ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Κυριακή 3 Μαρτίου 2013

«Πλατινικοί διάλογοι»


-Η κυβέρνηση αποφάσισε να παραχωρήσει έναντι ευτελούς ποσού έναν εθνικό δρυμό κάπου στην κεντρική Ελλάδα και να τον μετατρέψει σε χώρο ταφής πυρηνικών αποβλήτων. Απ’ ότι ανακοίνωσαν θα δημιουργηθούν άμεσα 870 νέες θέσεις εργασίας και μακροχρόνια γύρω στις δύο χιλιάδες.
-Μισό λεπτό να συμβουλευτώ τις μελέτες από τους ειδικούς επιστήμονες. Απ’ ότι κατάλαβα τα οφέλη θα είναι πολλαπλά και οι κίνδυνοι για το περιβάλλον ελάχιστοι. Η δυτική τεχνογνωσία στην ταφή πυρηνικών αποβλήτων σε χώρες του τρίτου κόσμου έχει κάνει άλματα σε σχέση με το αμαρτωλό παρελθόν.
-Σε γνωστή εταιρία πετρελαιοειδών δόθηκε για αποκλειστική εκμετάλλευση, ένας τεράστιας έκτασης θαλάσσιος χώρος ,γνωστός και ως «θαλάσσιο οικόπεδο».Επειδή η γεώτρηση σε μεγάλα βάθη είναι οικονομικά ασύμφορη, θα προτιμηθεί η μέθοδος της «ελεύθερης εξόρυξης» που είναι ευρέως διαδεδομένη στη Νιγηρία. Το πετρέλαιο θα ρέει ελεύθερα στη θάλασσα σχηματίζοντας τεράστιες πετρελαιοκηλίδες και στη συνέχεια θα μαζεύεται από την επιφάνεια με ειδικά εξοπλισμένα πλοιάρια.Τελευταίας τεχνολογίας δίχτυα θα περικλείουν τον θαλάσσιο χώρο για να αποσοβήσουν τον κίνδυνο εξάπλωσης της πετρελαιοκηλίδας.
-Κάτι δεν μου αρέσει εδώ. Μιά στιγμή. Απ’ ότι διάβασα οι τουριστικές περιοχές δεν πρόκειται να κινδυνέψουν και η σχέση με την Νιγηρία είναι πέρα για πέρα άστοχη.Το διαβεβαιωσε και ο υπουργός οικονομικών και ο εκπρόσωπος της εταιρίας.Καλό θα είναι επίσης όταν επικαλούμαστε χώρες του τρίτου κόσμου, να λαμβάνουμε στα υπόψιν τις συνθήκες διαβίωσης πριν τα μέτρα και μετά τα μέτρα.Απ’ όσο διάβασα εξάλλου το ΔΝΤ όπου επεμβαίνει, η ανάπτυξη καλπάζει.
-Δόθηκαν 500 στρέμματα γης κάπου στα δυτικά του νομού αττικής σε γνωστή εταιρία που ασχολείται με τα δημόσια έργα,με σκοπό τη δημιουργία ΧΥΤΑ,παρά τα πρόστιμα που μοιράζει στη χώρα μας η ευρωπαϊκή ένωση για τους ΧΥΤΑ. Οι εκεί κάτοικοι διαμαρτύρονται γιατί εκτός της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, ο χώρος είναι προστατευμένος με τέσσερα νομοθετικά πλαίσια ψηφισμένα απ’ την ελληνική βουλή.
-Έτσι είναι ο Ελληνας. Ο καθένας κοιτάει την πάρτη του σε αυτή τη χώρα χωρίς να λογαριάζει νόμους και κανόνες και χωρίς να προτείνει καμία λύση ,μόνο διαμαρτυρίες και καταστροφές. Αντί να σκεφτούμε το δημόσιο συμφέρον , σκεφτόμαστε μόνο την τσέπη μας όπως έγραψε και ένας γνωστός δημοσιογράφος προχτές. Τα σκουπίδια είναι ενοχλητικά μόνο κοντά στην πόρτα μας.
-Βρέθηκε ένα άνευ προηγουμένου σε μέγεθος  κοίτασμα πλατίνας στην Πάρνηθα, αξίας πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ. Ολόκληρο το βουνό θα εξαφανιστεί σε μόλις δέκα χρόνια καθώς τρεις εταιρίες από το εξωτερικό και μια από το εσωτερικό, έφτιαξαν μια κολοσσιαία κοινοπραξία και το εξαγόρασαν. Είναι τόσο μεγάλο το εγχείρημα που υπολογίζεται ότι θα ανοίξουν δεκαπέντε χιλιάδες θέσεις εργασίας.Οι περίοικοι θα υποχρεωθούν να μετεγκατασταθούν σε διάστημα ενός έτους.
-Δε κατάλαβα ακριβώς. Εγώ που ζω στους Θρακομακεδόνες θα χάσω το σπίτι μου;
-Έτσι ακριβώς.
-ΟΛΟΙ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ!!!!!!!!!!!!Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΕΤΑΙΡΙΚΟΥ ΚΕΡΔΟΥΣ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ.ΜΑΣ ΚΛΕΒΟΥΝ ΤΗΝ ΖΩΗ, ΜΑΣ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΖΟΥΝ ΚΑΙ ΑΚΟΜΑ ΚΑΘΟΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΟΙΤΑΜΕ ΑΠΡΑΓΟΙ;;;;;
noumero 11

Ο Γατόπαρδος, οι Καταραμένοι


photo-Le-Guepard-Il-Gattopardo-1963-9
Αν η ζωή εμπνέει την τέχνη, ισχύει και το αντίστροφο: συχνά η ζωή προοικονομείται μέσα στα έργα τέχνης. Στην προσπάθειά μου να συλλάβω στοιχειωδώς το σπασμένο ελληνικό μωσαϊκό, με ψηφίδες από τη μεγάλη πολιτική, από τη φανερή καθημερινή ζωή, από τα αφανή συμβαίνοντα πίσω από κλειστά παράθυρα διαμερισμάτων και επαύλεων, από τα θραύσματα ομιλιών και από πληροφορίες εξωχώριες, έλαμψαν μπρος στα μάτια μου δύο μεγάλα έργα του Λουκίνο Βισκόντι, μεγάλα ως προς το περιεχόμενο των αφηγήσεων και ως προς τη φόρμα.
Είναι δύο έργα που πραγματεύονται ιστορικούς και ανθρωπολογικούς μετασχηματισμούς, χωρίς ωστόσο εύκολα συμπεράσματα, χωρίς διδακτισμό, αλλά με διεισδυτικότητα και με όλο το δράμα και την αμφισημία της ανθρώπινης κατάστασης. Το ένα παρακολουθεί τη δύση της αριστοκρατίας και την ανάδυση της μπουρζουαζίας, το άλλο, την άνοδο του ναζισμού και την επικράτησή του στην καρδιά της μεγαλοαστικής τάξης. Πρόκειται προφανώς, για τον «Γατόπαρδο», βασισμένο στο περίφημο μυθιστόρημα του Τζουζέπε Τομάζι Ντι Λαμπεντούζα, και για τους «Καταραμένους».
Η Μεγάλη Υφεση μετασχηματίζει ήδη την ελληνική κοινωνία, βαθιά και ανεπίστρεπτα. Ενα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, το πιο αδύναμο, που κρεμόταν γαντζωμένο στο χείλος της ευημερίας, έπεσε πρώτο, και δεν θα ξανασηκωθεί· αισθάνονται αποκλεισμένοι και εφεξής είναι άγνωστο πώς θα αυτοαναγνωριστούν κοινωνικά και πολιτικά. Η μεσαία τάξη θρυμματίζεται, αλλάζει υλική συνθήκη, ολισθαίνει βιαίως προς την ένδεια, και μαζί αλλάζει ο αυτοπροσδιορισμός, θρυμματισμένος ομοίως και ρευστός.
Από τον ψυχικό μετασχηματισμό δεν μένουν άθικτα ούτε τα ανώτερα και ανώτατα στρώματα· η γενική απαισιοδοξία και ο φόβος οδηγούν σε αναδίπλωση και εσωστρέφεια. Η αναδίπλωση εν προκειμένω προέρχεται από την απειλή μείωσης της υλικής ισχύος, αλλά και από τις ραγδαίες εξελίξεις στη νομή της εξουσίας· η κυριαρχία της παλαιάς τάξεως δεν είναι διόλου δεδομένη, όλα αλλάζουν.
Εδώ θυμόμαστε τον Γατόπαρδο: «Εάν θέλουμε να παραμείνουν όλα ως έχουν, πρέπει όλα να αλλάξουν», λέει ο νεαρός αριστοκράτης Τανκρέντι στον θείο του, πρίγκιπα της Σαλίνα. Ο νεαρός γατόπαρδος δεν αφήνει εύκολα απ’ τα νύχια του τον πλούτο και την εξουσία. Θα ελιχθεί, θα συμμαχήσει με την ανερχόμενη τάξη πραγμάτων, θα επωφεληθεί: μ’ ένα γαμήλιο σμίξιμο θα εξασφαλίσει καταρχάς την οικονομική γαλήνη, που είναι παντοτινή. Κατόπιν, θα έχουν τον χρόνο να συνεχίσουν στην επόμενη πίστα της ιστορίας, άθικτοι από την ρεπούμπλικα και τον αστικό χείμαρρο: «δεν θα τα καταφέρουν, γιατί είμαστε θεοί», παρατηρεί ο πρίγκιπας.
kataramenoi_visconti
Αν ο ένας κρυφός πίνακας του ιστορικού παρασκηνίου είναι η μετατόπιση της άρχουσας ελίτ, ο άλλος, διόλου κρυφός, είναι η άνοδος του ναζισμού. Στους βισκοντικούς Καταραμένους, ο ναζισμός ενοφθαλμίζεται στην πανίσχυρη οικογένεια της χαλυβουργίας Εσεμπερκ. Κλιμακωτά, το κακό εξοντώνει τα πιο ηθικά και φιλελεύθερα στοιχεία, και καταλαμβάνει όλο το πεδίο, εκφράζεται πλήρως μέσω του πιο βίαιου, του πιο έκφυλου προσώπου, που οδηγείται πέραν πάσης αναστολής και φόβου τιμωρίας. Είναι μια ελεγεία του κακού: η πορεία προς την μοιραία κατίσχυση του κακού.
Στο καθ΄ημάς πεδίο, ο ερζάτς ναζισμός είναι προσώρας χυδαίος και λούμπεν, και φουσκώνει διαρκώς προσελκύοντας σαν φανός τις απελπισμένες πεταλούδες, τα συντρίμμια της Μεγάλης Υφεσης. Αλλά η φυλετική μισαλλλοδοξία του και ο υπερεθνικισμός του μολύνουν σταθερά την κεντρική πολιτική σκηνή, υπαγορεύουν συνθήματα και κραυγές. Το κατάκοπο κοινωνικό σώμα απορροφά τώρα το δηλητήριο σαν φάρμακο, και οι δόσεις μεγαλώνουν.
Η τάξη των γατόπαρδων προς το παρόν περιφρονεί τους λούμπεν ακραίους· άλλωστε αυτοί δρουν στα γκέτο και στις λαϊκές, όχι στα πράσινα προάστια. Δεν αποκλείεται όμως ο μετασχηματισμός των γατόπαρδων σε καταραμένους· απούσης της αναδυόμενης αστικής τάξης, ο ελιγμός τούτη την ιστορική στιγμή δεν μπορεί να είναι προς το απόν ρωμαλέο καινοτομικό στρώμα, αλλά προς την αναδυόμενη κακία. Ούτε καν ελιγμός, αλλά μοιραία μόλυνση, στο μέτρο που το ναζιστικό κακό πατροκτονεί, αιμομικτεί, κατατρώγει ακόμη και τις σάρκες του.
[Από την τέχνη στη ζωή: Μένω κατάπληκτος από την απληστία και τη σκληρότητα των πλούσιων γερόντων ― μου είπε πρόσφατα ένας σοφολογιώτατος φίλος, βαθύς γνώστης της αθηναϊκής ανώτερης κοινωνίας. Ηταν η απάντησή του στην κοινή διαπίστωση για το μαύρο μέλλον που περιμένει τους σημερινούς νέους, την ήδη ονομαζόμενη χαμένη γενιά. Τότε έλαμψαν εντός μου ο Γατόπαρδος και οι Καταραμένοι.]
guepard-1963-tou-01-g
Vlemma

Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

ΟΛΑ ΜΙΑ ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ

Δυο φοιτητές νεκροί στη Λάρισα από αναθυμιάσεις αυτοσχέδιου μαγκαλιού. ΣΟΚ στην κοινωνία!
Τραγικό τέλος βρήκε μια 97χρονη στο Δίκαστρο Αγ. Γεωργίου του Δήμου Μακρακώμης. Θέλοντας να ζεσταθεί έπεσε στο αναμμένο τζάκι του σπιτιού της και κάηκε ζωντανή. ΣΟΚ στην κοινωνία!
Νεκρός ηλικιωμένος εντοπίστηκε κατά τη διάρκεια κατάσβεσης πυρκαγιάς σε διώροφη οικία, στην οδό Ανεμώνης 1 στο Περιστέρι Αττικής. ΣΟΚ στην κοινωνία!...

