«Αφανίζουν, σφάζουν και σφετερίζονται
με πλαστούς τίτλους ιδιοκτησίας και αυτό το ονομάζουν Αυτοκρατορία.
Δημιουργούν μια έρημο και την ονομάζουν ειρήνη».
Τάκιτος, «Για την ζωή και το θάνατο του άρχοντα Αγκρικόλα»
Πολύς λόγος έχει γίνει τα τελευταία χρόνια για την σχέση εξάρτησης
της ελληνικής οικονομίας έναντι του καπιταλιστικού Κέντρου των
ανεπτυγμένων οικονομιών της αγοράς. Ωστόσο, το περιεχόμενο του όρου δεν
έχει επαρκώς εξειδικευτεί και αναλυθεί από την σκοπιά της πολιτικής
θεωρίας της αυτονομίας, ούτε έχουν διερευνηθεί διεξοδικά οι συνέπειες
του για τις επιλογές και την στρατηγική του σύγχρονου ανταγωνιστικού
κινήματος. Ένα τέτοιο εγχείρημα έχει την σημασία του, διότι μια ερμηνεία
των άτυπων σχέσεων ανισοκατανομής της δύναμης που προκύπτουν με φυσικό
τρόπο όταν δύο οικονομίες της αγοράς που βρίσκονται σε διαφορετικά
επίπεδα τεχνολογικής εξέλιξης και παραγωγικότητας αλληλεπιδρούν μεταξύ
τους δεν συνιστά απλώς ένα ζήτημα ακαδημαϊκής υφής, αλλά αντίθετα, είναι
το ζητούμενο για την ορθή κατανόηση του ιδεολογικού προσανατολισμού και
του πολιτικού χαρακτήρα των κοινωνικών ομάδων που απαρτίζουν την
ετερόνομη κοινωνική ολότητα του ελλαδικού χώρου, των παραγόντων που
επηρεάζουν τους συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα στις τάξεις, καθώς και το
καθολικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπαράγεται η ελληνική καπιταλιστική
οικονομία και συνακόλουθα τα εγγενή όρια αυτής της αναπαραγωγής.
Αναμφίβολα, η ελληνική οικονομία αποτελεί τμήμα της υποβαθμισμένης
περιφέρειας μιας διεθνοποιημένης οικονομικής δομής που κατατάσσει τις
τοπικές οικονομίες σε ένα ιεραρχικό σύστημα διαστρωμάτωσης με γνώμονα
τις παραγωγικές ανάγκες που η κάθε οικονομία προορίζεται να καλύψει στον
συνολικό καταμερισμό της εργασίας του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
Αυτό σημαίνει ότι η θρυαλλίδα για την δημιουργία συνθηκών κοινωνικής
αναταραχής και αποσταθεροποίησης των εγχώριων ετερόνομων θεσμών μπορεί
πολύ εύκολα να προέλθει από ένα «εξωγενές» οικονομικό γεγονός, όπως
συνέβη στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν οι ρυθμοί της οικονομικής
ανάπτυξης κατά την χουντική επταετία επιβραδύνθηκαν εξαιτίας της κρίσης
στασιμοπληθωρισμού στο καπιταλιστικό Κέντρο[i], ή το 2009 με το σκάσιμο
της χρηματοπιστωτικής φούσκας στις ΗΠΑ και την μετατροπή της
χρηματοπιστωτικής κρίσης σε δημοσιονομική, έπειτα από τα τεράστια ποσά
που διέθεσε το δημόσιο προκειμένου να αποτρέψει την κατάρρευση των
τραπεζών.[ii] Από την άλλη, οι κοινωνικές αλλαγές και οι ταξικές
μετατοπίσεις σε τεκτονική κλίμακα που συντελούνται στον ελλαδικό χώρο,
αλλαγές όπως η φτωχοποίηση μεγάλου μέρους της μεσαίας τάξης και η
προλεταριοποίηση των ιδιοκτητών των μικρών επιχειρήσεων, είναι μέτρα που
σε μεγάλο βαθμό υπαγορεύονται από την βούληση του διεθνοποιημένου
κεφαλαίου να εισέλθει στην ελληνική αγορά με προνομιακούς όρους και να
αναλάβει τον απόλυτο έλεγχο της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας,
εξαλείφοντας οποιοδήποτε παράγοντα μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στην
επιβολή της δεσποτικής εξουσίας του. Η μοίρα των μικρεμπόρων
αποφασίζεται στους διαδρόμους του μεγάρου της Κομισιόν, με τους
τελευταίους να έχουν τον ρόλο της παράπλευρης απώλειας στο συνολικό
σχέδιο της αναδιάρθρωσης του μοντέλου του ελληνικού καπιταλισμού. Εξού
και ο αυξημένος «ριζοσπαστισμός» που αίφνης επιδεικνύει η ΓΣΕΒΕΕ και
τα και τα πύρινα ανακοινωθέντα που εκδίδει σε τακτά χρονικά διαστήματα
