ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ - ΠΑΙΔΕΙΑ


     ΦΡΑΓΚΟΣ ΠΑΥΛΟΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Πολύ λίγες λέξεις έχουν γίνει αντικείμενο τόσης κατάχρησης όσο η λέξη «δημοκρατία». Ο συνήθης τρόπος με τον διαστρεβλώνεται η έννοια της δημοκρατίας είναι με το να συγχέεται το σύστημα της αντιπροσωπευτικής  «δημοκρατίας» με την ίδια τη δημοκρατία, ανάγοντας την δημοκρατία σε είδος διακυβέρνησης[1]. Επιπλέον, η σύγχρονη πρακτική της προσθήκης διάφορων επιθετικών προσδιορισμών στον όρο δημοκρατία προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση και δημιουργεί την εντύπωση της ύπαρξης πολλών μορφών δημοκρατίας. Έτσι, φιλελεύθεροι αναφέρονται στη «σύγχρονη», «αντιπροσωπευτική» ή «κοινοβουλευτική» δημοκρατία, σοσιαλδημοκράτες  μιλούν για την «οικονομική», «κοινωνική» ή «βιομηχανική» δημοκρατία και, τέλος οι λενινιστές μιλούσαν για την «σοβιετική» δημοκρατία και, αργότερα για να περιγράψουν τις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», μιλούσαν για «λαϊκές δημοκρατίες».

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η περιεκτική δημοκρατία είναι μια νέα αντίληψη της δημοκρατίας  η οποία, χρησιμοποιώντας σαν αφετηρία τον κλασικό ορισμό της δημοκρατίας (δηλαδή το δικαίωμα των ανθρώπων να αυτοκυβερνούνται), ανασυνθέτει την έννοια της δημοκρατίας ως άμεση πολιτική δημοκρατία, οικονομική δημοκρατία (πέρα από τα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς και του κρατικού σχεδιασμού), δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο και οικολογική δημοκρατία[2]. Εν συντομία, η περιεκτική δημοκρατία είναι μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης που επανενσωματώνει την οικονομία στην κοινωνία και την πολιτεία στη φύση.
Το νόημα που δίδεται στη δημοκρατία εξαρτάται ουσιαστικά από την έννοια της ελευθερίας και της αυτονομίας. Ένα χρήσιμο σημείο για να ορίσουμε την ελευθερία είναι η διάκριση που εισήγαγε ο Berlin[3] μεταξύ «αρνητικής» και «θετικής» έννοιας της ελευθερίας. Η πρώτη αναφέρεται στην απουσία περιορισμών κατά την άσκηση της ελευθερίας του ατόμου (ελευθερία από), ενώ η δεύτερη αναφέρεται στη δυνατότητα του ατόμου να συμμετέχει στη διακυβέρνηση της κοινωνίας του, τον αυτό-καθορισμό (ελευθερία να). Σχηματικά θα λέγαμε ότι η αρνητική ελευθερία υιοθετήθηκε από τους φιλελεύθερους ενώ η θετική έννοια χρησιμοποιήθηκε από τους σοσιαλιστές.
  'Έτσι, η αρνητική έννοια της ελευθερίας αναπτύχθηκε από φιλελεύθερους φιλοσόφους όπως οι Thomas Hobbes, Jeremy Bentham, John Stuart Mill κ.ά., οι οποίοι προσπάθησαν κυρίως να καθιερώσουν κριτήρια για τον καθορισμό των ορίων της κρατικής δραστηριότητας. Στη φιλελεύθερη φιλοσοφία, οι πολίτες είναι ελεύθεροι, στο βαθμό που δεν περιορίζονται από νόμους και κανονισμούς. Είναι επομένως φανερό ότι η φιλελεύθερη έννοια της ελευθερίας παίρνει δεδομένες τις σχέσεις εξουσίας που συνεπάγονται το κράτος και η αγορά,, εφόσον είναι «νόμιμες». Με άλλα λόγια, η φιλελεύθερη έννοια της ελευθερίας προϋποθέτει το χωρισμό του κράτους από την κοινωνία, πράγμα που σημαίνει ότι και η αντίληψη που υιοθετεί για τη δημοκρατία είναι επίσης «κρατικιστική».
Ο καλύτερος τρόπος να ορίσουμε την ελευθερία θα ήταν να την εκφράσουμε με όρους ατομικής και συλλογικής αυτονομίας Ο όρος αυτονομία προέρχεται από την λέξη αυτο-νόμος που σημαίνει ο διοικούμενος με δικούς του νόμους, που σύμφωνα με τον Καστοριάδη αποτελεί, «ένα νέο είδος μέσα σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία: έναν τύπο όντος που δίνει στον εαυτό του ανακλαστικά (reflectively) τους νόμους της ύπαρξής του»[4]. Και συνεχίζει: «0ι Πόλεις - ή τουλάχιστον η Αθήνα, για την οποία έχουμε τις περισσότερες πληροφορίες - αδιάκοπα αμφισβητούν τους θεσμούς τους ... σε μια κίνηση ρητής αυτο- θέσμισης. Το θεμελιακό νόημα της ρητής αυτο-θέσμισης είναι η αυτονομία: οι ίδιοι θεσμοθετούμε ... η κοινότητα των πολιτών, ο δήμος, διακηρύσσει ότι είναι απόλυτα κυρίαρχος (αυτόνομος, αυτόδικος, αυτοτελής,).»
Είναι επομένως φανερό ότι σ' αυτή την αντίληψη της αυτονομίας, η αυτόνομη κοινωνία είναι αδιανόητη χωρίς αυτόνομα άτομα και αντιστρόφως. Και αυτό διότι εάν αποκλείσουμε τη συγκέντρωση εξουσίας και την επιτομή της, τότε κανένα άτομο δεν είναι αυτόνομο εάν δεν μετέχει ισότιμα στην εξουσία. Παρόμοια, καμιά κοινωνία δεν είναι αυτόνομη εάν δεν συνίσταται από αυτόνομα άτομα, εφόσον «χωρίς την αυτονομία των άλλων δεν υπάρχει συλλογική αυτονομία και έξω από μια τέτοια συλλογικότητα δεν μπορώ να είμαι αυτόνομος»[5]. Παρόμοια, ο Murray Bookchin τονίζει ότι η ατομικότητα είναι αδιαχώριστη από την κοινότητα και η αυτονομία δεν έχει νόημα παρά μόνον όταν είναι ενσωματωμένη στην κοινότητα.
Επιπλέον, μια αυτόνομη κοινωνία είναι μια κοινωνία ικανή για ρητή αυτοθέσμιση, δηλαδή ικανή να θέτει υπό αμφισβήτηση τους ήδη δοσμένους θεσμούς της, καθώς και αυτό που θα ονομάζαμε  το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα, δηλαδή το σύστημα πεποιθήσεων, ιδεών και των αντιστοίχων αξιών που συνδέονται με αυτούς τους θεσμούς. 
'Ένα σύνηθες σφάλμα στις συζητήσεις για τη δημοκρατία είναι να χαρακτηρίζονται διάφοροι τύποι κοινωνιών ως δημοκρατίες, απλώς και μόνο διότι χαρακτηρίζονταν από δημοκρατικές διαδικασίες, όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων (λαϊκές συνελεύσεις), ή οικονομική ισότητα. 'Όμως, η δημοκρατία δεν είναι απλώς μια δομή που θεσμίζει την ισοκατανομή εξουσίας. Η δημοκρατία είναι, επίσης, μια διαδικασία κοινωνικής αυτο-Θέσμισης, στο πλαίσιο της οποίας η πολιτική αποτελεί την έκφραση τόσο της συλλογικής όσο και της ατομικής αυτονομίας[6]. Ως έκφραση συλλογικής αυτονομίας, η πολιτική παίρνει τη μορφή της θέσης υπό αμφισβήτηση των υπαρχόντων θεσμών και της αλλαγής τους, μέσω της συνειδητής συλλογικής δραστηριότητας. Ως έκφραση ατομικής αυτονομίας, η Πόλις εξασφαλίζει κάτι πολύ περισσότερο από την απλή ανθρώπινη επιβίωση, μέσω της πολιτικής κάνει δυνατή την ανάπτυξη του ανθρώπου ως ενός πλάσματος ικανού για γνήσια αυτονομία, ελευθερία και αρετή[7].

Όμως η θέσμιση της άμεσης δημοκρατίας, σύμφωνα με τις παραπάνω προϋποθέσεις είναι μόνο η αναγκαία συνθήκη για την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Η επαρκής συνθήκη αναφέρεται στο επίπεδο δημοκρατικής συνειδητοποίησης των πολιτών, όπου αποφασιστικό ρόλο παίζει η παιδεία – η οποία δεν νοείται απλώς ως εκπαίδευση αλλά και ως  ανάπτυξη του χαρακτήρα και σφαιρική εκπαίδευση σε γνώσεις και δεξιοτεχνίες, δηλαδή ως εκπαίδευση του ατόμου ως πολίτη η οποία, και μόνο, μπορεί να δώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στο δημόσιο χώρο.


ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
Με κινητήρια δύναμη την παγκοσμιοποίηση και την επανάσταση της πληροφορίας και της γνώσης, η εποχή μας εγκαινιάζει έναν από τους μεγαλύτερους μετασχηματισμούς στην ιστορία – την εμφάνιση ενός νέου κοινωνικού παραδείγματος, το οποίο έχει έντονη επίπτωση σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Αυτό το νέο κοινωνικό παράδειγμα συνδέεται με την διεθνοποίηση της παραγωγής, του εμπορίου και των οικονομικών συναλλαγών. Με καθημερινές οικονομικές συναλλαγές στις διεθνής χρηματαγορές της τάξης του 1.5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών, μπορούμε με βεβαιότητα να ισχυρισθούμε ότι οδηγούμεθα προς μια παγκόσμια οικονομία, μια οικονομία που έχει την δυνατότητα να λειτουργεί ενιαία σε πραγματικό χρόνο σε πλανητική κλίμακα[8].
Κάτω από το βάρος αυτών των εξελίξεων, οι έννοιες «πολίτης» και «δημοκρατία» θα πρέπει ριζικά να αναθεωρηθούν. Οι δύο κυρίαρχες προβληματικές που επισέρχονται εδώ είναι: «Ποιός στην πραγματικότητα ανήκει σε μια πολιτική κοινότητα;», «Ποιός στην πραγματικότητα αποφασίζει;»
Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι απλώς ένα ιδεολόγημα αλλά αποτελεί δομική αλλαγή στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Οι ανοικτές αγορές και η ίδια η θεσμοποίηση της παγκοσμιοποίησης (η όπως σωστότερα θα μπορούσαμε να πούμε της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς), καθώς και οι συνακόλουθες νεοφιλελεύθερες πολιτικές είναι απλά συμπτώματα μιας βαθύτερης δομικής αλλαγής. Η αλλαγή αυτή άρχισε να αναδύεται στη δεκαετία του ‘70 όταν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις, στο πλαίσιο της εντατικοποίησης της συγκέντρωσης που επέβαλε η μεταπολεμική δυναμική της οικονομίας της αγοράς, άρχισαν να κατακτούν όλο και σημαντικότερο τμήμα της παραγωγής και του εμπορίου, πράγμα που συνεπαγόταν την ανάγκη δημιουργίας αντίστοιχων θεσμικών αλλαγών που θα διευκόλυναν τη διαδικασία αυτή. Έτσι, άρχισε να θεσμοποιείται, σε κρατικό και διακρατικό επίπεδο, το άνοιγμα των αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων και η παράλληλη ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας. Η αποδυνάμωση επομένως των θεσμών της κοινωνίας πολιτών δεν οφείλεται, όπως απλοϊκά υποστηρίζουν αρκετοί οικονομολόγοι στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Ιστορικά, όλες οι θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί γύρω από την έννοια της δημοκρατίας έχουν μερικά κοινά βασικά χαρακτηριστικά. Αυτά είναι αφ’ ενός η ύπαρξη μιας σχετικά ομοιογενούς κοινωνίας βασισμένη  στην ισοπολιτεία, συνδετικός κρίκος της οποίας είναι μια ενοποιημένη οικονομική δομή (αυτό που κάποιος θα ονομάζαμε εθνική οικονομία) και αφετέρου μια κοινή πολιτισμική ταυτότητα και ένα σύστημα αξιών κοινά προσανατολισμένων. Αυτό σημαίνει μια ιδιαίτερη συνταύτιση μεταξύ κυβέρνησης και πολιτών, δηλαδή μια κοινωνία πολιτών βασισμένη σε ενεργούς πολίτες μπορεί να αποτελέσει τη βάση η οποία θα επηρεάζει και θα ελέγχει  την εξουσία.
Σε συνθήκες όμως παγκοσμιοποίησης αυτά τα κοινά χαρακτηριστικά αμφισβητούνται. Οι κυβερνητικές αποφάσεις και οι πολιτικές καθορίζονται πλέον από τις διαδικασίες της οικονομίας της αγοράς σε διεθνές επίπεδο. Έτσι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται έξω από το θεσμικό πλαίσιο της δημοκρατικής συμμετοχής.
Η κοινωνία πολιτών συνίσταται από όλες εκείνες τις οργανώσεις και θεσμούς που βρίσκονται, θεωρητικά τουλάχιστον, έξω από τον κρατικό έλεγχο, αλλά και αυτόν της οικονομίας της αγοράς: συνδικάτα, σύλλογοι, κινήσεις πολιτών, συνεταιρισμοί, Eεκκλησία, Mη Κυβερνητικές Οργανώσεις (MKΟ) κλπ. Όπως είναι φανερό από την περιγραφή αυτή, ελάχιστες από τις κινήσεις αυτές μπορούν να διεκδικήσουν τον τίτλο της αυτονομίας από τις ελίτ που ελέγχουν το κράτος και την οικονομία της αγοράς.
Ο οικονομικός νεοφιλελευθερισμός και οι δομικές αλλαγές που έχει επιφέρει έχουν διαβρώσει τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα των ανθρώπων σε πολλές χώρες, την ίδια στιγμή όμως η επανάσταση της  πληροφορίας και της επικοινωνίας  έχουν προάγει τη συνειδητοποίηση των δικαιωμάτων των πολιτών  δημιουργώντας «δίκτυα ενεργών πολιτών» σε παγκόσμια κλίμακα. Αλλά, ακόμα και σε πλανητικό επίπεδο, θα μπορούσε κανείς να έχει σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσο είναι δυνατή η ενίσχυση των θεσμών της κοινωνίας των πολιτών μέσα στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς. Με δεδομένο ότι οι πρωταρχικοί στόχοι της παραγωγής είναι το οικονομικό κέρδος, οποιαδήποτε προσπάθεια συμφιλίωσης αυτού του στόχου με ένα αποτελεσματικό κοινωνικό έλεγχο, από την πλευρά της κοινωνίας των πολιτών, είναι καταδικασμένη να αποτύχει[9].
Ως συμπέρασμα, θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι η απάντηση στη σημερινή παγκοσμιοποίηση είναι μια «νέα κοινωνία πολιτών» η οποία θα έχει σαν βάση μια περιεκτική δημοκρατία ισχυρών πολιτών, που θα προϋπόθετε δημοκρατία σε όλους τους χώρους, στον πολιτικό, τον οικονομικό και τον κοινωνικό.
Οι παραπάνω συνθήκες της δημοκρατίας συνεπάγονται μια νέα αντίληψη της ιδιότητας του πολίτη : οικονομική, πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική. Έτσι,
·         η πολιτική ιδιότητα του πολίτη εμπεριέχει νέες πολιτικές δομές και την επιστροφή στην κλασική αντίληψη της πολιτικής (άμεση δημοκρατία). 
·         η οικονομική ιδιότητα του πολίτη εμπεριέχει νέες οικονομικές δομές ιδιοκτησίας και ελέγχου των οικονομικών πόρων (οικονομική δημοκρατία). 
·         η κοινωνική ιδιότητα του πολίτη εμπεριέχει δομές αυτοδιαχείρισης στο χώρο εργασίας, δημοκρατία στο νοικοκυριό και νέες δομές πρόνοιας, στις οποίες όλες οι βασικές ανάγκες (που θα καθορίζονται δημοκρατικά) καλύπτονται από τους κοινοτικούς πόρους, είτε αυτές ικανοποιούνται στο νοικοκυριό είτε στο κοινοτικό επίπεδο. Τέλος, 
·         η πολιτισμική ιδιότητα του πολίτη εμπεριέχει νέες δημοκρατικές δομές διάδοσης και ελέγχου των πληροφοριών και της κουλτούρας (ΜΜΕ, τέχνη κτλ) που επιτρέπουν σε κάθε μέλος της κοινότητας να συμμετέχει στη διαδικασία και ταυτόχρονα να αναπτύσσει τις διανοητικές και πολιτισμικές του δυνατότητες.
Μολονότι η έννοια αυτή της ιδιότητας του πολίτη συνεπάγεται μια έννοια της πολιτικής κοινότητας η οποία,  οριζόμενη γεωγραφικά, αποτελεί τη θεμελιακή μονάδα της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής, εντούτοις, στην περιεκτική δημοκρατία η κοινότητα  συναρθρώνεται με διάφορες άλλες, μη γεωγραφικά καθορισμένες, κοινότητες (πολιτισμικές, επαγγελματικές, ιδεολογικές κτλ). Επομένως, η  κοινότητα και η  ιδιότητα του πολίτη, όπως ορίζονται εδώ, δεν αποκλείουν πολιτισμικές διαφορές ή άλλες διαφορές με βάση το φύλο, την ηλικία, την εθνότητα κτλ, αλλά παρέχουν απλώς το δημόσιο χώρο όπου μπορούν να εκφραστούν οι διαφορές αυτές
Εκείνο, επομένως, που ενώνει τους ανθρώπους σε μια πολιτική κοινότητα ή σε μια συνομοσπονδία κοινοτήτων δεν είναι κάποιες κοινές αξίες, που επιβάλλονται στην κοινότητα από μια εθνικιστική ιδεολογία, θρησκευτικό δόγμα, μυστικιστική πίστη ή «αντικειμενική» ερμηνεία της φυσικής ή της κοινωνικής εξέλιξης, αλλά οι δημοκρατικοί θεσμοί και πρακτικές, που έχουν εγκαθιδρυθεί από τους ίδιους τους πολίτες
Με άλλα λόγια μια «κοινωνία πολιτών» που να βασίζεται στο πλαίσιο μιας δομής και μιας διαδικασίας οι οποίες, μέσω της άμεσης συμμετοχής των πολιτών στη διαδικασία λήψης και εφαρμογής των αποφάσεων, εξασφαλίζουν την ίση κατανομή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δύναμης.   

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Η εκπαίδευση είναι ένας βασικός παράγοντας διαμόρφωσης της κουλτούρας (δηλαδή του ενιαίου πρότυπου ανθρωπίνων γνώσεων, πεποιθήσεων και συμπεριφορών) καθώς επίσης και της διαδικασίας κοινωνικοποίησης του ατόμου. Είναι  μια διαδικασία κατά τη διάρκεια της οποίας το άτομο δίνει υποκειμενικό χαρακτήρα στο ουσιώδες νόημα  του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η κουλτούρα γενικά  και η εκπαίδευση ειδικότερα παίζουν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό των ατομικών και συλλογικών αξιών. Και αυτό, διότι όταν τα άτομα ζουν σε μια κοινωνία, δεν είναι απλά άτομα αλλά κοινωνικά άτομα, υποκείμενα σε μια διαδικασία που τα κοινωνικοποιεί. Υπό αυτή την έννοια τα άτομα δεν είναι εντελώς ελεύθερα να δημιουργήσουν το περιβάλλον που επιθυμούν επειδή οι συνθήκες μέσα στις οποίες ζουν  περιορίζονται από τους εκάστοτε ιστορικούς και πολιτισμικούς παράγοντες. Εν τούτοις αυτή η διαδικασία της κοινωνικοποίησης πολύ συχνά διακόπτεται καταλήγοντας σε μια αλλαγή των θεσμικών κοινωνικών δομών και του αντίστοιχου κοινωνικού παραδείγματος. Οι κοινωνίες λοιπόν δεν είναι απλά «συλλογή ατόμων» - όπως υποστηρίζεται  από τους  οπαδούς της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας- αλλά αποτελούνται από κοινωνικά άτομα τα οποία από τη μια πλευρά  είναι ελεύθερα να δημιουργήσουν τη δικιά τους κοινωνία, και από την άλλη να διαμορφωθούν από την κοινωνία.
             Το βασικό προαπαιτούμενο για την αναπαραγωγή κάθε είδους κοινωνικής οργάνωσης είναι η συμβατότητα μεταξύ της κυρίαρχης ιδεολογίας (κυρίαρχες αντιλήψεις, ιδέες και αξίες) από τη μια πλευρά και του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου από την άλλη.  Με άλλα λόγια, αντίθετα με την κουλτούρα, η οποία έχει έναν πλατύτερο σκοπό και ενδέχεται να εκφράζει αξίες και ιδέες οι οποίες δεν είναι απαραίτητα σύμφωνες με τους κυρίαρχους θεσμούς (όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τις τέχνες), το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα θα πρέπει να είναι σύμφωνο με τους υπάρχοντες θεσμούς έτσι ώστε να υπάρχει η δυνατότητα αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Ο κυρίαρχος στόχος της υπερεθνικής ελίτ, η οποία σήμερα ελέγχει την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, είναι η μεγιστοποίηση του ρόλου της αγοράς και η ελαχιστοποίηση οιουδήποτε αποτελεσματικού κοινωνικού ελέγχου για την προστασία της εργασίας ή του περιβάλλοντος έτσι ώστε να διασφαλίζεται η μέγιστη αποδοτικότητα (με την στενή τεχνοοικονομική έννοια του όρου) και η κερδοφορία.
            Το εκπαιδευτικό σύστημα και η τριτοβάθμια εκπαίδευση ειδικότερα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν ένας βασικός παράγοντας ο οποίος παίζει σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή ενός έθνους και στην δημοκρατία, σε αντιδιαστολή με την τρέχουσα αντίληψη η οποία προσπαθεί να αγοραιοποιήσει την εκπαίδευση και να την εντάξει σε μια διαχειριστική επιχειρηματική διαδικασία. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση θα πρέπει να προστατευθεί σαν ένα δημόσιο αγαθό από τις προσπάθειες που καταβάλλονται από μέρους της νεοφιλελεύθερης διανόησης και πολιτικής να την οργανώσουν και να την διοικήσουν σαν επιχείρηση. Όπως υποστηρίζει η Ellen Willis “το πανεπιστήμιο παραμένει ίσως ο μοναδικός θεσμός που ακόμα παράγει πολιτισμικούς διαφωνούντες με ιδεολογική πλατφόρμα”[10]. Ο πιο σημαντικός λόγος που η τριτοβάθμια εκπαίδευση θα πρέπει να διατηρηθεί σαν ένα δημόσιο αγαθό και να ενταχθεί στη δημοκρατική σφαίρα των πολιτειακών διαδικασιών είναι ότι παραμένει ένας από τους λιγοστούς εναπομείναντες δημόσιους χώρους όπου οι φοιτητές μαθαίνουν να αμφισβητούν την εξουσία και να γίνονται πολιτικά ενεργοί πολίτες.
            Ο θεσμός της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και συνακόλουθα οι ακαδημαϊκοί τίτλοι που προσφέρει θα πρέπει να απαγκιστρωθούν από τον στενό τους ρόλο σαν εργαλεία εύρεσης εργασίας. Η κρίση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα πρέπει να αναλυθεί μέσα από τις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις και τις αντιθέσεις που έχουν αναπτυχθεί μεταξύ αυτών που θεωρούν την τριτοβάθμια εκπαίδευση σαν δημόσιο αγαθό και εκείνων που υποστηρίζουν τον νεοφιλελευθερισμό οι οποίοι βλέπουν την λογική της αγοράς σαν το κυρίαρχο μοντέλο για όλες τις ανθρώπινες σχέσεις.
Με τη μετατόπιση των κέντρων λήψης αποφάσεων από το εθνικό στο υπερεθνικό επίπεδο που προωθεί η νεοφιλελεύθερη συναίνεση τα εκπαιδευτικά συστήματα των βιομηχανικών χωρών της δύσης τείνουν να ομογενοποιηθούν, αποβάλλοντας τον εθνικό τους χαρακτήρα, αφού η παγκοσμιοποίηση επιβάλλει την εξομοίωση όχι μόνο των προτύπων οικονομικής και καταναλωτικής συμπεριφοράς αλλά και των εκπαιδευτικών συστημάτων, εντείνοντας τις τάσεις ελέγχου της γνώσης.  Αυτό φαίνεται μέσα από τα διάφορα υπομνήματα για την τριτοβάθμια εκπαίδευση στις αντίστοιχες επιτροπές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα όμως με την προβληματική της περιεκτικής δημοκρατίας όπου ο δημόσιος χώρος ενσωματώνει ολόκληρο το σώμα των πολιτών, ο γενικότερος στόχος της εκπαίδευσης είναι να εκπαιδεύσει τους πολίτες ως πολίτες έτσι ώστε ο δημόσιος χώρος να αποκτήσει ένα ουσιώδες περιεχόμενο. Ο στόχος, επομένως είναι να δημιουργήσει υπεύθυνα άτομα ικανά ν’αμφισβητούν, να στοχάζονται και να διαβουλεύονται.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η περιεκτική δημοκρατία είναι μια νέα αντίληψη της δημοκρατίας  η οποία, χρησιμοποιώντας σαν αφετηρία τον κλασικό ορισμό της δημοκρατίας (δηλαδή το δικαίωμα των ανθρώπων να αυτοκυβερνούνται), ανασυνθέτει την έννοια της δημοκρατίας ως άμεση πολιτική δημοκρατία, οικονομική δημοκρατία, δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο και οικολογική δημοκρατία. Εν συντομία, η περιεκτική δημοκρατία είναι μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης που επανενσωματώνει την οικονομία στην κοινωνία και την πολιτεία στη φύση.
Όμως η θέσμιση της άμεσης δημοκρατίας, σύμφωνα με τις παραπάνω προϋποθέσεις είναι μόνο η αναγκαία συνθήκη για την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Η επαρκής συνθήκη αναφέρεται στο επίπεδο δημοκρατικής συνειδητοποίησης των πολιτών, όπου αποφασιστικό ρόλο παίζει η παιδεία – η οποία δεν νοείται απλώς ως εκπαίδευση αλλά και ως  ανάπτυξη του χαρακτήρα και σφαιρική εκπαίδευση σε γνώσεις και δεξιοτεχνίες, δηλαδή ως εκπαίδευση του ατόμου ως πολίτη η οποία, και μόνο, μπορεί να δώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στο δημόσιο χώρο.




