ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Οι επικοινωνιακοί κλακαδόροι της ΝΔ θέλουν να σβήσουν την ιστορική μνήμη



 
 
 
 
Γράφει ο Πολύφημος

Στη λίστα των δημόσιων εκτάσεων και κτηρίων προς πώληση μπήκε το Σκοπευτήριο Καισαριανής. Για κάποιους το Σκοπευτήριο αποτελεί ένα μνημείο θυσίας των αντιφασιστών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Για άλλους είναι ένα ακόμη εμπόδιο μπροστά στην αγωνία μας για ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα. Διανύουμε μία περίοδο που η ιστορική μνήμη του πληθυσμού μεταβάλλεται. Ο ένας μετά τον άλλο, βουλευτές, υπουργοί και δημοσιογράφοι προσπαθούν να μας κάνουν να ξεχάσουμε όλα όσα συνέβησαν σε αυτήν τη χώρα, ξαναγράφοντας την ιστορία απ’ την αρχή.
Διαχωρίζουν τα εγκλήματα ανθρώπου σε άνθρωπο ανάλογα με πολιτική τους σκοπιμότητα και δηλώνουν δημόσια ότι άλλο πράγμα να είσαι χουντικός κι άλλο ναζί. Φυσικά και είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Που κανένας βουλευτής ή δημόσιος λειτουργός δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται από αυτά. Ποτέ. Όπως έχω πει πολλές φορές, η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά περιβάλλεται από μία ομάδα ακροδεξιών, φασιστών, ρατσιστών οπαδών της χούντας. Δεν το λέω εγώ αλλά το ίδιο τους το παρελθόν, οι επιστολές αγάπης στον δικτάτορα Παπαδόπουλο και οι κλειστές τους πατριωτικές ομιλίες.
Όταν ο Άδωνις Γεωργιάδης παραδέχεται με ένα ύφος “σιγά τα ωά” ότι ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας, Μάκης Βορίδης, δεν είναι ναζί αλλά χουντικός και κανενός το αυτί δεν ιδρώνει, τότε τι να συζητάμε για ιστορικές μνήμες; Στην σύγχρονη Ελλάδα η ιστορική μας μνήμη σταμάτησε στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Τρεις τάξεις στο γυμνάσιο και τρεις στο λύκειο, τα παιδιά μαθαίνουν τα πάντα για την κλασσική εποχή, τους περσικούς πολέμους, το μολών λαβέ, το Βυζάντιο και την επανάσταση του ’21. Ύστερα κάνουν μία ιστορική ανασκόπηση ολόκληρης της ζωής του Βενιζέλου με κάθε λεπτομέρεια και στο τέλος γυρίζουν σπίτι τους να παπαγαλίσουν την ένδοξη πορεία των εθνοπατέρων μας.
Τα παιδιά δεν μαθαίνουν εδώ και πολλά χρόνια τι έγινε στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Δεν ξέρουν τι είναι ο ναζισμός, τι είναι ο φασισμός. Γιορτάζουν κάθε χρόνο το έπος του ’40, δίχως να έχουν ιδέα για τι πράγμα μιλάμε. Και κυρίως τι ακολούθησε. Δυστυχώς, τα παιδιά δεν έχουν μαύρο σκοτάδι μόνο για τους ναζί και το φασισμό. Δεν ξέρουν ούτε τι ήταν η χούντα των συνταγματαρχών. Κλείνουν τα σχολεία στις 17 Νοέμβρη και ελάχιστοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν τι προηγήθηκε μέχρι να φτάσουμε στο 1973 και το Πολυτεχνείο. Βασανισμοί, εξορίες, πολιτικές διώξεις, είναι λέξεις άγνωστες σε ένα παιδί 16 χρονών. Και πώς να μην είναι όταν η μοναδική πηγή ενημέρωσης που του προσφέρει το σύστημα εκπαίδευσής του είναι μία ωριαία γιορτή κάθε χρόνο; Ποια ήταν η αντίδραση των μεγαλύτερων και σοφότερων μπροστά σε αυτό το κύμα ιστορικής αποσιώπησης του φασισμού και των εγκλημάτων του όλα αυτά τα χρόνια;
Να κάνουμε ανέκδοτο εκείνα τα παλιά ρεπορτάζ που έδειχναν μαθητές να απαντούν ότι την 28η Οκτωβρίου γιορτάζουμε την επανάσταση του ’21, την 25η Μαρτίου το όχι και την ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη την κατέβασε ο Απόστολος Γκλέτσος. Μας φαίνεται πλέον τόσο φυσιολογικό το γεγονός ότι ένας εικοσάχρονος παραδέχεται πως δεν ξέρει ούτε τη σβάστικα, ούτε το ναζιστικό χαιρετισμό, ούτε την Γυάρο και την Μακρόνησο. Ξέρει μόνο να το βουλώνει και να κάνει τη δουλίτσα του.
Κάθε ιστορική μνήμη που συνδέει τα σημερινά παιδιά των χουντικών και των συνεργατών των ναζί σβήνεται. Κάθε φωνή που μιλά για μόχλευση της ιστορίας και προσβολή της μνήμης αγωνιστών, φιμώνεται. Οι σύγχρονοι επιχειρηματικοί και επικοινωνιακοί κλακαδόροι της Νέας Δημοκρατίας εκμοντερνίζουν το προφίλ του σκληρού χουντικού και εξωραΐζουν τα εγκλήματα κατά του ανθρώπου, μόνο και μόνο γιατί το να είσαι ναζί είναι χειρότερο από το να είσαι χουντικός. Απενοχοποιείται κάθε έννοια δημοκρατίας και δικαιοσύνης από τους ίδιους τους “εκπροσώπους” της, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να σβήσουν το φασιστικό τους παρελθόν και παρόν.
Με το εργαλείο της “βίας των δύο άκρων” και την ιδεολογική του βάση φτιαγμένη πάνω στα επικοινωνιακά μπάζα των μέσων ενημέρωσης και της ακαδημαϊκής ελίτ, στρεβλώνουν την ιστορία, διαγράφουν τη μνήμη και βγάζουν στο σφυρί έναν τόπο μαρτυρίου στο βωμό του αγώνα κατά του ναζισμού σαν να ήταν μεταχειρισμένο αυτοκίνητο.

ΠΗΓΗ: polyfimos.blogspot.gr via http://www.periodista.gr

Κάτω τα χέρια από το Σκοπευτήριο! Όλα μπορεί να τα πουλήσετε, την Καισαριανή δεν θα την πουλήσετε. Αν δεν σας σταματήσουν οι ζωντανοί, θα σας σταματήσουν οι νεκροί.

Του Γιώργου Ανανδρανιστάκη



Τώρα είναι η κατάλληλη ώρα, τώρα που όλοι ασχολούνται, με τον τρόπο του ο καθένας, με την επέλαση του νεοναζισμού.  Τώρα βρήκε την ευκαιρία η εθνική μας Κυβέρνησις να βγάλει στο σφυρί το Σκοπευτήριο της Καισαριανής, τον ιστορικό  χώρο που επέλεξαν οι  ναζί, για να εκτελούν τους πατριώτες που τους αντιστέκονταν. Να το αγοράσει το Σκοπευτήριο η Χρυσή Αυγή, έχουνε λεφτά,  τους χρηματοδοτούν οι εφοπλιστές, και να κάνει  εικονικές εκτελέσεις μεταναστών, αριστερών και άλλων αποβρασμάτων....


Λέγαμε υπερβάλλοντας ότι αυτοί που μας κυβερνούν είναι ικανοί να πουλήσουν  τα πάντα. Σβήστε το «υπερβάλλοντας». Αυτοί που μας κυβερνούν είναι ικανοί να πουλήσουν τα πάντα, μέχρι  και το χώρο στον οποίο βρίσκεται το Σκοπευτήριο της Καισαριανής, το μνημείο των πεσόντων και το μουσείο ιστορικής μνήμης. Το αποκάλυψε η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Θεανώ Φωτίου: Ο χώρος των 99 στρεμμάτων που περιλαμβάνει τα προαναφερθέντα και ανήκει στον Οργανισμό Σχολικών  Κτηρίων έχει παραχωρηθεί στο ΤΑΙΠΕΔ, στο ταμείο αποκρατικοποιήσεων του Σταυρίδη με τις πισίνες. Να φτιάξετε και μια πισίνα δίπλα στο μνημείο, να τσαλαβουτάνε οι νέοι ιδιοκτήτες.


Χρόνια τώρα προσπαθεί ο Δήμος της Καισαριανής να πάρει υπό  την ιδιοκτησία και την προστασία του το Σκοπευτήριο, αντιμετωπίζοντας τη λυσσώδη αντίδραση κάποιου συλλόγου, κάποιας Σκοπευτικής, που εμφανίζεται ως νόμιμος ιδιοκτήτης του χώρου. Κάθε τρεις και λίγο κάποιος δήμαρχος της Καισαριανής συλλαμβάνεται και σύρεται στο αυτόφωρο, ως καταπατητής ξένης περιουσίας. Αυτά τελείωσαν, ήρθε η ώρα να δοθεί η τελική  λύση, να πουληθεί, επιτέλους,  ο χώρος στους ιδιώτες και να αξιοποιηθεί, να γίνει Μολ, να γίνει τόπος  κατοικιών υψηλoύ κύρους. Να τελειώνουμε, βρε αδερφέ, με τους ιερούς χώρους και τη μούχλα της ιστορίας, που ξεπροβάλει από κάθε γωνιά αυτής της πόλης.

Κάποτε, ακόμη και η σκέψη να πουληθεί το Σκοπευτήριο θα προκαλούσε αποτροπιασμό. Σήμερα, μετά από τρία χρόνια μνημονιακού μιθριδατισμού, το αδιανόητο έχει γίνει αυτονόητο. Τουλάχιστον έτσι νομίζουν και θα συνεχίσουν να το νομίζουν, μέχρι να τους  διαψεύσουμε, μέχρι να τους δείξουμε ότι δεν μπορούν να κάνουν ό, τι γουστάρουν. Το Σκοπευτήριο μπορεί να μην έχει τη σημασία της ΔΕΗ και της ΕΥΔΑΠ, έχει όμως βάρος συμβολικό που δεν μπορούν να το σηκώσουν στους ώμους τους ούτε ο Σαμαράς, ούτε ο Βενιζέλος, ούτε ο Κουβέλης. Ο  αριστερός Κουβέλης, τρομάρα του.

Όλα μπορεί να τα πουλήσετε, την Καισαριανή δεν θα την πουλήσετε. Αν δεν σας σταματήσουν οι ζωντανοί, θα σας σταματήσουν οι νεκροί.          
 αναρχογατουλης     

Πηγή: avgi.gr

Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Να ξαναδούμε την κοινωνία

Ulrich Beck
Η δημόσια συζήτηση καθορίζεται σχεδόν αποκλειστικά από τη σκοπιά της οικονομίας – πράγμα παράλογο, λέει ο Γερμανός  κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ, αν σκεφτούμε πως οι ίδιοι οι οικονομολόγοι αιφνιδιάστηκαν από την κρίση. Ο «πρύτανης» της γερμανικής κοινωνιολογίας στο τελευταίο βιβλίο του, που κυκλοφόρησε ταυτόχρονα στη Γερμανία, στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, ευρωπαϊκές και μη, παρεμβαίνει στην κρίση πραγματοποιώντας μια ανάγνωση με το βλέμμα στραμμένο στο «πνεύμα», στη σύγχυση και την αναποφασιστικότητα ως τακτική επιτήρησης και τιμωρίας «έως ότου το ευρώ μας χωρίσει». 
Επιμένει: «Η κρίση της Ε.Ε. δεν είναι κρίση χρέους... Είναι μια κρίση της κοινωνίας και του πολιτικού, αλλά και της κρατούσας αντίληψης περί κοινωνίας και πολιτικού». Πρέπει να ξαναφέρουμε τους λαούς στο προσκήνιο, να ξαναδούμε την κοινωνία (put society back in!).

Ιστορική αμνησία

Οταν ένας δημόσιος διανοούμενος, με παγκόσμια εμβέλεια στους κύκλους των κοινωνικών επιστημών και της πολιτικής σκέψης, περιγράφει την Ευρώπη σαν ένα εργαστήρι αργού οικονομικοκοινωνικού θανάτου, που θυμίζει στην πολιτική πως, τάχα, είναι ζωντανή, το πράγμα αποκτά ενδιαφέρον. Και ο Μπεκ αναλαμβάνει αυτό το εγχείρημα, εμμένοντας στη δική του ιδέα περί «κοινωνίας της διακινδύνευσης» (risk society theory) όχι με σκοπό να αναμοχλεύσει τον ευρωσκεπτικισμό, αλλά, αντίθετα, για να απαντήσει στην έκρηξη του ευρωσκεπτικισμού που απλώνεται και χωρίζει τον ευρωπαϊκό Βορρά και τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
Η ανάλυση, επομένως, που κάνει ο Μπεκ στο βιβλίο του ακολουθεί μια τροχιά από τις απαρχές της Ε.Ε., της τότε ΕΟΚ, και των επιτυχιών της –του εθελούσιου, οραματικού και αισιόδοξου συνασπισμού των πρώην μεγάλων πολιτισμών και των πρώην μεγάλων δυνάμεων που ήθελαν να λυτρωθούν από το πολεμικό παρελθόν τους–, για να φτάσει, σήμερα, στην αλαζονεία των Βορειοευρωπαίων, οι οποίοι με περισσή ιστορική αμνησία και πολιτισμική άγνοια, επιλήσμονες κατακτημένων αξιών όπως η ελευθερία και η αξιοπρέπεια και κοινωνικών θεμελίων όπως η δημοκρατία, αφήνονται ευκαιριακά, μοιραία, στην «τυφλότητα της οικονομίας» – σε ό,τι ο Μακιαβέλλι χαρακτήριζε ως occasione (ως ευνοϊκή ιστορική περίσταση).
r-ARABREVOLTS-large570

Κοινωνικά κινήματα

Βεβαίως, ο Μπεκ θεωρεί τα κοινωνικά κινήματα –την Αραβική Ανοιξη, το Occupy Wall Street ή το Αμερικανικό Φθινόπωρο και το ακαδημαϊκό πρεκαριάτο– σημαντικούς παράγοντες στην εδραίωση του κοινού μέλλοντος. Βλέπει, επίσης, ως πραγματικούς «αρχιτέκτονες της Ευρώπης» όλους εκείνους που μάχονται υπέρ της Ευρώπης και παίρνουν πρωτοβουλίες, προβάλλουν ιδέες για την αναδιοργάνωση και την ανάπτυξή της. Θα μπορούσε να υπάρξει σύντομα, ίσως αναδυθεί, ένα «Ευρωπαϊκό Φθινόπωρο» για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο –που, όμως, θα παλέψει, από τα κάτω, διασχίζοντας τα σύνορα, ανατρέποντας την εθνοκρατικιστική πολιτική, για περισσότερη και όχι για λιγότερη Ευρώπη. Επικρίνει την κρατούσα πολιτική, που υποτιμά την εξουσία των αδύναμων, των «περιττών», των κοινωνικοπολιτικών κινημάτων και τις διεθνικές συγκρούσεις διακινδύνευσης. Ωστόσο, διαπιστώνει ότι «οι πειστικότεροι και ανθεκτικότεροι αντίπαλοι της χρηματοπιστωτικής οικονομίας δεν είναι αυτοί που στήνουν σκηνές μπροστά από τους καθεδρικούς των τραπεζών και τις μεγάλες πλατείες, αλλά η ίδια η χρηματοπιστωτική οικονομία».

Ανοιχτό το μέλλον της Ευρώπης

Η επιχειρηματολογία του Μπεκ βασίζεται στο ότι το σχήμα «κρατικός σοσιαλισμός για τους πλούσιους και τις τράπεζες και νεοφιλελευθερισμός για τα μεσαία στρώματα και τους φτωχούς» είναι ατελέσφορο και αντιπαραγωγικό. Η επιβολή «από τα πάνω» του οικονομικού και πολιτικού σχεδίου, εκ Βερολίνου προερχόμενου, και η αντίσταση «από τα κάτω» αναδεικνύουν μια δομική δυσαρμονία που δεν αφήνει χώρο στη συλλογική δράση, στο «όλοι μαζί μπορούμε».
Για τον Ούλριχ Μπεκ, προέχει το «παράδειγμα της στρογγυλής τραπέζης» το οποίο υποδεικνύει, όπως και σε παλιότερα γραπτά του, ως κοινό πεδίο συζήτησης για την κοινωνία της διακινδύνευσης και τη λήψη αποφάσεων στην εποχή της αβεβαιότητας. Είτε, όμως, βιώνουμε μια, κατά Γκράμσι, μεταβατική φάση καινούργιου κόσμου που συγκρούεται με τις δικές του και τις παλιές αντιφάσεις, είτε μια, κατά Ντυρκάιμ, ανομική φάση στην οποία το νέο είναι ακόμα θαμπό και το παλιό δεν έχει ξεθωριάσει, στην ευρωπαϊκή, ούτως ειπείν, «μεσοβασιλεία» των μακιαβελλικών διχονοιών και των καταστροφικών αντιθέσεων που εκμεταλλεύεται «ο ηγεμόνας», ο uomo virtuoso, ένας άντρας με ταλέντο στην εξουσία κι, εν προκειμένω, μια γυναίκα, η Αγκελα Μέρκελ (εξ ου και το Μερκιαβέλλι), τα πάντα παραμένουν ως ενδεχόμενο ανοικτής έκβασης για τον καλό ή τον κακό καιρό της Ευρώπης.
Η κατακλείδα, πάντως, του Μπεκ έρχεται με έναν στίχο του Χέλντερλιν, σαν παρηγορητική υπόσχεση που πρέπει να επικαιροποιήσουμε και να εφαρμόσουμε: «Οπου υπάρχει κίνδυνος, φυτρώνει και η σωτηρία».

