Μαρία Λούκα Συνάντησα τον Γιάννη Φελέκη πρώτη φορά πριν από 10 χρόνια –μαθήτρια ακόμα – στα μεγάλα αντιπολεμικά συλλαλητήρια ενάντια στην εισβολή στο Ιράκ. Με πυκνά γκρίζα μαλλιά και μια παλαιστινιακή μαντήλα, έτρεχε με μια παλιά BMW με κάσα ανάμεσα σε κόσμο, δακρυγόνα και φωτιές. Ταξιδέψαμε μαζί για το Παρίσι στη μεγάλη διαδήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ και κοιμηθήκαμε δίπλα σε εκατοντάδες ανθρώπους στο γυμναστήριο που μας είχε παραχωρήσει ο δήμος. Κάποια βράδια μαζευόμασταν γύρω του οι φοιτητές και δε σταματούσαμε να ρωτάμε. Ο Γιάννης είναι μια μυθική φιγούρα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ξεκίνησε από ένα χωριό της Άρτας, κι όμως έζησε τόσα πολλά.
Τη συνδικαλιστική αναγέννηση του ’60, τα μπουντρούμια της ΕΑΤ – ΕΣΑ στη χούντα μέχρι να καταλήξει στα Εξάρχεια μαζί με την Κατερίνα Γώγου και τον Νικόλα Ασιμο. Εκεί τον ξαναβρήκα τις προάλλες. Ολόιδιο κι αμετανόητο, με κάπως πιο γκρίζα μαλλιά και ένα κόκκινο κασκόλ τυλιγμένο στο λαιμό. Πάρκαρε τη μηχανή στην οδό Κωλλέτη και ανεβήκαμε στα γραφεία στον 1ο όροφο μεσημέρι. Όταν φύγαμε είχε νυχτώσει για τα καλά. Ξεκίνησε να μου μιλά μ΄ εκείνη τη βραχνάδα του ανθρώπου που σταματάει να καπνίζει μόνο για να κοιμηθεί -ανάμεσα σε τόνους βιβλίων, φωτογραφίες του Μαρξ και του Λένιν και παλιές αφίσες. Ήταν πρόθυμος να διηγηθεί με χιούμορ, γλαφυρότητα και κρυστάλλινη μνήμη μια ιστορία βγαλμένη από τις κιτρινισμένες βιογραφίες των επαναστατών του 20ου αιώνα. Την ιστορία της ζωής του.
«Γεννήθηκα
σ’ ένα χωριό της Άρτας ημιορεινό, ξερό και τρισάθλιο που δεν είχε ούτε
αγροτική, ούτε κτηνοτροφική παραγωγή. Ήδη, από την 3η δημοτικού έκανα
παράλληλα διάφορες δουλειές, στα κατσίκια και στα κτήματα. Κι επειδή
πήγαινα και κανένα αβγό στο δάσκαλο, πήρα ένα απολυτήριο δημοτικού. Μετά
πήγα στην Άρτα και δούλεψα γαλατάς -συνολικά 18 ώρες δουλειά τη μέρα
για τρεις δραχμές.
Το 1958 ήρθα στην Αθήνα. Παιδάκι ήμουν, 15 χρόνων. Ήταν η εποχή που
το συνδικαλιστικό κίνημα είχε αρχίσει να ανασυγκροτείται μετά την
καταστροφή του εμφυλίου. Στις ηγεσίες των συνδικάτων βρίσκονταν άνθρωποι
με ικανότητα να αξιοποιούν τις δυνατότητες του καθένα, όπως κι εμένα
που ήμουν δεξιός από την οικογένεια μου και πίστευα ότι ο βασιλιάς θα
μας έσωζε και τέτοιες χαζομάρες. Εγώ επειδή από τα 11 μου είχα μπει στη
βιοπάλη καταλάβαινα το ταξικό στοιχείο, πολιτικά όμως ήμουν αφελής.
Δούλευα σε διάφορες καφετέριες, αλλά όπου πήγαινα να δουλέψω ότι στραβό
έβλεπα, αμέσως αρπαζόμουν με τα αφεντικά. Κάθε δυο, τρεις βδομάδες έμενα
άνεργος και πήγαινα στο “Νέον” που ήταν το στέκι των σερβιτόρων. Αν
ήθελε κανείς να βρει εργαζόμενο για δουλειά, εκεί ερχόταν. Μετά
μπαρκάρισα στα καράβια.
