Ένα
«σχόλιο» για την «σχολή» και την.. «σχόλη»
Ι
Η ελευθερία από τον μόχθο δεν είναι
καινούργια· ανήκε κάποτε στα πιο ακλόνητα προνόμια των ολίγων. Ήδη ο Ησίοδος
θεωρούσε τον αλγινόεντα πόνον (την
επίπονη εργασία) ως το πρώτο από τα κακά
που μάστιζαν τον άνθρωπο (Θεογονία, 226). Γι’ αυτό και όλες οι ευρωπαϊκές
λέξεις για την «εργασία» (μόχθο), σημαίνουν πόνο και προσπάθεια.[1] Σαν
μπεις «στης ανάγκης τον ζυγό» οι μυλόπετρες της ανάγκης αλέθουν το σώμα σου
(και όχι μόνο) αλύπητα και άκαρπα έως θανάτου. Είναι εκείνη η επώδυνη κατάσταση
που συνδέεται άρρηκτα με τον ψυχοφθόρο καταναγκασμό που υποχρεώνει το
μεγαλύτερο ακόμα τμήμα της ανθρωπότητας να δαπανά τον περισσότερο χρόνο της στο να παράγει τα αναγκαία για
την ζωή υλικά αγαθά. Όταν αδυνατείς να ελέγξεις τον χρόνο σου, πολλώ δε μάλλον, την εργασία
σου, τότε αυτήν την αδυναμία σου την αισθάνεσαι με την μεγαλύτερη οξύτητα. Πάνω
στο κορμί σου και στην ψυχή σου! Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που στον αρχαίο
ελληνικό κόσμο είχαν σε πολύ χαμηλή εκτίμηση την μισθωτή εργασία και σε μεγάλην
εκτίμηση εκείνους που δεν είχαν ανάγκη να
εργαστούν για να συντηρηθούν. Αυτοί ανήκαν στην ιδιοκτήτρια τάξη· ήσαν
απαλλαγμένοι από την ανάγκη να παίρνουν μέρος στην διαδικασία της παραγωγής,
ήσαν οι «εύποροι», οι «τας ουσίας έχοντες», οι «εσθλοί», οι «καλοί καγαθοί». Για
να χαρακτηρίσουν την εν γένει κατάσταση αυτών των ανθρώπων επινόησαν τον όρο «σχολή» που σημαίνει ελεύθερος χρόνος που
διατίθεται προκειμένου ο άνθρωπος να απολαύσει την ελευθερία του, να
καλλιεργήσει τις τέχνες, τις επιστήμες και το πνεύμα του και να επιδοθεί στην
πολιτική, μια και έχει απελευθερωθεί από την εξουσία των αναγκών της ζωής αφού
ζει απ’ τα εισοδήματα της περιουσίας του χωρίς να αναγκάζεται να εργάζεται ο
ίδιος.[2] Αυτή
η έννοια, που αποδίδεται με τον όρο «σχολή», έχει μεγάλη σπουδαιότητα στην
σκέψη του Αριστοτέλη ο οποίος διακρίνεται από επικριτική διάθεση έναντι των
μισθωτών, των θητών, που, κατά τον
Πλάτωνα, είναι οι πωλούντες την χρήση της εργασιακής τους δύναμης. Για τον
Αριστοτέλη δεν μπορεί να υπάρχει πολιτισμένος
βίος για ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν διαθέσιμο χρόνο (σχολήν), που είναι αναγκαίος (αν και,
βέβαια, όχι επαρκής) όρος για να γίνει κανείς ενάρετος και άξιος πολίτης.
