ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Αηδίασα και έφυγα από το… πλεόνασμα


Protogenes



Μας λένε πως αν η χώρα δεν παρουσιάσει πρωτογενές πλεόνασμα το 2013, αλλά και το 2014 και στον αιώνα του άπαντα, τότε δεν θα υπάρξει απολύτως καμία δυνατότητα διαπραγμάτευσης κάποιων αλλαγών στο πρόγραμμα προσαρμογής, στην κατεύθυνση της…επανόρθωσης ορισμένων μεγάλων αδικιών που αφορούν την περικοπή εισοδημάτων και κοινωνικών παροχών για τους περισσότερο αδύναμους της ελληνικής κοινωνίας. Μας λένε πως η χώρα δεν θα μπορέσει να βγει ποτέ ξανά στις αγορές, για να δανειστεί ώστε να ρίξει λεφτά… στην ανάπτυξη, αν δεν παρουσιάσουμε πρωτογενές πλεόνασμα το 2013, αλλά και το 2014 και στον αιώνα του άπαντα.

Ο alterthess ιανός

Μας λένε πως αν τώρα συμβεί καμία στραβή, του τύπου κινητοποιήσεις ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και πρόωρες εκλογές, τότε όλες οι θυσίες του προηγούμενου διαστήματος, θυσίες για να παρουσιάσει η χώρα πρωτογενές πλεόνασμα το 2013, αλλά και το 2014 και στον αιώνα του άπαντα, θα πάνε χαμένες. Δεν μας το λένε, αλλά το δείχνουν τα στοιχεία, πως όλες αυτές οι θυσίες, σε πάρα πολλές περιπτώσεις ανθρωποθυσίες, δεν έγιναν ούτε για να μειωθεί το έλλειμμα ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, καθώς από το 2009 παρουσιάζει μία ξεκάθαρη και αναμφισβήτητη αύξηση, ούτε για να σταματήσει το κραχ στην αγορά εργασίας, καθώς από το 2009 το ποσοστό της επίσημης ανεργίας έχει τριπλασιαστεί. Στα παπάρια τους δηλαδή το έλλειμμα και η ανεργία, το θέμα είναι το πρωτογενές πλεόνασμα, δηλαδή να υπάρξουν τόσο χαμηλές δημόσιες δαπάνες, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, ώστε τα όποια έσοδα να είναι περισσότερα.
Μας λένε πως αυτό που θέλουμε, εμείς που διαφωνούμε με την πολιτική της κυβέρνησης της νεοφιλελεύθερης ακροδεξιάς, είναι να ζούμε στο αφρό με δάνεια, να μη δουλεύουμε και να κονομάμε, να καθόμαστε όλη μέρα και όλη νύχτα να το γλεντάμε, η χώρα να μην παράγει τίποτα και να καταναλώνει τα πάντα. Μας λένε πως είμαστε ίδια πάστα με τον Τσοχατζόπουλο, ότι το παίζουμε αριστεροί αλλά στο πρώτο μπραφ θα αρπάξουμε ό,τι βρούμε μπροστά μας.
Αηδιάζεις με αυτά που ακούς και σου έρχεται να ξεράσεις με αυτά που λένε. Θέλεις να τους απαντήσεις, αλλά δεν βρίσκεις λόγια πέρα από βρισιές και κατάρες, σκέφτεσαι μία εκδίκηση, σαν της Ούμα Θέρμαν στο Kill Bill, από εδώ μέχρι κάποιον μακρινό γαλαξία, αλλά μην το ζορίζεις πολύ, λένε τις μαλακίες που λένε καθώς ετοιμάζουν τα πράγματα τους για να την πουλέψουν.

paganeli

Ό,τι κι ότι…

Εχθές το απόγευμα κόλλησε στο μυαλό μου η λέξη “ευτυχία”. Λίγο τα Μωρά στη Φωτιά (που αναφέρουν τη συγκεκριμένη λέξη επανειλημμένα), λίγο η μιζέρια (ως αντίπαλο μέτωπο), λίγο το ένα, λίγο το άλλο. Το θέμα είναι ότι μου γεννήθηκε ένα ερώτημα:
Πότε θα νιώσουμε ευτυχισμένοι;
Όταν αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε ό,τι βλέπουμε
ή
όταν αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε ότι βλέπουμε;
Όταν σταματήσουμε να κάνουμε ό,τι δε θέλουμε
ή
όταν σταματήσουμε να κάνουμε ότι δε θέλουμε;
Όταν αρχίσει να μας γεμίζει ό,τι μπορούμε να απολαύσουμε
ή
όταν αρχίσει να μας γεμίζει ότι μπορούμε να απολαύσουμε;
Και τελικά το σημαντικό ποιο είναι;
Ό,τι ζούμε ή ότι ζούμε; 

http://hrwas.wordpress.com

Φεγγαράκι μου λαμπρό


by antonis
feggaraki
Το σχολείο εξασφαλίσει στον πληθυσμό την απαραίτητη πνευματική στειρότητα ώστε να θριαμβεύσει σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής ο μικροαστικός ιδεαλισμός. Η θεάρεστη ιδιωτική τερατογένεση μικροσυμφερόντων διεκδικεί πεισματικά χώρο έκφρασης. Τοποθετείται στον πυρήνα του θεάματος. Μέσα στις άπειρες μεταμορφώσεις και στους δυνατούς πόνους ενός οδυνηρού τοκετού χτίζεται η παραμορφωμένη συνείδηση του κόσμου. Μια τεράστια αρένα καταναγκασμών ξεχειλίζει μέσα στον αδυσώπητο ωκεανό νόμων και ηθικών κανόνων. Η νοσταλγία εδώ έχει την τιμητική της. Η εικόνα είναι ο φρουρός κάθε αυταπάτης . Ο δαιμονισμένος ιεροκήρυκας θα πουλήσει επιθυμίες στους πιστούς. Ο θεός απ’ το θόλο του σκηνογραφεί τη φοβισμένη ματιά του πιστού. Μα ο θεός είναι ένας χάρτινος δράκος που αρπάζει φωτιά. Και η σμίκρυνση της αγάπης που προσφέρει είναι ιδεολόγημα και όχι ουσία. Καρικατούρα και όχι γαρούφαλλο ελπίδας στο πέτο ενός επίδοξου γυμνιστή. Ενός προφήτη αρνητή των προφητών και της σαβούρας κάθε θρησκόληπτης φαντασίωσης. Η αγάπη είναι το άνθος του κακού όταν τη φοράει κορόνα ο μονάρχης. Όταν έχει μια επίπεδη φυλετική χροιά κι ένα πικρόχολο λόγο για τις ιερές ερωτικές συλλαβές. Αυτές που ταΐζουν τους ήρωες και τους δαιμονισμένους. Αυτές που κάνουν το μισαλλόδοξο λόγο συντρίμμια και μπάζα της ανθρώπινης χωματερής των συμβόλων. Η αλήθεια δεν κάνει κουμπαριές με τους φονιάδες κι ούτε χρειάζεται τη Δευτέρα παρουσία για ν’ ανθίσει. Η αλήθεια είναι το βλέμμα κάθε ερωτικής διεκδίκησης ζωτικού χώρου. Γιατί, αλήθεια είναι ότι περιέχει ζωή. Ότι βρίσκεται έξω απ’ τη φασιστική πορεία της μικροαστικής ζωής. Τα φαντάσματα που ξερνούν ταχτοποίηση και πρωινή προσευχή και παραγγέλματα τρομάρας.
Πηγή:

