Από ΒΑΘΥ
Στις 18 Οκτωβρίου 1977 οι γερμανικές αρχές ανακοίνωσαν ότι βρέθηκαν νεκροί στα ειδικά διαμορφωμένα κελιά τους, στις φυλακές του Στάμχαϊμ, ο Αντρέας Μπάαντερ, η Γκούντρουν Έσλιν και ο Καρλ Ράσπε. Ως αιτία θανάτου καταγράφηκε η αυτοκτονία. Ωστόσο η μόνη επιζήσασα Ίρμγκαρντ Μέλερ δήλωσε ότι οι σύντροφοί της πυροβολήθηκαν ενώ η ίδια όταν συνήλθε ήταν βαρύτατα τραυματισμένη από μαχαίρι.
Οι τρεις νεκροί της Νύχτας του Θανάτου, όπως και η Μέλερ, υπήρξαν μέλη της ένοπλης οργάνωσης RAF - Φράξια Κόκκινος Στρατός, η οποία έδρασε στη Γερμανία το 1970. Μια οργάνωση η οποία αν και δεν υπάρχει πια, έχει αφήσει πίσω της ανοιχτούς λογαριασμούς με την Γερμανία, αφού πολλά μέλη της αναζητούνται μέχρι σήμερα. Η πρώτη ενέργεια της RAF θεωρείται η απελευθέρωση του Μπάαντερ που είχε συλληφθεί και καταδικασθεί για τον εμπρησμό πολυκαταστημάτων της Φρανκφρούρτης το 1968. Η επιχείρηση οργανώθηκε από την Ούρλικε Μάινχοφ και υλοποιήθηκε στις 14 Μαΐου 1970 δηλώνοντας ότι: «Δεν απελευθερώσαμε τον Μπάαντερ για προπαγανδιστικούς λόγους, αλλά απλά και μόνον για να ΄ναι ελεύθερος». Όλα τα μέλη της οργάνωσης προέρχονταν από την Αριστερά με ιδιαίτερες επιρροές από τα κινήματα της Λατινικής Αμερικής, συμμετοχές στα αντίστοιχα της Ευρώπης αλλά και σχέσεις με τους Παλαιστίνιους. Στη δράση τους περιλαμβάνονται βομβιστικές ενέργειες κατά των νατοϊκών βάσεων στη Γερμανία οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για την υποστήριξη της επίθεσης των Αμερικανών στο Βιετνάμ, όπως και διαφόρων κρατικών κτιρίων αλλά και 4 θάνατοι.
Τα μέλη της οργάνωσης κρατήθηκαν στα «λευκά κελιά» των φυλακών του Στάμχαϊμ υπό συνθήκες αυστηρής απομόνωσης μέχρι τη Νύχτα του Τέλους. Εκεί τους είχε επισκεφθεί ο Ζαν Πωλ Σαρτρ και άλλοι διανοούμενοι και πολιτικοί οι οποίοι αποτύπωσαν με τα μελανότερα χρώματα την κατάστασή τους. Πολλοί μάλιστα την παρομοίασαν με εκείνην της κατοχής από τη Βέρμαχτ. Τόσο πριν, όσο και μετά τη Νύχτα αυτή, σημειώθηκαν και άλλοι θάνατοι μελών της RAF στις γερμανικές φυλακές όπως η κατάληξη του Χόλγκερ Μάινς λόγω απεργίας πείνας (1974) και η αμφισβητούμενη αυτοκτονία της Ουρλίκε Μάινχοφ (1976).
Γερμανία 1972. Η αφίσα της αστυνομίας με τους καταζητούμενους αντάρτες πόλεων της RAF.