Σε τραγωδία εξελίχθηκε η προσπάθεια ενός 80χρονου από την Κυψέλη Άρτας να ανάψει το τζάκι του σπιτιού του για να ζεσταθεί. ΣΟΚ στην κοινωνία!
Ένας άτυχος 80χρονος στη Σάμο κάηκε ζωντανός μέσα στο σπίτι του στην προσπάθειά του να ζεσταθεί! ΣΟΚ στην κοινωνία!
Φωτιά ξέσπασε σε κατοικία στο χωριό Βραχάσι όπου νεκρή ανασύρθηκε, από τις στάχτες του σπιτιού της, 74χρονη γυναίκα. ΣΟΚ στην κοινωνία!
Τον θάνατο ενός Αλβανού υπηκόου 44 ετών κατοίκου Ραχιάς Βέροιας είχε ως αποτέλεσμα η χρησιμοποίηση μαγκαλιού το βράδυ του Σαββάτου στο σπίτι που διέμεναν. Από τις αναθυμιάσεις λιποθύμησαν και η γυναίκα και ο 10χρονος γιος του θύματος. ΣΟΚ στην κοινωνία!
Φρικτό θάνατο βρήκε ηλικιωμένη, που κάηκε ζωντανή από φωτιά που ξέσπασε στο σπίτι της από ξυλόσομπα, στο Λύκειο Ροδόπης. ΣΟΚ στην κοινωνία!
Τραγικό θάνατο από αναθυμιάσεις βρήκε χθες τη νύχτα ηλικιωμένο ζευγάρι στο χωριό Ράφτη του Δήμου Γορτυνίας στην Αρκαδία. ΣΟΚ στην κοινωνία!
Νεκρή από πυρκαγιά βρέθηκε 16χρονη μαθήτρια στο σπίτι της στο Σπαρτό Αμφιλοχίας. Η πυρκαγιά ξεκίνησε από το τζάκι.  ΣΟΚ στην κοινωνία!
Τραγωδία στην Καβάλα: Τρία αδερφάκια κάηκαν ζωντανά – Από την ξυλόσομπα η πυρκαγιά. ΣΟΚ στην κοινωνία!
Οι φωτιές από ξυλόσομπες και τζάκια αποτελούν τον υπ’ αριθμόν έναν κίνδυνο, όπως αναφέρουν τα στατιστικά στοιχεία της πυροσβεστικής, και από τέτοιες πυρκαγιές προκαλούνται οι περισσότεροι θάνατοι. Μόνο το 2012, 13 άτομα έχασαν τη ζωή τους από φωτιά που προκλήθηκε από ξυλόσομπα και τζάκι, ενώ ο αριθμός των θυμάτων αυξάνεται κάθε χρόνο. ΣΟΚ στην κοινωνία.
Οι αυτοκτονίες συνεχίζονται.  Το πιο πρόσφατο  θύμα της οικονομικής κρίσης μέχρι αυτή την ώρα, είναι γνωστός επιχειρηματίας ρούχων της Δράμας, ο οποίος κρεμάστηκε το βράδυ της περασμένης Κυριακής (24-02-2013). Σύμφωνα με τους στενούς του συγγενείς, το τελευταίο διάστημα είχε περιέλθει σε απόγνωση, καθώς είχε χρέη και φοβόταν πως θα αρχίσουν οι κατασχέσεις. Όλον αυτό τον καιρό έδειχνε να μην μπορεί να αντέξει το βάρος των πιέσεων από όσους ζητούσαν τα χρήματά τους και έβαλε τέλος στη ζωή του. Οι καταστηματάρχες αποφάσισαν να κατεβάσουν ρολά την ώρα της κηδείας του συναδέρφου τους, ενώ στην ανακοίνωση του Εμπορικού Συλλόγου Δράμας, τονίζουν ότι δεν αντέχουν πια. ΣΟΚ στην κοινωνία!
Παιδιά λιποθυμούν στα σχολεία από την πείνα. ΣΟΚ στην κοινωνία!
1.500.000 Έλληνες άνεργοι. ΣΟΚ στην κοινωνία!
Οι κενές οργανικές θέσεις στα δημόσια νοσοκομεία φτάνουν τις 22.000. Ο αριθμός τους διαρκώς αυξάνεται λόγω συνταξιοδοτήσεων. Εκτός από γιατρούς και προσωπικό, στα νοσοκομεία παρουσιάζεται έλλειψη φαρμάκων, ιματισμού, κουράγιου… ΣΟΚ στην κοινωνία!
Νέες μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις. ΣΟΚ στην κοινωνία!
Μα ποια κοινωνία είναι, επιτέλους, αυτή που σοκάρεται ασταμάτητα επί 3 χρόνια; Θάνατοι, πείνα, εξαθλίωση, ταπείνωση, ένα ΣΟΚ! Σοκαρισμένη η κοινωνία δεν αντιδρά! Εκτός κι αν το σοκ έγινε αγαπημένη συνήθεια.
«Γαμημένη συνήθεια/ καναπές, τσόντες και καφές/ κι η ζωή μου με πνίγει/ το κορμί μου σαπίζει/ τρομαγμένος ο κόσμος και βουβός» που τραγουδάει κι ο Στόκας.   
Καλά σαράντα, κοινωνία σοκαρισμένη! Να ζήσεις κοινωνία να τους θυμάσαι.
 ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ

Για ένα μαγκάλι, κ. Στουρνάρα

Του Πέτρου Κατσάκου

Ξέρω πως ο θυμός δεν είναι καλός σύμβουλος.... Πρέπει να αφήνεις την οργή να κατακαθίσει και μετά να γράφεις. Μα δεν μπορώ να αντισταθώ…

Αν διαθέτεις την ελάχιστη ευαισθησία, αν είσαι γονιός που προσπαθεί να μεγαλώσει τα παιδιά του σε αυτή την Ελλάδα, αν κάθε μέρα αγωνιάς για το μέλλον των παιδιών σου η ψυχραιμία μοιάζει με είδος πολυτέλειας.
Δυο παιδιά έχασαν τη ζωή τους. Άλλα τρία χαροπαλεύουν. Και όλα αυτά γιατί; Για να ζεσταθούν. Με ένα κομμένο θερμοσίφωνοΈνα αυτοσχέδιο μαγκάλι. Σε μια χώρα που υπερδιπλασιάσθηκε η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης, σε μια χώρα που τα σπίτια παγώνουν καθώς οι περισσότεροι αδυνατούν να πληρώσουν τα κοινόχρηστα, σε μια χώρα που την ώρα που ανθεί το λαθρεμπόριο καυσίμων οι πολίτες ρημάζουν τα δάση και καίνε ότι σκουπίδι βρουν για να ζεσταθούν. Σε αυτή τη χώρα που οι γονείς με κάθε θυσία καταφέρνουν να στείλουν στα παιδιά τους που σπουδάζουν λίγα ευρώ για να ζήσουν σε παγωμένα διαμερίσματα δεν περισσεύει πια καμία ψυχραιμία και καμία δικαιολογία.

Τα παιδιά αυτά δολοφονήθηκαν από τη φτώχεια. Και η φτώχεια αυτή έχει και παραλήπτη και αποστολέα. Η φτώχεια που αφήνει πίσω της θύματα από ένα μαγκάλι έχει και ονοματεπώνυμο και πολλούς πατεράδες. Έχει πατεράδες αυτούς που τα παιδιά τους δεν θα μαζευτούν ποτέ να ζεσταθούν ένα βράδυ γύρω από ένα αυτοσχέδιο μαγκάλι. Έχει πατεράδες εσάς...

