Από
ΒΑΘΥ ΚΟΚΚΙΝΟ
Η συγκεκριμένη απεργία και τα όσα επακολούθησαν αποτελούν μία από τις πιο σημαντικές και πιο αιματηρές σελίδες στην ιστορία του εργατικού κινήματος στην Αμερική,
Μετά τη σφαγή στο Λάντλοου, οι συγκρούσεις των εργατών με την εθνοφρουρά σε όλη την Πολιτεία του Κολοράντο έλαβαν τεράστιες διαστάσεις. Τα συνδικάτα κάλεσαν τους εργάτες να εξοπλιστούν με «όλα τα όπλα και τα πυρομαχικά που μπορούσαν να αποκτήσουν νόμιμα» και άρχισε πραγματικός ανταρτοπόλεμος ανάμεσα στην εθνοφρουρά και στα συνδικάτα που διήρκεσε δέκα ημέρες.
Για την σφαγή του Λάντλοου, καθώς και την ιστορία του Λούη Τίκα, αρχηγού των απεργών-ανθρακωρύχων, γράφτηκαν βιβλία, γυρίστηκαν ντοκιμαντέρ, ενώ παραμένει αναφορά στην ιστορία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος.
Ο απόγονος του ηρωικού κρητικού αγωνιστή ανθρακωρύχου Λούη Τίκκα εξιστορεί: «Πώς ο Ροκφέλερ δολοφόνησε τον πρόγονό μου»
Αναδημοσίευση από το Έθνος, 11/04/2016, της Κατερίνας Ροββά
«Αυτός μια μέρα να ξέρεις ή θα γίνει πολύ μεγάλος ή θα φάει το κεφάλι του», έλεγε ο παππούς μου για τον Λούη Τίκα.
Ο Λούης Τίκας (τρίτος από αριστερά) με το άστρο του αρχηγού των ανθρακωρύχων φωτογραφίζεται με εκπροσώπους του Ροκφέλερ |
Τελικά συνέβησαν και τα δύο. Ο Λούης, που έμελλε να γίνει ένας θρύλος
της εργατικής τάξης, ήταν αδελφός του. Ένας πάρα πολύ έξυπνος νέος που
είχε γεννηθεί το 1886, με αίσθημα δικαιοσύνης, ανήσυχος, που διάβαζε
ό,τι βιβλίο έπεφτε στα χέρια του και η γη της Κρήτης δεν τον χωρούσε.
Όταν αποφάσισε να πάει στην Αμερική για να αναζητήσει την τύχη του, ο
παππούς μου δεν τον άφηνε. Η γιαγιά μου επέμενε. «Άστον να ανοίξει τα
φτερά του» του έλεγε. Και πήγε.
Ήταν 25 Μαρτίου 1906». Με τα λόγια αυτά ο κ. Γιώργος Σταυρουλάκης
διηγείται στο «Έθνος» την ιστορία του προγόνου του που το 1913
πρωταγωνίστησε ως αρχηγός των Ελλήνων ανθρακωρύχων μαζί με άλλες 26
εθνικότητες στην τεράστια απεργία του Συνδικάτου Ενωμένων Ανθρακωρύχων
Αμερικής στο Κολοράντο. Μια απεργία που κορυφώθηκε στις 20 Απριλίου 1914
με τη Σφαγή του Λάντλοου και την άγρια δολοφονία του Λούη Τίκα, άλλων
συνδικαλιστών και γυναικόπαιδων που διεκδικούσαν ανθρώπινες συνθήκες
ζωής από την πολιτειακή Εθνοφρουρά.
Ήταν η εποχή που η αμερικανική οικονομία προσπαθούσε να ξεφύγει από
τον κύκλο της ύφεσης, συνθλίβοντας ακόμη περισσότερο τα στοιχειώδη
δικαιώματα των εργατών: 14 ώρες δουλειάς, μεροκάματα που δεν εξασφάλιζαν
τα αναγκαία για τη διαβίωση, απουσία μέτρων ασφαλείας, φτώχεια και
βαθιά εκμετάλλευση.
Στην ιστορία του Τίκα και άλλων Ελλήνων που συμμετείχαν στις ένοπλες
ταξικές αναμετρήσεις των ορυχείων της Αμερικής από το 1890 έως το 1930
αναφέρεται το νέο ντοκιμαντέρ του Λεωνίδα Βαρδαρού με τίτλο «Ludlow, οι
Eλληνες στους πολέμους του Aνθρακα».