[1]  Anthony H. Birtch, The concepts and theories of modern democracies, London, Routledge, 1993
[2] Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy, Cassell, London & New York, 1997 ch. 5.
[3] Berlin Isaiah, Two concepts of liberty, Oxford University Press.
[4] Κορνήλιος Καστοριάδης, Φιλοσοφία Πολιτική Αυτονομία, Ύψιλον 1991
[5] Στο ίδιο σελ. 76.
[6] Κοντογιώργης Γεώργιος, Νεοτερικότητα και πρόοδος, Κάκτος, 2001
[7] Συνέντευξη του Καστοριάδη στο περιοδικό Radical Philosophy, τ. 56, Φθινόπωρο 1990.
[8] Castells Manuel, The Rise of the Network Society, Oxford, Blackwell Publishers, 1996.
[9] Η τάση ελαχιστοποίησης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στην αγορά, μια τάση που σήμερα είναι παντού κυρίαρχη, δεν είναι απλώς ζήτημα πολιτικής, αλλά αντανακλά θεμελιώδεις αλλαγές στη μορφή της οικονομίας της αγοράς.
[10]  Ellen Willis, Don’t Think Smile: Notes on a decade of Denial, Boston, Beacon Press, 1999, σελ. 27.

Το επίδικο των εκλογών και της Αριστεράς

ΠΗΓΗ: ΔΡΟΜΟΣ
Ποιος και πώς θα ακυρώσει τα σχέδια του καθεστώτος. Του Χρίστου Καραμάνου
Κάθε πολιτική διαδικασία έχει συγκεκριμένο επίδικο. Αυτό αφορά και τις επερχόμενες εκλογές. Τι επιδιώκουν μέσα από αυτές η άρχουσα τάξη, η τρόικα και το ειδικό καθεστώς που έχουν εγκαθιδρύσει; Έναν πολιτικό συσχετισμό που πρώτον θα νομιμοποιεί ό,τι έχει γίνει μέχρι τώρα με τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις και δεύτερον θα υλοποιήσει, με σαρωτικό τρόπο, μια χείριστη φάση κοινωνικής εξόντωσης και χούντας. Αν το μνημονιακό μπλοκ πάρει την κυβερνητική αυτοδυναμία, ο προαναφερθείς διπλός πολιτικός στόχος θα έχει επιτευχθεί. Έστω και με κίβδηλο τρόπο. Έστω και με υποκλοπή της ψήφου του λαού μέσω της μιντιακής τρομοκρατίας. Έστω κι αν το αγωνιζόμενο τμήμα της κοινωνίας κατορθώσει να ξεπεράσει την, αναμφισβήτητη για μια πρώτη περίοδο, απογοήτευση.
Για το προοδευτικό αντιμνημονιακό τόξο και σύμπασα την Αριστερά θα όφειλε να υπάρχει επίσης ένα επίδικο από τις εκλογές: να ακυρώσει το σχεδιασμό του ειδικού καθεστώτος. Δεν πρόκειται για την κατάκτηση ενός στρατηγικού στόχου, αλλά για ένα σημαντικό τακτικό στόχο. Κοινό στόχο μιας σειράς δυνάμεων, κοινό πόθο εκατομμυρίων ανθρώπων του λαού. Εφικτός άραγε στόχος; Ναι, αν υπάρξει εκλογική συμπαράταξη όλων αυτών των προοδευτικών αντιμνημονιακών δυνάμεων. Συμπαράταξη που δεν θα ακυρώνει ούτε τη φυσιογνωμία ούτε τους επόμενους τακτικούς στόχους κάθε δύναμης ούτε τη στρατηγική της.

Τι μπορεί να πετύχει μια τέτοια συμπαράταξη; Πρώτον και εξαιρετικά σημαντικό: την ακύρωση των μνημονίων και των συμβάσεων. Δεύτερον, να βάλει σε μεγαλύτερη, αποφασιστικότερη και ορμητικότερη κίνηση ένα τεράστιο κοινωνικό δυναμικό και να ανοίξει το δρόμο για μια μετωπική έκφρασή του. Τρίτον, να αποδυναμώσει το αστικό μπλοκ, στέλνοντας στο περιθώριο (και στο δικαστήριο) το διεφθαρμένο και διαπλεκόμενο πολιτικό και επιχειρηματικό κατεστημένο - τον κορμό του μεγαλοαστισμού δηλαδή. Τέταρτον, επίσης να αποδυναμώσει το αστικό μπλοκ, καταργώντας τη μιντιοκρατία του μεγάλου κεφαλαίου και μετατρέποντας τα σημερινά τανκς της χούντας δηλαδή, τα ιδιωτικά κανάλια, σε δημόσιο αγαθό στην υπηρεσία του λαού. Πέμπτον, να θέσει υπό δημόσιο έλεγχο τις τράπεζες -τα λεφτά για την εθνικοποίηση των οποίων έχουν ήδη δοθεί και με το πολύ παραπάνω- ανοίγοντας τη δυνατότητα για παραγωγική ανασυγκρότηση του τόπου, για επιβίωση του λαού και (σκληρή αλλά αξιοπρεπή) δουλειά για όλους. Έκτο και πιο σημαντικό, να θεμελιώσει μια νέα δημοκρατική πορεία του τόπου, όπου λαός θα ελέγχει τα πάντα, θα ενημερώνεται για κάθε τι και θα αποφασίζει με τίμιες και πραγματικά δημοκρατικές διαδικασίες (δημοψηφίσματα κ.λπ.) για κάθε ζήτημα.
Είναι λίγα όλα αυτά; Η απλή λογική λέει ότι δεν είναι καθόλου λίγα και ότι μάλλον είναι το πρώτο εφικτό βήμα αλλαγής στην ελληνική κοινωνία. Και επιπλέον, οποιοδήποτε προοδευτικό μέλλον, όπως και να υπάρχει στους σχεδιασμούς κάθε δύναμης της Αριστεράς, θα περάσει υποχρεωτικά (τονίζουμε το υποχρεωτικά γιατί αυτό υποδεικνύει η ζωή και το κριτήριο του εφικτού) μέσα από αυτήν την πρώτη, αναγκαία δρασκελιά. Πρέπει να φθάσουμε σε αυτόν τον κόμβο, σε μια Μεταπολίτευση του Λαού, και ας φθάσουμε κοινά.
Ως προς τα επόμενα (προσοχή, είναι επόμενα) ζητήματα, όπως η διαγραφή ή ριζική αναδιαπραγμάτευση του χρέους και η σχέση με την Ε.Ε. και το ευρώ, οι διαφορετικές προσεγγίσεις αγωνιζόμενων πτερύγων της Αριστεράς, δεν είναι πραγματικά κρίσιμο εμπόδιο για τη συνεργασία σήμερα. Στην πορεία, με βάση τις ανάγκες του λαού και τα μέτωπα που θα ανοίγονται σε μια διαδικασία ρήξεων και ανατροπών, σε όλα αυτά τα ζητήματα θα αποφασίσει ο ίδιος ο λαός ελεύθερα, π.χ. με δημοψήφισμα, έχοντας γκρεμίσει τη μιντιοκρατία και έχοντας πρώτα ενημερωθεί και ελέγξει. Έτσι δεν έγινε και στην Ισλανδία;
Το επίδικο, σήμερα, για ένα ευρύτατο δυναμικό του λαού είναι ότι υπάρχει κοινός δρόμος και όλη η Αριστερά που αναφέρεται στους αγώνες, οφείλει να κάνει το παν για να περπατηθεί.
Μόνο έτσι, κάνοντας έμπρακτα αυτοκριτική, μπορεί η Αριστερά να συνδεθεί με το μαχόμενο λαϊκό κίνημα κι να ανοίξει μια ελπιδοφόρα προοπτική.

Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

Τι κρύβει ο σύγχρονος πληθωρισμός στη χρήση της λέξης "δημοκρατία";