το θεσμικό όργανο των μικρεμπόρων ενάντια στην πολιτική της χούντας των
Βρυξελλών.[iii]
Από τα παραπάνω δεν συνάγεται φυσικά ότι η μικρή ιδιοκτησία θα πρέπει
πάραυτα να λογίζεται ανάμεσα στους δυνητικούς συμμάχους ενός
ελευθεριακού κινήματος για την αντισυστημική αλλαγή. Αυτό που επιζητά
πάνω απ’ όλα ο μικρέμπορος είναι η προστασία της ιδιοκτησίας του και
είναι σίγουρο ότι πολύ πιο πρόθυμα θα έριχνε το βάρος του πίσω από μια
«εθνικόφρονα» κυβέρνηση που θα υποσχόταν να πάρει μέτρα για να
διασφαλίσει τους υλικούς όρους για την αναπαραγωγή της τάξης των
μικροϊδιοκτητών, απ’ ότι θα αποφάσιζε να ενταχθεί σε ένα ριζοσπαστικό,
αντικρατικό κίνημα που αμφισβητεί την έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας
αυτή καθ’ εαυτή. Η διαφωνία της μικρής ιδιοκτησίας ως ενεργού κλάδου της
παραγωγής με την ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική, αφορά διαφορετικές
στρατηγικές προσεγγίσεις ως προς το ζήτημα της οικονομικής «ανάπτυξης»
μέσα στο θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και όχι την προοπτική
της κατάργησης του ίδιου του συστήματος της αγοραίας οικονομίας. Στον
βαθμό που η ομαλή αναπαραγωγή του συστήματος προϋποθέτει την διάλυση της
μικρής επιχείρησης και την προλεταριοποίηση της τάξης των
μικροϊδιοκτητών μέσω της σαλαμοποίησης τους, ο μικροαστός επιχειρηματίας
θα προτιμήσει να απορροφηθεί μέσα στον κύκλο εργασιών του υπερεθνικού
κεφαλαίου πραγματοποιώντας την μετάβαση στην εξαρτημένη συνθήκη της
μισθωτής εργασίας, παρά να έρθει σε ρήξη με το σύνολο των παραμέτρων
πάνω στις οποίες στηρίζεται το νεοφιλελεύθερο κοινωνικό παράδειγμα. Κι
αυτό γιατί η προσαρμογή στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις επιτρέπει
την καλλιέργεια της προσδοκίας ότι μελλοντικά η επιστροφή στο ατομικό
καθεστώς περιορισμένης «αυτονομίας» του μικροεπιχειρηματία θα είναι
εφικτή, υπό τον όρο ότι ο προλετάριος θα «δουλέψει αρκετά» και θα
κατορθώσει να συγκεντρώσει τα απαιτούμενα χρήματα.
Μολαταύτα, η τάση προς τον συστηματικό αποδεκατισμό των παραδοσιακών
μικρομεσαίων στρωμάτων και την αντικατάσταση τους από μια περισσότερο
ολιγάριθμη τάξη νεομπουρζουάδων που οφείλει την ευμάρεια και τις υλικές
συνθήκες της ύπαρξης της απευθείας στην εμπέδωση της κυριαρχίας των
πολυεθνικών και την επέκταση των δραστηριοτήτων τους μέσω της
αγοραιοποίησης του συνόλου των πτυχών της οργανωμένης κοινωνικής
συμβίωσης, είναι αποτέλεσμα της δυναμικής του συστήματος της οικονομίας
της αγοράς για μια συνεχή συγκέντρωση δύναμης σε όλα τα επίπεδα και
αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της εξαρτημένης καπιταλιστικής
οικονομίας στην νεοφιλελεύθερη περίοδο της νεωτερικότητας που διανύουμε.
Η μεγάλη μάζα των μικροαστών και των μικροϊδιοκτητών που αποτελούσε την
μεγάλο όγκο της ταξικής δομής της ελλαδικής κοινωνίας και που η
επαγγελματική και κοινωνική υπόσταση τους ήταν συνδεδεμένη με
οικονομικές δραστηριότητες προσανατολισμένες προς την εσωτερική αγορά
τείνει να εξαφανιστεί. Ο διαχωρισμός ανάμεσα στα κυρίαρχα και τα υποτελή
κοινωνικά στρώματα αντικειμενοποιείται και παγιώνεται στον μέγιστο
βαθμό με την άνοδο στην ιεραρχία εκείνων των προνομιούχων ομάδων που
είτε απασχολούνται απευθείας από τις πολυεθνικές, είτε εκτελούν εργασίες
που είναι συμπληρωματικές και πλήρως ενσωματωμένες στον κύκλο
συσσώρευσης του υπερεθνικού κεφαλαίου (έμμισθα ιδιωτικοϋπαλληλικά
στρώματα, υπεργολάβοι της δραστηριότητας των πολυεθνικών, εισαγωγείς
καταναλωτικών προϊόντων, κλπ). Δηλαδή από δραστηριότητες
προσανατολισμένες προς την εξωτερική, διεθνή καπιταλιστική αγορά.
