ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Παγκοσμιοποίηση, αντι-Παγκοσμιοποίηση και νέα προτάγματα

Ian Delta, Julien Febvre
Τί είναι η παγκοσμιοποίηση
Εδώ και περίπου δυο δεκαετίες ο όρος «παγκοσμιοποίηση» μονοπωλεί σε κάθε είδους πολιτική και οικονομική ανάλυση. Με τον όρο «Παγκοσμιοποίηση» επιχειρείται να διαφοροποιηθεί η οργάνωση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής που τους τελευταίους αιώνες ήταν συνδεδεμένη με μικρότερης κλίμακας κοινωνικούς σχηματισμούς, όπως το έθνος-κράτος, από την αντίστοιχη τάση οργάνωσης κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην «παγκοσμιοποιημένη» ανθρωπότητα υποτίθεται ότι όλες οι βασικές παράμετροι της ανθρώπινης δραστηριότητας αυτονομούνται και εκφεύγουν των συνόρων των κρατών, τείνοντας να απελευθερωθούν πλήρως από τον εθνικό έλεγχο και προστατευτισμό. Με βάση το ιδεολόγημα της «παγκοσμιοποίησης», η κίνηση κάθε μορφής κεφαλαίου, είτε αυτό θεωρείται παραγωγικό (π.χ. πρωτογενής τομέας – αγροτική παραγωγή, δευτερογενής τομέας – βιομηχανία) είτε παρασιτικό (π.χ. τριτογενής τομέας – εμπόριο/υπηρεσίες/τραπεζικό κεφάλαιο), υποτίθεται ότι κινείται ελεύθερα χωρίς να περιορίζεται από τις πολιτικές επιλογές των κυβερνήσεων των κρατών. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με το ίδιο ιδεολόγημα, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, απελευθερώνεται (και συνεπώς κινείται εκτός συνόρων) η εργασία, η τεχνολογία, η κουλτούρα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια νέου τύπου παγκόσμια ηγεμονία αφού, κατά λογική ακολουθία, η απελευθέρωση των προαναφερόμενων δραστηριοτήτων από τα στενά πλαίσια του έθνους-κράτους, δημιουργεί μια παγκόσμια κοινωνική δομή και ένα νέο παγκόσμιο πολιτικό σύστημα.
Πολλοί λοιπόν μιλούν σήμερα για οικονομική παγκοσμιοποίηση που διακρίνεται σε βιομηχανική και χρηματοπιστωτική, και, κατ’ επέκταση για πολιτική, πολιτισμική παγκοσμιοποίηση, για παγκοσμιοποίηση της πληροφόρησης κ.ο.κ., εννοώντας την ασύδοτη διακρατική κίνηση του κεφαλαίου μέσω πολυεθνικών εταιρειών-κολοσσών, την απεριόριστη κίνηση του εργατικού δυναμικού, την επέκταση των πολιτικών συμφερόντων σε περιοχές και χώρες που δεν γειτνιάζουν με τα πολιτικά ισχυρά κράτη που μπορούν να επιβάλλουν τις θέσεις τους κυριαρχικά, την ανάπτυξη παράλληλα νέων πολιτισμικών επαφών και την δημιουργία κατά τον τρόπο αυτό, μιας παγκόσμιας κουλτούρας, καθώς και την ανεμπόδιστη ροή της πληροφόρησης χωρίς γεωγραφικούς ή άλλους περιορισμούς.
Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στις οικονομικές επιστήμες από τον Theodore Levitt το 1944 [1], αλλά η αλήθεια είναι ότι η έννοια «παγκόσμιο σύστημα» δεν ήταν πρωτόγνωρη στην οικονομική ιστορία: από τον 16ο αιώνα είχε συνδεθεί με την αναγκαιότητα για διεθνή ολοκλήρωση, για ανάπτυξη των διεθνών ροών των παραγωγικών συντελεστών και για την εντατικοποίηση του διεθνούς καταμερισμού τόσο της εργασίας όσο και της παραγωγής. Συνεπώς η έννοια της «Παγκοσμιοποίησης», ή για να είμαστε πιο ακριβείς, ο πυρήνας της έννοιάς της που έχει να κάνει με την οικονομική παγκοσμιοποίηση, αν και γίνεται προσπάθεια να περιγραφεί από όσους την επικαλούνται ως μια νέα πολιτική πραγματικότητα, εντούτοις κάθε άλλο παρά νέα είναι ενώ η έννοιά της δεν αποσαφηνίζεται ποτέ ικανοποιητικά δεδομένου ότι:
Το κεφάλαιο ήταν ανέκαθεν παγκοσμιοποιημένο – από την εμφάνιση του καπιταλισμού τον 16ο αιώνα. Μάλιστα, ακόμα και οι πρώτοι θεωρητικοί του καπιταλιστικού οικονομικού μοντέλου, A.Smith και D.Ricardo, εκλάμβαναν στις θεωρίες τους, όπως αυτές διατυπώθηκαν 200 χρόνια αργότερα, τον 18ο αιώνα, την πλήρη κινητικότητα, παγκοσμιότητα και διεθνικότητα των παραγωγικών συντελεστών (κεφαλαίου, εργατικού δυναμικού, πρώτων υλών κλπ.) ως βασική προϋπόθεση επιτυχίας του μοντέλου αυτού. Ας μην ξεχνάμε ότι με το δουλεμπόριο και την αποικιοκρατία, ο καπιταλισμός πέτυχε την πρώτη κεφαλαιακή συσσώρευση και πως εκεί βασίστηκε η «ανάπτυξη» (η λέξη τίθεται εντός εισαγωγικών γιατί, αν και ως οικονομική έννοια είναι ξεκάθαρη, δυσκολευόμαστε να την χρησιμοποιούμε ανεπιφύλακτα αφού η καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη, ιστορικά συνδέθηκε και συνδυάστηκε με εκατοντάδες εκατομμύρια θυμάτων) που ακολούθησε κατά την βιομηχανική επανάσταση: η ληστεία φυσικών και ανθρώπινων πόρων και το τεράστιο εργατικό δυναμικό που δεν κόστιζε τίποτα ήταν οι παράγοντες που επέτρεψαν την πρώτη μεγάλη κεφαλαιακή συσσώρευση. Επίσης, πολύ πριν εφευρεθεί ο όρος «Παγκοσμιοποίηση», τα χαρακτηριστικά που του προσδίδονται ήταν παρόντα και έντονα στην ιστορία του καπιταλισμού και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα απ’ ότι σήμερα. Για παράδειγμα τα μεταναστευτικά ρεύματα του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα δεν μπορούν να συγκριθούν με την πολύ μικρότερη σημερινή μετακίνηση εργατικού δυναμικού.
Επίσης, ούτε η πολιτική αντιμετώπιση της «οικονομικής παγκοσμιοποίηση» αποτελεί ένα νέο στοιχείο. Η υποτιθέμενη διακρατική ή υπερκρατική διάσταση της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, η οποία, λίγο-πολύ περιγράφεται ως η αδυναμία των κρατών να ελέγξουν την οικονομία με βάση εθνικούς σχεδιασμούς και στρατηγικές, είναι επίσης μύθος. Όπως έχουμε αναφέρει και αλλού «η φαινομενική αυτή αντίθεση μεταξύ της τάσης για ορθολογικοποιημένο καπιταλισμό με κεντρική σχεδίαση και κρατικό παρεμβατισμό και της τάσης για απελευθέρωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, κατ’ ουσίαν δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια αντινομική πραγματικότητα. Κι αυτό γιατί, όπως στο παρελθόν, υπό το περίβλημα του κρατικού παρεμβατισμού εξασφαλίζονταν οι βασικές επιλογές ατόμων ή ομάδων του κεφαλαίου και των κυρίαρχων στρωμάτων, αντίστοιχα σήμερα, πίσω από τις Νεοφιλελεύθερες διαβεβαιώσεις περί αναγκαιότητας περιορισμού του κράτους, πραγματοποιείται ένας πολύ βαθύτερος και περισσότερο καταπιεστικός κρατικός καταναγκασμός σε σχέση με την – προ του 1980 – περίοδο.». Είναι άλλο ζήτημα αν τα κυρίαρχα στρώματα είναι (ή δεν είναι) σε θέση να επιβάλουν στο πολιτικό προσωπικό των κυβερνήσεων των κρατών συγκεκριμένες πολιτικές και πρακτικές. Στον καπιταλισμό, ο οποίος είναι το οικονομικό μοντέλο που κυριαρχεί τους τελευταίους 5 αιώνες, οι ελίτ και οι ευνοούμενοι ανέκαθεν είχαν στενές σχέσεις (σχέσεις αλληλεξάρτησης συμφερόντων) με τις πολιτικές ηγεσίες. Συμπερασματικά προκύπτει πώς ούτε το στοιχείο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως ειδοποιός διαφορά μεταξύ του «νέου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού» και των οικονομικο-πολιτικών μοντέλων των περασμένων αιώνων.
Η οικονομική Παγκοσμιοποίηση που επικαλούνται σήμερα διάφοροι οικονομικοί και πολιτικοί κύκλοι δεν είναι λοιπόν με κανέναν τρόπο κάτι καινούργιο, με την έννοια ότι δεν αποτελεί ένα πρωτογενές γεγονός, δεν εδράζεται σε αυθόρμητες μεταλλαγές της οικονομικής πραγματικότητας, δεν είναι αποτέλεσμα ενός ουσιαστικού μετασχηματισμού των παραγωγικών σχέσεων, αλλά μάλλον πρόκειται για μια εκ των άνω επιβαλλόμενη στις κοινωνίες επιλογή των κυβερνήσεων: Από τη μια πλευρά, ο καπιταλισμός ανέκαθεν είχε την τάση να παγκοσμιοποιηθεί και από την άλλη, η σημερινή θρυλούμενη «παγκοσμιοποίηση» τελεί υπό την ανομολόγητη ίσως αλλά σε κάθε περίπτωση προφανή και αυστηρή προστασία των κυβερνήσεων των κρατών (πολιτικές μείωσης δημοσιονομικών ελλειμμάτων, μονεταρισμός, διάλυση κοινωνικών κατακτήσεων κλπ.). Αν η υπό εξέταση έννοια της «Παγκοσμιοποίησης» έχει κάποιο πραγματικά καινούργιο νόημα, αυτό πρέπει να αναζητηθεί κυρίως αλλού και όχι κατ’ αρχήν στην οικονομική σφαίρα. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να προσεγγίσουμε τις έννοιες της πολιτικής και πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης μέσα από διάφορες παραμέτρους.
Παγκοσμιοποίηση, πολυπολιτισμικότητα και εθνικισμός
Συναντούμε σήμερα μια ευρεία γκάμα απόψεων, τόσο από αυτούς που συμφωνούν με την ιδέα της παγκοσμιοποίησης και με όσους αντιτάσσονται σε αυτήν. Υπάρχει το στρατόπεδο όσων ευαγγελίζονται την παγκόσμια διακυβέρνηση και την εξάπλωση των παραγωγικών δυνατοτήτων. Στους κύκλους αυτούς κυριαρχεί η Νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, η αντίληψη πως η μόνη λύση για να επιτευχθεί η παγκόσμια ομαλότητα είναι η εξάπλωση του Δυτικού φιλελεύθερου μοντέλου στις «υποανάπτυκτες χώρες του τρίτου κόσμου» – μια εξάπλωση που θα διαλύσει τα εθνοφυλετικά μίση, αλλάζοντας το εθνοθρησκευτικό φαντασιακό με αυτό του παραγωγισμού. Υπάρχουν  βέβαια και αυτοί που διαφωνούν με την παγκόσμια κυριαρχία των αγορών -  ένα στρατόπεδο που φαίνεται πως έχει ένα πιο δυσδιάκριτο χαρακτήρα.  Εντός αυτού, άλλες δυο αντιμαχόμενες πλευρές δημιουργούνται. Από την  μια οι εθνικιστικές φωνές κάνουν λόγο για αλλοίωση των εθνικών  χαρακτηριστικών, για καταστροφή των παραδόσεων και της εθνικής  κυριαρχίας των χωρών, ενώ η άλλη πλευρά εστιάζει την προσοχή της στην  εκμετάλλευση των ανίσχυρων από τους κυρίαρχους των μέσων παραγωγής, μιλά  για καταπάτηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και της τοπικής αυτονομίας  και αντιπροτείνει ρήξη  με τον καπιταλισμό. Και οι δύο πλευρές εκφράζουν μια αλήθεια. Είναι  πραγματικότητα τόσο ότι η παγκοσμιοποίηση προκαλεί πολιτισμικές αλλοιώσεις  αλλά και ότι αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο εκμετάλλευσης των ανίσχυρων  από τους ισχυρούς της Δύσης. Ωστόσο όμως, αυτό που θα πρέπει  να εξετάσουμε, είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν τα δύο αυτά  στρατόπεδα εντός του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, αλλά και να  δούμε με εξαιρετική προσοχή τα λεγόμενα πολλών εθνικιστών όχι μόνο στις  ανατολικές χώρες, αλλά και στις δυτικές, που βλέπουν με καχυποψία  οτιδήποτε κινείται εκτός των πλαισίων των τοπικών παραδόσεων και μάλιστα κηρύσσουν τον πόλεμο στην πολυπολιτισμικότητα, διατυμπανίζοντας ότι από πίσω της «κρύβονται ύπουλα σχέδια».
Η έννοια της παγκοσμιοποίησης έχει, λανθασμένα πολλές φορές, συνδεθεί με την πολυπολιτισμικότητα, και αυτό διότι συμπίπτει ιστορικά, με τη διαμόρφωση πολιτισμικά πλουραλιστικών κοινωνιών στις κοινωνίες της Δύσης. Πολλοί, λοιπόν, είναι σήμερα αυτοί που με σκοπό να εναντιωθούν στην παγκοσμιοποίηση, γίνονται και φανατικοί πολέμιοι της πολυπολιτισμικότητας την οποία συνδέουν με την με την εξάπλωση του οικονομικού, πολιτικού και οικονομικού νεοφιλελευθερισμού στον υπόλοιπο κόσμο. Αναλύοντας, όμως, περισσότερο τις δομές των Δυτικών κοινωνιών, αυτό που συνειδητοποιούμε είναι ότι η πραγματική πολυπολιτισμικότητα διαφέρει ριζικά από το μοντέλο της παγκοσμιοποιημένης κουλτούρας. Στην πραγματικότητα η παγκοσμιοποίηση είναι μονοπολιτισμικής φύσης, όχι μόνο διότι δεν επιδιώκει την ανάπτυξη πραγματικά διαπολιτισμικών σχέσεων αλλά επειδή, αντίθετα, στοχεύει στην επιβολή του Δυτικού προτύπου ζωής στις μή Δυτικές χώρες, και πάνω απ’ όλα θέτει ως πρωταρχικό της στόχο τον εξορθολογισμό του κέρδους, με δυο λόγια: το καπιταλιστικό φαντασιακό. Στο πολιτισμικό πεδίο, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο πλαστικός Δυτικός εμπορευματοποιημένος πολιτισμός, όχι το κομμάτι του που αφορά στις δημοκρατικές παραδόσεις, αλλά η οικονομίστικη fast food κουλτούρα, εισήχθη στην Ανατολή σαν εμπορεύσιμο προϊόν άρρηκτα συνδεδεμένο με την προώθηση του «Αμερικανικού  Ονείρου», εισβάλλοντας έτσι στις παραδόσεις και τον τρόπο ζωής των περισσότερων ανατολικών χωρών.
Η επέκταση αυτή του Δυτικού φαντασιακού, παρουσιάζεται ως η μοναδική ιδέα, ως ένας μονόδρομος που θα εκδημοκρατίσει τις ανατολικές χώρες (επιχείρημα που χρησιμοποιούν αρκετά συχνά οι διάφοροι νεοφιλελεύθεροι κρετίνοι). Στην Ανατολή όμως, πέρα από τις τεράστιες πολιτισμικές αλλοιώσεις που έχει επέλθει εξαιτίας της επικράτησης του Δυτικού φαντασιακού, είναι φανερό ότι αποτελεί και τον σημαντικότερο παράγοντα εκμετάλλευσης των φτηνών εργατικών χεριών (και μάλιστα με  τον χειρότερο τρόπο) των κατοίκων ορισμένων χωρών που εξαιτίας πολεμικών επιχειρήσεων που εξαπολύθηκαν από τις ίδιες τις Δυτικές  χώρες από τις οποίες τώρα εξουσιάζονται κυρίως οικονομικά, έχασαν οποιαδήποτε εύνοια και αυτοκυριαρχία μένοντας άνεργοι στα πρόθυρα της λιμοκτονίας και της καταστροφής. Πάνω σε αυτήν την πραγματικότητα όμως, της εθνοκτονικής [2] παγκοσμιοποίησης, οι εθνικιστές έχουν κατασκευάσει δεκάδες θεωρίες συνωμοσίας, κινώντας παράλληλα καμπάνια ενάντια στην πολυπολιτισμικότητα. Πρόκειται για μια καμπάνια που βρίθει από κραυγές μίσους και μισαλλόδοξες υστερίες. Οι ίδιοι πολεμούν την παγκοσμιοποίηση θέτοντας ως κεντρικές αξίες και σημασίες τα ήθη και τις παραδόσεις ενός λαού που αλλοιώνονται από την ύπαρξη διαφορετικών εθνικών ομάδων σε κοινωνίες που μόλις πριν από μερικά χρόνια δεν είχαν καμία επαφή με διαφορετικές (μή Δυτικές κυρίως) εθνικές ομάδες. (Μια τέτοια κοινωνία είναι και η Ελληνική, η οποία όχι μόνο δεν είχε γνωρίσει την πολυπολιτισμικότητα μεταπολεμικά, αλλά η θέσμιση του νεοελληνικού μορφώματος/κράτους βασίστηκε πάνω σε εθνικιστικά ιδεώδη όπως ο αλυτρωτισμός, η Μεγάλη Ιδέα και η συνεχής προώθηση εθνικιστικών φαντασιώσεων μέσω λόγιων που εξυμνούσαν την Ελληνική ανωτερότητα).
Οι τάσεις αυτές των πατριωτών/εθνικιστών, κάτω από μια πιο σφαιρική διαύγαση της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας μόνο ως παράλογες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, για τους εξής λόγους: α) Η παγκοσμιοποίηση όπως ειπώθηκε και παραπάνω είναι καθαρά μονοπολιτισμικής φύσης. (Δεν επιδιώκει διαπολιτισμικές σχέσεις αλλά, απεναντίας, επιβάλλει την Δυτική κουλτούρα σε όλους τους υπόλοιπους λαούς). β) Οι πολυπολιτισμικές κοινωνίες, αυτές που βλέπουμε στις περισσότερες Δυτικές χώρες, οφείλουν την ύπαρξή τους στους κοινωνικούς αγώνες και όχι στις πολιτικές του Νεοφιλελευθερισμού: Αν, για παράδειγμα, ανατρέξουμε στην σύγχρονη Βρετανική  ιστορία θα δούμε πως τα χρόνια από  την δεκαετία του ’50 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’80 είναι ιδιαίτερα ταραγμένα σε ότι αφορά τις σχέσεις  μεταναστών/γηγενών (όπως πάνω κάτω και σε όλο  τον Δυτικό κόσμο). Μεγάλοι  κοινωνικοί αγώνες έλαβαν χώρα, εξεγέρσεις  μειονοτήτων για ίσα δικαιώματα (με αποκορύφωμα το Civil Rights Movement  στις Η.Π.Α) – γεγονότα που βοήθησαν τις καταπιεσμένες μειονότητες να ενισχύσουν τον  ρόλο τους στην κοινωνία.
Η φύση των διαπολιτισμικών κοινωνιών
Αναμφισβήτητα, η οικονομική μετανάστευση είναι καπιταλιστικής φύσης, και ευθύνεται για την ύπαρξη μή λευκών μειονοτήτων στην Ευρωπαϊκή επικράτεια. Θα πρέπει, όμως,  να διαχωρίσουμε το αυτονόητο δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης μέσα σε  έναν κόσμο δίχως σύνορα και  εδαφικούς περιορισμούς, από την  εξαναγκαστική μετακίνηση πληθυσμών, φτηνών σκλάβων στα σύγχρονα φέουδα. Η πολυπολιτισμικότητα, όμως, όπως τη συναντούμε σήμερα οφείλει την ύπαρξή της στους αγώνες για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη και όχι σε κάποια «κρυφή ατζέντα μιας παγκόσμιας συνωμοσίας που στόχο της έχει βάλει την εθνική μας ταυτότητα» όπως θέλει η χυδαία προπαγάνδα της άκρας δεξιάς να μας κάνει να πιστέψουμε. Αντιθέτως, αυτό που επιβάλλουν οι Δυτικές ανταγωνιστικές κοινωνίες είναι η ολοκληρωτική γκετοποίηση και όχι η αρμονική συμβίωση των πολιτισμικά διαφορετικών ατόμων, έχοντας ως στόχο τους οι  μετανάστες να  μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως φτηνό εργατικό δυναμικό. Με βάση τους Barbara Harff and Robert Gurr [3] ο ανταγωνισμός είναι ένας μεγάλος παράγοντας που οδηγεί στις εθνοφυλετικές συγκρούσεις: «δεν υπάρχει συνολική και ευρέως αποδεκτή θεωρία για τα αίτια των εθνοπολιτικών συγκρούσεων. Αντίθετα, υπάρχουν προσεγγίσεις και υποθέσεις που προσπαθούν να εξηγήσουν ορισμένες πτυχές τους» (77). Και οι δύο απορρίπτουν πολλές από τις σύγχρονες θεωρίες που υποστηρίζουν ότι η «μετανάστευση των αγροτικών πληθυσμών προς τις πόλεις, και η ανάπτυξη της παιδείας θα οδηγήσει στη δημιουργία πολύπλοκων και συνεκτικών κοινωνιών» (78) με την κατάργηση των τοπικιστικών ταυτοτήτων των εθνικών ομάδων, δημιουργώντας μέσω της ανάπτυξης ένα ευρύ δίκτυο επικοινωνίας. «Όταν οι άνθρωποι από τις διάφορες ομάδες ανταγωνίζονται άμεσα για τους ίδιους πόρους και θέσεις που σπανίζουν, οι εθνοτικές ταυτότητές τους γίνονται όλο και πιο σημαντικές για αυτούς. Και αν κάποιες ομάδες είναι πιο επιτυχημένες από άλλους, αυξάνονται οι φυλετικές ανισότητες» (Harff & Gurr, 79)