Του Γιώργου Οικονόμου
Κοινοβουλευτισμός και ολιγαρχία
Αυτό που διαπιστώνεται σήμερα από πολλές πλευρές είναι η κρίση του «αντιπροσωπευτικού» πολιτεύματος, όπως αυτό έχει αποκρυσταλλωθεί στην Δύση εδώ και δύο αιώνες. Η κρίση δεν είναι μόνο χρηματοπιστωτική ή οικονομική, όπως λέγεται τελευταίως, αλλά βαθύτερη: είναι κρίση δομών και θεσμών. Οι διαγνώσεις και οι αιτιολογίες ποικίλουν αναλόγως της οπτικής του εκάστοτε ερευνητή, και συνοδεύονται από προτάσεις που κυμαίνονται μεταξύ μεταρρυθμιστικών αλλαγών και ιδεολογικών δικαιολογήσεων. Μια πρόχειρη ματιά στις εφημερίδες, στα περιοδικά, στην τηλεόραση κ.λπ, αρκεί για να διαπιστωθεί ότι υπάρχει ένας πληθωρισμός της λέξεως «δημοκρατία» (σύγχρονη δημοκρατία, έμμεση δημοκρατία, αντιπροσωπευτική δημοκρατία, κοινοβουλευτική δημοκρατία, κ.λπ). Αυτό ο λεκτικός πληθωρισμός αποκρύβει, συνειδητώς ή ανεπιγνώστως, την ουσία ακριβώς του πολιτεύματος αυτού. Και η ουσία είναι ο βαθύς ολιγαρχικός χαρακτήρας του: οι αποφάσεις και οι νόμοι είναι αρμοδιότητα των ολίγων και εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ολίγων ισχυρών – ο Κ. Καστοριάδης δικαίως τo αποκαλεί φιλελεύθερη ολιγαρχία.Πράγματι, στα δυτικά πολιτεύματα η ουσιαστική ρητή εξουσία ασκείται από τους ολίγους, βουλευτές και στελέχη του κυβερνώντος κόμματος. Αυτό βεβαίως επιτυγχάνεται με την «εκουσία» εκ μέρους των ανθρώπων παραχώρηση της εξουσίας στους «αντιπροσώπους» και τα κόμματα, και η πράξη της εξουσιοδοτήσεως αυτής είναι η συμμετοχή των ανθρώπων στις εκλογές με καθολική ψηφοφορία. Αυτός ο «σφετερισμός» της εξουσίας από τα κόμματα επιτυγχάνεται με την ιδεολογική χειραγώγηση που αυτά κατορθώνουν να ασκούν στους ανθρώπους: έχουν καταφέρει να τους πείσουν ότι μόνο αυτά είναι ικανά να επιλύσουν τα προβλήματά τους και τα ευρύτερα προβλήματα της κοινωνίας ενώ οι ίδιοι οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να τα επιλύσουν.
Απαλλοτρίωση κυριαρχίας
Προς τον σκοπό αυτό τα κόμματα απεργάζονται παντός είδους μέσα και τεχνάσματα καθ΄ όλη την περίοδο που μεσολαβεί μεταξύ των εκλογικών αναμετρήσεων. Αυτό είναι όμως ιδιαιτέρως εμφανές στο αποκορύφωμα της ιδεολογικής και πολιτικής προπαγάνδας, στο ζενίθ της πλύσεως εγκεφάλου, δηλαδή στις εκλογές. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που η προεκλογική διαδικασία αποκαλείται εκστρατεία, θυμίζοντας στρατιωτική και πολεμική κατάσταση. Πρόκειται ακριβώς περί εκστρατείας με όλη την σημασία της λέξεως: ο εχθρός ή ο αντίπαλος που πρέπει να νικηθεί δεν είναι το αντίπαλο κόμμα ή ο αντίπαλος υποψήφιος/συνυποψήφιος. Ο βασικός αντίπαλος είναι ουσιαστικώς οι ίδιοι οι άνθρωποι-ψηφοφόροι, που πρέπει να βομβαρδισθούν, να λεηλατηθούν, έτσι ώστε εξουθενωμένοι και καθημαγμένοι να παραδοθούν και να υποταχθούν στην εξουσία των κομμάτων και των «αντιπροσώπων». Η ικανή και αναγκαία συνθήκη του ολιγαρχικού πολιτεύματος είναι αφ΄ ενός η παραίτηση, η παθητικότητα των ανθρώπων και ταυτοχρόνως η εγγενής τάση των κομμάτων να αυτοδιαιωνίζονται στην εξουσία. Η «αντιπροσώπευση» είναι, και στην θεωρία και στην πράξη, (απ)αλλοτρίωση της κυριαρχίας των ανθρώπων. Η αλλοτρίωση εννοείται υπό την νομική έννοια του όρου: μεταβίβαση ιδιοκτησίας, μεταβίβαση δηλαδή κυριαρχίας από τους πολλούς προς τους ολίγους «αντιπροσώπους». Όπως σωστά επισημαίνει ο Κ. Καστοριάδης: «Από την στιγμή κατά την οποία, αμετάκλητα και για ορισμένο χρονικό διάστημα (π.χ. πέντε χρόνια), αναθέτει κανείς την εξουσία σε ορισμένους ανθρώπους, έχει μόνος του αλλοτριωθεί πολιτικά». H αντιπροσώπευση δημιουργεί μία «διαίρεση της πολιτικής εργασίας», διαίρεση σε κυριάρχους και κυριαρχουμένους, σε εξουσιάζοντες και εκτελεστές, σε αυτούς που αποφασίζουν και σε αυτούς που εκτελούν. Η διαίρεση αυτή επιτυγχάνεται συν τοις άλλοις με τις εκλογές, πράγμα το οποίο ήξεραν πολύ καλά οι αρχαίοι και γι΄ αυτό θεωρούσαν τις εκλογές χαρακτηριστικό της αριστοκρατίας και της ολιγαρχίας, ενώ την κλήρωσιν χαρακτηριστικό της δημοκρατίας1. Οι βουλευτές, δήμαρχοι, κ.λπ. που θεωρούνται αντιπρόσωποι των ψηφοφόρων, ουσιαστικώς είναι αντιπρόσωποι των ατομικών και κομματικών τους συμφερόντων, καθώς και των συμφερόντων των ισχυρών χρηματοδοτών τους. Η κυρίαρχη, εξ άλλου, σήμερα ιδέα ότι υπάρχουν «ειδικοί» του πολιτικού, δηλαδή «ειδικοί» του καθολικού και τεχνικοί της ολότητας «χλευάζει την ίδια την ιδέα της δημοκρατίας». Η οργάνωση και η δομή των κομμάτων αντανακλά την οργάνωση και δομή της κοινωνίας^ η αρχηγική, πυραμιδωτή, γραφειοκρατική και ιεραρχική δομή τους είναι μια μικρογραφία της αντίστοιχης κοινωνικής και πολιτικής ολιγαρχικής δομής: οι ολίγοι και «εκλεκτοί» κυβερνούν και αποφασίζουν ενώ οι πολλοί τους ψηφίζουν και εκτελούν τις αποφάσεις. Τα κόμματα είναι ο κυρίαρχος και αναμφισβήτητος πρωταγωνιστής του δημοσίου βίου αφού ελέγχουν ασφυκτικώς το σύνολο των ουσιαστικών κοινωνικών δραστηριοτήτων. Ελέγχουν επίσης όλες τις μορφές εξουσίας και εδώ έγκειται ένα άλλο ιδεολόγημα, ένα άλλος μύθος που εντέχνως διοχετεύεται και διακατέχει τους ανθρώπους και τους υποτάσσει στην εξουσία των κομμάτων και των «αντιπροσώπων». Ο μύθος αυτός είναι η λεγομένη «διάκριση ή ανεξαρτησία των τριών εξουσιών». Το ιδεολόγημα αυτό έχει δύο όψεις, τη «διάκριση» και τις «τρεις εξουσίες».
Ποια διάκριση εξουσιών;
Όσον αφορά τις τρεις εξουσίες –εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική – έχουν πάψει από πολλού να είναι τρεις και έχουν αυξηθεί σε πέντε τουλάχιστον άμεσα ορατές, ρητές και θεσμισμένες. Η λεγόμενη εκτελεστική δεν είναι καθόλου εκτελεστική, αλλά ασκεί ουσιαστική πρωτογενή κυβερνητική εξουσία αφού λαμβάνει τις ουσιαστικές αποφάσεις και νομοθετεί θα έπρεπε λοιπόν να λέγεται κυβερνητική εξουσία και κατά συνέπεια να αποδοθεί στην κυρίως εκτελεστική το πραγματικό της όνομα και οι δικαιοδοσίες. Αυτή αποτελείται από τους γενικούς γραμματείς, τις διοικήσεις των δημοσίων οργανισμών, των κρατικών υπηρεσιών, τραπεζών, Εφοριών, Πολεοδομίας, Αστυνομίας, Στρατού, κ.λπ, οι οποίοι όντως εκτελούν τις αποφάσεις της κυβερνήσεως. Είναι δηλαδή ο πανίσχυρος κρατικός μηχανισμός με τις πολυδαίδαλες υπηρεσίες του δια του οποίου η κυβέρνηση υλοποιεί τις αποφάσεις της και την εξουσία της. Σημειωτέον ότι η εκτελεστική εξουσία δεν εκλέγεται αλλά διορίζεται από την κυβερνητική. Και στο σημείο αυτό έχουμε έλλειμμα όχι μόνο δημοκρατίας αλλά και αντιπροσώπευσης. Αυτή λοιπόν είναι η τέταρτη εξουσία, η κυρίως εκτελεστική και διαφοροποιείται από την κυβερνητική. Αυτές μαζί με τη δικαστική (η οποία ούτε και αυτή εκλέγεται) και τη νομοθετική εξουσία αποτελούν τον συνολικό καταπιεστικό μηχανισμό. Η πέμπτη εξουσία είναι το διευθυντήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο επεμβαίνει πια νομίμως και θεσμικώς στις εσωτερικές υποθέσεις, κατευθύνσεις και προσανατολισμούς των κρατών μελών – και δή των μικροτέρων και ασθενεστέρων – κατά ουσιαστικό, δεσμευτικό και τελεσίδικο τρόπο (με κυρώσεις παντός είδους).
Θεσμισμένες και μη εξουσίες
Εκτός αυτών των εξουσιών θα πρέπει να αναφερθούν και οι παντοειδείς παράπλευρες μη ρητές εξουσίες με αποφασιστικό βάρος και ρόλο στην λήψη των κυβερνητικών και των τοπικών αποφάσεων. Μια βασική παράπλευρη εξουσία είναι ο Τύπος, τα πανίσχυρα πλέον ΜΜΕ, τα οποία διαπλέκονται στενώς και ασφυκτικώς με την κυβερνητική εξουσία, της ασκούν πιέσεις και εκβιασμούς για παραχωρήσεις παντός είδους, υπό το πρόσχημα της πληροφόρησης / ενημέρωσης και του «ελέγχου» της εξουσίας. Ο αντικειμενικός σκοπός είναι η αμοιβαία καταχύρωση των αντίστοιχων συμφερόντων τους, οικονομικών και εξουσιαστικών. Το ανησυχητικό με την έκτη εξουσία είναι ότι είναι εξωθεσμική και όπως είναι εμφανέστατο δεν είναι μόνο ιδεολογική εξουσία, αλλά πολιτική και οικονομική, συνδεομένη με Τράπεζες και Χρηματιστήριο, καθώς και με παντός είδους εταιρείες και οργανισμούς. Η διαπλοκή των ΜΜΕ με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα επανεισάγει με έναν άλλον τρόπο στο πολιτικό προσκήνιο την οικονομική ολιγαρχία, η οποία είναι και η ουσιαστική εξουσία και δίνει εκ τους αφανούς τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές στα δημόσια πράγματα. Τέλος, μια παράπλευρη εξουσία, που τα τελευταία έτη ανέρχεται, ιδιαιτέρως με ανησυχητικό ρυθμό και δημόσια παρουσία εν Ελλάδι, είναι η θρησκεία και η εκκλησία. Εκτός του ιδεολογικού ρόλου και της ιδεολογικής εξουσίας που ανέκαθεν ασκούσε, η εκκλησία, διεκδικεί πλέον μερίδιο και στην πολιτική εξουσία, αναδεικνυόμενη σε κράτος εν κράτει. Όσον αφορά την άλλη όψη, την «διάκριση ή ανεξαρτησία των εξουσιών», αυτή είναι ο μέγας μύθος του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, αφού δεν υφίσταται καμιά ανεξαρτησία και αυτονομία μεταξύ των τεσσάρων ρητών θεσμισμένων εξουσιών. Πράγματι η κυβερνητική εξουσία του πλειοψηφούντος κόμματος, ελέγχει την εκτελεστική του κρατικού μηχανισμού και των υπηρεσιών, ελέγχει την νομοθετική αφού έχει την πλειοψηφία στην βουλή όπου ασκείται το νομοθετικό έργο, και, τέλος, κατά το μάλλον ή ήττον ελέγχει και την δικαστική, με τον καθορισμό του πλαισίου της λειτουργίας της και την επέμβαση στην σύνθεση των ανωτάτων δικαστικών θεσμών (λ.χ. στην Ελλάδα, του Αρείου Πάγου, του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου). Αυτό συνεπώς που διαγράφεται ως πολιτικό τοπίο είναι ένα ιεραρχικό πλέγμα εξουσίας με υποεξουσίες και ανθυποεξουσίες ελεγχόμενες από την κεντρική κυβερνητική, η οποία ελέγχεται από την εξουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλες αυτές μαζί ασκούνται επί του μεγάλου πλήθους των ανθρώπων, οι οποίοι ουδεμία απόφαση λαμβάνουν ουδένα νόμο ψηφίζουν και σε ουδεμία εξουσία μετέχουν – εκτελούν απλώς τις αποφάσεις και τις εντολές ως καλοί υπήκοοι. Αποκαλούνται όμως κατ΄ ευφημισμόν και καταχρηστικώς πολίτες ή αυτοαποκαλούνται οι ίδιοι με αρκετή δόση αυτοϊκανοποίησης. Είναι συνεπώς λανθασμένο να χαρακτηρίζονται τα σημερινά δυτικά πολιτεύματα δημοκρατίες, ενώ είναι καθαρόαιμες ολιγαρχίες. Αυτό σημαίνει ότι εκτός της πολιτικής αλλοτρίωσης των ανθρώπων υπάρχει και η ιδεολογική αλλοτρίωση. Με άλλα λόγια αυτός που θεωρεί και αποκαλεί τα σημερινά δυτικά πολιτεύματα δημοκρατίες, έστω με ένα επίθετο της αρεσκείας του, απατά ή απατάται, τρίτη επιλογή δεν υπάρχει.
* Ο Γιώργος Οικονόμου είναι Δρ Φιλοσοφίας και συγγραφέας του βιβλίου «Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη», Παπαζήσης, 2007.
1 Το επισημαίνει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά, 4, 1294β9-11: «δημοκρατικόν μεν είναι το κληρωτάς είναι τας αρχάς το δ’ αιρετάς ολιγαρχικόν». Για τα χαρακτηριστικά της (άμεσης) δημοκρατίας βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη, Παπαζήσης, Αθήνα, 2007.
[αναδημοσίευση από την εφημερίδα Εποχή]

