Η κυβέρνηση, έχοντας συμβιβαστεί με όλα όσα της ζητήθηκαν, χρησιμοποιεί με μία απίστευτη μαεστρία τον αριστερό μανδύα, για να «συνετίσει» τους Έλληνες – ενώ είναι ανόητος όποιος τη συγκρίνει με αυτήν της δύστυχης Βενεζουέλας
.
Είναι καλά να μην ξεχνάει κανείς τα γεγονότα που μεσολάβησαν μετά το 2009, έτσι ώστε να κατανοεί πώς έφτασε στα σημερινά αδιέξοδα, πάντοτε μέσα από σκόπιμα ενδιάμεσα αδιέξοδα και συνεχώς με την πλάτη στον τοίχο, μία χώρα που δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να χρεοκοπήσει σε αυτόν τον απελπιστικό βαθμό – παρά τα λάθη που ασφαλώς είχε κάνει στο παρελθόν. Επιγραμματικά τα εξής:
(α) Γεγονός νούμερο ένα είναι πως το κόμμα που κέρδισε τις εκλογές το 2009 βρήκε μεγάλα ελλείμματα στον προϋπολογισμό, δεν πήρε καθόλου μέτρα (το αντίθετο μάλιστα, αφού αύξησε τις δαπάνες!), διόγκωσε σκόπιμα τα ελλείμματα, διέσυρε την Ελλάδα διεθνώς με αποτέλεσμα να απομονωθεί από τις αγορές, εκβίασε τη Γερμανία φέρνοντας το ΔΝΤ στη Ευρωζώνη, οδήγησε την Ελλάδα στη νεοσυσταθείσα Τρόικα και ψήφισε μόνο του το πρώτο μνημόνιο, χωρίς καν να επιτρέψει ένα δημοψήφισμα – με αποτέλεσμα να καταδικάσει την Ελλάδα σε θάνατο, καθώς επίσης να μεταφέρει τα χρέη της από τους ιδιώτες επενδυτές στα κράτη εταίρους της.
Η οικονομία της χώρας είχε μεν προβλήματα εκείνη την εποχή, τόσο δομικά, όσο και λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης που εξήγαγαν οι ΗΠΑ στην Ευρώπη, αλλά όχι τέτοια που να μην μπορούσαν να λυθούν, οπότε να ήταν απαραίτητη η υπαγωγή της στο ΔΝΤ – ενώ ο ιδιωτικός της τομέας (τράπεζες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά), ήταν πολύ περισσότερο υγιής, συγκριτικά με αυτόν της Ισπανίας, της Κύπρου ή της Ιρλανδίας.
(β) Γεγονός νούμερο δύο είναι το έγκλημα του PSI από τα κόμματα του 2011/2012, όπου για πρώτη φορά στην ιστορία μία χώρα χρεοκόπησε, επιβαρυνόμενη η ίδια πολύ περισσότερο από τους δανειστές της! Εκτός αυτού, όπως έχει ήδη τονιστεί, όταν το 2012 έγινε η μετατροπή των ομολόγων σε δάνεια, άλλαξε εντελώς η φύση του δημοσίου χρέους – αφού τα χωρίς εγγύηση ομόλογα (πάνω από το 90% των οποίων ήταν σε δραχμές/εθνικό δίκαιο), έγιναν ενυπόθηκα δάνεια.
Τυχόν στάση πληρωμών τώρα, όταν η χώρα έχει τέτοια ενυπόθηκα δάνεια και όχι απλά ομόλογα, σημαίνει εκποίηση της περιουσίας του δημοσίου, όπως στις επιχειρήσεις, με σύνδικο πτώχευσης την Τρόικα.
Αντίθετα, στάση πληρωμών όταν μία χώρα χρωστάει ομόλογα και όχι δάνεια, σημαίνει μια πολύχρονη μεν, αλλά απλά δικαστική μάχη με τους κατόχους ομολόγων, σε κάποιο διεθνές δικαστήριο – όπως στην περίπτωση της Αργεντινής. Σε μία τέτοια περίπτωση, οι κάτοχοι ομολόγων δεν έχουν δικαιώματα επί της περιουσίας του δημοσίου, όπως οι κάτοχοι των δανείων – ούτε φυσικά κάποια Τρόικα για να επιβάλλουν μία πολιτική μνημονίων.
