνωση ενός συστήματος δεν μπορούν να επιλυθούν οριστικά υπό οποιαδήποτε ιστορική εκδοχή του. Πιο σωστά, και τα δύο είδη προβλημάτων, τα λογικά και τα ιστορικά, είναι και τα δύο ''Ιστορικά'', με μια ευρύτερη έννοια. Αυτό που ονομάσαμε ''λογικά'' προβλήματα βασίζονται στη ριζική ιστορική θεμελίωση του συστήματος όπου αυτό αναδύεται ως ''όλον'', και κάθε εδραίωσή του μέσα σε συγκεκριμένες χωροχρονικές συνθήκες ως τέτοιου συστήματος, ''αναπαράγει'' αυτή αυτή τη ριζική ιστορική θεμελίωση ή ''συνάντηση'' των βασικών συστατικών του στοιχείων, αν θέλετε. Ενώ τα ''ιστορικά'' με την στενή έννοια προβλήματα είναι προβλήματα των διάφορων ιστορικών-συγκυριακών ''ενσαρκώσεων'' του γενικού λογικού σκελετού, που προέκυψε με εκείνη τη ριζική ιστορική θεμελίωση και έκτοτε στέκεται σαν ''a priori'', σαν συμπαγές Αξίωμα στη βάση κάθε ομοειδούς ιστορικού συστήματος. Μια τέτοια σχέση υπάρχει ανάμεσα στο ''γενικό'' Κεφαλαιοκρατικό Σύστημα και τη λογική διάρθρωσή του (με τις αντικειμενικές τάσεις και κανονικότητές του, τα μικρά ή μακρά κύματα κ.ο.κ), και στους ''ειδικούς'' συγκεκριμένους ''κοινωνικοοικονομικούς'' καπιταλιστικούς σχηματισμούς, με τους πραγματικούς και όχι αφηρημένους ανθρώπους, την πραγματική ταξική πάλη που δεν είναι λογικό σχήμα, με τις ζωντανές κοινωνικές του σχέσεις και πρακτικές.
Το πρόβλημα του καπιταλιστικού συστήματος είναι πρόβλημα για όλους τους φορείς του συστήματος, στο βαθμό που αυτοί είναι φορείς, γιατί ποτέ δεν είναι απόλυτα (υπάρχει μια διάσταση των φορέων που είναι ''χαοτική'' σε σχέση με το σύστημα-για παράδειγμα, η ''ανθρωπινότητα'' της εργασιακής δύναμης στο οικονομικό σύστημα, το μη αναγώγιμο δηλαδή ενός ανθρώπου σε απλή εργασιακή δύναμη). Έτσι το πρόβλημα της καπιταλιστικής κρίσης είναι πρόβλημα τόσο για την αστική όσο και για την εργατική τάξη. Η διαφορά είναι πως η τάξη η οποία προωθεί τη στρατηγική ''επίλυσης'' του προβλήματος είναι η αστική τάξη. Οι διαρθρωτικές αλλαγές που προωθεί, ιδιωτικοποιήσεις, μειώσεις μισθών, περικοπή συντάξεων, ανεργία κ.α, συμπιέζουν προς τα κάτω την εργατική τάξη, σε σχέση με την οποία τα συμφέροντα της αστικής τάξης είναι σε τελική ανάλυση απολύτως ανταγωνιστικά.
Το ερώτημα είναι σε σχέση με τις ''διαρθρωτικές αλλαγές'' (Μνημόνια, ΔΝΤ, ''σύμφωνο σταθερότητας'', αλλαγές στο τραπεζικό σύστημα, φορολόγηση κλπ κλπ), πέρα από το αναμφισβήτητο γεγονός ότι σακατεύουν την εργατική τάξη (το παντοτινό θύμα της ανθρώπινης αλλοτρίωσης και της εκμετάλλευσης), αν θα έχουν κάποιο ''αποτέλεσμα'' για το καπιταλιστικό σύστημα, αν θα αποτελέσουν στρατηγική επίλυση του προβλήματος. Η απάντηση κρίνεται στο αν αυτές οι μεταβολές στοχεύουν στην καρδιά της λογικής, ή της ιστορικής (υπό στενή έννοια) διάρθρωσης. Δεν βλέπω πώς αυτές οι ''μεταρρυθμίσεις'' του καπιταλισμού πάνω στον εαυτό του θα μας σώσουν από τα προβλήματα της λογικής οργάνωσής του, ούτε πως για παράδειγμα ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ θα αντεπεξέλθει σε αυτά, που εμφανίζονται ιδιαίτερα οξυμένα σε περίοδο κρίσης. Εκ των πραγμάτων ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ θα λειτουργήσει σαν κυβερνητική μηχανή προώθησης συγκυριακών ''λύσεων'', που δεν μπορούν να είναι λύσεις αν δεχτούμε πως η καπιταλιστική κρίση οφείλεται σε προβλήματα λογικής διάρθρωσης (σε αντίθεση τις τοποθετήσεις στην Πλατεία Συντάγματος διάφορων τσαρλατάνων-μελών του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, που τόνιζαν εμφατικά τη μείωση της φορολογίας από Σημίτη και έπειτα ως βασικό συντελεστή της ελληνικής εκδήλωσης της καπιταλιστικής κρίσης). Το σίγουρο είναι πως, όσον αφορά το ''μαύρο κυβερνητικό μέτωπο'' (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΔΗΜ.ΑΡ), την ''εσωτερική τρόικα'' όπως έχει αποκληθεί, αλλά και όσον αφορά κάθε επίδοξο συνεχιστή της, το πρόγραμμα που αυτό εκτελεί είναι προς το παρόν το ''βέλτιστο'' και πλέον ακίνδυνο για την αστική τάξη, μεταξύ ελάχιστων εναλλακτικών επιλογών, όλων στρωμένων με γαϊδουράγκαθα.
Το ζήτημα όμως δεν είναι τόσο απλό. Η εισαγωγή του προβλήματος της κεφαλαιοκρατικής κρίσης στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, βρίσκει την εργατική τάξη πολυδιασπασμένη, χωρίς κοινή γλώσσα και αναλυτικά εργαλεία ώστε να αποκωδικοποιήσει το πρόβλημα και να το απομυστικοποιήσει έτσι όπως αυτό το αναπαριστά το Κράτος, οι ιδεολογικοί μηχανισμοί κ.α. Ας θέσουμε για λίγο ''εντός παρένθεσης'' την εργατική τάξη με τη ''σωματικότητά'' της. Η Αριστερά (αριστερά της αριστεράς της αριστεράς...), κομμουνιστική, μαρξιστική, αναρχική, ελευθεριακή, αντισυστημική ή αντικαπιταλιστική, είναι προφανές ότι δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να διαδραματίσει το ρόλο της ''πνευματικής'' συνιστώσας αυτής της εργατικής σωματικότητας. Αν είναι ικανοποιημένη από τη μέχρι σήμερα κατάσταση, ενδεχομένως καλύπτει αυτές τις πνευματικές-αναλυτικές ανάγκες, μάλλον όμως ενός άλλου ''σώματος''. Ενός εργατικού σώματος της πρώτης και ένδοξης σοσιαλιστικής επανάστασης των αρχών του προηγούμενου αιώνα, ενός ''φοιτητικού'' και γενικά εξεγερμένου σώματος του Μάη του '68, ενός ελπιδοφόρου αλλά τελικά ασυλλόγιστου σώματος της ''Πολιτιστικής Επανάστασης''.
Το πρόβλημα που εισάγεται δεν είναι της κεφαλαιοκρατίας γενικά. Είναι της κεφαλαιοκρατίας όπως είναι σήμερα, της εργατικής τάξης όπως είναι σήμερα, στην ιδιαίτερη συνάρθρωσή της με άλλα λαϊκά στρώματα, με τις παραλλαγές που το πρόβλημα αυτό διακρίνεται ανά τόπους. Εδώ μάλλον πρέπει να ειπωθεί ξεκάθαρα: Όχι μόνο τα ''ιστορικά'', όπως ονομάστηκαν, αλλά ούτε τα ''λογικά'' προβλήματα κεφαλαιοκρατικής οργάνωσης δεν έχουν εντοπιστεί ακόμα. Δεν πρόκειται απλώς για τους πατροπαράδοτους ''νόμους της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης''. Η κεφαλαιοκρατική κοινωνία έχει μια λογική ζωής η οποία μέχρι τώρα είναι μάλλον άγνωστη. Αδυνατούμε για αυτόν τον λόγο να διακρίνουμε τα λογικά από τα ιστορικά-συγκυριακά προβλήματα. Αδυνατούμε να δούμε ποιά είναι τα σημεία που το καπιταλιστικό σύστημα πονάει, όχι συγκυριακά, αλλά βαθιά και ''λογικά''. Ποιές είναι οι δέσμες πολιτικών αιτημάτων, οι οποίες αντιφάσκουν με τη βιο-λογία δηλαδή τη λογική του βίου του κεφαλαιοκρατικού σώματος, και μπορούν παράλληλα να γίνουν αιτήματα μαζικά και αιχμή του δόρατος της εργατικής τάξης, που θα την εμπνεύσουν αλλά και θα οδηγούν προοπτικά, και όχι μία και έξω, στη σοσιαλιστική-κομμουνιστική κοινωνία. Μην ξεχειλώσουμε αυτό το ''προοπτικά''. Παραδοσιακά στο σημείο αυτό χωράει όσος εμπειρισμός και όση τυχαιότητα θέλει ο καθένας. Είναι ζήτημα (και!) ''εγκεφαλικής'' δλδ στρατηγικής ανάλυσης, όσο και πολιτικής-πρακτικής αντιπαράθεσης, να ηγεμονεύσει ένα πρόγραμμα υπέρ των συμφερόντων της εργατικής τάξης, που θα την οδηγήσει στο να αναβαθμίσει η ίδια το πρόγραμμά της, με τη συμβολή των πολιτικών εκφραστών της.
Με άλλα λόγια, η εργατική τάξη και τα πολιτικά μορφώματά της, αυτά που υπάρχουν και αυτά που θα γεννηθούν, πρέπει να προβάλλουν κοινωνιοοντολογικές αξιώσεις απέναντι στο καπιταλιστικό σύστημα. Θέλω να πω ότι, αν την εποχή του ''μοντερνισμού'', των ολιστικών θεωρήσεων και των σφοδρών ταξικών συγκρούσεων διαδέχτηκε μια εποχή κεφαλαιοκρατικής νηνεμίας για τον δυτικό κόσμο (γιατί πόλεμοι γίνονταν και γίνονται συνεχώς, μακριά από την ''αυλή'' μας), η οποία εκφράστηκε με το λεγόμενο ''μεταμοντέρνο'', δλδ με την εξάλειψη των ολιστικών κοινωνικοπολιτικών θεωρήσεων, με τη στροφή σε όμορφες αλλά κοινωνικά αδιάφορες αναλύσεις για διάφορα ''Κείμενα'', σχετικοποίηση των πάντων, δυστοπικές προσεγγίσεις, εξάλειψη της ιστορικότητας και των παραδοσιακών δεσμών, αποδυνάμωση των προσωπικών σχέσεων και βαθιά εξατομίκευση, τώρα είναι ο καιρός για ένα νέο κίνημα πραγματικά ''μοντέρνο'', σύγχρονο με την εποχή του, αλλά και τοποθετημένο πάνω στον άξονα της διαχρονίας. Που θα αντλεί την ποίησή του από το μέλλον πατώντας στο παρελθόν. Που θα ενοποιήσει την εργατική τάξη μέσα στον κατακερματισμό της, δείχνοντας πως η πολλαπλότητα των θέσεων στον καταμερισμό της κοινωνικής παραγωγής αποδίδει σε τελική ανάλυση δύο στρατόπεδα που συγκροτούνται στην πολιτική τους ρεαλιστικότητα πάνω στο πεδίο της μάχης. Προβάλλω ''κοινωνιοντολογικές αξιώσεις'' σήμερα σημαίνει αναλύω και περιγράφω μετά λόγου γνώσεως την όντως ούσα κεφαλαιοκρατική κοινωνία, διαγιγνώσκω τις κανονικότητες και τις τάσεις, χαράζω στρατηγική προοπτική εφάμιλλη των συμμετεχόντων που θα κριθεί η ζωή τους από αυτήν, και όχι εφάμιλλη των δικών μου προκατασκευασμένων εντυπώσεων.
