Τη στιγμή που γράφεται το συγκεκριμένο άρθρο οι διαπραγματεύσεις της
νέας κυβέρνησης με τους εταίρους βρίσκονται σε εξέλιξη. Το ποιά θα είναι
πραγματικά η έκβαση αυτής της διαδικασίας ουδείς γνωρίζει, δεδομένου
ότι α) οι συνομιλίες ξεκίνησαν μόλις πριν από μια βδομάδα και β) η
κυβέρνηση, σε αντίθεση με την εικόνα που είχε δείξει προεκλογικά – ότι
δήθεν πρόκειται για μια ομάδα αερολόγων δονκιχωτιστών – φαίνεται πως
ακολουθεί σαφές σχέδιο, που, ωστόσο, δεν είμαστε σε θέση γνωρίζουμε.
Έτσι λοιπόν, οι εκβιασμοί της Γερμανικής ηγεσίας για αμαχητί παράδοση, η
απόφαση της ΕΚΤ να σταματήσει να δέχεται ομόλογα από την 11η του
Φλεβάρη, όλα αυτά ερμηνεύονται είτε ως αναμενόμενοι εκβιασμοί είτε και
ως ξεκάθαρες προειδοποιήσεις για συμβιβασμό και «επιστροφή στην
πραγματικότητα». Το τί πραγματικά ισχύει απ’ όλα αυτά, καθώς και το αν
τελικά θα πετύχει κάτι η συγκεκριμένη κυβέρνηση θα είμαστε σε θέση να το
ξέρουμε εντός των επόμενων μηνών. Μέχρι τότε – και με τη λογική της
ανάθεσης να καλπάζει – η συντριπτική πλειοψηφία όπως όλα δείχνουν θα
παρακολουθεί σιωπηρή ένα παιχνίδι νεύρων για γερό στομάχι, όπου οι
διφορούμενες δηλώσεις, οι προειδοποιήσεις και οι εκβιασμοί δίνουν και
παίρνουν.
Η νέα κυβέρνηση, αναμφισβήτητα, μέχρι στιγμής – παρά τα πολλά της
ελαττώματα – έχει μάλλον δείξει ένα φιλικό προς το λαό πρόσωπο, μια
πρωτοφανής (για τα Ελληνικά δεδομένα) προθυμία να υλοποιήσει τις
προεκλογικές της δεσμεύσεις, όσο αυτό είναι εφικτό δεδομένων των
συγκυριών, πράγμα που οφείλουμε (για την ώρα) να αποδεχτούμε, ασχέτως
αυτό δε συνάδει πλήρως με τα δικά μας προτάγματα, την άμεση δημοκρατία
και την αυτονομία. Επειδή, όμως, η καλή θέληση και η ελπίδα όχι μόνο δεν
αρκούν, αλλά πολλές φορές τα συναισθήματα αυτά μπορούν να μας οδηγήσουν
σε λανθασμένες διαπιστώσεις, καλό θα ήταν να επανεξετάσουμε τί
πραγματικά συμβαίνει στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Ποιά είναι με άλλα λόγια η
πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ διεξάγει
διαπραγματεύσεις με τους εταίρους και, τέλος, τί συμπεράσματα
αποκομίζουμε επανεξετάζοντας την εν γένει πραγματικότητα, μια
πραγματικότητα που μάλλον δε συμφωνεί απόλυτα με την εικόνα που η νέα
κυβέρνηση πλασάρει προς τα έξω;
Από την πρώτη στιγμή που τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ εκτοξεύτηκαν το 2012,
οι εξαγγελίες της ηγεσίας βάσισαν τη ρητορεία τους πάνω σε μια
υποτιθέμενη αλληλεγγύη των Ευρωπαίων προς τη δεινοπαθούσα Ελλάδα.
