Ι.
Ζούμε σε μια εξαιρετικά βίαιη εποχή;
Φαίνεται εξαρχής εύκολο να απαντήσει κανείς καταφατικά σε αυτή την ερώτηση. Αρκεί να σκεφτεί τους νεκρούς κατά τη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης, τις εκατόμβες πτωμάτων στον εμφύλιο της Συρίας, την τεράστια αύξηση της ανεργίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο που συνοδεύεται από αμέτρητα προσωπικά δράματα, την ένταση και απόλυτη συστηματικοποίηση της κρατικής καταστολής, την ανάδυση του φασισμού με μαζικούς δολοφόνους τύπου Μπρέιβικ, τους φονικούς πυροβολισμούς σε σχολεία των ΗΠΑ, τα συνεχώς αυξανόμενα ρατσιστικά εγκλήματα στην Ελλάδα, καθώς και την όξυνση και την, σε κάποιο βαθμό, ποιοτική αλλαγή της εγκληματικότητας – φαινόμενα που οφείλονται κυρίως στην καθολική οικονομική και κοινωνική κατάρρευση.. Η απάντηση, όμως, δεν είναι τόσο εύκολη όσο φαίνεται, ειδικά αν συγκρίνουμε τη σημερινή κατάσταση με αυτή που επικρατούσε σε ολόκληρο τον πλανήτη μέχρι και τον 20ο αιώνα: Παγκόσμιοι πόλεμοι, πυρηνικά όπλα, γενοκτονίες, κοινωνική βία, επιδημίες, εξαθλίωση κλπ. Η εποχή μας λοιπόν, είναι βίαιη με τον τρόπο που ανέκαθεν η βία ήταν παρούσα στην ανθρώπινη Ιστορία αλλά και με έναν καινούργιο, μετα-μοντέρνο θα μπορούσε να πει κανείς, τρόπο: η απειλή της βίας, ο φόβος της βίας, η βία του διαρκούς φόβου για την έλλειψη της «ασφάλειας» σε έναν κόσμο που, στην πραγματικότητα, ποτέ δεν έπαψε να είναι ένα θέατρο ακροτήτων, μοιάζει να είναι ένα νέο ποιοτικό στοιχείο.
Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τη βία γενικά και αόριστα. Οφείλουμε, εξ αρχής, διαχωρίσουμε τη βία που στρέφεται κατά ανθρώπων από την βία (ή «βία») που στρέφεται κατά υλικών αγαθών. Δεν είναι σε καμία περίπτωση λογική (και οπωσδήποτε δεν είναι ιδεολογικά ουδέτερη) η εξίσωση της ψυχολογικής βίας που δέχεται ένας άνεργος, ένας άστεγος, ένας βασανιζόμενος κρατούμενος κλπ. με την πέτρα που δέχεται η τζαμαρία ενός τραπεζικού καταστήματος ή με τις υλικές ζημιές που είναι αποτέλεσμα συγκρούσεων του Κράτους και των μηχανισμών του με την Κοινωνία (βλ. π.χ. τις εκτεταμένες συγκρούσεις του Δεκεμβρίου 2008, του Ιουνίου και Οκτωβρίου 2011, του Φεβρουαρίου και Νοεμβρίου 2012). Επίσης, δεν υπάρχει καμία λογική στην ταύτιση ενός φόνου, ενός βιασμού, ή των βασανιστηρίων με μία αναίμακτη ληστεία, μία κλοπή ή με μία βόμβα που προκαλεί υλικές φθορές. Υπάρχει μια τεράστια διαφορά ανάμεσα στο να χτυπάς ή να σκοτώνεις ανθρώπους και στο να κλέβεις ή να καταστρέφεις υλικά αγαθά. Μόνο αυτοί, για τους οποίους δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ της ζωής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας έναντι της ατομικής ιδιοκτησίας, δεν μπορούν να κατανοήσουν την θεμελιώδη αυτή διάκριση..
