Συντάκτης:
«Νομισματική ή τελωνειακή Ενωση μπορεί να προβλεφθεί μόνο με
μια χώρα που έχει παρόμοιο βιοτικό επίπεδο με το δικό μας» , Βάλτερ
Φουνκ, υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας, 22.7.1940
Ενα από τα δημοφιλέστερα στερεότυπα της τελευταίας εξαετίας
στη χώρα μας αποτελεί η ταύτιση της σημερινής Γερμανίας και της Ε.Ε. με
τον χιτλερισμό και την «ευρωπαϊκή νέα τάξη» που αυτός ευαγγελίστηκε.
Ο προπαγανδιστικός χαρακτήρας της σύγκρισης είναι βέβαια
οφθαλμοφανής και οι διαστάσεις που αποκτά στον δημόσιο λόγο συχνά
γκροτέσκο.
Ποια όμως υπήρξαν στην πραγματικότητα τα σχέδια του Γ’ Ράιχ για τη «νέα Ευρώπη» του μέλλοντος;
Οπως κάθε εφαρμοσμένη πολιτική, έτσι και η ναζιστική πολιτική
για την Ευρώπη προέκυψε ως συγκερασμός ποικίλων στοχοθεσιών και
επιδράσεων.
Σε αντίθεση με τον φιλελευθερισμό και τον μαρξισμό, η
ναζιστική ιδεολογία δεν διακρινόταν άλλωστε για τη θεωρητική πρωτοτυπία
της – επί της ουσίας δεν ήταν παρά ένα συμπίλημα αντιφατικών
ιδεολογημάτων που κυκλοφορούσαν στους αντιδραστικούς κύκλους της
Γερμανίας κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, τραβηγμένο όμως στην έσχατη
«ορθολογική» συνέπειά του: τη βιομηχανικά οργανωμένη εξολόθρευση
εκατομμυρίων «υπανθρώπων» προκειμένου να διασφαλιστεί η ευημερία της
νομιμόφρονος πλειοψηφίας της αρίας φυλής.
Η εξόντωση των Εβραίων δρομολογήθηκε ως η ολοκληρωμένη μορφή
(«τελική λύση») των αντισημιτικών πρακτικών που ανθούσαν από τα
μεσαιωνικά χρόνια και συστηματοποιήθηκαν ως μέσο άσκησης (παρα)κρατικής
πολιτικής τον ΙΘ’ αιώνα, αυτή των ομοφυλοφίλων δικαιολογήθηκε ως
καταπολέμηση της «δημογραφικής συρρίκνωσης» του γερμανικού έθνους, ενώ
οι Τσιγγάνοι θυσιάστηκαν στο όνομα της απαλλαγής της κοινωνίας από
«παρασιτικές» ομάδες που δεν ενστερνίζονταν την ηθική της εργασίας˙ και
στις τρεις περιπτώσεις, το Ολοκαύτωμα των θαλάμων αερίων συνδυάστηκε με
την εθνωφελή πρακτική της εξοντωτικής καταναγκαστικής
εργασίας εκατομμυρίων ανθρώπων για λογαριασμό παραδοσιακών κλάδων της
γερμανικής βιομηχανίας κάτω από την επίβλεψη των SS.
Ακόμη και η θεωρία περί «Ζωτικού Χώρου» (Lebensraum), που
τόσο αποφασιστικό ρόλο διαδραμάτισε στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς
του Γ’ Ράιχ, είχε πρωτοδιατυπωθεί από τον γεωγράφο Φρίντριχ Ράτσελ εν
έτει 1901, όταν ο Χίτλερ ήταν ακόμη παιδί, τα βασικά δε στοιχεία της
συλλογιστικής της προϋπήρχαν ήδη από τον 19ο αιώνα.
Από τεχνική άποψη, με τα σχέδια οικοδόμησης της ευρωπαϊκής
«νέας τάξης»καταπιάστηκε μεταξύ 1940 και 1943 μια πλειάδα διαπλεκόμενων
φορέων: ανώτερα κλιμάκια των υπουργείων Οικονομικών και Εξωτερικών,
προπαγανδιστές του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος (NSDAP) και διευθυντικά
στελέχη της γερμανικής βιομηχανίας. Οπως και στις υπόλοιπες πτυχές της
ναζιστικής πολιτικής, τελικός επιδιαιτητής των αντιθέσεων που προέκυπταν
απ’ αυτές τις παράλληλες λειτουργίες ήταν ο ίδιος ο Φίρερ.