http://dromos.wordpress.com

Τρία ψωροεκατομμύρια

Τα τανκς και τα υπόλοιπα άρματα μάχης επιστρέφουν, αρχής γενομένης από την 28η Οκτωβρίου 2013, στις παρελάσεις. Κι όπως μάθαμε από τους πρόχειρους υπολογισμούς της τελευταίας επετειακής συμμετοχής τους στους δρόμους της πόλης, το κόστος αναμένεται να φτάσει τα τρία εκατομμύρια ευρώ.
Τι μπορούν όμως να κάνουν αυτά τα τρία εκατομμύρια ευρώ;
Σύμφωνα με τους ίδιους πρόχειρους υπολογισμούς, τα τρία αυτά εκατομμύρια μπορούν να χρηματοδοτήσουν 60 μικρομεσαίες επιχειρήσεις, από 50.000 ευρώ την κάθε μία. Αν φανταστούμε ότι αυτές οι επιχειρήσεις θα αφορούσαν μία συγκεκριμένη περιοχή, τότε η μόνη λέξη που θα ερχόταν στο μυαλό είναι η “αναγέννηση”.
Οι νέες θέσεις εργασίας θα έφταναν, τουλάχιστον, τις 200. Συμπεριλαμβανομένων και των μικροεπιχειρηματιών. Η τοπική αγορά θα γνώριζε ένα αναπτυξιακό άλμα άνευ προηγουμένου. Οι άνεργοι θα επανέρχονταν σταδιακά στην αγορά εργασίας και μαζί με τους επιχειρηματίες θα συνέβαλλαν και αγοραστικά και φορολογικά στην εξάπλωση των θετικών εξελίξεων.
Οι ανάγκες που θα δημιουργούνταν θα ενίσχυαν την -όποια- ασθμαίνουσα τοπική οικονομία, ενώ η έκρηξη δημιουργίας τόσο απρόσμενων ευκαιριών θα ενίσχυε τις απαιτήσεις για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, εκπαίδευσης, ψυχαγωγίας, πολιτισμού.
Μία τόσο άμεση και εποικοδομητική οικονομική ενίσχυση μιας -τυχαίας- περιοχής, με ένα σωστό και προσαρμοσμένο σχέδιο αξιοποίησής της σύμφωνα και με τις ανάγκες αλλά και τις προοπτικές δικτύωσης με άλλες τοπικές κοινωνίες, θα είχε όλα τα φόντα να αποτελέσει ένα πραγματικό “success story”.
Αντ’ αυτού, τα χρήματα θα δοθούν για καύσιμα και συντήρηση αρμάτων μάχης. Για τα σινούκ και τα απάτσι που θα πετάνε πάνω από τα κεφάλια μιας. Για μία ώρα. Για εξήντα λεπτά. Για μια παρέλαση.
Ειλικρινά δεν ξέρω τι άλλο να πω ή να γράψω για τα εγκλήματα που όλοι μας γινόμαστε μάρτυρες, όμως τελικά η κατάληξή τους είναι συνεχώς η ίδια. Κι όταν κάποιοι παλεύουν για το αντίθετο, τότε αυτομάτως να χαρακτηρίζονται “τρομοκράτες”, “ επικίνδυνοι αναρχικοί” κι εκπρόσωποι της “εκτροπής”.
Μπορούσα να γράψω κι άλλα, με ύφος εντελώς διαφορετικό από αυτό που περιέγραψα συνοπτικά ως προς το τι θα μπορούσαν να κάνουν τρία εκατομμύρια ευρώ σε μια τοπική κοινωνία. Επέλεξα όμως να τα πω στην ίδια ακριβώς γλώσσα με εκείνους που θεωρούν ότι η φιλοσοφία της ελεύθερης αγοράς είναι η μόνη διέξοδος.
Κι όμως, τελικά -και με την προϋπόθεση να πραγματοποιηθεί η υπόσχεση της μηχανοκίνητης παρέλασης- καμία θεωρία δεν συναντά την πράξη του σήμερα. Γιατί ακόμη κι αν πάρουν πίσω την απόφαση της πολυέξοδης επίδειξης στρατιωτικής δύναμης, οι προθέσεις τους δεν αλλάζουν. Δεν ενδιαφέρονται για το καλό μας. Δεν επιδιώκουν αυτό που λένε περισσότερες φορές τη μέρα κι από τις υποκριτικές προσευχές τους στην Παναγία: την ανάπτυξη.
Πόσο μάλλον αν θυμηθούμε ότι ο τελευταίος βουλευτής που ζήτησε να επιστρέψουν τα τανκς στις παρελάσεις ήταν ο χρυσαυγίτης Αντώνης Γρέγος, αναπολώντας στη βουλή την αίσθηση της ερπύστριας στην άσφαλτο: "Πιο πολύ μας άρεσε αυτή η αίσθηση της ερπύστριας στο οδόστρωμα και το καυσαέριο που έβγαινε. Μάλιστα φέρναμε και τα παιδιά μας πολύ κοντά και δεν μας πείραζε καθόλου αυτό το καυσαέριο".
Τα συμπεράσματα δικά σας (μας).

(Τα τρία αυτά εκατομμύρια ευρώ μπορούν να προμηθεύσουν ένα νοσοκομείο με τα στοιχειώδη υλικά. Μπορούν να καλύψουν τις ελλείψεις εκπαιδευτικών οι οποίοι απολύονται. Μπορούν να ξαναφέρουν τους σχολικούς φύλακες πίσω στα σχολεία. Πολλά πράγματα μπορούν να κάνουν. Και μιλάμε για τρία εκατομμύρια. Μία παρωνυχίδα στον ωκεανό των σκανδάλων κατασπατάλησης των τελευταίων 40 ετών. Καριόληδες)




Του Στρατή Μαζίδη.
Αν η Ελλάδα τολμήσει να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη και επιστρέψει στη δραχμή τότε μια σειρά από τρομερά δεινά θα τη συνταράξουν:

- δε θα έχουμε νερό

- θα σταματήσει να βρέχει


- τα σπίτια μας θα γκρεμιστούν και θα κατεδαφιστούν από μόνα τους πριν τα αγοράσουν οι ξένοι για ένα κομμάτι ψωμί αντί για ένα γερμανικό στρούντελ

- θα πάψει να υπάρχει καλοκαίρι

- η θερμοκρασία αμέσως θα υποχωρήσει κατά 30-40 βαθμούς

- τα δένδρα θα ξεραθούν

- τα ψάρια θα φύγουν για άλλες θάλασσες

- θα στερέψουν τα ποτάμια και οι λίμνες

- τα πουλιά θα σταματήσουν να κελαηδούν

- δε θα μπορούμε να κατουράμε όρθιοι

- θα υποστεί καθίζηση όλο το οδικό δίκτυο της χώρας

- δε θα ανατείλει ποτέ ξανά ο ήλιος

- θα ψοφήσουν όλα τα ζωντανά

- δε θα μπορούμε να αγοράσουμε πετρέλαιο (αλήθεια η Αλβανία πως το αγοράζει; κι εμείς τώρα που το προμηθευόμαστε από το Ιράν το πληρώνουμε; )

- θα μας αποκλείσουν οι αγορές (ενώ τώρα δεν είμαστε αποκλεισμένοι)

- θα προκληθεί γιγαντιαίο τσουνάμι στο Αιγαίο

- θα κλείσουν οι βιομηχανίες που παράγουν λουκέτα

- θα επικρατήσει ο τρόμος κι η αναρχία ενώ τώρα ζούμε σε ένα σοβαρό οργανομένο κράτος

- θα λιώσουν τα χιόνια στην Πίνδο

- θα φύγει ο Πέτρος από τη Μύκονο

- θα φύγουν όλοι οι λαθρομετανάστες

- θα αδειάσουν τα καταστήματα ενώ τώρα μπορούμε και πηγαίνουμε ξοδεύοντας αδρά για τις αγορές μας



Αυτά και άλλα πολλά φοβερά και τρομερά πράγματα πρόκειται να συμβούν ΑΝ επιστρέψουμε στη Δραχμή.
freepen

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

Βαρουφάκης: Η Ελλάδα πρέπει να χρεοκοπήσει εδώ και τώρα !!!

Για μέρες τώρα βαραίνουμε τις ψυχές μας με μια μόνιμη αγωνία: Θα χρεοκοπήσει το κράτος μας; Ε, λοιπόν, ήρθε η ώρα να αγκαλιάσουμε αυτό που φοβόμαστε…Αν οι φίλοι μας οι Γερμανοί δεν έχουν πρόβλημα να χρεοκοπήσουμε, καιρός είναι να το κάνουμε. Χωρίς δεύτερη κουβέντα. Όχι ως διαπραγματευτική μπλόφα και ούτε μόνο γιατί το χειρότερο που μπορεί να μας συμβεί είναι να χρεοκοπήσουμε σε ένα χρόνο, αλλά επειδή ήρθε η ώρα να…