Τον Μάρτιο του 1998 η RAF αυτοδιαλύθηκε και επίσημα με την εξής δήλωση: «Σήμερα θέτουμε τέρμα στη δράση μας. Το αντάρτικο των πόλεων με τη μορφή της RAF είναι πια ιστορία». Εμείς για τη Νύχτα του Θανάτου επιλέξαμε τη σχετική διήγηση της Μέλερ στον Όλιβερ Τόλμαϊν από το βιβλίο του «RAF -Αυτό ήταν για μας Απελευθέρωση. Μια συζήτηση με την Ίρμγκαρντ Μέλερ για την Ένοπλη πάλη, τη Φυλακή και την Αριστερά», που μεταφράσθηκε στη γλώσσα μας από τον Γιάννη Κέλογλου και εκδόθηκε από τις εκδόσεις ΚΨΜ το 2007 (βλ. πηγές).
M: Πρέπει να φανταστείς την κατάσταση τότε: βρισκόμασταν για έξι εβδομάδες περίπου σε καθεστώς στέρησης κάθε επικοινωνίας, είχαμε πίσω μας μια απεργία πείνας και δίψας, δεν είχαμε τη δυνατότητα να συνομιλήσουμε με κανέναν κανονικά, δεν είχαμε καμιά πληροφόρηση και ξέραμε ότι παίζονταν πάρα μα πάρα πολλά. Όλα αυτά μας είχαν εξουθενώσει πολύ. Η αεροπειρατεία του «Λάντσχουτ» ήταν μια αιφνιδιαστική εξέλιξη. Και αναπτέρωσε τις ελπίδες μας ότι αυτή η τρομακτική μετέωρη κατάσταση θα σταματήσει και ότι θα οδηγηθούμε σε μια λύση.
T: Ελπίζατε ακόμη εκείνη τη χρονική στιγμή ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια θετική έκβαση;
M: Πριν από την αεροπειρατεία στο «Λάντσχουτ» όχι πια. Ήταν ιδιαίτερα ξεκάθαρο ότι το Επιτελείο Διαχείρισης Κρίσεων έπαιζε με το χρόνο και δεν σκόπευε να μας αφήσει ελεύθερους και επιπλέον είχε εγκαταλείψει τον Χανς Μάρτιν Σλάιερ.
Τ: Είχατε αλήθεια κάποια εικόνα για το ποια ήταν η RAF εκεί έξω;
Μ: Ξέραμε ποιοι καταζητούνταν. Ξέραμε ότι υπάρχει η RAF και ότι, κρίνοντας από αυτά που έκαναν, θα έπρεπε να είναι πάρα πολλοί. Και ξέραμε ότι κάποια άτομα που γνωρίζαμε προσωπικά ήταν οργανωμένα στη RAF.
Τ: Τελικά ακολούθησε η εισβολή στο «Λάντσχουτ», λίγο μετά τη συνομιλία του Αντρέας Μπάαντερ με τον υπάλληλο που είχε στείλει ο υπουργός Επικρατείας Σούλερ. Το έμαθες αυτό εκείνη τη νύχτα;
Μ: Όχι. Οι τελευταίες ειδήσεις που είχα τη δυνατότητα να ακούσω απ' το ραδιόφωνο της φυλακής έπαιξαν στις δέκα, έντεκα το βράδυ.
Τ: Και μετά έκλεισαν το ραδιόφωνο της φυλακής;
Μ: Ναι, αυτό συνέβη γύρω στις έντεκα, το αργότερο.
Τ: Μετά πλάγιασες στο κρεβάτι;
Μ: Όχι. Κάθισα και διάβασα. Δεν ήταν και τόσο απλό. Πριν από την αεροπειρατεία περνούσε κάποιος από τους φύλακες τη νύχτα και μάζευε τους ηλεκτρικούς γλόμπους, ενώ κατά τη διάρκεια της απαγόρευσης επικοινωνίας έκοβαν απλά το ρεύμα. Χρειαζόμουν δηλαδή κεριά. Το πικάπ το λειτουργούσα με μπαταρίες, αυτό γινόταν. Ήθελα σε κάθε περίπτωση να παραμείνω με κάποιο τρόπο ξύπνια για να μπορέσω να ακούσω τις πρωινές ειδήσεις των έξι. Ήμουν όμως ήδη τελείως εξαντλημένη. Έπειτα περπάτησα λίγο πέρα-δώθε για να μη με πάρει ο ύπνος. Παρ' όλα αυτά κάποια στιγμή αποκοιμήθηκα.