Σε κάθε περίπτωση πάντως αυτοί οι σχεδιασμοί εξαιρούσαν ρητά
τα ευρωπαϊκά εδάφη της ΕΣΣΔ, στα οποία το ναζιστικό «Γενικό Σχέδιο
Ανατολή» του 1942 επιφύλασσε εντελώς διαφορετική τύχη: τη μαζική
εκτόπιση και εξόντωση 50 εκατομμυρίων «μη εκγερμανίσιμων» Σλάβων και τον
οργανωμένο εποικισμό τους από 10 εκατομμύρια Γερμανών, Ολλανδών και
λοιπών «Αρίων».
Μια οικογένεια γεμάτη ευκαιρίες
Στο επίπεδο της προπαγάνδας, τα πράγματα ήταν μάλλον απλά. Η
ενοποίηση της Ευρώπης από τις στρατιές της Βέρμαχτ πλασαρίστηκε σαν ένα
πρώτο (καταναγκαστικό, πλην σωτήριο) βήμα για την υπέρβαση των αιματηρών
διαχωρισμών του παρελθόντος και την οικοδόμηση ενός λαμπρού κοινού
μέλλοντος, βασισμένου στις οικονομίες κλίμακας που θα επέτρεπε ο
σχηματισμός μιας ενιαίας πανευρωπαϊκής αγοράς.
Παρά τον ακραίο εθνικισμό των ναζί, η ειδυλλιακή αυτή εικόνα
μπορούσε να μασκαρευτεί ακόμη και σαν επαγγελία υπέρβασης του εθνικού
κράτους:
«Οι ευρωπαϊκοί λαοί συνειδητοποιούν όλο και περισσότερο ότι
πολλά από τα μεταξύ μας ζητήματα είναι απλοί οικογενειακοί καβγάδες σε
σύγκριση με τα μεγάλα προβλήματα που απαιτούν σήμερα την επίλυσή τους
μεταξύ ηπείρων», υποστήριζε λ.χ. στις 11.9.1940 ο υπουργός
Προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέμπελς, απευθυνόμενος σε μια ομάδα Τσέχων
δημοσιογράφων και διανοουμένων. «Είμαι βαθιά πεισμένος ότι, όπως σήμερα
χαμογελάμε αναλογιζόμενοι τους τοπικιστικούς καβγάδες που χώριζαν τους
γερμανικούς λαούς στις δεκαετίες του 1840 και του 1850, έτσι και σε 50
χρόνια οι μελλοντικές γενιές δεν θα διασκεδάζουν λιγότερο με τις
πολιτικές διαφωνίες που σημειώνονται τώρα στην Ευρώπη».
Στο ίδιο ακριβώς μήκος κύματος κινούνταν οι οδηγίες του Καρλ
Μένγκερλε, επικεφαλής της υπηρεσίας ενημέρωσης του υπουργείου
Εξωτερικών, για τον χειρισμό του «ζητήματος Ευρώπη» από τα γερμανικά ΜΜΕ
(27.9.1941):
«Η επιθετική, αποδομητική και πολεμική προπαγάνδα πρέπει να
συμπληρώνεται με κάτι πιο θετικό, ιδίως όσον αφορά το μέλλον της
Ευρώπης: Υπέρβαση της ευρωπαϊκής ιδιομορφίας. Τερματισμός της εποχής των
ευρωπαϊκών εμφύλιων πολέμων. Στόχος: μια ομοσπονδιακή Ευρώπη υπό την
ηγεσία και προστασία της ισχυρότερης, υγιέστερης και πιο υπεύθυνης
ομάδας δυνάμεων. […] Η διαίρεση της Ευρώπης σε μικρές ή μικροσκοπικές
εθνικές οικονομίες και συστήματα επικοινωνίας είναι ξεπερασμένη. Τέρμα
πια στα διαβατήρια και τις βίζες. Η κεντροευρωπαϊκή ευημερία θα φέρει
ευημερία και οικονομική ασφάλεια σε όλα τα μέλη. […] Οι αντίπαλοι της
Ευρώπης δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα άλλο πέρα από την επιστροφή στις
παλιές μέρες, που η ιστορική εξέλιξη έχει ξεπεράσει και απορρίψει».
Συγκεκριμένες υποσχέσεις συμπλήρωναν αυτές τις γενικότητες,
από την υπέρβαση των καπιταλιστικών κρίσεων, χάρη στον «ορθολογικό
καταμερισμό εργασίας» του εθνικοσοσιαλιστικού υπερκράτους, μέχρι τις
ευκαιρίες που συνεπάγονταν για τους μικρότερους λαούς οι διευρυμένοι
ορίζοντες του «μεγάλου ευρωπαϊκού χώρου».
