«Το ζήτημα είναι» είπε η Αλίκη, «αν μπορείτε να κάνετε τις λέξεις να σημαίνουν τόσα διαφορετικά πράγματα».«Το ζήτημα είναι», απάντησε ο Χάμπτυ Ντάμπτυ, «ποιός θα είναι το αφεντικό, αυτό είναι όλο». [1]
Ο ρατσισμός, η ξενοφοβία και οι φασιστικές ιδεοληψίες άρχισαν να εμφανίζονται ως τάσεις της ελληνικής κοινωνίας με την είσοδο του πρώτου κύματος μεταναστών στην χώρα, στις αρχές της δεκαετίας του ΄90. Δεδομένης όμως της εκμετάλλευσης των μεταναστών από το σύνολο σχεδόν της ελληνικής κοινωνίας και του κάθε είδους κέρδους που αποκόμισαν οι εκμεταλλευτές σε καιρούς μιας εικονικής οικονομικής ευμάρειας, οι τάσεις αυτές ήταν, κατά κάποιο τρόπο και σε μεγάλο βαθμό, εν υπνώσει. Λογικό: όταν σού μαζεύουν τις ελιές και τα φρούτα, όταν σού δουλεύουν στις οικοδομές και στα ολυμπιακά έργα, όταν σού καθαρίζουν τις τουαλέτες και ξεσκατίζουν την ενοχλητική ανοϊκή πεθερά, όταν στήνουν κώλο στα μπουρδέλα κλπ. και μάλιστα όλα αυτά αδιαμαρτύρητα, χωρίς ασφάλιση, με ελάχιστα χρήματα και σού λένε και ευχαριστώ, έχεις κι εσύ, ο επιβιώσιμος επιτυχημένος έλληνας μικρο-μεσο-μεγαλο-αστός, την άνεση να αισθάνεσαι «υπεράνω» και να μπορείς να αισθανθείς σαν τ’ αφεντικά στην καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά (χαμογελαστοί αφέντες με κατανόηση και συμπάθεια για τα δουλικά…).
Η επέλαση της φτώχειας και το οικονομικό ναυάγιο της Ελλάδας – η αποτυχία δηλαδή του ελληνικού καπιταλισμού που ανέκαθεν ήταν ανορθολογικός ακόμα και με καπιταλιστικά κριτήρια, που σημαίνει ότι, εκτός από βάρβαρος και αντικοινωνικός, ήταν και παραμένει ταυτόχρονα και αντιπαραγωγικός (με μια έμφυτη μανία αποθησαύρισης και όχι «επενδυτικός»), στρεβλός, μαφιόζικος και υπό σιδηρά κρατική προστασία σε βαθμό που να αποτελεί τον ορισμό της διαπλοκής – έγιναν ο εκλυτικός παράγοντας της εμφάνισης της φασιστικής νόσου που δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο στο στάδιο της επώασης (φιδιών εννοείται).
Ήδη από την εποχή του «κινήματος των πλατειών» εμφανίστηκε σιγά – σιγά, εκτός αλλά παράλληλα με τις λαϊκές συνελεύσεις, ένας κατ’ αρχήν απροσδιόριστος και ετερόκλητος όχλος, αποτελούμενος από «πατριώτες» με έντονα εθνικιστικές τάσεις, έντρομους ή και παραληρητικούς Λιακοπουλοποιημένους φαντασιόπληκτους Νεο-Ταξικό-φοβικούς και φασιστοειδή. Μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου και της 17ης Ιουνίου ο εφιάλτης έγινε τόσο πραγματικός που όσο κι αν τσιμπιόμαστε δεν μπορούμε να σταματήσουμε να τον βλέπουμε: 441.000 και 426.000 ψήφοι για τη νεο-ναζιστική οργάνωση, αντίστοιχα. Από την πρώτη στιγμή που οι ίδιοι οι νεο-ναζί συνειδητοποίησαν ότι έχουν εν δυνάμει ένα τόσο μεγάλο κοινό, άρχισαν οι αγριότητες: ξυλοδαρμοί και σφαγές μεταναστών, τραμπουκισμοί στους χώρους εργασίας τους, διαρκής τρόμος· πολλοί μιλούν για εξαφανίσεις, βιασμούς και για πρακτικές που ενσωματώνουν περισσότερα από τα μισά εγκλήματα του Ποινικού Κώδικα.