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης μιλάει για την ψυχανάλυση

6/12/2001, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, ο Κορνήλιος Καστοριάδης μιλάει για την ψυχανάλυση
Επιμέλεια: Φώτης Απέργης
Ο τίτλος δεν θα μπορούσε να είναι πιο λιτός: “διάλογοι”. Όμως, στην πραγματικότητα πρόκειται για τέσσερις ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες συζητήσεις του Κορνήλιου Καστοριάδη με ισάριθμους ξεχωριστούς διανοητές: τον νομπελίστα ποιητή Οκτάβιο Παζ, το βιολόγο Φρανσίσκο Βαρέλα, το μαθηματικό Αλέν Κον και τον ψυχαναλυτή Ζαν-Λικ Ντονέ.
Μεταδόθηκαν όλες από το γαλλικό ραδιοσταθμό France Culture το 1996 και σε λίγες μέρες κυκλοφορούν στην Ελλάδα σ’ ένα βιβλίο με τον ίδιο τίτλο, που οφείλουμε στις εκδόσεις “Έψιλον”. (Η μετάφραση είναι της Εύης Γεροκώστα και η επιμέλεια των κειμένων του Κώστα Σπαντιδάκη). Καταλύτης, ανάμεσα στους δύο συζητητές, η Καταρίνα φον Μπίλοφ.
Κ.φ.Μπ.: “(…) Θα ήθελα να σας θέσω ένα ερώτημα το οποίο είναι ίσως κάπως προκλητικό: δεν θα μπορούσαμε να υποψιαστούμε πως υπάρχει ένας αόριστος κίνδυνος για έναν ποιητή, έναν συγγραφέα, έναν μουσικό, για κάποιον, τέλος πάντων, που ζει μέσα σε ένα άτακτο φαντασιακό, μέσα σε μια αέναη οδύνη και ανάγκη για υπέρβαση, να θεραπευτεί -μέσω μιας ψυχαναλυτικής θεραπείας-μέχρι το σημείο να δει τη δημιουργικότητά του να χάνεται; Μήπως η ανάλυση είναι μια μορφή ευνουχισμού του εν αταξία ευρισκομένου φαντασιακού;”
Κ.Κ.: “Θα απαντήσω στην πρόκληση με μια υπερπρόκληση, αν μπορώ να εκφραστώ έτσι. Διότι πιστεύω ότι, αντίθετα, έργο της ανάλυσης είναι να απελευθερώνει τη φαντασία. Όχι βέβαια ότι το υποκείμενο μπορεί να κάνει οτιδήποτε, να αγνοεί κάθε νόμο, κάθε όριο κ.λπ. Εξάλλου, αυτονομία σημαίνει: θέτω στον εαυτό μου ένα νόμο -δηλαδή το νόμο που προέρχεται από εμένα. Επομένως, οι κοινωνικές προεκτάσεις της είναι άλλο θέμα. Τι είναι, όμως, τελικά, η ψυχική πάθηση – και τώρα δεν μιλάω για ψύχωση ούτε για νεύρωση, τι είναι κατ’ ουσίαν…;”.
Κ.φ.Μπ.: “Αυτό που άλλοτε αποκαλούσαμε υστερία…”.
Κ.Κ.: “Όχι μόνο, είναι και η ψυχαναγκαστική νεύρωση, και οι νέες μορφές ψυχικής παθολογίας που συναντούμε σήμερα• ε λοιπόν, η ανάσχεση της φαντασίας αυτό ουσιαστικά είναι. Δηλαδή ένα φαντασιακό κατασκεύασμα που υπάρχει και εμποδίζει όλα τα υπόλοιπα. Έτσι είναι φτιαγμένα τα πράγματα: η γυναίκα ή ο άνδρας είναι αυτό και όχι κάτι άλλο, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι αποκλειστικά αυτό και όχι κάτι άλλο…”.
Κ.φ.Μπ.: “Αυτό θέτει υπό αμφισβήτηση ολόκληρη την καλλιτεχνική δημιουργία πριν από την ψυχανάλυση!”
Κ.Κ.: “Γιατί το λέτε αυτό;”
Κ.φ.Μπ.: “Κατά κάποιον τρόπο, το φαντασιακό, το οποίο ενεπλάκη με την τέχνη όταν εμφανίστηκε η ψυχανάλυση, δεν διαταράχθηκε, ούτε περιορίστηκε, ούτε εκμηδενίστηκε τη απουσία της”.
Κ.Κ.: “Φυσικά, όμως δεν είναι αυτό που θέλω να πω. Αυτή είναι η εξαίρεση, το προνόμιο των καλλιτεχνών, των μεγάλων ή των μικρότερων δημιουργών κ.λπ. Όμως, η ψυχανάλυση στοχεύει επίσης στο να αποκαταστήσει μια διαφορετική σχέση του υποκειμένου με το ασυνείδητό του. Θα προσπαθήσω να το εξηγήσω αυτό με μια διατύπωση για την οποία θα ήθελα τη γνώμη του Ζαν-Λυκ: ποιος ήταν ο τρόπος συμπεριφοράς της κοινωνίας σχετικά με τις ενορμήσεις τις οποίες δεν μπορούσε ούτε να αποδεχτεί ούτε να ελέγξει; !εν ήταν μόνο ότι είπε -αυτό είναι άλλωστε, ανάμεσα σε άλλα, το υπερεγώ- “μην κάνεις αυτό ή εκείνο”. Το ζήτημα είναι πως δεν μπορεί να πει, για παράδειγμα, “μην σκέφτεσαι ποτέ εκ προθέσεως τον θάνατο του συνανθρώπου σου”… Ας είμαστε ειλικρινείς: νευρωτικοί ή όχι, όλοι σκεφτόμαστε δέκα φορές το χρόνο, και με κάποια κρυφή ελπίδα, τον θάνατο κάποιου. Και γενικά, το άτομο νιώθει ενοχές. Αυτό είναι ένα πολύ απλό παράδειγμα. Πρέπει να ξέρω ότι η ψυχική μου ζωή είναι αυτό ακριβώς: λιβιδινικές ενορμήσεις, ενορμήσεις καταστροφής και αυτοκαταστροφικές ενορμήσεις… Είναι κάτι που δεν μπορώ να το εκριζώσω, δεν μπορώ να αποβάλω ποτέ, και που πρέπει να το αφήσω ν’ αναδυθεί, κάτι που επιδιώκει να πραγματοποιήσει η θεραπεία. Πρέπει ακόμα να ξέρω σίγουρα ότι ανάμεσα στο να επιθυμώ κάτι και να το κάνω, ανάμεσα στο ότι εύχομαι κάτι και ενεργώ ώστε να συμβεί, υπάρχει μια απόσταση, που είναι η απόσταση του κόσμου της ημέρας, του κοινωνικού κόσμου, του κόσμου της σχετικά συνειδητής, στοχαστικής δραστηριότητας κ.λπ.”. Ο φόβος της αποδοκιμασίας (….) “Θα υπάρξει κάποτε μια ανθρωπότητα που δεν θα έχει ανάγκη από τοτέμ; Αυτό είναι το θέμα. Τα τοτέμ πήραν διάφορες μορφές. !εν έχει μεγάλη σημασία η ιστορική ακρίβεια του τοτέμ. Από αυτή την άποψη, ο Ιεχωβά αποτελεί και αυτός ένα είδος τοτέμ. Ο Φρόιντ εν μέρει προσπαθεί να απαλύνει το ζήτημα, γιατί θεωρεί πως ο εβραϊκός είναι από τους πιο απρόσωπους νόμους”.
Κ.φ.Μπ.: “Κάτι στο οποίο κάνει μεγάλο λάθος”.
Κ.Κ.: “Αυτό είναι άλλο θέμα. Κατά τη γνώμη μου, μία από τις ελλείψεις της ψυχαναλυτικής αντίληψης πάνω σε αυτό το ζήτημα – που συνδέεται με το ζήτημα των ανολοκλήρωτων ή των μη περατών αναλύσεων- είναι ότι ασχολούμαστε αποκλειστικά με τη λιβιδινική πλευρά του ζητήματος, δηλαδή τον φόβο του να αποδοκιμαστούμε ή να μην αγαπηθούμε (“αν το κάνεις αυτό, ο Θεός δεν θα σ’ αγαπάει πια”) από ένα πρόσωπο υποκατάστατο του πατέρα ή της μητέρας (πολύ συχνά της μητέρας) και δεν βλέπουμε την άλλη πλευρά. Η άλλη πλευρά είναι ο θάνατος και η θνητότητα. Ο Φρόιντ, στο Μέλλον μιας αυταπάτης, συνδέει τις ρίζες της θρησκείας με το συναίσθημα της αδυναμίας μπροστά στον απέραντο κόσμο. Η επιστήμη αντικαθίσταται από την ψυχολογία, αφού ανθρωποποιούμε τη μοίρα, τις δυνάμεις της φύσης κ.λπ.: ο Θεός με αγαπάει ή δεν με αγαπάει, θα φέρομαι έτσι ώστε να με αγαπάει – σαν να ήταν γυναίκα, άνδρας, εραστής ή ερωμένη. Είναι η απάντηση στο σπουδαιότερο αίνιγμα, το αίνιγμα του θανάτου. Όμως, ο έσχατος ευνουχισμός, αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον όρο, είναι να καταλάβουμε ότι σε αυτό το ερώτημα, στο ζήτημα δηλαδή του θανάτου, δεν υπάρχει απάντηση. Είναι η ριζική αποδοχή από το υποκείμενο της θνητότητάς του ως προσωπικής αλλά και ως ιστορικής μορφοεικόνας. Αυτό ακριβώς είναι πολύ δύσκολο να γίνει αποδεκτό στην ανάλυση, τόσο από τον μεμονωμένο ασθενή όσο και από τις κοινωνίες. Ένα μέρος αυτής της απόγνωσης της σημερινής κοινωνίας είναι η προσπάθεια, μετά την πτώση της θρησκείας -και τώρα αναφέρομαι στη Δύση- να αντικαταστήσουμε αυτήν τη θρησκευτική μυθολογία με μιαν άλλη, εμμενή μυθολογία, αυτήν της άπειρης προόδου.
Ζ.Λ.Ντ.: “Τη θρησκεία της ιστορίας….”.
Κ.Κ.: “Τη θρησκεία της ιστορίας, είτε με τη φιλελεύθερη είτε με τη μαρξιστική μορφή της. Και αυτό αντί να δούμε πως πρόκειται για μυθολογικές κατασκευές οι οποίες δεν στέκουν ορθολογικά. Γιατί, διάολε, πρέπει να αυξάνουμε απεριόριστα τις παραγωγικές δυνάμεις; Υπάρχει σήμερα, επομένως, με την κατάρρευση τόσο της ιδεολογίας της προόδου όσο και της μαρξιστικής ιδεολογίας, ένα τεράστιο κενό, και αυτό είναι κενό νοήματος, διότι η ανθρωπότητα εγκαταλείπει το νόημα του θανάτου που είχε δοθεί από τη χριστιανική θρησκεία στη Δυτική ανθρωπότητα και ακόμα δεν μπορεί, και ίσως να μην μπορέσει ποτέ -όμως εδώ βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, το πιο καίριο πολιτικό ζήτημα- να δεχτεί πως είμαστε θνητοί, τόσο ως άτομα όσο και ως πολιτισμός, και πως αυτό δεν αναιρεί το νόημα της ζωής μας”. (…). “Αυτό που ανέκαθεν με έβγαζε από τα ρούχα μου με τον χριστιανισμό είναι αυτή η ιδέα ότι υπάρχει ένας Θεός ο οποίος μπορεί να με αγαπάει, εμένα. Ποιο είναι αυτό το άπειρο Ον που ενδιαφέρεται αν έφαγα όλη τη σούπα μου ή αν δεν την έφαγα, αν αυνανίστηκα ή αν δεν αυνανίστηκα, αν πόθησα ή όχι τη μητέρα μου, που απαγορεύει τη σοδομία, το ένα, το άλλο κ.λπ.; Είναι όλα αυτά άξια ενός Θεού; Όχι. Γιατί ο Θεός έχει όλα αυτά τα κατηγορήματα; Διότι παρουσιάζεται ως υποκατάστατο ακριβώς της αρχής της απαγόρευσης, προσφέροντας την παρακάτω πριμοδότηση: “Αν το κάνεις αυτό, ο Θεός θα σε αγαπάει” – και αυτή είναι η επανασεξουαλικοποίηση. Βέβαια, δεν είναι η μετουσιωμένη αλλά η εξιδανικευμένη σεξουαλικότητα. δηλαδή δεν πρόκειται να κάνουμε έρωτα με το Θεό, πάντα όμως θα είμαστε καθισμένοι στους κόλπους του”.
Ζ.Λ.Ντ.: “Οι καλόγριες κάνουν έρωτα με τον Θεό…”.
Κ.Κ.: “Ας αφήσουμε τις ακραίες περιπτώσεις και ας θεωρήσουμε ότι όλοι θα βρεθούμε στους κόλπους του. Ποιος άλλος έχει κόλπο; Η μαμά, έτσι δεν είναι; Συνεπώς, δεν αποδέχομαι αυτή την ιδέα. Και θα ήθελα να πω κάτι ακόμα: είναι αλήθεια ότι πρόκειται για ένα σοβαρότατο πρόβλημα στην πραγματικότητα. Όπως λέει ο Ζαν-Λυκ, το νόημα βρίσκεται ακριβώς μέσα στη δραστηριότητα που το δημιουργεί, και για μένα άλλωστε εδώ εισέρχεται μια καινούργια ερμηνεία της φιλοσοφικής ιδέας της αλήθειας. Διότι η αλήθεια δεν είναι αντιστοιχία, δεν είναι προσφορότητα, είναι η συνεχής προσπάθεια να διαρρηγνύουμε την κλειστότητα στην οποία βρισκόμαστε, και να σκεφτούμε όχι πλέον ποσοτικά αλλά βαθύτερα και καλύτερα. Αυτή η κίνηση είναι η αλήθεια. Γι’ αυτό υπάρχουν μεγάλες φιλοσοφίες που είναι αληθινές, ακόμα κι αν είναι λανθασμένες, κι άλλες που μπορεί να είναι σωστές και να μην έχουν κανένα ενδιαφέρον”.

Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

ΔΑΝΕΙΑΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΥΠΟΤΕΛΕΙΑΣ

Οι τράπεζες μεγάλοι κερδισμένοι
του Λεωνίδα Βατικιώτη
 
Με την πληρωμή των συμβολαίων ασφάλισης πιστωτικού κινδύνου (CDS) ύψους 2,5 δισ. ευρώ την Δευτέρα 19 Μαρτίου ολοκληρώθηκε επί τη ουσίας η ανταλλαγή των ελληνικών ομολόγων. Τυπικά το θέμα δεν έχει λήξει καθώς η διαδικασία ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί με τους κατόχους ελληνικών ομολόγων που διέπονται από διεθνές δίκαιο.
 
Η αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους που σύμφωνα με την κυβέρνηση και τους πιστωτές οδήγησε στην διαγραφή χρέους ύψους 105 δις. ευρώ σηματοδότησε όχι μόνο την μεγαλύτερη σε έκταση αναδιάρθρωση χρέους σε ανεπτυγμένη χώρα αλλά και την πιο φιλική προς τους πιστωτές αναδιάρθρωση που έχει ποτέ συμβεί. Αρκεί μια πρώτη ματιά στα ποσά που άλλαξαν χέρια για να φανεί πως ο μεγάλος χαμένος ήταν το ελληνικό δημόσιο που βρίσκεται επιβαρυμένο με ένα πολύ μεγαλύτερο χρέος. Η διάσωση της Ελλάδας από το ΔΝΤ και την ΕΕ ανεβάζει το νέο, συνολικό δανεισμό της στα 247 δισ. ευρώ (73 δισ. ευρώ από το πρώτο δάνειο, 109 από ευρωζώνη, 28 από ΔΝΤ και 37 το υπόλοιπο του πρώτου δανείου των 110 δισ. ευρώ). Να θυμίσουμε ότι η τελευταία εκτίμηση για το δημόσιο χρέος της Ελλάδας το φέρνει στα 361 δισ. ευρώ. Τα δάνεια της διάσωσης επομένως εκπροσωπούν ένα ποσοστό που υπερβαίνει τα δύο τρίτα του συνόλου του δημόσιου χρέους.

Από τα 137 δισ. ευρώ του δεύτερου δανείου (109 ευρωζώνης και 28 ΔΝΤ) τα 113 (ή το 82%) θα πάνε στις τράπεζες. Ειδικότερα, πρώτο, τα 48 δισ. θα δοθούν στις ελληνικές τράπεζες οι τοποθετήσεις των οποίων σε ελληνικά ομόλογα ανέρχονταν σε 55 περίπου δισ. ευρώ. Παρότι λοιπόν τυπικά θα έπρεπε να αποζημιωθούν για τα 53% της ονομαστικής αξίας των ομόλογων που κατείχαν (29 δισ.) στην πραγματικότητα θα αμειφθούν για ολόκληρο το ποσό και με το παραπάνω μάλιστα. Στα υπ’ όψη πως η κεφαλαιοποίηση του κλάδου (τιμή μετοχής επί το σύνολο των μετοχών) στις 20 Μαρτίου ανερχόταν στα 6,9 δισ. ευρώ, ενώ η αξία όλων των καταθέσεων στις 31 Ιανουαρίου 2012 (όπως αναφέρεται στην έκθεση για τη νομισματική πολιτική που έδωσε στη δημοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδας την Τετάρτη) ήταν 172 εκ. ευρώ. Οι ελληνικές τράπεζες επομένως θα πάρουν 7 φορές την αξία της κεφαλαιοποίησής τους ή το ένα τρίτο της αξίας των καταθέσεών τους, χωρίς να μπορεί κανείς να εγγυηθεί πως στο τέλος δεν θα χρεοκοπήσουν ή δεν θα εξαγορασθούν. Δεύτερο, 36 δισ. ευρώ θα πάνε στις εθνικές κεντρικές τράπεζες που είχαν στην κατοχή τους ελληνικά ομόλογα για να αποζημιωθούν για τις απώλειες και τέλος, 30 δισ. ευρώ θα πάνε στους ιδιώτες πιστωτές που εκπροσωπούνταν μέσω του Διεθνούς Ινστιτούτου Χρηματοπιστωτικής κι οι οποίοι κατείχαν ομόλογα ύψους 30 δισ. ευρώ. Θα αποζημιωθούν δηλαδή κι αυτοί στο ακέραιο.

Αντίθετα, ασφαλιστικά ταμεία, ακόμη και πανεπιστήμια ή επιμελητήρια που είχαν στην Τράπεζα της Ελλάδας τις αποταμιεύσεις τους οι οποίες μετατράπηκαν σε ομόλογα παρά τη θέλησή τους, κι επίσης φυσικά πρόσωπα ομολογιούχοι υπέστησαν μόνο ζημιές. Γι’ αυτούς δεν προβλέπεται καμιά αποζημίωση. Σε όσους δεν ζημιώθηκαν καθόλου συγκαταλέγονται τα ευρωπαϊκά κράτη και το ΔΝΤ που έχουν υπό την κατοχή τους τα 73 δισ. ευρώ του πρώτου δανείου κι επίσης η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που είχε στο χαρτοφυλάκιό της από τις εμπορικές τράπεζες ομόλογα 50 περίπου δισ. ευρώ.

Τεράστιες αλυσιδωτές αντιδράσεις θα έχει η νέα δανειακή σύμβαση που ψηφίσθηκε στη Βουλή την Τρίτη 20 Μαρτίου. Η προτεραιότητα που δίνει στην αποπληρωμή των χρεών προς τα κράτη μέλη της ευρωζώνης και το ΔΝΤ σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν θα μπορεί να βγει στις αγορές για πολλά χρόνια και θα είναι εξαρτημένη μόνιμα από την Γερμανία, καθώς οι ιδιώτες πιστωτές θα ξέρουν πως στην επόμενη χρεοκοπία θα υποστούν πάλι τις μεγαλύτερες ζημιές. 

Κι επίσημα στο δίκαιο της Αγγλίας
και του κράτους-καρικατούρα του Λουξεμβούργου τα ελληνικά ομόλογα

Με 213 ψήφους (έναντι 79 βουλευτών που καταψήφισαν) προερχόμενους από το ΠΑΣΟΚ, τη ΝΔ και την Δημοκρατική Συμμαχία ενσωματώθηκε την Τρίτη το βράδυ στην ελληνική νομοθεσία η νέα δανειακή σύμβαση που συνοδεύει το δεύτερο δάνειο της Τρόικας προς την Ελλάδα. Η νέα δανειακή σύμβαση είναι ένα νεο-αποικιακό κείμενο, που καθιστά την Ελλάδα «χρέους υποτελή» στους δανειστές της, τυπικά για 17,5 χρόνια όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 (με τίτλο «η δανειακή διευκόλυνση») του προσαρτήματος 1: «Η μέση διάρκεια της χρηματοδοτικής ενίσχυσης στα πλαίσια της παρούσας δανειακής διευκόλυνσης δεν θα υπερβαίνει τα 17,5 έτη». Στην πραγματικότητα η Ελλάδα μετατρέπεται σε κράτος – παρία για πάντα, όσο τουλάχιστον θα ισχύει η παρούσα σύμβαση, καθώς η νέα χρεοκοπία που έρχεται θα ενεργοποιήσει από την μεριά των δανειστών, δηλαδή των κρατών – μελών της ευρωζώνης (που πλέον θα κατέχουν πάνω από τα δύο τρίτα του ελληνικού δημόσιου χρέους), όρους και διατάξεις της παρούσας οι οποίοι θα σημάνουν ακόμη μεγαλύτερη υποτέλεια.

Χαρακτηριστικό στοιχείο για την άνιση σχέση που κατοχυρώνεται είναι το γεγονός ότι τα χρήματα μπορούν ανά πάσα στιγμή να διεκδικηθούν από τους δανειστές μας: «Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας δύναται με γραπτή ενημέρωση του δικαιούχου κράτους μέλους να ακυρώσει όλες ή κάποιο μέρος από τις διευκολύνσεις (ή οποιασδήποτε από αυτές) και ή να κηρύξει το συνολικό ποσό κεφαλαίου οποιασδήποτε ή όλων των χρηματοδοτικών ενισχύσεων που έγιναν και εκκρεμούν σύμφωνα με τους όρους των διευκολύνσεων άμεσα ληξιπρόθεσμο και απαιτητό μαζί με τους δεδουλευμένους τόκους» αναφέρεται στο κεφάλαιο 9 με τίτλο «γεγονότα καταγγελίας». Οι περιπτώσεις που μπορεί να συμβεί το παραπάνω περιλαμβάνουν ακόμη και το ενδεχόμενο «το δικαιούχο κράτος μέλος, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ή η Τράπεζα της Ελλάδας να αθετήσουν οποιαδήποτε υποχρέωσή τους»!

Η νέα δανειακή σύμβαση από τις πρώτες της κιόλας σελίδες θωρακίζει τα συμφέροντα των κρατών μελών που δάνεισαν την Ελλάδα, δίνοντάς τους προτεραιότητα έναντι άλλων ιδιωτών πιστωτών – ομολογιούχων. Αναφέρεται συγκεκριμένα στο κεφάλαιο 5 με τίτλο «Δηλώσεις, εγγυήσεις, και υποσχέσεις» ότι το δικαιούχο κράτος μέλος αναλαμβάνει την υποχρέωση «να μην χορηγήσει σε οποιονδήποτε άλλο πιστωτή ή κάτοχο του δημόσιου χρέους οποιαδήποτε προτεραιότητα έναντι των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα σύμβαση». Όρος που επαναλαμβάνεται στη συνέχεια αναφορικά με τις τράπεζες. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι «το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας αναλαμβάνει μέχρι την πλήρη εκταμίευση του συνόλου του κεφαλαίου από την παρούσα σύμβαση και την αποπληρωμή όλων των πρόσθετων ποσών… να μην χορηγεί σε κανέναν άλλον πιστωτή καμία προτεραιότητα σε βάρος του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας».

