ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

Αφιέρωμα: Οι αιτίες της κρίσης, όταν το πραγματικό* της κρίσης συναντά την πραγματικότητα του κοινωνικού μας οικοδομήματος

*ο όρος πραγματικό aναφέρεται στο "πραγματικό" όπως το εννόησε και ανέπτυξε ο Ζακ Λακάν

Πρόλογος

Είναι δεδομένο πως για να μπορέσει να αντιμετωπιστεί μια, κατά κοινή ομολογία, προβληματική κατάσταση θα πρέπει πρώτα να ανιχνευθεί το πρόβλημα. Εν προκειμένω βρισκόμαστε παγκοσμίως σε μια υφεσιακή κατάσταση μετά την κρίση του 2008 από την οποία δεν μπορούμε να βγούμε. Αντιθέτως οι πολιτικές προς την αντιμετώπιση της ύφεσης που ακολουθούνται μοιάζουν και είναι οικονομικά άτοπες, κοινωνικά άδικες και στην πραγματικότητα επιδεινώνουν την κατάσταση. Έχουμε όμως εξακριβώσει ποιες είναι οι αιτίες της κρίσης που μας ταλανίζει τα τελευταία χρόνια; το προβληματικό εκείνο στοιχείο που διατάραξε την ομαλή πορεία των κοινωνικών πραγμάτων; Μόνον εφόσον το ανιχνεύσουμε θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά την κατάσταση.

Προβλέψεις για χρεοκοπία της Ελλάδας, απειλές για έξοδο από την ευρωζώνη, δυσοίωνες οικονομικές εκτιμήσεις, ανικανοποίητες αγορές, υποβαθμίσεις, συνεχής άνοδος των spreads, μέτρα λιτότητας, μέτρα ,μέτρα, φόροι και χαράτσια…ύφεση, ανεργία, φτώχεια, αγανάκτηση…..
Αυτές οι λέξεις συνοψίζουν πιθανότατα όλη τη μετά-μνημόνιο εποχή.  Δίχως να αρνούμαστε τις εγγενείς αδυναμίες του Ελληνικού κράτους, είναι πλέον σε όλους γνωστό και παραδεδεγμένο ότι η ελληνική δημοσιονομική κρίση όχι μόνο δεν είναι η μοναδική δημοσιονομική κρίση, καθώς πάμπολλα κράτη αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα, αλλά κι ότι αντλεί τις ρίζες της από κάτι πιο γενικό, κάτι μεγαλύτερο κι ευρύτερο από την ελληνική οικονομία.

Το κραχ
Όλα ξεκίνησαν από τη λεγόμενη παγκόσμια οικονομική κρίση που εκδηλώθηκε στις ΗΠΑ όταν έσκασε η φούσκα στα ακίνητα, η οποία είχε γιγαντιαίες διαστάσεις, πολύ μεγαλύτερες από άλλες φούσκες ακινήτων στο εξωτερικό. Η φούσκα των ακινήτων σε πολλές περιοχές των ΗΠΑ (την περίοδο 2000-2006 οι τιμές αυξήθηκαν πάνω από 100%) διευκόλυνε την υπέρ-κατανάλωση (μέσω δανεισμού βασισμένου στην αυξημένη αξία των ακινήτων) και αποτέλεσε τη βασική... «πηγή» της κρίσης.

Η εκτόξευση των τιμών (φούσκα) των κατοικιών στις ΗΠΑ οδήγησε σε μία ραγδαία εξάπλωση στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου, από 9% των συνολικών στεγαστικών το 2003 σε 24% το 2007, σε κατηγορίες νοικοκυριών που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα έπρεπε να έχουν δανειοδοτηθεί.Τα δάνεια υψηλού ρίσκου (subprime) με μόνη εγγύηση την αναμενόμενη αύξηση στην τιμή της κατοικίας αποτελούσαν το υπόβαθρο δημιουργίας, δομημένων προϊόντων που αγοράστηκαν από κερδοσκοπικά κεφάλαια (hedge funds), ασφαλιστικές εταιρείες, επενδυτικές τράπεζες εντός και εκτός των ΗΠΑ. Η αγορά των subprime στηρίχτηκε στο φθηνό χρήμα. Με την έναρξη του ανοδικού επιτοκιακού κύκλου, όλο και περισσότεροι δανειολήπτες δεν ήταν πλέον σε θέση να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους.

Η κρίση αυτή οδήγησε σε κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς οι τράπεζες είχαν δανείσει υπερβολικά ποσά, τα οποία στη συνέχεια είχαν παιχτεί στις διεθνείς αγορές με τη μορφή παραγώγων κ.λπ. Η κρίση, λοιπόν, μετεξελίχτηκε σε τραπεζική. Από την τραπεζική κρίση περάσαμε γρήγορα σε κρίση της οικονομίας, σε ύφεση, λόγω της κατάρρευσης των εξαγωγών, της συρρίκνωσης της ζήτησης. Συνέβη, δηλαδή, ένα ντόμινο παγκοσμίως. Αυτά γίνονταν γύρω στο 2008-2009. Τότε, τονίζει ο Κώστας Λαπαβίτσας, παρενέβη το κράτος παγκοσμίως για να αποτρέψει τα χειρότερα, δηλαδή την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος αλλά και την περαιτέρω γιγάντωση της ύφεσης. Παρενέβη διασώζοντας τις τράπεζες και τονώνοντας τη ζήτηση. Αυτό όντως είχε θετικά αποτελέσματα για σύντομο χρονικό διάστημα. Οι τράπεζες σώθηκαν, σχετικά γρήγορα μάλιστα αποκαταστάθηκε και η κερδοφορία τους, και η ζήτηση κρατήθηκε σε λογικά επίπεδα. Τουλάχιστον δεν κατέρρευσε συνολικά.

Το αποτέλεσμα, όμως, άρχισε να διαφαίνεται προς το τέλος του 2009, με την εμφάνιση της δημοσιονομικής κρίσης, ακριβώς γιατί το κράτος είχε παρέμβει για να λειτουργήσει πυροσβεστικά, ξοδεύοντας έτσι τεράστια χρηματικά ποσά τα οποία και δημιούργησαν ή διόγκωσαν ελλείμματα και δημόσια χρέη. Η δημοσιονομική κρίση, η οποία εμφανίζεται σε πολλά μέρη στον κόσμο, έλαβε οξύτατες μορφές στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό, δηλαδή, που άρχισε να ζει η Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως η περιφέρεια ήταν η δημοσιονομική κρίση, η οποία αποτελούσε την τελική φάση της παγκόσμιας κρίσης που ξεκίνησε το 2007. Το λεγόμενο κραχ όμως δεν είναι η αιτία, παρά το αποτέλεσμα, το ξέσπασμα της κρίσης. Τι λοιπόν δημιούργησε αυτήν την κρίση που βιώνουμε σήμερα;


Οι κύριες αφηγήσεις

Τίποτα δεν λέγεται στην τύχη, αυτό είναι δεδομένο: πάντα έχει σημασία τι πιστεύει ο κόσμος. Επομένως ένας καλός τρόπος να ξεκινήσουμε την αναζήτησή μας είναι να ακούσουμε τις κύριες αφηγήσεις για το τι επιτέλους φταίει. Υπάρχουν λοιπόν πάμπολλες θεωρίες και εξηγήσεις για το τι πραγματικά συμβαίνει και για το πώς φθάσαμε εδώ ως κόσμος γενικότερα κι ως Ελλάδα ειδικότερα.
  •          Υπάρχει λοιπόν μια αφήγηση σύμφωνα με την οποία ο Έλληνας είναι εκ γενετής τεμπέλης και επιρρεπής στη διαφθορά. Έτσι έχτισε ένα κράτος που πήρε αυτά τα στοιχεία του, προϊόν κακοδιαχείρισης και στηριζόμενο με δανεικά κι αγύριστα. Όταν δε έσκασε η μεγάλη τρικυμία (βλέπε κρίση του 2008) αυτό άρχισε να βυθίζεται. 
  •          Απ’ την άλλη είναι κάποιοι που πιστεύουν πως για όλα φταίει ο ξένος παράγων. Είτε το εννοούν πως έρχονται οι ξένοι μετανάστες και μας παίρνουν τις δουλειές προκαλώντας ανεργία και ύφεση με αποτέλεσμα μια αδύναμη οικονομία, είτε πως κάποιες έξωθεν ομάδες επιβουλεύονται επιχειρώντας κερδοσκοπικές επιθέσεις εναντίον της Ελλάδας.
  •          Μια άλλη αφήγηση λέει πως φταίει ο νεοφιλελευθερισμός: ο οποίος εφαρμόζεται ουσιαστικά στην Ελλάδα από την εποχή του Μητσοτάκη (ούτε ο σοσιαλιστής Σημίτης αντιστάθηκε, ούτε ο λαϊκός Καραμανλής, ούτε ο πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς Παπανδρέου) και πως η κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί αντίστοιχα μόνο με μια κεϋνσιανή κοινωνική πολιτική που θα αυξήσει τη ζήτηση και την κατανάλωση και θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας.
  •          Υπάρχει βεβαίως και η αφήγηση που ορμώμενη από τη μορφή με την οποία ξέσπασε η κρίση, το γεγονός δηλαδή πως αυτή ήταν χρηματοπιστωτική, ανιχνεύει την αιτία της στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στην υπερδιόγκωσή του και στην έλλειψη σοβαρού ελέγχου του από κράτη και διεθνείς θεσμούς.
  •          Κάποιοι άλλοι αναζητούν και βρίσκουν τις αιτίες της κατάστασης που βρισκόμαστε στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και κυρίως στη δομή της νομισματικής ένωσης.
  •          Τέλος είναι και κάποιοι που θεωρούν την κρίση αυθεντικό αποτέλεσμα της ομαλής λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος (αν και η λέξη δεν ακούγεται εύηχα σε κάποια αυτιά, όπως λέει και ο Μπρωντέλ, «όταν τη διώχνεις πάντα αυτή επιστρέφει»)

Πιθανότατα κάποιοι έχουν δίκιο και κάποιοι άλλοι άδικο, ή μπορεί να μην ισχύει τίποτα από τα παραπάνω…Ίσως όμως να ισχύουν τα περισσότερα, αν όχι όλα τους. Δηλαδή μήπως τελικά δεν πρόκειται για απλά μια αιτία αλλά για ένα σύνολο παραγόντων και καταλυτών που συνθέτουν μια πολυδιάστατη αιτία στο πλαίσιο μιας έτσι κι αλλιώς πολύπλοκης πραγματικότητας;
Ας κάνουμε λοιπόν μια προσπάθεια σύνθεσης του πάζλ που δημιουργείται αν θεωρήσουμε πως όλοι οι παραπάνω ισχυρισμοί/αιτιάσεις ισχύουν: Ας πάρουμε τα αίτια απ’ το μεγαλύτερο στο μικρότερο (από άποψη χωροχρονική).


Καπιταλισμός λοιπόν

Δεν χρειάζονται πολλές συστάσεις. Πρόκειται για ένα κοινωνικό σύστημα που εμφανίστηκε τα τέλη του 16ου αιώνα στην Ευρώπη και έκτοτε έχει επεκταθεί σε όλον τον κόσμο. Βασίζεται στην αέναη συσσώρευση κεφαλαίων ("πόρων προς αυγάτισμα") με μοναδικό στόχο το συνεχές κέρδος. Για την ακρίβεια η πορεία του κεφαλαίου είναι η εξής:

Το (αρχικό)Χρήμα μετατρέπεται σε Παραγωγικό Κεφάλαιο {αυτό που λέμε παραγωγή, που αποτελείται από το σταθερό (δομές, μηχανήματα) και το μεταβλητό κεφάλαιο(εργάτες)} το οποίο παράγει Εμπορεύματα που πωλούνται στην αγορά επιφέροντας στον παραγωγό/κεφαλαιούχο το αρχικό Χρήμα+ κέρδος (Χ-ΠΚ-Π-Χ+κ).Σύμφωνα με το Μαρξ εκείνο που προκαλεί το επιπρόσθετο κέρδος είναι η υπερεργασία των εργατών στο επίπεδο της παραγωγής, το γεγονός δηλαδή πως εργάζονται για παραπάνω χρόνο απ’ όσο πληρώνονται. Διαφορετικά στα πλαίσια της ανταλλαγής προϊόντων ο παραγωγός θα λάμβανε στο τέλος του κύκλου προϊόντα ίσης αξίας με εκείνα που έδωσε: με αποτέλεσμα να δίνει το αρχικό Χ και στο τέλος του κύκλου να λαμβάνει πίσω πάλι το αρχικό Χ και τίποτα παραπάνω. Δεδομένου όμως ότι τα προϊόντα δεν "παράγουν αξία", το μόνο στοιχείο του κύκλου που μπορεί να "παράξει αξία" είναι η εργατική δύναμη. Αυτή η επιπλέον αξία που παράγει ο εργάτης και την καρπώνεται ο παραγωγός προκειμένου να έχει τελικό πρόσθετο κέρδος ονομάζεται υπεραξία. Αυτή λοιπόν η κυκλική διαδικασία αποτελεί την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, στην οποία και βασίζεται το σύστημα.


Όταν όμως όλη η κοινωνία λειτουργεί έτσι ώστε συγκεκριμένα ιδιωτικά κεφάλαια να αυγατίζουν κάτι δεν πάει καλά. Έτσι έχουμε ως αποτέλεσμα την "αθλιότητα του καπιταλισμού". Πρόκειται ουσιαστικά για ένα σύστημα-ζούγκλα, που το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό και το μεγαλύτερο κεφάλαιο απορροφά το μικρότερο. Ο οικονομικός δαρβινισμός είναι η τέλεια φράση για να το χαρακτηρίσουμε: αυτός που επιτυγχάνει τη συσσώρευση επιβραβεύεται, εκείνος όμως που δεν τα καταφέρνει χάνεται.

Ιστορικά, ο καπιταλισμός απελευθέρωσε τεράστιες παραγωγικές δυνάμεις, τις οποίες και ο ίδιος ο Μαρξ θαύμασε. Από τον 16ο αιώνα που σημειώνεται η ανάπτυξη καπιταλιστικών οικονομικών σχέσεων μέχρι σήμερα η ανθρωπότητα έχει κάνει θαύματα. Λίγοι όμως έχουν χαρεί αυτά τα θαύματα καθώς το αποδοτικότατο αυτό σύστημα ήτανε ιδιαίτερα "μεροληπτικό" και το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας καταδικάστηκε σε φτώχεια και αθλιότητα.

Πρόκειται επίσης για ένα ασταθές κι εύθραυστο σύστημα καθώς είναι γεμάτο από "σκαμπανεβάσματα" με την έννοια ότι οι κρίσεις και οι υφέσεις αποτελούν… καθημερινότητα για αυτό. Είναι γεγονός ότι από το 1800 κι έπειτα κρίσεις και υφέσεις σημειώθηκαν κατά τόπους: το 1825, το 1847, το 1857, το 1873, το 1929, το 1973, το 1979, το 1987, το 1990, το 1994, το 1997/8, το 2001, το 2008. Πρόκειται για αυτό που ονομάζεται από πολλούς οικονομολόγους ως φάση Β του κύκλου Κοντράτιεφ. Οι κύκλοι Κοντράτιεφ (που αντλούν το όνομά τους από τον Ρώσο οικονομολόγο Κοντράτιεφ) κινούνται με μια φάση ανόδου (φάση Α) και μια φάση καθόδου (φάση Β) της οικονομίας, μέσης διάρκειας 25-30 εως 50 χρόνων η κάθε μια. Στις φάσεις ανόδου αντιστοιχούν περίοδοι ανάπτυξης νέων μονοπωλιακών προϊόντων και αύξησης μισθών. Οι φάσεις καθόδου χαρακτηρίζονται από την πτώση των τιμών λόγω του ανταγωνισμού και τη μείωση των μισθών (και παράλληλα της ζήτησης) για τη διατήρηση του κέρδους του παραγωγού, και, μεταξύ άλλων, από υπερκεφαλαιοποίηση και μείωση των συναλλαγών.

Αυτή η εναλλαγή κινούταν "ομαλά" μέχρι τη δεκαετία του 1970 οπότε το σύστημα έφτασε στα όριά του, καθώς η παραγωγή έπαψε σταδιακά να αποδίδει τα δέοντα κέρδη. Πρόκειται για αυτό που λέμε μείωση του ποσοστού κέρδους, σε σημείο όμως καμία επένδυση να μην αξίζει καθώς το κέρδος που θα απέφερε να είναι αμελητέο. Όλο αυτό απείλησε το ίδιο το θεμέλιο του συστήματος: τη συσσώρευση κεφαλαίου.

Πιο συγκεκριμένα, πέντε είναι κατά τον Βάλερσταιν, τα βασικά έξοδα της παραγωγής:
α) οι μισθοί
β) οι φόροι
γ) οι υποδομές
δ) οι πρώτες ύλες
ε) η διαχείριση των απορριμμάτων/αποβλήτων

Οι μισθοί (αναφερόμενοι και ως μεταβλητό κεφάλαιο) είναι μια συνάρτηση πολλών παραγόντων, όπως είναι κυρίως η οργανωμένη "πάλη" ανάμεσα σε παραγωγούς κι εργαζόμενους μέσω συνδικαλιστικών οργάνων, η σχετική εργατική νομοθεσία (εργατικό δίκαιο), η κατάσταση της οικονομίας και το μέγεθος του εφεδρικού στρατού (ομάδων, όπως οι άνεργοι ή οι μετανάστες, που λόγω της ανάγκης τους για εργασία δέχονται χαμηλότερους μισθούς με αποτέλεσμα να αναγκάζουν τον διαπραγματευόμενο μισθωτό να ρίξει τις απαιτήσεις του) κ.α. Το θέμα είναι όμως πως οι μισθοί μοιραία τείνουν προς επαύξηση λόγω της πολιτικής και συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργατών. Η απάντηση των παραγωγών ήταν η μετακίνηση τους σε ζώνες με πιο "φθηνά εργατικά χέρια". Εκεί δηλαδή όπου η βιομηχανική καθυστέρηση είχε ως αποτέλεσμα μεγάλα τμήματα πληθυσμού να βλέπουν μια σημαντική αύξηση στο εισόδημά τους με τους χαμηλούς μισθούς που τους δίνονταν (που σίγουρα ήταν μεγαλύτεροι απ' όσα κέρδη τους απέφερε η αγροτική απασχόληση). Όμως παγκοσμίως τέτοιες ζώνες έχουν σχεδόν εξαντληθεί καθώς σταθερά, το πολύ σε 20-30 χρόνια οι εργάτες οργανώνονται και αρχίζουν να διεκδικούν την αύξηση του μισθού τους.