Χαρακτηριστικό δείγμα, από δημόσια ομιλία του χιτλερικού επιτρόπου στην Ολλανδία,Αρτουρ Ζέις-Ινκβαρτ (25.7.1940):
«Η Νέα Ευρώπη της αλληλεγγύης και της συνεργασίας όλων των
λαών της, μια Ευρώπη δίχως ανεργία, οικονομικές και νομισματικές
κρίσεις, μια Ευρώπη του σχεδιασμού και του καταμερισμού εργασίας, η
οποία έχει στη διάθεσή της τις πιο σύγχρονες τεχνικές παραγωγής κι ένα
πανηπειρωτικό σύστημα εμπορίου κι επικοινωνιών αναπτυγμένο σε κοινή
βάση, θα θεμελιωθεί με ασφάλεια και ραγδαία αυξανόμενη ευημερία μόλις
απομακρυνθούν οι εθνικοί οικονομικοί φραγμοί. […] Σ’ αυτήν την Ευρώπη
όλα τα χέρια θα χρειάζονται. Τα ταλέντα κάθε έθνους θα απολαμβάνουν ένα
διευρυμένο πεδίο δράσης. Τα ταλέντα καθηλώνονται όταν περιορίζονται σε
μικρές εθνικές, πολιτικές και γεωγραφικές επικράτειες. Σε μια μεγαλύτερη
σφαίρα είναι δυνατόν ακόμη και για μικρές χώρες και τους υπηκόους τους
να αναπτύξουν πλήρως τις πολιτισμικές, οικονομικές και ανθρώπινες
δυνατότητές τους».
Η σύμπραξη αυτή συνεπαγόταν φυσικά κάποιους περιορισμούς. Τη
συνειδητή λ.χ. πειθαρχία των ευρωπαϊκών λαών στις εντολές του Βερολίνου.
«Οπως κανένα μέλος μιας οικογένειας δεν έχει το δικαίωμα να
διαταράσσει την ηρεμία για εγωιστικούς σκοπούς, έτσι ακριβώς και σε
κανένα ευρωπαϊκό έθνος δεν θα επιτραπεί μακροπρόθεσμα να παρεμποδίσει
την εν γένει διαδικασία οργάνωσης», ξεκαθαρίζει ο Γκέμπελς στους Τσέχους
ακροατές του, ενώ ο θεωρητικός του Lebensraum, Βέρνερ Ντάιτς, τονίζει
σε βιβλίο του το 1942 πως «η ευρωπαϊκή κοινότητα των λαών, ο κοινός
Ζωτικός Χώρος της λευκής φυλής, απαιτεί από τον καθέναν από τους λαούς
της την ίδια πειθαρχία που η εθνική κοινότητα επιβάλλει σε καθέναν από
τους πολίτες της».
Δεν χωρούσε βέβαια η παραμικρή αμφιβολία για το ποιος ήταν το αφεντικό και πού ακριβώς στηριζόταν αυτή η λεόντεια σύμπραξη.
«Δεν υπάρχει κανένα σχεδόν έθνος στην Ευρώπη που να μην έχει
συμβάλει αξιόλογα στην ανάπτυξη και την Ιστορία της ηπείρου μας»,
διακηρύσσει στις 4.10.1942 ο Γκέμπελς, για να διευκρινίσει αμέσως μετά:
«Οσο σεβαστό πρέπει να είναι αυτό το γεγονός, εξίσου σαφές
είναι πως ο συντονισμός των προσπαθειών των επιμέρους εθνών στην
πολιτική σφαίρα είναι δυνατός μόνο αν κάποιες δυνάμεις αναλάβουν την
ηγεσία. […] Μόνο ένας πόλεμος μπορεί να αμβλύνει άτεγκτες στάσεις και
προκαταλήψεις στον βαθμό που απαιτείται για την ανάδυση μιας νέας
εθνοπολιτικής κοινότητας».
Αδιανόητη θεωρούνταν, τέλος, η (έστω και τυπική) ισοτιμία μεταξύ των συμβαλλομένων.