Η κοιλάδα του Λάντλοου μετά τη μεγάλη σφαγή των απεργών και των οικογενειών τους από την πολιτειακή Εθνοφρουρά |
«Ο Λούης έμαθε γρήγορα την αγγλική γλώσσα και τον χρησιμοποιούσαν ως
μεταφραστή, ενώ βοηθούσε τους Eλληνες να στέλνουν τα γράμματά τους στην
πατρίδα. Βλέποντας ότι με αυτές τις άθλιες συνθήκες ζωής εκεί δεν υπήρχε
μέλλον, ίδρυσε το πρώτο εργατικό σωματείο. Οργάνωσε πάρα πολλούς
Eλληνες. Ο Ροκφέλερ, ο μεγαλύτερος εργοδότης της περιοχής, τον θεωρούσε
έντιμο πρόσωπο, αναγνώριζε την επιρροή του και απαιτούσε να παρίσταται
στις διαπραγματεύσεις. Η κατάσταση, όμως, ήταν αφόρητη. Με τις
διαπραγματεύσεις δεν γινόταν τίποτα. Και ο Τίκας άρχισε να οργανώνει την
απεργία. Γύρισε όλα τα ορυχεία, τον πίστεψαν και τον ακολούθησαν 11.000
εργάτες. Και η απεργία κηρύχθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1913. Κράτησε
μέχρι τον Απρίλιο με τη μεγάλη σφαγή.
Στην Κοιλάδα του Λάντλοου τοποθετήθηκαν σκηνές όπου διέμεναν οι
ανθρακωρύχοι με τις οικογένειές τους. Κάτω από αυτές έφτιαξαν ορύγματα
για να προφυλάσσονται οι γυναίκες και τα παιδιά από την ιδιωτική
αστυνομία του Ροκφέλερ που έμπαινε βίαια στον καταυλισμό, κατέστρεφε τα
πάντα και έκλεβε τις πενιχρές οικονομίες των εργατών. Σε αυτό το
καθεστώς τρομοκρατίας και παρά τον βαρύ χειμώνα που μεσολάβησε με ένα
μέτρο χιόνι η απεργία δεν έσπασε, ο αγώνας κρατούσε γερά», λέει ο κ.
Σταυρουλάκης.
Αγρια δολοφονία
«Κάποια στιγμή ο Ροκφέλερ προσπάθησε να δωροδοκήσει τον Τίκα,
ζητώντας του να εγκαταλείψει την περιοχή αντί 10.000 δολαρίων. Εκείνος
βγήκε και το ανακοίνωσε στους απεργούς, λέγοντάς τους ότι θα μείνει μαζί
τους ως το τέλος. Από τότε κάποιοι τον αποκαλούσαν ο «Λέων της Κρήτης».
Όταν είδαν ότι δεν μπορούν να διαλύσουν την απεργία αλλιώς, οι
εργοδότες κάλεσαν την Εθνοφρουρά. Στις 20 Απριλίου, σούρουπο, γάζωσαν
τον καταυλισμό με μυδράλια. Έριξαν κηροζίνη και έβαλαν φωτιά. Πολλοί
κάηκαν ζωντανοί και όσοι βρίσκονταν στα ορύγματα πέθαναν από ασφυξία. Οι
εργάτες αντιστάθηκαν μέχρι τέλους, ώσπου τους τελείωσαν τα πυρομαχικά.
Την παραμονή της Σφαγής ένας συγχωριανός του Λούη Τίκα, με τον οποίο
είχαν φύγει μαζί από τα Λούτρα Ρεθύμνου, του είχε πει: «Πάμε να φύγουμε
τώρα, να δουλέψουμε σε άλλη Πολιτεία». Ο Τίκας του απάντησε: «Εσύ φύγε,
εγώ πρέπει να μείνω να συνεχίσω αυτό που ξεκίνησα».