Επιπλέον, θα πρέπει να διαχωρίσουμε τη συμπτωματική βία που μπορεί να προκύψει από εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, πορείες και συγκεντρώσεις από τη σκόπιμη βία, που αφορά τη βία κατά ανθρώπων. Σε περιόδους ακραίας σκόπιμης βίας εκ μέρους του Κράτους και των μηχανισμών του, σαν αυτές που ζούμε σήμερα, οι οικονομικοπολιτικές ελίτ, που εκφράζονται μέσα από τα ΜΜΕ, φροντίζουν να αναδεικνύουν τις μορφές βίας που προέρχονται από τα κάτω σαν αντικοινωνική βία που στρέφεται ενάντια του κάθε πολίτη, προτάσσοντας το δόγμα του «Νόμου, της Τάξης και της Ασφάλειας». Οι ίδιες οι κραυγές για νόμο και τάξη, όμως, έχοντας τη ρίζα τους στην επιθυμία για καταστολή (αν όχι για αφανισμό) των διαφωνούντων, αποτελούν αναμφίβολα μια μορφή βίας και μάλιστα σκληρής. Η πρόθεση, για παράδειγμα, του πρωθυπουργού Α.Σαμαρά όταν λέει «τρομοκρατήστε τους τρομοκράτες» ή του Άδωνι Γεωργιάδη όταν λέει πως «η βία των ΜΑΤ είναι η νόμιμη κρατική βία», είναι πολύ βιαιότερη της βίας που ισχυρίζεται ότι θέλει να καταπολεμήσει.
Ίσως, λοιπόν, δεν ζούμε στην πιο έντονα και φανερά βίαιη εποχή της ιστορίας, ζούμε όμως καιρούς στους οποίους θριαμβεύει η βία σαν διέξοδος, σαν μόνη απάντηση του εκάστοτε αυτοπροσδιοριζόμενου ως θύματος στη βία του κάθε θύτη.
II.
Ο μανδύας της μη-βίας
Η μη-βία αποτελεί κεντρική θέση των περισσότερων πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα, με εξαίρεση το ΚΚΕ που υποστηρίζει πως η άσκηση βίας θα είναι απαραίτητη «όταν ωριμάσουν οι συνθήκες» (αλλά, έχοντας απαρνηθεί κάθε επαναστατικό πρόταγμα, δεν πρόκειται να ωριμάσουν ποτέ με το δικό του σκεπτικό…) και το νεοναζιστικό, που τρέφεται αποκλειστικά και μόνο από τη ρατσιστική βία. Το πολιτικό σύστημα εξυμνεί δήθεν την Δημοκρατία της ελευθερίας του Λόγου, τη στιγμή που αδυνατεί να παράξει Λόγο, συμμετέχοντας σ’ ένα Κοινοβούλιο-τσίρκο του λαϊκισμού και του επικοινωνιακού θεάματος- το οποίο επιτελεί διακοσμητικό ρόλο στα πλαίσια ενός ολιγαρχικού πολιτεύματος. Από την άλλη, βασική αρμοδιότητα των βουλευτών είναι η νομοθέτηση, η σύνταξη δηλαδή υποχρεωτικών Κανόνων που, ως καταναγκαστικά εφαρμοστέοι, αποτελούν μια διαρκή υπόσχέση για άσκηση βίας εναντίον της κοινωνίας. Πόσοι άραγε θα τηρούσαν τους, θεσπισμένους από μία πολιτική ελίτ, νόμους αν η παράβαση τους δεν τιμωρούνταν; Η βία, λοιπόν, δεν αποτελεί απλά μια συμπτωματική έκφραση του Κράτους, αλλά το θεμέλιο λίθο της ύπαρξης του, και κάθε καταδίκη της βίας απ’ την πλευρά των εκφραστών του είναι αισχρά υποκριτική ή απλώς, εντελώς κυνική.
Βέβαια, η υποκρισία δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο του Κράτους. Το μανδύα της μη-βίας φορούν, σε διαφορετικό βαθμό, κι οι αυτοαποκαλούμενοι «φιλήσυχοι» και «νομοταγείς»΄πολίτες, αυτοί που βιαιοπράγησαν εναντίον της φύσης χτίζοντας πάνω σε καμμένη γη, αυτοί που απαίτησαν μικρές περιουσίες για να εγχειρήσουν αρρώστους, αυτοί που πάτησαν πάνω στον μόχθο κακοπληρωμένων και ανασφάλιστων εργατών ώστε να πλουτίσουν, αυτοί που τρομοκράτησαν μέσα από στήλες εφημερίδων, τηλεοπτικές συχνότητες και ιστοτόπους. Αυτοί που νομιμοποίησαν τους νεοναζί με την ψήφο τους, ζητώντας να «ξεβρωμίσει ο τόπος», αποφεύγοντας τον πόνο του καθρέφτη, αυτοί που συνεχίζουν να καταφεύγουν στη γκρίνια, και όχι στη σκέψη και τη δράση, αυτοί που αναπαράγουν την κυρίαρχη κουλτούρα της αποκτήνωσης. Αυτή η «ήσυχη» πλειοψηφία που παριστάνει ότι σοκάρεται για κάθε πράξη που εκφεύγει της δικής της δοτής νομιμοφροσύνης και κατεργάρικης εκνομίας, είναι που τελικά ανοίγει το δρόμο για τα πιο βίαια εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας.
ΙΙΙ.
Κράτος και εσωτερικός εχθρός
Όταν η κοινωνική κατάσταση είναι τέτοια που καθιστά πιθανή μία κοινωνική έκρηξη, το Κράτος εφαρμόζει τακτικές άμυνας (στην πραγματικότητα: ανηλεούς επίθεσης) απέναντι στις μικρές ή μεγάλες επιθέσεις (στην πραγματικότητα: πράξεις αντίστασης ή δικαιολογημένης, νόμιμης, άμυνας) που δέχεται από ένα μέρος της κοινωνίας, χρησιμοποιώντας ως υπερασπιστική του γραμμή τη βία της κοινής γνώμης των «φιλήσυχων». Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν ο πληθυσμός των αντιφρονούντων, εχθρός του Κράτους, δεν κρύβεται πίσω από ένα μη-βίαιο μανδύα, δεν προσαρμόζει τη δράση του στην κυρίαρχη κουλτούρα, δεν δρα ώστε να χειραγωγήσει, αλλά προκειμένου ν’ απελευθερώσει και ν’ απελευθερωθεί. Σε μία τέτοια κατάσταση, το Κράτος έχει μόνο μία απάντηση: την τρομοκρατία – αντίδραση πέρα για πέρα αναμενόμενη, η οποία δεν θα ‘πρεπε να εκπλήσσει κανέναν.
Όταν το Κράτος αμφισβητείται ευθέως από την κοινωνία (την αρχή αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητάς του διαδέχεται σε περιόδους μεγάλης κρίσης η αμφισβήτηση της ίδιας του της φύσης, της αναγκαιότητας της ύπαρξής του), προσπαθεί να δημιουργήσει εσωτερικούς ή εξωτερικούς εχθρούς, εχθρούς σκοτεινούς, μυστήριους, φονικούς, ύπουλους. Μπροστά σ’ αυτό τον εχθρό, που παρουσιάζεται σαν το Απόλυτο Κακό, όλα τ’ άλλα προβλήματα, που είναι πολύ πιο πραγματικά, περνάνε σε δεύτερη μοίρα. Στην περίπτωση της Ελλάδας, το κυβερνητικό σχήμα, αποτελούμενο από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα που εξυπηρετεί τα κυρίαρχα στρώματα ψελίζοντας φιλολαϊκές ασυναρτησίες ανάμεικτες με ανοησίες για Έθνος, Πατρίδα, Παραδοσιακές Αξίες κλπ. , επιδιώκει να συσπειρώσει την κοινωνία γύρω του, αποσπώντας την συναίνεσή της, κατασκευάζοντας έναν κοινό εχθρό: τους αναρχικούς.
Έτσι, επιστρατεύει τις τηλεοπτικές μαριονέτες, όπως τον Δ.Βερύκιο που αναρωτιόταν «ποιά είναι η διαφορά μεταξύ αναρχικών και τρομοκρατών», ώστε να κατασκευάσουν μία κοινή γνώμη εχθρικά διακείμενη προς τους αντιεξουσιαστές . Επίσης, χρησιμοποιεί τον κατασταλτικό του βραχίονα, την αστυνομία, ώστε να εισβάλλει σε αυτοοργανωμένους χώρους, εφευρίσκοντας «εστίες ανομίας», και να βασανίσει κρατουμένους, καταφεύγοντας έπειτα σε κωμικοτραγικές δικαιολογίες. Τέλος, επιδιώκει την ηθική και νομική ταύτιση αναρχισμού και τρομοκρατίας, βαφτίζοντας τρομοκράτη οποιονδήποτε αυτοπροσδιοριζόμενο αναρχικό/αντιεξουσιαστή φέρεται να έπραξε κάποια πράξη που χαρακτηρίζεται εγκληματική από τον Ποινικό του Κώδικα.
Σε τι στοχεύει αυτή η τακτική της κυβέρνησης; Στην άνευ όρων συμπόρευση της κοινωνίας με το Κράτος, στα πλαίσια της εξαιρετικής και κομβικής (γι’ αυτήν) σημασίας καταπολέμησης του Κοινού Εχθρού. Στην εκχώρηση των πιο πλατιών εξουσιών, ώστε το Κράτος να οργανώσει πιο αποτελεσματικά την διατήρηση της Τάξης και της Ασφάλειας, που θα εξασφαλίσει την ομαλότερη εφαρμογή της αντικοινωνικής του πολιτικής. Με λίγα λόγια, η κατασκευή εσωτερικού εχθρού, με την εξαιρετικά χρήσιμη βοήθεια των νεοναζί της Χρυσής Αυγής βεβαίως, αποσκοπεί αποκλειστικά και μόνο στην κινηματική εξουδετέρωση της κοινωνίας, μέσω της ποινικοποίησης, της σπίλωσης και κατασυκοφάντησης του πιο ενεργού κομματιού της. Σε τέτοιες περιόδους, οι υπουργοί βάζουν στο συρτάρι τις στομφώδεις διακηρύξεις περί δημοκρατίας, και ανασύρουν απροκάλυπτα απ’ το χρονοντούλαπο τις τακτικές βασανισμού των προκατόχων τους συνταγματαρχών.
Η στρατηγική του αυταρχισμού και της κρατικής βίας φαίνεται να έχει, μέχρι στιγμής, τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, συσπειρώνοντας όλο και περισσότερους πολίτες στον ευρύτερα αντιεξουσιαστικό χώρο (ή μετατρέποντάς τους σιγά σιγά σε συμπαθούντες), όμως τίποτε δεν τελειώνει για το Κράτος μέχρι την οριστική του κατάργηση. Τα εργαλεία που χρησιμοποίησε μέχρι στιγμής είναι α) η αστυνομία, β) τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι και γ) οι νεοναζί, με τους μπάτσους και τους δημοσιογράφους, ν’ αποτελούν πλέον δύο από τις πιο μισητές κατηγορίες εργαζομένων στην ελληνική κοινωνία, ενώ το τρίτο εργαλείο, η Χρυσή Αυγή, έχει χαθεί ανάμεσα στην υποστήριξη του κατασταλτικού έργου της κυβέρνησης και της αστυνομίας, την ταύτιση του λόγου της με αυτόν των μεγαλοδημοσιογράφων και την «αντισυστημικότητα» που πρέπει να επιδείξουν στην εκλογική τους πελατεία. Βέβαια, σημαντικό ρόλο στην αποτυχία της κρατικής στρατηγικής της έντασης έχει παίξει και η γενικότερη βία που δέχονται οι πολίτες καθημερινά, που δεν μπορεί να μετριαστεί μέσω του τηλεοπτικού θεάματος, καθώς και η ωριμότητα που επέδειξε ο αντιεξουσιαστικός χώρος, στρεφόμενος προς την κοινωνία, της οποίας αποτελεί μέρος, και αναλαμβάνοντας ολοένα και περισσότερες πρωτοβουλίες και ευθύνες της κοινωνικής αντίστασης, αλλά και της προετοιμασίας μιας επαναστατικής διαδικασίας.
ΙV.
