Την 1 του Μάρτη ,1921,η ναυτική βάση της Κροστάνδης στο νησί Κοτλίν,
κάπου 25 μίλια έξω απ’ τις ακτές τις Πετρούπολης, υιοθέτησε ένα
πρόγραμμα πολιτικών κι οικονομικών αιτημάτων που συνίστατο σε 15
θέσεις-ένα πρόγραμμα που βρισκόταν σε φανερή αντίθεση με τον έλεγχο του
Σοβιετικού κράτους απ’ το Κόμμα των Μπολσεβίκων.
Σχεδόν αμέσως οι
Μπολσεβίκοι αποκήρυξαν την εξέγερση σα μια «συνωμοσία Λευκοφρουρών»,σα
μια ακόμα δήθεν απόπειρα στη σειρά των αντεπαναστατικών συνωμοσιών που
έπληξαν το Σοβιετικό καθεστώς στη διάρκεια των τριών χρόνων του εμφυλίου
που προηγήθηκαν. Σε λιγότερο από 3 βδομάδες αργότερα, στις 17 του Μάρτη
,η Κροστάνδη καταπνίγηκε στο αίμα από μια επίθεση επίλεκτων μονάδων του
Κόκκινου Στρατού. Η εξέγερση τη Κροστάνδης
,φαινομενικά ήταν τίποτα παραπάνω από ένα περαστικό επισόδειο της πικρής ιστορίας του εμφυλίου πολέμου.
Μπορούμε
όμως τώρα να πούμε ότι η εξέγερση της Κροστάνδης σημάδεψε το οριστικό
τέλος της ίδιας της Ρώσικης επανάστασης. Πραγματικά ,ο χαρακτήρας κι η
σημασία της εξέγερσης ήταν μοιραίο ν’ αποτελέσουν θέματα οξύτατων
αντιμαχιών μέσα στους κόλπους της διεθνούς αριστεράς ,στα χρόνια που
έμελλε ν’ ακολουθήσουν. Σήμερα, παρόλο που έχει εμφανιστεί μια ολόκληρη
νέα γενιά επαναστατών-μια γενιά που είναι εντελώς απληροφόρητη για τα
γεγονότα αυτά-το «πρόβλημα της Κροστάνδης» δεν έχει χάσει τίποτα από την
σημασία του και την οξύτητα του. Γιατί η εξέγερση τηε Κροστάνδης έβαλε
πολύ βασικά προβλήματα :τη σχέση ανάμεσα στις λεγόμενες «μάζες» και τα
κόμματα τα οποία ισχυρίζονται ότι μιλάνε στο όνομα τους και στη φύση του
κοινωνικού συστήματος που επικρατεί στη σημερινή Σοβιετική Ένωση.
Ουσιαστικά , η εξέγερση της Κροστάνδης παραμένει μια διαρκής πρόκληση
απέναντι στη Μπολσεβίκικη αντίληψη για την ιστορική αποστολή ενός
κόμματος και στην θεώρηση της Σοβιετικής Ένωσης σαν «εργατικό» ή
«σοσιαλιστικό» κράτος.
Οι ναύτες της Κροστάνδης δεν ήταν κανένα
συνηθισμένο στρατιωτικό σώμα. Ήταν οι περίφημοι «κόκκινοι ναύτες» του
1905,1917 και του εμφυλίου πολέμου. Κατά κοινήν ομολογία (ως ότου ν’
αναθεωρήσουν οι Μπολσεβίκοι την ιστορία μετά την εξέγερση ) οι ναύτες
της Κροστάνδης θεωρούνταν σαν τα πιο πιστά και και πολιτικοποιημένα
στρατιωτικά στοιχεία του νεοεγκαθιδρυμένου Σοβιετικού καθεστώτος. Η
ασθενική απόπειρα του Τρότσκυ να διασύρει τη ν υπόληψη τους στα
μετέπειτα χρόνια, υπαινισσόμενος ότι «νέα» κοινωνικά στρώματα (πιθανόν
αγρότες)είχαν αντικαταστήσει τους αυθεντικούς κόκκινους ναύτες(πιθανόν
εργάτες) στην Κροστάνδη ,στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, δεν αξίζει
ούτε την περιφρόνηση μας.
Ανεξάρτητα απ’ το αν οι κάτοικοι της
ήταν «εργάτες» ή «αγρότες»-και τα δυο είδη υπήρχαν σε ποικίλους αριθμούς
στη ναυτική βάση – η Κροστάνδη υπήρξε από παλιά η εστία της
επανάστασης. Οι ζωντανές της παραδόσεις κι η στενή της επαφή της με την
«Κόκκινη Πετρούπολη», χρησίμεψαν στο να μεταβάλουν σ’ επαναστάτες
ανθρώπους από’ όλα σχεδόν τα κοινωνικά στρώματα.
Στην
πραγματικότητα, η Κροστάνδη είχε εξεγερθεί σαν αποτέλεσμα ενός
απεργιακού κινήματος που ξέσπασε στην Πετρούπολη, μιας κοντινής
εξέγερσης του προλεταριάτου της Πετρούπολης. Δεν μπορεί να τονιστεί
υπερβολικά το ότι τα αιτήματα των ναυτών της Κροστάνδης διατυπώθηκαν
μέσα στο φρούριο ενός απομονωμένου νησιού στον κόλπο της Φινλανδίας·
αναπτύχθηκαν σαν αποτέλεσμα της στενής επαφής ανάμεσα στη ναυτική βάση
και στους ξεσηκωμένους εργάτες της Πετρούπολης ,των οποίων τα αιτήματα
εξέφραζε βασικά το πρόγραμμα των 15 θέσεων. Όπως υποχρεώθηκε ν
’αναγνωρίσει ο Ισαάκ Ντώϊτσερ ,η αποκήρυξη της εξέγερσης της Κροστάνδης
απ’ τους Μπολσεβίκους σα «συνωμοσία Λευκοφρουρών» ήταν απλώς αστήρικτη.