Εκείνα τα
χρόνια ήταν πολύ δύσκολο να μπει κάποιος στο εμπορικό ναυτικό, αν ήταν
χαρακτηρισμένος αριστερός, ακόμα κι αν ο προπάππους του -που λέει ο
λόγος- πολέμησε με τον Κολοκοτρώνη το ‘21. Θυμάμαι μια φορά στην
Πορτογαλία , έπρεπε να παραλάβω τις προμήθειες για το ταξίδι. Μας
φέρανε, λοιπόν, κάτι βόδια αργεντίνικα που έπρεπε να είχαν αλώσει όλη
την Αργεντινή πριν τα σφάξουν. Ήταν τόσο χαλασμένα με σφραγίδες
πανάρχαιες που πιάναμε το λίπος και γινόταν αλεύρι από την αλλοίωση.
Διαμαρτυρήθηκα. Γυρνά ο καπετάνιος και μου λέει: “Είσαι βλάκας , αυτοί
θα φάνε μοσχάρι γάλακτος αλλά εσύ θα φτάσεις στην Ελλάδα δεμένος”. Κι
έτσι έγινε. Εγώ έφτασα δεμένος στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας. Εκεί
είχε μπερτάκι, απειλές, ενώ μου αφαίρεσαν και το δικαίωμα να ταξιδεύω
όμως δε μου πήραν το ναυτικό φυλλάδιο, οπότε κατάφερα να μπαρκάρω ξανά…
Στο δεύτερο καράβι κάποιος είχε κάτι βιβλία του Τολστόι και του
Γκόργκι. Αυτά διάβασα κι έγινα αριστερός. Όταν επέστρεψα στην Αθήνα με
τα λεφτά που μου περίσσεψαν αγόρασα από το Μοναστηράκι όποιο βιβλίο μου
έμοιαζε ρωσικό. Το καθένα κόστιζε τότε δύο με τρεις δραχμές. Ξόδεψα
συνολικά 6.000, βάλε με το νου σου πόσα πήρα πόσα! Στο ταμείο ο παππούς
-που έβλεπε τι μάζευα- μου λέει: “Θα σου κάνω κι εγώ δώρο ένα
βιβλιαράκι”. Ούτε που το κοίταξα. Αντίκρισα για πρώτη φορά το εξώφυλλό
του μόλις άνοιξα την κούτα στο σπίτι. Ήταν η “Προδομένη Επανάσταση” του
Τρότσκι. Μου έκανε φοβερή εντύπωση…Όταν έγινε το πραξικόπημα, ήμουν φαντάρος. Απολύθηκα Αύγουστο του 1967, από μια μονάδα που μας είχαν συγκεντρώσει όλους τους χαρακτηρισμένους, το 516 της Ξάνθης. Τις πρώτες μέρες ήταν άγρια η καθημερινότητα με ξύλο, απειλές και δυο, τρεις που έκαναν κήρυγμα υπέρ της χούντας. Εγώ είχα γνωρίσει τον Παττακό όταν υπηρετούσα στο Γουδί. Ήμουν οδηγός αρμάτων. Εκείνος με έβγαλε από οδηγό αρμάτων και με έκανε οδηγό βαρέων οχημάτων. Στη Θεσσαλονίκη μου αφαίρεσαν το δίπλωμα και μου χρέωσαν να γυαλίζω τα σαράβαλα για την επιθεώρηση.
Στα γεγονότα του Πολυτεχνείου ήμουν στην Εργατική Συνέλευση. Θυμάμαι τη μέρα της εισβολής ήμασταν σα σταφύλια πάνω στα κάγκελα. Με το μπαμ που κάνει το τανκ και ρίχνει την πόρτα, έγινε πίτα η λιμουζίνα του πρύτανη που την είχαμε βάλει για οδόφραγμα. Εκεί τραυματίστηκε η Πέπη Ρηγοπούλου. Όπου έφτανε το μάτι σου είχε γεμίσει αστυνομία. Περνούσαμε ανάμεσα τους, τρώγαμε κλωτσιές και μπουνιές και χάναμε το λογαριασμό. Κάποια στιγμή από τα χτυπήματα έπεσα κάτω και πήγαινα μπουσουλώντας. Μας περιέθαλψαν στο κοντινό ξενοδοχείο. Κρυφτήκαμε μετά σε κάτι καλύβια του Αραπάκη -αρχηγός του ναυτικού τότε- σε μια ρεματιά στην Πεντέλη μαζί με εκατομμύρια ψύλλους, χωρίς να έχουμε κάτι φάμε. Περνώντας οι ώρες, ένας, ένας έβγαινε κι έδινε παρών στο τμήμα στο Χαλάνδρι.
