ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

"Κρίση χρέους" και άλλα παραμύθια

"Κρίση χρέους" και άλλα παραμύθια 



Θα έπρεπε να το έχω συνηθίσει αλλά εξακολουθώ να βγάζω σπυράκια κάθε φορά που ακούω ή διαβάζω περισπούδαστους αναλυτές (δημοσιογράφους ή πολιτικούς) να κάνουν λόγο για "κρίση χρέους". Δυστυχώς, αυτή η επιμονή τους έχει πιάσει τόπο ανάμεσα στους ανυποψίαστους πολίτες, οι οποίοι αναπαράγουν την εν λόγω μπούρδα στις καθημερινές τους συζητήσεις.

Και καλά η Ελλάδα. Ας δεχτούμε ότι τραβάει όσα τραβάει με τα μνημόνια επειδή έπαθε "κρίση" το χρέος της, σκαρφαλώνοντας στο 140% του ΑΕΠ. Πάει καλά; Τότε, γιατί η Κύπρος υποχρεώθηκε να υπογράψει κι αυτή μνημόνιο, αφού το χρέος της ήταν μόλις στο 83,3% του ΑΕΠ της; Διότι, βέβαια, με το μααστριχτικό όριο στο 60%, σε καμμία περίπτωση το 83,3% δεν συνιστά κρίση.

Να το χοντρύνουμε λίγο το θέμα; Εκτός από την Ελλάδα, ποιά άλλη χώρα θα λέγατε ότι βρίσκεται σε εξ ίσου (για να μη πω περισσότερο) άθλια κατάσταση; Φυσικά η Ισπανία, έτσι; Ωραία. Μιλάμε για την τέταρτη σε μέγεθος οικονομία τής ευρωζώνης, η οποία απειλεί να συμπαρασύρει τα πάντα σε ενδεχόμενη κατάρρευσή της. Μιλάμε για την χώρα με το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας εδώ και χρόνια. Και μιλάμε για την χώρα όπου έχουν επιβληθεί εξοντωτικά αντιλαϊκά μέτρα, παρ' ότι δεν έχει υπογράψει επίσημα κανένα μνημόνιο και την οποία πιέζουν θεοί και δαίμονες να ενταχθεί στον μηχανισμό στήριξης. Πώς διάβολο συμβαίνουν όλα αυτά, λοιπόν, εφ' όσον το χρέος τής Ισπανίας δεν ξεπερνάει το 76% του ΑΕΠ της;

Τα παραδείγματα της Κύπρου και της Ισπανίας καθιστούν σαφές ότι τα μέτρα που λαμβάνονται διεθνώς δεν οφείλονται σε καμμία "κρίση χρέους". Αν διαβάσουμε ανάποδα αυτό το δεδομένο, θα συμπεράνουμε εύκολα ότι κανένα μέτρο δεν πρόκειται να ανακληθεί όσο κι αν μειωθεί το χρέος. Είναι πλέον καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι το χρέος και τα αντιλαϊκά μέτρα των μνημονίων δεν έχουν καμμιά σχέση μεταξύ τους. Στόχος των μέτρων δεν είναι η μείωση του χρέους αλλά η μείωση της τιμής τής εργατικής δύναμης. Με απλά λόγια: τα μέτρα αποσκοπούν στο να φτηνύνει η εργασία ώστε να διευρυνθεί το περιθώριο κέρδους τού κεφαλαίου, το οποίο εκμεταλλεύεται την εργατική δύναμη. Τόσο απλά.

Πάμε παρακάτω. Άσχετα με το παραμύθι περί "κρίσης χρέους", μας λένε ότι έτσι κι αλλοιώς πρέπει να πληρώσουμε γιατί χρωστάμε. Ας αφήσουμε κατά μέρος το πόσα χρωστάμε κι ας δούμε λίγο το τί χρωστάμε, δηλαδή το γιατί και το πώς δημιουργήθηκε αυτό το τρελλό χρέος.

Η λήψη βάρβαρων μέτρων και η καταβαράθρωση της αμοιβής τής εργασίας υπονοούν -άμεσα και έμμεσα- ότι το χρέος δημιουργήθηκε από τις υπερβολικές συντάξεις, τους παχυλούς μισθούς και τα υπερμεγέθη μεροκάματα. Πάνω σ' αυτό το ψεύδος έχουμε πει πολλά σε τούτο το ιστολόγιο κι έχουμε αποδείξει με αριθμούς ότι ποτέ η εργασία δεν πληρώθηκε όσο έπρεπε. Άλλωστε, κάτι τέτοιο αποδεικνύεται περίτρανα και από την μαρξική ανάλυση περί "υπεραξίας τής εργασίας". Με απλά λόγια: εφ' όσον πάντοτε οι εργαζόμενοι πληρώνονταν λιγώτερα απ' όσο άξιζε εκείνο το οποίο παρήγαγαν, ποτέ δεν χρειάστηκαν δανεικά για την πληρωμή τους. Έτσι απλά. Κι αυτή η νομετελειακή αλήθεια δεν ανατρέπεται ούτε από την ύπαρξη ενός μικρού αριθμού δήθεν εργαζομένων αλλά τοις πράγμασι κηφήνων που πληρώνονταν δίχως να παράγουν.

"Τότε, πώς δημιουργήθηκε το χρέος;" θα ρωτήσει εύλογα κάποιος. Η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί σε λίγες γραμμές αλλά μπορούμε να βάλουμε λίγο το μυαλουδάκι μας να δουλέψει. Σίγουρα θυμάστε την θαυμάσια ελληνική ταινία "Ο ρωμηός έχει φιλότιμο", με τον διάσημο υπουργό Μαυρογιαλούρο. Θυμηθείτε, λοιπόν, ότι το αίτημα των κατοίκων για την επισκευή ενός παλιογεφυριού πήγε στα αζήτητα προκειμένου να προωθηθεί η κατασκευή μιας Γεωργικής Σχολής, επειδή έτσι θα κονόμαγαν κάποιοι παρατρεχάμενοι. Θυμηθείτε, επίσης, την έκπληξη του κομματόσκυλου Γκρούεζα, όταν τον ρώτησε ο υπουργός τι δουλειά κάνει. "Μα εγώ είμαι του κόμματος", διαμαρτυρήθηκε το κομματόσκυλο. Πήρατε κάποιες απαντήσεις; Ωραία. Ας το τραβήξουμε λίγο ακόμη.

Σίγουρα έχετε διαπιστώσει πόσο "δυσκοίλιο" γίνεται το κράτος προκειμένου να χαλάσει πέντε φράγκα για να φτιάξει αντιπλημμυρικά έργα, έργα πυροπροστασίας, παιδικούς σταθμούς κλπ. Σίγουρα, επίσης, έχετε διαπιστώσει με πόση άνεση κατασκευάζονται καινούργιοι δρόμοι, εκσυγχρονίζονται λιμάνια κλπ. Πού νομίζετε ότι οφείλεται αυτή η στάση του κράτους για το τι πρέπει να φτιαχτεί επειγόντως και τι όχι; Προφανώς, δυσκολεύεστε να απαντήσετε επειδή εκτιμάτε ότι μίζες μπορούν να βγουν τόσο από έναν δρόμο όσο και από ένα αντιπλημμυρικό έργο. Σωστά. Για σκεφτείτε, όμως, ποιό έργο χρειάζεται περισσότερο ένας βιομήχανος; Έναν παιδικό σταθμό ή έναν δρόμο για να μεταφέρει ευκολώτερα τα προϊόντα του; Ένα πάρκο ή ένα λιμάνι; Ένα σωστό αποχετευτικό δίκτυο σε μια πόλη ή οργανωμένες υποδομές σε μια βιομηχανική περιοχή; Έλα ντε...

Τελικά, μπορεί ο καπιταλισμός, υπό την μορφή τού νεοφιλελευθερισμού, να καταδικάζει το κράτος και να ομνύει υπέρ της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αλλά δίχως την συνδρομή τού κρατικού κορβανά δεν υπάρχει καμμία ιδιωτική επένδυση. Αν δεν ήταν το κράτος να χρεώνεται ασύστολα, πώς θα κονόμαγαν τα μονοπώλια πολεμικού υλικού; Αν δεν ξόδευε το κράτος, ποιός θα έφτιαχνε τις υποδομές ενέργειας που χρειάζεται ένα εργοστάσιο; Αν δεν φορτωνόταν το κράτος το κόστος των άγονων γραμμών, ποιός ιδιώτης θα έβαζε χειμωνιάτικα καράβι για τα Κουφονήσια; Αν δεν επωμιζόταν το κράτος το "άρρωστο" κομμάτι τής Αγροτικής Τράπεζας, πώς θα έπαιρνε το "υγιές" η Τράπεζα Πειραιώς; Και, γενικά, αν δεν ερχόταν το αστικό κράτος να πληρώσει τους τζερεμέδες, ποιός ιδιώτης θα έκανε "επενδύσεις";

Τελειώνω. Βάλτε δίπλα σε όσα προαναφέραμε και τις φοροαπαλλαγές τις οποίες απολαμβάνουν οι "ολίγοι" και οι "εκλεκτοί" (π.χ. εφοπλιστές), βάλτε και την προνομιακή φορολογική αντιμετώπιση του μεγάλου κεφαλαίου (π.χ. το ελεεινό 10% που πληρώνουν οι ανώνυμες εταιρείες ως φόρο αδιανέμητων κερδών), βάλτε και τις ων ουκ έστιν αριθμός επιδοτήσεις κι επιχορηγήσεις των τάχα-δήθεν επενδυτών (π.χ. τον πακτωλό τού ΕΣΠΑ) κλπ και θα γίνει σαφές και το πώς αλλά και για το χατήρι ποιών δημιουργήθηκε το χρέος. Αυτό το χρέος είναι που κάποιοι λένε πως θα "επαναδιαπραγματευτούν".

Μόνο που εμείς, ο απλός εργαζόμενος λαός, δεν χρωστάμε δεκάρα. Επειδή ποτέ δεν πήραμε δεκάρα δανεικιά. Εκτός αν δεχτούμε πως έπρεπε να δώσει το κράτος τα λεφτά του ντε και καλά στους "ολίγους" και "εκλεκτούς", οπότε δανείστηκε για να πληρώσει μισθούς και συντάξεις...
 Πηγή: cogito ergo sum

