ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

H ελληνική Εργατική Πρωτομαγιά και ο αγώνας για το οκτάωρο

Ο πρώτος εορτασμός του 1893 και ο αγώνας για την καθιέρωση της οκτάωρης εργασίας - Θεσσαλονίκη 1936 - Καισαριανή 1944 - Πρωτομαγιά 1976
Στη χώρα μας, ο πρώτος εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς έγινε το 1893. Καθώς μάλιστα η 1η Μαΐου ήταν Σάββατο και εργάσιμη μέρα, επελέγη η Κυριακή 2 Μαΐου, για να έχει η γιορτή μαζικό χαρακτήρα.
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Σοσιαλιστής», που εξέδιδε ο Καλλέργης (διοργανωτής της συγκέντρωσης), στις 5 το απόγευμα της Κυριακής συγκεντρώθηκαν στο Στάδιο πάνω από 2.000 σοσιαλιστές και εργαζόμενοι.

Η «Εφημερίς» πάλι τους υπολόγισε μόνο σε 200 και σημείωνε σε άρθρο της:

«Οι πλείστοι εξ αυτών ήσαν εργάται, ευπρεπώς κατά το πλείστον ενδεδυμένοι, με ερυθράς κονκάρδας επί της κομβιοδόχης, και πολύ ήσυχοι άνθρωποι. Αυτοί είναι οι πρώτοι σοσιαλισταί εν Ελλάδι, και συνήλθον χθες εις το πρώτον αυτών εν Αθήναις συλλαλητήριον».
Οι συγκεντρωμένοι ενέκριναν ακόμη το παρακάτω ψήφισμα:
«Συνελθόντες σήμερον την 2 Μαΐου, ημέραν Κυριακήν και ώραν 5 μ.μ. εν τω Αρχαίω Σταδίω, οι κάτωθι υπογεγραμμένοι μέλη του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου» και υπό μισθόν πάσχοντες εψηφίσαμεν:
Α) Την Κυριακήν να κλείωσι τα καταστήματα, καθ' όλην την ημέραν, και οι πολίται ν' αναπαύωνται.
Β) Οι εργάται να εργάζωνται 8 ώρας την ημέραν.
Γ) Ν' απονέμηται σύνταξις εις τους εκ της εργασίας παθόντας και καταστάντας ανικάνους προς διατήρησιν εαυτών και της οικογενείας των.
Δ) Το συμβούλιον του «Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου» να επιδώση το ψήφισμα εις την Βουλήν.»
Το ψήφισμα επεδόθη, τελικά, στον Πρόεδρο της Βουλής την 1η Δεκεμβρίου 1893 από τον Σταύρο Καλλέργη.

Ο πρωτοπόρος σοσιαλιστής ανήλθε στη συνέχεια στο δημοσιογραφικό θεωρείο και περίμενε με ανυπομονησία από τον Πρόεδρο της Βουλής να το εκφωνήσει. Αυτός κωλυσιεργούσε και «ησχολείτο εις την ανάγνωσιν ετέρων αναφορών προερχομένων εκ διαφόρων προσώπων και πραγματευομένων κατά το μάλλον και ήττον περί ανέμων και υδάτων», όπως έγραψε στον «Σοσιαλιστή».
Ο Καλλέργης διαμαρτυρήθηκε μεγαλοφώνως και με εντολή του Προέδρου συνελήφθη για διατάραξη της συνεδρίασης.

Οι στρατιώτες της φρουράς, αφού τον κτύπησαν με τα κοντάκια των όπλων τους, τον μετέφεραν στο αστυνομικό τμήμα, όπου παρέμεινε επί διήμερο. Στις 9 Δεκεμβρίου 1983 δικάστηκε και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 10 ημερών, τις οποίες εξέτισε στις φυλακές του Παλαιού Στρατώνα.

Με τον περιπετειώδη αυτό τρόπο έληξε και τυπικά ο πρώτος εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς στην Ελλάδα.

Ο αγώνας για το οκτάωρο

Στην Ελλάδα η μείωση της εργάσιμης ημέρας υπήρξε βασικό αίτημα των εργατών από τις πρώτες κιόλας σοβαρές απεργιακές τους κινητοποιήσεις.

Τέτοιο αίτημα έθεταν , μεταξύ άλλων, οι εργάτες της Σύρου στην ιστορική απεργιακή τους κινητοποίηση το 1879, την πρώτη μεγάλη απεργιακή κινητοποίηση στην Ελλάδα. Τότε ο στόχος ήταν να μειωθεί η εργάσιμη ημέρα από 12 ή 14 ώρες στις 10 ώρες.

Έπειτα από την Πρωτομαγιά του Σικάγο το 1886 και τις πρώτες συντονισμένες απεργιακές κινητοποιήσεις το 1890, σε όλες τις μεγάλες και μικρές εργατικές κινητοποιήσεις τστην Ελλάδα το αίτημα του οκταώρου κατέχει κεντρική θέση.

Στην Ελλάδα, η αργία της Κυριακής, τουλάχιστον για τα μεγάλα αστικά κέντρα, καθιερώνεται με νομοθετήματα του Νοέμβρη του 1909 και του Μάρτη του 1910. Μ

Με κατοπινή νομοθεσία του 1913 καθορίζεται και το δεκάωρο για τους εργάτες επιφανείας των μεταλλείων και το 8ωρο για όσους απασχολούνταν σε υπόγειες εργασίες.

Επιμέρους διευθετήσεις της εργάσιμης ημέρας συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια, με την Διεθνή Σύμβαση Εργασίας για το Οκτάωρο - που είχε θεσμοθετηθεί το 1919 - να επικυρώνεται τελικά στην Ελλάδα το 1920, όχι όμως με στόχο την άμεση και καθολική εφαρμογή της.

Στην πραγματικότητα, το 1921 μόνο εργοστάσια που είχαν λίγες δουλιές δούλευαν προσωρινά οκτάωρο και μόνο οι ηλεκτροτεχνίτες και οι τροχιοδρομικοί - ύστερα από αγώνες - είχαν κατακτήσει την οκτάωρη εργάσιμη ημέρα.

Όλη η περίοδος του μεσοπολέμου σφραγίζεται από τους εργατικούς αγώνες για το οκτάωρο, φυσικά από επιτυχίες των εργατών που επιτυγχάνουν την επέκτασή του ευρύτερα σε διάφορους κλάδους και τμήματα της εργατικής τάξης.

Τη γενική εφαρμογή της οκτάωρης εργάσιμης ημέρας θα καθιερώσει τυπικά η μεταξική δικτατορία, αποδεχόμενη στην ουσία αυτό που είχε γίνει πραγματικότητα στην πράξη, πολύ πριν.

Το δικτατορικό καθεστώς είχε φυσικά φροντίσει προηγουμένως να καταργήσει και να ποινικοποιήσει κάθε εργατική - συνδικαλιστική και πολιτική - δραστηριότητα.


Πρωτομαγιά του 1936, του 1944, του 1976

Ξεχωριστή σημασία στην ιστορία του τόπου έχουν τα γεγονότα που συνέβησαν την Πρωτομαγιά του 1936, του 1944 και του 1976:

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1936
Η βάρβαρη δολοφονική επίθεση εναντίον του λαού της Θεσσαλονίκης τον Μάιο του 1936, με τους χωροφύλακες να ανοίγουν πυρ κατά άοπλων εργατών, προκάλεσε έκρηξη κι απεργιακές κινητοποιήσεις σε ολόκληρη την Ελλάδα.

Καθόλη τη διάρκεια του 1935 και 1936, είχαν προηγηθεί μαζικές απεργιές (με δυναμική μεγαλύτερη των 200.000 απεργών), αλλά και δολοφονίες, φυλακίσεις, βασανισμοί και εξορίες μαχητικών εργατών, καθώς και διαλύσεις εργατικών σωματίων.

ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ 1944
Την Πρωτομαγιά του 1944 οι Γερμανοί κατακτητές εκτέλεσαν 200 Έλληνες στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής σε αντίποινα για το θάνατο ενός Γερμανού στρατηγού και των τριών συνοδών του στους Μολάους.
Δέκα φορτηγά χρειάστηκαν, να μεταφέρουν τους διακόσιους, στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής έξω από το οποίο μαζεύτηκε πλήθος κόσμου ψάχνοντας να βρει αν είναι κάποιος δικός του στα καμιόνια του θανάτου.
Εκτελέστηκαν ανά εικοσάδες. Οι μελλοθάνατοι έβαζαν τους νεκρούς στα φορτηγά, ενώ αρκετοί που δεν πέθαναν αμέσως, ξεψύχησαν στο δρόμο.

Οι τελευταίες τους λέξεις - ζητωκραύγαζαν για τη λευτεριά και το ΕΑΜ - υπήρξαν ηρωικές, όπως και οι ζωές τους.
ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ 1976
Ένα άλλο γεγονός που συνδέεται με την Πρωτομαγιά και έχει ιστορικές και πολιτικές προεκτάσεις είναι ο χαμός του Αλέκου Παναγούλη, ενός από τους κορυφαίους αγωνιστές ενάντια στη χούντα των συνταγματαρχών της 21ης Απριλίου 1967.
Την Πρωτομαγιά του 1976, ο Αλέκος Παναγούλης βρήκε τον θάνατο σε ένα περίεργο αυτοκινητιστικό δυστύχημα, τα αίτια του οποίου παραμένουν μέχρι σήμερα αδιευκρίνιστα.

the pressproject

Σικάγο 1886 : Η Ιστορία της εργατικής πρωτομαγιάς – Η προπαγάνδα μέσα από την δράση

ΙΚΑΓΟ 1886 Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ
Η ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΡΑΣΗΣ. Γιελέν

Χωρίς αμφιβολία τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν το Μάη του 1886 στο Σικάγο καθώς και η καταδίωξη των αναρχικών εργατών που έδρασαν μέσα σε αυτά και έμειναν γνωστοί ως οι “μάρτυρες του Σικάγο” σηματοδότησαν για περισσότερο από έναν αιώνα τους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες ενάντια στο Κράτος και το Κεφάλαιο. Γι΄αυτό άλλωστε και υπέστησαν για δεκαετίες συστηματική διαστρέβλωση, συσκότιση και σπέκουλα από την εξουσιαστική Αριστερά (μαρξιστές-λενινιστές και σοσιαλδημοκράτες) μέχρι πλήρους αποχύμωσης, αποστέωσης και νέκρωσης κάθε ουσιαστικού και συμβολικού αγωνιστικού περιεχόμενου της λεγόμενης “εργατικής πρωτομαγιάς”, η οποία δεν αντιπροσωπεύει και τίποτα περισσότερο από μια επέτειο που τη γιορτάζουν επίσημα οι κάθε λογής πολιτικοί και συνδικαλιστές νταβατζήδες των κολασμένων της μισθωτής δουλείας.
Το κείμενο του Σ. Γιελέν για την Πρωτομαγιά στο Σικάγο αποτελεί μια αυθεντική και μοναδική καταγραφή εκείνων ακριβώς των γεγονότων και των προσώπων που στο βωμό των σκοπιμοτήτων της Αριστεράς υπέστησαν κάθε δυνατή παραποίηση. Γι΄αυτή την μοναδικότητα και την αυθεντικότητά του και σε πείσμα των καιρών, το κείμενο του Σ. Γιελέν έτυχε πολλών δημοσιεύσεων.
Πρωτοδημοσιεύτηκε στα ελληνικά από το περιοδικό ΟΤΑΝ, νο 1, (Μάης 1975), αναδημοσιεύτηκε αυτούσιο σε μια μπροσούρα από τη Συσπείρωση Αναρχοσυνδικαλιστών και την Ομάδα Αναρχικών Λειβαδιάς στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, και ακολούθησαν οι αναδημοσιεύσεις του στο περιοδικό ΑΝΑΡΧΟΣ, νο 5 (Δεκ. ΄86) και στην αναρχική εφημερίδα της Πάτρας ΑΝΤΙΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ, νο 2 (Μάης ΄87).
Όπως αναφέρεται και στα εισαγωγικά σημειώματα των δημοσιεύσεων που προηγήθηκαν, έτσι και η παρούσα έκδοση αυτού του κειμένου δεν αποσκοπεί στο να δοθεί κάποιο “χαμένο νόημα” στην καθεστωτική και απαξιωμένη “εργατική πρωτομαγιά” αλλά στο να παραμείνει ζωντανή και προσιτή η μνήμη της αιματοβαμμένης εξέγερσης του Σικάγο σε όλους όσοι εξακολουθούν να αγωνίζονται για μια κοινωνία ελεύθερη, χωρίς Κράτος και αφεντικά.
Στις μέρες μας άλλωστε το δικό μας “Σικάγο” ανθίζει ήδη στους δρόμους του Μεξικό, του Άμστερνταμ, του Λονδίνου, της Αθήνας, του Σηάτλ, της Πράγας, της Μελβούρνης, της Νίκαιας, της Ζυρίχης, της Σεούλ, του Μπουένος Άιρες… μέσα στην αλληλουχία των αντιστάσεων και των εξεγέρσεων ενάντια στην πλανητική κυριαρχία του Κράτους και του Κεφάλαιου.

ORA NIHIL, Κύκλος Αναρχικών
Απρίλης 2001

Όπως ο πανικός του 1873 σφράγισε τη γέννηση του συνειδητού εργατικού κινήματος σε εθνική κλίμακα, έτσι σφράγισε και τη γέννηση μιας πρακτικής και ρεαλιστικής αντίληψης για το σοσιαλισμό -αντίληψης που επρόκειτο να αντικαταστήσει τους απόμακρους ουτοπικούς πόθους των πρώτων σοσιαλιστών που περιορίζονταν σε “υψηλές” διανοουμενίστικες συζητήσεις και ρομαντικά δοκίμια. Από κείνη την εποχή οι σοσιαλιστές, αντί να τρέφουν ιδεαλιστικές ελπίδες για το αύριο, άρχισαν να δρουν για το σήμερα, οργανώνοντας διαδηλώσεις πεινασμένων, διαδηλώσεις ανέργων, απεργίες, μαζικές συγκεντρώσεις και πολιτικές καμπάνιες. Αρχικά λειτούργησαν μέσα από το Εργατικό Κόμμα των Η.Π.Α. που είχε ιδρυθεί το 1876 και που έπαιξε σημαντικό ρόλο στις απεργίες των σιδηροδρομικών το 1877, ιδιαίτερα στο Σικάγο και το Σαιν Λούις. Μετά την αποτυχία αυτών των απεργιών το Εργατικό Κόμμα αναδιοργανώθηκε και μετονομάστηκε σε Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα που είχε σαν πρωταρχική του λειτουργία την πολιτική δράση, άσχετο αν διατήρησε φιλικές σχέσεις με τα συνδικάτα. Όταν έγινε αυτή η αλλαγή, η Εθνική Εκτελεστική Επιτροπή του Σ.Ε.Κ. διέταξε να σταματήσουν οι μαζικές συγκεντρώσεις για να παρουσιάσει στα νομοθετικά σώματα προτάσεις σχετικές με την καθιέρωση του οκτάωρου, αποφάσεις για την κατάργηση όλων των απαγορευτικών νομοσχεδίων και για την αγορά από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση σιδηροδρομικών και τηλεγραφικών γραμμών.