Η εκλογική άνοδος της Χρυσής Αυγής (Χ.Α.) δεν αποτελεί παρά μια
απεγνωσμένη προσπάθεια αντίστασης της μεγάλης μάζας των μικροαστών
ενάντια στην ραγδαία άνοδο της νεοφιλελεύθερης μπουρζουαζίας και την
διαφαινόμενη απειλή της συλλογικής φτωχοποίησης τους με όρους κοινωνικής
ομάδας. Παρά το γεγονός ότι στην πολιτική φιλολογία του χώρου, η
φιγούρα του «μικροαστού» εκλαμβάνεται ως η ενσάρκωση του πιο
αλλοτριωμένου και αποκρουστικού ανθρωπολογικού τύπου που ενδημεί στο
σύστημα της οικονομίας της αγοράς, και του αποδίδεται ο ρόλος μιας
«αντικειμενικά» αντιδραστικής κοινωνικής δύναμης, η άποψη μας είναι ότι η
απήχηση που φαίνεται να έχει η Χ.Α. στους μικροαστικούς κύκλους δεν θα
πρέπει να ερμηνεύεται ως ένδειξη της έμφυτης ταξικής ροπής των
μικροϊδιοκτητών προς συντηρητικές θέσεις και απόψεις. Μπορούμε μάλιστα
να ισχυριστούμε ότι ακριβώς λόγω της ενδιάμεσης κοινωνικής θέσης που
κατέχουν ανάμεσα στα υποτελή και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, οι
μικροαστοί αποτελούν από την φύση τους μια ασταθή υπο-ολότητα του
ετερόνομου κοινωνικού συστήματος που άλλοτε μπορεί να μετατραπεί σε
πρώτη ύλη ριζικά ετερόνομων ιδεολογικών ρευμάτων, και άλλοτε μπορεί να
συμμαχήσει με λαϊκά κινήματα που αποβλέπουν στον ριζοσπαστικό
μετασχηματισμό της κοινωνίας. Η στροφή λοιπόν προς την Χ.Α. δεν θα
πρέπει να ερμηνεύεται με εύκολες επικλήσεις στην εγγενή αντιδραστική
νοοτροπία των μικροαστικών ομάδων και στην ενστικτώδικη έχθρα που
ενδεχομένως τρέφουν προς την αυτονομία, αλλά ως συνέπεια της πολιτικής
αδυναμίας του ανταγωνιστικού κινήματος να αμφισβητήσει αποτελεσματικά
μέσω της ταξικής ισχύος του τους θεσμούς και τις δομές εξουσίας του
κοινωνικού συστήματος της ετερονομίας.
Σαν έναν γενικό κανόνα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μέσα σε κάθε
ιστορική συγκυρία όπου επέρχεται ταξική πόλωση και λαμβάνει χώρα η
όξυνση της Κοινωνικής Πάλης, ο μικροαστός τείνει κάθε φορά να προσχωρεί
στην πλευρά του στρατοπέδου που έχει τις περισσότερες πιθανότητες να
επικρατήσει. Κατά την διάρκεια της Ισπανικής Επανάστασης του 1936, όταν
το οργανωμένο προλεταριάτο αποδείχτηκε αρκετά ισχυρό (σε πρώτη φάση
τουλάχιστον) ώστε να επιβάλλει καθεστώς εργατικής αυτοδιαχείρισης στην
Καταλάνικη βιομηχανία, η τάξη των μικροϊδιοκτητών ανταποκρίθηκε
ενεργητικά στο επαναστατικό κάλεσμα και προχώρησε στην κοινωνικοποίηση
των κλάδων της παραγωγής που είχε υπό τον έλεγχο της. Αναφερόμαστε για
παράδειγμα στην κοινωνικοποίηση των αρτοποιείων, των κομμωτηρίων, ή των
εργαστηρίων κατασκευής οφθαλμολογικών οργάνων που συνενώθηκαν και
αναδιοργανώθηκαν εκ βάθρων σε αναρχοσυνδικαλιστικά πρότυπα για να
δημιουργήσουν σύγχρονες και απείρως αποτελεσματικότερες παραγωγικές
μονάδες.[iv]
Αντίθετα, στην Γαλλία του 1968, η συμμαχία ανάμεσα στους εξεγερμένους
φοιτητές και τους εργάτες απέτυχε να δώσει την χαριστική βολή στο
καθεστώς του Ντε Γκωλ που μέχρι εκείνη τη στιγμή παρακολουθούσε αμήχανο
την κλιμάκωση της έντασης της Κοινωνικής Πάλης. Όπως παρατηρεί ο, νεαρός
τότε ακτιβιστής, Κον-Μπεντίτ, «Αυτή η φάση, όσο μικρή και αν ήταν,
αποκάλυψε το πολιτικό κενό στην Γαλλική κοινωνία και δημιούργησε ένα νέο