Κάθε πράξη βίας εκ μέρους των νεο-ναζί, η οποία μένει αναπάντητη από την κοινωνία ή γίνεται άμεσα ή έμμεσα ανεκτή ή ακόμα και επιθυμητή, γεννά σ’ αυτούς και στους φίλους τους, μία αίσθηση μεγαλείου και μια αίσθηση ακόμη μεγαλύτερης δύναμης, η οποία, με την σειρά της, γίνεται η αιτία για το ξεδίπλωμα ενός ακόμα σφοδρότερου κύματος μίσους και (φασιστικής) μισαλλοδοξίας που τελικά δημιουργεί μια διαρκή απειλή στοχοποιώντας, εκτός των μεταναστών και πολιτικούς χώρους (αναρχικούς, κομμουνιστές), κοινωνικές ομάδες ή «μειονότητες»: ομοφυλόφιλοι, άτομα με ειδικές ανάγκες, ψυχιατρικοί ασθενείς κ.ά. μπαίνουν μέρα με τη μέρα στη λίστα αναμονής των υποψήφιων θυμάτων τους. Το μίσος κλιμακώνεται αυτοτροφοδοτούμενο και η ηθική, πνευματική, πολιτική και κοινωνική κατρακύλα δεν έχει πια πάτο.
Μέσα σ’ αυτή την πραγματική κατάσταση, με τους φασίστες να κάνουν από «περιπολίες» και «ελέγχους νομιμότητας» σχετικά με την ύπαρξη αδειών παραμονής και εργασίας των μεταναστών μέχρι και εξώσεις μεταναστών (και όχι μόνο) μισθωτών που δεν μπορούν να πληρώσουν τα ενοίκια των τρωγλών που τους νοικιάζουν οι ντόπιοι, άλλοτε νοικοκυραίοι, εκ των πραγμάτων δημιουργήθηκε, ως κοινωνικό αντανακλαστικό, η ανάγκη για τη δημιουργία μιας αντιφασιστικής άμυνας. Πολλοί δηλώνουν ή είναι αντιφασίστες, αλλά το βάρος έπεσε (θα δούμε αμέσως παρακάτω γιατί) στον αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο. Τα κόμματα της Αριστεράς με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση (ΣΥ.ΡΙΖ.Α., Κ.Κ.Ε.) αρέσκονται στα λόγια αλλά δεν θέλουν ή/και δεν μπορούν να οργανώσουν τον κόσμο τους ή την κοινωνία ακόμα και σε πιο απλά ζητήματα (π.χ. : άρνηση πληρωμής επαχθών και παράνομων φόρων). Πόσο μάλλον, είναι ανίκανα όχι μόνο να οργανώσουν κάτι σαν αντιφασιστική πολιτοφυλακή, αλλά δεν τολμούν ούτε καν να κάνουν μια σχετική νύξη. Η νομιμοφροσύνη τους τα έχει διαβρώσει τόσο που προσπαθούν με αστείες τσιρίδες και πολιτικάντηκες τρίπλες να «κηρύξουν» την Χρυσή Αυγή, «εκτός νόμου». Πώς είναι δυνατό να πιστεύουν ότι το πλαίσιο που δημιούργησε το φαινόμενο, ή που έστω ανέχτηκε την εμφάνισή του, θα λειτουργήσει για την καταπολέμησή του; Πώς τους ξεφεύγει το ότι, ακόμα και σε περίπτωση που κατάφερναν κάτι τέτοιο δια της νόμιμης οδού, θα είχαν ανοίξει τον ασκό του Αιόλου για την «θέση εκτός νόμου» και των πραγματικά αντισυστημικών/αντικαπιταλιστικών ελευθεριακών οργανώσεων; Είναι δυνατόν να αγνοούν ότι στήνουν πλάτη στη ρητορική του ακραίου κέντρου που εντελώς ανέντιμα και δόλια τσουβαλιάζει «και τα δύο άκρα»; Αλήθεια, δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι οι 4 στους 5 υπηρετούντες στα σώματα ασφαλείας και ειδικά στις ομάδες ΜΑΤ, ΔΕΛΤΑ, ΔΙΑΣ της ΕΛ.