(Οι όροι που χρησιμοποιούσαν για να δηλώσουν ταξικά γνωρίσματα και ιδιότητες,
ήσαν ένα αξεδιάλυτο μείγμα κοινωνικού και ηθικού στοιχείου, ένα πολύπλοκο
μείγμα κοινωνικο-οικονομικής και ηθικολογικής ορολογίας).[3] Οι
άνθρωποι που είχαν στην διάθεσή τους «σχολήν»
μπορούσαν, κατά την ωραία και παραστατικήν έκφραση του Αριστοτέλη, «να
διάγουν άνετα βίον ελευθέριον και συνάμα με συγκράτηση» («σχολάζοντες
ελευθερίως άμα και σωφρόνως»).[4] Μόνο
που οι περισσότεροι Έλληνες έδιναν λιγότερη έμφαση στην συγκράτηση την οποία ο Αριστοτέλης και οι ομόφρονές του θεωρούσαν
τόσο σπουδαία! Έτσι, ο Ηρακλείδης ο Ποντικός (από τον Πόντο), ένας σύγχρονος
του Αριστοτέλη, δήλωνε, στην πραγματεία του Περί
ηδονής, ότι η ηδονή και η χλιδή, που ανακουφίζουν και δυναμώνουν το πνεύμα,
είναι τα χαρακτηριστικά των ελεύθερων ανθρώπων· η εργασία (το πονείν), απεναντίας, είναι για δούλους και ταπεινούς, των οποίων τα μυαλά ζαρώνουν (συστέλονται) ανάλογα. Οι άνθρωποι αυτοί, οι ελευθερωμένοι από τον μόχθο, από κάθε καταναγκαστική εργασία, εκείνοι
οι μακρυμάλληδες –δεν είναι εύκολο για έναν μακρυμάλλη να κάνει δουλειά που
ταιριάζει σ’ έναν μισθωτό εργάτη (έργον θητικόν) έλεγε ο Αριστοτέλης– ,
δημιούργησαν όλη την ελληνική τέχνη και λογοτεχνία, την επιστήμη και την
φιλοσοφία, και εκάλυψαν, σε μεγάλην αναλογία, τις ανάγκες σε άνδρες των στρατών
που νίκησαν τους Πέρσες στην ξηρά, στον Μαραθώνα το 490 και στις Πλαταιές το
479 π.Χ! Όλοι αυτοί ήσαν κυριολεκτικά παράσιτα άλλων ανθρώπων, πρωτίστως των
δούλων τους και οι περισσότεροι εξ αυτών δεν ήσαν οπαδοί της δημοκρατίας, την
οποία επινόησε η αρχαία Ελλάδα και η οποία αποτέλεσε την μεγάλη συνεισφορά της
στην πολιτική πρόοδο. Ωστόσο, ΑΥΤΟΙ ΠΡΟΜΗΘΕΥΣΑΝ ΣΧΕΔΟΝ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΗΓΕΤΕΣ ΤΗΣ!
Ότι γνωρίζουμε ως ελληνικό πολιτισμό εκφράστηκε πάνω απ’ όλα μ’ αυτούς και διαμέσου αυτών. Ήσαν
εκείνοι που «έφεραν δύο ονόματα» δηλαδή το όνομά τους και το πατρώνυμό τους, οι
«χλανίδα φορείν» (χλανίς: λεπτό,
μάλλινο πανωφόρι που το φορούσαν από φιλαρέσκεια παρά για προφύλαξη απ’ το
κρύο), οι μακρυμάλληδες τεττιγοφόροι (έπιαναν τα μακρυά μαλλιά τους με
καλλωπιστικά στηρίγματα που παρίσταναν ΄΄χρυσούς τέττιγες΄΄ δηλαδή «χρυσά
τζιτζίκια» κι’ όλα αυτά εις ένδειξη της κοινωνικής τους θέσης.[5] Όλοι
οι προαναφερόμενοι ανήκαν στους σχολάζοντες
δηλαδή στους απαλλαγμένους από την ανάγκη της εργασίας, εν αντιθέσει με τους άσχολους, τους εργαζομένους και μη
ευκαιρούντες, οι οποίοι δεν είχαν σχολήν
αλλά ασχολίαν. Δεδομένου ότι οι σχολάζοντες είχαν την δυνατότητα της
πνευματικής καλλιέργειας η σχολή
προσέλαβε την σημασία του ελεύθερου προς πνευματική καλλιέργεια και μάθηση
χρόνου, ο δε σχολαστικός ήταν πλέον ο
πεπαιδευμένος, ο λόγιος.[6] Μ’
αυτήν την έννοια ο όρος σχολή συνοδεύει τα πρώην χαρακτηριστικά επίθετα που, με
τον καιρό, μετεξελίχθηκαν σε αφηρημένα ουσιαστικά και αναφέρονται σε
πανεπιστημιακά τμήματα λεγοντας π.χ νομική, φιλοσοφική ή πολυτεχνική σχολή μια και οι φοιτώντες σ’ αυτά
επιδίδονται στην πνευματική τους καλλιέργεια.