Ο Μανώλης έφυγε και έζησε ως το 1974. Ο Λούης δολοφονήθηκε την ημέρα εκείνη. Ο υπομοίραρχος που τον σκότωσε έσπασε το κοντάκι του όπλου του πάνω στο κεφάλι του Τίκα και στη συνέχεια τον γάζωσαν πισώπλατα. Η Εθνοφρουρά έβαλε φωτιά για να εξαφανίσει τα πτώματα και απέμειναν μόνο 50, εκ των οποίων αναγνωρίστηκαν τα 17. Επί τρεις ημέρες οι σοροί του Τίκα και του γραμματέα του Συνδικάτου κείτονταν εκεί χωρίς να επιτρέπουν σε κανέναν να τις πλησιάσει».
Πίσω στην Κρήτη, ήταν η γιαγιά του κ. Σταυρουλάκη που θα παραλάμβανε
το τηλεγράφημα που έφτασε από την Αμερική το 1914 στα Λούτρα Ρεθύμνου.
«Δεν ήξερε πώς να το πει στον παππού μου. «Ξέρεις», του είπε, «ήρθε ένα
τηλεγράφημα από την Αμερική». Κι εκείνος την κοίταξε στα μάτια και της
είπε: «Το περίμενα…»».
Λ. Βαρδάρος: Πέθαιναν μέσα στους βάλτους από ελονοσία
«Για τις δυσκολίες των πρώτων Ελλήνων μεταναστών στις ΗΠΑ άκουσα
πρώτη φορά από τη γιαγιά μου, γιατί ο παππούς μου είχε επιστρέψει από
την Αμερική πριν από την κρίση του ’29», μας λέει ο σκηνοθέτης Λεωνίδας
Βαρδαρός. Απογόνους των… επιζησάντων δικών μας μεταναστών στις ΗΠΑ, ο κ.
Βαρδαρός γνώρισε για πρώτη φορά το 1972 στην Ικαρία, το γενέθλιο νησί
του. «Μου αφηγούνταν ιστορίες για τους εργάτες που έφτιαχναν τις
σιδηροδρομικές γραμμές και πέθαιναν μέσα στους βάλτους από ελονοσία»,
λέει. «Αργότερα βρέθηκαν στα χέρια μου αυτοβιογραφικά κείμενα
μεταναστών, καθώς επίσης και λογοτεχνικά κείμενα για την άλλη Αμερική.
Έτσι κατάλαβα ότι ο επίσημος κολακευτικός χαρακτηρισμός της ελληνικής
μεταναστευτικής εποποιίας συγκαλύπτει απειράριθμα ατομικά δράματα».
Και γιατί μέχρι πρότινος δεν γνωρίζαμε τίποτα γι’ αυτά; «Γιατί ο
όμιλος Ροκφέλερ ξόδεψε εκατομμύρια δολάρια για δεκαετίες για να τα
αποσιωπήσει», τονίζει ο σκηνοθέτης. Μέχρι και οι ίδιοι οι Αμερικανοί,
εξαιρουμένων των ειδικών ιστορικών ερευνητών, αγνοούσαν μέχρι τα χρόνια
του μεταπολέμου -και την κυκλοφορία του εμβληματικού τραγουδιού «The
Ludlow Massacre» του Γούντι Γκάθρι- πως ο δήθεν φιλάνθρωπος λάδωνε με
αμύθητα ποσά τα ΜΜΕ για να αποκαταστήσουν την εικόνα του στην κοινή
γνώμη.
Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας ο Λεωνίδας Βαρδαρός αποφάσισε
να ανεβάσει μια θεατρική παράσταση για τους ταξικούς αγώνες στην
Αμερική. «Γνωρίστηκα με τους ανθρώπους της αστικής μη κερδοσκοπικής
εταιρείας «Αποστόλης Μπερδεμπές» και στη συνέχεια ξεκινήσαμε μαζί την
έρευνα για την παρούσα ταινία, στη διάρκεια της οποίας γνώρισα πολύ
περισσότερα γεγονότα για εκείνη την εποχή».
Γ. Σταυρουλάκης: Σε τρία χρόνια είχαν χαθεί 618 εργάτες
«Την εποχή εκείνη καθημερινά στα ορυχεία σκοτώνονταν άνθρωποι, σε
τρία χρόνια είχαν χαθεί 618 εργάτες», εξηγεί ο κ. Σταυρουλάκης. «Το
μεροκάματο ήταν πλασματικό, έπαιρναν θεωρητικά 5 δολάρια αλλά ο μέσος
όρος ήταν 1,6 δολάρια. Κι αυτό επειδή πλήρωναν τα πάντα: το σπίτι που
τους έδινε η εταιρεία, το νερό της εταιρείας, τον παπά της εκκλησίας.