Το ζήτημα των μισθών αποτελεί μια εγγενή αντίφαση του καπιταλισμού γιατί ενώ από τη μια αποτελούν ένα σημαντικό έξοδο των παραγωγών, που διαχρονικά επιδιώκουν τη μείωσή του προκειμένου να αυξηθεί το κέρδος τους, απ' την άλλη τροφοδοτούν την κατανάλωση καθώς ανάλογα με το μέγεθός τους τόσο μπορεί να τα καταναλώσει τα προϊόντα της παραγωγής ο μισθωτός. Όταν όμως λόγω της συμπίεσης των μισθών δεν υπάρχει κατανάλωση τα προϊόντα λιμνάζουν με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται ή να επιβραδύνεται ο κύκλος του κεφαλαίου (Χ-ΠΚ-Π-Χ+κ)

Έπειτα οι φόροι είναι ένα επίσης σημαντικό έξοδο. Αν εξετάσουμε σε βάθος χρόνου τους φόρους που πληρώνουμε, υπάρχει μια σταθερή αυξητική τάση σε αυτούς. Αυτό αφ' ενός γιατί γινόμαστε σταθερά όλο και περισσότεροι (ποσοτικός παράγοντας). Κι αφ' ετέρου γιατί η συνεχής ανάπτυξη της τεχνολογίας ανεβάζει διαρκώς τα κόστη της υγείας, της παιδείας και κυρίως των συστημάτων κι εξοπλισμών ασφαλείας (ποιοτικός παράγοντας). Όλα αυτά πληρώνονται με λεφτά των φορολογούμενων με αποτέλεσμα η πραγματική φορολόγηση να αυξάνεται διαρκώς.

Τέλος οι υποδομές (γέφυρες, δρόμοι, αεροδρόμια, λιμάνια), η φροντίδα των πρώτων υλών και η διαχείριση των απορριμμάτων είναι κόστη τα οποία οι παραγωγοί φορτώνουν στους άλλους. Το κράτος φροντίζει για τις υποδομές. Το κόστος της αχόρταγης κι ασχεδίαστης εξάντλησης των πόρων (βλέπε πχ υλοτόμηση από τον Αμαζόνιο αδιαφορώντας για το περιβάλλον) το φορτώνονται οι πολίτες ενώ το κόστος της διαχείρισης των απορριμμάτων επίσης το αναλαμβάνει το κράτος καθώς οι παραγωγοί σπάνια φροντίζουν πραγματικά γι' αυτά ενώ συνήθως τα παρατάνε όπου ...βολέψει (σε ποτάμια και δημόσια οικόπεδα). Στο βαθμό που ασκούνται πιέσεις (λόγω της κρατικής πολιτικής, της οικολογικής συνείδησης κλπ) στους παραγωγούς να συμβάλλουν στην κάλυψη των παραπάνω στοιχείων, το συνολικό τους κέρδος μειώνεται. Όλα αυτά τα κόστη ανέβαιναν τη δεκαετία του 1970 σε σημείο απελπιστικό για τους παραγωγούς.

Η λύση στην πτώση του ποσοστού κέρδους πήρε δύο όψεις:

Από τη μια είχαμε την οικονομική στροφή στο χρηματοπιστωτικό σύστημα κι απ' την άλλη την πολιτική στροφή στο  νεοφιλελευθερισμό.


Νεοφιλελευθερισμός

Ο Μίλτον Φρίντμαν, 
γκουρού του νεοφιλελευθερισμού
Ο νεοφιλελευθερισμός, το "κακό πρόσωπο του καπιταλισμού" (σε αντιδιαστολή με τον καπιταλισμό «με ανθρώπινο πρόσωπο» όπως αποκαλούταν στα πλαίσια της κευνσιανής πολιτικής) πρεσβεύει ότι ο καπιταλισμός έχει υποστεί διάφορες στρεβλώσεις λόγω της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία και επιζητεί την επιστροφή στον καθαρό φιλελεύθερο καπιταλισμό του Άνταμ Σμιθ. Όταν το κράτος δεν επηρεάζει τη λειτουργία της οικονομίας, αυτή βρίσκει από μόνη της το δρόμο της και με ένα αόρατο χέρι, σαν εκείνο για το οποίο έκανε λόγο ο Άνταμ Σμιθ, ρυθμίζονται όλα (οι τιμές, οι μισθοί κλπ) όπως πρέπει. Η συνταγή για την επίτευξη μιας τέτοιας κατάστασης είναι σύμφωνα με τη Ναόμι Κλάιν η ακόλουθη:



- Οι κυβερνήσεις πρέπει να καταργήσουν όλους τους κανόνες και τις ρυθμίσεις που εμποδίζουν τη συσσώρευση κερδών.
- Οφείλουν επίσης να πουλήσουν τη δημόσια περιουσία σε ιδιωτικές εταιρείες, ώστε να την εκμεταλλευτούν επικερδώς.
- Πρέπει να προβούν σε δραματικές περικοπές των κοινωνικών προγραμμάτων.
- Αν είναι αναγκαίο να υπάρχουν φόροι,  πρέπει να είναι χαμηλοί, ενώ πλούσιοι και φτωχοί πρέπει να φορολογούνται με βάση μια ενιαία φορολογική κλίμακα.
- Οι εταιρείες πρέπει να είναι ελεύθερες να πουλούν τα προϊόντα τους παντού σε όλον τον κόσμο ενώ οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να προστατεύουν τις εγχώριες βιομηχανίες ή την εγχώρια ιδιοκτησία.
- Όλες οι τιμές και οι μισθοί οφείλουν να καθορίζονται από την αγορά ( δίχως να υπάρχει κατώτατος μισθός ή οποιοδήποτε άλλο όριο).

Ήταν ουσιαστικά η προσπάθεια να μειωθούν τα κόστη της παραγωγής: μείωση του αναδιανέμοντος πλεονάσματος μέσω συμπίεσης των μισθών και περικοπών στο κράτος πρόνοιας, ανάληψη από το κράτος βασικών εξόδων των εταιρειών, άρση κάθε περιορισμού στην κίνηση των κεφαλαίων. Όλα αυτά προκειμένου να δοθεί λύση στην πτώση του ποσοστού κέρδους. Πάντως ενώ βραχυπρόθεσμα πράγματι οι νεοφιλελεύθεροι κατάφεραν να μειώσουν τους μισθούς και τα έξοδα για το κοινωνικό κράτος, αυτά αποδείχθηκαν πάγιες τάσεις με αποτέλεσμα τη μεσοπρόθεσμη αποτυχία του να δώσει λύση στο πρόβλημα της πτώσης του ποσοστού κέρδους.

Η Μάργκαρετ Θάτσερ (Βρετανία) και ο Ρόναλντ Ρήγκαν (ΗΠΑ)
ταύτισαν τα ονόματά τους με τη νεοφιλελεύθερη "επέλαση"
Αυτή λοιπόν η πτυχή του καπιταλισμού επικράτησε αντί του κευνσιανού μοντέλου από τη δεκαετία του 1970 κι έπειτα. Η αρχή έγινε στις χώρες της Λατινικής Αμερικής με ναυαρχίδα τη Χιλή του Πινοσέτ. Το γεγονός ότι η πρώτη του εμφάνιση ήταν προϊόν στρατιωτική επιβολής σημαίνει πολλά (βλέπε Χιλή, Ινδονησία, Αργεντινή, Βραζιλία).  Σταδιακά ο νεοφιλελευθερισμός απέκτησε ισχυρά ερείσματα. Έτσι ήρθε η Θάτσερ στην Αγγλία και ο Ρήγκαν στην Αμερική και σιγά σιγά εξαπλώθηκε στις περισσότερες χώρες του κόσμου.


Η επικράτηση λοιπόν του νεοφιλελευθερισμού οδήγησε στη δημιουργία μεγάλων ανισοτήτων, κόστισε τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, καταδίκασε δισεκατομμύρια σε φτώχεια και περιθωριοποίηση, κατέστρεψε οικονομίες (και κοινωνίες) ολόκληρες, Όλα αυτά στο βωμό του επιπλέον πλουτισμού των ήδη πλουσίων. Έτσι επέτεινε τη προαναφερθείσα δομική αντίφαση του καπιταλισμού, η οποία και επεδιώχθη να αντιμετωπιστεί με το κεϋνσιανό μοντέλο κράτους πρόνοιας: μειώνοντας επιπλέον την οικονομική δύναμη των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων μειώθηκε και η αγοραστική τους δύναμη, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να καταναλώνουν όσα πρέπει ώστε να έχουν όσο κέρδος θα ήθελαν οι κεφαλαιοκράτες. «Μπορείς να εξακολουθείς να μεταφέρεις εισόδημα από την εργασία στο κεφάλαιο χωρίς να έχεις πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και σε περιβάλλον έλλειψης συνολικής ζήτησης. Αυτό έχει συμβεί. Νομίζαμε ότι οι αγορές αυτορυθμίζονται. Δεν το κάνουν. Το άτομο μπορεί να σκεφτεί λογικά. Οι εταιρίες για να επιβιώσουν και να ευημερήσουν, μπορούν να πιέσουν το κόστος εργασίας όλο και περισσότερο προς τα κάτω, αλλά το κόστος εργασίας είναι το εισόδημα και η κατανάλωση κάποιου άλλου» σύμφωνα με τον οικονομολόγο Nouriel Roubini. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίστηκε με τρία μέσα σύμφωνα με τον Richard Wolff: "ο κόσμος άρχισε να δουλεύει περισσότερο σε παραπάνω από μια δουλειές, άρχισαν να εργάζονται και οι γυναίκες και οι έφηβοι και βεβαίως δόθηκε πίστωση". Το τελευταίο ήταν και το πιο αποτελεσματικό μέσο. Η κατανάλωση στηρίχθηκε στο δανεισμό: ιδιωτικό και κρατικό.


Χρηματοπιστωτικό σύστημα

Όμως στο χρηματοπιστωτικό σύστημα επικεντρώθηκαν και οι παραγωγοί/εταιρείες προκειμένου να αυξήσουν το συνολικό ποσοστό κέρδους τους. Βεβαίως το χρηματοπιστωτικό σύστημα υπήρχε ήδη πριν τον 20ο αιώνα με τη διαφορά όμως πως τότε είχε δευτερεύοντα χαρακτήρα. Το κέρδος λοιπόν που χρειαζόταν αναζητήθηκε αυτή τη φορά πρωτίστως εκεί, ενώ προηγουμένως η παραγωγή ήταν που είχε πρωτεύοντα χαρακτήρα. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάγκη των παραγωγών να διοχετεύσουν κάπου τα πλεονάζοντα κεφάλαιά τους καθότι υπήρχε ήδη πρόβλημα συσσώρευσης κεφαλαίων, τέτοιου μεγέθους που δεν μπορούσαν να αξιοποιηθούν με κανέναν γνωστό τότε τρόπο. Από τη στιγμή που αυτό λοιπόν δεν μπορούσε να γίνει στον τομέα της παραγωγής, οι κάτοχοι των μεγάλων κεφαλαίων στράφηκαν στη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία, όπου το πλεόνασμα που παράγει και οικειοποιείται το κεφάλαιο απορροφάται σε κερδοσκοπικές φούσκες που τελικά καταρρέουν, σκορπίζοντας το χάος και τον πόνο σε όλη την οικονομία.


Πολλοί πιστεύουν ότι για την κρίση του 2008 ευθύνεται αποκλειστικά το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο και διαχωρίζουν από τον καπιταλισμό. Κι όμως αυτά τα δύο δεν ξεχωρίζουν. Αντίθετα ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι λογική συνέπεια της ανάπτυξης του καπιταλισμού. Είναι η αναζήτηση του κέρδους πέρα από την παραγωγή. «Η τράπεζα και η πίστη γίνονται το ισχυρότερο μέσο για την επέκταση της καπιταλιστικής παραγωγής πέραν από τα ίδια της τα όρια και ένας από τους ενεργότερους φορείς των κρίσεων και της κερδοσκοπίας» (Μαρξ, Κεφάλαιο 3ος τόμος)


Οι μεγάλες εταιρείες έκαναν επενδύσεις με βάση τα κέρδη τους (που έφθαναν και περίσσευαν) με αποτέλεσμα να μην χρειάζονται δάνεια. Έτσι οι τράπεζες στράφηκαν στα νοικοκυριά. Άρχισαν λοιπόν να παραχωρούν δάνεια σε αυτά, πολλές φορές μάλιστα με καθαρά κερδοσκοπικές προθέσεις γνωρίζοντας ότι οι δανειζόμενοι δεν ήταν σε θέση να καλύψουν τα χρέη τους. Στον χρηματοπιστωτικό τομέα μπήκαν έτσι και οι απλοί εργαζόμενοι αρχικά ως δανειζόμενοι και στη συνέχεια ως μετέχοντες στο Χρηματιστήριο κι αγοράζοντας μετοχές, ομόλογα, παράγωγα και άλλα παρόμοια.Η αποτελεσματικότητά του όμως το καταδίκασε σε υπερβολική χρήση με αποτέλεσμα εν έτει 2011 σχεδόν όλα τα νοικοκυριά στις περισσότερες χώρες να χρωστάνε κάπου.

Όπως προελέχθη η υπερδιόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα οφείλεται και στον νεοφιλελευθερισμό όχι όμως μόνο λόγω του γεγονότος ότι το δάνειο έγινε…τρόπος ζωής, αλλά και εξαιτίας της φτώχειας και της ανεργίας που είχαν προκληθεί, καθώς κι επειδή άρθηκαν οι περισσότεροι περιορισμοί του (κερδοσκοπικού) κεφαλαίου που είχαν θεσπιστεί μετά το κραχ του ‘29.

Ενδεικτικά:
-Στις 15 Αυγούστου 1971, η κυβέρνηση Νίξον ανακοίνωσε την αναστολή της γνωστής Συμφωνίας του Μπρέτον Γούντς (1944) που καθόριζε τις συναλλαγματικές ισοτιμίες διεθνώς, συνδέοντας συγχρόνως το δολάριο ως κυρίαρχο νόμισμα με τα αποθέματα σε χρυσό της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ. «Η απόφαση αυτή των Αμερικανών, να εγκαταλείψουν το «χρυσό κανόνα» της μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό, οδήγησε, σταδιακά στην πλήρη απελευθέρωση του κεφαλαίου από τους συναλλαγματικούς ελέγχους. Η ενέργεια αυτή είχε ως συνέπεια να αυξηθεί εντυπωσιακά και ανεξέλεγκτα η ροή υπερεθνικών κεφαλαίων, χωρίς κανέναν περιορισμό από τις κεντρικές τράπεζες, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για ιδιαίτερα ριζοσπαστικά μέτρα χρηματοπιστωτικής απελευθέρωσης, προϊόν της οποίας είναι και η περιώνυμη παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, λέξη-κλειδί του νεοφιλελεύθερου οικονομικού λόγου από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80 και εντεύθεν. Η μετατόπιση του επενδυτικού ενδιαφέροντος του κεφαλαίου από τη βιομηχανική παραγωγή στον χρηματοοικονομικό τομέα, το λεγόμενο «U-Turn», με στόχο την εξασφάλιση γρήγορου και υψηλού κέρδους, οδήγησε στην «υπερ-χρηματιστική οικονομία» με κυρίαρχο το κερδοσκοπικό κεφάλαιο.» υπογραμμίζει ο ομότιμος καθηγητής Ζήσης Παπαδημητρίου.

-Στις 12 Νοεμβρίου του 1999, ο πρόεδρος Κλίντον υπέγραφε την πράξη κατάργησης του Glass-Steagall Act αίροντας τους περιορισμούς που αντιμετώπιζαν οι τράπεζες στην επέκταση των δραστηριοτήτων τους και απελευθερώνοντας πλήρως το τραπεζικό σύστημα. Glass-Steagall ονομαζόταν ο νόμος που πέρασε το Αμερικανικό κογκρέσο το 1933 μετά από την κατάρρευση της αγοράς το ‘29. Ο νόμος αυτός κάλυπτε πολλά πράγματα αλλά βασικό χαρακτηριστικό ήταν να ξεχωρίσουν οι τράπεζες από τις επενδυτικές τράπεζες. Αν δηλαδή ήσουν χρηματιστηριακή εταιρεία, δεν μπορούσες να δέχεσαι καταθέσεις. Επίσης αν ήσουν τράπεζα, δεν μπορούσες να πουλάς μετοχές. Ο λόγος που το έκαναν αυτό ήταν διότι, το 1929, η μόχλευση για μετοχές ήταν περίπου στο 10!!! Σήμερα είναι 50% του συνόλου. Ήθελαν δηλαδή να περιορίσουν την μόχλευση από την μεριά των επενδυτών και να μην επιτρέψουν στις επενδυτικές τράπεζες να βάλουν χέρι σε καταθέσεις. Τον Νοέμβριο λοιπόν του 1999 πέρασε το Gramm-Leach-Bliley Act, που αναιρεί το Glass-Steagall. Μετά από περίπου 70 χρόνια, οι τράπεζες θα μπορούσαν να αγοράσουν (και επίσημα, διότι είχαν γίνει ορισμένες θεωρητικά παράνομες εξαγορές ακόμα και πριν το 99) επενδυτικές τράπεζες και μπορούσαν να προσφέρουν όλες τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες κάτω από το ίδιο μαγαζί.