Τ: Προσπαθούσες και τις προηγούμενες νύχτες να παραμένεις ξάγρυπνη;
Μ: Ναι. Κοιμόμουν ελάχιστα. Το ίδιο και κατά τη διάρκεια της μέρας, δεν είχε μεσημεριανό ύπνο και παρόμοια. Επιπλέον είχα εξασθενήσει τελείως και σωματικά από την απεργία πείνας των περασμένων εβδομάδων, δεν έτρωγα το φαγητό της φυλακής και ταυτόχρονα δεν είχα και τίποτα άλλο, αφού μας είχαν απαγορεύσει κάθε συμπληρωματική αγορά φρούτων. Δεν διέθετα πλέον καθόλου αποθέματα για να παραμείνω κάπως σε εγρήγορση, κάτι που άλλωστε θα διευκόλυνε την προσπάθειά μου να μην κοιμηθώ. Επίσης τη νύχτα, πολύ αργά, φώναξα προς τον Γιαν. Στο κελί μου τότε ήταν κάπως φθαρμένο το πάτωμα, κι αν κανείς ξάπλωνε τελείως μπρούμυτα είχε τη δυνατότητα να φωνάξει κάτι απ' τους εξωτερικούς σύρτες, που έφτανε πολύ αποδυναμωμένο βέβαια έξω. Ο Γιαν βρισκόταν απέναντί μου, σε απόσταση μερικών μέτρων από την άλλη πλευρά. Και με άκουσε κιόλας και αντέδρασε. Είπα: «Ρε συ, απλώς για να μάθω κι εγώ τι γίνεται». Και μετά σκεπάστηκα με την κουβέρτα και με πήρε ο ύπνος. Φυσικά δεν κοίταξα πότε ακριβώς, ήταν πάντως κάποια στιγμή στη διάρκεια των επόμενων ωρών.
Τ: Και τι συνέβη μετά;
Μ: Το πρώτο πράγμα που ένιωσα όταν ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου ήταν ένα δυνατό βουητό στο κεφάλι, την ώρα που κάποιος στο διάδρομο της πτέρυγας κάτω από πολύ δυνατό φως νέον προσπαθούσε να μου ανοίξει τα βλέφαρα διέκρινα πολλές μορφές που στέκονταν τριγύρω μου και με άγγιζαν με κάποιο τρόπο. Άκουσα μια φωνή που είπε: «Ο Μπάαντερ και η Ένσλιν είναι νεκροί». Αμέσως μετά έχασα πάλι τις αισθήσεις μου. Συνήλθα μερικές μέρες αργότερα στο νοσοκομείο του Τύπινγκεν. Δίπλα στο κρεβάτι μου στεκόταν ένας εισαγγελέας και ήθελε υποτίθεται να μάθει τι είχε συμβεί. Τη δικηγόρο μου την άφησαν να με δει μόλις την επόμενη μέρα. Από αυτήν έμαθα ότι είχε πεθάνει και ο Γιαν. Μου είπε επίσης ότι είχε πραγματοποιηθεί εισβολή στο «Λάντσχουτ» και είχαν σκοτωθεί όλα τα μέλη του Κομάντο Μάρτυρας Χαλιμέ εκτός από μια γυναίκα [1]. Από τη δικηγόρο μου έμαθα ότι όλο αυτό το διάστημα προσπαθούσε ανεπιτυχώς να με δει.