ΙΙ
Αντίστοιχοι, προς τους ελληνικούς
όρους «σχολή» και «ασχολία», φαίνεται
να είναι οι λατινικοί όροι «otium» και «necotium».[7] Οι
άνθρωποι των γραμμάτων της εποχής του ancien régime (γαλλικού προεπαναστατικού
καθεστώτος), ήσαν ελεύθεροι από το βάρος της φτώχειας και, ταυτόχρονα, όντες
ανικανοποίητοι από τις συνθήκες της ζωής τους αισθάνονταν ότι η αεργία τους
ήταν μάλλον φορτίο παρά ευλογία, αναγκαστική εξορία από την σφαίρα της
πραγματικής ελευθερίας και όχι ελευθερία από την πολιτική, μιαν ελευθερία την
οποία διεκδικούσαν. Με άλλα λόγια, η αργία τους ήταν η ρωμαϊκή otium και όχι η ελληνική σχολή· ήταν μια εξαναγκαστική αδράνεια, ένα «μαράζωμα στην οκνηρή
απραξία» όπου η φιλοσοφία υποτίθεται ότι πρόσφερε κάποια «θεραπεία της οδύνης»
(doloris
medicinam).[8] Το
όλο ζήτημα (σημασία και περιεχόμενο του όρου «otium») φωτίζεται καλύτερα αν
προσφύγουμε στον Κικέρωνα και στην περίφημη φράση του «cum dignitate otium» που εκφράζει τέλεια το πολιτικό
ιδεώδες που είχε ο ίδιος από κοινού με τους άλλους optimates οι περισσότεροι εκ
των οποίων το πιο πάνω πολιτικό ιδεώδες το θεωρούσαν πραγματωμένο. Η ακριβής
σημασία της πιο πάνω περίφημης φράσης έχει συζητηθεί
πολύ. Σύμφωνα με την αποκαλυπτική παράφραση του P.A Brunt σημαίνει: «ένα
ευνομούμενο κράτος όπου τα άτομα εκτιμούνται σύμφωνα με τον βαθμό τους σε μιαν
ιεραρχική κοινωνική οργάνωση».[9] Μόνο
που ως και ο Κικέρων ο ίδιος σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις του αναρωτιότανε πως θα
μπορούσε κανείς να αποκτήσει dignitas (αξιοπρέπεια) όταν ήδη έχει χαθεί η libertas (ελευθερία)· δηλονότι, πως μπορεί
κανείς να αποκτήσει dignitas όταν δεν μπορεί ούτε να δράσει γι’ αυτό που
πιστεύει ούτε να το υποστηρίξει ανοιχτά; Τελικά, η λατινική λέξη otium πλησιάζει πολύ –αν και συχνά όχι πάρα
πολύ– την αντίστοιχη ελληνική σχολή.[10]
ΙΙΙ
Εν κατακλείδι: ο όρος «σχολή» στα χείλη του Αριστοτέλη και των
ομοφρόνων του και ο όρος «otium» στα χείλη και στην γραφίδα του Κικέρωνα και
των Optimates του, είναι λέξεις με ειδικό
ηθικό ανάστημα και έντονο (όχι, απλώς, ευδιάκριτο) κοινωνικό, ταξικό φορτίο.
Η ελληνική λέξη «σχολή» διακρίνεται
για την ακρίβειά της και την διαύγειά της. Γι’ αυτόν τον λόγο αισθανθήκαμε
δυσάρεστη έκπληξη όταν διαβάζοντας το βιβλίο της Hannah Arendt με τίτλο
«Υπόσχεση Πολιτικής» των εκδόσεων «ΚΕΔΡΟΣ», σε μετάφραση της Κατερίνας Χαλμούκου,
Αθήνα 2009, συναντήσαμε τον όρο «σχόλη»
αντί του ορθού «σχολή».[11] Η
κατ’ εξακολούθηση αναγραφή της «σχόλης»
καθιστά εξαιρετικώς απίθανη την απλή μεταφραστική αβλεψία, πολλώ δε μάλλον,
κάποιο τυπογραφικό λάθος. Πρόκειται για συνειδητή γλωσσική επιλογή που είναι
φυσικά, ανεπίτρεπτη και δηλωτική
δημοσιογραφικής προφάνειας και αβυσσαλέας εκδοτικής προχειρότητας. Όσοι
σκέπτονται να μας κατηγορήσουν για περιττή λεξιλαγνεία ας σκεφτούν τούτα τα
ολίγα: Με τις φιλότιμες προσπάθειες του Πλάτωνα η λέξη «σοφιστής» κατέληξε να σημαίνει τον διανοητικά διεστραμμένο· στα