«Αρνούμαστε μια φιλελεύθερη συνομοσπονδία όπως η Κοινωνία
των Εθνών, όπου υπάρχει φόβος ότι θα επικρατούν οι πλειοψηφίες»,
ξεκαθαρίζει ο Ζέις-Ινκβαρτ στην ομιλία του για τη δέκατη επέτειο της
ανάρρησης των ναζί στην εξουσία (29.1.1943). Στην επικείμενη «εθνική και
κοινωνική τάξη, κάθε χώρα παίρνει τη θέση στην κοινότητα που της αξίζει
χάρη στον πολιτισμό της, την αμυντική ετοιμότητά της και την οικονομική
αποτελεσματικότητά της».
Μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων
Η μελέτη των πραγματικών σχεδιασμών, όπως αυτοί αποτυπώνονται
στις σχετικές υπηρεσιακές εκθέσεις, ανατρέπει εκ βάθρων ό,τι απέμεινε
απ’ αυτό το προπαγανδιστικό οικοδόμημα.
Αντί για ένα κοινό σπίτι ανοιχτό σε όλα τα έθνη (ή
τουλάχιστον όσα κρίνονταν «ιστορικά αποδεδειγμένης αξίας», κατά τη
διατύπωση του Μένγκερλε), η Ευρώπη της Νέας Τάξης σχεδιαζόταν σαν ένα
σύστημα ιεραρχημένων ομόκεντρων κύκλων, ανάλογα με τις σχέσεις που κάθε
χώρα διατηρούσε ώς τότε με τη Γερμανία.
Αν για τα πολιτικά στελέχη του NSDAP τα κριτήρια γι’ αυτήν τη
διαλογή δεν μπορούσαν παρά να είναι πρωτίστως «φυλετικά», για τους
διπλωμάτες κι επιχειρηματίες συνοδοιπόρους τους υπαγορεύονταν κυρίως από
τον βαθμό ώσμωσης των επιμέρους εθνικών οικονομιών με τη γερμανική.
Σύμφωνα π.χ. με υπόμνημα του πρέσβη Ρίτερ προς τον υπουργό
Εξωτερικών Φον Ρίμπεντροπ (1.6.1940), η «Μείζων
Γερμανία (συμπεριλαμβανομένων των Βοημίας, Μοραβίας και Πολωνίας)» θα
αποτελούσε «το πολιτικό και οικονομικό κέντρο» του όλου συστήματος, οι
δε γειτονικές (και φρεσκοκατακτημένες) Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο,
Δανία και Νορβηγία θα ενσωματώνονταν αρκετά γρήγορα σ’ αυτόν τον πυρήνα.
Ενας τρίτος κύκλος απαρτιζόταν από τις «χώρες του Δούναβη»,
το εξωτερικό εμπόριο των οποίων διεξαγόταν ήδη σε ποσοστό 50-70% με το
Ράιχ˙ στην περίπτωσή τους αρκούσε όμως «η καλλιέργεια και επέκταση των
υφιστάμενων σχέσεων», δίχως «κάποια ειδική οικονομικο-πολιτική μορφή».
Οσο για τις υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες του σκανδιναβικού
Βορρά, έπρεπε να πειστούν (ή να εξαναγκαστούν) να αναπροσανατολίσουν το
εμπόριό τους προς τη Γερμανία και τους συμμάχους της, «μακριά από τις
διεθνείς αγορές και υπερπόντιες χώρες».
Παρόμοια επιχειρηματολογία ανέπτυξε σε διάλεξή του
(13.11.1942) και ο Αντον Ράιτινγκερ, διευθυντικό στέλεχος της χημικής
βιομηχανίας IG Farben, προεκτείνοντάς την όμως μέχρι τον αποκλεισμό των
παραδοσιακών αποικιακών δυνάμεων από τον ενιαίο οικονομικό χώρο:
«Καθώς η Δυτική Ευρώπη είχε παθητικό εμπορικό ισοζύγιο με
όλες τις χώρες και χρηματοδοτούσε τα πλεονάσματα των εισαγωγών της μέσω
των επιστροφών κεφαλαίου από τις επενδύσεις της στις υπερπόντιες
αποικίες, οι οποίες σήμερα πρέπει να θεωρηθούν χαμένες, θα είναι
ιδιαίτερα δύσκολο να ενσωματωθεί σε μια ηπειρωτική ευρωπαϊκή οικονομία
όταν η κύρια βάση του πρώην οικονομικού της συστήματος δεν υφίσταται
πλέον».
Αρκετά διαφορετική υπήρξε η εισήγηση του υπουργού Οικονομίας
του Ράιχ, Βάλτερ Φουνκ, σε ειδική σύσκεψη στελεχών του υπουργείου που
πραγματοποιήθηκε με παραγγελία του Γκέρινγκ (22.7.1940).
Αποφασιστικό κριτήριο για την υπαγωγή στις διαφορετικές ταχύτητες της ευρωπαϊκής ενοποίησης ήταν εδώ το υπάρχον βιοτικό επίπεδο:
«Οι ευρωπαϊκές χώρες εντός της σφαίρας γερμανικού
ενδιαφέροντος υπάγονται σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη περιλαμβάνει χώρες με
παρόμοιο με το δικό μας επίπεδο τιμών, μισθών, φόρων και εισοδημάτων,
δηλαδή τη Δανία, την Ολλανδία και την Ελβετία. Οι χώρες του Νότου
αποτελούν τη δεύτερη ομάδα. Ενώ οι πρώτες θα πρέπει να οργανωθούν
παρόμοια μ’ εμάς και να έχουν πιο γενναιόδωρη μεταχείριση σε ζητήματα
πληρωμών, οι άλλες διαφέρουν υπερβολικά από εμάς ώστε να γίνει
οποιαδήποτε σκέψη για ένωση πληρωμών και νομίσματος».
«Καταμερισμός εργασίας» και κοινό νόμισμα
Ο διαχωρισμός αυτός έγινε ακόμη σαφέστερος στο σημείο της
ίδιας εισήγησης που αφορούσε το ενδεχόμενο καθιέρωσης ενιαίου νομίσματος
στη Νέα Ευρώπη.
«Νομισματική ή τελωνειακή ένωση», ξεκαθάρισε ο Φουνκ, «μπορεί
να προβλεφθεί μόνο με μια χώρα που έχει παρόμοιο βιοτικό επίπεδο με το
δικό μας. Αυτή δεν είναι η περίπτωση π.χ. της ΝΑ Ευρώπης, και δεν θα
ήταν καθόλου προς το συμφέρον μας να παράσχουμε σ’ αυτήν την περιοχή
βιοτικό επίπεδο παρόμοιο με το δικό μας. Αυτό θα εξασθενούσε μονάχα την
αποτελεσματικότητα της τοπικής οικονομίας».
Παρά την τεχνική ορθότητα της τελευταίας παρατήρησης, δεν
ήταν βέβαια η επιβίωση των κατακτημένων αυτή που κυρίως απασχολούσε τον
υπουργό Οικονομίας του Χίτλερ.
Ο ίδιος, άλλωστε, είχε μόλις διευκρινίσει πως «η Γερμανία
έχει τώρα την πολιτική ισχύ να αναδιοργανώσει την ευρωπαϊκή οικονομία
σύμφωνα με τις δικές της ανάγκες» και πως «υπάρχει η πολιτική πρόθεση να
χρησιμοποιήσει αυτήν την ισχύ προκειμένου άλλες χώρες να υποχρεωθούν να
προσαρμόσουν τις οικονομίες τους στα δικά μας σχέδια και ανάγκες».
Μια δημόσια ομιλία του ίδιου υπουργού, τρεις μέρες μετά την παραπάνω σύσκεψη, ξεδιάλυνε ακόμη περισσότερο τα πράγματα.
«Σε μια υγιή ευρωπαϊκή οικονομία και μ’ έναν ορθολογικό
καταμερισμό εργασίας μεταξύ των οικονομιών των ευρωπαϊκών χωρών»,
διαβάζουμε, «είναι εύλογο ότι το μάρκο θα έχει κυρίαρχη θέση», οι δε
διακρατικές συναλλαγές στο εσωτερικό της θα πραγματοποιούνται με τη
μέθοδο των ανταλλαγών (κλίρινγκ).
Ως παλαίμαχος δημοσιογράφος του οικονομικού Τύπου, ο Φουνκ
συνειδητοποιούσε φυσικά πως ήταν αδύνατο να αποφευχθούν μεσοπρόθεσμα οι
ανισορροπίες του ισοζυγίου σε βάρος των πιο αδύναμων εταίρων.