(γ) Γεγονός νούμερο τρία είναι πως όλα τα κόμματα που ψήφισαν το τρίτο μνημόνιο τον Αύγουστο του 2015, αφενός μεν επικύρωσαν πανηγυρικά τα δύο προηγούμενα, με μία συντριπτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αφετέρου έθεσαν τις βάσεις για την πλήρη μετατροπή της πατρίδας μας σε γερμανική αποικία – η οποία θα ολοκληρωθεί με το ειδεχθές έγκλημα που φαίνεται πως θα συντελεσθεί την Κυριακή, από μία ακόμη μνημονιακή συμμορία.
Περαιτέρω, η μοναδική βιώσιμη λύση που απομένει σήμερα στην Ελλάδα είναι η στάση πληρωμών και η καταγγελία των δανειακών συμβάσεων που συνάφθηκαν ερήμην του λαού, στο ευρωπαϊκό δικαστήριο – γεγονός που, για να έχει το σωστό νομικό αποτέλεσμα, φαίνεται πως απαιτεί την άσκηση ποινικών διώξεων εναντίον όλων εκείνων των βουλευτών που ψήφισαν μνημόνια στο παρελθόν, για εσχάτη προδοσία.
Η κατηγορία αυτή είναι βέβαια πάρα πολύ σοβαρή – άδική ίσως, αφού θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς πως οι περισσότεροι έπραξαν τα παραπάνω ειδεχθή εγκλήματα είτε από άγνοια, είτε επειδή παραπλανήθηκαν πονηρά από ορισμένα κυβερνητικά στελέχη, συμπεριλαμβανομένου του εκάστοτε πρωθυπουργού. Εν τούτοις, είναι δύσκολο να δικαιολογήσει κανείς την άγνοια ή την «αποπλάνηση» ενηλίκων ατόμων – οι οποίοι έχουν επί πλέον το σημαντικότατο πολιτικό αξίωμα του βουλευτή.
Η απόφαση βέβαια για να δρομολογηθούν οι ως άνω διαδικασίες, θα έπρεπε να ληφθεί από τους Πολίτες με ένα δημοψήφισμα – η εναλλακτική ερώτηση του οποίου θα ήταν η συνέχιση της πολιτικής των μνημονίων βασιλικότερα του βασιλιά. Οι ενέργειες που θα ακολουθούσαν, εάν υποθέσει κανείς πως θα εκλεγόταν μία νέα κυβέρνηση, ότι θα ασκούσε ποινικές διώξεις, θα διεξήγαγε το δημοψήφισμα και οι Πολίτες θα συμφωνούσαν με την πρόταση της, θα ήταν κατά σειρά και σε γενικές γραμμές (θέση ΒΒ) οι εξής:
.
(α) Καταγγελία των δανειακών συμβάσεων στο ευρωπαϊκό δικαστήριο, επειδή ήταν προϊόν εκβιασμών και δεν εγκρίθηκαν από 180 βουλευτές – αν και η ψήφιση του τρίτου μνημονίου από όλα σχεδόν τα κόμματα το καλοκαίρι ίσως δημιουργεί δυσκολίες.
(β) Κατάθεση αγωγής αποζημίωσης για τις ζημίες που μας προκάλεσαν τα μνημόνια μετά το 2010 (άνω του 1 τρις €), με ευθύνη των δανειστών όπως άλλωστε αποδέχθηκε το ΔΝΤ (άρθρο).
(γ) Στάση πληρωμών έως ότου αποφασίσει το ευρωπαϊκό δικαστήριο, όσον αφορά την εγκυρότητα ή μη των δανειακών συμβάσεων – εντός της Ευρωζώνης φυσικά (ανάλυση).
(δ) Άρνηση οποιουδήποτε νέου δανεισμού, αφού η χώρα δεν είναι σε θέση να αποπληρώσει τυχόν νέα δάνεια που θα έπαιρνε.