Σημείωση: Εφ εξής, η πραγματική πολυπολιτισμικότητα, η οποία συνδυάζει φυλετική, πολιτισμική αρμονία, συνύπαρξη και αλληλοκατανόηση ονομάζεται διαπολιτισμική κοινωνία.  Θα πρέπει, δηλαδή, όλες οι παραδόσεις  όλων των πολιτισμικά διαφορετικών ομάδων να έρχονται σε άμεση επαφή μεταξύ τους αν θέλουμε να λέμε πως έχουμε να κάνουμε με μια διαπολιτισμικής φύσης (και όχι απλά πολυπολιτισμική) κοινωνία. Εξάλλου, ο όρος και  μόνο πολυπολιτισμικότητα αναφέρεται στην φιλελεύθερη  προσέγγιση του κοινωνικού αυτού μοντέλου, τον κοσμοπολίτικο πολυφυλετισμό. Η γκετοποίηση, παρά του ότι υπάρχουν πάρα πολλοί  (αφρικανοί, ασιάτες, λευκοί) που ζουν σε πλήρη αρμονία μεταξύ τους, δεν  έχει εξαφανιστεί. Είναι ορατή στα προάστια του Παρισιού, του Λονδίνου, της Νέας Υόρκης και των περισσότερων Δυτικών μεγαλουπόλεων, κάτι που δεν μας επιτρέπει να μιλάμε για διαπολιτισμικότητα, από τη στιγμή που δεν υπάρχει άμεση ανταλλαγή πολιτισμών και αλληλοκατανόηση του διαφορετικού. Εν ολίγοις,  δεν μπορούμε να λέμε πως η παρουσία και μόνο κάποιας μειονότητας με διαφορετικά ήθη και έθιμα καθιστά μια κοινωνία πραγματικά πολυπολιτισμική (δηλαδή διαπολιτισμική). Αν για παράδειγμα, σε  μια Γερμανική πόλη ενός εκατομμυρίου γηγενούς πληθυσμού υπάρχουν  20.000  Ιάπωνες μετανάστες που ζουν στο περιθώριο τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για διαπολιτισμική κοινωνία εφόσον δεν υπάρχουν άμεσες αλληλεπιδράσεις του Γερμανικού με τον Ιαπωνικό τρόπο ζωής. Πόσο μάλλον όταν τόσο ο Γερμανός όσο και ο Ιάπωνας μετανάστης σκέφτονται με βάση την Αμερικανική λογική του fast-food lifestyle, της εύρεσης όσο το δυνατό πιο υψηλόμισθης εργασίας γίνεται, της αγοράς αυτοκινήτου,  κατοικίας – μιας  υπερκαταναλωτικής λογικής «απόκτησης πραγμάτων» που επικρατεί πλέον παγκοσμίως! Τότε αυτό που  βλέπουμε είναι πως στην ουσία η κοινωνία έχει Αμερικανοποιηθεί λόγω του  προωθούμενου μοντέλου της παγκοσμιοποίησης. Αντιθέτως, η παγκοσμιοποίηση είναι μονοπολιτισμικής φύσης.
Οι  Δυτικές πολυπολιτισμικές (κι εν δυνάμει διαπολιτισμικές) κοινωνίες,  λοιπόν, δεν είναι παράγωγα της παγκοσμιοποίησης (δηλαδή της ανώτερης  φάσης της εξάπλωσης του καπιταλισμού). Είναι το αποτέλεσμα  διαφόρων  κοινωνικών αγώνων που έλαβαν μέρος κατά την διάρκεια των  προηγούμενων  δεκαετιών, αγώνες που έγιναν σε αντίθεση με τα συμφέροντα των τότε  κεφαλαιοκρατών, όπου οι μετανάστες απαίτησαν ίσα δικαιώματα και   ευκαιρίες με τον γηγενή πληθυσμό. Χάρη σε αυτούς τους αγώνες λοιπόν οι   Ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι σήμερα σε κάποιο βαθμό πολυπολιτισμικές. Όμως χρειάζονται περισσότερες προσπάθειες για να γίνουν πραγματικά πολυπολιτισμικές.  Άλλωστε,  όσο λιγότερη γκετοποίηση υφίσταται μεταξύ ατόμων  διαφορετικού  πολιτισμικού υπόβαθρου, τόσο περισσότερο διαπολιτισμική και  δικαιότερη  γίνεται μια κοινωνία, κάτι που φυσικά έρχεται σε σύγκρουση  με τα  συμφέροντα των κεφαλαιοκρατών (όπως θα δούμε παρακάτω) και συνεπώς της  παγκοσμιοποίησης που δεν τίποτα παραπάνω από παράγωγο του καπιταλισμού!
Στην  πραγματικότητα οι κοινωνίες που ζούμε (και κατά συνέπεια ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά των Δυτικών κοινωνιών) είναι πολύ πιο μονοπολιτισμικές από όσο δείχνουν. Οι λόγοι: Όλα τα Μέσα  Μαζικής Ενημέρωσης, σε όλο τον κόσμο κάνουν τα πάντα προκειμένου να  προωθήσουν έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής εύκολα αποδεκτό από τις μάζες, το γνωστό “American Lifestyle” όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Θα θεωρούσαμε απόλυτα φυσιολογικό να βλέπαμε μια παρέα Μογγόλων να τραγουδάει ένα διάσημο Αμερικάνικο ποπ άσμα ενώ η θέα μιας παρέας Αμερικανών εφήβων που διασκεδάζει με μογγολέζικη μουσική θα φάνταζε εξαιρετικά παράταιρη! Φανταστείτε μια μπάντα Ινδονησιακής μουσικής (διάσημοι καλλιτέχνες στον τόπο τους) να περιοδεύει στις Η.Π.Α. Στις  μεγάλες μητροπόλεις, όπως η Νέα Υόρκη για παράδειγμα, ελάχιστο ποσοστό  ανθρώπων θα ενδιαφέρονταν να παρακολουθήσει ζωντανά μια τέτοια συναυλία. Κατά πάσα πιθανότητα θα αφορούσε μόνο τους μετανάστες από την Ινδονησία  που ζουν στις Η.Π.Α και ίσως ένα μικρότατο ποσοστό λευκών Αμερικανών (εκτός αν είχε διαφημιστεί κατάλληλα ως κάτι που πρέπει να δει κανείς αν θέλει να σέβεται το κουλτουριάρικο είδωλό του). Τι  θα γινόταν όμως αν μια διάσημη ποπ Αμερικανίδα τραγουδίστρια  επισκεπτόταν την Τζακάρτα (πρωτεύουσα της Ινδονησίας); Είναι απόλυτα λογικό πως στις Η.Π.Α κυριαρχεί ο Αμερικανικός τρόπος ζωής, όμως στην  Ινδονησία το “American Lifestyle” κυριαρχεί κι εκεί επίσης, όπως και σχεδόν παντού, και μάλιστα έναντι των τοπικών παραδόσεων!
Το πρόταγμα της κοινωνίας των διαπολιτισμικών σχέσεων έρχεται σε απόλυτη ρήξη με την παγκοσμιοποίηση η  οποία προωθεί την Αμερικανοποίηση της κοινωνίας. Διαπολιτισμική  κοινωνία δεν σημαίνει μετατροπή της κοινωνίας σε μια καταναλωτική μάζα  που δίχως επιλογή ακολουθεί ένα mainstream lifestyle όπως η  συντηρητική-δεξιά προπαγάνδα προσπαθεί να παρουσιάσει. Η διαπολιτισμική  κοινωνία αφορά την αρμονική συνύπαρξη διαφορετικών πολιτισμικών  στοιχείων αλλά και τη γεφύρωση πάσης φύσεως χάσματος και την εξάλειψη του μίσους που υπάρχει μεταξύ  δύο διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, με απώτερο στόχο την από κοινού προσπάθεια για την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής μας. (Για να  επιτευχθεί κάτι τέτοιο θα πρέπει βέβαια να μειωθεί και ο παραγωγισμός, και συνεπώς ο οικονομικός ανταγωνισμός που δημιουργεί φυλετικές εντάσεις και τριβές μεταξύ ανθρώπων. Η κοινωνική ανισότητα του καπιταλισμού εκφράζεται επίσης και ως φυλετική ανισότητα.) Από την άλλη πλευρά  ο Αμερικανισμός, που όπως εκτέθηκε παραπάνω, αποτελεί προϊόν της παγκοσμιοποίησης, δεν  είναι κάτι παραπάνω από μία μορφή εξάλειψης της διαφορετικότητας μέσω της συνεχόμενης προβολής ενός μοντέλου ζωής εύκολα αποδεκτού από ένα μεγάλο σύνολο του πληθυσμού. Πολιτισμική Παγκοσμιοποίηση σημαίνει επικράτηση μιας κυρίαρχης κουλτούρας σε κάθε άνθρωπο ως παράγωγο της ανεξέλεγκτης οικονομικής ανάπτυξης. Απεναντίας, η διαπολιτισμική κοινωνία επιδιώκει την ένωση της διαφορετικότητας και όχι την εξάλειψή της. Αποσκοπεί στην  κοινωνική πρόοδο και όχι την καταρράκωση των διαφόρων πολιτισμικών  επιτευγμάτων στον βωμό της εντατικοποίησης της παραγωγής και του κέρδους. Ως ένα ιδεοτυπικό παράδειγμα ανθρώπου επηρεασμένου από την λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης θα  μπορούσε να θεωρηθεί το άτομο που έχει εθιστεί στην ιδιώτευση, στον  υπερκαταναλωτισμό, στην έλλειψη οραμάτων, στην μίμηση κάποιας ανόητης  τηλεπερσόνας… Σε αντίθεση, ο διαπολιτισμικός άνθρωπος έρχεται σε επαφή  με διαφορετικούς πολιτισμούς και άτομα διαφορετικής κουλτούρας  προσπαθώντας έτσι να αποκτήσει μια πιο σφαιρική εικόνα για τον κόσμο και  την θεώρηση των καταστάσεων. Παράλληλα ανακαλύπτει την χρυσή τομή  μεταξύ των διαφορετικών πολιτισμών, δηλαδή κοινά γνωρίσματα που θα  πρέπει να τεθούν ως κοινές αξίες για όλους τους ανθρώπους, με σκοπό να γεφυρωθεί κάθε είδους πολιτισμικό χάσμα και να επικρατήσει αρμονία και ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ κάθε ανθρώπου (πολιτισμική δημοκρατία).
Συμπερασματικά προκύπτει ότι και η πολιτισμική παγκοσμιοποίηση δεν είναι τίποτα άλλο από τον φυσιολογικό αντίκτυπο της καθολικής επικράτησης του καπιταλιστικού φαντασιακού – μια διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη από την εμφάνιση του καπιταλισμού και σε σχέση αλληλεπίδρασης μαζί του. Στην διαδικασία αυτή δεν παρατηρείται κάποια ιδιαίτερη και κομβική τομή τα τελευταία χρόνια – τέτοια ώστε να δικαιολογήσει από μόνη της την καθιέρωση του όρου ως νέου και διαφορετικού. Η εμφάνιση των Ισπανών conquistadores στην Αμερική, το στοίβαγμα εκατομμυρίων αφρικανών στα αμπάρια των δουλεμπορικών στόλων και η εναποθέτησή τους ως σκλάβων στα εδάφη των πρώτων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων είναι ιστορικές πραγματικότητες που συνομολογούν στην δημιουργία των καπιταλιστικών πολυπολιτισμικών σχέσεων εδώ και αιώνες. Η τεχνολογική πρόοδος επίσης είναι μια αέναη διαδικασία που μπορεί με τα άλματά της να εκπλήσσει τις κοινωνίες στο εκάστοτε παρόν, αλλά ιδωμένη διαχρονικά φαίνεται μια αναμενόμενη εξέλιξη. Το δέος που ένιωσε ο άνθρωπος όταν ο Graham Bell εφηύρε το τηλέφωνο, η ανακάλυψη του κινηματογράφου από τους αδερφούς Lumière και η δορυφορική τηλεόραση είναι βήματα στην «τεχνολογική παγκοσμιοποίηση» όσο και η εφεύρεση και διάδοση του internet.
Και πάλι όμως δεν προκύπτει με σαφήνεια τι ακριβώς είναι η (πολιτική) «παγκοσμιοποίηση». Αν η νεο-φιλελεύθερη φαντασίωση, σύμφωνα με την οποία μέσω μιας «παγκόσμιας διακυβέρνησης» που θα ελέγχει την λειτουργία των παραγωγικών δυνάμεων θα μπορούσε να επιτευχθεί η παγκόσμια ομαλότητα και ανάπτυξη, ήταν αληθινή έστω και ως φαντασίωση, τότε ο σύγχρονος καπιταλισμός θα είχε δώσει το βάρος σ’ αυτό που αποκαλείται πραγματική οικονομία (πρωτογενής και δευτερογενής τομέας) αι όχι στην παρασιτική (τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο – οικονομία τύπου καζίνο βασισμένη σε παράγοντες που βρίσκονται εκτός του κύκλου των παραγωγικών δυνάμεων.
Ίσως τελικά η μόνη έννοια που να μπορεί να πάρει ο όρος «Παγκοσμιοποίηση» να έχει να κάνει ακριβώς με την επιθυμία των κυβερνήσεων και των κυρίαρχων στρωμάτων (ή , καλύτερα, ενός τμήματος αυτών) να επιβάλλουν τον όρο αυταρχικά προκειμένου να νομιμοποιήσουν τη τάση τους να παγκοσμιοποιήσουν την οικονομία τους με κάθε μέσο προκειμένου απλώς να μην βρεθούν αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο μείωσης των κερδών σε ένα καπιταλισμό που φαίνεται πως δεν είναι πια προσανατολισμένος τόσο στην (υπερ)παραγωγή και την (υπερ)κατανάλωση, αλλά όντας σε πλήρη παρακμή, απλώς στη αποθησαύριση κάποιων κύκλων και «όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε».
Παγκοσμιοποίηση και αντι-προτάγματα
Μέσα σ’ όλα αυτό το συγκεχυμένο ιδεολογικό, πολιτικό και οικονομικό σκηνικό, από διάφορους προοδευτικούς χώρους και δη της  Αριστεράς (όχι τόσο της ελληνικής που παραδοσιακά έχει κυρίως πατριωτικό  χαρακτήρα) και πολλών σοσιαλδημοκρατών, καλλιεργείται  η αδικαιολόγητη προσδοκία ότι με την «παγκοσμιοποίηση» θα σαρωθούν οι  «αντιδραστικοί» τοπικοί παράγοντες και πως η καταπιεστική εξουσία των εθνικών κρατών θα υποχωρήσει. Και αυτή η προσέγγιση ενός τμήματος της  Αριστεράς που κατά ένα παράδοξο τρόπο αποδέχεται την «παγκοσμιοποίηση», είναι όμως λανθασμένη. Κι αυτό γιατί ναι μεν η συγχώνευση περισσότερων  κοινωνιών θα μπορούσε ενδεχομένως  να κλονίσει τις εθνικές κυριαρχίες και ν’ αμβλύνει τις πολιτικές  αντιπαλότητες μεταξύ των Εθνών-Κρατών, αλλά εάν αυτή η αντικατάσταση των  τοπικών εξουσιών ειδωθεί αποκομμένα από το ζήτημα των πολιτικών (και πολιτισμικών) διαφοροποιήσεων δεν θα ήταν αποτελεσματική. Όπως η  Πόλη-Κράτος στη αρχαιότητα υπήρξε η προϋπόθεση για την εμφάνιση της  δημοκρατίας, όπως το Έθνος-Κράτος ήταν η βάση για την εμφάνιση και  ανάπτυξη του δημοκρατικού συστήματος στη νεώτερη εποχή, έτσι και σήμερα, το βάρος θα έπρεπε να δοθεί στην κυριαρχία αυτόνομων δομών και  κοινωνιών (με την έννοια της δυνατότητας της ίδιας της κοινωνίας ν’  αποφασίζει κυριαρχικά για ζητήματα που την αφορούν άμεσα) στις οποίες η  διαπολιτισμικότητα είναι προαπαιτούμενο για την εγκαθίδρυση μιας κοινωνίας ισότητας και ελευθερίας. Η Αριστερά όμως, αδυνατεί σήμερα να  φανταστεί και να μιλήσει για την (συν)διαμόρφωση μιας νέας υπερεθνικής σκηνής που θ’ αποτελέσει το μέσο για την εγκαθίδρυση μιας διεθνοποιημένης παγκόσμιας δημοκρατίας, αδυνατώντας να κινηθεί, να συλλογιστεί αλλά και να δράσει εκτός του καπιταλιστικού φαντασιακού,  αφού δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί ορθά ούτε το μέγεθος της κρίσης του καπιταλιστικού οικονομίστικου σκεπτικού, ούτε να αυτοπροσδιοριστεί ως προς τους στόχους της χωρίς να έχει ως σημείο αναφοράς την καπιταλιστική ανορθολογικότητα, ούτε να κατανοήσει τη φύση των διαπολιτισμικών κοινωνιών. Έτσι δίνει καυτή, με τη σειρά της, λαβή στην αναβίωση των εθνικισμών αλλά και στην ανάπτυξη και διάχυση διάφορων θεωριών συνωμοσίας (που μιλούν για Παγκόσμια Διακυβέρνηση, Νέα Τάξη Πραγμάτων και άλλα τραγελαφικά  ιδεολογήματα) ή ακόμα και παρανοϊκών παραληρημάτων .
Η  πλήρης επικράτηση του καπιταλιστικού φαντασιακού και η πλήρης ανικανότητα της Αριστεράς να διαυγάσει τα νέα δεδομένα και να απογαλακτιστεί από το οικονομίστικο καπιταλιστικό τρόπο σκέψης που την  κάνει να ετεροκαθορίζεται, τελικά οδηγούν σε μία κίβδηλη, γελοία και  ιδεολογικά επικίνδυνη νοηματοδότηση και ερμηνεία μιας τάχα αντίθετης  προς την «παγκοσμιοποίηση» έννοιας, αυτή της «αντι-παγκοσμιοποίησης». Εν ολίγοις, το βάρος, η προσοχή μας, οι πολιτικές μας στοχεύσεις πρέπει να μετακινηθούν από το δίπολο παγκοσμιοποίηση (νεοφιλελευθερισμός) -  αντι-παγκοσμιοποίηση (εθνικισμός ή προχειρότητες της αριστεράς). Αναμφισβήτητα η παγκοσμιοποίηση αφορά στην εκμετάλλευση των λιγότερο οικονομικά ισχυρών κατοίκων των μή Δυτικών κοινωνιών από τις Δυτικές δυνάμεις, αλλά όμως, με τίποτα δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε τις σχέσεις εκμετάλλευσης που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν εντός απομονωμένων κοινωνιών, όπως για παράδειγμα της Βόρειας Κορέας (μια χώρα που δεν αποτελεί κομμάτι της παγκοσμιοποίησης). Αναμφισβήτητα κάθε λαός έχει το δικαίωμα να αντισταθεί στην πολιτισμική αμερικανοποίηση της κοινωνίας του, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να παλέψουμε με όπλο την εθνικιστική κλειστότητα και τον φανατισμό. Η κοινωνία της μάζας και του πλαστικού πολιτισμού δεν θα πρέπει να αναζητηθεί μόνο στις ελίτ και στο κεφάλαιο, αλλά και σε εμάς τους ίδιους που αποτελούμε τον καθρέφτη της, που υιοθετούμε κάθε αξία τυφλά (τόσο αυτής του καταναλωτισμού, όσο και του εθνικισμού). Έτσι λοιπόν, λέμε Ναι στη γέννηση μια τοπικοποιημένης άμεσης δημοκρατίας (τοπικές συνελεύσεις), η οποία θα είναι παράλληλα διαπολιτισμική, δικτυωμένη και διεθνοποιημένη μέσα από  αυτόνομες κοινωνίες που θα έχουν τοπικό έλεγχο των θεσμών τους, αλλά θα  συνεργάζονται διεθνώς, και με αμοιβαιότητα θα δέχονται την διαφορετικότητα (κάτι που σημαίνει ότι πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να υπάρχει διαφορετικότητα), θα την αγκαλιάζουν και δεν θα ακολουθούν τυφλά ταυτότητες δοτές, κοινωνίες όπου θα σέβονται την ατομικότητα και τις προσωπικές επιλογές του κάθε ατόμου και δεν θα ελέγχονται ούτε από τοπικές αλλά ούτε και από διεθνείς ελίτ. Μια τέτοια κοινωνία είναι μπροστά μας, αρκεί να την απαιτήσουμε. Οι αγώνες που βλέπουμε να λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα μάλλον έχουν παρεκκλίνει αρκετά από τα βασικά προτάγματα της αυτονομίας και των διαπολιτισμικών σχέσεων, εμπνεόμενες από τον χυδαίο εθνικισμό ή τον χρεοκοπημένο αριστερισμό. Το μόνο που μας μένει είναι να τους επανανοηματοδοτήσουμε, όντας υπεύθυνοι για την ιστορία μας…
[1]Theodore Levitt (1925-2006), αμερικάνος οικονομολόγος και καθηγητής στο Χάρβαρντ.Υπήρξε συντάκτης της Harvard Business Review και έγινε κυρίως γνωστός για την εισαγωγή του όρου «Παγκοσμιοποίηση».
[2] Η έννοια εθνοκτονία ανήκει στον Γάλλο ανθρωπολόγο Pierre Clastres (Archeology of Violence, κεφ.4). Δεν θα πρέπει να συγχέεται με εθνικιστικές ή άλλου είδους παρόμοιες ντετερμινιστικές ιδεοληψίες. Στο βιβλίο του Archeology of Violence, ο Κλαστρ σημειώνει πως η έννοια αυτή δηλώνει την εξάλειψη κάθε πολιτισμικού στοιχείου ενός λαού ή εθνικής ομάδας. Σε αντίθεση με την γενοκτονία, που κατά βάθος αφορά στην φυσική εξόντωση ενός μεγάλου αριθμού κάποιας αντίπαλης μειονότητας, η εθνοκτονία έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με την θανάτωση πολιτισμικών στοιχείων και όχι των ανθρώπων των ίδιων. (Pierre Clastres, Archeology of Violence, Semiotext(e), 2012)
[3] Harff Barbara and Gurr Robert Ted, Ethnic Conflict in World Politics, Colorado, 1994