Ποια
ήταν αυτά τα αιτήματα; Η Ίντα Μετ τα’ αναπτύσσει με λεπτομέρεια στο
βιβλίο της , «Η κομμούνα της Κροστάνδης». Μια ματιά δείχνει ότι τα
πολιτικά αιτήματα περιστρέφονταν γύρω απ΄ τη σοβιετική δημοκρατία :νέες
εκλογές στα σοβιέτ, ελευθερία του λόγου για τους Αναρχικούς και τα
Αριστερά Σοσιαλιστικά κόμματα, ελεύθερα εργατικά συνδικάτα και γεωργικές
οργανώσεις, απελευθέρωση των Αναρχικών και Σοσιαλιστών πολιτικών
κρατούμενων. Τα οικονομικά και θεσμικά αιτήματα συγκεντρώνονταν στη
χαλάρωση των αυστηρών εμπορικών περιορισμών που επιβλήθηκαν στην περίοδο
του «Πολεμικού Κομμουνισμού».Τα αιτήματα των ναυτών της Κροστάνδης
αποτελούσαν το ελάχιστο όριο που απαιτούνταν για να διασωθεί η
επανάσταση απ’ τη γραφειοκρατική παρακμή και τον οικονομικό
στραγγαλισμό.
Συνήθως, υπάρχουν δυο ιστορίες των επαναστάσεων. Η
πρώτη αποτελεί την επίσημη ιστορία , μια ιστορία που παραγνωρίζει τις
συγκρούσεις ανάμεσα στα κόμματα ,τις φράξιες και τους «ηγέτες».Η άλλη
,με τα λόγια του ρώσου αναρχικού Βολίν, μπορεί να ονομαστεί η «άγνωστη
επανάσταση» -οι σπάνια γραπτές εκθέσεις για την ανεξάρτητη ,δημιουργική
δράση των επαναστατημένων ανθρώπων
Οι Μαρξιανές εκθέσεις
ταξινομούνται , σ’ ένα βαθμό που προκαλεί κατάπληξη, στην επίσημη μορφή
ιστοριογραφίας: οι λαϊκές πτυχές διαστρεβλώνονται συχνά για να συμφωνούν
μ’ ένα προκαθορισμένο κοινωνικό πλαίσιο. Οι εργάτες έχουν σταθερά
αναλάβει τον ιστορικό τους «ρόλο»,οι αγρότες ένα δικό τους «ρόλο»,οι
διανοούμενοι και το Κόμμα τους δικούς τους «ρόλους».η ζωτική , συχνά
αποφασιστική, δραστηριότητα των λεγόμενων , «μεταβατικών τάξεων»,όπως οι
εργάτες που έχουν αγροτική καταγωγή ή τα ντεκλασσέ στοιχεία, συνήθως
αγνοούνται. Χάρη στην υπεραπλουστευμένη κακοποίηση του της κοινωνικής
πραγματικότητας, αυτός ο τύπος ιστοριογραφίας αφήνει ολότελα ανεξήγητες
[1] πολλές κρίσιμες πλευρές των παλιών και σημερινών επαναστάσεων. Τα
γεγονότα αποκτούν μιαν ακαδημαϊκή μορφή που συναρμολογείται από
προγράμματα , ιδεολογικές συγκρούσεις και ,φυσικά, από πανταχού παρόντες
«ηγέτες».
Στην εξέγερση της Κροστάνδης .οι «μάζες» είχαν το
θράσος να μπουν ξανά στην ιστορική σκηνή ,όπως πραγματικά το έκαναν 4
χρόνια νωρίτερα το Φλεβάρη και τον Οκτώβρη .Στην πραγματικότητα, η
εξέγερση σημάδεψε το αποκορύφωμα και το τέλος του λαϊκού κινήματος στη
Ρωσική επανάσταση-ένα κίνημα στο οποίο το Μπολσεβίκικο κόμμα δεν είχε
βασικά εμπιστοσύνη και που ξεδιάντροπα χειραγώγησε. Η ανατροπή του
Τσαρισμού το Φλεβάρη του 1917-μια αυθόρμητη επανάσταση στην οποία κανένα
απ’ τα Σοσιαλιστικά κόμματα και φράξιες δεν έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο
–άνοιξε το δρόμο για ένα σαρωτικό λαϊκό κίνημα .Έχοντας συντρίψει
αιωνόβιους θεσμούς μέσα σε λίγες μέρες , οι αγρότες και οι εργάτες
άρχισαν να δημιουργούν με δική τους πρωτοβουλία νέες, ολότελα
επαναστατικές, φόρμες.
Οι ιστορικές εκθέσεις για την επανάσταση
σπάνια μας λένε ότι στις πόλεις ,οι πιο σημαντικές απ’ αυτές δεν ήταν τα
Σοβιέτ μάλλον οι εργοστασιακές επιτροπές: εργατικά σώματα που
δημιουργήθηκαν κι ελέγχονταν απ’ τις συνελεύσεις των εργατών στον τόπο
δουλειάς. Στα χωριά εκείνα που χαρακτηρίζονται συνήθως σα «σοβιέτ»
αντιστοιχούσαν περισσότερο με τοπικές επιτροπές αγροτών ,που βασίζονταν
στις λαϊκές συνελεύσεις .Και στις δυο περιπτώσεις οι επιτροπές ήταν
πραγματικά οργανικά κοινωνικά σώματα, κατάλληλα να διευθύνουν άμεσες
δημοκρατικές φόρμες. Αντίθετα, τα περιφερειακά σοβιέτ ήταν βασικά
κοινοβουλευτικά σώματα, δομημένα σαν έμμεσες ή «αντιπροσωπευτικές»
λεγόμενες πολιτικές ιεραρχίες. Αυτά κατέληγαν σε απομακρυσμένα εθνικά
συνέδρια των σοβιέτ , τα οποία έλεγχε μια εκλεγμένη εκτελεστική
επιτροπή.