Παρόλα αυτά, το σοσιαλιστικό κίνημα στην Αμερική αντικατόπτριζε το σχίσμα της Πρώτης Διεθνούς -οι φράξιες που δημιουργήθηκαν διαχωρίστηκαν με αφορμή θέματα τακτικής και μεθοδολογίας. Οι Διεθνιστές υποστήριζαν τον μυστικό εξοπλισμό και την άμεση προετοιμασία για την κοινωνική επανάσταση, ενώ ο συνδικαλισμός και η πολιτική θα χρησίμευαν σαν επικουρικές δραστηριότητες που έπρεπε να βρίσκονται κάτω από αυστηρή επιτήρηση από φόβο μήπως οδηγήσουν στο προδοτικό ρεύμα του οπορτουνισμού. Οι Λασσαλικοί, από την άλλη μεριά, ζητούσαν τη σταδιακή δημιουργία μιας νέας κοινωνίας μέσω της εκπαίδευσης, της πολιτικής οργάνωσης και της κοινοβουλευτικής διαδικασίας. Οι Λασσαλικοί ελέγχανε για μερικά χρόνια την πολιτική του κόμματος και τόλμησαν ακόμα και στο Σικάγο, το παραδοσιακό οχυρό του συνδικαλισμού και των επαναστατικών στοιχείων, να ταχτούν υπέρ της συμμετοχής στις εκλογές. Γρήγορα λοιπόν ξέσπασε μια διαμάχη όσον αφορά τις αγωνιστικές εργατικές οργανώσεις. Η μεγαλύτερη από αυτές, η Lehr und Wehr Verein, είχε δημιουργηθεί από γερμανούς σοσιαλιστές του Σικάγου το 1875, με στόχο να προστατευθούν ενάντια στους τραμπουκισμούς των παλαιότερων κοινοβουλευτικών κομμάτων. Η ανάγκη για την ύπαρξη αυτής της προστασίας αποδείχτηκε αργότερα κατά τη διάρκεια της απεργίας των επιπλοποιών τον Ιούλιο του 1877, όταν η αστυνομία επιτέθηκε με εξωφρενική κτηνωδία ενάντια σε ειρηνικές συγκεντρώσεις. Η Εθνική Εκτελεστική Επιτροπή του Σ.Ε.Κ., με το να απαρνηθεί όλες τις αγωνιστικές οργανώσεις, συγκρούστηκε ακόμα περισσότερο με τα επαναστατικά στοιχεία του Σικάγου. Η εχθρότητα αυτή έγινε εντονότερη το 1880 μετά την παταγώδη αποτυχία των σοσιαλιστών στις εκλογές. Επιπλέον, ο μοναδικός σοσιαλιστής δημοτικός σύμβουλος που εκλέχτηκε ξανά στο Σικάγο δεν κατάφερε να αναλάβει τα καθήκοντά του λόγω της παρασκηνιακής χειραγώγησης από μέρος του Δημοκρατικού δημοτικού συμβουλίου, οπότε οι επαναστάτες τόνισαν το πόσο μάταιο ήταν να κατακτηθεί η νέα κοινωνία μέσα από τις κάλπες. Οι τάξεις των επαναστατών πλήθυναν χάρη στην προσχώρηση πάρα πολλών γερμανών εργατών που διαφωνούσαν με το αντισοσιαλιστικό διάταγμα του 1878, γεγονός που κατέληξε σε μια συνδιάσκεψή τους που έγινε στο Σικάγο τον Οκτώβριο του 1881.

Πριν από την άφιξη του Γιόχαν Μοστ στην Αμερική, δεν ήταν τόσο ισχυρό το κίνημα των επαναστατικών ομάδων. Η εμφάνιση του Μοστ -υποστηρικτή των απόψεων του Μπακούνιν και του Νετσάγιεφ, και ιδρυτή της Διεθνούς Οργάνωσης Εργαζομένων, γνωστής ως “Μαύρης Διεθνούς”- παραγκώνισε τους κοινοβουλευτικούς σοσιαλιστές. Στα θεωρητικά θέματα ο Μοστ δεν ήταν καθαρός αναρχικός, παρόλα αυτά, στην πράξη υποστήριξε την αναρχική τακτική της τεροριστικής δράσης ενάντια στην Εκκλησία και το Κράτος, δράση που πραγματοποιείται από το άτομο με δική του πρωτοβουλία, ώστε να μην διακινδυνεύσει ολόκληρο το κίνημα αν συλληφθεί ο δράστης της μεμονωμένης πράξης. Πίστευε ότι μόνο τα όπλα μπορούσαν να εξασφαλίσουν στους εργάτες κάποια ισότητα απέναντι στην αστυνομία και το στρατό. Πρότεινε τη δημιουργία σώματος οπλοφόρων και την εξολόθρευση της “άθλιας φάρας”, της “φάρας των ερπετών”, της “ράτσας των παράσιτων”. Σε μια μπροσούρα του με τίτλο “Το Κτήνος της Ιδιοκτησίας” διακήρυξε ότι δεν θα έπρεπε να γίνει κανένας συμβιβασμός με την τωρινή κοινωνία, αλλά θα έπρεπε να εξαπολυθεί ανελέητος πόλεμος, μέχρι που να “καταδιωχθεί, ως το τελευταίο του κρησφύγετο και να καταστραφεί ολοκληρωτικά” το κτήνος της ιδιοκτησίας.

Παρακινημένοι από την αγκιτάτσια του Μοστ, οι εκπρόσωποι των επαναστατικών αντικοινοβουλευτικών ομάδων από 26 πόλεις συγκεντρώθηκαν στο Πίτσμπουργκ στις 14 Οκτωβρίου 1883 για να αναδιοργανώσουν τη Διεθνή Ένωση Εργατών. Και σ΄ αυτή την περίπτωση, υπάρχουν πάλι δύο ξεχωριστά στοιχεία συνενωμένα μόνο από την αντίθεσή τους ως προς την πολιτική δράση. Οι αντιπρόσωποι από τη Νέα Υόρκη και τις ανατολικές Πολιτείες με πρώτο και καλύτερο το Γιόχαν Μοστ, υποστήριξαν την ατομικιστική αναρχική τακτική, ενώ οι αντιπρόσωποι από το Σικάγο και απ’ τις δυτικές Πολιτείες, καθοδηγούμενοι από τους Άλμπερτ Πάρσονς και Ώγκαστ Σπάιζ, υποστήριξαν κάποιο μείγμα αναρχισμού και συνδικαλισμού που τελικά έμεινε γνωστό σαν “Ιδέα του Σικάγου”. Η παραλλαγή αυτή πλησίαζε περισσότερο τον συνδικαλισμό παρά τον αναρχισμό, στο βαθμό που αναγνώριζε το συνδικάτο σαν “εμβρυακή ομάδα” της μελλοντικής κοινωνίας και σαν μονάδα μάχης ενάντια στον καπιταλισμό. Παρόλα αυτά, τα συνδικάτα δεν επρόκειτο να αγωνιστούν για τα επιφανειακά και οπορτουνιστικά προνόμια των μεγάλων μισθών και του μικρού ωραρίου, δεν θα έμεναν ικανοποιημένα παρά μόνο με τον πλήρη αφανισμό του καπιταλισμού και τη δημιουργία της ελεύθερης κοινωνίας. Ο συνδικαλισμός, στον αγώνα του ενάντια στον καπιταλισμό, δεν θα κατέφευγε στην πολιτική δράση αλλά αντίθετα θα δυσπιστούσε απέναντι σε κάθε κεντρική εξουσία και θα διαφύλαττε κάθε προσπάθεια ενάντια στην προδοτική ηγεσία. Θα συγκέντρωνε την προσοχή του στην απευθείας δράση των μελών της βάσης. Δύο μονάχα βασικές αρχές απόμεναν για να εναρμονιστεί απόλυτα η “Ιδέα του Σικάγου” με το σύγχρονο συνδικαλισμό: η Γενική Απεργία και το Σαμποτάζ, απόψεις που εκείνη την εποχή δεν αναπτύχθηκαν θεωρητικά.

Μια και η φράξια των δυτικών Πολιτειών ήταν μεγαλύτερη απ’ όλες τις άλλες, το συνέδριο επικύρωσε τη σπουδαιότητα του συνδικαλισμού. Και η απευθείας δράση -η βία- ήταν η τακτική που θα εφαρμοζόταν. Η πλατφόρμα της Διεθνούς που δημοσιεύτηκε στο “Συναγερμό” -εφημερίδα του Σικάγου με εκδότη τον Πάρσονς- έλεγε, ανάμεσα σ’ άλλα τα εξής:

“Η σημερινή κοινωνική τάξη πραγμάτων βασίζεται στη ληστεία των μη-ιδιοκτητών από μέρους των ιδιοκτητών, οι καπιταλιστές εξαγοράζουν το μόχθο των φτωχών προσφέροντας μισθούς που αρκούν μονάχα για την επιβίωση, απορροφώντας ολόκληρη την υπεραξία… Μ’ αυτό τον τρόπο, ενώ οι φτωχοί στερούνται ολοένα και περισσότερο τις δυνατότητες εξέλιξης, οι πλούσιοι θησαυρίζουν ληστεύοντας ολοένα και περισσότερο… Το σύστημα αυτό είναι άδικο, παράλογο και καταστροφικό. Άρα εκείνοι που υποφέρουν κάτω απ’ αυτό το σύστημα και δεν θέλουν να είναι υπεύθυνοι για τη συνέχισή του πρέπει να πολεμήσουν για την καταστροφή του με όλα τα μέσα και με όλες τους τις δυνάμεις. Οι εργάτες δεν μπορούν να ζητήσουν βοήθεια από καμιά εξωτερική πηγή στον αγώνα τους ενάντια στο τωρινό σύστημα· πρέπει να πετύχουν την απελευθέρωσή τους με τις δικές τους μόνο προσπάθειες. Μέχρι τώρα, καμιά προνομιούχα τάξη δεν παραιτήθηκε από την τυραννία, και οι σημερινοί καπιταλιστές δεν παραιτήθηκαν ποτέ από τα προνόμιά τους κι από την εξουσία τους χωρίς να εφαρμόσουν κατασταλτικά μέτρα… Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι ο αγώνας του προλεταριάτου ενάντια στη μπουρζουαζία πρέπει να έχει βίαιο χαρακτήρα, ότι οι διαμάχες που αφορούν τις διάφορες μισθολογικές αυξήσεις δεν μπορούν να οδηγήσουν στον τελικό στόχο… Σ’ αυτές τις συνθήκες, υπάρχει μονάχα μια λύση -η βία… Η αγκιτάτσια για οργάνωση, για οργανώσεις με σκοπό την εξέγερση, στην περίπτωση βέβαια που οι εργάτες θα πετάξουν τις αλυσίδες τους”.

Πρόκειται για πρόγραμμα που διακήρυττε χωρίς προσχήματα την καταστροφή της υπάρχουσας οικονομικής και πολιτικής τάξης πραγμάτων, ένα πρόγραμμα που δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο.

Στο Σικάγο, χάρη στη μεγάλη ιστορία των βιαιοπραγιών της αστυνομίας, πάρα πολλοί εργάτες προσχώρησαν στη Διεθνή – τελικά η συμμετοχή της πόλης αυτής ξεπερνούσε το 1/3 των 5.000-6.000 μελών της. Οι πιο ικανοί και εύστροφοι ηγέτες της Διεθνούς στο Σικάγο ήταν ο Πάρσονς, ο Σπάιζ, ο Σάμουελ Φήλντεν και ο Μάικελ Στσουώμπ. Οι Διεθνιστές του Σικάγου έβγαζαν πέντε εφημερίδες: το “Συναγερμό”, δεκαπενθήμερη εφημερίδα στα αγγλικά με κυκλοφορία 2.000 φύλλων, την “Εργατική Εφημερίδα του Σικάγου”, ημερήσια στα γερμανικά, με εκδότη τον Σπάιζ και με κυκλοφορία 3.600 φύλλων, την “Fackel”, την “Vorbote” και την “Budoucnost” που γράφονταν στη βοημική διάλεκτο. Αυτός ο επαναστατικός πυρήνας διείσδυσε γρήγορα στο συνδικαλιστικό κίνημα. Επηρεασμένο απ’ αυτόν τον πυρήνα το τοπικό Συνδικάτο Καπνεργατών, τον Ιούνιο του 1884, κάλεσε όλα τα συνδικάτα της πόλης να αποχωρήσουν από τη συντηρητική Συνασπισμένη Επαγγελματική και Εργατική Συνέλευση και να οργανώσουν ένα Κεντρικό Εργατικό Συνδικάτο με καθαρά αγωνιστική πολιτική. Τέσσερα συνδικάτα γερμανών εργατών απάντησαν στο κάλεσμα -οι μεταλλουργοί, οι εργάτες των σφαγείων, οι ξυλεργάτες και οι επιπλοποιοί- και αποδέχτηκαν μια κοινή διακήρυξη αρχών: “όλη η γη αποτελεί κοινωνική κληρονομιά, ο πλούτος είναι δημιούργημα της εργασίας, δεν μπορεί να υπάρχει καμία αρμονία ανάμεσα στους εργάτες και το κεφάλαιο, κάθε εργάτης οφείλει να αποσπαστεί από τα καπιταλιστικά πολιτικά κόμματα και ν’ αφοσιωθεί στο συνδικάτο”. Από την αρχή το Κεντρικό Εργατικό Συνδικάτο βρισκόταν σε συνεννόηση με την ομάδα των Διεθνιστών. Άλλωστε το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα εξακολουθούσε να υποστηρίζει τη Συνασπισμένη Επαγγελματική και Εργατική Συνέλευση.

Για ένα χρόνο η ανάπτυξη του νέου Κεντρικού Εργατικού Συνδικάτου ήταν μικρή, παρόλα αυτά, στο τέλος του 1885 είχαν προσχωρήσει σε αυτό 13 συνδικάτα, ενώ η Συνασπισμένη Συνέλευση διατηρούσε 19. Ύστερα από λίγους μήνες όμως, τον Απρίλιο του 1885, συμμετείχαν στο Κεντρικό Εργατικό Συνδικάτο 22 συνδικάτα από τα οποία τα 11 ήταν τα μεγαλύτερα στην πόλη. Διατήρησε την επαφή του με τη Διεθνή και προσχώρησε στις διαδικασίες της, συμμετέχοντας στις μαζικές συγκεντρώσεις της. Άρχισε μια έντονη αγκιτάτσια για την καθιέρωση του οκτάωρου, παρόλο που όσον αφορά τα κίνητρα διέφερε από τη συντηρητική Συνασπισμένη Συνέλευση και τους Ιππότες της Εργασίας – δεν θεωρούσε σημαντική τη μείωση της εργάσιμης ημέρας αλλά τη δημιουργία κοινού εργατικού μετώπου και την πάλη των τάξεων. Ύστερα από εισήγηση του Σπάιζ, τον Οκτώβριο του 1885, υιοθέτησε την ακόλουθη απόφαση:

“Απόφασή μας είναι να κάνουμε έκκληση στην τάξη των μισθωτών να πάρει τα όπλα για να προβάλει στους εκμεταλλευτές της το μοναδικό επιχείρημα που μπορεί να θεωρηθεί αποτελεσματικό: ΒΙΑ. Μολονότι περιμένουμε ελάχιστα από την καθιέρωση του οκτάωρου, υποσχόμαστε με πίστη να βοηθήσουμε τα αδέλφια μας που βρίσκονται σε μειονεκτικότερη θέση σ’ αυτή την ταξική πάλη με όλα τα μέσα και τη δύναμη που διαθέτουμε, εφόσον κι αυτοί θα συνεχίσουν να διατηρούν ένα ανοιχτό και αποφασισμένο μέτωπο ενάντια στους κοινούς μας καταπιεστές, τους αριστοκράτες αλήτες και τους εκμεταλλευτές. Η πολεμική μας κραυγή είναι: “θάνατος στους εχθρούς του ανθρώπινου γένους!”

Στο Σικάγο, την πρωτοβουλία για την καθιέρωση του οκτάωρου την ανέλαβε ο Σύνδεσμος για την Καθιέρωση του Οκτάωρου, στον οποίο συμμετείχαν η Συνασπισμένη Συνέλευση, το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα και οι Ιππότες της Εργασίας – παρόλο που το Κεντρικό Εργατικό Συνδικάτο συνεργάστηκε ενεργητικά. Την τελευταία Κυριακή πριν από την Πρωτομαγιά οργανώθηκε μια τεράστια διαδήλωση για το οκτάωρο στην οποία πήραν μέρος 25.000 άτομα και μίλησαν οι Πάρσονς, Σπάιζ, Φήλντεν και Στσουώμπ. Όταν έφτασε η μέρα του αγώνα, τα περισσότερα μέλη της κίνησης για την καθιέρωση του οκτάωρου υποστήριξαν τα συνθήματα του Κεντρικού Εργατικού Συνδικάτου και της Διεθνούς.

Η ΜΠΟΜΠΑ ΠΕΦΤΕΙ

Η απεργία ξεκίνησε στο Σικάγο με φοβερή ορμητικότητα και με τεράστιες ελπίδες επιτυχίας. Γύρω στους 40.000 εργάτες κατέβηκαν σε απεργία την 1η Μαΐου όπως είχε κανονιστεί, και τελικά έφτασαν να απεργούν 65.000 εργάτες μέσα σε τρεις ή τέσσερις μέρες. Αλλά κι αυτός ο αριθμός δεν αντιπροσώπευε ολόκληρο το δυναμικό της πόλης: χωρίς να γίνει απεργία ικανοποιήθηκε το αίτημα για μείωση της εργάσιμης ημέρας περισσότερων από 45.000 εργατών. Επιπλέον, απεργούσαν ήδη χιλιάδες εργάτες στο Λέηκ Σωρ, στο Γουώμπας, στο Σικάγο, στο Μιλγουώκη, στο Σαιν Πωλ και σε διάφορους σταθμούς μεταφορών οι απεργοί διαμαρτύρονταν για την πρόσληψη εργατών που δεν ανήκαν στο συνδικάτο. Αντιμετωπίζοντας ένα τέτοιο μαζικό κίνημα ο αρχηγός της αστυνομίας Έμπερσολντ κατάλαβε ότι η κατάσταση είναι δύσκολη και ζήτησε να βρίσκεται σ’ επιφυλακή, το Σάββατο, 1η Μαΐου, ολόκληρη η δύναμη της αστυνομίας και των χαφιέδων του Πίνκερτον – δύναμη που ενισχύθηκε από ιδιωτικούς μπασκίνες, μισθωμένους πρώτα από την Εταιρεία Σιδηροδρόμων, καθώς και με ειδικούς χαφιέδες, πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από τη Μεγάλη Στρατιά του Πότομακ. Παρόλες όμως τις πολεμικές προετοιμασίες, το Σάββατο κύλησε ειρηνικά. Η πόλη είχε γιορτινή εμφάνιση με τα εκατοντάδες κλειστά εργοστάσια και τους χιλιάδες απεργούς που περιδιάβαιναν τους δρόμους οικογενειακά. Έγιναν πορείες και μαζικές συγκεντρώσεις κι ακούστηκαν λόγοι στα πολωνικά, τα γερμανικά, τα αγγλικά και τη βοημική διάλεκτο.