Βασική μέριμνά του αποτελούσε, ως εκ τούτου, να αποφύγει την
«ισοπέδωση» μεταξύ της Γερμανίας και των λιγότερο παραγωγικών
συνοδοιπόρων της:
«Η πληρωμή “ακάλυπτων” μεταβιβάσεων κλίρινγκ θέτει φυσικά
ένα εσωτερικό νομισματικό πρόβλημα για επιμέρους χώρες. […] Το επίπεδο
τιμών θα πρέπει να προσαρμοστεί σ’ αυτό της Γερμανίας. Ομως μια
νομισματική ένωση θα επιφέρει μια σταδιακή ισοπέδωση των βιοτικών
επιπέδων, που ακόμη και στο μέλλον δεν θα είναι και δεν θα πρέπει να
είναι το ίδιο για όλες τις χώρες που θα συνδέονται με το ευρωπαϊκό
σύστημα ανταλλαγών, επειδή απουσιάζουν οι οικονομικές και κοινωνικές
προϋποθέσεις γι’ αυτό».
Αν όλες αυτές οι διακηρύξεις κινούνταν σ’ ένα πεδίο
διπλωματικής απροσδιοριστίας, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τις απόψεις
του Γκούσταφ Σλότερερ, επικεφαλής του Τμήματος Διεθνούς Σχεδιασμού του
υπουργείου Οικονομίας, όπως αποτυπώνονται σε μνημόνιο του Καρλ Αλμπρεχτ,
διευθυντικού στελέχους της βιομηχανίας Carl Zeiss (19.7.1940):
«Στο μέτρο του δυνατού, η Ευρώπη πρέπει να γίνει ο βασικός
προμηθευτής μας σε πρώτες ύλες και τρόφιμα. Στα Νοτιοανατολικά, π.χ.,
είναι αναγκαία και δυνατή μια μεγάλη αύξηση της αγροτικής απόδοσης. […]
Είναι δυνατό και αναγκαίο να υπάρξει πραγματικά ευρωπαϊκή βιομηχανική
πολιτική. Η Ενωση Βιομηχανιών του Ράιχ πρέπει να συστήσει ομάδες
εργασίας με άλλες ευρωπαϊκές βιομηχανίες, για να επιφέρει έναν
ορθολογικό καταμερισμό εργασίας μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Δεν θα ήταν
δυνατό να στηθεί και να αναπτυχθεί κάθε βιομηχανία σε κάθε χώρα, κι
αυτό δεν πρέπει να επιτραπεί».
Ο ίδιος ο Χίτλερ θα ξεκαθαρίσει άλλωστε με τη σειρά του στο
στενό επιτελείο του (16.7.1941) ότι το μόνο νόημα τέτοιου είδους
δημόσιων διακηρύξεων ήταν να ριχτεί στάχτη στα μάτια της κοινής γνώμης
και των άμεσα ενδιαφερομένων για τα πραγματικά ναζιστικά
σχέδια «κοψίματος της πελώριας [ευρωπαϊκής] πίτας σύμφωνα με τις
ανάγκες» της γερμανικής οικονομίας.
Η Συνομοσπονδία που δεν υπήρξε
Ακόμη και ο Φίρερ δελεάστηκε, ωστόσο, κάποια στιγμή από την
προοπτική μιας συλλογικής «ευρωπαϊκής συνείδησης» υπό γερμανική
ηγεμονία.
Ηταν λίγο μετά τη γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ενωση, όταν
μια πανσπερμία φασιστών απ’ όλη την Ευρώπη έσπευσε να συνδράμει τη
Βέρμαχτ στη στρατιωτική πάταξη του ταξικού και «φυλετικού» εχθρού.
Σε συνομιλία του με τον Ιταλό υπουργό Εξωτερικών Γκαλεάτσο
Τσιάνο (26.10.1941), ο Χίτλερ αποφάνθηκε έτσι ότι «το αίσθημα ευρωπαϊκής
αλληλεγγύης, που σήμερα είναι ορατό, αν και ακόμη αδύναμο, θα μπορούσε
στο φόντο του αγώνα στην Ανατολή να εξελιχθεί σταδιακά σε γενική
αναγνώριση της ευρωπαϊκής κοινότητας».
Περισσότερο ενθουσιώδης, ο Ρίμπεντροπ θα θεωρήσει αυτήν την
εξέλιξη δεδομένη κατά την ομιλία του στην τελετή διεύρυνσης του
διακρατικού «Συμφώνου αντι-Κομιντέρν» (26.11.1941):
«Σήμερα οι γιοι σχεδόν κάθε ευρωπαϊκού έθνους πολεμούν στην
Ανατολή για να διατηρήσουν τη ζωή και τον πολιτισμό της ηπείρου μας. Το
αίμα που χύνεται σ’ αυτόν τον κοινό αγώνα θα μετρήσει περισσότερο απ’
όλες τις παραδόσεις μιας παρωχημένης εποχής».