(ε) Έκδοση υποσχετικών (IOU) για την πληρωμή των οφειλών του δημοσίου στο εσωτερικό, εάν και εφόσον δεν θα είχε πλέον την απαιτούμενη ρευστότητα. Οι υποσχετικές αυτές όμως θα έπρεπε να εκδίδονταν με αντίκρισμα την πληρωμή των φόρων προς το δημόσιο – από το οποίο θα εισπράττονταν στο 100% της αξίας τους. Μόνο τότε θα θεωρούνταν ως νόμισμα, θα διαπραγματεύονταν, θα γίνονταν αποδεκτές ως μέσο συναλλαγής στο εσωτερικό και δεν θα υποτιμούνταν.
.
Συνεχίζοντας, θα έπρεπε φυσικά να αναλυθούν λεπτομερώς όλα αυτά τα βήματα, καθώς επίσης να προβλεφθούν οι ενέργειες που θα όφειλε να δρομολογήσει κανείς – εάν η ΕΚΤ σταματούσε τη χρηματοδότηση των τραπεζών (θα ήταν παράνομο μεν, αλλά μάλλον δεν θα δίσταζε, αφού το έχει κάνει πολλές φορές), εάν η Ελλάδα υποχρεωνόταν από τη Γερμανία να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη, άρα την ΕΕ (κάτι που όμως θα διαρκούσε τουλάχιστον δύο χρόνια, όπως στο παράδειγμα της Βρετανίας), θέματα γεωπολιτικής ασφάλειας, τροφοδοσίας της χώρας με τα απαραίτητα προϊόντα εισαγωγής κοκ.
Εάν βέβαια δεν είναι οι Έλληνες πρόθυμοι να διακινδυνεύουν αυτήν την περιπέτεια, η οποία είναι αδύνατον να προσδιοριστεί επακριβώς, όσον αφορά τα αποτελέσματα και το κόστος της, τότε είναι καλύτερα να σταματήσουν αμέσως να διαμαρτύρονται – καθώς επίσης να εφαρμόσουν τα μέτρα των δανειστών κατά γράμμα, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και αποτελεσματικά. Με απλά λόγια, θα απαγορεύεται αυστηρά να τα σαμποτάρουν – αφού όσο δεν θα πετυχαίνουν τους εκάστοτε στόχους, κάτι μάλλον βέβαιο, τόσο πιο πολύ θα υποφέρουν.
Περαιτέρω, δεν κατανοώ καθόλου γιατί συγκρίνεται η σημερινή κυβέρνηση με αυτήν της Βενεζουέλας, αφού δεν υπάρχει απολύτως τίποτα συγκρίσιμο μεταξύ τους – εκτός ίσως από κάποια γνωριμία του πρωθυπουργού με τον κ. Maduro. Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται το δημόσιο χρέος της Βενεζουέλας ως προς το ΑΕΠ της – μίας χώρας που διαθέτει τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου παγκοσμίως (υψηλότερα ακόμη και από τη Σαουδική Αραβία που έχει τοποθετηθεί επίσης στο στόχαστρο των ΗΠΑ).
.
.
Ειδικότερα, στη Βενεζουέλα θα ανατραπεί σύντομα ο πρόεδρος της, επειδή επιμένει σε ένα σύστημα διακυβέρνησης που δεν στηρίζεται ούτε από τις Η.Π.Α., ούτε από τις αγορές, ούτε από την εγχώρια ελίτ, ενώ πλέον ούτε από το λαό του – ο οποίος (λαός), βιώνοντας μία μεγάλη κρίση, έχει δώσει την πλειοψηφία στην αντιπολίτευση που συγκέντρωσε ήδη υπογραφές για να διεξάγει δημοψήφισμα, με στόχο την εκδίωξη του (πηγή).
Μετά την ανατροπή λοιπόν της σοσιαλιστικής κυβέρνησης της Αργεντινής και της αντίστοιχης της Βραζιλίας που επίσης αντιδρούσε στις αμερικανικές πιέσεις, σε συνδυασμό με αυτές της εγχώριας ελίτ, έρχεται σύντομα η σειρά της Βενεζουέλας – η οποία δεν είναι τόσο ειρηνική, όσο στις δύο άλλες χώρες, επειδή ακριβώς ο πρόεδρος της δεν θέλει ούτε να παραδεχθεί τα λάθη του, ούτε να συμβιβαστεί με αυτούς που είναι πολύ πιο ισχυροί από τον ίδιο, με αποτέλεσμα να την πληρώνει ο λαός.
Η ελληνική κυβέρνηση όμως όχι μόνο συμβιβάσθηκε αμαχητί, εξ ολοκλήρου και πανηγυρικά τον περασμένο Ιούλιο, προδίδοντας ακόμη και το ΟΧΙ που η ίδια υποστήριξε θερμά αλλά, ακόμη χειρότερα, εφαρμόζει μία πολιτική που είναι η ακριβώς αντίθετη της ιδεολογίας της. Επίσης, τη δρομολογεί με μία απόλυτη συνέπεια και με μια επιτυχία που δεν θα μπορούσε να έχει κανένα άλλο κόμμα – πόσο μάλλον η αξιωματική αντιπολίτευση.
Εάν τώρα ισχυρίζεται πως εκβιάσθηκε να υπογράψει τη συμφωνία του Ιουλίου του 2015, ότι αναγκάσθηκε να ψηφίσει το μνημόνιο νούμερο ΙΙΙ τον επόμενο μήνα, πως δεν είπε ψέματα στους εκλογείς της αλλά επρόκειτο για ψευδαισθήσεις και αυταπάτες ή πως θα ψηφίσει με βαριά καρδιά, με «θρήνους και με οδυρμούς» το θηριώδες νομοσχέδιο την Κυριακή, δεν σημαίνει ασφαλώς πως παραμένει αριστερή.
Αντίθετα, σημαίνει πως χρησιμοποιεί με μία απίστευτη μαεστρία τον αστραφτερό, κόκκινο μανδύα, για να επιβάλλει δικτατορικά έναν ακραίο νεοφιλελευθερισμό στους Έλληνες – τα περιουσιακά στοιχεία των οποίων, μαζί με τα τελευταία κατάλοιπα της εθνικής τους κυριαρχίας, τα προσφέρει χωρίς κανέναν ηθικό ενδοιασμό στους νέους ιδιοκτήτες της χώρας τους, για να εξασφαλίσει τη νομή της εξουσίας.
Φαίνεται λοιπόν πως έχει διδαχθεί από όλα όσα συμβαίνουν στη Λατινική Αμερική, ειδικά από τη Βενεζουέλα, οπότε ακολουθεί συνειδητά τον ακριβώς αντίθετο δρόμο – προσποιούμενη ταυτόχρονα πως παραμένει αριστερή, επειδή επιλέγει ένα αριστερό μίγμα μέτρων εξαθλίωσης και σκλαβιάς!
Την ίδια στιγμή ζητάει πίσω το ΕΚΑΣ από τους συνταξιούχους, οι οποίοι προφανώς δεν είναι «ταξικοί εχθροί» της, αυξάνει τρομακτικά τους έμμεσους φόρους που επιβαρύνουν ακριβώς εκείνη την τάξη που προσποιείται πως εκπροσωπεί, μειώνει την ισχύ της εγχωρίου ελίτ που δεν «στρατεύεται» μαζί της (ΜΜΕ), οπότε διευκολύνει την είσοδο των ξένων πολυεθνικών κοκ. Επομένως, δεν έχει τίποτα κοινό με το δύστυχο Maduro, ο οποίος αδυνατεί να κατανοήσει πώς πρέπει να συμπεριφέρεται ένας πολιτικός, απέναντι στους κυρίαρχους του σύμπαντος.
Ολοκληρώνοντας, η αφρόκρεμα των στελεχών της κυβέρνησης γνωρίζει πολύ καλά τι κάνει, ενώ χειραγωγεί όλους τους υπόλοιπους βουλευτές με έναν τρόπο που πραγματικά θαυμάζει κανείς – προσφέροντας τους ταυτόχρονα αφειδώς ευρηματικές δικαιολογίες για τις αιμοβόρες αποφάσεις της, έτσι ώστε να μπορούν να τις χρησιμοποιούν στους ψηφοφόρους τους. «Respect» όπως θα έλεγαν και οι Άγγλοι!
Ιάκωβος Ιωάννου, για το Analyst.gr