Το ''μεταφυσικό'' σχήμα της ''άρνησης της άρνησης'' είναι ο τρόπος της επαναστατικής σκέψης που θέλει να αρνηθεί το υπάρχον, εκμαιεύοντας παραστάσεις του μη υπάρχοντος από μια κατάσταση όπου το παρόν καθεστώς δεν υπήρξε, παραπέμποντας, ελλείψει αυτοδύναμης παράστασης, αναγκαστικά σε ''δάνειες εικόνες'' από το παρελθόν (ακριβώς γιατί εκείνο που δεν είναι παρόν, είναι το παρελθόν ή μέλλον). Πολύ απλά, δεν είναι τυχαίο που κάθε μετακαπιταλιστική αφήγηση έχει εξωτερικές ομοιότητες με μορφές προκαπιταλιστικές. Δείτε τις ''μορφές που προηγούνται της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίες'' του Μάρξ στα ''Grundrisse'', και θα δείτε πως στο πρότυπο της μεσαιωνικής-γερμανικής κοινότητας, της Ρώμης, της αρχαίας Αθήνας, των σλαβικών κοινοτήτων, του ασιατικού τρόπου παραγωγής κ.ο.κ, αναγνωρίζονται στο γενικό τους περίγραμμα τα μόνα νοητά σήμερα οργανωτικά πρότυπα μιας μετακαπιταλιστικής κοινωνίας του μέλλοντος, που εμφανίζεται σαν μίξη, σε διάφορες δοσοληψίες, όλων αυτών. Δεν είναι άλλο η ''άμεση δημοκρατία'', ο ''ελευθεριακός δημοτικισμός'', οι μικρές ελεύθερες κοινότητες συνεταιρισμών με εμπορευματοχρηματικές σχέσεις μεταξύ τους, ο κεντρικός σχεδιασμός, παρά μια μίμηση περισσότερο ή λιγότερο πετυχημένη, προκαπιταλιστικών κοινωνιών, αναβαφτισμένη στη χρονικότητα της ιστορικής συγκυρίας του σύγχρονου καπιταλισμού. Αυτό δεν αρκεί. Η μετάβαση πέρα από τη κεφαλαιοκρατία και πέρα από το σύστημα της μισθωτής εργασίας είναι ριζικά πρωτότυπη, για αυτό και δεν χωράει αριστερίστικες σκανδαλιές και ψευτοεπαναστατικές προχειρότητες. Το ''άλμα'' δεν ισοδυναμεί με άρνηση της άρνησης ούτε με μιμητική επανάληψη του παρελθόντος. Κανείς δεν θα θελήσει να πάρει το δρόμο της μεγάλης ανατροπής και να διαβεί το επικίνδυνο κατώφλι, ξέροντας πως δεν έχει σημαντικές πιθανότητες επιτυχίας, εκτός από τον ''ήδη πεισμένο''. Ή αισιοδοξία πηγάζει και από τη λογική, εκτός από το συναίσθημα.
Έχω τη βαθιά πεποίθηση ότι με πολλούς από εσάς, που μας απασχολεί η ίδια πραγματικότητα και μας ταλανίζουν τα ίδια προβλήματα (αν και δεν πλήττονται υλικά όλοι το ίδιο), θα βρεθούμε μαζί για να μιλήσουμε την ίδια ''γλώσσα'' και να βαδίσουμε στο ίδιο ''πρόγραμμα''. Μέχρι τότε, θα πρέπει να αρθούν όλα τα ιστορικά εμπόδια που μας κρατάνε χώρια.
Στην αρχή είναι το πρόβλημα. Το πρόβλημα σαν επώδυνη επαφή ενός συστήματος με την ετερότητά του, με το άλλο του, μια επαφή του συστήματος με το Είναι ή περιβάλλον του, που είναι και δεν είναι στο σύστημα. Η επαφή αυτή ασκεί πιέσεις επιλογής στο σύστημα που καλείται να αντιμετωπίσει το πρόβλημά του. Πρώτα από όλα να το αναγνώσει, να το μεταγλωττίσει, σχηματίζοντας αρχικά το ανάγλυφο του προβλήματος με βάση τον κώδικά του. Τί νόημα έχει το πρόβλημα για το σύστημα; Αυτό θα κριθεί με βάση το νόημα του ίδιου του συστήματος. Η επαφή με το πρόβλημα δεν είναι μόνο αισθητηριακή αλλά και ''νοηματική''. Το πρόβλημα όμως είναι πρόβλημα, υπάρχει αντικειμενικά, εφόσον εισάγεται αναγκαστικά σαν τέτοιο. Μια παραγνώριση του προβλήματος (''κανένα πρόβλημα δεν υπάρχει!'') είναι η ίδια ένας τρόπος ''αντιμετώπισης'' ή καλύτερα μετάθεσής του.
Σίγουρα μια δομική κρίση είναι για το καπιταλιστικό σύστημα ένα πρόβλημα. Αυτό ασκεί πιέσεις επιλογής και καλεί προς στρατηγική επίλυσή του. Η στρατηγική επίλυσή του, εφόσον το πρόβλημα είναι δομικό, εντοπίζεται δηλαδή σε δεδομένα της οργανωτικής διάρθρωσης του συστήματος που δεν μπορούν να ταξινομηθούν και να καναλιζαριστούν από την ίδια την οργανωτική του διάρθρωση, πρέπει να είναι και η ίδια δομική, μια δομική αναδιάρθρωση. Aκούμε συνεχώς για ''διαρθρωτικές αλλαγές'' που απαιτούνται για να ''πάρει εμπρός'' η (καπιταλιστική) οικονομία.
Πρέπει στο σημείο αυτό να διακρίνουμε δύο ειδών ''δομικά προβλήματα''. Υπάρχουν τα προβλήματα που προκύπτουν από την ιστορική διάρθρωση του συστήματος. Προβλήματα στην αρχιτεκτονική του ελληνικού καπιταλισμού ή του ευρωπαϊκού, λιγότερο ή περισσότερο ''χαλαρού'', καπιταλιστικού πολιτικο-οικονομικού συστήματος. Υπάρχουν και προβλήματα που αναφέρονται στη λογική διάρθρωση και οργάνωση του συστήματος. Πρωτοπόρος στη διάγνωση αυτού του είδους των δομικών προβλημάτων υπήρξε ο Κάρλ Μάρξ. Τα προβλήματα που αφορούν τη λογική οργάνωση ενός συστήματος δεν μπορούν να επιλυθούν οριστικά υπό οποιαδήποτε ιστορική εκδοχή του. Πιο σωστά, και τα δύο είδη προβλημάτων, τα λογικά και τα ιστορικά, είναι και τα δύο ''Ιστορικά'', με μια ευρύτερη έννοια. Αυτό που ονομάσαμε ''λογικά'' προβλήματα βασίζονται στη ριζική ιστορική θεμελίωση του συστήματος όπου αυτό αναδύεται ως ''όλον'', και κάθε εδραίωσή του μέσα σε συγκεκριμένες χωροχρονικές συνθήκες ως τέτοιου συστήματος, ''αναπαράγει'' αυτή αυτή τη ριζική ιστορική θεμελίωση ή ''συνάντηση'' των βασικών συστατικών του στοιχείων, αν θέλετε. Ενώ τα ''ιστορικά'' με την στενή έννοια προβλήματα είναι προβλήματα των διάφορων ιστορικών-συγκυριακών ''ενσαρκώσεων'' του γενικού λογικού σκελετού, που προέκυψε με εκείνη τη ριζική ιστορική θεμελίωση και έκτοτε στέκεται σαν ''a priori'', σαν συμπαγές Αξίωμα στη βάση κάθε ομοειδούς ιστορικού συστήματος. Μια τέτοια σχέση υπάρχει ανάμεσα στο ''γενικό'' Κεφαλαιοκρατικό Σύστημα και τη λογική διάρθρωσή του (με τις αντικειμενικές τάσεις και κανονικότητές του, τα μικρά ή μακρά κύματα κ.ο.κ), και στους ''ειδικούς'' συγκεκριμένους ''κοινωνικοοικονομικούς'' καπιταλιστικούς σχηματισμούς, με τους πραγματικούς και όχι αφηρημένους ανθρώπους, την πραγματική ταξική πάλη που δεν είναι λογικό σχήμα, με τις ζωντανές κοινωνικές του σχέσεις και πρακτικές.
Το πρόβλημα του καπιταλιστικού συστήματος είναι πρόβλημα για όλους τους φορείς του συστήματος, στο βαθμό που αυτοί είναι φορείς, γιατί ποτέ δεν είναι απόλυτα (υπάρχει μια διάσταση των φορέων που είναι ''χαοτική'' σε σχέση με το σύστημα-για παράδειγμα, η ''ανθρωπινότητα'' της εργασιακής δύναμης στο οικονομικό σύστημα, το μη αναγώγιμο δηλαδή ενός ανθρώπου σε απλή εργασιακή δύναμη). Έτσι το πρόβλημα της καπιταλιστικής κρίσης είναι πρόβλημα τόσο για την αστική όσο και για την εργατική τάξη. Η διαφορά είναι πως η τάξη η οποία προωθεί τη στρατηγική ''επίλυσης'' του προβλήματος είναι η αστική τάξη. Οι διαρθρωτικές αλλαγές που προωθεί, ιδιωτικοποιήσεις, μειώσεις μισθών, περικοπή συντάξεων, ανεργία κ.α, συμπιέζουν προς τα κάτω την εργατική τάξη, σε σχέση με την οποία τα συμφέροντα της αστικής τάξης είναι σε τελική ανάλυση απολύτως ανταγωνιστικά.
Το ερώτημα είναι σε σχέση με τις ''διαρθρωτικές αλλαγές'' (Μνημόνια, ΔΝΤ, ''σύμφωνο σταθερότητας'', αλλαγές στο τραπεζικό σύστημα, φορολόγηση κλπ κλπ), πέρα από το αναμφισβήτητο γεγονός ότι σακατεύουν την εργατική τάξη (το παντοτινό θύμα της ανθρώπινης αλλοτρίωσης και της εκμετάλλευσης), αν θα έχουν κάποιο ''αποτέλεσμα'' για το καπιταλιστικό σύστημα, αν θα αποτελέσουν στρατηγική επίλυση του προβλήματος. Η απάντηση κρίνεται στο αν αυτές οι μεταβολές στοχεύουν στην καρδιά της λογικής, ή της ιστορικής (υπό στενή έννοια) διάρθρωσης. Δεν βλέπω πώς αυτές οι ''μεταρρυθμίσεις'' του καπιταλισμού πάνω στον εαυτό του θα μας σώσουν από τα προβλήματα της λογικής οργάνωσής του, ούτε πως για παράδειγμα ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ θα αντεπεξέλθει σε αυτά, που εμφανίζονται ιδιαίτερα οξυμένα σε περίοδο κρίσης. Εκ των πραγμάτων ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ θα λειτουργήσει σαν κυβερνητική μηχανή προώθησης συγκυριακών ''λύσεων'', που δεν μπορούν να είναι λύσεις αν δεχτούμε πως η καπιταλιστική κρίση οφείλεται σε προβλήματα λογικής διάρθρωσης (σε αντίθεση τις τοποθετήσεις στην Πλατεία Συντάγματος διάφορων τσαρλατάνων-μελών του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, που τόνιζαν εμφατικά τη μείωση της φορολογίας από Σημίτη και έπειτα ως βασικό συντελεστή της ελληνικής εκδήλωσης της καπιταλιστικής κρίσης). Το σίγουρο είναι πως, όσον αφορά το ''μαύρο κυβερνητικό μέτωπο'' (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΔΗΜ.ΑΡ), την ''εσωτερική τρόικα'' όπως έχει αποκληθεί, αλλά και όσον αφορά κάθε επίδοξο συνεχιστή της, το πρόγραμμα που αυτό εκτελεί είναι προς το παρόν το ''βέλτιστο'' και πλέον ακίνδυνο για την αστική τάξη, μεταξύ ελάχιστων εναλλακτικών επιλογών, όλων στρωμένων με γαϊδουράγκαθα.
Το ζήτημα όμως δεν είναι τόσο απλό. Η εισαγωγή του προβλήματος της κεφαλαιοκρατικής κρίσης στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, βρίσκει την εργατική τάξη πολυδιασπασμένη, χωρίς κοινή γλώσσα και αναλυτικά εργαλεία ώστε να αποκωδικοποιήσει το πρόβλημα και να το απομυστικοποιήσει έτσι όπως αυτό το αναπαριστά το Κράτος, οι ιδεολογικοί μηχανισμοί κ.α. Ας θέσουμε για λίγο ''εντός παρένθεσης'' την εργατική τάξη με τη ''σωματικότητά'' της. Η Αριστερά (αριστερά της αριστεράς της αριστεράς...), κομμουνιστική, μαρξιστική, αναρχική, ελευθεριακή, αντισυστημική ή αντικαπιταλιστική, είναι προφανές ότι δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να διαδραματίσει το ρόλο της ''πνευματικής'' συνιστώσας αυτής της εργατικής σωματικότητας. Αν είναι ικανοποιημένη από τη μέχρι σήμερα κατάσταση, ενδεχομένως καλύπτει αυτές τις πνευματικές-αναλυτικές ανάγκες, μάλλον όμως ενός άλλου ''σώματος''. Ενός εργατικού σώματος της πρώτης και ένδοξης σοσιαλιστικής επανάστασης των αρχών του προηγούμενου αιώνα, ενός ''φοιτητικού'' και γενικά εξεγερμένου σώματος του Μάη του '68, ενός ελπιδοφόρου αλλά τελικά ασυλλόγιστου σώματος της ''Πολιτιστικής Επανάστασης''.