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Οι ταξικές αντιθέσεις στην νεοφιλελεύθερη νεωτερικότητα


by antisystemic

Οι σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες συνιστούν ετερόνομες ιεραρχικές ολότητες, μέσα στη θεσμική διάρθρωση των οποίων αποκρυσταλλώνεται και παγιώνεται η ανισομερής κατανομή όλων των μορφών δύναμης ανάμεσα στα κοινωνικά υποσύνολα-ομάδες που απαρτίζουν την κοινωνική πυραμίδα. Αυτές με την σειρά τους, συγκροτούν καινούριες ετερόνομες υπο-ολότητες, διαρθρωμένες ιεραρχικά στο εσωτερικό τους. Η διάρθρωση αυτή επαναλαμβάνεται στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, όπου οι επιμέρους εθνικές ελίτ και οι καπιταλιστικές περιφερειακές συσσωματώσεις τους, συνάπτουν σχέσεις κι έρχονται σε διαρκή και συστηματική επαφή μεταξύ τους. Από τη στιγμή που οι σχέσεις αυτές δεν θεσμοθετούνται σε ένα πλαίσιο ισοτιμίας και ισοκατανομής της πολιτικής και οικονομικής δύναμης, η αλληλεπίδραση ανάμεσα τους οδηγεί αναπόφευκτα στην ανάδυση άτυπων ιεραρχιών και δομών ετεροκαθορισμού και κυριαρχίας. Έτσι, στο υπερεθνικό επίπεδο συγκροτούνται ιεραρχικές μορφές οργάνωσης που ασκούν αποφασιστική επιρροή στην διαμόρφωση του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες στο εσωτερικό μιας χώρας και επικαθορίζουν το μοντέλο της ταξικής διαστρωμάτωσης που αναδύεται ξεχωριστά σε κάθε κοινωνία. Για  παράδειγμα, η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και η ενσωμάτωση των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ στο σύστημα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, σηματοδότησε την μετάβαση από ένα ιεραρχικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης όπου η πολιτική και οικονομική δύναμη απέρρεε από την θέση που κατείχαν τα μέλη της κυρίαρχης ελίτ στην κομματική γραφειοκρατία, σε ένα εξίσου ιεραρχικό κοινωνικό σύστημα βασισμένο στις δομές ανισοκατανομής της οικονομικής δύναμης, στο οποίο οι ίδιες ελίτ διατήρησαν την προνομιακή θέση τους εξασφαλίζοντας την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.[i]
Οι καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες που έχουν συμφέρον να ανατρέψουν το status-quo είναι όλες εκείνες οι διαφορετικές κοινωνικές ομάδες που περιέρχονται σε θέση εξάρτησης και υποτέλειας εξαιτίας της ολοένα και αυξανόμενης διαδικασίας συγκέντρωσης δύναμης που λαμβάνει χώρα λόγω της εγγενούς δυναμικής του συστήματος. Η έννοια της κοινωνικής ομάδας παίζει κεντρικό ρόλο σε αυτήν τη διευρυμένη ταξική θεωρία και δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται με καθαρά οικονομικούς όρους. Μπορεί να περιλαμβάνει πολιτικές και κοινωνικές οντότητες που βρίσκονται στα μεσαία στρώματα, στο κατώτερο μισό ή και στην βάση της κοινωνικής πυραμίδας κι ως εκ τούτου δεν έχουν την παραμικρή πρόσβαση στις πηγές των θεσμοποιημένων μορφών δύναμης της υφιστάμενης ιεραρχικής ολότητας. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, οι ταξικές δομές δεν πρέπει να ερμηνεύονται απλά ως υποπροϊόντα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής (όπως συμβαίνει στο μαρξισμό που περιορίζεται στην εξέταση των σχέσεων δύναμης που αναδύονται στη σφαίρα της οικονομίας), αλλά κι ως αποτέλεσμα της άνισης κατανομής δύναμης στον πολιτικό, τον πολιτιστικό και τον ευρύτερο κοινωνικό τομέα, στους οποίους οι ταξικές αντιθέσεις ανακύπτουν ως αποτέλεσμα της διαφορετικής δυνατότητας που έχει η κάθε κοινωνική ομάδα για να διαμορφώσει το γενικό πλαίσιο και την ανάπτυξη των αντίστοιχων πεδίων. Η κάθε κοινωνική ομάδα συνιστά μια υπό-ολότητα της ετερόνομης κοινωνικής ολότητας του συστήματος και μέσα στους κόλπους της χαρακτηρίζεται από σύμπτωση των συμφερόντων, ιδεών, και φιλοδοξιών των ατόμων που την απαρτίζουν.
Στο βαθμό που αυτές οι ομάδες δεν έχουν πρόσβαση στις πραγματικές πηγές της θεσμοποιημένης εξουσίας, εξαναγκάζονται μέσω της φυσικής και δομικής οικονομικής βίας του συστήματος και του πολιτιστικού / ιδεολογικού καταναγκασμού που είναι ενσωματωμένος στη διαδικασία κοινωνικοποίησης, να εσωτερικεύσουν εκείνες τις αντιλήψεις, τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις που είναι συμβατές με την επικρατούσα ιεραρχική κοινωνική δομή. Με άλλα λόγια, υιοθετούν ως δικό τους,  ένα κοινωνικό φαντασιακό που τους κρατά σε θέση υποτέλειας απέναντι στις ελίτ του συστήματος και στην πραγματικότητα τους μεταδίδεται από τις ελίτ και τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα που βρίσκονται στην κορυφή της ετερόνομης κοινωνικής ολότητας. Με αυτόν τον τρόπο, υποκύπτουν στις θεσμοθετημένες ιεραρχικές σχέσεις που είναι συστατικό στοιχείο όλων των ετερόνομων κοινωνιών και απεμπολούν το δικαίωμά τους να ελέγχουν τη ζωή τους, να διαμορφώνουν τις βασικές επιλογές που επηρεάζουν την κοινωνική και ατομική ύπαρξη τους, με λίγα λόγια, να καθορίσουν τα όρια της εξέλιξης τους ως διακριτές κι ανεξάρτητες κοινωνικές μονάδες. Επομένως, η πρωταρχική λειτουργία των ταξικών διακρίσεων στην εποχή της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας, είναι η διαμόρφωση εκείνων των υποκειμενικών και αντικειμενικών συνθηκών που δεν επιτρέπουν στα άτομα και στις κοινωνικές ομάδες που συγκαταλέγονται ανάμεσα στα καταπιεσμένα στρώματα της κοινωνίας, να επιλέξουν το δικό τους δρόμο προς την ατομική και συλλογική τους ανάπτυξη, να καθορίσουν τις δικές τους προτεραιότητές κι ενδιαφέροντα και να διαμορφώσουν τα δικά τους αξιακά συστήματα, σε συμφωνία με τις συλλογικές επιθυμίες και φιλοδοξίες τους. Αντ ‘αυτού, είναι αναγκασμένα να υποταχθούν στην βούληση των ελίτ και των προνομιούχων κοινωνικών ομάδων και να ενεργούν βάσει σκοπών που έχουν προαποφασιστεί γι’ αυτούς, μέσα σε όρια που έχουν ορίσει γι’ αυτούς οι ελίτ, τα οποία φυσικά δεν μπορεί ποτέ να υπερβούν ή να υπονομεύσουν τις θεμελιώδεις παραμέτρους της υφιστάμενης εξουσιαστικής δομής.
Η ερμηνεία του φαινομένου της ταξικής κυριαρχίας πρωτίστως ως μιας δομικής κατάστασης συνολικού ετεροκαθορισμού κάποιων κοινωνικών μονάδων από κάποιες άλλες, συνάδει εξολοκλήρου με τον ορισμό της «Καλής Κοινωνίας» όπως αυτός διατυπώθηκε κατά καιρούς σε κλασικά έργα της αναρχικής παράδοσης.  Για παράδειγμα, για τον Μπακούνιν η έλευση της αναρχικής κοινωνίας σήμαινε ότι θα δημιουργούνταν πλέον οι προϋποθέσεις για την «ολόπλευρη ανάπτυξη και [την] πιο ολοκληρωμένη απόλαυση όλων των ανθρώπινων ικανοτήτων και δυνάμεων για όλους, με την εκπαίδευση, την επιστημονική επιμόρφωση και την υλική ευμάρεια – πράγματα που μπορούν να δοθούν στον καθένα μόνο με την υλική και πνευματική, μυϊκή και νευρική, συλλογική δουλειά ολόκληρης της κοινωνίας».[ii] Αν λοιπόν υποθέσουμε ότι η αναρχική, απελευθερωτική κοινωνία θα πραγματωνόταν μέσα από μια αυτόνομη μορφή κοινωνικής οργάνωσης που θα δημιουργούσε τις συνθήκες για την απρόσκοπτη και πολύπλευρη ανάπτυξη του κάθε ατόμου και του κάθε συλλογικού υποκειμένου σύμφωνα με τις επιθυμίες, τα ενδιαφέροντα και τις ικανότητες του, η εμπράγματη αντίθεση της αναρχικής κοινωνίας, δηλαδή η εξουσιαστική κοινωνία του υπαρκτού καπιταλισμού, δεν μπορεί παρά να είναι μια ετερόνομη μορφή κοινωνικής οργάνωσης στο πλαίσιο της οποίας η ανεμπόδιστη και αυτοτελής ατομική και συλλογική ανάπτυξη δεν είναι δυνατή και τα όρια της δραστηριότητας της κάθε κοινωνικής μονάδας, δηλαδή οι αντικειμενικές και οι υποκειμενικές συνθήκες μέσα στις οποίες λαμβάνει χώρα αυτή η δραστηριότητα, είναι εκ των προτέρων προδιαγεγραμμένα από κάποιο κέντρο εξουσίας. Μια τέτοια ολιστική αντίληψη του φαινομένου της ταξικής καταπίεσης ίσως θα μπορούσε να αποτελέσει και το πρώτο βήμα για την ανάπτυξη μιας πραγματικά ελευθεριακής ταξικής θεωρίας, που θα είναι πλήρως απαλλαγμένη από τα μαρξιστικά βαρίδια του οικονομικού ντετερμινισμού που ο αναρχισμός είναι αναγκασμένος να κουβαλάει σχεδόν από την γέννηση του. Στο πλαίσιο μιας παρόμοιας θεωρίας, το πολιτικό, το οικονομικό, το κοινωνικό και το πολιτισμικό στοιχείο συνιστούν αυτόνομα, αλλά αλληλεξαρτώμενα μέρη μιας ενιαίας κοινωνικής πραγματικότητας. Την πρωτοκαθεδρία δεν την έχει εξ ορισμού το οικονομικό στοιχείο, όπως συμβαίνει με τον μαρξισμό που προσπαθεί να ερμηνεύσει τα πιο ετερόκλητα κοινωνικά φαινόμενα ως παράγωγα μιας ολοένα και πιο ξεχειλωμένης θεωρητικής έννοιας του «Κεφαλαίου», αλλά οποιοδήποτε από τα τρία πεδία μπορεί να έχει τον ηγεμονικό ρόλο, ανάλογα με την έκβαση της Κοινωνικής Πάλης σε ένα προηγούμενο στάδιο της ιστορικής εξέλιξης της κάθε κοινωνικής ολότητας.[iii]
Η απόκλιση ανάμεσα στους στόχους και τα συμφέροντα των ελίτ από την μία μεριά και των υποτελών κοινωνικών ομάδων από την άλλη, δημιουργείται ακριβώς λόγω των ταξικών διαιρέσεων που υπάρχουν εξ ορισμού σε κάθε ετερόνομη κοινωνία. Σε εποχές δομικής κρίσης του συστήματος, η έμφυτη αυτή απόκλιση μετατρέπεται σε ανοικτή σύγκρουση, η οποία ανάλογα με τους ταξικούς συσχετισμούς δύναμης και τον βαθμό ταξικής συνειδητοποίησης των ετεροκαθοριζόμενων στρωμάτων της κοινωνίας, τείνει να λάβει τα χαρακτηριστικά της Κοινωνικής Πάλης με αντισυστημικό περιεχόμενο. Δηλαδή, ενός πολύπλευρου πολιτικοκοινωνικού αγώνα που σαν τελικό στόχο έχει την κατάργηση των βασικών ετερόνομων θεσμών της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας, της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, που μέσω της λειτουργίας τους αναπαράγουν την συγκέντρωση δύναμης και την δημιουργία ιεραρχικών σχέσεων ανάμεσα σε κοινωνικά άτομα και ομάδες σε όλα τα επίπεδα του οργανωμένου κοινωνικού βίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο εκδηλώνεται η ταξική καταπίεση στις ετερόνομες κοινωνικές ολότητες είναι ο πρόσφατος πόλεμος στο Ιράκ. Η εισβολή και στρατιωτική κατοχή του Ιράκ ήταν ένας στόχος που υιοθετήθηκε διακαώς από την πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ελίτ των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών του παγκόσμιου Βορρά, αλλά με τον οποίο ήταν συντριπτικά αντίθετες τεράστιες κοινωνικές πλειοψηφίες, ιδιαίτερα στις ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, παρά το πελώριο αντιπολεμικό κίνημα που δημιουργήθηκε, η εισβολή δεν στάθηκε δυνατό να αποτραπεί και τελικά ήταν στρατιώτες που προέρχονταν από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα οι οποίοι στάλθηκαν στο Ιράκ για να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους και να φέρουν σε πέρας μια βρώμικη, κατακτητική εκστρατεία. Στον πόλεμο βέβαια δεν πήγαν τα ίδια τα μέλη της υπερεθνικής ελίτ, παρόλο που σε αυτά ανήκε η τελική απόφαση για την εξαπόλυση του εγκληματικού αυτού πολέμου.
Το ίδιο ισχύει και για τα οικονομικά μέτρα κοινωνικού κανιβαλισμού που εφαρμόζονται σήμερα κατά συρροή στις εξαρτημένες οικονομίες του Ευρωπαϊκού Νότου, τα οποία επιβαρύνουν μονομερώς τα φτωχά και ανυπεράσπιστα στρώματα, προς όφελος των ελίτ και των προνομιούχων κοινωνικών ομάδων του συστήματος της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, επειδή από αυτές τις κοινωνικές ομάδες εξαρτάται το σύστημα για την επαναφορά της οικονομικής «ανάπτυξης», η οποία είναι αναγκαία συνθήκη για την αναπαραγωγή του. Τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, κάποιος μπορεί να αναφερθεί στην ζοφερή πραγματικότητα της τεράστιας οικολογικής καταστροφής που συντελείται καθημερινά σε παγκόσμια κλίμακα. Η καταστροφή αυτή μπορεί να είναι «αόρατη» στα μάτια της υπερεθνικής ελίτ, η οποία είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για τη ρύπανση του περιβάλλοντος αφού λαμβάνει όλες τις σημαντικές πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις στο πλαίσιο της λειτουργίας του συστήματος της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Τα μέλη που στελεχώνουν την υπερεθνική ελίτ διαθέτουν άλλωστε τα οικονομικά μέσα προκειμένου να προστατευθούν αποτελεσματικά από τις επιπτώσεις της διάλυσης του οικοσυστήματος, είτε μέσω της ενσωμάτωσης σχετικών προδιαγραφών στις πολυτελείς οικείες τους, ή μέσω της διαρκούς κινητικότητας τους από χώρα σε χώρα, κλπ. Παρ’ όλα αυτά, στις υποτελείς χώρες της περιφέρειας του διεθνούς συστήματος, έχει συντελεστεί ήδη μια ανεπανόρθωτη καταστροφή, με τον συνακόλουθο τραγικό αντίκτυπο σε ανθρώπινες απώλειες και την επιδείνωση των μαζικών μεταναστευτικών ροών από την περιφέρεια προς το κέντρο, ενώ υπαρκτός είναι και ο κίνδυνος που δημιουργείται για την κατάσταση της υγείας, ή ακόμη και την φυσική επιβίωση των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων στον «ανεπτυγμένο» Βορρά (κλιματική αλλαγή, επιδείνωση ακραίων καιρικών φαινομένων, παραποίηση της αγροτικής παραγωγής μέσω της χρήσης γενετικά μεταλλαγμένων ποικιλιών, κλπ.).
Με βάση τα παραπάνω, βλέπουμε ότι οι κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται στο κατώτερα επίπεδα της ετερόνομης ιεραρχικής ολότητας, έχουν αντικειμενικό συμφέρον να οργανωθούν προκειμένου να πετύχουν την ανατροπή του συστημικού κατεστημένου. Επειδή, ωστόσο η ταξική ταυτότητα του κάθε κοινωνικού ατόμου στις σύγχρονες κοινωνίες της αγοράς δεν είναι μονολιθική και κάθε κοινωνικό άτομο υπόκειται στην κυριαρχία και την καταπίεση των ιεραρχικών σχέσεων σε περισσότερα από ένα κοινωνικά πεδία, η δράση στο πλαίσιο μονοθεματικών εκστρατειών δεν μπορεί ποτέ να οδηγήσει στην ατομική και συλλογική χειραφέτηση. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους: α) οι σχέσεις εξουσίας είναι διάχυτες και ενυπάρχουν σε κάθε τομέα της κοινωνίας όπου λειτουργεί ένα ιεραρχικό μοντέλο οργάνωσης της κοινωνικής ζωής. Για παράδειγμα, η κυριαρχία πραγματώνεται μέσα από την θέσμιση δομών ανισοκατανομής της δύναμης στην οικονομία, ωστόσο ιεραρχικές σχέσεις παράγονται εξίσου στο πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό πεδίο, από τα οποία ο μέσος άνθρωπος είναι παντελώς αποκλεισμένος και δεν είναι σε θέση να επηρεάσει κατά οποιονδήποτε ουσιαστικό τρόπο τις θεσμικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων και, β) επειδή η βελτίωση της κοινωνικής κατάστασης μιας μεμονωμένης κοινωνικής μονάδας συντελείται εξ ορισμού σε βάρος των υπόλοιπων κοινωνικών ομάδων που βρίσκονται στα κατώτερα επίπεδα της κοινωνικής πυραμίδας, είτε γιατί μπορεί να σηματοδοτεί μια μερική μόνο βελτίωση σε έναν συγκεκριμένο τομέα της κοινωνικής ζωής (για παράδειγμα, η κατάργηση της σεξουαλικής καταπίεσης μιας μειονοτικής ομάδας, δεν συνεπάγεται την κατάργηση της ετερονομίας στο πολιτικό, οικονομικό και ευρύτερο κοινωνικό πεδίο), ή διότι επιτρέπει στην μέχρι τώρα μειονεκτούσα κοινωνική ομάδα να γίνει δεκτή στις τάξεις των κυρίαρχων κοινωνικών μονάδων, χωρίς ουσιαστικά να θίγεται η αναπαραγωγή της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης των υπόλοιπων υποτελών κοινωνικών ομάδων, στην οποία βασίζεται η ίδια η ισχύς του συστήματος. Ως εκ τούτου, πιστεύουμε ότι τα μονοθεματικά κινήματα ή τα κινήματα ταυτότητας δεν συνιστούν απελευθερωτικά προτάγματα, επειδή από την φύση τους, μπορούν να έχουν σαν μοναδικό τους στόχο την βελτίωση της κατάστασής μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας μέσω της απόκτησης «δικαιωμάτων» ενάντια στις θεσμισμένες εξουσίες, ή ακόμη και την προσχώρηση της στις τάξεις των κυρίαρχων ελίτ της ετερόνομης κοινωνίας. Η γνήσια χειραφέτηση προϋποθέτει την συνεύρεση όλων των καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων σε ένα ενιαίο αντισυστημικό κίνημα, ενωμένο από μια κοινή ανάλυση της υπάρχουσας κατάστασης, μια κοινή κοσμοθεωρία και μια μαχητική πολιτική δέσμευση για την κατάργηση όλων των ιεραρχικών θεσμών και τη δημιουργία μιας αυτόνομης μορφής κοινωνικής οργάνωσης, στο πλαίσιο της οποίας όλες οι μορφές δύναμης θα κατανέμονται ισομερώς μεταξύ όλων των πολιτών, ανεξάρτητα από το φύλο, την οικονομική τάξη, την φυλή, την εθνικότητα και ούτω καθεξής. Αλλά, αυτή είναι μια δημοκρατική επιλογή που οι καταπιεσμένοι αυτής της κοινωνίας θα πρέπει να κάνουν για τον εαυτό τους.

[i] T. Fotopoulos, The Catastrophe of Marketization,http://www.inclusivedemocracy.org/dn/vol5/fotopoulos_marketisation_PRINTABLE.htm.   
[ii] Μ. Μπακούνιν, Θεός και Κράτος (Κατσάνος), σελ.94.
[iii] Για παράδειγμα στην θεοκρατική κοινωνία του Ιράν, το κυρίαρχο στοιχείο από το οποίο εκπορεύεται η ανισομέρεια της δύναμης είναι το πολιτισμικό στοιχείο, αφού η εξουσία βρίσκεται στα χέρια της θρησκευτικής ελίτ. Στις κοινωνίες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, το πολιτικό ήταν εκείνο το στοιχείο που κατείχε ηγεμονική θέση στην σχέση αλληλεξάρτησης ανάμεσα στα διαφορετικά κοινωνικά πεδία, αφού η δύναμη ανήκε στην πολιτική ελίτ, στα μέλη δηλαδή του γραφειοκρατικού κομματικού μηχανισμού και του κρατικού μηχανισμού που μονοπωλούνταν από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Τέλος, στις καπιταλιστικές κοινωνίες το οικονομικό στοιχείο είναι το ηγεμονικό. Η κυριαρχία του έναντι των άλλων πεδίων εκδηλώνεται εν μέρει με την δύναμη που συγκεντρώνουν στα χέρια τους οι οικονομικές ελίτ κι εν μέρει μέσω της διαδικασίας αγοραιοποίησης κι εμπορευματικής διαμεσολάβησης κάθε πτυχής της οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης. Για περισσότερα, T. Fotopoulos, Class Divisions Todayhttp://www.inclusivedemocracy.org/dn/vol6/takis_class.htm

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

Συσσώρευση και εξαθλίωση

Είναι φοβερό να βλέπεις τους ανάπηρους να καταθέτουν τα τεχνητά μέλη τους στον Άγνωστο Στρατιώτη. Είναι τρομερό σε μία Ελλάδα που φθίνει δημογραφικά να τιμωρούνται μέσω της φορολογίας όσοι γέννησαν παιδιά. Η Ελλάδα αλλά και η Ευρώπη του κράτους-πρόνοιας δεν υπάρχουν πια. Ένας στους τέσσερις Ευρωπαίους βρίσκεται στο όριο της φτώχιας. Η Ελλάδα αποκτά πρωτιά πλέον στη δυστυχία. Το 31% των Ελλήνων, ήτοι 3,4 εκατομμύρια, βρίσκεται στο κατώφλι τις απελπισίας, ενώ το 21% ζει μ’ ένα πενιχρό εισόδημα. Τα στοιχεία είναι της Eurostat, αλλά η φτώχια δεν περιορίζεται μόνο στην Ελλάδα, καθώς έχει «χτυπήσει» και μεγάλες γερμανικές πόλεις. Συνεπώς, το πρόβλημα είναι γενικό. Όμως η λιτότητα δεν είναι κακή για όλους. Μπορεί οι πολλοί να οδηγούνται σε αργό και οδυνηρό «κοινωνικό θάνατο», αλλά οι λίγοι συσσωρεύουν όλο και περισσότερα. Η κρίση κατά συνέπεια δεν αφορά όλους. Για την ακρίβεια, η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, παρότι έχει επιβραδυνθεί, παραμένει θετική. Η συσσώρευση αυξάνεται αδιαλείπτως. Συνεπώς, δεν τίθεται εν αμφιβόλω το ισχύον οικονομικό σύστημα, αλλά το κράτος-πρόνοιας(κοινωνικά επιδόματα, εργασιακά δικαιώματα, συντάξεις) και η δημοκρατία. Τα τελευταία ήταν τα αντίβαρα στην υπερσυσσώρευση του πλούτου, που βασίσθηκε στη φορολόγηση των εχόντων και είχε ως στόχο την κοινωνική συνοχή και την ευρωπαϊκή δημοκρατία. Η μεγάλη αλλαγή που συντελείται σήμερα είναι η κατάργηση του κοινωνικού κράτους και η φτωχοποίηση των εργαζομένων στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, του δημόσιου χρέους και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Με άλλα λόγια, το «χρέος» δεν είναι παρά μία εφεύρεση για την επιβολή των βάρβαρων πολιτικών λιτότητας. Ας σημειωθεί ότι το ελληνικό χρέος το 2010, όταν χρειάσθηκε να προσφύγουμε στην τρόικα, ήταν 116%, ενώ το 2020 –μετά τα αλλεπάλληλα άγρια μέτρα λιτότητας- θα είναι 124%! Στην περίπτωση της Ελλάδας στο παίγνιο προστίθενται και οι στόχοι του Βερολίνου να εξουσιάσει την Ευρώπη, διατηρώντας την κρίση και την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Το γεγονός όμως ότι η φτωχοποίηση χτυπά και τη Γερμανία καταδεικνύει ότι έχουμε να κάνουμε με μία συνολική πολιτική η οποία επιβάλλεται από την οικονομία(αγορές-χρηματοπιστωτικό σύστημα). Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική δεν επιτελείται παρά ως προσομοίωση και η δημοκρατία δεν είναι παρά μία επίφαση, καθώς στην πραγματικότητα έχουμε μία σκαστή ολιγαρχία του πλούτου. Άρα το ζητούμενο είναι χειραφέτηση της πολιτικής από την οικονομία και επανεύρεση της δημοκρατίας και των θεσμών του κράτους-πρόνοιας που λειτουργούσαν εξισορροπιστικά στην κοινωνία. Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας το πρόβλημα είναι και εθνικό αφού η ανεξαρτησία της έχει υποθηκευθεί στο όνομα της επιλογής του λιγότερου κακού. Αλλά τι είναι καλύτερο από την ελευθερία, την εθνική ανεξαρτησία και τη δημοκρατία;
http://gpapaso.blogspot.gr