ΑΣ. είναι δοσμένοι ψυχή τε και σώματι στην νεοναζιστική οργάνωση; Ότι δικαστές και εισαγγελείς δε θέλουν ή φοβούνται (ή και τα δύο) να εφαρμόσουν ακόμα και τους νόμους της «Τυφλής Αστικής Δικαιοσύνης» όταν έχουν να κάνουν με το φύραμα των φασιστοειδών;
Για το λόγο αυτό, οι αναρχικές συλλογικότητες, απομονωμένες από το υπόλοιπο αντιφασιστικό (εντός ή εκτός εισαγωγικών) φάσμα της κοινωνίας, επιδόθηκαν σε ένα συνεχή αντιφασιστικό αγώνα. Αγώνα τον οποίο πληρώνουν με άδικες και παράλογες ποινικές διώξεις, με αμείλικτη καταστολή και βασανιστήρια, αλλά και με σκληρή κριτική από κάθε πλευρά. Ας δούμε τα γεγονότα των τελευταίων ημερών και στη συνέχεια θα επιχειρηθεί να βάλουμε τα πράγματα σε μια τάξη:
Το βράδυ της Κυριακής 30 Σεπτεμβρίου ξεκινά από τα Εξάρχεια η τρίτη κατά σειρά μηχανοκίνητη αντιφασιστική πορεία(περίπου 80 μοτοσικλέτες με 150 αναβάτες), στο κέντρο της Αθήνας: «επιδιώκουμε η παρέμβαση αυτή να λειτουργήσει ως κάλεσμα για την ενεργοποίηση των αντιφασιστικών αντανακλαστικών και της ταξικής αυτοάμυνας στα πλαίσια του ευρύτερου αγώνα ενάντια στο κράτος και τον καπιταλισμό».
Μηχανές της ομάδας Δ ακολουθούσαν είτε από πίσω, είτε από παράλληλα στενά. Στην οδό Φυλής, μεταξύ Αγίου Μελετίου και Ιθάκης, συναντάνε μέλη μιας «επιτροπής κατοίκων ή καταστηματαρχών», γνωστές για την προστασία που πουλάνε στις γειτονιές, έχοντας ως αρμοδιότητά τους τις επιθέσεις σε μετανάστες (όπως ξυλοδαρμοί, μαχαιρώματα), σε αναρχικούς ή αριστερούς, στα μαγαζιά και στα στέκια τους. Πρόκειται για μέλη της Χ.Α., οι οποίοι έσπαγαν μαγαζιά μεταναστών. Ακολουθεί σύγκρουση των φασιστών με τη μηχανοκίνητη πορεία και στη συνέχεια επίθεση των αστυνομικών δυνάμεων στην μηχανοκίνητη πορεία. Χτυπήματα σε χέρια, πόδια, κεφάλι, ενώ οι αστυνομικοί χρησιμοποίησαν και όπλα taser (ακινητοποιεί το θύμα διαχέοντας, με αγκίστρια που καρφώνονται στο σώμα, ηλεκτρισμό). «Μόλις πέσανε πάνω μας, μας λιάνισαν. Μας χτυπούσαν με τα κλομπ όπου έβρισκαν. Εμένα μόλις μου ρίξανε το taser παρέλυσα ολόκληρος. Στην αρχή νόμιζα ότι ήτανε από την αδρεναλίνη. Είχανε παραλύσει τα χέρια και τα πόδια μου και μου χρεώσανε αντίσταση κατά της Αρχής». Ακούστηκε από τους αστυνομικούς «Χτυπήστε τους, αλλά μην τους αφήσετε σημάδια»… Στη συνέχεια, ακολούθησε η σύλληψη κάποιων αντιφασιστών και η κατάσχεση των μοτοσικλετών τους.