Το πρόβλημα που εισάγεται δεν είναι της κεφαλαιοκρατίας γενικά. Είναι της κεφαλαιοκρατίας όπως είναι σήμερα, της εργατικής τάξης όπως είναι σήμερα, στην ιδιαίτερη συνάρθρωσή της με άλλα λαϊκά στρώματα, με τις παραλλαγές που το πρόβλημα αυτό διακρίνεται ανά τόπους. Εδώ μάλλον πρέπει να ειπωθεί ξεκάθαρα: Όχι μόνο τα ''ιστορικά'', όπως ονομάστηκαν, αλλά ούτε τα ''λογικά'' προβλήματα κεφαλαιοκρατικής οργάνωσης δεν έχουν εντοπιστεί ακόμα. Δεν πρόκειται απλώς για τους πατροπαράδοτους ''νόμους της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης''. Η κεφαλαιοκρατική κοινωνία έχει μια λογική ζωής η οποία μέχρι τώρα είναι μάλλον άγνωστη. Αδυνατούμε για αυτόν τον λόγο να διακρίνουμε τα λογικά από τα ιστορικά-συγκυριακά προβλήματα. Αδυνατούμε να δούμε ποιά είναι τα σημεία που το καπιταλιστικό σύστημα πονάει, όχι συγκυριακά, αλλά βαθιά και ''λογικά''. Ποιές είναι οι δέσμες πολιτικών αιτημάτων, οι οποίες αντιφάσκουν με τη βιο-λογία δηλαδή τη λογική του βίου του κεφαλαιοκρατικού σώματος, και μπορούν παράλληλα να γίνουν αιτήματα μαζικά και αιχμή του δόρατος της εργατικής τάξης, που θα την εμπνεύσουν αλλά και θα οδηγούν προοπτικά, και όχι μία και έξω, στη σοσιαλιστική-κομμουνιστική κοινωνία. Μην ξεχειλώσουμε αυτό το ''προοπτικά''. Παραδοσιακά στο σημείο αυτό χωράει όσος εμπειρισμός και όση τυχαιότητα θέλει ο καθένας. Είναι ζήτημα (και!) ''εγκεφαλικής'' δλδ στρατηγικής ανάλυσης, όσο και πολιτικής-πρακτικής αντιπαράθεσης, να ηγεμονεύσει ένα πρόγραμμα υπέρ των συμφερόντων της εργατικής τάξης, που θα την οδηγήσει στο να αναβαθμίσει η ίδια το πρόγραμμά της, με τη συμβολή των πολιτικών εκφραστών της.
Με άλλα λόγια, η εργατική τάξη και τα πολιτικά μορφώματά της, αυτά που υπάρχουν και αυτά που θα γεννηθούν, πρέπει να προβάλλουν κοινωνιοοντολογικές αξιώσεις απέναντι στο καπιταλιστικό σύστημα. Θέλω να πω ότι, αν την εποχή του ''μοντερνισμού'', των ολιστικών θεωρήσεων και των σφοδρών ταξικών συγκρούσεων διαδέχτηκε μια εποχή κεφαλαιοκρατικής νηνεμίας για τον δυτικό κόσμο (γιατί πόλεμοι γίνονταν και γίνονται συνεχώς, μακριά από την ''αυλή'' μας), η οποία εκφράστηκε με το λεγόμενο ''μεταμοντέρνο'', δλδ με την εξάλειψη των ολιστικών κοινωνικοπολιτικών θεωρήσεων, με τη στροφή σε όμορφες αλλά κοινωνικά αδιάφορες αναλύσεις για διάφορα ''Κείμενα'', σχετικοποίηση των πάντων, δυστοπικές προσεγγίσεις, εξάλειψη της ιστορικότητας και των παραδοσιακών δεσμών, αποδυνάμωση των προσωπικών σχέσεων και βαθιά εξατομίκευση, τώρα είναι ο καιρός για ένα νέο κίνημα πραγματικά ''μοντέρνο'', σύγχρονο με την εποχή του, αλλά και τοποθετημένο πάνω στον άξονα της διαχρονίας. Που θα αντλεί την ποίησή του από το μέλλον πατώντας στο παρελθόν. Που θα ενοποιήσει την εργατική τάξη μέσα στον κατακερματισμό της, δείχνοντας πως η πολλαπλότητα των θέσεων στον καταμερισμό της κοινωνικής παραγωγής αποδίδει σε τελική ανάλυση δύο στρατόπεδα που συγκροτούνται στην πολιτική τους ρεαλιστικότητα πάνω στο πεδίο της μάχης. Προβάλλω ''κοινωνιοντολογικές αξιώσεις'' σήμερα σημαίνει αναλύω και περιγράφω μετά λόγου γνώσεως την όντως ούσα κεφαλαιοκρατική κοινωνία, διαγιγνώσκω τις κανονικότητες και τις τάσεις, χαράζω στρατηγική προοπτική εφάμιλλη των συμμετεχόντων που θα κριθεί η ζωή τους από αυτήν, και όχι εφάμιλλη των δικών μου προκατασκευασμένων εντυπώσεων.
Το ''μεταφυσικό'' σχήμα της ''άρνησης της άρνησης'' είναι ο τρόπος της επαναστατικής σκέψης που θέλει να αρνηθεί το υπάρχον, εκμαιεύοντας παραστάσεις του μη υπάρχοντος από μια κατάσταση όπου το παρόν καθεστώς δεν υπήρξε, παραπέμποντας, ελλείψει αυτοδύναμης παράστασης, αναγκαστικά σε ''δάνειες εικόνες'' από το παρελθόν (ακριβώς γιατί εκείνο που δεν είναι παρόν, είναι το παρελθόν ή μέλλον). Πολύ απλά, δεν είναι τυχαίο που κάθε μετακαπιταλιστική αφήγηση έχει εξωτερικές ομοιότητες με μορφές προκαπιταλιστικές. Δείτε τις ''μορφές που προηγούνται της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίες'' του Μάρξ στα ''Grundrisse'', και θα δείτε πως στο πρότυπο της μεσαιωνικής-γερμανικής κοινότητας, της Ρώμης, της αρχαίας Αθήνας, των σλαβικών κοινοτήτων, του ασιατικού τρόπου παραγωγής κ.ο.κ, αναγνωρίζονται στο γενικό τους περίγραμμα τα μόνα νοητά σήμερα οργανωτικά πρότυπα μιας μετακαπιταλιστικής κοινωνίας του μέλλοντος, που εμφανίζεται σαν μίξη, σε διάφορες δοσοληψίες, όλων αυτών. Δεν είναι άλλο η ''άμεση δημοκρατία'', ο ''ελευθεριακός δημοτικισμός'', οι μικρές ελεύθερες κοινότητες συνεταιρισμών με εμπορευματοχρηματικές σχέσεις μεταξύ τους, ο κεντρικός σχεδιασμός, παρά μια μίμηση περισσότερο ή λιγότερο πετυχημένη, προκαπιταλιστικών κοινωνιών, αναβαφτισμένη στη χρονικότητα της ιστορικής συγκυρίας του σύγχρονου καπιταλισμού. Αυτό δεν αρκεί. Η μετάβαση πέρα από τη κεφαλαιοκρατία και πέρα από το σύστημα της μισθωτής εργασίας είναι ριζικά πρωτότυπη, για αυτό και δεν χωράει αριστερίστικες σκανδαλιές και ψευτοεπαναστατικές προχειρότητες. Το ''άλμα'' δεν ισοδυναμεί με άρνηση της άρνησης ούτε με μιμητική επανάληψη του παρελθόντος. Κανείς δεν θα θελήσει να πάρει το δρόμο της μεγάλης ανατροπής και να διαβεί το επικίνδυνο κατώφλι, ξέροντας πως δεν έχει σημαντικές πιθανότητες επιτυχίας, εκτός από τον ''ήδη πεισμένο''. Ή αισιοδοξία πηγάζει και από τη λογική, εκτός από το συναίσθημα.
Έχω τη βαθιά πεποίθηση ότι με πολλούς από εσάς, που μας απασχολεί η ίδια πραγματικότητα και μας ταλανίζουν τα ίδια προβλήματα (αν και δεν πλήττονται υλικά όλοι το ίδιο), θα βρεθούμε μαζί για να μιλήσουμε την ίδια ''γλώσσα'' και να βαδίσουμε στο ίδιο ''πρόγραμμα''. Μέχρι τότε, θα πρέπει να αρθούν όλα τα ιστορικά εμπόδια που μας κρατάνε χώρια.
Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΔΙΚΤΥΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΤΕΤΑΡΤΗ
25
ΙΟΥΛΙΟΥ
ΩΡΑ
8.00 μμ
ΕΡΓΑΤΙΚΟ
ΚΕΝΤΡΟ ΧΑΛΚΙΔΑΣ
ΕΚΔΗΛΩΣΗ - ΣΥΖΗΤΗΣΗ
με τον
ΤΑΚΗ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ – ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΦΙΛΟΣΟΦΟ
ΘΕΜΑ:
Η ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ
ΓΙΑ ΕΝΑ ΛΑΪΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ
ΚΑΙ
ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ
Για
την μόνιμη έξοδο από την καταστροφική κρίση μέσα από την
Α Μ Ε Σ Η
Ε Ξ Ο Δ Ο ΑΠΟ ΤΗΝ
Ε Υ Ρ Ω Π Α Ι Κ Η
Ε Ν Ω Σ Η
Για την
μονομερή
διαγραφή
του
χρέους
και
την
ακύρωση
δανειακών
συμβάσεων
-
μνημονίων
αλλά και για
την
οικονομική - πολιτική
κυριαρχία
μέσα απο την
ΑΥΤΟΔΥΝΑΜΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Με στόχο
την σταδιακή πλήρη
αποδέσμευση μας από την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, και
έναν νέο πραγματικό διεθνισμό που θεμελιώνεται
στην αλληλεγγύη.
Έτσι μόνο ο λαός μας, έχοντας
ορθοποδήσει
από την σημερινή λαίλαπα, θα
μπορούσε να προχωρήσει στην συστημική
αλλαγή που θα επιλέξει, η όποια θα
μπορούσε
να είναι και μια πραγματική
(Περιεκτική) Δημοκρατία που θα εξασφάλιζε την ίση κατανομή
πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής
δύναμης μεταξύ όλων των πολιτών.
-Πρωτοβουλία Χαλκιδέων για την δημιουργία
Μετώπου
για την Κοινωνική και Εθνική απελευθέρωση
Ο Καστοριάδης και το Μεταβολικό Ρήγμα
http://wwwpraxisred.blogspot.gr
Στο παρόν κείμενο γίνεται αναφορά σε
μια θέση του Καστοριάδη για ζητήματα Οικολογίας τα οποία, κατά τον ίδιο,
«o Μαρξ παραβλέπει ή περιθωριοποιεί».
Η άποψη αυτή εκφράστηκε στο
κείμενο με τίτλο Η επαναστατική δύναμη της Οικολογίας Μια συνέντευξη με
τον Κορνήλιο Καστοριάδη (1993) που δόθηκε το 1993 στο γαλλικό περιοδικό
«Πράσινος Πλανήτης», απο την οποία επιλέγω ένα μέρος. (1)
Οι λόγοι για τους οποίους αναφέρομαι σ’ αυτόν είναι τρεις:
Ο πρώτος είναι ότι η άποψη του
είναι τυπική και πολύ διαδεδομένη απο οικο-αριστερούς αλλά και δυστυχώς
αποδεκτή σε κάποιους που τοποθετούνται στον χώρο της κομμουνιστικής
αριστεράς.
Ο δεύτερος είναι ότι Καστοριάδης
είναι «δικός μας» και οι επικλήσεις σ’ αυτόν είναι της μόδας εδώ, μιας
και αποτελούν τεκμήρια ταύτισης με μια «ανοιχτά και αδογμάτιστα»
αριστερή διανόηση. Και διότι πολλοί συμφωνούν με την εκτίμηση των
συντακτών της εν λόγω συνέντευξης κατά τους οποίους
«Ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ίσως ο
σημαντικότερος πολιτικός στοχαστής και φιλόσοφος του 20ου αιώνα, από το
τη δεκαετία του 70’ αρχίζει να ενσωματώνει στο σύστημα της κριτικής του
και το οικολογικό ζήτημα. Φαίνεται, δε, σχεδόν από όλα τα τελευταία
κείμενά του ότι το οικολογικό ήταν το ζήτημα που τον απασχολούσε
περισσότερο ή τουλάχιστον εξίσου πολύ με άλλα θέματα. κτλ)».(2)
Ο τρίτος και ειδικότερος λόγος
είναι το γεγονός ότι στην απάντηση του Καστοριάδη που παραθέτω, ο Μαρξ
εμφανίζεται αδιάφορος για σημαντικά πράγματα που αφορούν την οικολογία
και κατά τον ίδιο πάντα, «το ότι ο Μαρξ «ξεχνάει» αυτά τα πράγματα είναι
περίεργο, λόγω του ότι στην εποχή του αυτή η σκέψη απασχολεί πολλούς
συγγραφείς». Στο πλαίσιο αυτό αναφέρεται το όνομα Justus Liebig, κάτι
που θεώρησα άξιο λόγου, όπως ελπίζω θα φανεί παρακάτω.