ιστορικό φαινόμενο: ένα δίπολο μη-εξουσίας. Από τις 27 ως τις 30 του
Μάη κανένας δεν κατείχε την εξουσία στην Γαλλία. Η κυβέρνηση ήταν υπό
διάλυση, ο Ντε Γκωλ και ο Πομπιδού ήταν απομονωμένοι. Η αστυνομία,
φοβισμένη από το μέγεθος της απεργίας και εξουθενωμένη από δυο εβδομάδες
μαχών στους δρόμους, δεν ήταν ικανή να διατηρήσει την δημόσια τάξη. Ο
Στρατός ήταν εξαφανισμένος, οι κληρωτοί δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν
στην υπηρεσία ενός σκοπού που πολλοί λίγοι από αυτούς
πίστευαν».[v] Όταν η εξέγερση φάνηκε να υποχωρεί έχοντας φτάσει σε
εκείνο το σημείο που ενώ η γενική απεργία δέκα εκατομμυρίων εργατών είχε
καταλύσει στην πράξη τις θεσμισμένες ετερόνομες εξουσίες, από την άλλη
αδυνατούσε να βάλει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα με αντισυστημικό
περιεχόμενο για την δημιουργία θεσμών αυτοδιεύθυνσης σε μαζική κοινωνική
κλίμακα, ο Ντε Γκωλ μπόρεσε να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων
και οι μικροαστοί συμμετείχαν μαζικά στην τεράστια συγκέντρωση που
οργάνωσε το καθεστώς για να αποδείξει ότι δεν είχε απολέσει οριστικά την
υποστήριξη των λαϊκών στρωμάτων.[vi]
Κι ενώ η παλινδρόμηση των μικροαστών ανάμεσα σε συντηρητικές και
ριζοσπαστικές κοινωνικές αντιλήψεις ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα που
προσδιόριζε το μοντέλο της ταξικής ηγεμονίας του κεφαλαίου στον ελλαδικό
χώρο κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης, το κοινωνικό μπλοκ εξουσίας
πάνω στο οποίο στηρίζει την κυριαρχία του το νεοφιλελεύθερο κοινωνικό
παράδειγμα είναι πολύ πιο ομοιογενές και συμπαγές στα συμφέροντα και τις
αντιλήψεις του και – για τον λόγο αυτό – πολύ πιο μονολιθικό και
αυταρχικό ως προς τις μεθόδους επιβολής της εξουσίας του. Πράγματι, αν η
αριθμητική πρωτοκαθεδρία της μικρής ιδιοκτησίας στην κοινωνική
διαστρωμάτωση του ελλαδικού χώρου άφηνε κάποια περιθώρια για μια
πολιτική συνεννόηση ανάμεσα σε τμήματα του ανταγωνιστικού κινήματος και
τα ριζοσπαστικά στοιχεία στις παρυφές της τάξης των μικροαστών, το νέο
μοντέλο ταξικής κυριαρχίας αποκρυσταλλώνει την ηγεμονία μιας ελίτ που
αντλεί την δύναμη της από τον ενοποιημένο υπερεθνικό οικονομικό χώρο που
δημιουργήθηκε χάρη στην άνοδο της διεθνοποιημένης οικονομίας της
αγοράς. Όπως επισημαίνει ο Φωτόπουλος, για τα προνομιούχα νεοφιλελεύθερα
κοινωνικά στρώματα, «ο καλύτερος τρόπος ώστε να διασφαλίσουν την
προνομιακή τους θέση στην κοινωνία δεν είναι μέσω της εξασφάλισης της
αναπαραγωγής κάποιου φαντασιακού έθνους-κράτους, αλλά, αντίθετα, μέσω
της διασφάλισης της παγκόσμιας αναπαραγωγής του συστήματος της
οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής
“δημοκρατίας”».[vii] Κάτω από αυτή την ελίτ, τοποθετούνται σε ρόλο
επικουρικό οι προνομιούχες κοινωνικές ομάδες των νεομπουρζουάδων, οι
οποίες λόγω της εξάρτησης της ευμάρειας τους από το διεθνοποιημένο
κεφάλαιο, δεν εσωτερικεύουν ούτε διαμεσολαβούν τις σχέσεις τους με τις
υποτελείς κοινωνικές τάξεις στην βάση ενός επαρχιώτικου εθνικιστικού
φαντασιακού, ούτε μπορούν να αυτοπροσδιορίζονται ως φορείς κάποιου
εναλλακτικού οράματος για την «αναγέννηση» του ελλαδικού έθνους-κράτους.