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Οικονομική δημοκρατία αντί της μετα-βιομηχανικής φεουδαρχίας

Του Wolfgang Hoeschele μέσω: Εφημερίδα Δράση
Το κίνημα Occupy Wall Street έχει φθάσει πολύ πέρα από τις απαρχές του, με παρόμοια κινήματα να λαμβάνουν χώρα σε όλο τον κόσμο, ενώ απηχεί προηγούμενα κινήματα κατάληψης δημόσιων χώρων στην Αίγυπτο, την Ισπανία, και το Ισραήλ. Τα κινήματα αυτά έχουν σαφώς αγγίξει μια ευαίσθητη χορδή ενός τεράστιου αριθμού ανθρώπων, όχι μόνο εκείνων που παίρνουν μέρος σε καταλήψεις δημόσιων χώρων, αλλά και εκείνων που τους υποστηρίζουν με τρόφιμα και άλλες προμήθειες, καθώς και εκείνων που υψώνουν τη φωνή τους για υποστήριξη. Ποια είναι αυτή η χορδή, και ποια μπορεί να είναι τα αποτελέσματα του ερεθισμού της;
Μεταξύ των βασικών σημείων του κινήματος Occupy είναι ο ισχυρισμός ότι εκφράζει το ”99%”, δηλαδή όλους εκείνους οι οποίοι δεν ελέγχουν τις χρηματοοικονομικές υποθέσεις του κόσμου, οι οποίοι δεν μπορούν να κινήσουν τα νήματα για να χειριστούν οικονομικά θέματα σε όλο τον κόσμο, και οι οποίοι δεν μπορούν να περιμένουν να δοθεί ένα χρυσό αλεξίπτωτο εάν καταστρέψουν μια εταιρεία και ρίξουν ολόκληρες χώρες σε αποδιοργάνωση. Σε συμβολικό επίπεδο, το κίνημα Occupy έχει εμπλακεί σε καταλήψεις δημόσιων ή ημι-δημόσιων χώρων (τεχνικώς ιδιωτικούς χώρους που είναι ανοικτοί για το κοινό) ως ένας τρόπος να πει “εμείς είμαστε το κοινό!” Το “εμείς” εδώ αναφέρεται στο 99%, και αποκαλύπτει είτε ότι οι εν λόγω δημόσιοι χώροι προορίζονται για ένα πολύ επιλεκτικό και αποκλειστικό “δημόσιο”, είτε ότι η δημόσια έκφραση σε αυτούς τους χώρους είναι αυστηρά οριοθετημένη. Ο ισχυρισμός ότι το 99% δικαιούται να καταλαμβάνει δημόσιους χώρους επεκτείνεται στον σχετικό ισχυρισμό ότι θα πρέπει να έχει λόγο στις δημόσιες υποθέσεις, στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών και “της οικονομίας”. Όλα αυτά έρχονται σε αντίθεση με αυτό που αποκαλώ βιομηχανική φεουδαρχία.
Τι είναι η βιομηχανική φεουδαρχία; Αναφέρεται στην αποτυχία της νεωτερικότητας να κρατήσει τις υποσχέσεις της για απελευθέρωση από την παλιά τάξη, ιδιαίτερα από το βασικό δομικό χαρακτηριστικό της φεουδαρχικής (ή αγροτο-φεουδαρχικής) τάξης, που ήταν ότι μερικοί φεουδάρχες έλεγχαν όλους τους παραγωγικούς πόρους. Ένα σύγχρονο εργοστάσιο μοιάζει πολύ με μια φεουδαρχική φυτεία· όπως οι δουλοπάροικοι έκαναν όλη τη δουλειά αλλά αναγκάζονταν να δίνουν το αποτέλεσμα της εργασίας τους στους ιδιοκτήτες των φυτειών, έτσι και οι εργαζόμενοι μιας εταιρείας παρέχουν τα προϊόντα της εργασίας τους “σε είδος” στους εργοδότες τους, οι οποίοι μπορούν να τα πουλήσουν στη συνέχεια στην αγορά. Και όπως ακριβώς το φεουδαρχικό σύστημα προωθούσε μια υποτακτική νοοτροπία στους δουλοπάροικους και τους υπηρέτες, έτσι και η φεουδαρχική βιομηχανική κοινωνία καλλιεργεί μια υποτακτική νοοτροπία στους εργαζόμενους και στους κυβερνητικούς αξιωματούχους (“πρέπει να ευχαριστήσουμε τους επενδυτές, διότι ποιος άλλος θα προσφέρει θέσεις εργασίας;”).
Υπάρχει μια συλλογική αποτυχία της φαντασίας όταν οι άνθρωποι αποτυγχάνουν να συνειδητοποιήσουν ότι όλοι οι εργαζόμενοι μαζί μπορούν να κατέχουν μια επιχείρηση και να διαχειρίζονται δημοκρατικά τις υποθέσεις της, και ότι όλοι οι άνθρωποι που ζουν σε έναν τόπο μπορούν να διαχειριστούν δημοκρατικά και βιώσιμα τους κοινούς φυσικούς πόρους, προκειμένου να παρέχουν αρκετά για όλους (όπως και για τις μελλοντικές γενιές). Ομοίως, δεν καταφέρνουμε να αναγνωρίσουμε ότι αν διαλυθούν οι μεγάλες εταιρείες, ο καθένας μπορεί να βγάλει τα προς το ζην πουλώντας σε όλους τους άλλους σε μια πιο ισότιμη βάση από ό,τι επικρατεί σήμερα. Αδυνατούμε συνεχώς να συνειδητοποιήσουμε ότι μέσα ανταλλαγής μπορούν να δημιουργηθούν από οποιαδήποτε ομάδα ανθρώπων, όχι μόνο από τις τράπεζες και τις κυβερνήσεις. Αυτή η αποτυχία είναι εν μέρει αποτέλεσμα του κλεισίματος της φαντασίας από το σύνδρομο “Tina”: την αίσθηση ότι ”δεν υπάρχει εναλλακτική λύση”.
Η βιομηχανική φεουδαρχία αναφέρεται επίσης στο γεγονός ότι, ενώ ακόμη στο πολιτικό επίπεδο έχουμε δημοκρατίες (όμως ατελείς) στις οποίες κάθε πολίτης έχει δικαίωμα ψήφου, οι οικονομικές δομές μας είναι ακόμη σε μεγάλο βαθμό οργανωμένες όπως τα αυταρχικά βασίλεια. Η ιδιωτική ιδιοκτησία είναι πολύ παρόμοια με την κυριαρχία του βασιλιά, ο οποίος υποτίθεται ότι έχει το θεϊκό δικαίωμα να καθορίζει τις υποθέσεις του βασιλείου, και να το μεταφέρει στους κληρονόμους του (ανεξάρτητα από το αν έχουν τα προσόντα για αυτό). Και όπως ακριβώς η δημοκρατία θεωρήθηκε απειλή διότι θα υπονόμευε την αριστοκρατία, και όπως ακριβώς υποστηρίχθηκε ότι η δημοκρατία θα εμπόδιζε την έγκαιρη λήψη αποφάσεων, η οικονομική δημοκρατία θεωρείται απειλή για τις σημερινές ελίτ, και οι συνεργατικές επιχειρήσεις απορρίπτονται ως αναποτελεσματικές. Ωστόσο, δεν μπορούμε ποτέ να έχουμε πραγματική πολιτική δημοκρατία αν δεν έχουμε, επίσης, οικονομική δημοκρατία – δηλαδή, τη δυνατότητα όλων των ανθρώπων να διαχειρίζονται από κοινού τους χώρους εργασίας τους, να συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων για το πώς χρησιμοποιούνται τα πλεονάσματα στη δημιουργία των οποίων συμβάλλουν, να διαχειρίζονται από κοινού τους τοπικούς φυσικούς πόρους στους οποίους βασίζονται, και να μοιράζονται τα οικονομικά όσο και πολιτιστικά, κοινωνικά, πνευματικά, διανοητικά και άλλα οφέλη που προκύπτουν από τους κοινόχρηστους πόρους. Όσο έχουμε μια αγορά διαιρεμένη μεταξύ εκείνων που δεν έχουν τίποτα να πουλήσουν παρά μόνο την εργασία τους και εκείνων που κατέχουν όλα τα σημαντικά περιουσιακά στοιχεία, δεν θα υπάρχει οικονομική δημοκρατία, και η πολιτική δημοκρατία θα είναι ελλιπής.
Για λίγο, στις πλούσιες βιομηχανικές δημοκρατίες από τη δεκαετία του 1950 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, ίσως να φάνηκε σαν η φορολόγηση του πλούτου και η χρησιμοποίηση του κράτους στην αναδιανομή του εισοδήματος να μπορούσε να λειτουργήσει για τη διατήρηση κάποιου βαθμού κοινωνικής ισότητας, διατηρώντας ταυτόχρονα τη βιομηχανική ανάπτυξη. Αλλά το μοντέλο αυτό εγκαταλείφθηκε με την προώθηση του νεοφιλελευθερισμού από τη δεκαετία του 1980. Από τότε, το καπιταλιστικό μοντέλο ανάπτυξης αντιμετωπίζει επίσης όλο και πιο προφανή περιβαλλοντικά όρια, διότι βασίζεται στην ατέρμονη ανάπτυξη σε έναν πλανήτη σταθερού μεγέθους (και σε μια ατμόσφαιρα που μπορεί να απορροφήσει μόνο συγκεκριμένη ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα χωρίς να βγει εκτός ισορροπίας). Καθώς οι δυνατότητες αποκόμισης κερδών από την πώληση αγαθών και υπηρεσιών μειώθηκαν, η ”δημιουργικότητα” των κεφαλαιούχων επενδυτών στράφηκε στην ανάπτυξη όλο και πιο αφηρημένων “παραγώγων” στις χρηματοπιστωτικές αγορές, τα οποία δημιούργησαν τελικά τη μεγάλη φούσκα που έχει εκραγεί τώρα. Ποιος, μπορούμε να ρωτήσουμε, είναι ο δρόμος προς τα εμπρός τώρα;
Αν αφήσουμε κατά μέρος την αντίληψη της πολιτικής των συντηρητικών ότι το μόνο που χρειαζόμαστε είναι να πάμε πίσω στις μυθικές παλιές καλές μέρες, τότε υπάρχουν βασικά δύο εναλλακτικές διαδρομές για το μέλλον: η μία είναι η διατήρηση του καπιταλισμού καθιστώντας τον αποτελεσματικό στη διαχείριση της ενέργειας και των πόρων (πράσινος καπιταλισμός, ή ένα είδος μετα-βιομηχανικής φεουδαρχίας), ενώ η άλλη είναι να επεκταθεί η δημοκρατία από την πολιτική στην οικονομική σφαίρα (και, συνεπώς, η αναζωογόνηση της πολιτικής δημοκρατίας επίσης).
Με τι θα μπορούσε να μοιάζει ένας μετα-βιομηχανικός φεουδαρχικός κόσμος; Τα ”παγκόσμια κοινά” (αντιμετωπιζόμενα ως ιδιοκτησία κανενός, διαθέσιμα για κατάληψη) θα συνεχίσουν να διαμελίζονται μεταξύ των μεγαλύτερων πλειοδοτών – για παράδειγμα, εκείνων που είναι πρόθυμοι να πληρώσουν περισσότερα για τα δικαιώματα εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Αυτό θα δημιουργούσε νέα, εξαιρετικά κερδοφόρα μονοπώλια, οδηγώντας σε “οικονομική ανάπτυξη” όπου θα πλουτίσουν λίγοι, ενώ όλοι οι υπόλοιποι θα πρέπει να υποταχθούν στην ”πειθαρχία της αγοράς” (δηλαδή, στις ελλείψεις που επιβάλλονται από αυτούς που ελέγχουν την αγορά). Από την άλλη πλευρά, οι εταιρείες που επιδιώκουν να ελέγξουν την αγορά αιολικής ενέργειας (για παράδειγμα) θα προσπαθήσουν για την παραγωγή ενέργειας όσο το δυνατόν φθηνότερα, κάτι που σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να γίνει με την απαλλοτρίωση των ανθρώπων που ζουν σε αυτή τη γη (δείτε μια αναφορά για το θέμα αυτό στην Ινδία). Ο λόγος περί έλλειψης πόρων θα μας πει ότι όλοι πρέπει να ζούμε με λιγότερα, ακόμη κι αν τα κέρδη συσσωρεύονται σε λίγους. Η μετα-βιομηχανική φεουδαρχία θα μπορούσε κάλλιστα να είναι περισσότερο βιώσιμη περιβαλλοντικά από το σημερινό καπιταλισμό, αλλά θα μπορούσε να υπονομεύσει την κοινωνική δικαιοσύνη και να οδηγήσει σε συνεχή κοινωνική αστάθεια και διαμάχη. Βασικά, αν η ιδιοκτησία συνίσταται στο δικαίωμα να αποκλείει άλλους από την απόλαυση ενός πόρου, ακόμη και οι πιο «πράσινοι» κάτοχοι ιδιοκτησίας θα προσπαθήσουν να αρπάξουν όσα περισσότερα μπορούν και να αποκλείσουν όλους τους άλλους.
Με τι θα μπορούσε να μοιάζει το μέλλον της οικονομικής δημοκρατίας; Σε ένα τέτοιο μέλλον, η “ιδιοκτησία” δεν θα είναι πλέον διευθετημένη όπως υπό τη φεουδαρχική μοναρχία, αλλά αντίθετα θα μοιάζει με δημοκρατία (ένα “κοινό πράγμα”), στην οποία κάθε πολίτης μοιράζεται τα οφέλη αυτής της ιδιοκτησίας, καθώς και την ευθύνη για τη διαχείρισή της. Κάθε “πολίτης” σημαίνει ο καθένας που είτε συμβάλλει στη δημιουργία αυτής της ιδιοκτησίας (όπως στους εργατικούς συνεταιρισμούς ή στη δημιουργία κοινών [creative commons]) ή τη χρησιμοποιεί ή την απολαμβάνει (όπως συμβαίνει με τους φυσικούς πόρους, την ατμόσφαιρα, τα υπόγεια και επιφανειακά ύδατα, την αλιεία, αλλά και την κοινή πολιτιστική κληρονομιά κάθε ομάδας ανθρώπων με κοινή ταυτότητα). Οι άνθρωποι που κατέχουν τέτοια κοινή ιδιοκτησία δεν θα έχουν μια ενσωματωμένη ορμή για επέκταση της σφαίρας της περιουσίας τους, γιατί μαζί με την μεγαλύτερη έκταση της ιδιοκτησίας τους θα υπάρξει επίσης ένας μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων με τους οποίους θα πρέπει να τη μοιραστούν. Σε ατομική βάση, κανείς δεν θα βγει μπροστά. Αντίθετα, θα ενδιαφέρονται περισσότερο για τη διατήρηση της ιδιοκτησίας σε μια κλίμακα στην οποία θα μπορεί να διαχειρισθεί επιτυχώς δημοκρατικά – για παράδειγμα, με το σπάσιμο των εργατικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεων σε δύο αν μεγαλώνουν πέρα από ένα ορισμένο μέγεθος. Η επιτακτική ανάγκη για μεγαλύτερη παραγωγή θα σταματήσει, καθώς πέρα από ένα ορισμένο σημείο οι συνιδιοκτήτες θα θέλουν να έχουν περισσότερο χρόνο παρά περισσότερα αγαθά (η πλεονεξία ξεφεύγει από τον έλεγχο μόνο μεταξύ εκείνων που δεν χρειάζεται να εργαστούν προκειμένου να επιτύχουν περισσότερα έσοδα). Θα είμαστε σε θέση να χαλαρώσουμε περισσότερο, να απολαύσουμε τη ζωή, και να αφιερώσουμε ενέργειες για να ζήσουμε τη ζωή ως τέχνη – ζώντας τη ζωή μας με τρόπο που να εκφράζει τις αξίες και τις προσδοκίες μας, το πώς θέλουμε να ζήσουμε σε σχέση με τους άλλους ανθρώπους και με τη φύση.
Ο δρόμος της οικονομικής δημοκρατίας περιλαμβάνει σημαντική επανεξέταση και ενδοσκόπηση, ακόμη και μεταξύ εκείνων από εμάς που βρίσκονται στη δομική θέση των δουλοπάροικων στην παρούσα κατάσταση. Επίσης, απαιτεί δημιουργία πολλών θεσμών, η οποία συμβαίνει σε όλη τη χώρα με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Το κίνημα Occupy είναι ένα κάλεσμα στη συνείδηση της ανάγκης για το 99% να ενωθεί και να διεκδικήσει χώρο, να διεκδικήσει τη δημόσια σφαίρα, και να μετατρέψει πολλά από αυτά που είναι τώρα ιδιωτικά σε δημόσια (κοινά).
Μετάφραση: Κ.Χ.
Το πρωτότυπο κείμενο: The Future of Occupy
http://eagainst.com/

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

Τέσσερις δόσεις, δυο κόσμοι

 Toυ ΚΙΜΠΙ    Αυτή είναι πια η ρουτίνα της μνημονιακής Ελλάδας. Προηγείται μια «ιστορική απόφαση» των εταίρων, σε σύνοδο κορυφής ή συνεδρίαση του Eurogroup. Ακολουθούν λίγες ώρες ή λίγα εικοσιτετράωρα ευφορίας. Κι έπειτα -ίσα που έχει στεγνώσει η μελάνη των υπογραφών στη νέα «ιστορική συμφωνία»- αρχίζουν οι δεύτερες σκέψεις, τα «ναι μεν αλλά», τα γκρίζα σενάρια και τελικά η απαξίωση του «επιτεύγματος». Συνέβη με την ένταξη στο πρώτο μνημόνιο, συνέβη με το Μεσοπρόθεσμο του 2011, έγινε με το πρώτο PSI....
επαναλήφθηκε με το δεύτερο PSI και το δεύτερο μνημόνιο, το είδαμε και με το δεύτερο Μεσοπρόθεσμο, το βλέπουμε και τώρα, με την απόφαση του Eurogroup για την εκταμίευση των 1 συν 3 δόσεων. Τα ελληνικά θαύματα κρατούν το πολύ τρεις μέρες…
Η κυβέρνηση υπερέβη εαυτήν σε τόνους αισιοδοξίας. Πέτυχε κάποια συστράτευση «φίλιων δυνάμεων» στο κλίμα ανακούφισης και επιχειρεί να επιβάλει αυτό που αποκαλείται «αλλαγή σελίδας», κλίνοντας τη λέξη «ανάπτυξη» σε κάθε πτώση και αριθμό – συμπεριλαμβανομένου του δυικού. Αλλά, τα κουκιά δεν βγαίνουν. Οι αριθμοί της συμφωνίας των εταίρων-πιστωτών αναμετρώνται με μια πραγματικότητα που «δεν παλεύεται». Οι ντίλερ των αγορών -οι οίκοι και οι λύκοι- το «καρφώνουν» ανοικτά. Όταν ακόμη κι οι τραπεζίτες -για τους δικούς τους, εντελώς ιδιοτελείς λόγους- αδυνατούν να δουν «μισογεμάτο» το ποτήρι, αναρωτιέται κανείς ποιοι άλλοι θα συμμεριστούν την κυβερνητική αισιοδοξία. Κι ας μιλήσουμε μόνο για τους «φυσικούς συμμάχους» της κυβέρνησης. Την «κρεμ ντε λα κρεμ» της επιχειρηματικότητας. Τους προμηθευτές του κράτους που περιμένουν να πάρουν μέρος των οφειλομένων τους. Τους εργολάβους του Δημοσίου, που περιμένουν να δουν το χρώμα του χρήματος. Τους επιχειρηματίες που πασχίζουν να ξεκολλήσουν από τη λάσπη της γενικευμένης στάσης πληρωμών από όλους προς όλους. Τους εμπόρους, που περιμένουν μήπως και σαλέψει η αγορά των Χριστουγέννων. Η στεγνή αριθμητική της «ιστορικής συμφωνίας» αφήνει «μηδέν υπόλοιπο» γι’ αυτό που αποκαλείται αγορά, επιχειρηματικότητα, επενδύσεις, πραγματική οικονομία. Χλομή εξαίρεση οι λίγοι που συνωστίζονται στην ουρά του ΤΑΙΠΕΔ για τα υπολείμματα του αποστεωμένου κράτους, οι αόρατοι κερδοσκόποι που έχουν την ευκαιρία να κάνουν ένα ακόμη πάρτι με την επαναγορά των ομολόγων και όσοι πιστεύουν ότι θα διασωθούν πάνω στη σχεδία της συντεταγμένης χρεοκοπίας.
Για ένα διάστημα -εβδομάδων, το πολύ μηνών, φρονώ- η ελληνική κοινωνία θα ζήσει διχασμένη σε δυο παράλληλες πραγματικότητες. Η μια πραγματικότητα θα είναι αυτή της ευφορίας για τη συμφωνία εκταμίευσης των δανειακών δόσεων που προορίζονται να κατευνάσουν ένα σύνδρομο εξάρτησης με υστερικά συμπτώματα, αισθητά κυρίως στη δημόσια ρητορεία αξιωματούχων γύρω από το δίλημμα «ευρώ ή χάος». Η άλλη πραγματικότητα είναι το ίδιο το χάος. Το οικονομικό και κοινωνικό χάος που προκαλεί η τερατώδης ύφεση, συγκρίσιμη πια και επίσημα με τα οικονομικά αποτελέσματα ενός κανονικού πολέμου.
Κατά κάποιον τρόπο, οι δυο αυτές παράλληλες πραγματικότητες διασπούν και την ελληνική κοινωνία σε δυο κόσμους, προς το παρόν ασύμπτωτους συναισθηματικά και ψυχολογικά. Υπάρχει ο κόσμος του χρέους, ένα συνονθύλευμα αξιωματούχων, πολιτικών, τεχνοκρατών, δημοσιολόγων, διαμορφωτών της κοινής γνώμης, golden boys and girls, οι οποίοι τάσσονται -με προθυμία στα όρια της εθελοδουλείας-  υπέρ της μετατροπής ολόκληρης της κοινωνίας και της εναπομένουσας παραγωγικής της ικμάδας σε μηχανή εξυπηρέτησης του χρέους. Εξυπηρέτησης που παρομοιάζεται με την τιμωρία των Δαναΐδων να γεμίζουν με νερό τον «τετρημένον πίθον» του Άδη. Αυτός ο κόσμος προσπαθεί να δει την όλη κατάσταση σαν παράθυρο ευκαιρίας – μιας ακόμη, της τελευταίας; Αντλεί αισιοδοξία από κάθε νεύμα, κάθε κλείσιμο του ματιού από τους πιστωτές. Η αισιοδοξία με την οποία ντοπάρεται έχει βεβαίως και υλική βάση. Πρόκειται για ανθρώπους και στρώματα που έχουν κάνει το κουμάντο τους, διαθέτουν κάμποσο από το περίφημο «λίπος» της ελληνικής οικονομίας. Και -εν πάση περιπτώσει- δεν διακυβεύεται η επιβίωσή τους (ή, έτσι νομίζουν).
Στον αντίποδα, υπάρχει ο κόσμος των μέτρων. Δηλαδή, η τεράστια κοινωνική πλειοψηφία η οποία καλείται να πληρώσει το τίμημα της εξυπηρέτησης του χρέους. Τα νοικοκυριά που έχουν ήδη από έναν άνεργο. Οι δύο στους τρεις μισθωτούς που φοβούνται απόλυση εντός του 2013, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις. Οι φορολογούμενοι που είναι απίθανο να εξοφλήσουν τις παλαιές και νέες οφειλές τους, εκτός αν αποφασίσουν να μη σιτιστούν για τον μισό χρόνο ή να «σκοτώσουν» τις τελευταίες αποταμιεύσεις και περιουσιακά τους στοιχεία. Οι πολίτες που στερούνται τις στοιχειώδεις υπηρεσίες του υπό αποσύνθεση κράτους. Οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες που σκέφτονται ήδη να θέσουν σε εκκαθάριση τις επιχειρήσεις τους, ακολουθώντας στον θάνατο την άλλοτε κραταιά μεσαία τάξη. Και οι νέοι, που αναζητούν διέξοδο φυγής εκτός χώρας.
Γι’ αυτόν τον κόσμο είναι μάλλον αδιάφορο το δίλημμα αν το ποτήρι της ελληνικής τραγωδίας, στη νέα «ιστορική» συγκυρία, είναι μισογεμάτο ή μισοάδειο. Αυτοί έχουν στα χέρια τους έτσι κι αλλιώς ένα εντελώς άδειο ποτήρι. Ή δεν έχουν καν ποτήρι. Δεν έχουν χώρο ούτε για αισιοδοξία ούτε για απαισιοδοξία. Ανάμεσά τους επικρατεί περισσότερο μοιρολατρία. Η αίσθηση ότι αδυνατούν να επηρεάσουν τα πράγματα. Και η πιεστική ανάγκη να επιβιώσουν ατομικά σε ένα περιβάλλον συλλογικής καταστροφής. Μεταλλάσσονται σε ένα νέο υβρίδιο ανθρώπου, πρωτοφανές για τα δεδομένα του αναπτυγμένου κόσμου. Είναι οι χρεάνθρωποι. Οι Δαναΐδες του 21ου αιώνα. Καταδικασμένοι να γεμίζουν το διάτρητο πιθάρι του χρέους.
Η τιμωρία των χρεανθρώπων προβάλλεται συχνά από τους εταίρους ως απαραίτητο παιδαγωγικό στάδιο ανάνηψης μιας κοινωνίας βαριά άρρωστης. Ο κόσμος των χρεανθρώπων δέχεται, μάλιστα, και την επιπλέον ηθική επιβάρυνση ότι η ύπαρξή τους οφείλεται μόνο στη γενναιοδωρία των εταίρων. Από εδώ προκύπτει κάτι εντελώς παράδοξο. Αν οι εταίροι υποβάλλονται σε τόσες θυσίες για τη μείωση του χρέους, τότε γιατί οι Έλληνες χρεάνθρωποι πρέπει ταυτόχρονα να υποβληθούν στη διαδικασία μακρόχρονης κοινωνικής καταστροφής για τον ίδιο σκοπό; Τι είναι αυτό το μέγεθος -το χρέος- που, ενώ μειώνεται με αμοιβαίες θυσίες και από τους πιστωτές και από τους οφειλέτες, ταυτόχρονα αυξάνεται εκτός ελέγχου; Ακόμη και το νερό των Δαναϊδων που ξέφευγε από τον πίθο του Άδη κάπου κατέληγε, ίσως σε κάποιον από τους πέντε ποταμούς του, ίσως επέστρεφε σε μία από τις πηγές του, στη Λήθη ή στη Μνημοσύνη. Το χρέος που αποπληρώνεται και θα αποπληρώνεται μέχρι το 2040 μ.Χ. πού καταλήγει;
Κάτι επίσης παράδοξο και σχιζοειδές, που διαλύει κάθε ίχνος ευφορίας και επιτείνει το αίσθημα της ματαιότητας κάθε «θυσίας» των χρεανθρώπων, είναι το θέατρο γύρω από το μνημόνιο. Το κοινό μυστικό μεταξύ «αλληλέγγυων» εταίρων και κυβέρνησης είναι ότι το μνημόνιο δεν βγαίνει. Επίσημα -από το ΔΝΤ- έχει διακηρυχθεί ότι διογκώνει αντί να μειώνει το χρέος. Είναι απλή αριθμητική. Όσο εφαρμόζονται μέτρα που συρρικνώνουν το ΑΕΠ, τόσο διογκώνεται το χρέος ως ποσοστό. Γι’ αυτό και οι εταίροι προστρέχουν «αλληλέγγυοι», με τρίτο «κούρεμα». Αλλά η «αλληλεγγύη» αυτή παρέχεται με δόσεις που κρίνονται βάσει της εφαρμογής  του μνημονίου το οποίο δεν βγαίνει και διογκώνει το χρέος. Γι’ αυτό και, όταν οι Γερμανοί ηγεμόνες απαλλαγούν από τα εκλογικά τους άγχη, θα συζητάμε για το «τέταρτο» κούρεμα.
Ο κίνδυνος που διατρέχει το σχιζοειδές αυτό μη σχέδιο, όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου για το επόμενο «κούρεμα», είναι να μην υπάρχουν πια αποδέκτες της «γενναιοδωρίας» των εταίρων. Ο κόσμος των Ελλήνων χρεανθρώπων μπορεί να έχει διαλυθεί στην κόλασή του. Κι ο άλλος κόσμος, της πάντα αισιόδοξης ελίτ, που βλέπει πάντα ευκαιρίες στην κρίση, να έχει πνιγεί με την τελευταία γουλιά από το μισογεμάτο ποτήρι της…

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Επειδή το δημόσιο χρέος στηρίζεται στα κρατικά έσοδα, που οφείλουν να καλύπτουν τις χρονιάτικες τοκοχρεολυτικές κ.λπ. πληρωμές, το σύγχρονο φορολογικό σύστημα έγινε αναγκαίο συμπλήρωμα του συστήματος των εθνικών δανείων. Τα δάνεια δίνουν τη δυνατότητα στην κυβέρνηση ν’ αντεπεξέρχεται σε έκτακτα έξοδα χωρίς να γίνεται αυτό αμέσως αισθητό στον φορολογούμενο, μετά όμως απαιτούν αυξημένους φόρους. Από την άλλη μεριά, η αύξηση των φόρων, που προκλήθηκε με τη συσσώρευση απανωτών δανείων, αναγκάζει την κυβέρνηση σε κάθε περίπτωση καινούργιων έκτακτων εξόδων να καταφεύγει διαρκώς σε καινούργια δάνεια. Έτσι, το σύγχρονο φορολογικό σύστημα, που άξονάς του είναι οι φόροι στα πιο αναγκαία μέσα συντήρησης (επομένως και το ακρίβαιμα τους), κρύβει μέσα του το σπέρμα της αυτόματης προοδευτικής αύξησης. Η υπερφορολόγηση δεν είναι επεισόδιο, αλλά μάλλον αρχή. Γι’ αυτό στην Ολλανδία, όπου πρωτοεγκαινιάστηκε το σύστημα αυτό, ο μεγάλος πατριώτης Ντε Βιττ τό εξύμνησε στα «Αξιώματά» του και το χαρακτήρισε σαν το καλύτερο σύστημα για να γίνει ο εργάτης υπάκουος, λιτοδίαιτος, φιλόπονος και… για να παραφορτωθεί με δουλειά. Ωστόσο, η καταστρεπτική επίδραση που ασκεί στην κατάσταση των μισθωτών εργατών μας ενδιαφέρει εδώ λιγότερο από τη βίαιη απαλλοτρίωση του αγρότη, του χειροτέχνη, με δυο λόγια όλων των συστατικών μερών της μικρής αστικής τάξης, που προκαλεί. Πάνω στο ζήτημα αυτό δεν υπάρχουν δυο γνώμες, ούτε ακόμα και στους αστούς οικονομολόγους. Η απαλλοτριωτική αποτελεσματικότητα του φορολογικού συστήματος εντείνεται επιπλέον με το προστατευτικό σύστημα, που αποτελεί ένα από τα συστατικά του μέρη.
 
Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο»

Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2012

Καλό χειμώνα, ευτυχισμένο το 1941

Πλέον είναι όλα ξεκάθαρα ακόμα και στον πιο αδαή. Μονάχα όσοι είναι τελείως ηλίθιοι δηλαδή όσοι νοιάζονται ακόμη για το ατομικό τους συμφέρον και μόνο, δεν βλέπουν πως η Ελλάδα τέλειωσε. Ο Σαμαράς ήταν το τελευταίο χαρτί, ο άσσος στο μανίκι των κατακτητών, που εισέβαλαν στη χώρα κάνοντας έναν τριετή και προοδευτικά εντεινόμενο πόλεμο με σχετικά λίγους νεκρούς, που όμως θα φτάσουν σε αρκετά εκατομμύρια κατά την διάρκεια της πολύχρονης κατοχής τους, η οποία έχει ήδη αρχίσει...
. Βρισκόμαστε ήδη προ των πυλών ενός χειμώνα όπως εκείνον του 1941, μόνο που ο σύγχρονος θα διαρκέσει περί τον μισό αιώνα, όπως όλα δείχνουν.
Από δω και πέρα το καθεστώς είναι ορισμένο σαφώς. Η φτωχοποίηση των Ελλήνων πολιτών οδηγεί στην ελαχιστοποίηση της φοροδοτικής τους ικανότητας και η φοροδοτική ανικανότητα με την σειρά της οδηγεί συνεχώς σε περαιτέρω φτωχοποίηση, μέσω της περικοπής μισθών και δημοσίων δαπανών αλλά και την ταυτόχρονη αύξηση της φορολογίας. Αυτός ο φαύλος κύκλος, συνεπικουρούμενος από την πλήρη ανυπαρξία του κοινωνικού κράτους, θα οδηγήσει σε πολύ σύντομο χρόνο σε πλήρη αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Ελλάδας, με κατασχέσεις περιουσιών, με εκποιήσεις δημοσίων και ιδιωτικών γαιών και κτισμάτων, με αναγκαστικές απαλλοτριώσεις και ξεπούλημα σε ξένους επενδυτές, με πλήρη παράδοση των φυσικών πόρων και της δημόσιας περιουσίας της χώρας στους δανειστές. Όλα αυτά θα έχουν ως αποτελέσματα αυτοκτονίες, φονικά, διώξεις, ηρωικές εξόδους από τη ζωή κατά τις οποίες οι αυτόχειρες ή οι αντιστεκόμενοι αγωνιστές θα παίρνουν μαζί τους και εκπροσώπους του καθεστώτος ή όργανά του, και βεβαίως σε θανάτους από ασθένειες ή ατυχήματα αφού δεν υπάρχει σύστημα υγείας. Ενδεχόμενη είναι και η έναρξη γενικευμένου εμφυλίου λόγω του ότι οι ναζί δεν ελέγχονται πλέον ούτε από αυτούς που τους εξέθρεψαν και τους επέβαλαν στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνική ζωή της χώρας.
Αυτή είναι η νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται. Αυτή είναι η νέα Ελλάδας, ενώ ο Σαμαράς παριστάνοντας Πρωθυπουργό απευθύνει διάγγελμα και μιλάει για νέες μέρες που ξημερώνουν και άλλα παρόμοια τσιτάτα πολιτικού υπνωτισμού των νωχελικών πρώην παχύδερμων και νυν αγχωμένων πελατών του, οι οποίοι βεβαίως θα πεθάνουν πένητες και αβοήθητοι εντός των επόμενων ετών, παίρνοντας στον λαιμό τους και όλους τους υπόλοιπους.
http://ostria-gr.blogspot.gr

Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2012

Η απόδειξη της ύπαρξης του Θεού

Ναι! Ο Θεός υπάρχει!
Θα το φωνάξω να το ακούσουν όλοι οι άθεοι -μετριοπαθείς και στρατευμένοι.
Θα το φωνάξω να το ακούσουν οι αγνωστικιστές, που τάχα δεν ξέρουν αν υπάρχει ή όχι, και στην πρώτη δυσκολία αρχίζουν τις γονυκλισίες.
Θα το φωνάξω να το ακούσουν οι δήθεν χριστιανοί, που νομίζουν ότι τα Χριστούγεννα γεννήθηκε η γαλοπούλα και το Πάσχα σταυρώθηκε το αρνί.
Θα το φωνάξω να το ακούσουν οι άπιστοι και οι αλλόθρησκοι, οι σχισματικοί, οι αιρετικοί και οι άγριοι στον Αμαζόνιο.
Θα το φωνάξω να το ακούσουν και τα βουνά.
Ο Θεός υπάρχει και το απέδειξε περίτρανα:
Κοντεύει Δεκέμβρης και ακόμα δεν έχουμε ανάψει θέρμανση!
Ίσως να φορέσαμε μια ζακέτα μες στο σπίτι και ίσως να φτερνιστήκαμε κάποια πρωινά, αλλά θέρμανση δεν ανάψαμε.
Ούτε ένα λίτρο πετρέλαιο ούτε ένα κυβικό αέριο ούτε ένα κούτσουρο ή μια κιλοβατώρα ηλεκτρισμού.
Ο Θεός μας λυπήθηκε και μας προστάτεψε. Μόνο εμάς. Στους καθολικούς έστειλε ανεμοστρόβιλους και χιονάδες. Στη Βαβυλώνα της Αμερικής τυφώνες. Αλλά εμείς ζούμε σε ένα αιώνιο φθινόπωρο, ενώ κοντεύουν Χριστούγεννα. Αυτό δεν είναι απόδειξη της ύπαρξης του;
Ξέρω ότι πολλοί από εσάς θα δυσπιστήσετε στα λόγια μου και στα έργα Του, ίσως κάποιοι και να με χλευάσετε.
Γιατί είστε ολιγόπιστοι, σαν το Θωμά, και δε σας αρκεί που δεν ξοδέψατε ούτε ένα ευρώ για να ζεσταθείτε, θέλετε κάτι παραπάνω για να πειστείτε, θέλετε ένα μεγαλύτερο θαύμα.
Θα θέλατε να είχατε κερδίσει το τζόκερ ή κάτι ακόμα μεγαλύτερο.
Θα θέλατε να έβγαινε ο Σαμαράς στο γυαλί και να παραδεχόταν ότι είναι άθυρμα στα χέρια του οικονομικού συστήματος. Και να διέλυε τη Βουλή, να προκήρυττε εκλογές, αφού πρώτα θα κήρυττε το τέλος του κόμματος του.
Θα θέλατε να  ήταν αληθινά τα 500 δις των ομογενών.
Θα θέλατε να διαγραφόταν το χρέος της χώρας μας και ξαφνικά να άρχιζαν να ανεβαίνουν οι μισθοί, να έβρισκαν όλοι δουλειά –εργασία δημιουργική και καλοπληρωμένη- και να μειωνόταν η φορολογία.
Θα θέλατε να λειτουργούν κανονικά τα νοσοκομεία και τα πανεπιστήμια.
Θα θέλατε να ζούσατε σε καθαρές και όμορφες πόλεις ή σε ακόμα πιο όμορφα χωριά και να πηγαίνατε διακοπές για έναν ολόκληρο μήνα.
Θα θέλατε να μη χρωστούσατε λογαριασμούς, αλλά να σας περίσσευαν λεφτά για να κάνετε εκείνο το ταξίδι που πάντα ονειρευόσασταν.
Θα θέλατε να γίνετε άξαφνα –χωρίς καμιά προσπάθεια- δέκα κιλά πιο αδύνατοι. Και να μην ξαναπαχύνετε ποτέ.
Θα θέλατε το στήθος σας να είναι πιο στητό και το πέος σας πιο μεγάλο.
Μόνο τότε θα πιστεύατε στο Θεό.
Αλλά μπορεί ο Θεός να φτιάξει μια πέτρα τόσο βαριά που να μην μπορεί να τη σηκώσει;
Μπορεί. Έφτιαξε τον άνθρωπο.
Και έκανε το λάθος να του δώσει ελεύθερη βούληση. Γιατί ακόμα και οι Θεοί κάνουν λάθη, ειδικά μετά από την κοπιαστική εργασία μιας βδομάδας –συνεχές ωράριο χωρίς διάλειμμα για τσιγάρο, προκειμένου να φτιάξει ολόκληρο σύμπαν.
Γι’ αυτό και νόμισε ότι ο άνθρωπος θα επιλέξει το σωστό: Του παραχώρησε έναν ολόκληρο -και απέραντο- κήπο και του είπε ότι απ’ όλα μπορεί να φάει εκτός από τους καρπούς ενός δέντρου. Εκτός από τους καρπούς ενός γαμημένου δέντρου!
Εμπιστεύτηκε την «ορθή κρίση» του ανθρώπου, έτσι όπως ήταν ζαλισμένος από τη δημιουργία των αστεριών, των πλανητών, των βουνών και των δεινόσαυρων (γιατί στον Παράδεισο υπήρχαν και δεινόσαυροι).
Η εντολή ήταν απλή: «Μη φας αυτού του δέντρου τους καρπούς». Πόσο πιο απλή θα μπορούσε να ήταν;
Και ο άνθρωπος έκανε αυτό ακριβώς που δεν έπρεπε: Πήγε ευθεία στο δέντρο, έκοψε ένα μήλο και...
Και τώρα έχει το Σαμαρά για πρωθυπουργό.
Θα μπορούσε να είναι και χειρότερα, να έχει το Μιχαλολιάκο ή τον Τζήμερο ή –θού, Κύριε φυλακή τω στόματι μου- τον Πρετεντέρη.
Αλλά ο Θεός έδωσε στον όρθιο πίθηκο ελεύθερη βούληση, να φάει ή να μη φάει το μήλο, να ψηφίσει ή να μην ψηφίσει Τομήλο.
Κι εκείνος έκανε ό,τι χειρότερο μπορούσε.
Όχι! Το χειρότερο είναι ότι δεν μετανιώνει. Αν ξαναβρισκόταν στον Παράδεισο θα πήγαινε ντουγρού για το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού. Αν ξαναγινόντουσαν εκλογές θα ψήφιζε πάλι για εκπρόσωπο του κάποιον τόσο φαύλο που θα έκανε τον Εωσφόρο να διαρρηγνύει τα πτυχία του.
Γιατί η ελεύθερη βούληση είναι όπως το πέος: Ο τρόπος που το χειρίζεσαι έχει σημασία.
Γιατί οι εκλογές είναι όπως το πέος: Όσες φορές και να γίνουν, όσο μεγάλο και να το έχεις, αν συνεχίσεις να μαλακίζεσαι δεν πρόκειται να δεις άσπρη μέρα.
Ας προσευχηθούμε, λοιπόν, καθώς είμαστε ανίκανοι να κάνουμε οτιδήποτε άλλο, να συνεχίσει η καλοκαιρία και  να βγουν τα τζιτζίκια το Φλεβάρη.
Άσπρη μέρα δε θα δούμε, αλλά –τουλάχιστον- δε θα χρειαστεί να αγοράσουμε και πετρέλαιο.
Αινείτε τον Κύριο που μας έδωσε ελεύθερη βούληση για να ψηφίζουμε τους μονόφθαλμους.
Αινείτε τον Κύριο που μας έριξε σε έναν τόσο όμορφο τόπο.
Αινείτε τον Κύριο που κάποια μέρα θα μας βαρεθεί, όπως έγινε με τους δεινόσαυρους, και θα στείλει έναν μετεωρίτη ή έναν πρωθυπουργό να μας εξαφανίσει.
Άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου, αδιευκρίνιστη η πρόθεση ψήφου του δούλου Του και ανυπέρβλητη η βλακεία που καταδυναστεύει το λαό Του.
Τετέλεσθαι.

Ο Μύθος του Πελατειακού Κράτους

Σουλτάνης Γρ.

Ο μύθος του πελατειακού κράτους, έχει γίνει η βασική ιδέα της καθεστωτικής ιδεολογίας, με την οποία η κυρίαρχη τάξη ενορχηστρώνει την αναγκαία συναίνεση, για την καρατόμηση του κοινωνικού κράτους και την κινεζοποίηση των εργαζόμενων. Το επιχείρημα εδράζεται στο υποτιθέμενο γεγονός ότι το πελατειακό κράτος είναι κατασκεύασμα συλλήβδην της μεταπολίτευσης, δηλαδή όλων των τάξεων, και αποτελεί απόδειξη του ότι «ξοδεύαμε περισσότερα από όσα παράγαμε». Η θυμική ισχύς αυτού του επιχειρήματος-που διεγείρει την ευθιξία του κάθε νοικοκυραίου-, είναι ιδιαίτερα φανερή στις αυτοχειρίες αλλά και στην συλλογική οσφυοκαμψία. Η ίδια ρητορική και μηχανισμός ελέγχου, χρησιμοποιήθηκε σε όλες τις χώρες των PIGS, προκειμένου να μην υπάρξουν μαζικές αντιδράσεις στην κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους και των εργασιακών δικαιωμάτων. Η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι δεν υπήρξε πελατειακό κράτος, αλλά ένα κράτος φέουδο μιας τάξης, σε βάρος των χαμηλών τάξεων. 
Το αξιοπερίεργο είναι ότι ακόμη και μια μερίδα της αριστεράς-εκτός βέβαια της νεοφιλελεύθερης, τύπου ΔΗΜΑΡ-, έχει αποδεχτεί και ενσωματώσει στο λεξιλόγιό της τον εν λόγω μύθο.



Το «πελατειακό» κράτος

Η ιδέα του πελατειακού κράτους ξεκίνησε στα πλαίσια της κριτικής στο σύστημα της μεταπολίτευσης-τουλάχιστον δύο δεκαετίες πριν-, από μαρξιστές διανοουμένους, με βάση την άποψη ότι η εξουσιαστική ελίτ, για την νομιμοποίηση των επιλογών της, ανέπτυξε ένα σύστημα πατρωνίας με τα μέλη των χαμηλών τάξεων και με αυτό τον τρόπο επιτύγχανε ταυτόχρονα τον έλεγχό τους. Στη πορεία, μια μερίδα κοινωνιολόγων, απέδωσε στην έννοια ένα διαφορετικό περιεχόμενο: το πελατειακό κράτος ήταν το πεδίο συναίνεσης της ελίτ με τις κατώτερες τάξεις, για την από κοινού εκμετάλλευση του κράτους, στα πλαίσια ενός κορπορατικού μοντέλου. Τελικά, η επικράτηση της δεύτερης άποψης, κατέστησε την έννοια αρκετά δημοφιλή, ώστε να γίνει τρέχουσα αναλυτική εννοιολογική κατηγορία και να χρησιμοποιηθεί ως κύριο εργαλείο της νεοφιλελεύθερης απορρύθμισης.

Η νεοφιλελεύθερη ρητορική περί πελατειακού κράτους είναι ευδιάκριτη στη φράση που χρησιμοποίησε το ΠΑΣΟΚ και πριν από αυτό η ιρλανδική και πορτογαλική Δεξιά: «μαζί τα φάγαμε». Δηλαδή, είμαστε όλοι ένα έθνος, μία οικογένεια και όλοι μαζί δημιουργήσαμε τα ελλείμματα και το χρέος, το υπερτροφικό κράτος, και γι αυτό επιβάλλεται η εθνική βιοπολιτική αναμόρφωση. 

Η ιδέα του πελατειακού κράτους είναι παρμένη από το σύστημα της ρωμαϊκής πατρωνίας-πελατείας και γι αυτό αποτελεί μία αφαίρεση, ανίκανη να περιγράψει την ελληνική περίπτωση. Κατ’ αρχάς δημιουργείται σύγχυση μεταξύ κρατικού θεσμού και διοίκησης, αγνοούνται τα ιστορικά δεδομένα, το ευρύτερο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, τα εμπειρικά δεδομένα της κομματοκρατίας και οι ιδιαιτερότητες του ντόπιου καπιταλισμού. Τέλος, με ένα αταξικό άλμα, μεταθέτει το πρόβλημα από το πεδίο της πολιτικής στο πεδίο της ηθικής.