Μια «εφ’ όλης της ύλης κριτική»
στις θέσεις του Καστοριάδη για το ζήτημα της οικολογίας δεν είναι στις
προθέσεις, ούτε και θα ήταν δυνατή στο πλαίσιο ενός κειμένου όπως το
παρόν. Θα σταθούμε μόνο στο ζήτημα του αφορισμού «περί του μη οικολογικά
προβληματισμένου» Μαρξ. Είναι δίκαιο να ειπωθεί εξ’ αρχής εδώ ότι αυτή η
συνέντευξη δόθηκε πριν απο σχεδόν μια εικοσαετία και έκτοτε μεσολάβησε
μια έντονη δραστηριότητα, κυρίως απο μαρξιστές ακαδημαϊκούς, εστιασμένη
όχι μόνο σε μια στενά ιδωμένη διερεύνηση του ερωτήματος αν οι πατέρες
του Μαρξισμού είχαν αναπτυγμένη οικολογική συνείδηση, αλλά και στην
ανάδειξη της σχέσης κοινωνίας και φύσης στη σκέψη τους, και στο βαθμό
κατά τον οποίο αυτή η σκέψη είναι ακόμα ζωντανά επίκαιρη και ικανή να
οπλίσει θεωρητικά μια ποιο διεισδυτική ενατένηση και ερμηνεία της
περιβαλλοντικής κρίσης που βιώνουμε. Ωστόσο, η αναφορά του Καστοριάδη
στον Justus Liebig καθιστά «περίεργο» (για να χρησιμοποιήσω την δική του
έκφραση) το γεγονός ότι αποσιωπείται σ’ αυτήν ή αγνοείται η σχέση του
Μαρξ με τον Liebig
Ας δούμε τι λεει:
[...]
Pascale
Egre : Ποιο παραλληλισμό θα μπορούσαμε να κάνουμε ανάμεσα στην
υποχώρηση του μαρξισμού και στη ραγδαία ανάπτυξη της πολιτικής
οικολογίας;
Κορνήλιος Καστοριάδης: Η σχέση
τους είναι προφανώς περίπλοκη. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει κανείς να
παρατηρήσει ότι ο Μαρξ μετέχει πλήρως του καπιταλιστικού φαντασιακού:
σύμφωνα με αυτόν, όπως και με την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής του, τα
πάντα εξαρτώνται από την αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων. Όταν η
παραγωγή φθάνει σε ένα αρκετά υψηλό επίπεδο είναι κανείς σε θέση να
μιλήσει για μια αληθινά ελεύθερη κοινωνία, για μια κοινωνία ισότητας και
πάει λέγοντας. Δεν βρίσκει κανείς στον Μαρξ καμία κριτική της
καπιταλιστικής τεχνικής, είτε όσον αφορά την μέθοδο παραγωγής είτε όσον
αφορά τον τύπο και τη φύση των προϊόντων που παράγονται. Για αυτόν, η
καπιταλιστική τεχνική και τα προϊόντα της αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι
της διαδικασίας της ανθρώπινης προόδου. Ούτε ασκεί κριτική στην
εργασιακή διαδικασία του εργοστασίου. Επικρίνει, βεβαίως, μερικά
«υπερβολικά» στοιχεία αλλά, υπό αυτήν τη μορφή, αυτή η οργάνωση φαίνεται
για αυτόν να αποτελεί μια πραγμάτωση της ορθολογικότητας, χωρίς την
προσθήκη εισαγωγικών. Το βασικό κομμάτι της κριτικής του έχει να κάνει
με την χρήση αυτής της τεχνικής και αυτής της οργάνωσης: πως, δηλαδή,
από αυτές επωφελείται μόνο το κεφάλαιο και όχι η ανθρωπότητα ως σύνολο.
Δεν εντοπίζει την ανάγκη να γίνει μια εσωτερική κριτική στην τεχνική και
την οργάνωση της καπιταλιστικής παραγωγής.
Το ότι ο Μαρξ «ξεχνάει» αυτά τα
πράγματα είναι περίεργο, λόγω του ότι στην εποχή του αυτή η σκέψη
απασχολεί πολλούς συγγραφείς. Ας θυμηθούμε, για να αναφερθούμε σε ένα
γνωστό παράδειγμα, τους Άθλιους του Βίκτωρ Ουγκό. Όταν, με σκοπό να
σώσει τον Μάριο, ο Γιάννης Αγιάννης τον κουβαλάει μέσα από τους
υπονόμους του Παρισιού, ο Ουγκό παραδίδεται σε μία από τις
πολυαγαπημένες παρεκβάσεις του. Βασισμένος, χωρίς αμφιβολία, στους
υπολογισμούς των μεγάλων χημικών της εποχής, πιθανόν του Justus Liebig,
λέει πως από το Παρίσι καταλήγει στην θάλασσα κάθε χρόνο, μέσω των
υπονόμων του, χρηματικό ποσό ίσο με 500 εκατομμύρια χρυσά φράγκα. Αυτό
το αντιπαραβάλλει στη συμπεριφορά των κινέζων αγροτών, οι οποίοι
λιπαίνουν το χώμα με τα δικά τους περιττώματα. Αυτός είναι ο λόγος για
τον οποίο μας λέει ουσιαστικά ότι το έδαφος της Κίνας είναι τόσο εύφορο
όσο ήταν και την πρώτη μέρα της Δημιουργίας. Γνωρίζει πως οι
παραδοσιακές οικονομίες ήταν οικονομίες ανακύκλωσης, ενώ η σημερινή
είναι μια οικονομία σπατάλης.
Ο Μαρξ όλα αυτά τα παραβλέπει ή
τα περιθωριοποιεί. Και αυτό επρόκειτο να παραμείνει, μέχρι το τέλος, η
τοποθέτηση του μαρξιστικού κινήματος. Αρχίζοντας από το τέλος της
δεκαετίας του 50’, αρκετοί παράγοντες θα ενώνονταν προκειμένου να
αλλάξει αυτή η κατάσταση. (3)
Η θέση αυτή του Καστοριάδη
αδικεί έντονα τον Μαρξ. Κατά τον John Bellamy Foster η ίδια άποψη, θα
χαρακτηριζόταν περιγέλαστη σήμερα. Ο ίδιος συγγραφέας γράφει ότι: «Μετά
από δεκαετίες έρευνας στις συνεισφορές του Μαρξ σε οικολογικούς
διαλόγους και την δημοσίευση των επιστημονικών-τεχνικών σημειωματάριών
του, δεν μπαίνει πλέον ερώτημα αν ο Μαρξ καταπιάνεται με την φύση, και
αν το έκανε σε όλη τη ζωή του». (4) Προφανώς διότι το ερώτημα έχει
απαντηθεί απο έναν αυξανόμενο αριθμό σύγχρονων θεωρητικών – εκτός απο
τον John Bellamy Foster, και απο πολλούς άλλους, όπως οι Paul Burkett, Fred Magdoff , Brett Clark, Richard York, David Harvey, Ricardo Dobrovolski, Jason W. Moore Erik Swyngedouw (η λίστα δεν εξαντλείται εδώ) οι οποίοι έχουν καταπιαστεί συστηματικά με σοβαρότητα και κύρος με το θέμα αυτό.
Ο κύριος κορμός του παρόντος
κειμένου συνίσταται απο μεταφορά και παρουσίαση βασικών παρατηρήσεων στο
ίδιο ζήτημα που έχουν γίνει σε άρθρα μερικών απο τους προαναφερθέντες
θεωρητικούς. Πέραν της σύνθεσης τους εδώ, σαν αντιπαράθεση και σαν
απάντηση στον αφορισμό του Καστοριαδη σε σχέση με τις «παραβλέψεις» του
Μαρξ, στα ελάχιστα που προσθέτω συμπεριλαμβάνεται η διαπίστωση ότι η
διάλυση αυτής της προκατάληψης αλλά και ο εμπλουτισμός του μαρξιστικού
προβληματισμού για το περιβάλλον και την σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με
την φύση, εάν είναι όσο θα έπρεπε πλατιά γνωστά στον ελληνικό χώρο της
Μαρξιστικής αριστεράς (πράγμα που ομολογώ μου είναι άγνωστο),
τουλάχιστον δεν φαίνεται να την απασχολεί με την ένταση που αρμόζει στο
θέμα αυτό.
Μια πλήρης ανάγνωση του έργου
του Μαρξ, εστιασμένη στην ανάδειξη αυτής της σημαντικής πλευράς της
σκέψης του που αφορά τον βαθύ και απαράμιλλο για την εποχή του
προβληματισμό του για τη σχέση κοινωνία–φύση, δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Διότι ο προβληματισμός αυτός διαποτίζει ολόκληρη την σκέψη του, είναι
βασικό συστατικό της. Και σίγουρα κάποιες απο τις προκαταλήψεις που
έχουν εξαπλωθεί, προερχόμενες κυρίως απο τον «πράσινο», στην ουσία
σοσιαλδημοκρατικό, χώρο μπορεί να είναι αδιάβαστες αναπαραγωγές απο
ψευδο-διατριβές λειψά καταρτισμένων διανοούμενων. Άλλες προέρχονται απο
μια κάστα γραφιάδων που κάνουν καλοπληρωμένη καριέρα την προσπάθεια να
βγάλουν τον Μαρξ άσχετο και στο θέμα της οικολογίας.
Κάποιοι, πιο ραφιναρισμένα
αναγκάζονται τώρα να ομολογήσουν ότι ο Μαρξ ναι μεν είχε υπόψη του το
περιβαλλοντικό πρόβλημα της εποχής του, αλλά ισχυρίζονται ότι οι
εκτιμήσεις του ήταν υποταγμένες σ’ ένα Προμηθεανισμό, (5) (δηλαδή σε μια
έντονη έμφαση στην αναγκαιότητα της βιομηχανικής ανάπτυξης την οποία
θεωρούσε προϋπόθεση της ανθρώπινης χειραφέτησης, και η οποία ήταν
αναγκαίο να πραγματοποιηθεί ανεξάρτητα απο το περιβαλλοντικό κόστος της.
Έτσι, κατά την ίδια κριτική στον Μαρξ, προβάλλεται η άποψη ότι δεν
έδειξε έναν οικολογικό προβληματισμό επαρκή για να ωθήσει μια περαιτέρω
ανάπτυξη σε μεταγενέστερες γενιές μαρξιστών, και άρα δεν συνείσφερε στην
επακόλουθη διαμόρφωση της Οικολογίας. Άλλοι τον «δικαιολογούν» ότι
έγραψε πριν την ανάπτυξη της οικολογίας, εξ’ ου και το γεγονός ότι, σαν
λέξη, η οικολογία είναι ανύπαρκτη στο λεξιλόγιο του.
Η αλήθεια όμως είναι ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς (όπως γράφει ο John Bellamy Foster)
είχαν το πλεονέκτημα ότι έζησαν
σε μια εποχή όπου η μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό
εξακολουθούσε ακόμα να πραγματοποιείται ή να είχε συμβεί στην πρόσφατη
μνήμη. Ως εκ τούτου, τα ερωτήματα που έθεσαν για την καπιταλιστική
κοινωνία, ακόμη και για τη σχέση μεταξύ της κοινωνίας και της φύσης ήταν
συχνά πιο θεμελιώδη από αυτά που χαρακτηρίζουν την κοινωνική και
οικολογική σκέψη, ακόμη και στην αριστερά, σήμερα.
Αλλά, παραδόξως, η ανταγωνιστική
σχέση του καπιταλισμού με το περιβάλλον, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα
της σημερινής κρίσης μας, ήταν κατά κάποιο τρόπο πιο εμφανής στους
σοσιαλιστές του 19ου και 20ου αιώνα, από ότι είναι στην πλειοψηφία των
πράσινων στοχαστών της εποχής μας.(6)
Ας επιστρέψουμε στo επίδικο: την
αποσιωπημένη η αγνοουμένη (απο τον Καστοριάδη) σχέση Μαρξ και Liebig. Ο
Justus von Liebig, μεγάλος Γερμανός χημικός, είναι γνωστός για την
έντονη κριτική που άσκησε στον ανορθολογισμό της αγροκαλλιέργειας και
ειδικά στις εντατικοποιημένες μεθόδους της βρετανικής γεωργικής
παραγωγής της εποχής του, τις οποίες χαρακτήρισε ως ένα «σύστημα
ληστείας». Περιέγραψε λεπτομερώς την σοφία παλαιότερων κοινωνιών οι
οποίες αυτά που έπαιρναν απο την φύση με την παραγωγική τους
δραστηριότητα τα επέστρεφαν σ’ αυτήν σε μορφή λιπαντικών συστατικών
απαραίτητων για ανακύκλωση στη γη, διατηρώντας μια ισορροπία μεταξύ της
φύσης και της αγροκαλλιέργειας. Η κριτική αυτή αναπτύχθηκε στο
πρωτοποριακό επιστημονικό έργου του, Organic Chemistry in its
Application to Agriculture and Physiology (Οργανική Χημεία και η
Εφαρμογή της στην Γεωργία και την Φυσιολογία) που εκδόθηκε το 1840.