Οι αναφορές στα δελτία ειδήσεων της τηλεόρασης και στα λοιπά μέσα μαζικής αποβλάκωσης (π.χ. ΝΕΤ, STAR) αναφέρουν τη σύγκρουση κατοίκων με τους «αντιεξουσιαστές από τα Εξάρχεια». Στο μεταξύ, φασιστικό site ανεβάζει ντοκουμέντο του τραυματισμού μέλους της ενώ πληθώρα άρθρων στο διαδίκτυο επιμένουν στην «συγκινητική» εικόνα των κατοίκων που δέχθηκαν επίθεση από τους αντιεξουσιαστές και μέσω των κοινωνικών δικτύων, παραδέχεται τη συμμετοχή του σε πογκρόμ εναντίον μεταναστών και τις προθέσεις του.
Οι συλληφθέντες της μηχανοκίνητης πορείας μεταφέρονται στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής, όπου υποβάλλονται σε βασανισμούς: «ξεκίνησαν με το λεκτικό: ‘Θα σας θάψουμε όπως στο Γράμμο, το Βίτσι’. Μας λέγανε καθαρά ότι είναι χρυσαυγίτες. ‘Ναι ρε, χρυσαυγίτες είμαστε, τέρμα αυτά που ξέρετε’. Μετά, άρχισαν τα χαστούκια. Τραβάγανε τα μαλλιά στις κοπέλες και τους κάνανε χυδαία σεξιστικά σχόλια. Ένας από εμάς αιμορραγούσε όλο το βράδυ από το κεφάλι κι όταν έγειρε λίγο να κοιμηθεί, του ρίχνανε λέηζερ και φακούς στα μάτια. Σε λίγο ήρθε κι ένας επικεφαλής Δελτάς. Αυτός τους έδινε το ok για να συνεχίσουνε και τους έδινε οδηγίες για τον βασανισμό». (Κυριακάτικη Αυγή).
«Το σκηνικό δημοκρατικού βασανισμού έλαβε ένα τέλος όταν πιά μία από τους συλληφθέντες έβαλε τις φωνές για πολλή ώρα, με αποτέλεσμα να επέμβει ο αξιωματικός του ορόφου και να απομακρύνει τους βασανιστές».
Σπασμένα κόκκαλα, τους χρησιμοποιούσαν σαν σταχτοδοχείο επειδή «βρωμούσαν».«Διψούσαμε τόσο που ήπιαμε νερό από τις τουαλέτες», δήλωσε μια εκ των συλληφθέντων. Κάποιοι από αυτούς είπαν ότι τους έκαψαν στα χέρια με αναπτήρα, ότι οι αστυνομικοί τους βιντεοσκοπούσαν με τα κινητά τους και απειλούσαν να ανεβάσουν τις φωτογραφίες τους στο ίντερνετ και να δώσουν τις διευθύνσεις τους στη Χρυσή Αυγή (πηγή Guardian).
Για 19 συνεχόμενες ώρες δεν επιτράπηκε στους συλληφθέντες η επαφή με τους δικηγόρους τους ή η μεταγωγή σε νοσοκομείο και στο μεταξύ, οι «κάτοικοι» κατέθεταν για τη δικογραφία.
Αλληλέγγυοι κινητοποιήθηκαν άμεσα και συγκεντρώθηκαν στα δικαστήρια της Ευελπίδων που μεταφέρθηκαν οι συλληφθέντες, όπου οι δυνάμεις των ΜΑΤ επιτέθηκαν ξυλοκοπώντας άγρια τους αλληλέγγυους, ενώ συνέλαβαν 4. Οι βασανισμοί συνέχισαν: «ο μπάτσος μας απαγόρευσε να καθόμαστε σταυροπόδι, να πίνουμε νερό και να καπνίζουμε. Συνέχεια μάς έλεγε «όποτε έρχεστε εδώ μέσα, θα φτύνετε αίμα. Δεν με νοιάζει τι πάει να πει σύλληψη και τι προσαγωγή. Κοιτάξτε με καλά να με θυμάστε, άμα θέλετε να με βρείτε εμείς είμαστε μεγάλη φάρα, ξέρουμε τα σπίτια σας».
