*ο όρος πραγματικό aναφέρεται στο "πραγματικό" όπως το εννόησε και ανέπτυξε ο Ζακ Λακάν
Το κραχ
Η εκτόξευση των τιμών (φούσκα) των κατοικιών στις ΗΠΑ οδήγησε σε μία ραγδαία
εξάπλωση στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου, από 9% των συνολικών στεγαστικών
το 2003 σε 24% το 2007, σε κατηγορίες νοικοκυριών που υπό κανονικές συνθήκες
δεν θα έπρεπε να έχουν δανειοδοτηθεί.Τα δάνεια υψηλού ρίσκου (subprime) με μόνη εγγύηση την αναμενόμενη αύξηση
στην τιμή της κατοικίας αποτελούσαν το υπόβαθρο δημιουργίας, δομημένων
προϊόντων που αγοράστηκαν από κερδοσκοπικά κεφάλαια (hedge funds), ασφαλιστικές
εταιρείες, επενδυτικές τράπεζες εντός και εκτός των ΗΠΑ. Η αγορά των subprime
στηρίχτηκε στο φθηνό χρήμα. Με την έναρξη του ανοδικού επιτοκιακού κύκλου, όλο
και περισσότεροι δανειολήπτες δεν ήταν πλέον σε θέση να εκπληρώσουν τις
υποχρεώσεις τους.
Η κρίση αυτή οδήγησε σε κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς οι τράπεζες είχαν δανείσει υπερβολικά ποσά, τα οποία στη συνέχεια είχαν παιχτεί στις διεθνείς αγορές με τη μορφή παραγώγων κ.λπ. Η κρίση, λοιπόν, μετεξελίχτηκε σε τραπεζική. Από την τραπεζική κρίση περάσαμε γρήγορα σε κρίση της οικονομίας, σε ύφεση, λόγω της κατάρρευσης των εξαγωγών, της συρρίκνωσης της ζήτησης. Συνέβη, δηλαδή, ένα ντόμινο παγκοσμίως. Αυτά γίνονταν γύρω στο 2008-2009. Τότε, τονίζει ο Κώστας Λαπαβίτσας, παρενέβη το κράτος παγκοσμίως για να αποτρέψει τα χειρότερα, δηλαδή την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος αλλά και την περαιτέρω γιγάντωση της ύφεσης. Παρενέβη διασώζοντας τις τράπεζες και τονώνοντας τη ζήτηση. Αυτό όντως είχε θετικά αποτελέσματα για σύντομο χρονικό διάστημα. Οι τράπεζες σώθηκαν, σχετικά γρήγορα μάλιστα αποκαταστάθηκε και η κερδοφορία τους, και η ζήτηση κρατήθηκε σε λογικά επίπεδα. Τουλάχιστον δεν κατέρρευσε συνολικά.
Το αποτέλεσμα, όμως, άρχισε να διαφαίνεται προς το τέλος του 2009, με την εμφάνιση της δημοσιονομικής κρίσης, ακριβώς γιατί το κράτος είχε παρέμβει για να λειτουργήσει πυροσβεστικά, ξοδεύοντας έτσι τεράστια χρηματικά ποσά τα οποία και δημιούργησαν ή διόγκωσαν ελλείμματα και δημόσια χρέη. Η δημοσιονομική κρίση, η οποία εμφανίζεται σε πολλά μέρη στον κόσμο, έλαβε οξύτατες μορφές στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό, δηλαδή, που άρχισε να ζει η Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως η περιφέρεια ήταν η δημοσιονομική κρίση, η οποία αποτελούσε την τελική φάση της παγκόσμιας κρίσης που ξεκίνησε το 2007. Το λεγόμενο κραχ όμως δεν είναι η αιτία, παρά το αποτέλεσμα, το ξέσπασμα της κρίσης. Τι λοιπόν δημιούργησε αυτήν την κρίση που βιώνουμε σήμερα;
Πιθανότατα κάποιοι έχουν δίκιο και κάποιοι άλλοι άδικο, ή μπορεί να μην ισχύει τίποτα από τα παραπάνω…Ίσως όμως να ισχύουν τα περισσότερα, αν όχι όλα τους. Δηλαδή μήπως τελικά δεν πρόκειται για απλά μια αιτία αλλά για ένα σύνολο παραγόντων και καταλυτών που συνθέτουν μια πολυδιάστατη αιτία στο πλαίσιο μιας έτσι κι αλλιώς πολύπλοκης πραγματικότητας;
Ας κάνουμε λοιπόν μια προσπάθεια σύνθεσης του πάζλ που δημιουργείται αν θεωρήσουμε πως όλοι οι παραπάνω ισχυρισμοί/αιτιάσεις ισχύουν: Ας πάρουμε τα αίτια απ’ το μεγαλύτερο στο μικρότερο (από άποψη χωροχρονική).
Όταν όμως όλη η κοινωνία λειτουργεί έτσι ώστε συγκεκριμένα ιδιωτικά κεφάλαια να αυγατίζουν κάτι δεν πάει καλά. Έτσι έχουμε ως αποτέλεσμα την "αθλιότητα του καπιταλισμού". Πρόκειται ουσιαστικά για ένα σύστημα-ζούγκλα, που το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό και το μεγαλύτερο κεφάλαιο απορροφά το μικρότερο. Ο οικονομικός δαρβινισμός είναι η τέλεια φράση για να το χαρακτηρίσουμε: αυτός που επιτυγχάνει τη συσσώρευση επιβραβεύεται, εκείνος όμως που δεν τα καταφέρνει χάνεται.
Ιστορικά, ο καπιταλισμός απελευθέρωσε τεράστιες παραγωγικές δυνάμεις, τις οποίες και ο ίδιος ο Μαρξ θαύμασε. Από τον 16ο αιώνα που σημειώνεται η ανάπτυξη καπιταλιστικών οικονομικών σχέσεων μέχρι σήμερα η ανθρωπότητα έχει κάνει θαύματα. Λίγοι όμως έχουν χαρεί αυτά τα θαύματα καθώς το αποδοτικότατο αυτό σύστημα ήτανε ιδιαίτερα "μεροληπτικό" και το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας καταδικάστηκε σε φτώχεια και αθλιότητα.
Πρόκειται επίσης για ένα ασταθές κι εύθραυστο σύστημα καθώς είναι γεμάτο από "σκαμπανεβάσματα" με την έννοια ότι οι κρίσεις και οι υφέσεις αποτελούν… καθημερινότητα για αυτό. Είναι γεγονός ότι από το 1800 κι έπειτα κρίσεις και υφέσεις σημειώθηκαν κατά τόπους: το 1825, το 1847, το 1857, το 1873, το 1929, το 1973, το 1979, το 1987, το 1990, το 1994, το 1997/8, το 2001, το 2008. Πρόκειται για αυτό που ονομάζεται από πολλούς οικονομολόγους ως φάση Β του κύκλου Κοντράτιεφ. Οι κύκλοι Κοντράτιεφ (που αντλούν το όνομά τους από τον Ρώσο οικονομολόγο Κοντράτιεφ) κινούνται με μια φάση ανόδου (φάση Α) και μια φάση καθόδου (φάση Β) της οικονομίας, μέσης διάρκειας 25-30 εως 50 χρόνων η κάθε μια. Στις φάσεις ανόδου αντιστοιχούν περίοδοι ανάπτυξης νέων μονοπωλιακών προϊόντων και αύξησης μισθών. Οι φάσεις καθόδου χαρακτηρίζονται από την πτώση των τιμών λόγω του ανταγωνισμού και τη μείωση των μισθών (και παράλληλα της ζήτησης) για τη διατήρηση του κέρδους του παραγωγού, και, μεταξύ άλλων, από υπερκεφαλαιοποίηση και μείωση των συναλλαγών.
Αυτή η εναλλαγή κινούταν "ομαλά" μέχρι τη δεκαετία του 1970 οπότε το σύστημα έφτασε στα όριά του, καθώς η παραγωγή έπαψε σταδιακά να αποδίδει τα δέοντα κέρδη. Πρόκειται για αυτό που λέμε μείωση του ποσοστού κέρδους, σε σημείο όμως καμία επένδυση να μην αξίζει καθώς το κέρδος που θα απέφερε να είναι αμελητέο. Όλο αυτό απείλησε το ίδιο το θεμέλιο του συστήματος: τη συσσώρευση κεφαλαίου.
Πιο συγκεκριμένα, πέντε είναι κατά τον Βάλερσταιν, τα βασικά έξοδα της παραγωγής:
α) οι μισθοί
β) οι φόροι
γ) οι υποδομές
δ) οι πρώτες ύλες
ε) η διαχείριση των απορριμμάτων/αποβλήτων
Οι μισθοί (αναφερόμενοι και ως μεταβλητό κεφάλαιο) είναι μια συνάρτηση πολλών παραγόντων, όπως είναι κυρίως η οργανωμένη "πάλη" ανάμεσα σε παραγωγούς κι εργαζόμενους μέσω συνδικαλιστικών οργάνων, η σχετική εργατική νομοθεσία (εργατικό δίκαιο), η κατάσταση της οικονομίας και το μέγεθος του εφεδρικού στρατού (ομάδων, όπως οι άνεργοι ή οι μετανάστες, που λόγω της ανάγκης τους για εργασία δέχονται χαμηλότερους μισθούς με αποτέλεσμα να αναγκάζουν τον διαπραγματευόμενο μισθωτό να ρίξει τις απαιτήσεις του) κ.α. Το θέμα είναι όμως πως οι μισθοί μοιραία τείνουν προς επαύξηση λόγω της πολιτικής και συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργατών. Η απάντηση των παραγωγών ήταν η μετακίνηση τους σε ζώνες με πιο "φθηνά εργατικά χέρια". Εκεί δηλαδή όπου η βιομηχανική καθυστέρηση είχε ως αποτέλεσμα μεγάλα τμήματα πληθυσμού να βλέπουν μια σημαντική αύξηση στο εισόδημά τους με τους χαμηλούς μισθούς που τους δίνονταν (που σίγουρα ήταν μεγαλύτεροι απ' όσα κέρδη τους απέφερε η αγροτική απασχόληση). Όμως παγκοσμίως τέτοιες ζώνες έχουν σχεδόν εξαντληθεί καθώς σταθερά, το πολύ σε 20-30 χρόνια οι εργάτες οργανώνονται και αρχίζουν να διεκδικούν την αύξηση του μισθού τους.
Το ζήτημα των μισθών αποτελεί μια εγγενή αντίφαση του καπιταλισμού γιατί ενώ από τη μια αποτελούν ένα σημαντικό έξοδο των παραγωγών, που διαχρονικά επιδιώκουν τη μείωσή του προκειμένου να αυξηθεί το κέρδος τους, απ' την άλλη τροφοδοτούν την κατανάλωση καθώς ανάλογα με το μέγεθός τους τόσο μπορεί να τα καταναλώσει τα προϊόντα της παραγωγής ο μισθωτός. Όταν όμως λόγω της συμπίεσης των μισθών δεν υπάρχει κατανάλωση τα προϊόντα λιμνάζουν με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται ή να επιβραδύνεται ο κύκλος του κεφαλαίου (Χ-ΠΚ-Π-Χ+κ)
Έπειτα οι φόροι είναι ένα επίσης σημαντικό έξοδο. Αν εξετάσουμε σε βάθος χρόνου τους φόρους που πληρώνουμε, υπάρχει μια σταθερή αυξητική τάση σε αυτούς. Αυτό αφ' ενός γιατί γινόμαστε σταθερά όλο και περισσότεροι (ποσοτικός παράγοντας). Κι αφ' ετέρου γιατί η συνεχής ανάπτυξη της τεχνολογίας ανεβάζει διαρκώς τα κόστη της υγείας, της παιδείας και κυρίως των συστημάτων κι εξοπλισμών ασφαλείας (ποιοτικός παράγοντας). Όλα αυτά πληρώνονται με λεφτά των φορολογούμενων με αποτέλεσμα η πραγματική φορολόγηση να αυξάνεται διαρκώς.
Τέλος οι υποδομές (γέφυρες, δρόμοι, αεροδρόμια, λιμάνια), η φροντίδα των πρώτων υλών και η διαχείριση των απορριμμάτων είναι κόστη τα οποία οι παραγωγοί φορτώνουν στους άλλους. Το κράτος φροντίζει για τις υποδομές. Το κόστος της αχόρταγης κι ασχεδίαστης εξάντλησης των πόρων (βλέπε πχ υλοτόμηση από τον Αμαζόνιο αδιαφορώντας για το περιβάλλον) το φορτώνονται οι πολίτες ενώ το κόστος της διαχείρισης των απορριμμάτων επίσης το αναλαμβάνει το κράτος καθώς οι παραγωγοί σπάνια φροντίζουν πραγματικά γι' αυτά ενώ συνήθως τα παρατάνε όπου ...βολέψει (σε ποτάμια και δημόσια οικόπεδα). Στο βαθμό που ασκούνται πιέσεις (λόγω της κρατικής πολιτικής, της οικολογικής συνείδησης κλπ) στους παραγωγούς να συμβάλλουν στην κάλυψη των παραπάνω στοιχείων, το συνολικό τους κέρδος μειώνεται. Όλα αυτά τα κόστη ανέβαιναν τη δεκαετία του 1970 σε σημείο απελπιστικό για τους παραγωγούς.
Η λύση στην πτώση του ποσοστού κέρδους πήρε δύο όψεις:
Από τη μια είχαμε την οικονομική στροφή στο χρηματοπιστωτικό σύστημα κι απ' την άλλη την πολιτική στροφή στο νεοφιλελευθερισμό.
Ο νεοφιλελευθερισμός, το "κακό πρόσωπο του
καπιταλισμού" (σε αντιδιαστολή με τον καπιταλισμό «με ανθρώπινο πρόσωπο»
όπως αποκαλούταν στα πλαίσια της κευνσιανής πολιτικής) πρεσβεύει ότι ο
καπιταλισμός έχει υποστεί διάφορες στρεβλώσεις λόγω της κρατικής παρέμβασης
στην οικονομία και επιζητεί την επιστροφή στον καθαρό φιλελεύθερο καπιταλισμό
του Άνταμ Σμιθ. Όταν το κράτος δεν επηρεάζει τη λειτουργία της οικονομίας, αυτή
βρίσκει από μόνη της το δρόμο της και με ένα αόρατο χέρι, σαν εκείνο για το
οποίο έκανε λόγο ο Άνταμ Σμιθ, ρυθμίζονται όλα (οι τιμές, οι μισθοί κλπ) όπως
πρέπει. Η συνταγή για την επίτευξη μιας τέτοιας κατάστασης είναι σύμφωνα με τη
Ναόμι Κλάιν η ακόλουθη:
- Οι κυβερνήσεις πρέπει να καταργήσουν όλους τους κανόνες και τις ρυθμίσεις που εμποδίζουν τη συσσώρευση κερδών.
- Οφείλουν επίσης να πουλήσουν τη δημόσια περιουσία σε ιδιωτικές εταιρείες, ώστε να την εκμεταλλευτούν επικερδώς.
- Πρέπει να προβούν σε δραματικές περικοπές των κοινωνικών προγραμμάτων.
- Αν είναι αναγκαίο να υπάρχουν φόροι, πρέπει να είναι χαμηλοί, ενώ πλούσιοι και φτωχοί πρέπει να φορολογούνται με βάση μια ενιαία φορολογική κλίμακα.
- Οι εταιρείες πρέπει να είναι ελεύθερες να πουλούν τα προϊόντα τους παντού σε όλον τον κόσμο ενώ οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να προστατεύουν τις εγχώριες βιομηχανίες ή την εγχώρια ιδιοκτησία.
- Όλες οι τιμές και οι μισθοί οφείλουν να καθορίζονται από την αγορά ( δίχως να υπάρχει κατώτατος μισθός ή οποιοδήποτε άλλο όριο).
Ήταν ουσιαστικά η προσπάθεια να μειωθούν τα κόστη της παραγωγής: μείωση του αναδιανέμοντος πλεονάσματος μέσω συμπίεσης των μισθών και περικοπών στο κράτος πρόνοιας, ανάληψη από το κράτος βασικών εξόδων των εταιρειών, άρση κάθε περιορισμού στην κίνηση των κεφαλαίων. Όλα αυτά προκειμένου να δοθεί λύση στην πτώση του ποσοστού κέρδους. Πάντως ενώ βραχυπρόθεσμα πράγματι οι νεοφιλελεύθεροι κατάφεραν να μειώσουν τους μισθούς και τα έξοδα για το κοινωνικό κράτος, αυτά αποδείχθηκαν πάγιες τάσεις με αποτέλεσμα τη μεσοπρόθεσμη αποτυχία του να δώσει λύση στο πρόβλημα της πτώσης του ποσοστού κέρδους.
Αυτή λοιπόν η πτυχή του καπιταλισμού επικράτησε αντί του κευνσιανού μοντέλου
από τη δεκαετία του 1970 κι έπειτα. Η αρχή έγινε στις χώρες της Λατινικής
Αμερικής με ναυαρχίδα τη Χιλή του Πινοσέτ. Το γεγονός ότι η πρώτη του εμφάνιση
ήταν προϊόν στρατιωτική επιβολής σημαίνει πολλά (βλέπε Χιλή, Ινδονησία,
Αργεντινή, Βραζιλία). Σταδιακά ο
νεοφιλελευθερισμός απέκτησε ισχυρά ερείσματα. Έτσι ήρθε η Θάτσερ στην Αγγλία
και ο Ρήγκαν στην Αμερική και σιγά σιγά εξαπλώθηκε στις περισσότερες χώρες του
κόσμου.
Η επικράτηση λοιπόν του νεοφιλελευθερισμού οδήγησε στη δημιουργία μεγάλων ανισοτήτων, κόστισε τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, καταδίκασε δισεκατομμύρια σε φτώχεια και περιθωριοποίηση, κατέστρεψε οικονομίες (και κοινωνίες) ολόκληρες, Όλα αυτά στο βωμό του επιπλέον πλουτισμού των ήδη πλουσίων. Έτσι επέτεινε τη προαναφερθείσα δομική αντίφαση του καπιταλισμού, η οποία και επεδιώχθη να αντιμετωπιστεί με το κεϋνσιανό μοντέλο κράτους πρόνοιας: μειώνοντας επιπλέον την οικονομική δύναμη των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων μειώθηκε και η αγοραστική τους δύναμη, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να καταναλώνουν όσα πρέπει ώστε να έχουν όσο κέρδος θα ήθελαν οι κεφαλαιοκράτες. «Μπορείς να εξακολουθείς να μεταφέρεις εισόδημα από την εργασία στο κεφάλαιο χωρίς να έχεις πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και σε περιβάλλον έλλειψης συνολικής ζήτησης. Αυτό έχει συμβεί. Νομίζαμε ότι οι αγορές αυτορυθμίζονται. Δεν το κάνουν. Το άτομο μπορεί να σκεφτεί λογικά. Οι εταιρίες για να επιβιώσουν και να ευημερήσουν, μπορούν να πιέσουν το κόστος εργασίας όλο και περισσότερο προς τα κάτω, αλλά το κόστος εργασίας είναι το εισόδημα και η κατανάλωση κάποιου άλλου» σύμφωνα με τον οικονομολόγο Nouriel Roubini. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίστηκε με τρία μέσα σύμφωνα με τον Richard Wolff: "ο κόσμος άρχισε να δουλεύει περισσότερο σε παραπάνω από μια δουλειές, άρχισαν να εργάζονται και οι γυναίκες και οι έφηβοι και βεβαίως δόθηκε πίστωση". Το τελευταίο ήταν και το πιο αποτελεσματικό μέσο. Η κατανάλωση στηρίχθηκε στο δανεισμό: ιδιωτικό και κρατικό.
Πολλοί πιστεύουν ότι για την κρίση του 2008 ευθύνεται αποκλειστικά το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο και διαχωρίζουν από τον καπιταλισμό. Κι όμως αυτά τα δύο δεν ξεχωρίζουν. Αντίθετα ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι λογική συνέπεια της ανάπτυξης του καπιταλισμού. Είναι η αναζήτηση του κέρδους πέρα από την παραγωγή. «Η τράπεζα και η πίστη γίνονται το ισχυρότερο μέσο για την επέκταση της καπιταλιστικής παραγωγής πέραν από τα ίδια της τα όρια και ένας από τους ενεργότερους φορείς των κρίσεων και της κερδοσκοπίας» (Μαρξ, Κεφάλαιο 3ος τόμος)
Οι μεγάλες εταιρείες έκαναν επενδύσεις με βάση τα κέρδη τους (που έφθαναν και περίσσευαν) με αποτέλεσμα να μην χρειάζονται δάνεια. Έτσι οι τράπεζες στράφηκαν στα νοικοκυριά. Άρχισαν λοιπόν να παραχωρούν δάνεια σε αυτά, πολλές φορές μάλιστα με καθαρά κερδοσκοπικές προθέσεις γνωρίζοντας ότι οι δανειζόμενοι δεν ήταν σε θέση να καλύψουν τα χρέη τους. Στον χρηματοπιστωτικό τομέα μπήκαν έτσι και οι απλοί εργαζόμενοι αρχικά ως δανειζόμενοι και στη συνέχεια ως μετέχοντες στο Χρηματιστήριο κι αγοράζοντας μετοχές, ομόλογα, παράγωγα και άλλα παρόμοια.Η αποτελεσματικότητά του όμως το καταδίκασε σε υπερβολική χρήση με αποτέλεσμα εν έτει 2011 σχεδόν όλα τα νοικοκυριά στις περισσότερες χώρες να χρωστάνε κάπου.
Όπως προελέχθη η υπερδιόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα οφείλεται και στον νεοφιλελευθερισμό όχι όμως μόνο λόγω του γεγονότος ότι το δάνειο έγινε…τρόπος ζωής, αλλά και εξαιτίας της φτώχειας και της ανεργίας που είχαν προκληθεί, καθώς κι επειδή άρθηκαν οι περισσότεροι περιορισμοί του (κερδοσκοπικού) κεφαλαίου που είχαν θεσπιστεί μετά το κραχ του ‘29.
Ενδεικτικά:
-Στις 15 Αυγούστου 1971, η κυβέρνηση Νίξον ανακοίνωσε την αναστολή της γνωστής Συμφωνίας του Μπρέτον Γούντς (1944) που καθόριζε τις συναλλαγματικές ισοτιμίες διεθνώς, συνδέοντας συγχρόνως το δολάριο ως κυρίαρχο νόμισμα με τα αποθέματα σε χρυσό της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ. «Η απόφαση αυτή των Αμερικανών, να εγκαταλείψουν το «χρυσό κανόνα» της μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό, οδήγησε, σταδιακά στην πλήρη απελευθέρωση του κεφαλαίου από τους συναλλαγματικούς ελέγχους. Η ενέργεια αυτή είχε ως συνέπεια να αυξηθεί εντυπωσιακά και ανεξέλεγκτα η ροή υπερεθνικών κεφαλαίων, χωρίς κανέναν περιορισμό από τις κεντρικές τράπεζες, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για ιδιαίτερα ριζοσπαστικά μέτρα χρηματοπιστωτικής απελευθέρωσης, προϊόν της οποίας είναι και η περιώνυμη παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, λέξη-κλειδί του νεοφιλελεύθερου οικονομικού λόγου από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80 και εντεύθεν. Η μετατόπιση του επενδυτικού ενδιαφέροντος του κεφαλαίου από τη βιομηχανική παραγωγή στον χρηματοοικονομικό τομέα, το λεγόμενο «U-Turn», με στόχο την εξασφάλιση γρήγορου και υψηλού κέρδους, οδήγησε στην «υπερ-χρηματιστική οικονομία» με κυρίαρχο το κερδοσκοπικό κεφάλαιο.» υπογραμμίζει ο ομότιμος καθηγητής Ζήσης Παπαδημητρίου.
-Στις 12 Νοεμβρίου του 1999, ο πρόεδρος Κλίντον υπέγραφε την πράξη κατάργησης του Glass-Steagall Act αίροντας τους περιορισμούς που αντιμετώπιζαν οι τράπεζες στην επέκταση των δραστηριοτήτων τους και απελευθερώνοντας πλήρως το τραπεζικό σύστημα. Glass-Steagall ονομαζόταν ο νόμος που πέρασε το Αμερικανικό κογκρέσο το 1933 μετά από την κατάρρευση της αγοράς το ‘29. Ο νόμος αυτός κάλυπτε πολλά πράγματα αλλά βασικό χαρακτηριστικό ήταν να ξεχωρίσουν οι τράπεζες από τις επενδυτικές τράπεζες. Αν δηλαδή ήσουν χρηματιστηριακή εταιρεία, δεν μπορούσες να δέχεσαι καταθέσεις. Επίσης αν ήσουν τράπεζα, δεν μπορούσες να πουλάς μετοχές. Ο λόγος που το έκαναν αυτό ήταν διότι, το 1929, η μόχλευση για μετοχές ήταν περίπου στο 10!!! Σήμερα είναι 50% του συνόλου. Ήθελαν δηλαδή να περιορίσουν την μόχλευση από την μεριά των επενδυτών και να μην επιτρέψουν στις επενδυτικές τράπεζες να βάλουν χέρι σε καταθέσεις. Τον Νοέμβριο λοιπόν του 1999 πέρασε το Gramm-Leach-Bliley Act, που αναιρεί το Glass-Steagall. Μετά από περίπου 70 χρόνια, οι τράπεζες θα μπορούσαν να αγοράσουν (και επίσημα, διότι είχαν γίνει ορισμένες θεωρητικά παράνομες εξαγορές ακόμα και πριν το 99) επενδυτικές τράπεζες και μπορούσαν να προσφέρουν όλες τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες κάτω από το ίδιο μαγαζί.
-Στις 28 Απριλίου του 2004 5 μέλη του SEC των ΗΠΑ συνταθήκανε με όλες τις μεγάλες τράπεζες της Wall Street για να ακούσουν εκκλήσεις για άρση των περιορισμών που είχαν οι τράπεζες όσο αναφορά πόση μόχλευση (χρέος) μπορεί αν έχουν. Οι τράπεζες ήθελαν να υπάρξει εξαίρεση για τις επενδυτικές τους τράπεζες ,έτσι ώστε να μπορούν να αναλάβουν (οι επενδυτικές τράπεζες) μεγάλο χρέος και στη συνέχεια αυτά τα κεφάλαια να πάνε στην μητρική εταιρεία έτσι ώστε αυτοί να επενδύσουν σε default swaps, στεγαστικά ομόλογα και άλλα εξωτικά επενδυτικά προϊόντα. Μεταξύ των προσώπων που ήταν σε αυτή την συνάντηση ήταν και ο Henry Pauslon (για λογαριασμό της Goldman Sachs) που δυο χρόνια αργότερα έγινε υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ. Μέσα σε δυο μήνες η απόφαση ήταν και οριστική και οι μεγάλες επενδυτικές τράπεζες είχαν πλέον την δυνατότητα να δανειστούν και να μοχλευτούν μέχρι τον λαιμό και ακόμα πάρα πέρα.Πέραν, δηλαδή, από την αναίρεση του Glass-Steagall, οι αρχές επέτρεψαν τις επενδυτικές τράπεζες να αναλάβουν πολύ μεγάλο ρίσκο και επιπλέον ο έλεγχος από την επιτροπή κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (για πολλούς και διάφορους λόγους) ήταν ανεπαρκής.
«Η μετατόπιση λοιπόν του επενδυτικού ενδιαφέροντος από την πραγματική οικονομία στο χρηματοπιστωτικό τομέα ενίσχυσε το ρόλο των τραπεζών στους κόλπους της παγκόσμιας οικονομίας, οι οποίες, προκειμένου να ανταποκριθούν στις συνθήκες άγριου ανταγωνισμού και για να εξασφαλίσουν αστρονομικά κυριολεκτικά κέρδη, προέβησαν στη δημιουργία και προώθηση παντός είδους νέων τραπεζικών προϊόντων, όπως παράγωγα κι ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια (subprimes). Δάνεια σε «hedge-funds» που χρηματοδοτούσαν μέσω μόχλευσης, με ελάχιστα ίδια κεφάλαια και πολλά τραπεζικά δάνεια κλπ.., με τα οποία κερδοσκοπούσαν ασύστολα, μέσω της τιτλοποίησης χρεών του κλάδου των ακινήτων, σε βάρος των νοικοκυριών που αδυνατούσαν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, όπως συνέβη στις ΗΠΑ, όπου και ξέσπασε πρώτα η κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, Έτσι φθάσαμε σε σημείο μόλις το 8% του παγκόσμιου χρήματος να ανταποκρίνεται στην πραγματική οικονομία.» τονίζει ο ομότιμος καθηγητής Ζήσης Παπαδημητρίου.
Ενδεικτικός είναι ο παρακάτω πίνακας
Έτσι άρχισε σταδιακά η επικυριαρχία του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολο της οικονομίας αλλά και της πολιτικής. Για παράδειγμα οι δυο μεγαλύτερες γερμανικές τράπεζες, η Deutsche Bank και η Commerzbank, μαζί έχουν 120% του ΑΕΠ της Γερμανίας ολόκληρης και η BNP Paribas, η μεγαλύτερη γαλλική τράπεζα, έχει 140% του Γαλλικού ΑΕΠ. Έτσι τα κράτη έχοντας ανάγκη από ρευστό είναι ως ένα σημείο λογικό να εξυπηρετούν τα συμφέροντα τέτοιων μεγαθηρίων.
Το κράτος παρέδωσε στην οικονομία σχεδόν κάθε τομέα της εξουσίας του επιτρέποντας την εμπορευματοποίηση κάθε είδους κοινωνικού αγαθού μέσω των αχαλίνωτων ιδιωτικοποιήσεων κι αφήνοντας το κερδοσκοπικό κεφάλαιο ανεξέλεγκτο κι αφορολόγητο. Οι πλέον υπερδυνάμεις είναι τεράστια τραπεζικά και επενδυτικά ιδρύματα διαπλεκόμενα με οίκους αξιολόγησης και πολυεθνικές.
Ως εκ τούτου οι λεγόμενες αγορές επιβάλλονται στις εθνικές πολιτικές. Έτσι στήνεται ένα σκηνικό, κατά το οποίο οι προαναφερθείσες δυνάμεις κερδίζουν από παντού.
Όμως, η πολιτική της αχαλίνωτης απορρύθμισης που ήταν και το κύριο χαρακτηριστικό της εποχής και της ανοχής της χρηματιστικής κερδοσκοπίας, προκάλεσε τελικά σοβαρές οικονομικές κρίσεις, αρχικά με την ασιατική κρίση του 1998, αργότερα με την κρίση στην Λατινική Αμερική και τελικά με την έντονη κρίση που παρουσιάστηκε στις ΗΠΑ με το σκάσιμο της φούσκας των εταιριών που κινούνταν στην πρωτοπόρα τότε αγορά των υπολογιστών (dot-com). Η ανάκαμψη, που ακολούθησε τα παραπάνω, στηρίχθηκε στη δημιουργία μιας τεράστιας στεγαστικής φούσκας που φτιάχτηκε μέσω των στεγαστικών δανείων υψηλού ρίσκου (subprime) και οδήγησε στη μαζική αποσταθεροποίηση του συστήματος. Ενός συστήματος που παραμένει βαριά πληγωμένο από την πιστωτική κρίση που εμφανίστηκε αρχικά το 2007 και συνεχίζει να διαπερνά την αμερικάνικη και παγκόσμια οικονομία, χωρίς να διαφαίνεται κάπου το τέλος της.
Ζούμε λοιπόν σε μια
ενωμένη Ευρώπη, τα σύνορα είναι ανοιχτά και οι μετακινήσεις κι οι μεταφορές πιο
εύκολες, οι ευρωπαϊκοί πολιτισμοί έρχονται πιο κοντά, συνεργάζονται και
αίρονται οι προκαταλήψεις, τα κράτη ενισχύονται από κονδύλια κι επιδοτήσεις με
στόχο την ανάπτυξή τους, ανάπτυξη οικονομική και πολιτιστική, τα δικαιώματα, οι
ελευθερίες και η δημοκρατία έχουν κατοχυρωθεί και προασπίζονται σε πανευρωπαϊκό
επίπεδο. Ακόμα κι αν δεχθούμε ότι ισχύουν τα παραπάνω η Ευρωπαϊκή
Ένωση και η Ευρωζώνη μπορούν να θεωρηθούν επίσης υπεύθυνες για την κατάσταση
της Ελλάδας.
Από τη μια η Ευρωπαϊκή Ένωση χτίσθηκε πάνω σε ξεκάθαρα νεοφιλελεύθερες αρχές επιβραβεύοντας για την εφαρμογή τους με κονδύλια: συνθήκες όπως του Μάαστριχτ και της Μπολόνια επιβάλλουν την ιδιωτικοποίηση των πάντων και την πλήρη απελευθέρωση των κεφαλαίων: όλα αυτά βεβαίως λειτούργησαν υπέρ των ισχυρών χωρών του άξονα που μπόρεσαν να επιβληθούν οικονομικά εις βάρος εκείνων της περιφέρειας.
Απ’ την άλλη η ευρωζώνη χτίσθηκε επίσης προβληματικά. Πρώτα απ’ όλα «υπάρχει μια μεγάλη θεσμική αντίφαση ανάμεσα στην ενιαία νομισματική πολιτική: υπάρχει μία κεντρική τράπεζα, ακολουθείται ίδια νομισματική πολιτική, δίνεται ίδιο επιτόκιο για όλους, και παρ’ όλα αυτά συναντάμε μια πολυδιάσπαση της δημοσιονομικής πολιτικής. Δεκαέξι κράτη, το καθένα με το δικό του τρόπο να αντιμετωπίσει τις δημόσιες δαπάνες. Αυτή η αντίφαση εμφανίζεται σ’ όλα τα επίπεδα και στο επίπεδο των αποφάσεων, αλλά και στο επίπεδο των αγορών. [...] Δεκαέξι είναι στην ουσία (οι χρηματοπιστωτικές αγορές), οπότε το κάθε κράτος αντιμετωπίζεται με διαφορετικό τρόπο.» τονίζει ο καθηγητής οικονομικών Κώστας Λαπαβίτσας. Επομένως ούτε η Ευρώπη μπορεί να ασκεί δημοσιονομική πολιτική ούτε το κάθε κράτος νομισματική πολιτική. Είναι όμως ευρέως γνωστό ότι αυτές οι δύο πολιτικές είναι εκ των πιο αποτελεσματικών «όπλων» απέναντι στις κρίσεις και στην ύφεση. Στη περίπτωσή μας λοιπόν απαιτείται ένας δίχως υπερβολή τέλειος συντονισμός αυτών των δύο πολιτικών, κάτι που δεν το βλέπουμε να συμβαίνει καθώς ο καθένας, Ευρώπη κι Ελλάδα, έχουν διαφορετικές προτεραιότητες. Γενικότερα δεν μπορεί να υπάρξει μόνον οικονομική ένωση κι όχι πολιτική αφ’ ενός λόγω της απόκλισης συμφερόντων κι αφ’ ετέρου λόγω της αναμενόμενης αποτελεσματικότητας, εφόσον δεχόμαστε ότι η οικονομία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής. Αποφάσεις της πρώτης θα πρέπει απαραίτητα να στηρίζονται και να συμπληρώνονται από εκείνες της δεύτερης.
Το ευρώ λειτούργησε εκβιαστικά. Αποτέλεσε το ίδιο έναν κοινωνικό εκβιασμό προφανώς γιατί μην έχοντας μια χώρα τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής δεν μπορεί να αποκτήσει οικονομική ευλυγισία με κανέναν άλλο τρόπο πέρα απ’ τη μείωση της αξίας της εργασίας. Μόνο δηλαδή με εσωτερικές υποτιμήσεις μπορεί μια ευρώ-χώρα να γίνει πιο ανταγωνιστική. Κάτι που η Γερμανία και οι βόρειες χώρες άρχισαν να κάνουν ήδη πριν από το ευρώ. Αντίθετα στις χώρες του νότου για διάφορους λόγους (κοινωνικούς, ιστορικούς, πολιτικούς, ίσως και συγκυριακούς) κάτι τέτοιο δεν συνέβη, οι, ήδη χαμηλοί στις περισσότερες περιπτώσεις, μισθοί δεν μειώθηκαν στο βαθμό που επέβαλλαν οι συνθήκες υψηλής ανταγωνιστικότητας. (Η ταξική μεροληψία του ευρώ μεταφράζεται και σε θεσμική μεροληψία όπως φάνηκε από το γεγονός ότι, όταν βρέθηκαν οι τράπεζες σε κρίση το 2008-2009, ο Ζ.Κ Τρισέ, ο πρόεδρος της ΕΚΤ, ήταν ξεκάθαρος: επ’ ουδενί έπρεπε να αφεθούν οι τράπεζες να χρεοκοπήσουν. Όταν, όμως, τα κράτη βρέθηκαν σε δυσκολία, τέλος του 2009- 2010, εκεί τηρεί ρόλο παρατηρητή η ΕΚΤ κι αυτό το κάνει συνεχώς την τελευταία δεκαετία. Σε κάθε δύσκολη στιγμή στηρίζει τις τράπεζες, στηρίζει το ιδιωτικό κεφάλαιο, αλλά όχι το δημόσιο. Δεν πρόκειται επομένως για την Ευρώπη των λαών παρά για την Ευρώπη των κεφαλαίων.)
Έτσι το ευρωπαϊκό κέντρο έγινε ακόμα πιο ανταγωνιστικό από την περιφέρεια, και με την είσοδο στην κοινή αγορά του ευρώ αυτό μεταφράστηκε με πλεονάσματα στο ισοζύγιο συναλλαγών στο κέντρο, και δη στο λεγόμενο γαλλο-γερμανικό άξονα, και αντίστοιχα ελλείμματα στις χώρες της περιφέρειας.
Η ελληνική οικονομία έχει τις χαμηλότερες εξαγωγές ως ποσοστό επί του ΑΕΠ (8% το 2002, ενώ 10% το 2000 και το 1990 και 13% το 1980) και χαμηλή και φθίνουσα σχέση ως ποσοστό επί των εισαγωγών (36% το 2002, ενώ 39% το 2000, 42% το 1990 και 49% το 1980) στην ΕΕ-15.Το ελληνικό εμπορικό ισοζύγιο είναι σταθερά αρνητικό και διευρύνεται, ακόμη και για τα αγροτικά προϊόντα, που κατέχουν τη 2η θέση, μετά τα βιομηχανικά προϊόντα, στην κλαδική διάρθρωση των ελληνικών εξαγωγών. Αντίθετα οι εισαγωγές αυξήθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Η μεγάλη πληγή στο έλλειμμα του εμπορικού αγροτικού ισοζυγίου είναι τα κτηνοτροφικά προϊόντα. Το 2010 η αξία των εισαγωγών για κρέατα και παρασκευάσματα κρέατος έφτασε το 1,085 δισ. ευρώ και οι εξαγωγές ήταν μόνο 56,7 εκατ. ευρώ… Στα γαλακτοκομικά προϊόντα και στα αυγά η αξία των εισαγωγών ήταν το 2010 770,7 εκατ. Ευρώ. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα ότι μέσα στη δεκαετία 2000-2010 ο αριθμός των αγελαδοτρόφων μειώθηκε κατά 63,5%! Από 12.402 που ήταν το 2000 έφτασαν να είναι μόλις 4.623 το 2010. Φυσικά από τη μέση βγήκαν οι μικροί και μεσαίοι παραγωγοί αγελαδινού γάλακτος. Για εισαγωγές δημητριακών δαπανήθηκαν το 2010 541,5 εκατ. ευρώ. Το έλλειμμα για τα δημητριακά στο εμπορικό αγροτικό ισοζύγιο ήταν το 2010 250 εκατ. ευρώ. Πριν την αναθεώρηση της ΚΑΠ το 1992 το γεωργικό εμπορικό ισοζύγιο στα δημητριακά ήταν πλεονασματικό.
Η κρίση των τελευταίων χρόνων μπορεί να σταμάτησε την αύξηση της ζήτησης και φρέναρε τις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, όμως το ποσό που δαπανάται είναι σε κάθε περίπτωση δυσθεώρητο. Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, που επεξεργάστηκαν οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, το 2009 η αξία των εισαγωγών ήταν 6,498 δισ. ευρώ και το 2010 ήταν 6,304 δισ. ευρώ. Δηλαδή, υπήρξε μια μικρή μείωση της τάξης του 3%.
Η χώρα, μια χώρα που ένα χρόνο πριν την είσοδό της στην ΕΟΚ το 1980 είχε πλεόνασμα στο αγροτικό ισοζύγιο περί τα 9 δισ. δραχμές, άρχισε να αποκτά ελλείμματα και τα εισαγόμενα αγροτικά προϊόντα να υποκαθιστούν τα ντόπια. Το αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών μας επιλογών ήταν το 2010 το αγροτικό εμπορικό ισοζύγιο, να παρουσιάζει έλλειμμα 3 δισ. ευρώ!!!
Να σημειωθεί ότι το 1990 το έλλειμμα ήταν στα 152,2 εκατ. δρχ., (446.660 ευρώ) και το 2002 1,7 δισ. ευρώ, ενώ το 2006 έφτασε τα 2,1 δισ. ευρώ. Όσο για την αξία των εισαγωγών το 1990 ήταν 559,2 εκατ. δρχ. δηλαδή 1.641.085 ευρώ, το 2002 το ποσό έφτασε τα 4,7 δισ. ευρώ και το 2006 τα 5,9 δισ. ευρώ.
Χαρακτηριστικός είναι ο πίνακας εισαγωγών κι εξαγωγών της Γερμανίας στην Ελλάδα.
Έτσι η Ελλάδα έχασε άλλη μια σημαντική πηγή εσόδων, τις εξαγωγές. Όλα αυτά δυσχεραίνουν την αντιμετώπιση του χρέους, όχι μόνο λόγω της μεγάλης μείωσης των πάλαι πότε εσόδων από τις εξαγωγές κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικών ελληνικών προϊόντων ούτε λόγω της αντικατάστασης των χρημάτων αυτών από νέα δανεικά. «Καθώς η αξία του κληρονομηθέντος δημόσιου χρέους παραμένει αμετάβλητη, αυτό δημιουργεί μια θεμελιώδη αντίφαση στο πλαίσιο της στρατηγικής της εσωτερικής υποτίμησης: Όσο περισσότερο οι χώρες μειώνουν τους μισθούς και το κόστος, για να γίνουν πιο ανταγωνιστικές και να αυξήσουν τις εξαγωγές τους, τόσο βαρύτερο γίνεται το χρέους τους σε σχέση με το ΑΕΠ. Αυτή η αύξηση του βάρους του χρέους απαιτεί, με τη σειρά της, περισσότερες περικοπές των δημοσίων δαπανών και αύξηση των φόρων για την εξυπηρέτηση του χρέους. Και πάλι, αυτό απαιτεί μια επιπλέον εσωτερική υποτίμηση, γεγονός που αυξάνει περαιτέρω το βάρος του χρέους και ούτω καθεξής. Έτσι οδηγούμαστε σε έναν φαύλο κύκλο ύφεσης. Συνεπώς, η προσπάθεια βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας (με οποιοδήποτε κόστος) με στόχο την περαιτέρω αύξηση των ελληνικών εξαγωγών δεν θα είναι παρά μόνον μια πύρρειος νίκη, δηλαδή μια νίκη πολύ δαπανηρή για το βιοτικό επίπεδο και την εγχώρια κατανάλωση.» τονίζει ο καθηγητής Οικονομικών Μωυσής Σιδηρόπουλος.
Υπάρχει απ’ την άλλη η μομφή ότι το ευρώ αποτελεί έναν δούρειο ίππο του νεοφιλελευθερισμού στη χώρας μας, με την έννοια ότι συνέβαλε στην πλήρη ένταξη της ελληνικής οικονομίας στην ευρωπαϊκή, συνέδραμε στην άρση κάθε εμποδίου στην ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και όξυνε τον ανταγωνισμό. Δεν έχουν άδικο. Και τα αποτελέσματα είναι σε γενικές γραμμές ολέθρια. Ο τραπεζικός κι ο εφοπλιστικός τομέας ευνοήθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό από αυτό. Tο ευρώ δεν ήταν καθόλου καταστροφικό για τις τράπεζες που μπορούσαν να το φθηνό δανεισμό για να τροφοδοτήσουν μια καταναλωτική και στεγαστική φούσκα, για τις πολυεθνικές εταιρίες που μπορούσαν να αποκτήσουν εισαγωγική διείσδυση, για τις επιχειρήσεις που επεδίωκαν επέκταση στα Βαλκάνια διαθέτοντας «ισχυρό νόμισμα», για τα εύπορα κοινωνικά στρώματα που ήθελαν απρόσκοπτα να κάνουν επενδύσεις ή καταθέσεις στο εξωτερικό. Ούτε ήταν καταστροφικό για τους εργοδότες που εκμεταλλεύτηκαν την έκθεση στο διεθνή ανταγωνισμό ως μοχλό για να επιδεινώσουν τις συνθήκες εργασίας και να συμπιέσουν το πραγματικό κόστος εργασίας. Αντίθετα όμως οι υπόλοιποι εκτέθηκαν στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό, ενώ τεράστια ελληνικά κεφάλαια απέδρασαν από την Ελλάδα δίχως να σημειωθεί αντίστοιχη εισροή ξένων κεφαλαίων.
Τέλος, το ευρώ
είναι ένα σκληρό νόμισμα. Καμία η σχέση του με την πάλαι ποτέ δραχμή. Όμως η
ισχύς του νομίσματος μιας χώρας βασίζεται κατά κύριο λόγο στην ισχύ της
οικονομίας της. Είναι λοιπόν η δυναμική της ελληνικής οικονομίας αντίστοιχη της
δυναμικής του ευρώ; Προφανώς όχι. Μοιάζει με την περίπτωση της Αργεντινής η
οποία προσπάθησε να ισοσταθμήσει το πέσος με το δολάριο, κίνηση που απέβη
τελικά μοιραία.
Τρεις (επίσης) λέξεις συνοδεύουν το Ελληνικό κράτος απ’ τη γέννησή του το 19ο αιώνα και (πιο συγκεκριμένα) περιγράφουν και τις σχέσεις μεταξύ των παραπάνω υποκειμένων αλλά και απέναντι στο ξένο παράγοντα: χρέος-διαφθορά-πελατειακές σχέσεις.
Όσον αφορά στο πρώτο, όλοι γνωρίζουμε λίγο πολύ για τα "φιλελληνικά" δάνεια για τις ανάγκες πρώτα του πολέμου κι έπειτα της οργάνωσης των επαναστατημένων περιοχών σε κράτος. Πέρα απ’ το γεγονός ότι τα δάνεια αυτά είχαν μεγάλα επιτόκια, τα δανεισθέντα ποσά έφθασαν μισά στη χώρα λόγω των… «μεσαζόντων» που υπεξαίρεσαν προκλητικά μεγάλα ποσά. Αυτό βέβαια συνεχίστηκε δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο όπου η νεοσύστατη Ελλάδα δανειζόταν συνεχώς για να αποπληρώσει εγκαίρως τα τεράστια για το μέγεθος της οικονομίας της χρέη. Έτσι το κράτος οδηγήθηκε σε διαδοχικές πτωχεύσεις και εθνικές ταπεινώσεις που οδηγούσαν στην εξαθλίωση του λαού αλλά και στην εξάρτηση του ελληνικού κράτους από τα εθνικά και διεθνή οικονομικά κέντρα ισχύος. Ο φαύλος κύκλος του χρέους συνεχίστηκε και τον 20ο αιώνα και φθάνει μέχρι σήμερα.
Παράλληλα με όλα αυτά είχαμε μια πολιτική τάξη της οποίας τα…αιώνια μέλη έταζαν ρουσφέτια για όταν με την ψήφο του λαού θα αποκτούσαν την κρατική εξουσία. Ανταγωνίζονταν λοιπόν για τη νομή του κράτους προκειμένου όταν την αποκτήσουν να "δωροδοκήσουν" τους ψηφοφόρους και να διαιωνίσουν τη θέση τους. Έτσι αναπτύχθηκαν πελατειακές σχέσεις οι οποίες αποτέλεσαν θεμέλιο της κοινωνικής και πολιτικής υπόστασης της Ελλάδας. Απ’ την άλλη δε υπήρχε και ο βασιλιάς, ο διαχρονικός τοποτηρητής των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων στην Ελλάδα.
Οι πατριαρχικές/προκαπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις σε συνδυασμό με τους μοντέρνους για την εποχή κοινοβουλευτικούς θεσμούς, την καθολική ψήφο και την αστική δημοκρατία θεωρούνται από πολλούς η βασική αιτία για την ανάπτυξη των σχέσεων αυτών. Επομένως ουδεμία κουβέντα για ανάπτυξη με την ευρεία του όρου έννοια, παρά μόνο διαφθορά, διαπλοκή και κακοδιαχείριση. Αυτά οδήγησαν σε μια ανορθολογική οικοδόμηση του κράτους. Ενός κράτους γραφειοκρατικού και αντιπαραγωγικού χτισμένου μόνο πάνω στις ιδέες του ελληνισμού και της ορθοδοξίας. Παράλληλα με την εξυπηρέτηση του ιδίου συμφέροντος η πολιτική τάξη φάνηκε ιδιαίτερα δεκτική στις απαιτήσεις του ξένου παράγοντα απ’ τη χώρα μας αλλά και στις απαιτήσεις των ντόπιων πλουσίων οι οποίοι ήθελαν να διατηρηθούν στην κορυφή της κοινωνικοοικονομικής πυραμίδας της Ελλάδας. Αρχικά βεβαίως οι ίδιοι ταυτίστηκαν με την πολιτική τάξη. Κοντολογίς ήταν οι ίδιοι η πολιτική τάξη. Κυρίως μετά τις αρχές του 20ού αιώνα άρχισαν να διαχωρίζονται διακριτά, οπότε και η πολιτική τάξη απέκτησε περισσότερο ενδιάμεσο ρόλο. Μέχρι τότε επίσης οι πλούσιοι επιτελούσαν μια διαφορετική λειτουργία. Λειτουργούσαν επικουρικά στην εξυπηρέτηση των ξένων και σαφώς ισχυρότερων (εθνικών και διεθνών) συμφερόντων με αντάλλαγμα τη διατήρηση της τοπικής τους ισχύος.
Βγαίνοντας από τη δίνη του β’ παγκοσμίου πολέμου δόθηκε στο κατεστραμμένο Ελληνικό κράτος η ευκαιρία να αλλάξει αυτήν την κατάσταση. Αντ' αυτού η ηγεσία του διατήρησε τις προϋπάρχουσες δομές και αντί να προσπαθήσει να κάνει αμέσως μια νέα αρχή με τη συνδρομή όλων των Ελλήνων με στόχο την ανάπτυξη και την πρόοδο, βάλθηκε σε έναν σκληρό εμφύλιο πόλεμο που πέρα από τα κόστη σε ζωές και τις υλικές ζημιές καταδίκασε τον ελληνικό λαό σε μια διχόνοια σαράντα χρόνων, στην ύπαρξη πολιτών β’ κατηγορίας (ποιος λαός ευημερεί οικονομικά όταν δεν «ευημερεί» και κοινωνικά;) και το έστρεψε στην αγκαλιά πρώτα της Αγγλίας και ύστερα των ΗΠΑ. Έτσι η Ελλάδα μπήκε από νωρίς στην ψυχροπολεμική λογική. Η Αμερική με το σχέδιο Μάρσαλ εξασφάλισε στην Ελλάδα χρήματα τα οποία υποτίθεται θα πήγαιναν στην ανόρθωση νέων κοινωνικών δομών, στην επανεκκίνηση της οικονομίας και στη εκβιομηχάνισή της. Αντίθετα όμως τα λεφτά αυτά αφ’ ενός χρησιμοποιήθηκαν για την επιβολή των αμερικανικών συμφερόντων στην Ελληνική πολιτική, πολλές φορές με καθαρούς εκβιασμούς, (μάλιστα οι Αμερικάνοι ναρκοθέτησαν στην πραγματικότητα κάθε προσπάθεια εκβιομηχάνισης, ακόμα και πολιτικών που και ιδεολογικά συνέκλιναν μαζί τους και είχαν συνεργασθεί στο παρελθόν όπως ο Μαρκεζίνης, ώστε η Ελλάδα να μην απεξαρτηθεί ποτέ οικονομικά από το εξωτερικό και να συνεχίσει να εισάγει ό,τι χρειάζεται) , κι αφ’ ετέρου ένα πολύ μεγάλο μέρος τους σπαταλήθηκε σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Έτσι η λιγοστή ανάπτυξη που γνώρισε το ελληνικό κράτος ήταν στον αγροκτηνοτροφικό τομέα. Η Ελλάδα δεν μπόρεσε να αποκτήσει ισχυρή βιομηχανική οικονομία παρά τις ευνοϊκές συνθήκες που υπήρχαν την εικοσαετία 1950-70, κατά την οποία η «δύση», μέρος της οποίας ήταν και η Ελλάδα, ευημερούσε και είχε σχεδόν μόνιμα θετικούς όλους της τους δείκτες.
Με όλα αυτά λοιπόν οι υπάρχουσες δομές του ελληνικού κράτους δεν άλλαξαν. Οι πελατειακές σχέσεις εξακολούθησαν να παίζουν κυρίαρχο ρόλο, η διαφθορά και η διαπλοκή κυριαρχούσαν και το χρέος συνεχώς μεγάλωνε. Οι ρίζες επομένως φτάνουν πολύ πιο μακριά από τη μεταπολίτευση.
Όσον αφορά στο χρέος, εκεί απλώς η ελληνική κοινωνία ακολούθησε το διεθνές σύστημα. Δεν είναι τυχαίο πως η μεγάλη εκτίναξή του συνέπεσε με μια παγκόσμια κρίση χρέους (τη δεκαετία του '80) Πλέον ΟΛΑ λειτουργούσαν με βάση το δανεισμό. Το ίδιο έκανε λοιπόν και το ελληνικό κράτος. Εν προκειμένω όμως η κατάσταση επιβαρύνθηκε από εγγενή χαρακτηριστικά όπως οι πελατειακές σχέσεις και η διαφθορά και βεβαίως το μοιραίο αποτέλεσμά τους που λέγεται κακοδιαχείριση. Μια ακόμα διαφορά ήταν βεβαίως ότι στην περίπτωσή μας ο δανεισμός ήταν κρατικός και έπειτα με τη μορφή παροχών έφτανε στους πολίτες. Αντίθετα στα περισσότερα δυτικά κράτη κυριάρχησε ο ιδιωτικός δανεισμός απ’ τις τράπεζες. Ως εκ τούτου προφανώς «ζούσαμε με παραπάνω απ’ όσα είχαμε», μόλο που δεν ήμασταν η εξαίρεση παρά ο κανόνας. Όλοι ζούσαν με παραπάνω απ' ό,τι στην πραγματικότητα είχαν.
Τίθεται πάντα το ερώτημα για το ποιες είναι οι ευθύνες του λαού για όλα αυτά. Τα φάγαμε όλοι μαζί, όπως προβοκατόρικα τόνισε ο Θόδωρος Πάγκαλος; Βεβαίως ο ελληνικός λαός συναίνεσε με αρκετούς τρόπους σε αυτήν την κατάσταση. Με την ψήφο, με το ρουσφέτι, με την ανοχή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως δύο πολύ βασικά πράγματα. Πρώτα απ’ όλα το τι πήρε ο καθένας. Πήρε άραγε ο ελληνικός λαός τα ίδια με τα άλλα δύο υποκείμενα: την πολιτική τάξη και τους «πλουσίους»; Δεν υπάρχει κάποιος που να το πιστεύει στα σοβαρά, τουλάχιστον χωρίς να έχει συμφέρον να το πιστεύει. Οι μίζες αλλά και οι επιπτώσεις από την κακοδιαχείριση (τα "διαφυγόντα κέρδη") της πρώτης απ' τη μια και οι σκανδαλώδεις φοροαπαλλαγές του μεγάλου κεφαλαίου, οι αδιαφανείς κι απευθείας αναθέσεις έργων, οι υπερτιμολογήσεις έργων και άλλα τόσα των δεύτερων απ' την άλλη μετριούνται μόνο με δισεκατομμύρια. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο λαός ουκ ολίγες φορές αντέδρασε. Επαναστάτησε το 1843, το 1862 και το 1910. Πήρε τα βουνά το ‘41-‘44 και ξαναπολέμησε το ‘46-‘49, βγήκε στους δρόμους το 34 με 35 ,το 73 το 2010 και το 2012. Σίγουρα βέβαια θα έπρεπε να κάνει περισσότερα, όπως όμως και κάθε λαός θα όφειλε.
Πρόλογος
Είναι δεδομένο πως για να μπορέσει να αντιμετωπιστεί
μια, κατά κοινή ομολογία, προβληματική κατάσταση θα πρέπει πρώτα να ανιχνευθεί
το πρόβλημα. Εν προκειμένω βρισκόμαστε παγκοσμίως σε μια υφεσιακή κατάσταση
μετά την κρίση του 2008 από την οποία δεν μπορούμε να βγούμε. Αντιθέτως οι
πολιτικές προς την αντιμετώπιση της ύφεσης που ακολουθούνται μοιάζουν και είναι
οικονομικά άτοπες, κοινωνικά άδικες και στην πραγματικότητα επιδεινώνουν την
κατάσταση. Έχουμε όμως εξακριβώσει ποιες είναι οι αιτίες της κρίσης που μας
ταλανίζει τα τελευταία χρόνια; το προβληματικό εκείνο στοιχείο που διατάραξε
την ομαλή πορεία των κοινωνικών πραγμάτων; Μόνον εφόσον το ανιχνεύσουμε θα
μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά την κατάσταση.
Προβλέψεις για χρεοκοπία της Ελλάδας, απειλές για έξοδο από την ευρωζώνη,
δυσοίωνες οικονομικές εκτιμήσεις, ανικανοποίητες αγορές, υποβαθμίσεις, συνεχής
άνοδος των spreads, μέτρα λιτότητας, μέτρα ,μέτρα, φόροι και χαράτσια…ύφεση,
ανεργία, φτώχεια, αγανάκτηση…..
Αυτές οι λέξεις συνοψίζουν πιθανότατα όλη τη μετά-μνημόνιο εποχή.
Δίχως να αρνούμαστε τις εγγενείς αδυναμίες του Ελληνικού κράτους, είναι
πλέον σε όλους γνωστό και παραδεδεγμένο ότι η ελληνική δημοσιονομική κρίση όχι
μόνο δεν είναι η μοναδική δημοσιονομική κρίση, καθώς πάμπολλα κράτη αντιμετωπίζουν
παρόμοια προβλήματα, αλλά κι ότι αντλεί τις ρίζες της από κάτι πιο γενικό, κάτι
μεγαλύτερο κι ευρύτερο από την ελληνική οικονομία.
Το κραχ
Όλα ξεκίνησαν από τη λεγόμενη παγκόσμια οικονομική κρίση που εκδηλώθηκε στις
ΗΠΑ όταν έσκασε η φούσκα στα ακίνητα, η οποία είχε γιγαντιαίες διαστάσεις, πολύ
μεγαλύτερες από άλλες φούσκες ακινήτων στο εξωτερικό. Η φούσκα των ακινήτων σε
πολλές περιοχές των ΗΠΑ (την περίοδο 2000-2006 οι τιμές αυξήθηκαν πάνω από
100%) διευκόλυνε την υπέρ-κατανάλωση (μέσω δανεισμού βασισμένου στην αυξημένη
αξία των ακινήτων) και αποτέλεσε τη βασική... «πηγή» της κρίσης.
Η εκτόξευση των τιμών (φούσκα) των κατοικιών στις ΗΠΑ οδήγησε σε μία ραγδαία
εξάπλωση στεγαστικών δανείων υψηλού κινδύνου, από 9% των συνολικών στεγαστικών
το 2003 σε 24% το 2007, σε κατηγορίες νοικοκυριών που υπό κανονικές συνθήκες
δεν θα έπρεπε να έχουν δανειοδοτηθεί.Τα δάνεια υψηλού ρίσκου (subprime) με μόνη εγγύηση την αναμενόμενη αύξηση
στην τιμή της κατοικίας αποτελούσαν το υπόβαθρο δημιουργίας, δομημένων
προϊόντων που αγοράστηκαν από κερδοσκοπικά κεφάλαια (hedge funds), ασφαλιστικές
εταιρείες, επενδυτικές τράπεζες εντός και εκτός των ΗΠΑ. Η αγορά των subprime
στηρίχτηκε στο φθηνό χρήμα. Με την έναρξη του ανοδικού επιτοκιακού κύκλου, όλο
και περισσότεροι δανειολήπτες δεν ήταν πλέον σε θέση να εκπληρώσουν τις
υποχρεώσεις τους.Η κρίση αυτή οδήγησε σε κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς οι τράπεζες είχαν δανείσει υπερβολικά ποσά, τα οποία στη συνέχεια είχαν παιχτεί στις διεθνείς αγορές με τη μορφή παραγώγων κ.λπ. Η κρίση, λοιπόν, μετεξελίχτηκε σε τραπεζική. Από την τραπεζική κρίση περάσαμε γρήγορα σε κρίση της οικονομίας, σε ύφεση, λόγω της κατάρρευσης των εξαγωγών, της συρρίκνωσης της ζήτησης. Συνέβη, δηλαδή, ένα ντόμινο παγκοσμίως. Αυτά γίνονταν γύρω στο 2008-2009. Τότε, τονίζει ο Κώστας Λαπαβίτσας, παρενέβη το κράτος παγκοσμίως για να αποτρέψει τα χειρότερα, δηλαδή την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος αλλά και την περαιτέρω γιγάντωση της ύφεσης. Παρενέβη διασώζοντας τις τράπεζες και τονώνοντας τη ζήτηση. Αυτό όντως είχε θετικά αποτελέσματα για σύντομο χρονικό διάστημα. Οι τράπεζες σώθηκαν, σχετικά γρήγορα μάλιστα αποκαταστάθηκε και η κερδοφορία τους, και η ζήτηση κρατήθηκε σε λογικά επίπεδα. Τουλάχιστον δεν κατέρρευσε συνολικά.
Το αποτέλεσμα, όμως, άρχισε να διαφαίνεται προς το τέλος του 2009, με την εμφάνιση της δημοσιονομικής κρίσης, ακριβώς γιατί το κράτος είχε παρέμβει για να λειτουργήσει πυροσβεστικά, ξοδεύοντας έτσι τεράστια χρηματικά ποσά τα οποία και δημιούργησαν ή διόγκωσαν ελλείμματα και δημόσια χρέη. Η δημοσιονομική κρίση, η οποία εμφανίζεται σε πολλά μέρη στον κόσμο, έλαβε οξύτατες μορφές στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό, δηλαδή, που άρχισε να ζει η Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως η περιφέρεια ήταν η δημοσιονομική κρίση, η οποία αποτελούσε την τελική φάση της παγκόσμιας κρίσης που ξεκίνησε το 2007. Το λεγόμενο κραχ όμως δεν είναι η αιτία, παρά το αποτέλεσμα, το ξέσπασμα της κρίσης. Τι λοιπόν δημιούργησε αυτήν την κρίση που βιώνουμε σήμερα;
Οι κύριες αφηγήσεις
Τίποτα δεν λέγεται στην τύχη, αυτό είναι δεδομένο: πάντα έχει
σημασία τι πιστεύει ο κόσμος. Επομένως ένας καλός τρόπος να ξεκινήσουμε την
αναζήτησή μας είναι να ακούσουμε τις κύριες αφηγήσεις για το τι επιτέλους
φταίει. Υπάρχουν λοιπόν πάμπολλες θεωρίες και εξηγήσεις για το τι πραγματικά
συμβαίνει και για το πώς φθάσαμε εδώ ως κόσμος γενικότερα κι ως Ελλάδα
ειδικότερα.
- Υπάρχει λοιπόν μια αφήγηση σύμφωνα με την οποία ο Έλληνας είναι εκ γενετής τεμπέλης και επιρρεπής στη διαφθορά. Έτσι έχτισε ένα κράτος που πήρε αυτά τα στοιχεία του, προϊόν κακοδιαχείρισης και στηριζόμενο με δανεικά κι αγύριστα. Όταν δε έσκασε η μεγάλη τρικυμία (βλέπε κρίση του 2008) αυτό άρχισε να βυθίζεται.
- Απ’ την άλλη είναι κάποιοι που πιστεύουν πως για όλα φταίει ο ξένος παράγων. Είτε το εννοούν πως έρχονται οι ξένοι μετανάστες και μας παίρνουν τις δουλειές προκαλώντας ανεργία και ύφεση με αποτέλεσμα μια αδύναμη οικονομία, είτε πως κάποιες έξωθεν ομάδες επιβουλεύονται επιχειρώντας κερδοσκοπικές επιθέσεις εναντίον της Ελλάδας.
- Μια άλλη αφήγηση λέει πως φταίει ο νεοφιλελευθερισμός: ο οποίος εφαρμόζεται ουσιαστικά στην Ελλάδα από την εποχή του Μητσοτάκη (ούτε ο σοσιαλιστής Σημίτης αντιστάθηκε, ούτε ο λαϊκός Καραμανλής, ούτε ο πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς Παπανδρέου) και πως η κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί αντίστοιχα μόνο με μια κεϋνσιανή κοινωνική πολιτική που θα αυξήσει τη ζήτηση και την κατανάλωση και θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας.
- Υπάρχει βεβαίως και η αφήγηση που ορμώμενη από τη μορφή με την οποία ξέσπασε η κρίση, το γεγονός δηλαδή πως αυτή ήταν χρηματοπιστωτική, ανιχνεύει την αιτία της στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στην υπερδιόγκωσή του και στην έλλειψη σοβαρού ελέγχου του από κράτη και διεθνείς θεσμούς.
- Κάποιοι άλλοι αναζητούν και βρίσκουν τις αιτίες της κατάστασης που βρισκόμαστε στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και κυρίως στη δομή της νομισματικής ένωσης.
- Τέλος είναι και κάποιοι που θεωρούν την κρίση αυθεντικό αποτέλεσμα της ομαλής λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος (αν και η λέξη δεν ακούγεται εύηχα σε κάποια αυτιά, όπως λέει και ο Μπρωντέλ, «όταν τη διώχνεις πάντα αυτή επιστρέφει»)
Πιθανότατα κάποιοι έχουν δίκιο και κάποιοι άλλοι άδικο, ή μπορεί να μην ισχύει τίποτα από τα παραπάνω…Ίσως όμως να ισχύουν τα περισσότερα, αν όχι όλα τους. Δηλαδή μήπως τελικά δεν πρόκειται για απλά μια αιτία αλλά για ένα σύνολο παραγόντων και καταλυτών που συνθέτουν μια πολυδιάστατη αιτία στο πλαίσιο μιας έτσι κι αλλιώς πολύπλοκης πραγματικότητας;
Ας κάνουμε λοιπόν μια προσπάθεια σύνθεσης του πάζλ που δημιουργείται αν θεωρήσουμε πως όλοι οι παραπάνω ισχυρισμοί/αιτιάσεις ισχύουν: Ας πάρουμε τα αίτια απ’ το μεγαλύτερο στο μικρότερο (από άποψη χωροχρονική).
Καπιταλισμός λοιπόν
Δεν χρειάζονται πολλές συστάσεις. Πρόκειται για
ένα κοινωνικό σύστημα που εμφανίστηκε τα τέλη του 16ου
αιώνα στην Ευρώπη και έκτοτε έχει επεκταθεί σε όλον τον κόσμο. Βασίζεται στην
αέναη συσσώρευση κεφαλαίων ("πόρων προς αυγάτισμα") με μοναδικό στόχο
το συνεχές κέρδος. Για την ακρίβεια η πορεία του κεφαλαίου είναι η εξής:
Το (αρχικό)Χρήμα μετατρέπεται σε Παραγωγικό Κεφάλαιο {αυτό που λέμε παραγωγή, που αποτελείται από το σταθερό (δομές, μηχανήματα) και το μεταβλητό κεφάλαιο(εργάτες)} το οποίο παράγει Εμπορεύματα που πωλούνται στην αγορά επιφέροντας στον παραγωγό/κεφαλαιούχο το αρχικό Χρήμα+ κέρδος (Χ-ΠΚ-Π-Χ+κ).Σύμφωνα με το Μαρξ εκείνο που προκαλεί το επιπρόσθετο κέρδος είναι η υπερεργασία των εργατών στο επίπεδο της παραγωγής, το γεγονός δηλαδή πως εργάζονται για παραπάνω χρόνο απ’ όσο πληρώνονται. Διαφορετικά στα πλαίσια της ανταλλαγής προϊόντων ο παραγωγός θα λάμβανε στο τέλος του κύκλου προϊόντα ίσης αξίας με εκείνα που έδωσε: με αποτέλεσμα να δίνει το αρχικό Χ και στο τέλος του κύκλου να λαμβάνει πίσω πάλι το αρχικό Χ και τίποτα παραπάνω. Δεδομένου όμως ότι τα προϊόντα δεν "παράγουν αξία", το μόνο στοιχείο του κύκλου που μπορεί να "παράξει αξία" είναι η εργατική δύναμη. Αυτή η επιπλέον αξία που παράγει ο εργάτης και την καρπώνεται ο παραγωγός προκειμένου να έχει τελικό πρόσθετο κέρδος ονομάζεται υπεραξία. Αυτή λοιπόν η κυκλική διαδικασία αποτελεί την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, στην οποία και βασίζεται το σύστημα.
Όταν όμως όλη η κοινωνία λειτουργεί έτσι ώστε συγκεκριμένα ιδιωτικά κεφάλαια να αυγατίζουν κάτι δεν πάει καλά. Έτσι έχουμε ως αποτέλεσμα την "αθλιότητα του καπιταλισμού". Πρόκειται ουσιαστικά για ένα σύστημα-ζούγκλα, που το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό και το μεγαλύτερο κεφάλαιο απορροφά το μικρότερο. Ο οικονομικός δαρβινισμός είναι η τέλεια φράση για να το χαρακτηρίσουμε: αυτός που επιτυγχάνει τη συσσώρευση επιβραβεύεται, εκείνος όμως που δεν τα καταφέρνει χάνεται.
Ιστορικά, ο καπιταλισμός απελευθέρωσε τεράστιες παραγωγικές δυνάμεις, τις οποίες και ο ίδιος ο Μαρξ θαύμασε. Από τον 16ο αιώνα που σημειώνεται η ανάπτυξη καπιταλιστικών οικονομικών σχέσεων μέχρι σήμερα η ανθρωπότητα έχει κάνει θαύματα. Λίγοι όμως έχουν χαρεί αυτά τα θαύματα καθώς το αποδοτικότατο αυτό σύστημα ήτανε ιδιαίτερα "μεροληπτικό" και το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας καταδικάστηκε σε φτώχεια και αθλιότητα.
Πρόκειται επίσης για ένα ασταθές κι εύθραυστο σύστημα καθώς είναι γεμάτο από "σκαμπανεβάσματα" με την έννοια ότι οι κρίσεις και οι υφέσεις αποτελούν… καθημερινότητα για αυτό. Είναι γεγονός ότι από το 1800 κι έπειτα κρίσεις και υφέσεις σημειώθηκαν κατά τόπους: το 1825, το 1847, το 1857, το 1873, το 1929, το 1973, το 1979, το 1987, το 1990, το 1994, το 1997/8, το 2001, το 2008. Πρόκειται για αυτό που ονομάζεται από πολλούς οικονομολόγους ως φάση Β του κύκλου Κοντράτιεφ. Οι κύκλοι Κοντράτιεφ (που αντλούν το όνομά τους από τον Ρώσο οικονομολόγο Κοντράτιεφ) κινούνται με μια φάση ανόδου (φάση Α) και μια φάση καθόδου (φάση Β) της οικονομίας, μέσης διάρκειας 25-30 εως 50 χρόνων η κάθε μια. Στις φάσεις ανόδου αντιστοιχούν περίοδοι ανάπτυξης νέων μονοπωλιακών προϊόντων και αύξησης μισθών. Οι φάσεις καθόδου χαρακτηρίζονται από την πτώση των τιμών λόγω του ανταγωνισμού και τη μείωση των μισθών (και παράλληλα της ζήτησης) για τη διατήρηση του κέρδους του παραγωγού, και, μεταξύ άλλων, από υπερκεφαλαιοποίηση και μείωση των συναλλαγών.
Αυτή η εναλλαγή κινούταν "ομαλά" μέχρι τη δεκαετία του 1970 οπότε το σύστημα έφτασε στα όριά του, καθώς η παραγωγή έπαψε σταδιακά να αποδίδει τα δέοντα κέρδη. Πρόκειται για αυτό που λέμε μείωση του ποσοστού κέρδους, σε σημείο όμως καμία επένδυση να μην αξίζει καθώς το κέρδος που θα απέφερε να είναι αμελητέο. Όλο αυτό απείλησε το ίδιο το θεμέλιο του συστήματος: τη συσσώρευση κεφαλαίου.
Πιο συγκεκριμένα, πέντε είναι κατά τον Βάλερσταιν, τα βασικά έξοδα της παραγωγής:
α) οι μισθοί
β) οι φόροι
γ) οι υποδομές
δ) οι πρώτες ύλες
ε) η διαχείριση των απορριμμάτων/αποβλήτων
Οι μισθοί (αναφερόμενοι και ως μεταβλητό κεφάλαιο) είναι μια συνάρτηση πολλών παραγόντων, όπως είναι κυρίως η οργανωμένη "πάλη" ανάμεσα σε παραγωγούς κι εργαζόμενους μέσω συνδικαλιστικών οργάνων, η σχετική εργατική νομοθεσία (εργατικό δίκαιο), η κατάσταση της οικονομίας και το μέγεθος του εφεδρικού στρατού (ομάδων, όπως οι άνεργοι ή οι μετανάστες, που λόγω της ανάγκης τους για εργασία δέχονται χαμηλότερους μισθούς με αποτέλεσμα να αναγκάζουν τον διαπραγματευόμενο μισθωτό να ρίξει τις απαιτήσεις του) κ.α. Το θέμα είναι όμως πως οι μισθοί μοιραία τείνουν προς επαύξηση λόγω της πολιτικής και συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργατών. Η απάντηση των παραγωγών ήταν η μετακίνηση τους σε ζώνες με πιο "φθηνά εργατικά χέρια". Εκεί δηλαδή όπου η βιομηχανική καθυστέρηση είχε ως αποτέλεσμα μεγάλα τμήματα πληθυσμού να βλέπουν μια σημαντική αύξηση στο εισόδημά τους με τους χαμηλούς μισθούς που τους δίνονταν (που σίγουρα ήταν μεγαλύτεροι απ' όσα κέρδη τους απέφερε η αγροτική απασχόληση). Όμως παγκοσμίως τέτοιες ζώνες έχουν σχεδόν εξαντληθεί καθώς σταθερά, το πολύ σε 20-30 χρόνια οι εργάτες οργανώνονται και αρχίζουν να διεκδικούν την αύξηση του μισθού τους.
Το ζήτημα των μισθών αποτελεί μια εγγενή αντίφαση του καπιταλισμού γιατί ενώ από τη μια αποτελούν ένα σημαντικό έξοδο των παραγωγών, που διαχρονικά επιδιώκουν τη μείωσή του προκειμένου να αυξηθεί το κέρδος τους, απ' την άλλη τροφοδοτούν την κατανάλωση καθώς ανάλογα με το μέγεθός τους τόσο μπορεί να τα καταναλώσει τα προϊόντα της παραγωγής ο μισθωτός. Όταν όμως λόγω της συμπίεσης των μισθών δεν υπάρχει κατανάλωση τα προϊόντα λιμνάζουν με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται ή να επιβραδύνεται ο κύκλος του κεφαλαίου (Χ-ΠΚ-Π-Χ+κ)
Έπειτα οι φόροι είναι ένα επίσης σημαντικό έξοδο. Αν εξετάσουμε σε βάθος χρόνου τους φόρους που πληρώνουμε, υπάρχει μια σταθερή αυξητική τάση σε αυτούς. Αυτό αφ' ενός γιατί γινόμαστε σταθερά όλο και περισσότεροι (ποσοτικός παράγοντας). Κι αφ' ετέρου γιατί η συνεχής ανάπτυξη της τεχνολογίας ανεβάζει διαρκώς τα κόστη της υγείας, της παιδείας και κυρίως των συστημάτων κι εξοπλισμών ασφαλείας (ποιοτικός παράγοντας). Όλα αυτά πληρώνονται με λεφτά των φορολογούμενων με αποτέλεσμα η πραγματική φορολόγηση να αυξάνεται διαρκώς.
Τέλος οι υποδομές (γέφυρες, δρόμοι, αεροδρόμια, λιμάνια), η φροντίδα των πρώτων υλών και η διαχείριση των απορριμμάτων είναι κόστη τα οποία οι παραγωγοί φορτώνουν στους άλλους. Το κράτος φροντίζει για τις υποδομές. Το κόστος της αχόρταγης κι ασχεδίαστης εξάντλησης των πόρων (βλέπε πχ υλοτόμηση από τον Αμαζόνιο αδιαφορώντας για το περιβάλλον) το φορτώνονται οι πολίτες ενώ το κόστος της διαχείρισης των απορριμμάτων επίσης το αναλαμβάνει το κράτος καθώς οι παραγωγοί σπάνια φροντίζουν πραγματικά γι' αυτά ενώ συνήθως τα παρατάνε όπου ...βολέψει (σε ποτάμια και δημόσια οικόπεδα). Στο βαθμό που ασκούνται πιέσεις (λόγω της κρατικής πολιτικής, της οικολογικής συνείδησης κλπ) στους παραγωγούς να συμβάλλουν στην κάλυψη των παραπάνω στοιχείων, το συνολικό τους κέρδος μειώνεται. Όλα αυτά τα κόστη ανέβαιναν τη δεκαετία του 1970 σε σημείο απελπιστικό για τους παραγωγούς.
Η λύση στην πτώση του ποσοστού κέρδους πήρε δύο όψεις:
Από τη μια είχαμε την οικονομική στροφή στο χρηματοπιστωτικό σύστημα κι απ' την άλλη την πολιτική στροφή στο νεοφιλελευθερισμό.
Νεοφιλελευθερισμός
Ο Μίλτον Φρίντμαν, γκουρού του νεοφιλελευθερισμού |
- Οι κυβερνήσεις πρέπει να καταργήσουν όλους τους κανόνες και τις ρυθμίσεις που εμποδίζουν τη συσσώρευση κερδών.
- Οφείλουν επίσης να πουλήσουν τη δημόσια περιουσία σε ιδιωτικές εταιρείες, ώστε να την εκμεταλλευτούν επικερδώς.
- Πρέπει να προβούν σε δραματικές περικοπές των κοινωνικών προγραμμάτων.
- Αν είναι αναγκαίο να υπάρχουν φόροι, πρέπει να είναι χαμηλοί, ενώ πλούσιοι και φτωχοί πρέπει να φορολογούνται με βάση μια ενιαία φορολογική κλίμακα.
- Οι εταιρείες πρέπει να είναι ελεύθερες να πουλούν τα προϊόντα τους παντού σε όλον τον κόσμο ενώ οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να προστατεύουν τις εγχώριες βιομηχανίες ή την εγχώρια ιδιοκτησία.
- Όλες οι τιμές και οι μισθοί οφείλουν να καθορίζονται από την αγορά ( δίχως να υπάρχει κατώτατος μισθός ή οποιοδήποτε άλλο όριο).
Ήταν ουσιαστικά η προσπάθεια να μειωθούν τα κόστη της παραγωγής: μείωση του αναδιανέμοντος πλεονάσματος μέσω συμπίεσης των μισθών και περικοπών στο κράτος πρόνοιας, ανάληψη από το κράτος βασικών εξόδων των εταιρειών, άρση κάθε περιορισμού στην κίνηση των κεφαλαίων. Όλα αυτά προκειμένου να δοθεί λύση στην πτώση του ποσοστού κέρδους. Πάντως ενώ βραχυπρόθεσμα πράγματι οι νεοφιλελεύθεροι κατάφεραν να μειώσουν τους μισθούς και τα έξοδα για το κοινωνικό κράτος, αυτά αποδείχθηκαν πάγιες τάσεις με αποτέλεσμα τη μεσοπρόθεσμη αποτυχία του να δώσει λύση στο πρόβλημα της πτώσης του ποσοστού κέρδους.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ (Βρετανία) και ο Ρόναλντ Ρήγκαν (ΗΠΑ) ταύτισαν τα ονόματά τους με τη νεοφιλελεύθερη "επέλαση" |
Η επικράτηση λοιπόν του νεοφιλελευθερισμού οδήγησε στη δημιουργία μεγάλων ανισοτήτων, κόστισε τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, καταδίκασε δισεκατομμύρια σε φτώχεια και περιθωριοποίηση, κατέστρεψε οικονομίες (και κοινωνίες) ολόκληρες, Όλα αυτά στο βωμό του επιπλέον πλουτισμού των ήδη πλουσίων. Έτσι επέτεινε τη προαναφερθείσα δομική αντίφαση του καπιταλισμού, η οποία και επεδιώχθη να αντιμετωπιστεί με το κεϋνσιανό μοντέλο κράτους πρόνοιας: μειώνοντας επιπλέον την οικονομική δύναμη των μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων μειώθηκε και η αγοραστική τους δύναμη, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να καταναλώνουν όσα πρέπει ώστε να έχουν όσο κέρδος θα ήθελαν οι κεφαλαιοκράτες. «Μπορείς να εξακολουθείς να μεταφέρεις εισόδημα από την εργασία στο κεφάλαιο χωρίς να έχεις πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα και σε περιβάλλον έλλειψης συνολικής ζήτησης. Αυτό έχει συμβεί. Νομίζαμε ότι οι αγορές αυτορυθμίζονται. Δεν το κάνουν. Το άτομο μπορεί να σκεφτεί λογικά. Οι εταιρίες για να επιβιώσουν και να ευημερήσουν, μπορούν να πιέσουν το κόστος εργασίας όλο και περισσότερο προς τα κάτω, αλλά το κόστος εργασίας είναι το εισόδημα και η κατανάλωση κάποιου άλλου» σύμφωνα με τον οικονομολόγο Nouriel Roubini. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίστηκε με τρία μέσα σύμφωνα με τον Richard Wolff: "ο κόσμος άρχισε να δουλεύει περισσότερο σε παραπάνω από μια δουλειές, άρχισαν να εργάζονται και οι γυναίκες και οι έφηβοι και βεβαίως δόθηκε πίστωση". Το τελευταίο ήταν και το πιο αποτελεσματικό μέσο. Η κατανάλωση στηρίχθηκε στο δανεισμό: ιδιωτικό και κρατικό.
Χρηματοπιστωτικό σύστημα
Όμως στο χρηματοπιστωτικό σύστημα επικεντρώθηκαν και οι
παραγωγοί/εταιρείες προκειμένου να αυξήσουν το συνολικό ποσοστό κέρδους τους.
Βεβαίως το χρηματοπιστωτικό σύστημα υπήρχε ήδη πριν τον 20ο αιώνα με
τη διαφορά όμως πως τότε είχε δευτερεύοντα χαρακτήρα. Το κέρδος λοιπόν που
χρειαζόταν αναζητήθηκε αυτή τη φορά πρωτίστως εκεί, ενώ προηγουμένως η παραγωγή
ήταν που είχε πρωτεύοντα χαρακτήρα. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την ανάγκη των
παραγωγών να διοχετεύσουν κάπου τα πλεονάζοντα κεφάλαιά τους καθότι υπήρχε ήδη
πρόβλημα συσσώρευσης κεφαλαίων, τέτοιου μεγέθους που δεν μπορούσαν να
αξιοποιηθούν με κανέναν γνωστό τότε τρόπο. Από τη στιγμή που αυτό λοιπόν δεν
μπορούσε να γίνει στον τομέα της παραγωγής, οι κάτοχοι των μεγάλων κεφαλαίων
στράφηκαν στη χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία, όπου το πλεόνασμα που παράγει και
οικειοποιείται το κεφάλαιο απορροφάται σε κερδοσκοπικές φούσκες που τελικά
καταρρέουν, σκορπίζοντας το χάος και τον πόνο σε όλη την οικονομία.
Πολλοί πιστεύουν ότι για την κρίση του 2008 ευθύνεται αποκλειστικά το χρηματοπιστωτικό σύστημα, το οποίο και διαχωρίζουν από τον καπιταλισμό. Κι όμως αυτά τα δύο δεν ξεχωρίζουν. Αντίθετα ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι λογική συνέπεια της ανάπτυξης του καπιταλισμού. Είναι η αναζήτηση του κέρδους πέρα από την παραγωγή. «Η τράπεζα και η πίστη γίνονται το ισχυρότερο μέσο για την επέκταση της καπιταλιστικής παραγωγής πέραν από τα ίδια της τα όρια και ένας από τους ενεργότερους φορείς των κρίσεων και της κερδοσκοπίας» (Μαρξ, Κεφάλαιο 3ος τόμος)
Οι μεγάλες εταιρείες έκαναν επενδύσεις με βάση τα κέρδη τους (που έφθαναν και περίσσευαν) με αποτέλεσμα να μην χρειάζονται δάνεια. Έτσι οι τράπεζες στράφηκαν στα νοικοκυριά. Άρχισαν λοιπόν να παραχωρούν δάνεια σε αυτά, πολλές φορές μάλιστα με καθαρά κερδοσκοπικές προθέσεις γνωρίζοντας ότι οι δανειζόμενοι δεν ήταν σε θέση να καλύψουν τα χρέη τους. Στον χρηματοπιστωτικό τομέα μπήκαν έτσι και οι απλοί εργαζόμενοι αρχικά ως δανειζόμενοι και στη συνέχεια ως μετέχοντες στο Χρηματιστήριο κι αγοράζοντας μετοχές, ομόλογα, παράγωγα και άλλα παρόμοια.Η αποτελεσματικότητά του όμως το καταδίκασε σε υπερβολική χρήση με αποτέλεσμα εν έτει 2011 σχεδόν όλα τα νοικοκυριά στις περισσότερες χώρες να χρωστάνε κάπου.
Όπως προελέχθη η υπερδιόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα οφείλεται και στον νεοφιλελευθερισμό όχι όμως μόνο λόγω του γεγονότος ότι το δάνειο έγινε…τρόπος ζωής, αλλά και εξαιτίας της φτώχειας και της ανεργίας που είχαν προκληθεί, καθώς κι επειδή άρθηκαν οι περισσότεροι περιορισμοί του (κερδοσκοπικού) κεφαλαίου που είχαν θεσπιστεί μετά το κραχ του ‘29.
Ενδεικτικά:
-Στις 15 Αυγούστου 1971, η κυβέρνηση Νίξον ανακοίνωσε την αναστολή της γνωστής Συμφωνίας του Μπρέτον Γούντς (1944) που καθόριζε τις συναλλαγματικές ισοτιμίες διεθνώς, συνδέοντας συγχρόνως το δολάριο ως κυρίαρχο νόμισμα με τα αποθέματα σε χρυσό της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ. «Η απόφαση αυτή των Αμερικανών, να εγκαταλείψουν το «χρυσό κανόνα» της μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό, οδήγησε, σταδιακά στην πλήρη απελευθέρωση του κεφαλαίου από τους συναλλαγματικούς ελέγχους. Η ενέργεια αυτή είχε ως συνέπεια να αυξηθεί εντυπωσιακά και ανεξέλεγκτα η ροή υπερεθνικών κεφαλαίων, χωρίς κανέναν περιορισμό από τις κεντρικές τράπεζες, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για ιδιαίτερα ριζοσπαστικά μέτρα χρηματοπιστωτικής απελευθέρωσης, προϊόν της οποίας είναι και η περιώνυμη παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, λέξη-κλειδί του νεοφιλελεύθερου οικονομικού λόγου από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80 και εντεύθεν. Η μετατόπιση του επενδυτικού ενδιαφέροντος του κεφαλαίου από τη βιομηχανική παραγωγή στον χρηματοοικονομικό τομέα, το λεγόμενο «U-Turn», με στόχο την εξασφάλιση γρήγορου και υψηλού κέρδους, οδήγησε στην «υπερ-χρηματιστική οικονομία» με κυρίαρχο το κερδοσκοπικό κεφάλαιο.» υπογραμμίζει ο ομότιμος καθηγητής Ζήσης Παπαδημητρίου.
-Στις 12 Νοεμβρίου του 1999, ο πρόεδρος Κλίντον υπέγραφε την πράξη κατάργησης του Glass-Steagall Act αίροντας τους περιορισμούς που αντιμετώπιζαν οι τράπεζες στην επέκταση των δραστηριοτήτων τους και απελευθερώνοντας πλήρως το τραπεζικό σύστημα. Glass-Steagall ονομαζόταν ο νόμος που πέρασε το Αμερικανικό κογκρέσο το 1933 μετά από την κατάρρευση της αγοράς το ‘29. Ο νόμος αυτός κάλυπτε πολλά πράγματα αλλά βασικό χαρακτηριστικό ήταν να ξεχωρίσουν οι τράπεζες από τις επενδυτικές τράπεζες. Αν δηλαδή ήσουν χρηματιστηριακή εταιρεία, δεν μπορούσες να δέχεσαι καταθέσεις. Επίσης αν ήσουν τράπεζα, δεν μπορούσες να πουλάς μετοχές. Ο λόγος που το έκαναν αυτό ήταν διότι, το 1929, η μόχλευση για μετοχές ήταν περίπου στο 10!!! Σήμερα είναι 50% του συνόλου. Ήθελαν δηλαδή να περιορίσουν την μόχλευση από την μεριά των επενδυτών και να μην επιτρέψουν στις επενδυτικές τράπεζες να βάλουν χέρι σε καταθέσεις. Τον Νοέμβριο λοιπόν του 1999 πέρασε το Gramm-Leach-Bliley Act, που αναιρεί το Glass-Steagall. Μετά από περίπου 70 χρόνια, οι τράπεζες θα μπορούσαν να αγοράσουν (και επίσημα, διότι είχαν γίνει ορισμένες θεωρητικά παράνομες εξαγορές ακόμα και πριν το 99) επενδυτικές τράπεζες και μπορούσαν να προσφέρουν όλες τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες κάτω από το ίδιο μαγαζί.
-Στις 28 Απριλίου του 2004 5 μέλη του SEC των ΗΠΑ συνταθήκανε με όλες τις μεγάλες τράπεζες της Wall Street για να ακούσουν εκκλήσεις για άρση των περιορισμών που είχαν οι τράπεζες όσο αναφορά πόση μόχλευση (χρέος) μπορεί αν έχουν. Οι τράπεζες ήθελαν να υπάρξει εξαίρεση για τις επενδυτικές τους τράπεζες ,έτσι ώστε να μπορούν να αναλάβουν (οι επενδυτικές τράπεζες) μεγάλο χρέος και στη συνέχεια αυτά τα κεφάλαια να πάνε στην μητρική εταιρεία έτσι ώστε αυτοί να επενδύσουν σε default swaps, στεγαστικά ομόλογα και άλλα εξωτικά επενδυτικά προϊόντα. Μεταξύ των προσώπων που ήταν σε αυτή την συνάντηση ήταν και ο Henry Pauslon (για λογαριασμό της Goldman Sachs) που δυο χρόνια αργότερα έγινε υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ. Μέσα σε δυο μήνες η απόφαση ήταν και οριστική και οι μεγάλες επενδυτικές τράπεζες είχαν πλέον την δυνατότητα να δανειστούν και να μοχλευτούν μέχρι τον λαιμό και ακόμα πάρα πέρα.Πέραν, δηλαδή, από την αναίρεση του Glass-Steagall, οι αρχές επέτρεψαν τις επενδυτικές τράπεζες να αναλάβουν πολύ μεγάλο ρίσκο και επιπλέον ο έλεγχος από την επιτροπή κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (για πολλούς και διάφορους λόγους) ήταν ανεπαρκής.
«Η μετατόπιση λοιπόν του επενδυτικού ενδιαφέροντος από την πραγματική οικονομία στο χρηματοπιστωτικό τομέα ενίσχυσε το ρόλο των τραπεζών στους κόλπους της παγκόσμιας οικονομίας, οι οποίες, προκειμένου να ανταποκριθούν στις συνθήκες άγριου ανταγωνισμού και για να εξασφαλίσουν αστρονομικά κυριολεκτικά κέρδη, προέβησαν στη δημιουργία και προώθηση παντός είδους νέων τραπεζικών προϊόντων, όπως παράγωγα κι ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια (subprimes). Δάνεια σε «hedge-funds» που χρηματοδοτούσαν μέσω μόχλευσης, με ελάχιστα ίδια κεφάλαια και πολλά τραπεζικά δάνεια κλπ.., με τα οποία κερδοσκοπούσαν ασύστολα, μέσω της τιτλοποίησης χρεών του κλάδου των ακινήτων, σε βάρος των νοικοκυριών που αδυνατούσαν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, όπως συνέβη στις ΗΠΑ, όπου και ξέσπασε πρώτα η κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, Έτσι φθάσαμε σε σημείο μόλις το 8% του παγκόσμιου χρήματος να ανταποκρίνεται στην πραγματική οικονομία.» τονίζει ο ομότιμος καθηγητής Ζήσης Παπαδημητρίου.
Ενδεικτικός είναι ο παρακάτω πίνακας
Έτσι άρχισε σταδιακά η επικυριαρχία του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολο της οικονομίας αλλά και της πολιτικής. Για παράδειγμα οι δυο μεγαλύτερες γερμανικές τράπεζες, η Deutsche Bank και η Commerzbank, μαζί έχουν 120% του ΑΕΠ της Γερμανίας ολόκληρης και η BNP Paribas, η μεγαλύτερη γαλλική τράπεζα, έχει 140% του Γαλλικού ΑΕΠ. Έτσι τα κράτη έχοντας ανάγκη από ρευστό είναι ως ένα σημείο λογικό να εξυπηρετούν τα συμφέροντα τέτοιων μεγαθηρίων.
Το κράτος παρέδωσε στην οικονομία σχεδόν κάθε τομέα της εξουσίας του επιτρέποντας την εμπορευματοποίηση κάθε είδους κοινωνικού αγαθού μέσω των αχαλίνωτων ιδιωτικοποιήσεων κι αφήνοντας το κερδοσκοπικό κεφάλαιο ανεξέλεγκτο κι αφορολόγητο. Οι πλέον υπερδυνάμεις είναι τεράστια τραπεζικά και επενδυτικά ιδρύματα διαπλεκόμενα με οίκους αξιολόγησης και πολυεθνικές.
Ως εκ τούτου οι λεγόμενες αγορές επιβάλλονται στις εθνικές πολιτικές. Έτσι στήνεται ένα σκηνικό, κατά το οποίο οι προαναφερθείσες δυνάμεις κερδίζουν από παντού.
Όμως, η πολιτική της αχαλίνωτης απορρύθμισης που ήταν και το κύριο χαρακτηριστικό της εποχής και της ανοχής της χρηματιστικής κερδοσκοπίας, προκάλεσε τελικά σοβαρές οικονομικές κρίσεις, αρχικά με την ασιατική κρίση του 1998, αργότερα με την κρίση στην Λατινική Αμερική και τελικά με την έντονη κρίση που παρουσιάστηκε στις ΗΠΑ με το σκάσιμο της φούσκας των εταιριών που κινούνταν στην πρωτοπόρα τότε αγορά των υπολογιστών (dot-com). Η ανάκαμψη, που ακολούθησε τα παραπάνω, στηρίχθηκε στη δημιουργία μιας τεράστιας στεγαστικής φούσκας που φτιάχτηκε μέσω των στεγαστικών δανείων υψηλού ρίσκου (subprime) και οδήγησε στη μαζική αποσταθεροποίηση του συστήματος. Ενός συστήματος που παραμένει βαριά πληγωμένο από την πιστωτική κρίση που εμφανίστηκε αρχικά το 2007 και συνεχίζει να διαπερνά την αμερικάνικη και παγκόσμια οικονομία, χωρίς να διαφαίνεται κάπου το τέλος της.
Ευρώπη: Ευρωπαϊκή Ένωση και Ευρωζώνη
Την κατάσταση στα ευρωπαϊκά κράτη επιβάρυνε η Ευρωπαϊκή Ένωση και
βεβαίως το νομισματικό της οικοδόμημα: η ευρωζώνη. Η ιδέα για μια ενωμένη Ευρώπη δεν είναι καινούργια. Οι Ρωμαίοι, ο Ναπολέων
κι ο Χίτλερ είναι μερικοί από εκείνους που το επεδίωξαν, ο καθένας τους για
τους δικούς του ιδιοτελείς λόγους. Μετά από πολλές και χρόνιες διαβουλεύσεις
σχηματίστηκε το 1994 η Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο της οποίας έγινε και η ΟΝΕ,
η νομισματική ένωση της Ευρώπης και έτσι γεννήθηκε το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμά
μας, το ευρώ.
Από τη μια η Ευρωπαϊκή Ένωση χτίσθηκε πάνω σε ξεκάθαρα νεοφιλελεύθερες αρχές επιβραβεύοντας για την εφαρμογή τους με κονδύλια: συνθήκες όπως του Μάαστριχτ και της Μπολόνια επιβάλλουν την ιδιωτικοποίηση των πάντων και την πλήρη απελευθέρωση των κεφαλαίων: όλα αυτά βεβαίως λειτούργησαν υπέρ των ισχυρών χωρών του άξονα που μπόρεσαν να επιβληθούν οικονομικά εις βάρος εκείνων της περιφέρειας.
Απ’ την άλλη η ευρωζώνη χτίσθηκε επίσης προβληματικά. Πρώτα απ’ όλα «υπάρχει μια μεγάλη θεσμική αντίφαση ανάμεσα στην ενιαία νομισματική πολιτική: υπάρχει μία κεντρική τράπεζα, ακολουθείται ίδια νομισματική πολιτική, δίνεται ίδιο επιτόκιο για όλους, και παρ’ όλα αυτά συναντάμε μια πολυδιάσπαση της δημοσιονομικής πολιτικής. Δεκαέξι κράτη, το καθένα με το δικό του τρόπο να αντιμετωπίσει τις δημόσιες δαπάνες. Αυτή η αντίφαση εμφανίζεται σ’ όλα τα επίπεδα και στο επίπεδο των αποφάσεων, αλλά και στο επίπεδο των αγορών. [...] Δεκαέξι είναι στην ουσία (οι χρηματοπιστωτικές αγορές), οπότε το κάθε κράτος αντιμετωπίζεται με διαφορετικό τρόπο.» τονίζει ο καθηγητής οικονομικών Κώστας Λαπαβίτσας. Επομένως ούτε η Ευρώπη μπορεί να ασκεί δημοσιονομική πολιτική ούτε το κάθε κράτος νομισματική πολιτική. Είναι όμως ευρέως γνωστό ότι αυτές οι δύο πολιτικές είναι εκ των πιο αποτελεσματικών «όπλων» απέναντι στις κρίσεις και στην ύφεση. Στη περίπτωσή μας λοιπόν απαιτείται ένας δίχως υπερβολή τέλειος συντονισμός αυτών των δύο πολιτικών, κάτι που δεν το βλέπουμε να συμβαίνει καθώς ο καθένας, Ευρώπη κι Ελλάδα, έχουν διαφορετικές προτεραιότητες. Γενικότερα δεν μπορεί να υπάρξει μόνον οικονομική ένωση κι όχι πολιτική αφ’ ενός λόγω της απόκλισης συμφερόντων κι αφ’ ετέρου λόγω της αναμενόμενης αποτελεσματικότητας, εφόσον δεχόμαστε ότι η οικονομία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής. Αποφάσεις της πρώτης θα πρέπει απαραίτητα να στηρίζονται και να συμπληρώνονται από εκείνες της δεύτερης.
Το ευρώ λειτούργησε εκβιαστικά. Αποτέλεσε το ίδιο έναν κοινωνικό εκβιασμό προφανώς γιατί μην έχοντας μια χώρα τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής δεν μπορεί να αποκτήσει οικονομική ευλυγισία με κανέναν άλλο τρόπο πέρα απ’ τη μείωση της αξίας της εργασίας. Μόνο δηλαδή με εσωτερικές υποτιμήσεις μπορεί μια ευρώ-χώρα να γίνει πιο ανταγωνιστική. Κάτι που η Γερμανία και οι βόρειες χώρες άρχισαν να κάνουν ήδη πριν από το ευρώ. Αντίθετα στις χώρες του νότου για διάφορους λόγους (κοινωνικούς, ιστορικούς, πολιτικούς, ίσως και συγκυριακούς) κάτι τέτοιο δεν συνέβη, οι, ήδη χαμηλοί στις περισσότερες περιπτώσεις, μισθοί δεν μειώθηκαν στο βαθμό που επέβαλλαν οι συνθήκες υψηλής ανταγωνιστικότητας. (Η ταξική μεροληψία του ευρώ μεταφράζεται και σε θεσμική μεροληψία όπως φάνηκε από το γεγονός ότι, όταν βρέθηκαν οι τράπεζες σε κρίση το 2008-2009, ο Ζ.Κ Τρισέ, ο πρόεδρος της ΕΚΤ, ήταν ξεκάθαρος: επ’ ουδενί έπρεπε να αφεθούν οι τράπεζες να χρεοκοπήσουν. Όταν, όμως, τα κράτη βρέθηκαν σε δυσκολία, τέλος του 2009- 2010, εκεί τηρεί ρόλο παρατηρητή η ΕΚΤ κι αυτό το κάνει συνεχώς την τελευταία δεκαετία. Σε κάθε δύσκολη στιγμή στηρίζει τις τράπεζες, στηρίζει το ιδιωτικό κεφάλαιο, αλλά όχι το δημόσιο. Δεν πρόκειται επομένως για την Ευρώπη των λαών παρά για την Ευρώπη των κεφαλαίων.)
Έτσι το ευρωπαϊκό κέντρο έγινε ακόμα πιο ανταγωνιστικό από την περιφέρεια, και με την είσοδο στην κοινή αγορά του ευρώ αυτό μεταφράστηκε με πλεονάσματα στο ισοζύγιο συναλλαγών στο κέντρο, και δη στο λεγόμενο γαλλο-γερμανικό άξονα, και αντίστοιχα ελλείμματα στις χώρες της περιφέρειας.
Η ελληνική οικονομία έχει τις χαμηλότερες εξαγωγές ως ποσοστό επί του ΑΕΠ (8% το 2002, ενώ 10% το 2000 και το 1990 και 13% το 1980) και χαμηλή και φθίνουσα σχέση ως ποσοστό επί των εισαγωγών (36% το 2002, ενώ 39% το 2000, 42% το 1990 και 49% το 1980) στην ΕΕ-15.Το ελληνικό εμπορικό ισοζύγιο είναι σταθερά αρνητικό και διευρύνεται, ακόμη και για τα αγροτικά προϊόντα, που κατέχουν τη 2η θέση, μετά τα βιομηχανικά προϊόντα, στην κλαδική διάρθρωση των ελληνικών εξαγωγών. Αντίθετα οι εισαγωγές αυξήθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Η μεγάλη πληγή στο έλλειμμα του εμπορικού αγροτικού ισοζυγίου είναι τα κτηνοτροφικά προϊόντα. Το 2010 η αξία των εισαγωγών για κρέατα και παρασκευάσματα κρέατος έφτασε το 1,085 δισ. ευρώ και οι εξαγωγές ήταν μόνο 56,7 εκατ. ευρώ… Στα γαλακτοκομικά προϊόντα και στα αυγά η αξία των εισαγωγών ήταν το 2010 770,7 εκατ. Ευρώ. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα ότι μέσα στη δεκαετία 2000-2010 ο αριθμός των αγελαδοτρόφων μειώθηκε κατά 63,5%! Από 12.402 που ήταν το 2000 έφτασαν να είναι μόλις 4.623 το 2010. Φυσικά από τη μέση βγήκαν οι μικροί και μεσαίοι παραγωγοί αγελαδινού γάλακτος. Για εισαγωγές δημητριακών δαπανήθηκαν το 2010 541,5 εκατ. ευρώ. Το έλλειμμα για τα δημητριακά στο εμπορικό αγροτικό ισοζύγιο ήταν το 2010 250 εκατ. ευρώ. Πριν την αναθεώρηση της ΚΑΠ το 1992 το γεωργικό εμπορικό ισοζύγιο στα δημητριακά ήταν πλεονασματικό.
Η κρίση των τελευταίων χρόνων μπορεί να σταμάτησε την αύξηση της ζήτησης και φρέναρε τις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων, όμως το ποσό που δαπανάται είναι σε κάθε περίπτωση δυσθεώρητο. Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, που επεξεργάστηκαν οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, το 2009 η αξία των εισαγωγών ήταν 6,498 δισ. ευρώ και το 2010 ήταν 6,304 δισ. ευρώ. Δηλαδή, υπήρξε μια μικρή μείωση της τάξης του 3%.
Η χώρα, μια χώρα που ένα χρόνο πριν την είσοδό της στην ΕΟΚ το 1980 είχε πλεόνασμα στο αγροτικό ισοζύγιο περί τα 9 δισ. δραχμές, άρχισε να αποκτά ελλείμματα και τα εισαγόμενα αγροτικά προϊόντα να υποκαθιστούν τα ντόπια. Το αποτέλεσμα των ευρωπαϊκών μας επιλογών ήταν το 2010 το αγροτικό εμπορικό ισοζύγιο, να παρουσιάζει έλλειμμα 3 δισ. ευρώ!!!
Να σημειωθεί ότι το 1990 το έλλειμμα ήταν στα 152,2 εκατ. δρχ., (446.660 ευρώ) και το 2002 1,7 δισ. ευρώ, ενώ το 2006 έφτασε τα 2,1 δισ. ευρώ. Όσο για την αξία των εισαγωγών το 1990 ήταν 559,2 εκατ. δρχ. δηλαδή 1.641.085 ευρώ, το 2002 το ποσό έφτασε τα 4,7 δισ. ευρώ και το 2006 τα 5,9 δισ. ευρώ.
Χαρακτηριστικός είναι ο πίνακας εισαγωγών κι εξαγωγών της Γερμανίας στην Ελλάδα.
Έτσι η Ελλάδα έχασε άλλη μια σημαντική πηγή εσόδων, τις εξαγωγές. Όλα αυτά δυσχεραίνουν την αντιμετώπιση του χρέους, όχι μόνο λόγω της μεγάλης μείωσης των πάλαι πότε εσόδων από τις εξαγωγές κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικών ελληνικών προϊόντων ούτε λόγω της αντικατάστασης των χρημάτων αυτών από νέα δανεικά. «Καθώς η αξία του κληρονομηθέντος δημόσιου χρέους παραμένει αμετάβλητη, αυτό δημιουργεί μια θεμελιώδη αντίφαση στο πλαίσιο της στρατηγικής της εσωτερικής υποτίμησης: Όσο περισσότερο οι χώρες μειώνουν τους μισθούς και το κόστος, για να γίνουν πιο ανταγωνιστικές και να αυξήσουν τις εξαγωγές τους, τόσο βαρύτερο γίνεται το χρέους τους σε σχέση με το ΑΕΠ. Αυτή η αύξηση του βάρους του χρέους απαιτεί, με τη σειρά της, περισσότερες περικοπές των δημοσίων δαπανών και αύξηση των φόρων για την εξυπηρέτηση του χρέους. Και πάλι, αυτό απαιτεί μια επιπλέον εσωτερική υποτίμηση, γεγονός που αυξάνει περαιτέρω το βάρος του χρέους και ούτω καθεξής. Έτσι οδηγούμαστε σε έναν φαύλο κύκλο ύφεσης. Συνεπώς, η προσπάθεια βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας (με οποιοδήποτε κόστος) με στόχο την περαιτέρω αύξηση των ελληνικών εξαγωγών δεν θα είναι παρά μόνον μια πύρρειος νίκη, δηλαδή μια νίκη πολύ δαπανηρή για το βιοτικό επίπεδο και την εγχώρια κατανάλωση.» τονίζει ο καθηγητής Οικονομικών Μωυσής Σιδηρόπουλος.
Υπάρχει απ’ την άλλη η μομφή ότι το ευρώ αποτελεί έναν δούρειο ίππο του νεοφιλελευθερισμού στη χώρας μας, με την έννοια ότι συνέβαλε στην πλήρη ένταξη της ελληνικής οικονομίας στην ευρωπαϊκή, συνέδραμε στην άρση κάθε εμποδίου στην ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και όξυνε τον ανταγωνισμό. Δεν έχουν άδικο. Και τα αποτελέσματα είναι σε γενικές γραμμές ολέθρια. Ο τραπεζικός κι ο εφοπλιστικός τομέας ευνοήθηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό από αυτό. Tο ευρώ δεν ήταν καθόλου καταστροφικό για τις τράπεζες που μπορούσαν να το φθηνό δανεισμό για να τροφοδοτήσουν μια καταναλωτική και στεγαστική φούσκα, για τις πολυεθνικές εταιρίες που μπορούσαν να αποκτήσουν εισαγωγική διείσδυση, για τις επιχειρήσεις που επεδίωκαν επέκταση στα Βαλκάνια διαθέτοντας «ισχυρό νόμισμα», για τα εύπορα κοινωνικά στρώματα που ήθελαν απρόσκοπτα να κάνουν επενδύσεις ή καταθέσεις στο εξωτερικό. Ούτε ήταν καταστροφικό για τους εργοδότες που εκμεταλλεύτηκαν την έκθεση στο διεθνή ανταγωνισμό ως μοχλό για να επιδεινώσουν τις συνθήκες εργασίας και να συμπιέσουν το πραγματικό κόστος εργασίας. Αντίθετα όμως οι υπόλοιποι εκτέθηκαν στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό, ενώ τεράστια ελληνικά κεφάλαια απέδρασαν από την Ελλάδα δίχως να σημειωθεί αντίστοιχη εισροή ξένων κεφαλαίων.
Γράφημα 1:
Με κόκκινο τα κεφάλαια χωρίς Άμεση Ξένη Επένδυση, δηλαδή δάνεια
|
Ελλάδα
Αναμφίβολα όμως μεγάλο μερίδιο της ευθύνης για την παρούσα
κατάσταση αναλογεί και στους Έλληνες. Κατά τη γνώμη μου η
αναζήτηση των αιτιών της κρίσης στην Ελλάδα ως προς τις ευθύνες της ίδιας της
Ελλάδας (τις "εγχώριες ευθύνες") θα μπορούσε να βασιστεί στα εξής
τρία υποκείμενα: λαός-πολιτική τάξη-πλούσιοι {αν και η λέξη πλούσιοι είναι
κάπως γενική και αόριστη αναφέρεται σε πολύ συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες που
κατά καιρούς άλλαζαν ονόματα (κοτζαμπάσηδες, πρόκριτοι, γαιοκτήμονες, αστική
τάξη, καπιταλιστές κλπ) αλλά απαρτίζονταν από ίδια άτομα και τις οικογένειές
τους}.
Τρεις (επίσης) λέξεις συνοδεύουν το Ελληνικό κράτος απ’ τη γέννησή του το 19ο αιώνα και (πιο συγκεκριμένα) περιγράφουν και τις σχέσεις μεταξύ των παραπάνω υποκειμένων αλλά και απέναντι στο ξένο παράγοντα: χρέος-διαφθορά-πελατειακές σχέσεις.
Όσον αφορά στο πρώτο, όλοι γνωρίζουμε λίγο πολύ για τα "φιλελληνικά" δάνεια για τις ανάγκες πρώτα του πολέμου κι έπειτα της οργάνωσης των επαναστατημένων περιοχών σε κράτος. Πέρα απ’ το γεγονός ότι τα δάνεια αυτά είχαν μεγάλα επιτόκια, τα δανεισθέντα ποσά έφθασαν μισά στη χώρα λόγω των… «μεσαζόντων» που υπεξαίρεσαν προκλητικά μεγάλα ποσά. Αυτό βέβαια συνεχίστηκε δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο όπου η νεοσύστατη Ελλάδα δανειζόταν συνεχώς για να αποπληρώσει εγκαίρως τα τεράστια για το μέγεθος της οικονομίας της χρέη. Έτσι το κράτος οδηγήθηκε σε διαδοχικές πτωχεύσεις και εθνικές ταπεινώσεις που οδηγούσαν στην εξαθλίωση του λαού αλλά και στην εξάρτηση του ελληνικού κράτους από τα εθνικά και διεθνή οικονομικά κέντρα ισχύος. Ο φαύλος κύκλος του χρέους συνεχίστηκε και τον 20ο αιώνα και φθάνει μέχρι σήμερα.
Παράλληλα με όλα αυτά είχαμε μια πολιτική τάξη της οποίας τα…αιώνια μέλη έταζαν ρουσφέτια για όταν με την ψήφο του λαού θα αποκτούσαν την κρατική εξουσία. Ανταγωνίζονταν λοιπόν για τη νομή του κράτους προκειμένου όταν την αποκτήσουν να "δωροδοκήσουν" τους ψηφοφόρους και να διαιωνίσουν τη θέση τους. Έτσι αναπτύχθηκαν πελατειακές σχέσεις οι οποίες αποτέλεσαν θεμέλιο της κοινωνικής και πολιτικής υπόστασης της Ελλάδας. Απ’ την άλλη δε υπήρχε και ο βασιλιάς, ο διαχρονικός τοποτηρητής των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων στην Ελλάδα.
Οι πατριαρχικές/προκαπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις σε συνδυασμό με τους μοντέρνους για την εποχή κοινοβουλευτικούς θεσμούς, την καθολική ψήφο και την αστική δημοκρατία θεωρούνται από πολλούς η βασική αιτία για την ανάπτυξη των σχέσεων αυτών. Επομένως ουδεμία κουβέντα για ανάπτυξη με την ευρεία του όρου έννοια, παρά μόνο διαφθορά, διαπλοκή και κακοδιαχείριση. Αυτά οδήγησαν σε μια ανορθολογική οικοδόμηση του κράτους. Ενός κράτους γραφειοκρατικού και αντιπαραγωγικού χτισμένου μόνο πάνω στις ιδέες του ελληνισμού και της ορθοδοξίας. Παράλληλα με την εξυπηρέτηση του ιδίου συμφέροντος η πολιτική τάξη φάνηκε ιδιαίτερα δεκτική στις απαιτήσεις του ξένου παράγοντα απ’ τη χώρα μας αλλά και στις απαιτήσεις των ντόπιων πλουσίων οι οποίοι ήθελαν να διατηρηθούν στην κορυφή της κοινωνικοοικονομικής πυραμίδας της Ελλάδας. Αρχικά βεβαίως οι ίδιοι ταυτίστηκαν με την πολιτική τάξη. Κοντολογίς ήταν οι ίδιοι η πολιτική τάξη. Κυρίως μετά τις αρχές του 20ού αιώνα άρχισαν να διαχωρίζονται διακριτά, οπότε και η πολιτική τάξη απέκτησε περισσότερο ενδιάμεσο ρόλο. Μέχρι τότε επίσης οι πλούσιοι επιτελούσαν μια διαφορετική λειτουργία. Λειτουργούσαν επικουρικά στην εξυπηρέτηση των ξένων και σαφώς ισχυρότερων (εθνικών και διεθνών) συμφερόντων με αντάλλαγμα τη διατήρηση της τοπικής τους ισχύος.
Βγαίνοντας από τη δίνη του β’ παγκοσμίου πολέμου δόθηκε στο κατεστραμμένο Ελληνικό κράτος η ευκαιρία να αλλάξει αυτήν την κατάσταση. Αντ' αυτού η ηγεσία του διατήρησε τις προϋπάρχουσες δομές και αντί να προσπαθήσει να κάνει αμέσως μια νέα αρχή με τη συνδρομή όλων των Ελλήνων με στόχο την ανάπτυξη και την πρόοδο, βάλθηκε σε έναν σκληρό εμφύλιο πόλεμο που πέρα από τα κόστη σε ζωές και τις υλικές ζημιές καταδίκασε τον ελληνικό λαό σε μια διχόνοια σαράντα χρόνων, στην ύπαρξη πολιτών β’ κατηγορίας (ποιος λαός ευημερεί οικονομικά όταν δεν «ευημερεί» και κοινωνικά;) και το έστρεψε στην αγκαλιά πρώτα της Αγγλίας και ύστερα των ΗΠΑ. Έτσι η Ελλάδα μπήκε από νωρίς στην ψυχροπολεμική λογική. Η Αμερική με το σχέδιο Μάρσαλ εξασφάλισε στην Ελλάδα χρήματα τα οποία υποτίθεται θα πήγαιναν στην ανόρθωση νέων κοινωνικών δομών, στην επανεκκίνηση της οικονομίας και στη εκβιομηχάνισή της. Αντίθετα όμως τα λεφτά αυτά αφ’ ενός χρησιμοποιήθηκαν για την επιβολή των αμερικανικών συμφερόντων στην Ελληνική πολιτική, πολλές φορές με καθαρούς εκβιασμούς, (μάλιστα οι Αμερικάνοι ναρκοθέτησαν στην πραγματικότητα κάθε προσπάθεια εκβιομηχάνισης, ακόμα και πολιτικών που και ιδεολογικά συνέκλιναν μαζί τους και είχαν συνεργασθεί στο παρελθόν όπως ο Μαρκεζίνης, ώστε η Ελλάδα να μην απεξαρτηθεί ποτέ οικονομικά από το εξωτερικό και να συνεχίσει να εισάγει ό,τι χρειάζεται) , κι αφ’ ετέρου ένα πολύ μεγάλο μέρος τους σπαταλήθηκε σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Έτσι η λιγοστή ανάπτυξη που γνώρισε το ελληνικό κράτος ήταν στον αγροκτηνοτροφικό τομέα. Η Ελλάδα δεν μπόρεσε να αποκτήσει ισχυρή βιομηχανική οικονομία παρά τις ευνοϊκές συνθήκες που υπήρχαν την εικοσαετία 1950-70, κατά την οποία η «δύση», μέρος της οποίας ήταν και η Ελλάδα, ευημερούσε και είχε σχεδόν μόνιμα θετικούς όλους της τους δείκτες.
Με όλα αυτά λοιπόν οι υπάρχουσες δομές του ελληνικού κράτους δεν άλλαξαν. Οι πελατειακές σχέσεις εξακολούθησαν να παίζουν κυρίαρχο ρόλο, η διαφθορά και η διαπλοκή κυριαρχούσαν και το χρέος συνεχώς μεγάλωνε. Οι ρίζες επομένως φτάνουν πολύ πιο μακριά από τη μεταπολίτευση.
Όσον αφορά στο χρέος, εκεί απλώς η ελληνική κοινωνία ακολούθησε το διεθνές σύστημα. Δεν είναι τυχαίο πως η μεγάλη εκτίναξή του συνέπεσε με μια παγκόσμια κρίση χρέους (τη δεκαετία του '80) Πλέον ΟΛΑ λειτουργούσαν με βάση το δανεισμό. Το ίδιο έκανε λοιπόν και το ελληνικό κράτος. Εν προκειμένω όμως η κατάσταση επιβαρύνθηκε από εγγενή χαρακτηριστικά όπως οι πελατειακές σχέσεις και η διαφθορά και βεβαίως το μοιραίο αποτέλεσμά τους που λέγεται κακοδιαχείριση. Μια ακόμα διαφορά ήταν βεβαίως ότι στην περίπτωσή μας ο δανεισμός ήταν κρατικός και έπειτα με τη μορφή παροχών έφτανε στους πολίτες. Αντίθετα στα περισσότερα δυτικά κράτη κυριάρχησε ο ιδιωτικός δανεισμός απ’ τις τράπεζες. Ως εκ τούτου προφανώς «ζούσαμε με παραπάνω απ’ όσα είχαμε», μόλο που δεν ήμασταν η εξαίρεση παρά ο κανόνας. Όλοι ζούσαν με παραπάνω απ' ό,τι στην πραγματικότητα είχαν.
Τίθεται πάντα το ερώτημα για το ποιες είναι οι ευθύνες του λαού για όλα αυτά. Τα φάγαμε όλοι μαζί, όπως προβοκατόρικα τόνισε ο Θόδωρος Πάγκαλος; Βεβαίως ο ελληνικός λαός συναίνεσε με αρκετούς τρόπους σε αυτήν την κατάσταση. Με την ψήφο, με το ρουσφέτι, με την ανοχή. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως δύο πολύ βασικά πράγματα. Πρώτα απ’ όλα το τι πήρε ο καθένας. Πήρε άραγε ο ελληνικός λαός τα ίδια με τα άλλα δύο υποκείμενα: την πολιτική τάξη και τους «πλουσίους»; Δεν υπάρχει κάποιος που να το πιστεύει στα σοβαρά, τουλάχιστον χωρίς να έχει συμφέρον να το πιστεύει. Οι μίζες αλλά και οι επιπτώσεις από την κακοδιαχείριση (τα "διαφυγόντα κέρδη") της πρώτης απ' τη μια και οι σκανδαλώδεις φοροαπαλλαγές του μεγάλου κεφαλαίου, οι αδιαφανείς κι απευθείας αναθέσεις έργων, οι υπερτιμολογήσεις έργων και άλλα τόσα των δεύτερων απ' την άλλη μετριούνται μόνο με δισεκατομμύρια. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο λαός ουκ ολίγες φορές αντέδρασε. Επαναστάτησε το 1843, το 1862 και το 1910. Πήρε τα βουνά το ‘41-‘44 και ξαναπολέμησε το ‘46-‘49, βγήκε στους δρόμους το 34 με 35 ,το 73 το 2010 και το 2012. Σίγουρα βέβαια θα έπρεπε να κάνει περισσότερα, όπως όμως και κάθε λαός θα όφειλε.