Αποκορύφωμα αυτής της συλλογιστικής υπήρξε η άκαρπη πρόταση
του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών (31.3.1943) για πανηγυρική ανακήρυξη
μιας «Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας» 13 χωρών, κατεχόμενων και μη, ως
απάντηση στις διακηρύξεις των συμμάχων για τη μεταπολεμική σύσταση των
Ηνωμένων Εθνών.
Ως πρώτα μέλη υποδεικνύονταν οι χώρες του Αξονα (Γερμανία,
Ιταλία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Κροατία, Φινλανδία) και
από τις κατεχόμενες η Γαλλία, η Δανία, η Νορβηγία, η Σερβία και η
Ελλάδα, ενώ ανοιχτό αφηνόταν το ενδεχόμενο συμμετοχής της (ουδέτερης)
Ισπανίας του Φράνκο.
Σύμφωνα με το προτεινόμενο σχέδιο διακήρυξης, η Ευρωπαϊκή
Συνομοσπονδία θα συστηνόταν «για πάντα», θα ήταν ανοιχτή στα υπόλοιπα
κράτη της ηπείρου και οι λεπτομέρειες της συγκρότησής της θα
καθορίζονταν μεταπολεμικά, όπως και η τελική διαρρύθμιση των συνόρων
μεταξύ των μελών της. Στο οικονομικό πεδίο προβλεπόταν «προοδευτική
κατάργηση των τελωνειακών φραγμών» και «συναινετική κατάρτιση ενός
ομοιόμορφου σχεδίου» ανάπτυξης.
Στις απόρρητες όμως οδηγίες του Ρίνμπετροπ για τη σύσταση
μιας «Ευρωπαϊκής Επιτροπής» του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών,
επιφορτισμένης με την περαιτέρω μυστική επεξεργασία του ζητήματος
(5.4.1943), ξεκαθαρίζεται ότι «πρέπει να υπάρξουν χωριστές αποφάσεις για
κάθε επιμέρους χώρα και έθνος, όταν έρθει ο καιρός».
Λεπτομερέστερα υπομνήματα για τη μελλοντική συνομοσπονδία
κατέθεσαν τους επόμενους μήνες οι υψηλόβαθμοι διπλωμάτες Χανς
Φροχβάιν (7.6.1943) και Σεσίλ φον Ρέντε-Φινκ.
Ο πρώτος χώρισε την Ευρώπη σε τρεις ζώνες («Μείζων Γερμανία
με τους γερμανικούς και υπογερμανικούς λαούς, ανατολικούς και
νοτιοανατολικούς»,«Μεσόγειος» και «περιοχή του Ατλαντικού»), αφήνοντας
ανοιχτό το ενδεχόμενο ακόμη και της συμμετοχής μιας «νέας Αγγλίας που θα
είναι διατεθειμένη να αποποιηθεί τις παλιές αξιώσεις και ηγεμονικές
μεθόδους» της˙ κυρίως όμως φρόντισε να τακτοποιήσει το ζήτημα του
αποφασιστικού οργάνου: «ένα μόνιμο Ευρωπαϊκό Οικονομικό Συνέδριο, με
προεδρείο όπου θα αντιπροσωπεύονται οι ηγέτιδες δυνάμεις και μερικές
άλλες χώρες».
Ο δεύτερος επικεντρώθηκε στις περιφερειακές ιδιομορφίες και
τις επιπτώσεις της μελλοντικής ενιαίας αγοράς, τονίζοντας πως έπρεπε να
«ληφθεί φροντίδα για την προστασία και τη διατήρηση ζωτικών κλάδων της
βιομηχανίας, ιδίως σε μικρότερες οικονομικές περιοχές, και να
διατηρηθούν υψηλά βιοτικά στάνταρ στις χώρες που σήμερα τα
απολαμβάνουν».
Οι αρχιτέκτονες των παραπάνω σχεδίων έπρεπε πάντως να
διασκεδάσουν τις ανησυχίες των ευρωσκεπτικιστών συντρόφων τους για τη
θέση της Γερμανίας στο μελλοντικό σχήμα.
«Τα δικαιώματά μας ως κατοχικής και εμπόλεμης δύναμης δεν
πρέπει βέβαια να θιγούν με κανέναν τρόπο», διαβεβαίωνε έτσι τον Αύγουστο
του 1943 ο Ρέντε-Φινκ, ξεκαθαρίζοντας ταυτόχρονα ότι «δεν μπορεί να
υπάρξει ούτε σκέψη για χορήγηση στην Πολωνία του καθεστώτος
κράτους-μέλους της συνομοσπονδίας».