«Μάς ζήτησαν να κατεβάσουμε τα παντελόνια και να δείξουμε τα γεννητικά όργανα. Όποιος αρνήθηκε, έφαγε πολύ ξύλο. Κάποια στιγμή έφτασε ο αξιωματικός και λέει σ’ έναν από μας ‘σήκωσέ μου και τα χέρια’. Όταν το παιδί το έκανε, ο αξιωματικός νόμιζε ότι του έκανε άσεμνη χειρονομία. Τον βούτηξε από τον λαιμό, χτύπησε το κεφάλι του στον τοίχο και του έλεγε ‘αυτά να τα κάνεις στη μάνα σου, όχι σε μένα’. Συνέχιζε να τον χαστουκίζει μέχρι να πει ‘θα τα κάνω στη μάνα μου’». (Κυριακάτικη Αυγή).
«Προσπαθούν να τρομοκρατήσουν αγωνιστές, να τους σπρώξουν σε μια κατάσταση παρανομίας ή φόβου (αφού απειλούσαν με επισκέψεις κατ’ οίκον), με παράλληλες άμεσες απειλές για δολοφονίες και άλλα καραγκιοζιλίκια… Στο ίδιο εμφυλιοπολεμικό κλίμα, οι εισαγγελικές αρχές από την πλευρά τους εντείνουν την προσπάθεια τρομοκράτησης με απειλές προφυλακίσεων, καταργώντας στην ουσία τον δικό τους κώδικα ποινικής δικονομίας που υποτίθεται ότι υπηρετούν και υπερασπίζονται» δηλώνουν οι συλληφθέντες.
Τα μέσα ενημέρωσης για μία εβδομάδα συνέχισαν τον αποπροσανατολισμό όσον αφορά στα γεγονότα. Βουλευτές κινητοποιήθηκαν αναζητώντας απαντήσεις στις κατηγορίες των συλληφθέντων και η απάντηση που έλαβαν από τον Υπουργό Δημόσια Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, Ν. Δένδια, μέσω μιας απλής Ανακοίνωσης, ήταν πως θα λάβει τα μέτρα του προκειμένου τα δύο άκρα, που το ένα εκ των οποίων, σημειώνει, υποστηρίζει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., να μην απειλήσουν το δημοκρατικό μας πολίτευμα.
Με τη δημοσίευση του άρθρου της Guardian, κινητοποιείται πιο έντονα ο δημοσιογραφικός χώρος γύρω από το θέμα και ο Ν.Δένδιας με τη σειρά του χαρακτηρίζει ψευδείς τις κατηγορίες της εφημερίδας. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις πως οι συλληφθέντες υπέστησαν τους βασανισμούς (σ.σ τα καψίματα, το ηλεκτροσόκ) και αν βρεθούν αποδείξεις, τότε θα κινηθούν όλες οι νόμιμες διαδικασίες.
Αφέθηκαν ελεύθεροι την Παρασκευή 5 Οκτωβρίου, με κατηγορίες κακουργηματικού χαρακτήρα όπως αντίσταση κατά της αρχής, διατάραξη κοινής ειρήνης, το γελοίο επιβαρυντικό της κάλυψης χαρακτηριστικών (σ.σ φορούσαν κράνη σε μηχανοκίνητη πορεία), επικίνδυνη σωματική βλάβη, βαρειά σκοπούμενη σωματική βλάβη, επιβαρυντική περίπτωση διακεκριμένων φθορών και παράβαση νόμου περί όπλων (σ.σ κοντάρια σημαιών). Οι περιοριστικοί όροι είναι πως απαγορεύεται να εξέλθουν της χώρας ενώ είναι υποχρεωμένοι να παρίστανται κάθε 15 ημέρες στο αστυνομικό τμήμα. Το ποσό των εγγυήσεων για τους 14 από αυτούς είναι 3.000 € και για τον ένα 10.000 €. [2]
Μάς λένε λοιπόν πως είναι λάθος να αναλωνόμαστε στον αντιφασιστικό αγώνα· πως είναι λάθος να «δίνουμε σημασία σε μια συμμορία φασιστών»· πως έτσι αναπαράγουμε την προπαγάνδα τους· πως τους διαφημίζουμε… Επιχειρήματα που αν και φαινομενικά έχουν μια βασιμότητα, ωστόσο στην πράξη και δεδομένης της κατάστασης, είναι εσφαλμένα. Μήπως τα ΜΜΕ δεν κάνουν διαρκή διαφήμιση στις θέσεις της Χ.Α. μετατρέποντας σε θέαμα για όλη την οικογένεια κάθε καινούριο φρικαλέο κατόρθωμά της; Μήπως, τα διαρκή ψέματα των νεο-ναζί δεν έχουν υφάνει έναν παρανοειδή ιστό εντός του οποίου έχει εγκλωβιστεί ολόκληρη η κοινωνία – θύμα της γκεμπελικής προπαγάνδας τους που στηρίζεται από ΜΜΕ και διαφυλάσσεται από το κρατικό παράρτημά της, την ΕΛ.