NYT: Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Την άποψη ότι οι πολιτικές σκληρής λιτότητας που επιβάλλονται από τη Γερμανία στις υπερχρεωμένες χώρες της περιφέρειας θα έχουν καταστροφικές συνέπειες για την ευρωζώνη και τον κόσμο ευρύτερα, εκφράζει σε άρθρο του...
 στους New York Times ο νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν. Κλασσικό θύμα αυτών των λανθασμένων πολιτικών, σύμφωνα με τον έγκριτο οικονομολόγο, είναι η Ισπανία, «επίκεντρο πλέον της κρίσης». «Η ιστορία της Ισπανίας δεν έχει καμία ομοιότητα με τα παραμύθια ηθικής που είναι τόσο δημοφιλή ανάμεσα στους ευρωπαίους αξιωματούχους, ειδικά στη Γερμανία», σχολιάζει ο κ. Κρούγκμαν. Αντίθετα, «Η Ισπανία δεν ήταν δημοσιονομικά ακόλαστη και πριν την κρίση είχε χαμηλό χρέος και πλεόνασμα στον προϋπολογισμό της». Το πρόβλημα της ιβηρικής χώρας ήταν η «φούσκα» των ακινήτων, ενώ τα τωρινά δημοσιονομικά προβλήματά της είναι οι συνέπειες κι όχι τα αιτία της κρίσης που βιώνει. «Παρά ταύτα, η συνταγή που έρχεται από το Βερολίνο και την Φρανκφούρτη είναι περισσότερη λιτότητα. [...] Χωρίς να μασάμε λόγια αυτό είναι απλούστατα τρελό». Σύμφωνα με τον κ. Κρούγκμαν, απόφαση-κλειδί για την επιδείνωση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους αποτελεί η μη λήψη μίας νομισματικής πολιτικής, που θα συνιστούσε συνέχεια της «γενναίας και αποτελεσματικής» απόφασης της ΕΚΤ να διαθέσει ένα δισεκατομμύριο ευρώ σε χαμηλότοκα δάνεια προς τις ευρωπαϊκές ιδιωτικές τράπεζες. Η «ανάσα» ρευστότητας που προσέφερε η ΕΚΤ θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία συνολική αναθεώρηση της ευρωπαϊκής προσέγγισης, «Αντ’ αυτού, [οι ευρωπαίοι] επένδυσαν εκ νέου στις αποτυχημένες πολιτικές και ιδέες [λιτότητας]», σχολιάζει χαρακτηριστικά ο κ. Κρούγκμαν. Το κακό είναι ότι οι επίμαχες πολιτικές θέτουν σε κίνδυνο τη δυνατότητα των υπερχρεωμένων χωρών να παραμείνουν στο ευρώ, δεδομένου ότι ασκούν μικρό έλεγχο στη νομισματική πολική που ακολουθείται από την ΕΚΤ. «Εάν οι ευρωπαίοι ηγέτες ήθελαν πραγματικά να σώσουν το ευρώ, θα αναζητούσαν μία εναλλακτική πορεία», γνωμοδοτεί ο Κρούγκμαν. «Χρειάζεται μία επεκτατική νομισματική πολιτική με τη μορφή της προθυμίας της ΕΚΤ να αποδεχτεί έναν υψηλότερο πληθωρισμό˙ χρειάζεται μία πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική με τη μορφή προϋπολογισμών στη Γερμανία που θα αντισταθμίζουν την λιτότητα στην Ισπανία και τις άλλες δοκιμαζόμενες χώρες». Έστω κι έτσι, οι δυσκολίες θα συνεχίζονταν, αλλά «τουλάχιστον θα υπήρχε η ελπίδα της ανάκαμψης». Η Ευρώπη όμως επιμένει στις πρακτικές λιτότητας, οι οποίες μάλιστα αποκρυσταλλώθηκαν επισήμως στο νέο δημοσιονομικό σύμφωνο που γεννήθηκε κατά τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις αρχές Μαρτίου. Συνάμα, αξιωματούχοι της ΕΚΤ εξακολουθούν να «τονίζουν την προθυμία της Τράπεζας να αυξήσει τα επιτόκια με την ελάχιστη ένδειξη αύξησης του πληθωρισμού». Υπό το πρίσμα της επιμονής στη λιτότητα, είναι δύσκολο να «αποφευχθεί μία αίσθηση απελπισίας», παραδέχεται ο κ. Κρούγκμαν, προειδοποιώντας πως η Ευρώπη κινδυνεύει να οδηγηθεί στο γκρεμό, και ο υπόλοιπος κόσμος «να πληρώσει το τίμημα».