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

Το μόνο που θα ‘θελα, να καίγαμε μαζί


Είναι ο πόνος μας που μάς ενώνει. Δεν είναι η αγάπη. Η αγάπη δεν υπακούει στο πνεύμα και γίνεται μίσος όταν υφίσταται βία. Ο δεσμός που μας ενώνει δεν είναι ζήτημα επιλογής. Είμαστε αδελφοί. Είμαστε αδέλφια σε ό,τι μοιραζόμαστε. Στον πόνο, που καθένας μας πρέπει να υποφέρει μόνος, στην πείνα, στη φτώχεια, στην ελπίδα, γνωρίζουμε την αδελφοσύνη μας. Τη γνωρίζουμε, γιατί αναγκαστήκαμε να τη μάθουμε. Ξέρουμε ότι δεν υπάρχει άλλη βοήθεια για μας πέρα απ’ την αλληλοβοήθεια, ότι κανένα χέρι δε θα μας σώσει αν δεν απλώσουμε τα χέρια μας. Και το χέρι που απλώνετε είναι άδειο, σαν το δικό μου. Δεν έχετε τίποτε. Δεν κατέχετε τίποτε. Είστε ελεύθεροι. Το μόνο που έχετε είναι αυτό που είσαστε κι αυτό που δίνετε. [1]
Η Βιβή περίμενε υπομονετικά στα προπύλαια τον Μάρκο, ο οποίος είχε αργήσει για ακόμη μια φορά στο ραντεβού τους. Η νεροποντή δεν της επέτρεπε ούτε τις σκέψεις της ν’ ακούσει. Κοίταξε το κινητό της, 18:17. Αναζήτησε την ασφάλεια του σταθμού του μετρό και άρχισε να μετράει τον κόσμο που περνούσε. Ένας βιαστικός, δύο βιαστικοί, ένας χαρούμενος, ένας απογοητευμένος, τρεις βιαστικοί, δύο χαρούμενοι, πέντε βιαστικοί.. Κοίταξε ξανά το κινητό της, 18:19. Συνδέθηκε στο internet και οι πληροφορίες απορρόφησαν όλη την προσοχή της: «Η γιορτή των ερωτευμένων που λατρεύεις να σνομπάρεις… μήπως ήρθε η ώρα απλά να την απολαύσεις;»
«Χμφ! Άγιος Βαλεντίνος». Θυμήθηκε τότε που η μαμά της τής είχε βάλει για πρώτη φορά φουστανάκι λευκό με φιόγκο στο ύψος της μέσης της και της έλεγε ότι ο τέλειος άντρας είναι αυτός που θα της χτυπήσει το κουδούνι με ένα μπουκέτο λουλούδια λέγοντάς της πόσο την αγαπάει. Αυτό φυσικά δεν είχε γίνει ποτέ. «Η γιορτή των ερωτευμένων δεν είναι η χαρά των ζευγαριών αλλά η μιζέρια αυτών που είναι μόνοι», σκέφτηκε.«Δε γίνεται φέτος να βιώσω όλον αυτόν τον πόνο μόνη μου. Πρέπει να βρεθεί κάποιος να με καταλαβαίνει και εμένα. Στο γυρισμό για το σπίτι θα αγοράσω αυτά τα σοκολατάκια των 15 ευρώ που έχουν τα 5 σε σχήμα καρδιάς και θα χωθώ κάτω από το πάπλωμα». Οι σκέψεις της διακόπηκαν από τον ήχο του κινητού, άνοιξε με μηχανικές κινήσεις το μήνυμα του Μάρκου και διάβασε «Σόρρυ Βιβ! Μόλις τελείωσε η πορεία, σε 10′ θα ‘μαι εκεί». Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε να μετράει ανθρώπους. Τρεις χαρούμενοι, ένας αδιάφορος, ένας υπερβολικός, έξι βιαστικοί.. «Και ξέρω ότι δεν είναι ό,τι πιο σημαντικό στη ζωή μου αυτή η μέρα. Όχι σαν την Φωτεινή που μια βδομάδα πριν ξεκινάει την εκστρατεία “14Φ”. Μα πως την αντέχει ο Βασίλης;» Είχαν βγει για καφέ και σταματούσε επιδεικτικά μπροστά σε κάθε τεράστιο αρκούδο που έγραφε οτιδήποτε σε ‘Άι γουίλ λαβ γιου φορ έβερ εντ έβερ εντ έβερ εντ έβερ’ και δήθεν τυχαία γυρνούσε και του έλεγε ‘Αγάπη μου, πάντα ήξερα ότι το αγόρι που θα μ’ αγαπήσει θα μου πάρει έναν τέτοιο αρκούδο για να τον ονομάσω με το όνομά του και να είναι το παιδί μας’. «Δεν του έχει πει όμως ότι τα 20 αρκούδια που έχει στο σπίτι της είναι εξώγαμα παιδιά άλλων, ούτε και αυτός έχει ρωτήσει γιατί τα αρκούδια της τα λένε Μάκη, Σάκη, Τάκη, Θράσο.. Φυσικά αν ο Βασίλης δεν καταλάβει τα υπονοούμενα και δεν της πάρει κάτι μοναδικό, τα πράγματα θα είναι άσχημα. Θα υποτροπιάσει, θα κλείσει το κινητό της και θα περιμένει πεισματικά μήπως ο ‘μαλάκας’ προλάβει 12 παρά 5 το βράδυ να της χτυπήσει την πόρτα, να πέσει γονατιστός στο πάτωμα και να της πει ότι δε μπορεί να ζήσει χωρίς αυτήν..και φυσικά εκείνη, σαν κοπέλα που σέβεται τον εαυτό της, θα τον χωρίσει επειδή άργησε.»
Μια αγκαλιά κόντεψε να την κάνει να χάσει την ισορροπία της, το δυνατό γέλιο του Μάρκου έκανε τα αυτιά της να κουδουνίσουν και του χαμογέλασε βεβιασμένα. «Συγγνώμη που άργησα, καθυστερήσαμε στο τέλος παραπάνω από όσο περίμενα..»
«Δεν πειράζει, σάμπως θα είναι η τελευταία φορά; Άντε, πάμε, η μαμά σου είπε ότι ξέρεις εσύ που θα βρεθούμε μαζί τους.»
Περπατούσαν και οι ιστορίες – είχαν να ειδωθούν πολλές μέρες – έδιναν και έπαιρναν με τέτοια ορμή που η βροχή γύρω δεν τους ενοχλούσε πια. Ο Μάρκος παρατήρησε ότι κάτι την ταλαιπωρούσε, αλλά δεν τη ρώτησε γιατί ήταν έτσι σκυθρωπή, είχε κι εκείνος άλλα στο μυαλό του. Η Βιβή από την άλλη δεν άκουγε και πολύ αυτά που της έλεγε ο Μάρκος. Βαριόταν αφόρητα να ακούει για το τι έγινε στη συνέλευση χθες, γιατί ήταν σημαντικό που συζητάνε ή τι συζητάνε αυτοί εκεί και αποφάσισε να τον διακόψει λέγοντας δειλά:
«Ποια είναι η γνώμη σου για την αυριανή μέρα, του Αγίου Βαλεντίνου; Και μη μου πεις» άλλαξε τη φωνή της για λίγο, μιμούμενη κάποιον που γκρινιάζει «οι κακές κακές επιχειρήσεις δημιούργησαν τη γιορτή, όλη αυτή η προπαγάνδα λειτουργεί υπέρ της καταναλωτικής υποταγής», σοβάρεψε πάλι και συνέχισε «θέλω την ειλικρινή σου άποψη. Γιατί είναι κακό να θέλει να γιορτάσει κάποιος τον έρωτά του; Να περάσει λίγο χρόνο με τον άνθρωπο που αγαπάει, να βγει για φαγητό. Τα κεριά, το δείπνο, τα λουλούδια, τα δώρα, οι αγκαλιές.. Να είναι όλα ρομαντικά..»
«Ρομαντικά; Τι είναι ρομαντισμός; Πιστεύω ότι ο ρομαντισμός έχει πλέον ξεφτιλιστεί από τα πρότυπα που αναπαράγονται καθημερινά, από γενιά σε γενιά και όσο τα μίντια εξαπλώνονται, τόσο και ο ρομαντισμός χάνει την πραγματική του διάσταση.» Έκανε μια μικρή παύση, να βεβαιωθεί ότι είχε την προσοχή της. «Κοίτα, ως καλλιτεχνικό ρεύμα ο ρομαντισμός ποτέ δεν με συγκίνησε, περισσότερο για τα τεχνικά του στοιχεία, όπως η ενδελεχής προσοχή και εστίαση στην λεπτομέρεια, στο φως, παρά για την ουσία του. Γνωρίζω περισσότερο για την λογοτεχνία πάνω στο θέμα και πιστεύω πως αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι περί ρομαντισμού, θα πρέπει να πούμε ότι στα ρομαντικά διηγήματα παρουσιάζονται χαρακτήρες ιδιαιτέρως παθιασμένοι, σε αντίθεση με αυτό που έχουμε στο μυαλό μας για ‘το ρομαντικό’.» Συνέχισαν τη συζήτηση ώσπου έφτασαν στο σημείο που είχαν δώσει ραντεβού με την παρέα που τους περίμενε. Εκεί η Βιβή εξήγησε σύντομα το θέμα που συζητούσαν και για τον εορτασμό του Αγίου Βαλεντίνου και ζήτησε τη γνώμη της παρέας.
Ο Πέτρος, στενός φίλος της Κορίνας, η μητέρα του Μάρκου, εξέφρασε την αβεβαιότητά του για το αν όντως στην ελληνική κοινωνία επικρατεί η συνήθεια του εορτασμού του Αγίου Βαλεντίνου. «Θες ότι ο κύκλος μου δεν είναι τέτοιος, νομίζω ότι ως φαινόμενο τείνει να εκλείψει. Το πιθανότερο είναι να κάνω λάθος, καθώς ποτέ γύρω μου δεν είχα ανθρώπους που τα γιόρταζαν αυτά, αλλά έχω κάπως την πίστη ότι ο εορτασμός του Αγ. Βαλεντίνου είναι μια πλαστή συνθήκη που παρουσιάζεται στις ειδήσεις και την πιστεύουμε ως αστικό μύθο. Ο παρουσιαζόμενος ως εορτασμός θεωρώ ότι υπάρχει μόνο στην τηλεόραση και έξω από τα καταστήματα, τους σταθμούς, με γκόμενες ντυμένες στα κόκκινα να μοιράζουν λουλούδια, κάρτες, προσφορές..»Η Κορίνα διαφωνούσε. Πίστευε πως έχει να κάνει με τις δικές μας επιλογές σε φίλους/ες, συντρόφους. Προσπαθούσε να θυμηθεί που είχε διαβάσει σχετικά, μάταια όμως. «Ξέρω ότι διάβασα κάπου χθες, ότι φέτος μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο [2] υπολογίζεται να δαπανηθεί το ποσό των £1.6 εκατομμυρίων, αποκλειστικά για δώρα για την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Πιστεύω ότι είναι λίγο πολύ παντού τα ίδια αν και για την Ελλάδα συγκεκριμένα δε βρήκα κάτι αξιόπιστο. Επίσης ηλικιακά, κάποιοι/ες αποσύρονται κάπου στα 18, μετά τη βαλεντινολατρεία των 12-17 και επιστρέφουν ως παντρεμένοι/ες μετά τα 30+, χρησιμοποιώντας πολλές φορές τη μέρα ως θλιβερή υπενθύμιση. Εσείς όμως δε λέγατε για τη μέρα, αλλά για ρομαντικό, ρομαντισμό και πάθος..σωστά;»
«Ναι, ο Μάρκος μου έλεγε, ότι το συγκεκριμένο ρεύμα του ρομαντισμού, εξ’ όσων γνωρίζει, δεν είναι μόνο οι καρδούλες, τα λουλούδια και οι φούσκες αλλά ότι είναι ένας άλλος τρόπος έκφρασης. Μετά μπερδεύτηκα..»
«Έλεγα ότι ουσιαστικά τα ζητήματα που πραγματεύεται ο ρομαντισμός, έχουν τεθεί εκ των προτέρων από τόσα άλλα καλλιτεχνικά ρεύματα, απλώς εδώ μ’ έναν διαφορετικό τρόπο, που θα μπορούσα άνετα να χαρακτηρίσω σπαστικό, ηλίθιο και βαρετό – στον τρόπο έκφρασης αναφέρομαι, έτσι; Τώρα, το πώς χειρίστηκαν τα ΜΜΕ και τα μέσα προπαγάνδας, όπως οι ταινίες, η μουσική, τα ζητήματα που τέθηκαν από το ρεύμα, είναι αυτό που καταλήγει σήμερα να ονομάζεται ρομαντικό. Δεν νομίζω ότι τα κεράκια, τα ροδοπέταλα, τα ποιηματάκια κ.λ.π. είναι ρομαντισμός, τα βλέπω σαν μια αναμασημένη συνήθεια που μας πιπιλάνε από πολύ μικρή ηλικία, για να προσδώσουν έναν ακόμη πιο έντονο ρόλο στον διαχωρισμό των φύλων, να ισχυροποιήσουν τα θηλυκά και αρσενικά πρότυπα, να βάλουν κι άλλα ιδεατά στη λίστα που επιβάλλεται να συμπληρώσουμε όλοι κάποια στιγμή στη ζωή μας
Η Κορίνα παρατηρούσε τον γιο της καθώς μιλούσε και θαύμαζε πως κατάφερνε να συγκεντρώνει τη σκέψη του και να την αναδιπλώνει με τόση ευχέρια. Υπέθετε ότι αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι η ίδια δούλευε πολλές ώρες και η ανάγκη του για επικοινωνία μπορούσε να ικανοποιηθεί μόνο με τη συναναστροφή ανθρώπων πολύ μεγαλύτερών του σε ηλικία. Αποτέλεσμα ήταν να έχει εκρήξεις ευφυίας, ενσυναίσθησης και κατανόησης. «Για τον σύγχρονο ρομαντισμό έχω να προσθέσω το εξής», τον διέκοψε, «πιστεύω πως γεννά τόση ανασφάλεια ο μύθος του ρομαντισμού και υπάρχει τόση ντροπή για τη σεξουαλικότητά μας στον πολιτισμό μας, που το να μεταλλαχτούμε σε τέρατα γίνεται μέρος του παιχνιδιού. Είχα την τύχη να γνωρίσω πολλούς ανθρώπους που θεωρούσα και θεωρώ σπάνιους. Σε συντριπτικό ποσοστό, έχω δει την χειρότερη πλευρά τους στο τρόπο που κάποια στιγμή αντιμετώπισαν τον/την σύντροφό τους. Άλλωστε, δεν πρέπει να κρύψω ότι έχω η ίδια γίνει στο παρελθόν κυριαρχική, κτητική, ζηλιάρα, ασεβής.»
«Η κτητικότητα, η ζήλεια νομίζω πως έχουν να κάνουν με τον τρόπο που εμείς βλέπουμε τον εαυτό μας, μέσα απ’ τα μάτια των άλλων..» είπε η Βιβή.
«Δεν πιστεύω ότι είναι έτσι. Για παράδειγμα, θυμάμαι που αποχαιρετώντας στην πόρτα μια φίλη η οποία έφευγε διακοπές, της είπα ”σ’ αγαπάω ρε” και μου απάντησε άμεσα το ίδιο, χωρίς δισταγμό. Εκείνο το διάστημα ήμουν σε σχέση για κάποιους μήνες, αλλά δεν είχα χρησιμοποιήσει αυτές τις λέξεις με το σύντροφό μου. Έλεγα περιφραστικά κάποια πράγματα, ”με κάνεις χαρούμενη” αλλά απέφευγα τα “σ’ αγαπώ”, λόγω των συνεπειών της αποκλειστικότητας και μονιμότητας που εμπεριέχουν. Έφαγα λοιπόν φλασιά εκείνη τη μέρα, πως η σχέση μου με τη φίλη μου ήταν βασισμένη στην αμοιβαιότητα περισσότερο από οποιαδήποτε ερωτική σχέση είχα ως τότε. Δίναμε και παίρναμε ό,τι μπορούσαμε, χωρίς να φοβόμαστε πως ανήκουμε ή θα ανήκουμε κάποια στιγμή η μια στην άλλη»