Με το ξεδίπλωμα της βιομηχανικής
επανάστασης, η μείωση του πληθυσμού των αγροτικών περιοχών σήμανε την
προλεταριοποίηση μέρους της αγροτιάς που οδήγησε επίσης στην
συγκεντροποίηση της ιδιοκτησίας γης. Συνάμα διαφοροποιήθηκε δραματικά η
πόλη απο το χωριό, αναστέλλοντας την παράδοση ανακύκλωσης. Τρόφιμα και
φυτικές ίνες αποστέλλονταν από την ύπαιθρο σε μακρινές αγορές. Στο
πλαίσιο αυτό, τα θρεπτικά συστατικά του εδάφους, όπως άζωτο, φώσφορο και
κάλιο, μεταφέρονταν από τη ύπαιθρο στην πόλη, όπου μετατρέπονταν σε
συσσωρευμένα ανθρώπινα και ζωικά απόβλητα και σε ρύπανση των πόλεων,
αντί να επιστρέψουν στο έδαφος για την ανακύκλωση τους.
Μια «λύση» που βρήκαν οι
καπιταλίστες στην αρχή του 19ου Αιώνα ήταν η ανάπτυξη του διεθνούς
εμπορίου γκουανό, νιτρικών αλάτων. Το γκουανό ήταν ένα από τα καλύτερα
λιπάσματα για αύξηση της αγροτικής παραγωγής με εμπλουτισμό του εδάφους.
Πρόκειται για την ονομασία περιττωμάτων θαλάσσιων πτηνών που κατοικούν
σε μεγάλες αποικίες στα νησιά ανοικτά των ακτών του Περού. Το γκουανό
έχει υψηλές ποσότητες συγκεντρωμένων φωσφορικών ενώσεων και αζώτου.
Εκείνη την εποχή, αυτό το νέο λίπασμα προκάλεσε ενα διεθνή ανταγωνισμό
για την διεκδίκηση των νησιών που είχαν αποθέματα γκουανό. Εκατομμύρια
τόνοι γκουανό σκάφτηκαν για εξαγωγές στις Ηνωμένες Πολιτείες και την
Ευρώπη. Οι εργάτες που το έσκαβαν ήταν κινέζοι "κούληδες" μεταφερμένοι
σαν σκλάβοι στο Περού, για να δουλεύουν εκεί χειρότερα απο σκλάβους...
(7)
Πέραν τούτου, πηγή λιπασμάτων
αποτελούσαν και τα οστά ανθρώπων και ζώων τα οποία είχαν επίσης καταστεί
αντικείμενο ληστρικής εκμετάλλευσης. Πρωταγωνιστές ήταν οι Άγγλοι
αποικιοκράτες και καπιταλίστες. Φυσικά κάποιες χώρες κυριολεκτικά
γδέρνονταν απο τα θρεπτικά συστατικά του εδάφους τους. Αυτό ώθησε τον
Liebig να δηλώσει ότι η Μεγάλη Βρετανία
... Στερεί όλες τις χώρες από
τις συνθήκες της γονιμότητας τους. Έχει σαρώσει τα πεδία των μαχών της
Λειψίας, του Βατερλώ και της Κριμαίας! Έχει καταναλώσει τα οστά πολλών
γενεών συσσωρευμένα στις κατακόμβες της Σικελίας! Και τώρα καταστρέφει
κάθε χρόνο το φαγητό για μια μελλοντική γενιά από τριάμισι εκατομμύρια
ανθρώπων. Όπως ένας βρικόλακας, που κρέμεται στο στήθος της Ευρώπης, και
του κόσμου ακόμα, ρουφά το αίμα της ψυχής του, χωρίς καμία πραγματική
ανάγκη ή μόνιμο όφελος για τον εαυτό του. (8)
Σε αντίθεση με τον Καστοριάδη, ο
John Bellamy Foster, διακρίνει ότι ο Μαρξ είχε πλήρη επίγνωση της
εργασίας του Liebig την οποία μελέτησε την ίδια περίοδο που έγραφε τον
πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, και απο την οποία πληροφορήθηκε το Κεφάλαιο. Ο
Μαρξ παρακολούθησε τις διαλέξεις του Liebig στο Λονδίνο, όπως και
διαλέξεις των Moleschott και Huxley. (9) Κάθε άλλο παρά «παραμελώντας
και παραβλέποντας μια εσωτερική κριτική στην τεχνική και την οργάνωση
της καπιταλιστικής παραγωγής», όπως σχολίασε σε επιστολή στον Ένγκελς το
1866, η εντατική μελέτη της νέας γεωργικής χημείας, «ιδίως των Liebig
και Schönbein, ήταν πιο σημαντική για αυτό το θέμα από όλων των
οικονομολόγων μαζί». (10) Χαρακτήρισε μάλιστα την ανάδειξη, μέσω της
φυσικής επιστήμης, της καταστροφικής πλευρά της καπιταλιστικής
ανεπτυγμένης γεωργικής καλλιέργειας ως μια «αθάνατη τιμή» στον Liebig '.
Ο Μαρξ ξεκινώντας απο θέσεις του
Liebig προχώρησε πιο πέρα απο αυτές. Η καταστροφή του κύκλου
ανακύκλωσης των συστατικών της φύσης απαραίτητων για την αναπαραγωγή της
και η ανισορροπία που δημιουργείται ορίζεται ως «Μεταβολικό Ρήγμα».
Αιτία αυτού του φαινομένου είναι το γεγονός ότι ο καπιταλισμός έχει
δημιουργήσει μια «μεταβολική αλληλεπίδραση» μεταξύ ανθρώπων και γης η
οποία μορφοποιείται απο τους όρους της παραγωγής που επέβαλε.
Επισημαίνει την αναγκαιότητα για «συστηματική αποκατάσταση» αυτού του
ρήγματος η οποία αποκατάσταση θα πρέπει να λειτουργήσει ως «ρυθμιστικός
νόμος της κοινωνικής παραγωγής». Ωστόσο η μεγάλης κλίμακας
καπιταλιστική ανάπτυξη της γεωργίας και του εμπορίου οξύνει το
Μεταβολικό Ρήγμα. Αποτέλεσμα είναι η σπατάλη θρεπτικών συστατικών του
εδάφους που μετατρέπονται σε ρύπανση και απόβλητα της πόλης. «Το
Λονδίνο,» έγραψε, «δεν μπορεί να βρει καμία καλύτερη χρήση για την
απέκκριση των τεσσεράμισι εκατομμυρίων ανθρώπων από το να μολύνει τα
Τάμεση». (11) Η μεγάλης κλίμακας βιομηχανία εντείνει την εν λόγω
καταστροφική διαδικασία εξάντλησης του εδάφους.
Ο Μαρξ βλέπει το Μεταβολικό
Ρήγμα σε σχέση με το χάσμα που δημιουργείται ταυτόχρονα μεταξύ πόλης και
χωριού. Ενώ μειώνεται ο αγροτικός πληθυσμός, αυξάνεται ο πληθυσμός
στοιβαγμένος στις πόλεις
«Με αυτόν τον τρόπο παράγει τις
συνθήκες που προάγουν ένα ανεπανόρθωτο ρήγμα στην αλληλεξάρτηση
διαδικασία του κοινωνικού μεταβολισμού, ένα μεταβολισμό που προβλέπεται
από τους φυσικούς νόμους της ίδιας της ζωής. Το αποτέλεσμα αυτού είναι
μια διάβρωση της ζωτικότητας του εδάφους, η οποία πραγματοποιείται από
το εμπόριο πέρα από τα όρια μιας μόνο χώρας». (12)
[...]
«διαταράσσει τη μεταβολική
αλληλεπίδραση μεταξύ του ανθρώπου και της γης, δηλαδή εμποδίζει την
επιστροφή στο έδαφος των στοιχείων που το συνθέτουν και καταναλώνονται
από τον άνθρωπο με τη μορφή των τροφίμων και των ειδών ένδυσης? Ως εκ
τούτου παρεμποδίζει τη λειτουργία της αιώνιας φυσικής συνθήκης για τη
διαρκή γονιμότητας του εδάφους». (13)
[...]
«Όλη η πρόοδος της
καπιταλιστικής γεωργίας αποτελεί μια πρόοδο στην τέχνη, όχι μόνο της
καταλήστευσης του εργάτη, αλλά της καταλήστευσης της γης. Όλη η πρόοδος
στην αύξηση της γονιμότητας του εδάφους για μια δεδομένη χρονική στιγμή
αποτελεί μια πρόοδο προς τον αφανισμό των μακροχρόνιων πηγών αυτής της
γονιμότητας ... Η καπιταλιστική παραγωγή, επομένως, αναπτύσσει τις
τεχνικές και το βαθμό συνδυασμού της κοινωνικής διαδικασίας της
παραγωγής μόνο ταυτόχρονα με την υπονόμευση των πρωταρχικών πηγών όλου
του πλούτου, του εδάφους και του εργάτη». (14)
Η ενατένηση του προβλήματος απο
τον Μαρξ φαίνεται να έχει μακρά ακτίνα ορατότητας όταν διαπιστώνει ότι
αυτό το πρόβλημα δεν μπορεί να βρει λύση παρά μόνο με την υπέρβαση του
καπιταλισμού, καθόσον σήμερα το βρίσκουμε ακόμα μπροστά μας με
πολλαπλάσια ένταση, χωρίς καμία προοπτική επίλυσης του στα όρια του
συστήματος.
Η υπονόμευση της αέναης φύσης
απο τις συγκεκριμένες προϋπόθεσης της ανθρώπινης ύπαρξης θέτει προοπτικά
υπό αμφισβήτηση την βιωσιμότητα του πλανήτη. Δεν φαίνεται να υιοθετεί
ο Μαρξ μια συνεχόμενη και άνευ όρων βιομηχανική ή οικονομική ανάπτυξη
(δεν πάσχει καθόλου απο «Προμηθεανισμό», όπως έχει κατηγορηθεί) όταν
γράφει:
Από τη σκοπιά ενός ανώτερου
κοινωνικό-οικονομικού σχηματισμού, η ιδιωτική ιδιοκτησία γης απο
συγκεκριμένων άτομα θα φαίνεται τόσο παράλογη όσο η ιδιωτική ιδιοκτησία
άλλων ανθρώπων απο έναν άνθρωπο. Ακόμη και μια ολόκληρη κοινωνία, ένα
έθνος, ή όλες οι ταυτόχρονα υπάρχουσες κοινωνίες μαζί, δεν είναι
ιδιοκτήτες της γης. Είναι απλά οι κάτοχοί της, οι δικαιούχοι της, και
πρέπει να την κληροδοτήσουν σε μια βελτιωμένη κατάσταση στις επόμενες
γενιές όπως οι Boni patres Familias [καλοί επικεφαλής του
νοικοκυριού](15)
1 Η επαναστατική δύναμη της Οικολογίας Μια συνέντευξη με τον Κορνήλιο Καστοριάδη (1993)
2 ibid (στο ίδιο)
3 ibid (στο ίδιο) ολόκληρο το κείμενο της συνέντευξης εδώ
4 John Bellamy Foster Marx’s Ecology In Historical Perspective From International Socialism 2:96, Autumn 2002.
5, 6 ibid (στο ίδιο)
7 Brett Clark and Richard York, Rifts and Shifts: Getting to the Root of Environmental Crises – Monthly Review 2008, Volume 60, Issue 06 (November))
8 εδάφιο απο John Bellamy Foster
Marx's ecology in historical perspective, (με αναφορά στο ίδιο: «The
translation of this passage from the introduction to the 1862 edition of
Liebig’s work follows Erland Mårold in Everything Circulates:
Agricultural Chemistry and Recycling Theories in the Second Half of the
Nineteenth Century, Environment and History 8 (2002), p. 74»
10 K Marx, Capital, vol 3 (New
York, 1981), pp948-950, 959. ; Απο εδάφιο στο Marx's ecology in
historical perspective, John Bellamy Foster
11 ibid (στο ίδιο)
δείτε επίσης Ν. ΤΡΙΑΝΤΗΣ, Κ. ΜΑΡΞ – Φ. ΕΝΓΚΕΛΣ κείμενα για τις πόλεις, για την γη, για την Αρχιτεκτονική σελ. 128
13 ibid (στο ίδιο) δείτε επίσης
John Bellamy Foster and Brett Clark, “Ecological Imperialism,” in Leo
Panitch and Colin Leys, ed., Socialist Register 2004 (London: Merlin
Press, 2003); Jason W. Moore, “The Modern World-System as Environmental
History,” Theory and Society 32, no. 3 (2003): 307–77; Marx, Capital,
vol. 1, 637.