Άλλωστε, το στοιχείο της εξάρτησης από τα κέντρα οικονομικής εξουσίας
που βρίσκονται στις μητροπολιτικές καπιταλιστικές χώρες άσκησε από την
αρχή παραμορφωτική επίδραση στα κοινωνικά υποκείμενα που έμελλε να
αποτελέσουν τους φορείς τις μεταφύτευσης της καπιταλιστικής κυριαρχίας
στο ελλαδικό χώρο. Όπως έχει γράψει ο Π. Κονδύλης, «…η εξάρτηση της
εμποροβιοτεχνικής δραστηριότητας από το καπιταλιστικό εξωτερικό
επιβοήθησε την επιβίωση των πατριαρχικών εργασιακών και κοινωνικών
σχέσεων στο εσωτερικό, γιατί το οικονομικό προϊόν αυτών των σχέσεων
μπορούσε να αυξάνεται και να απορροφάται σε μιαν αγορά αδιάφορη για την
κοινωνική του προέλευση, ήτοι η αύξηση και η απορρόφηση του δεν
απαιτούσε την αναδιαμόρφωση του εσωτερικού οικονομικού χώρου και την
ανατροπή των ίδιων του των κοινωνικών προϋποθέσεων».[viii]
Δεν μπορεί κανείς παρά να χαμογελάσει βλέποντας τις αντιφάσεις στις
οποίες είναι αναγκασμένοι να υποπίπτουν οι έμμισθοι απολογητές του
νεοφιλελευθερισμού, όταν προσπαθούν να συμβιβάσουν την ενσωμάτωση της
Ελλάδας στην Νέα Διεθνή Τάξη με όρους υπόδουλου και υποτελούς κρατικού
μορφώματος, με μια αφήγηση «εκσυγχρονισμού» και «προόδου» της
«καθυστερημένης» ελληνικής κοινωνίας. Έτσι, ο καθηγητής πολιτικών
επιστημών Ν. Μαραντζίδης φτάνει στο σημείο να εκφράσει την απογοήτευση
του που η ηγέτιδα δύναμη του ευρωπαϊκού τμήματος της υπερεθνικής ελίτ,
Γερμανία, δεν δείχνει να διαθέτει την απαιτούμενη εμπειρία στις τεχνικές
της ιμπεριαλιστικής διακυβέρνησης ώστε να ποδηγετήσει επιδέξια και με
αποτελεσματικότητα τις πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό του ελληνικού
προτεκτοράτου.[ix] Στο εξουσιαστικό ιδεολόγημα του νεοφιλελεύθερου
ψευτο-κοσμοπολιτισμού δεν υπάρχει χώρος για διαταξικές, ενοποιητικές
αφηγήσεις στην βάση ενός υποτιθεμένου «γενικού συμφέροντος» των
κοινωνικών τάξεων. Ο παραδοσιακός ελληνοκεντρισμός του «χιλιόχρονου
ελληνοχριστιανικού πολιτισμού»[x]δεν μπορεί να βρει θέση στον πυρήνα
μιας ιδεολογίας που υπερασπίζεται τον απόλυτο ετεροκαθορισμό της
ελληνικής οικονομίας από την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και
λειτουργεί ως δύναμη για την θεωρητική θεμελίωση της αναγκαιότητας για
μια άνευ όρων υποδούλωση των ανθρώπινων, φυσικών και υλικών πόρων της
τοπικής κοινωνίας στην εξυπηρέτηση των αναγκών της καπιταλιστικής
παγκοσμιοποίησης. Πράγματι, στη θέση της κοινωνικής κινητικότητας της
σοσιαλδημοκρατικής περιόδου ανάμεσα σε καθετοποιημένες βαθμίδες
κοινωνικής οργάνωσης, η παγκοσμιοποιημένη οικονομία προσφέρει την
δυνατότητα στις προνομιούχες κοινωνικές ομάδες για μια οριζόντια
κινητικότητα με την έννοια του επαγγελματικού νομαδισμού και της
αναζήτησης εργασίας ακόμη κι έξω από τα εθνικά σύνορα στους προηγμένους
τομείς της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, όταν το νεοφιλελεύθερο
μοντέλο ταξικής οργάνωσης αδυνατεί να αναπαραχθεί ικανοποιητικά στις
αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες της εγχώριας κοινωνίας. Στο
απόσπασμα που ακολουθεί ο Γ. Λιερός περιγράφει με πολύ γλαφυρό τρόπο την
πολιτισμική συγγένεια, τις συναφείς νοοτροπίες και αντιλήψεις, τις
παρόμοιες επαγγελματικές συνήθειες και κοινωνικές συνθήκες ζωής που
διέπουν αυτές τις διεθνοποιημένες επαγγελματικές ομάδες οι οποίες
αναπτύσσονται πάνω και πέρα από τους εδαφικούς διαχωρισμούς του
έθνους-κράτους: «Η συνοχή του όλου υπό την εξουσία του κεφαλαίου
συντελείται μέσω μιας πυκνής κυκλοφορίας εικόνων, ψηφιοποιημένων
πληροφοριών, κεφαλαίων, εμπορευμάτων αλλά και
ανθρώπων: τα
στελέχη κινούνται συνεχώς σε ένα κύκλωμα το οποίο έχει μια σχετική
ομοιογένεια στους βασικούς του κόμβους. Πράγματι, τα αεροδρόμια, τα
ξενοδοχεία πέντε αστέρων, τα μέγαρα επιχειρήσεων, οι μεγάλοι οδικοί
άξονες, τα ακριβά εμπορικά κέντρα ή τα ακριβά εστιατόρια είναι πάνω κάτω
τα ίδια στη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, τη Σαγκάη, το Σάο Πάολο, ακόμη και
στο Λάγκος […] Η παγκόσμια ελίτ φαίνεται να έχει απεριόριστη δύναμη και
μοιράζεται τις ίδιες αξίες, τον ίδιο τρόπο ζωής και τον ίδιο πολιτισμό.
Χωρίς καμία – “κοσμική” ή μη – επιφοίτηση, αυτοί οι “νομάδες” μιλούν την
ίδια γλώσσα: τα αγγλικά […]»[xi].
Η ίδια η δυναμική του εξωστρεφούς μοντέλου ανάπτυξης της οικονομίας
της αγοράς συντελεί στην παντελή έκλειψη οποιασδήποτε έννοιας τοπικής
αυτοδυναμίας και στην απόλυτη εξάρτηση της εγχώριας οικονομίας από τις
διακυμάνσεις στις τιμές, την αυξομείωση του συνολικού επιπέδου
οικονομικής δραστηριότητας και τις μετατοπίσεις και ανακατατάξεις που
λαμβάνουν χώρα στη διεθνή αγορά. Ποιος μπορεί αλήθεια να ξεχάσει το
παράδειγμα της Ουρουγουάης των δεκαετιών 1950-60, όταν η απότομη
καταβαράθρωση στις διεθνείς τιμές του κρέατος και του μαλλιού, στις
εξαγωγές των οποίων βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό η εγχώρια καπιταλιστική
οικονομία, επέφερε τον δραστικό περιορισμό των δημοσίων εσόδων με τα
οποία το Κράτος χρηματοδοτούσε το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο ανάπτυξης
της χώρας. Ακολούθησαν διαδοχικές υποτιμήσεις του νομίσματος, διόγκωση
του εξωτερικού δανεισμού και τέλος αδυναμία του Κράτους να καταβάλλει
στην ώρα του τις συντάξεις και τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, με
αποτέλεσμα την γενικευμένη κοινωνική αναταραχή και την εξέγερση τόσο των
κρατικοδίαιτων μεσαίων τάξεων, όσο και του μαχητικού
προλεταριάτου.[xii] Επιπλέον, ο ίδιος ο τύπος της οικονομικής ανάπτυξης
σε μια εξαρτημένη οικονομία του συστήματος της οικονομίας της αγοράς,
δεν μπορεί να ανταποκρίνεται σε ένα πρόγραμμα «εθνικής» παραγωγικής
ανασυγκρότησης, αλλά μπορεί μόνο να πάρει την μορφή της δημιουργίας
αποσπασματικών και μεμονωμένων νησίδων «ανάπτυξης» σε τομείς της
οικονομίας που επιλέγονται μονομερώς από το υπερεθνικό κεφάλαιο με
κριτήριο την κερδοφορία τους. Για παράδειγμα, την περίοδο της χουντικής