«Καταλαβαίνω απόλυτα τι εννοείς», πρόσθεσε ο Πέτρος, «πάντως, όπως μπορεί να πει κανείς ότι ο/η ζηλιάρης/α είναι αυτός/η που είναι μονίμως με το χέρι στη σκανδάλη της “απιστίας”, με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι και ο άντρας ή η γυναίκα που πεισματικά αρνείται να αφεθεί, όχι σε έναν “τρελό έρωτα” αλλά στα καμώματα και τις επιταγές της τυχαιότητας, της καθημερινότητας και της γελοιότητας της ζωής, είναι εξίσου κολοβοί συναισθηματικά. Οι πρώτοι κανιβαλίζουν και κατακτούν μέσω της χειριστικής τους ανασφάλειας. Οι δεύτεροι καταντούν αυτιστικοί, μη ερωτεύσιμοι ή κακόπιστοι σε βαθμό που να αυτο-ευνουχίζουν την δική τους δυνατότητα να ερωετευτούν ή να αγαπήσουν..»
Ο Μάρκος τους άκουγε προσεκτικά. Ήξερε ότι ο καθένας έχει μια προσωπική αίσθηση, έναν δικό του ορισμό ως προς το τι είναι ο έρωτας και η αγάπη. Δεν πίστευε ότι θα ήταν ποτέ δυνατό να ορίσεις τόσους διαφορετικούς χαρακτήρες, τόσες διαφορετικές εκφράσεις. «Κάπου έχω διαβάσει ότι ενώ η επιθυμία επικεντρώνεται στον άλλο, πάντα με έναν κάπως φετιχιστικό τρόπο, σε συγκεκριμένα αντικείμενα, όπως τα στήθη, τους γλουτούς, και το πουλί, η αγάπη επικεντρώνεται στην ίδια την ύπαρξη του άλλου, επικεντρώνεται στον άλλον όπως έχει εξελιχθεί, πλήρως εξοπλισμένος με την ύπαρξή του στη ζωή μου, η οποία, κατά συνέπεια, διακόπτεται και αναδιαμορφώνεται. Με άλλα λόγια, η αγάπη είναι, από πολλές απόψεις, το αντίθετο του σεξ [3]. Η προσωπική μου άποψη είναι πως ο έρωτας είναι πάθος, πόθος, μηδενική αντίσταση, κραυγές ευτυχίας, απώλεια ελέγχου, μοναδική αίσθηση ελευθερίας παρέα με άλλους. Η αγάπη από την άλλη είναι δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, δίνω, σέβομαι, αφήνω ελεύθερο τον άλλον και δεν αναμένω αντάλλαγμα.»
«Εντάξει, δεν πιστεύω δα και στον πρίγκιπα με το άσπρο άλογο»διαμαρτυρήθηκε η Βιβή «αλλά δε νομίζεις ότι χρειάζεσαι ο/η σύντροφός σου να σε φροντίζει; Να σκέφτεται εσένα και τις επιθυμίες σου όταν είναι να κάνει κάτι; Να σε ευχαριστεί, να δείχνει τον έρωτά του/της;»
gustav-klimt-the-kiss-ii
Η Κορίνα έβλεπε τους ανθρώπους σαν παιδιά που βγήκαν τρέχοντας για διάλειμμα και περίμεναν οδηγίες για το ποιοι θα παίξουν με ποιες. «Οι σχέσεις τείνουν να γίνουν στρατόπεδα συγκέντρωσης συντροφικών ψυχών» σκέφτηκε φωναχτά «Εφόσον μιλάμε για μονογαμική σχέση, σε μεγάλο βαθμό, οι απαιτήσεις ενός ή και των δυο μερών μιας σχέσης, κυριαρχούνται από μια επιβεβλημένη, σιωπηρά ή ρητά συμφωνημένη πορεία: Να ανταποκρινόμαστε επ’ άπειρον ο ένας/μια στις προσδοκίες του άλλου/άλλης. Από την πρώτη στιγμή που περιμένουμε από κάποιον άλλο/η να ικανοποιήσει τις ανάγκες μας και τις επιθυμίες μας, αποδίδουμε στο σύντροφό μας ιδιότητες και ικανότητες που δεν είναι υποχρεωμένος να έχει. Επιπλέον, πιστεύω πως του στερούμε και ένα μεγάλο κομμάτι της ελευθερίας του, δημιουργούμε ένα αόρατο αλλά ασφυκτικό πλέγμα προσδοκιών. Μεγάλο κομμάτι των ερωτικών σχέσεων στην εποχή μας θεωρώ πως έχει στον πυρήνα του τη συναλλαγή καπιταλιστικής έμπνευσης, ένα αλισβερίσι στο οποίο όλα τα μέρη είτε ”ζητιανεύουν” την αγάπη, που είναι στην ουσία της καλυμμένη αποδοχή, είτε προσπαθούν να την κλέψουν. Αυτή η χειραγώγηση, που πολύ συχνά στις σχέσεις προβάλλεται με τη μορφή του ασύστολου ψέματος, είναι μια μορφή βίας που κατά βάση χρησιμοποιεί και διαχέει το Κράτος. Όταν π.χ. ένα πρόσωπο που δε σέβεται ούτε την ελευθερία του, ούτε την αυτονομία μου, μού λέει ”σ’ αγαπώ”, λέει ψέματα. Στην πραγματικότητα μου λέει πως θέλει κάτι από μένα, ότι κατά κάποιο τρόπο του/της έχω πλέον υποχρεώση. ”Σ’ αγαπώ, οπότε θα πρέπει να μ’ αγαπάς κι εσύ ή θα πρέπει να κάνεις κάτι για μένα”. Όταν η λέξη αγάπη συνδέεται με την προσδοκία, γίνεται επίδειξη δύναμης. Οι σχέσεις πιστεύω πως δεν μπορούν να ορίζονται από την κοινωνία, δεν μπορούν να καθορίζονται από τις προσδοκίες του φύλου, και δεν μπορούν να δυναστεύνται από το ρομαντισμό, του Αγίου Βαλεντίνου, των ρομαντικών κομεντί, των προσδοκιών που έχουν οι θεσμοί από μας..»
«Μα η αγάπη εμπεριέχει και την προσδοκία! Δεν βλέπω γιατί αυτό είναι κακό..» είπε η Βιβή.
«..βασικά θεωρώ πως ό,τι δίνεται με βάση την υποχρέωση ή την καλυμμένη, για να είμαι ακριβής, προσδοκία, είναι θεμελιωδώς μολυσμένο από τον ιό της συναλλαγής, του κέρδους, εν τέλει της καπιταλιστικής λαίλαπας ή αλλιώς, της κατανάλωσης (και) συναισθημάτων, διαθέσεων, ψυχικών καταστάσεων – σα να βλέπεις κακό ηθοποιό που κοιτάζει διαρκώς το κωμικοτραγικό του είδωλο. Εάν, λοιπόν, δε δίνεται ελεύθερα, τότε δε δίνεται. Απομυζάται. Πιστεύω πως οι σχέσεις μας οφείλουν να είναι μια συνειδητή συζήτηση μεταξύ ίσων μερών, όχι συμφωνημένα υπονοούμενα, καλυμμένες προσδοκίες και απωθημένα», έκλεισε.
Στο δρόμο για το σπίτι της, η Βιβή σκεφτόταν πόσο μπερδεμένη είναι η κοινωνία. Πως έχουν φτάσει οι σχέσεις να είναι αυτοσκοπός. “Να σπουδάσεις, να δουλέψεις, να έχεις ένα σύντροφο”. Με βάση αυτό το ιερό καθήκον απέναντι στους στόχους που τίθενται, αν δεν έχεις σύντροφο και δη για μεγάλο χρονικό διάστημα, είσαι περίεργος/η, καημένος/η, καταθλιπτικός/η. Αν έχεις σύντροφο, πρέπει να συναποφασίζετε για όλα, να ζείτε μαζί ακόμη και αν δεν συγκατοικείτε, να είστε ένα πακέτο, μακριά από την ατομικότητά σας. Κράτα, βέβαια, λίγη από την προσωπικότητά σου γιατί πλέον οι εποχές είναι πολιτισμένες και δεν χρειάζεται να είσαι η προέκταση του γεννητικού οργάνου του/της συζύγου σου. Όλα σ’ ένα καλούπι φτιαγμένο για δύο που δεν κομματιάζεται, παρά μόνο για να βάλει την στολή της “ανεξαρτησίας”, η οποία μεταφράζεται σε “πάω με τις φίλες μου για καφέ”, “πάω με τους φίλους μου για μπάλα”, “έχω γυμναστήριο”, “θέλω να ψωνίσω”. Τις αποδεκτές, δηλαδή, ατομικές δραστηριότητες που “δεν ταιριάζουν και στα δύο φύλα”, οπότε δεν μπορούν να τις κάνουν παρέα.
Ο Μάρκος το βράδυ κράτησε σημειώσεις από την συζήτηση αυτή που εκτυλίχθηκε το απόγευμα. Ήξερε πως ο καπιταλισμός ως σύστημα μας ωθεί πάντα προς την ”τελειότητα”, δημιουργεί ένα καλούπι του ”πρέποντος”. Ο ”σωστός” ο άντρας, η γυναίκα-μάνα, καταστάσεις κατά βάση ιδεατές. Δηλαδή ανέφικτες. «Καταφέρνει να μας κάνει άλογα κούρσας· προσπαθούμε ατέρμονα να καλύψουμε αυτό το κενό της ανασφάλειας που δημιουργεί το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, προκειμένου να ανατροφοδοτείται επίσης ατέρμονα. Ο καπιταλισμός ουσιαστικά επενδύει στην έλλειψη, μας ενθαρρύνει να αισθανόμαστε πως δεν έχουμε αρκετά, να ενεργούμε με κίνητρο την απληστία. Έτσι και στις ερωτικές σχέσεις, επικεντρωνόμαστε στην έλλειψη, στην ασφυξία. Το ένα και ιδανικό μας ταίρι, η κατάλληλη στιγμή για γάμο και οικογένεια που αν χαθεί την πάτησες κ.ο.κ. Ακόμη και η σεξουαλική αποκλειστικότητα κατά κανόνα επικεντρώνεται στην έλλειψη. Μπορείς ας πούμε να μοιράσεις -θεωρητικά- ισόποσα, δίκαια την αγάπη σου στα δυο παιδιά ή στους δυο φίλους/ες σου, αλλά ποτέ σε δυο ερωτικούς συντρόφους (για την περίπτωση που είναι σε γνώση και των δυο και συναινούν, όχι κρυφά). Μέσω της ”σπανιότητας” καταντάμε να κρύβουμε τη δεδομένη αποτυχία μας, να βουλιάζουμε στην εσωστρέφεια που τρέφεται με υποκατάστατα. Η αγάπη, όπως έχει εμποτιστεί στο συλλογικό, κοινωνικό συνειδητό πλέον, τείνει να γίνει ένα κατεξοχήν άλλοθι κυριαρχίας. Στο όνομα της αγάπης περιορίζονται ελευθερίες, γίνονται εγκλήματα, υπογράφονται νόμοι. Κράτος και Εκκλησία έχουν στήσει μια φάμπρικα μίσους, την πατριαρχία, και με εκδικητικό τρόπο έχουν μετατρέψει την αγάπη σε ένα απόκοσμο αίσθημα αδυναμίας. Ο μύθος της ετεροφυλοφιλικής, μονογαμικής σχέσης έχει κατασκευαστεί για να εγκλωβίσει κυρίως τις γυναίκες. Ιστορικά, δημιούργησε ένα πολιτιστικό κίνητρο για να εισάγει την ιδιοκτησιακή σχέση μεταξύ άντρα και γυναίκας, το γάμο, ουσιαστικά για να θέσει τις γυναίκες σε μειονεκτική θέση στο ερωτικό δίπολο, να καθορίσει την αξία των γυναικών αποκλειστικά και μόνο από την άποψη της επιτυχίας στην εξεύρεση και διατήρηση μιας σχέσης. Δεκαετίες επί δεκαετιών οι γυναίκες προσπαθούν να προσαρμόσουν συμπεριφορές και δραστηριότητες για να πληρούν τις προϋποθέσεις που θα τις κάνουν ελκυστικές για τους άνδρες και κατάλληλες για σχέση. Τα τελευταία χρόνια αυτός ο μύθος πλέον αγγίζει όλα τα φύλα, και είναι τρομερά επιβλαβής, γιατί δημιουργεί μη ρεαλιστικές προσδοκίες για τον εαυτό μας, μάς προκαλεί μια άθλια ανασφάλεια και φυσικά είναι και πολιτικά/ κινηματικά επιζήμια, αφού μας αποσπά την προσοχή βάζοντας μας να αναπαράγουμε ανταγωνιστικές σχέσεις.»
Η παραπάνω ιστορία θα μπορούσε να είναι πραγματική.
Αφορά σε θέματα που, λίγο ή πολύ, όλοι έχουμε συζητήσει κι όλους μάς έχουν απασχολήσει. Ας μη ξεχνάμε πως Καπιταλισμός και Κράτος γεννούν και διαιωνίζουν κυριαρχία, έλεγχο, και, τελικά, επιδιώκουν την υποταγή μας. Αυτό σημαίνει ότι έμπρακτα αμφισβητούν και παγιδεύουν το χρόνο μας και την ενέργεια μας, το πάθος μας. Μεταλλασσόμαστε σε κάτι που δεν είμαστε, σε κάτι που μας κατατρώει τα σωθικά. Επειδή όμως είμαστε εν δυνάμει κυρίαρχα/ αυτόνομα όντα, είναι λογικό και εφικτό και ως τέτοια να ζούμε, δεν μπορούμε να αποδεχόμαστε καμία σχέση που βασίζεται στον εξαναγκασμό, στη βία ή στην απειλή βίας. Κάθε σχέση που είναι κατά κάποιο τρόπο ”υποχρεωτική”, που έχει τις ρίζες της στον καταναγκασμό και όχι στην ελεύθερη επιλογή, που είναι ένας ρόλος φτιαγμένος από ένα ίδρυμα, ένας ρόλος προκάτ (γάμος, σχολείο, ρομαντικές ετεροφυλοφιλικές σχέσεις ως φυτευτή, θεσμισμένη κανονικότητα) είναι για την αυτονομία μας κόκκινο πανί, μια εχθροπραξία. Αγάπη λοιπόν είναι ή θα θέλαμε να είναι, η εξέγερση ενάντια σε κάθε εξουσία που αποκρυσταλλώνεται γύρω μας και μέσα μας ως κοινωνικά αποδεκτή νόρμα, ως ρηχός, θεαματικός  ρομαντισμός.
Για όσο οι ανθρώπινες σχέσεις θα είναι ινδικά χοιρίδια μιας κοινωνίας που θέλει πρώτα από όλα τις ερωτικές μας σχέσεις εξουσιαστικές, ανασφαλείς, ανταλλακτικές, τόσο η εσωστρέφεια, ο κανιβαλισμός, η στρέβλωση κάθε συναισθήματος θα μπαίνει εμπόδιο στην ελευθερία μας.
Για όσο δεν κάνουμε την υπέρβαση με τους ανθρώπους, με τους οποίους συναναστρεφόμαστε και συμπορευόμαστε, τόσο η κοινωνική αυτονομία θα παραμένει επισφαλές ζητούμενο.
Η αγάπη δεν είναι τέλεια, όπως μας μαθαίνουν. Η αγάπη είναι δωρεάν, δεν κοστίζει και δε μετριέται. Δεν απαιτείται και δεν επιβάλλεται. Είναι μια υψηλή έκφραση αυτονομίας και μια βαθιά έκφραση ελευθερίας, που ευδοκιμεί μονάχα μεταξύ αυτόνομων και ελεύθερων ανθρώπων.
Συνδιαμόρφωση από: Sen, Evi
[1] Ο αναρχικός των δυο κόσμων, Ursula Le Guin. Μετάφραση: Χρήστος Γεωργίου. (Στα αγγλικά: The Dispossessed: An Ambiguous Utopia, Ursula Le Guin)
[2] Πηγή για τις δαπάνες που αφορούν την γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου.
[3] Τα λόγια του Μάρκου είναι από το άρθρο του Alain Badiou: a life in writing.
http://eagainst.com

