Τα χρόνια της Θάτσερ, οι Βρετανοί νέοι της γενιάς μου τα έζησαν
ενάντιοι. Στο Λίβερπουλ, στο Μάντσεστερ, στη Γλασκώβη, στο Μπρίξτον,
είδαν τους μεσήλικους άνεργους να βουλιάζουν στον αλκοολισμό και στην
παραίτηση. Η θατσερική μεταρρύθμιση σάρωνε τους φτωχούς και ήταν
αμείλικτη με τους αδύναμους. Οι πιο ευάλωτοι νέοι της εργατικής τάξης
έπεφταν στα ναρκωτικά και στην αυτοκαταστροφή. Οι πιο ευαίσθητοι έκαναν
τέχνη: τραγούδια, βιβλία, ταινίες.
Την ίδια περίοδο, οι Ελληνες συνομήλικοι βίωναν την εναντίωση ή και την απόγνωση των Βρετανών του θατσερισμού σαν καλλιτεχνική εμπειρία, αλλά και σαν μύηση στην ηθική και υπαρξιακή ουσία της πολιτικής. Clash, Crass, Morrissey, Elvis Costello, Robert Wyatt, Specials τραγουδούσαν στα πικάπ των σπιτιών και των μπαρ για την άλλη Αγγλία, των ονείρων και των αισθημάτων, καίριοι, λυρικοί, σκληροί, γοητευτικοί. Στις κινηματογραφικές αίθουσες ανακαλύπταμε το νέο βρετανικό σινεμά: Στίβεν Φρίαρς, Ντέρεκ Τζάρμαν, Νιλ Τζόρνταν, Μάικ Λι, Κεν Λόουτς. Υψηλή ποπ αισθητική, ρεαλισμός, απελευθερωτικές ηθογραφίες ή σκοτεινές καταδύσεις στην ανθρωπογεωγραφία του θατσερισμού: από τη δύσκολη ελπίδα του «My Beautiful Laundrete» έως το ντοστογιεφσκικό «Naked», τον αβάσταχτο ρεαλισμό του «Raining Stones» και το αιματηρό μελόδραμα «Crying Game».
Στο σινεμά, τουλάχιστον δύο Ελληνες κινηματογραφιστές που έζησαν τον θατσερισμό, ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης και ο πρόωρα χαμένος Αλέξης Μπίστικας, έφεραν εδώ την αύρα ενός Ντέρεκ Τζάρμαν εκείνα τα χρόνια. Τέλη δεκαετίας ’80 με αρχές ’90, θυμάμαι το ασπρόμαυρο περιοδικό «Κοντροσόλ στο χάος», με Δημήτρη Παπαϊωάννου, Μπίστικα, Αβούρη, Ζάφο Ξαγοράρη, ζωγράφους, συγγραφείς και κομικσάδες, να μετακενώνει το γκέι πανκ πνεύμα στα Εξάρχεια με αισθητική νεορεαλιστική και μετατσαρούχεια.
Θατσερισμός και γιαπισμός, ατομικισμός και λαϊφστάιλ συγχέονταν αξεδιάλυτα στα κεφάλια των Ελλήνων της εποχής. Δεν μπορούσαμε να νιώσουμε πραγματικά τον πόνο της βρετανικής εργατικής τάξης, την απόγνωση των συνομηλίκων μας, τον ξέφρενο κυνισμό των γκόλντεν μπόις της Γουόλ Στριτ, έως μηδενισμού, όπως τα περιέγραφε ο Μπρετ Ιστον Ελις. Τα βλέπαμε ως έργα τέχνης, ως αισθητικές αποτιμήσεις. Κατά παράδοξο τρόπο, οι άνθρωποι χόρευαν με τους πολιτικούς Clash, με τους λυρικούς πλην κοινωνικά ευαίσθητους Morrissey και Costello, λικνίζονταν με το ζοφερό «Ghost Τοwn» των Specials και ταυτόχρονα διάβαζαν το «Κλικ» και εγαλουχούντο στην πόζα του νεοκυνικού. Κάπως έτσι. Αφαιρούσαμε τα έργα τέχνης από τη ζωτική τους σύμφραση διότι ζούσαμε σε άλλη χρονοσήραγγα: τη δεκαετία του ’80 είχε συμβεί μείζων αναδιανομή εισοδήματος και κοινωνική ανακατάταξη, ή έτσι νομίζαμε. Στο μεσουράνημα της Σιδηράς Θάτσερ και του ηθοποιού Ρέιγκαν, εμείς βλέπαμε εγγύτερα τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Φρανσουά Μιτεράν, τους τελευταίους σοσιαλιστές της Ευρώπης.