Αλλά καμιά μου προσπάθεια να διηγηθώ όσα μου ανέφερε τότε δεν μπορεί να αποδώσει πραγματικά το χαρακτήρα εκείνης της συζήτησης. Πρέπει να φανταστείς ότι ήταν η πρώτη μου επαφή με κάποιον που εμπιστευόμουν ύστερα από πολλές εβδομάδες στέρησης κάθε επικοινωνίας. Επιπλέον ήμουν βαριά τραυματισμένη. Και είχαμε μόλις μία ώρα στη διάθεση μας. Βρισκόμουν στην εντατική μονάδα εγκαυμάτων, όλα ήταν επενδυμένα με πυρίμαχο υλικό και αποστειρωμένα, ήμουν συνδεδεμένη με μηχανήματα που βούιζαν, είχα τρομερούς πόνους, παντού υπήρχαν μπάτσοι, ακόμη και οι γιατροί αυτής της εντατικής μονάδας στο Τύμπινγκεν επιτηρούνταν αυστηρά.
Ο Μπάαντερ και η Έσλιν νεκροί στα κελιά τους.
Τ: Τι τραύματα είχες ακριβώς;
Μ: Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα ακόμη. Αυτά μου τα είπε αργότερα κάποιος γιατρός της εμπιστοσύνης μου, όχι δηλαδή γιατρός της φυλακής. Μία από τις τέσσερις μαχαιριές στο στήθος είχε πλήξει το περικάρδιο και τραυματίσει τα πνευμόνια γεμίζοντάς τα αίμα. Στο Τύμπινγκεν μου άνοιξαν ολόκληρο το θώρακα και μου τοποθέτησαν έναν καθετήρα για να τραβήξουν τα υγρά απ' το τραύμα.
Η μαχαιριά καρφώθηκε με μεγάλη δύναμη και έφτασε σε βάθος επτά εκατοστών. Απ' ό,τι φάνηκε, τα πλευρά ανέκοψαν τη φόρα της, καθώς σε ένα από αυτά υπήρχε μια εγκοπή. Στη μονάδα εντατικής παρακολούθησης παρέμεινα λιγότερο από μια εβδομάδα εκεί μια φυσιοθεραπεύτρια μου έκανε ασκήσεις αναπνοής. Μου χορηγούσαν ισχυρά καταπραϋντικά και αναισθητικά φάρμακα, γι' αυτό και θυμάμαι ελάχιστα πράγματα από εκείνες τις μέρες. Υπάρχει όμως μια εικόνα που εντυπώθηκε βαθιά στη μνήμη μου: σε αυτή την τεράστια αίθουσα κάθονταν μέρα-νύχτα δύο ή τρεις μπάτσοι φορώντας αποστειρωμένες ρόμπες, σκούφους και καλύμματα παπουτσιών χειρουργείου, ενώ έξω από τα παράθυρα περιπολούσαν ένστολοι ένοπλοι με οπλοπολυβόλα. Στο τέλος της βδομάδας μεταφέρθηκα με ελικόπτερο στο νοσοκομείο των φυλακών του Χόεν Άσπεργκ (Σ.τ.Μ.: νοσοκομείο κρατουμένων σε παλιό κάστρο του Λούντβιγκσμπουργκ, κοντά στη Στουτγάρδη). Εκεί έμεινα τέσσερις εβδομάδες. Για πολύ καιρό δεν μπορούσα να περπατήσω και για πολλά χρόνια ακόμη πονούσα όταν ανέπνεα ή έβηχα, όποτε ξάπλωνα στο πλάι, ακόμη και όταν γελούσα.
Τ: Βρέθηκε το όπλο που προκάλεσε τα τραύματα σου;
Μ: Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή το πλήγμα υποτίθεται ότι έγινε με το μαχαίρι της φυλακής, όμως δεν μπορεί να ισχύει κάτι τέτοιο, επειδή ακριβώς το τραύμα ήταν πολύ βαθύ.
Τ: Μ' ένα μαχαίρι με το οποίο κανονικά αλείφουμε βούτυρο στο ψωμί;
Μ: Ναι. Στο κελί βρέθηκαν μόνο ένα μαχαίρι φυλακής και ένα ψαλίδι. Άλλα αντικείμενα δεν υπήρχαν.
Τ: Και αυτά ανήκαν πράγματι σε σένα;
Μ: Περιλαμβάνονταν στον εξοπλισμό της φυλακής, ναι.