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

Γερμανία:Αποδόμηση της εργασίας η στρατηγική απάντηση του κεφαλαίου



Σοφία Καρατάκη, Σοφία Στεφανίδου
Δημοσιεύτηκε σε συντομευμένη εκδοχή στην εφημερίδα ΠΡΙΝ (24.2.2013)


Η ανεργία ανέκαθεν αποτελούσε το δούρειο ίππο για την συμπίεση των εργατικών δικαιωμάτων. Σήμερα, όμως, θα αποτελέσει το μηχανισμό για την πλήρη ανατροπή όσων είχε με αγώνες κατακτήσει το εργατικό κίνημα εδώ και έναν αιώνα. Η στρατηγική του κεφαλαίου στη σημερινή κρίση, προκειμένου να ξεπεράσει το βασικό του πρόβλημα, την πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους που εκδηλώθηκε το 1973, ανακόπηκε από τα μέσα του '90, αλλά επανήλθε δριμύτερη το 2008, βάζει στο επίκεντρο τις εργασιακές σχέσεις, με στόχο τη δημιουργία ενός σύγχρονου εργασιακού μεσαίωνα. Στην προηγούμενη μεγάλη κρίση, οδήγησε την ανθρωπότητα στην ανθρωποσφαγή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και των ταγμάτων εργασίας, αλλά και στα κοινωνικά συμβόλαια, την αλυσίδα παραγωγής και τον κεϊνσιανισμό. Σήμερα, δεν φαίνεται να είναι -προς το παρόν- επιλογή του ο πόλεμος - αν και η επιχειρούμενη «νέα εργασία», ενδεχομένως, να έχει ισάριθμα θύματα - ούτε φαίνεται να υπάρχει δυνατότητα νέων κοινωνικών συμβολαίων και κράτους πρόνοιας, αλλά ούτε και η διατήρηση των κοινωνικών συμβολαίων και του κράτους πρόνοιας.
Και εννοούμε ότι το κεφάλαιο όχι μόνο εξωθεί εκατομμύρια ανθρώπους στην ανεργία, αλλά τη χρησιμοποιεί ώστε να εκμεταλλευτεί με νέους και πιο αποδοτικούς γι΄ αυτό όρους, το σύνολο των παραγωγικών δυνάμεων.
Για να γίνει αυτό κατανοητό, αξίζει να καταγραφούν το περιεχόμενο και οι μέθοδοι της νέας στρατηγικής του κεφαλαίου, όπως έχουν εφαρμοστεί στη Γερμανία εδώ και μια δεκαετία, μπήκαν σε εφαρμογή παράλληλα και στη χώρα μας και τώρα σχεδιάζεται με ρυθμούς fast track να γενικευτούν και να μπουν στην πιο ολοκληρωμένη τους φάση.
Έτσι, ήταν το 2002, όταν η κυβέρνηση συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών-Πρασίνων υιοθέτησε το σύνολο των προτάσεων μιας επιτροπής που είχε συσταθεί για να προτείνει μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, με πρόσχημα την καταπολέμηση της ανεργίας. Τα στάδια εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων ονομάστηκαν Χαρτς 1, Χαρτς 2, 3, 4 από τον Πέτερ Χαρτς, επικεφαλής της επιτροπής και πρωσοπάρχη της Φόλκσβαγκεν, και εντάχθηκαν στο πλαίσιο της Ε.Ε. με την «Ατζέντα 2010».
Ο σοσιαλδημοκράτης τότε καγκελάριος της Γερμανίας σοσιαλδημοκράτης Γκέρχαρντ Σρέντερ εξηγώντας την πολιτική αυτή, τόνισε ότι οι νόμοι Χαρτς βασίζονται στη λογική «καμία υποστήριξη χωρίς απαίτηση», μια λογική που οδηγεί στην πλήρη χειραγώγηση των πολιτών που απολαμβάνουν κοινωνικές παροχές. Πυρήνας της είναι «ο πολίτης σε κάθε φάση της ζωής του να προσφέρει εργασία, ό,τι κι αν είναι αυτή». Αφού πρώτα καλλιεργήθηκε, με τη βοήθεια των ΜΜΕ, η αντίληψη ότι ο άνεργος ευθύνεται ο ίδιος για την ανεργία του, επιβλήθηκε η λογική «Foerdern und fordern» (υποστηρίζω και απαιτώ). Ο μακροχρόνια άνεργος πρέπει τώρα αυτός με κάθε τρόπο να αποδεικνύει ότι είναι πρόθυμος να εργαστεί, διαφορετικά περικόπτεται μερικώς ή ολικώς το επίδομα ανεργίας 2 που προβλέπεται για τους μακροχρόνια άνεργους. Αυτό σημαίνει, ότι είναι υποχρεωμένος να αποδέχεται ό,τι εργασία του προσφέρεται για να παραμείνει επιδοτούμενος άνεργος. Δηλαδή, το κράτος πληρώνει επίδομα μακροχρόνιας ανεργίας, αλλά απαιτεί από τον άνεργο να αποδέχεται ό,τι εργασία του προσφέρεται (η δήλωση του Π. Δούκα δεν ήταν τελικά, και τόσο πρωτότυπη – κάτι αντίστοιχο περιγράφει ο Τζακ Λόντον στο Άνθρωποι της Αβύσσου – αντίστοιχα ήταν τα σπίτια εργασίας στην Αγγλία και τη Γαλλία που περιγράφουν οι κλασικοί του μαρξισμού). Διατείνονται ότι η Γερμανία βγαίνει αλώβητη από την κρίση, επειδή προνόησε να προβεί στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις έγκαιρα. Βέβαια, η πραγματικότητα των 4,5 εκατομμυρίων άνεργων στη Γερμανία και των 7 εκατομμυρίων εργαζόμενων που ζουν στα όρια της φτώχειας το διαψεύδουν.
Από το 2005, όταν ολοκληρώθηκε το ο νόμος Hartz 4, άρχισαν να φαίνονται οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις. Συστάθηκαν μια σειρά από οργανώσεις-εργολάβοι, σαν τις εγχώριες ΜΚΟ, των οποίων η αποστολή ήταν να προωθούν τους μακροχρόνια άνεργους -μέσω προγραμμάτων- σε «θέσεις εργασίας». Αυτές έπρεπε να είναι κοινωφελούς σημασίας και να μην καλύπτουν κανονικά αμειβόμενες θέσεις. Η διάρκεια των προγραμμάτων είναι, κατά κανόνα, 6 μήνες, 30 ώρες/εβδομάδα, ενώ ο εργαζόμενος άνεργος πληρώνεται με ένα ευρώ (!!!) την ώρα -1 euro job- ή και καθόλου. Στην τελευταία περίπτωση, τα προγράμματα χαρακτηρίζονται ως κατάρτισης ή πρακτικής εξάσκησης (Praktikum). Μάλιστα, το ένα ευρώ δικαιολογείται ως δαπάνη για τα ρούχα δουλειάς και έξοδα μετακίνησης. Τονίζεται ότι, για πρώτη φορά, ο άνεργος δεν έχει δικαίωμα να αρνηθεί την «εργασία» που του προτείνουν. Διαφορετικά, θα αντιμετωπίσει μείωση ή ακόμα και πλήρη απώλεια του επιδόματος ανεργίας και των κρατικών παροχών (επιδότηση ενοικίου, ρεύματος). Ο άνεργος-εργαζόμενος του ενός ευρώ εργαζόμενος δεν έχει κανένα ασφαλιστικό δικαίωμα, ένσημο, ενώ οι εργολάβοι εισπράττουν από το κράτος από 300-1000 ευρώ ανά εργαζόμενο άνεργο κάθε μήνα (!!!) για τη διαμεσολάβηση (να πού πηγαίνουν τα χρήματα που περικόπτονται από την υγεία και την παιδεία!). Το 2010 μεταφέρθηκαν 25 δις ευρώ. Υπολογίζεται ότι 7,6 δισ. ευρώ ετησίως δημοσίου χρήματος μεταφέρονται στις τσέπες ιδιωτών για την υπηρεσία που προσφέρουν, δηλαδή την ενεργοποίηση («ξεσκούριασμα») των μακροχρόνια άνεργων, με πενιχρά όμως αποτελέσματα. Σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Απασχόλησης της Γερμανίας μόνο το 14% αυτών ξαναβρήκε μια θέση στη αγορά εργασίας, ενώ η πλειονότητα παραμένει εγκλωβισμένη. Στην πραγματικότητα, διαπιστώθηκε ότι οι περισσότεροι εγκλωβίστηκαν σε αυτό το ιδιότυπο καθεστώς της εργασιο-ανεργίας. Στην πραγματικότητα, αποδείχθηκε ένα αντίμετρο για την καταπολέμηση της ανεργίας που γεμίζει τις τσέπες των ξύπνιων επιχειρηματιών και ανεβάζει τους δείκτες της οικονομικής ανάπτυξης. Παράλληλα, οι θέσεις δεν αφορούσαν μόνο κοινωφελή εργασία -π.χ. περίθαλψη ηλικιωμένων-, αλλά “κανονικές θέσεις εργασίας”, χωρίς, βέβαια, τα αντίστοιχα εργασιακά δικαιώματα, όπως καθαρίστρια σε σχολείο, ακόμα και υπάλληλος σε υπουργείο!!! Κατά δήλωση του εκπρόσωπου υπεύθυνου εργασίας του μεγαλύτερου συνδικάτου υπαλλήλων, κου B.Jirku, πολλοί δήμοι, σχεδόν αποκλειστικά, απασχολούν εργαζόμενους άνεργους του ενός  ευρώ/ώρα. Σε πάρκα, νεκροταφεία, μουσεία, ακόμα και για περιπολία. Για παράδειγμα, στη Λειψία, ο δήμος συγκρότησε την «ομάδα μπλε» από άνεργους, η οποία καταγράφει ο,τιδήποτε «στραβό», όπως μια γερμένη πινακίδα, αλλά και ασυνήθιστο, όπως τρεις νεαρούς να πίνουν μπίρα για πολύ ώρα όρθιοι στη γωνία ενός δρόμου. Άνεργοι, εργαζόμενοι του ενός ευρώ 1 euro job και θεματοφύλακες του συστήματος!!!
Η πλήρης αποδόμηση των εργασιακών σχέσεων άνοιξε και το δρόμο για τον επαναπατρισμό των επενδύσεων. Και γιατί όχι, άλλωστε; Αφού πλέον, μπορούν να εκμεταλλεύονται φτηνό εργατικό δυναμικό, υψηλής εξειδίκευσης -made in Germany-, όπως για παράδειγμα, ένα εργοστάσιο που παράγει ακριβά τραμπολίνο, με άνεργους που εργάζονται για 1 ευρώ/ώρα. Στην περίπτωση αυτή, μάλιστα, ο εργολάβος είναι η Ευαγγελική Εκκλησία της Γερμανίας. Αυτή έχει συστήσει άπειρες εργολαβικές εταιρείες, αλλά και ιδιόκτητες δικές της παραγωγικές μονάδες σε όλη τη Γερμανία. Χρησιμοποιεί κάθε είδους ευέλικτης εργασίας και απασχολεί συνολικά 950.000 εργαζόμενους, περισσότερους εργαζόμενους από ό,τι η Siemens και η VW παγκοσμίως. Η Εκκλησία έχει κι ένα προβάδισμα στην εκμετάλλευση των εργαζόμενων, εφόσον οι δραστηριότητές της δεν εμπίπτουν στο εργατικό δίκαιο. Εκτός, δηλαδή, των άλλων, οι εργαζόμενοι δεν έχουν δικαίωμα να απεργήσουν! Αυτή, ακριβώς, είναι η ανάπτυξη την οποία ευαγγελίζονται οι ντόπιοι θιασώτες και μάλιστα με τη βοήθεια του θεού, τον οποίο επικαλέστηκε ο Σαμαράς.
Να οι σκλάβοι του 21ου αιώνα. Δεν είναι πια στις γαλέρες των δουλεμπόρων, αλλά στα ωραία σαλόνια των «πρακτορείων εργασίας». Η διαχείριση με αυτό τον τρόπο της ανεργίας ενίσχυσε σημαντικά τη δευτερεύουσα αγορά εργασίας, που λειτουργεί ως μοχλός συμπίεσης του κόστους εργασίας και των εργασιακών δικαιωμάτων.