Μάλιστα ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας,
σε
ομιλία του στο μέγαρο Μπενάκη το καλοκαίρι του 2012 (με
παρευρισκόμενους τον Σλαβόι Ζίζεκ και τον Κώστα Δουζίνα) απευθυνόμενος
προς το κοινό χαρακτήρισε τον ΣΥΡΙΖΑ ως παράγοντα διαμόρφωσης της κοινής
γνώμης των Ευρωπαίων, ως μια πολιτική δύναμη που έκανε όλους τους
Ευρωπαίους να αναφωνούν «είμαστε όλοι Έλληνες». Στην πραγματικότητα
τίποτα από όλα αυτά δε συνέβη. Όχι μόνο οι Ευρωπαίοι δεν έδειχναν
υποστήριξη προς τον Ελληνικό λαό τις ημέρες εκείνες αλλά, απεναντίας,
σύσσωμος ο Ευρωπαϊκός (και κυρίως ο συντηρητικός) τύπος έφτασε στο
σημείο να αναπαράγει όλο και πιο έντονα τα γνωστά ρατσιστικά ανθελληνικά
στερεότυπα. Επιπλέον, οι διαδηλώσεις που έλαβαν χώρα μπροστά σε
πρεσβείες και πλατείες, κατά βάση διοργανώθηκαν από Έλληνες μετανάστες
μαζί με μικρό αριθμό αριστερών ακτιβιστών (οι οποίοι στις χώρες αυτές δε
χαίρουν και ιδιαίτερης εκτίμησης). Έκτοτε, το κλίμα αυτό δεν
αντιστράφηκε, δεν άλλαξε, δεν μετασχηματίστηκε, σε αντίθεση με όσα έλεγε
ο πρώην πρωθυπουργός και σύσσωμη η ιντελιγκέντσια της Νέας Δημοκρατίας
ένα χρόνο πριν, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να παινέψει το δικό της
σπίτι. Αυτό μάλλον έχει καταστεί κατανοητό τις ημέρες αυτές τόσο από τον
ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα όσο και από τον υπουργό οικονομικών, Γιάνη
Βαρουφάκη, καθώς το μήνυμα που έμμεσα εισέπραξαν κατά τη διάρκεια των
περιοδειών τόσο στην Ιταλία, στη Γαλλία, όσο και στην ίδια τη Γερμανία
ήταν από ουδέτερο έως και αρνητικό.
Γιατί όμως εξ αρχής ο ΣΥΡΙΖΑ επέμενε πεισματικά και με τόσο
διακριτικό τρόπο σε τούτο τον αμφιλεγόμενο φιλοευρωπαϊσμό ενώ την ίδια
στιγμή τα περισσότερα κόμματα που κατακρίνουν τη λιτότητα και τις
πολιτικές των Βρυξελλών είναι επί της ουσίας αντι-ευρωπαϊκά; Η
συγκεκριμένη ερώτηση μπορεί εύκολα να απαντηθεί: πρώτα απ’ όλα, ο ΣΥΡΙΖΑ
είναι κόμμα της λαϊκιστικής αριστεράς και όχι της δεξιάς η οποία
ποντάρει στην ευρωφοβία (με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το κόμμα του
Φαράτζ στη Βρετανία και της Λεπέν στη Γαλλία αντίστοιχα). Στόχος του
ΣΥΡΙΖΑ (ή μάλλον ευσεβής του πόθος) δεν είναι να βγάλει τη χώρα από την
Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά αντιθέτως να μεταρρυθμίσει την ίδια την Ε.Ε., να
τη στρέψει προς τις (δήθεν) ιδρυτικές της αξίες (το Διαφωτισμό, το
κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα), όπως διαμήνυσε ο
πρωθυπουργός πριν από λίγες ημέρες στις Βρυξέλλες. Εν αντιθέσει, τα
κόμματα της λαϊκιστικής δεξιάς επιθυμούν έξοδο από την Ε.Ε. όχι μόνο με
στόχο τον τερματισμό της ευρωλιτότητας αλλά κυρίως για να θέσουν τέλος
στις ελεύθερες μετακινήσεις, πράγμα που δεν αφορά την Ελλάδα δεδομένου
ότι η μεγαλύτερη εισροή μεταναστών στην Ελληνική επικράτεια δεν
προέρχεται από χώρες της Ε.Ε., αλλά κυρίως από την Ασία και την Αφρική.