στρέψουμε το βλέμμα στην αισιόδοξη πλευρά της χρεοκοπίας.
Υπάρχει τέτοια πλευρά; Και βέβαια υπάρχει. Σε σχέση με χώρες όπως η γνωστή τρόικα Πορτογαλία, Ισπανία και Ιρλανδία, αλλά και η Βρετανία και το Βέλγιο, το σύνολο του χρέους μας (δημοσίου και ιδιωτικού) είναι το μικρότερο. Πως αυτό; Επειδή οι έλληνες, ως άτομα αλλά και ως ιδιωτικός τομέας, χρωστάμε πολύ λιγότερα εκείνων. Ακόμα και οι αντιπαθέστατες τράπεζές μας έχουν ένα μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα: Πάνω από 150 δις πραγματικών καταθέσεων!
Μιλάμε για άνω του μισού ΑΕΠ σε καταθέσεις, κάτι για το οποίο οι περισσότεροι εταίροι μας θα σκότωναν να το έχουν, που λέει ο λόγος. Αν μάλιστα προσθέσετε και όλα τα χρήματα ελλήνων που βρίσκονται στο εξωτερικό, θα δείτε ότι οι έλληνες δεν είμαστε και τόσο φτωχοί κατά μέσον όρο, κι ας έχουμε το μεγαλύτερο ποσοστό φτώχειας στην Ευρώπη (με εξαίρεση την Λεττονία).
Ως πολίτες είμαστε ελάχιστα χρεωμένοι σε σχέση με πολλούς από τους επικριτές μας στις Λόνδρες, στα Παρίσια και στις Νέες Υόρκες. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι είμαστε λευκές περιστερές. Για δεκαετίες φορτώναμε το δημόσιο με τόσο μεγάλο χρέος που το βλέπουμε πλέον να βουλιάζει μπροστά στα μάτια μας.
Εδώ όμως που φτάσαμε, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Ακόμα και να αποφασίσουμε σύσσωμοι (ΣΕΒ και ΓΣΕΕ, γιάπηδες και στελέχη του ΠΑΜΕ, αστοί των βορείων προαστίων και αναρχικοί της Πλατείας Εξαρχείων) να δώσουμε ό,τι έχουμε και δεν έχουμε στο κράτος, δεν αρκεί. Αν μάλιστα το παρακάνουμε στην αλληλεγγύη προς το δημόσιο, η ‘γενναιοδωρία’ μας αυτή θα στεγνώσει την κυκλική ροή του πλούτου από το οποίο εξαρτάται το δημόσιο για τα έσοδά του το 2011, το 2012 κ.ο.κ.
Ποια είναι λοιπόν τα χαρμόσυνα νέα; Ότι μια πτώχευση θα αποδειχθεί σχετικά ανώδυνη. Ο λόγος διττός: Πρώτον, δεν είμαστε κατά μέσον όρο ούτε οι φτωχότεροι ούτε οι πιο υπερχρεωμένοι. Δεύτερον, όσον αφορά τα χρέη του δημοσίου, αυτά βαραίνουν εμάς, ως άτομα, πολύ λιγότερο από όσο βαραίνουν τους ξένους.
Κάντε την σύγκριση με την Ιαπωνία, το χρέος της οποίας ανήκει σε Ιάπωνες σε ποσοστό 95%. Αν το Ιαπωνικό κράτος αναγκαστεί στην πτώχευση, η καταστροφή της χώρας θα είναι ολική. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει για εμάς, καθώς μας ανήκει (δηλαδή στις δικές μας τράπεζες) μόνο το 25% του δημόσιου χρέους μας. Έτσι λοιπόν, δεδομένου ότι η πτώχευση του δημοσίου διαγράφεται ως αναπόφευκτη (εκτός αν πανικοβληθούν οι εταίροι μας αρκετά και το συνδράμουν για χρόνια πολλά, οπότε έχει καλώς), το κόστος της στάσης πληρωμών δεν θα το υποστούμε μόνοι μας.
Μα αν το δημόσιο κηρύξει στάση πληρωμών, τι θα γίνει την επόμενη μέρα; Πως θα ξανα-δανειστεί; Πράγματι, το κράτος θα στριμωχθεί. Για κάμποσο καιρό το δημόσιο θα πρέπει απλώς να ξοδεύει όσα μαζεύει από φόρους. Και γιατί είναι κακό αυτό; Να μάθει επί τέλους, αφού θα έχει ανακουφιστεί από το νταλκά των τοκοχρεολυσίων, να ζει με αυτά που εισπράττει. Π.χ. να καταγγείλει όλες τις εξοπλιστικές συμβάσεις, να συμπιέσει τους ανώτερους μισθούς (τον δικό μου συμπεριλαμβανομένου) τόσο που να καλύπτει τις δαπάνες του από τους φόρους που εισπράττει κλπ.
Οι τράπεζές μας; Θα υποφέρουν, είναι αλήθεια – δεδομένου ότι ακόμα και το 25% του δημόσιου χρέους που διαθέτουν θα παγώσει. Ναι, αλλά μην ξεχνάμε ότι το έχουν ήδη διαθέσει στην ΕΚΤ ως ενέχυρο για ζεστό χρήμα που έχουν ήδη πάρει. Και ότι έχουν πρόσβαση στις τεράστιες, κατά κεφαλήν, αποταμιεύσεις μας. Για να μην προσθέσω ότι απολαμβάνουν εγκληματικά υψηλά ποσοστά κέρδους τόσα χρόνια. Όπως το κράτος μας, έτσι κι αυτές να μάθουν να ζουν λιτά και με σύνεση όπως κάνουν χρόνια τώρα οι εργαζόμενοι των 700 ευρώ.
Επί πλέον, ο αποκλεισμός του κράτους μας από τις χρηματαγορές δεν θα διαρκέσει πολύ. Αν κηρύξει στάση πληρωμών, και ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό του, δεν θα περάσει πολύ καιρός που παλιοί δανειστές θα αποδεχθούν νέους όρους αποπληρωμής ενός ποσοστού των περασμένων δανεικών και νέοι υποψήφιοι δανειστές (μπορεί και οι ίδιοι με τους παλιούς) θα σχηματίσουν ουρά έξω από το Υπουργείο Οικονομίας να το δανείσουν!
Βλέπετε, το χρέος μας θα έχει μειωθεί τόσο που θα αποτελούμε εξαιρετική επένδυση. Έτσι είναι το κεφάλαιο – όταν οσφραίνεται ένα επικερδές deal δεν σέβεται ούτε τον εαυτό του.
Σε τελική ανάλυση, είναι λάθος μας να φοβόμαστε τόσο πολύ την στάση πληρωμών του ελληνικού δημοσίου. Άλλοι πρέπει να φοβούνται μια τέτοια εξέλιξη περισσότερο από εμάς:
• η κυβέρνηση της κας Μέρκελ η οποία θα πρέπει να διασώσει τις Γερμανικές τράπεζες που θα κλονιστούν από μια δική μας στάση πληρωμών
• η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που θα πρέπει να δει τι θα κάνει με μία χώρα-μέλος την οποία δεν μπορεί να αποβάλει από την ΕΕ αλλά η οποία τελεί υπό πτώχευση
• οι κυβερνήσεις όλων των άλλων χωρών (πλην ίσως της Ολλανδίας και της Αυστρίας) που θα τρέμουν για το ποιος θα είναι ο επόμενος στόχος των αγορών (των οποίων η όρεξη θα έχει ανοίξει από την ‘επιτυχημένη’ επίθεση στο χρέος της Ελλάδας)
• οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Βρετανίας (χωρών με συνολικό χρέος πάνω από 400%)
• όλοι όσοι έχουν επενδύσει στο ευρώ, είτε σε περιουσιακά στοιχεία είτε ως μέσο συναλλαγής.
Στάση πληρωμών λοιπόν!
Τώρα!
Με χαμόγελο και αισιοδοξία!

paganeli

Φούλαρέ το!

Του Πιτσιρίκου
Ο Βαρδής Βαρδινογιάννης θα καλύψει το κόστος για τα καύσιμα των τανκς και των αεροσκαφών για την παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου. Προφανώς, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για το πρόστιμο 240 εκατομμυρίων ευρώ στην Motor Oil που ακυρώθηκε τον περασμένο Αύγουστο αλλά και για την δωρεάν παραχώρηση της ψηφιακής άδειας για το Star και το Mega.
Στους Ιταλούς μπορεί να πεις «ΟΧΙ», στον Βαρδινογιάννη αποκλείεται.
Υποθέτω πως τα καύσιμα για την παρέλαση της 25ης Μαρτίου θα τα καλύψει ο Δημήτρης Μελισσανίδης. Είχε κι αυτός τα «τυχερά» του την χρονιά που πέρασε.
Ο κ. Βαρδινογιάννης σκοπεύει να καλύψει και τα καύσιμα για την θέρμανση και την κίνηση όλων των
Ελλήνων για τον βαρύ χειμώνα που έχουμε μπροστά μας.
Στην φωτογραφία, βλέπετε τον κ. Βαρδινογιάννη να δίνει στην υπεύθυνη της κυβέρνησης για την παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου χρήματα για να βάλει καύσιμα στα τανκς και στα αεροσκάφη.
(Τι γελοία και ξεφτιλισμένη χώρα που είναι η Ελλάδα. Και αυτή η γελοιότητα αυξάνεται διαρκώς.)

 http://pitsirikos.net

Ο γιός του νοικοκυραίου

Ο γιός του νοικοκυραίου μεγάλωσε στο χωριό. Ο πατέρας του, ο κυρ-νοικοκυραίος, ήταν αγρότης και πάσχιζε να μεγαλώσει τα παιδιά του δουλεύοντας σκληρά στα χωράφια, κάνοντας “το σκατό του παξιμάδι”. Το όνειρό του ήταν να μην κάνουν την ίδια μίζερη ζωή τα παιδιά του, να σπουδάσουν, να ξεφύγουν απ’ το χωριό και απ το μεροδούλι μεροφάι, να γίνουν “επιστήμονες” να τα καμαρώνει.

Ο γιος, του βγήκε λίγο “μπούλης”, τον παραχάιδεψε και η μάνα νοικοκυραίου. Μικρός, τα έκανε πάνω του μέχρι τα 8 του και στο σχολείο τα άλλα παιδιά τον κοροιδεύανε για αυτό. Xέστη τον φωνάζανε και κατρουλή τον κατεβάζανε και συχνά τον βαράγανε υποτιμητικά στο σβέρκο και του πετάγανε στραγάλια με το φυσοκάλαμο. Παιδί “ξουράφι” δεν ήτανε με καμία δύναμη, μάλλον “αργός” ήτανε. Δεν τα ‘παίρνε τα γράμματα, όπως έλεγε ο δάσκαλος στον κυρ-νοικοκυραίο. “Καλύτερα να μείνει εδώ να δουλέψει τη γη σας, να προκόψει”, του είχε πει στην 6η δημοτικού, “δεν τα παίρνει με τίποτα, ούτε τέχνη δε νομίζω πως μπορεί να μάθει”.

Ο γιος του νοικοκυραίου έβλεπε πολύ τηλεόραση, πάρα πολύ τηλεόραση, του άρεσαν τα αστυνομικά και οι ταινίες, οι πολεμικές, σαν τον “Ράμπο”, του άρεσε και αυτός ο γάλος με τα τρία ονόματα, ο πως τον λένε μωρέ,  αυτός ο Ζα κλο βα ντα και παιδικός του ήρωας ήταν ο Στίβεν Σιγκάλ. Στο γυμνάσιο ήταν χειρότερα τα πράγματα. Μόνο στα θρησκευτικά και στη γυμναστική τα κατάφερνε, γιατί η μάνα νοικοκυραίου τον πήγαινε από μικρό συχνά στην εκκλησία. “Ξεφτέρι” ήτανε σε κάθε λιτανεία και κηδεία και έπαιζε και πολλή μπάλα στην ομάδα του χωριού, ήταν δεξί μπάκ, ο “κλαδευτίρας” όπως τον φώναζαν οι συμπαίχτες του. Δεν ήταν καλός στην ιστορία, αλλά του άρεσε η επανάσταση του ’21, μισούσε τους αιμοβόρους Τούρκαλάδες (που να ξερε πως ο προπροπάππους του ήταν προύχοντας που μάζευε τα χαράτσια για τον αγά) και πίστευε πως είναι απόγονος των Λακεδαιμόνων (όταν μπορούσε να προφέρει σωστά αυτή τη λέξη καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι, άν και μισούσε και τους “γιούφτους” γιατί “αυτοί έφιαξαν τα καρφιά που σταυρώσαν το χριστούλι”). Του άρεσαν και οι αρχαίοι μύθοι. Πολλές φορές αναρωτιόταν τι σκατά λαβή έκανε στον μόλο, ο Λεωνίδας, αλλά πάντα βραχυκύκλωνε σε αυτή τη σκέψη και δε τόλμησε ποτέ να ρωτήσει.

Ως χαρακτήρας στην προεφηβεία ήταν μάλλον ντροπαλός και ακοινώνητος. Τα υπόλοιπα παιδιά δεν τα έκανε και πολύ παρέα, γιατί αυτά «ακούγανε ξένα», «ντυνόντουσαν με τζίν χωρίς τσάκιση», μιλάγανε για «πολιτικά» και όταν προσπαθούσε να μπει στην παρέα τους τον δουλεύανε, «γιδογάμη» τον ανεβάζανε, «γρόθο» τον κατεβάζανε και του ρίχνανε υποτιμητικές σφαλιαρίτσες η του καρφιτσώνανε χαρτάκια με ένα πέος ζωγραφισμένο στην πλάτη. Εκείνος κάρφωνε τα πάντα στον γυμνασιάρχη, τον Θεολόγο, τον χουντικό απ’ τα Τρίκαλα, που τον έβαζε να σπιουνεύει ποιοί καπνίζουν και ποιοι είναι σε «πολιτικές νεολαίες», για να τον περνάει τις τάξεις. Το χαιρότανε το κάρφωμα, ήταν γλυκιά η αίσθηση της εκδίκησης, ένα είδος ανώμαλης επιβεβαίωσης.«Θα τους δείξω εγώ», σκεφτότανε και έβλεπε τον εαυτό του Σβαρτζενέγκερ να τους θερίζει όλους με ένα μεγάλο μακρύκαννο όπλο.

Έβλεπε επίσης συχνά τον εαυτό του να βιάζει δεμένη χειροπόδαρα την κόρη του γείτονα (όπως είχε δεί σε μια γερμανική τσόντα). «Αυτό το τσουλί», που τον φώναζε υποτιμητικά «τοσοδούλι», μπροστά σε όλα τα άλλα παιδιά. Κάποτε, όταν ήταν μικρά, παίζανε στον αχυρώνα το γιατρό και τη νοσοκόμα και ‘κείνη είδε το «μόριό» του, “τοσοδούλι” φώναξε δείχνοντας και έβαλε δυνατά τα γέλια. “Τοσοδούλι, θα σου δείξω εγώ”, σκεφτόταν. Ένας θείος τον πήγε μια μέρα στις «πουτάνες», ένα καλοκαίρι, στην Αθήνα, αλλά δεν του σηκώθηκε απο το άγχος και ‘κείνη η “παλιοβουλγάρα” του είπε: «ντεν πειράζει, μικρούλι, γκαμίσει άλλη φορά, μη φοβάται ντεν είναι πούστη», χαϊδευτικά. Αυτό δεν το ξεπέρασε ποτέ γιατί θυμήθηκε πως κάποτε του σηκώθηκε βλέποντας στα αποδυτήρια τον γιο του καφετζή, το σέντερμπάκ του “Αίαντα”, της ομάδας του χωριού, που είχε μεγάλη την ψωλή, γυμνό. «Αδύνατον να είμαι αδερφή», σκεφτότανε συνέχεια και επίμονα, “αδύνατον εγώ είμαι άντρας, δεν είμαι πούστης εγω !!!” και όταν ήρθε η ώρα να πάει στρατό, πήγε στα Ο.Υ.Κ., να αποδείξει τον ανδρισμό του, στον εαυτό του και σε κάθε «ξεκωλιάρα».

 

Εκεί ένιωσε για πρώτη φορά ικανοποιημένος. Την τελευταία εβδομάδα εκπαίδευσης όταν έσπασε τα μούτρα ενός φαντάρου σε ένα φτιαχτό τσαμπουκά, σ’ ένα «κωλάδικο» κοντά στα σύνορα, ένιωσε επιτέλους “άνδρας”. Τον φουκαρά τον φαντάρο τον κράταγαν βέβαια τρεις «παλληκαράδες», της σειράς του και ήταν και «μαστουρωμένος», αλλά ο γιός του νοικοκυραίου πολύ το χάρηκε που τον χτύπαγε με όλη του τη δύναμη, καθώς σκεφτόταν μέσα του: “δεν είμαι πούστης, δεν είμαι πούστης, δεν είμαι πούστηηηηηηηηηηηηηηηηηηης !!!, είμαι άντρας ρεεεεεε”.

Όταν γύρισε στο χωριό με ένα τατουάζ “Μολόν Λαβαί” στον δεξί ώμο του και μια σπαρτιάτικη περικεφαλαία στο στήθος, ο πατέρας του, του πήρε μια μεταχειρισμένη «μπε-ε-βε, τζι-τι-εξ, σούπερ-τούρμπο, μι-τρία» με τις τελευταίες οικονομίες της οικογένειας. Πέρναγε τον καιρό του βλέποντας Λιακόπουλο και Άδωνις και διαβάζοντας επιτέλους βιβλία που μπορούσε να καταλάβει. Ναι, επιτέλους η αλήθεια που αυτός μόνο καταλάβαινε και που του έκρυβαν τόσα χρόνια οι “κουλτουριαρέοι” μασόνοι που τον εξευτέλιζαν με τα ακαταλαβίστσικα επιστημονικά επιχειρήματα κάθε φορά που προσπαθούσε να συμμετάσχει σε κάποια σοβαρή κουβέντα. Ήταν απόγονος των ΕΛ, ήταν κάτι σπουδαίο, δεν ήταν σαν τους «άλλους», τους «κρυφο-Εβραίους» και τις «αδερφές». Ήταν άριος, ήταν ξεχωριστός, δεν ήταν βλάκας, ήταν Έλληνας ανώτερος απ όλους και τον πολεμούσαν όλοι, δεν ήταν ηλίθιος και αμόρφωτος αυτός, οι άλλοι ήταν παραπλανημένοι, οι “εξυπνάκιδες”, αυτός γνώριζε την πραγματική αλήθεια. Ήταν ξεχωριστός, μέλος της εκλεκτής φυλής του θεού, ήταν Έλληνας, όχι απλά άνθρωπος ! Γυάλιζε το κυνηγετικό του όπλο κάθε μέρα και εξόντωνε κάθε σπουργίτι που είχε μείνει στο καμμένο δάσος, φαντασιωνόμενος πως εξοντώνει ορδές από “αράπηδες”, Πακιστανούς, Αλβανούς και άλλους αλλόθρησκους εχθρούς της πατρίδας, που τους έβαλαν οι «Αμερικάνοι» να καταργήσουν τη «θρησκεία και τα πιστεύω μας». Δούλευαν στα χωράφια του βέβαια, αλλά “αυτοί είναι πίθηκοι, είναι όπως τα ζώα, είναι φτιαγμένοι απ το θεό για να μας υπηρετούν”, σκεφτόταν κάθε φορά που στο τέλος της σεζόν κάρφωνε τους λαθρομετανάστες εργάτες στην αστυνομία για να απελαθούν και να μην τους πληρώσει. Άκουγε διαπασών κλαρίνα στην «αμαξάρα» του, γυρίζοντας τύφλα απ’ τα πανηγύρια και πάταγε αδέσποτους σκύλους και γάτες, «για πλάκα». Περιέργως ήταν πάντα “καψούρης” με κάποια φανταστική κοπέλα που υπήρχε μόνο στο μυαλό του, ή που την είχε δει κάπου τυχαία και που εκείνη προφανώς αγνοούσε ακόμα και την ύπαρξή του, λάτρευε τα καψουτράγουδα και ήταν σε μόνιμη ερωτική απογοήτευση χωρίς αντικείμενο.

Ο κυρ-νοικοκυραίος ήταν αδερφός του χασάπη, που ήταν μέγας και τρανός κομματάρχης του «Κόμματος». Του κόμματος που το ψήφιζε επειδή το ψήφιζε ο πατέρας του πατέρα του και ο πατέρας του. “Όλα κι όλα έτσι τα βρήκαμε, έτσι τα συνεχίζουμε”. Χρόνια παρακαλούσε για μια θεσούλα για το γιό του στο δημόσιο, αλλά «το ΑΣΕΠ μας έχει δέσει τα χέρια», του απαντούσε ο χασάπης, ανάθεμα στα κουμούνια και τις “αξιοκρατίες τους, χαλάσανε τις παραδόσεις και τις οικογένειες”. Ο γιος βοηθούσε και αυτός το Κόμμα κάνοντας θελήματα στις εκλογές για τον τοπικό βουλευτή του «Κόμματος» και νονό του (γόνος οικογένειας τσιφλικάδων, είχε βαφτίσει τουλάχιστον 1000 παιδιά στο νομό), μοιράζοντας φυλλάδια και σηκώνοντας ελληνικές σημαίες στις ομιλίες του. Ώσπου κάποια μέρα ο χασάπης τον κάλεσε στο μαγαζί και καθώς έκοβε μια σπάλα με τον μπαλντά, του είπε: «λοιπόν ανηψιέ, υπάρχουν δυό θεσούλες απ’ το ‘παράθυρο’ για σένα, μια στην πυροσβεστική και μια στην ομάδα ΔΙΑΣ, ξέρεις, τους ‘ράμπο’ της αστυνομίας, πές μου πού θες να σε βάλω και θα το τακτοποιήσω». Δεν έκανε δεύτερη σκέψη. Ήξερε πολύ καλά για την πυροσβεστική απ’ το γιό της περιπτερούς, πως είναι ηρωικό επάγγελμα και επικίνδυνο. Όλοι τον θαύμαζαν και τον εκτιμούσαν, τον πυροσβέστη, ήρωας, παλικάρι λέγανε όλοι, “μπράβο του έχει κότσια αυτό το παιδί, νάναι καλά”, “πέρυσι παραλίγο να καεί ζωντανός για βγάλει μια οικογένεια από ένα σπίτι που πήρε φωτιά”, “τέτοιοι αξίζουν σεβασμό”, “αυτοί είναι άντρες ρε, με ψυχή”. Είχε και ένα μακρινό ξάδερφο που ήτανε «μπάτσος» στο ηθών και είχε χοντροκονομήσει «δουλεύοντας την κοινωνία» και «ξύνοντας τα αρχίδια του». Κανείς δεν τον χώνευε, όλοι τομάρι και καθίκι τον έλεγαν, πίσω απ την πλάτη του, γιατί μπροστά του ή δεν μιλάγανε, ή μιλάγαν μόνο για ποδόσφαιρο. “Κοπρίτης, νταβατζής είναι, κατακάθι της κοινωνίας, μαγκιά κλανιά και κώλος φινιστρίνι”, αυτά ήταν τα καλύτερα που μπορούσες να ακούσεις για αυτόν. Δεν χρειάστηκε καμία δεύτερη σκέψη. Τι δεύτερη σκέψη να κάνει ;

“Στη ΔΙΑΣ, στη ΔΙΑΣ !!!” ρε μπάρμπα, αναφώνησε αμέσως, “σιγά μην πάω γίνω πυροσβέστης, αν ήθελα μια δουλειά να κουράζομαι θα έμενα αγρότης, καμία δουλεία δεν είν ντροπή μπάρμπα …”

Μind The Gap

http://parallhlografos.wordpress.com/2013/05/16/

Ο Φασισμός ως το αντίθετο και ταυτόχρονα απαραίτητο κομμάτι της Δημοκρατίας

αναδημοσίευση από "A ruthless critique against everything existing"
για τον φασισμό και την δημοκρατία τους
Εκεί βαθιά στη κόλαση, φυλάνε το πιο καυτό μέρος γεμάτο φλόγες, για αυτούς που σε καιρό κρίσης παρέμειναν ουδέτεροι.
(Δάντης Αλιγκιέρι)
Ο φασισμός είναι το αντίθετο της δημοκρατίας. Αυτό εκ πρώτης όψεως. Η δημοκρατία είναι η πολιτική μορφή που αναγνωρίζει ρητά όλα τα περιεχόμενα, όλες τις αντικρουόμενες πλευρές και προσπαθεί να τις επιλύσει εντός των ορίων της. Θεωρεί τις κοινωνικές και παραγωγικές σχέσεις φυσικές ως έχουν, και γιαυτό δίνει έμφαση στη διαχείριση τους. Στο πλαίσιο αυτό θεωρεί τα άτομα αυτόνομες μονάδες, καθαρό αποτέλεσμα των δικών τους επιλογών και όχι της κοινωνικής τους θέσης και των κοινωνικών τους σχέσεων. Η Δημοκρατία έχει την τάση έτσι να βλέπει τα πάντα πολιτικά, ταξινομημένα σε πολιτικές και ιδεολογικές επιλογές, αγνοώντας έτσι, και παραβλέποντας τις ταξικές διαδικασίες που κρύβονται από πίσω. Η Δημοκρατία δίνει την μεγαλύτερη δυνατή πρόσβαση στο κράτος, θεωρώντας αυτή τη διαδικασία αντίδοτο στην τάση για “ανισότητα” και εκμετάλλευση που παρουσιάζει η καπιταλιστική κοινωνία λόγω χρήματος, λόγω της ιδιωτικής πραγμάτωσης της κοινωνικής αναπαραγωγής. Οι άνθρωποι στη δημοκρατία ζουν μια αφηρημένη ζωή, τη ζωή του πολίτη, η οποία παρέχει πρόσβαση στο κράτος, από την άλλη ζει πολύ συγκεκριμένη, τη ζωή του ιδιώτη, με συγκεκριμένη κοινωνική θέση και σκοπούς, με συγκεκριμένες δυναμικές. Αυτή είναι μία από τις βασικές της αντιφάσεις.
Ο Φασισμός από την άλλη είναι το αντίθετο της Δημοκρατίας. Δεν αναγνωρίζει τίποτα πέρα από τον ίδιο, λειτουργεί με απαγορεύσεις στις  ατομικές και συλλογικές πολιτικές ελευθερίες. Οι διαχωρισμοί γίνονται ακόμα πιο κάθετοι, (ο σεξισμός, ο ρατσισμός η υποτίμηση γενικά), πιο σκληροί, το κράτος γίνεται γενικός διαχειριστής των πάντων. Αντί για τον διάλογο και την συναίνεση, επικρατεί πλήρως η βία και η καταστολή και τα διάφορα κομμάτια του προλεταριάτου προσπαθούν να αλληλοϋποτιμηθούν σε μιά προσπάθεια να μην υποτιμηθούν πλήρως τα ίδια . Αλλά κυρίως- το κυριότερο χαρακτηριστικό του, είναι ότι το κράτος-όταν φασιστικοποιείται- παύει να είναι κάτι ανοιχτό. Οι μάζες, ο “λαός” παύουν να έχουν πρόσβαση σε αυτό, και οι αποφάσεις παίρνονται από μία πολύ περιορισμένη μερίδα της αστικής τάξης με σκοπό να κάνει ότι είναι αναγκαίο για να συνεχιστεί η διαδικασία συσσώρευσης. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι οι δικτατορίες και ο φασισμός δεν μπορούν να έχουν κοινωνική βάση, κάθε άλλο. Αυτό σημαίνει ότι πολύ απλά οι αποφάσεις σε πολιτικό επίπεδο, παίρνονται από μια πολύ περιορισμένη μερίδα με βάση την αναγκαιότητα της συσσώρευσης, αλλά κάλλιστα ένα μεγαλύτερο κομμάτι τις αστικής τάξης, μικροκεφαλαιοκράτες κτλ ακόμα και κομμάτια του προλεταριάτου, μπορεί να συναινούν στις πρακτικές αυτής της μερίδας, οι πρακτικές αυτές να το συμφέρουν, κτλ
Συνεπώς αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι το δημοκρατικό κράτος είναι ευπροσάρμοστο, διχάζει τη ζωή και τις κοινωνικές και ατομικές διαδικασίες σε δύο σφαίρες και διαρκώς καταφέρνει να επιλύει τις αντιφάσεις που παρουσιάζονται στην ιδιωτική σφαίρα της κοινωνίας με τελικό σκοπό να κρατήσει τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας γύρω από τη σχέση κεφάλαιο ανέπαφο. Η δημοκρατία είναι το διαρκές γιατρικό των συμπτωμάτων χωρίς να γίνεται ποτέ λόγος για την ασθένεια. Από την άλλη ο φασισμός, είτε σαν κοινωνική τάση είτε σαν κοινωνική τάση και κρατική μορφή είναι η πιο κάθετη ταξική οριοθέτηση, όταν πλέον οι αντικρουόμενες τάσεις στην κοινωνία των ιδιωτών είναι τόσο οξυμένες, που η δημοκρατική διαχείριση δεν μπορεί να τις επιλύσει. Που πλέον απειλούν την συνοχή του “όλου”. Ας μην γελιόμαστε όμως ποτέ, πίσω από όλα αυτά, από το πώς μας εμφανίζονται στις διάφορες αντικειμενικές πραγματικότητες που βιώνει ο καθ’ ένας μας ανάλογα την ταξική του θέση, οι αντιφάσεις και οι συγκρούσεις έχουν να κάνουν με τον αντιφατικό τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας, με το κόκκινο νήμα που συνδέει όλες της φετιχοποιημένες κατηγοριοποιήσεις μας-τις αντιφάσεις του νόμου της αξίας, του κεφαλαίου σαν κοινωνική σχέση.
Ο φασισμός στην Ελλάδα είναι ακόμα κοινωνική τάση και όχι συνολική κρατική επιλογή. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει σχέση με το κράτος ή με κομμάτια του, αλλά δεν έχει προκύψει(ακόμα;) ως αναγκαία μορφή διαχείρισης της συσσώρευσης από το κράτος, καθώς δεν έχει φτάσει σε ανάλογα επίπεδα έντασης μια γενικευμένη ταξική σύγκρουση. Ένα κομμάτι της μικρής ιδιοκτησίας, των μικρών κεφαλαιοκρατών (οι οποίοι στην Ελλάδα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν ως και το 60% του πληθυσμού) αλλά και του προλεταριάτου( εμμένει ενσωματωμένο φετιχιστικά στο κεφάλαιο ως σανίδα σωτηρίας της αναπαραγωγής του) έχουν κάνει συνειδητή επιλογή προς τον φασισμό, ως προσπάθεια να διαχειριστούν την προλεταριοποίηση τους, να μετακυλήσουν την επικείμενη υποτίμηση τους σε άλλους, παράγοντας και αναπαράγοντας διαχωρισμούς. Αυτό σημαίνει ότι η εμφάνιση του φασισμού σαν κοινωνική τάση συμφέρει το κεφάλαιο, είναι παράγωγο/αντανακλαστικό ενός κομματιού της αστικής τάξης και ίσως οι πρακτικές του να συμφέρουν σε κάποιο βαθμό γενικότερα την αστική τάξη, να εγκαινιάζουν λογικές κτλ. Αντίθετα το επίσημο κράτος και η πολιτική του αν και βιώνεται ως έλλειμμα δημοκρατίας, κάτι τέτοιο είναι λάθος, έχουμε ακόμα δημοκρατία, έχουμε ακόμα εκλογές ο Σαμαράς-και η Χρυσή Αυγή- είναι εκλεγμένα κόμματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε καταστολή, βία κτλ, κάθε άλλο, όλα αυτά πότε δεν ήταν ξένα προς τη δημοκρατία. Όλοι αυτοί που τα ψήφισαν, τα ψήφισαν ως πραγματώσεις μιας λογικής που απαιτεί πιο δραστικά μέτρα για την συνέχεια της συσσώρευσης. Εδώ έρχεται όμως ένα μεγάλο ερώτημα; Τι είναι τελικά ο φασισμός; Παιδί ή εχθρός της δημοκρατίας;
Η Δημοκρατία είναι το λυμένο αίνιγμα κάθε συντάγματος όπως έλεγε ο Μάρξ.  Είναι μια μορφή διαχείρισης που αυτοαναγορεύεται σε περιεχόμενο. Ενώ αρχικός της σκοπός είναι αναγνώριση και η διαχείριση όλων των περιεχομένων, όλων των τάσεων, γίνεται η ίδια περιεχόμενο, γίνεται δημοκρατικότητα. Έτσι η δημοκρατία είναι πάντα έτοιμη να δεχτεί τον φασισμό, ως κομμάτι της αλλιώς παύει να είναι δημοκρατία, αλλιώς ισχυρίζεται έστω και έμμεσα ότι “δεν είναι όλοι δεκτοί, αλλά μόνο κάποια περιεχόμενα” τότε όμως κινδυνεύει να στρέψει πάλι το ζήτημα σε ζήτημα θέσεων και όχι σε ζήτημα διαχείρισης απειλώντας έτσι την ίδια τη βάση της λογικής της. Ο φασισμός είναι κάτι ενάντιο στη δημοκρατία, αλλά είναι απαραίτητος για την συνέχιση της συσσώρευσης, άρα κατ’ επέκταση είναι και απαραίτητος στη δημοκρατία. Λειτουργεί σαν σύνολο πρακτικών που κάνουν τη βρώμικη δουλειά, καταστέλλουν, δολοφονούν, υποτιμούν, ενσωματώνουν και τελικά σαν δια μαγείας δικαιώνουν τη δημοκρατία και το δημοκρατικό κράτος, που εμφανίζεται σαν σωτήρας αφού έχει γίνει η βρώμικη δουλειά, αφού οι τόσο οξυμένες αντιθέσεις που δεν μπορούσε να διαχειριστεί η δημοκρατία έχουν λειανθεί από τον φασισμό. Ο βαθμός στον οποίο ο φασισμός αναπτύσσεται, το αν παραμένει απλά κοινωνικό ρεύμα ή αν γίνεται επίσημη κρατική μορφή, το αν οι πρακτικές του θα υιοθετηθούν από ένα μέρος της κοινωνίας και από το κράτος ή αν το κράτος θα γίνει πλήρως φασιστικό και θα κλείσει εντελώς τις πόρτες του στις “μάζες” έχει να κάνει με το βαθμό ανάπτυξης του προλεταριακού κινήματος και είναι κάτι που ως όριο δεν μπορεί να ιδωθεί τώρα. Είναι μια μορφή πολιτικής διαχείρισης που σκοπό έχει να συνθλίψει τις αντιφάσεις της κοινωνίας των ιδιωτών ακόμα και με κόστος για ενά μέρος του κεφαλαίου, με σκοπό να προστατέψει την σχέση. Όπως πολύ σωστά παρατηρεί και ο Λεφέβρ  “ Η πολιτική κοινωνία μερικές φορές συνθλίβει την καθημερινή ζωή, την πραγματική ζωή των συγκεκριμένων ατόμων[...] Το πολιτικό δράμα καταλήγει στην αναπόφευκτη λύση του, στην αποκατάσταση της θρησκείας, της ιδιοκτησίας και των συστατικών μερών της αστικής κοινωνίας- όπως ακριβώς ο πόλεμος καταλήγει σε ειρήνη”
Ο Φύσσας πέθανε από μαχαίρι φασίστα. Απ’ ότι φαίνεται αν και το γεγονός ήταν ένα τυχαίο γεγονός μέσα στο κύμα των εξελίξεων, ήταν αποτέλεσμα της σύγκρουσης ενός φασίστα με έναν αντιφασίστα, ήταν -κάνοντας μια αφαίρεση- αποτέλεσμα της σύγκρουσης μεταξύ των αντικρουόμενων δυνάμεων που πυροδοτεί-και μετέχουν στην- η διαδικασία της αναδιάρθρωσης. Η πολιτική Σαμαρά και δικτύου 21 είναι ακριβώς αυτό. Είναι η πολιτική που ενσωματώνει τόσο την διαδικασία αναδιάρθρωσης, την δικαίωση της δημοκρατίας σαν αναγκαίας και φυσικής κατάστασης πραγμάτων και ταυτόχρονα την πολιτική των σκληρών διαχωρισμών, της υποτίμησης, της σκληρή καταστολή σε όσους αντιστέκονται. Είναι η χρυσή τομή.
Κεντρική Φωτογραφία: Νεκρός αξιωματικός των SS επιπλέει στο νερό, κοντά στο Νταχάου.

Inglorious basterds*. H αποκαθήλωση του ναζισμού και η αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού

Θέσεις-Editorial Τεύχος 125, περίοδος: Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2013
1. Έπραξαν το αυτονόητο;
Ενώ η Ελλάδα ζει εδώ και χρόνια την ανεμπόδιστη άνοδο του ναζισμού που αντιμετωπίζεται περίπου ως φυσικό φαινόμενο με εφιαλτικές διαστάσεις τον τελευταίο χρόνο, εξίσου «φυσιολογικά» αντικρίζεται και η αιφνίδια βίαιη καταστολή του, μάλιστα με προμετωπίδα αυτό ακριβώς που είναι: μια ωμή, εγκληματική οργάνωση δολοφόνων που δεν κρύβουν τις κακοποιές προθέσεις τους πίσω από τον κοινοβουλευτικό μανδύα.
Στοιχεία που ήταν γνωστά και τεκμηριωμένα εδώ και καιρό, δολοφονικές επιθέσεις εναντίον «αντιφρονούντων» του σύγχρονου ναζισμού και των «φυσικών» εχθρών του, των «άλλων» - ξένων κάθε είδους και προέλευσης, μαφιόζικη οργάνωση και πρακτική με τη βίαιη υπαγωγή ολόκληρων συνοικιών στην εγκληματική «προστασία» των ταγμάτων εφόδου, στρατιωτικού χαρακτήρα επιχειρήσεις κατά του «εχθρού» και χωριστικές επιχειρήσεις φιλίας προς τους «Έλληνες» με την εκμετάλλευση της ανέχειας και της ανθρωπιστικής κρίσης στην εποχή του μνημονίου, όλα αυτά αποκτούν ξαφνικά ποινική διάσταση. Και οι κρατικοί μηχανισμοί κινούνται στην κατεύθυνση της καταστολής με την ίδια ευκολία που έως σήμερα οι διαχειριστές τους δήλωναν ότι παρόμοιο ζήτημα δεν τίθεται επί της αρχής αλλά μόνο σε περιπτώσεις «αξιόποινων» ενεργειών. Οι οποίες άλλωστε ήταν καθημερινές και κραυγαλέες, συχνά σε αγαστή συνεργασία με τους φορείς της κρατικής βίας, ώστε να δημιουργείται η εύλογη εντύπωση ότι ανάμεσα στην «νόμιμη» κρατική βία και την «παράνομη» των ναζιστών υφίσταται ένα αδιατάρακτο συνεχές.
Πόσο «αυτονόητη» ήταν λοιπόν η θεαματική στροφή «ποινικοποίησης» του ναζισμού; Γιατί υπήρξε τόσο μακρά καθυστέρηση στην υλοποίησή της; Πόσο τυχαίο ήταν το «αναμενόμενο» και πώς συνέβαλε η στυγνή οργανωμένη δολοφονία ενός ανώνυμου αλλά ορκισμένου αντίπαλου του ναζισμού στην «αφύπνιση» της κρατικής βίας, όταν οι ίδιοι μηχανισμοί παρέμειναν αδρανείς σε άλλες εξίσου απροκάλυπτα στυγνές δολοφονίες «ξένων»;
Για να απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά απαιτείται μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία και τη συγκυρία.
2. Το αστικό συνεχές
Αν υπάρχει ένα πολιτικό στοιχείο που διαπερνά παρελθούσες ιστορικές συγκυρίες για να αναδυθεί σχεδόν αυτούσιο στην τρέχουσα, αυτό αδιαμφισβήτητα συνδέεται με την ανάδειξη της Αριστεράς στα πρόθυρα της κοινωνικής εξουσίας ή σε προνομιακή θέση για να επηρεάσει τα πολιτικά πράγματα της χώρας, διεκδικώντας το ρόλο εν δυνάμει κυβερνητικής δύναμης.
Αν αυτό έχει γίνει πλέον κοινός τόπος στην τρέχουσα πολιτική πραγματικότητα με τον ΣΥΡΙΖΑ στο ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είναι εύκολο να αναζητήσουμε ενδεικτικές ιστορικές και πολιτικές ομοιότητες σε πρόσφατες περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας: στην παρουσία του ΕΑΜ στην αντίσταση και την απελευθέρωση μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη δεκαετία που ακολούθησε όταν η ΕΔΑ αναδείχθηκε το 1958 σε αξιωματική αντιπολίτευση. Και στις δυο περιπτώσεις ενοποιό στοιχείο στη συμπεριφορά των κρατικών μηχανισμών ήταν ο φόβος μπροστά στην ενδεχόμενη επικράτηση της Αριστεράς και η αντιμετώπισή του με τη δημιουργία του αστικού συνεχούς: ενός συνασπισμού δράσης που εκτείνεται σε όλο το «συνταγματικό τόξο του κεφαλαίου», συμπεριλαμβανομένων και των αρνητών της «πεμπτουσίας» του αστισμού, της «δημοκρατίας». Η οποία τελικά μπορεί να περιέχει και την «άρνησή» της, το κράτος έκτακτης ανάγκης.
Είναι γνωστό ότι στην κατοχή η δημιουργία αστικών αντιστασιακών οργανώσεων είχε πάντοτε ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας με τον κατακτητή προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο «κομμουνιστικός κίνδυνος». Έτσι σε συνεννόηση με τον κατακτητή και τις δυνάμεις κατοχής, τον ναζισμό και τους εκπροσώπους του, ο φιλελεύθερος στρατηγός Πλαστήρας συζητούσε το 1941 το ενδεχόμενο ενεργού συμμετοχής του σε ελληνική φιλοναζιστική «Δημοκρατία» κατά το πρότυπο του Βισύ, ενώ ιδρυτικά στελέχη του ΕΔΕΣ προτείνουν με την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων το 1944 την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας για την αντιμετώπιση του «εχθρικού» και φαινομενικά παντοδύναμου ΕΑΜ, του «κομμουνιστικού κινδύνου».
Αρκεί να σημειώσουμε ότι το συνεχές του αστικού στρατοπέδου με τον (σύμφωνα με τα «δημοκρατικά» δεδομένα αποτρόπαιο) ναζισμό δεν εκφράζεται απλά με την υιοθέτηση μιας δικτατορικής μορφής διακυβέρνησης, που άλλωστε στις δεκαετίες ’20 και ’30 αποτελούσε σχεδόν συνηθισμένο φαινόμενο σε περιόδους πολιτικής αστάθειας. Επρόκειτο για προσχώρηση στο κράτος έκτακτης ανάγκης του κατακτητή με τις μαζικές εκτοπίσεις σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, μαζική εξόντωση αντιφρονούντων ή φυλετικά διαφορετικών κλπ. Η μετεμφυλιακή Ελλάδα τεκμηριώνει την κληρονομιά αυτού του αστικού συνεχούς με τους «νέους Παρθενώνες» της Μακρονήσου και των τόπων εξορίας που «άνθησαν» στην αρχική περίοδο της «αστικής αποκατάστασης».
Ομοίως, αν και σε αναντίστοιχη με την κατοχική κλίμακα ένταση, αντιμετωπίστηκε στη δεκαετία του ’50 η άνοδος της ΕΔΑ. Τότε με την καθοδήγηση και εποπτεία του μετέπειτα «Εθνάρχη της Δημοκρατίας» Κ. Καραμανλή συστηματοποιήθηκαν οι μηχανισμοί έκτακτης ανάγκης στο στρατό (ΙΔΕΑ) και στην αστυνομία, που χρησιμοποιήθηκαν αποτελεσματικά στη μαζική τρομοκρατία και νοθεία του εκλογικού αποτελέσματος το 1961, στη δολοφονία Λαμπράκη το 1963 και τέλος σε πλήρη ανάπτυξη το 1967 με την εγκατάσταση του δικτατορικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου.