Βγήκα κι εγώ να πάω κι απ’ έξω με περίμενε η ΕΣΑ. Έμεινα δυο μήνες εκεί. Τις πρώτες μέρες μου κάνανε φάλαγγα σε 24ωρη βάση. Ήμουν τόσο πρησμένος που και νόημα να μου έκαναν πονούσα. Δε χώραγε παπούτσι στο πόδι μου. Το κελί μου είχε τσιμέντο, τίποτα άλλο. Κι έπρεπε να στέκομαι συνέχεια όρθιος. Αν καθόμουν έμπαινε μέσα ο εσατζής και με πλάκωνε στο ξύλο μέχρι να ξανασηκωθώ. Αυτό κράτησε 12 μέρες. Την 12η κατέρρευσα. Άρχισα να βλέπω οράματα, παπάδες με ποδήλατα, τρεχούμενα νερά σε βρύσες… Λίγο προτού λιποθυμήσω έπεσα πάνω στον εσατζή. Ένα πρόβλημα με την ορθοστασία μου ‘μεινε από τότε. Παραμονή Χριστουγέννων μας πήγαν στη Γυάρο. Εκεί ήμουν μαζί με τον Σταύρο Παράβα, τον Παντελή Βούλγαρη και άλλους. Με την πτώση της χούντας μας απελευθέρωσαν.
Με συνέλαβαν κάμποσες φορές ακόμα στη Μεταπολίτευση. Το 1977, είχε γίνει από κάποιους Παλαιστίνιους και Γερμανούς μια αεροπειρατεία σε μια πτήση της Lufhansa. Προσγειώθηκαν στο Μογκαντίσου και ζητούσαν την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων της RAFστα λευκά κελιά. Οι Γερμανοί σε μια αιματηρή επιχείρηση σκότωσαν τους αεροπειρατές, ενώ ταυτόχρονα και πολλοί κρατούμενοι στα “λευκά κελιά” βρέθηκαν νεκροί. Δήθεν “αυτοκτόνησαν”. Oργανώσαμε το απόγευμα της άλλης μέρας μια διαδήλωση στα Προπύλαια. Τελείωσε ήρεμα η διαδήλωση, όμως κατά τις 4 τα ξημερώματα μπήκαν μέσα στο σπίτι μου καμία 10αρια ασφαλίτες με εισαγγελέα. Φιλοξενούσα έναν Ιταλό και θέλανε να πάρουνε κι αυτόν. Νόμιζαν ότι εμπλεκόμασταν σε διεθνή συνομωσία.
Μετά τη διαδήλωση, κάποιες πρώιμες τότε ομάδες αναρχικών έσπασαν προεκλογικά μαγαζιά και τράπεζες στην Αθήνα. Για όλο αυτό συνέλαβαν 8 άτομα από τις οργανώσεις που καλούσαν στα προπύλαια ως ηθικούς αυτουργούς. Πιάσανε και τον Νικόλα Άσιμο “ως συνθέτη ανατρεπτικών τραγουδιών που με τους στίχους του εξωθούσε τη νεολαία να σπάει τζάμια”. Μείναμε στο ίδιο κελί με τον Άσιμο για κάποιο καιρό. Γνωριζόμασταν από τα Εξάρχεια που είχα μετακομίσει από το Σεπτέμβρη του 1974. Ήταν τρελός, αθυρόστομος μα τρομερά εύστροφος -έτσι έβγαζε και καλούς στίχους. Στην Καλλιδρομίου ήταν το τελευταίο σπίτι του. Εκεί αυτοκτόνησε. Στην πλατεία πετύχαινα συχνά και την Κατερίνα Γώγου σε κακό χάλι. “Ας κάνουμε κάτι ρε Γιάννη, μας έχουν αποδεκατίσει με την πρέζα. Κάντε κάτι να οργανωθούμε…” μου ‘λεγε….
Τα Εξάρχεια ήταν και τότε αστυνομοκρατούμενα και πολιορκούμενα. Εγώ βρήκα ένα σπίτι, άδειο, το έφτιαξα και έμεινα για μερικά χρόνια. Τότε στην περιοχή υπήρχαν μόνο καφενεία και ταβέρνες. Ο “Τουταγχαμών” ήταν από τα πρώτα μπαράκια κοντά στη Σόλωνος. Το Μάρτη του 1978 που είχα βγει εγώ από τη φυλακή και μέσα σε μια τριετία τα Εξάρχεια γέμισαν μπαράκια. Είχε πεθάνει η εποχή των μπουάτ. Ταυτόχρονα άνοιξαν και τα ρεμπετάδικα. Η “Ρεμπέτικη Ιστορία” ήταν το πρώτο. Το πιο εμβληματικό μπαρ θεωρούταν το “Dada” που έπαιζε ροκ αλλά πέταγε και κανένα Χατζηδάκη ενδιάμεσα. Ξεφύτρωσαν και μερικά μαγαζιά με live μουσική με νέα γκρουπάκια που εμφανίστηκαν τότε πέρα από τους παλιούς που υπήρχαν, όπως ο Πουλικάκος. Εγώ ήμουν ροκάς από παλιά και γούσταρα που τα Εξάρχεια είχαν γίνει μετά την Πλάκα το επίκεντρο της διασκέδασης. Κόσμος από όλη την Αττική ερχόταν εδώ.
Κάποια στιγμή εξαιτίας της συνδικαλιστικής μου δράσης δε μπορούσα να δουλέψω πουθενά ως λιθογράφος που ήμουν. Αποφασίσαμε τότε με τη σύντροφο μου να κάνουμε κάτι δικό μας. Εγώ βέβαια ήμουν ήδη καταχρεωμένος. Είχε γίνει το πραξικόπημα το ‘80 στην Τουρκία και το σπίτι μου είχε γίνει δεύτερο Λαύριο, γεμάτο πρόσφυγες. Κάποιες φορές δεν άνοιγε η πόρτα. Έβρισκες έως και 30 άτομα στρωματσάδα. Έπαιρναν τηλέφωνα σε όλο τον κόσμο. Είχα λογαριασμό τηλεφώνου 140.000 δραχμές το ’81 που ο μέσος μισθός να φανταστείς ήταν έξι με εφτά χιλιάδες. Έτσι άνοιξα ένα ρεμπεταδικό με μικρές κομπανίες. Απαγορεύονταν, όμως, τα τσιφτετέλια και το χειροκρότημα.
Μετά το έκανα ροκάδικο με το όνομα “Παλιακό”. Έγινε χαμός. Από το ‘85 έως το ‘89 ήταν ένα από τα φημισμένα μαγαζιά των Εξαρχείων. Αυστηρά ροκ. Μόνο μια εξαίρεση κάναμε στη μουσική. Επειδή είχε πολλά γυφτάκια στην περιοχή που είχαν κατέβει από την Κομοτηνή και έμεναν στο Γκάζι, έρχονταν στο μαγαζί να πουλήσουν κανένα λουλούδι. Όταν έπεφταν πάνω μου, λέγανε: “Θείο, θείο βάλε μας κανένα μπουρνελέικο να χορέψουμε”. Έκανα την παραχώρηση κι εκείνα ανέβαιναν πάνω και έδιναν ρεσιτάλ. Mε τον καιρό το “Παλιακό” έγινε στέκι όλων μαθητών-καταληψιών της εποχής. Έσφυζε από ζωή. Έφταναν μαθητές από τη Λαμία και τη Φλώρινα και έκαναν βόλτες στα Εξάρχεια μέχρι να ανοίξει το μαγαζί.
Σ’ όλη αυτή τη διαδρομή δεν έλειψα από καμία διαδήλωση. Θυμάμαι τον Αρκουδέα να τριγυρνάει στα Εξάρχεια με την περιβόητη επιχείρηση “Αρετή”. “Γιατί δεν πάτε στο Χημείο που ‘χει και άσυλο”, μας είπε μια φορά. Πήγαμε κι απ’ έξω ήταν γεμάτο επενίτες. Θυμάμαι μια άλλη φορά -όταν ήρθε ο Ζαν Μαρί Λεπέν στο Κάραβελ να μιλήσει- ο πρώτος που άρχισε να με χτυπά μέσα στη διαδήλωση ήταν ένας πελάτης μου από το “Παλιακό”. Μετέπειτα έγινε διαλυμένο πρεζόνι στην πλατεία. Πότε δεν κατάλαβα ποια ήταν η σχέση του με την αστυνομία. Νωρίτερα είχα συναντήσει και τον Κρυστάλλη -τότε που ήταν στη νεολαία της ΕΔΑ. Τον συλλάβανε το ‘89 και αποκαλύφθηκε ότι ήταν κυπατζής.
Για πολλά χρόνια έκανα διακοπές στη Λευκάδα -σε μια αυτοσχέδια κατασκευή κοντά σε μια ήρεμη παραλία λίγο πριν από τον Άγιο Νικήτα. Οι φίλοι μου το βάφτισαν «Φελεκιστάν». Πήγαινα από το 1984 μέχρι το 2004. Μετά το σεισμό σταμάτησα. Έρχονταν οι μανάδες με τα πιτσιρίκια και φωνάζανε «Φελέκη, φτιάξε πατάτες». Οργανώναμε τρομερά τσιμπούσια. Και βέβαια ήταν αυστηρά ξεβράκωτο. Ωραία χρόνια. Με τα πολλά βγήκα στη σύνταξη το 2008. Κι είμαι ακόμα εδώ».
Πηγή ¨Vice” -► εδώ