Ούτε καν το κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων –
που
βρίσκεται στο ίδιο τόξο με την κοινοβουλευτική ομάδα των Ευρωπαίων
Μεταρρυθμιστών και Συντηρητικών (μαζί με το ακροδεξιό Λαϊκό Κόμμα της
Δανίας και τους Finns) – κατάφερε να θέσει ζήτημα ατζέντας
μονομερούς εξόδου από την Ε.Ε. Μολονότι ο Ελληνικός λαός μέχρι τώρα έχει
δεχθεί τους ωμότερους εκβιασμούς από τους ευρωκράτες, παρότι έχει
λοιδορηθεί, συκοφαντηθεί, χλευαστεί και απαξιωθεί όσο κανένας άλλος
Ευρωπαϊκός λαός, παραμένει πιστός στους θεσμούς της Ε.Ε. Αυτό δεν
οφείλεται σε κάποιον «έμφυτο μαζοχισμό» αλλά στις εξής βασικές
παραμέτρους: στην κινδυνολογία περί επικείμενης κοινωνικής καταστροφής
σε περίπτωση εξόδου από την ευρωζώνη, και β) σε γεωπολιτικά πιθανά
σενάρια και ιστορικούς επίσης παράγοντες οι οποίοι λειτουργούν ως
τροχοπέδη για την ανάδυση κάποιου ευρωσκεπτικιστικού κινήματος, στα
πλαίσια του UKIP ή του Κόμματος της Ελευθερίας (Αυστρία). Σε ότι αφορά
τον γεωπολιτικό παράγοντα: η είσοδος της Ελλάδας στην Ε.Ε. – και ως εκ
τούτου η αναγνώριση των Ελληνικών συνόρων
καί ως Ευρωπαϊκά – ενισχύει το αίσθημα της εδαφικής ακεραιότητας. Ο ιστορικός παράγοντας, από την άλλη, αφορά στο
«ανήκομεν εις την δύσιν»,
που αποτελεί εξίσου κύριο στοιχείο του νεοελληνικού φαντασιακού, βάση
του οποίου η Ελλάδα θα μπορέσει να προοδεύσει μόνο αν εγκαταλείψει τις
προ-νεωτερικές της δομές, τον ακατάσχετο επαρχιωτισμό της, καθώς και τις
ανατολίτικες συγκλίσεις της, επενδύοντας στη σιγουριά της «αναπτυγμένης
δύσης», δηλαδή της Ευρωπαϊκής «οικογένειας».
Ο τυφλός αυτός φιλοδυτικισμός (ασχέτως και αν πολλές φορές
συνοδεύεται από αντιδυτικισμό, θυματικό εθνικισμό και στείρο
αντι-ιμπεριαλισμό – λόγω ακριβώς του ότι η Ελλάδα ως χώρα ουδέποτε
υπήρξε κυρίαρχη και ανεξάρτητη αλλά απεναντίας πάντοτε βρίσκονταν κάτω
από την κυριαρχία του πανίσχυρου ξένου παράγοντα – συνθέτοντας έτσι τον
αντιφατικό χαρακτήρα της νεοελληνικής ταυτότητας) στην πραγματικότητα
αναπαράγεται και από τον ΣΥΡΙΖΑ του οποίου η λογική (σαφέστατα
επηρεασμένη από τη σκέψη του Πουλαντζά) επενδύει στην Ευρωπαϊκή
«συμμαχία», ποντάροντας ακριβώς πάνω στο δυτικό όραμα του Διαφωτισμού,
της ισότητας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που μέσα από αυτή τη διαδικασία
επαναπροσέγγισης των Ελληνικών θέσεων θα αναδυθεί και θα ηγεμονεύσει
(αλα Γκράμσι) στο φαντασιακό μιας εκτροχιασμένης Ευρώπης. Είναι όμως η
σύγχρονη Ευρώπη σε θέση να αναγεννήσει τέτοιες αξίες;
Η ραγδαία άνοδος της ευρωσκεπτικιστικής δεξιάς δεν μας επιτρέπει να
αισιοδοξούμε και τόσο. Η κουλτούρα του εγωισμού έχει πλέον εσωτερικευτεί
για τα καλά στον μέσο Ευρωπαίο, ως αποτέλεσμα δεκαετιών αδράνειας και