Επίσης τους έδιναν ένα τμήμα του σε σκριπ, δηλαδή εταιρικό νόμισμα με το
οποίο πήγαιναν να ψωνίσουν υποχρεωτικά σε καταστήματα της εταιρείας, τα
οποία είχαν τιμές ακριβότερες κατά 25% από τα άλλα καταστήματα της
πόλης. Έτσι, στην ουσία όχι μόνο δεν πληρώνονταν αλλά χρεώνονταν κιόλας
απέναντι στην εταιρεία, με κάποιους να μην καταφέρουν ποτέ να εξοφλήσουν
τα χρέη τους… Οι εργάτες ζητούσαν μέτρα ασφαλείας, αναγνώριση του
συνδικάτου και του δικαιώματος στον συνδικαλισμό, αύξηση μισθού και
καταβολή κανονικού μεροκάματου για επικίνδυνη εργασία, μεγαλύτερη αμοιβή
αν δούλευαν πέραν του οκταώρου -συνήθως εργάζονταν 14 ώρες-, να ζυγίζει
δικός τους εργοδηγός το κάρβουνο, να καταργηθεί το εταιρικό νόμισμα και
να έχουν δικαίωμα επιλογής σε ξενώνα, γιατρό και κατάστημα».
Ο θρύλος του Τρινιδάδ
Σήμερα ο Λούης Τίκας είναι ένας θρύλος της πόλης του Τρινιδάδ και η
μνήμη του τιμάται κάθε χρόνο με εκδηλώσεις και συνέδρια. Στην κοιλάδα
του Λάντλοου έχει στηθεί ανδριάντας του και μνημείο για τους εργάτες που
έχασαν τη ζωή τους στη μάχη. Η απεργία νίκησε και οι εργάτες κέρδισαν
δικαιώματα. Η κηδεία του απέδειξε, άλλωστε, ότι επρόκειτο για ένα
σύμβολο της εργατικής τάξης που δεν θα έσβηνε εύκολα από τη συλλογική
μνήμη. «Αφού τον διαβάσανε στον Αγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή, μια άμαξα τον
μετέφερε προς το νεκροταφείο του Σαν Ραφαέλι στο Τρινιδάδ. Τρεις Έλληνες
βρίσκονταν μπροστά κρατώντας μια ελληνική σημαία, μια αμερικανική και
μια σημαία του Κολοράντο. Ακολουθούσαν 500 Έλληνες και χιλιάδες
ανθρακωρύχοι, με την πομπή να φτάνει σε μήκος το ένα μίλι», λέει ο κ.
Σταυρουλάκης.
Η "κηδεία του αιώνα" για τον Κρητικό που έγινε σύμβολο αγώνα- Φωτογραφίες ντοκουμέντα
Οι φωτογραφίες είναι από την ηλεκτρονική σελίδα pappaspost.com και
αποτελούν ντοκουμέντα. Δείχνουν την κηδεία του Κρητικού παλικαριού, του
Λούη Τίκα, του Ηλία Σπαντιδάκη από το Ρέθυμνο, που δολοφονήθηκε το 1914
στο Κολοράντο των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια μιας μεγαλειώδους εργατικής
απεργίας στα ορυχεία. Η μνήμη του είναι ακόμα ζωντανή στα αμερικανικά
συνδικάτα.
Οι φωτογραφίες δείχνουν μια πομπή πολλών μιλίων, εργατών της Αμερικής, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό αποχαιρέτησαν, στις 29 Απριλίου 1914, τον άνθρωπο που έγινε σύμβολο για τους εργάτες των ΗΠΑ για πολλές δεκαετίες στη συνέχεια.