Ελεύθερη οικονομία και το ισχυρό κράτος: Μερικές σημειώσεις πάνω στο κράτος

Του Werner Bonefeld

 

Περίληψη

Η κρίση του 2008 λέγεται ότι επανέφερε το κράτος, και η ανάκαμψη του, με την σειρά της, φαίνεται να αποκαλύπτει μετα-νεοφιλελεύθερες τάσεις. Αυτό το αναλυτικό πλαίσιο υπονοεί μία σύλληψη της αγοράς και του κράτους ως δύο ξεχωριστών τρόπων κοινωνικής οργάνωσης, και το αιώνιο ερώτημα σχετικά με μία τέτοια σύλληψη είναι αν η αγορά έχει αυτονομία έναντι του κράτους, ή το κράτος έναντι της αγοράς. Η κοινωνική τους συγκρότηση ως διακριτές μορφές κοινωνικών σχέσεων δεν εγείρεται. Αυτή η εργασία υποστηρίζει ότι το καπιταλιστικό κράτος είναι θεμελιωδώς ένα φιλελεύθερο κράτος. Αυτή η σύλληψη συνεπάγεται την τάξη ως την καθοριστική κατηγορία της μορφής και του περιεχομένου του. Λέξεις-κλειδιά κράτος, κεφάλαιο, τάξη, κρίση, νεοφιλελευθερισμός, μετα-νεοφιλελευθερισμός, ελεύθερη οικονομία, ισχυρό κράτος, πολιτική οικονομία, κριτική
Ο νεοφιλελευθερισμός βρήκε το βέβαιο τέλος του με την κρίση που ξέσπασε το 2008. (Cecena, 2009: 33)

Συμβατικά, ο νεοφιλελευθερισμός φαίνεται να αναδύθηκε μετά την βαθειά κρίση των αρχών της δεκαετίας του 1970. Σύμφωνα με τον Αλτβάτερ, για παράδειγμα, «ξεκίνησε με το τέλος του σταθερού συστήματος ισοτιμιών Μπρέττον Γούντς το 1973 και την επακόλουθη φιλελευθεροποίηση των χρηματοοικονομικών αγορών στην Μεγάλη Βρετανία της Μάργκαρετ Θάτσερ» (2009: 73). Συνεπώς ο νεοφιλελευθερισμός είναι ταυτισμένος με ένα συγκεκριμένο καπιταλιστικό καθεστώς συσσώρευσης, χαρακτηριζόμενο από την κυριαρχία του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου έναντι του παραγωγικού κεφαλαίου1. Συνήθως, ο νεοφιλελευθερισμός συσχετίζεται με ένα ανίσχυρο κράτος που αδυνατεί να αντισταθεί στις δυνάμεις της αγοράς. Το νεοφιλελεύθερο κράτος λειτουργεί ως ένα κράτος-διευκολυντής των αγορών.
Το νεοφιλελεύθερο καθεστώς συσσώρευσης ειπώθηκε ότι τελείωσε το 2008 όταν η τραπεζική βιομηχανία «δεν δίστασε να ‘επαναφέρει το κράτος’, με έναν πιο ριζοσπαστικό τρόπο ακόμα κι από τις Κεϋνσιανές εποχές». Από την στιγμή που το κράτος επανήλθε, ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός μεταμορφώθηκε σε «ένα είδος ‘χρηματοοικονομικού σοσιαλισμού’» (Altvater, 2009: 79, παραθέτοντας τον Sennett). Αυτός ο σοσιαλισμός κοινωνικοποιεί τις χρηματοοικονομικές απώλειες, εγγυάται «τοξικό χρέος» και διασφαλίζει ιδιωτικά κέρδη, και για να ισορροπήσει τα λογιστικά βιβλία, επιτίθεται στις συνθήκες. Ισοδυναμεί με μία τεράστια αναδιανομή πλούτου από την εργασία στο κεφάλαιο. Ο χρηματοοικονομικός σοσιαλισμός απεικονίζει σωστά την ιδέα του Μαρξ περί καπιταλιστικού κράτους ως εκτελεστικής επιτροπής της μπουρζουαζίας. Τι είναι, όμως, αυτό που εννοείται με την «επαναφορά του κράτους»; Ήταν πραγματικά αποκλεισμένο κατά την διάρκεια του επονομαζόμενου νεοφιλελεύθερου καθεστώτος της συσσώρευσης;
Η ιδέα ότι το κράτος «επαναφέρθηκε» υπονοεί ένα αναδυόμενο κράτος, ένα κράτος που επανάκτησε κάποιο μέτρο ελέγχου πάνω στην αγορά. Αυτή η άποψη υπονοεί μία σύλληψη της αγοράς και του κράτους ως δύο ξεχωριστών τρόπων κοινωνικής οργάνωσης, και το αιώνιο ερώτημα σχετικά με μία τέτοια σύλληψη είναι αν η αγορά έχει αυτονομία έναντι του κράτους, ή το κράτος έναντι της αγοράς. Η κοινωνική συγκρότηση κράτους και αγοράς ως διακριτές μορφές κοινωνικών σχέσεων δεν εγείρεται. Ακολουθώντας τον Κλαρκ (1992), αυτή η εργασία υποστηρίζει ότι το καπιταλιστικό κράτος είναι θεμελιωδώς ένα φιλελεύθερο κράτος. Αυτή η σύλληψη συνεπάγεται την τάξη ως την καθοριστική κατηγορία της μορφής και του περιεχομένου του.
Αυτό που χρειάζεται είναι…ειλικρινής και οργανωμένη εξαναγκαστική βία (Wolf, 2001)
Όσο ξεχωριστή κι αν ήταν η πολιτική απάντηση στην κρίση του 2008, η εμφανής ανάδυση του νεοφιλελευθερισμού κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1980 δεν συνεπίφερε ένα αδύναμο κράτος. Συνεπίφερε ένα «ισχυρό κράτος». Το βιβλίο του Άντριου Γκέιμπλ πάνω στην περίοδο Θάτσερ ήταν έτσι εύστοχα τιτλοφορημένο Η Ελεύθερη Οικονομία και το Ισχυρό Κράτος, κάτι που έκανε ξεκάθαρη αναφορά στην ordo-φιλελεύθερη σύλληψη της σχέσης μεταξύ το εθνικό κράτος και της παγκόσμιας οικονομίας2. Η Σούζαν Τζορτζ (1988) χαρακτήρισε την δεκαετία του 1980 ως μία εποχή στην οποία τα πάντα ιδιωτικοποιήθηκαν, εκτός από τις απώλειες, οι οποίες κοινωνικοποιήθηκαν με την χρησιμοποίηση μέσων όπως η σκλαβιά του χρέους και η καταπιεστική αγορά εργασίας και οι κρατικές μεταρρυθμίσεις πρόνοιας. Ο Έρνεστ Μαντέλ (1987) χαρακτήρισε την πολιτική οικονομία της δεκαετίας του 1980 ως «στρατιωτικό Κεϋνσιανισμό», ένας Κεϋνσιανισμός που αναχρηματοδότησε ένα χρηματοοικονομικό σύστημα στο χείλος της τότε κρίσης χρεωμένων και της κακής έκθεσης χρέους.
Η διάσωση του πήρε την μορφή μιας γνώμης υπέρ της κυκλικής χρηματοδότησης του ελλείμματος βασισμένης στο δολάριο Ηνωμένων Πολιτειών, της επέκτασης του βιομηχανικού στρατιωτικού συμπλέγματος, της ιδιωτικοποίησης,  και της χρηματοοικονομικής απελευθέρωσης. Ο στρατιωτικός Κεϋνσιανισμός επιδίωξε να ισορροπήσει τα λογιστικά βιβλία παίρνοντας χρήματα από τις τσέπες των εργατών, και κάνοντας επίθεση στις συνθήκες. Η αναδιανομή του πλούτου από την εργασία στο κεφάλαιο ήταν τέτοια ώστε στις αρχές του 1990, «περίπου τα δύο τρίτα του πληθυσμού της γης κέρδισαν λίγο ή και καθόλου ουσιαστικό πλεονέκτημα από την ραγδαία οικονομική ανάπτυξη. Στον ανεπτυγμένο κόσμο το χαμηλότερο τεταρτημόριο των εισοδηματιών ήταν μάρτυρας σε μία διάχυση του πλούτου προς τα πάνω παρά προς τα κάτω. (Financial Times, 24 Δεκεμβρίου 1993). Αυτό το ένα τέταρτο, έχει έκτοτε επεκταθεί στο μισό του πληθυσμού της γης, δημιουργώντας ένα κενό δίχως προηγούμενο ανάμεσα στα εισοδήματα, εγχώρια και σε παγκόσμια κλίμακα (βλέπε Glyn, 2006).
Ο «στρατιωτικός Κεϋνσιανισμός διατήρησε τον καπιταλισμό στην βάση μίας συσσώρευσης ενός πιθανότατα φανταστικού πλούτου. Το χρέος επεκτάθηκε σε τέτοιο βαθμό που, σύμφωνα με τους Financial Times (27 Σεπτεμβρίου 1993), το ΔΝΤ φοβήθηκε στην αρχή του 1990 ότι «η απειλή του χρέους κινείται βόρεια. Αυτές τις μέρες είναι η σταδιακή άνοδος του χρέους του πρώτου κόσμου, όχι η κρίση που οφείλεται στην καθυστέρηση της Αφρικής, που στοιχειώνει τον ύπνο των επισήμων του ΔΝΤ». Μπροστά στις επαναλαμβανόμενες κρίσεις από το 19873, και στους διάφορους φόβους των χρηματιστηρίων, οι ΗΠΑ αναδύθηκαν ως η μεγαλύτερη χώρα-χρεώστης. Ο Μαγκντόφ και άλλοι υποστήριξαν ότι, μέχρι το 2002, το εκκρεμές ιδιωτικό χρέος ήταν δύο και ένα τέταρτο του ΑΕΠ, ενώ το συνολικό εκκρεμές χρέος -ιδιωτικό συν κυβερνητικό- πλησίασε το τριπλάσιο του ΑΕΠ. Οι ελλειμματικές δαπάνες συντήρησαν μία παγκόσμια οικονομία που έγινε εντελώς εξαρτημένη από ένα βουνό χρέους.
Κατά την διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων, η συσσώρευση πιθανώς φανταστικού πλούτου με την μορφή των χρημάτων, και ο εξαναγκαστικός έλεγχος της εργασίας, από την σκλαβιά του χρέους σε νέες περιφράξεις, και από την απελευθέρωση των συνθηκών [Σ.τ.Μ. εργασίας] στην ιδιωτικοποίηση του κινδύνου, υπήρξαν μαζί. Στο ευρύτερο πλαίσιο μιας παγκόσμιας οικονομίας μαστιζόμενης από το χρέος και απειλούμενης από την κατάρρευση του χρέους, ο Μάρτιν Γούλφ υποστήριξε ότι η εγγύηση του παγκόσμιο κεφαλαίου χρειάστηκε ισχυρότερα κράτη. Όπως το έθεσε σε σχέση με τον επονομαζόμενο Τρίτο Κόσμο, «αυτό που χρειάζεται δεν είναι ευλαβείς φιλοδοξίες αλλά μία ειλικρινής και οργανωμένη εκφοβιστική δύναμη» (Wolf, 2001). Σε σχέση με τον επονομαζόμενο ανεπτυγμένο κόσμο, ο Σόρος (2003) υποστήριξε, δικαίως, ότι η τρομοκρατία όχι μόνο παρείχε την ιδανική νομιμοποίηση αλλά επίσης τον ιδανικό εχθρό για την αδέσμευτη καταναγκαστική προστασία των κλυδωνισμένων απ’ το χρέος σχέσεων της ελεύθερης αγοράς «επειδή είναι αόρατος και δεν εξαφανίζεται ποτέ».
Η προϋπόθεση μιας πολιτικής του χρέους είναι η συνεχιζόμενη συσσώρευση «ανθρώπινων μηχανών» στις πυραμίδες της συσσώρευσης. Η τυφλή της προθυμία για λεηλασία απαιτεί οργανωμένη καταναγκαστική δύναμη για να διατηρήσει την τεράστια υποθήκη των μελλοντικών εσόδων στο παρόν. Η απαίτηση του Γούλφ για ισχυρό κράτος δεν αντικρούει τον νεοφιλελευθερισμό. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν απαιτεί αδυναμία από το κράτος. Το laissez-faire [Σ.τ.Μ. ελεύθερο εμπόριο, χωρίς περιορισμούς, δασμούς κτλ] δεν είναι «απάντηση στις ταραχές» (Willgerdot και Peacock, 1989: 6).
Όντως, το laissez-faire είναι «μία αρκετά αμφιλεγόμενη και παραπλανητική περιγραφή των αρχών πάνω στις οποίες βασίζεται μία φιλελεύθερη πολιτική γραμμή» (Hayek, 1976: 84). Που σημαίνει, ότι το νεοφιλελεύθερο κράτος είναι «προγραμματισμός για ανταγωνισμό» (1976: 31), και ως εκ τούτου δεν μπορεί να υπάρξει ελευθερία στην αγορά χωρίς «αστυνομία αγορών» (Rόstow, 1942: 289). Για τους νεοφιλελεύθερους, υπάρχει συνεπώς μία «έμφυτη σύνδεση μεταξύ οικονομικών και πολιτικής» (Friedman, 1962: 8): όχι μόνο η ελεύθερη αγορά απαιτεί το ισχυρό κράτος ως διευκολυντή της αγοράς, αλλά είναι επίσης εξαρτώμενη στο κράτος ως την καταναγκαστική δύναμη αυτής της ελευθερίας.
Και τώρα, φαινομενικά, ο νεοφιλελευθερισμός έχει φτάσει σε ένα συντριπτικό τέλος, όταν οι χρηματοοικονομικές αγορές κατέρρευσαν, προκαλώντας τεράστιες απώλειες περισσότερες των 1.4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων» τον Αύγουστο του 2008 (Altvater, 2009: 75). Αναδυόμενη από τις στάχτες του είναι η «νέα εποχή του μετα-νεοφιλελευθερισμού» (Brandt και Sekler, 2009: 12)—μία απάντηση, κατά τον Μπραντ και τον Σέκλερ, στον «(αρνητικό) αντίκτυπο του νεοφιλελευθερισμού», του οποίου ο ακριβής τρόπος οργάνωσης είναι ακόμα ασαφής. Θα μπορούσε να κυμαίνεται από την σοσιαλδημοκρατία έως την στρατιωτική δικτατορία, και από τον ριζοσπαστικοποιημένο Κεϋνσιανισμό στην στρατιωτικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων. Όποιος κι αν είναι ο ακριβής τρόπος οργάνωσης, στην βάση του ο μετα-νεοφιλελευθερισμός είναι μία άρνηση  του χρηματοοικονομικού καπιταλισμού, άρνηση φερμένη από κοινωνικές δυνάμεις που απαιτούν μία επιστροφή στην στηριζόμενη πραγματική οικονομική ανάπτυξη (Brandt and Sekler, 2009: 11–12). Το φάντασμα της ερχόμενης περιόδου εμφανίζεται, έτσι, με την μορφή ενός ισχυρού και ικανού «μετα-νεοφιλελεύθερου» κράτους που κάνει το χρήμα υπηρέτη του, βάζοντας το να δουλέψει για ανάπτυξη και δουλειές4. Το μετα-νεοφιλελεύθερο κράτος μπορεί έτσι να κατανοηθεί ως ένα ισχυρό κράτος που αστυνομεύει την αγορά με δυνατή κρατική εξουσία υπέρ της προοδευτικής παραγωγικής συσσώρευσης, δημιουργώντας δουλειές και πλούτο.
Η υπερδομή είναι η έκφραση της υποδομής. (Benjamin, 1983: 495–6)
Ο Μαρξ συστήνει την μεταφορά του περί βάσης και υπεδομλ γράφοντας ότι η έρευνά του τον οδήγησε στην κατανόηση ότι «το συνολικό άθροισμα των σχέσεων παραγωγής απαρτίζει την οικονομική δομή της κοινωνίας, το πραγματικό θεμέλιο, πάνω στο οποίο ανεβαίνει μία νόμιμη και πολιτική υπερδομή και στην οποία ανταποκρίνονται συγκεκριμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης» (1981: 8). Αφήνοντας στην άκρη την κατανόηση του ίδιου του Μαρξ για τον έργο του ως κριτική οικονομικών κατηγοριών (Marx, 1981: 10), και με αυτήν την οικονομική αντικειμενικότητα από την οποία η υπερδομή υποτίθεται ότι θα αναδυθεί, η μεταφορά του λέει ότι η πολιτική μορφή της αστικής κοινωνίας, το κράτος, ανήκει στην κοινωνία από την οποία πηγάζει. Χονδρικά, ο σκοπός του κεφαλαίου είναι να συσσωρεύσει εκμαιευμένη υπεραξία, και το κράτος είναι η πολιτική μορφή αυτού του σκοπού.
Ο ισχυρισμός του Μαρξ ότι η μεταφορά της βάσης/υπερδομής είναι το αποτέλεσμα της ερευνάς του είναι, όμως, ανειλικρινής. Η ρίζα της βρίσκεται στην κλασσική πολιτική οικονομία. Ο Γουίλλιαμ Ρόμπερτσον (1890: 104) ανακεφαλαίωσε την κλασσική θέση καλά: «σε κάθε έρευνα που αφορά το εγχείρημα των ανθρώπων όταν είναι ενωμένοι στην κοινωνία, το πρώτο αντικείμενο προσοχής θα πρέπει να είναι ο τρόπος διαβίωσης. Αναλόγως, όπως αλλάζει ο τρόπος διαβίωσης, οι νόμοι και οι τακτικές τους πρέπει να είναι διαφορετικά». Ο Άνταμ Σμιθ μας παρείχε την κλασσική παρουσίαση.
Η θεωρία του σχετικά με την ιστορία είναι αξιομνημόνευτη όχι μόνο για την έμφαση που δίνει στις οικονομικές δυνάμεις που έχουν ανελιχθεί μέσα από την ιστορία προς την «εμπορική κοινωνία», αλλά επίσης και για το επιχείρημα ότι σε κάθε ιστορικό στάδιο, η πολιτική μορφή της κοινωνίας, είτε την σκεφτόμαστε με όρους εξουσίας ή δικαιοδοσίας, απαραίτητα απορρέει από τις μορφές ιδιοκτησίας. Για τον Σμιθ, η ιδιοκτησία είναι η συνέπεια της ανάπτυξης στον καταμερισμό της εργασίας. Αυξάνει την αναπτυσσόμενη κοινωνική διαφοροποίηση της κοινωνίας σε διακριτές κοινωνικές τάξεις, και η επέκταση της αυξάνει το κοινωνικό πλεόνασμα, κάτι που οδηγεί στην επέκταση της ιδιοκτησίας. Αυτή η επέκταση βάζει τα θεμέλια για τον διαχωρισμό μεταξύ της κοινωνίας των πολιτών και του κράτους στον καπιταλισμό.
Ο Σμιθ προσδιορίζει το κράτος ως την πολική μορφή της ιδιοκτησίας, και λέει ότι ο σκοπός του κράτους προέρχεται από τις ανάγκες της ιδιοκτησίας. Το κράτος υπάρχει για να προστατεύει, να διατηρεί και να διευκολύνει τον νόμο της ιδιοκτησίας. Ο Σμιθ καθορίζει έναν αριθμό από αναντικατάστατες λειτουργίες του κράτους. Εκτός από το να προστατεύει την χώρα από εξωτερικές απειλές, πρέπει να παρέχει μία ακριβή διακυβέρνηση δικαιοσύνης ώστε να επιλύει διαμάχες συμφερόντων μεταξύ ιδιοκτητώνs. Γι’ αυτόν «δικαιοσύνη…είναι ο βασικός στύλος που κρατάει όρθιο όλο το οικοδόμημα» (1976b: 86). Προστατεύει τα δικαιώματα ελευθερίας και ιδιοκτησίας του ατόμου, εγγυώμενο το πλαίσιο της κοινωνίας των πολιτών. Το κράτος είναι επίσης αναντικατάστατο για την παροχή δημοσίων αγαθών που απαιτούνται για την λειτουργία της αγοράς, που όμως δεν μπορεί να παρέχει η ίδια η αγορά λόγω έλλειψης κερδοφορίας (βλέπε Smith, 1976a: 723).
Επιπροσθέτως, το κράτος είναι επιβαρυμένο με την διευκόλυνση του νόμου ιδιοκτησίας για παράδειγμα, αφαιρώντας διάφορα θεσμικά και νομικά ελαττώματα, και αντιμετωπίζοντας εκείνα τα ιδιωτικά συμφέροντα που παρεμποδίζουν την τέλεια ελευθερία της αγοράς. Αυτή η αρμοδιότητα επίσης συνεπάγεται ότι το κράτος κάνει προσπάθειες για να βοηθήσει να επιτευχθεί το «χαμηλό κόστος της παροχής» (Smith 1978: 6), διευκολύνοντας την προοδευτική ανάπτυξη της συσσώρευσης πάνω στην βάση της αυξημένης παραγωγικότητας της εργασίας.
Ο Σμιθ συστήνει το υποκείμενο της ταξικής πάλης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, επιχειρηματολογώντας ότι «οι κοινοί μισθοί της εργασίας εξαρτώνται παντού πάνω σ’ αυτό το συμβόλαιο μεταξύ αυτών των δύο πλευρών, των οποίων τα συμφέροντα σε καμία περίπτωση δεν είναι ίδια». Αυτό σημαίνει, «η επιθυμία των εργατών να πάρουν όσο περισσότερα, η επιθυμία των αφεντικών να δώσουν όσο λιγότερα. Οι πρώτοι τείνουν να συνεργάζονται με σκοπό την αύξηση, οι δεύτεροι με σκοπό την μείωση στους μισθούς της εργασίας» (Smith, 1976a: 83). Σ’ αυτόν τον αγώνα, οι αφέντες έχουν το πάνω χέρι γιατί είναι «λιγότεροι στον αριθμό, μπορούν να συνδυαστούν πολύ πιο εύκολα…[και] μπορούν να ζήσουν για περισσότερο με το απόθεμα που έχουν συγκεντρώσει». Οι εργάτες, από την άλλη πλευρά, μπορεί να «λιμοκτονήσουν». Το ότι οι εργάτες εξεγείρονται είναι κατανοητό δεδομένου ότι «είναι απελπισμένοι». Κι όμως, η πράξη τους είναι ανόητη, γιατί «οι εργάτες πολύ σπάνια αποκομίζουν οποιοδήποτε πλεονέκτημα από την βία αυτών των ταραχωδών συνδυασμών» (Smith, 1976a: 83–4).
Σύμφωνα με τον Σμιθ, η επίλυση της ταξικής διαμάχης μπορεί να βρεθεί μόνο στον καθορισμό του πραγματικού συμφέροντος του εργάτη, και το πραγματικό συμφέρον βρίσκεται στην συνεχή προοδευτική συσσώρευση. «Οι εργάτες κάνουν καλά που δεν παλεύουν, γιατί με την αύξηση του πλεονάσματος, τα αποθέματα συσσωρεύονται, αυξάνοντας τον αριθμό των εργατών, και η αύξηση των εσόδων και των αποθεμάτων είναι η αύξηση του εθνικού πλούτου. Η απαίτηση αυτών που ζουν με μισθούς…αυξάνεται με την αύξηση στον εθνικό πλούτο» (Smith, 1976a: 86–7). Αυτή, τότε, είναι η διάσημη επίδραση της διάχυσης του πλούτου προς τα κάτω—η συσσώρευση, υποστηρίζει, αυξάνει τον εθνικό πλούτο και «προκαλεί μια αύξηση στον μισθό της εργασίας» (Smith, 1976a: 87).
Ο Σμιθ το ονομάζει αυτό η «φιλελεύθερη ανταμοιβή της εργασίας», και μία συνέπεια αυτού του επιχειρήματος είναι, φυσικά, ότι αν υπάρχουν φτωχοί, τότε είναι μία ένδειξη ότι «τα πράγματα είναι στατικά» (Smith, 1976a: 91), και απαιτούν κρατική δράση προς διευκόλυνση του «χαμηλού κόστους των αγαθών όλων των ειδών» (Smith, 1976a: 333). Οι ιδιοκτήτες μετοχών σε μερικές χώρες ίσως επιτύχουν υψηλότερους ρυθμούς επιστροφής των επενδύσεων τους απ’ ότι σε άλλες χώρες, «κάτι που αναμφίβολα επιδεικνύει το πλεόνασμα του αποθέματός τους» (Smith, 1976a: 109). Η συντήρηση του αποθέματος απαιτεί ανταγωνιστική προσαρμογή, και η διευκόλυνση της «ανήκει στην αστυνομία» (Smith, 1978: 5).
Σύμφωνα με τον Σμιθ, «ο εθνικός πλούτος» και «οι εργάτες» κερδίζουν από την προοδευτική συσσώρευση. Όμως, οι κάτοχοι χρεογράφων έχουν μια διφορούμενη σχέση με την προοδευτική συσσώρευση, επειδή «η αύξηση των χρεογράφων, που αυξάνει τους μισθούς, τείνει στην μείωση του κέρδους» (Smith, 1976a: 105). Οι καπιταλιστές λοιπόν, μπορούν να αναζητήσουν να διατηρήσουν το περιθώριο κέρδους τεχνητά, παρακωλύοντας την φυσική ελευθερία της αγοράς, για παράδειγμα μέσω του καθορισμού των τιμών ή του προστατευτισμού. Αυτό το είδος εκδήλωσης της ιδιωτικής εξουσίας «παράγει αυτό που αποκαλούμε αστυνομία. Οποιοιδήποτε κανονισμοί δημιουργούνται με σεβασμό στις ανταλλαγές, στο εμπόριο, στην γεωργία, στις κατασκευές μίας χώρας θεωρούνται σαν να ανήκουν στην αστυνομία.» (Smith, 1978: 5).
Με άλλα λόγια, «το οικονομικό σύστημα απαιτεί μια αστυνομία αγοράς με σθεναρή κρατική εξουσία για την προστασία και την διατήρηση του» (Rostow, 1942: 289), και η αποτελεσματική αστυνόμευση συνεπάγεται ένα σθεναρό κράτος, ένα κράτος στο οποίο [η αστυνόμευση] ανήκει: υπέρ και πάνω από την οικονομία, υπέρ και πάνω από τα ενδιαφερόμενα κόμματα (interessenten)» (Rostow, 1963: 258). Η ικανότητα του κράτους να προστατεύει και να διατηρεί τον νόμο της αξίας εξαρτάται από τον διαχωρισμό του από την κοινωνία των πολιτών- είναι η ανεξαρτησία του κράτους από την κοινωνία που επιτρέπει την αποτελεσματική λειτουργία του σαν ένα καπιταλιστικό κράτος. Η αποτυχία του κράτους να διατηρήσει τον χωρισμό του από την κοινωνία «θα οδηγήσει τελικά σε ταξικό πόλεμο» (Nichols, 1984: 170). 