Ακόμη πιο εύγλωττος υπήρξε ο Ρίμπεντροπ στην αρχική εισήγησή
του: «Αν φροντίσουμε να επανδρώσουμε όλα τα κατάλληλα πόστα με
αδίστακτους ανθρώπους, οι οποίοι θα μπορούν να επιδεικνύουν ένα σόου
ευελιξίας ενώ στην πραγματικότητα δεν θα συμβιβάζονται όσον αφορά τον
πραγματικό πολιτικό στόχο, η δημιουργία μιας τέτοιας Συνομοσπονδίας δεν
θα διακινδυνεύσει το παραμικρό, αλλά θα καταστήσει σαφές ότι το Μείζον
Γερμανικό Ράιχ θα προκύψει στο τέλος του πολέμου».
Αυτό που προέκυψε στο τέλος του πολέμου ήταν, βέβαια, κάτι
πολύ διαφορετικό: μια ηττημένη Γερμανία, διαμελισμένη σε ζώνες κατοχής,
και μια Ευρώπη που γρήγορα χωρίστηκε κι αυτή σε σοσιαλιστική «Ανατολή»
και καπιταλιστική «Δύση».
Στο δυτικό τμήμα η ευρωπαϊκή ενοποίηση δρομολογήθηκε έτσι
τελικά κάτω από αμερικανική και γαλλική ηγεμονία, με την (τότε Δυτική)
Γερμανία στον ρόλο του κεντρικού μεν συμβαλλόμενου αλλά όχι του επίσημου
πρωταγωνιστή.
Στο πολιτικό πεδίο αρχιτέκτονες της όλης διαδικασίας
αναδείχτηκαν επίσης κυρίως δεξιοί αντιστασιακοί, μολονότι στο παρασκήνιο
η συμβολή τεχνοκρατών με προϋπηρεσία στα αντίστοιχα σχέδια του Ράιχ
υπήρξε συχνά καθοριστική.
Εξ ου και στο φιλελεύθερο τελικό προϊόν δεν είναι σπάνιο να εντοπίσει κάποιος ουκ ολίγα ιχνοστοιχεία του αρχικού προγράμματος…
Διαβάστε
◈ Walter Lipgens, Documents on the History of European
Integration. Vol. I. Continental Plans for European Union,
1939-1945 (Βερολίνο – Ν. Υόρκη 1985, εκδ. Walter de Gruyter).
Εκτενέστατη συλλογή ντοκουμέντων για την προϊστορία της σημερινής
ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Το πρώτο τμήμα του βιβλίου (σ. 37-199), απ’ όπου
αντλήθηκε μεγάλο μέρος των πηγών του σημερινού αφιερώματος, ασχολείται
με τα σχέδια των ναζί και της φασιστικής Ιταλίας για τη «Νέα Ευρώπη»
μετά τη νίκη του Αξονα.
◈ Woodruff D. Smith, The Ideological Origins of Nazi
Imperialism (Ν. Υόρκη 1986, εκδ. Oxford University Press). Εντοπισμός
των ιδεολογικών καταβολών του ναζισμού στα αντιδραστικά ιδεολογήματα που
αναπτύχθηκαν στη Γερμανία πολύ πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην
εξουσία.
◈ Keith Tribe, Strategies of Economic Order. German economic
discourse, 1750-1950(Κέμπριτζ 1995, εκδ. Cambridge University Press).
Σκιαγράφηση της γερμανικής οικονομικής σκέψης των δυόμισι τελευταίων
αιώνων, από τους διαφωτιστές του 18ου αι. μέχρι το μεταπολεμικό
«τάξη-φιλελευθερισμό» που ασπάζεται η σημερινή ηγεσία της Ε.Ε. και του
γερμανικού υπ. Οικονομικών.
◈ Mark Mazower, Η αυτοκρατορία του Χίτλερ. Ναζιστική εξουσία
στην κατοχική Ευρώπη (Αθήνα 2009, εκδ. Αλεξάνδρεια). Ανατομία της «νέας
τάξης» στην κατεχόμενη Ευρώπη. Το προτελευταίο κεφάλαιο («Εμείς οι
Ευρωπαίοι») περιέχει ενδιαφέρουσες αλλά συνοπτικές επισημάνσεις για τη
συμβολή των «ευρωπαϊστών» της ναζιστικής διπλωματίας και τεχνοκρατίας
στη μεταπολεμική ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.