Αντιμέτωποι με μιαν απεργία που παρουσίαζε απρόβλεπτη δύναμη και διάθεση αλληλεγγύης, οι μεγάλοι επιχειρηματίες και βιομήχανοι συνασπίστηκαν για να τη συντρίψουν. Στις 27 Απριλίου ιδρύθηκε ο Σύνδεσμος Βιομηχάνων Υποδηματοποιίας στον οποίο συμμετείχαν 60 βιομήχανοι αυτοπροσώπως και 160 με γραπτή δήλωσή τους. Ο Σύνδεσμος αποσκοπούσε στο συντονισμό της δράσης των εκμεταλλευτών. Τα μεγαλύτερα χυτήρια σιδήρου, χάλυβος, χαλκού και μπρούτζου διακήρυξαν ότι θ’ αντιτάσσονταν στο αίτημα για την καθιέρωση του οκτάωρου. Το πρωί της πρωτομαγιάς συνεδρίασαν οι εκπρόσωποι των μεγάλων πλανιστηρίων για να αποφασίσουν με ποιο τρόπο θα αντιδράσουν ενάντια στους απεργούς. Το ίδιο βράδυ πήραν μέρος σ’ αυτή τη συγκέντρωση οι ξυλέμποροι και οι εταιρείες συσκευασιών -έτσι, σύσσωμη η ξυλοβιομηχανία αποφάσισε να μην κάνει καμιά παραχώρηση στους εργάτες. Παρόλα αυτά, τη Δευτέρα 3 Μαΐου η εξάπλωση της απεργίας ήταν τρομακτική. Το ποτάμι κοντά στην ξυλεμπορική Αγορά είχε πλημμυρίσει από παρατημένη ξυλεία, ενώ έρχονταν 300 μαούνες γεμάτες φορτίο σε εκδήλωση συμπαράστασης. Οι οικοδομικές εργασίες που εκείνη την εποχή βρισκόντουσαν σε άνθιση, παρέλυσαν ξαφνικά. Τα μεγάλα χυτήρια μετάλλων και οι μεταφορικοί σταθμοί μπλοκαρίστηκαν. Για να σπάσει η απεργία ήταν πια αναγκαία μια καθαρά επιθετική ενέργεια. Τη Δευτέρα τα γκλομπ της αστυνομίας άρχισαν να διαλύουν τις πορείες και τις συγκεντρώσεις.

Το απόγευμα της ίδιας μέρας έγιναν σοβαρές φασαρίες στο εργοστάσιο Μακ Γκόρμικ Χάρβεστερ. Η αντιδικία ανάμεσα στον εργοστασιάρχη Μακ Γκόρμικ και τους εργάτες χρονολογείται από τα μέσα Φεβρουαρίου όταν η επιχείρηση κήρυξε λοκ-άουτ ενάντια στους 1.400 υπαλλήλους, αντιμετωπίζοντας έτσι το αίτημά τους να σταματήσει η δίωξη ορισμένων συναδέλφων τους που είχαν απεργήσει παλιότερα. Τους επόμενους δυο μήνες οι απεργοσπάστες, οι χαφιέδες του Πίνκερτον και οι μπασκίνες έκαναν λυσσαλέες επιθέσεις εναντίον των απεργών.

Η αστυνομία εξαπέλυσε την επίθεσή της το απόγευμα της Δευτέρας, 3 Μαΐου. 6.000 απεργοί ξυλεργάτες συγκεντρώθηκαν κοντά στο Μαύρο Μονοπάτι, ένα μίλι βόρεια απ’ το εργοστάσιο Μακ Γκόρμικ, με σκοπό τη δημιουργία μιας επιτροπής που θα στελνόταν στους ξυλεμπόρους. Ενώ ο Σπάιζ μιλούσε στη συγκέντρωση, μια ομάδα 200 περίπου ατόμων αποσπάστηκε αυθόρμητα από το πλήθος των απεργών, έκανε πορεία προς το εργοστάσιο και επιτέθηκε στους απεργοσπάστες που εκείνη τη στιγμή έφευγαν για το σπίτι τους.

Μέσα σε 10-15 λεπτά πλάκωσαν οι μπάτσοι – πάνω από 200. Στο μεταξύ ο Σπάιζ και οι συγκεντρωμένοι απεργοί βλέποντας τα περιπολικά κι ακούγοντας πυροβολισμούς ξεκίνησαν για το εργοστάσιο -στο δρόμο συναντήθηκαν με τη δύναμη των γκλομπ και των όπλων- οι αστυνομικοί πυροβολούσαν ανεξέλεγκτα τους απεργούς που έτρεχαν για να ξεφύγουν. Αποτέλεσμα: τέσσερις νεκροί και πάρα πολλοί τραυματίες.

Ο Σπάιζ αγανακτισμένος από τις νέες αγριότητες της αστυνομίας πήγε βιαστικά στο τυπογραφείο της “Εργατικής Εφημερίδας του Σικάγου” και κυκλοφόρησε την ακόλουθη προκήρυξη στα αγγλικά και τα γερμανικά:

ΕΚΔΙΚΗΘΕΙΤΕ! ΕΡΓΑΤΕΣ ΣΤΑ ΟΠΛΑ!!!
Τ’ αφεντικά εξαπέλυσαν τα λαγωνικά τους -την αστυνομία- και δολοφόνησαν έξι από τα αδέρφια μας σήμερα το απόγευμα στη φάμπρικα του Μακ Γκόρμικ. Σκότωσαν τ’ άμοιρα αδέρφια μας γιατί όπως και σεις είχαν το κουράγιο να μην υπακούσουν στην ανώτατη θέληση των αφεντικών σας. Τους σκότωσαν γιατί τόλμησαν ν’ απαιτήσουν τη μείωση των ωρών σκλαβιάς. Τους σκότωσαν για να αποδείξουν σε σας τους “Ελεύθερους Αμερικανούς Πολίτες” ότι πρέπει να είσαστε ικανοποιημένοι με οτιδήποτε αποφασίσουν να σας επιτρέψουν αλλιώς θα πεθάνετε!
Εδώ και χρόνια υφίστασθε τις πιο χυδαίες ταπεινώσεις, εδώ και χρόνια υποφέρετε αμέτρητα πλήγματα, αμέτρητες αδικίες, εργαζόσαστε μέχρι αναισθησίας, υποφέρετε από τους πόνους της ένδειας και της πείνας· τα παιδιά σας τα θυσιάσατε στον αφέντη της φάμπρικας - με λίγα λόγια όλα αυτά τα χρόνια ήσασταν δυστυχισμένοι και υπάκουοι σκλάβοι. Γιατί; Για να ικανοποιήσετε την αδηφάγα φάρα, για να γεμίσετε τα χρηματοκιβώτια του κοπρίτη, κλέφτη αφέντη σας; Όταν τώρα του ζητάτε να σας ελαφρώσει το φορτίο σας, στέλνει τα λαγωνικά του για να σας πυροβολήσουν, να σας σκοτώσουν!
Αν είσαστε άντρες, αν είσαστε τέκνα των πατεράδων σας που έχυσαν το αίμα τους για να σας ελευθερώσουν, τότε θα σηκώσετε τ’ ανάστημά σας, θα δείξετε τη δύναμή σας και θα καταστρέψετε εσείς το απαίσιο τέρας που θέλει να σας καταστρέψει. Στα όπλα, σας καλούμε στα όπλα!
Τ’ ΑΔΕΡΦΙΑ ΣΑΣ

Το επόμενο βράδυ μια δεύτερη προκήρυξη καλούσε σε μαζική συγκέντρωση διαμαρτυρίας στην Παλιά Αγορά της οδού Ράντολφ.

Το πρωί της Τρίτης, 4 Μαΐου, ξημέρωσε με την αστυνομία να επιτίθεται ενάντια σε 3.000 απεργούς κοντά στην 35η οδό. Οι επιθέσεις κατά των συγκεντρωμένων απεργών συνεχίστηκαν και το απόγευμα, ειδικά στη νοτιοδυτική πλευρά της πόλης. Ο δήμαρχος Χάρρισον έδωσε άδεια για μαζική συγκέντρωση εκείνη τη βραδιά και στις 7 η ώρα ο κόσμος άρχισε να συγκεντρώνεται στην Πλατεία Αγοράς, το κέντρο των ξυλεμπορικών. Μεταξύ 8 και 9 η ώρα είχαν εμφανιστεί περίπου 3.000 άτομα, ανάμεσά τους και ο δήμαρχος Χάρρισον που παρακολουθούσε σαν θεατής για να μην διασαλευτεί η τάξη. Στο αστυνομικό τμήμα της οδού Ντεμπλαίν, μισό τετράγωνο απόσταση από τη συγκέντρωση, ένα αρκετά μεγάλο σώμα αστυνομικών βρισκόταν σ’ ετοιμότητα. Η συγκέντρωση ήταν πολύ ήσυχη. Ο Σπάιζ μίλησε στους απεργούς από ένα αμάξι μπροστά στο εργοστάσιο των αδερφών Κραίην. Ύστερα μίλησε ο Πάρσονς που περιορίστηκε στο θέμα του οκταώρου. Ύστερα μίλησε ο Φήλντεν. Γύρω στις 10 μια δυνατή καταιγίδα άρχισε να διαλύει τη συγκέντρωση, ενώ εκείνη την ώρα ο Σπάιζ και ο Πάρσονς είχαν φύγει. Ο μόνος που είχε μείνει ήταν ο Φήλντεν που μιλούσε στον κόσμο που ήταν ακόμα εκεί. Ο δήμαρχος Χάρρισον που είχε κρίνει ότι η συγκέντρωση ήταν ειρηνική και ότι όλα είχαν τελειώσει, έφυγε λίγο μετά τις 10, κάλεσε το αστυνομικό τμήμα για να δώσει αναφορά και μετά πήγε να κοιμηθεί στο σπιτάκι του.

Ύστερα από λίγα λεπτά, ο διευθυντής της αστυνομίας, Τζων Μπόνφηλντ, μισητός σ’ όλη την πόλη για την κτηνωδία του, μπήκε επικεφαλής ενός αποσπάσματος 180 μπάτσων για να διαλύσει όσους είχαν απομείνει από τη συγκέντρωση. Η ενέργεια αυτή δεν είχε κανένα νόημα πέρα από το ότι ο Μπόνφηλντ ήθελε να προκαλέσει άλλο ένα μακελειό. Σύμφωνα με τον κυβερνήτη της Πολιτείας, Ώλντγκενλντ, “ο επιθεωρητής Μπόνφηλντ είναι ο πραγματικός υπεύθυνος για το θάνατο των αστυνομικών”. Οι μπάτσοι κρατήθηκαν σε κάποια απόσταση από το αμάξι των ομιλητών και ένας λοχαγός Γουώρντ διέταξε τους συγκεντρωμένους να διαλυθούν. Ο Φήλντεν απάντησε ότι η συγκέντρωση ήταν ειρηνική. Καθώς ο Γουώρντ στράφηκε για να δώσει διαταγή στους άντρες του μια βόμβα έπεσε από ένα σημείο στο πεζοδρόμιο λίγο πιο αριστερά από το αμάξι. Η έκρηξη έγινε εκεί που στέκονταν οι μπάτσοι και τραυμάτισε 66. Απ’ αυτούς οι επτά πέθαναν αργότερα. Η αστυνομία άρχισε αμέσως να πυροβολεί υστερικά το πλήθος, σκοτώνοντας αρκετούς και τραυματίζοντας 200. Πανικός ξέσπασε στη γειτονιά. Έγιναν τηλεφωνήματα σε γιατρούς. Τα φαρμακεία γέμισαν τραυματίες.

Μέχρι και σήμερα ακόμα δεν έχει εξακριβωθεί ποιος έριξε τη βόμβα. Υπάρχουν τρεις πιθανότητες:

1) Ο κυβερνήτης Ώλντγκελντ υποστήριζε στο απαλλακτικό διάγγελμά του το 1893 ότι ρίχτηκε από κάποιον σαν αντίποινα για όλες τις βιαιότητες του Μπόνφηλντ και της αστυνομίας. “…Αποδεικνύεται ότι κατά πάσα πιθανότητα η βόμβα ρίχτηκε από κάποιον που ζητούσε προσωπική εκδίκηση, ότι οι αρχές ακολούθησαν μια τακτική που ήταν φυσικό να προκαλέσει όλα όσα προκάλεσε, ότι αρκετά χρόνια πριν από το επεισόδιο της Παλιάς Αγοράς δεν είχαν σημειωθεί εργατικές ταραχές και ότι σε αρκετές περιπτώσεις πολλοί εργάτες που δεν ήταν ένοχοι καμιάς κατηγορίας είχαν δολοφονηθεί, και κανένας από τους δολοφόνους δεν πέρασε από δικαστήριο. Οι μαρτυρίες που δόθηκαν στους ανακριτές και εκτέθηκαν εδώ αποδεικνύουν ότι σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις πυροβολήθηκαν άτομα και σκοτώθηκαν καθώς έτρεχαν, πράγμα που αποδεικνύει ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να πυροβοληθούν· παρόλα αυτά δεν κατηγορήθηκε κανείς. Στο Σικάγο έγιναν πολλές απεργίες κατά τις οποίες η αστυνομία όχι μόνο επιτέθηκε ενάντια στους ανθρώπους, αλλά και χωρίς καμιά νομική δικαιοδοσία εισέβαλε και διέσπασε ειρηνικές συγκεντρώσεις· σε πολλές περιπτώσεις που δεν ήταν ένοχοι στο παραμικρό”.

2) Η πιθανότητα ενός προβοκάτορα δεν πρέπει να απορριφθεί εντελώς. Η αστυνομία του Σικάγου εκείνη την εποχή ήταν ικανή για κάτι τέτοιο. Το πρωί μετά την έκρηξη της βόμβας ο επιθεωρητής Μπόνφηλντ έκανε την εξής ανακοίνωση:

“Θα λάβωμεν δραστικά μέτρα διά την σύλληψιν των ηγετών της υποθέσεως αυτής. Η ενέργεια της χθεσινής νυκτός θα αποδείξει ότι η βομβιστική και δυναμιτιστική φρασεολογία δεν ήτο απλή πομφόλυξ… Η επίθεσις εναντίον ημών ήτο κτηνώδης και θρασύδειλος”. (Η υπογράμμιση έγινε από τον ίδιο τον Μπόνφηλντ).

Η υπογραμμισμένη πρόταση ίσως υποδηλώνει μια παλιά πρόθεσή του να αποδείξει ότι η “δυναμιτιστική φρασεολογία” δεν ήταν “απλή πομφόλυξ”.

3) Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να ήταν ένοχος ο αναρχικός Ρ. Στσνάουμπελτ, γαμπρός του Μ. Στσουώμπ. Το γεγονός ότι συνελήφθηκε δύο φορές και αφέθηκε ελεύθερος σε περίοδο που η αστυνομία συνελάμβανε και φυλάκιζε όλους τους αναρχικούς και συμπαθούντες που μπορούσε να αρπάξει, δημιουργεί την υποψία ή μάλλον τη βεβαιότητα ότι η αστυνομία ήθελε να τον ξεμπερδέψει για να μπορέσει να καταδικάσει τους οκτώ σημαντικότερους επαναστάτες ηγέτες.

Ο δικαστής Γκάρυ που αναθεώρησε την υπόθεση επτά χρόνια μετά την πρώτη δίκη παραδέχτηκε πως ήταν πολύ πιθανή η ενοχή του Στσνάουμπελτ και πως η απαλλαγή του μπορεί να έγινε όταν ακριβώς ήταν ο σημαντικότερος ύποπτος. Ο Γκάρυ συμπέρανε, παρόλα αυτά, ότι “ή ο Στσνάουμπελτ ή κάποιος άλλος πέταξε τη βόμβα, πράγμα που δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία”.

Οι εφημερίδες, όχι μόνο στο Σικάγο, αλλά και παντού, άρχισαν να σπέρνουν τον πανικό. Απαίτησαν την εκτέλεση όλων των ανατρεπτικών στοιχείων. Μέσα σε λίγες μέρες η αστυνομία συνέλαβε τους κυριότερους αναρχικούς επαναστάτες της πόλης – τους Σπάιζ, Φήλντεν, Στσουώμπ, Άντολφ Φίσερ, Τζωρτζ Ένγκελ, Λούις Λινγκ, Όσκαρ Νημπ και άλλους, ακόμα και τους 25 τυπογράφους της “Εργατικής Εφημερίδας”. Ο μόνος που διέφυγε ήταν ο Πάρσονς που η αστυνομία δεν μπορούσε να τον συλλάβει παρά το φοβερό κυνηγητό. Όταν ανακοινώθηκε ο θάνατος του μπάτσου Μ. Τζ. Ντήγκαν οι εφημερίδες απαίτησαν κραυγαλέα βιαστικές δίκες στο κακουργιοδικείο. Για αρκετές βδομάδες αναζωπύρωναν το αίσθημα τρομοκρατίας που επικρατούσε στο κοινό. Οι τίτλοι τους ήταν χαρακτηριστικοί: Αιμοδιψή κτήνη, Ερυθροί ρουφιάνοι, Ερυθροί ταραξίες, Κατασκευαστές βομβών, Ερυθροί αγκιτάτορες, Αναρχικοί δυναμιτιστές, Αιμοδιψή τέρατα, Εκσφενδονιστές βομβών, Βομβολάτρες. Η εφημερίδα Chicago Tribune έγραφε στις 6 Μαΐου: “Τα φίδια αυτά θράφηκαν και αναζωογονήθηκαν με τη λιακάδα της ανοχής και πήραν θάρρος να επιτεθούν ενάντια στην κοινωνία, το νόμο, την τάξη και την κυβέρνηση”. Και η Chicago Herald της ίδιας ημέρας: “Ο όχλος που παρακινήθηκε από τον Σπάιζ και τον Φήλντεν σε δολοφονίες δεν αποτελείται από αμερικανούς. Είναι καθάρματα από την Ευρώπη που ζήτησαν καταφύγιο σ’ αυτές τις ακτές για να καταχραστούν τη φιλοξενία μας και να περιφρονήσουν τις αρχές της χώρας”. Η Chicago Interocean: “Για μήνες, για χρόνια, αυτά τα μικροπρεπή υποκείμενα διαλαλούσαν τα στασιαστικά κι επικίνδυνα δόγματά τους”. Η Chicago Journal της 7ης Μαΐου: “Η Δικαιοσύνη θα πρέπει να είναι πολύ αυστηρή όταν θα περιλάβει τους κρατούμενους αναρχικούς. Οι νόμοι που αφορούν τη συνενοχή σ’ εγκλήματα είναι τόσο σαφείς ώστε οι δίκες τους δεν θα πρέπει να κρατήσουν πολύ”.

Η τροφοδότηση της υστερίας του κοινού κατάντησε να είναι πρωταρχική δραστηριότητα της αστυνομίας. Ύστερα από τρία χρόνια, κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξής του, ο αρχηγός της αστυνομίας, Έμπερσολντ, παραδέχτηκε: “Ήτο τακτική μου να κατευνάσω τα πνεύματα όσο το δυνατόν ταχύτερον μετά την 4ην Μαΐου 1886. Η γενική αναταραχή ήτο εις βάρος της πόλεως του Σικάγου. Άλλωστε ο λοχαγός Στσάακ επεζητούσε την αναταραχήν. Ήθελε να ανεύρη βόμβας πανταχόθεν… Μετά την διάλυσιν των αναρχικών ομάδων, ο Στσάακ ήθελε να εξαπολύσει τους άνδρας του διά να οργανώσουν εκ νέου τας διαλελυμένας ομάδας”. Η αστυνομία πήρε στα χέρια της τους καταλόγους συνδρομητών της “Εργατικής Εφημερίδας” και άρχισε μαζικές εφόδους. Στις αίθουσες συγκεντρώσεων, στα τυπογραφεία, στα σπίτια γινόντουσαν διαρρήξεις και έρευνες· συνελάμβαναν και φυλάκιζαν οποιονδήποτε είχε έστω και ελάχιστη σχέση με το ριζοσπαστικό κίνημα. Η αστυνομία φρόντιζε οι επιδρομές της να έχουν αποτελέσματα. Κάθε μέρα ανακάλυπταν πυρομαχικά, καραμπίνες, μαχαίρια, ντουφέκια, πιστόλια, ξιφολόγχες, αναρχικά φυλλάδια, κόκκινες σημαίες, ανατρεπτικά πανό, φυσίγγια, εγχειρίδια, σφαίρες, μολύβι, υλικά για την κατασκευή τορπιλών, κάλυκες σφαιρών, δυναμίτη, βόμβες, οβίδες, καψούλια, μηχανήματα, ψεύτικες πόρτες για κρύπτες, υπόγειες γαλαρίες σκοποβολής. Κάθε εύρημα της αστυνομίας διατυμπανιζόταν από τις εφημερίδες. Απλώθηκε η φήμη ότι ο “Μοστ” θα ερχόταν από τη Νέα Υόρκη, προφανώς για να κλιμακώσει το κύμα δολοφονιών, οπότε η αστυνομία παρέταξε επιδεικτικά έξω από το σταθμό τους χαφιέδες της. Μαζεύτηκε πλήθος για να υποδεχτεί τον επικίνδυνο επισκέπτη, ο Μοστ όμως δεν φάνηκε. Η κατάλληλη ατμόσφαιρα για τη δίκη είχε προετοιμαστεί προσεκτικά.

“ΑΦΗΣΤΕ Ν’ ΑΚΟΥΣΤΕΙ Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΛΑΟΥ”

Όταν συνεδρίασε το κακουργιοδικείο, στα μέσα Μαΐου, κατηγόρησε τους Ώγκαστ Σπάιζ, Μάικελ Στσουώμπ, Σάμουελ Φήλντεν, Άλμπερτ Πάρσονς, Άντολφ Φίσερ, Τζωρτζ Ένγκελ, Λούις Λινγκ και Όσκαρ Νημπ, όλοι τους βασικά μέλη της Διεθνούς, σαν υπεύθυνους για τη “δολοφονία” του Ματίας Τζ. Ντήγκαν στις 4 Μαΐου. Η δίκη ορίστηκε για τις 21 Ιουνίου στο δικαστήριο του Κουκ Κάουντυ με δικαστή τον Τζόζεφ Γκάρυ. Δημόσιος κατήγορος ήταν ο πολιτειακός εισαγγελέας Τζ. Γκρίνελ. Οι κατηγορούμενοι όρισαν 4 συνήγορους. Η δίκη άρχισε ενώ η αστυνομία έκανε τις συγκλονιστικές της αποκαλύψεις, οι εφημερίδες αράδιαζαν μυθιστορίες για αναρχικές συνωμοσίες που αποσκοπούσαν σε μαζικές δολοφονίες και το κοινό ούρλιαζε απαιτώντας γρήγορα την εκτέλεση των κατηγορούμενων. Στην αρχή της προανάκρισης ο Πάρσονς που είχε διαφύγει τη σύλληψη για έξι βδομάδες, βάδισε μέσα στο δικαστήριο και παραδόθηκε για να δικαστεί, συναντώντας τους συντρόφους του στο εδώλιο των κατηγορουμένων.

Από κείνη τη στιγμή δύο γεγονότα απέδειξαν ότι η δίκη δεν ήταν ούτε κατά προσέγγιση δίκαιη. Πρώτον, ο δικαστής Γκάρυ ανάγκασε και τους οκτώ κατηγορούμενους να δικαστούν μαζί, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο παραδοχής όλων των ειδών αποδεικτικών στοιχείων. Δεύτερον, χάρη σ’ ένα απίθανο τέχνασμα οι ένορκοι δεν διαλέχτηκαν με το συνηθισμένο τρόπο της τυχαίας κλήρωσης, αλλά αντίθετα από ένα κλητήρα διορισμένο από τον πολιτειακό εισαγγελέα. Ένας επιχειρηματίας του Σικάγου, ο Ο. Σ. Φαίηβορ, στην ένορκη κατάθεσή του δήλωσε ότι ο κλητήρας του είχε πει μπροστά σε μάρτυρες: “Εγώ χειρίζομαι αυτή την υπόθεση και ξέρω τι πρέπει να κάνω. Τα άτομα αυτά θα κρεμαστούν σίγουρα. Διαλέγω αυτούς ακριβώς τους ενόρκους γιατί οι κατηγορούμενοι θα τους απορρίψουν ασυζητητί και τελικά θα χάσουν τον καιρό τους και τις ενστάσεις τους. Θ’ αναγκαστούν να τους δεχτούν απλώς γιατί τους θέλει ο δημόσιος κατήγορος”. Ο δικαστής με πολύ έξυπνες ερωτήσεις κατάφερε να θεωρηθούν κατάλληλοι ένορκοι πολλοί που είχαν παραδεχτεί ανοιχτά τις προκαταλήψεις τους απέναντι στους κατηγορούμενους και οι οποίοι απορρίπτονταν εντελώς από την υπεράσπιση. Χρειάστηκαν 21 μέρες για να διαλεχτούν οι ένορκοι και εξετάστηκαν 981 υποψήφιοι. Τελικά η υπεράσπιση εξάντλησε το δικαίωμα ένστασης και έτσι διαλέχτηκαν οι 12 ένορκοι που ανάμεσά τους ήταν κι ένας συγγενής θύματος από τη βόμβα.

Η εισηγητική ομιλία του πολιτειακού εισαγγελέα Γκρίνελ μετά την παρουσίαση των στοιχείων έγινε στις 14 Ιουλίου και διαβεβαίωσε τους ενόρκους ότι θα εμφανιζόταν ο άνθρωπος που είχε ρίξει τη βόμβα. Πράγμα βέβαια που ήταν αδύνατον. Παρόλα αυτά έγινε προσπάθεια να στηριχτεί η κατηγορία στη μαρτυρία δύο υποτιθέμενων αναρχικών που μηρύκασαν τα “επίσημα” στοιχεία, παρουσιάζοντας κάποια ιστορία για την ύπαρξη τρομοκρατικής συνωμοσίας σύμφωνα με τα οποία θα ανατινάζονταν με δυναμίτη όλα τα αστυνομικά τμήματα, ένα κάθε φορά που θα εμφανιζόταν η γερμανική λέξη Rhue στην “Εργατική Εφημερίδα”. Η μαρτυρία των δύο αυτών ατόμων σαρώθηκε εντελώς από την υπεράσπιση. Όταν λοιπόν ξεφούσκωσε κι αυτό το μπαλόνι αποκαλύφθηκαν άλλα παράξενα στοιχεία. Ένας άλλος μάρτυρας, ο Γκίλμερ, που αποδείχτηκε επαγγελματίας ψευδομάρτυρας, ορκίστηκε ότι είχε δει ένα αντικείμενο που έμοιαζε με βόμβα ανάμεσα στους Σπάιζ, Στσουώμπ και Στσνάουμπελτ και ότι είχε παρατηρήσει αυτό τον τελευταίο να ρίχνει τη βόμβα ενάντια στους αστυνομικούς. Επιπλέον, πάρα πολλοί αστυνομικοί προσπάθησαν να αποδείξουν ότι ο Φήλντεν τους είχε πυροβολήσει πίσω από το αμάξι των ομιλητών, οι ισχυρισμοί τους όμως αποδείχτηκαν αβάσιμοι…

Παρά τη δημιουργία συναισθηματικής ομίχλης γύρω από τα γεγονότα, το Κράτος, όπως παρατήρησε ο κυβερνήτης Ώλντγκελντ δεν κατάφερε ποτέ να ανακαλύψει ποιος έριξε τη βόμβα. Δεν μπόρεσε επίσης να αποδείξει την ύπαρξη κάποιας συγκεκριμένης συνωμοσίας από μέρους των κατηγορουμένων.

Με την εξέλιξη της υπόθεσης, οι οκτώ κατηγορούμενοι κατέληξαν να δικάζονται για τις ιδέες τους, παρόλο που δεν επέτρεψαν στην υπεράσπιση να παρουσιάσει μαρτυρίες σχετικές με τη θεωρία του αναρχισμού. Βασιζόμενος στο γεγονός ότι οι γενικές αρχές των αναρχικών αποτελούσαν προτροπή για την καταστροφή όλων των καπιταλιστών, ο δικαστής Γκάρυ επέτρεψε στον δημόσιο κατήγορο να συμπεράνει την ύπαρξη συγκεκριμένης συνωμοσίας. Οι ένορκοι αιφνιδιάστηκαν με αποσπάσματα από διάφορα εμπρηστικά άρθρα της εφημερίδας “Συναγερμός” και της “Εργατικής Εφημερίδας”. Η αστυνομία επέδειξε στους ενόρκους μια σειρά δεματιών δυναμίτη και διάφορες βόμβες με καταχθόνιους μηχανισμούς, παρόλο που τα πιο πολλά απ’ αυτά τα “στοιχεία” είχαν βρεθεί σε μίλια απόσταση από το σημείο της έκρηξης και ύστερα από βδομάδες ολόκληρες. Το θέαμα των εκθεμάτων προκάλεσε το επιθυμητό αποτέλεσμα: προξένησε τρόμο. Η υπεράσπιση εναντιώθηκε στην παρουσίαση άσχετων στοιχείων που αποσκοπούσαν στην πρόκληση εχθρικών συναισθημάτων αλλά το δικαστήριο απέρριψε όλες τις ενστάσεις της. Ο δικαστής Γκάρυ αποκάλυψε έτσι την προκατάληψή του, όπως παραδέχτηκε αργότερα ο κυβερνήτης Ώλντγκελντ.

Η συνοπτική διαδικασία μπροστά στους ενόρκους άρχισε στις 14 Αυγούστου. Έληξε με την αγόρευση του πολιτειακού εισαγγελέα Γκρίνελ: “Δικάζεται ο Νόμος. Δικάζεται η Αναρχία. Οι άνθρωποι αυτοί διαλέχτηκαν από τους ενόρκους και θεωρήθηκαν ένοχοι γιατί ήταν ηγέτες. Δεν είναι περισσότερο ένοχοι απ’ ότι οι χιλιάδες που τους ακολουθούν. Κύριοι ένορκοι, καταδικάστε τους, κάντε τους παράδειγμα προς αποφυγήν, κρεμάστε τους και θα σώσετε τους θεσμούς μας, την κοινωνία μας”. Όπως είχε προβλεφθεί οι ένορκοι ανακοίνωσαν την απόφασή τους στις 20 Αυγούστου: τους χαρακτήρισαν όλους ένοχους και επέβαλαν την ποινή του απαγχονισμού στους επτά κατηγορούμενους, ενώ στον Όσκαρ Νημπ επέβαλαν φυλάκιση 15 χρόνων. Η υπεράσπιση έκανε έφεση για νέα δίκη τον Σεπτέμβριο. Η έφεση απορρίφθηκε και οι καταδικασμένοι κλήθηκαν να απολογηθούν. Οι απολογίες τους ήταν λεπτομερειακές, κράτησαν τρεις μέρες και απευθύνονταν όχι μόνo στο δικαστήριο αλλά και στους εργάτες όπου κι αν βρίσκονταν.

Ύστερα από μια μεγάλη ανάλυση των απόψεών του ο Σπάιζ είπε: “Λοιπόν, αυτές είναι οι ιδέες μου. Αποτελούν μέρος του εαυτού μου, δεν μπορώ να τις αποχωριστώ και δεν θα το έκανα ακόμα κι αν μπορούσα. Κι αν νομίζετε ότι μπορείτε να συντρίψετε αυτές τις ιδέες που κερδίζουν έδαφος κάθε μέρα και περισσότερο, αν νομίζετε ότι μπορείτε να τις στείλετε στην κρεμάλα -αν επιβάλλετε άλλη μια φορά τη θανατική ποινή σε άτομα που τόλμησαν να πουν την αλήθεια – και σας προκαλώ να μας αποδείξετε σε ποιο σημείο είπαμε ψέματα – σας λέω ότι αν ο θάνατος είναι η ποινή γιατί διακηρύχτηκε η αλήθεια, τότε θα πληρώσω το ακριβό τίμημα με περηφάνια και τόλμη! Φωνάξτε το δήμιό σας!”

Ο Τζωρτζ Ένγκελ είπε:

“Μισώ και πολεμάω όχι τον καπιταλιστή σαν άτομο, αλλά το σύστημα που του δίνει τα προνόμιά του. Η μεγαλύτερή μου επιθυμία θα ήταν να μπορέσουν να αναγνωρίσουν οι εργάτες ποιοι είναι οι φίλοι τους και ποιοι οι εχθροί τους”.

Και με το θάρρος που είχε δείξει κατά τη διάρκεια της δίκης, ο Λινγκ που ήταν τότε μόνο 21 χρονών, είπε:

“Επαναλαμβάνω ότι είμαι εχθρός της τάξης που επικρατεί σήμερα και επαναλαμβάνω ότι θα την πολεμήσω με όλες μου τις δυνάμεις, όσο μπορώ ακόμα να ανασαίνω… Σας απεχθάνομαι! Απεχθάνομαι την τάξη σας, τους νόμους σας, την εξουσία σας που στηρίζεται στη βία. Κρεμάστε με γι’ αυτό!”

Η εκτέλεση της καταδίκης αναβλήθηκε μια και η υπόθεση παρουσιαζόταν στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ιλλινόις. Αφού εξετάστηκε για αρκετούς μήνες και παρά το γεγονός ότι η δίκη έβριθε σφαλμάτων νομικής φύσης, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του κατώτερου δικαστήριου το Σεπτέμβριο του 1887. Όλες οι εργατικές οργανώσεις παντού, εκτός από τους Ιππότες της Εργασίας, ζήτησαν χάρη για τους καταδικασμένους αναρχικούς. Τις τελευταίες μέρες ο Φήλντεν και ο Στσουώμπ έκαναν αίτηση για χάρη και ζήτησαν μετατροπή της ποινής. Οι άλλοι απαίτησαν Ελευθερία ή θάνατο. Ο κυβερνήτης Όγκσλμπυ μετέτρεψε την ποινή του Φήλντεν και του Στσουώμπ σε ισόβια και έτσι μεταφέρθηκαν στις κρατικές φυλακές του Τζόλιετ μαζί με τον Νημπ. Ο Λινγκ απέφυγε το ικρίωμα την προηγούμενη της εκτέλεσης πυροδοτώντας ένα τσιγάρο με δυναμίτη μέσα στο στόμα του. Οι υπόλοιποι τέσσερις κρεμάστηκαν στις 11 Νοεμβρίου 1887.

“Οι θηλιές στήθηκαν γρήγορα, οι κουκούλες κατέβηκαν. Τότε κάτω από τα καλύμματα ακούστηκαν τα εξής:
ΣΠΑΪΖ: Θάρθει μια εποχή που η σιωπή του τάφου μας θα είναι πιο ισχυρή από τις φωνές που στραγγαλίζετε σήμερα.
ΕΝΓΚΕΛ και ΦΙΣΕΡ: Ζήτω η Αναρχία! Αυτή είναι η ευτυχέστερη στιγμή της ζωής μου!
ΠΑΡΣΟΝΣ: Ω, άνθρωποι της Αμερικής, θα μου δώσετε την άδεια να μιλήσω; Αφήστε με να μιλήσω Σερίφη Μαίητσον. Αφήστε να ακουστεί η φωνή του λαού, Ω!”.

Ύστερα από χρόνια, μετά από αναθεώρηση της δίκης, οι Φήλντεν, Στσουώμπ και Νημπ απαλλάχτηκαν της κατηγορίας και απελευθερώθηκαν.

Αναδημοσίευση από : vrahokipos.net

Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

Σπρώχνοντας για ένα μαρούλι…


 

Η Ελλάδα επιστρέφει. Όχι στην ανάπτυξη, αλλά στο σκοτεινό παρελθόν της το οποίο νόμιζε ότι είχε αφήσει οριστικά πίσω.

Το κακό με την...
πραγματικότητα είναι ότι είναι επίμονη. Τόσο επίμονη που εντέλει ξεσκεπάζει τα ψέματα, όσο περίτεχνα και αν αυτά είναι, όσο ηχηρά και αν εκφέρονται. Όσο ισχυρή κι αν είναι η προπαγάνδα, η πραγματικότητα αποδεικνύεται ισχυρότερη.

Οι σημερινές εικόνες των χιλιάδων ανθρώπων που περίμεναν στις ουρές και σε κάποιες περιπτώσεις διαγκωνίστηκαν για μια σακούλα δωρεάν λαχανικά, γελοιοποίησαν πλήρως την προπαγανδιστική εκστρατεία κυβέρνησης και Διαπλοκής. Δεν χρειάστηκε παρά η απόφαση των παραγωγών λαϊκών αγορών να μοιράσουν δωρεάν φρούτα και λαχανικά για να κονιορτοποιηθεί το κυβερνητικό success story και να αναδειχτεί η τραγωδία που βιώνει η ελληνική κοινωνία. Η Ελλάδα δεν είναι μια χώρα που αρχίζει να ελπίζει, αλλά μια χώρα που βυθίζεται ολοένα και πιο βαθιά στην απόγνωση.

Οι σκηνές στο κέντρο της Αθήνας θα ήταν αδιανόητες, για μία ακόμη φορά, για οποιαδήποτε χώρα της ΕΕ πριν από τρία-τέσσερα χρόνια. Όσο άδικη κι αν ήταν πάντοτε η κατανομή του πλούτου, το μεγάλο επίτευγμα της μεταπολεμικής Δυτικής Ευρώπης ήταν η εξάλειψη της απόλυτης ανέχειας και η εξασφάλιση ενός επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης για τους περισσότερους. Η αδυναμία εξεύρεσης των βασικών αγαθών για την επιβίωση θεωρούταν πρόβλημα αποκλειστικά του «Τρίτου Κόσμου».

Και να που χάρη στη μνημονιακή «σωτηρία» ξαναβλέπουμε στην Αθήνα τις ξεχασμένες εικόνες της δεκαετίας του σαράντα: ανθρώπους να σπρώχνονται για ένα τζάμπα μαρούλι… Κάπου εδώ πέφτει η αυλαία της πρωτογενούς πλεονάσματος, της «εξόδους στις αγορές», της Ελλάδας που επιστρέφει. Για την ακρίβεια, αυτό το τελευταίο είναι ορθό: Η Ελλάδα επιστρέφει. Όχι στην ανάπτυξη, αλλά στο σκοτεινό παρελθόν της το οποίο νόμιζε ότι είχε αφήσει οριστικά πίσω.

Οι σημερινές εικόνες από το κέντρο της Αθήνας αποτελούν τα τεκμήρια του πρωτοφανούς εγκλήματος που έχει συντελεστεί σε βάρος της ελληνικής κοινωνίας.

left.gr

Νέα επιτυχημένη έξοδος στις αγορές !!!

Νέα επιτυχημένη έξοδο στις αγορές πραγματοποίησε σήμερα η χώρα μας. Η νέα έξοδος στις αγορές ήταν μαζική, αφού χιλιάδες πολίτες στήθηκαν στην ουρά, σπρώχτηκαν και…

έπαιξαν ξύλο για να πάρουν δωρεάν λίγα φρούτα και λαχανικά.

by…pitsirikos

Τα προϊόντα μοίρασαν οι παραγωγοί των λαϊκών αγορών που έχουν γίνει κροίσοι, οπότε δεν χρειάζονται χρήματα και μοιράζουν τα προϊόντα τους τζάμπα.

Οι πολίτες δήλωσαν πως θέλουν δωρεάν φρούτα και λαχανικά, γιατί το μερίδιό τους από το πρωτογενές πλεόνασμα το κατέθεσαν στην Ελβετία.

Θα μπορούσα να γράψω πολλά «σατιρικά» σχόλια για αυτό το θέμα αλλά δεν πάει άλλο.

Δεν πάει άλλο να κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε τι συμβαίνει στις ζωές μας και στις ζωές των συνανθρώπων μας.

Δεν πάει άλλο να κάνουμε πως δεν βλέπουμε τους απελπισμένους ανθρώπους που δεν έχουν από πού να κρατηθούν.

Δεν πάει άλλο να υπάρχει μια πραγματικότητα στις ζωές μας και μια άλλη -πολύ χαρωπή και ανέμελη- πραγματικότητα στα καθεστωτικά ΜΜΕ.

Φτάνει μια στιγμή που πρέπει επιτέλους να πάρεις θέση.

(Στις 24 Μαρτίου έγραφα πως είναι πια μόνο θέμα αξιοπρέπειας:

ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ ΡΕΕΕΕ

Anus mundi

by ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ

Είναι πολλά πράγματα που πρέπει να θυμόμαστε και πολλά που πρέπει να ξαναπούμε. Βεβαίως, πρωτίστως, είναι εκείνο το σπουδαίο και σκατένιο εθνικό όραμα των άθλιων ολυμπιακών αγώνων που άφησαν τα σάλια τους πάνω στο δέρμα του νεοέλληνα. Αν πιστέψουμε μάλιστα και την κοσμική Ουάσινγκτον πόστ, πως, η ανθρωπότητα οφείλει στους Έλληνες πολλά, γιατί χάρισαν σ’ αυτή τους ολυμπιακούς αγώνες, ε τότε θα σκίσουμε τις κιλότες και τα σώβρακά μας. Φυσικά ότι έμεινε να σκίσουμε, αφού ο πατριωτισμός του πολιτικού συστήματος υποκλίθηκε μπροστά στην πολυεθνική μαφία της κεντρικής τράπεζας και του ΔΝΤ αλλά και του ντόπιου μεγαλοϊδεατισμού της αστικής τάξης. Κάθε ξέκωλης κυρίας μεγαλοβιομήχανου ή εφοπλιστή, που ως ιέρεια αυτής της ένδοξης και πανανθρώπινης ιδέας, δούλεψε με πατριωτικό σθένος για να γίνει η χώρα και πάλι το κέντρο της ανθρωπότητας. Δηλαδή το μπουρδέλο στο οποίο ξαμολιούνται κάθε τόσο τουρίστες για να γαμήσουν. Άντε να χαζέψουν και τα αρχαία. Άντε να φάνε και σουβλάκι κάτω απ’ τον ιερό βράχο. Σ’ αυτή τη χώρα που τα φαραωνικά έργα και η γιουροβιζιονική μαλακία κάνει τον έγκλειστο άνεργο ή ενεργό δουλοπάροικο, να φουσκώνει σαν παγώνι από εθνική υπερηφάνεια. Τώρα ακριβώς που το σύστημα περνά την κρίση του και καλεί τα θύματά του, τους πατριώτες δηλαδή, να δώσουν αίμα, τουτέστιν φόρους, να πουλήσουν τα σπουδαγμένα τους παιδιά κοψοχρονιά στο εξωτερικό ως κρέατα, να στήσουν κώλο στην εξουσία που αποφάσισε να βάλει σειρά, να στηθούν στα συσσίτια περιμένοντας ένα πιάτο φαΐ-γιατί δε μαγειρεύεις εσύ καλά και θα σου ετοιμάζουμε εμείς το φαγητό μαλάκα, αρχιεπίσκοποι, δεσποτάδες, δήμαρχοι, υπουργοί, γραμματείς και φαρισαίοι, που ξέρουμε καλά από ανθρώπινη μαγειρική και πορνογραφία του πόνου-, να περιμένουν ένα ξεροκόμματο ως κοινωνικό μέρισμα, να πηδήξουν απ’ την ταράτσα. Τώρα ακριβώς που, σχεδόν όλη η κομματική σκατίλα καλεί τους ψηφοφόρους να αντικαταστήσουν τους κακούς με τους καλούς διαχειριστές. Ένα διαιωνιζόμενο σύστημα που μεταλλάσσει τους ανθρώπους σε πελάτες και σε οπαδούς, δηλαδή σε πρόβατα και αναλώσιμους καταναλωτές κάθε αυταπάτης. Φίλαθλοι δεμένοι στο άρμα μιας εθνικά υπενδεδυμένης παγκόσμιας αποβλάκωσης, ένας κατά παραγγελία μικροεθνικισμός στην υπηρεσία της μονοκρατορίας των εταιριών. Ω ναι, οι εταιρίες σού έχουν μαγκώσει τ’ αρχίδια φιλελεύθερε μικροαστέ, εκεί στη λαμπρή εξέδρα του Κέρδους, βάζοντας φιτίλι σε κάθε καταπιεσμένη σου ανάγκη και σε κάθε κοινωνικό σου αυτοματισμό. Πάντα για την Ιδέα. Το έθνος, τη θρησκεία, τη φυλή, την πατρίδα. Αυτή την κατασπαραγμένη και ανύπαρκτη πλέον Πατρίδα, την παραδομένη στα κοράκια της βρωμερής καπιταλιστικής ανάπτυξης, που δεν κοιτάζει ανάγκες αλλά τιμές στο χρηματιστήριο και δείκτες αγοραπωλησίας εργατικής σαρκός. Αυτής της δολοφονικής ανάπτυξης που αφήνει τη μεγαλοπρεπή κουράδα της απ’ την Νέα Υόρκη μέχρι το Νέο Δελχί. Αυτής της μεθοδικά ανελέητης διαφθοράς του έσπα. Αυτής της ξεκωλιαστικής δουλοπρέπειας κάθε καταπιεσμένου και κομπλεξικού όντος που θέλει να γίνει δήμαρχος, βουλευτής, σύμβουλος, υπουργός, αξιολογητής ή αρχιβασανιστής των άλλων. Αυτού του αισιόδοξου χοντρομαλάκα που έχει τυπώσει καρτούλες με τη σκατόφατσά του και μολύνει το σύμπαν. Αυτού που κομπορρημονεί για τις δεξιότητές του, τις σπουδές του και το μουνί της μάνας του. Αυτού του άθλιου τύπου ανθρώπου που διαλαλεί πως είναι ο εαυτός του, δηλαδή ένα κτήνος. Ένα κτήνος που θέλει να μας κάτσει στο σβέρκο.
πηγή:
http://dromos.wordpress.com

Ο χρυσοκάνθαρος υπουργός…

Ψιλολογάμε, και καλά κάνουμε, την κάθε κουβέντα των στελεχών της Αριστεράς -ενίοτε με τη συνδρομή και της μονταζιέρας- αλλά αφήνουμε να περνάνε απαρατήρητες φοβερές κοτσάνες των κυβερνητικών παραγόντων.
Δεν μπορώ να πω ότι με ενθουσιάζει η συνεχής αναμόχλευση του θέματος του ευρώ από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Χθες ήταν ο -συνήθως προσεκτικός- Γιάννης Δραγασάκης, αλλά και ο Μανόλης Γλέζος. Ο
ΣΥΡΙΖΑ είναι εξοπλισμένος επί του θέματος με τις αποφάσεις του…
τελευταίου συνεδρίου του και δεν βλέπω για ποιο λόγο είναι ανάγκη κάποιος να πετάγεται και να ανοιγοκλείνει κάθε λίγο και λιγάκι το θέμα δίνοντας τροφή στη γνωστή μονταζιέρα και προσφέροντας επιχειρήματα στην κυβέρνηση, εντός και εκτός Βουλής. Από την άλλη, δεν είναι δυνατόν να αφήνουμε να περνούν απαρατήρητες αποκαλυπτικές δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ευτέλειας είναι η ιεροσυλία που ξεστόμισε χθες στη Βουλή ο απερχόμενος υπουργός Οικονομικών: «Δεν παίζουμε με το ευρώ. Δεν παίζουμε με το νόμισμα, με τα ιερά και τα όσια».
Ώστε τα ιερά και τα όσια, κατά τον εξωκοινοβουλευτικό κ. Στουρνάρα, είναι το νόμισμα, τα λεφτά! Ακούγεται λογικό στο στόμα ενός ευρωλάγνου υπουργού των Οικονομικών, ο οποίος έχει ξοδέψει τη ζωή του εντός των κυβερνητικών επιτελείων, των οργάνων του τραπεζικού συστήματος και των επιχειρηματικών λόμπι, αλλά δεν είναι καθόλου λογικό, ούτε αποδεκτό, όταν διατυπώνεται επισήμως από το βήμα του κοινοβουλίου.
Ιερά και όσια, κ. υπουργέ, είναι η δημοκρατία και η ειρήνη. Ιερά και όσια είναι η δικαιοσύνη και η ισότητα. Ιερά και όσια είναι η παιδεία και η υγεία. Ιερά και όσια είναι η ακεραιότητα των δημοσίων ανδρών, η αγάπη για την πατρίδα, η ευσπλαχνία. Ιερά και όσια είναι η αξιοπιστία και η κοινωνική ευαισθησία – εγώ θα σ’ τα λέω όλα;
Αλλά ακόμα και εν τη απουσία όλων αυτών, ιερά και όσια δεν μπορεί να είναι το χρήμα, τα λεφτά, τα μπικικίνια, σε οποιαδήποτε μορφή τους. Αυτά ισχύουν μονάχα στον κόσμο των σαράφηδων και των τοκογλύφων, δεν μπορεί να είναι το μέτρο της Πολιτείας, γιατί η Πολιτεία μπορεί να στηρίζεται μονάχα σε αξίες.
Αξίες, ε, θα παρατηρήσεις, κ. υπουργέ, κι εγώ αυτό δεν είπα; Αμέσως την αναγνώρισες τη λέξη και τσίμπησες, αλλά εδώ μιλάμε για ηθικές αξίες, για αρχές μιλάμε, μόνο που μερικοί χρειάζονται διερμηνέα για να κατανοήσουν αυτή τη γραμματική.
Ο λαός, πάλι, δεν χρειάζεται διερμηνέα προκειμένου να καταλάβει ποιοι και με ποιες αρχές διαφεντεύουν την καθημαγμένη Ελλάδα της κρίσης.
the pressproject

Φύσσα: Πάρτα…



Τα τελευταία χρόνια, χρόνια της κρίσης, τα τηλεοπτικά κανάλια δεν έχουν λεφτά για να κάνουν σειρές. Δυστυχώς τους τα έκοψαν οι τράπεζες. Έχουν όμως οι πολυεθνικές λεφτά, που τις έχουν αυτοί που έχουν τις τράπεζες, για να κάνουν διαφημίσεις. Ευτυχώς, για να μας προσφέρονται ανάμεσα στην παρακολούθηση της τραγωδίας που παίζεται αυτά τα χρόνια στη χώρα, μερικές στιγμές απόλαυσης μιας καλής διαφήμισης. Μιας καλής ατάκας. Ενός ονείρου. Ενός γραφικού τύπου που διαμαρτύρεται. Μιας χαζογκόμενας. Να σπάει η μαυρίλα βρε αδερφέ. Μα πάνω απ’ όλα, να απολαύσουμε το ίδιο το διαφημιστικό μήνυμα.
Έτσι χωνέψαμε το ΔΝΤ χαζεύοντας ηλεκτρικές συσκευές και μονολογώντας “Δε Νομίζω Τάκη”. Έτσι κάναμε μεταρρυθμίσεις στο λογαριασμό του τηλεφώνου μας με την Task Force. Έτσι πλέον έχουμε μια “Αγαπούλα…” με “κουκούλα”, κι έτσι παίζουμε μπάλα σαν τον Πίου το μαύρο πιστόλι. Έτσι πήρε μέχρι κι ο Κίτσος στο χωριό κινητό τηλέφωνο με εφαρμογές καλές, πριν πάρει τάμπλετ και αρχίσει να τρέχει τώρα στα παιχνιδάδικα. Έτσι μάθαμε και τι ξύλο που μας χρειάζεται και πως άμα θέλουμε να μιλάμε όταν κάτι μας ενοχλεί, να το κάνουμε στο σπίτι μας. Στο τηλέφωνο.
Αυτές τις ημέρες είδα μια διαφήμιση που βρήκα πραγματικά πολύ έξυπνη.
Ο Φύσσας και τρεις παίκτες του έχουν κατεβάσει μια ντουζίνα μπουκάλια γνωστής μπύρας και τα έχουν κάνει στοίβα, την ώρα που μερικά μέτρα παραπέρα, όργανα της τάξης πίνουν τον καφέ τους γελώντας με τις μπυροκοιλιές που θα κάνουν οι παίκτες της Εθνικής Ελλάδος.
Σε μια στιγμή, τα μάτια του ενός οργάνου αστράφτουν καθώς βγάζει το γυαλί ηλίου, αφού βλέπει τον Φύσσα να κάθεται στη θέση του οδηγού με τους υπόλοιπους παίκτες να τον ακολουθούν, και να μπαίνουν στο αυτοκίνητο που ετοιμάζεται να οδηγήσει φανερά μεθυσμένος μετά από τόσες μπύρες.
Πλησιάζει στο παράθυρο, τον αγριοκοιτάζει, του κάνει επιτακτικά νόημα να χαμηλώσει το τζάμι και τον υποβάλει σε αλκοτέστ. Αμέσως, κοιτά το μηχάνημα και μένει αποσβολωμένος. Οι μπύρες δεν έχουν αλκοόλ και οι παίκτες της Εθνικής μπορούν να πίνουν όσες από αυτές θέλουνε. Το ίδιο κι όσοι πρόκειται να οδηγήσουν. (Καλά, το τελευταίο το φαντάστηκα, αλλά έτσι κι αλλιώς θα ήταν πολύ ωραίο μήνυμα).
Ακόμα πιο ωραίο πάντως θα ήταν αν, την ώρα που οι παίκτες της Εθνικής κατευθύνονταν προς το αυτοκίνητο, ο μεσήλικας σερβιτόρος της μπυραρίας στην οποία κάθονταν όση ώρα τους χάζευαν οι αστυνομικοί, έτρεχε γρήγορα ξοπίσω τους και καταπάνω στον Φύσσα για να του δώσει μια γροθιά στα πλευρά, φιλικά όπως κάνουν οι συμπαίκτες και τα κολλητάρια, και να τον ρωτήσει άμα βλέπει κανένα καλό διπλό για το σαββατοκύριακο στην Αγγλία. (Inception)
Στο τέλος όλοι μαζί θα μπορούσαν να βρεθούν μποτιλιαρισμένοι σε έναν κλειστό δρόμο εξαιτίας διαδήλωσης, και να καταλήξουν να μοιράζουν μπύρες στους εξτασιασμένους διαδηλωτές.
ΥΓ. Τι εννοείς “ποιός Φύσσας;”
rebeliskos

Γιατί οι άνθρωποι δεν εξεγείρονται;

Του DAVID GRAEBER
Γενιές πολιτικής χειραγώγησης μετέτρεψαν την αίσθηση αλληλεγγύης σε μάστιγα. Η φροντίδα μας έγινε όπλο εναντίον μας...
«ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ, είναι το γιατί οι άνθρωποι δεν εξεγείρονται στους δρόμους;». Ακούω αυτή τη φράση, πού και πού, από ανθρώπους με πλούσιο και ισχυρό υπόβαθρο. Υπάρχει ένα είδος δυσπιστίας. «Στην τελική», φαίνεται να λέγεται πίσω από τις γραμμές, «ουρλιάζουμε για το φονικό όταν οποιοσδήποτε απειλήσει έστω και λίγο τις φοροαπαλλαγές μας. Αν κάποιος απειλούσε την πρόσβασή μου στα τρόφιμα ή στη στέγη, σίγουρα θα έκαιγα τράπεζες και θα εισέβαλλα στο κοινοβούλιο. Τι έχουν πάθει αυτοί οι άνθρωποι;»
ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΚΑΛΗ ΕΡΩΤΗΣΗ. Ο οποιοσδήποτε θα σκεφτόταν ότι μια κυβέρνηση που έχει προκαλέσει τέτοιο πόνο σε αυτούς που έχουν τα λιγότερα αποθέματα για ν’ αντισταθούν, χωρίς καν να αλλάξει τον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας, θα ρίσκαρε την πολιτική της αυτοκτονία. Αντ’ αυτού, η βασική λογική της λιτότητας έχει γίνει αποδεκτή απ’ όλους. Γιατί; Γιατί πολιτικοί που υπόσχονται συνεχή πόνο κερδίζουν τη συναίνεση της εργατικής τάξης, αν όχι την υποστήριξή της;
ΝΟΜΙΖΩ ΟΤΙ Η ΙΔΙΑ Η ΔΥΣΠΙΣΤΙΑ με την οποία ξεκίνησα παρέχει μια εν μέρει απάντηση. Οι άνθρωποι της εργατικής τάξης μπορεί να είναι, όπως ασταμάτητα μας υπενθυμίζεται, λιγότερο σχολαστικοί σε ζητήματα νομικής φύσης ή ιδιοκτησίας από τους «καλύτερούς» τους αλλά είναι επίσης πολύ λιγότερο εμμονικοί με τον εαυτό τους.Νοιάζονται περισσότερο για τους φίλους τους, τις οικογένειες και τις κοινότητες. Συνολικά, τουλάχιστον, είναι κατά βάση καλύτεροι/ευγενικότεροι.
ΩΣ ΕΝΑ ΒΑΘΜΟ ΑΥΤΟ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑ έναν παγκόσμιο κοινωνιολογικό νόμο. Οι φεμινίστριες έχουν εδώ και καιρό επισημάνει ότιαυτοί που βρίσκονται στον πάτο του εκάστοτε άνισου κοινωνικού πλαισίου τείνουν να σκέφτονται, και άρα να νοιάζονται, γι’ αυτούς που βρίσκονται στην κορυφή περισσότερο απ’ ό,τι αυτοί στην κορυφή σκέφτονται, ή νοιάζονται, γι’ αυτούς. Οι γυναίκες σε όλα τα μέρη τείνουν να σκέφτονται και να γνωρίζουν περισσότερα για τις ζωές των αντρών απ’ ό,τι οι άντρες γι’ αυτές των γυναικών, όπως ακριβώς και οι μαύροι άνθρωποι γνωρίζουν περισσότερα για τις ζωές των λευκών, οι υπάλληλοι των εργοδοτών και οι φτωχοί των πλουσίων.
ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΣΥΜΠΟΝΕΤΙΚΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ, η γνώση οδηγεί στη συμπόνια. Οι πλούσιοι και ισχυροί, εν τω μεταξύ, μπορούν να παραμένουν ανυποψίαστοι και αδιάφοροι, επειδή έχουν τους υλικούς όρους για να το κάνουν. Πολυάριθμες ψυχολογικές μελέτες έχουν πρόσφατα επιβεβαιώσει αυτό το γεγονός. Όσοι έχουν γεννηθεί σε εργατικές οικογένειες χωρίς διαφοροποίηση τα πάνε πολύ καλύτερα στα τεστ εκτίμησης των συναισθημάτων των άλλων απ’ ό,τι οι γόνοι των πλουσίων ή των επαγγελματικών τάξεων. Κατά κάποιον τρόπο δεν μας εκπλήσσει και πολύ. Στην τελική, αυτό σημαίνει σε γενικές γραμμές το να είσαι «ισχυρός»: να μη χρειάζεται να δώσεις και πολλή προσοχή σε αυτά που σκέφτονται ή αισθάνονται οι γύρω σου. Ο ισχυρός προσλαμβάνει άλλους για να το κάνουν αυτό για τον ίδιο.
ΚΑΙ ΠΟΙΟΥΣ ΠΡΟΣΛΑΜΒΑΝΟΥΝ; Κυρίως παιδιά της εργατικής τάξης. Εδώ πιστεύω ότι τείνουμε να είμαστε τόσο τυφλωμένοι από μια εμμονή με (τολμώ να πω, ρομαντικοποίηση;) την εργοστασιακή εργασία ως παραδείγματός μας για την «αληθινή εργασία», που έχουμε ξεχάσει από τι κυρίως αποτελείται η ανθρώπινη εργασία.
ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΚΑΡΛ ΜΑΡΞ Ή ΤΟΥ ΤΣΑΡΛΣ ΝΤΙΚΕΝΣ, οι εργατικές γειτονιές στέγαζαν πολλές παραπάνω υπηρέτριες, λούστρους, οδοκαθαριστές, μάγειρες, νοσοκόμες, ταξιτζήδες, δασκάλους, πόρνες και πλανόδιους μανάβηδες από ό,τι εργαζόμενους σε ανθρακωρυχεία, εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας ή χυτήρια σιδήρου.Ακόμα περισσότερο σήμερα. Αυτό που αρχετυπικά θεωρούμε γυναικεία δουλειά -την ανατροφή ανθρώπων, την εξέταση των θέλω και των αναγκών τους, τις εξηγήσεις, την επιβεβαίωση, το να περιμένεις να δεις τι θέλει το αφεντικό ή σκέφτεται, για να μην αναφέρουμε τη φροντίδα, την παρακολούθηση, τη συντήρηση των φυτών, των ζώων, των μηχανών και άλλων αντικειμένων- αντιστοιχεί σε ένα πολύ μεγαλύτερο μερίδιο στο τι κάνουν οι άνθρωποι της εργατικής τάξης όταν εργάζονται απ’ ό,τι η δουλειά με το σφυρί, το σκαρπέλο, τον ανυψωτήρα, το δρεπάνι.
ΑΥΤΟ ΑΛΗΘΕΥΕΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑΤΙ τα περισσότερα μέλη της εργατικής τάξης είναι γυναίκες (αφού οι περισσότεροι άνθρωποι γενικά είναι γυναίκες) αλλά επειδή έχουμε μια διαστρεβλωμένη άποψη ακόμα και γι’ αυτά που κάνουν οι άντρες. Όπως οι απεργοί εργαζόμενοι του μετρό έπρεπε πρόσφατα να εξηγήσουν στους αγανακτισμένους επιβάτες ότι «οι ακυρωτές εισιτηρίων» δεν περνούν τον περισσότερο χρόνο τους ακυρώνοντας εισιτήρια αλλά εξηγώντας πράγματα, διορθώνοντας άλλα, βρίσκοντας χαμένα παιδάκια, και προσέχοντας τους γέρους, τους αρρώστους και τους μπερδεμένους.
ΑΝ ΤΟ ΚΑΛΟΣΚΕΦΤΕΙΣ, ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΒΑΣΙΚΑ Η ΖΩΗ; Τα ανθρώπινα όντα είναι projects αμοιβαίας δημιουργίας. Η περισσότερη δουλειά που κάνουμε είναι ο ένας πάνω στον άλλον. Οι εργατικές τάξεις απλά παίρνουν ένα μη αναλογικό μερίδιο. Είναι οι τάξεις που φροντίζουν και πάντα αυτό έκαναν. Είναι απλά η ακατάπαυστη δαιμονοποίηση που κατευθύνεται στους φτωχούς από εκείνους που κερδίζουν από την εργασία-φροντίδα τους που το καθιστά δύσκολο να το αναγνωρίσουμε σε ένα δημόσιο φόρουμ όπως αυτό.
ΩΣ ΠΑΙΔΙ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ, μπορώ να επιβεβαιώσω ότι αυτό ήταν που καμαρώναμε. Μας έλεγαν συνέχεια ότι η δουλειά είναι μια αρετή από μόνη της -φτιάχνει χαρακτήρα ή κάτι τέτοια- αλλά κανείς δεν το πίστευε. Οι περισσότεροί μας ένιωθαν ότι το καλύτερο με τη δουλειά είναι να την αποφεύγεις, δηλαδή, εκτός αν ωφελούσε άλλους. Αλλά για τη δουλειά που όντως ωφελούσε, είτε αυτό σήμαινε να χτίζεις γέφυρες είτε να αδειάζεις «πάπιες», μπορούσες να είσαι δικαίως υπερήφανος. Κι υπήρχε και κάτι άλλο για το οποίο ήμασταν σίγουρα υπερήφανοι: για το ότι ήμασταν άνθρωποι που φροντίζαμε ο ένας τον άλλον. Αυτό μας ξεχώριζε απ’ τους πλουσίους οι οποίοι, όσο μπορούσαν οι περισσότεροί μας να συμπεράνουν, μπορούσαν με το ζόρι τις μισές φορές να φέρουν τους εαυτούς τους να φροντίσουν τα ίδια τους τα παιδιά.
ΥΠΑΡΧΕΙ ΛΟΓΟΣ ΠΟΥ Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΣΤΙΚΗ ΑΡΕΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΛΙΤΟΤΗΤΑ, και η απόλυτη αρετή της εργατικής τάξης είναι η αλληλεγγύη. Ωστόσο αυτό είναι και ακριβώς το σχοινί απ’ το οποίο αυτή η τάξη βρίσκεται κρεμασμένη. Υπήρχε μια εποχή που το να νοιάζεσαι για την κοινότητα κάποιου σήμαινε να αγωνίζεσαι για την ίδια την εργατική τάξη. Πίσω σ’ εκείνες τις μέρες συνηθίζαμε να μιλάμε για «κοινωνική πρόοδο». Σήμερα βλέπουμε τα αποτελέσματα ενός αμείλικτου πολέμου ενάντια στην ίδια την ιδέα της εργατικής πολιτικής ή της εργατικής κοινότητας. Αυτό έχει αφήσει τους περισσότερους εργαζόμενους με λίγους τρόπους ώστε να εκφράσουν αυτή τη φροντίδα εκτός απ’ το να την κατευθύνουν προς μια κατασκευασμένη αφαίρεση: «τα εγγόνια μας», «το έθνος»… είτε μέσω ενός σοβινιστικού πατριωτισμού είτε μέσω εκκλήσεων στη συλλογική θησεία.
ΩΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΟΛΑ ΕΧΟΥΝ ΑΝΑΙΡΕΘΕΙ. Γενιές πολιτικής χειραγώγησης τελικά μετέτρεψαν εκείνη την αίσθηση αλληλεγγύης σε μάστιγα. Η φροντίδα μας έγινε όπλο εναντίον μας. Κι έτσι είναι πιθανό να παραμείνει η κατάσταση μέχρι η Αριστερά, η οποία υποστηρίζει ότι μιλάει υπέρ των εργατών, να αρχίσει να σκέφτεται σοβαρά και στρατηγικά από τι αποτελείται ουσιαστικά η εργασία και τι θεωρούν αυτοί που εργάζονται ότι είναι πιο «υψηλό» σε αυτή.
Ο David Graeber είναι αμερικανός ανθρωπολόγος, συγγραφέας και αναρχικός, με πλούσια ακαδημαϊκή καριέρα. Συμμετέχει ενεργά σε πράξεις κοινωνικού και πολιτικού ακτιβισμού. Πρωτοστάτησε στις διαδηλώσεις εναντίον του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (Νέα Υόρκη, 2002) και στη δημιουργία του κινήματος Occupy Wall Street (2011). Τα κείμενά του δημοσιεύονται στα μεγαλύτερα έντυπα του δυτικού κόσμου όπως στον Guardian και στους NY Times.
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύθηκε στον Guardian. Mετάφραση από τον Athenzboyz
 koutipandoras

Το σκάνδαλο που λέγεται Samaras Statistics: έχουμε έλλειμμα μεγαλύτερο του 2009!

Τόσες αυτοκτονίες, τόση πείνα, τόση φτώχια, τόση ξενιτιά, τόσο ξεπούλημα... άδικα. Μετά από 4 χρόνια μνημόνιο, ο Σαμαράς κατάφερε να αυξήσει το έλλειμμα στο 16,5% του ΑΕΠ. Ο Παπανδρέου μας έβαλε στο μνημόνιο "μόλις" με 15,4%...
ΕΝΩ ΤΑ ΤΑΜΕΙΑ ΚΑΤΕΡΡΕΥΣΑΝ, ΑΥΤΟΙ ΕΜΦΑΝΙΣΑΝ ΚΕΡΔΗ 7 ΔΙΣ.!
Οι αλχημείες τους δεν έχουν τελειωμό. Για να βγάλουν ακόμη και αυτό το τρομακτικό 23 δισ. έλλειμμα, αναγκάστηκαν να δηλώσουν ότι το 2013 τα ασφαλιστικά ταμεία είχαν πλεόνασμα... 4,7 δισ. ευρώ!
Είναι σοκαριστικό να βλέπεις δίπλα ακριβώς ότι το 2012 δηλώσαμε - 2,2 δισ. Μέσα σε ένα χρόνο να δηλώνουμε κέρδος 7 δισ. Μιλάμε για τη χρονιά που κατέρρευσε το ασφαλιστικό μας σύστημα.
● Εχει καταφέρει να ελέγχει όλα τα µεγάλα µίντια της χώρας σε σηµείο που να τα... πείθει να µην βλέπουν τα στοιχεία αλλά να πιστεύουν τον Σταϊκούρα! Πόσο «δηµοσιογράφος» πρέπει να είσαι για να τρως αµάσητη την προπαγάνδα και να µην βλέπεις το οφθαλµοφανές;
● Η Ελλάδα ΕΠΙΣΗΜΑ έχει έλλειµµα 23 δισ.!
● Οπως, όµως, αποδεικνύει Το ΧΩΝΙ αύριο Κυριακή, το πραγµατικό έλλειµµα ξεπερνά τα 30 δισ. για το 2013! Ως ποσοστό επί του ΑΕΠ είναι µεγαλύτερο ακόµη και από το παραφουσκωµένο του Παπακωνσταντίνου!
Την περασμένη Κυριακή 20 Απριλίου, Το ΧΩΝΙ αποκάλυψε -με το πρωτοσέλιδό του- το ψέμα της κυβέρνησης Σαμαρά περί δήθεν πρωτογενούς πλεονάσματος: η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα το 2013 είχε πρωτογενές έλλειμμα 15,887 δισ. ευρώ! Τρεις μέρες μετά (Τετάρτη 23 Απριλίου), η Wall Street Journal -σε άρθρο της με τίτλο «Κι άλλα Greek Statistics;»- τονίζει ότι «το πρωτογενές ισοζύγιο είναι ένα ΕΛΛΕΙΜΜΑ 16 δισ. ευρώ ή το 8,7& του ελληνικού ΑΕΠ»!
Η Wall Street Journal  -προφανώς- δεν εξαρτά τη βιωσιμότητά της από την κυβέρνηση Σαμαρά (όπως τα ελληνικά media στην συντριπτική πλειονότητά τους).
Ο ιδιοκτήτης της Wall Street Journal –προφανώς- δεν είναι μεγαλοεργολάβος του ελληνικού Δημοσίου, που επιδιώκει να πάρει μέρος των ξεσκισμένων ιματίων της χώρας (όπως οι περισσότεροι Έλληνες μεγαλο-καναλάρχες).
Η αμερικανική εφημερίδα εντοπίζει τη μαθηματική αλχημεία Σαμαρά σχετικά με τα 19 δισ. ευρώ των τραπεζών, που αφαιρεί η ελληνική κυβέρνηση από τον υπολογισμό του πρωτογενούς αποτελέσματος, και καταλήγει στο πραγματικό οφθαλμοφανές ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΣ ΕΛΛΕΙΜΜΑ των 15,887 δισ. ευρώ. 
Οι Έλληνες δημοσιογράφοι, από την άλλη πλευρά, θεωρούν ότι είναι πιο «δεοντολογικό» (και πιο ασφαλές για τη δουλειά τους προφανώς) να μην κοιτάνε τα νούμερα και τα επίσημα στοιχεία αλλά να αρκούνται σ’ αυτά που τους λέει ο κάθε Σταϊκούρας.
Εξαίρεση αποτελεί η Ελευθεροτυπία, που κυκλοφόρησε την Πέμπτη με τίτλο: «Λογιστικά κόλπα για να μην καταρρεύσει το success story – ΈΛΛΕΙΜΜΑ 15,8 δισ. η Eurostat. Πλεόνασμα 3,4 δισ. η τρόικα.
Την περασμένη Κυριακή -3 μέρες πριν τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων- Το ΧΩΝΙ βγήκε με πρωτοσέλιδο τίτλο «Το πλεόνασμα Σαμαρά είναι έλλειμμα 15 δις. ευρώ».
Την Τετάρτη, 23 Απριλίου, η Eurostat δημοσιοποίησε τα επίσημα στοιχεία της χώρας. Αναγράφεται ρητά δημοσιονομικό έλλειμμα 23 δισ. ευρώ. Αναγράφεται ρητά ότι οι τόκοι που πληρώσαμε το 2013 είναι 7,222 δισ. Άρα, το πρωτογενές αποτέλεσμα της κυβέρνησης Σαμαρά είναι 23,109 – 7,222 = 15,887 δισ. ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΣ ΕΛΛΕΙΜΜΑ!!!
zoornalistas

ΚΚΕ: Ίσες αποστάσεις…για την επιβίωση της Ανώνυμης Εταιρείας του !!!

Νέο δείγμα γραφής του ΚΚΕ που στηρίζει την κυβέρνηση των ανδρεικέλων, μέσω του γνωστού τεχνάσματος των «ίσων αποστάσεων».
Είναι ίσες αποστάσεις όταν λες ότι…

«όποιος και αν έρθει πρώτος –ΝΔ ή ο ΣΥΡΙΖΑ» είναι το ίδιο.
Και είναι γνωστό ότι κάθε δόλιο τέχνασμα των «ίσων αποστάσεων» εξωραΐζει και στηρίζει αυτό που υπάρχει:
Δηλαδή την κατοχική κυβέρνηση του 4ου Ράιχ.

Από το Ρεσάλτο

Το να μη βάζεις σήμερα ως ΠΡΩΤΟ και ΚΥΡΙΑΡΧΟ στόχο, ως στόχο ζωής και θανάτου, το ΓΚΡΕΜΙΣΜΑ αυτής της κυβερνητικής «συμμορίας» των τοκογλύφων, των ληστών και δημίων, ΤΟΤΕ, εμμέσως πλην σαφώς, στηρίζεις αυτό το κυβερνητικό καθεστώς…

Ούτε να κρυφτούν δεν μπορούν πλέον οι γραφειοκράτες του Περισσού. 
Είναι τέτοια η χοντροκοπιά τους και η απύθμενη ανοησία τους που δεν αντιλαμβάνονται όχι μόνο ότι συμμαχούν με την κυβέρνηση, αλλά και το τι λένε…

Διαβάζουμε από συνέντευξη του Κουτσούμπα: 

«Την επόμενη ημέρα των εκλογών, όποιος και αν έλθει πρώτος – η ΝΔ ή ο ΣΥΡΙΖΑ- θα είναι εδώ η ανεργία, οι κομμένοι μισθοί και συντάξεις, τα χαράτσια, η διάλυση της παιδείας, της υγείας…
…Ισχυρό ΚΚΕ παντού, σε όλες τις κάλπες! Αυτό θα είναι το διαφορετικό, το ελπιδοφόρο εκλογικό αποτέλεσμα, που κανείς δεν μπορεί να το διαβάσει διαφορετικά».
Τέτοιες σύνθετες αερολογίες και σοφιστείες και τόση συμπυκνωμένη ανοησία δύσκολα συναντά κανείς σε τόσες λίγες αράδες.
Αλήθεια γιατί να πάει να ψηφίσει ο κόσμος αφού έτσι κι αλλιώς τα πάντα θα μείνουν τα ίδια; Ακίνητα;

Γιατί μόνο ένας παράφρων 
θα πίστευε ότι θα άλλαζε κάτι ΟΧΙ με την εκλογική συντριβή της κυβέρνησης, αλλά με ένα «ισχυρό ΚΚΕ», το οποίο ούτε καν δεν διεκδικεί την εξουσία!!!

Ο Κουτσούμπας, βεβαίως,
 για να δικαιολογήσει την ύπαρξη του ΚΚΕ (διαφορετικά αφού ΤΙΠΟΤΑ δεν αλλάζει είτε με ΝΔ, είτε με ΣΥΡΙΖΑ – τι Πλαστήρας τι Παπάγος- θα έπρεπε να πει στον ελληνικό λαό να μην πάει να ψηφίσει), κάνει την κουτοπόνηρη ντρίμπλα:«Ισχυρό ΚΚΕ» για ελπιδοφόρο …μήνυμα!!! 
Ελπιδοφόρο για τον ελληνικό λαό σε ΤΙ; ΣΕ ΤΙΠΟΤΑ: Η Ιστορία το καταγράφει τελεσίδικα.

«Ελπιδοφόρο» μόνο για το ΚΚΕ:
 Για την επιβίωση της Ανώνυμης Εταιρείας του…
Οι εκλογές για το ΚΚΕ γίνονται ΟΧΙ για να εκδηλώσει ο ελληνικός λαός τη βούλησή του πάνω στα κεντρικά πολιτικά ζητήματα, συνακόλουθα και στα ζητήματα της κυβερνητικής ΕΞΟΥΣΙΑΣ, αλλά για να στείλει απλώς …μηνύματα: ΣΕ ποιους; Στους δημίους του;;;
Τέτοια αντίληψη έχει το ΚΚΕ για το λαό και το εκλογικό του δικαίωμα!!!
Βεβαίως ο ελληνικός λαός τη γράφει στα παλιά του τα παπούτσια αυτήν την προσβλητική αντίληψη του ΚΚΕ, γι αυτό το έχει στείλει εκεί που είναι…
Ο ελληνικός λαός σήμερα θα ψηφίσει γιατί δεν αντέχει άλλο αυτήν τη δολοφονική κυβέρνηση, θα ψηφίσει γιατί θέλει να απαλλαγεί από αυτά τα κατοχικά ανδρείκελα του 4ου Ράιχ.

Θα ψηφίσει για να εκφράσει την ΟΡΓΗ του, έστω ΑΡΝΗΤΙΚΑ,
εναντίον αυτής της κυβέρνησης και ΟΧΙ για να στείλει …μηνύματα στους δολοφόνους του, ούτε για να διασώσει το ΚΚΕ που δεν θέτει καν την ανατροπή αυτής της κυβέρνησης…
Τέτοιες ανοησίες αραδιάζει ο Κουτσούμας, ανοησίες στήριξης της κυβέρνησης και έχει το θράσος να ζητά από τον ελληνικό λαό «ισχυρό ΚΚΕ»: Ισχυρό ΚΚΕ για να λειτουργεί πιο «ισχυρά» ΕΝΤΟΣ του κατοχικού καθεστώτος και να αποτελεί πιο «ισχυρό» ανάχωμα εναντίον της λαϊκής ΟΡΓΗΣ…

Γι αυτό ο Κουτσούμπας μιλάει καθαρά ΕΚΛΟΓΙΚΑ, έξω και μακριά από την κινηματική γλώσσα.

Αν μιλούσε με όρους ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ θα αναγκαζόταν να ομολογήσει ότι η ΑΝΑΤΡΟΠΗ αυτής της κυβέρνησης αποτελεί καθήκον πρώτης προτεραιότητας για την πυροδότηση κινηματικών αγώνων, για την πυροδότηση της λαϊκής οργής.
ΝΑΙ μεν με τις εκλογές δεν ανατρέπεται το καθεστώς, τα Μνημόνια, τα χαράτσια κ.λπ, αλλά ανατρέπονται οι κυβερνητικές ισορροπίες του καθεστώτος και αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό σήμερα: Ακριβώς διότι μπορεί να ανοίξουν ΔΡΟΜΟΙ για να ξεσπάσει η λαϊκή ΟΡΓΗ και να προκληθούν λαϊκές θύελλες και κινήματα, τα ΜΟΝΑ ΙΚΑΝΑ να ανατρέψουν τους συσχετισμούς ΥΠΕΡ του λαού…
Η ηγεσία του ΚΚΕ, βεβαίως τρέμει την ΚΙΝΗΣΗ, έχει βολευτεί στην ΑΚΙΝΗΣΙΑ: Στην ακινησία της κατοχικής τάξης του 4ου Ράιχ…
Γι αυτό δεν θέλει και την ανατροπή της κυβέρνησης και τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ: Ακριβώς γιατί τα πολιτικά μας πράγματα μπαίνουν σε ΚΙΝΗΣΗ, έρχονται θύελλες και τρικυμίες που προκαλούν ΤΡΟΜΟ στο καθεστώς, στα κυβερνητικά του ανδρείκελα, στο ΚΚΕ, αλλά και στον «καταλύτη», το ΣΥΡΙΖΑ
Ό,τι και να κάνουν δεν θα αποφύγουν τις θύελλες…
‘Ο,τι και να κάνει το ΚΚΕ δεν θα σωθεί…

Τρίτη 29 Απριλίου 2014

Η φρίκη των πατρίδων

Για να βρούμε μία άκρη μέσα στην απερίγραπτη σύγχυση των «ριζών», θα ήταν χρήσιμο να στραφούμε σε ένα σύντομο δοκίμιο του Φρόιντ, τοΑνοίκειο. Στις σελίδες του λέγεται ό,τι είναι αναγκαίο να ειπωθεί σχετικά με τις επικλήσεις της «καταγωγής» (του έθνους, της εθνότητας, των πολιτιστικών παραδόσεων κ.λπ.) οι οποίες κατά καιρούς κατακλύζουν τη μεταμοντέρνα μητρόπολη.

Ο Φρόιντ παρατηρεί ότι ο γερμανικός όρος heimlich, με τον οποίο δηλώνεται ό,τι «παραπέμπει στην εστία» και μεταδίδει μια αίσθηση οικειότητας, «αναπτύσσει το νόημά του κατά τρόπο αμφίσημο, σε σημείο να συμπίπτει τελικά με το αντίθετό του: το unheimlich» [Freud 1919: 277]. Το οικείο μετατρέπεται σε ανησυχητικό, το προστατευτικό είναι ταυτόχρονα απειλητικό, η πολυπόθητη ρίζα αποκαλύπτεται δυσοίωνη παγίδα. Καθοδηγημένος από τη μητρική του γλώσσα (χρησιμοποίησε το λεξικό που συνέταξαν οι αδελφοί Γκριμμ, οι συγγραφείς παραμυθιών που τα ίδια αποτελούν αξιοθαύμαστα παραδείγματα για τη διαλεκτική τού heimlich), ο Φρόιντ ερμηνεύει τον τρόμο που μας καταλαμβάνει μπροστά στο «ανησυχητικό» (για παράδειγμα, στα φαντάσματα) ως μια τραυματική αντίδραση στο «οικείο» που, απρόσμενα, επιστρέφει με αλλαγμένα ρούχα. Το αντιληπτικό και συναισθηματικό περιεχόμενο τις παλαιάς οικειότητας και της τωρινής φρίκης είναι ταυτόσημο, μόνο που το ειδύλλιο έχει μεταμορφωθεί σε εφιάλτη.