Η κοινωνική ιστορία της επανάστασης περιστράφηκε γύρω
απ’ τη μοίρα των εργοστασιακών επιτροπών και των συνελεύσεων των χωριών
,όχι απλώς γύρω απ’ τους συγκρουόμενους στρατούς και τις διαμάχες
ανάμεσα στους Μπολσεβίκους και στους πολιτικούς τους αντιπάλους . Οι
εργοστασιακές επιτροπές απαίτησαν και ,για ένα σύντομο χρονικό διάστημα
,απόκτησαν πλήρη έλεγχο πάνω στη βιομηχανική διαδικασία .Ο Λένιν δεν
τους είχε καμία εμπιστοσύνη μετά τον Οκτώβρη. Όχι αργότερα απ’ το Γενάρη
του 1919,δύο μόνο μήνες μετά τη «νομοθετική θέσπιση»του εργατικού
ελέγχου στα εργοστάσια ,ο ηγέτης των Μπολσεβίκων κινήθηκε ενεργώντας σε
ανοιχτή αντίθεση με τις επιτροπές. Κατά τη γνώμη του Λένιν ,η επανάσταση
απαιτούσε «για χάρη ακριβώς των ίδιων των συμφερόντων του σοσιαλισμού
,όπως οι μάζες υπακούουν τυφλά στη θέληση της εργασιακής
διαδικασίας.».Έτσι οι επιτροπές απογυμνώθηκαν από οποιαδήποτε λειτουργία
μέσα στη βιομηχανική διαδικασία , σ’ ένα αυξανόμενο βαθμό , οι εξουσίες
τους μεταβιβάστηκαν στο συνδικάτο και τελικά οι εξουσίες του συνδικάτου
μεταφέρθηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά στα χέρια διευθυντών , που είχαν
διοριστεί απ’ το κράτος. Ο εργατικό έλεγχος αποκηρύχθηκε με οξύτητα όχι
μόνο σαν «ανεπαρκής», «χαοτικός», και «ανεφάρμοστος» ,αλλά και σα
«μικροαστικός» και σαν «αναρχοσυνδικαλιστική παρέκκλιση».
Στην
επαρχία ,η πολιτική των Μπολσεβίκων σημαδεύτηκε από μια δυσπιστία
απέναντι στις συνεργατικές και τις κομμούνες – κι από μια επέκταση της
βίαιης επίταξης τροφίμων. Όπως έχω δείξει αλλού ,η προτιμούμενη απ’ το
Λένιν περισσότερο «σοσιαλιστική» μορφή γεωργικής επιχείρησης
αντιπροσωπευόταν από το Κρατικό Αγρόκτημα : δηλαδή , ένα γεωργικό
εργοστάσιο στο οποίο το κράτος κατείχε την ιδιοκτησία της γης και των
γεωργικών εργαλείων ,διορίζοντας διευθυντές οι οποίοι προσελάμβαναν
χωρικούς , που πληρώνονταν σε ημερομίσθια βάση.[2] Στα 1920 ,οι
Μπολσεβίκοι είχαν απομονωθεί ολότελα απ’ την εργατική τάξη και την
αγροτιά , ένα γεγονός που ο Λένιν αναγνώρισε ανοιχτά. Ακόμα και τα
σοβιέτ είχαν συρρικνωθεί σε ένα πολιτικό κύτταρο ,απογυμνωμένο από κάθε
περιεχόμενο. Η πολιτική ζωή ,η δημόσια έκφραση κι η λαϊκή δραστηριότητα
είχαν ακινητοποιηθεί. Η Τσεκά , η μυστική αστυνομία που είχε ιδρυθεί απ’
τον Τζερίνσκυ , γέμιζε τις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως μ’
επαναστάτες που αντιτίθονταν στο καθεστώς. Οι πιο δυνατοί ρήτορες των
ανεξάρτητων σοβιετικών κομμάτων κι ομάδων εκτελούνταν , σε ολοένα
αυξανόμενους αριθμούς , για την απλή και μόνο έκφραση αντίθετων απόψεων.
Οι πολιτικές που διαμορφώθηκαν κάτω απ’ την υπαγόρευση του «Πολεμικού
Κομμουνισμού», δημιούργησαν στις πόλεις σχεδόν συνθήκες λιμού, με το
μπλοκάρισμα ουσιαστικά κάθε ανταλλαγής ανάμεσα στην πόλη και στην
επαρχία και με την επιβολή πιο απαιτητικών επιτάξεων πάνω στην αγροτιά .
Οι εργάτες κι οι αγρότες μπορεί να νίκησαν στον εμφύλιο πόλεμο , αλλά
αυτό που είναι απόλυτα βέβαιο είναι ότι έχασαν την επανάσταση.
Μόνο
μέσα σ’ αυτό το πολιτικό κι οικονομικό πλαίσιο μπορούμε να καταλάβουμε
τις απεργίες που σάρωσαν την Πετρούπολη το Φλεβάρη του 1921 και την
εξέγερση των ναυτών της Κροστάνδης .Η φωνή της Κροστάνδης ζητούσε μια
«Τρίτη Επανάσταση των ανθρώπων του μόχθου», όχι μια αντεπανάσταση για
την παλινόρθωση του παρελθόντος. Συντρίβοντας την εξέγερση , οι
Μπολσεβίκοι κατόρθωσαν όχι μόνο να εμποδίσουν μια τρίτη επανάσταση ,
αλλά και να ανοίξουν τον δρόμο ,για το Σταλινικό καθεστώς. Αργότερα, η
ιστορία έμελλε να πάρει τη δική της άγρια εκδίκηση: πολλοί απ’ τους
Μπολσεβίκους , που είχαν παίξει κάποιο ρόλο στην καταστολή της
Κροστάνδης ,έμελλε να πληρώσουν με την ίδια τους τη ζωή στις αιματηρές
εκκαθαρίσεις της δεκαετίας του ’30.
Η βασική αξία του έργου της
Μετ είναι η οπτική του λαϊκού κινήματος , που μας προσφέρει , ένα κίνημα
απ’ το οποίο εξαρτιέται το αποτέλεσμα όλων των επαναστατικών εκρήξεων.
Οδηγούμαστε απ’ τα συνέδρια του Κόμματος και των σοβιέτ ,απ’ τους
«ηγέτες» και τις πολεμικές φράξιες ,μέσα στην ίδια ακριβώς την ψυχή της
επαναστατικής διαδικασίας. Αποκτούμε μια αίσθηση των πολιτικών ιδεών που
κυκλοφορούν στους δρόμους και στους στρατώνες· μεταφερόμαστε στις
μοριακές διαδικασίες του κινήματος στη βάση· ερχόμαστε σε επαφή με το
θαυμαστό πνεύμα του λαϊκού αυτοσχεδιασμού , τον ενθουσιασμό και την
ενεργητικότητα που σημαδεύουν τον επαναστατημένο λαό που έχει
κινητοποιηθεί .Γι αυτούς τους λόγους, ναι γι αυτούς και μόνο,το σύντομο
έργο της Μετ αξίζει να διαβαστεί προσεκτικά ,γιατί εκείνο που
διακυβεύεται στην έκθεση της είναι για την Κροστάνδη δεν είναι μόνο η
Ρώσικη επανάσταση αλλά κι η ίδια ακριβώς η ιδέα της επανάστασης
καθαυτής.