14 Marx, Capital, vol. 1, 638 (εδάφιο απο Brett Clark and Richard York, Rifts and Shifts: Getting to the Root of Environmental Crises).
15 K Marx, Capital, vol 1 (New York, 1976) p911.
Μετάφραση στην ελληνική απο την αγγλική όλων των εδαφίων πλην του Καστοριάδη απο red rock views
Μ. Γαλαντόμος (Brighton- Ικαρία, Ιούλιος 2012)
Πηγή : red rock views
Τρίτη 24 Ιουλίου 2012
Στου καλοκαιρού την Ανοχή
1. Η δικτατορία του κυνισμού και η παντοκρατορία της ηλιθιότητας
Καθώς η κρίση όχι μόνο χρονίζει αλλά βαθαίνει όλο και περισσότερο κι ενώ, παράλληλα, τα διεθνή μέσα κάνουν πια ανοιχτά λόγο για έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη,
καταδεικνύοντας ακόμα μια φορά την τεράστια πολιτική απάτη που
διενεργήθηκε, με την επικοινωνιακή επιβολή ως πραγματικού του δήθεν
«διακυβεύματος» των τελευταίων εθνικών εκλογών που δεν ήταν άλλο παρά
το: «εντός ή εκτός ευρώ, εντός ή εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, σωτηρία και
ανάπτυξη μετά θυσιών ή βέβαιος θάνατος»…, τα «δημοκρατικά» προσωπεία
πέφτουν μέρα με τη μέρα.
Παρά την εκλογική νίκη των κομμάτων που
είναι τα φερέφωνα (καλύτερα, το θλιβερό υπηρετικό προσωπικό) των
οικονομικών ελίτ και παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις περί μη εξόδου της
χώρας από την ευρωζώνη αν εκλεγούν οι εφαρμοστές των Νεοφιλελεύθερων
πολιτικών λιτότητας – διλήμματα και μηνύματα που προπαγανδίστηκαν με
τρόπο απροκάλυπτα εκβιαστικό από διεθνή και εγχώρια ΜΜΕ σε βαθμό που
τελικά έκριναν το εκλογικό αποτέλεσμα – το ζήτημα της αποπομπής της
Ελλάδας από την Ευρωζώνη και η «άτακτη χρεοκοπία» επανέρχεται από όλο
και πιο επίσημους κύκλους, μην αποτελώντας πλέον ούτε ταμπού αλλά ούτε
και «σενάριο υπερβολής» όπως ανέφεραν μέχρι πριν λίγους μήνες τα
γερμανικά ΜΜΕ. Όλα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που οι κυβερνώντες, στον
οικονομικό τομέα εφαρμόζουν τις πιο ακραίες νεοφιλελεύθερες και
αντιλαϊκές πολιτικές, ενώ πολιτικά είναι από τους πιο συντηρητικούς και
αυταρχικούς. Τραγικό για κάποιους, αλλά απόλυτα αναμενόμενο για εμάς
είναι το γεγονός της (υποτιθέμενης αριστερής) νομιμοποίησης της ΔΗΜ.ΑΡ. η
οποία παρέχει ένα εντελώς ανέντιμο πολιτικό άλλοθι στην Κυβέρνηση αφού
(στα μάτια πάρα πολλών συμπολιτών μας) την αναβαπτίζει από μια
κυβερνητική συμμαχία τεράτων, από απλή συμμορία ληστών που είναι στην
πραγματικότητα, σε «Κυβέρνηση Εθνικής Συνευθύνης και Σωτηρίας».
Σ’ ολόκληρη την γηραιά μας ήπειρο, η
ψαλίδα μεταξύ βορρά και νότου ανοίγει όλο και περισσότερο, ενώ,
παράλληλα, οι Ευρωπαϊκές ελίτ μιλούν πλέον ανοιχτά για την ανάγκη
θεσμοθέτησης και λήψης νέων μέτρων καταστολής, επενδύοντας στη λογική
του φόβου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η Βρετανία, όπου:
- Σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις αναφορικά με το ερώτημα αν θα έπρεπε να επαναφερθεί ή όχι η ποινή του θανάτου για ορισμένα εγκλήματα, η συντριπτική πλειοψηφία τάσσεται υπέρ της επαναφοράς της,
- κατά την περίοδο των ταραχών του Αυγούστου του 2011, οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού τασσόταν υπέρ της επέμβασης των ενόπλων δυνάμεων για την καταστολή τους – αντίληψη που σημαίνει ρητή ή σιωπηρή συναίνεση στην παράκαμψη θεμελιωδών αρχών του ίδιου του αστικού νομικού πολιτισμού (κράτος δικαίου και όχι στρατοκρατία, αρχή αναλογικότητας, τεκμήριο αθωότητας, δίκαιη δίκη κλπ.), και
- τα δρακόντεια μέτρα προστασίας που λήφθηκαν για την διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2012, όπου ο στρατός θα βρίσκεται σε πλήρη ετοιμότητα επέμβασης μόνο και μόνο βάσει ενός εντελώς υποθετικού ενδεχόμενου επανάληψης επεισοδίων, σαν αυτά του περασμένου έτους. Έτσι, καθώς τα ακριβά στολίδια της «δημοκρατικής Ευρώπης» που «σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα» δεν αποσπούν πια την προσοχή του κοινού το οποίο αριστεύει στην αναπαραγωγή μεσαιωνικού τύπου αντιλήψεων, σπάει η βιτρίνα της πολιτικής ορθότητας και αποκαλύπτεται η πνευματική μας γύμνια, ενώ παράλληλα διασφαλίζει την κυριαρχία της μια αυταρχική ολιγαρχία που καρτερούσε απλά τις συνθήκες εκείνες που θα την έφερναν στο φως.
Η δικτατορία του κυνισμού, και η
παντοκρατορία της εθελοδουλίας και της ηλιθιότητας, είναι, πλέον,
αναμφισβήτητο γεγονός, καθώς χιλιάδες πιστοί δούλοι της τήν στηρίζουν με
κάθε μέσο αντί να την πολεμούν και μάλιστα την στηρίζουν ενώ οι
αντικειμενικές συνθήκες που επικρατούν στην Ευρώπη της εξαθλίωσης
φυσιολογικά θα ήταν ένας λόγος, ένα ισχυρό κίνητρο να την αντιπαλέψουν.
Ζώντας, λοιπόν, στην εποχή της ασημαντότητας, παρατηρούμε για πρώτη φορά
μετά από αρκετές δεκαετίες, τα μέλη μιας κοινωνίας να επιδοκιμάζουν την
κρατική καταστολή (με κάθε μέσο), να ονειρεύονται το κλείσιμο των
συνόρων και να ζητούν μαζικές απελάσεις, ενώ η στάση μιας μεγάλης
μερίδας του πληθυσμού των χωρών της Βόρειας Ευρώπης απέναντι στους λαούς
του Νότου φανερώνει ξεκάθαρα την πολιτισμική πλευρά της κρίσης (η
οποία, όπως έχουμε πολλές φορές τονίσει, δεν είναι μόνο οικονομική),
όπου η επιφανειακότητα, η έλλειψη αλληλεγγύης και ο ακραίος ατομικισμός
κυριαρχούν σε κάθε επίπεδο με τον οικονομικό ανταγωνισμό να έχει
εξαλείψει κάθε ίχνος ανθρωπιάς μετατρέποντας τους πολίτες σε πωλητές
(και αγοραστές), εθισμένους στην κατανάλωση σκουπιδοπροϊόντων ή
μετατρέποντάς τους σε σκουπιδοφάγους εμπορευματοποιημένων επιθυμιών.
Είτε φορώντας τη γραβάτα του πολιτικού προσωπικού, είτε κρατώντας το
μαχαίρι του Νεοναζί μισθοφόρου της, είτε με το φόβο για οποιαδήποτε
αλλαγή πορείας στον «ασφαλή» δρόμο προς την εξαθλίωση, εμείς οι ίδιοι οι
πολίτες στήνουμε αόρατα τείχη, εντός των οποίων εγκλωβιζόμαστε, δίχως
να μπορούμε (είτε μάλλον, χωρίς καν να επιθυμούμε) να έρθουμε πιο κοντά
με τον συνάνθρωπο μας.
Η καθημερινότητα μας έχει γεμίσει με τις
άναρθρες κραυγές των πιστών υπηκόων είτε του ακραίου κέντρου, είτε της
Σταλινογενούς αριστεράς, είτε της άκρας δεξιάς, οι οποίοι λειτουργώντας
χάριν του οπισθοδρομισμού και της συντήρησης, και στοχεύοντας στα πιο
φοβικά ανθρώπινα συναισθήματα, παρασύρουν μεγάλο μέρος της ελληνικής
κοινωνίας στην τακτική του σαλιγκαριού. Την υποχώρηση δηλαδή στο
εσωτερικό του κελύφους, σφραγίζοντας την είσοδο του με τις ιδεοληψίες
του εθνικισμού, του ρατσισμού, ακόμη και του φασισμού. Έτσι, μεγάλο
μέρος της μπλογκόσφαιρας κατέληξε να ασχολείται με μη ζητήματα, όπως την
«κατάργηση των φωνηέντων» που αναπαρήγαγε σύσσωμος ο
ακροδεξιός-εθνικιστικός διαδικτυακός χώρος, αποκαλύπτοντας την
υποκριτική «περηφάνια» του για τη γλώσσα, της οποίας έγινε ξεκάθαρο πια
στον καθένα πως δεν γνωρίζει καν τα βασικά της χαρακτηριστικά.
Παρομοίως, το πολιτικό προσωπικό της κυβέρνησης, σε συνεργασία φυσικά με
τα ΜΜΕ, αναδεικνύει ήδη από τις πρώτες μέρες της θητείας του ζητήματα
που είναι πολύ πιθανό να συναντήσουν την αντίσταση του ελληνικού λαού,
όπως η ιδιωτικοποίηση κάθε άξονα της οικονομίας, η συνέχιση όλων αυτών
των πολιτικών που οδηγούν στην εξαθλίωση, η πιθανή έξοδος της χώρας από
τη ζώνη του ευρώ (όχι με δημοκρατικούς όρους, αλλά υπό την καθοδήγηση
των αγορών) καθώς και η άμεση καταστολή κάθε εγχειρήματος αντίστασης
(μέσω της καταστρατήγησης του δικαιώματος στην απεργία και την
πολύπλευρη ενίσχυση του υπαρκτού φασιστικού παρακράτους).
2. Σκάσε και δούλευε, δούλε άνεργε!
Πιστή στο δόγμα του Νεοφιλελευθερισμού η
κυβέρνηση Σαμαρά επικαλείται το «ιερό δικαίωμα στην εργασία»
δικαιολογώντας, έτσι, την επέμβαση των ΜΑΤ στη Χαλυβουργία με σκοπό να
σπάσει η απεργία. Την ίδια στιγμή, βέβαια, στην Ελλάδα αυτό το «ιερό»
δικαίωμα το στερούνται περίπου 1,5 εκατομμύρια πολίτες, αδυνατώντας να
εξασφαλίσουν την επιβίωση των ίδιων και των οικογενειών τους. «Το
δικαίωμα στην εργασία είναι ιερό και πρέπει η κυβέρνηση να το
υπερασπιστεί με κάθε τρόπο» δήλωσε ο πρωθυπουργός, ενώ, λίγο αργότερα,
το ΠΑ.ΣΟ.Κ εξέδωσε την εξής ανακοίνωση: «Το δικαίωμα στην εργασία και ο
παραγωγικός ιστός της χώρας πρέπει να προστατευτούν και πρέπει όλες οι
πολιτικές δυνάμεις, με τη συμπεριφορά τους, να βοηθήσουν τη μεγάλη
προσπάθεια ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας». Αλήθεια, πόση
ειρωνεία και πόσο κρετινισμό χρειάζεται να διαθέτει κανείς για ν’
αποκαλέσει τον εκβιασμό και την εκπόρνευση της επιβίωσης έναντι παροχής
υπηρεσιών ως «δικαίωμα»;
Ακολουθώντας τις πιο ακραίες Νεοφιλελεύθερες αξίες (όπως η ηθική της εργασίας, για την οποία είχαμε στο παρελθόν μιλήσει, αποκαλώντας την ως θεσμισμένη δουλία)
επιχειρείται να επιβληθεί στην κοινωνία το δόγμα του «ρεαλισμού», του
«δούλευε και μην ερεύνα», με βάση το οποίο οι κοινωνικοί αγώνες δεν
έχουν καμία σημασία, μιας και για τους περισσότερους «πραγματιστές» –
που, στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια κάστα ντετερμινιστών
δαρβινιστών «διανοούμενων» – η κοινωνία αλλάζει αργά και με σταθερό
ρυθμό, κι έτσι θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τις «συλλογικές ουτοπίες» και
να ενδιαφερόμαστε μονάχα για τον εαυτό μας. Πρόκειται για τον
«πραγματισμό» της εθελοδουλίας και του καναπέ, το δόγμα της σχολής του
Σικάγο, που προβλέπει πως κανένα αγαθό και καμιά υπηρεσία δεν θα πρέπει
να προσφέρεται δωρεάν. Απεναντίας το κάθε τί (το κάθε αυτονόητο, επί της
ουσίας) θα πρέπει να κερδίζεται με κόπο και σκληρή εργασία. Όποιος,
όμως, αμφισβητεί αυτήν την «θεωρία», βαφτίζεται ως ουτοπιστής,
χαραμοφάης και «κουκουλοφόρος». Ζούμε, πλέον, την χούντα της εποχής μας
(όπως λέει και το γνωστό αναρχικό σύνθημα), με βάση την οποία, το να
ζητά κανείς δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη ονομάζεται τεμπελιά και
αλαζονεία. Αντιθέτως, η αβασάνιστη και αναντίρρητη αποδοχή όλων των
Νεοφιλελεύθερων αξιών, η συμφιλίωση με την εξαθλίωση και η μετατροπή
ολόκληρων κοινωνιών σε ατομικιστικά κελιά απομόνωσης ονομάζεται
«ρεαλισμός». Σε αυτήν την νέου τύπου θρησκεία, εμείς απαντάμε ως εξής:
ρεαλιστές είμαστε εμείς που διεκδικούμε το «αδύνατο», δηλαδή, το
αυτονόητο! Δεν θα πενθούμε για τα όνειρά μας. Θα τα κάνουμε
πραγματικότητα, σχεδιάζοντάς τα.