επταετίας, όταν υπήρξε μια ροή άμεσων επενδύσεων από το καπιταλιστικό
Κέντρο προς τις οικονομίες της περιφέρειας, το ενδιαφέρον του διεθνούς
κεφαλαίου στράφηκε κυρίως προς την χημική βιομηχανία, την εξόρυξη
αλουμινίου και τα διυλιστήρια, χωρίς όμως να προχωρήσει σε επενδύσεις
στον, ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη μιας «εθνικής» οικονομικής
δομής, τομέα της μεταλλουργίας.[xiii]
Για να το πούμε διαφορετικά, το άνοιγμα μιας οικονομίας στις διεθνείς
αγορές και η συνακόλουθη εξωστρεφής «ανάπτυξη» δεν μπορεί ποτέ να έχει
σαν αποτέλεσμα την δημιουργία μιας ολοκληρωμένης καπιταλιστικής
οικονομίας με εθνικά χαρακτηριστικά, όπου θα υπάρχουν ισχυρές κλαδικές
διασυνδέσεις, ο ένας τομέας της παραγωγής θα λειτουργεί με
συμπληρωματικό τρόπο προς τους άλλους και όλοι οι παραγωγικοί κλάδοι θα
βρίσκονται σε παρόμοια επίπεδα τεχνολογικής εξέλιξης και
αποτελεσματικότητας. Αναλύοντας τους μηχανισμούς οικονομικής κυριαρχίας
που είχε αναπτύξει ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός προκειμένου να αποσπά
πλεονάσματα και να απομυζά τον πλούτο των χωρών της Λατινικής Αμερικής, ο
κουβανός επαναστάτης Αρμάντο Χάρτ έδειξε ότι ο έλεγχος που ασκούσε το
μητροπολιτικό κεφάλαιο των ΗΠΑ εκτεινόταν στο σύνολο των παραγωγικών
κλάδων της πραγματικής οικονομίας των λατινοαμερικάνικων χωρών
(βιομηχανία, μεταποίηση, πιστώσεις, διανομή, αγροτικές καλλιέργειες) και
δεν περιοριζόταν απλώς στην αξιοποίηση των «συγκριτικών πλεονεκτημάτων»
του υπερανεπτυγμένου βορειοαμερικάνικου καπιταλισμού.[xiv] Πράγμα που
σημαίνει ότι μια ανεπτυγμένη οικονομία της αγοράς είναι ένας Λεβιάθαν,
μια καθολική δομή ετεροκαθορισμού και κυριαρχίας, που αναπαράγει με
φυσικό τρόπο τις σχέσεις ανισοκατανομής δύναμης ως τον κατεξοχήν τρόπο
αλληλεπίδρασης της με τις εξαρτημένες οικονομίες της περιφέρειας σε όλα
τα επίπεδα. Χαρακτηριστικά, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι ενώ η χούντα
του δικομματισμού αναφέρεται παραπλανητικά στον τουρισμό ως ατμομηχανή
της «ανάπτυξης» στο ελληνικό προτεκτοράτο και πανηγυρίζει που μέσα στο
2014 επισκέφτηκαν ολόκληρη την Ελλάδα γύρω στα 16 εκατομμύρια τουρίστες,
ο αντίστοιχος αριθμός επισκεπτών σε μία μόνο μητρόπολη του
καπιταλιστικού Κέντρου, το Λονδίνο, έφτασε για το 2014 τα 15
εκατομμύρια.[xv] Τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν να επιβεβαιώνουν τον
ισχυρισμό ότι η αξιοποίηση των «συγκριτικών πλεονεκτημάτων» που σύμφωνα
με τους νεοφιλελεύθερους συνιστά την ενδεδειγμένη μέθοδο για την
επίτευξη της ανάπτυξης μέσα στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς, δεν
κατοχυρώνει την πρωτοκαθεδρία της εξαρτημένης οικονομίας σε κάποιον
τομέα όπου αυτή διατηρεί μια σχετική υπεροχή, αλλά απλώς την ωθεί
αντικειμενικά να καταλάβει την υποτελή θέση που της αναλογεί στον
ιεραρχικό καταμερισμό εργασίας του διεθνοποιημένου καπιταλισμού.