ΑΣ. (Ελλήνων Αστυνομικών Ρουφιάνων Δολοφόνων και Βασανιστών); Και για τον φασιστικό εφιάλτη οι αναρχικοί φταίνε..; Εύκολο να φορτώνει κανείς την απάθειά του, την δειλία του ή την συνενοχή του στις άθεες μάγισσες της εποχής της Απόλυτης Αποβλάκωσης. Όμως τέτοια επιχειρήματα («αν αντιμετωπίσεις τον φασίστα με (αντι)βία γίνεσαι κι εσύ φασίστας») δεν μάς αγγίζουν. Και δεν είμαστε υποχρεωμένοι να απαντούμε σε οποιαδήποτε ανοησία εκστομίζεται από οποιονδήποτε είναι, πλήρως και συνειδητά, μακριά από κάθε κοινωνικό αγώνα. Ανασηκώνουμε τους ώμους προειδοποιώντας ότι η φασιστική απειλή είναι θέμα χρόνου να στραφεί κατά της ελληνικής εργατικής τάξης, των ντόπιων μη προνομιούχων, της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας, αφήνοντας τους μετανάστες στο ημίφως του σκοταδισμού της.
Αντιδρούμε στην επέλαση του φασισμού. Ίσως να μην σώσουμε κανέναν. Ίσως να μην «σώσουμε την επανάσταση, αλλά θα σώσουμε την σκέψη μας και τη συνοχή μας». Και την αξιοπρέπειά μας. Είναι αλήθεια ότι οφείλουμε να δημιουργήσουμε τις συνθήκες για την ανάπτυξη θετικών δραστηριοτήτων. Πως πρέπει να βρούμε και νέες πρακτικές, αποφεύγοντας όποτε είναι δυνατόν την αντι-βία (που όσο κι αν προσπαθήσουμε δεν μπορεί να έχει τα αποτελέσματα που επιθυμούμε στο βαθμό που δεν είναι μαζικότατη αλλά «δική μας υπόθεση» και δική μας «ευθύνη», την οποία εν μέρει μάς φόρτωσαν οι λοιποί αντιφασίστες – π.χ. συχνά στις τοπικές αριστεροκρατούμενες λαϊκές συνελεύσεις που δεν μας θέλουν, μάς θυμούνται όταν ανακύπτει το θέμα του αντιφασισμού – και εν μέρει φορτωθήκαμε μόνοι μας (λες και είμαστε επιφορτισμένοι να αναλάβουμε μόνοι εμείς το βρώμικο κομμάτι).
Πράγματι είναι επιβεβλημένη η υιοθέτηση και νέων και διαφορετικών μεθόδων όπως αυτές που λ.χ. οι Ισπανοί προσπαθούν εδώ και χρόνια να φτιάξουν, δουλεύοντας ασταμάτητα προς αυτή την κατεύθυνση: είναι απαραίτητη η δημιουργία ενός μαζικού κινήματος μέσω του οποίου θα μπορέσουμε να περάσουμε σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους όσο το δυνατόν περισσότερες ελευθεριακές αρχές μπορούμε. Οι Ισπανοί οργανώνονται εδώ και μήνες, ανεξάρτητα από μεγάλα συνδικάτα. Φτιάχνουν δεκάδες δομές, ομάδες, κινήσεις. Μικρές και μεγάλες. Πειραματίζονται με μορφές (αυτο)-οργάνωσης και επικοινωνίας. δημιουργώντας παντού δίκτυα. Αποφεύγουν να προτάξουν ιδεολογικού τύπου χαρακτηριστικά και διαφορές, δίνουν έμφαση στα επιμέρους αιτήματα και ανάγκες (π.χ. Διαφθορά, Στεγαστικό πρόβλημα και εξώσεις, Ανεργία κ.α.). Δίνεται μεγάλη σημασία στο να αποφευχθεί η ανάθεση της λύσης σε κάποιον «άλλο», γι’ αυτό και προσπαθούν να συμμετέχουν όλοι σε όλα τα στάδια μιας συνέλευσης, δράσης κλπ. Είναι πολύ σημαντικό κανένας να μην εκπροσωπεί κανέναν, η όποια συνεργασία να επιτυγχάνεται στη βάση του ότι ο καθένας μπορεί να έχει τις διαφωνίες του και τις αποχρώσεις του και παρ’ όλα αυτά να μπορεί να συμμετέχει. Επίσης πρέπει να μπορεί να βρει τρόπους να συμμετέχει, ακόμη και αν είναι ηλικιωμένος, με ειδικές ανάγκες κλπ. Κανένας δεν χρειάζεται να πάρει άδεια και έγκριση από οποιονδήποτε αλλά πρέπει να έχουν όλοι ξεκάθαρο ότι το σημαντικό είναι η συλλογική στρατηγική.