Πελατειακό ή κομματικό κράτος;


Δεδομένου ότι ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων του ελληνικού κράτους, σύμφωνα με τις αντικειμενικές μετρήσεις, βρίσκεται κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ (H. Handler “The size and performance of public sector activities in Europe”, Austrian Institute of Economic Research Working Papers No 246, February 2005), χωρίς να ληφθούν υπόψη τα ποιοτικά στοιχεία (νησιωτικές και ορεινές ζώνες που απαιτούν πρόσθετο προσωπικό και επιπλέον, χαμηλές αμοιβές), είναι φανερό ότι αν υπήρξε «πελατειακό» κράτος, αυτό δεν αφορά το μέγεθος του κράτους. Επίσης, η αποτελεσματικότητα ενός κρατικού μηχανισμού, αφορά την εκάστοτε κυβέρνηση και όχι το υπαλληλικό προσωπικό. Η ανορθολογικότητα μιας κυβέρνησης που έχει την ευθύνη της διακυβέρνησης μιας χώρας, δεν συγκαλύπτεται με αφορισμούς εναντίον υπαλλήλων ή συνδικαλιστών.

Ή σύγχυση κράτους και δημόσιας διοίκησης, είναι αυτή που έχει εκθρέψει τις θεωρίες περί πελατειακού κράτους. Το κράτος είναι μία θεσμική μηχανή, ενώ η εκάστοτε διοίκηση φέρει την ευθύνη της λειτουργίας της. Άρα δεν είναι δυνατό να υπάρχει πελατειακό κράτος, παρά μόνο διοικήσεις που χρησιμοποιούν πελατειακές πρακτικές. Δεδομένου όμως του μεγέθους του κράτους, οι όποιες πελατειακές πρακτικές, φαίνεται ότι δεν ζημίωσαν την ίδια τη λειτουργία του κράτους, αλλά την έννοια της ισότητας των πολιτών ως προς την αναζήτηση εργασίας στο δημόσιο. Επιπλέον, είναι δύσκολο να αξιολογηθούν πρόσθετα στοιχεία όπως η αναξιοκρατία, γιατί ακόμη και μια πρόσληψη στο δημόσιο με πελατειακές πρακτικές, δεν αποδεικνύει την αναξιότητα του κατόχου αυτής της θέσης, εφόσον –μια τέτοια αξιολόγηση- θα απαιτούσε να διερευνηθούν ένα πλήθος από παράγοντες.

Στην πραγματικότητα, αυτό που εκμεταλλεύτηκαν οι κυβερνήσεις για να ασκήσουν πελατειακές πρακτικές ήταν η απουσία οικονομικής ανάπτυξης και η έλλειψη θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, με αποτέλεσμα να υπάρχει ζήτηση στον δημόσιο. Αυτό θα πρέπει να συνδυαστεί με το γεγονός ότι το κράτος λειτουργούσε υποτυπωδώς έως τη μεταπολίτευση και περιοριζόταν αποκλειστικά στη αυταρχική δομή του. Το κοινωνικό κράτος και οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας αναπτύχθηκαν από τη μεταπολίτευση και μετά, στα πλαίσια ενός μίνι εκσυγχρονισμού. που στόχευε στην προσέγγιση του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Άρα, το κράτος-σύμφωνα και με τις κεϋνσιανές ρυθμίσεις-, όφειλε να λειτουργήσει ως μοχλός ανάπτυξης και δημιουργός θέσεων εργασίας, όπως σε όλη την Ευρώπη. Αντικειμενικά, το κράτος ήταν αυτό που όφειλε να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, μιας και ο ελληνικός καπιταλισμός, σε πλήρη διαπλοκή με τις διοικήσεις, προσανατολιζόταν προς τα κέρδη, ανεξάρτητα από ανάπτυξη και επενδύσεις. Κλασσικό παράδειγμα αποτελεί το εφοπλιστικό κεφάλαιο, το οποίο συνεισέφερε μηδενικά στα δημόσια έσοδα και το βιομηχανικό, που δέχονταν συνεχώς χαριστικές χρηματοδοτήσεις.

Η κοινωνική κινητικότητα και η ανάγκη για εργασία, σε συνδυασμό με την είσοδο στην ΕΟΚ, τον παρασιτικό καπιταλισμό και την ανάγκη εξανθρωπισμού του αυταρχικού κράτους, όσο και ανάπτυξης στοιχειωδών δομών κοινωνικού κράτους, υπήρξε η αφορμή ώστε η κομματοκρατία να εγκαθίδρυση πελατειακές δομές. Εφόσον τα κόμματα κατέλαβαν το κράτος, ήταν φυσικό να εκμεταλλευτούν τις κοινωνικές ανάγκες. Τα πελατειακά δίκτυα των κομμάτων αντικατέστησαν το κράτος και αυτό που θα όφειλε να κάνει ένα σοβαρό κράτος. Με την πώληση θέσεων εργασίας που δικαιωματικά έπρεπε να αποδοθούν στους πολίτες, δημιουργήθηκε ένα δίκτυο ιδεολογικής ενσωμάτωσης και νομιμοποίησης της εξουσίας. 

Το πελατειακό κράτος δεν είναι παρά το κομματικό κράτος. Είναι η εκμετάλλευση των κοινωνικών αναγκών από τους κομματικούς μηχανισμούς, έτσι ώστε, η υποχρέωση του κράτους προς τους πολίτες, να εμφανίζεται ως κομματικό ρουσφέτι.

Κομματικά δίκτυα και ταξικές σχέσεις


Τα κόμματα, με τη μεταπολίτευση, υποκαθιστώντας το αυταρχικό κράτος, ένα κράτος που ήταν όργανο της άρχουσας τάξης, δημιούργησαν μια ψευδαίσθηση εκδημοκρατισμού των μηχανισμών του. Ο «εκδημοκρατισμός» σχετίζεται με το γεγονός ότι η κοινωνική ένταξη και η πρόσβαση στο κράτος αντί να συντελείται από την κεντρική εξουσία σχεδόν κληρονομικά, γινόταν πια από τους κομματικούς μηχανισμούς. Επί της ουσίας, δεν συντελέστηκε αλλαγή του συστήματος νομής εξουσίας, παρά μόνο αναφορικά με την διεύρυνσή του προς τη μεσαία τάξη. Ταυτόχρονα, η ομηρία της κοινωνίας, των χαμηλών τάξεων, μετατοπίσθηκε από την αυταρχική κεντρική εξουσία στα κόμματα, τα οποία με τα πελατειακά δίκτυα εξασφάλισαν τον κοινωνικό έλεγχο και το απυρόβλητο της πραγματικής εξουσίας, δηλαδή του ελληνικού καπιταλισμού. Εξάλλου, το κράτος άρχισε να μεταβάλλεται σε συλλογικό καπιταλιστή,-με τη μεσολάβηση των κομμάτων-λόγο του παρασιτικού χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού.

Αν ληφθεί υπόψη η ανισσόροπη ανάπτυξη των περιφερειών της χώρας, εκτός από την γενική οικονομική στασιμότητα, η προσφορά θέσεων εργασίας από το δημόσιο, εκτός από μοχλός ανάπτυξης και τόνωσης της εσωτερικής ζήτησης, υπήρξε και μια μέθοδος αναδιανομής του πλούτου. Η φιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία, όσο και η κεντρώα, αυτής της περιόδου, αντανακλούν στο πολιτικό πεδίο την ανάγκη ιδεολογικής ενσωμάτωσης ευρύτερων στρωμάτων και νομιμοποίησης της εξουσίας που ήταν αναγκαία για τη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού. Όμως παρά το γεγονός αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι το νέο σύστημα νομής της εξουσίας δεν περιλαμβάνει τα χαμηλά στρώματα. Η πρόσληψη των κομματικών μηχανισμών από μέρους τους, είναι ανάλογη με αυτή ενός οργανωμένου μηχανισμού εύρεσης εργασίας. Η νομή της εξουσίας συντελείται από τα ανώτερα και μεσαία στρώματα, όπως ακριβώς παρουσιάζουν και τα ποσοτικά στοιχεία. 
Αντίθετα από την ρητορική του συρμού, περί υπερμεγέθους κοινωνικού κράτους, κατά τη περίοδο της μεταπολίτευσης, ο καθαρός κοινωνικός μισθός που προκύπτει από την διαφορά κρατικών παροχών και φορολόγησης των χαμηλών τάξεων είναι αρνητικός, σε ποσοστό τουλάχιστον 5.3% του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι χρηματοδοτούσαν το κράτος, για να εισπράττουν κάκιστες κοινωνικές υπηρεσίες. Επιβεβαιώνεται και από τα ευρωπαϊκά στοιχεία, που δείχνουν ότι οι δημόσιες δαπάνες στην Ελλάδα, υπολείπονταν του μέσου ευρωπαϊκού όρου κατά 1.4% του ΑΕΠ, ενώ στα πεδία του κοινωνικού κράτους, από 1.7 έως 2.7%. Το κραυγαλέο στοιχείο που αναδεικνύει τα ταξικά χαρακτηριστικά της φορολογικής πολιτικής της μεταπολίτευσης, αλλά και ενός από τα σημαντικότερα αίτια της δημοσιονομικής κρίσης, είναι η υστέρηση των φόρων και των εισφορών που αφορούν την κοινωνική ασφάλιση. Εδώ η Ελλάδα υστερεί κατά 7,2% του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Αυτό σημαίνει ότι το σύστημα της μεταπολίτευσης φορολογούσε ελάχιστα έως και καθόλου το πλούτο και τα εισοδήματα των μη μισθωτών, του μεγάλου και μεσαίου κεφαλαίου, με αποτέλεσμα η υστέρηση εσόδων σε συνδυασμό με την ανισόμετρη ανάπτυξη στα πλαίσια της ΕΟΚ και αργότερα της ευρωζώνης, να οδηγήσει στο υπέρογκο χρέος. Για την τελευταία δεκαπενταετία, η απόκλιση των εσόδων κυμαινόταν ανάμεσα στο 2.6-8.5%. 

Το σύστημα της μεταπολίτευσης έχει καθαρά ταξικά χαρακτηριστικά αφού εκείνες οι τάξεις και τα κοινωνικά στρώματα που στήριξαν το σύστημα εξουσίας συσσώρευαν αφορολόγητα κέρδη και πλούτο, εγκαταλείποντας τις δημόσιες δαπάνες για τους μισθωτούς εργαζόμενους. Άρα οφείλουμε να μιλάμε όχι για πελατειακό, αλλά για ταξικό κράτος, που μετέτρεπε τις υποχρεώσεις του- μέσω των κομματικών μηχανισμών-, σε ρουσφέτια προς την εργατική τάξη. 

Η κυρίαρχη τάξη και τα μεσαία κοινωνικά στρώματα που την συνεπικουρούσαν μπορούσαν άνετα να νέμονται την εξουσία και τον κρατικό μηχανισμό, ενώ τα χαμηλά στρώματα χρηματοδοτούσαν το κοινωνικό κράτος, που οι κομματικοί μηχανισμοί το πουλούσαν μεταπρατικά στους ίδιους τους χρηματοδότες του. 
Δεν είναι παράδοξο λοιπόν που οι μαριονέτες του ολέθριου μεταπολιτευτικού συστήματος επικαλούνται το γενικό συμφέρον του έθνους, προκειμένου να κατεδαφίσουν τους προνοιακούς και αναδιανεμητικούς μηχανισμούς, με την επίκληση του πελατειακού κράτους. Με αυτό τον τρόπο θα επιδιώξουν την ολοκλήρωση του ατελούς εγχειρήματος της μεταπολίτευσης: την αρπαγή του συλλογικού πλούτου και την απόλυτη υποταγή των κυριαρχούμενων τάξεων.