-Στις 28 Απριλίου του 2004 5 μέλη του SEC των ΗΠΑ συνταθήκανε με όλες τις μεγάλες τράπεζες της Wall Street για να ακούσουν εκκλήσεις για άρση των περιορισμών που είχαν οι τράπεζες όσο αναφορά πόση μόχλευση (χρέος) μπορεί αν έχουν. Οι τράπεζες ήθελαν να υπάρξει εξαίρεση για τις επενδυτικές τους τράπεζες ,έτσι ώστε να μπορούν να αναλάβουν (οι επενδυτικές τράπεζες) μεγάλο χρέος και στη συνέχεια αυτά τα κεφάλαια να πάνε στην μητρική εταιρεία έτσι ώστε αυτοί να επενδύσουν σε default swaps, στεγαστικά ομόλογα και άλλα εξωτικά επενδυτικά προϊόντα. Μεταξύ των προσώπων που ήταν σε αυτή την συνάντηση ήταν και ο Henry Pauslon (για λογαριασμό της Goldman Sachs) που δυο χρόνια αργότερα έγινε υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ. Μέσα σε δυο μήνες η απόφαση ήταν και οριστική και οι μεγάλες επενδυτικές τράπεζες είχαν πλέον την δυνατότητα να δανειστούν και να μοχλευτούν μέχρι τον λαιμό και ακόμα πάρα πέρα.Πέραν, δηλαδή, από την αναίρεση του Glass-Steagall, οι αρχές επέτρεψαν τις επενδυτικές τράπεζες να αναλάβουν πολύ μεγάλο ρίσκο και επιπλέον ο έλεγχος από την επιτροπή κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (για πολλούς και διάφορους λόγους) ήταν ανεπαρκής.

«Η μετατόπιση λοιπόν του επενδυτικού ενδιαφέροντος από την πραγματική οικονομία στο χρηματοπιστωτικό τομέα ενίσχυσε το ρόλο των τραπεζών στους κόλπους της παγκόσμιας οικονομίας, οι οποίες, προκειμένου να ανταποκριθούν στις συνθήκες άγριου ανταγωνισμού και για να εξασφαλίσουν αστρονομικά κυριολεκτικά κέρδη, προέβησαν στη δημιουργία και προώθηση παντός είδους νέων τραπεζικών προϊόντων, όπως παράγωγα κι ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια (subprimes). Δάνεια σε «hedge-funds» που χρηματοδοτούσαν μέσω μόχλευσης, με ελάχιστα ίδια κεφάλαια και πολλά τραπεζικά δάνεια κλπ.., με τα οποία κερδοσκοπούσαν ασύστολα, μέσω της τιτλοποίησης χρεών του κλάδου των ακινήτων, σε βάρος των νοικοκυριών που αδυνατούσαν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, όπως συνέβη στις ΗΠΑ, όπου και ξέσπασε πρώτα η κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, Έτσι φθάσαμε σε σημείο μόλις το 8% του παγκόσμιου χρήματος να ανταποκρίνεται στην πραγματική οικονομία.» τονίζει ο ομότιμος καθηγητής Ζήσης Παπαδημητρίου.
Ενδεικτικός είναι ο παρακάτω πίνακας


Έτσι άρχισε σταδιακά η επικυριαρχία του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολο της οικονομίας αλλά και της πολιτικής. Για παράδειγμα οι δυο μεγαλύτερες γερμανικές τράπεζες, η Deutsche Bank και η Commerzbank, μαζί έχουν 120% του ΑΕΠ της Γερμανίας ολόκληρης και η BNP Paribas, η μεγαλύτερη γαλλική τράπεζα, έχει 140% του Γαλλικού ΑΕΠ. Έτσι τα κράτη έχοντας ανάγκη από ρευστό είναι ως ένα σημείο λογικό να εξυπηρετούν τα συμφέροντα τέτοιων μεγαθηρίων.
Το κράτος παρέδωσε στην οικονομία σχεδόν κάθε τομέα της εξουσίας του επιτρέποντας την εμπορευματοποίηση κάθε είδους κοινωνικού αγαθού μέσω των αχαλίνωτων ιδιωτικοποιήσεων κι αφήνοντας το κερδοσκοπικό κεφάλαιο ανεξέλεγκτο κι αφορολόγητο. Οι πλέον υπερδυνάμεις είναι τεράστια τραπεζικά και επενδυτικά ιδρύματα διαπλεκόμενα με οίκους αξιολόγησης και πολυεθνικές.
Ως εκ τούτου οι λεγόμενες αγορές επιβάλλονται στις εθνικές πολιτικές. Έτσι στήνεται ένα σκηνικό, κατά το οποίο οι προαναφερθείσες δυνάμεις κερδίζουν από παντού.

Όμως, η πολιτική της αχαλίνωτης απορρύθμισης που ήταν και το κύριο χαρακτηριστικό της εποχής και της ανοχής της χρηματιστικής κερδοσκοπίας, προκάλεσε τελικά σοβαρές οικονομικές κρίσεις, αρχικά με την ασιατική κρίση του 1998, αργότερα με την κρίση στην Λατινική Αμερική και τελικά με την έντονη κρίση που παρουσιάστηκε στις ΗΠΑ με το σκάσιμο της φούσκας των εταιριών που κινούνταν στην πρωτοπόρα τότε αγορά των υπολογιστών (dot-com). Η ανάκαμψη, που ακολούθησε τα παραπάνω, στηρίχθηκε στη δημιουργία μιας τεράστιας στεγαστικής φούσκας που φτιάχτηκε μέσω των στεγαστικών δανείων υψηλού ρίσκου (subprime) και οδήγησε στη μαζική αποσταθεροποίηση του συστήματος. Ενός συστήματος που παραμένει βαριά πληγωμένο από την πιστωτική κρίση που εμφανίστηκε αρχικά το 2007 και συνεχίζει να διαπερνά την αμερικάνικη και παγκόσμια οικονομία, χωρίς να διαφαίνεται κάπου το τέλος της.


Ευρώπη: Ευρωπαϊκή Ένωση και Ευρωζώνη

Την κατάσταση στα ευρωπαϊκά κράτη επιβάρυνε η Ευρωπαϊκή Ένωση και βεβαίως το νομισματικό της οικοδόμημα: η ευρωζώνη. Η ιδέα για μια ενωμένη Ευρώπη δεν είναι καινούργια. Οι Ρωμαίοι, ο Ναπολέων κι ο Χίτλερ είναι μερικοί από εκείνους που το επεδίωξαν, ο καθένας τους για τους δικούς του ιδιοτελείς λόγους. Μετά από πολλές και χρόνιες διαβουλεύσεις σχηματίστηκε το 1994 η Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο της οποίας έγινε και η ΟΝΕ, η νομισματική ένωση της Ευρώπης και έτσι γεννήθηκε το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμά μας, το ευρώ.
Ζούμε λοιπόν σε μια ενωμένη Ευρώπη, τα σύνορα είναι ανοιχτά και οι μετακινήσεις κι οι μεταφορές πιο εύκολες, οι ευρωπαϊκοί πολιτισμοί έρχονται πιο κοντά, συνεργάζονται και αίρονται οι προκαταλήψεις, τα κράτη ενισχύονται από κονδύλια κι επιδοτήσεις με στόχο την ανάπτυξή τους, ανάπτυξη οικονομική και πολιτιστική, τα δικαιώματα, οι ελευθερίες και η δημοκρατία έχουν κατοχυρωθεί και προασπίζονται σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Ακόμα κι αν δεχθούμε ότι ισχύουν τα παραπάνω η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη μπορούν να θεωρηθούν επίσης υπεύθυνες για την κατάσταση της Ελλάδας.

Από τη μια η Ευρωπαϊκή Ένωση χτίσθηκε πάνω σε ξεκάθαρα νεοφιλελεύθερες αρχές επιβραβεύοντας για την εφαρμογή τους με κονδύλια: συνθήκες όπως του Μάαστριχτ και της Μπολόνια επιβάλλουν την ιδιωτικοποίηση των πάντων και την πλήρη απελευθέρωση των κεφαλαίων: όλα αυτά βεβαίως λειτούργησαν υπέρ των ισχυρών χωρών του άξονα που μπόρεσαν να επιβληθούν οικονομικά εις βάρος εκείνων της περιφέρειας.

Απ’ την άλλη η ευρωζώνη χτίσθηκε επίσης προβληματικά. Πρώτα απ’ όλα «υπάρχει μια μεγάλη θεσμική αντίφαση ανάμεσα στην ενιαία νομισματική πολιτική: υπάρχει μία κεντρική τράπεζα, ακολουθείται ίδια νομισματική πολιτική, δίνεται ίδιο επιτόκιο για όλους, και παρ’ όλα αυτά συναντάμε μια πολυδιάσπαση της δημοσιονομικής πολιτικής. Δεκαέξι κράτη, το καθένα με το δικό του τρόπο να αντιμετωπίσει τις δημόσιες δαπάνες. Αυτή η αντίφαση εμφανίζεται σ’ όλα τα επίπεδα και στο επίπεδο των αποφάσεων, αλλά και στο επίπεδο των αγορών. [...] Δεκαέξι είναι στην ουσία (οι χρηματοπιστωτικές αγορές), οπότε το κάθε κράτος αντιμετωπίζεται με διαφορετικό τρόπο.» τονίζει ο καθηγητής οικονομικών Κώστας Λαπαβίτσας. Επομένως ούτε η Ευρώπη μπορεί να ασκεί δημοσιονομική πολιτική ούτε το κάθε κράτος νομισματική πολιτική. Είναι όμως ευρέως γνωστό ότι αυτές οι δύο πολιτικές είναι εκ των πιο αποτελεσματικών «όπλων» απέναντι στις κρίσεις και στην ύφεση. Στη περίπτωσή μας λοιπόν απαιτείται ένας δίχως υπερβολή τέλειος συντονισμός αυτών των δύο πολιτικών, κάτι που δεν το βλέπουμε να συμβαίνει καθώς ο καθένας, Ευρώπη κι Ελλάδα, έχουν διαφορετικές προτεραιότητες. Γενικότερα δεν μπορεί να υπάρξει μόνον οικονομική ένωση κι όχι πολιτική αφ’ ενός λόγω της απόκλισης συμφερόντων κι αφ’ ετέρου λόγω της αναμενόμενης αποτελεσματικότητας, εφόσον δεχόμαστε ότι η οικονομία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής. Αποφάσεις της πρώτης θα πρέπει απαραίτητα να στηρίζονται και να συμπληρώνονται από εκείνες της δεύτερης.

Το ευρώ λειτούργησε εκβιαστικά. Αποτέλεσε το ίδιο έναν κοινωνικό εκβιασμό προφανώς γιατί μην έχοντας μια χώρα τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής δεν μπορεί να αποκτήσει οικονομική ευλυγισία με κανέναν άλλο τρόπο πέρα απ’ τη μείωση της αξίας της εργασίας. Μόνο δηλαδή με εσωτερικές υποτιμήσεις μπορεί μια ευρώ-χώρα να γίνει πιο ανταγωνιστική. Κάτι που η Γερμανία και οι βόρειες χώρες άρχισαν να κάνουν ήδη πριν από το ευρώ. Αντίθετα στις χώρες του νότου για διάφορους λόγους (κοινωνικούς, ιστορικούς, πολιτικούς, ίσως και συγκυριακούς) κάτι τέτοιο δεν συνέβη, οι, ήδη χαμηλοί στις περισσότερες περιπτώσεις, μισθοί δεν μειώθηκαν στο βαθμό που επέβαλλαν οι συνθήκες υψηλής ανταγωνιστικότητας. (Η ταξική μεροληψία του ευρώ μεταφράζεται και σε θεσμική μεροληψία όπως φάνηκε από το γεγονός ότι, όταν βρέθηκαν οι τράπεζες σε κρίση το 2008-2009, ο Ζ.Κ Τρισέ, ο πρόεδρος της ΕΚΤ, ήταν ξεκάθαρος: επ’ ουδενί έπρεπε να αφεθούν οι τράπεζες να χρεοκοπήσουν. Όταν, όμως, τα κράτη βρέθηκαν σε δυσκολία, τέλος του 2009- 2010, εκεί τηρεί ρόλο παρατηρητή η ΕΚΤ κι αυτό το κάνει συνεχώς την τελευταία δεκαετία. Σε κάθε δύσκολη στιγμή στηρίζει τις τράπεζες, στηρίζει το ιδιωτικό κεφάλαιο, αλλά όχι το δημόσιο. Δεν πρόκειται επομένως για την Ευρώπη των λαών παρά για την Ευρώπη των κεφαλαίων.)

Έτσι το ευρωπαϊκό κέντρο έγινε ακόμα πιο ανταγωνιστικό από την περιφέρεια, και με την είσοδο στην κοινή αγορά του ευρώ αυτό μεταφράστηκε με πλεονάσματα στο ισοζύγιο συναλλαγών στο κέντρο, και δη στο λεγόμενο γαλλο-γερμανικό άξονα, και αντίστοιχα ελλείμματα στις χώρες της περιφέρειας.

Η ελληνική οικονομία έχει τις χαμηλότερες εξαγωγές ως ποσοστό επί του ΑΕΠ (8% το 2002, ενώ 10% το 2000 και το 1990 και 13% το 1980) και χαμηλή και φθίνουσα σχέση ως ποσοστό επί των εισαγωγών (36% το 2002, ενώ 39% το 2000, 42% το 1990 και 49% το 1980) στην ΕΕ-15.Το ελληνικό εμπορικό ισοζύγιο είναι σταθερά αρνητικό και διευρύνεται, ακόμη και για τα αγροτικά προϊόντα, που κατέχουν τη 2η θέση, μετά τα βιομηχανικά προϊόντα, στην κλαδική διάρθρωση των ελληνικών εξαγωγών. Αντίθετα οι εισαγωγές αυξήθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό.

Η μεγάλη πληγή στο έλλειμμα του εμπορικού αγροτικού ισοζυγίου είναι τα κτηνοτροφικά προϊόντα. Το 2010 η αξία των εισαγωγών για κρέατα και παρασκευάσματα κρέατος έφτασε το 1,085 δισ. ευρώ και οι εξαγωγές ήταν μόνο 56,7 εκατ. ευρώ… Στα γαλακτοκομικά προϊόντα και στα αυγά η αξία των εισαγωγών ήταν το 2010 770,7 εκατ. Ευρώ. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα ότι μέσα στη δεκαετία 2000-2010 ο αριθμός των αγελαδοτρόφων μειώθηκε κατά 63,5%! Από 12.402 που ήταν το 2000 έφτασαν να είναι μόλις 4.623 το 2010. Φυσικά από τη μέση βγήκαν οι μικροί και μεσαίοι παραγωγοί αγελαδινού γάλακτος. Για εισαγωγές δημητριακών δαπανήθηκαν το 2010 541,5 εκατ. ευρώ. Το έλλειμμα για τα δημητριακά στο εμπορικό αγροτικό ισοζύγιο ήταν το 2010 250 εκατ. ευρώ. Πριν την αναθεώρηση της ΚΑΠ το 1992 το γεωργικό εμπορικό ισοζύγιο στα δημητριακά ήταν πλεονασματικό.

Η κρίση των τελευταίων χρόνων μπορεί να σταμάτησε την αύξηση της ζήτησης και φρέναρε τις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, όμως το ποσό που δαπανάται είναι σε κάθε περίπτωση δυσθεώρητο. Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, που επεξεργάστηκαν οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, το 2009 η αξία των εισαγωγών ήταν 6,498 δισ. ευρώ και το 2010 ήταν 6,304 δισ. ευρώ. Δηλαδή, υπήρξε μια μικρή μείωση της τάξης του 3%.
Η χώρα, μια χώρα που ένα χρόνο πριν την είσοδό της στην ΕΟΚ το 1980 είχε πλεόνασμα στο αγροτικό ισοζύγιο περί τα 9 δισ. δραχμές, άρχισε να αποκτά ελλείμματα και τα εισαγόμενα αγροτικά προϊόντα να υποκαθιστούν τα ντόπια. Το αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών μας επιλογών ήταν το 2010 το αγροτικό εμπορικό ισοζύγιο, να παρουσιάζει έλλειμμα 3 δισ. ευρώ!!!

Να σημειωθεί ότι το 1990 το έλλειμμα ήταν στα 152,2 εκατ. δρχ., (446.660 ευρώ) και το 2002 1,7 δισ. ευρώ, ενώ το 2006 έφτασε τα 2,1 δισ. ευρώ. Όσο για την αξία των εισαγωγών το 1990 ήταν 559,2 εκατ. δρχ. δηλαδή 1.641.085 ευρώ, το 2002 το ποσό έφτασε τα 4,7 δισ. ευρώ και το 2006 τα 5,9 δισ. ευρώ.
Χαρακτηριστικός είναι ο πίνακας εισαγωγών κι εξαγωγών της  Γερμανίας στην Ελλάδα.

Έτσι η Ελλάδα έχασε άλλη μια σημαντική πηγή εσόδων, τις εξαγωγές. Όλα αυτά δυσχεραίνουν την αντιμετώπιση του χρέους, όχι μόνο λόγω της μεγάλης μείωσης των πάλαι πότε εσόδων από τις εξαγωγές κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικών ελληνικών προϊόντων ούτε λόγω της αντικατάστασης των χρημάτων αυτών από νέα δανεικά. «Καθώς η αξία του κληρονομηθέντος δημόσιου χρέους παραμένει αμετάβλητη, αυτό δημιουργεί μια θεμελιώδη αντίφαση στο πλαίσιο της στρατηγικής της εσωτερικής υποτίμησης: Όσο περισσότερο οι χώρες μειώνουν τους μισθούς και το κόστος, για να γίνουν πιο ανταγωνιστικές και να αυξήσουν τις εξαγωγές τους, τόσο βαρύτερο γίνεται το χρέους τους σε σχέση με το ΑΕΠ. Αυτή η αύξηση του βάρους του χρέους απαιτεί, με τη σειρά της, περισσότερες περικοπές των δημοσίων δαπανών και αύξηση των φόρων για την εξυπηρέτηση του χρέους. Και πάλι, αυτό απαιτεί μια επιπλέον εσωτερική υποτίμηση, γεγονός που αυξάνει περαιτέρω το βάρος του χρέους και ούτω καθεξής. Έτσι οδηγούμαστε σε έναν φαύλο κύκλο ύφεσης. Συνεπώς, η προσπάθεια βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας (με οποιοδήποτε κόστος) με στόχο την περαιτέρω αύξηση των ελληνικών εξαγωγών δεν θα είναι παρά μόνον μια πύρρειος νίκη, δηλαδή μια νίκη πολύ δαπανηρή για το βιοτικό επίπεδο και την εγχώρια κατανάλωση.» τονίζει ο καθηγητής Οικονομικών Μωυσής Σιδηρόπουλος.

Υπάρχει απ’ την άλλη η μομφή ότι το ευρώ αποτελεί έναν δούρειο ίππο του νεοφιλελευθερισμού στη χώρας μας, με την έννοια ότι συνέβαλε στην πλήρη ένταξη της ελληνικής οικονομίας στην ευρωπαϊκή, συνέδραμε στην άρση κάθε εμποδίου στην ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και όξυνε τον ανταγωνισμό. Δεν έχουν άδικο. Και τα αποτελέσματα είναι σε γενικές γραμμές ολέθρια. Ο τραπεζικός κι ο εφοπλιστικός τομέας ευνοήθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό από αυτό. Tο ευρώ δεν ήταν καθόλου καταστροφικό για τις τράπεζες που μπορούσαν να το φθηνό δανεισμό για να τροφοδοτήσουν μια καταναλωτική και στεγαστική φούσκα, για τις πολυεθνικές εταιρίες που μπορούσαν να αποκτήσουν εισαγωγική διείσδυση, για τις επιχειρήσεις που επεδίωκαν επέκταση στα Βαλκάνια διαθέτοντας «ισχυρό νόμισμα», για τα εύπορα κοινωνικά στρώματα που ήθελαν απρόσκοπτα να κάνουν επενδύσεις ή καταθέσεις στο εξωτερικό. Ούτε ήταν καταστροφικό για τους εργοδότες που εκμεταλλεύτηκαν την έκθεση στο διεθνή ανταγωνισμό ως μοχλό για να επιδεινώσουν τις συνθήκες εργασίας και να συμπιέσουν το  πραγματικό κόστος εργασίας. Αντίθετα όμως οι υπόλοιποι εκτέθηκαν στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό, ενώ τεράστια ελληνικά κεφάλαια απέδρασαν από την Ελλάδα δίχως να σημειωθεί αντίστοιχη εισροή ξένων κεφαλαίων.

 Γράφημα 1: Με κόκκινο τα κεφάλαια χωρίς Άμεση Ξένη Επένδυση, δηλαδή δάνεια
ή επενδύσεις χαρτοφυλακίου. Με μπλε τα επενδυτικά ξένα κεφάλαια.

Τέλος, το ευρώ είναι ένα σκληρό νόμισμα. Καμία η σχέση του με την πάλαι ποτέ δραχμή. Όμως η ισχύς του νομίσματος μιας χώρας βασίζεται κατά κύριο λόγο στην ισχύ της οικονομίας της. Είναι λοιπόν η δυναμική της ελληνικής οικονομίας αντίστοιχη της δυναμικής του ευρώ; Προφανώς όχι. Μοιάζει με την περίπτωση της Αργεντινής η οποία προσπάθησε να ισοσταθμήσει το πέσος με το δολάριο, κίνηση που απέβη τελικά μοιραία.


Ελλάδα

Αναμφίβολα όμως μεγάλο μερίδιο της ευθύνης για την παρούσα κατάσταση αναλογεί και στους Έλληνες. Κατά τη γνώμη μου η αναζήτηση των αιτιών της κρίσης στην Ελλάδα ως προς τις ευθύνες της ίδιας της Ελλάδας (τις "εγχώριες ευθύνες") θα μπορούσε να βασιστεί στα εξής τρία υποκείμενα: λαός-πολιτική τάξη-πλούσιοι {αν και η λέξη πλούσιοι είναι κάπως γενική και αόριστη αναφέρεται σε πολύ συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες που κατά καιρούς άλλαζαν ονόματα (κοτζαμπάσηδες, πρόκριτοι, γαιοκτήμονες, αστική τάξη, καπιταλιστές κλπ) αλλά απαρτίζονταν από ίδια άτομα και τις οικογένειές τους}.

Τρεις (επίσης) λέξεις συνοδεύουν το Ελληνικό κράτος απ’ τη γέννησή του το 19ο αιώνα και (πιο συγκεκριμένα) περιγράφουν και τις σχέσεις μεταξύ των παραπάνω υποκειμένων αλλά και απέναντι στο ξένο παράγοντα: χρέος-διαφθορά-πελατειακές σχέσεις.

Όσον αφορά στο πρώτο, όλοι γνωρίζουμε λίγο πολύ για τα "φιλελληνικά" δάνεια για τις ανάγκες πρώτα του πολέμου κι έπειτα της οργάνωσης των επαναστατημένων περιοχών σε κράτος. Πέρα απ’ το γεγονός ότι τα δάνεια αυτά είχαν μεγάλα επιτόκια, τα δανεισθέντα ποσά έφθασαν μισά στη χώρα λόγω των… «μεσαζόντων» που υπεξαίρεσαν προκλητικά μεγάλα ποσά. Αυτό βέβαια συνεχίστηκε δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο όπου η νεοσύστατη Ελλάδα δανειζόταν συνεχώς για να αποπληρώσει εγκαίρως τα τεράστια για το μέγεθος της οικονομίας της χρέη. Έτσι το κράτος οδηγήθηκε σε διαδοχικές πτωχεύσεις και εθνικές ταπεινώσεις που  οδηγούσαν στην εξαθλίωση του λαού αλλά και στην εξάρτηση του ελληνικού κράτους από τα εθνικά και διεθνή οικονομικά κέντρα ισχύος. Ο φαύλος κύκλος του χρέους συνεχίστηκε και τον 20ο αιώνα και φθάνει μέχρι σήμερα.

Παράλληλα με όλα αυτά είχαμε μια πολιτική τάξη της οποίας τα…αιώνια μέλη έταζαν ρουσφέτια για όταν με την ψήφο του λαού θα αποκτούσαν την κρατική εξουσία. Ανταγωνίζονταν λοιπόν για τη νομή του κράτους προκειμένου όταν την αποκτήσουν να "δωροδοκήσουν" τους ψηφοφόρους και να διαιωνίσουν τη θέση τους. Έτσι αναπτύχθηκαν πελατειακές σχέσεις οι οποίες αποτέλεσαν θεμέλιο της κοινωνικής και πολιτικής υπόστασης της Ελλάδας. Απ’ την άλλη δε υπήρχε και ο βασιλιάς, ο διαχρονικός τοποτηρητής των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων στην Ελλάδα.


Οι πατριαρχικές/προκαπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις σε συνδυασμό με τους μοντέρνους για την εποχή κοινοβουλευτικούς θεσμούς, την καθολική ψήφο και την αστική δημοκρατία θεωρούνται από πολλούς η βασική αιτία για την ανάπτυξη των σχέσεων αυτών. Επομένως ουδεμία κουβέντα για ανάπτυξη με την ευρεία του όρου έννοια, παρά μόνο διαφθορά, διαπλοκή και κακοδιαχείριση. Αυτά οδήγησαν σε μια ανορθολογική οικοδόμηση του κράτους. Ενός κράτους γραφειοκρατικού και αντιπαραγωγικού χτισμένου μόνο πάνω στις ιδέες του ελληνισμού και της ορθοδοξίας. Παράλληλα με την εξυπηρέτηση του ιδίου συμφέροντος η πολιτική τάξη φάνηκε ιδιαίτερα δεκτική στις απαιτήσεις του ξένου παράγοντα απ’ τη χώρα μας αλλά και στις απαιτήσεις των ντόπιων πλουσίων οι οποίοι ήθελαν να διατηρηθούν στην κορυφή της κοινωνικοοικονομικής πυραμίδας της Ελλάδας. Αρχικά βεβαίως οι ίδιοι ταυτίστηκαν με την πολιτική τάξη. Κοντολογίς ήταν οι ίδιοι η πολιτική τάξη. Κυρίως μετά τις αρχές του 20ού αιώνα άρχισαν να διαχωρίζονται διακριτά, οπότε και η πολιτική τάξη απέκτησε περισσότερο ενδιάμεσο ρόλο. Μέχρι τότε επίσης οι πλούσιοι επιτελούσαν μια διαφορετική λειτουργία. Λειτουργούσαν επικουρικά στην εξυπηρέτηση των ξένων και σαφώς ισχυρότερων (εθνικών και διεθνών) συμφερόντων με αντάλλαγμα τη διατήρηση της τοπικής τους ισχύος.

Βγαίνοντας από τη δίνη του β’ παγκοσμίου πολέμου δόθηκε στο κατεστραμμένο Ελληνικό κράτος η ευκαιρία να αλλάξει αυτήν την κατάσταση. Αντ' αυτού η ηγεσία του διατήρησε τις προϋπάρχουσες δομές και αντί να προσπαθήσει να κάνει αμέσως μια νέα αρχή με τη συνδρομή όλων των Ελλήνων με στόχο την ανάπτυξη και την πρόοδο, βάλθηκε σε έναν σκληρό εμφύλιο πόλεμο που πέρα από τα κόστη σε ζωές και τις υλικές ζημιές καταδίκασε τον ελληνικό λαό σε μια διχόνοια σαράντα χρόνων, στην ύπαρξη πολιτών β’ κατηγορίας (ποιος λαός ευημερεί οικονομικά όταν δεν «ευημερεί» και κοινωνικά;) και το έστρεψε στην αγκαλιά πρώτα της Αγγλίας και ύστερα των ΗΠΑ. Έτσι η Ελλάδα μπήκε από νωρίς στην ψυχροπολεμική λογική. Η Αμερική με το σχέδιο Μάρσαλ εξασφάλισε στην Ελλάδα χρήματα τα οποία υποτίθεται θα πήγαιναν στην ανόρθωση νέων κοινωνικών δομών, στην επανεκκίνηση της οικονομίας και στη εκβιομηχάνισή της. Αντίθετα όμως τα λεφτά αυτά αφ’ ενός χρησιμοποιήθηκαν για την επιβολή των αμερικανικών συμφερόντων στην Ελληνική πολιτική, πολλές φορές με καθαρούς εκβιασμούς, (μάλιστα οι Αμερικάνοι ναρκοθέτησαν στην πραγματικότητα κάθε προσπάθεια εκβιομηχάνισης, ακόμα και πολιτικών που και ιδεολογικά συνέκλιναν μαζί τους και είχαν συνεργασθεί στο παρελθόν όπως ο Μαρκεζίνης, ώστε η Ελλάδα να μην απεξαρτηθεί ποτέ οικονομικά από το εξωτερικό και να συνεχίσει να εισάγει ό,τι χρειάζεται) ,  κι αφ’ ετέρου ένα πολύ μεγάλο μέρος τους σπαταλήθηκε σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Έτσι η λιγοστή ανάπτυξη που γνώρισε το ελληνικό κράτος ήταν στον αγροκτηνοτροφικό τομέα. Η Ελλάδα δεν μπόρεσε να αποκτήσει ισχυρή βιομηχανική οικονομία παρά τις ευνοϊκές συνθήκες που υπήρχαν την εικοσαετία 1950-70, κατά την οποία η «δύση», μέρος της οποίας ήταν και η Ελλάδα, ευημερούσε και είχε σχεδόν μόνιμα θετικούς όλους της τους δείκτες.

Με όλα αυτά λοιπόν οι υπάρχουσες δομές του ελληνικού κράτους δεν άλλαξαν. Οι πελατειακές σχέσεις εξακολούθησαν να παίζουν κυρίαρχο ρόλο, η διαφθορά και η διαπλοκή κυριαρχούσαν και το χρέος συνεχώς μεγάλωνε. Οι ρίζες επομένως φτάνουν πολύ πιο μακριά από τη μεταπολίτευση.
Όσον αφορά στο χρέος, εκεί απλώς η ελληνική κοινωνία ακολούθησε το διεθνές σύστημα. Δεν είναι τυχαίο πως η μεγάλη εκτίναξή του συνέπεσε με μια παγκόσμια κρίση χρέους (τη δεκαετία του '80) Πλέον ΟΛΑ λειτουργούσαν με βάση το δανεισμό. Το ίδιο έκανε λοιπόν και το ελληνικό κράτος. Εν προκειμένω όμως η κατάσταση επιβαρύνθηκε από εγγενή χαρακτηριστικά όπως οι πελατειακές σχέσεις και η διαφθορά και βεβαίως το μοιραίο αποτέλεσμά τους που λέγεται κακοδιαχείριση. Μια ακόμα διαφορά ήταν βεβαίως ότι στην περίπτωσή μας ο δανεισμός ήταν κρατικός και έπειτα με τη μορφή παροχών έφτανε στους πολίτες. Αντίθετα στα περισσότερα δυτικά κράτη κυριάρχησε ο ιδιωτικός δανεισμός απ’ τις τράπεζες. Ως εκ τούτου προφανώς «ζούσαμε με παραπάνω απ’ όσα είχαμε», μόλο που δεν ήμασταν η εξαίρεση παρά ο κανόνας. Όλοι ζούσαν με παραπάνω απ' ό,τι στην πραγματικότητα είχαν.

Τίθεται πάντα το ερώτημα για το ποιες είναι οι ευθύνες του λαού για όλα αυτά. Τα φάγαμε όλοι μαζί, όπως προβοκατόρικα τόνισε ο Θόδωρος Πάγκαλος; Βεβαίως ο ελληνικός λαός συναίνεσε με αρκετούς τρόπους σε αυτήν την κατάσταση. Με την ψήφο, με το ρουσφέτι, με την ανοχή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως δύο πολύ βασικά πράγματα. Πρώτα απ’ όλα το τι πήρε ο καθένας. Πήρε άραγε ο ελληνικός λαός τα ίδια με τα άλλα δύο υποκείμενα: την πολιτική τάξη και τους «πλουσίους»; Δεν υπάρχει κάποιος που να το πιστεύει στα σοβαρά, τουλάχιστον χωρίς να έχει συμφέρον να το πιστεύει. Οι  μίζες αλλά και οι επιπτώσεις από την κακοδιαχείριση (τα "διαφυγόντα κέρδη") της πρώτης απ' τη μια και οι σκανδαλώδεις φοροαπαλλαγές του μεγάλου κεφαλαίου, οι αδιαφανείς κι απευθείας αναθέσεις έργων, οι υπερτιμολογήσεις έργων και άλλα τόσα των δεύτερων απ' την άλλη μετριούνται μόνο με δισεκατομμύρια. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο λαός ουκ ολίγες φορές αντέδρασε. Επαναστάτησε το 1843, το 1862 και το 1910. Πήρε τα βουνά το ‘41-‘44 και ξαναπολέμησε το ‘46-‘49, βγήκε στους δρόμους το 34 με 35 ,το 73 το 2010 και το 2012. Σίγουρα βέβαια θα έπρεπε να κάνει περισσότερα, όπως όμως και κάθε λαός θα όφειλε.

Επίλογος

Από τα παραπάνω αποδεικνύεται το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε ως ελληνική κοινωνία δεν είναι μονοσήμαντο. Είναι άτοπο να αναζητούμε τις αιτίες της κρίσης μονάχα στη δομή του νεοελληνικού κράτους και στις νοοτροπίες του νεοέλληνα ή μονάχα στη δομή της ευρωζώνης. Αντίθετα το πρόβλημα εκκινεί από παγκόσμιους οικονομικούς παράγοντες που βασίζονται στα θεμέλια των κοινωνικών σχέσεων όπως έχουν διαμορφωθεί σήμερα, συνεχίζει με τους «τραυματικούς» τρόπους αντιμετώπισης των παραγόντων αυτών και καταλήγει στο επιμέρους στοιχείο του οικοδομήματος του ελληνικού κράτους. Επομένως η απάντηση στο πρόβλημα της κρίσης, θα πρέπει να ανταποκρίνεται σε όλα τα παραπάνω στοιχεία του προβλήματος: από το ελληνικό κράτος στην ευρωζώνη και από το νεοφιλελευθερισμό στον ίδιο τον καπιταλισμό. 

Κρις Χάρμαν: "ο άνθρωπος δεν ήταν πάντα έτσι"

http://politikikrisi.blogspot.gr


"Στο κατώφλι του 21ου αιώνα, ο κόσμος μας είναι ένας κόσμος απληστίας, κατάφωρων ανισοτήτων ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς, ρατσιστικών και σοβινιστικών προκαταλήψεων, βάρβαρων πρακτικών και φριχτών πολέμων. Είναι πολύ εύκολο να πιστέψουμε πως τα πράγματα ήταν πάντα έτσι και πως, επομένως, δεν μπορούν να είναι διαφορετικά. Αναρίθμητοι συγγραφείς, φιλόσοφοι, πολιτικοί, κοινωνιολόγοι, δημοσιογράφοι και ψυχολόγοι διαδίδουν αυτό το μήνυμα. Παρουσιάζουν την ιεραρχεία, την υποταγή, την απληστία και την κτηνωδία ως "φυσικά" γνωρίσματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς.(...) Εντούτοις όλα αυτά δεν επιβεβαιώνονται από τα όσα ξέρουμε για την ιστορία των προγόνων μας αναρίθμητε γενιές πριν από την καταγραμμένη Ιστορία."
Το παραπάνω απόσπασμα αποτελεί μέρος της εισαγωγής του Κρις Χάρμαν σε ένα κεφάλαιο που αποτελεί μια φιλόδοξη προσπάθεια να αποδείξει επιστημονικά (με ιστορικά στοιχεία, αρχαιολογικά ευρήματα και ανθρωπολογικές μελέτες) πως ο άνθρωπος δεν είναι από τη φύση του όπως είναι σήμερα και πως η συμπεριφορά του αλλάζει. Αλλάζει γιατί αλλάζουν και οι κοινωνικές συνθήκες που τον πλαισιώνουν. Το ανθρώπινο είδος (ο σύγχρονος άνθρωπος ή homo sapiens) υπάρχει εδώ και πάνω από 100.000 χρόνια. Κατά το 95% αυτού του χρονικού διαστήματος το είδος μας δεν χαρακτηριζόταν από τις μορφές εκείνης της συμπεριφοράς που αποδίδουμε σήμερα τόσο εύκολα στην ανθρώπινη φύση.

Πιο συγκεκριμένα ο ιστορικός Ρίτσαρντ Λι αναφέρει: "Πριν από την άνοδο του κράτους και την εδραίωση της κοινωνικής ανισότητας, οι άνθρωποι ζούσαν επί χιλιετίες σε μικρές κοινωνικές ομάδες συγγενών, με τους κεντρικούς θεσμούς της οικονομικής ζωής να περιλαμβάνουν τη συλλογική ή κοινή ιδιοκτησία της γης και των φυσικών πόρων, τη γενικευμένη αμοιβαιότητα στη διανομή της τροφής και μια σχετική ισονομία."*.

Οι καταβολές του είδους μας ανάγονται σε ένα είδος πιθήκου που ζούσε πριν από κάπου 4 με 5.000.000 χρόνια σε μέρη της Αφρικής. Για κάποιον άγνωστο λόγο μέλη αυτού του
είδους έπαψαν να ζουν στα δέντρα και άρχισαν να περπατούν όρθια. Μπόρεσαν να επιβιώσουν στη νέα τους κατάσταση συνεργαζόμενοι μεταξύ τους περισσότερο απ' ό,τι άλλα είδη θηλαστικών, εργαζόμενοι από κοινού για να φτιάξουν υποτυπώδη εργαλεία για να ξεριζώνουν ρίζες, να φτάνουν τους καρπούς που ήταν ψηλά, να πιάνουν σκουλήκια κι έντομα, να σκοτώνουν μικρά ζώα και να διώχνουν τα αγρίμια. Επομένως η συνεργασία ήταν το στοιχείο που χαρακτήριζε τη ζωή τους κι όχι ο ανταγωνισμό. Όσοι δεν μπόρεσαν να υιοθετήσουν αυτές τις νέες μορφές συνεργασίας και τα νέα πρότυπα ψυχικής συμπεριφοράς που τις συνόδευαν, εξαλείφονταν.

Σε αυτό το πλαίσιο, και με το πέρασμα του χρόνου εμφανίστηκε ένα εξελιγμένο είδος θηλαστικού, το οποίο δεν είχε τα άκρως εξειδικευμένα γνωρίσματα που επιτρέπουν σε άλλα θηλαστικά να επιβιώνουν (μεγάλα δόντια ή νύχια, πυκνή γούνα, μακριά και δυνατά πόδια), αλλά "ακραία ευελιξία" απέναντι στον κόσμο που τους περιέβαλλε. Μπορούσαν να χρησιμοποιούν τα χέρια τους για να κρατάνε και να πλάθουν αντικείμενα, να χρησιμοποιούν τις φωνές τους για να επικοινωνούν μεταξύ τους, να ερευνούν, να μελετούν και να κάνουν γενικεύσεις για τον κόσμο γύρω τους. Μπορούσαν τέλος, μέσα από τη μακροχρόνια ανατροφή των παιδιών τους να περνούν σε άλλους ανθρώπους τις δεξιότητες και τις γνώσεις τους. Όλα αυτά απαιτούσαν την ανάπτυξη μεγάλου εγκεφάλου και την ικανότητα και επιθυμία για κοινωνικοποίηση. Οδήγησαν επίσης στην ανάπτυξη μέσων επικοινωνίας, δηλαδή γλώσσας, που διέφεραν ποιοτικά από εκείνα των άλλων ζώων, με συνέπεια να συλλαμβάνουν εννοιολογικά ζητήματα που δεν ήταν παρόντα με άμεσο τρόπο. Απέκτησαν δηλαδή συνείδηση του κόσμου γύρω τους και του εαυτού τους εντός αυτού του κόσμου. Η εμφάνιση του σύγχρονου ανθρώπου, πιθανότατα στην Αφρική πριν από 150.000 περίπου χρόνια ήταν η αποκορύφωση αυτής της διαδικασίας. Σταδιακά οι διάφορες ομάδες ανθρώπων εξαπλώθηκαν σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, και όντας απομονωμένες μεταξύ τους ανέπτυξαν διαφορετικές γλώσσες, διαφορετική κοινωνική οργάνωση και διαφορετικό υλικό πολιτισμό.

Ορισμένα ήσσονα κληρονομικά χαρακτηριστικά έγιναν εντονότερα σε ορισμένες ομάδες (χρώμα ματιών, πυκνότητα τριχών, χρωστική του δέρματος κλπ). Ωστόσο η γενετική κληρονομιά των διαφόρων ομάδων παρέμενε εξαιρετικά παρόμοια. Μέχρι πριν από 10.000 χρόνια οι διάφορες κοινωνίες είχαν ορισμένα κοινά θεμελιακά γνωρίσματα, γεγονός που οφείλεται στο οτι αποκτούσαν την τροφή, την κατοικία και τα ρούχα τους σχεδόν με τον ίδιο τρόπο (τροφοσυλλεκτικό και κυνηγετικό στάδιο).

Σε αυτές τις κοινωνίες δεν υπήρχαν κυβερνήτες, αφεντικά και ταξικές διαιρέσεις. Όπως έγραψε ο Τέρνμπουλ για τους Πυγμαίους Μπούτι του Κονγκό: "Δεν υπήρχαν αρχηγοί, ούτε επίση συμβούλια. Σε κάθε τομέα της καθημερινής ζωής μπορεί να υπ΄γρχαν ένας ή δύο άνδρες ή γυναίκες που ήταν πιο διακεκριμμένοι από άλλους αλλά συνήθως για κοινωφελείς πρακτικούς σκοπούς. Η διατήρηση του νόμου ήταν υπόθεση συνεργασίας".

Η Έρνεστιν Φριντλ αναφέρει: "Άνδρες και γυναίκες είναι εξίσου ελεύθεροι να αποφασίζουν πώς θα περάσουν τη μέρα τους: αν θα πάνε για κυνήγι ή για συλλογή καρπών και με ποιούς." Ενώ η Έλενορ Λίκοκ τονίζει πως: "δεν υπήρχε ατομική ιδιοκτησία της γης, ούτε η εξειδίκευση της εργασίας πέρα από εκείνη των δύο φύλων. (...)Οι άνθρωποι αποφάσιζαν για τις δραστηριότητες για τις οποίες ήταν υπεύθυνοι."

Τη συμπεριφορά των ανθρώπων χαρακτήριζε περισσότερο η γενναιοδωρία παρά ο εγωισμός: ο καθένας πρόσφερε τρόφιμα που είχε αποκτήσει σε άλλα μέλη της ομάδας, προτού τα καταναλώσει ο ίδιος. Ο Λι σχολιάζει: "Η τροφή δεν καταναλώνεται ποτέ απο μια οικογένεια αλλά τη μοιράζονται πάντα μεταξύ τους τα μέλη της ομάδας. (...) Αυτή η αρχή της γενικευμένης αμοιβαιότητας παρατηρήθηκε στους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες σε όλες σχεδόν τις ηπείρους και σε κάθε είδους περιβάλλον". Ενώ αναφέρει περαιτέρω ότι η ομάδα που μελέτησε, οι Βουσμάνοι της Καλαχάρι "είναι λαός με απόλυτη ισότητα, που ανέπτυξε μια σειρά απο σημαντικές πολιτισμικές πρακτικές για να διατηρήσει αυτή την ισότητα, επικρίνοντας και υποτιμώντας τους υπερόπτες και τους καυχισιάριδες και βοηθώντας τους άτυχους να επανέλθουν στο παιχνίδι".

Οι πολεμικού τύπου συγκρούσεις ήταν ελάχιστες. Ο Φριντλ σημειώνει: "Οι διαμάχες για εδάφη ανάμεσα σε γειτονικές τροφοσυλλεκτικές ομάδες δεν είναι άγνωστες (...) Όμως η ενέργεια που αφιερώνουν συνολικά οι άνθρωποι στην εκπαίδευση για μάχες είναι περιορισμένη, όπως και ο χρόνος που δαπανάται για πολεμικές επιδρομές μεταξύ κυνηγών-τροφοσυλλεκτών (...) Οι συγκρούσεις στο εσωτερικό των ομάδων λύνονται συνήθως με την αποχώρηση της μιας πλευράς που εμπλέκεται στη σύγκρουση.

Σχεδόν πάντα υπήρχε καταμερισμός εργασίας ανάμεσα στα δύο φύλα, με τους άνδρες να ασχολούνται κυρίως με το κυνήγι και τις γυναίκες με τη συλλογή τροφίμων. Αυτό συνέβαινε επειδή αν μια έγγυος ή μια γυναίκα που θήλαζε συμμετείχε στο κυνήγι, θα εξέθετε το έμβρυο ή το νεογνό σε κινδύνους απειλώντας έτσι την αναπαραγωγή της ομάδας.

Τέλος δεν μπορούσε να υπάρχει η σημερινή έμμονη ιδέα της ατομικής ιδιοκτησίας, την οποία σήμερα θεωρούμε δεδομένη. Η κάθε ομάδα περιοριζόταν στην καθημερινή εύρεση των απαραίτητων τροφίμων στην περιοχή του καταυλισμού της. Εντός αυτής της περιοχής τα μέλη μετακινούνταν συνέχεια προς εύρεση τροφίμων ή καταδιώκοντας ζώα, ενώ η ομάδα ήταν στο σύνολό της υποχρεωμένη να μετακινείται κάθε φορά που οι προμήθειες τροφής στην περιοχή εξαντλούνταν. Αυτή η συνεχής μετακίνηση απέκλειε τη δυνατότητα συσσώρευσης πλούτου αφού τα πάντα έπρεπε να μεταφέρονται εύκολα.

Στόχος της αναφοράς σε όλα αυτά δεν είναι η απλή αναπόληση εκείνου του τρόπου ζωής ή η εξιδανίκευση εκείνων των κοινωνιών, παρά να συμπεράνουμε πως φαινόμενα όπως η ατομική ιδιοκτησία, η ανισότητα, η εκμετάλλευση κι ο άκρατος ατομισμός δεν υπήρχαν κάποτε, πάθη όπως η απληστία και η πλεονεξία δεν βασίλευαν τον κόσμο και δομές όπως οι αγορές ή τα κράτη ήταν άγνωστα. Επομένως καλό είναι να αναρωτηθούμε μήπως τα πράγματα αλλάζουν τελικά πολύ περισσότερο απ' όσο νομίζουμε;

*Όχι κοινωνική ανισότητα, κοινή ιδιοκτησία γης και φυσικών πόρων, αλληλεγγύη: όλα αυτά μυρίζουν ...κομμουνισμό. Και πράγματι ο Λι επανέρχεται στον όρο "πρωτόγονο κομμουνισμό" που ο Ένγκελς χρησιμοποίησε για να περιγράψει αυτήν την κατάσταση πραγμάτων.

Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Τα τρία τρωτά της Debt Free Greece

Τα τρία τρωτά της Debt Free Greece

Ασήμαντα επικίνδυνα ανθρωπάκια...

Γιώργος Δελαστίκ

Γλοιώδη, δουλόφρονα αλλά ταυτόχρονα αδίστακτα ανθρωπάκια συναπαρτίζουν τη συγκυβέρνηση Σαμαρά, Βενιζέλου, Κουβέλη. Αυτό αποδεικνύεται καθημερινά από τα λόγια και τα έργα τους. Είναι χαρακτηριστική η κωμωδία που παίχτηκε με τις δηλώσεις τόσο του πρωθυπουργού όσο και του...

αρχηγού του ΠΑΣΟΚ κατά του Γερμανού αντικαγκελάριου και αρχηγού των Ελεύθερων Δημοκρατών, Φίλιπ Ρέσλερ, ο οποίος είπε δημοσίως το αυτονόητο –ότι πλέον μια έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ είναι διαχειρίσιμη και δεν προκαλεί τρόμο, εκφράζοντας παράλληλα την άποψη ότι η Αθήνα δεν θα τα καταφέρει να εκπληρώσει τους στόχους που της βάζει η ΕΕ και η Γερμανία και έτσι θα πρέπει να διακοπεί οριστικά η χρηματοδότησή της από τους Ευρωπαίους και το ΔΝΤ.

Ο Αντώνης Σαμαράς ξεσπάθωσε, υποτίθεται, κατά του Ρέσλερ. «Υπάρχουν κάποιοι ξένοι αξιωματούχοι που κάθε τόσο βγαίνουν και προεξοφλούν ότι η Ελλάδα δεν θα τα καταφέρει. Τους θεωρώ –και το λέω ανοικτά και δημόσια- υπονομευτές της εθνικής προσπάθειας. Εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε για να ορθοποδήσει η χώρα κι εκείνοι κάνουν ό,τι μπορούν για να αποτύχουμε. Δεν ξέρω πια αν το κάνουν συνειδητά ή από ανοησία. Ξέρω όμως ότι είναι ανεύθυνοι – και εν πάση περιπτώσει δεν θα τους περάσει», διακήρυξε ο πρωθυπουργός μιλώντας στην κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ. Δεν τόλμησε όμως να αναφέρει το όνομα του Γερμανού αντικαγκελάριου, παρόλο που ο Φίλιπ Ρέσλερ είναι ένα περιφερόμενο πολιτικό πτώμα που πήρε το κόμμα του από το 14% και το έχει ρίξει δημοσκοπικά στο… 4% (!), προκαλώντας αμφιβολίες ακόμη και αν θα κατορθώσει να το βάλει στο κοινοβούλιο στις βουλευτικές εκλογές που θα γίνουν του χρόνου το Σεπτέμβριο στη Γερμανία, ξεπερνώντας το όριο εισόδου του 5%. Μύδρους κατά των «ανιστόρητων» που κάνουν «τραγικό και πολιτικό λάθος» με το να «πετούν κάθε μέρα επικοινωνιακά βελάκια σε έναν αδύναμο εταίρο που βρίσκεται σε μια πολύ δύσκολη φάση της δημοσιονομικής του προσαρμογής» εξαπέλυσε με τουπέ και ο Ευάγγελος Βενιζέλος.

Ούτε αυτός τόλμησε να αναφέρει το όνομα του Ρέσλερ, παρόλο που οι συνεργάτες του Σαμαρά και του Βενιζέλου έλεγαν στους δημοσιογράφους και τα «παπαγαλάκια» της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ στα μέσα ενημέρωσης ότι το Γερμανό αντικαγκελάριο είχαν στόχο οι δύο «γενναίοι» πολιτικοί αρχηγοί, ασχέτως του ότι δεν τόλμησαν να αναφέρουν το όνομα του Ρέσλερ ως γνήσιοι… «κουραδόμαγκες» που λέγαμε παλιότερα για κάτι τέτοιους γελοίους τύπους που παρίσταναν στα λόγια τους σκληρούς, ενώ στην πραγματικότητα ήταν της καρπαζιάς! Είναι αποκαλυπτική η στάση του πρωθυπουργού, ο οποίος ενώ κάνει την «κότα» απέναντι στους Γερμανούς, κάνει επίδειξη πυγμής εναντίον των εργαζομένων και υπέρ των απεργοσπαστών. «Η ασυδοσία των συντεχνιών και των ισχυρών, αλλά και η ατιμωρησία των παρανόμων, τέλος! Δείξαμε στο προαύλιο της Χαλυβουργίας ότι εννοούμε αυτό που λέμε!» διακήρυξε στομφωδώς ο Σαμαράς, αναφερόμενος στο άνοιγμα του εργοστασίου με τα ΜΑΤ για να δουλέψουν οι κατάπτυστοι απεργοσπάστες. Μόλις ήρθε μάλιστα στην Αθήνα ένα άλλο γελοίο υποκείμενο, ο πρόεδρος της Κομισιόν, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, ο Σαμαράς υποσχέθηκε ότι θα κάνει η κυβέρνησή του περισσότερα από όσα επιτάσσει το Μνημόνιο που έχει διαλύσει τη χώρα!

Για να αντιληφθούμε βαθύτερα με πόσο γελοίους και επικίνδυνους πολιτικούς καραγκιόζηδες έχουμε να κάνουμε, αρκεί να παρουσιάσουμε κάποιες εμβριθείς διαπιστώσεις του υφυπουργού Ανάπτυξης, Θανάση Σκορδά. Στην Ελλάδα παρουσιάζουμε μια ακαμψία (!) στην πτώση των τιμών σε σχέση με την πτώση των εισοδημάτων» απεφάνθη. «Η ακρίβεια είναι μια σχετική έννοια. Όταν ο άλλος είναι άνεργος, όσο και να πέσουν οι τιμές πάλι ακριβά θα είναι τα προϊόντα», πρόσθεσε με διαβολική εξυπνάδα – άρα δεν έχει κανένα νόημα να φτηνύνουν αφού «πάλι ακριβά θα είναι»! Τι πρέπει να γίνει; Οι μεν επιχειρηματίες «να δείξουν κοινωνική ευθύνη», οι δε καταναλωτές «να προβούν σε όλες εκείνες τις ενέργειες που πρέπει, ώστε να μην αφήνουμε τον χώρο για να εμφανίζονται αυτά τα φαινόμενα της ακρίβειας» μας παρότρυνε ο υφυπουργός! Η κυβέρνηση δηλαδή να μην κάνει τίποτα κατά της ακρίβειας! Άντε να δει άσπρη μέρα ο ελληνικός λαός με τέτοιους μνημονιακούς εγκάθετους στην κυβέρνηση. Από τη μία έχουμε το Σαμαρά να ορκίζεται ότι θα κάνει περισσότερα από όσα τον διατάζουν οι Γερμανοί μέσω του Μνημονίου. Από την άλλη έχουμε τον πρώην υπουργό Οικονομίας, Τάκη Ρουμελιώτη, μέχρι τον Ιανουάριο αντιπρόσωπο της Ελλάδας στο ΔΝΤ, να δηλώνει στους Τάιμς της Νέας Υόρκης ορθά-κοφτά: «Στο ΔΝΤ γνωρίζαμε ευθύς εξαρχής ότι αυτό το πρόγραμμα ήταν αδύνατον να εφαρμοστεί γιατί δεν είχαμε κανένα, απολύτως κανένα επιτυχημένο παράδειγμα εφαρμογής του!».

«Πολλοί ειδικοί λένε ότι οι ίδιοι οι στόχοι (σ.σ. του Μνημονίου) ποτέ δεν ήταν εφικτοί και ότι οι τόσο σκληρές πιέσεις επί μιας σειράς αυξανόμενα αδύναμων ελληνικών κυβερνήσεων να συμμορφωθούν με τους στόχους αυτούς έβλαψαν βαθιά την οικονομία της Ελλάδας», υπογραμμίζει η αμερικάνικη εφημερίδα και προσθέτει: «Ο κ. Ρουμελιώτης παραδέχθηκε ότι η Αθήνα είχε θλιβερή υστέρηση στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων, αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα, είπε, ήταν ότι οι αγριες περικοπές του προϋπολογισμού συνέτειναν στο σπιράλ προς τα κάτω, αποδεκατίζοντας την οικονομική ζήτηση μέσα στην Ελλάδα». Με άλλα λόγια, μας έθαψαν με το Μνημόνιο.


*Δημοσιεύθηκε στο «ΠΡΙΝ»

Σάββατο 28 Ιουλίου 2012

Miles Davis

Η Μαρξιστική θεωρία για τις οικονομικές κρίσεις

http://wwwpraxisred.blogspot.gr/



Του ΓΙΑΝΝΗ ΤΟΛΙΟΥ*

 

Η νέα διεθνής οικονομική κρίση του καπιταλισμού που τα τελευταία χρόνια πλήττει με ιδιαίτερη σφοδρότητα τις «περιφερειακές» οικονομίες της ευρωζώνης και την οποία ο ελληνικός λαός βιώνει με τραγικό τρόπο, φέρνει και πάλι στο προσκήνιο τη συζήτηση για τις αιτίες, τις συνέπειες και πάνω απ' όλα τις πολιτικές εξόδου από την κρίση. Ο Μαρξ ήταν ο πρώτος διανοητής που αναλύοντας σε βάθος τους νόμους κίνησης και τις αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, προσδιόρισε τις βαθύτερες αιτίες, τις σύνθετες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες και τη δυνατότητα οριστικής υπέρβασης των κρίσεων. Στο βασικό έργο της ζωής του, το Κεφάλαιο, αναλύοντας τους όρους παραγωγής, κυκλοφορίας και αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου, έκανε μεταξύ άλλων «ανατομία» των οικονομικών-κυκλικών κρίσεων, καθώς και της ιστορικής τάσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης, προσδιορίζοντας τον «ιστορικά» παροδικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος.

Από τη δημοσίευση του Γ΄ τόμου του Κεφαλαίου1, πέρασαν ήδη πάνω από εκατό χρόνια, στη διάρκεια των οποίων η μαρξιστική θεωρία των κρίσεων εμπλουτίστηκε και από άλλες μαρξιστικές και μη προσεγγίσεις (θεωρία «διαρθρωτικών» κρίσεων ή κύκλοι «Κοντράτιεφ», θεωρίες για τις «κλαδικές» κρίσεις, όπως ενεργειακή, πρώτων υλών, διατροφική, κρίση περιβάλλοντος κ.ά.). Ωστόσο η σημασία της ανάλυσης του Μαρξ, από μεθοδολογική και θεωρητική άποψη, παραμένει πάντα επίκαιρη και αποτελεί σημείο αναφοράς, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για τις σύγχρονες οικονομικές κρίσεις. Σε αυτό το άρθρο θα περιοριστούμε στη συνοπτική παρουσίαση της «κλασικής» μαρξιστικής προσέγγισης για τις αιτίες, το χαρακτήρα και τις συνέπειες των οικονομικών κρίσεων, καθώς και τη σύνδεσή τους με την ταξική πάλη και την προοπτική υπέρβασης του καπιταλισμού, προς μια ανώτερη κοινωνία, τη σοσιαλιστική και κομμουνιστική.



ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ

Η δυνατότητα εμφάνισης των κρίσεων υπάρχει ως πιθανότητα ακόμα και από την απλή εμπορευματική παραγωγή με την εμφάνιση του χρήματος ως μέσου ανταλλαγής και πληρωμής. Ωστόσο αυτές γίνονται αναπόφευκτες μόνο στην αναπτυγμένη καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή.

Ιστορικά, η πρώτη οικονομική κρίση ξέσπασε στην Αγγλία το 1825 και μεταγενέστερα και σε άλλες χώρες. Επίσης η πρώτη παγκόσμια οικονομική κρίση ξέσπασε το 1857 και αγκάλιασε τις κυριότερες τότε αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, ενώ στην πορεία επακολούθησαν και άλλες κρίσεις ανά 8-10 χρόνια. Οι πιο σημαντικές σε έκταση και βάθος ήταν αυτές του 1882-83, του 1929-33, του 1973-74 και η τελευταία του 2009-10, που γενικά δεν έχει ξεπεραστεί και για ορισμένες χώρες της ευρωζώνης όπως οι Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, κ.λπ., βαίνει επιδεινούμενη ως σήμερα. Υπάρχουν βέβαια πλήθος ακόμη τοπικές κρίσεις που θα μπορούσε να αναφερθούν, αλλά και μόνο οι παραπάνω αρκούν για να δείξουν ότι δεν πρόκειται για κάτι συμπτωματικό και να θέσουν το ερώτημα σχετικά με τις αιτίες τους.

Όπως έδειξε ο Μαρξ, η βαθύτερη αιτία των κρίσεων στον καπιταλισμό, βρίσκεται στο χαρακτήρα των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων και ειδικότερα στην αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην ατομική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της. Ειδικότερα, με την ανάπτυξη του καταμερισμού της εργασίας στα πλαίσια των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, κάθε ατομική εργασία γίνεται ένας κρίκος στο σύνολο της κοινωνικής εργασίας και η ξεχωριστή παραγωγή γίνεται ένα τμήμα της συνολικής παραγωγής. Όμως, παρά τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής, εξαιτίας της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής τα αποτελέσματά της τα ιδιοποιούνται οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, οι καπιταλιστές, ενώ οι εργάτες παίρνουν μόνο τα αναγκαία μέσα ύπαρξης (στην καλύτερη περίπτωση την αξία της εργατικής τους δύναμης) με τη μορφή μισθού. Μοναδικός και απόλυτος σκοπός των καπιταλιστών είναι η παραγωγή και ιδιοποίηση υπεραξίας και σε συνέχεια κέρδους2, που έχει ως πηγή την απλήρωτη εργασία των μισθωτών εργατών.

Από τη βασική αντίθεση του καπιταλισμού, προκύπτουν μια σειρά παράγωγες αντιθέσεις, οι οποίες αποτελούν μορφές εκδήλωσης της βασικής και οι οποίες οδηγούν την καπιταλιστική οικονομία σε κρίσεις υπερπαραγωγής3. Ειδικότερα, μια από τις κυριότερες μορφές εκδήλωσης της βασικής αντίθεσης, είναι η αντίθεση μεταξύ «παραγωγής και κατανάλωσης». Επειδή ο σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής είναι η επίτευξη του μέγιστου κέρδους, υπάρχει τάση για απεριόριστη αύξηση της παραγωγής. Ωστόσο η απορρόφησή της προσκρούει στα περιορισμένα όρια της αγοραστικής δύναμης των εργατών και των λαϊκών στρωμάτων. Όπως επισημαίνει ο Μαρξ, «όσο πιο πολύ αναπτύσσεται η παραγωγική δύναμη, τόσο πιο πολύ η δύναμη αυτή έρχεται σε αντίθεση με τα στενά πλαίσια που καθορίζουν οι σχέσεις κατανάλωσης4 ».

Πολλοί, μεταξύ αυτών και αρκετοί μαρξιστές5, αποδίδουν την κύρια αιτία των κρίσεων στην «υποκατανάλωση» των μαζών. Ωστόσο, αν θεωρήσουμε την κατάσταση «υποκατανάλωσης» ως αυτοτελή αιτία, βγαίνει το συμπέρασμα ότι οι κρίσεις πρέπει να έχουν χρόνιο και αδιάκοπο χαρακτήρα, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν μια φάση του κύκλου της κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής μετά τη φάση της «ανόδου», όπως θα δούμε στη συνέχεια. Ο Λένιν, ασκώντας κριτική στις θεωρίες της «υποκατανάλωσης», τόνιζε ότι «η υποκατανάλωση (που εξηγεί τάχα τις κρίσεις) υπήρχε στα πιο διαφορετικά οικονομικά καθεστώτα, ενώ οι κρίσεις αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα μόνον ενός καθεστώτος – του κεφαλαιοκρατικού6».

Μια άλλη μορφή εκδήλωσης της βασικής αιτίας των κρίσεων είναι η αντίθεση μεταξύ της οργάνωσης της παραγωγής στα πλαίσια των ξεχωριστών επιχειρήσεων και της αναρχίας στην παραγωγή στο σύνολο της κοινωνίας, η οποία δημιουργεί δυσαναλογίες και ανισομέρειες στην ανάπτυξη κλάδων και τομέων με τεράστιο κοινωνικό κόστος. Η αδυναμία αναλογικής και ισόρροπης ανάπτυξης, οφείλεται στην ατομική ιδιοκτησία των βασικών μέσων παραγωγής που κάνει αδύνατο το σχεδιασμό σε κοινωνική κλίμακα, γι' αυτό και οι διάφορες ρυθμίσεις για μείωση των δυσαναλογιών στα πλαίσια του κρατικού παρεμβατισμού έχουν περιορισμένα αποτελέσματα.

Μία άλλη μορφή εκδήλωσης της βασικής αιτίας των κρίσεων, είναι η αντίθεση μεταξύ «σκοπού και μέσου» της καπιταλιστικής παραγωγής. Η επιδίωξη απόσπασης όλο και μεγαλύτερης υπεραξίας και τελικά κέρδους, οδηγεί τους καπιταλιστές σε τεχνολογικές και οργανωτικές καινοτομίες και στη συγκέντρωση της παραγωγής σε μεγαλύτερες μονάδες για τη δημιουργία «οικονομιών κλίμακας» και απόκτησης μονοπωλιακού πλεονεκτήματος. Ωστόσο, η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της παραγωγής και κεφαλαίου, αυξάνει την οργανική του σύνθεση. Δηλαδή, μειώνει την αναλογία «μεταβλητού κεφαλαίου» (ζωντανή εργασία) σε σχέση με το «σταθερό» (υλοποιημένη εργασία στα μέσα παραγωγής) και οδηγεί σε μείωση του μέσου ποσοστού του κέρδους7. Η συγκεκριμένη διαδικασία επιτείνεται λόγω επιβράδυνσης της περιστροφής του κοινωνικού κεφαλαίου, εξαιτίας της αύξησης του «σταθερού» τμήματος και της αυξανόμενης δυσκολίας ρευστοποίησης των εμπορευμάτων. Σαν αποτέλεσμα μειώνεται η ετήσια μάζα υπεραξίας που ιδιοποιείται κάθε ξεχωριστό κεφάλαιο και κατά προέκταση μειώνεται και το μέσο ποσοστό κέρδους.

Η πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους αποδυναμώνει με τη σειρά της το κίνητρο «διευρυμένης αναπαραγωγής» και ενισχύει την τάση εντατικότερης εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, με την απόσπαση μεγαλύτερης υπεραξίας (απόλυτης και σχετικής), μειώνοντας παράλληλα την αγοραστική δύναμη των εργατών και δυσκολεύοντας τη διάθεση της παραγωγής. Έτσι, ενώ οι παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έχουν τη δυνατότητα παραγωγής περισσότερων αγαθών (αξιών χρήσης) για την κοινωνία, σε σχέση με τις ανάγκες του κεφαλαίου (ως μιας προκαταβεβλημένης αξίας που πρέπει αέναα να αυτοαυξάνεται), αποτελούν τελικά εμπόδιο. Με άλλα λόγια, ο «σκοπός» της καπιταλιστικής παραγωγής έρχεται σε αντίθεση με το «μέσο». Το υπερ-συσσωρευμένο κεφάλαιο που δεν μπορεί να παράγει κέρδος, σηματοδοτεί την κρίση, δηλαδή διακοπή ή μείωση της παραγωγής. Η αντικειμενική δυνατότητα αύξησης της κοινωνικής παραγωγής, έρχεται σε αντίθεση με τα στενά όρια του σκοπού της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, την αύξηση της αξίας του υπάρχοντος κεφαλαίου.

Τέλος, μια ακόμη μορφή εκδήλωσης της βασικής αιτίας των κρίσεων, είναι σε κοινωνικό επίπεδο η αντίθεση μεταξύ εργατικής και αστικής τάξης. Η αντίθεση αυτή εκφράζεται στο γεγονός ότι σε συνθήκες κρίσης επιδεινώνεται η θέση της εργατικής τάξης η οποία εξαθλιώνεται «σχετικά» και «απόλυτα». Αυξάνει κατακόρυφα η ανεργία, ενώ μένουν ακινητοποιημένα σημαντικά μέσα παραγωγής. Πολλά εμπορεύματα παραμένουν απούλητα και καταστρέφονται, ενώ η μεγάλη μάζα των μισθωτών και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα ζουν στη φτώχεια και στην ανέχεια. Η ταξική πάλη σε συνθήκες κρίσης οξύνεται με τις αντιστάσεις, διαμαρτυρίες και κοινωνικές συγκρούσεις ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη, ενώ έρχεται πιο καθαρά στο προσκήνιο η ιστορική αναγκαιότητα υπέρβασης του καπιταλιστικού συστήματος, ως ριζικού τρόπου υπέρβασης των κρίσεων.

ΤΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΙΚΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ

Η διαδικασία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής έχει κυκλικό χαρακτήρα, περνώντας από τέσσερις διακριτές φάσεις. Την κρίση, ύφεση, αναζωογόνηση, άνοδο, και κατόπιν εκ νέου τη νέα κρίση, κοκ. Ο καπιταλιστικός κύκλος είναι διαδικασία «κίνησης» της καπιταλιστικής οικονομίας από τη μια κρίση υπερπαραγωγής στην άλλη. Η «κρίση» αποτελεί την κύρια φάση του κύκλου στη διάρκεια της οποίας αποκαθίστανται έστω και προσωρινά, οι διαταραγμένες αναλογίες της κοινωνικής παραγωγής. Τα πρώτα σημάδια της κρίσης είναι οι δυσκολίες διάθεσης των παραχθέντων εμπορευμάτων. Αυξάνει η ζήτηση πιστωτικού κεφαλαίου και ανεβαίνουν τα επιτόκια. Βαθμιαία η κρίση αγκαλιάζει όλες τις σφαίρες της οικονομίας. Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός οξύνεται. Η παραγωγή πέφτει, η ανεργία αυξάνει, μειώνεται η αγοραστική δύναμη των εργατών, εντείνεται η εκμετάλλευση των εργαζόμενων με εντατικοποίηση της εργασίας και περικοπές μισθών. Η φάση της κρίσης διαρκεί 6-12 μήνες, ορισμένες φορές και περισσότερο, ανάλογα με τις ιδιομορφίες της συγκεκριμένης κρίσης και τις εθνικές ιδιαιτερότητες.

Τη φάση της κρίσης ακολουθεί η «ύφεση», όπου η παραγωγή κινείται σε χαμηλά επίπεδα. Επέρχεται βαθμιαία μείωση αποθεμάτων (υπερπαραγωγή εμπορευμάτων), λόγω φυσικής απαξίωσης, είτε λόγω πτώσης τιμών. Πολλές επιχειρήσεις κλείνουν, οι εξαγορές και συγχωνεύσεις εντείνονται, συντελείται τεχνολογικός εκσυγχρονισμός της παραγωγής. Βαθμιαία η ρευστοποίηση εμπορευμάτων αυξάνει και σταματά η πτώση των τιμών. Τη φάση της ύφεσης διαδέχεται η «αναζωογόνηση», όπου επιταχύνεται η ανανέωση του παγίου κεφαλαίου, αυξάνει η παραγωγικότητα εργασίας και το κυνήγι του κέρδους. Η ανάπτυξη της υποδιαίρεσης Ι (όπως αποκαλεί ο Μαρξ την παραγωγή μέσων παραγωγής), συνοδεύεται από αύξηση της απασχόλησης, αύξηση εργατικών μισθών, αύξηση καταναλωτικής ζήτησης και αντίστοιχα της παραγωγής της υποδιαίρεσης ΙΙ (της παραγωγής ειδών κατανάλωσης). Ο όγκος παραγωγής φθάνει στα επίπεδα πριν από την κρίση. Τη φάση της αναζωογόνησης διαδέχεται η φάση της «ανόδου», η οποία χαρακτηρίζεται από αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής. Αυξάνει η ζήτηση πιστωτικού (δανειακού) κεφαλαίου και το ύψος των κερδών. Αυξάνει η τιμή των μετοχών και χρηματοπιστωτικών «προϊόντων», καθώς και η χρηματιστηριακή κερδοσκοπία. Διευρύνονται παράλληλα οι διαστάσεις της παραγωγής και δημιουργούνται οι υλικοί όροι μιας νέας κρίσης υπερπαραγωγής.