Το ζεύγος heimlich/ unheimlich, σύνηθες/ επίφοβο, θα άξιζε να βρίσκεται στο κέντρο του σύγχρονου ηθικού στοχασμού. Για να πειστούμε γι’ αυτό, αρκεί να θυμηθούμε ότι ο όρος ἦθος [ethos], με τη σειρά του, δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά «συνήθεια» [abitualità]. Αν εμπιστευθούμε την σοφία του έτυμου, η ηθική στην πραγματικότητα δεν είναι η μορφή ζωής που περιβάλλεται από «αξίες» και από το «δέον είναι», παρά εκείνη που διαθέτει την ευκολία των ενδεδειγμένων συνηθειών, με τις οποίες το άτομο συνδέεται άρρηκτα. Με τη διαφορά ότι, σήμερα, τίποτα δεν είναι τόσο παράδοξο και εκκεντρικό, εν τέλειασυνήθιστο, από τη διεκδίκηση μιας στέρεης «συνήθειας» που να προσανατολίζει με σιγουριά το βλέμμα και τη δράση. Τίποτα δεν ηχεί τόσο λάθος. Και τόσο δυσοίωνο. Και τόσο ανησυχητικό.

Είναι γνωστό: το «κυρίαρχο πάθος» της καπιταλιστικής νεωτερικότητας υπήρξε να ξεριζώσει μία προς μία όλες τις ρίζες, να καταστρέψει τις παραδοσιακές κοινότητες, να αντικαταστήσει τις συνήθειες με τηνεπανάληψη (αν όχι με τον καταναγκασμό της επανάληψης). Στο εκτυφλωτικό φως της τεχνικής και, γενικά, της καθολικότητας των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων, εξαφανίζονται τα μονοπάτια που κρύβονται στο ημίφως τού heimlich. Τα πάντα είναι πασίγνωστα, αλλά και ξένα· χωρίς μυστικά, κι ωστόσο απρόβλεπτα. Ακριβώς τώρα σε αυτή τη συνθήκη ανεπανόρθωτου ξεριζώματος είναι που επιστρέφουν απρόσμενα μορφές αταβιστικής ένταξης, προστατευτικές διευθετήσεις, ταυτότητες παρόμοιες με έναν προορισμό.

Θα ήταν λάθος να νοήσουμε τέτοιες παλινδρομήσεις ως την «ρομαντική» αντίσταση που προβάλλουν οι λάτρεις μιας παραδοσιακής τάξης πραγμάτων: από την τάξη αυτή δεν υφίσταται πλέον καμία άμεση μνήμη. Εδώ και καιρό ο «εκσυγχρονισμός» επαναστατικοποιεί μόνο χώρους εμπειρίας που ήδη αντιδιαστέλλονταν από συμβάσεις και τεχνάσματα, που ήδη είχαν επενδυθεί με αιφνίδιες καινοτομίες. Η επίκληση οικείων ριζών είναι αυτή η ίδια υπερ-μοντέρνα: όσο πιο κραυγαλέα, τόσο πιο παραπλανητική. Πρόκειται για ένα «αίμα και χώμα» από πλαστικό, για αρχαϊσμούς τού σούπερ μάρκετ, για απομιμήσεις καταγωγής. To heimlich που ήταν μια φορά επιστρέφει ως μηντιακό πογκρόμ, εθνοτική υπερηφάνεια κατά παραγγελία, μεταβιομηχανική καθυπόταξη των σωμάτων: άρα, ως unheimlich. Όποτε κάποιος δοκιμάσει να πει: πατρίδα, κοινότητα, αυθεντική ζωή, βγαίνουν κραυγές διαπεραστικές και τρομακτικές, αντάξιες ενός revenant[1]. Η σύμμιξη του οικείου και του επίφοβου είναι πλέον συστηματική: για το πρώτο μαθαίνουμε μόνο όταν προσκρούει πάνω στο δεύτερο.

O Jean Améry (ψευδώνυμο του Hans Mayer, Αυστριακού Εβραίου που διέφυγε στο Βέλγιο για να γλιτώσει από τους Ναζί, στη συνέχεια αιχμαλωτίστηκε, βασανίστηκε, εκτοπίστηκε στα στρατόπεδα) αφιερώνει ένα κεφάλαιο του βιβλίου του Διανοούμενος στο Άουσβιτς στο ερώτημα «Πόση πατρίδα έχει ανάγκη ο άνθρωπος;» [Améry 1966: 83-109]. Όπου, προφανώς, «πατρίδα» δεν είναι το έθνος-κράτος, αλλά ο συνήθης τόπος στον οποίο μεγαλώσαμε, η Heimat (ουσιαστικό από το οποίο ακριβώς προκύπτει το επίθετο heimlich).

Μέσα σε λίγες σελίδες, ο Αμερύ σκιαγραφεί μία αξιοθαύμαστη φαινομενολογία της εξορίας. Ο ξεριζωμός είναι βάναυσος, ιδίως για όποιον δεν θρησκεύεται (η πίστη των πατέρων είναι μία Heimat σε ρεζέρβα, και μάλιστα φορητή), ούτε έχει χρήματα (τα λεφτά μπορούν να σου εξασφαλίσουν νέες ρίζες), ούτε χαίρει τεράστιας φήμης. Η μετανάστευση μοιάζει από πολλές απόψεις με μία πρόωρη γήρανση. Είναι η προβολή σε κοινωνική κλίμακα χαρακτηριστικών τυπικών για την ατομική παρακμή, αρχίζοντας από την αίσθηση ότι «δεν καταλαβαίνουμε πια τον κόσμο». (Παρεμπιπτόντως: πολλές σελίδες του βιβλίου τού Αμερύ για τα γηρατειά, Εξέγερση και παραίτηση [Améry 1968], πρέπει να διαβαστούν ως συμπλήρωμα στο κεφάλαιο για την απώλεια της Heimat στο Διανοούμενος στο Άουσβιτς. Και το αντίστροφο). Στο Βέλγιο, ο Αμερύ υποφέρει από ανίατη «αστάθεια»: δεν προσανατολίζεται καλά στο άμεσο περιβάλλον του, έχει χάσει αυτή την ενστικτώδη ικανότητα διάκρισης που, μόνη αυτή, μπορεί να προστατεύσει από το τυχαίο. Στις χειρονομίες των άλλων δεν ξέρει με την πρώτη ματιά να ξεχωρίσει την γαλήνια αδιαφορία από την ενδεχόμενη απειλή· του διαφεύγουν οι πολιτισμικές τελετουργίες που τελούνται μπροστά στα μάτια του, δεν «πιάνει» τις προφανείς παραπομπές σε ένα κοινό υπόβαθρο, ατροφεί η αίσθησή του για τις αποχρώσεις.

Η διάγνωση του Αμερύ περί εξορίας είναι αρκετά αντίστοιχη (και ο συγγραφέας το γνωρίζει αυτό) προς μία περιγραφή της κοινής μητροπολιτικής εμπειρίας, και ειδικότερα της κατάρρευσης που προκαλεί η διαρκής μετάλλαξη των τρόπων εργασίας και επικοινωνίας στις συνειδήσεις και στις αισθήσεις. Ιδίως σήμερα, μπροστά στη μεταφορντική ελαστικότητα της δουλειάς και της κατοικίας, ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι σίγουρος για τον εαυτό του και για το πού θα βρίσκεται αύριο; Ποιος μπορεί να επικαλεστεί ένα δίχτυ προστασίας ενάντια στο αστάθμητο και στις προσκρούσεις πάνω στο «νέο»; Ξένο το Βέλγιο για τον πρόσφυγα Αμερύ, ξένο το μητροπολιτικό τοπίο για όποιον έχει παρόλα αυτά εθιστεί σε αυτό και δεν θα μπορούσε να ζήσει κάπου αλλού.

Αν η εξορία μάς φτωχαίνει, ανατριχιαστική από την άλλη αποβαίνει η νοσταλγία για τον υποτιθέμενο πλούτο της «καταγωγής». Σε σχέση με αυτό, ο Αμερύ αφηγείται ένα παραδειγματικό επεισόδιο. Το 1943, ο συγγραφέας και οι φίλοι του στην αντίσταση χρησιμοποιούσαν ένα διαμέρισμα δίπλα σε ένα άλλο όπου έμεναν κάποιοι στρατιώτες των Ες Ες. «Μια μέρα ένας Γερμανός […] ενοχλήθηκε στον μεσημεριανό του υπνάκο από τις κουβέντες και τις ασχολίες μας. Ανέβηκε τις σκάλες, χτύπησε θορυβωδώς την πόρτα και διάβηκε έξαλλος το κατώφλι». Με ξεκούμπωτη στολή, μάτια κοκκινισμένα από τον ύπνο, ο φαντάρος δεν είχε έρθει για να κάνει έρευνα, αλλά για να απαιτήσει ησυχία. Και εδώ έρχεται η κορύφωση:

Η διαμαρτυρία του –και για μένα αυτή ήταν η πιο επίφοβη (unheimlich) πλευρά του πράγματος- διατυπώθηκε στη διάλεκτο της περιοχής μου. Εδώ και πολύ καιρό δεν είχα ακούσει αυτή την προφορά, και αυτό μου προκάλεσε την τρελή επιθυμία να του απαντήσω στην ίδια διάλεκτο. Βρισκόμουν σε μία παράδοξη, σχεδόν διεστραμμένη, κατάσταση, που περιείχε τεράστιο φόβο και, ταυτόχρονα, απρόοπτη, οικεία (heimlich) εγκαρδιότητα, διότι αυτός ο τύπος […] μου φάνηκε ξαφνικά σαν ένας δυνάμει σύντροφος. Δεν θα ήταν αρκετό να του απευθυνθώ στη γλώσσα του, στη γλώσσα μου, για να γιορτάσουμε μετά μεταξύ συμπατριωτών, με ένα μπουκάλι καλό κρασί, μια γιορτή συμφιλίωσης; [Améry 1966: 93-94][2].

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Αμερύ καταλαβαίνει μια για πάντα πόσο αποκρουστική είναι η αίσθηση της Heimat. Ακόμα περισσότερο: διαισθάνεται ότι δεν υπήρξε ποτέ κανένας συνήθης τόπος, και το να λυπόμαστε γι’ αυτό είναι μία αυτοκαταστροφική απάτη («Τα ταξίδια μας ήταν ταξίδια ‘προς την πατρίδα’ με πλαστά έγγραφα και κλεμμένα γενεαλογικά δέντρα» [ό.π. σ. 96]). Όποιος ψάχνει ρίζες, αργά ή γρήγορα θα συγκινηθεί από τη διάλεκτο ενός Ες Ες. Ένα είδος συγκίνησης προς το οποίο πάντοτε τείνει όποιος, στη σύγχρονη μητρόπολη, καλλιεργεί το όνειρο μιας μικρής φαντασιακής πατρίδας που πρέπει πάση θυσία να αναζωογονήσουμε.

Καλύτερα να παραμείνουμε στην ηθική και αισθητηριακή πενία που είναι εγγενής στην εξορία ή στον κοινωνικό ξεριζωμό, παρά να τρέφουμε εικόνες μιας «οικειότητας» φορτωμένης με ανησυχητικές υποσχέσεις. Αλλά … υπάρχει ένα «αλλά». Παρόλα αυτά, είναι μάταιο (και μακροπρόθεσμα επικίνδυνο) να ξεφορτωθούμε με ένα σήκωμα των ώμων την απαίτηση για έναν συνήθη τόπο. Αυτό ο Αμερύ το γνωρίζει καλά. Αφού αποφύγουμε με προσοχή όλες τις παγίδες της νοσταλγίας, παραμένει πάντως η «ανάγκη να ζήσουμε ανάμεσα σε πράγματα που μας αφηγούνται ιστορίες» [ό.π. σ. 104], να πειραματιστούμε με μία αισθητηριακή άνεση σε σχέση με τον ζωτικό μας περίγυρο.

Το παιχνίδι παίζεται πάνω σε μία λεπτή κορυφογραμμή: η εν λόγωάνεση είναι ένα ιστορικό στοίχημα, όχι ένα προ-εγγυημένο κτήμα. Ένα έργο που βρίσκεται μπροστά μας, όχι μία κληρονομικότητα. Ακόμα καλύτερα: είναι μία εμπειρία που μπορεί να προκύψει μόνο από μια εξορία στο Βέλγιο ή από έναν ολοκληρωτικό μητροπολιτικό ξενιτεμό. Τη συνήθεια, δηλαδή το ἦθος, πρέπει να το νοήσουμε ως αυτό που βρίσκεται στους αντίποδες των «ριζών», και που καταφέρνουμε να το δούμε μόνο όταν τελικά έχει εξαφανιστεί κάθε ίχνος τους. Αλλά τι είναι εν τέλει αυτή η μη πρωταρχική και μη προϋποτιθέμενη, δευτέρου βαθμού συνήθεια; Χονδρικά και κατά προσέγγιση, στο περίπου και λίγο-πολύ, η δυνατότητα αυτή συμπίπτει με την πάντοτε υπό αναστολή επικαιρότητα αυτού που, εδώ και διακόσια χρόνια, δηλώνεται με το όνομα κομμουνισμός.

Πάολο Βίρνο

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Améry, Jean (1966): Jenseits von Schuld und Sühne:Bewältigungsversuche eines Überwältigten, ιταλική μετάφραση:Intellettuale a Auschwitz, Bollati Boringhieri, Torino 1987.

- (1968): Über das Altern : Revolte und Resignation, ιταλική μετάφραση: Rivolta e rassegnazione, Bollati Boringhieri, Torino 1988.

Freud, Sigmund, Das Unheimliche, ιταλική μετάφραση: Il perturbante,στο: του ίδιου, Saggi sull’arte, la letteratura e il linguaggio, Boringhieri, Torino 1969, σελ. 267-310.

To παραπάνω κείμενο αποτελεί κεφάλαιο από το βιβλίο Paolo Virno,Esercizi di esodo. Linguaggio e azione politica [=Ασκήσεις εξόδου. Γλώσσα και πολιτική δράση], Ombre corte, Verona 2002, σ. 133-7. Πρωτότυπος τίτλος: «Orrore familiare» [Οικεία φρίκη].

Μετάφραση: Άκης Γαβριηλίδης

[1] Γαλλική λέξη για το φάντασμα, η οποία κατά κυριολεξία σημαίνει «αυτό που επιστρέφει».
[2] Στην ελληνική μετάφραση (του Γιάννη Καλλιφατίδη), που έχει δημοσιευθεί στις εκδόσεις Άγρα με τίτλο Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση (Αθήνα 2010), το συγκεκριμένο σημείο βρίσκεται στις σελίδες 102-103. Εδώ δεν ακολουθήσαμε την εν λόγω μετάφραση και αποδώσαμε το κείμενο με βάση την ιταλική μετάφραση που χρησιμοποιεί ο Βίρνο, επειδή το επιχείρημά του βασίζεται σε συγκεκριμένες διατυπώσεις που δεν είναι ακριβώς ίδιες στην ελληνική εκδοχή.
(αναδημοσίευση από nomadic universality)
πηγή:

Η Ρόζα


“Those who do not move, do not notice their chains.”

Αυτοί που κινούνται, καταλαβαίνουν τις αλυσίδες τους

And now red Rosa has disappeared,
Where she lies nobody knows.
To the poor the truth she taught
The rich hunted and out of this world she was brought.

Brecht, 1919, ‘The ballad of red Rosa’.

“Μια μέρα την είχα δει σε μια μικρή γερμανική πολιτεία, πάνου σε ένα τραπέζι, να μιλάει σε χιλιάδες εργάτες και πεινασμένους. Ήταν αδύναμη, σα ραχητική, φορούσε ένα παλιό σάλι, έτρεμε από το κρύο κι έβηχε. Μα πότε δεν θα ξεχάσω την κραυγή που τινάχτηκε από το ανεμικό της στόμα κι ανέβηκε στον ουρανό: «Ελευτερία, φως, δικαιοσύνη. Να χαθούμε, όλοι αδέλφια, για να σώσουμε τη γης!».
Πολλοί κλαίγαν, άλλοι βλαστημούσαν και φοβέριζαν. Οι καλοθρεμμένοι αστοί περνούσαν και σφύριζαν. Ήρθαν οι αστυφύλακες και την κατέβασαν από το τραπέζι και την πήραν στη φυλακή. Ποτέ δε θα ξεχάσω τη ματιά της προς τους αψηλούς, βάρβαρους στρατιώτες. Έλεος, αγανάχτηση και θλίψη. Σα να μετρούσε πόσο σκοτάδι υπάρχει ακόμα, πόση σκλαβιά και τι αγώνας χρειάζεται!
Μιαν άλλη μέρα: Είχε κηρυχτεί ο παγκόσμιος πόλεμος, τα γερμανικά σιδερόφραχτα στρατεύματα κίνησαν να δρασκελίσουν τα σύνορα και να μπουν στη Ρωσία.
Άξαφνα, μια χλωμή γυναίκα όρμησε, στάθηκε απάνου στα σύνορα κι άνοιξε τα δυο μικρά της αδύναμα χέρια να σταματήσει τους στρατούς που προχωρούσαν. Ήταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ.
Τη φυλακίζουν. Από τη φυλακή της κοιτάζει τον ήλιο, τα πουλιά, τα σύννεφα, ακουμπισμένη στα κάγκελα.”

π(Νίκος Καζαντζάκης)