Οι βασικοί άξονες είναι: Η Οριζόντια Οργάνωση/Δομή, η Συλλογική Νοημοσύνη, η Mη-βία και η Συμμετοχικότητα. Η διείσδυση της προπαγάνδας μας μέσα στην κοινωνία μπορεί και πρέπει να γίνει με κάθε τρόπο που πιθανολογούμε ότι θα φέρει αποτελέσματα που δεν κατάφεραν οι έως τώρα δοκιμασμένες πρακτικές μας. Η στήριξη δραστηριοτήτων και δράσεων που αποσκοπούν στην βελτίωση μικρών ή λιγότερο μικρών τομέων της καθημερινής ζωής, μπορεί να αποβεί εντελώς κομβική για εμάς, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι μέσω της συμμετοχής μας (και της δυναμικής επιρροής μας) σ’ αυτές, ενδεχομένως να επιτύχουμε εκεί όπου μέχρι σήμερα αποτυγχάνουμε συστηματικά.
Η ενεργός συμμετοχή μας σε αντιδομές και σε δραστηριότητες που κατ’ αρχήν δεν φαίνονται συγκρουσιακές πιθανολογούμε ότι μπορεί να έχει κάποια από τα παρακάτω αποτελέσματα (τα οποία πρέπει εκ των προτέρων να έχουμε θέσει ως στόχους): να αφήνει τα περιθώρια συμμετοχής στις κινητοποιήσεις σε αυτόν τον κόσμο που ακόμα δεν θέλει/δεν μπορεί να συγκρουστεί. Να αναιρέσει την ρητορική των ΜΜΕ και της κυρίαρχης ιδεολογίας που κάνει λόγο για «επικίνδυνα/ακραία στοιχεία». Να δημιουργήσει τις παραστάσεις και αφηγήσεις που θα μάς βοηθήσουν να κερδίσουμε περισσότερα στον επικοινωνιακό πόλεμο, αναλογιζόμενοι ότι στην εποχή του θεάματος μπορούμε να βρούμε τρόπο να απευθυνθούμε καλύτερα στον κόσμο απ’ ότι οι αντίπαλοί μας. Εν τέλει να γεννήσει εκείνο το αίσθημα συμμετοχής που θα ενεργοποιήσει τον κόσμο που δεν είναι έτοιμος να λειτουργήσει τόσο βάσει πολιτικών επιλογών όσο δια μέσω του θυμικού.