Ένα μοντέλο εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης που εξαπλώνεται στη Γερμανία τα τελευταία χρόνια είναι η εργασία μετά από κλήση τηλεφώνημα (Arbeit auf Abfuf). Πρόκειται για μια μορφή μερικής απασχόλησης με πλήρη ελαστικοποίηση της εργασίας. Όλο και περισσότερες επιχειρήσεις, εμπορικά καταστήματα φτιάχνουν μια δεξαμενή «εργαζομένων», τους οποίους χρησιμοποιούν, κατά βούληση. Ο εργαζόμενος δεν ξέρει πότε και για πόση ώρα θα εργαστεί και δεν έχει κανένα εργασιακό και κοινωνικό δικαίωμα (υγεία, ασφάλιση). Οι μηνιαίες απολαβές κυμαίνονται συνήθως από 100 ως 300 ευρώ, Η πλειονότητα αυτών έχει μηνιαίες απολαβές περίπου 150 ευρώ,  τις οποίες συμπληρώνει το κράτος με κάποιο επίδομα ανεργίας. Άρα, είναι ένας εργαζόμενος-άνεργος.
Κάποιες επιχειρήσεις προτιμούν, αντί της τηλεφωνικής ειδοποίησης, να φτιάχνουν ένα καθημερινό πρόγραμμα απασχόλησης, το οποίο καλύπτουν με σειρά προσέλευσης, δηλαδή, όποιος προλάβει. Εκτός από τον κοινωνικό αυτοματισμό, προωθείται και ο κοινωνικός κανιβαλισμός.
Κι όπου το κεφάλαιο δεν μπορεί να εφαρμόσει τις παραπάνω μορφές εκμετάλλευσης, επιβάλλει την εργασία με το κομμάτι, τη λεγόμενη «κατ’ αποκοπήν εργασία» (Akkordarbeit). Παράλληλα, με τη βιομηχανία ή τη βιοτεχνία, εμφανίζεται και σε άλλους τομείς: ταχυδρόμοι, αποθηκάριοι σε εμπορικά καταστήματα που πληρώνονται με βάση τον αριθμό των φακέλων ή δεμάτων που μεταφέρουν και δε γνωρίζουν τις μηνιαίες τους απολαβές, οι οποίες, μάλιστα δεν εξαρτώνται από την εργατικότητά τους, αλλά από έξωθεν από αυτούς παράγοντες, όπως τον όγκο των δεμάτων ή την περιοχή διανομής!!
Οι πολιτικοί διαχειριστές του συστήματος, οι κυβερνήσεις, προωθώντας αυτές τις μεταρρυθμίσεις πέτυχαν πολλαπλούς στόχους: α) να μειωθούν οι κρατικές δαπάνες που αφορούσαν κοινωνικά αγαθά, όπως υγεία, ασφάλιση, παιδεία, πρόνοια, β) να προαχθεί η ατομική ευθύνη του εργαζόμενου στην αναζήτηση εργασίας, γ) να παρουσιάσουν στατιστικές με μειωμένη ανεργία, δ) να ελέγχουν απόλυτα τους άνεργους και να πετυχαίνουν μέγιστη απόδοση από αυτούς. Κατάφεραν, κυρίως, να ενισχύσουν την κερδοφορία του κεφαλαίου, βρίσκοντας αποδοτικότερους τρόπους εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης και ελαχιστοποιώντας το ρίσκο. Από την άλλη, τα εκατομμύρια των άνεργων, απλήρωτων εργαζόμενων, σύγχρονων δούλων αποτελούν μια διαρκή απειλή του συστήματος. Γι΄ αυτό και το σύστημα αυταρχικοποιείται, καταστρατηγεί ακόμη και το αστικό σύνταγμα και ενισχύει την εφεδρεία του, το φασισμό.
Στην Ελλάδα, όλα αυτά δεν είναι καινούργια. Εργολαβικοί της καθαριότητας στα σχολεία ή στα νοσοκομεία, ωρομίσθιοι καθηγητές, εργαζόμενοι σε stage ή προγράμματα κατάρτισης, σχολικοί τροχονόμοι των 150 ευρώ/μήνα, εργάτριες φασόν στη βιοτεχνία και υπάλληλοι κοινωφελών υπηρεσιών, υπενοικιαζόμενοι από ΜΚΟ είναι μερικά παραδείγματα. Το επόμενο διάστημα, όμως, θα γίνει προσπάθεια να γενικευτούν, παράλληλα με τις απολύσεις στο δημόσιο και τις ιδιωτικοποιήσεις, αλλά και τις αλλαγές στην εκπαίδευση. Είναι προφανές ότι οι «απαραίτητες μεταρρυθμίσεις», που σαν καραμέλα πιπιλά καθημερινά η κυβέρνηση Σαμαρά, είναι ακριβώς σε αυτή την κατεύθυνση. Όπως επίσης, και ότι η περίφημη «ανάπτυξη» έχει ως ιμάντα διαλογής τα σώματα και τα μυαλά των σύγχρονων σκλάβων και τελικό αποδέκτη μόνο τις άπατες τσέπες των καπιταλιστών.



Βιβλιογραφία
  • Der Spiegel: Die Hartz Fabrikτεύχος 1-2011
  • Wirtschaftswoche: Ein Tauschgeschaeft zwischen Staat und KircheΑπρίλιος2011
  • sozialismus.de: Was tun gegen prekaere Beschaeftigung?, B. Mueller, 5.10.2012
  • nachrichtenspiegel.de: Staatliche Beschaeftigungsmassnahmen verrichten regulaere Arbeitsplaetze, 4.6.2010
  • gegen-hartz-de.: Hartz IV Lohnzuschuesse statt Ein-Euro-Jobs, 22.9.2012
  • das erste.de: Dauerbereitschaft: Arbeit auf Abruf, Bolz, Klofta, Kremer, 26.7.2012
  • gegen-harz-de.: Die Armutsindustrie profitiert von Hartz IV, Eva Mueller

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Καληνύχτα και καλή τύχη


Από όλα τα παράδοξα χαρακτηριστικά αυτής της κυβέρνησης το πιο παράδοξο είναι η μανία της να ισοπεδώνει, ιδέες, αξίες, δράσεις και μεγέθη που ορίζουν την κίνηση των κίνηση των πραγμάτων πάντοτε στην Ιστορία. Αυτή την ισοπέδωση έχει αναλάβει η ΝΔ η οποία έχει επιβάλει την απόλυτη και προκλητική ιδεολογική ηγεμονία της στην κυβερνητική ρητορική και πρακτική – πέραν της ακολουθουμένης πολιτικής.
Δεν εκπλήσσεται κανείς. Η έκπληξη έρχεται από τη σιωπή των υπόλοιπων. Λες και δεν μπορεί να παρασχεθεί κοινοβουλευτική στήριξη στην κυβέρνηση Σαμαρά χωρίς να εκχωρείται στο περιβάλλον του το δικαίωμα να αναβιώνει τις πιο φαιές νοοτροπίες του παρελθόντος της εγχώριας Δεξιάς. Τον Σαμαρά στηρίζουν το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ, ή τον Αβέρωφ;
Ένα παράδειγμα αυτής της επικράτησης είναι η αντιμετώπιση των απεργιών. Δεν είναι μόνο οι δυο επιστρατεύσεις και οι ιαχές κάθε φορά που ένας δικαστής κηρύσσει «παράνομη και καταχρηστική» μια απεργιακή κινητοποίηση (παλιά μας τέχνης κόσκινο). Δεν είναι μόνο οι απίθανες μηχανορραφίες που χρησιμοποιούν για να μην προκηρυχτεί, ή να αποτύχει μια απεργία. Λες και υπάρχουν κοινωνίες σε ακινησία και λαοί στους οποίους μπορεί να επιβληθεί ησυχία νεκροταφείου.
Είναι πάνω από όλα το ύφος και η φρασεολογία που χρησιμοποιούν για να καταλήξουν στην ίδια επωδό: οι απεργίες είναι διαβολικό δημιούργημα της Αριστεράς, στρέφονται εναντίον της κοινωνίας και βλάπτουν τη χώρα. Οι απεργοί, οι εργαζόμενοι, οι νέοι, οι άνεργοι, οι αγρότες κλπ, είναι εχθροί του έθνους. Ενώ τα παλικάρια που κυβερνούν είναι οι προμαχώνες του. Αυτοί που έφεραν με τη διαχρονική συμπεριφορά των κομμάτων τους τη χώρα στον γκρεμό είναι οι καλοί. Και αυτοί που προσπαθούν απλώς να σώσουν ό,τι μπορούν από το εισόδημα τους – ή διαμαρτύρονται γιατί το έχασαν ήδη όλο – οι κακοί.
Αυτή η ρητορική που συνδέει μια απεργία με το… έθνος, αναδύει εμφυλιοπολεμική αντίληψη για τις κινητοποιήσεις. Ότι μπορεί κάποιοι αδικαιολόγητα, ή ακόμη και σε εμφανώς αποτυχημένες απεργίες να δημιουργούν προβλήματα που δεν δικαιολογούνται από το είδος και το μέγεθος της κινητοποίησης, βαρύνει αυτούς. Αλλά δεν μπορεί να ακυρώνει την έννοια της απεργίας.
Το παραμύθι ότι υπονομεύεται η εθνική υπόσταση προέρχεται από άλλες εποχές και έχει δράκους. Άλλωστε ο βαθμός ωριμότητας μιας κοινωνίας δεν κρίνεται από την εναντίωση της στις απεργίες. Κρίνεται και από την συνειδητοποίηση όσων κρίνονται στις απεργίες.
Αυτά όμως οδηγούν σε ένα ερώτημα: η ρητορική και τα επιχειρήματα των εκπρόσωπων της κυβέρνησης είναι και επιχειρήματα και των άλλων κομμάτων που τη στηρίζουν; Η οπτική γωνιά του Κεδίκογλου είναι και η οπτική γωνιά του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ; Ως κόμματα εννοούμε. Γιατί εδώ που τα λέμε ο Βενιζέλος τον ξεπερνάει συχνά, ενώ αντίθετα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η ΔΗΜΑΡ φροντίζει να μην πολυεκτίθεται.
Σε κάθε περίπτωση γιατί δέχονται μια κυβερνητική φρασεολογία που δεν αρκείται να διατυπώνει τις κυβερνητικές θέσεις για τις τρέχουσες απεργίες –για μερικές από τις όποιες θα μπορούσε να διαφωνήσει πράγματι κάποιος- αλλά προσφεύγει σε ηθικές και ιδεολογικές αξιολογήσεις; Πώς είναι δυνατόν πχ το ΠΑΣΟΚ να οδηγείται σε συνέδριο και ταυτόχρονα να εκφράζεται από τους συμβολισμούς και την αποκρουστική ιδεολογική ατζέντα της Δεξιάς που προσπαθεί να διασύρει την αγωνιστική παράδοση της Δημοκρατικής παράταξης;
Αυτό το τροπάρι δεν σταματάει όμως στις απεργίες. Εκτείνεται και σε άλλα πεδία. Μόλις προχθές πρώην υπουργός, ίσως και μέλλων, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ σήμερα, πρόσωπο με συγκεκριμένο παρελθόν είπε ότι «Οι  ψευτοαξίες της γενιάς του Πολυτεχνείου ενταφιάστηκαν». Έτσι ακριβώς το είπε, παράγων με τον οποίο κάθονται μαζί στα φιλοκυβερνητικά όργανα. Και δεν σηκώθηκε ένας από το ΠΑΣΟΚ -ένας ρε γαμώτο- να του εξηγήσει ποιες ακριβώς αξίες έχουν ενταφιαστεί και ποιοι εμφορούνται από αυτές. Έτσι, για την τιμή των όπλων. Δεν απάντησε κανείς σε αυτή την πρόκληση που ανάμεσα στα άλλα, στρώνει ακόμη περισσότερο τον δρόμο στην ακροδεξιά. Τι χειρότερο θα έλεγε ο Μιχαλολιάκος;
Τι ήταν και τι δεν ήταν το Πολυτεχνείο είναι μια συζήτηση που γίνεται και θα γίνει και άλλες φορές στο μέλλον. Αλλά κανείς δεν τους εξήγησε ότι από αυτή τη συζήτηση αποκλείονται πρόσωπα σαν τον εν λογω πρώην υπουργό. Ουδείς του υπέδειξε να συζητήσει για τις αξίες της «εθνοσωτηρίου» που γνωρίζει καλά. Ουδείς αναρωτήθηκε πού ξέρει αυτός και κάποιοι σαν αυτόν, ποιοι ήταν και τι ήταν η γενιά του Πολυτεχνείου; Ούτε ένας από το ΠΑΣΟΚ, ή από τη ΔΗΜΑΡ δεν σηκώθηκε να τον βάλει στη θέση του. Έτσι, για να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση. Είναι και αυτό άραγε υποχρέωση που απορρέει από τη συγκυβέρνηση και το Μνημόνιο; Τότε «Καληνύχτα και καλή τύχη».