απο-πολιτικοποίησης. Η άνοδος της Λεπέν, του Φαράτζ και του Βίλντερς δε
συμπίπτει μόνο με την κρίση πάνω στο μεταναστευτικό, μήτε αποτελεί απλά
και μόνο «ψήφος αγανάκτησης» ενάντια στην ανεξέλεγκτη διαφθορά και την
ευρωλιτότητα. Πολύ περισσότερο εκφράζει και την εναντίωση μιας
συντριπτικής μερίδας των πολιτών του βορρά στη συνέχιση της
χρηματοδότησης του υπερχρεωμένου νότου και κυρίως της Ελλάδας, για την
οποία η εικόνα που προωθείται στο εξωτερικό είναι αυτή μιας χώρας όπου
οι κάτοικοί της έχουν δήθεν καλομάθει να ζουν από τους φόρους του σκληρά
εργαζόμενου Ευρωπαίου φορολογούμενου. Και το ερώτημα που τίθεται εδώ
είναι το εξής: γιατί δεν ακούγονται τέτοιου είδους σχόλια για τους
Ισπανούς, τους Πορτογάλους, τους Ιταλούς, πόσο μάλλον τους Ιρλανδούς;
Διότι, πολύ απλά, η Ελλάδα αποτελεί εύκολο στόχο ίσως λόγω των
ανατολίτικων επιρροών που διαφαίνονται ξεκάθαρα μέσα από την πολιτισμική
της υφή, πράγμα που αντιφάσκει με τον προτεσταντικό και «ορθολογικό»
δυτικό τρόπο ζωής της «Γερμανικής Ευρώπης», ενώ την ίδια στιγμή
πρόκειται για τη μόνη χώρα της Ε.Ε. που έδωσε κινήματα ανυπακοής και
αντίστασης, με αποκορύφωμα την έκρηξη του Δεκέμβρη του 2008 (η οποία, εν
μέσω του ξεσπάσματος της κρίσης, λίγο έλειψε να μεταδοθεί και σε άλλες
χώρες), και μόλις λίγα χρόνια αργότερα τροφοδότησε κινήματα
αντιλιτότητας και εκτός συνόρων, όπως αυτά των Ισπανών Ingidnados.
Αυτό, λοιπόν, που σήμερα ορθώνει η Ευρωπαϊκή ελίτ, οι συντηρητικές
φυλλάδες και τα διάφορα φερέφονα του δόγματος lessaiz faire δεν είναι
απλά και μόνο ένα συμπαγές τοίχος μπροστά σε οτιδήποτε αμφισβητεί τη
λογική των νεοφιλελεύθερων πολιτικών (το οποίο φυσικά βλέπει κατάματα
τώρα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ), αλλά την ίδια στιγμή επιχειρείται με κάθε
μέσο η αποθάρρυνση των μαζών να ενστερνιστούν αξίες δημοκρατικές, αξίες
αμφισβήτησης και ρήξης με την (εκάστοτε) κυρίαρχη ιδεολογία. Και αυτό το
πετυχαίνει χρησιμοποιώντας ακριβώς την εικόνα του «τεμπέλη και
ανεύθυνου Έλληνα», δημιουργώντας μια ταυτιστική λογική βάση της οποίας
οποιο(α)σδήποτε αμφισβητεί το κυρίαρχο δόγμα, αυτόματα προωθεί την
ανευθυνότητα, την τεμπελιά, τη γκρίνια και τον ανορθολογισμό. Μέσα σε
όλα έρχεται και ο αυταρχικός χαρακτήρας των – κατά τ’ άλλα ευέλικτων
(όπως είχε δηλώσει ο Βαρουφάκης) – εκφυλισμένων θεσμών της Ευρωπαϊκής
Ένωσης: να θυμηθούμε την ξεδιάντροπη αναίρεση του ΟΧΙ των Ιρλανδών στη
συνθήκη της Λισσαβόνας, η οποία απορρίφθηκε κατόπιν δημοψηφίσματος (στην
Ιρλανδία τα δημοψηφίσματα για τέτοιου είδους ζητήματα είναι
συνταγματικά κατοχυρωμένα), να θυμηθούμε την ανατροπή εν μέσω μιας
νυκτοίς και με τρόπο σχεδόν πραξικοπηματικό εκλεγμένων πρωθυπουργών,
όπως του Γ.Α.Παπανδρέου στην Ελλάδα και του Σίλβιο Μπερλουσκόνι