Οι παραπάνω αναλογίες σε ιστορικά διαφορετικές συγκυρίες δεν εξισώνουν μηχανισμούς και μεθόδους που παραπέμπουν σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης, απλά υποδεικνύουν μια κοινή μέθοδο αντιμετώπισης με εργαλεία που κάθε φορά προσαρμόζονται στα δεδομένα. Όμως κοινό σε όλες τις περιπτώσεις είναι το φόβητρο της Αριστεράς που κινητοποιεί τα ανακλαστικά του συστήματος, τα οποία βρίσκουν νέους τρόπους να ανακινούν το ενδεχόμενο του κράτους έκτακτης ανάγκης (ή και να το επιβάλουν) με την κατάλληλη κάθε φορά μορφή. Και η ιδιομορφία της περιόδου φέρνει στην επιφάνεια πολλές ιστορικές ομοιότητες, οι οποίες συνδέονται άμεσα με τον τρόπο που η Αριστερά αναδείχθηκε σε πρωταγωνιστική δύναμη στην πάλη κατά της βίας του Μνημονίου και των κυβερνήσεών του. Με αδύνατη όψη της αντίφασης εκείνες τις αντιδράσεις στη βίαιη μνημονιακή αναδιάρθρωση που συντελείται σε βάρος της εργασίας, οι οποίες εγκλωβίζονται στην αντιμνημονιακή ρητορική και την «αντισυστημική» εγκληματική πρακτική των ναζιστών δολοφόνων.
3. Το κράτος έκτακτης ανάγκης ως πρακτικό ενδεχόμενο
Το σύγχρονο κράτος έκτακτης ανάγκης προέκυψε ως ενδεχόμενο για τον αστισμό ως απάντηση σε μια συγκυρία που αποκάλυψε κρατικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς υπό κατάρρευση, εντελώς ανίκανους να διαχειριστούν τις συνέπειες των πολιτικών βίαιης αναδιάρθρωσης στην κρίση, με την επιβολή των μνημονίων. Το πολιτικό σύστημα του αστισμού ουσιαστικά απαξιώθηκε ως αποτέλεσμα των χειρισμών για την επιβολή του μνημονίου: «ισχυρές» κυβερνήσεις που αποδείχθηκαν σε μια νύχτα τόσο θνησιγενείς και κοινωνικά αδύναμες για την οργάνωση της συναίνεσης όσο ισχυρή ήταν η κοινοβουλευτική τους ισχύς, κόμματα πυλώνες της μεταπολιτευτικής ευσταθούς εναλλαγής που κατέρρευσαν σαν χάρτινοι πύργοι. Και πίσω από όλα αυτά το φόβητρο της Αριστεράς ως πολιτικός βραχίονας του κοινού εχθρού, της εργασίας.
Για να σχηματίσει κυβέρνηση η έως προ ολίγου κυρίαρχη αστική πολιτική δύναμη της ΝΔ, χρειάστηκε δυο εκλογές και τη συρρίκνωση των ποσοστών της από την ιστορική ήττα του 32% το 2009 αρχικά στο 19% και στη συνέχεια με κλασικό εκλογικό εκβιασμό στο 29% το 2012, καθώς και τη στήριξη από το φάντασμα του ΠΑΣΟΚ, με μονοψήφια ποσοστά πια σε συνδυασμό με την πάντα πρόθυμη «υπεύθυνη» ΔΗΜΑΡ. Και έναν πολιτικό ιδεολογικό μηχανισμό σε πλήρη αναντιστοιχία με το παρελθόν, με την «εκφοβιστική» ραγδαία άνοδο της Αριστεράς να συνοδεύεται αρχικά από την εμφάνιση ενός γραφικού μορφώματος ακροδεξιάς προέλευσης, κυρίως όμως από το έως πρότινος αδιανόητο φάντασμα μιας εγκληματικής ναζιστικής οργάνωσης.
Η απαξίωση των μηχανισμών οργάνωσης της συναίνεσης των κυριαρχούμενων τάξεων, μετά τη διαρκή αθέτηση προεκλογικών υποσχέσεων και μετεκλογικών δεσμεύσεων, αλλά κυρίως η επακόλουθη αλματώδης αύξηση της ανεργίας ως συνέπεια των μνημονιακών πολιτικών, διευκόλυνε τη δήθεν «αντισυστημική» δράση των ναζιστών, με τη δημιουργία σε κάθε ευκαιρία – με ή χωρίς τη στήριξη των κρατικών μηχανισμών – θυλάκων κράτους έκτακτης ανάγκης που συμπλήρωναν τα κενά εκμεταλλευόμενοι την «ανεπάρκεια» των επίσημων πολιτικών και μηχανισμών. Οι κοινοβουλευτικές ρατσιστικές κορώνες, οι μαφιόζικες επιθέσεις στους μικροπωλητές στο όνομα της φυλετικής καταγωγής τους, η «προστασία» με εκβιασμούς, η υποστήριξη των «Ελλήνων» στην ανθρωπιστική κρίση, οι στυγνές δολοφονίες ξένων και Ελλήνων, οι «απλές (τελικές;) λύσεις» που έχουν δοκιμαστεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης μπήκαν στην καθημερινότητα ως μικρές καθημερινές εθιστικές δόσεις κράτους έκτακτης ανάγκης, με την ανοχή του «δημοκρατικού κράτους».
Πώς γιγαντώθηκε όμως αυτή η εγκληματική πρακτική των ναζιστών; Από τη μια μεριά, η κρίση και η ανεργία ενίσχυσαν την κοινωνική αμηχανία των αδυνάτων, υπονόμευσαν τις αντιστάσεις της εργασίας, του αδύναμου πόλου των συσχετισμών. Από την άλλη όμως, οι εγκληματικές ενέργειες των ναζιστών πάτησαν στο γόνιμο έδαφος των ελληνικών εθνικιστικών ιδεολογιών (το «ανάδελφο» του έθνους, το μίσος προς τον οποιοδήποτε «άλλο», η ιερή «τρισχιλιετής συνέχεια» του Ελληνισμού, η «ανυπαρξία μειονοτήτων», κ. ά.) για να προβάλουν την «εύκολη λύση» του κράτους έκτακτης ανάγκης ως απάντηση στην «έκτακτη» βία του μνημονίου, που άλλωστε έδειξε να μην δεσμεύεται από τις συμβάσεις των επίσημων κρατικών μηχανισμών. Στην πάγια γραμμή του ναζισμού που προβάλει το «αντικαπιταλιστικό» μένος ως βασικό συστατικό στοιχείο της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας, οι ντόπιοι εγκληματίες που ενδύθηκαν στην κρίση κοινοβουλευτικό μανδύα υλοποιούσαν σε κάθε βήμα τους όψεις του κράτους έκτακτης ανάγκης. Με την ανοχή ή τη συμπαράσταση ενίοτε και των «δημοκρατικών» κρατικών μηχανισμών: η παθητική ή ενεργός στήριξη από την αστυνομία, η εκπαίδευση από απόστρατους, η στρατιωτική δομή, τα men only κάμπινγκ και άλλα πολλά πιστοποιούν του λόγου το αληθές.
4. Ο φόβος της Αριστεράς
Είδαμε στα παραπάνω πώς η ναζιστική πρόκληση υλοποιεί την πανταχού παρούσα μέσα στον κοινωνικό ιστό διαρκή απειλή του κράτους έκτακτης ανάγκης, προκειμένου αυτό να λειτουργήσει ως ανάχωμα και αντίπαλο δέος στην άνοδο της Αριστεράς. Εδώ η δημιουργία και εξάπλωση των ναζιστικών ιδεολογιών και πρακτικών διευκολύνεται και προωθείται αποφασιστικά με τη βοήθεια της θεωρίας των δυο άκρων, σε διάφορες εκδοχές που παραλλάσουν ανάλογα με τις ανάγκες της συγκυρίας.
Η κυρίαρχη άποψη για την «ερμηνεία» της ανόδου των ναζιστικών πρακτικών υιοθετεί την άποψη ότι γενεσιουργός αιτία τους είναι η «ανομία» και η «περιφρόνηση των θεσμών» που εγγράφεται στο DNA της Αριστεράς. Αν είμαστε καθημερινά αντιμέτωποι με εκφάνσεις του κράτους έκτακτης ανάγκης, τούτο οφείλεται κατά κύριο λόγο στην «απονομιμοποίηση» των θεσμών και την επίκληση της κοινωνικής βίας («νόμος είναι το δίκιο του εργάτη»). Η ναζιστική βία δεν είναι λοιπόν παρά ένας ιδιότυπος κοινωνικός δαρβινισμός που προκύπτει από την «εξωθεσμική» βία της Αριστεράς, η οποία υποθάλπει την κοινωνική βία σε κάθε έκφανσή της, αρνούμενη να αποδεχθεί τους «δημοκρατικούς» κανόνες του κοινοβουλευτισμού, το «ύψιστο αγαθό» της δημοκρατίας. Ο ναζισμός είναι ο σπόρος που φυτρώνει στο έδαφος της υπονόμευσης των θεσμών από την Αριστερά.