Γιώργος Λακόπουλος protagon

Η Σονάτα της Βίας


Ι.
Ζούμε σε μια εξαιρετικά βίαιη εποχή;
Φαίνεται εξαρχής εύκολο να απαντήσει κανείς καταφατικά σε αυτή την ερώτηση. Αρκεί να σκεφτεί τους νεκρούς κατά τη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης, τις εκατόμβες πτωμάτων στον εμφύλιο της Συρίας, την τεράστια αύξηση της ανεργίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο που συνοδεύεται από αμέτρητα προσωπικά δράματα, την ένταση και απόλυτη συστηματικοποίηση της κρατικής καταστολής, την ανάδυση του φασισμού με μαζικούς δολοφόνους τύπου Μπρέιβικ, τους φονικούς πυροβολισμούς σε σχολεία των ΗΠΑ, τα συνεχώς αυξανόμενα ρατσιστικά εγκλήματα στην Ελλάδα, καθώς και την όξυνση και την, σε κάποιο βαθμό, ποιοτική αλλαγή της εγκληματικότητας – φαινόμενα που οφείλονται κυρίως στην καθολική οικονομική και κοινωνική κατάρρευση.. Η απάντηση, όμως, δεν είναι τόσο εύκολη όσο φαίνεται, ειδικά αν συγκρίνουμε τη σημερινή κατάσταση με αυτή που επικρατούσε σε ολόκληρο τον πλανήτη μέχρι και τον 20ο αιώνα: Παγκόσμιοι πόλεμοι, πυρηνικά όπλα, γενοκτονίες, κοινωνική βία, επιδημίες, εξαθλίωση κλπ. Η εποχή μας λοιπόν, είναι βίαιη με τον τρόπο που ανέκαθεν η βία ήταν παρούσα στην ανθρώπινη Ιστορία αλλά και με έναν καινούργιο, μετα-μοντέρνο θα μπορούσε να πει κανείς, τρόπο: η απειλή της βίας, ο φόβος της βίας, η βία του διαρκούς φόβου για την έλλειψη της «ασφάλειας» σε έναν κόσμο που, στην πραγματικότητα, ποτέ δεν έπαψε να είναι ένα θέατρο ακροτήτων, μοιάζει να είναι ένα νέο ποιοτικό στοιχείο.
Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τη βία γενικά και αόριστα. Οφείλουμε, εξ αρχής, διαχωρίσουμε τη βία που στρέφεται κατά ανθρώπων από την βία (ή «βία») που στρέφεται κατά υλικών αγαθών. Δεν είναι σε καμία περίπτωση λογική (και οπωσδήποτε δεν είναι ιδεολογικά ουδέτερη) η εξίσωση της ψυχολογικής βίας που δέχεται ένας άνεργος, ένας άστεγος, ένας βασανιζόμενος κρατούμενος κλπ. με την πέτρα που δέχεται η τζαμαρία ενός τραπεζικού καταστήματος ή με τις υλικές ζημιές που είναι αποτέλεσμα συγκρούσεων του Κράτους και των μηχανισμών του με την Κοινωνία (βλ. π.χ. τις εκτεταμένες συγκρούσεις του Δεκεμβρίου 2008, του Ιουνίου και Οκτωβρίου 2011, του Φεβρουαρίου και Νοεμβρίου 2012). Επίσης, δεν υπάρχει καμία λογική στην ταύτιση ενός φόνου, ενός βιασμού, ή των βασανιστηρίων με μία αναίμακτη ληστεία, μία κλοπή ή με μία βόμβα που προκαλεί υλικές φθορές. Υπάρχει μια τεράστια διαφορά ανάμεσα στο να χτυπάς ή να σκοτώνεις ανθρώπους και στο να κλέβεις ή να καταστρέφεις υλικά αγαθά. Μόνο αυτοί, για τους οποίους δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ της ζωής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας έναντι της ατομικής ιδιοκτησίας, δεν μπορούν να κατανοήσουν την θεμελιώδη αυτή διάκριση..
Επιπλέον, θα πρέπει να διαχωρίσουμε τη συμπτωματική βία που μπορεί να προκύψει από εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, πορείες και συγκεντρώσεις από τη σκόπιμη βία, που αφορά τη βία κατά ανθρώπων. Σε περιόδους ακραίας σκόπιμης βίας εκ μέρους του Κράτους και των μηχανισμών του, σαν αυτές που ζούμε σήμερα, οι οικονομικοπολιτικές ελίτ, που εκφράζονται μέσα από τα ΜΜΕ, φροντίζουν να αναδεικνύουν τις μορφές βίας που προέρχονται από τα κάτω σαν αντικοινωνική βία που στρέφεται ενάντια του κάθε πολίτη, προτάσσοντας το δόγμα του «Νόμου, της Τάξης και της Ασφάλειας». Οι ίδιες οι κραυγές για νόμο και τάξη, όμως, έχοντας τη ρίζα τους στην επιθυμία για καταστολή (αν όχι για αφανισμό) των διαφωνούντων, αποτελούν αναμφίβολα μια μορφή βίας και μάλιστα σκληρής. Η πρόθεση, για παράδειγμα, του πρωθυπουργού Α.Σαμαρά όταν λέει «τρομοκρατήστε τους τρομοκράτες» ή του Άδωνι Γεωργιάδη όταν λέει πως «η βία των ΜΑΤ είναι η νόμιμη κρατική βία», είναι πολύ βιαιότερη της βίας που ισχυρίζεται ότι θέλει να καταπολεμήσει.
Ίσως, λοιπόν, δεν ζούμε στην πιο έντονα και φανερά βίαιη εποχή της ιστορίας, ζούμε όμως καιρούς στους οποίους θριαμβεύει η βία σαν διέξοδος, σαν μόνη απάντηση του εκάστοτε αυτοπροσδιοριζόμενου ως θύματος στη βία του κάθε θύτη.
II.
Ο μανδύας της μη-βίας
Η μη-βία αποτελεί κεντρική θέση των περισσότερων πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα, με εξαίρεση το ΚΚΕ που υποστηρίζει πως η άσκηση βίας θα είναι απαραίτητη «όταν ωριμάσουν οι συνθήκες» (αλλά, έχοντας απαρνηθεί κάθε επαναστατικό πρόταγμα, δεν πρόκειται να ωριμάσουν ποτέ με το δικό του σκεπτικό…) και το νεοναζιστικό, που τρέφεται αποκλειστικά και μόνο από τη ρατσιστική βία. Το πολιτικό σύστημα εξυμνεί δήθεν την Δημοκρατία της ελευθερίας του Λόγου, τη στιγμή που αδυνατεί να παράξει Λόγο, συμμετέχοντας σ’ ένα Κοινοβούλιο-τσίρκο του λαϊκισμού και του επικοινωνιακού θεάματος- το οποίο επιτελεί διακοσμητικό ρόλο στα πλαίσια ενός ολιγαρχικού πολιτεύματος. Από την άλλη, βασική αρμοδιότητα των βουλευτών είναι η νομοθέτηση, η σύνταξη δηλαδή υποχρεωτικών Κανόνων που, ως καταναγκαστικά εφαρμοστέοι, αποτελούν μια διαρκή υπόσχέση για άσκηση βίας εναντίον της κοινωνίας. Πόσοι άραγε θα τηρούσαν τους, θεσπισμένους από μία πολιτική ελίτ, νόμους αν η παράβαση τους δεν τιμωρούνταν; Η βία, λοιπόν, δεν αποτελεί απλά μια συμπτωματική έκφραση του Κράτους, αλλά το θεμέλιο λίθο της ύπαρξης του, και κάθε καταδίκη της βίας απ’ την πλευρά των εκφραστών του είναι αισχρά υποκριτική ή απλώς, εντελώς κυνική.
Βέβαια, η υποκρισία δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο του Κράτους. Το μανδύα της μη-βίας φορούν, σε διαφορετικό βαθμό, κι οι αυτοαποκαλούμενοι «φιλήσυχοι» και «νομοταγείς»΄πολίτες, αυτοί που βιαιοπράγησαν εναντίον της φύσης χτίζοντας πάνω σε καμμένη γη, αυτοί που απαίτησαν μικρές περιουσίες για να εγχειρήσουν αρρώστους, αυτοί που πάτησαν πάνω στον μόχθο κακοπληρωμένων και ανασφάλιστων εργατών ώστε να πλουτίσουν, αυτοί που τρομοκράτησαν μέσα από στήλες εφημερίδων, τηλεοπτικές συχνότητες και ιστοτόπους. Αυτοί που νομιμοποίησαν τους νεοναζί με την ψήφο τους, ζητώντας να «ξεβρωμίσει ο τόπος», αποφεύγοντας τον πόνο του καθρέφτη, αυτοί που συνεχίζουν να καταφεύγουν στη γκρίνια, και όχι στη σκέψη και τη δράση, αυτοί που αναπαράγουν την κυρίαρχη κουλτούρα της αποκτήνωσης. Αυτή η «ήσυχη» πλειοψηφία που παριστάνει ότι σοκάρεται για κάθε πράξη που εκφεύγει της δικής της δοτής νομιμοφροσύνης και κατεργάρικης εκνομίας, είναι που τελικά ανοίγει το δρόμο για τα πιο βίαια εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας.
ΙΙΙ.
Κράτος και εσωτερικός εχθρός
Όταν η κοινωνική κατάσταση είναι τέτοια που καθιστά πιθανή μία κοινωνική έκρηξη, το Κράτος εφαρμόζει τακτικές άμυνας (στην πραγματικότητα: ανηλεούς επίθεσης) απέναντι στις μικρές ή μεγάλες επιθέσεις (στην πραγματικότητα: πράξεις αντίστασης ή δικαιολογημένης, νόμιμης, άμυνας) που δέχεται από ένα μέρος της κοινωνίας, χρησιμοποιώντας ως υπερασπιστική του γραμμή τη βία της κοινής γνώμης των «φιλήσυχων». Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν ο πληθυσμός των αντιφρονούντων, εχθρός του Κράτους, δεν κρύβεται πίσω από ένα μη-βίαιο μανδύα, δεν προσαρμόζει τη δράση του στην κυρίαρχη κουλτούρα, δεν δρα ώστε να χειραγωγήσει, αλλά προκειμένου ν’ απελευθερώσει και ν’ απελευθερωθεί. Σε μία τέτοια κατάσταση, το Κράτος έχει μόνο μία απάντηση: την τρομοκρατία – αντίδραση πέρα για πέρα αναμενόμενη, η οποία δεν θα ‘πρεπε να εκπλήσσει κανέναν.
Όταν το Κράτος αμφισβητείται ευθέως από την κοινωνία (την αρχή αμφισβήτηση της αποτελεσματικότητάς του διαδέχεται σε περιόδους μεγάλης κρίσης η αμφισβήτηση της ίδιας του της φύσης, της αναγκαιότητας της ύπαρξής του), προσπαθεί να δημιουργήσει εσωτερικούς ή εξωτερικούς εχθρούς, εχθρούς σκοτεινούς, μυστήριους, φονικούς, ύπουλους. Μπροστά σ’ αυτό τον εχθρό, που παρουσιάζεται σαν το Απόλυτο Κακό, όλα τ’ άλλα προβλήματα, που είναι πολύ πιο πραγματικά, περνάνε σε δεύτερη μοίρα. Στην περίπτωση της Ελλάδας, το κυβερνητικό σχήμα, αποτελούμενο από ολόκληρο το πολιτικό φάσμα που εξυπηρετεί τα κυρίαρχα στρώματα ψελίζοντας φιλολαϊκές ασυναρτησίες ανάμεικτες με ανοησίες για Έθνος, Πατρίδα, Παραδοσιακές Αξίες κλπ. , επιδιώκει να συσπειρώσει την κοινωνία γύρω του, αποσπώντας την συναίνεσή της, κατασκευάζοντας έναν κοινό εχθρό: τους αναρχικούς.