αντίστοιχα στην Ιταλία, οι οποίοι αντικαταστάθηκαν από τεχνοκράτες…
Αυτό, λοιπόν, που συμπεραίνουμε από τα παραπάνω είναι ότι η Ε.Ε.,
μάλλον ελάχιστα περιθώρια μεταρρυθμίσεων μπορεί να δεχθεί, τη στιγμή που
έχει ριζικά μετατραπεί σε ένα τέρας το οποίο καταβροχθίζει τους ίδιους
της τους λαούς, και παράλληλα εξοβελίζει κάθε έννοια πολιτικής
αμφισβήτησης, επενδύοντας στη λογική του κομφορμισμού, του διχασμού
(βορράς – νότος) και του φόβου (πόσο μάλλον όταν ο κομφορμισμός αυτός
υιοθετείται από μεγάλη μερίδα μιας καταναλωτικής τηλεοπτικής
πλειοψηφίας). Με άλλα λόγια, η σύγχρονη Ευρώπη έχει συντριπτικά
απομακρυνθεί από τις δημοκρατικές αξίες του Διαφωτισμού και της
Αναγέννησης, των οποίων βασικό χαρακτηριστικό αποτελεί η έννοια της
αμφισβήτησης, στοιχείο που πυροδότησε μεγάλους δημοκρατικούς αγώνες κατά
τους περασμένους αιώνες και οδήγησε στη διεύρυνση βασικών κοινωνικών
δικαιωμάτων και ελευθεριών. Κι ενώ η σύγχρονη Ευρώπη (αν όχι, ολόκληρος ο
δυτικός κόσμος) όχι μόνο απομακρύνεται από αξίες που την οδήγησαν σε
μια άνευ προηγουμένου πολιτισμική και ανθρωπολογική ακμή – πράγμα που
αντανακλά τη σταδιακή αποσύνθεση των δυτικών κοινωνιών συνολικά –
επενδύοντας στην απολυταρχία της τεχνοκρατίας, του ελιτισμού και της
σταδιακής υποχώρησης του δημόσιου πεδίου για χάρη της ατομικής
απόλαυσης, εμείς καλούμαστε να επανεξετάσουμε τις μέχρι τώρα
τοποθετήσεις, αναζητώντας ταυτόχρονα βιώσιμες αντιπροτάσεις. Πώς
τοποθετούνται μέχρι στιγμής οι οι περισσότεροι «πολιτικοί» χώροι;
Για τις δυνάμεις του «κέντρου» μοναδική λύση είναι ο συμβιβασμός άνευ
όρων με την εξαθλίωση και την ανέχεια, η συμφιλίωση με την ταπείνωση
και την υποταγή, αναζητώντας ψίχουλα στο τραπέζι των πλουσίων. Αυτές
είναι οι πολιτικές του «ρεαλισμού» και της «προσγείωσης στην
πραγματικότητα», μια πραγματικότητα που «δεν αλλάζει ό,τι και να
κάνουμε». Από την άλλη η εξωκοινοβουλευτική αριστερά μιλά για μονομερή
καταγγελία όλων των συμβάσεων που καθιστούν την Ελλάδα χώρα-μέλος της
Ε.Ε., (όπως ακριβώς λέει το ΚΚΕ), ακολουθώντας όμως και αναπαράγοντας
μια ετεροκαθοριζόμενη ευρωσκεπτικιστική ιδεοληπτική ρητορική, και
αμφισβητώντας το «ανήκομεν εις την δύσιν» πάντα όμως στα πλαίσια ενός
εργαλειακού αντιδυτικισμού. Μέχρι στιγμής απουσιάζουν παντελώς από το
πολιτικό λεξιλόγιο έννοιες όπως «αυτο-οργάνωση», «άμεση δημοκρατία» και
«αυτο-διαχείριση», ως σαφείς προγραμματικοί στόχοι που θα πρέπει να
συνοδεύονται με κάθε προσπάθεια ρήξης με τις ισχύουσες
πολιτικο-κοινωνικές δομές της τεχνοκρατίας και του ελιτισμού (είτε αυτός
προέρχεται από διασυνοριακά κέντρα εξουσίας είτε από κρατικούς φορείς),
πράγμα που δυσχεραίνει το έργο της κοινωνικής μεταστροφής όλο και
περισσότερο.