Μα τί κακοί άνθρωποι αυτοί οι συνδικαλιστές !!!

Αν παρακολουθήσει κανείς τα ΜΜΕ, τις κυβερνήσεις της τελευταίας 15ετίας, πλήθος «μεταρρυθμιστών» σχολιαστών, πολλοί εκ των οποίων με το αζημίωτο έχουν προσφέρει «καταπληκτικές» συμβουλές από κρατικές θέσεις που τους διόρισαν και φυσικά πολλά «παιδιά» καλών οικογενειών- κυριολεκτικά και μεταφορικά- που με τα αστραφτερά τους χαμόγελα κάνουν…καριέρα σε διάφορα κόμματα, για την κρίση στην Ελλάδα δε φταίει ο καπιταλισμός και οι πολιτικό- οικονομικοί διαχειριστές του, δηλαδή η ελίτ αλλά κάποιοι συγκεκριμένοι, πολλοί κακοί άνθρωποι: οι συνδικαλιστές.


Του Θέμη Τζήμα

Δε φταίνε οι επιχειρηματίες που έπαιρναν επιδοτήσεις και άφηναν κουφάρια για να πάνε στα Βαλκάνια, ούτε οι συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις και πρόσωπα που τους τάιζαν για να έχουν τα κατάλληλα ανταλλάγματα. Δε φταίνε οι τραπεζίτες μας που για να διασωθούν επωφελούνται από τις σκανδαλώδεις κρατικές παρεμβάσεις στην πλάτη ημών των φορολογουμένων. Δε φταίνε οι φοροαπαλλαγές των εφοπλιστών και το μαύρο χρήμα που ξεκινάει από το μεγάλο κεφάλαιο και μέχρι ενός σημείου διαχέεται προς τα κάτω. Δε φταίνε οι δεξιές, συστημικές πολιτικές δυνάμεις που διαμόρφωσαν από τα μέσα του ’90 και μετά το πρότυπο της «ισχυρής Ελλάδας» των υπηρεσιών και των ολυμπιακών. Δε φταίει ο ζουρλομανδύας του ευρώ, ούτε φυσικά ο παγκόσμιος και ο εγχώριος καπιταλισμός. Όχι, αυτά είναι μπανάλ. Φταίνε οι εργαζόμενοι της ΔΕΗ, του Μετρό, των μουσείων, των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, του νερού, οι καθηγητές, οι γιατροί, οι νοσοκομειακοί υπάλληλοι κλπ.

Βέβαια όσο κάθονται ήσυχοι όλα κυλούν μια χαρά. Πού και πού καμιά κουμπουριά πέφτει από τα ΜΜΕ αλλά κι αυτή για τα μάτια του κόσμου. Οι διεφθαρμένοι υπάλληλοι κάθε υπηρεσίας για παράδειγμα παίρνουν τις μίζες τους λίγο- πολύ ανενόχλητοι. Η νέα γενιά εργαζομένων σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα μαθαίνει να λέει ευχαριστώ για επισφαλή, κακοπληρωμένη εργασία και «όλοι» είναι ευχαριστημένοι.
Το πράγμα στραβώνει αν προκηρυχθεί καμιά απεργία. Ε εκεί ποιος είδε τον «υπεύθυνο» Σαμαρά και τους προκατόχους του και δεν τους φοβήθηκε. Τί φιλιππικοί για το δημόσιο συμφέρον. Τί εξάψαλμοι για τα ήθη που πρέπει να αλλάξουν, για το λαό που δυσκολεύεται, για τις κατεστημένες νοοτροπίες, για το κοινό καλό. Τι ρεπορτάζ για την ταλαιπωρία των κατά τα άλλα ευτυχισμένων Ελλήνων πολιτών που δυναστεύονται από τους συνδικαλιστές. Καλά για τους εργοδότες δεν το συζητάμε:αυτοί οι “άγιοι” άνθρωποι που μας κάνουν τη χάρη να αποδέχονται ακόμα ότι η εργασία διαφέρει- περίπου έστω- από τον εθελοντισμό βλέπουν το συνδικαλιστή να τους ρουφάει το αίμα και να εμποδίζει τόσες και τόσες παραγωγικές επενδύσεις που περιμένουν στην ουρά για να έρθουν στη χώρα μας.
Γι’ αυτό άλλωστε κοντοζυγώνει η ώρα που οι απεργίες θα απαγορευθούν, οι συλλογικές συμβάσεις θα καταργηθούν και επίσημα, η Ελλάδα θα γίνει μια ειδική οικονομική ζώνη και τα συνδικάτα που δε θα πειθαρχήσουν θα μπορούσαν και να τεθούν εκτός νόμου. Καλώς ορίσαμε στον υπέροχο καινούριο κόσμο του νεοφιλελευθερισμού της ένωσης της «ευρωπαϊκής οικογένειας», στην οποία οι κυβερνήτες μας μας κρατούν με νύχια και με δόντια.
Θα μου πείτε μα υπερασπίζεσαι τώρα τους συνδικαλιστές; δεν άκουσες τίποτα για μίζες, προνόμια, ρετιρέ και χειραγώγηση των εργαζομένων;
Πρώτον, άλλο τα φυσικά πρόσωπα και άλλο ο θεσμός, δηλαδή το συνδικαλιστικό κίνημα. Οι πρώτοι δεν ταυτίζονται με το δεύτερο και κυρίως, η επίθεση δε γίνεται εναντίον των πρώτων. Η επίθεση αφορά την ύπαρξη συνδικαλιστικού κινήματος και εργατικών δικαιωμάτων. Απλά οι παραφθορές του συνδικαλιστικού κινήματος υπερπροβάλλονται ώστε να χτυπηθεί πιο εύκολα ο κύριος στόχος που είναι συνολικά οι εργαζόμενοι και οι μαζικοί χώροι.
Δεύτερον, υπάρχουν συνδικαλιστές και συνδικαλιστές. Το τσουβάλιασμα που τόσο “ανησυχεί” όταν αφορά βουλευτές και υπουργούς ή δημοσιογράφους, ουδόλως ανησυχεί τους κατέχοντες συστημικά μικρόφωνα όταν αφορά τους συνδικαλιστές. Ακριβώς γιατί ο στόχος δεν είναι τα πρόσωπα αλλά ο θεσμός και τα δικαιώματα.
Τρίτον, αν κάποιος θα έπρεπε να είναι ικανοποιημένος με το κυρίαρχο σήμερα πρότυπο συνδικαλιστή αλλά και συνδικαλισμού δεν είναι άλλος από τις μνημονιακές δυνάμεις. Πιο υποτονικό και διασπασμένο συνδικαλισμό δε θα μπορούσαν να είχαν φανταστεί. Για να μην αναφερθούμε βεβαίως σε όλους αυτούς τους «μεταρρυθμιστές» υπουργούς και πρωθυπουργούς που εκλέγονταν χάρη εν πολλοίς και σε ψήφους που τους μάζευαν συνδικαλιστές. Αν κάποιος θα έπρεπε να επιτίθεται ανελέητα εναντίον ενός μεγάλου μέρους του συνδικαλιστικού προσωπικού της χώρας είμαστε όλοι όσοι βιώνουμε την κρίση στο πετσί μας απροστάτευτοι, χωρίς συλλογικότητες με μαχητική δράση.
Η αλλαγή στο συνδικαλιστικό χώρο είναι μια υπόθεση από κάτω προς τα πάνω και όχι αντίστροφα, δηλαδή από την εργοδοσία και το κατεστημένο προς τα απείθαρχα συνδικάτα. Αλλά μια τέτοια πορεία πραγματικής αλλαγής και όχι εξαφάνισης θα ωθούσε σε ένα συνδικαλισμό όντως επικίνδυνο για το κατεστημένο, συγκρουσιακό, πολιτικοποιημένο και μετωπικό. Πολύ αμφιβάλω ότι όλοι αυτοί που ξιφουλκούν κατά του συνδικαλιστικού κατεστημένου και χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τους εργαζομένους θα ευαρεστούνταν από μια τέτοια εξέλιξη.
Τέταρτον, ό,τι και αν καταλογίσει κανείς σε συγκεκριμένους συνδικαλιστές δεν μπορεί να τους κατηγορήσει για την καπιταλιστική κρίση που ταλανίζει την Ευρώπη και τη χώρα. Δεν ήταν οι συνδικαλιστές που έθρεψαν την παρασιτική μεγαλοαστική τάξη της χώρας. Δεν ήταν αυτοί που αποφάσισαν ένα ευρώ- φυλακή των λαών, έρμαιο της πρώτης κρίσης. Δεν ψήφισαν αυτοί τα καταστροφικά μνημόνια. Δεν υπήρξαν οι συνδικαλιστές οι λειτουργοί και φυσικά ούτε οι εμπνευστές του καπιταλισμού – καζίνο.
Ναι, αρκετοί συνδικαλιστές φάγανε όχι μόνο ψίχουλα αλλά και αρκετά παραπάνω από το μεγάλο τραπέζι που είχε στήσει το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο της χώρας. Άλλωστε δεν είναι λίγοι οι «μεταρρυθμιστές» μνημονιακοί υπουργοί που χάρη σε συνδικαλιστές έκαναν καριέρα. Αλλά αυτό δε βάζει τους συνδικαλιστές στη θέση των πρωταιτίων της κρίσης. Αντίθετα οι πρωταίτιοι παραμένουν ακόμα στην κυβέρνηση και δημόσιοι κατήγοροι.
Αν λοιπόν έστω και για προσχηματικούς λόγους ή κατατμημμένα αυτό το φθαρμένο εν πολλοίς συνδικαλιστικό προσωπικό αποφασίζει να κινητοποιηθεί, οι εργαζόμενοι κάθε κλάδου, οι φοιτητές, οι μαθητές, οι άνεργοι οφείλουν να αξιοποιήσουν αυτές τις αποφάσεις ώστε να τις ωθήσουν προς την κατεύθυνση πραγματικών πολιτικών συγκρούσεων, που θα ξεπερνούν τους σχεδιασμούς της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.
Εν τέλει, οι συνδικαλιστές δεν ήταν ούτε οι κακοί άνθρωποι, ούτε οι απατεώνες που χρεωκόπησαν τη χώρα. Ήταν προϊόντα της προηγούμενης περιόδου, μιας περιόδου όπου κυρίαρχη ήταν η διαμεσολαβητική λειτουργία του συνδικαλισμού. Και για την ακρίβεια ήταν μια περίοδος κατά την οποία ναι μεν ορισμένα στελέχη αλλοτριώθηκαν σε ακραίο βαθμό αλλά και κατά την οποία υπήρξε άνοδος του βιοτικού επιπέδου της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων. Και αυτό δεν είναι κακό.
Στη φάση ωστόσο της κρίσης αυτή η διαμεσολαβητική λειτουργία στο πρότυπο των «κοινωνικών εταίρων» δεν μπορεί παρά να δώσει τη θέση της στη συγκρουσιακή δράση, μεταξύ ταξικών αντιπάλων. Γι’ αυτό άλλωστε χρειάζονται άλλου τύπου αγώνες, με διαφορετικό προσωπικό στην πρωτοπορία. Αυτή όμως είναι δική μας δουλειά, όχι δική τους.

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης απομυθοποιεί την Χριστιανική «αγάπη»