Έτσι, επιστρατεύει τις τηλεοπτικές μαριονέτες, όπως τον Δ.Βερύκιο που αναρωτιόταν «ποιά είναι η διαφορά μεταξύ αναρχικών και τρομοκρατών», ώστε να κατασκευάσουν μία κοινή γνώμη εχθρικά διακείμενη προς τους αντιεξουσιαστές . Επίσης, χρησιμοποιεί τον κατασταλτικό του βραχίονα, την αστυνομία, ώστε να εισβάλλει σε αυτοοργανωμένους χώρους, εφευρίσκοντας «εστίες ανομίας», και να βασανίσει κρατουμένους, καταφεύγοντας έπειτα σε κωμικοτραγικές δικαιολογίες. Τέλος, επιδιώκει την ηθική και νομική ταύτιση αναρχισμού και τρομοκρατίας, βαφτίζοντας τρομοκράτη οποιονδήποτε αυτοπροσδιοριζόμενο αναρχικό/αντιεξουσιαστή φέρεται να έπραξε κάποια πράξη που χαρακτηρίζεται εγκληματική από τον Ποινικό του Κώδικα.
Σε τι στοχεύει αυτή η τακτική της κυβέρνησης; Στην άνευ όρων συμπόρευση της κοινωνίας με το Κράτος, στα πλαίσια της εξαιρετικής και κομβικής (γι’ αυτήν) σημασίας καταπολέμησης του Κοινού Εχθρού. Στην εκχώρηση των πιο πλατιών εξουσιών, ώστε το Κράτος να οργανώσει πιο αποτελεσματικά την διατήρηση της Τάξης και της Ασφάλειας, που θα εξασφαλίσει την ομαλότερη εφαρμογή της αντικοινωνικής του πολιτικής. Με λίγα λόγια, η κατασκευή εσωτερικού εχθρού, με την εξαιρετικά χρήσιμη βοήθεια των νεοναζί της Χρυσής Αυγής βεβαίως, αποσκοπεί αποκλειστικά και μόνο στην κινηματική εξουδετέρωση της κοινωνίας, μέσω της ποινικοποίησης, της σπίλωσης και κατασυκοφάντησης του πιο ενεργού κομματιού της. Σε τέτοιες περιόδους, οι υπουργοί βάζουν στο συρτάρι τις στομφώδεις διακηρύξεις περί δημοκρατίας, και ανασύρουν απροκάλυπτα απ’ το χρονοντούλαπο τις τακτικές βασανισμού των προκατόχων τους συνταγματαρχών.
Η στρατηγική του αυταρχισμού και της κρατικής βίας φαίνεται να έχει, μέχρι στιγμής, τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, συσπειρώνοντας όλο και περισσότερους πολίτες στον ευρύτερα αντιεξουσιαστικό χώρο (ή μετατρέποντάς τους σιγά σιγά σε συμπαθούντες), όμως τίποτε δεν τελειώνει για το Κράτος μέχρι την οριστική του κατάργηση. Τα εργαλεία που χρησιμοποίησε μέχρι στιγμής είναι α) η αστυνομία, β) τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι και γ) οι νεοναζί, με τους μπάτσους και τους δημοσιογράφους, ν’ αποτελούν πλέον δύο από τις πιο μισητές κατηγορίες εργαζομένων στην ελληνική κοινωνία, ενώ το τρίτο εργαλείο, η Χρυσή Αυγή, έχει χαθεί ανάμεσα στην υποστήριξη του κατασταλτικού έργου της κυβέρνησης και της αστυνομίας, την ταύτιση του λόγου της με αυτόν των μεγαλοδημοσιογράφων και την «αντισυστημικότητα» που πρέπει να επιδείξουν στην εκλογική τους πελατεία. Βέβαια, σημαντικό ρόλο στην αποτυχία της κρατικής στρατηγικής της έντασης έχει παίξει και η γενικότερη βία που δέχονται οι πολίτες καθημερινά, που δεν μπορεί να μετριαστεί μέσω του τηλεοπτικού θεάματος, καθώς και η ωριμότητα που επέδειξε ο αντιεξουσιαστικός χώρος, στρεφόμενος προς την κοινωνία, της οποίας αποτελεί μέρος, και αναλαμβάνοντας ολοένα και περισσότερες πρωτοβουλίες και ευθύνες της κοινωνικής αντίστασης, αλλά και της προετοιμασίας μιας επαναστατικής διαδικασίας.
ΙV.
Πασιφισμός ή Κοινωνική Βία;
Ο ιδεατός τρόπος επίλυσης των προβλημάτων είναι για εμάς, όπως και για οποιοδήποτε λογικό άνθρωπο, ο διάλογος μεταξύ ίσων, η ανταλλαγή επιχειρημάτων και η συμφωνία που βασίζεται σε αμοιβαία κατανόηση. Βασικός μας στόχος είναι η μη βία, η μη επιβολή βιαίως της βούλησης του ενός στους υπολοίπους και η διευθέτηση οποιουδήποτε ζητήματος μέσω της εναρμόνισης των διαφορετικών συμφερόντων. Ένας ισότιμος διάλογος όμως, προϋποθέτει μη ιεραρχικές σχέσεις μεταξύ των πολιτών, διαφορετικά πάντα θα υπάρχει κάποιος/α που θα συμμετέχει στο διάλογο από θέση ισχύος, επιβάλλοντας τη γνώμη και τη θέληση του/της, αν, όταν και στο βαθμό που θα χρειαστεί με την άσκηση βίας. Μπορούμε να επιτύχουμε τους σκοπούς μας, δίχως να χρησιμοποιήσουμε βία; Κι από την άλλη, μπορούμε να δημιουργήσουμε μια αυτόνομη, μη-βίαιη κοινωνία αποκλειστικά με τη χρήση βίας; Η απάντηση είναι απλή. Δεν επιλέγουμε ούτε τον πασιφισμό, ούτε τον φετιχισμό της βίας.
Οι πασιφιστές αντιτάσσονται στη χρήση βίας, σε οποιαδήποτε συγκυρία. Ένας από τους ισχυρισμούς τους είναι πως τα μέσα πρέπει να συνάδουν με το σκοπό, κάτι που εύλογα εγείρει τρία ερωτήματα που συνδέονται μεταξύ τους. Τελικά, ενδιαφέρονται περισσότερο για τη διαδικασία ή για την επίτευξη των επαναστατικών στόχων (αν δεχτούμε ότι έχουν στόχο την κοινωνική επανάσταση) ; Κι αν πράγματι ενδιαφέρονται για την επίτευξη των στόχων, πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι στην πράξη η τακτική της μη-βίας όταν εφαρμόζεται απέναντι σ’ ένα αμείλικτα βίαιο Κράτος; Κι ακόμη, υπάρχουν συγκεκριμένα μόνο μέσα, που συνάδουν με συγκεκριμένους μόνο σκοπούς, λειτουργώντας σαν ερέθισμα-αντίδραση; Άλλο επιχείρημα τους κατά της βίας είναι πως «ασκώντας βία, γίνεσαι όμοιος με αυτό που πολεμάς». Βασικό συστατικό του επιχειρήματος αυτού είναι ο ισχυρισμός πως η βία είναι μία, δεν έχει διαφορετικές μορφές κι εκδηλώσεις. Έτσι, για τον πασιφιστή, η γυναίκα που αντιστέκεται στο βιασμό της, λογικά θα πρέπει κι αυτή να κατηγορηθεί για σωματικές βλάβες ή ο μετανάστης που αντιστέκεται στη δολοφονία του είναι κι αυτός ρατσιστής, αφού χτυπά αμυνόμενος και χωρίς αισθήματα αγάπης… τον αλλοεθνή και αλλόφυλο επιτιθέμενο. Το αγαπημένο τους σλόγκαν είναι να «γίνεις εσύ η αλλαγή που θέλεις να δεις στον κόσμο». Μπορείς, λοιπόν, ν’ αφοσιωθείς στην αλλαγή του εαυτού σου, χωρίς τύψεις για την εξαθλίωση γύρω σου, χωρίς έγνοιες για την καταστροφή του δάσους της Χαλκιδικής, χωρίς στενοχώριες για τα υποσιτισμένα παιδιά, αρκεί εσύ να γίνεις καλύτερος/η. Αυτισμός δηλαδή, με επαναστατιζέ άλλοθι, γαρνιρισμένος με χριστιανική υποταγή και στο βάθος, εκ των πραγμάτων συμμαχία με τον – κατά δήλωση και μόνο – αντίπαλο.
Με την Κοινωνική Βία ίσως κάποιοι ονειρεύονται κρεμασμένους πολιτικούς στην δημοσιά, αφεντικά στημένα για λιθοβολισμό και σουβλιστούς μπάτσους σε λαϊκό γλέντι. Κάθε φαντασίωση είναι σεβαστή και, στο κάτω-κάτω της γραφής φαντασίωση είναι, δεν ελέγχεται και σωστά, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να λειτουργήσει και ψυχοθεραπευτικά. Όμως μιλώντας για Κοινωνική Βία, στην πραγματικότητα δεν αναφερόμαστε παρά μόνο στην διαδικασία δυνάμει της οποίας η συνειδητοποιημένα εξεγερθείσα κοινωνία θα υπερασπίσει τυχόν αυτόνομες πρακτικές που επινόησε αρχικά για την επιβίωσή της και, στη συνέχεια, για την διαρκή βελτίωση της δημόσιας αλλά και ατομικής ζωής, ή στην διαδικασία της επανάκτησης βασικών δικαιωμάτων και αγαθών που χάθηκαν από την επιθετική και πολυδιάστατη (οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική, και σκέτη) βία της κυβέρνησης, καθώς και στην κατάργηση κάθε θεσμού που από τη φύση του θεσμίστηκε ακριβώς προκειμένου να δημιουργηθεί και να παγιωθεί η ανατραπείσα κατάσταση.
Με την έννοια αυτή, η υπεράσπιση π.χ. μιας απεργίας που βάσει Νόμων ή δικαστικών αποφάσεων κηρύσσεται παράνομη, καταχρηστική και, συνεπώς, απαγορευμένη, η υπεράσπιση ενός δικτύου ανταλλακτικής οικονομίας που θα δεχτεί την επίθεση των φοροεισπρακτικών κ.α. μηχανισμών του Κράτους, η υπεράσπιση των αυτοδιαχειριζόμενων χώρων και κάθε είδους αυτοδιαχειριζόμενων εγχειρημάτων που προτάσσουν την ισότητα και την ελευθερία, η υπεράσπιση μιας διαμαρτυρίας που αποφασίστηκε από ένα σύνολο ανθρώπων, εν ολίγοις η υπεράσπιση των δικαιωμάτων όσων έπεσαν θύματα της προαναφερόμενης επιθετικής βίας του κράτους, δεν είναι παρά Κοινωνική Βία. Θα μπορούσε να ονομαστεί και Κοινωνική αντι-βία, ή κοινωνική άμυνα ή αλλιώς. Αρκεί να λειτουργεί με γνώμονα την ισότητα και την ελευθερία για όλους και να προσπαθεί ανά πάσα στιγμή να εκλέγχει αν το χρησιμοποιούμενο μέσο, ο τρόπος, η μέθοδος, βρίσκεται σε αναλογία με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Τελικά, η Κοινωνική Βία, θα μπορούσε να αποκαλείται απλώς, κοινωνική συνείδηση. Σύμφωνα με την κοινωνική συνείδηση που επιθυμούμε, θα μας αρκούσε ο πρωθυπουργός, οι υπουργοί, οι κραταιοί επιχειρηματίες και τα τσοπανόσκυλά τους, να ζουν σε πλήρη ελευθερία ανάμεσά μας, έχοντας ό,τι και όλοι οι υπόλοιποι. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Είμαστε άλλωστε σίγουροι ότι τόσο χαρισματικοί άνθρωποι όπως αυτοί που κατάφεραν να νέμονται όλο τον πλούτο και την εξουσία, καθώς και οι ένστολοι και μη σωματοφύλακές τους θα καταφέρουν μια χαρά να ζήσουν με το τίποτα, να σκεφτούν, να συνεργαστούν, να δημιουργήσουν και να γελάσουν μαζί μας, χωρίς να φαντασιώνονται μεγαλεία ή το πώς θα βασανίσουν με όπλα και γκλομπς του υπόλοιπους επιβάλλοντας τα συμφέροντά τους ή σε αναζήτηση ικανοποίησης των διαστροφών τους…
Όταν το καταφέρουν αυτό θα δουν ότι δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα μαζί τους. Έως τότε, απλώς δεν θα παριστάνουμε τους ηλίθιους.
Συνδιαμόρφωση κειμένου από: Ian DeltaEfor
http://eagainst.com