Πολύ περισσότερο, στην Ελλάδα μόνο μετά τη Μεταπολίτευση και μετά την Αλλαγή του ’81 υπήρξε χώρος για να εκδιπλωθεί και να αφομοιωθεί το νεανικό κίνημα του ’60-’70, ως νεορομαντισμός και υπαρξιακή αναζήτηση με φόντο τη σοσιαλδημοκρατία και μια ορισμένη αφθονία. Τον καιρό που στην Αγγλία κατεδαφιζόταν το κράτος πρόνοιας, στην Ελλάδα το οικοδομούσαμε, και στην ηπειρωτική Ευρώπη ήταν ακόμη κραταιό. Μόνο η Ιταλία, από τα τέλη του ’70 ήδη, είχε περάσει σε άλλη πίστα, πολιτικά και ανθρωπολογικά: αντί θατσερισμού, εκεί εγκαινιάστηκε η μεταμοντέρνα κοινωνία του θεάματος και της φαυλότητας, η Forza Italia του Μπερλουσκόνι.
Η πρώτη γεύση θατσερισμού ήταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά ήταν σχετικά βραχύβια και συνάντησε αντιστάσεις, διότι διετάρασσε την τάξη του πλιάτσικου· ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος από το Κανάλι 29 τον γκρέμισε ιδεολογικά και το πάρτι της θολούρας επανήλθε σε νέα ρότα. Οι φυλές του γενικευμένου «Κλικ» μεταλλάχθηκαν και γιγαντώθηκαν, ανακάλυψαν χαρούμενες το Χρηματιστήριο ως μηχανισμό αναδιανομής· ο θατσερισμός ξαναμπήκε παραλλαγμένος από την αριστερή πόρτα, μέσω Μπλερ: βαφτίστηκε εκσυγχρονισμός. Το κράτος πρόνοιας έπλεε αμέριμνο με δανεικά στη Ζώνη του Ευρώ.
Ισως φανεί ότι δεν ζήσαμε τον θατσερορεϊγκανισμό. Οχι. Τον ζήσαμε· καθυστερημένα, παράλληλα, διαθλασμένο, ενοφθαλισμένο στο μικροπεδίο μας, αλλά παρομοίως τον έζησε και μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης. Tο μείζον ιστορικό ρήγμα ήταν η πτώση του ανατολικού μπλοκ το ’89, και ό,τι ακολούθησε έκτοτε το ζήσαμε, το ζούμε στην ώρα του: πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, επανένωση Γερμανίας, μαζική μετανάστευση, κλονισμός Ευρωζώνης. Η μεταθατσερική Ευρώπη εδώ ξεκίνησε κι απλώνεται παντού. Τι ωραίο πλιάτσικο, που θα ’λεγε ο αντιθατσερικός Τζόναθαν Κόου.
vlemma
Την ίδια περίοδο, οι Ελληνες συνομήλικοι βίωναν την εναντίωση ή και την απόγνωση των Βρετανών του θατσερισμού σαν καλλιτεχνική εμπειρία, αλλά και σαν μύηση στην ηθική και υπαρξιακή ουσία της πολιτικής. Clash, Crass, Morrissey, Elvis Costello, Robert Wyatt, Specials τραγουδούσαν στα πικάπ των σπιτιών και των μπαρ για την άλλη Αγγλία, των ονείρων και των αισθημάτων, καίριοι, λυρικοί, σκληροί, γοητευτικοί. Στις κινηματογραφικές αίθουσες ανακαλύπταμε το νέο βρετανικό σινεμά: Στίβεν Φρίαρς, Ντέρεκ Τζάρμαν, Νιλ Τζόρνταν, Μάικ Λι, Κεν Λόουτς. Υψηλή ποπ αισθητική, ρεαλισμός, απελευθερωτικές ηθογραφίες ή σκοτεινές καταδύσεις στην ανθρωπογεωγραφία του θατσερισμού: από τη δύσκολη ελπίδα του «My Beautiful Laundrete» έως το ντοστογιεφσκικό «Naked», τον αβάσταχτο ρεαλισμό του «Raining Stones» και το αιματηρό μελόδραμα «Crying Game».
Στο σινεμά, τουλάχιστον δύο Ελληνες κινηματογραφιστές που έζησαν τον θατσερισμό, ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης και ο πρόωρα χαμένος Αλέξης Μπίστικας, έφεραν εδώ την αύρα ενός Ντέρεκ Τζάρμαν εκείνα τα χρόνια. Τέλη δεκαετίας ’80 με αρχές ’90, θυμάμαι το ασπρόμαυρο περιοδικό «Κοντροσόλ στο χάος», με Δημήτρη Παπαϊωάννου, Μπίστικα, Αβούρη, Ζάφο Ξαγοράρη, ζωγράφους, συγγραφείς και κομικσάδες, να μετακενώνει το γκέι πανκ πνεύμα στα Εξάρχεια με αισθητική νεορεαλιστική και μετατσαρούχεια.
Θατσερισμός και γιαπισμός, ατομικισμός και λαϊφστάιλ συγχέονταν αξεδιάλυτα στα κεφάλια των Ελλήνων της εποχής. Δεν μπορούσαμε να νιώσουμε πραγματικά τον πόνο της βρετανικής εργατικής τάξης, την απόγνωση των συνομηλίκων μας, τον ξέφρενο κυνισμό των γκόλντεν μπόις της Γουόλ Στριτ, έως μηδενισμού, όπως τα περιέγραφε ο Μπρετ Ιστον Ελις. Τα βλέπαμε ως έργα τέχνης, ως αισθητικές αποτιμήσεις. Κατά παράδοξο τρόπο, οι άνθρωποι χόρευαν με τους πολιτικούς Clash, με τους λυρικούς πλην κοινωνικά ευαίσθητους Morrissey και Costello, λικνίζονταν με το ζοφερό «Ghost Τοwn» των Specials και ταυτόχρονα διάβαζαν το «Κλικ» και εγαλουχούντο στην πόζα του νεοκυνικού. Κάπως έτσι. Αφαιρούσαμε τα έργα τέχνης από τη ζωτική τους σύμφραση διότι ζούσαμε σε άλλη χρονοσήραγγα: τη δεκαετία του ’80 είχε συμβεί μείζων αναδιανομή εισοδήματος και κοινωνική ανακατάταξη, ή έτσι νομίζαμε. Στο μεσουράνημα της Σιδηράς Θάτσερ και του ηθοποιού Ρέιγκαν, εμείς βλέπαμε εγγύτερα τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Φρανσουά Μιτεράν, τους τελευταίους σοσιαλιστές της Ευρώπης.
Πολύ περισσότερο, στην Ελλάδα μόνο μετά τη Μεταπολίτευση και μετά την Αλλαγή του ’81 υπήρξε χώρος για να εκδιπλωθεί και να αφομοιωθεί το νεανικό κίνημα του ’60-’70, ως νεορομαντισμός και υπαρξιακή αναζήτηση με φόντο τη σοσιαλδημοκρατία και μια ορισμένη αφθονία. Τον καιρό που στην Αγγλία κατεδαφιζόταν το κράτος πρόνοιας, στην Ελλάδα το οικοδομούσαμε, και στην ηπειρωτική Ευρώπη ήταν ακόμη κραταιό. Μόνο η Ιταλία, από τα τέλη του ’70 ήδη, είχε περάσει σε άλλη πίστα, πολιτικά και ανθρωπολογικά: αντί θατσερισμού, εκεί εγκαινιάστηκε η μεταμοντέρνα κοινωνία του θεάματος και της φαυλότητας, η Forza Italia του Μπερλουσκόνι.
Η πρώτη γεύση θατσερισμού ήταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά ήταν σχετικά βραχύβια και συνάντησε αντιστάσεις, διότι διετάρασσε την τάξη του πλιάτσικου· ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος από το Κανάλι 29 τον γκρέμισε ιδεολογικά και το πάρτι της θολούρας επανήλθε σε νέα ρότα. Οι φυλές του γενικευμένου «Κλικ» μεταλλάχθηκαν και γιγαντώθηκαν, ανακάλυψαν χαρούμενες το Χρηματιστήριο ως μηχανισμό αναδιανομής· ο θατσερισμός ξαναμπήκε παραλλαγμένος από την αριστερή πόρτα, μέσω Μπλερ: βαφτίστηκε εκσυγχρονισμός. Το κράτος πρόνοιας έπλεε αμέριμνο με δανεικά στη Ζώνη του Ευρώ.
Ισως φανεί ότι δεν ζήσαμε τον θατσερορεϊγκανισμό. Οχι. Τον ζήσαμε· καθυστερημένα, παράλληλα, διαθλασμένο, ενοφθαλισμένο στο μικροπεδίο μας, αλλά παρομοίως τον έζησε και μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης. Tο μείζον ιστορικό ρήγμα ήταν η πτώση του ανατολικού μπλοκ το ’89, και ό,τι ακολούθησε έκτοτε το ζήσαμε, το ζούμε στην ώρα του: πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία, επανένωση Γερμανίας, μαζική μετανάστευση, κλονισμός Ευρωζώνης. Η μεταθατσερική Ευρώπη εδώ ξεκίνησε κι απλώνεται παντού. Τι ωραίο πλιάτσικο, που θα ’λεγε ο αντιθατσερικός Τζόναθαν Κόου.
vlemma