Οι Γερμανοι είναι περίεργη φάρα ανθρώπων, άλλωστε και ποιος δεν είναι. Καταδικασμένοι να κουβαλούν αιώνια μια εσωτερική ενοχή σαν δυσβάσταχτο βάρος μετά τη στρατιωτική τους ήττα, στην οποία φυσικά οι σύγχρονοι Γερμανοί ουτε συνέπραξαν ούτε καν έζησαν. Έζησαν ωστόσο στον ένα ή τον άλλο βαθμό την αλματώδη ανοικοδόμηση και την οικονομική ανάπτυξη καθώς και την ιμπεριαλιστικη επιβολή των αμερικανικών και σοβιετικών βάσεων. Και από τη σκοπιά των εργατών, Γερμανών και μεταναστών και όλων όσων οι πλάτες σήκωσαν το οικονομικό θαύμα μπορείς να πεις ότι ο πόλεμος συνεχίστηκε εναντίον τους, όπως συνεχίστηκαν και συνεχίζονται τα στρατόπεδα εργασίας και οι κρατικές δολοφονίες.
Η φράξια κόκκινος στρατός είναι μια ιδιαίτερη και πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση στην γερμανική ιστορία, γιατί στην άνοδο και στην πτωση της γράφονται τόσο ανάγλυφα στιγμές της ταξικής πάλης της μεταπολεμικής γενιάς της διαλυμένης χώρας. Βρίσκεται η οργή και η απελπισία της βαθιάς ήττας μετά την εθνική στράτευση, την ενσωμάτωση στο παντοδύναμο κοινωνικό κράτος και την ολοκληρωτική κρατική τρομοκρατία, όπως αυτή βγαίνει μέσα από τα λόγια της Ουλρίκε Μάινχοφ «Τώρα που δείχθηκε ότι είναι διαθέσιμα και άλλα μέσα εκτός μονάχα από διαδηλώσεις, Springer-Hearings, διοργανώσεις διαμαρτυρίας, άλλα εκτός από αυτά που απέτυχαν αφού δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την απόπειρα δολοφονίας κατά του Ρούντι Ντούτσκε, τώρα που έσπασαν τα δεσμά του ήθους και της αξιοπρέπειας, μπορεί και πρέπει συζητηθεί εκ νέου η βία και η αντιβία».
Η ενοχή και το χρέος στη γερμανική γλώσσα περιγράφονται από το ίδιο λήμμα (Schuld). Η ενοχή ξεπλένεται με τιμιότητα, πειθαρχία και δουλειά για να ξεπληρώσει κανείς ένα χρέος, ή αλλιώς «Arbeit macht frei», η εργασία απελευθερώνει. Το 1968 η Ουλρίκε Μάινχοφ θα ερμήνευε κάπως έτσι την ψυχοσύνθεση των Γερμανων, όταν ένα τηλεοπτικό σόου με παρουσιαστη τον Έντουαρντ Τσίμερμαν που ζητούσε από το κοινό να καταδώσει εγκληματίες εις βάρος των οποίων εκκρεμούσε σύλληψη, συγκέντρωνε τεράστια συμμετοχή. “Ξέρουμε ότι εμείς οι Γερμανοί έχουμε περισσότερες δυσκολίες από άλλους με την καταπιεσμένη μας επιθετικότητα, γιατί εκείνους που πρέπει να μισούμε, αυτούς που καταπιέζουν και καταπίεσαν την επιθετικότητά μας – προϊστάμενους, γονείς, αυτούς εκεί πάνω- δεν επιτρέπεται να τους μισήσουμε. Μισήσαμε τους Εβραίους και τους κομμουνιστές. Με τους Εβραίους δεν γίνεται πια, με τους κομμουνιστές -όπως φαίνεται- δεν τραβάει και πολύ, με τους φοιτητές μάς το απαγορεύει η κατ’ επίφασιν δημοκρατία […] Οι Γερμανοί βαρέθηκαν -όπως ξέρουμε- την πολιτική, μόνο ως εθνικοσοσιαλιστική μπορούν πλέον να φανταστούν την πολιτική στράτευση. Έρχεται, λοιπόν, ο κύριος Τσίμερμαν και τους λέει, πρέπει να βοηθήσετε στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας, αλλιώς θα έρθει ένας νέος Χίτλερ και θα το κάνει εκείνος στη θέση σας. Με άλλα λόγια, ο Χίτλερ ήταν κι αυτός ένας διώκτης της εγκληματικότητας, βέβαια ξεπέρασε τα όρια, γι’ αυτό κι εμείς θα προλάβουμε τον επόμενο και θα καθαρίσουμε μόνοι μας το κράτος, κάθε ένας από εμάς κι ένας ισχυρός άντρας. Έτσι θα διασωθεί και η αίσθηση του μεγαλείου που προσέφερε στους Γερμανούς ο Χίτλερ».
Αλίμονο αν υποστήριζε κανείς ότι αυτή η αίσθηση των πολλών μικρών Καθαρών Αδόλφων, που ετυμηγορούν με γνώμονα την τάξη και τη σωστή ηθική ενάντια στη φύση του κάθε κατηγορούμενου δεν είναι πια παγκόσμιο φαινόμενο, δείχνοντας πως η στρατιωτική νίκη ή ήττα δεν είναι το παν. Άλλωστε, ο σύγχρονος καπιταλισμός έμαθε πολλά από το τρίτο Ράιχ και ίσως και να του χρωστάει τη ζωή του, από πολλές απόψεις: από την πλευρά της ολοκληρωτικής πολεμικής καταστροφής που δημιούργησε καινούργιο πεδίο οικονομικής ανάπτυξης μετά την μεσοπολεμική κρίση, από τον θρίαμβο της συνεργασίας των λαϊκών μετώπων αριστερών και φιλελεύθερων που εδωσε άλλωθι στην ύπαρξη των αστικών δημοκρατιών και εξαφάνισε στη συνέχεια κάθε επαναστατικό κομμουνιστικό ρεύμα και φυσικά από την επιβολή ενοχής και την αποζήτηση ασφάλειας που γέννησε η φρίκη. Η μαζική δολοφονία των εναπομείναντων μελών της φράξιας κόκκινος στρατός στις φυλακές έστω και συμβολικά σφράγισε μια ολόκληρη εποχή και ονομάστηκε Νύχτα του Θανάτου. Mα, επειδή τη ζωή περιγράφει πώς ζει κανείς και όχι πως πεθαίνει νομίζω πως το όνομα «νύχτα του θανάτου» είναι πιο ταιριστό σε όλες τις νύχτες που περνάνε και όλοι οι μικροί, καθαροί, φιλήσυχοι και τίμιοι Αδόλφοι συνεχίζουν να κοιμούνται ήσυχοι και δεν αυτοκτονούν στα υπόγειά τους.
Άννα Β.
2467kollontai.wordpress.com
Η φράξια κόκκινος στρατός είναι μια ιδιαίτερη και πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση στην γερμανική ιστορία, γιατί στην άνοδο και στην πτωση της γράφονται τόσο ανάγλυφα στιγμές της ταξικής πάλης της μεταπολεμικής γενιάς της διαλυμένης χώρας. Βρίσκεται η οργή και η απελπισία της βαθιάς ήττας μετά την εθνική στράτευση, την ενσωμάτωση στο παντοδύναμο κοινωνικό κράτος και την ολοκληρωτική κρατική τρομοκρατία, όπως αυτή βγαίνει μέσα από τα λόγια της Ουλρίκε Μάινχοφ «Τώρα που δείχθηκε ότι είναι διαθέσιμα και άλλα μέσα εκτός μονάχα από διαδηλώσεις, Springer-Hearings, διοργανώσεις διαμαρτυρίας, άλλα εκτός από αυτά που απέτυχαν αφού δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την απόπειρα δολοφονίας κατά του Ρούντι Ντούτσκε, τώρα που έσπασαν τα δεσμά του ήθους και της αξιοπρέπειας, μπορεί και πρέπει συζητηθεί εκ νέου η βία και η αντιβία».
Η ενοχή και το χρέος στη γερμανική γλώσσα περιγράφονται από το ίδιο λήμμα (Schuld). Η ενοχή ξεπλένεται με τιμιότητα, πειθαρχία και δουλειά για να ξεπληρώσει κανείς ένα χρέος, ή αλλιώς «Arbeit macht frei», η εργασία απελευθερώνει. Το 1968 η Ουλρίκε Μάινχοφ θα ερμήνευε κάπως έτσι την ψυχοσύνθεση των Γερμανων, όταν ένα τηλεοπτικό σόου με παρουσιαστη τον Έντουαρντ Τσίμερμαν που ζητούσε από το κοινό να καταδώσει εγκληματίες εις βάρος των οποίων εκκρεμούσε σύλληψη, συγκέντρωνε τεράστια συμμετοχή. “Ξέρουμε ότι εμείς οι Γερμανοί έχουμε περισσότερες δυσκολίες από άλλους με την καταπιεσμένη μας επιθετικότητα, γιατί εκείνους που πρέπει να μισούμε, αυτούς που καταπιέζουν και καταπίεσαν την επιθετικότητά μας – προϊστάμενους, γονείς, αυτούς εκεί πάνω- δεν επιτρέπεται να τους μισήσουμε. Μισήσαμε τους Εβραίους και τους κομμουνιστές. Με τους Εβραίους δεν γίνεται πια, με τους κομμουνιστές -όπως φαίνεται- δεν τραβάει και πολύ, με τους φοιτητές μάς το απαγορεύει η κατ’ επίφασιν δημοκρατία […] Οι Γερμανοί βαρέθηκαν -όπως ξέρουμε- την πολιτική, μόνο ως εθνικοσοσιαλιστική μπορούν πλέον να φανταστούν την πολιτική στράτευση. Έρχεται, λοιπόν, ο κύριος Τσίμερμαν και τους λέει, πρέπει να βοηθήσετε στην καταπολέμηση της εγκληματικότητας, αλλιώς θα έρθει ένας νέος Χίτλερ και θα το κάνει εκείνος στη θέση σας. Με άλλα λόγια, ο Χίτλερ ήταν κι αυτός ένας διώκτης της εγκληματικότητας, βέβαια ξεπέρασε τα όρια, γι’ αυτό κι εμείς θα προλάβουμε τον επόμενο και θα καθαρίσουμε μόνοι μας το κράτος, κάθε ένας από εμάς κι ένας ισχυρός άντρας. Έτσι θα διασωθεί και η αίσθηση του μεγαλείου που προσέφερε στους Γερμανούς ο Χίτλερ».
Αλίμονο αν υποστήριζε κανείς ότι αυτή η αίσθηση των πολλών μικρών Καθαρών Αδόλφων, που ετυμηγορούν με γνώμονα την τάξη και τη σωστή ηθική ενάντια στη φύση του κάθε κατηγορούμενου δεν είναι πια παγκόσμιο φαινόμενο, δείχνοντας πως η στρατιωτική νίκη ή ήττα δεν είναι το παν. Άλλωστε, ο σύγχρονος καπιταλισμός έμαθε πολλά από το τρίτο Ράιχ και ίσως και να του χρωστάει τη ζωή του, από πολλές απόψεις: από την πλευρά της ολοκληρωτικής πολεμικής καταστροφής που δημιούργησε καινούργιο πεδίο οικονομικής ανάπτυξης μετά την μεσοπολεμική κρίση, από τον θρίαμβο της συνεργασίας των λαϊκών μετώπων αριστερών και φιλελεύθερων που εδωσε άλλωθι στην ύπαρξη των αστικών δημοκρατιών και εξαφάνισε στη συνέχεια κάθε επαναστατικό κομμουνιστικό ρεύμα και φυσικά από την επιβολή ενοχής και την αποζήτηση ασφάλειας που γέννησε η φρίκη. Η μαζική δολοφονία των εναπομείναντων μελών της φράξιας κόκκινος στρατός στις φυλακές έστω και συμβολικά σφράγισε μια ολόκληρη εποχή και ονομάστηκε Νύχτα του Θανάτου. Mα, επειδή τη ζωή περιγράφει πώς ζει κανείς και όχι πως πεθαίνει νομίζω πως το όνομα «νύχτα του θανάτου» είναι πιο ταιριστό σε όλες τις νύχτες που περνάνε και όλοι οι μικροί, καθαροί, φιλήσυχοι και τίμιοι Αδόλφοι συνεχίζουν να κοιμούνται ήσυχοι και δεν αυτοκτονούν στα υπόγειά τους.