Από την Κρήτη στις ΗΠΑ
Το ελληνικό όνομα του Τίκα ήταν Ηλίας Σπαντιδάκης. Γεννήθηκε στην Λούτρα Ρεθύμνου το 1886 και ο πατέρας του ονομαζόταν Αναστάσιος. Το 1906 σε ηλικία 20 ετών μετανάστευσε στις ΗΠΑ. Πριν φύγει έβγαλε μια φωτογραφία φορώντας την παραδοσιακή κρητική στολή και την άφησε ως ενθύμιο στους συγγενείς του. Δεν επρόκειτο να ξανανταμωθούν. Στις ΗΠΑ μετέτρεψε το όνομά του στο αγγλοσαξονικό Λούης Τίκας (Luis Tikas), με το οποίο έμελλε να γραφεί στην ιστορία των συνδικαλιστικών αγώνων.
Από το λιμάνι της Νέας Υόρκης πήγε στο Κολοράντο. Εγκαταστάθηκε στο
Ντένβερ κι άρχισε να δουλεύει στα χαλυβουργία του Πουέμπλο καμιά
τριανταριά μίλια μακριά, με ημερομίσθιο $1,75, για δώδεκα ώρες την
ημέρα. Το 1910 ορκίστηκε Αμερικανός πολίτης και άνοιξε καφενείο στην οδό
Μάρκετ του Ντένβερ, μια εργατική γειτονιά που έγινε η τοπική Greektown.
Την εποχή εκείνη στο Ντένβερ ζούσαν 240 Έλληνες.
Συμπτωματικά, απέναντι απ’ το καφενείο βρίσκονταν τα γραφεία της τοπικής οργάνωσης των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (Wobblies). Ο Τίκας, είτε έγινε από την αρχή μέλος των Wobblies είτε όχι, ήταν αποφασισμένος να αφομοιωθεί στην καινούρια χώρα. Αρχικά, προσπάθησε να μπει στο αστυνομικό σώμα αλλά απερρίφθη εξαιτίας της εμπλοκής του με τους Wobblies. Υπάρχουν πληροφορίες ότι ήταν επικεφαλής ενός συνδικάτου λούστρων που το 1910 έκαναν απεργία ζητώντας αύξηση 100% (από πέντε σε δέκα σεντς!). Άλλοι λένε πως δούλευε για μια ασφαλιστική εταιρία.
Έτσι κι αλλιώς, ο Λούης Τίκας αναδείχτηκε σε ηγετική μορφή ανάμεσα
στους συμπατριώτες του: μιλούσε καλύτερα αγγλικά απ’ οποιονδήποτε άλλον,
και έστελνε τα εμβάσματα στην Ελλάδα για λογαριασμό των συμπατριωτών
του που δεν ήξεραν πώς να φερθούν στο ταχυδρομείο και στην τράπεζα.
Ήταν τζέντλεμαν: οι φωτογραφίες της συλλογής Ντολντ, που υπάρχουν
στην πολιτειακή βιβλιοθήκη του Ντένβερ, δείχνουν έναν Αμερικανό πολίτη
χωρίς μουστάκι – κάτι ασυνήθιστο για την κρητική κοινότητα – που δεν θα
ξεχώριζε από έναν ντόπιο.
Συνδικαλιστής - Ηγέτης
Ο Τίκας ήταν συνειδητός ριζοσπάστης. Οι εργάτες του Κολοράντο βρίσκονταν στο έλεος των εταιριών και των αφεντικών. Την εποχή που ο Λούης Τίκας έφτασε στο Ντένβερ, το μεγάλο αφεντικό ήταν ο Λεωνίδας Σκλήρης, από τη Σπάρτη, ένα είδος εργατοπατέρα που έλεγχε τους Έλληνες εργάτες όχι μόνο στο Κολοράντο αλλά στη Γιούτα και τη Νεβάδα. Τους εύρισκε δουλειά στα ορυχεία με συνθήκες μεσαιωνικές και αμοιβές χειρότερες από των άλλων εθνοτήτων. Οι «Έλληνες του Σκλήρη» εργάζονταν για $1,75 την ημέρα ενώ οι Γερμανοί και οι Ουαλοί έπαιρναν $2,50. Η κατάσταση στα ορυχεία ήταν όντως μεσαιωνική. Από το 1910 ως το 1913, 618 ανθρακωρύχοι είχαν χάσει τη ζωή τους σε εργατικά ατυχήματα. Τα ημερομίσθια ήταν τόσο χαμηλά ώστε πολλές οικογένειες ικανοποιούνταν με τις «αποζημιώσεις θανάτου» που έφταναν τα εφτακόσια δολάρια (χώρια το φέρετρο των είκοσι δολαρίων). Ανάμεσά τους δούλευαν 350 περίπου Έλληνες. Η δουλειά τους ήταν πολύ σκληρή, με αποτέλεσμα σε δυο χρόνια να υπάρχουν 13 θάνατοι Ελλήνων και πολλοί τραυματισμοί.