Το κείμενο του άρθρου αποτελεί απόσπασμα σεμιναρίου (1983) του Κορνήλιου Καστοριάδη, το οποίο έχει συμπεριληφθεί στην “Ελληνική ιδιαιτερότητα, Τόμος Β΄, Η Πόλις και οι νόμοι” (εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2008, μετάφραση: Ζωή Καστοριάδη.)
Από το Ιστολόγιο: Ο Υπνοβάτης
ko-ka-271Η ΦΙΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΕΟΣ
Οι αρχαιοελληνικές έννοιες και η διαστρέβλωσή τους από την υποκριτική χριστιανική ηθική
Θα έβλεπα δύο πολύ σημαντικά στοιχεία, που χαρακτηρίζουν τις διαπροσωπικές σχέσεις στην Ελλάδα και εκφράζονται με τις λέξεις φιλία και έλεος. Ας αρχίσουμε από την πρώτη. Ο Αριστοτέλης, ο οποίος είναι παραδόξως ο κατ’ εξοχήν φιλόσοφος της κλασικής πόλης, θα τη συζητήσει δια μακρών. Έχουμε συνηθίσει, μετά από τους Ρωμαίους, να μεταφράζουμε αυτή τη λέξη ως «amitié» («φιλική σχέση»), καθόλου δόκιμη απόδοση. Η φιλία προέρχεται από το ρήμα φιλώ, που σημαίνει αγαπώ. Όχι αγαπώ ερωτικά, αν και αυτό το νόημα είναι επίσης δυνατό. Η φιλία είναι το γένος, που σαν επιμέρους είδη του έχει τις διάφορες μορφές συναισθημάτων, που μπορούν να συνδέσουν τα άτομα. Και στην ελληνική πόλη, η φιλία έχει πολύ σημαντικές θεσμικές πτυχές. Βεβαίως, πρόκειται κυρίως για τη φιλική σχέση μεταξύ ανδρών, συχνά βάσει άτυπων πολιτικών συνδέσμων που ονομάζονται εταιρείαι, ενώ ο Πλάτων, όπως και ο Αριστοτέλης, θα πουν δικαίως, ότι η φιλία είναι κατ’ εξοχήν ο τύπος σχέσης, που μπορεί να ευδοκιμήσει και να αναπτυχθεί σε μια ελεύθερη κοινότητα και ότι μια τέτοια κοινότητα την προϋποθέτει.
Κατά κανόνα, η τυραννία δεν μπορεί να ανεχθεί τη φιλίαν (Πλάτων, «Πολιτεία», Ι, 576a, Αριστοτέλης, «Ηθικά Νικομάχεια», Θ, 1161a 30-35, 1161b 1-10). O τύραννος έχει κάθε συμφέρον να εμποδίσει την, ανεξάρτητα από αυτό τον ίδιο, δημιουργία ισχυρών δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, που θα μπορούσαν να ευνοήσουν τον αγώνα εναντίον της εξουσίας του και, εν πάση περιπτώσει, τη σύσταση μέσα στην κοινωνία ενός κέντρου αναφοράς που διαφεύγει του ελέγχου του. Μπορούμε να δούμε το πράγμα από μια μακιαβέλεια σκοπιά -δεν λέω μακιαβελική-, θέτοντας το ερώτημα του πώς πρέπει να ενεργήσει ο τύραννος για να κυβερνήσει. Απάντηση: πρέπει να καταστρέψει τις φιλικές σχέσεις. Ας μεταθέσουμε το ερώτημα στην εποχή μας: τι χρειάζεται ένα ολοκληρωτικό καθεστώς για να εξασφαλίσει τη θέση του; Να διαρρήξει με κάθε τρόπο όλες τις ανεξάρτητες από αυτό σχέσεις μέσα στην κοινωνία, να καταφέρει να κονιορτοποιήσει το λαό και να καταστήσει μοναδικό κέντρο αναφοράς και ενοποίησης τους την ίδια την εξουσία.
Δεν είναι εξ’ άλλου τυχαίο το γεγονός ότι, πολύ συχνά, οι αφηγήσεις των τυραννοκτόνων φέρνουν στο προσκήνιο φίλους, όπως στο περίφημο παράδειγμα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονος στην Αθήνα, οι οποίοι σκότωσαν τον Ίππαρχο, γιο του τυράννου Πεισίστρατου. Θα βρούμε και άλλους στη νότια Ιταλία… Επομένως, η πρώτη διαπροσωπική σχέση, που μετρά στην πολιτική ζωή της κοινότητας είναι η φιλία, θα επανέλθω.
Το δεύτερο στοιχείο, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Αριστοτέλη στον ορισμό της τραγωδίας, είναι ο έλεος -θα μπορούσαμε να πούμε επίσης η συμπάθεια-, δεν πρόκειται για οίκτο ή για κάπως δακρύβρεχτη συμπόνια, αλλά για το γεγονός ότι ο ένας μπαίνει στη θέση του άλλου και συμπάσχει, δηλαδή μεταφορικά, υφίσταται αυτό που κάνει τον άλλο να πάσχει, δεν μένει απαθής απέναντι στη δυστυχία του. Βρίσκουμε έτσι σε ένα λόγο του Δημοσθένη («Κατά Τιμοκράτους», 171,1) το απόσπασμα, όπου λέει, ότι κατά γενική ομολογία, πρέπει τους ασθενείς ελεείν, να επιδεικνύεται έλεος απέναντι στους αδύναμους, να λαμβάνεται υπόψη αυτό που τους συμβαίνει…
Η ιδέα, φυσικά, βρίσκεται ήδη στην Ιλιάδα. Σας θυμίζω τη σκηνή, στο τέλος του έπους, μεταξύ Αχιλλέως και Πριάμου. Βρίσκουμε εκεί όλο τον έλεον του κόσμου, ο καθένας μπαίνει στη θέση του άλλου, και μάλιστα με διάφορους τρόπους. Μπορούμε λοιπόν να συγκρατήσουμε από τη μια τη φιλίαν, και από την άλλη τον έλεον, ως τυπικά συναισθήματα, που αφορούν στις σχέσεις μεταξύ ατόμων. Το επαναλαμβάνω, έχουμε να κάνουμε εδώ, φυσικά, με μια άτυπη θέσμιση, κάτι σαν έθιμο, αλλά με την ισχυρή έννοια του όρου, δηλαδή αυτού, που κατά τα ειωθότα εφαρμόζεται στην πόλη.
Εδώ είναι αναγκαία μια παρέκβαση. Όταν μιλάμε για συναισθήματα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα θεμελιώδες γεγονός, που αποτελεί επίσης κοινοτυπία – και τις κοινοτυπίες δεν τις πολυσκεφτόμαστε∙ τα συναισθήματα δεν λειτουργούν κατά παραγγελία. Μπορούμε, μέχρι ενός σημείου, να κατευθύνουμε την εξωτερική μας συμπεριφορά και να κυριαρχήσουμε στα συναισθήματα μας. Δεν είναι όμως δυνατό να τα αλλάξουμε επιβάλλοντας τη θέληση μας ή από απλό ηθικό καθήκον. Το περισσότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τα διαμορφώσουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας, όπως λέει ο Αριστοτέλης στην αρχή του δεύτερου βιβλίου των «Ηθικών Νικομαχείων»: «Ουτ’ άρα φύσει ούτε παρά φύσιν εγγίνονται αι αρεταί, αλλά πεφυκόσι μεν ημίν δέξασβαι αυτάς, τελειουμένοις δε δια του εθους». [Oι αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως - ούτε όμως και είναι αντίθετη προς τη φύση μας η γένεσή τους μέσα μας; η φύση μας έκανε επιδεκτικούς στις αρετές, τέλειοι όμως σ' αυτές γινόμαστε με τη διαδικασία του έθους (1103a 25).]
Και ιδού ένα πολύ ωραίο ανέκδοτο: κάποιοι φίλοι του Σωκράτη γνώρισαν ένα διάσημο φυσιογνωμιστή, του έδειξαν από μακριά τον Σωκράτη και του ζήτησαν να περιγράφει το χαρακτήρα του. Εκείνος, αφού τον κοίταξε καλά, απάντησε, ότι είναι ευέξαπτος και ανίκανος για αυτοέλεγχο, φιλήδονος, ψεύτης κ.λπ.. Κατάπληξη και γέλια των φίλων, που τα μετέφεραν όλα στον Σωκράτη. Έτσι ακριβώς ήμουν, τους απαντά· έκτοτε άλλαξα τον εαυτό μου, τα ελαττώματα όμως αυτά παρέμειναν χαραγμένα στο πρόσωπο μου (Κικέρων, Τusculanes, IV, 37).
Δεν πρέπει να ξεχάσουμε, ότι στην ελληνική αντίληψη -και ο Αριστοτέλης το αναφέρει ρητά- φιλία μόνο μεταξύ ίσων μπορεί να υπάρχει. Αυτό είναι εξάλλου που την ανάγει στο κατεξοχήν δημοκρατικό συναίσθημα, θα ήταν γελοίο, λέει, να φανταστούμε ότι δεσμοί φιλίας μπορούν να συνδέσουν ένα θνητό με τον Δία. Από την άλλη, το συναίσθημα αυτό απευθύνεται σε ό,τι αξιολογούμε θετικά στον άλλο. Αυτό μπορεί να φαίνεται αυτονόητο, αλλά μην ξεχνάτε ότι η χριστιανική θέση είναι εντελώς διαφορετική – θα επανέλθω επ’ αυτού. Βλέπετε λοιπόν, ότι η φιλία εξαρτάται, κατά μία έννοια, από την πολιτική θέσμιση της πόλης, δεδομένου ότι η ίδια η πόλη θέτει τα άτομα ως ίσα, δημιουργώντας ως εκ τούτου τις συνθήκες για αυτό τον τύπο δεσμών. Και ταυτόχρονα η πόλη βεβαίως δίνει σε καθένα από τα μέλη της τη δυνατότητα να εξυψωθεί ώστε να γίνει άξιο φιλίας.
Στην ελληνική αντίληψη φιλία μόνο μεταξύ ίσων μπορεί να υπάρχει.
Υποθέστε τώρα, ότι η θεμελιώδης ηθική προτροπή σε μια κοινότητα είναι η αγάπη, όχι η ανοχή ή η λύπηση, αλλά η αγάπη των πάντων ανεξάρτητα από το τι είναι ο καθένας, επιπλέον δε, ότι πρέπει η αγάπη αυτή να επιδεικνύεται ακόμη περισσότερο, όταν το άτομο δεν αξίζει ηθικά. Σε αυτό ακριβώς έγκειται, όπως ξέρουμε, το περιεχόμενο της χριστιανικής προτροπής σε ό,τι αφορά τις ατομικές σχέσεις. Ο πραγματικός χριστιανικός ήρωας είναι αυτός, που μπορεί να φιλήσει τις πληγές των λεπρών ή ο Χριστός της παραβολής του Dostoevsky, ο οποίος φιλά στο στόμα τον Μέγα Ιεροεξεταστή, που μόλις του εξήγησε τις ορθολογικές φρικαλεότητες, που γνωρίζετε.
Φυσικά, δεν υπάρχει τίποτα παρόμοιο στον ελληνικό κόσμο. Η φιλία απευθύνεται στον άλλο στο βαθμό που ενσαρκώνει μια αξία, στο μέτρο που είναι καλός καγαθός, δηλαδή ένα ον «καλό και ωραίο». Όσο για τον έλεον, απευθύνεται σε όλο τον κόσμο, αλλά δεν πρόκειται για αγάπη. Είναι το γεγονός, ότι ο άλλος λαμβάνεται υπ’ όψη, η δυστυχία του μετρά και υπαγορεύει την ανάλογη δράση. Μπορεί να δείξει κανείς έλεον σε ένα λεπρό και να τον βοηθήσει χωρίς να τον αγαπά ούτε να αισθάνεται υποχρεωμένος να φιλήσει τις πληγές του.
Είναι αλήθεια, ότι βρίσκουμε στον ελληνικό πνευματικό κόσμο κάτι που σηματοδοτεί ταυτόχρονα ένα όριο και μια αλλαγή, και για το οποίο ελέχθη -κακώς- ότι προανήγγειλε το χριστιανισμό. Πρόκειται βεβαίως για τη θέση, που αποδίδει ο Πλάτων στον Σωκράτη, που προέρχεται πιθανότατα από τον Σωκράτη ως ιστορικό πρόσωπο και συνίσταται στην προτροπή του να μην απαντάς στο κακό με το κακό. Είναι προτιμότερο να υφίστασαι την αδικία παρά να τη διαπράττεις. Είναι όμως διαφορετικό να πεις: μην απαντάς στο κακό με το κακό, πράγμα που αφορά στη συμπεριφορά μας και εξαρτάται από εμάς, είναι, όπως λέει ο Αριστοτέλης, «εφ’ ημίν». Και είναι άλλο να λες: να αγαπάς αυτόν που σου κάνει κακό. Αυτή η προτροπή δεν αφορά στη συμπεριφορά, αλλά στο συναίσθημα και είναι καθ’ αυτή παράλογη, διότι κανείς δεν μπορεί να κυριαρχήσει τα συναισθήματα του. Δεν συζητώ καν για το αν πρέπει ή όχι να αγαπάμε αυτούς που κάνουν κακό. Αν θεωρήσουμε όμως τι συνεπάγεται αυτό, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα, ότι όσο περισσότερο ο τάδε έχει βασανίσει στο Άουσβιτς, τόσο περισσότερο θα πρέπει να αγαπηθεί! Πρόταση απολύτως απορριπτέα.
Εδώ έγκειται η διπλοπροσωπία ή η θεμελιώδης υποκρισία του χριστιανισμού. Υποκρισία όχι με την τρέχουσα, αλλά με την οντολογική έννοια. Αυτό που προτείνεται εδώ είναι ένα είδος ψευδούς απολύτου, δεδομένου ότι πρόκειται για απόλυτο απολύτως μη πραγματοποιήσιμο και επομένως ανύπαρκτο. Και ζούμε κάτω ακριβώς από την τερατώδη κυριαρχία αυτής της αδύνατης ηθικής εδώ και σχεδόν δεκαεπτά αιώνες, πράγμα που φέρνει, φυσικά, καταστροφικά αποτελέσματα, όπως ο ουσιώδης διχασμός στον εσωτερικό κόσμο των ατόμων, που ο Ηegel είχε πολύ καθαρά δει. Όταν μιλά για τη δυστυχή συνείδηση, αναφέρεται κατά μία έννοια στο χριστιανισμό, που επιβάλλει στο άτομο έναν κανόνα, στον οποίο δεν μπορεί ποτέ να υπακούσει.
Εν ολίγοις, υπάρχει θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα σε μια ηθική, που λέει, ότι αυτός που κάνει το κακό (αυτό που θεωρώ, αυτό που θεωρούμε κακό) πρέπει παρά ταύτα να αντιμετωπίζεται ως άτομο, που δεν υποβιβάζεται εντελώς στο κακό που διαπράττει, ως άτομο, που μπορεί να αναπτύξει και άλλες δυνατότητες -αυτή η προτροπή έχει περιεχόμενο, δυνατότητα εφαρμογής, και αφορά σε μια συμπεριφορά, όχι σε συναισθήματα- και μια άλλη που λέει, ότι αυτόν που κάνει το κακό πρέπει να τον αγαπάς εξ’ ίσου, και μάλιστα περισσότερο από τους άλλους – πράγμα που καταλήγει σε μια ηθική η οποία, κυριολεκτικά, θα μας προέτρεπε να αγαπάμε τον Χίτλερ και τον Στάλιν. Σχηματοποιώ φυσικά, αλλά αυτή η εναλλακτική λύση είναι σαφώς παρούσα.
Η χριστιανική ηθική καταλήγει να μεταμορφώσει το άτομο σε αιώνιο ένοχο, που παραμένει πάντοτε ανεπαρκές απέναντι στον κανόνα. Είναι ως εκ τούτου καταδικασμένο να συμβιβάζεται διαρκώς με αυτό τον κανόνα, να ζει μέσα στον κομφορμισμό και στη διπλοπροσωπία.
Η δεύτερη ηθική, η χριστιανική, της οποίας εξ’ άλλου θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τους προδρόμους στην Παλαιά Διαθήκη -η Καινή είναι από αυτή την άποψη λιγότερο ανακαινιστική απ’ όσο θα ήθελε-, καταλήγει επομένως να μεταμορφώσει το άτομο σε αιώνιο ένοχο, που παραμένει πάντοτε ανεπαρκές απέναντι στον κανόνα. Είναι ως εκ τούτου καταδικασμένο να συμβιβάζεται διαρκώς με αυτό τον κανόνα, να ζει μέσα στον κομφορμισμό και στη διπλοπροσωπία, σχετικοποιώντας, ως μη όφειλε, τα πράγματα.
Όσο για το κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, ο χριστιανισμός ξεκινά αγνοώντας το αναφανδόν: δεν μας αφορά, λένε τα ευαγγέλια, πάσα εξουσία εκ θεού, τα του Καίσαρος τω Καίσαρι (είναι η Προς Ρωμαίους Επιστολή) κ.λπ.. Έτσι καταλήγουμε αναγκαστικά σε μια σχάση, σε μια διάσπαση. Από τη μια ένας δημόσιος χώρος, θεσμισμένος, όπου ο Καίσαρ κάνει ό,τι έχει να κάνει και όπου, παρ’ όλες τις συζητήσεις περί αυτού, δεν βλέπουμε με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να εφαρμοστούν οι κανόνες της ηθικής: ο εξομολογητής του βασιλιά μπορεί βεβαίως να του επιβάλλει μια μετάνοια επειδή διέταξε τη σφαγή μερικών χιλιάδων υπηκόων του, όμως αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα τη νομιμότητα του βασιλιά. Από την άλλη, ένας ιδιωτικός χώρος, όπου ισχύει αυτή η μη πραγματοποιήσιμη προτροπή του να αγαπάς τον πλησίον σου, όποιος κι αν είναι αυτός, περισσότερο από τον εαυτό σου. Ασφαλώς, μετά τη θέσμισή του, ο χριστιανισμός απέκτησε εξαιρετική πνευματική ευρύτητα, οικειοποιούμενος μεγάλο τμήμα της αρχαίας φιλοσοφίας και των μεθόδων της, οπότε τα προβλήματα εμφανίζονται πιο επεξεργασμένα, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών και ενεργοποιείται μια ολόκληρη σοφιστεία.
Όλα αυτά τα βρίσκουμε, από κάποια στιγμή και μετά, στους Πατέρες της Εκκλησίας και στη συνέχεια στους θεολόγους του Μεσαίωνα. Και τα επιχειρήματα εξακοντίζονται προς όλες τις κατευθύνσεις: για να καταδικάσουν το φόνο του βασιλιά ή για να τον δικαιολογήσουν ή και τα δύο… επειδή έχει επανεισαχθεί στον δημόσιο χώρο κάτι σαν θείο φυσικό δίκαιο, που ο μονάρχης είναι παρά ταύτα υποχρεωμένος να σεβαστεί. Δεν επιτυγχάνεται όμως ποτέ μια συμφωνία, ένα μονοσήμαντο δόγμα. Παραμένει σε τελευταία ανάλυση αυτή η διπλοπροσωπία της θέσμισης, ανάμεσα σε μια πολιτική, που προέρχεται από την απλή πραγματικότητα και σε μια ηθική, που περιορίζεται στον ιδιωτικό βίο των ανθρώπων.
Το κείμενο του άρθρου αποτελεί απόσπασμα σεμιναρίου (1983) του Κορνήλιου Καστοριάδη, το οποίο έχει συμπεριληφθεί στην “Ελληνική ιδιαιτερότητα, Τόμος Β΄, Η Πόλις και οι νόμοι” (εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2008, μετάφραση: Ζωή Καστοριάδη.)
Όμως, το σημαντικό -αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος, που επέμεινα σε αυτή την παρέκβαση- είναι, ότι δεν υπάρχουν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο η διπλοπροσωπία, το ενσωματωμένο ψέμα στην πραγματική λειτουργία της κοινωνίας και στην παράσταση, που φτιάχνει η ίδια για τον εαυτό της και η οποία εξακολουθεί να υφίσταται από το Μεσαίωνα μέχρι τον σύγχρονο κόσμο μας. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε, ότι απουσιάζει από όλες τις ιστορικές κοινωνίες, με εξαίρεση τις μονοθεϊστικές. Οι ασιάτες δεσπότες δεν θα πουν κάτι και θα κάνουν κάτι άλλο. Στην Ελλάδα, στη Ρώμη, δεν θα πουν, ότι όλα τα ανθρώπινα όντα είναι ίσα για να επικυρώσουν στη συνέχεια τις υπάρχουσες ιεραρχίες. Δεν θα ισχυριστούν, ότι η δικαιοσύνη οφείλει, να προέχει στις σχέσεις μεταξύ πόλεων, θα πουν ότι αυτό που υπερισχύει στις σχέσεις μεταξύ πόλεων, αν δεν είναι ίσες, είναι η βία. Δεν θα βρούμε όμως αυτές τις εξωφρενικές καταστάσεις, στις οποίες έχουμε από τη μια μεριά ένα διεθνές δίκαιο, που υποτίθεται ότι εξασφαλίζει τη δικαιοσύνη στις σχέσεις μεταξύ Κρατών και από την άλλη παρεμβάσεις στη Νικαράγουα, στα νησιά Φόκλαντ, στο Αφγανιστάν κ.α., καταστάσεις στις οποίες το δίκαιο δεν παίζει απολύτως κανένα ρόλο. Εφιστώ την προσοχή σας σε αυτό το κεφαλαιώδες γεγονός: μία από τις συνθήκες ύπαρξης αυτού, που αποκαλούμε ιδεολογία -με την πραγματική έννοια του όρου και όχι με την έννοια που κολλά παντού, όπως στους αλθουσερικούς ή σε άλλους, που μιλάνε για ιδεολογία των Ελλήνων ή των Παπούα- είναι ακριβώς αυτός ο διχασμός ανάμεσα στο λέγειν και το πράττειν.
Μια τέτοια απόσταση ανάμεσα σε απατηλό λόγο και πραγματικότητα της κοινωνικής δράσης έχει σημαντικές προεκτάσεις. Μια πραγματική ηθική μόνο στα εφ’ ημίν, σε ό,τι εξαρτάται από εμάς, μπορεί να αναφέρεται. Και είναι ουσιώδες να αναγνωρίσουμε αυτόν ακριβώς το χώρο της ψυχικής ζωής, που ο άνθρωπος δεν ελέγχει – εξ’ άλλου δεν μπορούμε να δούμε στη συγκεκριμένη περίπτωση τί θα σήμαινε ο έλεγχος. Μπορούμε να ελέγξουμε τη συμπεριφορά, που προέρχεται από τα συναισθήματα, όχι όμως τα ίδια τα συναισθήματα. Κατά συνέπεια, κάθε ηθική προτροπή απευθυνόμενη στα συναισθήματα είναι παράλογη. Ακόμη μεγαλύτερος παραλογισμός είναι η προσπάθεια επιβολής αδύνατων ή αντιφατικών συναισθημάτων.
Όποιος αγαπά όλο τον κόσμο φυσικά δεν αγαπά κανένα. Και όποιος αγαπά αυτό που μισεί δεν μισεί τίποτα – αλλά όποιος δεν μισεί τίποτα δεν επενδύει τίποτα συναισθηματικά. Πράγμα, που οριακά είναι δυνατό, αλλά αποτελεί εξ ορισμού αποκλειστικότητα ορισμένων ατόμων, χριστιανών αναχωρητών στην έρημο ή οπαδών του βουδισμού. Και η ύπαρξη αυτών των περιθωριακών ατόμων, ερημιτών ή αγίων επιτρέπει ταυτόχρονα στην κοινωνία να δικαιολογείται και να ενοχοποιείται δίνοντας στον εαυτό της την απατηλή απόδειξη της δυνατότητας να πραγματωθεί το διακηρυσσόμενο ιδεώδες. Ο άγιος τάδε το καταφέρνει, άρα η ηθική μας δεν είναι παράλογη· εμείς όμως δεν έχουμε το απαιτούμενο ανάστημα, πρέπει επομένως να εξιλασθούμε, να γονυπετήσουμε, να συνεισφέρουμε στους εράνους για την ανοικοδόμηση του ιερού ναού κ.λπ. – και ταυτόχρονα, αναμφίβολα, να μάθουμε να εξαπατάμε.
“Ο άγιος τάδε το καταφέρνει, άρα η ηθική μας δεν είναι παράλογη· εμείς όμως δεν έχουμε το απαιτούμενο ανάστημα, πρέπει επομένως να εξιλασθούμε, να γονυπετήσουμε, να συνεισφέρουμε στους εράνους για την ανοικοδόμηση του ιερού ναού κ.λπ. – και ταυτόχρονα, αναμφίβολα, να μάθουμε να εξαπατάμε”.
Ίσως υπήρξε κάποια στιγμή στην ιστορία του χριστιανισμού, που αυτή η διπλοπροσωπία δεν είχε ακόμη εμφανιστεί: Αναφέρομαι στους δύο πρώτους αιώνες της εξάπλωσής του (τον 2ο και τον 3ο μ.Χ. αιώνα) περίοδο, για την οποία έχει κανείς την εντύπωση σε μεγάλο βαθμό, ότι αυτοί οι χριστιανοί είχαν πράγματι παραιτηθεί από την εγκόσμια ζωή και περίμεναν ανά πάσα στιγμή τη Δευτέρα Παρουσία, την επιστροφή του Χριστού επί της γης. Ως εκ τούτου, η επίγεια ζωή -συμπεριλαμβανομένης βεβαίως και της ζωής των πολιτικών θεσμών- έχανε κάθε σημασία, αφού ο Μεσσίας θα εμφανιζόταν από τη μια στιγμή στην άλλη.
Υπό αυτές τις συνθήκες, όταν τα άτομα ζουν μια ζωή, που μόνο κατ’ όνομα είναι, ζωή, σε απόλυτη ετοιμότητα και με τις αποσκευές ανά χείρας για το ταξίδι στον άλλο κόσμο, είναι δυνατό να φανταστούμε εφαρμογή της χριστιανικής ηθικής που να μην αποτελεί διαρκή διπλοπροσωπία. Από τη στιγμή όμως που οι χριστιανοί εγκαθίστανται μόνιμα στη ζωή της κοινωνίας, και επομένως από τη στιγμή, όπου ο χριστιανισμός αναγνωρίζεται (το 313 μ.Χ., επί Κωνσταντίνου) και στη συνέχεια γίνεται η υποχρεωτική θρησκεία για όλους τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας επί ποινή διώξεων (384, ψήφισμα του Θεοδόσιου), η διπλοπροσωπία βρίσκεται στην καρδιά της χριστιανικής θέσμισης της κοινωνίας και η κατάσταση αυτή προεκτείνεται μέχρι τις μέρες μας με τη διάσταση ανάμεσα σε ένα δικαιολογητικό λόγο και στην πραγματικότητα.
Συμπεραίνοντας, ας επανέλθουμε σε δύο στοιχεία της άτυπης θέσμισης της κοινωνίας στην αρχαία Ελλάδα, δηλαδή τον έλεον και τη φιλίαν. Διαβάστε σχετικά ή ξαναδιαβάστε αυτό το υπέροχο χωρίο των «Ηθικών Νικομαχείων» (Η, 1155a 23-29), όπου ο Αριστοτέλης λέει, ότι πρόκειται για τη σημαντικότερη αρετή, σημαντικότερη ακόμη και από τη δικαιοσύνη, σε βαθμό που οι νομοθέτες δικαίως ασχολούνται περισσότερο με τη φιλία, παρά με τη δικαιοσύνη. Φράση πολύ περίεργη, που θα έπρεπε να αναλυθεί σε βάθος, τόσο σε σχέση με το ιστορικό ανάφορο, το οποίο έχει κατά νου ο Αριστοτέλης, όσο και για την κατανόηση της σημασίας της.
Όπως και να ‘χει το πράγμα, αντιμετωπίζει αρνητικά το γεγονός, ότι οι τύραννοι δεν συμβιβάζονται με τη φιλία μεταξύ πολιτών και προσθέτει, ότι αν η φιλία βασίλευε παντού στην πόλη, δεν θα υπήρχε ανάγκη δικαιοσύνης, διότι, όπως λέει η παροιμία, «τα πάντα είναι κοινά μεταξύ φίλων» («Ηθικά Νικομάχεια», Η, 1159 b 30). Χαράσσει έτσι ένα είδος προοπτικής – ορίου, ένα ιδεώδες, στο πλαίσιο του οποίου, ιδιαίτερα, το μεγάλο ερώτημα της διανεμητικής δικαιοσύνης (τι πρέπει να δοθεί σε ποιον;) δεν θα ετίθετο καν, δεδομένου, ότι δεν θα υπήρχε κανείς, που θα ήθελε να προστατεύσει τα αγαθά του ούτε θα είχε βλέψεις για τα αγαθά του άλλου, και όπου ακόμη και οι όροι «δικό μου» και «δικό σου» θα είχαν περιπέσει σε αχρησία.
eagainst.com