Σύμφωνα με τον Χέγκελ (1967: 210), η πρόληψη του ταξικού πολέμου μπορεί να προωθηθεί από «επιτυχημένους πολέμους» που «έχουν ελέγξει την εγχώρια αναταραχή και έχουν εδραιώσει την εξουσία του κράτους στο εσωτερικό». Επίσης υποστήριξε την χρήση ηθικών μέσων, συμπεριλαμβανομένης της αντιδραστικής ισότητας του εθνικισμού, που σημαίνει ότι ανεξάρτητα από τις συνθήκες, είμαστε όλοι μέλη του ενός εθνικού σκάφους-αυτή η φαντασιακή κοινότητα που εμφανίζεται να υπερβαίνει τις ταξικές σχέσεις5.
Πριν από τον Χέγκελ, ο Σμιθ (1976a: 723) είχε ήδη υποστηρίξει ότι το κράτος πρέπει να προωθεί «την καθοδήγηση των ανθρώπων», κυρίως μέσω της εκπαίδευσης και των δημοσίων διασκεδάσεων. Υποστήριζε ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να κάνει προσπάθειες ώστε να εξισορροπήσει τις κοινωνικές επιδράσεις της συσσώρευσης αναλαμβάνοντας την ευθύνη για πολιτισμικές δραστηριότητες ώστε να διατηρήσει το φιλελεύθερο σύνταγμα της κοινωνίας των πολιτών. Ενάντια στην ψευδή συνείδηση του ταξικού πολέμου, το κράτος πρέπει να κάνει τους εργάτες να αντιληφθούν ότι το πραγματικό συμφέρον τους εξυπηρετείται καλύτερα από την προοδευτική συσσώρευση. Με τα λόγια του Μέλλερ-Άρμακ, ενός ordo-φιλελεύθερου υπέρμαχου κάποιας αξιόλογης φήμης, ο οποίος επινόησε την φράση «οικονομία της κοινωνικής αγοράς»6, αυτό συνέβη για να οδηγήσει στην ενσωμάτωση της ανταγωνιστικότητας «σε ένα ολοκληρωτικό τρόπο ζωής» (Moller-Arnack, 1978: 328). Ο σκοπός του κράτους είναι λοιπόν να διασφαλίσει «την απόλυτη εκρίζωση κάθε αταξίας από τις αγορές και την εξάλειψη της ιδιωτικής εξουσίας από την οικονομία» (σχολιασμένο στο Haselbach, 1991: 92). Η ελεύθερη αγορά είναι λοιπόν εγκεκριμένη σαν μια α-κρατική σφαίρα κάτω από κρατική προστασία. Το κράτος από-πολιτικοποιεί την συμπεριφορά των κοινωνικών σχέσεων ως σχέσεις ελεύθερης βούλησης, ελευθερίας και ισότητας, και το κάνει μονοπωλώντας το πολιτικό ως την «συγκεντρωμένη και οργανωμένη εξουσία της κοινωνίας» (Marx, 1983: 703).
Οι υπέρμαχοι του κατασκευάζουν το φιλελεύθερο κράτος ξεδιάντροπα σαν ένα ταξικό κράτος το οποίο, φαινομενικά, λειτουργεί για το πραγματικό συμφέρον των εργατών – στις δουλειές, τους μισθούς και τις συνθήκες, και έτσι στην προοδευτική συσσώρευση του κεφαλαίου. Το κράτος «διατηρεί τους πλούσιους στην κυριότητα του πλούτου τους ενάντια στην βία και την αρπακτικότητα των φτωχών» (Smith, 1978: 338), και διδάσκει στους φτωχούς ότι το πραγματικό συμφέρον τους βρίσκεται στην προοδευτική συσσώρευση του κεφαλαίου. Το κράτος, φυσικά, δεν είναι ένα ταξικό κράτος επειδή οι υπέρμαχοι του λένε ότι είναι. Όμως, η μεταφορά βάσης-εποικοδομήματος που ο Μαρξ άντλησε από την κλασσική πολιτική οικονομία7 αναφέρει ότι το κράτος είναι η πολιτική μορφή του νόμου της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Ως ένα φορολογικό κράτος, εξαρτάται απόλυτα από την προοδευτική συσσώρευση του κεφαλαίου. Όμως, ο ταξικός χαρακτήρας του κράτους δεν καθορίζεται με εθνικούς όρους. Συντηρείται μέσω παγκόσμιων σχέσεων των αγορών.
Όπως ο Σμιθ (1976a: 848-49) το έθεσε, «ο ιδιοκτήτης κεφαλαίου είναι κατάλληλα ένας πολίτης του κόσμου, χωρίς να είναι απαραίτητα συνδεδεμένος με κάποια συγκεκριμένη χώρα. Θα ήταν ικανός να εγκαταλείψει την χώρα στην οποία εκτέθηκε σε μια ενοχλητική ανάκριση, ώστε να φορολογηθεί με έναν επαχθή φόρο, και θα μετακινούσε το κεφάλαιο του σε μια άλλη χώρα όπου θα μπορούσε είτε να συνεχίσει την επιχείρηση του, ή να απολαύσει την περιουσία του με την ευκολία του». Αυτό με άλλα λόγια είναι «ο καπιταλιστικός νόμος της ιδιοκτησίας και του συμβολαίου [που υπερβαίνει] το εθνικό νομικό σύστημα και το παγκόσμιο χρήμα [που υπερβαίνει] τα εθνικά νομίσματα» (Clarke, 1992. επίσης Bonefeld, 2000). Ο Σμιθ έγραψε το έργο του σαν μια κριτική του μερκαντιλιστικού κράτους.
Μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, είχε γίνει η ιδεολογική ορθοδοξία ενός φιλελευθεροποιημένου κράτους (δες Clarke, 1998: κεφάλαιο 1). Ήταν σε αυτό το πλαίσιο που ο Μαρξ γράφει (με τον Έγκελς) στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο για τον κοσμοπολιτικό χαρακτήρα της μπουρζουαζίας, και ορίζει το εθνικό κράτος ως την εκτελεστική επιτροπή της μπουρζουαζίας. Ο νόμος δημιουργείται για το κράτος, όχι το κράτος για τον νόμο. [Αν] πρέπει να γίνει μια επιλογή μεταξύ των δύο, είναι ο νόμος που πρέπει να θυσιαστεί για το κράτος. (Rossiter, 1948: 11)

Στην εποχή μας, ο Μίλτον Φρίντμαν έχει παράσχει έναν πειστικό ορισμό του κράτους ως της εκτελεστικής επιτροπής της μπουρζουαζίας. Όπως το έθεσε, το κράτος είναι «αναγκαίο και σαν τόπος δημόσιας συζήτησης για τον καθορισμό των “των κανόνων του παιχνιδιού” αλλά και σαν διαιτητής για να ερμηνεύει και να επιβάλλει τους κανόνες που αποφασίστηκαν», ενώ η επιβολή είναι αναγκαία, «σε αυτούς τους λίγους που αλλιώς δεν θα έπαιζαν το παιχνίδι» (1962: 15, 25). Με άλλα λόγια, «η οργάνωση της οικονομικής δραστηριότητας μέσω της εθελοντικής ανταλλαγής υποθέτει ότι έχουμε παράσχει, μέσω της κυβέρνησης, για την διατήρηση του νόμου και της τάξης ώστε να εμποδίσουμε τον εξαναγκασμό του ενός ατόμου από το άλλο, την επιβολή των συμβάσεων να εμπλέκονται εθελοντικά, τον ορισμό της σημασίας των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, την ερμηνεία και την επιβολή τέτοιων δικαιωμάτων, και την πρόβλεψη για ένα νομισματικό πλαίσιο» (σελ. 27).
Το κράτος πρέπει «να προωθεί τον ανταγωνισμό» (σελ. 34), και να κάνει για την αγορά αυτό που η αγορά «δεν μπορεί να κάνει για τον εαυτό της» (σελ. 27). Οι φιλελεύθεροι, λέει ο Φρίντμαν, «πρέπει να απασχολούν πολιτικούς διαύλους για να συμφιλιώνουν τις διαφορές» διότι το κράτος είναι ο οργανισμός που παρέχει τα μέσα «σύμφωνα με τα οποία εμείς μπορούμε να αλλάξουμε τους κανόνες» (σελ. 23, η έμφαση προστέθηκε). Όμως, τι γίνεται όταν αυτοί παρεμβαίνουν;

Η μεγάλη συμφορά για το κεφάλαιο και το κράτος του δεν είναι η ενσωμάτωση, μέσω της αντιπροσώπευσης, της εργατικής τάξης στο σύστημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Όπως το έθεσε ο Σιμόν Κλαρκ (1991b: 200), «η ανάπτυξη της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης για την εργατική τάξη, όσα περιθώρια παρέχει για την βελτίωση των υλικών συνθηκών τομέων της εργατικής τάξης, απέχει πολύ από το να αποτελεί μια έκφραση συλλογικής δύναμης της εργατικής τάξης, και γίνεται το μέσο με το οποίο αυτή διασπάται, καθίσταται ανενεργή και αποθαρρύνεται»8. Ο μεγάλος κίνδυνος είναι ο εκδημοκρατισμός της κοινωνίας9.
Γίνεται αρωγός στον διαχωρισμό της μπουρζουαζίας μεταξύ της κοινωνίας και του κράτους, και το κάνει αναγνωρίζοντας και οργανώνοντας «τις δικές της δυνάμεις» ως κοινωνικές δυνάμεις» (Marx, 1964: 370). Σύμφωνα με τους (νεο)-φιλελεύθερους υπέρμαχους, τέτοιος εκδημοκρατισμός, που είναι με άλλα λόγια, η πολιτικοποίηση των εργατικών σχέσεων της κοινωνίας μέσω συνεχών κοινωνικών αγώνων, είναι συμφυής στο «σύστημα της αγοράς». Για τον Σμιθ, για παράδειγμα, ο ταξικός αγώνας πηγάζει από την απελπιστική κατάσταση των εργατών. Υποστήριξε ότι αυτός ο αγώνας εκφράζει μια ψευδή συνείδηση διότι η βελτίωση των συνθηκών εξαρτάται από την προοδευτική συσσώρευση, και έτσι καλεί το κράτος να διασφαλίσει το χαμηλό κόστος των προμηθειών (μέσω μεγαλύτερης εργασιακής παραγωγικότητας).
Οι ordo-φιλελεύθεροι επιχειρηματολογούν παρόμοια. Από την οπτική τους, η τάση αυτού που αποκαλούν προλεταριοποίηση είναι συμφυής με τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, και οδηγεί σε κοινωνική κρίση, αναταραχή και αταξία αν δεν ελεγχθεί. Ο περιορισμός της [ΣτΜ: ενν. της προλεταριοποίησης] είναι μια πολιτική αρμοδιότητα και τα μέσα του περιορισμού ποικίλλουν από την εσωτερίκευση της ανταγωνιστικότητας (Moller-Amarck, 1978), την δημιουργία μιας κοινωνίας κατόχων μετοχών (Ropke, 1949), την μετατροπή μιας προλεταριακής κοινωνίας σε μια δημοκρατία κατοχής ιδιοκτησίας (Brittan, 1984), την υπερεθνική ρύθμιση χρήματος και νόμου (Hayek, 1939/ Moller-Armack, 1971), και την πολιτική δράση ενάντια στην συλλογική οργάνωση: «αν η ελευθερία είναι να έχεις μια ευκαιρία επιβίωσης και εάν οι κανόνες διατηρούνται για να διασφαλίσουν τις ελεύθερες ατομικές αποφάσεις», το κράτος πρέπει να δράσει (Willgerodt and Peacock, 1989:6), και «οι πιο θεμελιώδεις αρχές μιας ελεύθερης κοινωνίας… ίσως θα πρέπει να θυσιαστούν προσωρινά … [για να διατηρηθεί] η ελευθερία μακροπρόθεσμα» (Hayek, 1960: 217). Πράγματι, σε καιρούς κρίσης «καμιά θυσία δεν είναι αρκετά μεγάλη για την δημοκρατία μας, όσο η προσωρινή θυσία της ίδιας της δημοκρατίας» (Rossiter, 1949: 314).
Για να επικρατήσει η δικαιοσύνη, η τάξη πρέπει να αποκατασταθεί. Ο νόμος δεν είναι εφαρμόσιμος κατά την διάρκεια κοινωνικής αναταραχής. Ο νόμος είναι επακόλουθο της τάξης, και ο κανόνας του νόμου εξαρτάται στην βία του νόμου. Είναι για αυτόν τον απλό λόγο που ο πολυθρύλητος πολίτης επίσης αντιμετωπίζεται με καχυποψία ως ένας πιθανός κίνδυνος για την ασφάλεια.

Η χρήση, λοιπόν, της «ειλικρινούς και οργανωμένης βίας» (δες Wolf, 2001) αναφέρεται στην δράση της αστυνομίας που αναλαμβάνεται για να διευκολύνει και να διατηρήσει την δικαιοσύνη, αυτόν τον πυλώνα του νόμου της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Τι είναι ένας δίκαιος μισθός; Η έννοια ενός δίκαιου μισθού προϋποθέτει ότι η εργασιακή σύμβαση γίνεται μεταξύ ίσων συναλλασσομένων, ο καθένας από τους οποίους συμβάλλεται ελεύθερα και αυτοβούλως, αναζητώντας να προωθήσει τα αντίστοιχα συμφέροντα του. Ακόμα και με αυτή την παραδοχή, η κωδικοποίηση της σχέσης μεταξύ του καπιταλιστή και του εργαζόμενου ως ίσων και ελεύθερων πολιτών διαψεύδεται από το περιεχόμενο της ανταλλαγής. Μόλις μια εργασιακή σύμβαση υπογραφεί, ο χώρος του εργοστασίου «γνέφει». Η μισθωτή σύμβαση είναι η θεμελιώδης μορφή της  αστικής ελευθερίας.- συνδέει την ισότητα με την εκμετάλλευση.

Η πολιτική οικονομία είναι πράγματι μια επιστημονική διαμάχη σχετικά με το πώς η λεία που προέρχεται από τον εργαζόμενο θα διαμοιραστεί (δες Marx, 1983: 559), και όσο περισσότερο παίρνει ο εργαζόμενος, τόσο το καλύτερο. Εκτός των άλλων, είναι η δική της κοινωνική εργασία που παράγει τον «πλούτο των εθνών», και αυτό σε ένα πλαίσιο στο οποίο «ο εργάτης ανήκει στο κεφάλαιο, πριν ακόμα πουλήσει τον εαυτό του στο κεφάλαιο» (Marx, 1983: 542). Η αισιόδοξη πρόταση, τότε, ότι ένας «μέτα-νεοφιλελεύθερος» τρόπος καπιταλιστικής ρύθμισης θα είναι αυτός της δημιουργίας θέσεων εργασίας μεταφράζει τα αιτήματα της εργατικής τάξης για την εργασία και την κοινωνική ασφάλεια σε μια πολιτική οικονομικής μεγένθυσης, με άλλα λόγια, σε άσκηση πίεσης στο κράτος να διευκολύνει την αύξηση του ρυθμού συσσώρευσης. (δες Clarke, 1991b: 200).
Η εργατική τάξη, τότε, παραμένει ένα «αντικείμενο κρατικής εξουσίας». Η δικαστική εξουσία του κράτους στέκεται πίσω από την σφετερισμό της εργασίας χωρίς ισοδύναμο από την καπιταλιστική τάξη, ενώ αποτρέπει την εργατική τάξη από τα να χρησιμοποιεί την συλλογική της δύναμη για να διεκδικήσει το δικαίωμα της στο προϊόν της εργασίας της» (Clarke, 1991b: 198). Η δικαστική εξουσία του κράτους συνεπάγεται όχι μόνο την νόμιμη αναγνώριση του κοινωνικού ατόμου ως ιδιοκτήτη περιουσίας. Συνεπάγεται επίσης την επιβολή του νόμου. Ή, όπως το έθεσε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, για τους καταπιεσμένους, «η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης»… δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας» (Benjamin, 1965:84).

Συμπέρασμα

Η εύκολη αποδοχή της καπιταλιστικής κρίσης ως ενός σημείου μετάβασης από ένα καθεστώς συσσώρευσης προς ένα νέο καθεστώς συσσώρευσης βασίζεται σε κάποια χαρακτηριστικά καπιταλιστικής ανάπτυξης τα οποία είναι αυξημένα ώστε να ορίσουν τους χαρακτήρες διαφορετικών μοντέλων καπιταλιστικής ρύθμισης (Bonefeld, 1987). Ο επιφανειακός χαρακτήρας μιας τέτοιας ανάλυσης αποτρέπει μια κατανόηση των διαρκών χαρακτηριστικών των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, ενώ η αδιαφορία της για την ιστορία είναι εντυπωσιακή.
Η ιστορία μας λέει «πόσο γρήγορα μια εποχή παγκόσμιας ευημερίας, που θεμελίωνε προοπτικές παγκόσμιας ειρήνης και διεθνούς αρμονίας, μπορεί να γίνει μια εποχή παγκόσμιας αντιπαράθεσης, με αποκορύφωμα τον πόλεμο. Αν μια τέτοια προοπτική μοιάζει απίθανη τώρα, έμοιαζε εξίσου απίθανη πριν έναν αιώνα» (Clarke, 2001: 91), και μοιάζει πιο πιθανή σήμερα παρά μόλις χτες. Η ιστορία μας λέει ότι η ανάλυση της καπιταλιστικής κρίσης – που αναγορεύεται ως καπιταλισμός της οικονομικής ανάπτυξης, δουλειάς και καταστάσεων – είναι δυνητικά βαρβαρική (Bonefeld and Holloway, 1996). Με άλλα λόγια, η αντίληψη των διαρκών αλλαγών του καπιταλιστικού καθεστώτος, εκθέτει μια συρρίκνωση της ιστορικής συνείδησης. Δικαιολογεί την λήθη.

Υποστήριξα ότι ο χαρακτήρας του νεοφιλελεύθερου κράτους δεν καθορίζεται από την σχέση του με την αγορά, αλλά με την τάξη. Επιπλέον υποστήριξα ότι το καπιταλιστικό κράτος είναι θεμελιακά ένα φιλελεύθερο κράτος. Όσο και αν κάποιος αναφέρεται σε αυτό ως νεοφιλελεύθερο, μετα-νεοφιλελεύθερο, Κευνσιανικό, Φορντικό ή μετα-φορντικό, ο σκοπός του κράτους, που είναι εγγενής στο αστικό του χαρακτήρα, «είναι να εξουσιάζει την εργατική δύναμη» (Hirsch, 1997: 47, δες επίσης Agnoli, 1990). Η παλιά καλή φράση, του κράτους ως της εκτελεστικής επιτροπής της μπουρζουαζίας συνοψίζει τα παραπάνω υπέροχα.

Σημειώσεις
1Η διάκριση που υπονοεί ο Αλτβάτερ μεταξύ του καλού καπιταλισμού της παραγωγής και του κακού καπιταλισμού του παρασιτικού κέρδους είναι ατυχής. Μία τέτοια διάκριση αποτυγχάνει να συλλάβει την ιδέα του καπιταλισμού. Εξίσου ατυχής είναι η μυθολογιοποίηση της «Θατσερικής Βρετανίας». Πάνω στην μαστισμένη από την κρίση σύνδεση μεταξύ της παραγωγικής συσσώρευσης και της νομισματικής συσσώρευσης,  βλέπε Μπόουνφελντ (1993).

2Ο ordo-φιλελευθερισμός αναπτύχθηκε στην Γερμανία κατά την διάρκεια της κρίσης της Βαϊμάρης, από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 και μετά. Υποστήριξε ότι η ελεύθερη οικονομία απαιτούσε ένα ισχυρό κράτος για την «διευκόλυνση» και προστασία της. Ο Χάγιεκ ενώθηκε με τους ordo-φιλελεύθερους μετά την ήττα του Ναζισμού. Ο ordo-φιλελευθερισμός, ή η Σχολή του Φράιμπουργκ όπως αποκαλέστηκε αργότερα, έθεσε τις βάσεις για τον νεοφιλελευθερισμό. Βλέπε Χάζελμπαχ (1991), και Μπόουνφελντ (2006a).
3Αυτές κυμαίνονται από το κραχ του 1987 μέχρι την βαθειά ύφεση στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μέχρι τις Ευρωπαϊκές συναλλαγματικές κρίσεις του 1992 και 1993, την Μεξικάνικη κρίση του 1994, την κρίση της Ανατολικής Ασίας το 1997, την Ρώσικη κρίση του 1998, την Βραζιλιάνικη κρίση του 1999, και την κρίση της Αργεντινής το 2001. Η περίοδος μεταξύ του 2001 και του 2007 ήταν μία περίοδος στρατιωτικής δαπάνης, ένα βουνό ιδιωτικού και δημόσιου χρέους, πολέμου, βασανιστηρίων, και φτώχειας. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, ο εξωφρενικός βαθμός συσσώρευσης της Κίνας εγγυήθηκε την τεράστια συσσώρευση ισχυρισμών περί μελλοντικής απόσπασης αξίας στο παρόν (πάνω στην σχέση μεταξύ πίστωσης και αξίας, βλέπε Μπόουνφελντ και Χόλοουγεϊ, 1996).
4Πάνω στην ιστορία αυτής της απαίτησης στο ευρύτερο πλαίσιο του πρώιμου δημόσιου διαλόγου της CSE πάνω στο κράτος, βλέπε Μπόουνφελντ (2008). Ο Σάιμον Κλαρκ επεξεργάστηκε τον διάλογο, με μία σημαντική εισαγωγή στο Κλαρκ (1991a).
 
5Η δύναμη αυτής της ηθικής προσταγής είναι, για παράδειγμα, εμφανής σε αυτό που ο Radice (2000) κριτίκαρε ως «προοδευτικό εθνικισμό». Αυτός ο εθνικισμός διαχωρίζει το «υγιές εθνικό αίσθημα από τον παθολογικό εθνικισμό. [Αυτό είναι σχεδόν τόσο ιδεολογικό] όσο το να πιστεύει κανείς στην φυσιολογική άποψη σε σχέση με την παθολογική άποψη. Η δυναμική που οδηγεί από το υποτιθέμενο υγιές εθνικό αίσθημα στην υπερτιμημένη κατάχρηση είναι ασταμάτητη, επειδή το ψέμα της εδράζεται στην πράξη του ατόμου να αναγνωρίζει τον εαυτό του σύμφωνα με τον ανορθολογικό δεσμό φύσης και κοινωνίας στον οποίο κατά τύχη βρίσκεται. (Adorno, 1998: 118). Δες επίσης Bonefeld (2006b).     
 
6Η φράση «οικονομία της κοινωνικής αγοράς» είναι ασαφής. Σημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικούς ανθρώπους. Στην νεοφιλελεύθερη καταγωγή της, η κοινωνική πλευρά της οικονομίας της αγοράς σήμαινε «μια ειλικρινή απόφαση» για την ελεύθερη αγορά. Η αναφορά του Μπάλογκ (1950: 5) στην οικονομία της κοινωνικής αγοράς είναι λακωνική. Σημαίνει «σχεδιασμός σύμφωνα με  τον μηχανισμό των ελεύθερων τιμών».  
7Και η οποία άρα δεν υπερβαίνει την κλασσική πολιτική οικονομία (δες Bonefeld, 1992, 2003).
8Δες επίσης Agnoli (2002) και Radice (2001).
9. Όπως το έθεσε αξέχαστα ο Hennis, «ο εκδημοκρατισμός της κοινωνίας είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της δημοκρατίας» (στο Agnoli, 1990: 136, n. 7).

References
Adorno T (1998) Critical Models: Interventions and Catchwords. New York: Columbia University Press.
Agnoli J (1990) Faschismus ohne Revision. Freiburg: Ηa Ira.
Agnoli J (2002) Emancipation: Paths and goals. In Bonefeld W, Tischler S (eds.) What is to be Done? Aldershot: Ashgate.
Altvater E (2009) Postliberalism or postcapitalism? Development Dialogue 51.
Balogh T (1950) An Experiment in ‘Planning’ by the ‘Free’ Price Mechanism. Oxford: Basil Blackwell.
Benjamin W (1965) Geschichtsphilosphische Thesen. In Zur Kritik der Gewalt und andere Aufsätze. Frankfurt: Suhrkamp.
Benjamin W (1983) Das Passagen-Werk. Frankfurt: Suhrkamp.
Bonefeld W (1987) Reformulation of state theory. Capital & Class 33.
Bonefeld W (1992) Social constitution and the form of the capitalist state. In Bonefeld W, Gunn R,Psychopedis K (eds.) Open Marxism, Vol. 1. London: Pluto.
Bonefeld W (1993) The Recomposition of the British State. Aldershot: Dartmouth.
Bonefeld W (2000) The spectre of globalisation. In Bonefeld W, Psychopedis K (eds.) The Politics of Change. London: Palgrave.
Bonefeld W (2003) The capitalist state: Illusion and critique. In Bonefeld W (ed.) Revolutionary Writing: Common Sense Essays on Post-Political Politics. New York: Autonomedia.
Bonefeld W (2006a) Democracy and dictatorship. Critique: Journal of Socialist Thought 34/3.
Bonefeld W (2006b) Anti-globalization and the question of socialism. Critique: Journal of Socialist Thought 34/1.
Bonefeld W (2008) Global capital, national state and the international. Critique: Journal of Socialist Thought 36/1.
Bonefeld W, Holloway J (1996) Money and class struggle. In Bonefeld W, Holloway J (eds.) Global Capital, National State and the Politics of Money. London: Palgrave.
Brandt U, Sekler N (2009) Postneoliberalism: Catch-word or valuable analytical and political concept? Aims of a beginning debate. Development Dialogue 51.
Brittan S (1984) The politics and economics of privatisation. Political Quarterly 55/2.
Cecena AE (2009) Postneoliberalism and its bifurcations. Development Dialogue 51.
Clarke S (1988) Keynesianism, Monetarism and the Crisis of the State. Aldershot: Edward Elgar.
Clarke S (ed.) (1991a) The State Debate. London: Palgrave.
Clarke S (1991b) State, class struggle and the reproduction of capital. In Clarke S (ed.) The State Debate London: Palgrave.
Clarke S (1992) The global accumulation of capital and the periodisation of the capitalist state form. In Bonefeld W, Gunn R, Psychopedis K (eds.) Open Marxism, Vol.1: Dialectics and History. London: Pluto.
Clarke S (2001) Class struggle and the global overaccumulation of capital. In Albritton R, et al. (eds.) Phases of Capitalist Development. London: Palgrave.
Friedman M (1962) Capitalism and Freedom. Chicago: University of Chicago Press.
George S (1988) A Fate Worse Than Debt. London: Penguin.
Glyn A (2006) Capitalism Unleashed. Oxford: Oxford University Press.
Haselbach D (1991) Autoritärerer Liberalismus und Soziale Marktwirschaft. Baden-Baden: Nomos.
Hayek F (1939) The economic conditions of interstate federalism. In Hayek F (1949) Individualism and Economic Order. London: Routledge and Kegan Paul.
Hayek F (1960) The Constitution of Liberty. London: Routledge.
Hayek F (1976) The Road to Serfdom. London: Routledge.
Hegel G (1967) Philosophy of Right, trans. Knox TM. Oxford: Clarendon Press.
Hirsch J (1987) Globalization of capital nation-states and democracy. Studies in Political Economy 54.
Madgoff H, Foster JB, Mcchesney RW, Sweezy P (2002) The new face of capitalism: Slow growth, excess capital, and the mountain of debt. Monthly Review 53/11.
Mandel E (1987) Die Krise. Hamburg: Konkret.
Marx K (1964 [1844]) Zur Judenfrage. In Marx Engels Werke 1. Berlin: Dietz.
Marx K (1981 [1859]) Zur Kritik der politischen Ökonomie. In Marx Engels Werke 13. Berlin: Dietz.
Marx K (1983 [1867]) Capital, Vol. 1. London: Lawrence & Wishart.
Mόller-Armack A (1971) Stabilität in Europa: Strategien und Institutionen für eine europäische Stabilitätsgemeinschaft. Dόsseldorf: Econ Verlag.
Mόller-Armack A (1978) The social market economy as an economic and social order. Review of Social Economy 36/3.
Nicholls A (1984) The other Germans: The neo-liberals. In Bullen RJ, Pogge von Strandmann H, Polonsky AB (eds.) Ideas into Politics: Aspects of European Politics, 1880–1950. London: Croom Helm.
Radice H (2000) Responses to globalization: A critique of progressive nationalism. New Political Economy 5/1.
Radice H (2001) Globalization, labour and socialist renewal. Capital & Class 75.
Robertson W (1890 [1812]) Works, Vol 2. Edinburgh: Thomas Nelson.
Ropke W (1949) Civitas Humana. London: William Hodge.
Rossiter CL (1948) Constitutional Dictatorship: Crisis Government in the Modern Democracies. Princeton: Princeton University Press.
Rόstow A (1942) General social laws of the economic disintegration and possibilities of reconstruction. Afterword to Ropke W, International Economic Disintegration. London: W. Hodge.
Rόstow A (1963) Rede und Antwort. Ludwigsburg: Hoch.
Smith A (1976a [1776]) The Wealth of Nations. Oxford: Oxford University Press.
Smith A (1976b [1759]) The Theory of Moral Sentiments. Oxford: Oxford University Press.
Smith A (1978 [1763]) Lectures on Jurisprudence. Oxford: Oxford University Press.
Soros G (2003) Burst the bubble of U.S. supremacy. Miami Herald, international edition, 13 March 2003.
Willgerod W, Peacock A (1989) German liberalism and economic revival. In Peacock A, W Willgerod (eds.) German Neoliberals and the Social Market Economy. London: Macmillan.
Wolf M (2001) The need for a new imperialism. Financial Times, 10 October 2001.

Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Τ. Φωτόπουλος-Το πραγματικό (και κρίσιμο) διακύβευμα των εκλογών

ΤΑΚΗΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos


Οι επικείμενες εκλογές δεν είναι απλά οι πιο κρίσιμες στην μεταπολίτευση, αλλά, θα μπορούσε βάσιμα να υποστηριχθεί, και για όλη τη μεταπολεμική Ιστορία της Χώρας. Ο βαθμός όμως κρισιμότητας των εκλογών είναι απόλυτη συνάρτηση του ποιο θεωρούμε ότι είναι το διακύβευμά τους. Και αυτό, κάθε άλλο παρά σαφές είναι, εφόσον άλλο σχεδόν είναι το διακύβευμα αυτό για κάθε εκλογική παράταξη—αν περιοριστούμε μόνο σε αυτές αρχικά και δεν αναφερθούμε και στις παρατάξεις που δεν μετέχουν στις εκλογές και συνιστούν αποχή.

Φυσικά, το ποιο είναι το διακύβευμα για τον λαό είναι βασικά ταξικό θέμα και, στην πραγματικότητα το διακύβευμα που υιοθετεί η κάθε παράταξη είναι επίσης ταξικό, έστω και αν επιμελώς το αποκρύβει τόσο η παράταξη όσο και τα ΜΜΕ που την στηρίζουν, ώστε να παρασύρουν και τμήματα του εκλογικού σώματος να στηρίξουν παρατάξεις που δεν εκπροσωπούν το ταξικό τους συμφέρον. Αυτή άλλωστε είναι η πεμπτουσία της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» όπου, ενώ υπάρχουν σαφείς ταξικές διαιρέσεις στη κοινωνία, οι διαιρέσεις αυτές αγνοούνται για χάρη δήθεν ενός ‘γενικού συμφέροντος’ που στην πραγματικότητα όμως, και ιδιαίτερα σε μια κρίση καταστροφική σαν τη σημερινή, είναι απλά προϊόν φαντασίας ή θα έλεγα μέσο εξαπάτησης για την υφαρπαγή της λαϊκής ψήφου, εφόσον βέβαια η ύπαρξη ταξικών συμφερόντων δεν επιτρέπει την οποιαδήποτε αναγωγή σε γενικό συμφέρον, τουλάχιστον για θέματα που αφορούν την οικονομική σφαίρα. Γι’ αυτό άλλωστε και μια πραγματική δημοκρατία, όπως η Περιεκτική Δημοκρατία (ΠΔ) που υποστηρίζουμε, δεν αρκεί να είναι άμεση δημοκρατία, όπως εκ του πονηρού υποστηρίζουν διάφοροι «ελευθεριακοί». Άμεση δημοκρατία χωρίς οικονομική δημοκρατία με την έννοια της εξασφάλισης της οικονομικής ισότητας μεταξύ όλων των πολιτών, δηλαδή χωρίς τη κατάργηση των ταξικών διαιρέσεων, που αποτελεί το θεμέλιο μιας πραγματικής δημοκρατίας, είναι μια απλή απάτη.

Για τα κόμματα εξουσίας (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ), που προφανώς αποτελούν τους κύριους εκφραστές όχι μόνο της εγχώριας οικονομικής ελίτ αλλά και της υπερεθνικής ελίτ (μέσω της τρόικας η οποία εκπροσωπεί τόσο το Ευρωπαϊκό τμήμα της όσο και το υπερατλαντικό) το διακύβευμα, είτε το λένε ρητά είτε όχι, είναι : «Ευρώ ή δραχμή». Με άλλα λόγια, παίρνοντας δεδομένες τις δανειακές συμβάσεις και μνημόνια, για τα οποία έχουν δεσμευτεί οι ηγεσίες τους ακόμη και εγγράφως, το δίλημμα που θέτουν , κυρίως στους νοικοκυραίους μικροαστούς που αποτελούν σήμερα—μετά τη δραστική συρρίκνωση της μεσαίας αστικής τάξης που θα δούμε στη συνέχεια— την κύρια εκλογική πελατεία τους, είναι: συνέχιση της σταθερότητας, έστω μέσα στην αυξανόμενη φτωχοποίησή τους, ή «το χάος που (υποτίθεται) θα φέρει η δραχμή.» Φυσικά, η εγχώρια ελίτ και τα ανώτερα στρώματα της αστικής τάξης, των οποίων τα συμφέροντα υποστηρίζουν πραγματικά τα κόμματα εξουσίας, όχι μόνο δεν έχουν υποστεί την παραμικρή ζημιά από την καταστροφική κρίση αλλά αντίθετα ωφελούνται από αυτή, ιδιαίτερα σε μια χώρα όπως η Ελλάδα όπου η φοροδιαφυγή των προνομιούχων στρωμάτων είναι πολύ σημαντικότερη από αυτή των αντίστοιχων στρωμάτων σε χώρες του καπιταλιστικού κέντρου. Αρκεί μια βόλτα στα βόρεια προάστια της Αθήνας καθώς και στις αυξανόμενες γεωμετρικά φτωχογειτονιές της για να δει κανείς από κοντά τους «δύο κόσμους» στη σημερινή Ελλάδα[1].

Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά αμφιβολία ότι για τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα και τις εγχώριες ελίτ το Ευρώ αποτελεί μονόδρομο. Όμως, για τις Ευρωπαϊκές ελίτ η Ελλάδα ήδη θεωρείται «βαρίδι» μέσα στην Ευρωζώνη, και ενώ βέβαια δεν διανοούνται τη χώρα έξω από την ΕΕ, ώστε να είναι εξασφαλισμένη η ενσωμάτωσή της στην διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς που συνεπάγεται την προσφορά φθηνού εργατικού δυναμικού και προπαντός του κοινωνικού της πλούτου σε τιμή ευκαιρίας, εντούτοις, μέσο-μακροπρόθεσμα την προτιμούν έξω από το Ευρώ, ώστε να αποφευχθούν τα συνεχή προβλήματα στη σταθερότητα του νομίσματος που δημιουργεί η παραμονή της σε αυτό, όπως άλλωστε και άλλων περιφερειακών χωρών της Ευρώπης (Πορτογαλία, Ισπανία κ.ά.). Απλά, δηλαδή, βραχυπρόθεσμα συμπίπτουν τα συμφέροντα ντόπιων και ξένων ελίτ στην παραμονή της Ελλάδος στην Ευρωζώνη, ακόμη και αν αυτό σημαίνει την φτωχοποίηση της πλειοψηφίας του πληθυσμού της.

Όμως, αν αυτό είναι το διακύβευμα των εκλογών για τις ελίτ και τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, αυτό δεν ισχύει πια για την ιδιότυπη Ελληνική μεσαία τάξη. Ιδιότυπη, γιατί η μεσαία τάξη στην Ελλάδα είχε την ιδιαιτερότητα (όπως άλλωστε και σε πολλές άλλες χώρες της περιφέρειας και ημιπεριφέρειας) ότι ανήκει βασικά στον δημόσιο τομέα. Και αυτό, διότι η στρεβλή ανάπτυξη μιας χώρας στην περιφέρεια που ανοίγει και απελευθερώνει τις αγορές της, όπως υποχρεώθηκε να κάνει η Ελλάδα από τη στιγμή που εντάχθηκε στην ΕΕ, οδηγεί στην αποδιάρθρωση μιας κατά κανόνα δασμοβίωτης βιομηχανίας και μιας μη ανταγωνιστικής γεωργίας. Γεγονός που αναπόφευκτα οδηγεί τους νέους που αδυνατούν να απορροφηθούν από τον ιδιωτικό τομέα είτε στη μετανάστευση (όπως έγινε μαζικά τη δεκαετία του 60), είτε στο δημόσιο τομέα. Δηλαδή, η ραγδαία μεγέθυνση του δημοσίου τομέα στη μεταπολίτευση ήταν αναγκαία συνέπεια της εισαγωγής ενός εξωστρεφούς οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης σε μια μη ανταγωνιστική παραγωγική δομή— μολονότι βέβαια τα θεμέλια γι’ αυτή την εξαρτημένη ανάπτυξη είχαν τεθεί από την αρχή της μεταπολεμικής περιόδου.[2] Η διαδικασία όμως αυτή χρησιμοποιήθηκε φυσικά από τα κόμματα εξουσίας για να παράγουν και αναπαράγουν την εκλογική πελατεία τους, με αντίστοιχη επέκταση του δανεισμού, εφόσον τα δημόσια έσοδα λόγω της πελώριας φοροδιαφυγής και παραοικονομίας ήταν πάντα εντελώς ανεπαρκή σε σχέση με τις δημόσιες δαπάνες—γεγονός που τελικά οδήγησε στη σημερινή κρίση. Από τη στιγμή όμως που η κρίση λόγω της έκρηξης του δημοσίου Χρέους (που ήταν βέβαια μόνο το σύμπτωμα και όχι η αιτία της κρίσης) οδήγησε στη σημερινή μετατροπή της Ελλάδος σε τυπικό σχεδόν προτεκτοράτο της ΕΕ,[3] η απόφαση για παραμονή στην Ευρωζώνη αναπόφευκτα συνεπαγόταν τον σημερινό «μονόδρομο» και τη συνακόλουθη καταστροφή της κρατικοδίαιτης μεσαίας τάξης.

Είναι όμως ακριβώς αυτή η διάσπαση του «ταξικού μετώπου εξουσίας», που στήριζε σε ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο τα κόμματα εξουσίας, το γεγονός που οδηγεί σε πιθανή μόνιμη πολιτική αστάθεια. Και αυτό, γιατί όσο καιρό τα κόμματα αυτά συγκέντρωναν, εκτός από τις ψήφους των προνομιούχων στρωμάτων (που δεν ξεπερνούν το 20% του εκλογικού σώματος) και τις ψήφους της μεσαίας τάξης, μαζί με αυτές των μικροαστών, μπορούσαν και επιτύγχαναν συντριπτική πλειοψηφία που ξεπερνούσε συνήθως το 75% του συνόλου. Δεδομένου όμως ότι τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα ελέγχουν απόλυτα τα επίσημα ΜΜΕ, και έμμεσα ακόμη και κάποια από τα εναλλακτικά, έχουν τη δύναμη να καθορίζουν την εκλογική ατζέντα και να αποπροσανατολίζουν ακόμη και κοινωνικά στρώματα από εκείνα που ιδιαίτερα υποφέρουν σήμερα, και είναι σίγουρο ότι θα υποστούν για δεκαετίες, ακόμη χειρότερες συνέπειες από την Βουλγαροποίηση των εισοδημάτων και την Κινεζοποίηση των εργασιακών σχέσεων, καθώς και το ξεπούλημα του κοινωνικού πλούτου της χώρας που επιβάλλει η τρόικα. Και υπάρχουν πολλοί τρόποι να αποπροσανατολίσουν τα λαϊκά στρώματα προσελκύοντας πάλι ψήφους από τους μικροαστούς, τους αυτο-απασχολούμενους κ.λπ.: από την ανάδειξη της μετανάστευσης στην Ελλάδα ως βασικής αιτίας της κρίσης, καλλιεργώντας στη διαδικασία και ρατσιστικές τάσεις, μέχρι την ανακήρυξη της διαφθοράς ως του κύριου στοιχείου της κρίσης, που υποτίθεται θα πατάξει τώρα η ελίτ με τη δίωξη παροπλισμένων πολιτικών τύπου Τσοχατζόπουλου ή κάποιων παρόμοιων ακίνδυνων πολιτικάντηδων στο μέλλον!

Είναι φανερό επομένως ότι ακόμη και αν το διακύβευμα των εκλογών ήταν μόνο «Ευρώ ή δραχμή», όπως το παρουσιάζουν τα κόμματα εξουσίας, τα ΜΜΕ κ.λπ. πάλι θα ήταν σημαντικές οι εκλογές αυτές, για τους λόγους που ανέπτυξα. Όμως οι εκλογές είναι κρίσιμες (από τη μεριά πάντα των ελίτ) και για ένα άλλο βασικό λόγο: ότι μόνο εάν σχηματιστεί κυβέρνηση που θα συνεχίσει τις πολιτικές του μονόδρομου, έστω και με κάποιες επουσιώδεις τροποποιήσεις των δανειακών συμβάσεων για να στηρίξουν τη νέα δανειακή κυβέρνηση και τα δεκανίκια του συστήματος στην Αριστερά (ΔΗΜΑΡ, Κοινωνική Συμμαχία, Οικολόγοι-Πράσινοι κ.λπ.) και στην δεξιά (ΛΑΟΣ κ.ά.) θα νομιμοποιηθεί τουλάχιστον εκ των υστέρων το συστημικό έγκλημα που διαπράχθηκε με τις δανειακές συμβάσεις, οι οποίες όχι μόνο οδηγούν στη μόνιμη φτωχοποίηση της πλειοψηφίας του λαού και στην κατάργηση κάθε εθνικής και οικονομικής κυριαρχίας, αλλά και στο ξεπούλημα του κοινωνικού πλούτου της χώρας. Και είναι γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο που όσοι προτείνουν αποχή ειδικά για αυτές τις εκλογές λειτουργούν αντικειμενικά σαν συστημικά όργανα. Είναι δηλαδή ένα πράγμα να μην μετέχεις γενικά στις κοινοβουλευτικές εκλογές γιατί δεν δέχεσαι την κοινοβουλευτική «δημοκρατία», όπως είναι άλλωστε και η θέση της ΠΔ , και εντελώς άλλο να μην μετέχεις ειδικά στις συγκεκριμένες εκλογές, ακόμη και αν το διακύβευμα τους ήταν μόνο αυτό που περιέγραψα, εφόσον η συγκεκριμένη αποχή, στη πράξη, σημαίνει τη «νομιμοποίηση» του συστημικού εγκλήματος. Φυσικά, δεν μπορεί κανένας να ισχυριστεί ότι αυτοί που δεν ψηφίζουν ποτέ για λόγους αρχής θα λειτουργήσουν αντικειμενικά σαν συστημικά όργανα αν απόσχουν πάλι, και απόκειται στη συνείδηση τους η απόφαση για το εάν η κρισιμότητα των επικείμενων εκλογών δικαιολογεί την παραβίαση των αρχών τους ή όχι.

Όμως, το διακύβευμα των εκλογών αυτών είναι ακόμη κρισιμότερο από τη μεριά του Λαού. Στην πραγματικότητα, το διακύβευμα δεν είναι καν απλά, «Ευρώ ή δραχμή», αλλά «ΕΕ ή αυτοδύναμη οικονομία». Και η διαφορά μεταξύ των δύο είναι καθοριστική. Και αυτό, διότι το πρώτο, για τα λαϊκά στρώματα, είναι ένα ψευτοδίλημμα εφόσον είτε παραμείνουμε στην Ευρωζώνη είτε όχι, από τη στιγμή που συνεχίσουμε να παραμένουμε στην ΕΕ, όλες οι αιτίες που δημιούργησαν το Χρέος και την κρίση εξακολουθούν να παραμένουν και μάλιστα σε απείρως χειρότερες συνθήκες για τα λαϊκά στρώματα. Ακόμη και όλο το Χρέος να μας χάριζαν οι ελίτ, σε μερικά χρόνια θα είχαμε νέο δυσβάστακτο χρέος όσο η παραγωγική δομή της χώρας παραμένει μη ανταγωνιστική. Και η ανταγωνιστικότητα δεν εξαρτάται απλά από το επίπεδο τιμών και μισθών, όπως βολεύει να λένε οι ελίτ και τα ΜΜΕ που ελέγχουν, αλλά και από την παραγωγικότητα, δηλαδή από τις επενδύσεις στην παραγωγική δομή. Όμως, το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο ποτέ δεν πραγματοποίησε τις απαιτούμενες παραγωγικές επενδύσεις στη μεταπολεμική περίοδο[4] και φυσικά δεν πρόκειται να το κάνει ούτε στο μέλλον, ακόμη και αν Κινεζοποιηθεί όλο το εργατικό δυναμικό μας (από άποψη εργασιακών συνθηκών), εφόσον η Ελλάδα δεν έχει τη παραγωγική υποδομή που είχε δημιουργήσει στη Κίνα η κομουνιστική επανάσταση. Με άλλα λόγια, στη σημερινή διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς οι χώρες στην περιφέρεια/ ημιπεριφέρεια είναι καταδικασμένες να χάσουν κάθε ίχνος οικονομικής και εθνικής κυριαρχίας και οι λαοί τους, πέρα από τις ελίτ και κάποια προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, είναι καταδικασμένοι στη φτώχεια, τον εργασιακό Μεσαίωνα και την περιστασιακή ή μερική απασχόληση, ή εναλλακτικά τη μετανάστευση, όταν ανακάμψουν οι χώρες του κέντρου. Η συνθήκη άλλωστε του Μάαστριχτ και αυτές που την ακολούθησαν ακριβώς θεσμοποίησαν τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία αυτών των συνθηκών.

Αυτό σημαίνει ότι αν δεν δημιουργηθούν οι δυνάμεις για ένα Μέτωπο[5] με στόχο την άμεση μονομερή έξοδο από την ΕΕ και την οικονομική αυτοδυναμία που θα θέσει και τις βάσεις για μια οικονομία πραγματικά ελεγχόμενη από τον Λαό και όχι από τις ελίτ, με μορφή την οποία θα αποφασίσει ο λαός σε ένα δεύτερο στάδιο, τότε η οριστική οικονομική καταστροφή των λαϊκών στρωμάτων που θα σημάνει η νομιμοποίηση του συστημικού εγκλήματος θα είναι μη αναστρέψιμη. Επομένως δεν αρκεί να καταψηφιστούν τα κόμματα εξουσίας και τα δεκανίκια τους.

Όμως, εδώ θα πρέπει να κάνουμε τη σημαντική διάκριση μεταξύ συστημικών και μη συστημικών κομμάτων και παρατάξεων, μια θεμελιακή διάκριση που είναι ιδιαίτερα σημαντική στις εκλογές αυτές, όπου, σε σημαντικό βαθμό, κρίνεται η μακροπρόθεσμη επιβίωση του συστήματος της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στον τόπο μας, και όχι απλά το αν θα επικρατήσουν μνημονιακές ή αντιμνημονιακές δυνάμεις οπως ισχυρίζεται η ρεφορμιστική «Αριστερά» —επιλογή που αποτελεί άλλη μια φενάκη. Και αυτό, διότι στην πραγματικότητα κανένα κόμμα δεν μπορεί να εφαρμόσει στην εξουσία πραγματικά διαφορετικές πολιτικές από αυτές που δεσμεύθηκαν να εφαρμόσουν τα κόμματα εξουσίας, εφόσον δεν επιτύχει πρώτα την μονομερή έξοδο, όχι απλά από την Ευρωζώνη, όπως παραπλανητικά υποστηρίζει ένα τμήμα της δήθεν αντισυστημικής Αριστεράς (π.χ. ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΕΛΕ κ.λπ.), αλλά από την ίδια την ΕΕ, και ό,τι αυτό συνεπάγεται από άποψη συμπληρωματικών πολιτικών[6]. Άλλωστε έξω από την Ευρωζώνη μπορεί να βρεθούμε έτσι και αλλιώς σύντομα χάρη σε απόφαση των ελίτ, όπως ανέφερα παραπάνω, όπως άλλωστε είχαμε και «κούρεμα του Χρέους» από τις ίδιες ελίτ (άλλο παλαιότερο αίτημα της ίδιας Αριστεράς!). Και τα ίδια βέβαια ισχύουν και για την «πατριωτική» Αριστερά (ΕΠΑΜ κ.λπ.) που επίσης δεν θέτει θέμα εξόδου από την ΕΕ. Και, φυσικά, έξοδος από την ΕΕ δεν σημαίνει έξοδο από την Ευρώπη, όπως υποστηρίζουν οι λακέδες του κεφαλαίου επαγγελματίες πολιτικοί, αλλά απλά έξοδο από την Ευρώπη των ελίτ, για μια νέα Ευρώπη των Λαών.

Είναι δηλαδή η θέση ενός κόμματος ή οργάνωσης απέναντι στην ίδια την ένταξη της χώρας στην ΕΕ, (που είναι το κύριο μέσο για την ενσωμάτωσή της στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς), αυτό που καθορίζει αποφασιστικά την ενσωμάτωση ενός κόμματος ή οργάνωσης στις συστημικές δυνάμεις ή όχι. Η μη θέση επομένως θέματος άμεσης εξόδου από την ΕΕ, με στόχο τη δημιουργία των βάσεων οικονομικής αυτοδυναμίας (που είναι ο μόνος τρόπος απεμπλοκής μας από την νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση), τη στιγμή που βλέπουμε να συντελείται μπροστά στα μάτια μας η εντεινόμενη εξαθλίωση της πλειοψηφίας του λαού και η μετατροπή της χώρας σε μόνιμο προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ, είναι αυτόχρημα εγκληματική, και έτσι θα κριθεί από την Ιστορία.-

* Το άρθρο αυτό αποτελεί προδημοσίευση του υπό έκδοση ειδικού τεύχους του περιοδικού Περιεκτική Δημοκρατία (κυκλοφορεί τέλος Απριλίου)

[1] Rupert Neate, “Crisis, what crisis? In Greece’s Chelsea they are still enjoying a life of luxury”, The Observer, 11/3/2012

[2] βλ. Τάκης Φωτόπουλος, Εξαρτημένη Ανάπτυξη: η Ελληνική περίπτωση, (Εξάντας, 1987)

[3] Τάκης Φωτόπουλος, Η Ελλάδα ως προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ, (Γόρδιος, Νοέμβρης 2010)

[4] Εξαρτημένη Ανάπτυξη, ο.π. κεφ. Γ3

[5] Δίκτυο για την Περιεκτική Δημοκρατία, Έκκληση για ένα νεο Μέτωπο Κοινωνικής και εθνικής απελευθέρωσης, (Νοέμβρης 2011) http://www.inclusivedemocracy.org/brochures/2011.11.13__neo_ethniko_koinoniko_metopo_extented.html

[6] στο ίδιο