χέρια του οι σοφιστές έγιναν θύματα ενός απατηλού φωτισμού.[12] Όμως
οι σοφιστές άνοιξαν νέους δρόμους για το πνεύμα: η αρχή του σεβασμού των
κανόνων αντικαταστάθηκε από την αρχή της καθολικής αμφισβήτησής τους· στον
πνευματικό κόσμο των σοφιστών τίποτα πια
δεν γινόταν a priori δεκτό, μόνο κριτήριο
ακλόνητο έγινε η ανθρώπινη άμεση και συγκεκριμένη εμπειρία. Εναντίον τους ο
Πλάτων αντέταξε κάθε λογής ειρωνεία, από την πιο χοντρή ως την λεπτότερη. Έτσι,
κορόιδευε την συμπαθητική μανία του Πρόδικου να μελετά τις λέξεις.[13] Η
λεξικολογική διαφοροποίηση δεν ήταν μόνο μια τεχνική και τεχνητή συνήθεια των
Σοφιστών· η επίδρασή της στην ακριβολογία
της γλώσσας και στην στερεότητα της σκέψης, ήταν ανώτερη από κάθε
περιγραφή. Βοήθησαν καθοριστικά στην ακριβή αντιστοιχία ανάμεσα στην σκέψη και
στην έκφραση, στην ratio et oratio.[14] Η
γλώσσα καταργεί τους φραγμούς του χώρου και του χρόνου, επιτρέπει στους
ανθρώπους να διαδώσουν θησαυρούς πολύ πιο πραγματικούς από την πραγματικότητα,
η δε ελληνική γλώσσα διαθέτει αποχρώσεις και δυνατότητα άπειρων ποικιλιών
έκφρασης, μαθηματική αυστηρότητα και απεριόριστη ευελιξία.[15] Το
να νοθεύεις την γλώσσα της Χάννα Άρεντ, αντικαθιστώντας την «σχολή» με την αδόκιμη «σχόλη» (την
βραχύβια διακοπή της εργασίας χάριν της ανάπαυσης ή της ψυχαγωγίας του
εργαζομένου), σημαίνει ότι
αποσυναρμολογείς την σκέψη της, την φέρνεις αντιμέτωπη με άλλα έργα της
διατρανώνοντας την δική σου εκδοτική ανεπάρκεια.
2 – Χ- 2015
Πέτρος Πέτκας
Σημείωση: «σχόλιο»: μικρή, σύντομη
μελέτη.
[1]
Χάννα Άρεντ, Η ανθρώπινη
κατάσταση (VITA ACTIVA) εκδόσεις γνώση σελ. 15, 72-73
[2]
G.E.M. DE STE. CROIX, Ο Ταξικός Αγώνας στον
Αρχαίο Ελληνικό Κόσμο από την Αρχαϊκή Εποχή ως την Αραβική Κατάκτηση, εκδόσεις
ΡΑΠΠΑ, σελ. 53,67,240,156
[3]
στο ίδιο, πιο πάνω, σελ.
242, 354, και 526, ως και στο προαναφερόμενο βιβλίο της Χάννα Άρεντ σελ. 94
[4]
Πολιτικά VII. 5 1326b, 30-2. (Παρατίθεται απ’ τον STE
CROIX, πιο πάνω σελ. 159, βλ. επίσης του ίδιου, Τα αίτια του Πελοποννησιακού
πολέμου,εκδόσεις Οδυσσέας, σελ. 579-580
[5]
Josiah Ober, Μάζες και Ελίτ
στη Δημοκρατική Αθήνα, Ρητορική, Ιδεολογία και η Ισχύς του Λαού, εκδόσεις
Πολύτροπον, σελ 313,318,302
[6]
στο ίδιο πιο πάνω σελ. 299
και 51 όπου εκτενές εύστοχο σχόλιο της μεταφράστριας Βάλιας Γ. Σερέτη
[7]
Χάννα Άρεντ, πιο πάνω, σελ.
28,30, STE CROIX, Ο Ταξικός Αγώνας κ.λ.π σελ 159
[10]
στο ίδιο, πιο πάνω, σελ.
695 σημείωση μ’ αριθμό 7 όπου και περαιτέρω παραπομπή στο βιβλίο 576 σελίδων
του Jean – Marie André,
L’
otium
dans
la
vie
morale
et
intellectuelle romaines des origines à l’ époque augustéenne, Paris 1966
[11]
βλ. σελ. 136,137,138,175
[12]
βλ. τον πρόλογο του Paul
Lemerle στο έργο της Jacqueline de Romilly, Οι Μεγάλοι Σοφιστές στην Αθήνα του
Περικλή, εκδόσεις Μ.Καρδαμίτσα
[13]
στο ίδιο, πιο πάνω, σελ.
34-35,79,122
[14]
στο ίδιο, πιο πάνω, σελ.
123, 121 ως και το άρθρο μας με τίτλο Ratio et Oratio (Σκέψη και Ομιλία) στην
«Νέα Προοπτική» της 1-11-2014