Το Μπολσεβίκικο κόμμα δεν «έκανε» τη Ρώσικη
επανάσταση· κυριάρχησε πάνω στην επανάσταση κι έτσι τη στραγγάλισε. Αν
και δεν έπαιξε κανένα ρόλο το Φλεβάρη του 1927, όταν ανατράπηκε ο
Τσαρισμός, τον Οκτώβρη ,8 μήνες αργότερα ,το κόμμα ανέλαβε την εξουσία
για τον εαυτό του ,όχι για λογαριασμό των σοβιέτ ή των εργοστασιακών
επιτροπών. Δε χωράει αμφιβολία πως οι συνειδητές επαναστατικές
οργανώσεις ήταν απαραίτητες στα 1917 ,ή τουλάχιστον, ενεργητικές ομάδες
επαναστατών. Το πραγματικό πρόβλημα ,όμως ,ήταν το αν αυτές οι ομάδες
μπορούσαν να διαλυθούν μέσα στις κοινωνικές φόρμες που δημιούργησε ο
επαναστατημένος λαός(είτε ήταν εργοστασιακές επιτροπές ή σοβιέτ) ή αν
μετατράπηκαν σε μια ξεχωριστή εξουσία πάνω σ ’αυτές τις κοινωνικές
φόρμες, χειραγωγώντας και τελικά καταστρέφοντας τες. Το μπολσεβίκικο
κόμμα ήταν ανίκανο απ ’την ίδια του τη δομή , ν’ ακολουθήσει την πρώτη
κατεύθυνση· η ιεραρχική , συγκεντρωτική δομή του , για να μη μιλήσουμε
για τη νοοτροπία των ηγετών του ,είχε απλώς μετατρέψει το κόμμα σ’ ένα
είδωλο του αστικού κρατικού μηχανισμού, την ανατροπή του οποίου
διεκδικούσε.
Στη διάρκεια των αντιμαχιών που έμελλε να καθορίσουν
τη μοίρα των εργοστασιακών επιτροπών , ο αριστερός κομμουνιστής
Οσσίνσκυ προειδοποίησε το κόμμα του: «Ο Σοσιαλισμός κι η σοσιαλιστική
οργάνωση πρέπει να οικοδομηθούν απ ‘το ίδιο προλεταριάτο ,διαφορετικά δε
θα οικοδομηθούν ποτέ· στη θέση τους θα οικοδομηθεί κάτι άλλο-ο κρατικός
καπιταλισμός»
Αυτή η προειδοποίηση που έγινε στις πρώτες μέρες
της επανάστασης , υπήρξε προφητική. Θα ταν ολότελα παράλογο το να
υποστηρίξουμε ότι μπορεί να θεωρηθεί σαν «εργατικό κράτος» ένας κρατικός
μηχανισμός που στερεί τους εργάτες από οποιοδήποτε έλεγχο πάνω στη
κοινωνία .Στη πραγματικότητα ,ως τα 1917 ,όλες οι βασικές φράξιες του
Ρωσικού Μαρξιστικού κινήματος πίστευαν ότι η Ρωσία αντιμετώπιζε μια
αστική επανάσταση. Πέρα απ’ τις οργανωτικές αντιλήψεις οι διαφωνίες
ανάμεσα στους μπολσεβίκους και τους μενσεβίκους περιστρέφονταν
πρωταρχικά γύρω απ’ τον πολιτικό ρόλο των εργατών και των αγροτών στην
επερχόμενη αναταραχή .Ζητώντας μια «δημοκρατική δικτατορία του
προλεταριάτου και της αγροτιάς»,οι Μπολσεβίκοι ζητούσαν βασικά από τους
καταπιεζόμενους ένα πολιτικά κυρίαρχο ρόλο. Οι Μενσεβίκοι ,με τη σειρά
τους ,υιοθέτησαν βασικά την άποψη ότι η Ρωσία χρειαζόταν μια δημοκρατική
,κοινοβουλευτική δημοκρατία, την οποία θα κυβερνούσαν τα αστικά
κόμματα. Καμιά απ’ τις δυο σοσιαλδημοκρατικές φράξιες δεν ήταν τόσο
αφελής ώστε να πιστεύει ότι πως η καθυστερημένη ,αγροτική Ρωσία ήταν
προετοιμασμένη για μια «προλεταριακή δικτατορία» κι ακόμα λιγότερο για
σοσιαλισμό.
Η επιτυχία της επανάστασης του Φλεβάρη ,όμως έκανε το
Λένιν να αλλάξει στάση ,αναφορικά με τη θέση του υπέρ μιας
«προλεταριακής δικτατορίας»,μια τοποθέτηση που εκφράζεται με το περίφημο
σύνθημα : «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ!».Όσο σημαντική κι αν υπήρξε αυτή η
στροφή , δεν ήταν εδραιωμένη σε καμία πεποίθηση του Λένιν ,πως η Ρωσία
ήταν ξαφνικά έτοιμη για ένα «εργατικό κράτος».Ακριβώς το αντίθετο:Ο
Λένιν έβλεπε μια «προλεταριακή επανάσταση» στη Ρωσία ,πρωταρχικά ,σαν
ένα ερέθισμα για το ξέσπασμα σοσιαλιστικών επαναστάσεων στις
βιομηχανοποιημένες ,συντριμμένες απ’ τον πόλεμο, χώρες της Δύσης κι
ιδιαίτερα στη Γερμανία .Για τον Λένιν , ο πόλεμος είχε ανοίξει την
προοπτική του ξεσπάσματος επαναστάσεων στο εξωτερικό-επαναστάσεις που θα
μπορούσε να τους δώσει το έναυσμα μια «προλεταριακή επανάσταση» στη
Ρωσία! Σε καμία περίπτωση δεν αυταπατόταν πως ένα «εργατικό κράτος» ή ο
«σοσιαλισμός», μπορούσαν να οικοδομηθούν μέσα στα όρια μιας χώρας όπου
την πρωτοκαθεδρία κατείχε η γεωργία.
Η ήττα της εξέγερσης του
Σπάρτακου στο Βερολίνο ,το Γενάρη του 1919, άφησε τη ρωσική επανάσταση
ολότελα απομονωμένη. Ξέχωρα από την πομπώδη φρασεολογία του νέου
Σοβιετικού καθεστώτος, παρά τις κόκκινες σημαίες του και τη φανερή
εχθρότητα των παραδοσιακών αρχουσών τάξεων ,στο εσωτερικό και στο
εξωτερικό, απέναντι του, παραμένει αληθινό το γεγονός ότι η επανάσταση
οπισθοδρομούσε σ’ ένα αστικό επίπεδο, σ’ ένα αυξανόμενο βαθμό , γιατί
ήταν αδιανόητο να μπορούσε να προχωρήσει πέρα απ’ τις καπιταλιστικές
κοινωνικές σχέσεις ,μια απομονωμένη ,οικονομικά υποανάπτυκτη χώρα, που
πολιορκούνταν από κάθε μεριά από πολιτικούς εχθρούς. Αλλά ποια μορφή
καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων δημιούργησε η Οκτωβριανή επανάσταση;
Αυτό έμελλε να παραμείνει ένα μπερδεμένο πρόβλημα. Η επανάσταση είχε
εξάλειψη την παραδοσιακή Ρωσική αστική τάξη και πολλούς απ’ τους
πολιτικούς της θεσμούς. Είχε εθνικοποιήσει την γη κι ολόκληρη τη
βιομηχανία, μια πράξη που δεν είχε κανένα προηγούμενο στη σύγχρονη
Ευρωπαϊκή ιστορία .Αργότερα ,το σοβιετικό καθεστώς έμελλε να εισαγάγει
την «σχεδιασμένη παραγωγή».Όλες αυτές οι αλλαγές στις πρώτες δεκαετίες
του 20ου αιώνα θεωρούνταν σαν ασυμβίβαστες με τον καπιταλισμό, παρόλο
που ο Ένγκελς ,στο Αντιντύρινγκ ,είχε παίξει μηχανικά με τη θεωρητική
πιθανότητα ότι θα μπορούσαν να συμβούν μέσα σ’ ένα αστικό πλαίσιο.
Τα
προβλήματα που γέννησε η Οκτωβριανή επανάσταση περιπλέχθηκαν παραπέρα
απ’ την ορολογία των ίδιων των μπολσεβίκων. Ο Λένιν είχε περιγράψει
ποικιλόμορφα το σοβιετικό κράτος σαν «κρατικοκαπιταλιστικό», «εργατικό
κράτος» κι «αγροτικό κράτος με γραφειοκρατικές διαστρεβλώσεις»,
ακολουθούμενος απ’ την ηλίθια περιγραφή του Τρότσκυ για την Σταλινική
δικτατορία σαν ένα «εκφυλισμένο εργατικό κράτος». Ο Λένιν επίσης
περιέπλεξε το πρόβλημα περιγράφοντας ωμά το σοσιαλισμό σαν «τίποτα
παραπάνω από ένα κρατικοκαπιταλιστικό μονοπώλιο που δημιουργήθηκε για να
ωφελήσει ολόκληρο τον λαό». Έτσι στα πρώτα χρόνια του Σοβιετικού
καθεστώτος , ήταν δύσκολο , όχι μόνο να γίνουν παραλληλισμοί του
κρατικού καπιταλισμού με αντίστοιχα του σε οποιαδήποτε άλλη
καπιταλιστική χώρα , αλλά και να γίνει διάκριση ανάμεσα σ’ αυτόν και στο
«σοσιαλισμό».
Σήμερα, μετά από μισό αιώνα καπιταλιστικής
ανάπτυξης, έχουμε ένα μεγαλύτερο πλεονέκτημα. Μπορούμε να δούμε ότι,
έκτός από τους λίγους μήνες που έλεγχαν τη βιομηχανία οι εργοστασιακές
επιτροπές, η Ρώσικη επανάσταση σε καμία περίπτωση δεν ξεπέρασε ένα
αστικό κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο. Η εμπορευματική παραγωγή κι η
οικονομική εκμετάλλευση ήταν μοιραίο να επικρατήσουν και μετά την
Οκτωβριανή επανάσταση στον ίδιο βαθμό που επικρατούσαν και πριν. Οι
εργάτες κι οι αγρότες έμελλε να μην έχουν κανένα έλεγχο πάνω στη
Σοβιετική κοινωνία , όπως ακριβώς δεν είχαν κανένα πάνω στην τσαρική
κοινωνία. Ξέρουμε επίσης ότι η εθνικοποίηση της βιομηχανίας κι η
σχεδιασμένη παραγωγή συμβιβάζονται τέλεια με τις αστικές κοινωνικές
σχέσεις. Η ιστορική τάση του βιομηχανικού καπιταλισμού βρισκόταν πάντα
προς την κατεύθυνση της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου , της ανάπτυξης
του μονοπωλίου, της συγχώνευσης της βιομηχανίας με το κράτος, του
οικονομικού σχεδιασμού και τέλος της αυξανόμενης εξουσίας ενός
γραφειοκρατικού μηχανισμού πάνω στην οικονομική και πολιτική ζωή.
Είναι
ειρωνικό το ότι, αν ο Τρότσκυ είχε απλώς ακολουθήσει την ίδια του την
αντίληψη, για τη «συνδυασμένη ανάπτυξη», ως τις λογικές της συνέπειες ,
πιθανόν να είχε καταλάβει πώς αναπτύχθηκε αυτή η τάση στη Ρωσία. Είδε
(πολύ σωστά ) ότι η τσαρική Ρωσία , ένας νεοφερμένος στην Ευρωπαϊκή
αστική ανάπτυξη , απόκτησε αναγκαστικά τις πιο αναπτυγμένες βιομηχανικές
και ταξικές φόρμες αντί ν’ ανακεφαλαιώσει απ’ την αρχή ολόκληρη την
αστική ανάπτυξη. Παραγνώρισε να εξετάσει ότι η Ρωσία , συντετριμμένη από
μια τρομερή εσωτερική αναταραχή, που απογύμνωσε τις παραδοσιακές
αστικές και τσιφλικάδικες τάξεις , πιθανόν ακολουθούσε έτσι μια
παράλληλη κατεύθυνση μ’ εκείνη που ακολουθούσε η καπιταλιστική ανάπτυξη
στον υπόλοιπο κόσμο- πράγμα που ήταν βέβαιο , μετά απ’ την αποστέρηση
των εργατών και των αγροτών απ’ τον έλεγχο τους πάνω στα εργοστάσια και
τη γη απ’ τη νέα γραφειοκρατία. Υπνωτισμένος από’ την ανόητη φόρμουλα «η
εθνικοποιημένη ιδιοκτησία είναι αντίθετη με τον καπιταλισμό», ο Τρότσκυ
δεν κατόρθωσε να αναγνωρίσει ότι ο ίδιος ο μονοπωλιακός καπιταλισμός
τείνει να συγχωνευτεί με το κράτος με βάση τη δική του εσώτερη
διαλεκτική ,που συνεπάγεται τη συγκέντρωση του κεφαλαίου σε ολοένα και
λιγότερες επιχειρήσεις. Ο παραλληλισμός που έκανε ο Λένιν ανάμεσα
«σοσιαλισμό» και τον κρατικό καπιταλισμό έγινε έτσι μια φοβερή
πραγματικότητα κάτω απ’ τον Σταλιν:Μια μορφή κρατικού καπιταλισμού που
δεν «ωφελεί ολόκληρο τον λαό».
Βασικά , η πηγή της σύγχυσης που
αφορά τη «φύση» του κοινωνικού συστήματος στη Ρωσία –το περίφημο «Ρώσικο
ζήτημα» -βρίσκεται στην ατέλεια της Μαρξιανής οικονομικής ανάλυσης.
Γράφοντας στα μέσα του 19ου αιώνα, ο Μαρξ ήταν εξοικειωμένος μόνο με 2
φάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης: το μερκαντιλισμό και το
«φιλελεύθερο»βιομηχανικό καπιταλισμό. Παρόλο που το κεφάλαιο σκιαγραφεί
θαυμάσια την εμφάνιση του βιομηχανικού καπιταλισμού μέσα από τον
μερκαντιλισμό (Σ.τ.Μ. εμποροκρατία ) η εξέταση σταματάει εκεί ακριβώς
όπου πρέπει ν’ αρχίσει από μας ,έναν αιώνα αργότερα. Μπορούμε να δούμε
ότι η συγκέντρωση του κεφαλαίου προχωρεί σε μια νέα φάση: την ανακύκληση
του κεφαλαίου. Η «ελεύθερη αγορά» μετατρέπεται σε μονοπωλιακή και
τελικά σε μια αγορά που χειραγωγείται από το κράτος. Η «αναρχία της
παραγωγής», (για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του Ένγκελς) παραχωρεί τη
θέση της στη διευθυνόμενη , «σχεδιασμένη» οικονομία , ένα σύστημα
προγραμματισμού που έχει δημιουργηθεί όχι μόνο για ν’ αποτρέπει τις
οικονομικές κρίσεις , αλλά και να προωθεί την συσσώρευση του κεφαλαίου. Ο
καπιταλισμός ακολουθεί τη διαλεκτική του μ’ ένα σχεδόν κλασσικό
Χεγκελιανό τρόπο: απ’ την ελεγχόμενη από το κράτος οικονομία ,που
εισήγαγε ο μερκαντιλισμός, στην «ελεύθερη οικονομία», που εδραίωσε ο
βιομηχανικός καπιταλισμός και ξανά πίσω σε νεομερκαντιλιστικές μορφές ,
σ’ ένα νέο όμως επίπεδο που γέννησε η τεχνολογική και βιομηχανική
ανάπτυξη. Δεν θα μπορέσουμε να περιμένουμε απ’ το Μαρξ ν’ ακολουθήσει
αυτή τη διαλεκτική ως τις λογικές της συνέπειες πριν από ένα αιώνα· για
μας το να αγνοήσουμε αυτό ,ένα αιώνα αργότερα , θα ’ ναι μια θεωρητική
μυωπία του χειρότερου είδους.
Η ανάπτυξη προς τον κρατικό
καπιταλισμό εμφανίζεται σε μια τάση στη Δύση κι εξαιτίας πρωταρχικά των
πρώιμων οικονομικών και πολιτικών μορφών ,συνεχίζει να εξασκεί μια
ισχυρή επίδραση στους κοινωνικούς θεσμούς. Παρ’ολο που φθείρονται με
γρήγορο ρυθμό, οι αντιλήψεις της «ελευθερης αγοράς» και του «κυρίαρχου
ατόμου» εξακολουθούν να διαποτίζουν τις οικονομικές σχέσεις στην Ευρώπη
και την Αμερική. Στη Ρωσία και σε πολλές περιοχές του «τρίτου κόσμου»
,όμως, ο κρατικός καπιταλισμός παίρνει μια πιο ολοκληρωμένη μορφή, γιατί
οι επαναστάσεις μαγεύονται απ’ το παρελθόν, οδηγώντας στην καταστροφή
των παλιών αρχουσών τάξεων και θεσμών. Ο «σοσιαλισμός» με την
παραδεγμένη Μαρξιανή του μορφή , τείνει να γίνει ιδεολογία με την πιο
στενή έννοια του όρου επειδή ακριβώς όπως παρατήρησε ο Λένιν ,ένα πολύ
μεγάλο μέρος απ΄ το Μαρξιανό σοσιαλισμό, μπορεί να ταυτιστεί με τον
κρατικό καπιταλισμό. Η αποδοχή του κράτους απ’ το Μαρξ – η «προλεταριακή
δικτατορία», το «σοσιαλιστικό κράτος»- γίνεται το μέσο με το οποίο το
μεγάλο σοσιαλιστικό όραμα μεταμορφώνεται σ’ ένα ολότελα αντιδραστικό
θέαμα : τις κόκκινες σημαίες που σκεπάζουν το φέρετρο της λαϊκής
επανάστασης .
Τι θα συνέβαινε αν είχε πετύχει η Κροστάνδη ;
οπωσδήποτε θα είχαμε απαλλαγεί από μια Σταλινική ανάπτυξη, μια ανάπτυξη
που μετέτρεψε ολόκληρο το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα σ’ ένα όργανο
διεθνούς αντεπανάστασης. Τελικά δεν ήταν η Ρωσία που υπέφερε τρομακτικά,
αλλά και η ανθρωπότητα σαν σύνολο. Η κληρονομιά που μας άφησε ο
Μπολσεβικισμός, με τη μορφή του Σταλινισμού, του Τροτσκισμού και του
Μαοϊσμού, έχει ανακόψει την επαναστατική σκέψη και πράξη στον ίδιο βαθμό
που το έχουν κάνει οι προδοσίες των ρεφορμιστικών πτερύγων του
σοσιαλιστικού κινήματος.
Μια νίκη των ναυτών της Κροστάνδης θα
μπορούσε επίσης να έχει ανοίξει μια νέα προοπτική για τη Ρωσία-μια
μεικτή κοινωνική ανάπτυξη, που θα συνδύαζε τον εργατικό έλεγχο στα
εργοστάσια .ε μια ανοικτή αγορά στα γεωργικά αγαθά , βασισμένη σε μια
μικρής κλίμακας γεωργική οικονομία και σε εθελοντικές αγροτικές
κομμούνες. Οπωσδήποτε μια τέτοια κοινωνία στην υπανάπτυκτη αγροτική
Ρωσία δε θα μπορούσε να σταθεροποιηθεί δίχως εξωτερική βοήθεια· αλλά μια
τέτοια βοήθεια θα ήταν δυνατή μόνο αν το επαναστατικό κίνημα , στην
Ευρώπη και την Ασία αναπτυσσόταν ελευθέρα δίχως επεμβάσεις από μέρους
της Τρίτης Διεθνούς. Ο Σταλινισμός απόκλεισε εκ των προτέρων αυτή την
πιθανότητα. Στα τέλη της δεκαετίας του ’20, όλα ουσιαστικά τα τμήματα
της κομμουνιστική διεθνούς είχαν γίνει όργανα της Σταλινικής πολιτικής,
που αποτελούσαν αντικείμενο αγοραπωλησίας σε αντάλλαγμα στρατιωτικών
συμμαχιών με τις καπιταλιστικές δυνάμεις.
Η καταστολή της
Κροστάνδης το Μάρτη 1921 , υπήρξε μια πράξη απροκάλυπτης αντεπανάστασης,
ο στραγγαλισμός του λαϊκού κινήματος σε μια εποχή όπου ο Λένιν, ο
Τρότσκι κι άλλοι επιφανείς Μπολσεβίκοι βρίσκονταν επικεφαλείς της
διακυβέρνησης του Σοβιετικού καθεστώτος. Το να μιλήσουμε όπως κάνει ο
Τρότσκί για τη «συνέχεια» της Ρωσικής επανάστασης σ τη δεκαετία του ’30 ,
το να περιγράψουμε την γραφειοκρατία σαν φύλακα των νικών του Οκτώβρη,
το ν’ αποκαλέσουμε το Σταλινισμό απλώς σαν μια «θερμιδωριανή» αντίδραση –
όλα αυτά είναι καθαρές βλακείες. Δεν υπάρχει ούτε συνέχεια ούτε
Θερμιδώρ· υπήρξε απλώς το κάλυμμα ενός οράματος όπου είχε στραγγαλιστεί
στα 1921 κι ακόμα νωρίτερα. Η άνοδος του Στάλιν στην εξουσία τόνισε
απλώς μια αντεπανάσταση που είχε αρχίσει νωρίτερα. Πολύ πριν απ’ τα 1927
, όταν εκδιώχθηκε η Τροτστκιστική αντιπολίτευση, όλες οι κοινωνικές
κατακτήσεις είχαν χαθεί, στο μέτρο που αφορούσαν το Ρώσικο λαό. Απ’ αυτό
προερχόταν η αδιαφορία των εργατών και των αγροτών για τα αντισταλινικά
αντιπολιτευτικά ρεύματα που υπήρχαν μέσα στους κόλπους του
κομμουνιστικού κόμματος.
Όλες οι προϋποθέσεις για το Σταλινισμό
είχαν δημιουργηθεί με την ήττα των ναυτών της Κροστάνδης και των απεργών
της Πετρούπολης. Μπορεί να προτιμήσουμε να θρηνήσουμε αυτά τα λαϊκά
κινήματα, να τιμήσουμε τον ηρωισμό των θυμάτων, να χαράξουμε τις
προσπάθειες τους στα χρονικά της επανάστασης. Αλλά πάνω απ’ όλα η
εξέγερση της Κροστάνδης και το απεργιακό κίνημα στην Πετρούπολη πρέπει
να γίνουν κατανοητά -όπως θα καταλαβαίναμε τα διδάγματα όλων των μεγάλων
επαναστάσεων- αν θέλουμε να συλλάβουμε το περιεχόμενο της ίδιας της
επαναστατικής διαδικασίας.
[1]
Στην Ισπανία (1936),στη Ρώσικη επανάσταση, στην Παρισινή κομμούνα, στην
εξέγερση των εργατών του Παρισιού, τον Ιούνη του 1848 κι όχι λιγότερο
στις σημερινές επαναστατικές αναταραχές, τα πιο δυναμικά στοιχεία ήταν
ακριβώς τα μέλη αυτών των «μεταβατικών τάξεων».Στο παρελθόν ,ήταν βασικά
τεχνίτες ,εργάτες αγροτικής καταγωγής και ντεκλασσέ , αντίθετα με τις
απόψεις του Μαρξ. Σήμερα, αποτελούνται από φοιτητές, νεολαίους απ’ όλες
σχεδόν τις τάξεις, διανοούμενους, ντεκλασσέ και στον «Τρίτο κόσμο» από
ακτήμονές εργάτες κι αγρότες.
[2] Βλέπε το «Άκου Μαρξιστή»,μπροσούρα του περιοδικού «Άναρχος».
Murray Bookchin
Ακολουθεί
ένα κείμενο του Νέστορα Μάχνο πάνω στην ιστορική μνήμη της εξέγερσης
της Κροστάνδης και της αιματηρής καταστολής της από τον Κόκκινο Στρατό
υπό τις διαταγές του Λέοντα Τρότσκυ. Λίγα χρόνια μετά την έναρξη της
Επανάστασης του 1917, στο νησί της Κροστάνδης έμελλε το Μάρτη του 1921
να τεθεί η ταφόπλακα κάθε ελπίδας για πραγματική απελευθέρωση των
εργαζομένων υπό την ηγεσία των Μπολσεβίκων.
H 7η Μαρτίου είναι μια
οδυνηρή ημερομηνία για τους προλετάριους της αποκαλούμενης "Ένωσης των
Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών" που συμμετείχαν με τον ένα ή τον
άλλο τρόπο στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκείνη την ημερομηνία στην
Κροστάνδη. Η επετειακή ανάμνηση της ημερομηνίας εκείνης είναι εξίσου
επίπονη για τους προλετάριους όλων των χωρών, γιατί επαναφέρει τη μνήμη
εκείνου που οι ελεύθεροι εργαζόμενοι και οι ναυτικοί της Κροστάνδης,
πιστοί στα ιδανικά της Ρώσικης Επανάστασης, απαίτησαν μέχρι θανάτου από
τον Κόκκινο εκτελεστή τους -το "Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα" και το
όργανό του, την "Σοβιετική" κυβέρνηση.
Η Κροστάνδη απαίτησε από τους
δήμιους κρατιστές να δώσουν πίσω όλα όσα άνηκαν στους προλετάριους της
πόλης και της επαρχίας, δεδομένου ότι αυτοί ήταν που είχαν
πραγματοποιήσει την επανάσταση. Οι εξεγερμένοι της Κροστάνδης επέμειναν
πάνω στην πρακτική εφαρμογή των ιδανικών της Οκτωβριανής Επανάστασης:
Ελεύθερα
εκλεγμένα Σοβιέτ, ελευθερία του Λόγου και ελευθερία του Τύπου για τους
εργάτες και τους αγρότες, τους αναρχικούς και τους αριστερούς
Σοσιαλεπαναστάτες.
Το Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα το θεώρησε αυτό σαν
αδιανόητη απειλή της θέσης που μονοπωλούσε στη χώρα, και αποκρύπτοντας
το πρόσωπο του άνανδρου εκτελεστή πίσω από τη μάσκα του επαναστάτη και
φίλου των εργαζομένων, αποκάλεσε τους ελεύθερους ναυτικούς και τους
εργάτες της Κροστάνδης “αντεπαναστάτες” και έστειλε εναντίον τους
δεκάδες χιλιάδες πειθήνιους μπράβους και σκλάβους: Chekists, Kursanty
(μαθητευόμενοι αξιωματικοί του Κόκκινου στρατού – σημείωση του Alexandre
Skirda) και μέλη του Κόμματος, προκειμένου να σφαγιασθούν αυτοί οι
πραγματικοί μαχητές και επαναστάτες -οι εξεγερμένοι της Κροστάνδης- που
δεν είχαν κάνει τίποτα για το οποίο να μπορούν να κατακριθούν από τις
επαναστατικές μάζες, ενώ το μόνο παράπτωμά τους ήταν να αισθάνονται
προσβεβλημένοι από τα ψέματα και την ανανδρία του Ρωσικού Κομμουνιστικού
Κόμματος που ποδοπατούσε τα δικαιώματα των προλετάριων και της
Επανάστασης.
Στις 7 Μαρτίου του 1921, στις 6:45 το απόγευμα,
εξαπολύθηκε μια καταιγίδα πυρών πυροβολικού ενάντια στην Κροστάνδη. Όπως
ήταν φυσικό και αναπόφευκτο, οι εξεγερμένοι της Κροστάνδης απάντησαν
αμυνόμενοι, παλεύοντας όχι μόνο για τις δικές τους διεκδικήσεις, αλλά
και για λογαριασμό των άλλων προλετάριων της χώρας που αγωνίζονταν για
τα δικαιώματα που κατέκτησαν με την Επανάσταση και ποδοπατήθηκαν
αυθαίρετα από τις μπολσεβικικές αρχές.
Ο αγώνας τους βρήκε απήχηση σε
ολόκληρη την υποδουλωμένη Ρωσία που στάθηκε έτοιμη να υποστηρίξει τη
δίκαιη και ηρωική πάλη τους, αλλά ήταν δυστυχώς ανίκανη να τα καταφέρει,
επειδή ήταν αφοπλισμένη, στυγνά εκμεταλλευόμενη και δέσμια της δουλείας
από τις μονάδες καταστολής του Κόκκινου Στρατού και της Τσεκά, οι
οποίες είχαν συνταχθεί με τρόπο ώστε να σπάσει το ελεύθερο πνεύμα και η
βούληση της χώρας.
Είναι δύσκολο να υπολογιστούν οι απώλειες που
υπέστησαν οι υπερασπιστές της Κροστάνδης και η άβουλη μάζα του Κόκκινου
Στρατού, αλλά μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι έπεσαν πάνω από δέκα
χιλιάδες νεκροί. Στην πλειοψηφία τους ήταν εργαζόμενοι και αγρότες, οι
ίδιοι οι άνθρωποι που το Κόμμα των ψευτών είχε χρησιμοποιήσει
προκειμένου να αρπάξει την εξουσία, δίνοντάς τους ψεύτικες υποσχέσεις
για ένα καλύτερο μέλλον. Τους είχε χρησιμοποιήσει επί χρόνια για την
εξυπηρέτηση αποκλειστικά των κομματικών συμφερόντων του, ώστε να
επεκταθεί και να περιχαρακωθεί η κυριαρχία του πάνω στην οικονομική και
πολιτική ζωή της χώρας.
Ενάντια στην μπολσεβικική ολιγαρχία, η
Κροστάνδη υπεράσπισε την ουσία του αγώνα των εργατών και των αγροτών στη
Ρωσική Επανάσταση. Για τον ίδιο λόγο, οι ολιγαρχικοί εξολόθρευσαν τους
εξεγερμένους της Κροστάνδης, κάποιους αμέσως μετά τη στρατιωτική νίκη,
τους υπόλοιπους στα μπουντρούμια και στα κελιά που κληροδότησαν τα
Τσαρικά και Αστικά καθεστώτα. Έτσι, η ημερομηνία της 7ης Μαρτίου
εκλαμβάνεται σαν βαθιά οδυνηρή επέτειος για τους εργαζομένους όλων των
χωρών.
Η επίπονη μνήμη των εξεγερμένων της Κροστάνδης που χάθηκαν
κατά τη διάρκεια της μάχης και των επιζώντων που αφέθηκαν για να
σαπίσουν στις μπολσεβικικές φυλακές αναζωπυρώνεται σ’αυτή την επέτειο,
όχι μόνο για τους Ρώσους προλετάριους.
Αλλά αυτά τα θέματα δεν
επιλύονται με θρήνους: εκτός από την επετειακή ανάμνηση της 7ης Μαρτίου,
οι προλετάριοι κάθε χώρας θα πρέπει να οργανώνουν συγκεντρώσεις
διαμαρτυρίας σε κάθε περιοχή για το αίσχος που διαπράχθηκε στην
Κροστάνδη από το Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα ενάντια στους
επαναστατημένους εργάτες και ναυτικούς, και να απαιτήσουν την
απελευθέρωση των επιζώντων που αργοπεθαίνουν στις μπολσεβίκικες φυλακές ή
βρίσκονται υπό κράτηση στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Φιλανδίας.
Νέστωρ Ιβάνοβιτς Μάχνο,
Μάρτης 1926
http://anarchyarchives.blogspot.gr