Τ: Το ψαλίδι ήταν μυτερό ή αμβλύ;
Μ: Ήταν ένα μικρό ψαλίδι για κόψιμο εφημερίδων που βρισκόταν παράμερα. Έτσι κι αλλιώς όμως, δεν επικαλέστηκαν αυτό, αλλά εκείνο το μικρό, αμβλύ μαχαίρι.
Τ: Έτυχε να μιλήσετε, εσύ ή οι δικηγόροι σου, με τους γιατρούς για το εάν το μαχαίρι που είχες μπορούσε να προκαλέσει τέτοιο τραύμα;
Μ: Οι δικηγόροι προσπάθησαν τότε να έρθουν σε επαφή με τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό, αλλά προσέκρουαν πάντοτε σε σφραγισμένες πόρτες. Προφανώς είχαν εντολή να μη μιλήσουν με τους δικηγόρους μου. Ορισμένες μεμονωμένες νοσοκόμες πάντως προσπάθησαν να τους δώσουν πληροφορίες. Τα αποτελέσματα όμως ήταν πενιχρά. Το προσωπικό φοβόταν. Και οι δικηγόροι είχαν κατατρομάξει. Τότε ασκήθηκε μια πληθώρα διώξεων ακόμη και σε βάρος των συνηγόρων μας [2] - οι προϋποθέσεις επομένως για να διαλευκάνουμε κάτι δεν ήταν καλές. Εγώ η ίδια προσπάθησα πολλές φορές ανεπιτυχώς να αποκτήσω πρόσβαση σε έγγραφα και πιστοποιητικά.
Τ: Πότε ήταν η πρώτη φορά που διηγήθηκες τι έζησες εκείνη τη νύχτα;
Μ: Πρώτα μίλησα με τους δικηγόρους μου και στη συνέχεια κατέθεσα ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής της Βουλής [3]. Αυτό συνέβη στις 16 Ιανουαρίου 1978. Για την ακρίβεια ήθελαν να με κλητεύσουν ήδη από το Δεκέμβριο του 1977 - αλλά τότε ήμουν ακόμη πολύ εξασθενημένη, εκτός αυτού πραγματοποιούσα απεργία πείνας, επειδή ήθελα οπωσδήποτε να μεταφερθώ άμεσα κοντά στους υπόλοιπους της οργάνωσης. Η απεργία αυτή ήταν φοβερή. Έτσι κι αλλιώς αισθανόμουν πολύ χάλια, κι επιπλέον ήμουν ξαπλωμένη με τα ρούχα της φυλακής σε ένα στρώμα στο πάτωμα και βρισκόμουν υπό διαρκή επιτήρηση. Ήταν μια σχιζοφρενική κατάσταση. Και μέσα σ' όλα αυτά, ήρθε ένας βουλευτής της εξεταστικής επιτροπής που είχε την άποψη ότι είμαι υποχρεωμένη να καταθέσω και ότι θα έπρεπε να προετοιμάζομαι για τις 8 Δεκεμβρίου περίπου. Η κατάθεσή μου δεν θα δινόταν στη δημοσιότητα. Εγώ του απάντησα ότι έτσι δεν συμμετέχω σε καμιά περίπτωση. Και στη συνέχεια μου πρότειναν ως επόμενη ημερομηνία τον Ιανουάριο του 1978. Και τότε λοιπόν πήγα.
Τ: Γιατί;
Μ: Επειδή ήθελα να καταθέσω-και μάλιστα δημόσια-τι συνέβη εκείνη τη νύχτα.