Ο Ηλίας Σπαντιδάκης σε φωτογραφία πριν φύγει από την Κρήτη και δεξιά στην Αμερική |
Ο Τίκας σύντομα αποκτά την εμπιστοσύνη των εργαζομένων και
εξελίσσεται σε ηγετική μορφή. Ο "Λούης ο Έλληνας" (Louis the Greek) ή ο
"Λίο ο Κρητικός" (Leo the Cretan), όπως τον αποκαλούσαν έγινε θρύλος.
Όμως, οι εταιρίες που ανήκαν κυρίως στον Τζον Ροκφέλερ δεν υποχωρούν.
Τουναντίον καιροφυλακτούν να τον πλήξουν.
Η αιματηρή απεργία του Λάντλοου
Τελικά στις 23 Σεπτεμβρίου 1913 ξεκινά η μεγάλη απεργία στην πόλη Λάντλοου (Laddlow ή Ludlow), όπου υπήρχαν 13000 ανθρακωρύχοι. Τα κυριότερα αιτήματα των απεργών του Λάντλοου ήταν τα παρακάτω:
- Να ψωνίζουν από όποιο κατάστημα προτιμούσαν οι ίδιοι.
- Να πηγαίνουν σε όποιον γιατρό επιθυμούσαν και όχι στους γιατρούς της εταιρίας.
- Να αναγνωριστεί το συνδικάτο τους.
- Να καθιερωθεί η οκτάωρη εργασία.
- Να εφαρμοστούν αυστηρά οι νόμοι της Πολιτείας του Κολοράντο όσον αφορά την ασφάλεια των ορυχείων, να καταργηθεί το script, όπως και το σύστημα φρουρών της εταιρείας που έκανε τους εργατικούς καταυλισμούς να μη διαφέρουν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Επικεφαλής της απεργίας ήταν ο Τζον Λόζον και ο Λούης Τίκας, που είχε
μια ομάδα στήριξης από Κρητικούς, μερικοί από τους οποίους είχαν πάρει
μέρος στις απεργίες του Μπίνγκαμ στη Γιούτα.
Στις αρχές της απεργίας, η εταιρεία για να την καταπνίξει προέβη σε
έξωση των απεργών από τα οικήματα στα οποία τους στέγαζε και προσέλαβε
απεργοσπάστες. Οι απεργοί δεν πτοήθηκαν. Έστησαν σκηνές στην περιοχή σε
στρατηγικό σημείο, ώστε να εμποδίζουν τους απεργοσπάστες να μπουν στα
ορυχεία. Τον Οκτώβριο, ο καταυλισμός των απεργών λειτουργούσε σαν πόλη:
πεντακόσιοι άνδρες, τριακόσιες πενήντα γυναίκες, τετρακόσια πενήντα
παιδιά, ελληνικός φούρνος, ελληνικό καφενείο.
Η εταιρεία ζήτησε την παρέμβαση της εθνοφρουράς και ο κυβερνήτης του
Κολοράντο συμφώνησε. Οι συγκρούσεις ήταν βιαιότατες. Τότε η οικογένεια
Ροκφέλερ υπέβαλε το αίτημα να ντυθούν με στολές της εθνοφρουράς δικά
της, έμπιστα πρόσωπα, αποφασισμένα αν χρειαστεί να ρίξουν στο ψαχνό. Ο
κυβερνήτης το αποδέχθηκε και αυτό. Αλλά οι απεργοί δεν υποχώρησαν -
ακόμη και όταν οι Ροκφέλερ έστειλαν ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο το οποίο
έφερε πολυβόλο και οι εθνοφρουροί το αποκαλούσαν Death Special.