Η «ΕΞΥΓΙΑΝΤΙΚΗ» ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΡΙΣΕΩΝ

Μια σημαντική διάσταση της θεωρίας του Μαρξ για τις κρίσεις αφορά τον «εξυγιαντικό ρόλο» των οικονομικών κρίσεων στη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος, για όσο αυτό εξακολουθεί να υπάρχει. Αυτό συμβαίνει, όπως ήδη σημειώθηκε, λόγω της αποκατάστασης, έστω και προσωρινά, των διαταραγμένων αναλογιών της παραγωγής, που πετυχαίνεται μέσω της κρίσης. Η καταστροφή των συσσωρευμένων μη κερδοφόρων κεφαλαίων, δημιουργεί ένα ευρύ πεδίο δράσης και κερδοφορίας για τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις που επιβιώνουν, θέτοντας έτσι τις προϋποθέσεις για μια νέα άνοδο.

Υπάρχουν δυο βασικοί τρόποι με τους οποίους οι καπιταλιστές που επιβιώνουν επωφελούνται από την καταστροφή κεφαλαίων στη διάρκεια της κρίσης. Πρώτα, το κλείσιμο επιχειρήσεων, ρίχνοντας ένα μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης στην ανεργία, αυξάνει τον ανταγωνισμό των εργατών για δουλειά επιτρέποντας στο κεφάλαιο να χαμηλώνει τους μισθούς. Αυτό δημιουργεί ευνοϊκούς όρους για αυξημένη κερδοφορία στην αρχή του νέου κύκλου, επιτρέποντας να ξεκινήσει εκ νέου η συσσώρευση του κεφαλαίου.

Κατά δεύτερο λόγο, η κρίση απαξιώνει τα περιουσιακά στοιχεία των επιχειρήσεων, τα οποία στη φάση της ανόδου φουσκώνουν υπερβολικά. Ένας καπιταλιστής στα πρόθυρα της χρεοκοπίας όμως θα είναι διατεθειμένος να πουλήσει σε ακόμη πιο εξευτελιστικές τιμές κεφαλαιουχικά στοιχεία, τμήματα της επιχείρησης, μετοχές, κ.λπ., ώστε να αποσβέσει τα χρέη του. Αυτό αποτελεί μια πρόσθετη πηγή κερδοφορίας για τους εναπομένοντες καπιταλιστές. Με αυτό τον τρόπο, οι κρίσεις δίνουν ισχυρή ώθηση στο σχηματισμό των μονοπωλίων, που κυριαρχούν πλέον στην αγορά.

Τελικά, η καπιταλιστική οικονομία φτάνει έτσι σε ένα νέο σημείο εκκίνησης. Όπως λέει ο Μαρξ, «Η στασιμότητα της παραγωγής θα έχει έτσι προετοιμάσει –μέσα σε καπιταλιστικά όρια– μια επακόλουθη επέκταση της παραγωγής. Και έτσι ο κύκλος ξεκινά εκ νέου την πορεία του8 » – τίθεται η βάση για μια νέα επέκταση, αλλά πάντα με ένα τεράστιο ανθρώπινο και κοινωνικό κόστος, από τις καταστροφές που έχει εν τω μεταξύ επιφέρει η κρίση.

ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ ΚΑΙ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

Η μαρξιστική θεωρία των οικονομικών κρίσεων αποδεικνύει τις βαθιές αντιφάσεις και τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα των οικονομικών σχέσεων του καπιταλισμού. Διευκολύνει στην κατανόηση των οικονομικών νόμων κίνησης της σύγχρονης αστικής κοινωνίας. Ειδικότερα οι κρίσεις αποκαλύπτουν στους εργαζόμενους και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα τις αγιάτρευτες ανεπάρκειες και πληγές του καπιταλισμού. Την κατασπατάληση παραγωγικών δυνάμεων, τη ληστρική εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, τον τεράστιο αριθμό ανέργων, την αρπακτική αξιοποίηση των φυσικών πόρων, κ.ά. Η μαρξιστική θεωρία των κρίσεων δείχνει ότι ο καπιταλισμός ενεργεί όχι μόνο ως μορφή ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων αλλά και ως μορφή τροχοπέδησης και καταστροφής τους. Όσο πιο αναπτυγμένος είναι ο καπιταλισμός, τόσο πιο καθαρά δείχνει την ανικανότητά του να αναπτύξει και να αξιοποιήσει τις παραγωγικές δυνάμεις προς όφελος της κοινωνίας.

Η κρίση δεν οξύνει μόνο την ταξική πάλη ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη για την κατανομή και ανακατανομή του παραγόμενου προϊόντος, αλλά και για την οριστική εξάλειψη των κρίσεων με την υπέρβαση του καπιταλισμού. Με άλλα λόγια η κρίση βοηθάει αντικειμενικά την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα να συνειδητοποιήσουν την αναγκαιότητα ανατροπής των κυρίαρχων καπιταλιστικών σχέσεων και μετάβασης σε ένα ανώτερο σύστημα, στο σοσιαλισμό, όπου σύμφωνα με τη διορατική επισήμανση του Μαρξ, στη θέση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου ιδιοποίησης που στηρίζεται στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, θα μπει η κοινή κατοχή της γης και των μέσων παραγωγής από τους συνεταιρισμένους παραγωγούς και η κοινωνία θα γράψει στη σημαία της «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του9».

Η αναγκαιότητα του σοσιαλισμού επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι στην τωρινή μεγάλη παγκόσμια κρίση, η αστική τάξη δεν είναι ικανή να επιτύχει μια διέξοδο με παραδοσιακά μέσα, επιτρέποντας τη μαζική καταστροφή κεφαλαίων. Με την εξαίρεση μερικών μεγάλων χρηματοπιστωτικών εταιρειών όπως η Lehman Brothers στην αρχή της κρίσης και μερικών βιομηχανιών, η κυβέρνηση Ομπάμα και οι άλλες κυβερνήσεις απέτρεψαν τη χρεοκοπία μονοπωλιακών κολοσσών και τραπεζών, παρεμβαίνοντας με πακέτα σωτηρίας τρις δολαρίων, ακόμη και όταν ήταν καταφανώς χρεοκοπημένες. Η αιτία θα βρεθεί στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής που έχει εκπληρώσει ο καπιταλισμός: οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι τράπεζες είναι τόσο στενά συνυφασμένες μεταξύ τους, που η χρεοκοπία έστω και λίγων από αυτές θα παρέσερνε με μορφή ντόμινο και τις άλλες. Με άλλα λόγια, η κοινωνικοποίηση έχει φτάσει στο σημείο να αντιφάσκει με τις καπιταλιστικές σχέσεις – όπως δείχνει η παρατεινόμενη αδυναμία των κυβερνήσεων να βγουν από την ύφεση, οι κλυδωνισμοί της ευρωζώνης, κ.λπ., μόνο μια διέξοδος με σοσιαλιστικά μέτρα ή με μέτρα προπαρασκευαστικά για το σοσιαλισμό είναι όντως δυνατή.

Δεν πρόκειται λοιπόν για μεσσιανική θεώρηση της κοινωνικής εξέλιξης, αλλά για το «ιστορικά αναγκαίο» που απορρέει από τη «διαλεκτική των πραγμάτων». Κινητήρια δύναμη αυτής της ανατροπής είναι οι κοινωνικές δυνάμεις που έχουν ζωτικό συμφέρον και πρώτα απ' όλα ο κόσμος της μισθωτής εργασίας.

Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΕΞΟΔΟΥ

Η πιο πάνω ανάλυση των οικονομικών κρίσεων υπερπαραγωγής (ή κρίσεων υπερ-συσσώρευσης κεφαλαίου), έγινε με αφαίρεση των επιδράσεων του εξωτερικού τομέα και των πολιτικών κρατικής ρύθμισης της λεγόμενης «αντικυκλικής πολιτικής». Ειδικότερα, σε συνθήκες «φιλελευθεροποίησης» και αυξανόμενης «παγκοσμιοποίησης» των οικονομικών σχέσεων, οι κυκλικές κρίσεις σε κάθε χώρα, χωρίς να χάνουν τα «κλασικά» τους χαρακτηριστικά, αλληλοεπηρεάζονται, υφίστανται τροποποιήσεις, ενώ οι συνέπειές τους είναι ιδιαίτερα επώδυνες για τις «αδύναμες» και «ανοικτές» οικονομίες, ιδιαίτερα των χωρών της «περιφέρειας» της ευρωζώνης, όπως η ελληνική. Γι' αυτό και ο ελληνικός λαός τα τρία τελευταία χρόνια, βιώνει μια πρωτοφανή κρίση με τεράστια μείωση του ΑΕΠ (20%), εκρηκτική αύξηση ανεργίας (22%), πτώση βιοτικού επιπέδου, άπλωμα φτώχειας και κοινωνική περιθωριοποίηση.

Πρόκειται για μια οικονομική κρίση που εκτός από τις αντιφάσεις της κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής σε εθνικό επίπεδο, εμπεριέχει τις συνέπειες της κρίσης της ευρωζώνης και των ακραίων νεοφιλελεύθερων μέτρων που προωθούνται, με τα γνωστά «Μνημόνια», στο όνομα της αντιμετώπισής της. Ωστόσο γίνεται καθαρό ότι οι συγκεκριμένες πολιτικές δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την κρίση με όρους συστήματος και να αποφύγουν την όξυνση της ταξικής πάλης και αμφισβήτησης συνολικά του καπιταλιστικού συστήματος. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά στην ελληνική κοινωνία προβάλλει σαν αναγκαιότητα «φυσικού νόμου», η εφαρμογή μιας εναλλακτικής πολιτικής «προοδευτικής εξόδου από την κρίση», που θα αμφισβητεί το DNA του νεοφιλελευθερισμού και του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, αφήνοντας ανοικτό τον ορίζοντα της σοσιαλιστικής προοπτικής.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ο πρώτος τόμος του Κεφαλαίου δημοσιεύτηκε το 1867, ενώ οι υπόλοιποι μετά το θάνατο του Μαρξ (1883). Την επιμέλεια των χειρογράφων είχε αναλάβει ο ίδιος ο Ένγκελς. Το 1885 εκδόθηκε ο δεύτερος τόμος ο οποίος επανεκδόθηκε από τον ίδιο το 1893 με οριακές βελτιώσεις, ενώ το 1894 εκδόθηκε ο τρίτος. Τέλος, ο τέταρτος τόμος που αναφέρεται στις «θεωρίες για την υπεραξία» (τρία βιβλία), εκδόθηκε αργότερα, αρχικά από τον Κάουτσκι (1905-1910) με πολλές παραλείψεις, ενώ η πλήρης έκδοση έγινε από το Ινστιτούτο Μαρξισμού-Λενινισμού της Μόσχας, από το 1954 ως το 1961.

2. Όπως σημειώνει ο Μαρξ, «η διεύρυνση ή μείωση της παραγωγής καθορίζεται όχι από το συσχετισμό της κοινωνικής παραγωγής και τις κοινωνικές ανάγκες των αναπτυγμένων ανθρώπων, αλλά από την ιδιοποίηση της απλήρωτης εργασίας... Καθορίζεται από το κέρδος και το συσχετισμό του κέρδους που φέρνει στο κεφάλαιο... Η παραγωγή ανακόπτεται όχι όταν το απαιτεί η ικανοποίηση των αναγκών, αλλά όταν αυτό απαιτεί η παραγωγή και η πραγματοποίηση κέρδους». (Μαρξ-Ένγκελς, Άπαντα, τόμ.25, σελ. 283-284, ρωσ. έκδ.).

3. Όταν μιλάμε για κρίσεις «υπερπαραγωγής», δεν αναφερόμαστε σε κρίσεις υπεραφθονίας αγαθών τα οποία δεν μπορεί να καταναλώσει η κοινωνία, αλλά σε κρίσεις υπερπαραγωγής με βάση τις ανάγκες του κεφαλαίου (παραγωγή και ιδιοποίηση υπεραξίας με τη μορφή κέρδους, τόκου ή γαιοπροσόδου). Στην ουσία πρόκειται για «υπερπαραγωγή» ή «υπερσυσσώρευση» κεφαλαίου, είτε σε μορφή εμπορευμάτων, είτε αργούντων παραγωγικών μέσων, είτε χρηματοπιστωτικής μορφής (πλασματικό κεφάλαιο), που αδυνατεί να αποφέρει στους κατόχους του ένα πρόσθετο οικονομικό όφελος (έσοδο) στο αρχικό τους κεφάλαιο (προκαταβεβλημένη αξία).

4. Μαρξ-Ένγκελς, Άπαντα, τόμ.25, σελ. 268 (ρωσ. έκδ.).

5. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ξεκινώντας από τη θεωρία της «υποκατανάλωσης» του Σισμοντί, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η αντίθεση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης είναι αξεπέραστο εμπόδιο για την καπιταλιστική συσσώρευση και τη διευρυμένη αναπαραγωγή. Ανάλογη αντίληψη είχε και ο Κάουτσκι που θεωρούσε ότι αιτία των κρίσεων ήταν η υποκατανάλωση της εργατικής τάξης. Βασικό μεθοδολογικό λάθος των θεωριών «υποκατανάλωσης», είναι ότι θεωρούν ως αποφασιστικού ρόλου στην αναπαραγωγή του κοινωνικού προϊόντος, όχι τη σφαίρα της παραγωγής, αλλά της κατανομής και κατανάλωσής του.

6. Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ.2, σελ.159 (ρωσ. έκδ.).

7. Σχετικά με το ρόλο της «πτώσης του μέσου ποσοστού του κέρδους» στην εμφάνιση των κρίσεων, υπάρχουν κι εδώ μονομερείς προσεγγίσεις, μεταξύ άλλων και από πολλούς μαρξιστές, όπου μια μορφή εκδήλωσης της βασικής αιτίας των κρίσεων, ανάγεται σε αυτοτελή αιτία. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στην πτωτική τάση του ποσοστού του κέρδους, λόγω αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και επιβράδυνσης της περιστροφής του κοινωνικού κεφαλαίου, υπάρχουν παράγοντες που ανακόπτουν ή επιβραδύνουν τη σχετική τάση. Η ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, η επιβολή μονοπωλιακών τιμών από μεγάλες επιχειρήσεις, οι τεχνολογικές καινοτομίες, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, το φθήνεμα των μέσων συντήρησης του εργάτη, κ.ά., αποτελούν παράγοντες επιβράδυνσης της τάσης μείωσης του μέσου ποσοστού κέρδους, χωρίς ωστόσο να την ανακόπτουν πλήρως.

8. Κ. Μαρξ, Capital, τόμ. 3, κεφ. 15, μέρος 3, 11-12, όπως παρατίθεται στο St. Easterling, «Marx's Theory of Economic Crisis», International Socialist Review, τεύχ. 32, Nov.-Dec. 2003.

9. Κ. Μαρξ, «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», στο Μαρξ-Ένγκελς, Διαλεκτά Έργα, τόμος ΙΙ, σελ. 15, Αθήνα, εκδ. «Αναγνωστίδη».

* Ο Γιάννης Τόλιος είναι διδάκτωρ οικονομικών επιστημών. Το παρόν κείμενο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα της Μαρξιστικής Σκέψης στους Μαρξ και Γκράμσι, τόμ. 6, σελ. 220-27. 



Παρασκευή 20 Ιουλίου 2012

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2012

Καπιταλιστική κρίση και κοινωνιοοντολογικές αξιώσεις

http://takseis-ithikh.blogspot.gr

  Στην αρχή είναι το πρόβλημα. Το πρόβλημα σαν επώδυνη επαφή ενός συστήματος με την ετερότητά του, με το άλλο του, μια επαφή του συστήματος με το Είναι ή περιβάλλον του, που είναι και δεν είναι στο σύστημα. Η επαφή αυτή ασκεί πιέσεις επιλογής στο σύστημα που καλείται να αντιμετωπίσει το πρόβλημά του. Πρώτα από όλα να το αναγνώσει, να το μεταγλωττίσει, σχηματίζοντας αρχικά το ανάγλυφο του προβλήματος με βάση τον κώδικά του. Τί νόημα έχει το πρόβλημα για το σύστημα; Αυτό θα κριθεί με βάση το νόημα του ίδιου του συστήματος. Η επαφή με το πρόβλημα δεν είναι μόνο αισθητηριακή αλλά και ''νοηματική''. Το πρόβλημα όμως είναι πρόβλημα, υπάρχει αντικειμενικά, εφόσον εισάγεται αναγκαστικά σαν τέτοιο. Μια παραγνώριση του προβλήματος (''κανένα πρόβλημα δεν υπάρχει!'') είναι η ίδια ένας τρόπος ''αντιμετώπισης'' ή καλύτερα μετάθεσής του.
    Σίγουρα μια δομική κρίση είναι για το καπιταλιστικό σύστημα ένα πρόβλημα. Αυτό ασκεί πιέσεις επιλογής και καλεί προς στρατηγική επίλυσή του. Η στρατηγική επίλυσή του, εφόσον το πρόβλημα είναι δομικό, εντοπίζεται δηλαδή σε δεδομένα της οργανωτικής διάρθρωσης του συστήματος που δεν μπορούν να ταξινομηθούν και να καναλιζαριστούν από την ίδια την οργανωτική του διάρθρωση, πρέπει να είναι και η ίδια δομική, μια δομική αναδιάρθρωση. Aκούμε συνεχώς για ''διαρθρωτικές αλλαγές'' που απαιτούνται για να ''πάρει εμπρός'' η (καπιταλιστική) οικονομία.
    Πρέπει στο σημείο αυτό να διακρίνουμε δύο ειδών ''δομικά προβλήματα''. Υπάρχουν τα προβλήματα που προκύπτουν από την ιστορική διάρθρωση του συστήματος. Προβλήματα στην αρχιτεκτονική του ελληνικού καπιταλισμού ή του ευρωπαϊκού, λιγότερο ή περισσότερο ''χαλαρού'', καπιταλιστικού πολιτικο-οικονομικού συστήματος. Υπάρχουν και προβλήματα που αναφέρονται στη λογική διάρθρωση και οργάνωση του συστήματος. Πρωτοπόρος στη διάγνωση αυτού του είδους των δομικών προβλημάτων υπήρξε ο Κάρλ Μάρξ. Τα προβλήματα που αφορούν τη λογική οργάνωση ενός συστήματος δεν μπορούν να επιλυθούν οριστικά υπό οποιαδήποτε ιστορική εκδοχή του. Πιο σωστά, και τα δύο είδη προβλημάτων, τα λογικά και τα ιστορικά, είναι και τα δύο ''Ιστορικά'', με μια ευρύτερη έννοια. Αυτό που ονομάσαμε ''λογικά'' προβλήματα βασίζονται στη ριζική ιστορική θεμελίωση του συστήματος όπου αυτό αναδύεται ως ''όλον'', και κάθε εδραίωσή του μέσα σε συγκεκριμένες χωροχρονικές συνθήκες ως τέτοιου συστήματος, ''αναπαράγει'' αυτή αυτή τη ριζική ιστορική θεμελίωση ή ''συνάντηση'' των βασικών συστατικών του στοιχείων, αν θέλετε. Ενώ τα ''ιστορικά'' με την στενή έννοια προβλήματα είναι προβλήματα των διάφορων ιστορικών-συγκυριακών ''ενσαρκώσεων'' του γενικού λογικού σκελετού, που προέκυψε με εκείνη τη ριζική ιστορική θεμελίωση και έκτοτε στέκεται σαν ''a priori'', σαν συμπαγές Αξίωμα στη βάση κάθε ομοειδούς ιστορικού συστήματος. Μια τέτοια σχέση υπάρχει ανάμεσα στο ''γενικό'' Κεφαλαιοκρατικό Σύστημα και τη λογική διάρθρωσή του (με τις αντικειμενικές τάσεις και κανονικότητές του, τα μικρά ή μακρά κύματα κ.ο.κ), και στους ''ειδικούς'' συγκεκριμένους ''κοινωνικοοικονομικούς'' καπιταλιστικούς σχηματισμούς, με τους πραγματικούς και όχι αφηρημένους ανθρώπους, την πραγματική ταξική πάλη που δεν είναι λογικό σχήμα, με τις ζωντανές κοινωνικές του σχέσεις και πρακτικές.
    Το πρόβλημα του καπιταλιστικού συστήματος είναι πρόβλημα για όλους τους φορείς του συστήματος, στο βαθμό που αυτοί είναι φορείς, γιατί ποτέ δεν είναι απόλυτα (υπάρχει μια διάσταση των φορέων που είναι ''χαοτική'' σε σχέση με το σύστημα-για παράδειγμα, η ''ανθρωπινότητα'' της εργασιακής δύναμης στο οικονομικό σύστημα, το μη αναγώγιμο δηλαδή ενός ανθρώπου σε απλή εργασιακή δύναμη). Έτσι το πρόβλημα της καπιταλιστικής κρίσης είναι πρόβλημα τόσο για την αστική όσο και για την εργατική τάξη. Η διαφορά είναι πως η τάξη η οποία προωθεί τη στρατηγική ''επίλυσης'' του προβλήματος είναι η αστική τάξη. Οι διαρθρωτικές αλλαγές που προωθεί, ιδιωτικοποιήσεις, μειώσεις μισθών, περικοπή συντάξεων, ανεργία κ.α, συμπιέζουν προς τα κάτω την εργατική τάξη, σε σχέση με την οποία τα συμφέροντα της αστικής τάξης είναι σε τελική ανάλυση απολύτως ανταγωνιστικά.
    Το ερώτημα είναι σε σχέση με τις ''διαρθρωτικές αλλαγές'' (Μνημόνια, ΔΝΤ, ''σύμφωνο σταθερότητας'', αλλαγές στο τραπεζικό σύστημα, φορολόγηση κλπ κλπ), πέρα από το αναμφισβήτητο γεγονός ότι σακατεύουν την εργατική τάξη (το παντοτινό θύμα της ανθρώπινης αλλοτρίωσης και της εκμετάλλευσης), αν θα έχουν κάποιο ''αποτέλεσμα'' για το καπιταλιστικό σύστημα, αν θα αποτελέσουν στρατηγική επίλυση του προβλήματος. Η απάντηση κρίνεται στο αν αυτές οι μεταβολές στοχεύουν στην καρδιά της λογικής, ή της ιστορικής (υπό στενή έννοια) διάρθρωσης. Δεν βλέπω πώς αυτές οι ''μεταρρυθμίσεις'' του καπιταλισμού πάνω στον εαυτό του θα μας σώσουν από τα προβλήματα της λογικής οργάνωσής του, ούτε πως για παράδειγμα ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ θα αντεπεξέλθει σε αυτά, που εμφανίζονται ιδιαίτερα οξυμένα σε περίοδο κρίσης. Εκ των πραγμάτων ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ θα λειτουργήσει σαν κυβερνητική μηχανή προώθησης συγκυριακών ''λύσεων'', που δεν μπορούν να είναι λύσεις αν δεχτούμε πως η καπιταλιστική κρίση οφείλεται σε προβλήματα λογικής διάρθρωσης (σε αντίθεση τις τοποθετήσεις στην Πλατεία Συντάγματος διάφορων τσαρλατάνων-μελών του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, που τόνιζαν εμφατικά τη μείωση της φορολογίας από Σημίτη και έπειτα ως βασικό συντελεστή της ελληνικής εκδήλωσης της καπιταλιστικής κρίσης). Το σίγουρο είναι πως, όσον αφορά το ''μαύρο κυβερνητικό μέτωπο'' (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΔΗΜ.ΑΡ), την ''εσωτερική τρόικα'' όπως έχει αποκληθεί, αλλά και όσον αφορά κάθε επίδοξο συνεχιστή της, το πρόγραμμα που αυτό εκτελεί είναι προς το παρόν το ''βέλτιστο'' και πλέον ακίνδυνο για την αστική τάξη, μεταξύ ελάχιστων εναλλακτικών επιλογών, όλων στρωμένων με γαϊδουράγκαθα.
    Το ζήτημα όμως δεν είναι τόσο απλό. Η εισαγωγή του προβλήματος της κεφαλαιοκρατικής κρίσης στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, βρίσκει την εργατική τάξη πολυδιασπασμένη, χωρίς κοινή γλώσσα και αναλυτικά εργαλεία ώστε να αποκωδικοποιήσει το πρόβλημα και να το απομυστικοποιήσει έτσι όπως αυτό το αναπαριστά το Κράτος, οι ιδεολογικοί μηχανισμοί κ.α. Ας θέσουμε για λίγο ''εντός παρένθεσης'' την εργατική τάξη με τη ''σωματικότητά'' της. Η Αριστερά (αριστερά της αριστεράς της αριστεράς...), κομμουνιστική, μαρξιστική, αναρχική, ελευθεριακή, αντισυστημική ή αντικαπιταλιστική, είναι προφανές ότι δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να διαδραματίσει το ρόλο της ''πνευματικής'' συνιστώσας αυτής της εργατικής σωματικότητας. Αν είναι ικανοποιημένη από τη μέχρι σήμερα κατάσταση, ενδεχομένως καλύπτει αυτές τις πνευματικές-αναλυτικές ανάγκες, μάλλον όμως ενός άλλου ''σώματος''. Ενός εργατικού σώματος της πρώτης και ένδοξης σοσιαλιστικής επανάστασης των αρχών του προηγούμενου αιώνα, ενός ''φοιτητικού'' και γενικά εξεγερμένου σώματος του Μάη του '68, ενός ελπιδοφόρου αλλά τελικά ασυλλόγιστου σώματος της ''Πολιτιστικής Επανάστασης''.
     Το πρόβλημα που εισάγεται δεν είναι της κεφαλαιοκρατίας γενικά. Είναι της κεφαλαιοκρατίας όπως είναι σήμερα, της εργατικής τάξης όπως είναι σήμερα, στην ιδιαίτερη συνάρθρωσή της με άλλα λαϊκά στρώματα, με τις παραλλαγές που το πρόβλημα αυτό διακρίνεται ανά τόπους. Εδώ μάλλον πρέπει να ειπωθεί ξεκάθαρα: Όχι μόνο τα ''ιστορικά'', όπως ονομάστηκαν, αλλά ούτε τα ''λογικά'' προβλήματα κεφαλαιοκρατικής οργάνωσης δεν έχουν εντοπιστεί ακόμα. Δεν πρόκειται απλώς για τους πατροπαράδοτους ''νόμους της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης''. Η κεφαλαιοκρατική κοινωνία έχει μια λογική ζωής η οποία μέχρι τώρα είναι μάλλον άγνωστη. Αδυνατούμε για αυτόν τον λόγο να διακρίνουμε τα λογικά από τα ιστορικά-συγκυριακά προβλήματα. Αδυνατούμε να δούμε ποιά είναι τα σημεία που το καπιταλιστικό σύστημα πονάει, όχι συγκυριακά, αλλά βαθιά και ''λογικά''. Ποιές είναι οι δέσμες πολιτικών αιτημάτων, οι οποίες αντιφάσκουν με τη βιο-λογία δηλαδή τη λογική του βίου του κεφαλαιοκρατικού σώματος, και μπορούν παράλληλα να γίνουν αιτήματα μαζικά και αιχμή του δόρατος της εργατικής τάξης, που θα την εμπνεύσουν αλλά και θα οδηγούν προοπτικά, και όχι μία και έξω, στη σοσιαλιστική-κομμουνιστική κοινωνία. Μην ξεχειλώσουμε αυτό το ''προοπτικά''. Παραδοσιακά στο σημείο αυτό χωράει όσος εμπειρισμός και όση τυχαιότητα θέλει ο καθένας. Είναι ζήτημα (και!) ''εγκεφαλικής'' δλδ στρατηγικής ανάλυσης, όσο και πολιτικής-πρακτικής αντιπαράθεσης, να ηγεμονεύσει ένα πρόγραμμα υπέρ των συμφερόντων της εργατικής τάξης, που θα την οδηγήσει στο να αναβαθμίσει η ίδια το πρόγραμμά της, με τη συμβολή των πολιτικών εκφραστών της.

     Με άλλα λόγια, η εργατική τάξη και τα πολιτικά μορφώματά της, αυτά που υπάρχουν και αυτά που θα γεννηθούν, πρέπει να προβάλλουν κοινωνιοοντολογικές αξιώσεις απέναντι στο καπιταλιστικό σύστημα. Θέλω να πω ότι, αν την εποχή του ''μοντερνισμού'', των ολιστικών θεωρήσεων και των σφοδρών ταξικών συγκρούσεων διαδέχτηκε μια εποχή κεφαλαιοκρατικής νηνεμίας για τον δυτικό κόσμο (γιατί πόλεμοι γίνονταν και γίνονται συνεχώς, μακριά από την ''αυλή'' μας), η οποία εκφράστηκε με το λεγόμενο ''μεταμοντέρνο'', δλδ με την εξάλειψη των ολιστικών κοινωνικοπολιτικών θεωρήσεων, με τη στροφή σε όμορφες αλλά κοινωνικά αδιάφορες αναλύσεις για διάφορα ''Κείμενα'', σχετικοποίηση των πάντων, δυστοπικές προσεγγίσεις, εξάλειψη της ιστορικότητας και των παραδοσιακών δεσμών, αποδυνάμωση των προσωπικών σχέσεων και βαθιά εξατομίκευση, τώρα είναι ο καιρός για ένα νέο κίνημα πραγματικά ''μοντέρνο'', σύγχρονο με την εποχή του, αλλά και τοποθετημένο πάνω στον άξονα της διαχρονίας. Που θα αντλεί την ποίησή του από το μέλλον πατώντας στο παρελθόν. Που θα ενοποιήσει την εργατική τάξη μέσα στον κατακερματισμό της, δείχνοντας πως η πολλαπλότητα των θέσεων στον καταμερισμό της κοινωνικής παραγωγής αποδίδει σε τελική ανάλυση δύο στρατόπεδα που συγκροτούνται στην πολιτική τους ρεαλιστικότητα πάνω στο πεδίο της μάχης. Προβάλλω ''κοινωνιοντολογικές αξιώσεις'' σήμερα σημαίνει αναλύω και περιγράφω μετά λόγου γνώσεως την όντως ούσα κεφαλαιοκρατική κοινωνία, διαγιγνώσκω τις κανονικότητες και τις τάσεις, χαράζω στρατηγική προοπτική εφάμιλλη των συμμετεχόντων που θα κριθεί η ζωή τους από αυτήν, και όχι εφάμιλλη των δικών μου προκατασκευασμένων εντυπώσεων.
    Το ''μεταφυσικό'' σχήμα της ''άρνησης της άρνησης'' είναι ο τρόπος της επαναστατικής σκέψης που θέλει να αρνηθεί το υπάρχον, εκμαιεύοντας παραστάσεις του μη υπάρχοντος από μια κατάσταση όπου το παρόν καθεστώς δεν υπήρξε, παραπέμποντας, ελλείψει αυτοδύναμης παράστασης,  αναγκαστικά σε ''δάνειες εικόνες'' από το παρελθόν (ακριβώς γιατί εκείνο που δεν είναι παρόν, είναι το παρελθόν ή μέλλον). Πολύ απλά, δεν είναι τυχαίο που κάθε μετακαπιταλιστική αφήγηση έχει εξωτερικές ομοιότητες με μορφές προκαπιταλιστικές. Δείτε τις ''μορφές που προηγούνται της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίες'' του Μάρξ στα ''Grundrisse'', και θα δείτε πως στο πρότυπο της μεσαιωνικής-γερμανικής κοινότητας, της Ρώμης, της αρχαίας Αθήνας, των σλαβικών κοινοτήτων, του ασιατικού τρόπου παραγωγής κ.ο.κ, αναγνωρίζονται στο γενικό τους περίγραμμα τα μόνα νοητά σήμερα οργανωτικά πρότυπα μιας μετακαπιταλιστικής κοινωνίας του μέλλοντος, που εμφανίζεται σαν μίξη, σε διάφορες δοσοληψίες, όλων αυτών. Δεν είναι άλλο η ''άμεση δημοκρατία'', ο ''ελευθεριακός δημοτικισμός'', οι μικρές ελεύθερες κοινότητες συνεταιρισμών με εμπορευματοχρηματικές σχέσεις μεταξύ τους, ο κεντρικός σχεδιασμός, παρά μια μίμηση περισσότερο ή λιγότερο πετυχημένη, προκαπιταλιστικών κοινωνιών, αναβαφτισμένη στη χρονικότητα της ιστορικής συγκυρίας του σύγχρονου καπιταλισμού. Αυτό δεν αρκεί. Η μετάβαση πέρα από τη κεφαλαιοκρατία και πέρα από το σύστημα της μισθωτής εργασίας είναι ριζικά πρωτότυπη, για αυτό και δεν χωράει αριστερίστικες σκανδαλιές και ψευτοεπαναστατικές προχειρότητες. Το ''άλμα'' δεν ισοδυναμεί με άρνηση της άρνησης ούτε με μιμητική επανάληψη του παρελθόντος. Κανείς δεν θα θελήσει να πάρει το δρόμο της μεγάλης ανατροπής και να διαβεί το επικίνδυνο κατώφλι, ξέροντας πως δεν έχει σημαντικές πιθανότητες επιτυχίας, εκτός από τον ''ήδη πεισμένο''. Ή αισιοδοξία πηγάζει και από τη λογική, εκτός από το συναίσθημα.
    Έχω τη βαθιά πεποίθηση ότι με πολλούς από εσάς, που μας απασχολεί η ίδια πραγματικότητα και μας ταλανίζουν τα ίδια προβλήματα (αν και δεν πλήττονται υλικά όλοι το ίδιο), θα βρεθούμε μαζί για να μιλήσουμε την ίδια ''γλώσσα'' και να βαδίσουμε στο ίδιο ''πρόγραμμα''. Μέχρι τότε, θα πρέπει να αρθούν όλα τα ιστορικά εμπόδια που μας κρατάνε χώρια.

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΔΙΚΤΥΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΤΕΤΑΡΤΗ  25  ΙΟΥΛΙΟΥ  ΩΡΑ  8.00 μμ
ΕΡΓΑΤΙΚΟ  ΚΕΝΤΡΟ ΧΑΛΚΙΔΑΣ
ΕΚΔΗΛΩΣΗ - ΣΥΖΗΤΗΣΗ με τον
ΤΑΚΗ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ – ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΦΙΛΟΣΟΦΟ

ΘΕΜΑ:   Η ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ  ΓΙΑ ΕΝΑ ΛΑΪΚΟ ΜΕΤΩΠΟ   ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ   ΚΑΙ  ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ
Για την μόνιμη έξοδο από την καταστροφική κρίση μέσα από την
Α Μ Ε Σ Η  Ε Ξ Ο Δ Ο ΑΠΟ ΤΗΝ  Ε Υ Ρ Ω Π Α Ι Κ Η  Ε Ν Ω Σ Η
Για την μονομερή  διαγραφή  του χρέους και την ακύρωση  δανειακών  συμβάσεων - μνημονίων  αλλά και για  την οικονομική - πολιτική  κυριαρχία μέσα απο την 
ΑΥΤΟΔΥΝΑΜΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Με στόχο την σταδιακή πλήρη αποδέσμευση μας από την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, και έναν νέο πραγματικό διεθνισμό που θεμελιώνεται στην αλληλεγγύη.
Έτσι μόνο ο λαός μας, έχοντας  ορθοποδήσει  από την σημερινή λαίλαπα, θα μπορούσε να προχωρήσει στην συστημική αλλαγή που θα επιλέξει, η όποια θα μπορούσε  να είναι και μια πραγματική (Περιεκτική) Δημοκρατία που θα εξασφάλιζε την ίση κατανομή πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής  δύναμης μεταξύ όλων των πολιτών.
-Πρωτοβουλία Χαλκιδέων για την δημιουργία
 Μετώπου για την Κοινωνική και Εθνική απελευθέρωση
 
- ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΗΝ  ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