Οι παραπάνω όροι εξασφαλίζουν ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να βγει ποτέ στις αγορές! Γιατί, από τη στιγμή που τράπεζες και κάθε μεγέθους ιδιώτης επενδυτής ξέρει την προτεραιότητα που έχουν οι επίσημοι λεγόμενοι πιστωτές της Ελλάδας στην αποπληρωμή τους, σε περίπτωση χρεοκοπίας, δεν πρόκειται να μας δανείσουν ποτέ γιατί ξέρουν πως θα είναι οι τελευταίοι που θα εισπράξουν και οι πρώτοι που θα χάσουν τα λεφτά τους! Με την επίσημη χρεοκοπία της Ελλάδας δηλαδή, από την στιγμή που έπαψε να είναι εθελοντική κι έγινε υποχρεωτική όταν ενεργοποιήθηκαν οι Ρήτρες Συλλογικής Δράσης, συνέβη αυτό που κραδαίνουν απειλητικά ως φόβητρο απέναντι στο αίτημα της Αριστεράς και του κινήματος για την ανακήρυξη μονομερούς παύσης πληρωμών: Οι αγορές αποκλείουν την Ελλάδα, θεωρώντάς την επικίνδυνη για επενδύσεις χώρα. Δεν αποκλείεται μάλιστα να αποδειχθεί στο μέλλον πως η Ρωσία, μετά την παύση πληρωμών του 1998, και η Αργεντινή να επέστρεψαν γρηγορότερα στις αγορές από την Ελλάδα που ανέθεσε στους πιστωτές της να διαχειριστούν την βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους της. Παραπέρα, εδώ έχουμε δύο πολύ σοβαρά τετελεσμένα που αλλάζουν άρδην τους όρους του παιχνιδιού: Πρώτο, η μη αποζημίωση των ομολογιούχων – φυσικών προσώπων κλείνει τον δρόμο του εσωτερικού δανεισμού και δεύτερο, η αναγόρευση των «επίσημων» πιστωτών (κράτη – μέλη της ευρωζώνης, ΕΚΤ και ΔΝΤ) σε ανώτερης εξασφάλισης δανειστές κλείνει κι αυτή με τη σειρά της τον δρόμο του δανεισμού με όρους αγοράς. Αυτό το πλαίσιο (πρωτοφανές για αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα) μετατρέπει εκ νέου, με διαφορετικούς δηλαδή όρους την Ελλάδα σε αποικία της ευρωζώνης και του Τέταρτου Ράιχ! Πρόκειται επί της ουσίας για την διαμόρφωση ενός «κρατικού πτωχευτικού δικαίου» του σύγχρονου, ολοκληρωτικού καπιταλισμού που με θεσμικούς όρους υποβιβάζει ένα τύποις κυρίαρχο κράτος σε κράτος δεύτερης διαλογής.

Ενδεικτικό στοιχείο της ολοκληρωτικής νοοτροπίας που διαπερνά την δανειακή σύμβαση είναι ότι απαγορεύει ρητά ακόμη και την αθέτηση πληρωμών, όρος αδιανόητος στον ιδιωτικό τομέα για παράδειγμα όπου κάθε επιχείρηση διατηρεί το «ιερό» δικαίωμα, ειδικά για τους νεοφιλελεύθερους που επαγγέλλονται την ανεμπόδιστη δράση των επιχειρήσεων, να αναστείλει τις πληρωμές της ακόμη και να μην πληρώσει. Ένα κράτος όμως ποτέ… Αναφέρεται έτσι πως: «τόσο το δικαιούχο κράτος μέλος όσο και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας δηλώνει και εγγυάται… ότι η σύναψη και εκτέλεση από αυτό της παρούσας σύμβασης (συμπεριλαμβανομένων και των ειδικών όρων διευκόλυνσης ή οποιαδήποτε σύμβαση προχρηματοδότησης) και των συναλλαγών που προβλέπονται από αυτήν και του Μνημονίου (και των συναλλαγών που προβλέπονται σε αυτό)… δεν αποτελούν και δεν θα αποτελέσουν γεγονός αθέτησης υποχρέωσης ή καταγγελίας (με οποιοδήποτε τρόπο κι αν περιγράφονται)».

Δραματικές συνέπειες θα έχει επίσης το γεγονός ότι τα νέα ομόλογα συνολικής αξίας 46,5% επί της ονομαστικής αξίας των παλιών που «κουρεύονται» δεν θα διέπονται από το ελληνικό δίκαιο. Στο κεφάλαιο 15 με τίτλο «εφαρμοστέο δίκαιο και αρμόδια δικαστήρια» τονίζεται πως: «(1) Η παρούσα σύμβαση και οι ειδικοί όροι διευκόλυνσης (συμπεριλαμβανομένων των όποιων παραρτημάτων και προσαρτημάτων) και κάθε εξωσυμβατική υποχρέωση που απορρέει από ή γεννάται σε σχέση με κάθε μία από αυτές διέπονται και ερμηνεύονται σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο. (2) Τα μέρη υποχρεούνται να υπαγάγουν κάθε διαφορά που ενδέχεται να προκύψει σε σχέση με τη νομιμότητα, εγκυρότητα, ερμηνεία ή εκτέλεση της παρούσας σύμβασης και καθενός από τους ειδικούς όρους διευκόλυνσης της (συμπεριλαμβανομένων των όποιων παραρτημάτων και προσαρτημάτων της) στην αποκλειστική αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου». Η υπαγωγή των νέων ομολόγων  στο βρετανικό δίκαιο και σε αυτό του Λουξεμβούργου έρχεται να δυσκολέψει αφάνταστα, καθιστώντάς την δαπανηρότερη οποιαδήποτε μελλοντική προσπάθεια του ελληνικού κράτους να τροποποιήσει τους όρους των ομολογιακών εκδόσεων, χωρίς την πλήρη συναίνεση και εκ των προτέρων έγκριση των πιστωτών που μετατρέπονται σε κράτος εν κράτει. Κι αυτός ο όρος ισοδυναμεί με αυτοκτονία στον βαθμό που στερεί από το ελληνικό δημόσιο ακόμη κι εκείνα τα νομικά μέσα τα οποία διέθετε τώρα η κυβέρνηση του δοτού Παπαδήμου χάρη των οποίων, όταν η εθελοντική συμμετοχή στο πρόγραμμα ανταλλαγής κρίθηκε μη ικανοποιητική, μετατράπηκε σε υποχρεωτική. Η εγγύηση που παίρνουν στην πραγματικότητα οι πιστωτές ισοδυναμεί με ένα συμβόλαιο νομισματικής εξασφάλισης, βάσει του οποίου στο μέλλον οποιαδήποτε νομισματική αλλαγή στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως μάλιστα αν θα γίνει κατόπιν λαϊκών αγώνων ή απόφασης του Βερολίνου, δεν πρόκειται να επηρεάσει αυτόματα τα ομόλογα. Αλλά αντίθετα, θα απαιτηθούν δικαστικοί αγώνες εν αντιθέσει, παραδείγματος χάριν με ότι εύκολα μπορεί να συμβεί στα δάνεια των νοικοκυριών και των μικρών επιχειρήσεων τα οποία με μια απλή απόφαση της κυβέρνησης μπορούν να μετατραπούν στο νέο νόμισμα ώστε να μην υποστούν τις αρνητικές επιπτώσεις μιας πιθανής ανατίμησης.

Κατά συνέπεια οι παραπάνω δυσμενείς αλλαγές δεν καταργούν τα δικαιώματα που έχει ένα κυρίαρχο κράτος επάνω στα ομόλογα του, απλώς δυσκολεύουν τους όρους υπο τους οποίους μπορούν να σκηθούν αυτά τα δικαιώματα.

Κίνηση ματ αποτελεί και η παραίτηση του ελληνικού δημοσίου από κάθε ασυλία, όρος που επιτρέπει στους δανειστές να προχωρήσουν στην κατάσχεση δημόσιας περιουσίας. Αναφέρεται στο κεφάλαιο 15: «Το δικαιούχο κράτος μέλος, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και η Τράπεζα Ελλάδας παραιτούνται με την παρούσα αμετάκλητα και ανεπιφύλακτα από κάθε δικαίωμα ασυλίας που ήδη έχουν ή μπορεί να δικαιούνται σε σχέση με τα ίδια και τα περιουσιακά τους στοιχεία έναντι νομικών διαδικασιών σχετικά με την παρούσα σύμβαση και κάθε ένα από τα παραρτήματα και τα προσαρτήματά της (συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων σε αυτά τα προσαρτήματα) και κάθε σύμβαση προχρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά της ασυλίας έναντι άσκησης αγωγής, έκδοσης δικαστικής απόφασης ή άλλης διαταγής, κατάσχεσης, εκτέλεσης ή ασφαλιστικού μέτρου και έναντι κάθε εκτέλεσης και αναγκαστικού μέτρου σε βάρος των περιουσιακών τους στοιχείων». Με το συγκεκριμένο άρθρο οι πιστωτές μπορούν εύκολα να προβούν στην κατάσχεση δημόσιας περιουσίας, αν όχι στο εσωτερικό της χώρας όπου το εκτελεστικό δίκαιο παραμένει το εθνικό, με ευκολία στο εξωτερικό όπου υπάρχει δημόσιος πλούτος, όπως για παράδειγμα ο χρυσός της Τράπεζας της Ελλάδας, το σημαντικότερο μέρος του οποίου κρατείται στην κεντρική τράπεζα της Αγγλίας και στην κεντρική τράπεζα της Νέας Υόρκης.

Ψήφισαν το ακαταδίωκτο τους!

ΔΙΑΤΡΗΤΟ ΚΙ ΑΥΘΑΙΡΕΤΟ ΠΑΡΟΤΙ ΑΣΦΥΚΤΙΚΟ ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

Οι παραπάνω όροι δημιουργούν αναμφισβήτητα ένα ασφυκτικό νομικό πλαίσιο που στόχο έχει να αποτρέψει κάθε προσπάθεια ακύρωσης του στο πλαίσιο της μακρόχρονης πάλης για διαγραφή του δημόσιου χρέους. Πάλη που, ειρήσθω εν παρόδω, διευκολύνεται, στον βαθμό που τα διακρατικά και κάθε είδους «επίσημα» δάνεια, όπως το σύνολο των 247 δισ. ευρώ, πολύ πιο εύκολα αποδεικνύεται στο πλαίσιο ενός λογιστικού ελέγχου ότι συνιστούν παράνομο και απεχθή δανεισμό ο οποίος αντιβαίνει στις αρχές του διεθνούς δικαίου. Παρόλα αυτά η δανειακή σύμβαση στηρίζεται σε πήλινα πόδια. Και μια απλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, όπως έγραψε την προηγούμενη εβδομάδα στο Πριν ο συνταγματολόγος Γιώργος Κατρούγκαλος, κάλλιστα μπορεί να την ανατρέψει. Ας μην θεωρούν τίποτε δεδομένο, λοιπόν.

Η ανασφάλεια των συντακτών της νέας δανειακής σύμβασης αποτυπώνεται ανάγλυφα στο παράρτημα 2 που τη συνοδεύει με τίτλο υπόδειγμα νομικών γνωμοδοτήσεων όπου αναφέρεται στο άρθρο 5 ότι «η εκτέλεση της σύμβασης δεν είναι αντίθετη με ελληνικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, με τη δημόσια τάξη στην ελληνική δημοκρατία, με τις διεθνείς συνθήκες ή τις γενικώς παραδεδεγμένες αρχές του διεθνούς δικαίου που δεσμεύουν το δικαιούχο κράτος μέλος και την Τράπεζα της Ελλάδας». Πρόκειται για όρο που πιο πολύ θυμίζει τις δηλώσεις του νόμου 105 (και νυν 1599) με τις οποίες αποδεικνύεις ό,τι δεν μπορεί να αποδειχθεί με τον προφανή κι ενδεδειγμένο τρόπο. Στην προκειμένη έρχεται εκ των υστέρων να προσδώσει θεσμική ισχύ σε ένα σύνολο νομικά διάτρητων και αυθαίρετων δεσμεύσεων και καταναγκασμών.