Η παράλληλη υιοθέτηση εκ μέρους μας τέτοιων πρακτικών δεν πρέπει να θεωρηθεί ως ένα βήμα πίσω. «Ενώ πρέπει να καταγγέλλουμε πάντα όλων των ειδών τις κυβερνήσεις, ενώ θα απαιτούμε πάντα την απόλυτη ελευθερία, ταυτόχρονα θα πρέπει να υποστηρίζουμε όλους τους αγώνες για επί μέρους ελευθερίες, μια και είμαστε πεπεισμένοι ότι με τον αγώνα μαθαίνει κανείς να αγωνίζεται. Αρχίζοντας να απολαμβάνει κανείς λίγη ελευθερία, καταλήγει να τη θέλει ολόκληρη, την απόλυτη ελευθερία. Πρέπει να τασσόμαστε πάντα μαζί με το λαό κι όταν δεν καταφέρνουμε να κάνουμε το λαό να θέλει πολλά, πρέπει να επιμένουμε για να τον πείσουμε να θέλει, τουλάχιστον κάτι. Και πρέπει να καταβάλλουμε όλες μας τις προσπάθειες για να τον κάνουμε να καταλάβει πως μπορεί ν’ αποκτήσει ότι θέλει από μόνος του –πολλά ή λίγα- και ότι θα πρέπει να μισεί και να περιφρονεί όποιον συμμετέχει, ή αποβλέπει να συμμετάσχει, σ’ οποιαδήποτε κυβέρνηση.» , έλεγε ο Μαλατέστα [3] και φαίνεται πως η συγκεκριμένη στρατηγική είναι σήμερα πιο αναγκαία από ποτέ. Μπορούμε λοιπόν, παράλληλα με τις συνήθεις πρακτικές μας, να εφεύρουμε και νέες και η επιλογή της μιας ή της άλλης ή ο συνδυασμός αυτών θα έχει να κάνει κάθε φορά με την διαμορφωθείσα κατάσταση, τις συγκυρίες και τους συγκεκριμένους στόχους που θα έχουμε θέσει.
Το ζήτημα τελικά είναι ποιός θα είναι το αφεντικό. Ως τώρα τα αφεντικά κατάφερναν να είναι αφεντικά κάνοντας τις λέξεις (δημοκρατία, ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη κ.ά.) να σημαίνουν τόσα διαφορετικά πράγματα ώστε να προκαλούν σύγχυση και να μπορούν να κυβερνούν εξυπηρετώντας τα συμφέροντά τους. Σήμερα, που όλο και περισσότεροι δεν μπορούν να τραφούν από αυτόν τον ρητορικό-προσχηματικό λόγο και ενώ οι ελίτ, το πολιτικό τους προσωπικό και οι κατασταλτικοί μηχανισμοί στήριξής τους, όντας σε πανικό, έχουν εγκαταλείψει κάθε πρόσχημα, οι λέξεις έχουν χάσει πια τη σημασία τους. Το μόνο που απομένει να σκεφτούμε είναι αν θα συνεχίσουμε να έχουμε αφεντικά ή αν μπορούμε να χειραφετηθούμε. Το δίλημμα είναι απλό: ή το (παρα)Κράτος ή εμείς. Το πώς θα φτάσουμε στο πολυπόθητο «εμείς» είναι θέμα οργάνωσης, θέλησης και στρατηγικής. Ή πιο απλά: θέμα αξιοπρέπειας.
1. Λιούις Κάρολ «Μες στον καθρέφτη και τί βρήκε η Αλίκη εκεί» ( Lewis Carroll, “Through the Looking-Glass and What Alice Found There“, 1871). Το κείμενο στα αγγλικά: “The question is,” said Alice, “whether you can make words mean so many different things.” -“The question is,” said Humpty Dumpty, “which is to be master — that’s all.” . Με την ίδια περικοπή από την «Αλίκη» αρχίζει και το κεφάλαιο «Η ενεργός πραγματικότητα της καπιταλιστικής οικονομίας», από το «Η “Ορθολογικότητα” του καπιταλισμού», του Κορνήλιου Καστοριάδη, εκδόσεις ύψιλον/βιβλία.
2. Υπάρχει ανάγκη να μαζευτεί το ποσό των 45.000 € για δικαστικά έξοδα και εγγυήσεις. Για όσους επιθυμούν να ενισχύσουν τον αντιφασιστικό αγώνα, υπάρχει κουτί στην κατάληψη Κ*ΒΟΞ. Όσοι επιθυμούν να ενισχύσουν και δεν έχουν δυνατότητα να επισκεφθούν την κατάληψη, έχει ανοιχτεί λογαριασμός PayPal με το email SupportAntifa@OmniaTV.com. Το ποσό που θα μαζευτεί στον λογαριασμό, θα παραδοθεί στο άνω αναφερόμενο κουτί.
3. Errico Malatesta «Ένα αναρχικό πρόγραμμα»
Ian Delta, Sen, Tinaletina
Shortlink: http://wp.me/pyR3u-brF
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου