Ως πότε πια υπομονή, ως πότε με την προσμονή,
ως πότε με την προσμονή κάτι καινούργιο να φανεί;
Χάνονται τα νιάτα,
τα μαραίνει η προσμονή,
ψεύτικη η ελπίδα για ζωή αληθινή…
Ως πότε πια υπομονή;
(Άκης Πάνου, 1967)
Δεν είναι χωρίς λόγο που κάποια αγαπημένα πρόσωπα έφυγαν πρόωρα από τη ζωή. Ο Άκης Πάνου, ο Τάσος Φαληρέας, ο Μανώλης Ρασούλης, ο Νίκος Παπάζογλου, η Κατερίνα Γώγου, ο Ηλίας Λάγιος, η Φλέρυ Νταντωνάκη, ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο Νικόλας Άσημος, αλλά κι ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Στέλιος Καζαντζίδης. Δεν είναι οι μόνοι, αλλά είναι μερικοί απ’ αυτούς που γνώριζα προσωπικά και τους παρακολουθούσα από κοντά. Κανένας δεν έφυγε φυσιολογικά και κανένας δεν προσέγγισε το προσδόκιμο της εποχής μας. Σαν να ήταν η αποχώρησή τους ένα μήνυμα γι’ αυτούς που μένουν πίσω. Και νομίζω πως ήταν.
Το πώς πέρασαν οι ίδιοι τη ζωή τους δεν ήταν το κριτήριο για το μήνυμα, γιατί μερικοί πέρασαν από πολύ άσχημες καταστάσεις και μερικοί άλλοι έζησαν καλύτερα, ενώ όλοι άφησαν ένα ανεκτίμητο έργο για κληρονομιά σε μας τους υπόλοιπους που τους αγαπήσαμε ειλικρινά. Πιστεύω ότι αυτό που χαρακτηρίζει τον πρώιμο θάνατό τους ήταν ότι κάηκαν από την ακραία ευαισθησία τους. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι καίγεται κάθε ευαίσθητος. Σίγουρα, όμως, κάποιων οι ευαισθησίες δεν έχουν υψηλό βαθμό προστασίας και η ύπαρξή τους συνθλίβεται από τις διαρκείς πιέσεις ή τις σκληρές επιθέσεις που υφίστανται από ένα μη συμβατό περιβάλλον. Και πολύ συχνά, είναι ο πόνος και η δυστυχία των άλλων, αλλά και η αδιαφορία και η απάθεια των άλλων, που φθείρουν τους ευαίσθητους συμπολίτες μας.
Κι αυτό δεν αφορά μόνο τους καταξιωμένους φίλους μας, μουσικούς, συνθέτες, ποιητές ή ζωγράφους. Αφορά κάθε άνθρωπο, άγνωστο, ή φίλο κάποιου φίλου, που φεύγει πρόωρα από ξαφνική σωματική εμπλοκή ή βάζει τέλος στη ζωή του είτε επειδή ζορίστηκε γιατί θέλησε να ζήσει διαφορετικά, κάτι που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο δικαίωμα, είτε γιατί λύγισε κάτω από το βάρος των επώδυνων συνθηκών που επιβάλλει ένα σύστημα φτιαγμένο στα μέτρα του κέρδους μιας ολιγαρχίας, με οποιοδήποτε προσωπείο και οποιαδήποτε μέθοδο αυτή καθορίζει τους όρους ζωής και θανάτου των άλλων και ιδίως των πιο εύθραυστων.
Ο Άκης, ο Τάσος, ο Μανώλης, ο Νίκος, η Κατερίνα, ο Ηλίας, η Φλέρυ, ο Παύλος, ο Νικόλας, ο Γιώργος, ο Μάνος και ο Στέλιος είχαν μάλλον την αίσθηση ότι μάταια υπερασπίζονταν έναν άλλο τρόπο ζωής, με τις ιδέες, τη στάση και το έργο τους, με την παρουσία και την απουσία τους. Επηρέασαν πολύ κόσμο, αλλά ήξεραν ότι «όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν»! Το παλεύανε δημιουργικά, ευεργετικά για πολλούς από μας, αλλά οι ίδιοι υπέκυψαν στις αναθυμιάσεις ενός συστήματος που όλα τα υφαρπάζει και τα μετατρέπει σε εμπόρευμα με όλο και πιο πολλά απόβλητα δηλητηριώδη.
Και, δυστυχώς, η αυτοπυρπόλησή τους δεν έκανε την κοινωνία ούτε καλύτερη ούτε πιο εξεγερτική. Δεν κατάλαβε ο κόσμος ότι κάτι σοβαρό μέσα στην υλική ευημερία δεν πήγαινε καλά, ότι το σύστημα σάπιζε κατατρώγοντας ψυχές και σάρκες, ότι ορισμένοι ξεχωριστοί άνθρωποι έστελναν απεγνωσμένα μηνύματα, άλλοι ρητά κι άλλοι συμβολικά, με νοήματα, ψιθύρους ή κραυγές, να μην επαναπαυτούμε και να μην ξεγελαστούμε ούτε από τις ωραίες μελωδίες τους ούτε από τους ωραίους στίχους τους, αλλά να συγκρίνουμε τις ποιότητες, τι μας δίνουν και τι μας αντιπροτείνουν μέσα στη χαβούζα υπερπαραγωγής υποπροϊόντων.
Αλλά αυτό το μήνυμα, στην εποχή της ελεγχόμενης ενημέρωσης, της λαμπερής βιτρίνας, της εξαρτησιογόνας τεχνολογίας και του γενικού καθησυχασμού, δεν άγγιξε βαθιά πέρα από κάποιους πολίτες που ανήκουν σε ανήσυχες και ευέξαπτες μειονότητες. Κι έτσι φτάσαμε στη σημερινή καταστροφή που καίει κόσμο και κοσμάκι, που λιώνει τις όποιες αξίες είχαμε και ξεπουλάει το βιος μας για κάτι ψωροδανεικά.
Προχτές μια τριαντάχρονη κοπέλα, κόρη παλιού γνωστού, πήδηξε από την ταράτσα. Κι ένας φίλος μού έστειλε ένα νυχτερινό sms που με τάραξε. Και άγνωστοι σε μας άνθρωποι, πολλοί, μα πάρα πολλοί, φεύγουν ματαιωμένοι και σκασμένοι. Οι πολύ νέοι προτιμούν την ξενιτιά. Είναι κι αυτό ένα φευγιό, «ξένος, για πάντα ξένος». Ποτέ άλλοτε στην Ελλάδα, δεν είχαμε τόσους πολλούς ξαφνικούς θανάτους και τόσες πολλές αυτοκτονίες. Άνθρωποι απελπισμένοι, περιφρονημένοι, καταπατημένοι, αγνοημένοι, άλλοι με καρκίνους, εμφράγματα και εγκεφαλικά κι άλλοι αυτόχειρες δίνουν ένα τέλος στην αφόρητη πίεση, στην εξαπάτηση, την απογοήτευση, τη διάψευση, το μαρτύριο, το αδιέξοδο, το ψεύτικο, το δήθεν που μας πούλησαν οι έμποροι για μεταξωτές κορδέλες.
Μόνο ο πολίτης που αυτοπυροβολήθηκε στο Σύνταγμα έκανε κάποια πρόσκαιρη αίσθηση. Όλοι οι υπόλοιποι αναφέρονται σαν στατιστικά στοιχεία. Δεν ακούγεται η πράξη τους δυνατά και η αποχώρησή τους δεν ερμηνεύεται σωστά ούτε ενεργοποιεί τις καθηλωμένες συνειδήσεις. Η κοινωνία δεν πιάνει το μήνυμα ή το καταπίνει, με λίγες εξάρσεις αντίδρασης, με την καθοριστική συνδρομή της εξουσίας που με τα φίλτρα και τους μηχανισμούς της αποχαυνώνει το νου, απαξιώνει τις απώλειες και υποβαθμίζει τις θυσίες.
Κι ο κόσμος εύκολα παρασύρεται από το ένα παραμύθι στο άλλο, εύκολα αναζητεί παρηγοριά ή άλλο σωτήρα, εύκολα αναδιπλώνεται και υποχωρεί κι ακόμα πιο τραγικά δεν εκτινάσσεται από την παθητικότητά του με τα σήματα κινδύνου που στέλνουν αυτοί που παθαίνουν ασφυξία πρώτοι, από τις αναθυμιάσεις στις υπόγειες στοές του απάνθρωπου καθεστώτος που με εκατό τρόπους φυλακίζει σε κλουβιά τις ευαισθησίες μας.
Γιατί κάθε αισθαντικός άνθρωπος που λυγίζει είναι ένα τόσοδά καναρίνι που μας κρούει ξεψυχώντας τον κώδωνα του κινδύνου. Αλλά για να σώσουμε τα καναρίνια πρέπει ν’ αλλάξουμε την κατάσταση που τα σκοτώνει…
Δρόμος