_____
[1] Η Σουχάιλα Αντράουες δικάστηκε από την Ομοσπονδιακή Εισαγγελία το 1996 ενώπιον του Εφετείου του Αμβούργου. Στη δίωξη εναντίον της το ενδιαφέρον εστιάστηκε κυρίως στο αν η κατηγορούμενη ενώπιον του Εφετείου της Φρανκφούρτης Μόνικα Χάας είχε προμηθεύσει με όπλα τον κομάντο. Η υποψία στηριζόταν σε επιχειρησιακά έγγραφα της Στάζι που ήρθαν στο φως μετά την επανένωση, τα οποία όμως δεν κρίνονται ιδιαίτερα αξιόπιστα. Η Χάας αμφισβήτησε έντονα την κατηγορία της προμήθειας όπλων. Η Αντράουες, που για μικρό χρονικό διάστημα υπαναχώρησε ως Μάρτυρας του Στέμματος για λογαριασμό της Ομοσπονδιακής Εισαγγελίας, είχε επίσης αρχικά αμφισβητήσει στις αστυνομικές ανακρίσεις τη συμμετοχή της Χάας και ανακάλεσε τη μετέπειτα επιβαρυντική κατάθεσή της.
[2] Στην πορεία των διώξεων εναντίον της RAF σημειώθηκε πληθώρα επεμβάσεων στην ποινική δικονομία που είχαν ως στόχο να διευκολύνουν τον αποκλεισμό των δικηγόρων, να απαγορεύσουν την ανάληψη πολλών εντολέων ταυτόχρονα και να περιορίσουν το πεδίο δράσης των συνηγόρων. Εκτός αυτού διώχτηκαν και φυλακίστηκαν επανειλημμένα δικηγόροι λόγω υποτιθέμενης υποστήριξης της RAF. Το 1977 συνελήφθησαν οι δικηγόροι Μύλερ και Νέβερλα με την κατηγορία της υποτιθέμενης λαθραίας εισαγωγής όπλων στο Στάμχαϊμ και καταδικάστηκαν τελικά σε πολύχρονες καθείρξεις.
[3] Η τοπική βουλή της Βάδης-Βυρτεμβέργης είχε συστήσει μια εξεταστική επιτροπή για τη διαλεύκανση των συνθηκών θανάτου, η οποία όμως σε κρίσιμα ζητήματα, όπως το πώς υποτίθεται μπήκαν τα όπλα στο Στάμχαϊμ, στηρίχτηκε σε «απόρρητες πληροφορίες» της Ομοσπονδιακής Εισαγγελίας. Ανακρίθηκαν 79 μάρτυρες και πραγματογνώμονες, ενώ δεν επιτράπηκαν ερωτήσεις προς τα μέλη της Επιτροπής Διαχείρισης Κρίσεων για τις συζητήσεις που είχαν γίνει και τις αποφάσεις που είχαν ληφθεί εκεί. Το πόσο κατευθυνόμενες ήταν οι εργασίες της εξεταστικής επιτροπής συνάγεται από το γεγονός ότι δεν υπέβαλε σε κανέναν από τους μάρτυρες ερωτήσεις σχετικά με το αν το 1977 υποκλέπτονταν ακόμη οι συνομιλίες των κρατουμένων του Στάμχαϊμ στα κελιά. Βιάστηκε να εκδώσει το πόρισμά της, αφού δεν περίμενε καν τα αποτελέσματα τουλάχιστον των εργαστηριακών εγκληματολογικών ερευνών.
Πηγές
- Όλιβερ Τόλμαϊν, RAF «Αυτό ήταν για μας Απελευθέρωση». Μια συζήτηση με την Ίρμγκαρντ Μέλερ για την Ένοπλη πάλη, τη Φυλακή και την Αριστερά, μτφ Γιάννης Κέλογλου, εκδ. ΚΨΜ.
- Π. Βέργος, Κ. Παπαϊακώβου, Βελισάριος, Μ. Τσιμπουρίδης, Στ. Τοντ, Κ. Τριανταφύλλου. Δ. Ιατρόπουλος, Γ. Χατζηγιάννης. Λ. Χρηστάκης, κ.ά., Η θαυμαστή επαναστατική ιστορία της ομάδας Μπάντερ-Μάινχοφ, εκδ. Ideotsepi, Αθήνα, 1985.
- Τι απέμεινε από τους «αντάρτες» της RAF. Από το «σκάνδαλο της πουτίγκας» στις βόμβες της τρομοκρατίας, του Ν. Χειλά, Το ΒΗΜΑ, Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2002