Λούθηρος και Καλβίνος (Χ. Μαρκούζε, Εξουσία και Οικογένεια)

Στο έργο του Λούθηρου για την “Ελευθερία ενός Χριστιανού” συναντάμε για πρώτη φορά μαζί όλα τα στοιχεία, που θ’ αποτελέσουν την ειδικά αστική αντίληψη για την ελευθερία και θα γίνουν το ιδεολογικό υπόβαθρο της ειδικά αστικής διαμόρφωσης των εξουσιών: μετάθεση της ελευθερίας στην “εσωτερική” σφαίρα του ατόμου, στον “εσωτερικό άνθρωπο”, με ταυτόχρονη υποταγή του “εξωτερικού ανθρώπου” στο σύστημα των εγκόσμιων εξουσιών· “υπερβατοποίηση” αυτού του συστήματος των εγκόσμιων εξουσιών μέσω της ιδιωτικής αυτονομίας και της λογικής· διαχωρισμός προσώπου και έργου (προσώπου και αξιώματος) μέσω της “διπλής ηθικής”· δικαιολόγηση της πραγματικής ανελευθερίας και ανισότητας σαν συνέπειας της “εσωτερικής” ελευθερίας και ισότητας. Αναφερόμενος στον Παύλο ο Λούθηρος διατυπώνει απ’ την αρχή αρχή του έργου – τονίζοντας συνειδητά την παράδοξη αντινομία – τις δυο ακόλουθες προτάσεις, που εκφράζουν την εσωτερική αντιφατικότητα της χριστιανικής αντίληψης για την ελευθερία: “Ένας χριστιανός είναι ελεύθερος κύριος πάνω σ’ όλα και δεν είναι υπόδουλος κανενός. Ένας χριστιανός είναι υπάκουος υπηρέτης όλων και υπόδουλος του καθενός”. Και η λύση της αντίφασης: η πρώτη πρόταση αναφέρεται στον “εσωτερικό άνθρωπο, στην ελευθερία του και στο δικαίωμα αυτοδιάθεσής του”, η δεύτερη πρόταση αφορά τον “εξωτερικό άνθρωπο”: “εκεί όπου είναι ελεύθερος, δεν πρέπει να κάνει τίποτα, εκεί όπου είναι δούλος πρέπει να κάνει τα πάντα”. Αυτή είναι, σ’ όλη της τη σαφήνεια, η δυϊστική διδασκαλία για τους δύο τομείς, που στον ένα έχει αποδοθεί απόλυτη ελευθερία, στον άλλο απόλυτη ανελευθερία.
Οι λεπτομέρεις της εσωτερικής ελευθερίας ορίζονται όλες κατ’ αντιδιαστολή προς την εξωτερική ελευθερία, σαν αρνήσεις μιας απλώς εξωτερικής ελευθερίας: τον ελεύθερο χριστιανό “κανένα εξωτερικό πράγμα (…) δεν μπορεί να τον κάνει ελεύθερο ούτε ενάρετο”, γιατί η ελευθερία του και η “φυλακή” του “δεν είναι σαρκικές ούτε εξωτερικές”· κανένα εξωτερικό πράγμα “δεν φτάνει ως την ψυχή, να την ελευθερώσει ή να την φυλακίσει”. Με τίποτα απ’ όσα υπάρχουν στον κόσμο κι όσα προέρχονται από τον κόσμο δεν μπορεί να προσβληθεί η “ψυχή” και η ελευθερία της: η φοβερή αυτή πρόταση που από μόνη της επιτρέπει κάθε υποτίμηση της “εξωτερικής” δυστυχίας και την “υπερβατική” δικαιολόγησή της, αποτελεί και την βασική αρχή της καντιανής αντίληψης για την ελευθερία· ο Καντ είναι εκείνος που συμπεριλαμβάνει την πραγματική ανελευθερία στην έννοια της ελευθερίας. Σ’ αυτό το σημείο υπεισέρχεται στην αντίληψη αυτήν για την ελευθερία μια ιδιότυπη (θετική και αρνητική) διπλή έννοια: ο εγκλωβισμένος στην εσωτερική του ελευθερία άνθρωπος είναι σε τέτοιο βαθμός ελεύθερος απέναντι σ’ όλα τα εξωτερικά πράγματα, ώστε γίνεται ελεύθερος από  αυτά – ώστε δεν τα “έχει” πια καθόλου, δεν είναι πια κυρίαρχός τους. Ο άνθρωπος δεν “χρειάζεται” πια τα πράγματα και τα “έργα” – όχι επειδή τα έχει ήδη ή επειδή τα εξουσιάζει, αλλά επειδή δεν τα έχει καθόλου ανάγκη μέσα στην αυτάρκη εσωτερική του ελευθερία…. Η ελευθερία είναι μια ολοκληρωτική αποδέσμευση και ανεξαρτησία, αλλά μια αποδέσμευση και ανεξαρτησία, από την οποία δεν μπορεί να προέλθει καμία πράξη και κανένα έργο σαν η ελεύθερη εκπλήρωση και πραγμάτωσή της. Γιατί η ελευθερία αυτή είναι σε τέτοιο βαθμό δεδομένη, πριν από κάθε πράξη και πριν από κάθε έργο, ώστε πάντα είναι ήδη πραγματωμένη, όταν ο άνθρωπος ξεκινάει να πράξει κάτι. Η ελευθερία του δεν μπορεί ποτέ να είναι το αποτέλεσμα μιας πράξης· η πράξη δεν μπορεί ούτε να προσθέσει ούτε ν’ αφαιρέσει τίποτα απ’ την ελευθερία του. Τα εγκόσμια “έργα” δεν γίνονται για να εκπληρώσουν τις ανάγκες του ενδεούς ανθρώπου, αλλά αντίθετα η “εκπλήρωση” πρέπει “να έχει επέλθει πριν από κάθε έργο, δια της Πίστεως (…) και τα έργα ν’ ακολουθούν μετά την εκπλήρωση”.
Όμως τί νόημα έχουν τα επίγεια έργα του ανθρώπου, όταν η εκπλήρωση προπορεύεται απ’ αυτά; Για τον “εσωτερικό” άνθρωπο πράγματι κανένα! Ο Λούθηρος το λέει ξεκάθαρα: “Τα έργα όμως είναι νεκρά πράγματα, δεν μπορούν να τιμήσουν ούτε να δοξάσουν τον Θεό (…)”. Πρόκειται για μια φράση με μεγάλη βαρύτητα: είναι η αρχή μιας εξέλιξης, που στο τέρμα της βρίσκονται η ολοκληρωτική “εμπορευματοποίηση” και “αλλοτρίωση” του καπιταλιστικού κόσμου. Με μεγάλη βεβαιότητα ο Λούθηρος πέτυχε τον κεντρικό άξονα της καινούργιας αστικής κοσμοθεωρίας: είναι μια από τις απαρχές της σύγχρονης αντίληψης για το υποκείμενο σαν πρόσωπο. Αμέσως μόλις ανακηρύξει τα έργα “νεκρά πράγματα”, ο Λούθηρος συνεχίζει: “Αλλά εδώ αναζητούμε αυτόν που δεν ‘φτιάχνεται’, όπως τα έργα, αλλά τον αυτενεργούντα και αρχιτέκτονα”. Αναζητείται ο άνθρωπος (ή το τμήμα εκείνο του ανθρώπου), που δεν φτιάχνεται (από κάποιον άλλο), αλλά είναι πραγματικά και παραμένει υποκείμενο της πράξης, ο πραγματικός κύριος των έργων του: το πρόσωπο που ενεργεί αυτόνομα. Και ταυτόχρονα αναζητείται – αυτό είναι το σημαντικότερο – κατ’ αντιδιαστολή προς τα (“νεκρά”) έργα του: σαν η άρνηση και αρνητικότητα των έργων. Πράξη και πράττων, πρόσωπο και έργο διαχωρίζονται μεταξύ τους: το πρόσωπο, κατ’ ουσία, δεν υπεισέρχεται ποτέ στο έργο, δεν μπορεί να πραγματωθεί μέσω του έργου, προπορεύεται αιώνια από κάθε έργο. Το αληθινό ανθρώπινο υποκείμενο δεν είναι ποτέ το υποκείμενο της πράξης. Μ’ αυτό τον τρόπο το άτομο απαλλάσσεται, σ’ έναν ως τώρα πρωτόγνωρο βαθμό, από την ευθύνη για τις πράξεις του, ταυτόχρονα όμως γίνεται ελεύθερο για κάθε είδους πράξη: καθώς το άτομο στηρίζεται στην εσωτερική του ελευθερία και αυτάρκεια, μπορεί τώρα ν’ αφοσιωθεί στην εξωτερική πράξη, αφού ξέρει πως εκεί δεν μπορεί κατά βάθος να του συμβεί τίποτα. Με το διαχωρισμό μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου της πράξης καθορίζεται πια και η “διπλή ηθική”, που σαν διαχωρισμός μεταξύ “αξιώματος” και “προσώπου” αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της λουθηρανικής ηθικής· θα επανέλθουμε αργότερα στη σημασία αυτού του σχίσματος.

Το κύρος του αξιώματος και η εντιμότητα του προσώπου που το κατέχει δεν συμπίπτουν πια καταρχήν. Το αξίωμα διατηρεί το απεριόριστο κύρος του, ακόμα κι αν το πρόσωπο που το επενδύει δεν είναι αντάξιο αυτού του κύρους. Από την άλλη πλευρά, από την σκοπιά των αντικειμένων της εξουσίας: σαν άτομο, κάθε “υφιστάμενος” είναι καταρχήν ίσος προς κάθε “προϊστάμενο”· από την άποψη μάλιστα της “εσωτερικής” αξίας μπορεί να είναι πολύ ανώτερος απ’ τον φορέα της εξουσίας. Ωστόσο οφείλει να υπακούει απόλυτα τον τελευταίο. Για τούτο υπάρχει μια θετική και μια αρνητική αιτιολογία. Αρνητικά: επειδή η δύναμη της εγκόσμιας εξουσίας απλώνεται μόνο “στο σώμα και τα υλικά αγαθά, και σ’ ό,τι άλλο είναι εξωτερικό πάνω στη γη”, επομένως δεν μπορεί ποτέ να θίξει το Είναι του ατόμου, που μόνο αυτό έχει σημασία. Θετικά: επειδή χωρίς την άνευ όρων αποδοχή των εξουσιών που ισχύουν, ολόκληρο το σύστημα της επίγειας τάξης θα κατέρρεε, δηλαδή “ο καθένας θα γινόταν κριτής του καθενός, και καμιά εξουσία, καμιά τάξη και κανένα δίκαιο δεν θα παρέμεναν στον κόσμο, παρά μόνο ασύδοτοι φόνοι και αιματοχυσία”. Γιατί σ’ αυτή την τάξη πραγμάτων δεν υπάρχει κανένα μέτρο, με το οποίο ο ένας να μπορεί να μετράει γενικά το δίκαιο και το άδικο. Το σύστημα εξουσιών, που εξαγγέλεται εδώ, είναι βιώσιμο μόνον αν η εγκόσμια δικαιοσύνη αφαιρεθεί από τη δύναμη των ανθρώπων, ή αν η υφιστάμενη αδικία συμπεριληφθεί κι αυτή στην έννοια της εγκόσμιας δικαιοσύνης. Κριτής για την εγκόσμια αδικία είναι μόνον ο Θεός, και “τί άλλο είναι η εγκόσμια δικαιοσύνη, παρά το να κάνει ο καθένας το χρέος του εκεί όπου ετάχθει; Τί άλλο είναι το δίκαιο στον τομέα όπου ο καθένας ετάχθει, παρά δίκαιο του άντρα και της γυναίκας, δίκαιο του παιδιού, του δούλου και της δούλας στο σπίτι, δίκαιο του πολίτη ή δίκαιο της πόλης στη χώρα (…)”. Δεν υπάρχει κανένα δικαστήριο για να κρίνει την ισχύουσα εγκόσμια τάξη – εκτός από το ίδιο, το δικό της δικαστήριο: “Το να είναι η Εξουσία μοχθηρή και άδικη, δεν συγχωρεί καμία ανταρσία και καμία εξέγερση. Διότι δεν εναπόκειται στον καθένα να τιμωρήσει τη μοχθηρία, παρά στην εγκόσμια Εξουσία, που κρατάει το σπαθί…”. Και όπως το σύστημα των εγκόσμιων εξουσιών είναι κριτής του εαυτού του σε θέματα δικαιοσύνης, έτσι και σε θέματα ευσπλαχνίας: ο άνθρωπος που, μπροστά στο αίμα και την τρομοκρατία αυτού του συστήματος, επικαλείται τον Θεό, αποπέμπεται. “Ας αφήσουμε κατά μέρος τη φιλευσπλαχνία· μιλάμε τώρα για τον λόγο του Θεού, αυτός θέλει να τιμάται ο βασιλιάς και να καταβαραθρώνονται οι εξεγερμένοι, κι ωστόσο δεν είναι δα λιγότερο σπλαχνικός από εμάς”. “Αν ζητάς ευσπλαχνία, μην ανακατεύεσαι με τους αντάρτες, παρά φοβού την Εξουσία και πράττε το καλό”.
Θα εξετάσουμε εδώ μονάχα τις συνέπειες που απορρέουν από την αντίληψη αυτή για τη νέα κοινωνική διάρθρωση των εξουσιών. Με την απόλυτη υπερβατοποίηση της “πραγματικής” δικαιοσύνης απέναντι στην εγκόσμια τάξη, από την μια μεριά, με τον διαχωρισμό μεταξύ αξιώματος και προσώπου και τη διακήρυξη πως η εγκόσμια δικαιοσύνη εμπεριέχει την αδικία, από την άλλη μεριά, είναι πια αδύνατο να δοθεί μια ορθολογική αιτιολόγηση του υφιστάμενου συστήματος των εγκόσμιων εξουσιών. Στο Μεσαίωνα, η εξουσία ήταν στενά συνυφασμένη με τον συγκεκριμένο φορέα της εξουσίας: ήταν η “ιδιότητα εκείνου που κοινοποιεί μια θεία απόφαση” και, σαν “ιδιότητα”, αναπόσπαστα συνδεδεμένη μ’ αυτόν· εκείνος την “είχε” για ορισμένους λόγους (που πάλι μπορούσαν να είναι ορθολογικοί ή ανορθολογικοί). Τώρα όμως έχει επέλθει μια διάσπαση: η εξουσία που έχει ένας ορισμένος εγκόσμιος φορέας δεν μπορεί να αιτολογηθεί παρά μονο αν αναφερθούμε στην εξουσία γενικά. Η Εξουσία χρειάζεται, γιατί αλλιώς η εγκόσμια τάξη θα κατέρρεε. Ο διαχωρισμός μεταξύ αξιώματος και προσώπου δεν είναι παρά μια μόνο έκφραση για την αυτονόμηση και τον εξαντικειμενισμό της διαχωρισμένης από τον φορέα της εξουσίας. Το σύστημα εξουσιών της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων παίρνει τη μορφή μιας σχέσης απρόσωπης και ανεξάρτητης από τις συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις (των οποίων αποτελεί συνάρτηση), παρουσιάζεται σαν αιώνιο, σαν απόρροια της θείας βούλησης, σαν δεύτερη “φύση”, που κανένας δεν μπορεί να την αλλάξει. “Όταν τώρα γεννιόμαστε, ο Θεός σε ντύνει και σε κάνει άλλο πρόσωπο, σε κάνει εσένα παιδί, εμένα πατέρα, τον ένα αφέντη, τον άλλο δούλο, ετούτον άρχοντα, εκείνον πολίτη και πάει λέγοντας”. Και τους χωρικούς που εξεγείρονται ενάντια στη δουλοπαροικία, ο Λούθηρος τους κατηγορεί πως έκαναν την χριστιανική ελευθερία “ολότερα σαρκική”. Μήπως ο Αβραάμ και οι άλλοι πατριάρχες και προφήτες δεν είχαν δουλοπάροικους;
Δεν είναι τυχαίο που στους ξεσηκωμένους χωρικούς υπενθυμίζεται η ουσία της “χριστιανικής ελευθερίας”, που δεν τους κάνει ελεύθερους, αλλά αντίθετα επικυρώνει τη δουλεία τους. Η αποδοχή της πραγματικής ανελευθερίας (προπάντων της ανελευθερίας που προήλθε από τις σχέσεις ιδιοκτησίας) ανήκει, πράγματι, στην έννοια της αντίληψης αυτής για την ελευθερία. Γιατί αν η “εξωτερική” ανελευθερία μπορεί να προσβάλει το πραγματικό Είναι του ανθρώπου, τότε αυτό σημαίνει πως η ελευθερία και η ανελευθερία του ανθρώπου κρίνονται στην ίδια τη γη, στην κοινωνική πράξη, και πως ο άνθρωπος, με την πιο επικίνδυνη σημασία της λέξης, είναι ελεύθερος από τον Θεό και μπορεί να γίνει ελεύθερος για τον εαυτό του. Το “εσωτερικό” απριόρι, ενώ φαινομενικά εξυψώνει τον άνθρωπο στον ύψιστο βαθμό της αξιοπρέπειάς του, στην πραγματικότητα τον κάνει πέρα για πέρα ανίσχυρο: ό,τι προϋπάρχει πάντα πριν από κάθε πράξη και κάθε σκέψη του, ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να το φτάσει και να το εξουσιάσει.
Αυτή την ανελευθερία, αποτέλεσμα της εσωτερίκευσης της ελευθερίας, αυτή τη διαλεκτική μεταξύ της άρσης των παλιών και της εγκαθίδρυσης καινούργιων εξουσιών, ο νεαρός Μαρξ τη χαρακτήρισε σαν ένα βασικό γνώρισμα του προτεσταντισμού: “Ο Λούθηρος κατέλυσε τη δουλεία – από – αφοσίωση, γιατί έβαλε στη θέση της τη δουλεία – από – πεποίθηση. Συνέτριψε την πίστη στην εξουσία, γιατί παλινόρθωσε την εξουσίας της Πίστης (…) Ελευθέρωσε τον άνθρωπο από την εξωτερική θρησκευτικότητα, γιατί έκανε τη θρησκευτικότητα εσωτερικό άνθρωπο”.

Με την αυτονόμηση και τον εξαντικειμενισμό της εγκόσμιας εξουσίας, η καταπάτηση της Εξουσίας, η ανταρσία και η ανυπακοή, γίνονται κοινωνικό αμάρτημα, “αμάρτημα μεγαλύτερο απ’ τον φόνο, τη λαγνεία, την κλοπή, την απάτη και ό,τι άλλο σχετικό”. “Καμιά κακή πράξη πάνω στη γη” δε φτάνει την ανταρσία· η ανταρσία είναι ένας “κατακλυσμός απ’ όλα τα αμαρτήματα”. Η αιτιολογία που δίνει ο Λούθηρος γι’ αυτή τη λυσσαλέα καταδίκη της ανταρσίας αποκαλύπτει ένα από τα κεντρικά σημεία του κοινωνικού μηχανισμού,. Ενώ όλες οι άλλες κακές πράξεις δεν προσβάλλουν παρά μόνο τμήματα του συνόλου, η ανταρσία “προσβάλλει την ίδια την κεφαλή”. Ο ληστής και ο δολοφόνος αφήνουν άθικτη την κεφαλή, που μπορεί να τους τιμωρήσει, κι έτσι αφήνουν στην ποινή μια ευκαιρία· όμως η ανταρσία “προσβάλλει την ίδια την ποινή” και επομένως όχι απλά ετούτο ή εκείνο το στοιχείο της υφιστάμενης τάξης, αλλά την ίδια την τάξη, που βασίζεται κυρίως στη δυνατότητά της να επιβάλλει ποινές, στην αναγνώριση του κύρους της. “Ο γάιδαρος θέλει βουρδουλιές κι όχλος θέλει βία για να κυβερνηθεί· αυτό το ήξερε καλά ο Θεός. Γι’ αυτό δεν έβαλε στο χέρι της Εξουσίας ουρά αλεπούς, αλλά σπαθί”. Η απόλυτη απομόνωση, μέσα στην οποία ρίχτηκε το άτομο μετά την διάλυση του μεσαιωνικού κόσμου, εμφανίζεται εδώ, στις απαρχές της καινούργιας αστικής κατάστασης πραγμάτων και σε μια εικόνα φοβερής αλήθειας, σαν η απομόνωση του φυλακισμένου μέσα στο κελλί του: “Γιατί ο Θεός όρισε σε κάθε υποτελές πρόσωπο να είναι μόνο του απέναντι στον εαυτό του, του πήρε το σπαθί και το έκλεισε στη φυλακή. Αν αυτός ξεσηκώνεται και ξεσηκώνει κι άλλους και βγει απ’ τη φυλακή και πάρει στα χέρια του το σπαθί, είναι ένοχος θανάτου ενώπιον του Θεού”.

Σε συνδυασμό με την αστική – προτεσταντική διδασκαλία της Μεταρρύθμισης έγινε, όπως είναι γνωστό, και μια προγραμματισμένη αναδιάρθρωση της οικογένειας και μια μεγάλη ενίσχυση του κύρους του Pater Familias. Η ενίσχυση αυτή είναι πρώτα απ’ όλα μια αναγκαία συνέπεια της κατάρρευσης της καθολικής ιεραρχίας: με την κατάργηση των (προσωπικών και θεσμικών) μεσολαβητών που αυτή είχε ορίσει ανάμεσα στο άτομο και τον Θεό, η ευθύνη για τη σωτηρία της ψυχής των όχι ακόμα υπεύθυνων ανθρώπων και την προετοιμασία τους για τη χριστιανική ζωή περιήλθε ξανά στην οικογένεια και στον επικεφαλής της, στον οποίο απονεμήθηκε ένας σχεδόν ιερατικός ρόλος. Από την άλλη μεριά, με την άμεση σύνδεση του κύρους των εγκόσμιων εξουσιών με το κύρος του Pater Familias (όλες οι εγκόσμιες εξουσίες, όλοι οι “κυρίαρχοι”, γίνονται “πατέρες”), το κύρος τους ενισχύεται προς μια ορισμένη κατεύθυνση. Η υποταγή του ατόμου στην εγκόσμια εξουσία εμφανίζεται “φυσική”, αυτονόητη, “αιώνια”, στον βαθμό ακριβώς που έχει όλες αυτές τις ιδιότητες η υποταγή στην εξουσία του πατέρα, που προέρχεται κι αυτή, όπως κι εκείνη, από την ίδια θεϊκή πηγή. Ο Μαξ Βέμπερ υπογραμμίζει σαν βασικό στοιχείο της μεταβολής της οικογένειας από τη διείσδυση του “πνεύματος του καπιταλισμού” τη διείσδυση της “υπολογιστικότητας στο εσωτερικό των παραδοσιακών θεσμών”: οι παλιές πιετιστικές σχέσεις αποσυντίθενται από τη στιγμή που μέσα στην οικογένεια δεν γίνεται πια κομμουνιστική κατανομή, αλλά “λογαριασμός”, όπως στις επιχειρήσεις. Ωστόσο η άλλη πλευρά αυτής της εξέλιξης είναι πως το “απλοϊκό” γόητρο του Pater Familias γίνεται όλο και περισσότερο μια προγραμματισμένη και τεχνητά δημιουργημένη και διατηρούμενη εξουσία.
Οι βασικές θέσεις της διδασκαλίας για την εξουσία του Pater Familias και την “παραγωγή” των εγκόσμιων εξουσιών από αυτή είναι η εξηγήσεις του Λούθηρου για την τέταρτη εντολή στο “Κήρυγμα περί των Καλών Έργων”, και στον “Μεγάλο Κατηχισμό”, και στην ερμηνεία που δίνει ο Καλβίνος στην Institutio 2, 8. Ο Λούθηρος συμπεριλαμβάνει στην τέταρτη εντολή την “υπακοή προς τους ανωτέρους στους οποίους εναπόκειται να διατάζουν και να κυβερνούν”, παρόλο που στην τέταρτη εντολή δεν γίνεται σαφώς λόγος γι’ αυτό. Ιδού το χαρακρητιστικό του αιτιολογικό: “Διότι από την εξουσία των γονέων εκπηδούν και εξαπλώνονται όλα τ’ άλλα. Διότι όταν ένας πατέρας δεν κατορθώνει να διαπαιδαγωγήσει μόνος του το παιδί του, παίρνει ένα δάσκαλο για να το διδάξει· αν αυτός είναι ακατάλληλος, παίρνει τους φίλους του ή τους γειτονές του· όταν φεύγει σε ταξίδι, διατάζει και παραδίνει τη διοίκηση και το πρόσταγμα σε άλλους που τους δίνει κατάλληλες οδηγίες· κι έτσι πρέπει να διοικεί το προσωπικό του, τους δούλους και τις δούλες, ώστε όλοι όσοι λέγονται κύριοι να παίζουν το ρόλο των γονέων και πρέπει να παίρνουν απ’ αυτούς δύναμη για να κυβερνούν. Γι αυτό και κατά τις Γραφές λέγονται όλοι πατέρες…”. Ο Λούθηρος κατάλαβε καλά πως το σύστημα αυτό των εγκόσμιων εξουσιών βασίζεται στη λειτουργία των σχέσεων εξουσίας μέσα στην οικογένεια. Όπου η υπακοή προς τον πατέρα και την μητέρα δεν “λειτουργεί καλά”, εκεί δεν υπάρχουν ούτε χρηστά ήθη ούτε χρηστή διοίκηση. Γιατί “όταν μέσα στα σπίτια δεν υπάρχει υπακοή, ποτέ δεν είναι δυνατόν να κυβερνιέται καλά μια ολόκληρη πόλη, χώρα, πριγκηπάτο ή βασίλειο”. Ο Λούθηρος αντιλήφθηκε πως το κοινωνικό σύστημα που είχε μπρος στα μάτια του, για να υπάρξει σαν τέτοιο, ήταν εξαρτημένο από τη λειτουργία του κύρους των γονέων· “αν η εξουσία των γονέων καταρρεύσει, το ίδιο θα πάθει κι ολόκληρος ο κόσμος, γιατί χωρίς εξουσία δεν μπορεί να υπάρξει”. Για την ύπαρξη αυτού του κόσμου “δεν υπάρχει πάνω στη γη πιο σημαντική κυριαρχία απ’ την κυριαρχία των γονέων”, “αφού τίποτα δεν είναι πιο απαραίτητο απ’ το ν’ ανατραφούν άνθρωποι που θα μας διαδεχθούν και θα διοικήσουν”, Η εγκόσμια τάξη πραγμάτων αντιμετωπίζεται διαρκώς σαν ένα σύστημα κυβερνώντων και κυβερνωμένων, που χωρίς συζήτηση πρέπει να διατηρηθεί.
Από την άλλη μεριά όμως και η εξουσία των γονέων (που στον Λούθηρο είναι πάντα εξουσία του πατέρα) εξαρτιέται από την εγκόσμια εξουσία: ο Pater Familias δεν είναι σε θέση να διεκπεραιώσει από μόνος του την ανατροφή και διαπαιδαγώγηση του παιδιού. Δίπλα στους γονείς ενισχύεται το καθήκον του σχολείου να εκπαιδεύσει τους μελλοντικούς κυβερνήτες σ’ όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Σαν σκοπό για την καθαγιασμένη απ’ τον Θεό εξουσία των γονέων, ο Λούθηρος βλέπει προπαντός το λύγισμα και την καθυπόταξη της παιδικής θέλησης: “Ο Νόμος όμως ορίζει να τιμώνται οι γονείς για να λυγίζεται ο εγωϊσμός του παιδιού και να γίνονται (τα παιδιά) ταπεινά και πράα”· “διότι καθένας πρέπει να κυβερνιέται και να υπακούει σ’ άλλους ανθρώπους”. Πάλι ο Λούθηρος έχει μπρος τα μάτια του την εικόνα της εγκόσμιας τάξης πραγμάτων σαν μιας παγκόσμιας υποταγής και υποδούλωσης, μιας υποδούλωσης που η αναγκαιότητά της δεν συζητιέται καθόλου πια. Η ελευθερία του χριστιανού σκιάζεται από τις σκιές της επερχόμενης αστικής κοινωνίας· η εξάρτηση και εκμετάλλευση της πλειοψηφίας των ανθρώπων παρουσιάζεται εμφυτευμένη στο “φυσικό” και “θεϊκό” έδαφος της οικογένειας· η πραγματικότητα των ταξικών αντιθέσεων μεταβάλλεται σε επίφαση φυσικής, θεϊκής ιεραρχίας· η εκμετάλλευση γίνεται μια γεμάτη ευγνωμοσύνη ανταπόδοση ορισμένων ευεργεσιών. Γιατί να ο δεύτερος λόγος της απεριόριστης υπακοής: “Ο Θεός μας παρέχει και μας συντηρεί μέσω αυτής (της εξουσίας), με την μορφή των γονέων, της τροφής, του σπιτιού και των υπαρχόντων, της προστασίας και ασφάλειας”· έχουμε “χρέος ενώπιον όλου του κόσμου να είμαστε ευγνώμονες για την ευεργεσία κι όλα τα καλά, όπως αυτά που έχουμε απ’ τους γονείς”. Και οι δούλοι και οι δούλες θάπρεπε μάλιστα να πληρώνουν φόρο, από ευγνωμοσύνη και χαρά, που με τη δουλεία τους εκπληρώνουν το νόμο του Θεού.

http://www.sarajevomag.gr/entipa/teuhos_62/i62_p16_mark.html

Υπό διωγμό οι τοπικές παραδοσιακές ποικιλίες φυτών

Σύμφωνα με απόφαση των 14 επιτρόπων της Ε.Ε. που ελήφθη 6 Μαΐου, μπαίνουν τέτοιοι όροι και περιορισμοί στην καλλιέργεια των τοπικών παραδοσιακών σπόρων και ποικιλιών, ώστε πρακτικά... καθιστούν πολύ δύσκολη ως αδύνατη την καλλιέργεια τους.
Ετσι, η συστηματική εξαφάνιση των τοπικών ποικιλιών συνεχίζεται τώρα και με την σφραγίδα της ΕΕ και θα οδηγήσει σύντομα να μην έχουμε άλλη επιλογή παρά μόνον υβριδισμένους ή μεταλλαγμένους σπόρους....
Οι φυτικές καλλιέργειες των οποίων οι σπόροι παράγονται από τους γεωργούς είναι δημόσια ιδιοκτησία και αποτελούν κοινό αγαθό δηλαδή μπορούν να αναπαραχθούν από όλους.
Αντίθετα οι σπόροι που παράγονται από τις ιδιωτικές βιομηχανίες σπόρων προστατεύονται από κανονισμούς πνευματικής ιδιοκτησίας και ευρεσιτεχνίες και συνεπώς δεν μπορούν ελεύθερα να αναπαραχθούν. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) και η ΕΕ στηρίζουν τις βιομηχανίες σπόρων ενώ ταυτόχρονα επιβάλουν παράλογες απαιτήσεις στους σπόρους των αγροτών περιορίζοντας την εμπορική κυκλοφορία τους
. Ως αποτέλεσμα ο πολύτιμος αυτός φυσικός πόρος το δημόσιο αυτό αγαθό ,πού αποκαλείται αγροτική βιοποικιλότητα και αποτελεί την βάση της διατροφικής μας ασφάλειας, της υγιεινής διατροφής και της φυσικής εξέλιξης των φυτών απειλείται σοβαρά από τα μεγάλα συμφέροντα των πολυεθνικών εταιρειών σπόρων.
Οι μοναδικές ποικιλίες φυτών ,οπωροκηπευτικών,κ.α. σε νησιωτικές και άλλες γεωγραφικά απομονωμένες περιοχές της χώρας μας πού προσαρμόστηκαν και επιβίωσαν επί χιλιετίες απειλούνται με εξαφάνιση κατόπιν της πρόσφατης απόφασης των 14 Επιτρόπων της ΕΕ.Οι φυτικές αυτές ποικιλίες χρειάστηκαν αιώνες για να προσαρμοστούν γενετικά στις διαφορετικές συνθήκες των νησιών και των άλλων γεωγραφικά απομονομένων περιοχών παραλιακών ή ορείνων όπως η έλλειψη νερού,οι έντονοι άνεμοι,το φτωχό σε θρεπτικά συστατικά χώμα,τα τοπικά φυτοπαθογόνα και γενικά το μικροκλίμα της περιοχής. Η γεωγραφική απομόνωση των νησιών και των άλλων ελληνικών περιοχών οδήγησε στην ανάπτυξη διαφορετικών τοπικών ποικιλιών οι οποίες είναι προσαρμοσμένες στις εδαφοκλιματικές συνθήκες της κάθε περιοχής. Έτσι μπορούν να αναπτύσσονται έχοντας καλή απόδοση, περιορισμένες ανάγκες νερού και θρεπτικών συστατικών, χωρίς να χρειάζονται λιπάσματα ή φυτοφάρμακα. Συνεπώς είναι υγιεινά,σχετικά φθηνά,με ιδιαίτερη οσμή και γεύση και φυσικά απαλλαγμένα από λιπάσματα και φυτοφάρμακα..
Οι τοπικές παραδοσιακές ποικιλίες ενώ χρειάζονται αιώνες για να εξελιχθούν βλέπουμε μέσα σε μόνο λίγες δεκαετίες να εξαφανίζονται με ανησυχητικούς ρυθμούς.
Ενδεικτικά αναφέρω ότι στην Ελλάδα σε μόνο λιγες δεκαετίες από τις 200 ποικιλίες σταριού που καλλιεργούνταν έχουν μείνει μόνο 7 δηλαδή μειώθηκαν πάνω από 95%. Πρόσφατες επίσης έρευνες έχουν δείξει οτι μόνο το 2-3% των ποικιλιών λαχανικών που υπήρχαν πριν 50 χρόνια έχουν διασωθεί και καλλιεργούνται μέχρι και σήμερα στην χώρα μας.
Οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες σπόρων πού είναι συγχρόνως και οι ίδιες εταιρείες που παράγουν τα λιπάσματα,τα φυτοφάρμακα και τα μεταλλαγμένα με την υποστήριξη του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου και της ΕΕ επέτυχαν να ελέγχουν το 73% της παγκόσμιας παραγωγής σπόρων. Μεταξύ των δέκα μεγαλύτερων πολυεθνικών εταιρειών παραγωγής και εμπορίας σπόρων είναι οι: Monsanto, DuPont, Sygenta, Bayer, BASF,κ.α.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ σήμερα καλλιεργείται μόνο το 10% των παραδοσιακών ποικιλιών σπόρων πού καλλιεργούνταν πρίν 100 χρόνια.Αυτό το γεγονός είναι καταστροφικό για την βιοποικιλότητα ,την συνέχεια της ποικιλίας στήν φύση δηλ.την συνέχεια στην ζωή.
Βέβαια η πολιτική διαχρονικά των ελληνικών κυβερνήσεων ήταν ανύπαρκτη εως εγκληματική στον τοέα αυτόν.Η ελληνική πολιτεία ουδέποτε έκανε την παραμικρή προσπάθεια για την διατήρηση,διάδοση και βελτιωση του γενετικού υλικού των ελληνικών σπόρων και του πολλαπλασιαστικού υλικού..Η τράπεζα σπόρων του ΕΘΙΑΓΕ στην Θες/νίκη είναι ανεπαρκής,η συμβολή των ελληνικών σπόρων στην Παγκόσμια Τράπεζα (κιβωτός του Νώε στην Αρκτική) είναι περιορισμένη παρά το μηδενικό κόστος,και η αξιόλογη δραστηριότητα της ΜΚΟ ΠΕΛΙΤΙ αξίζει συγχαρητηρίων.
Μιλάμε για Μεσογειακή διατροφή αλλά ξεχνάμε ότι η Ελληνική Μεσογειακή Διατροφή στηρίζεται σε τοπικές παραδοσιακές ποικιλίες σπόρων.
Η εγκληματική αδιαφορία της πολιτείας που απο την μία μεριά εμφανίζεται να στηρίζει την γεωργική παραγωγή και απο την άλλη να καταδικάζει σε αφανισμό τις τοπικές παραδοσιακές ποικιλίες πρέπει να ενεργοποιήση τον κάθε Έλληνα και όχι μόνο τους γεωργούς. Οι Έλληνες πολίτες πρέπει να αντιδράσουν δυναμικά και να απαιτήσουν απο την ελληνική κυβερνηση να προστατεύσει τους τοπικούς παραδοσιακούς σπόρους .Να ζητήσουν την ακύρωση της απόφασης των 14 Ευρωπαίων Επιτρόπων και η ελληνική κυβέρνηση να καταβάλλει κάθε προσπάθεια για την καταψήφιση της πρότασης στο Συμβούλιο Υπουργών και το Ευρωκοινοβούλιο.
Παράλληλα πιστεύω ότι πρέπει να πραγματοποιηθούν συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας σε ολες τις μεγάλες πόλεις της χώρας στις 5 Ιουνιου Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος διότι η βιοποικιλότητα και συνεπώς το περιβάλλον απειλείται.Η σωτηρία των ελληνικών παραδοσιακών σπόρων εξαρτάται απο εμάς.
Νίκος Κατσαρός
Π. Πρόεδρος ΕΦΕΤ              Δίκτυο Κοινωνικής Αλληλεγγύης Εξαρχείων-Νεάπολης-Μουσείου         

Η επιστήμη του κοινωνικού κανιβαλισμού και η τέχνη της εξαπάτησης !!!

Γιώτα Ιωαννίδου

Το 1996, ο ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) δημοσίευσε στο 13ο τεύχος του επίσημου περιοδικού του, ένα άρθρο του Κρίστιαν Μόρισον με τίτλο «Οι δυνατότητες πραγματοποίησης των διαρθρωτικών αναπροσαρμογών».

Επρόκειτο για την έκθεση του Κέντρου Ανάπτυξης του ΟΟΣΑ με θέμα τα προβλήματα και τους τρόπους πολιτικής χειραγώγησης των πληθυσμών ώστε να μπορεί μια κυβέρνηση να περνά αυστηρά μέτρα λιτότητας και τις διαρθρωτικές αλλαγές,  σαν αυτά που επέβαλε κατά τη δεκαετία του 1980 η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού σε μια σειρά από «αναπτυσσόμενες» χώρες και χώρες του Τρίτου Κόσμου.

Ας ρίξουμε μια διαγώνια ματιά στο…αποκαλυπτικό αυτό κείμενο

Γκαιμπελικό άρθρο πρώτο

[…] όπου τέθηκε θέμα διαρθρωτικών αλλαγών, οι διεθνείς οργανισμοί [ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, κ.λπ.] απαίτησαν δραστική μείωση των βασικών δημόσιων δαπανών.Αυτό έκανε αντιδημοφιλείς τις κυβερνήσεις, οι οποίες, σε περίπτωση ταραχών, κατέφυγαν στην καταστολή πολλαπλασιάζοντας το πολιτικό κόστος. […] Η εφαρμογή προγραμμάτων διαρθρωτικών αλλαγών σε δεκάδες χώρες κατά τη δεκαετία του 1980 έδειξε, ότι είχαμε παραμελήσει την πολιτική διάσταση του ζητήματος. Πιεζόμενες από απεργίες, διαδηλώσεις, ακόμα κι εξεγέρσεις, πολλές κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να διακόψουν ή να περικόψουν σημαντικά τα προγράμματα αυτά. Έτσι αναγκαστήκαμε να αναγνωρίσουμε, ότι η οικονομική επιτυχία της διαρθρωτικής αναπροσαρμογής εξαρτάται από τη δυνατότητα πολιτικής πραγματοποίησής της. […]

Μετάφραση

Χωρίς επεξεργασμένο πολιτικό σερβίρισμα, η κοινωνία δεν μπορεί να καταπιεί εύκολα την πολιτική εξανδραποδισμού της

Πως αλήθεια όμως αυτό μπορεί να επιτευχθεί;

Γκαιμπελικό άρθρο δεύτερο

[…]οι περικοπές στα λειτουργικά έξοδα του κράτους πλήττουν τους δημοσίους υπαλλήλους, αλλά οι κυβερνήσεις μπορούν να πάρουν την κοινή γνώμη με το μέρος τους αν κινηθούν ευέλικτα παρουσιάζοντας, με τη βοήθεια του Τύπου, αυτά τα μέτρα σαν μέτρα ισονομίας με το επιχείρημα, ότι εφόσον ζητούνται θυσίες από όλο το λαό, οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν γίνεται ν’ αποτελούν εξαίρεση. […]

Μετάφραση

Η διάλυση των κοινωνικών δαπανών, που είναι η πρώτη προτεραιότητα,  θα πλήξει αναπόφευκτα τους δημόσιους υπάλληλους, οι οποίοι για να μη μπορούν να αντιδράσουν, θα πρέπει να διασυρθούν στα μάτια της κοινωνίας, με τη βοήθεια φυσικά του (ελεγχόμενου) Τύπου. Σας θυμίζει τίποτα;

Αλλά οι δημόσιοι υπάλληλοι δεν έχουν  όλοι τον ίδιο ρόλο. Ας δούμε την ειδική σημασία που δίνει ο δάσκαλος της επιστημονικής εξαπάτησης στους εκπαιδευτικούς.

Γκαιμπελικό άρθρο τρίτο

[…]Ειδικά οι απεργίες των εκπαιδευτικών, αν και καθαυτές δεν αποτελούν πρόβλημα για τις κυβερνήσεις, γίνονται έμμεσα επικίνδυνες επειδή απελευθερώνουν μια ανεξέλεγκτη μάζα μαθητικής και φοιτητικής νεολαίας, η οποία μπορεί να κατέβει σε διαδηλώσεις και σε αυτή την περίπτωση η καταστολή μπορεί εύκολα να έχει δραματικές συνέπειες. […]

Μετάφραση

Ο εκπαιδευτικός έχει μια ειδική σχέση με τη νεολαία. Μπορεί από παιδονόμος όπως τον θέλουν οι κρατούντες, να μετατραπεί σε δάσκαλο της αξιοπρέπειας και της αντίστασης για αυτό πρέπει να πειθαρχηθεί.

Μα πως είναι δυνατό όμως  η κοινωνία να δεχτεί τη διάλυση της παιδείας; Ας δούμε τη μέθοδο.

Γκαιμπελικό άρθρο τέταρτο

[…]Μια από τις βασικές περικοπές αφορά στα λειτουργικά έξοδα των σχολείων και των πανεπιστημίων. Είναι πολύ προτιμότερη επιλογή από μια δραστική μείωση του αριθμού των μαθητών και των σπουδαστών. Οι οικογένειες θα αντιδράσουν βίαια στο ενδεχόμενο να αποκλειστούν τα παιδιά τους από την εκπαίδευση. Δεν θα αντιδράσουν όμως σε μια σταδιακή υποβάθμιση της ποιότητας της εκπαίδευσης. Έτσι σιγά-σιγά θα δεχτούν να πληρώνουν κάποιο ποσόν για να σπουδάζουν τα παιδιά, ή να περικοπεί κάποια εκπαιδευτική δραστηριότητα. […]

Μετάφραση

Η ουσία της επιδίωξης είναι η υποβάθμιση της εκπαίδευσης. Αυτό είναι πολύ συγκεκριμένο σήμερα στην Ελλάδα:  Κύμα συγχωνεύσεων σχολείων, οικονομικός στραγγαλισμός μέσω περικοπής λειτουργικών δαπανών, τορπίλη σε μουσικά και αθλητικά σχολεία όπως και στην ειδική αγωγή, κατάργηση πρόσθετης και ενισχυτικής, κόψιμο σε βιβλιοθήκες, εκδρομές, αθλητικούς αγώνες, επιχορηγήσεων σε προγράμματα, αδιαφορία για τις μετακινήσεις των μαθητών, μηδενισμός διορισμών, κενά μέχρι τέλους της σχολικής χρονιάς, αύξηση των μαθητών ανά τμήμα και άλλα. Αυτά λοιπόν θα περνάνε, αλλά η κυβέρνηση θα φωνασκεί υπέρ των μαθητών ή των εξετάσεων τους, χαϊδεύοντας την άγνοια που καλλιεργεί στους υπηκόους.

Τώρα είναι όλα πιο καθαρά.

Η μεθοδολογία που ακολουθείται σήμερα με την διαπόμπευση των εκπαιδευτικών, ώστε η ‘’κοινή γνώμη’’ (κάτι σαν ‘’κοινή γυνή’’ ακούγεται αυτό πλέον) να υποδεχτεί τον εξανδραποδισμό τους ως πράξη δικαιοσύνης, αποτελεί  πιστή εφαρμογή αυτών των υποδείξεων πολιτικής.

Ο ίδιος ο επικεφαλής του ΟΟΣΑ Angel Gurría («Σύμβουλος» της κυβέρνησης μαζί με την ΕΕ και το ΔΝΤ), σε κοινή συνέντευξη Τύπου με υπουργούς της τότε κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, παρουσίασε την «Έκθεση» του Οργανισμού για την «ελληνική οικονομία», ενώ στα χέρια της τότε υπουργού Παιδείας κ. Άννας Διαμαντοπούλου κατατέθηκε προς «αξιοποίηση» επιμέρους Έκθεση του ΟΟΣΑ που αφορούσε στην Ελληνική Εκπαίδευση. Το κείμενο πρότεινε ένα σχολείο στηριγμένο στο νέο δημόσιο μάνατζμεντ, με κλείσιμο των μικρών μη αποδοτικών μονάδων, γενικευμένη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των μηχανισμών, εισαγωγή της ‘’αξιολόγησης’’ των εκπαιδευτικών  και ισχυροποίηση της  παρέμβασης της αγοράς.

Είναι αυτό το κείμενο, στο οποίο αναφέρονται σήμερα σε πλήρη σύμπνοια όλα τα καθεστωτικά ΜΜΕ για να αποδείξουν ότι οι έλληνες εκπαιδευτικοί δουλεύουν λιγότερο από όλους στην Ευρώπη (μήπως το ίδιο δεν έλεγαν και για όλους τους εργαζόμενους στην Ελλάδα αρχικά;).

Με το ίδιο ιερό κείμενο και την περίφημη αναλογία εκπαιδευτικών / μαθητών –τη μικρότερη σε Ευρώπη και χώρες του ΟΟΣΑ-  προσπαθούσαν να πείσουν πέρσι για την επιστημονική αναγκαιότητα των συγχωνεύσεων, όπως βάφτισαν το κλείσιμο των σχολείων. Τι κι αν από τον Γενάρη του 2012, δόθηκε στη δημοσιότητα η μελέτη του ΚΕΜΕΤΕ της ΟΛΜΕ, «Μελέτη στοιχείων για την Εκπαίδευση και τους Εκπαιδευτικούς στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και σε άλλες χώρες», που αποδεικνύει ότι ορισμένα στοιχεία δεν ισχύουν ή εξηγεί τις αποκλίσεις άλλων.

Η ιστορία εξελίσσεται σαν αυτή με τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων. Πληρώθηκαν ένα σωρό λεφτά, για να μετρηθεί ο ήδη γνωστός αριθμός τους. Αποκαλύφθηκε μέσω της επίσημης απογραφής, ότι δεν άγγιζαν ούτε τις 650.000 από  το ενάμιση ή και δύο  εκατομμύρια που διαδιδόταν πλατιά από τα επίσημα χείλη.  Απλά τα ΜΜΕ δεν το είδαν.

Για να δούμε λοιπόν τα στοιχεία του ΟΟΣΑ ξανά.

Σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ, το 2011-12 η αναλογία μαθητών ανά καθηγητή ήταν 1:8,2 στα Γυμνάσια και 1:9,5 στα Λύκεια ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ των 21 ήταν 1:11,7 και 1:12,5 αντίστοιχα (στοιχεία ΟΟΣΑ). Η μικρή αυτή απόκλιση συμβαίνει στη χώρα μας λόγω γεωγραφικών ιδιομορφιών (νησιά, ορεινά, δυσπρόσιτα), της ύπαρξης των τμημάτων κατεύθυνσης σε Β και Γ τάξεις των Γεν. Λυκείων και της λειτουργίας των ειδικοτήτων στα τεχνικά Λύκεια. Η απάλειψη αυτής της απόκλισης σημαίνει ότι θα κλείσουν σχολεία σε χωριά και κωμοπόλεις (πράγμα που συνέβη και με το πρώτο κύμα των 1000 συγχωνεύσεων – καταργήσεων)και με τις περικοπές των δωρεάν μεταφορών, πολλά παιδιά θα διωχθούν από τη δημόσια εκπαίδευση. Στα λύκεια θα αδυνατούν να δημιουργηθούν τμήματα κατεύθυνσης με μεγάλο αριθμό μαθητών (ήδη από πέρσι το όριο έγινε 15 μαθητές και σε εξαιρετικές συνθήκες 10), οπότε οι μαθητές είτε θα πρέπει να πηγαίνουν σε σχολείο διπλανής περιοχής που θα υπάρχει τμήμα κατεύθυνσης της επιλογής τους ή να αλλάζουν κατεύθυνση. Αντίστοιχη θα είναι η κατάσταση στις ειδικότητες των τεχνικών λυκείων, όπου η μη ύπαρξη μαθητών θα σημάνει την κατάργηση της ειδικότητας και την μεταφορά όσων την επιλέξουν σε άλλο σχολείο της Περιφέρειας.

Όσον αφορά στο μέγεθος των σχολικών τάξεων, ο μέσος όρος των μαθητών στην Ελλάδα σε γυμνάσια και λύκεια είναι 22, πάνω δηλαδή από το μέσο όρο της ΕΕ των 21, που είναι 21,9. Ωστόσο, εδώ δεν φαίνεται να υπάρχει η ευαισθησία της προσέγγισης του μέσου όρου της ΕΕ, από την κυβέρνηση μιας και ο στόχος είναι οι 30 μαθητές στην τάξη.

Οι εκπαιδευτικοί διαθέτουν συνολικό εργασιακό ωράριο, ένα μέρος του οποίου είναι οι ώρες διδασκαλίας στην τάξη (διδακτικό). Σύμφωνα με τα στοιχεία του Δικτύου Ευρυδίκη «Αριθμοί κλειδιά της εκπαίδευσης στην Ευρώπη 2009», ο μέσος όρος του διδακτικού ωραρίου για τους καθηγητές της ΕΕ των 25, ήταν 18,4 για το Λύκειο και 19,1 για το Γυμνάσιο, ενώ ο μέσος όρος για την Ελλάδα ήταν 18,5.

Σύμφωνα με πρόσφατη (2012) μελέτη της UNESCO κάθε ώρα διδακτικού έργου ενός καθηγητή αντιστοιχεί σε 4 ώρες εργασίας γραφείου! Για αυτό η τάση στις χώρες της Ευρώπης ήταν η μείωση του διδακτικού ωραρίου τα τελευταία χρόνια, εκτός από την Βουλγαρία και τη Ρουμανία.

Πέραν τούτου, ο μέσος όρος για την Ελλάδα των 18,5 διδακτικών ωρών προκύπτει με το δεδομένο των 16 ωρών εβδομαδιαίας εργασίας –που το υπουργείο παιδείας έδωσε σαν ωράριο όλων των καθηγητών –ενώ οι καθηγητές δουλεύουν με 21 ώρες πλήρες ωράριο που γίνεται 16 ώρες μετά από 20 και πλέον χρόνια εργασίας.

Παρόλα αυτά, η Καθημερινή της Κυριακής 4/5/13 επιμένει ότι οι έλληνες καθηγητές διδάσκουν μόνο 415 ώρες ενώ ο μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι 704 ώρες για το γυμνάσιο και 658 ώρες για το λύκειο και για τις χώρες της ΕΕ/21 660 και 629 αντίστοιχα. Δεν προβληματίζεται βέβαια καθόλου, πώς στον ίδιο πίνακα φαίνεται οι έλληνες καθηγητές  να εργάζονται 1176 ώρες κατ έτος έναντι 1171 στο γυμνάσιο και 1114 στο λύκειο των χωρών του ΟΟΣΑ και 1057 και 1049 αντίστοιχα της ΕΕ/21. Γιατί η αξία μιας μελέτης, κατά ορισμένα ΜΜΕ, είναι μόνο η παροχή στοιχείων επιβεβαίωσης της  κυβερνητικής πολιτικής. Η απάντηση βρίσκεται στο εργασιακό ωράριο, που στην Ελλάδα είναι 30 ώρες έναντι 27,5 ωρών του μέσου ευρωπαίου στις 27 χώρες της ΕΕ.

Οι καθηγητές δεν διδάσκουν μόνο. Παρακολουθούν την πορεία των μαθητών τμημάτων που είναι υπεύθυνοι, επικοινωνούν με τους γονείς, εκτελούν διοικητικά καθήκοντα, συμπληρώνουν στατιστικά κλπ, διορθώνουν γραπτά, περνούν βαθμολογίες, προετοιμάζουν εκπαιδευτικά προγράμματα, γιορτές, εκδρομές, θεατρικά κλπ, ασχολούνται με σεμινάρια και εργαστήρια, προετοιμάζουν σημειώσεις και σχέδια, ειδικές παρεμβάσεις, συνεδριάζουν και συζητούν ότι προβλήματα ανακύπτουν κλπ κι όσα από αυτά δεν μπορούν να τα κάνουν εντός της σχολικής μονάδας (γιατί δουλεύουν όλοι μαζί σε μια αίθουσα με κολλητά γραφεία και χωρίς υπολογιστή ή άλλα μέσα) τα κάνουν στο σπίτι τους.

Οι έλληνες εκπαιδευτικοί δουλεύουν περίπου 39 εβδομάδες το χρόνο έναντι 38,6 των ΕΕ/27. Ενώ όμως δουλεύουν περισσότερο, διδάσκουν μόνο 31 εβδομάδες, καθότι  4-5 εβδομάδες το χρόνο,  είναι οι εξετάσεις, πράγμα που δε συμβαίνει σε καμιά ευρωπαϊκή χώρα, ενώ ο υπόλοιπος χρόνος αντιστοιχεί σε διοικητική απασχόληση.

Η Ελλάδα είναι το βασίλειο της εξεταστικής λαιμητόμου, με διαφωνία των εκπαιδευτικών και μάλιστα αυτός ο ανορθολογισμός θα ενταθεί αν περάσουν τα μέτρα της κυβέρνησης.

Είναι απίστευτη αυτή η στρέβλωση και δεν μπορεί να μένει εκτός συζήτησης.

Η διδασκαλία στην τάξη μειώνεται, αλλά οι ώρες των εξετάσεων αυξάνονται.

Το σχολείο απαξιώνεται, αλλά το φροντιστήριο προετοιμασίας για τις εξετάσεις,  αποθεώνεται ως θεσμός!

Συμπερασματικά οι έλληνες εκπαιδευτικοί δουλεύουν περισσότερο από τους ευρωπαίους και οι ώρες διδασκαλίας τους (χωρίς τις εξετάσεις) είναι περισσότερες από 573,5 κατά μέσο όρο (31 εβδομάδες χ 18,5).

Επιπλέον στις χώρες της ΕΕ, υπάρχουν βοηθοί διδασκόντων, σε αναλογία  6,5 ανά 1000 μαθητές μέσο όρο ενώ στην Ελλάδα είναι 0,4 μόνο στα εργαστήρια της ΤΕΕ

Υπάρχει διοικητικό προσωπικό σε αναλογία 10,9 ανά 1000 μαθητές μέσο όρο ενώ στην Ελλάδα είναι 1,4

Υπάρχει επιστημονικό προσωπικό για τη στήριξη του σχολείου (κοινωνικοί λειτουργοί, ψυχολόγοι κλπ) σε αναλογία 7,8 ανά 1000 μαθητές μέσο όρο ενώ στην Ελλάδα είναι 0.

Υπάρχει βοηθητικό προσωπικό σε αναλογία 12,7 ανά 1000 μαθητές μέσο όρο ενώ στην Ελλάδα είναι 0,3

Και επιπλέον σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, για το 2009 ο μέσος όρος για τις χώρες του ΟΟΣΑ των ετήσιων μεικτών αποδοχών του αρχικού μισθού των καθηγητών ήταν 29.472και ο αντίστοιχος μέσος όρος για τις χώρες της Ε.Ε. ήταν 29.459.

Ο μέσος όρος για τις χώρες του ΟΟΣΑ των ετήσιων μεικτών αποδοχών του τελικού μισθού των καθηγητών ήταν 47.740 και ο αντίστοιχος μέσος όρος για τις χώρες της Ε.Ε./21 ήταν 47.374.

Αντίθετα, για τους Έλληνες καθηγητές ο αρχικός μισθός ήταν 24.541 και ο τελικός 36.230. Έτσι η Ελλάδα κατατάσσεται στις τελευταίες χώρες (ακολουθούν μόνο Σλοβενία και Σλοβακία).

Συνολικά ο μισθός του έλληνα καθηγητή Λυκείου είναι το 54% του Φιλανδού (με 11-17 ώρες διδασκαλίας), το 58% του Ισπανού (με 17- 19 ώρες διδασκαλίας) και το 39% του Γερμανού (με 17-20 ώρες διδασκαλίας).

Ας διαλέξουμε λοιπόν.

Η συναίνεση στην αντι-εκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης, αφενός θα σημάνει τη διάλυση της παιδείας, αφετέρου θα σηματοδοτεί τη νίκη της πολιτικής της εξαπάτησης, την απόδειξη ότι όταν το δάχτυλο έδειχνε το φεγγάρι, ο ηλίθιος κοίταζε το δάχτυλο.

Δε μας αξίζει κάτι καλύτερο σαν κοινωνία;

Τρίτη 21 Μαΐου 2013

Έφυγε ο κιμπορντίστας των Doors Ρέι Μάνζαρεκ



Ο Μάνζαρεκ πέθανε στο Ροζενχάιμ της Γερμανίας, μετά από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο, ανέφερε το συγκρότημα σε ανακοίνωσή του.
Ο πολωνικής καταγωγής μουσικός μεγάλωσε στο Σικάγο όπου έμαθε πιάνο. Το μουσικό του μέλλον καθορίστηκε από την αγάπη του για τον κινηματογράφο, καθώς οι σπουδές του για την έβδομη τέχνη την τριετία 1962-65 στην Καλιφόρνια τού επεφύλασσαν τη γνωριμία του με τον Τζιμ Μόρισον, τη μεγάλη μορφή του μετέπειτα ροκ συγκροτήματος των Doors. 
Οι δυο τους συναντήθηκαν σε μια παραλία όπου ο Τζιμ Μόρισον του ζήτησε να ακούσει ορισμένα από τα τραγούδια που είχε γράψει. Ο Μάνζαρεκ ενθουσιάστηκε από το ταλέντο του και πρότεινε να δημιουργήσουν ένα ροκ συγκρότημα. Κάπως έτσι γεννήθηκαν οι Doors.
Με τη συμμετοχή του κιθαρίστα Ρόμπι Κρίγκερ και του ντράμερ Τζον Ντένσμοράρχισε η πορεία προς την επιτυχία και την παγκόσμια καθιέρωση. 
Τον Ιανουάριο του 1967 οι Doors εξέδωσαν το πρώτο άλμπουμ τους με τίτλο το όνομά τους, ενώ τον Απρίλιο του 1971 κυκλοφόρησε το «L.Α. Woman» που αποτέλεσε το κύκνειο άσμα τους.

Η πάταξη της φοροδιαφυγής και άλλα παραμύθια

Έχουμε την υποχρέωση να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα σχετικά με την φοροδιαφυγή, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το καπιταλιστικό κράτος και την οικονομική εξουσία, και ας προσπαθεί η αριστερά να μας πείσει ότι αναλαμβάνοντας τα ηνία της εξουσίας θα προσπαθήσει να εξαλείψει το φαινόμενο νομοθετώντας προς την κατεύθυνση μιας δικαιότερης φορολογικής μεταρρύθμισης. Αν και καθημερινά ακούμε για το φαινόμενο της φοροδιαφυγής, κανείς δεν μπαίνει στο κόπο να μας ενημερώσει για την πραγματική της φύση, χαρακτηρίζοντας την ως μια απλή δυσλειτουργία του οικονομικού συστήματος που θα μπορούσε να εξαλειφθεί αν και όταν υπάρξει πραγματική κυβερνητική βούληση, μέσω θέσπισης αυστηρών νόμων και διατάξεων που θα εξασφαλίζουν την χωρίς εξαιρέσεις εφαρμογή τους.
Η φοροδιαφυγή όμως είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις οικονομικές πολιτικές του αστικού-δημοκρατικού κράτους και δεν αποτελεί ένα παρασιτικό φαινόμενο, όπως προσπαθούν να μας πείσουν τα ΜΜΕ και οι φορείς εξουσίας. Η φοροδιαφυγή αποτελεί αναγκαίο παράγοντα ισορροπίας των σχέσεων της πολιτικής εξουσίας και του μεγάλου κεφαλαίου. Τα πολιτικά κόμματα αναλαμβάνοντας την διακυβέρνηση της χώρας, ουσιαστικά ως εντολοδόχοι των κυρίαρχων οικονομικών ελίτ και όχι των πολιτών, απεργάζονται τις δομές εκείνες που ευνοούν την εκτεταμένη φοροδιαφυγή και φυσικά τη διατήρηση της εξουσίας τους. Η πάταξη της φοροδιαφυγής που επικαλούνται ποτέ δεν τους ενδιέφερε πραγματικά, γιατί πολύ απλά το μαύρο χρήμα συντελεί στην διατήρηση της ταξικής υπόστασης της κοινωνίας. Και όταν λέμε ταξική δεν συμπεριλαμβάνουμε σε αυτόν τον όρο μόνο τη κλασσική – μαρξιστικού τύπου – σύγκρουση εργατικής τάξης και πλουτοκρατίας. Με τον όρο ταξικό εννοούμε την σύγκρουση του συνόλου της κοινωνίας με την εξουσία και τις κυρίαρχες δομές της, μιλάμε για ταξικούς πόλους εξουσιαζόμενων και εξουσιαστών. Κι αυτό γιατί η υποτιθέμενη πάταξη της φοροδιαφυγής θ’ αφορά μόνο τους εξουσιαζόμενους: τους συνταξιούχους, τους υπαλλήλους όλων των κατηγοριών, τους νεόπτωχους επιστήμονες, τους νέους, τις οικογένειες, τους εργάτες ακόμα και ανήλικους που δεν έχουν αποκτήσει ακόμα δικαιοπρακτική ικανότητα (π.χ. φορολόγηση ακίνητης περιουσίας χωρίς εξαιρέσεις κλπ.).
Πρέπει λοιπόν να γίνει ξεκάθαρο ότι ο καπιταλισμός οικονομικά στηρίζεται πρωτίστως στην εκμετάλλευση των εργαζομένων και έπειτα στην φοροδιαφυγή. Η φιλολογία περί σύγκρουσης κρατικής/δημόσιας και ιδιωτικής οικονομίας αποτελεί μύθο. Το κράτος είτε είναι «σοσιαλιστικό», είτε φιλελεύθερο, σαν κύριο στόχο έχει να εξυπηρετεί μια συγκεκριμένη ελίτ και ο ρόλος του είναι αποκλειστικά (ή προεχόντως – αναλόγως την πολιτικο-οικονομική συγκυρία) κατασταλτικός για το υπόλοιπο μέρος της κοινωνίας. Άλλωστε το κράτος το διαχειρίζονται πολιτικά πρόσωπα, τα οποία έτσι κι αλλιώς χρησιμοποιούν την νομοθετική εξουσία που νέμονται, από τη μία με την ψήφιση νόμων που αυξάνουν την κερδοφορία των μονοπωλίων και του μεγάλου κεφαλαίου (τραπεζικού-χρηματοπιστωτικού, εφοπλιστικού, βιομηχανικού όπου το τελευταίο επιζεί ακόμα) μειώνοντας μισθούς και ενθαρρύνοντας τις απολύσεις, ενισχύοντας επιπλέον τις χρηματοπιστωτικές οικονομίες της «φούσκας» και από την άλλη, αφήνοντας εσκεμμένα, νομικά παραθυράκια για τη δημιουργία φορολογικών παραδείσων, ώστε τελικά οι κάθε λογής κερδοσκόποι ν’ αυξάνουν τα κέρδη τους ακόμα και σε περιόδους οικονομικής κρίσης μέσω μιας φορολογικής θηλιάς που πνίγει τους εργαζόμενους .
Η επικοινωνιακή πολιτική των φορέων εξουσίας προσπαθεί να πείσει τους πολίτες – υπηκόους, ότι η συλλογή φόρων είναι απαραίτητο συστατικό της λεγόμενης δημοσιονομικής πολιτικής, προκειμένου να πραγματοποιήσει έργα υποδομών, δημόσια σχολεία, δημόσια νοσοκομεία κλπ. και χρησιμοποιεί δύο συγκεκριμένες πηγές φορολόγησης για τον σκοπό αυτό: την έμμεση φορολόγηση και την άμεση φορολόγηση φυσικών και νομικών προσώπων. Σε πρακτικό επίπεδο, η πρώτη αφορά την φορολόγηση των αγαθών που αγοράζουμε καθημερινά από τα εμπορικά καταστήματα (η έμμεση φορολογία στην Ελλάδα είναι από τις υψηλότερες στον κόσμο και πάντως η υψηλότερη στην ευρωζώνη) και η δεύτερη αφορά την φορολόγηση των ετήσιων εισοδημάτων μας. Φαινομενικά, η κάθε κυβέρνηση προσπαθεί να παρουσιάσει το φορολογικό της σύστημα ως δίκαιο και αρμονικά κατανεμημένο σε όλα τα στρώματα των φορολογούμενων. Στην πραγματικότητα όμως το συνολικό βάρος το επωμίζονται αποκλειστικά τα χαμηλότερα στρώματα όλων των κατηγοριών, οι υπάλληλοι του ιδιωτικού και δημόσιου φορέα, οι προλεταριοποιημένοι επιστήμονες, οι συνταξιούχοι, οι αγρότες και τώρα τελευταία, ακόμη και οι άνεργοι. Αυτό μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό αν αναλογιστούμε ότι: α) όσον αφορά την έμμεση φορολόγηση, πλούσιοι και φτωχοί πληρώνουν το ίδιο ποσό φόρων για χιλιάδες αγαθά και μάλιστα σε είδη που η κατανάλωσή τους είναι ανελαστική (δηλαδή, ένας πλούσιος, όσο κι αν το θέλει δεν μπορεί να φάει 30 κιλά φαγητό την ημέρα – θα φάει απλώς καλύτερα από τον πένητα, άρα η ψαλίδα φορολόγησης μεταξύ των δύο κατηγοριών, είναι καταφανώς άδικη) και β) ότι το κατ’ αρχήν αληθές γεγονός πως μέσω της φορολόγησης το Κράτος αποκτά μια αναδιανεμητική διάσταση, αποδεικνύεται μύθος στην πράξη, όχι μόνο γιατί αυτή η αναδιανομή είναι εκ των πραγμάτων ανίκανη να επιφέρει εξίσωση εισοδημάτων, αλλά και γιατί, στις μέρες μας, η νεοφιλελεύθερη έκδοση του καπιταλισμού σάρωσε εντελώς ακόμα κι αυτόν, τον υποτυπώδη, αναδιανεμητικό χαρακτήρα του κράτους, μέσω της διάλυσης κάθε «κοινωνικού δικαιώματος» (κατάργηση αναδιανεμητικού χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος, κατάργηση δημόσιας υγείας και παιδείας κλπ.).
Το «παράδοξο» είναι ότι η αυξημένη και άγρια φορολόγηση των εισοδημάτων έρχεται σε απόλυτη αντίφαση με τον σκοπό που τάχα εξυπηρετεί, δηλαδή την ικανοποίηση των αναγκών του συνόλου της κοινωνίας. Έτσι, τη στιγμή που η φορολογία αυξάνεται, περικόπτονται τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας, τα κονδύλια για την παιδεία και την υγειονομική περίθαλψη, οι δαπάνες για φάρμακα, οι δημόσιες επενδύσεις και τα έργα υποδομής. Επομένως η συλλογή φόρων δεν αποσκοπεί πουθενά αλλού παρά στην κάλυψη χρεών που προέρχονται από την κρατική σπατάλη και την ασυδοσία των (στην πραγματικότητα κρατικοδίαιτων) ιδιωτών.
Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το κράτος αναδεικνύει περίτρανα τον ταξικό του χαρακτήρα, καθώς αφήνει σχεδόν ανέγγιχτο το τραπεζικό και εφοπλιστικό κεφάλαιο, το βιομηχανικό (αν και η αλήθεια είναι ότι στην Ελλάδα υπάρχει αποβιομηχάνιση εδώ και πολλές δεκαετίες), το περιρρέον αεριτζίδικο κεφάλαιο και τον τζόγο, ενώ ταυτόχρονα επικαλείται τον μύθο της πάταξης φοροδιαφυγής, που τελικά το ίδιο δημιουργεί με την εσκεμμένη έλλειψη φορολόγησης των υψηλών εισοδημάτων. Συνεπώς, πράγματι η φορολογική θηλιά θα μπει, αλλά δεν θα φτάσει παραπάνω απ’ όλους αυτούς που κάποτε πίστεψαν ότι ο καπιταλισμός θα τους δώσει το δικαίωμα να βάλουν το δάκτυλο στο μέλι. Ο μικροαστός που χρησιμοποίησε κάθε μέσο (κενά νόμου, μέσα και γνωριμίες, απάτες, πελατειακές σχέσεις με κόμματα και Μαυρογυαλούρους, χρηματιστήρια κλπ.), για να μπορέσει κι αυτός να αισθανθεί, ότι οδηγώντας ένα τζιπ ή έχοντας εξοχικό με πισίνα, θα καταπολεμήσει την ανασφάλεια του αποδεικνύοντας στον αλλοτριωμένο τυ περίγυρο ότι καταξιώθηκε κοινωνικά και ο οποίος τώρα τα χάνει όλα το ένα μετά το άλλο, νιώθει σε κάποιο βαθμό ένοχος αλλά και τελείως ανήμπορος νακατανοήσει τι στ’ αλήθεια συνέβη και ν’ αντιδράσει. Οι πιο «υποψιασμένοι» (ή οι λιγότερο θιγμένοι…) δε από αυτούς, βλακωδώς νομίζουν, ότι «ορθώς πράττει η κυβέρνηση», ότι «το πάρτι έπρεπε κάποια στιγμή να πάρει ένα τέλος», να «μπει επιτέλους μια τάξη στο κράτος», να «γίνουμε και εμείς Γερμανοί βρε παιδί μου», να μπορέσουμε μέσω της «ανάπτυξης» που θα προέλθει από το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας, την ιδιωτικοποίηση των πάντων και φυσικά από την φορολόγηση της κραιπάλης μας, «να παραμείνουμε Ευρωπαίοι» – μια αίσθηση που αφελώς δημιουργείται σε πολλούς από την μεγάλη (αυτ)απάτη περί αναγκαιότητα παραμονής μας στο ευρώ με κάθε τίμημα.
Οι οικονομικές ελίτ έχοντας την αμέριστη στήριξη της πολιτικής ηγεσίας, που νομοθετεί αντεργατικούς νόμους, δηλαδή το νομικό πλαίσιο για την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και ευνοϊκότερες φοροαπαλλαγές, δημιουργούν μέσω των παγκόσμιων δεσμών τους δίκτυα φορολογικών παράδεισων σε μικρές χώρες της περιφέρειας του καπιταλισμού. Επίσης η ακόρεστη επιθυμία τους για κέρδος, τις οδηγεί σε μεγαλύτερες επενδύσεις στα παγκόσμια χρηματιστηριακά καζίνο, με αποτέλεσμα οι εθνικές οικονομίες των εκάστοτε χωρών να επιβαρύνονται επιπλέον, καθώς σχεδόν όλες τους στηρίζονται στην πορεία των παγκόσμιων χρηματιστηριακών αγορών, δημιουργώντας νέες «φούσκες» και νέα προβλήματα στα χαμηλότερα στρώματα. Την ίδια στιγμή ο φαύλος αυτός κύκλος άντλησης φόρων γιγαντώνεται, καθώς η Ε.Ε. και το Δ.Ν.Τ πιέζουν τις κυβερνήσεις (η ελληνική είναι το πιο τραγελαφικό παράδειγμα) για άμεσα αποτελέσματα «βελτίωσης της οικονομίας», στην ουσία ονομαστικών δεικτών ανάπτυξης. Η σχέση κερδοσκοπίας και φοροδιαφυγής είναι άμεση, το ένα γεννάει το άλλο και vice versa. Επομένως εδώ κρίνεται η συνολική δομή του Νέο-φιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου.
Η δημοσιονομική σιδηρά πειθαρχία που επικαλούνται τα παπαγαλάκια του κατεστημένου προκειμένου τάχα να μπει άμεσα ένα τέλος στο φαινόμενο της φοροδιαφυγής, αποτελεί άλλο έναν μύθο, όπως και η δημοκρατία τους, ή η δικαιοσύνη τους. Το αποτελέσματα είναι δραματικά για την κοινωνία, η οποία τελικά είναι η μόνη που πλήττεται από όλο αυτό το ληστρικό γαϊτανάκι. Το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς μεγαλώνει, η μεσαία τάξη τείνει να εξαφανιστεί προς όφελος των ελίτ, οι ανασφάλιστοι και μη έχοντες πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη πληθαίνουν, η ανέχεια εξαπλώνεται μετατρέποντας την «οικονομική» κρίση σε ανθρωπιστική.
Παράλληλα, σε πολλές περιπτώσεις η οικονομική εξαθλίωση των ανθρώπων οδηγεί και στην καταστροφή βασικών δημοκρατικών και κοινωνικών αξιών. Οι πιο κατάπληκτοι και ανυποψίαστοι μετατρέπονται εύκολα σε απεγνωσμένα αγρίμια, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, αμφισβητώντας παγιωμένες δημοκρατικές αξίες, όπως ο σεβασμός για τον συνάνθρωπο τους και μέσα στην απελπισία τους για επιβίωση, αμφισβητούν αγώνες και δικαιώματα που κατέκτησαν οι προηγούμενες γενιές με κόπο και αίμα, στρεφόμενοι σε μορφώματα ολοκληρωτικού τύπου (βλ. την σκληροπυρηνική αντεργατική πολιτική της νεοναζιστικής Χ.Α. που με γελοία έπαρση μουσολινικού στυλ κομπάζει πως εκπροσωπεί τους μη προνομιούχους Έλληνες…). Το οικονομικό ντόμινο που δημιουργεί στην κοινωνία το σχήμα κερδοσκοπία – φοροδιαφυγή αγγίζει τα όρια του τραγικού έχοντας προεκτάσεις που δεν είναι δυνατό ν’ αναλυθούν εδώ (όπως π.χ. η οικολογική καταστροφή κ.α.).
Η επιλογή είναι δική μας. Απαιτείται άμεση καταστροφή του καπιταλισμού και του ανθρωπολογικού τύπου που παράγει. Δημιουργία εναλλακτικών οικονομιών που να βασίζονται σε τοπικές πρωτοβουλίες και να στηρίζονται στην αλληλεγγύη. Άρνηση του κράτους και της ψευδο – οικονομίας του και ό,τι αυτό συνεπάγεται: αποφυγή καταβολής φόρων, μείωση της κατανάλωσης αγαθών που δεν έχουμε ανάγκη, μπλοκάρισμα των καπιταλιστικών αγορών, μη πληρωμή χαρατσιών, κλπ.
Γιατί όπως λέει και ο Κροπότκιν : «[...].η ελευθερία, η ισότητα και η πρακτική της αλληλοβοήθειας είναι το μοναδικό ουσιαστικό εμπόδιο που θα μπορούσαμε να αντιτάξουμε στα αντικοινωνικά ένστικτα ορισμένων από εμάς».
Συνδιαμόρφωση από Miltos, Ian Delta