Από την άλλη, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τί επιφυλάσσει το μέλλον
αναφορικά με τις κινήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, τη στιγμή που η ερμηνεία τους
γίνεται αντικείμενο πολλαπλών και κατευθυνόμενων ερμηνειών (είτε υπέρ
είτε κατά), διαστρεβλώσεων και πολέμου εντυπώσεων, ψευδών ειδήσεων,
διαρροών (που συνεχώς αμφισβητούνται είτε διαψεύδονται). Μπορούμε να
εκφράζουμε σκεπτικισμό αναφορικά με την προσπάθεια αυτή, δεδομένης της
σήψης των δυτικών κοινωνιών, αλλά θα ήταν λάθος να την καταδικάσουμε εξ’
αρχής, δεδομένου ότι οι βασικοί παίκτες των διαπραγματεύσεων (από την
Ελληνική πλευρά) δεν είναι άνθρωποι με μηδενική γνώση σχετικά με το πώς
λειτουργεί το τεχνοκρατικό οικοδόμημα της Ευρώπης (και το όλο σύστημα εν
γένει) ώστε να μπορούμε με σιγουριά να μιλήσουμε για τη σίγουρη
αποτυχία τους στο άμεσο μέλλον (επιπλέον, ο Ρωσικός και ο Αμερικανικός
παράγοντας θέτει πληθώρα ερωτηματικών αναφορικά με τις επόμενες κινήσεις
στη σκακιέρα των πολιτικών αυτών παιγνίων που, κατά βάση, δεν αποτελούν
τίποτα περισσότερο από συνέχεια ενός πολέμου με άλλα μέσα, όπως πολύ
σωστά είχε πει και ο Φουκώ). Αντιθέτως φαίνεται ότι γνωρίζουν πολύ καλά
πώς να ελίσσονται, πώς να υποχωρούν όταν πρέπει ή πότε και πώς θα πρέπει
να αντεπιτεθούν. Αν, συνεπώς, οι προσπάθειες καρποφορήσουν και η Ευρώπη
καταφέρει να μπει σε τροχιά αλλαγής, τότε κατά πάσα πιθανότητα θα
διαμορφωθεί ένα νέο σκηνικό, πάνω στο οποίο δεν έχουμε παρά να
απαιτήσουμε περισσότερα (όπως, για παράδειγμα, ξεπέρασμα του
κοινοβουλευτισμού και της αντιπροσώπευσης, απαίτηση για καθιέρωση
δημοψηφισμάτων, δημιουργία συνελεύσεων κτλ). Η οποιαδήποτε αποτυχία,
όμως, θα μπορούσε να σηματοδοτεί ένα μέλλον δυσοίωνο, όχι μονάχα για το
πρόταγμα της αυτονομίας, αλλά και για την ίδια την Ευρώπη, καθώς η ανάσα
του τεχνοαυταρχισμού – ή και του φασισμού (σε συγκεκριμένες
περιπτώσεις) – ακούγεται κάθε μέρα όλο και πιο έντονη.