Είναι λογικό λοιπόν οι καλοπληρωμένοι προπαγανδιστές της κυριαρχίας
του πολυεθνικού και του εθνικού μεταπρατικού κεφαλαίου να υποβαθμίζουν
τις ιδεολογικές αναφορές στο «εθνικό μεγαλείο» της χώρας και να
προσφεύγουν στο ψευτοκοσμοπολίτικο φαντασιακό των ελίτ που διευθύνουν
την ΕΕ ως νομιμοποιητικό παράγοντα της εξουσίας που ασκεί η υπερεθνική
ελίτ πάνω στα ετεροκαθοριζόμενα στρώματα της νεόπτωχης ευρωπαϊκής
περιφέρειας. Μιας και δεν έχουν τίποτα πια να υποσχεθούν στους
προλετάριους από την άποψη της εκπλήρωσης των επιθυμιών τους και της
ικανοποίησης των υλικών τους αναγκών, τους βομβαρδίζουν με νουθεσίες
γύρω από τα ευεργετήματα της ηθικής της εργασίας («τεμπέληδες
Νοτιο-ευρωπαίοι»)[xvi], την ανάγκη για πολιτική σταθερότητα (σεβασμός
των «δημοκρατικών» θεσμών) και με τελετουργικές επικλήσεις στον
υπερεθνικό μπαμπούλα της ισλαμικής τρομοκρατίας προκειμένου να τους
τρομάξουν. Όπως πρόσφατα έγραψε ο Τ. Θεοδωρόπουλος, «Στα όρια του
δυτικού κόσμου με μια περιοχή του κόσμου που σπαράσσεται από τη
βαρβαρότητα της τζιχάντ, ενός δολοφονικού Ισλάμ το οποίο μισεί τη
δημοκρατία και ό,τι αυτή συνεπάγεται, η Ελλάδα οφείλει να θυμάται πως οι
αξίες της δημοκρατίας δεν είναι δεδομένες».[xvii] Είναι από αυτόν τον
ψευδεπίγραφο κοσμοπολιτισμό των δυνάμεων της κυριαρχίας και της
εκμετάλλευσης που πρέπει να απαλλαγούμε, για να εισάγουμε στη θέση του
τον πραγματικό προλεταριακό διεθνισμό που βασίζεται στις ισότιμες
σχέσεις αυτονομίας, αλληλεξάρτησης και αλληλεγγύης ανάμεσα στα στρώματα
των καταπιεσμένων στο εσωτερικό και τους υποτελείς λαούς της περιφέρειας
στο εξωτερικό.
[i] Τ. Φωτόπουλος,
Η Ελλάδα ως Προτεκτοράτο της Υπερεθνικής Ελίτ (Γόρδιος), σελ. 42.
[ii] Τ. Φωτόπουλος,
Η Παγκόσμια Κρίση, η Ελλάδα και το Αντισυστημικό Κίνημα(Κουκκίδα), σελ. 70-101.
[iii] Βλέπε για παράδειγμα το ανακοινωθέν της ΓΣΕΒΕΕ για τον κρατικό
προϋπολογισμό του 2012 με τον χαρακτηριστικό τίτλο
«Λιτότητα-Ασφυξία-Ύφεση». Στο
http://www.gsevee.gr/oikonomia/32-2012.
[iv] S. Dolgoff,
Αναρχικές Κολλεκτίβες (Διεθνής Βιβλιοθήκη).
[v] D. Cohn-Bendit,
Obsolete Communism (Mc Graw-Hill), σελ. 124.
[vi] «Τ;oτε η μικροαστική, ρατσιστική, εθνικιστική, αντιδραστική,
Φασιστική, θρησκευόμενη, Καθολική, Προτεσταντική ή Εβραϊκή Γαλλία
βαθμιαία αποτίναξε την σκόνη από τους ώμους της και βάδισε ζωηρά στην
οδό τηςChamps Elysees, κραυγάζοντας την υποστήριξη της για τον γέρο
στρατηγό».Cohn-Bendit, σελ. 128.
[vii] Τ. Φωτόπουλος,
Η Παγκόσμια Κρίση, η Ελλάδα και το Αντισυστημικό Κίνημα, σελ. 89.
[viii] Π. Κονδύλης,
Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού (Θεμέλιο), σελ. 16.
[ix] Ν. Μαραντζίδης,
Το Σφάλμα της Γερμανίας,
http://www.kathimerini.gr/797477/opinion/epikairothta/politikh/to-sfalma-ths-germanias.
[x] Π. Κονδύλης,
Η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού, σελ. 30-37.
[xi] Γ. Λιερός,
Σκέψεις για την άμεση δημοκρατία (Εκδόσεις των Συναδέλφων), σελ. 46-51.
[xii]
Ο Ακήρυχτος Πόλεμος των Τουπαμάρος,
http://lanuestrapasion.blogspot.gr/2013/01/blog-post_1667.html.
[xiii] Τ. Φωτόπουλος,
Η Ελλάδα ως Προτεκτοράτο της Υπερεθνικής Ελίτ, σελ. 43.
[xiv] J. Gerassi,
Towards Revolution, Vol. II (Weidenfeld & Nicolson), σελ. 494-497.
[xv]
http://www.forbes.com/pictures/ehlk45iehm/2-london/.
[xvi] Για μια κοινωνιολογική ανάλυση της καπιταλιστικής ηθικής της
εργασίας ως εργαλείου πειθάρχησης και ελέγχου των υποτελών κοινωνικών
στρωμάτων βλ. Z. Baumann,
Η Εργασία, ο Καταναλωτισμός και οι Νεόπτωχοι (Μεταίχμιο), σελ. 29-75.
[xvii] Τ. Θεοδωρόπουλος,
Δεσμώτες του Ιλίγγου,
http://www.kathimerini.gr/797489/opinion/epikairothta/politikh/desmwtes-toy-iliggoy.
antisystemic