3. Ενάντια στους λαϊκιστές!
Ενδεικτική της πνευματικής ένδειας και
της ελλειμματικής πολιτικής σκέψης που προβάλλουν κυρίαρχες στην
κεντρική πολιτική σκηνή, είναι ο λόγος και τα επιχειρήματα που
χρησιμοποιούν οι έχοντες χρέη εκπροσώπου της κυβέρνησης σε δημόσιες
τοποθετήσεις τους, είτε οι διάφοροι αριστεροί και ακροδεξιοί δημαγωγοί
(όπως το κόμμα του Π.Καμμένου, η Χρυσή Αυγή, η Σπίθα, το Κ.Κ.Ε και μέρος
του ΣΥ.ΡΙΖ.Α) που προωθούν και προβάλουν τον συντηρητισμό τους ως μια
«απάντηση στο αδιέξοδο του Νεοφιλελευθερισμού». Επαγγελματίες
πολιτικάντηδες, συχνά φαιδροί αλλά όχι και ακίνδυνοι απαραίτητα, όπως ο
Βύρων Πολύδωρας, φροντίζουν να θρέφουν την ανόητη συνωμοσιολογία στη
δημόσια συζήτηση λέγοντας σχετικά με το μη ζήτημα της αφαίρεσης
φωνηέντων από την ελληνική γλώσσα πως «Δεν είναι λάθος ή αμέλεια. Είναι
προμελέτη. Μας λέγουν με πρωτοφανή οίηση: “Πώς τολμάτε, εσείς οι μη
λέκτορες, οι μη ειδικοί, οι μη γλωσσολόγοι, οι αγράμματοι, μ’ ένα λόγο
να αντιστέκεσθε;”. Επομένως, Πόλεμος, Γρηγορείτε Συνέλληνες!». Ήταν ο
ίδιος όταν, σαν υπουργός Δημόσιας Τάξης, μιλούσε για «ασύμμετρες
απειλές» που αντιμετώπιζε η χώρα και ανακάλυπτε αόρατους εχθρούς, τότε
που κάηκαν 268.834 εκτάρια γης σε ολόκληρη την Ελλάδα, 63 άνθρωποι
έχασαν τη ζωή τους, 6.000 έμειναν άστεγοι και 60.000 μη ανθρώπινα ζώα
απανθρακώθηκαν. Αυτός που (σαν υπουργός) δεν απολογήθηκε ποτέ για την
τεράστια αυτή καταστροφή, καλεί σε εγρήγορση τους «συνέλληνες» με
αφορμή…την (ορθή) αναφορά ενός σχολικού βιβλίου σε φθόγγους.
Άλλος μπροστάρης της κυβερνητικής
πολιτικής, μόνιμος θιασώτης δελτίων ειδήσεων, πρωϊνών εκπομπών και
Lifefstyle φυλλάδων, ο Άδωνις Γεωργιάδης – ο χαμελαίων της άκρας δεξιάς,
ο ομοφοβικός τηλενομάρχης της Θεσσαλονίκης Π.Ψωμιάδης (και πρώην
ερμηνευτής λούμπεν επιτυχιών της πίστας) που μαζί του συσπειρώνεται
ολόκληρος ο Χριστιανικός όχλος της Βόρειας Ελλάδας, συνθέτουν το κλίμα
μιας εξουσίας «ρεαλιστών» που… αντιμάχεται την «πολιτική της
ανευθυνότητας και του λαϊκισμού»! Μάλιστα, o πρώτος απ’ αυτούς, είναι ο
Δανδής… των σκυλοκοσμικών φυλλάδων και ταυτόχρονα ο αποφασισμένος και
άτεγκτος εφαρμοστής… του Δικαίου (των αφεντικών), ο οποίος προφανώς έχει
αναλάβει τον ρόλο του οργανωτή των κατασταλτικών μηχανισμών απέναντι
στις απεργίες, υποστηρίζοντας κυνικά τους απεργοσπάστες της
Χαλυβουργικής και την εργοδοσία, αλλά και την βίαια επίθεση των ΜΑΤ
στους απεργούς χαλυβουργούς. Φαίνεται πως οι μεταγραφές αυτές από το
ΛΑ.Ο.Σ. δεν έγιναν τυχαία, καθώς είναι αυτή η δηλωμένη ακροδεξιά πτέρυγα
της Ν.Δ. (Γεωργιάδης, Βορίδης) που σήμερα έχει αναλάβει την εκπροσώπηση
των εργοδοτών στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Καλύτερος όμως λαγός της συγκυβέρνησης
(ανάλογος με αυτόν του δρομέα μεγάλων αποστάσεων), αποτελεί η Χρυσή
Αυγή. Έχοντας καταδικάσει την απεργία των Χαλυβουργών ήδη από το 2011,
με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που σήμερα το κάνουν τα καθεστωτικά ΜΜΕ και η
Νέα Δημοκρατία, έχοντας υπερασπιστεί με σθένος, χέρι-χέρι με τη Ν.Δ., τα
ειδικά μισθολόγια των πιστών ψηφοφόρων και συνεργατών της (αστυνομικών
και καραβανάδων), έχοντας αποπροσανατολίσει μέρος της κοινωνίας σχετικά
με τα αίτια της κρίσης (φταίνε οι…μετανάστες και το… γυμναστήριο της
Βουλής), αρκεί για την συγκυβέρνηση να οξύνει τις απάνθρωπες συνθήκες
μεταχείρισης όσων συλλαμβάνονται χωρίς χαρτιά, να καταστείλει με βία
εργατικές κινητοποιήσεις, να καταστρατηγήσει κάθε δημοκρατικό δικαίωμα,
ώστε να ικανοποιήσει τον αντικοινωνικό και ρατσιστικό όχλο που συνθέτουν
οι ψηφοφόροι των λαγών του συστήματος. Μάλιστα, δεν περιορίζεται στην
διαμαρτυρία, αλλά κάνει και προτάσεις…Όπως η αύξηση της στρατιωτικής
θητείας στους 14 μήνες και η επέκταση της και για τις γυναίκες, στα 18
έτη. Πρόταση που υιοθετήθηκε στο παρελθόν ώστε να μειωθεί πλασματικά η
ανεργία, από την μητέρα του Νεοφιλελευθερισμού στην Ευρώπη, την
Μάργκαρετ Θάτσερ, αλλά και από τον ιδεολογικό πατέρα του Μιχαλολιάκου,
τον Αδόλφο Χίτλερ.
4. Η ειρήνη μας τελείωσε…
Πολλοί
ίσως να μην είχαν στο μυαλό τους μέχρι το 2008 πως ο καπιταλισμός τύπου
καζίνο, θα είχε μία τόσο θεαματική εξέλιξη προς ένα γενικευμένο
αδιέξοδο. Πως οι αντιφάσεις του θα έπαιρναν την μορφή ακροτήτων ακόμα
και μέσα στις καπιταλιστικές μητροπόλεις και πως η “κοινωνία των 2/3″
που ονειρεύονταν οι παλιού τύπου καπιταλιστές ή κάποιοι
σοσιαλδημοκράτες, θα μεταμορφωνόταν στην κοινωνία του 1/100, σε ένα
τεράστιο Κολοσσαίο που ο καθένας περιμένει αρχικά με αγωνία και στο
τέλος μοιρολατρικά, την στιγμή που θα βγει στην αρένα για να φαγωθεί ή
να μονομαχήσει με κάποιον άλλο.
Η πραγματικότητα όμως διαψεύδει όλες
αυτές τις ελπίδες, είναι μπροστά στα μάτια μας και είναι τόσο
εκτυφλωτικά βίαιη, βάρβαρη και παράλογη που σύντομα, όλοι θα την
αντιλαμβάνονται και με τα βλέφαρα κλειστά. Αντί ν’ αυνανιζόμαστε με
φρούδες ελπίδες ή να αναλωνόμαστε σε προσπάθειες θεραπείες ενός νεκρού
που ήδη αποσυντίθεται, ίσως να είναι σοφότερο να συνειδητοποιήσουμε που
βρισκόμαστε και να τοποθετήσουμε τον εαυτό μας μέσα στις αντικειμενικές
συνθήκες, με ψυχραιμία αλλά και με θάρρος. Ας συγκρίνουμε την δική μας
πραγματικότητα με αυτήν που περιέγραψε κάποτε ο Ε. Μαλατέστα κι ας
αναλογιστούμε σε ποια θέση βρισκόμαστε και πώς θα πρέπει να πορευτούμε
αν θέλουμε να βγούμε από αυτήν.
«Οι αναρχικοί είναι ενάντια στη βία. Αυτό είναι γνωστό. Η κεντρική ιδέα του αναρχισμού είναι η εξαφάνιση της βίας από την κοινωνική ζωή, η οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων στη βάση της ελεύθερης θέλησης των ανθρώπων χωρίς την παρέμβαση του χωροφύλακα. Γι’ αυτό είμαστε εχθροί του καπιταλισμού που -βασιζόμενος στην προστασία των χωροφυλάκων- εξαναγκάζει τους εργαζόμενους να γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης από τους κατόχους των μέσων παραγωγής ή ακόμα και να φυγοπονούν και να πεθαίνουν της πείνας όταν τα αφεντικά έχουν συμφέρον να τους εκμεταλλεύονται. Γι’ αυτό είμαστε εχθροί του Κράτους που είναι η καταναγκαστική, δηλαδή η βίαιη, οργάνωση της κοινωνίας. Όταν όμως ένας ευγενικός άνθρωπος λέει ότι πιστεύει πως είναι ηλίθιο και βάρβαρο κάποιος να σκέφτεται υπό τα κτυπήματα ενός μπαστουνιού, πως είναι άδικο και μοχθηρό να αναγκάζεται κάποιος να πράττει τη θέληση κάποιου άλλου υπό την απειλή ενός ρεβόλβερ, είναι άραγε λογικό να συμπεράνουμε ότι αυτός ο ευγενικός άνθρωπος σκοπεύει να δεχτεί τα χτυπήματα του μπαστουνιού και να υποταχτεί στη θέληση κάποιου άλλου χωρίς να καταφύγει στα πιο ακραία μέσα άμυνας; Η βία δικαιολογείται μόνο όταν είναι απαραίτητη για την άμυνα τη δική μας και των άλλων απέναντι στη βία. Εκεί που τελειώνει η αναγκαιότητα αρχίζει το έγκλημα… Ο σκλάβος βρίσκεται πάντοτε σε κατάσταση νόμιμης άμυνας και επομένως η βία του ενάντια στον αφέντη, ενάντια στον καταπιεστή, είναι πάντοτε ηθικά δικαιολογημένη και πρέπει να καθορίζεται μόνο από το κριτήριο της χρησιμότητας και της εξοικονόμησης της ανθρώπινης προσπάθειας και των ανθρώπινων δεινών» [1]
[1]Errico Malatesta, Umanità Nova, 25 Αυγούστου 1921
http://eagainst.comΔευτέρα 23 Ιουλίου 2012
Χατζηδάκιαμ’,Στουρναράκιαμ’..! (του Στέλιου Ελληνιάδη)
Προσπερνώντας την Αργολίδα και
μπαίνοντας στην Κυνουρία με τις όμορφες παραλίες αριστερά, παρατηρώ
δεξιά στις πλαγιές, τα νεόχτιστα με τις πέτρες, τα παρτέρια, τα
μπαλκόνια και τις ταράτσες με τα δέντρα και τα λουλούδια, ολόκληρα
συγκροτήματα σύγχρονων κατοικιών που χτίστηκαν τα χρόνια που στηνόταν
από τοκογλύφους και πολιτικούς η μεγάλη παγίδα, όχι μόνο για τους
εργάτες και υπαλλήλους, αλλά και γι’ όλους αυτούς που πίστεψαν στην
ανάπτυξη κι αντί να στείλουν τα λεφτά τους στην Ελβετία στραγγίζοντας
τον τόπο από ρευστό, σχεδίασαν και έχτισαν σπίτια με σύγχρονες
προδιαγραφές.
Ούτε αυτοί είδαν τη φάκα. Κι έτσι,
όσοι επένδυσαν και πήραν δάνεια για να χτίσουν ή να αγοράσουν την
πάτησαν άσχημα. Και τώρα; Ούτε τα όμορφα άδεια σπίτια, ούτε οι μεγάλες
ταμπέλες, ούτε οι συνεχείς αγγελίες στις εφημερίδες, ούτε τα μεσιτικά
γραφεία μπορούν να προσελκύσουν αγοραστές. Οι Έλληνες δεν έχουν και οι
ξένοι «επενδυτές» περιμένουν να πέσουν οι τιμές στον πάτο για να τα
αρπάξουν με πενταροδεκάρες. Τώρα, οι επιχειρηματίες κατασκευαστές
γονατίζουν από τα χρέη και οι αγοραστές που έχασαν μεγάλο μέρος από τα
εισοδήματά τους, στενάζουν κάτω από το βάρος των απλήρωτων δόσεων των
δανείων. Κάθε ωραίο σπίτι ψυχοπλακώνει σαν τάφος τους ιδιοκτήτες του.
Αυτή είναι η ανάπτυξη που εφάρμοσαν στην Ελλάδα ο κύριος Χατζηδάκης και οι όμοιοί του. Καταστροφική για τους εργαζόμενους, καταστροφική και για τους μη διαπλεκόμενους επιχειρηματίες, εμπόρους, εργολάβους, βιοτέχνες και αγρότες. Επί δεκαετίες, οι κυβερνώντες εφάρμοσαν τις συνταγές που υπαγορεύουν οι μητροπόλεις και διευκόλυναν τα λαμόγια να ρημάξουν την Ελλάδα. Κανένας δεν τους εμπόδισε. Οι ισχυρισμοί τους ότι οι συνδικαλιστές εμπόδισαν τα σχέδια τους έχουν μόνο δημαγωγική αξία, γιατί τα μεγάλα συνδικάτα ελέγχονταν από πράσινους και μπλε εργατοπατέρες. Επίσης, αποδεικνύεται από τους δεκάδες νόμους που θέσπισαν με τους οποίους περιόρισαν στο έπακρο τα εργασιακά δικαιώματα και τους μισθούς με χλιαρές διαμαρτυρίες από ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ. Φαίνεται κι από το γεγονός ότι όλες οι δημόσιες επιχειρήσεις για τις οποίες εκδηλώθηκε ενδιαφέρον από «επενδυτές» ξεπουλήθηκαν χωρίς εμπόδια. Οι μεγάλες τράπεζες (Εθνική, Εμπορική, Πίστεως, Ιονική, Γενική κ.λπ.), ο ΟΤΕ, το αεροδρόμιο Σπάτων, το λιμάνι του Πειραιά, τα ναυπηγεία, η ΔΕΗ κ.ά. ιδιωτικοποιήθηκαν εν όλω ή εν μέρει. Το αποτέλεσμα; Μια τρύπα στο νερό.
Αυτή είναι η ανάπτυξη που εφάρμοσαν στην Ελλάδα ο κύριος Χατζηδάκης και οι όμοιοί του. Καταστροφική για τους εργαζόμενους, καταστροφική και για τους μη διαπλεκόμενους επιχειρηματίες, εμπόρους, εργολάβους, βιοτέχνες και αγρότες. Επί δεκαετίες, οι κυβερνώντες εφάρμοσαν τις συνταγές που υπαγορεύουν οι μητροπόλεις και διευκόλυναν τα λαμόγια να ρημάξουν την Ελλάδα. Κανένας δεν τους εμπόδισε. Οι ισχυρισμοί τους ότι οι συνδικαλιστές εμπόδισαν τα σχέδια τους έχουν μόνο δημαγωγική αξία, γιατί τα μεγάλα συνδικάτα ελέγχονταν από πράσινους και μπλε εργατοπατέρες. Επίσης, αποδεικνύεται από τους δεκάδες νόμους που θέσπισαν με τους οποίους περιόρισαν στο έπακρο τα εργασιακά δικαιώματα και τους μισθούς με χλιαρές διαμαρτυρίες από ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ. Φαίνεται κι από το γεγονός ότι όλες οι δημόσιες επιχειρήσεις για τις οποίες εκδηλώθηκε ενδιαφέρον από «επενδυτές» ξεπουλήθηκαν χωρίς εμπόδια. Οι μεγάλες τράπεζες (Εθνική, Εμπορική, Πίστεως, Ιονική, Γενική κ.λπ.), ο ΟΤΕ, το αεροδρόμιο Σπάτων, το λιμάνι του Πειραιά, τα ναυπηγεία, η ΔΕΗ κ.ά. ιδιωτικοποιήθηκαν εν όλω ή εν μέρει. Το αποτέλεσμα; Μια τρύπα στο νερό.
Τα κόστη των
υπηρεσιών για τους πολίτες-χρήστες αυξήθηκαν, τα έσοδα του κράτους
μειώθηκαν και πολλές από τις ιδιωτικοποιημένες εταιρίες είναι στο
κόκκινο επιβαρύνοντας τον ελληνικό λαό (π.χ. δεκάδες δισεκατομμύρια
δόθηκαν στις τράπεζες χρεώνοντας την Ελλάδα, εκατοντάδες εκατομμύρια δεν
έχουν καταβληθεί στο κράτος και τα ταμεία από ασφαλιστικές εισφορές και
φόρους από το αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος κ.λπ.). Και το χειρότερο: σαν
συνέπεια της ίδιας πολιτικής, μέσα σε λίγα χρόνια, αντί για ανάπτυξη, η
βιομηχανία συρρικνώθηκε και η αγροτική παραγωγή μειώθηκε απελπιστικά και
η χώρα υπερχρεώθηκε στους διεθνείς τοκογλύφους. Αυτή είναι η
αδιαμφισβήτητη, η μοναδική πραγματικότητα. Ό,τι υποστήριξαν και
εφάρμοσαν σαν αναπτυξιακό μέτρο οδήγησε ακριβώς στο αντίθετο αποτέλεσμα,
στην αποανάπτυξη.
Ανάπτυξη σημαίνει μια τρύπα στο νερό!
Έκαναν
τεράστια πλύση εγκεφάλου για το Χρηματιστήριο που υποτίθεται ότι με την
αγορά μετοχών οι πολίτες θα χρηματοδοτούσαν με ζεστά δισεκατομμύρια τις
εταιρίες για να αναπτυχθούν και να επεκταθούν. Και τι έγινε; Όλα τα
λεφτά των Ελλήνων έγιναν καπνός ή μάλλον πούρα στις παραλίες των νησιών
Φούτζι και Καϊμάν! Τρισεκατομμύρια δραχμές άλλαξαν τσέπες και πολλές
εισηγμένες βιομηχανίες έβαλαν λουκέτο! Το ίδιο έγινε και με το άλλο
«επίτευγμα», τη μετατροπή της δραχμής σε ευρώ. Η ακρίβεια εκτοξεύθηκε
στα ύψη, οι ελληνικές εξαγωγές φράκαραν, οι εισαγωγές απορρόφησαν το
μεγαλύτερο μέρος του εθνικού εισοδήματος και άλλα τέτοια «ευεργετικά».
Μετά, ήρθαν τα δάνεια και οι κάρτες. Δώσε και μένα μπάρμπα! Χαμηλότοκα
στεγαστικά για είκοσι και τριάντα χρόνια που έστειλαν τις τιμές των
διαμερισμάτων στον ουρανό ευνοώντας τους εργολάβους και τις τράπεζες,
καθιστώντας τους οφειλέτες ομήρους των τοκογλύφων! Και ακολούθησαν τα
δομημένα ομόλογα, που «επενδύθηκαν» σε φούσκες και φτώχυναν τα
ασφαλιστικά ταμεία για χάρη της «ανάπτυξης» και της επανεκλογής των
Σημίτηδων, Χατζηδάκηδων και άλλων αστέρων της εθνικής απαλλοτρίωσης! Και
κολλητά, για ντόπινγκ πατριωτισμού απαραίτητο σε κούρσες καταλήστευσης
των ιθαγενών, επιβλήθηκαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες! Όπως και τα υποβρύχια
και τα άλλα πανάκριβα οπλικά συστήματα για την αντιμετώπιση των
εξωτερικών εχθρών με το αζημίωτο για τη μαφία των εξοπλιστικών
προγραμμάτων! Με ένα Τσοχατζόπουλο αποδιοπομπαίο και μερικές εκατοντάδες
συνδαιτημόνες προστατευμένους από το νόμο περί ευθύνης υπουργών και από
ένα διεφθαρμένο στην κορυφή του δικαστικό σώμα. Όπως επιβεβαιώθηκε με
την υπόθεση Ζίμενς και σύμφωνα με τη λίστα Χριστοφοράκου, 150 λαδωμένοι
υπουργοί, βουλευτές, στελέχη του ΟΤΕ, συνδικαλιστές και δημοσιογράφοι,
βρέθηκαν κάτω από την προστατευτική ομπρέλα του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και της
Δικαιοσύνης. Αδιαφανείς αποκρατικοποιήσεις, χαριστικές συμβάσεις,
φωτογραφικές διατάξεις σε νόμους (όπως η πρόσφατη του Βορίδη για την
ποινικοποίηση της μη πληρωμής διοδίων στους εργολάβους) και από παντού
μίζες, μίζες, μίζες... πάντα στο όνομα της ανάπτυξης!
Με την ίδια
λογική, υιοθέτησαν πρόθυμα οι Γιωργάκηδες, Κωστάκηδες, Σαμαράδες,
Βαγγέληδες, Χατζηδάκηδες και λοιποί Ευρωπαϊστές την τεχνητή ύφεση και το
ξεπούλημα όλων των δικτύων και των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας
σαν σωτήρια επιλογή για την ανάπτυξη! Τον ακρωτηριασμό και την ευθανασία
της Ελλάδας σαν αγωγή εξυγίανσης των Ελλήνων!!!
Έχοντας ήδη
εκποιήσει σημαντικά περιουσιακά στοιχεία του ελληνικού λαού, το
ξεπούλημα συνεχίζεται πάντα με το ίδιο τροπάριο, ότι έτσι έρχεται η
ανάπτυξη, ενώ η εμπειρία αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο. Τι απέδωσε
στην Ελλάδα η ιδιωτικοποίηση των τραπεζών που προβλήθηκε σαν πανάκεια;
Μειωμένα δημόσια έσοδα και δυσθεώρητα χρέη σε βάρος του ελληνικού λαού.
Δηλαδή, θρύψαλα!
Ειδεχθές έγκλημα
Αλλά
το ξεπούλημα έχει κι άλλες βαρύτατες συνέπειες πέρα απ’ αυτές που
αποτιμώνται άμεσα οικονομικά. Όταν θα έχουν ξεπουληθεί όλες οι δημόσιες
επιχειρήσεις και θα έχουν παραχωρηθεί όλα τα περιουσιακά στοιχεία του
τόπου στους ξένους, για ποια εθνική οικονομία, για ποιο ελληνικό κράτος,
για ποια ανεξαρτησία θα μιλάμε; Όταν από την κρατική οντότητα της
Ελλάδας θα έχει απομείνει μόνο ένα άδειο κουφάρι; Ποιοι θα είναι τα
μεγάλα αφεντικά και για λογαριασμό ποίων θα ασκείται η πολιτική; Η
απάντηση είναι προφανής.
Είναι καταφάνερο ότι οι εντόπιοι εκποιητές
είναι μεσάζοντες και έχουν εργολαβικά αναλάβει την απογύμνωση της
Ελλάδας από κάθε περιουσιακό στοιχείο και τη μετατροπή του ελληνικού
λαού σε μισθωτούς σκλάβους των ξένων ιδιοκτητών, με τις περισσότερες
ώρες εργασίας, τα χαμηλότερα μεροκάματα και συντάξεις και τις χειρότερες
υποδομές υγείας, παιδείας, οδικών δικτύων κ.λπ. στην Ευρώπη. Είναι δε
τόσο αδίστακτοι που μεθοδεύουν ακόμα και το ξεπούλημα του νερού!!! Το
«αστείο» για την Ακρόπολη δεν είναι πια καθόλου αστείο! Και μετά το
νερό, τι; Το οξυγόνο που αναπνέουμε;
Όλη η «πολιτική ανάπτυξης»
είναι ένα διαρκές και ιδιαζόντως ειδεχθές έγκλημα σε βάρος του ελληνικού
λαού, εναντίον της Ελλάδας! Άραγε, Θεία Δίκη υπάρχει?http://giatinkinonikiaristera.blogspot.gr
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)