Πασιφισμός ή Κοινωνική Βία;
Ο ιδεατός τρόπος επίλυσης των προβλημάτων είναι για εμάς, όπως και για οποιοδήποτε λογικό άνθρωπο, ο διάλογος μεταξύ ίσων, η ανταλλαγή επιχειρημάτων και η συμφωνία που βασίζεται σε αμοιβαία κατανόηση. Βασικός μας στόχος είναι η μη βία, η μη επιβολή βιαίως της βούλησης του ενός στους υπολοίπους και η διευθέτηση οποιουδήποτε ζητήματος μέσω της εναρμόνισης των διαφορετικών συμφερόντων. Ένας ισότιμος διάλογος όμως, προϋποθέτει μη ιεραρχικές σχέσεις μεταξύ των πολιτών, διαφορετικά πάντα θα υπάρχει κάποιος/α που θα συμμετέχει στο διάλογο από θέση ισχύος, επιβάλλοντας τη γνώμη και τη θέληση του/της, αν, όταν και στο βαθμό που θα χρειαστεί με την άσκηση βίας. Μπορούμε να επιτύχουμε τους σκοπούς μας, δίχως να χρησιμοποιήσουμε βία; Κι από την άλλη, μπορούμε να δημιουργήσουμε μια αυτόνομη, μη-βίαιη κοινωνία αποκλειστικά με τη χρήση βίας; Η απάντηση είναι απλή. Δεν επιλέγουμε ούτε τον πασιφισμό, ούτε τον φετιχισμό της βίας.
Οι πασιφιστές αντιτάσσονται στη χρήση βίας, σε οποιαδήποτε συγκυρία. Ένας από τους ισχυρισμούς τους είναι πως τα μέσα πρέπει να συνάδουν με το σκοπό, κάτι που εύλογα εγείρει τρία ερωτήματα που συνδέονται μεταξύ τους. Τελικά, ενδιαφέρονται περισσότερο για τη διαδικασία ή για την επίτευξη των επαναστατικών στόχων (αν δεχτούμε ότι έχουν στόχο την κοινωνική επανάσταση) ; Κι αν πράγματι ενδιαφέρονται για την επίτευξη των στόχων, πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι στην πράξη η τακτική της μη-βίας όταν εφαρμόζεται απέναντι σ’ ένα αμείλικτα βίαιο Κράτος; Κι ακόμη, υπάρχουν συγκεκριμένα μόνο μέσα, που συνάδουν με συγκεκριμένους μόνο σκοπούς, λειτουργώντας σαν ερέθισμα-αντίδραση; Άλλο επιχείρημα τους κατά της βίας είναι πως «ασκώντας βία, γίνεσαι όμοιος με αυτό που πολεμάς». Βασικό συστατικό του επιχειρήματος αυτού είναι ο ισχυρισμός πως η βία είναι μία, δεν έχει διαφορετικές μορφές κι εκδηλώσεις. Έτσι, για τον πασιφιστή, η γυναίκα που αντιστέκεται στο βιασμό της, λογικά θα πρέπει κι αυτή να κατηγορηθεί για σωματικές βλάβες ή ο μετανάστης που αντιστέκεται στη δολοφονία του είναι κι αυτός ρατσιστής, αφού χτυπά αμυνόμενος και χωρίς αισθήματα αγάπης… τον αλλοεθνή και αλλόφυλο επιτιθέμενο. Το αγαπημένο τους σλόγκαν είναι να «γίνεις εσύ η αλλαγή που θέλεις να δεις στον κόσμο». Μπορείς, λοιπόν, ν’ αφοσιωθείς στην αλλαγή του εαυτού σου, χωρίς τύψεις για την εξαθλίωση γύρω σου, χωρίς έγνοιες για την καταστροφή του δάσους της Χαλκιδικής, χωρίς στενοχώριες για τα υποσιτισμένα παιδιά, αρκεί εσύ να γίνεις καλύτερος/η. Αυτισμός δηλαδή, με επαναστατιζέ άλλοθι, γαρνιρισμένος με χριστιανική υποταγή και στο βάθος, εκ των πραγμάτων συμμαχία με τον – κατά δήλωση και μόνο – αντίπαλο.
Με την Κοινωνική Βία ίσως κάποιοι ονειρεύονται κρεμασμένους πολιτικούς στην δημοσιά, αφεντικά στημένα για λιθοβολισμό και σουβλιστούς μπάτσους σε λαϊκό γλέντι. Κάθε φαντασίωση είναι σεβαστή και, στο κάτω-κάτω της γραφής φαντασίωση είναι, δεν ελέγχεται και σωστά, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να λειτουργήσει και ψυχοθεραπευτικά. Όμως μιλώντας για Κοινωνική Βία, στην πραγματικότητα δεν αναφερόμαστε παρά μόνο στην διαδικασία δυνάμει της οποίας η συνειδητοποιημένα εξεγερθείσα κοινωνία θα υπερασπίσει τυχόν αυτόνομες πρακτικές που επινόησε αρχικά για την επιβίωσή της και, στη συνέχεια, για την διαρκή βελτίωση της δημόσιας αλλά και ατομικής ζωής, ή στην διαδικασία της επανάκτησης βασικών δικαιωμάτων και αγαθών που χάθηκαν από την επιθετική και πολυδιάστατη (οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική, και σκέτη) βία της κυβέρνησης, καθώς και στην κατάργηση κάθε θεσμού που από τη φύση του θεσμίστηκε ακριβώς προκειμένου να δημιουργηθεί και να παγιωθεί η ανατραπείσα κατάσταση.
Με την έννοια αυτή, η υπεράσπιση π.χ. μιας απεργίας που βάσει Νόμων ή δικαστικών αποφάσεων κηρύσσεται παράνομη, καταχρηστική και, συνεπώς, απαγορευμένη, η υπεράσπιση ενός δικτύου ανταλλακτικής οικονομίας που θα δεχτεί την επίθεση των φοροεισπρακτικών κ.α. μηχανισμών του Κράτους, η υπεράσπιση των αυτοδιαχειριζόμενων χώρων και κάθε είδους αυτοδιαχειριζόμενων εγχειρημάτων που προτάσσουν την ισότητα και την ελευθερία, η υπεράσπιση μιας διαμαρτυρίας που αποφασίστηκε από ένα σύνολο ανθρώπων, εν ολίγοις η υπεράσπιση των δικαιωμάτων όσων έπεσαν θύματα της προαναφερόμενης επιθετικής βίας του κράτους, δεν είναι παρά Κοινωνική Βία. Θα μπορούσε να ονομαστεί και Κοινωνική αντι-βία, ή κοινωνική άμυνα ή αλλιώς. Αρκεί να λειτουργεί με γνώμονα την ισότητα και την ελευθερία για όλους και να προσπαθεί ανά πάσα στιγμή να εκλέγχει αν το χρησιμοποιούμενο μέσο, ο τρόπος, η μέθοδος, βρίσκεται σε αναλογία με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Τελικά, η Κοινωνική Βία, θα μπορούσε να αποκαλείται απλώς, κοινωνική συνείδηση. Σύμφωνα με την κοινωνική συνείδηση που επιθυμούμε, θα μας αρκούσε ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί, οι κραταιοί επιχειρηματίες και τα τσοπανόσκυλά τους, να ζουν σε πλήρη ελευθερία ανάμεσά μας, έχοντας ό,τι και όλοι οι υπόλοιποι. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Είμαστε άλλωστε σίγουροι ότι τόσο χαρισματικοί άνθρωποι όπως αυτοί που κατάφεραν να νέμονται όλο τον πλούτο και την εξουσία, καθώς και οι ένστολοι και μη σωματοφύλακές τους θα καταφέρουν μια χαρά να ζήσουν με το τίποτα, να σκεφτούν, να συνεργαστούν, να δημιουργήσουν και να γελάσουν μαζί μας, χωρίς να φαντασιώνονται μεγαλεία ή το πώς θα βασανίσουν με όπλα και γκλομπς του υπόλοιπους επιβάλλοντας τα συμφέροντά τους ή σε αναζήτηση ικανοποίησης των διαστροφών τους…
Όταν το καταφέρουν αυτό θα δουν ότι δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα μαζί τους. Έως τότε, απλώς δεν θα παριστάνουμε τους ηλίθιους.