Η ίδια ανασφάλεια εκδηλώνεται και στο κεφάλαιο υπ. αρ. 5 με τίτλο «δηλώσεις, εγγυήσεις και υποσχέσεις», όπου αναφέρεται: «Τόσο το δικαιούχο κράτος μέλος όσο και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας δηλώνει και εγγυάται ότι… καμία δικαστική διαδικασία, διαιτησία, ή διοικητική διαδικασία ή έρευνα από ή ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, διαιτητικού οργάνου ή αρχής που ενδέχεται να θίξουν την υπογραφή ή υλοποίηση του Μνημονίου, της παρούσας σύμβασης ή των συναλλαγών που προβλέπονται στην παρούσα… δεν έχει εκκινήσει ή επαπειλείται γραπτώς κατά αυτού». Εδώ είναι προφανές ότι οι διαβεβαιώσεις της ελληνικής κυβέρνησης και η ψήφος των 213 νενέκων βουλευτών είναι για τα πανηγύρια. Από πού κι ως που ξέρουν ότι δεν επαπειλείται δικαστική διερεύνηση γι αυτή την γελοιότητα δικαίου που υπέγραψαν, η οποία πολύ γρήγορα θα περάσει στην ιστορία της εθνικής υποτέλειας και ταπείνωσης;

ΣΕ ΠΤΩΣΗ ΤΑ ΕΣΟΔΑ

Δημοσιονομικός εκτροχιασμός

ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΝΕΑ ΜΕΤΡΑ

Τις σκηνές αποκάλυψης που υποτίθεται ότι θα ζούσαμε στις 20 Μαρτίου, οπότε μας έλεγαν ότι λήγουν ομόλογα αξίας 14,5 δισ. ευρώ, δεν τις ζήσαμε ποτέ. Για την ακρίβεια κανείς δεν έμαθε καν τι συνέβη με αυτά τα ομόλογα, βεβαιώνοντας έτσι ότι επρόκειτο για ένα ακόμη εκβιασμό που χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο της επιχείρησης ιδεολογικής τρομοκρατίας ώστε να επιβληθεί το δεύτερο μνημόνιο και η νέα δανειακή σύμβαση που καταστρατηγεί κάθε έννοια εθνικής ανεξαρτησίας.

Το μόνο που είδαμε αντίθετα την προηγούμενη εβδομάδα ήταν την εκκίνηση των πρώτων εκβιασμών εν όψει του τρίτου μνημόνιου που θα έρθει τον Μάιο. Ο εκβιασμός προήλθε από το ΔΝΤ που έκανε γνωστό ότι ενδέχεται να καθυστερήσει την πρώτη δόση (ύψους 1,65 δισ. ευρώ) του δανείου του, επικαλούμενο τους κινδύνους που διατρέχει η υλοποίηση των πολιτικών λιτότητας στην Ελλάδα.

Οι κίνδυνοι έγιναν ορατοί από την νομισματική έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας και τα στοιχεία για την εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού που έδωσε στη δημοσιότητα το ίδιο το υπουργείο Οικονομικών. Στη μελέτη της κεντρικής τράπεζας (όπου αναφέρεται ότι τη διετία 2010-2011 τα πραγματικά εισοδήματα μειώθηκαν κατά 15,5%, ενώ μαζί με το φετινό έτος η μείωση θα ξεπεράσει το 25%) το κεφάλαιο για τις δημοσιονομικές εξελίξεις ξεκινούσε με τα εξής: «Ο κρατικός προϋπολογισμός παρουσίασε έλλειμμα 10,6% του ΑΕΠ (22.882 εκ. ευρώ) το 2011 έναντι ελλείμματος 9,8% του ΑΕΠ το 2010 (22.284 εκ. ευρώ)». Έπεσαν έξω δηλαδή τόσο στα ποσά όσο και στα ποσοστά. Ίδια αποτυχία παρατηρείται και τους δύο πρώτους μήνες του 2012. Το φιάσκο επικεντρώνεται σε δύο τομείς. Αρχικά στην απόκλιση των φορολογικών εσόδων, που κινήθηκαν χαμηλότερα απ’ όσο υπολογίζονταν. Διερευνώντας τις αιτίες αξίζει να ανατρέξουμε στην έκθεση της κεντρικής τράπεζας όπου αναφέρει (για μια διαφορετική μεν χρονική περίοδο που κάλλιστα όμως μπορεί να φωτίσει τις αιτίες και της τρέχουσας απόκλισης) πως «τα δύο τρίτα της χειροτέρευσης του συνόλου των εσόδων από έμμεσους φόρους και από φόρους εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων σε σύγκριση με το 2010 αποδίδονται στην κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας». Με άλλα λόγια η λιτότητα τινάζει στον αέρα τις προβλέψεις για τα φορολογικά έσοδα. Η δεύτερη αιτία του υπό εξέλιξη δημοσιονομικού εκτροχιασμού σχετίζεται με τα ελλείμματα των ασφαλιστικών ταμείων που τα αναγκάζει να έχουν ήδη απορροφήσει ακόμη και το 66% της ετήσιας επιχορήγησης, όπως συνέβη για παράδειγμα στο ΙΚΑ. Αξίζει να αναφερθεί πως όλα τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν αντλήσει πολύ μεγαλύτερο μέρος από την επιχορήγηση που αντιστοιχεί στους δύο μήνες που πέρασαν. Κι αυτό συνέβη χωρίς να βαρύνει τις ταμειακές τους ροές η απώλεια των 11 δισ. ευρώ από το κούρεμα των ομολόγων…

Ως απάντηση και στις δύο παραπάνω εξελίξεις κυβέρνηση και Τρόικα ετοιμάζονται μέχρι τον Σεπτέμβριο το πολύ να εξαγγείλουν μειώσεις στο εφ’ άπαξ και τις συντάξεις, κατάργηση 13ου και 14ου μισθού και μαζικές απολύσεις στο δημόσιο, υπό την επίκληση του γεγονότος ότι στο μέτωπο της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας δεν έχει συμβεί η παραμικρή πρόοδος – εξέλιξη που επιβεβαιώνει την αναποτελεσματικότητα της συνταγής που ακολουθήθηκε. Αυτά όμως τα μέτρα θα βυθίσουν ακόμη πιο βαθιά την ελληνική οικονομία στην υφεσιακή παγίδα που παραδέρνει την τελευταία 5ετία. Η ύφεση όπως συμβαίνει κάθε χρόνο θα αποδειχθεί μεγαλύτερη της προβλεπόμενης για φέτος (4,5%) καταδικάζοντας όχι μόνο κι άλλες εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων στη φτώχεια αλλά και τα φορολογικά έσοδα σε αποκλίσεις, δημιουργώντας στη συνέχεια νέα χρηματοδοτικά κενά και επιπλέον δανειακές ανάγκες. Το σημείο κορύφωσης αυτής της οικονομικής πορείας που θα εμφανιστεί το νωρίτερο το καλοκαίρι του 2012 και το αργότερο μέχρι τα μέσα του 2013 θα σημάνει, κατά τη γνώμη μας, ένα νέο σημείο παροξυσμού της κρίσης χρέους.

 

ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΚΑΤΑ ΟΡΘΟΥ ΛΟΓΟΥ

ΠΗΓΗ: Τα Νέα

 Ο ορθός λόγος δοκιμάζεται σε περιόδους διχαστικών διενέξεων αλλά και «ακραίας ομοψυχίας», οπότε οι λίγοι διαφωνούντες βρίσκονται απολογούμενοι. Μιλώ, επί παραδείγματι, για όσους προέβλεπαν πως η «υπερήφανη πολιτική μας» στο Μακεδονικό οδηγούσε νομοτελειακά στο σημερινό αδιέξοδο. Την ίδια μοναξιά ένιωθαν πολλοί ακόμα, σε πολλές περιπτώσεις, ανάμεσά τους κι όσοι εγκαίρως διέκριναν το παντοειδώς δυσβάσταχτο κόστος του ολυμπιακού ονείρου αλλά δεν ακούγονταν γιατί χαλούσαν τη χορηγική και εθνική ευφορία. Ετσι ένιωθαν κι όσοι υπενθύμιζαν αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας στο ζήτημα της ιθαγένειας των μεταναστών και στη διαμάχη των ταυτοτήτων. Πάντοτε ο ορθός λόγος βρισκόταν σε δεινή θέση σε αυτόν τον μακρύ κατάλογο.
 
 Σήμερα ο ορθός λόγος υφίσταται την πιο βίαιη επίθεση. Κρίση και Μνημόνιο έχουν δημιουργήσει ένα πλαίσιο όπου ανθούν ο πανικός, τα εκβιαστικά διλήμματα και η δημαγωγία. Όποιος προσέρχεται στον δημόσιο διάλογο πρέπει εξαρχής να δηλώσει πίστη στο θέσφατο του συνομιλητή του. Πρέπει καταρχήν να αποκηρύξει τον λαϊκισμό και τις παραφυάδες του. Να δεσμευτεί αδιαμαρτύρητα στη «μόνη ρεαλιστική οδό εξόδου από την κρίση» για να αποδείξει ότι τον ενδιαφέρει η σωτηρία της χώρας. Αυτός ο κυρίαρχος λόγος ορίζει τους κανόνες του διαλόγου και οικοδομεί το παράλογο στο όνομα της «κοινής λογικής». Αποθεώνει το ανούσιο: έχει βάλει μια χώρα για μήνες αυτιστικά να συζητά εάν οι εκλογές θα γίνουν μια εβδομάδα πριν ή μετά. Υμνεί το κενό περιεχομένου: αναδεικνύει την εκλογή με έναν και μοναδικό υποψήφιο σε κομματική αναγέννηση και δημοκρατική εποποιία. Βιάζει την προφανή αλήθεια: παρουσιάζει την κενή σιδερόφραχτη παρέλαση ως απότιση τιμής στους ήρωες του '21. Βαφτίζει επιτυχία αυτό που χθες έλεγε απευκταία χρεωκοπία. Κραδαίνει ένα ιδιότυπο πιεσόμετρο που μετρά την ένταση του αντιλαϊκιστικού οίστρου. Ασκείται στην οργιαστική κινδυνολογία και υπονοεί, όταν δεν εννοεί καθαρά, πως η ελεύθερη επιλογή εκπροσώπων έχει και όρια. Ότι δηλαδή υπάρχουν σωστά και λάθος αποτελέσματα στις εκλογές και τα λάθος δύσκολα γίνονται δεκτά.

Όποιος κατανοεί ότι η σημερινή καταβαράθρωση επιτάσσει την επανεξέταση πολλών ακλόνητων πεποιθήσεων, κι αυτή η επανεξέταση δεν είναι μονοσήμαντη, πρέπει να επιδείξει πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης. Βρίσκεται λοιπόν μεταξύ σφύρας και άκμονος εκείνος που προσπαθεί να συγκροτήσει συντεταγμένα και νηφάλια ένα νέο στρατηγικό όραμα και να διασφαλίσει τα μείζονα: την ανυποχώρητη υποστήριξη στην ευρωπαϊκή ιδέα αλλά με πίστη στην κοινωνική Ευρώπη. Την αλληλεγγύη στις πιο ευάλωτες ομάδες αλλά και τις αναγκαίες αναδιαρθρώσεις που θα καταστήσουν τη χώρα λειτουργική και παραγωγική. Την ασφάλεια των πολιτών αλλά και τον σεβασμό στα θεμελιώδη δικαιώματα όλων. Όποιος λοιπόν τα υποστηρίζει αυτά θεωρείται αυτόχρημα εθνικά ανεύθυνος από τους μεν και κοινωνικά ανάλγητος από τους δε. Κι αυτό γιατί η αντίθεση στο μνημονιακό αδιέξοδο και την εξαθλίωση, χωρίς όμως απώλεια της κριτικής μνήμης και της αυτοκριτικής σκέψης, ξενίζουν και απορρίπτονται ως περιττές πολυτέλειες. Σπεύδουν λοιπόν αμέσως και οι δυο πλευρές να καταγγείλουν ασάφειες, αμηχανίες και κρυφή συστράτευση με τον εχθρό.
Το ιδεολογικό λιντσάρισμα θα κλιμακωθεί στον δρόμο προς τις εκλογές. Μακάρι οι φορείς του ορθού λόγου, κόμματα, συλλογικότητες και άτομα, να αντέξουν. Μακάρι να μην υποκύψουν στη γοητεία της ευκολίας, των υποχωρήσεων, των συμβιβασμών και των ευκαιριακών συμμαχιών με εκπροσώπους του ξοφλημένου χθες. Υπάρχουν δυστυχώς ανησυχητικά δείγματα για το αντίθετο.

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

“Εκείνο που κυρίως καταναλώνουν σήμερα οι άνθρωποι είναι τηλεόραση. Και μέσα από την τηλεόραση καταναλώνουν, δι αντιπροσώπου βέβαια, τη φαντασίωση μιας ζωής που θα ήταν λεφτά, σεξ, εξουσία και βία” - Κορνήλιος Καστοριάδης