Ήταν φανερό ότι στις 20 Απριλίου 1914 η εθνοφρουρά θα εισέβαλε και θα
εκκένωνε τον καταυλισμό των απεργών. Ήταν Δευτέρα του Πάσχα και οι
περισσότεροι κοιμούνταν αφού την προηγούμενη γιόρταζαν το ελληνικό
Πάσχα. Οι πιστολάδες της εταιρίας απαίτησαν από τον Λούη Τίκα να τους
παραδώσει δύο Ιταλούς συνδικαλιστές. Ο Τίκας ζήτησε ένταλμα σύλληψης
αλλά τέτοιο πράγμα δεν υπήρχε και ο Τίκας αρνήθηκε οποιαδήποτε
διαπραγμάτευση.
Λίγο αργότερα έπεσε η πρώτη βολή: μερικοί από τους απεργούς ήταν
οπλισμένοι. Το Κολοράντο αποτελούσε μέρος της Άγριας Δύσης. Ακολούθησε
μάχη χαρακωμάτων ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά έτρεξαν να σωθούν στους
γύρω λόφους. Σύμφωνα με την μαρτυρία της Μαίρη Χάρρις, γνωστής και ως
Mother Jones, πάνω από σαράντα άτομα σκοτώθηκαν από σφαίρες και από
ασφυξία, ενώ ένα αγοράκι δέχτηκε μια σφαίρα στο κεφάλι καθώς προσπαθούσε
να σώσει το γατάκι του. Σύμφωνα με την Mother Jones οι πιστολάδες είχαν
καταναλώσει πολύ ουίσκι από το κοντινό σαλούν και βρίσκονταν σε έξαλλη
κατάσταση. Τα επεισόδιο, που αποτελεί μαύρη σελίδα στην ιστορία των ΗΠΑ,
ονομάστηκε «σφαγή του Λάντλοου».
Ο θάνατος του Τίκα
Ο Τίκας με απαράμιλλο θάρρος, ζήτησε να δει τον επικεφαλής της εθνοφρουράς, λοχαγό Καρλ Λίντερφελντ (Karl Linderfeld) κρατώντας λευκή σημαία. Οι δυο τους συναντήθηκαν στο λόφο και μίλησαν για λίγο. Έπειτα οι αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι ο αξιωματούχος χτύπησε με πρωτοφανή αγριότητα τον Τίκα στο κεφάλι με την καραμπίνα του. Η καραμπίνα έσπασε στα δύο όπως και το κρανίο του Τίκα. Οι εθνοφρουροί βάλθηκαν να πυροβολούν το άψυχο σώμα. Ευθύς αμέσως εισέβαλαν στον καταυλισμό, ρίχνοντας αδιακρίτως εναντίον οτιδήποτε κουνιόταν. Έδιωξαν τους απεργούς, σκότωσαν 18 άτομα, 10 εκ των οποίων ήταν παιδιά από τριών μηνών ως 11 ετών, και έκαψαν τις σκηνές τους. Όταν οι απεργοί ξαναμπήκαν μερικές ημέρες αργότερα στον καταυλισμό βρήκαν το πτώμα του Τίκα. Η κηδεία του έγινε στις 27 Απριλίου και τη νεκρώσιμη πομπή ακολούθησαν χιλιάδες εργάτες.
Ο απόηχος της θυσίας
Μετά τη σφαγή στο Λάντλοου, οι συγκρούσεις των εργατών με την εθνοφρουρά σε όλη την Πολιτεία του Κολοράντο έλαβαν τεράστιες διαστάσεις. Τα συνδικάτα κάλεσαν τους εργάτες να εξοπλιστούν με «όλα τα όπλα και τα πυρομαχικά που μπορούσαν να αποκτήσουν νόμιμα» και άρχισε πραγματικός ανταρτοπόλεμος ανάμεσα στην εθνοφρουρά και στα συνδικάτα που διήρκεσε δέκα ημέρες. Στο περιοδικό «The Masses» ο αρθρογράφος Μαξ Ίστμαν δημοσίευσε ένα κείμενο με τίτλο Ταξικός πόλεμος στο Κολοράντο. Το συνόδευε η εικονογράφηση του επίσης γνωστού ζωγράφου Τζον Φρεντς Σλόαν.
Το χρονικό της απεργίας δεν γράφτηκε ποτέ. Είχε σχεδόν ξεχαστεί, ώσπου το 1944 ο τραγουδιστής Γούντι Γκάθρι έγραψε ένα τραγούδι με τίτλο «The Ludlow Massacre». Το τραγούδι ακουγόταν συχνά στις διαδηλώσεις της δεκαετίας του ’60.