Άννα Β.
2467kollontai.wordpress.com

Πολλές παρερμηνείες πρέπει να διορθωθούν σχετικά με αυτό το συνέδριο.
Κατ ’αρχάς, θα πρέπει να επανατοποθετήσει στο πλαίσιο της εποχής του. Οι
Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο μόλις είχαν δηλώσει το ψυχρό
πόλεμο κατά της ΕΣΣΔ. Η τελευταία απάντησε με την υποστήριξη των
κομμουνιστών της Τσεχίας που είχαν καταφέρει νομικά να καταλάβουν την
εξουσία κατά τη διάρκεια του «Πραξικοπήματος της Πράγας» («Νικηφόρο
Φεβρουάριο», σύμφωνα με την Σοβιετική ιστοριογραφία). Η Ουάσιγκτον και
το Λονδίνο, οργάνωσαν στη συνέχεια τη Συνθήκη των Βρυξελλών που
προαναγγέλλει τη δημιουργία του ΝΑΤΟ. Όλοι οι συμμετέχοντες στο Συνέδριο
της Ευρώπης ήταν προ-Αγγλοσάξονες και αντι-Σοβιετικοί.
Ο
Walter Hallstein, Γερμανό υψηλόβαθμος αξιωματούχος, σύνταξε το
χιτλερικό σχέδιο για μια ομοσπονδιακή Ευρώπη. Ο σκοπός ήταν να
καταστραφούν τα ευρωπαϊκά κράτη και να ενώσει τους ανθρώπους με βάση τις
εθνότητες γύρω από το άριο Ράιχ. Το σύνολο θα υποβαλλόταν στη
δικτατορία μιας μη εκλεγμένης γραφειοκρατίας, που θα ελεγχόταν από το
Βερολίνο. Μετά την Απελευθέρωση, υλοποίησε το σχέδιο του με τη βοήθεια
των Αγγλοσαξόνων και έγινε το 1958 ο πρώτος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής.
Ο
Mario Draghi, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, είναι ο πρώην
αντιπρόεδρος για την Ευρώπη της τράπεζας Goldman Sachs. Έκρυψε στο
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το ρόλο του για τις υπεξαιρέσεις που
πραγματοποιήθηκαν από την Τράπεζα του για λογαριασμό της ελληνικής
κυβέρνησης, οι οποίες προκύπτουν όμως από έγγραφα της τράπεζας.
Ο
Jean-Claude Juncker εξοργίστηκε με το ελληνικό δημοψήφισμα το οποίο
αποκάλεσε «προδοσία». Ο κ Juncker αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση
του ως πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου, μετά τη αποκάλυψη τη συμμετοχής
του στο δίκτυο κατασκοπίας Gladio της Ατλαντικής Συμμαχίας. Ένα χρόνο
αργότερα έγινε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.





Από
τις εκλογές του Σεπτεμβρίου έχουν περάσει μόλις οκτώ μήνες. Από του
Ιανουαρίου δεκαπέντε. Μέσα από τη βουλή έχει προλάβει να περάσει μόλις
ένα μνημόνιο και κάτι. Έξω από τη βουλή όμως τι περνάει;