Μετά τη σφαγή στο Λάντλοου, οι συγκρούσεις των εργατών με την εθνοφρουρά σε όλη την Πολιτεία του Κολοράντο έλαβαν τεράστιες διαστάσεις. Τα συνδικάτα κάλεσαν τους εργάτες να εξοπλιστούν με «όλα τα όπλα και τα πυρομαχικά που μπορούσαν να αποκτήσουν νόμιμα» και άρχισε πραγματικός ανταρτοπόλεμος ανάμεσα στην εθνοφρουρά και στα συνδικάτα που διήρκεσε δέκα ημέρες. Στο περιοδικό «The Masses» ο αρθρογράφος Μαξ Ίστμαν δημοσίευσε ένα κείμενο με τίτλο Ταξικός πόλεμος στο Κολοράντο. Το συνόδευε η εικονογράφηση του επίσης γνωστού ζωγράφου Τζον Φρεντς Σλόαν.
Οι συγκρούσεις τερματίστηκαν μόνον όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντρο
Γουίλσον έστειλε μονάδες του ομοσπονδιακού στρατού στην περιοχή. Σύμφωνα
με τα στατιστικά στοιχεία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, σκοτώθηκαν
συνολικά 69 άτομα. Στον θλιβερό απολογισμό θα πρέπει να προσθέσουμε και
τα εξής: 400 απεργοί συνελήφθησαν, 332 από αυτούς παραπέμφθηκαν για φόνο
και μόνο ένας, ο Τζον Λόουσον, καταδικάστηκε αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο
του Κολοράντο αργότερα τον αθώωσε. Από την εθνοφρουρά παραπέμφθηκαν 22
άτομα - ανάμεσά τους και δέκα αξιωματικοί - και σε μια παρωδία δίκης,
που ως τέτοια διδάσκεται σήμερα σε διάφορες πανεπιστημιακές σχολές,
αθωώθηκαν όλοι, πλην του λοχαγού Λίντερφελντ, ο οποίος δολοφόνησε τον
Τίκα. Όμως, η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν απλή πειθαρχική επίπληξη.
Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τα γεγονότα του Λάντλοου, διάφοροι
μεταρρυθμιστές και σοσιαλιστές οργάνωσαν πικετοφορίες σ’ όλη τη χώρα. Ο
συγγραφέας Άπτον Σίνκλαιρ (που αργότερα έγραψε το μυθιστόρημα «King
Coal») στήθηκε επί μέρες έξω από τα γραφεία του Ροκφέλερ στη Νέα Υόρκη
σε σιωπηλή διαδήλωση.
Στο Σικάγο πραγματοποιήθηκε μεγάλη διαδήλωση με πρωτοβουλία της
εφημερίδας "Masses". Ο Σίνκλαιρ και ο προοδευτικός δικαστής του Ντένβερ,
Μπ. Μπ. Λίντσεϊ, ταξίδεψαν μαζί με γυναίκες απεργών σ’ όλη την Αμερική
μιλώντας σε συγκεντρώσεις για την σφαγή του Λάντλοου.
Η μνήμη του Τίκα
Το χρονικό της απεργίας δεν γράφτηκε ποτέ. Είχε σχεδόν ξεχαστεί, ώσπου το 1944 ο τραγουδιστής Γούντι Γκάθρι έγραψε ένα τραγούδι με τίτλο «The Ludlow Massacre». Το τραγούδι ακουγόταν συχνά στις διαδηλώσεις της δεκαετίας του ’60.
Σήμερα το Λάντλοου είναι μια πόλη-φάντασμα. Στον χώρο της σφαγής,
στην περιοχή Τρίνινταντ, έχει στηθεί μεγαλόπρεπες μνημείο από γρανίτη
στη μνήμη των θυμάτων. Εκεί υπάρχει και ο τάφος του γενναίου Λούη Τίκα.
Στο Ρέθυμνο, τόπος καταγωγής του, προς τιμήν του, υπάρχει οδός Ηλία Σπαντιδάκη.
Το 2013 η δημοσιογράφος Λαμπρινή Θωμά και ο σκηνοθέτης Νίκος
Βεντούρας γύρισαν το ντοκιμαντέρ Παλικάρι (Ο Λούις Τίκας και η σφαγή του
Λάντλοου).