Σε αυτή τη θεώρηση που στρώνει το χαλί για τη θεωρία των δυο άκρων προσχωρεί το σύνολο σχεδόν των «ουδέτερων» παρατηρητών της συγκυρίας. Και εντοπίζει τις απαρχές του κράτους έκτακτης ανάγκης σε αυτή τη «φύσει» ανομία της Αριστεράς. Μια «ορθολογική» άποψη που δεν «αιφνιδιάζεται» από την πραξικοπηματική κρατική διαχείριση με κοινοβουλευτικό μανδύα, που έχει επιβληθεί τουλάχιστον από την απροσχημάτιστη βίαιη επιβολή της εσωτερικής υποτίμησης με πρόφαση την κρίση, τη δραστική μείωση του βιοτικού επιπέδου μεγάλου τμήματος του πληθυσμού, τη φορολογική αφαίμαξη των μη εχόντων, την πρόνοια των κυβερνόντων για διαρκή λήψη νέων μέτρων που παράγουν διαρκώς νέα ελλείμματα, την ανενδοίαστη αξιοποίηση των δανειστών από μέρους της άρχουσας τάξης για να αλλάξουν κοινωνικοί συσχετισμοί δεκαετιών, να καταργηθούν στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα, να μαζικοποιηθεί η ανεργία, να περιέλθει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού σε χρόνια ανθρωπιστική κρίση.
Δεν είναι λοιπόν, μας λένε, η κατάρρευση κάθε είδους κοινωνικού συμβολαίου, που οδήγησε ευρέα κοινωνικά στρώματα στην απόγνωση και την υιοθέτηση των «απλών λύσεων πυγμής» των ναζιστών, αλλά η μαθητεία τους στη βία υπό την καθοδήγηση της Αριστεράς. Η «εξωθεσμική» Αριστερά προκάλεσε τη ναζιστική θηριωδία που ζούμε και όχι η απόγνωση μπροστά στο αδιέξοδο της κρίσης.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, μένει να εξηγηθεί ο λόγος για τον οποίο κινήθηκαν οι επίσημοι κρατικοί μηχανισμοί κατά των ναζιστικών συμμοριών, οπαδών του κράτους έκτακτης ανάγκης, αγνοώντας με αυτό τον τρόπο το άλλο «άκρο», την Αριστερά που υποτίθεται λόγω της μεγαλύτερης μαζικότητάς της μπορεί και αντιπροσωπεύει «ισχυρότερο κίνδυνο».
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δίνεται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους.
5. Ποιος ευθύνεται - ποιος ωφελείται;
Υπάρχουν εκδοχές της εθνικιστικής Αριστεράς που βλέπουν με εξαιρετικά «πρωτότυπο» τρόπο τη ναζιστική απειλή, ιδίως μετά την πρόσφατη δολοφονική απόπειρα. Ο Τ. Φωτόπουλος και ο Γ. Δελαστίκ σε πρόσφατη αρθρογραφία τους θεωρούν ότι κατά των ναζιστών, τους οποίους τοποθετούν σε «εξωσυστημικό» πολιτικό χώρο, έχει ξεσηκωθεί «το ντόπιο κατεστημένο, συμπεριλαμβανομένης της εκφυλισμένης “Αριστεράς” που υποστηρίζει τους μετανάστες» (Τ.Φ.), ενώ διατυπώνονται σοβαρές αμφιβολίες για το αν η πρόσφατη δολοφονική επίθεση έχει προκληθεί από τους ναζιστές διότι δεν ωφελούνται πολιτικά από αυτήν (Γ.Δ.). Είναι προφανές ότι η αδυναμία να αναγνωστεί η συγκυρία και οι ανατροπές της, σε συνδυασμό με τις εθνικιστικές ιδεοληψίες που μετατρέπουν την ταξική πάλη σε πάλη των εθνών μπορούν να οδηγήσουν σε θεωρητικές τερατογενέσεις με απρόβλεπτες πολιτικές συνέπειες, για τις οποίες βεβαίως οι δυο αρθρογράφοι εισέπραξαν τις ευχαριστίες των ναζιστών.
Στον αντίποδα της φαιδρής και επικίνδυνης εκτίμησης των «αντισυστημικών» αρθρογράφων βρίσκεται η μετρημένη εκτίμηση του ΣΥΡΙΖΑ που επισημαίνει ότι η κυβέρνηση έπραξε καθυστερημένα το αυτονόητο κινητοποιώντας το ισχύον νομικό πλαίσιο για να διωχθούν οι ναζιστές εγκληματίες, έστω και μετά από πέντε δολοφονίες και εκατοντάδες εγκληματικές επιθέσεις. Για να εκτιμήσει στη συνέχεια ότι αντικειμενικά καταρρέει η ανοχή στους νεοναζί όσο και η αθλιότητα της «θεωρίας» των δύο άκρων, ενώ προέχει πλέον να αποξηλωθούν οι ναζιστικοί θύλακες στον κρατικό μηχανισμό.
Η «αστυνομική» θεωρία του «ποιος ωφελείται» από το έγκλημα μπορεί να συμβάλει στην έκδοση πρωτόγονων αστυνομικών μυθιστορημάτων (“whodonit”), δεν βοηθά όμως στην αποκρυπτογράφηση της συγκυρίας. Όπου ήδη από τα φαινόμενα προκύπτει ότι οι κρατικοί μηχανισμοί, υπό την καθοδήγηση των κορυφών της κρατικής διαχείρισης, προχώρησαν σε τομές και λύσεις, διαμόρφωσαν επιλογές που συνιστούν μια εσωτερική «μεταπολίτευση των μηχανισμών», με στόχο να διασφαλιστούν τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του μπλοκ εξουσίας.
Πράγματι, αυτό που η έως σήμερα πολιτεία της διαχείρισης και η πρακτική των μηχανισμών αναδείκνυε ήταν μια πορεία σταδιακής ενσωμάτωσης του ναζιστικού μορφώματος στους «επίσημους» κρατικούς μηχανισμούς. Αυτό υποδήλωνε η πραγματικότητα των συγκοινωνούντων δοχείων που συχνά αποκαλυπτόταν όποτε γινόταν απόπειρα να αξιοποιηθεί η «νομιμότητα» για να χτυπηθεί η εκτροπή. Αυτό εξέφραζε ρητά η «θεωρία» των δυο άκρων, που εκτός από την επένδυση στο φόβο της Αριστεράς, αξιοποιούσε το γεγονός ότι μια «νομιμότητα» που περιελάμβανε το ένα άκρο (την Αριστερά) δεν μπορούσε να είναι επιλεκτική και να εξοβελίζει το άλλο (τους ναζιστές). Ενώ παράλληλα προετοίμαζε το έδαφος, με τις φωνές «τόλμης» και «ρεαλισμού» των διαχειριστών της κοινοτοπίας, για τη διέξοδο από μελλοντικά αδιέξοδα μέσω της συνεργασίας με το υπεύθυνο «πολιτικό σκέλος» των ναζιστών σε ρόλο «επιστάτη» της κοινωνίας. Και εδώ δούλεψαν με σύστημα και πρόγραμμα πολιτικοί και δημοσιογραφικά φερέφωνα που έριχναν «γέφυρες» ανάμεσα στην παραδοσιακή Δεξιά και τη ναζιστική εγκληματική οργάνωση μεριμνώντας για την κατάλληλη υποδοχή των εγκληματιών στα αστικά σαλόνια.
6. Το νέο πολιτικό σκηνικό
Απέναντι σε αυτή την εκδοχή της διαχείρισης φαίνεται ότι οι πρόσφατες εξελίξεις πριμοδότησαν μια άλλη που τουλάχιστον στην παρούσα φάση έρχεται σε «εσωτερική», αλλά άμεση ρήξη, επιβάλλοντας τη «νομιμότητα» απέναντι στην εγκληματική εκτροπή. Η ναζιστική δολοφονία και τα πολιτικά παρεπόμενα φαίνεται πώς έγειραν οριστικά την πλάστιγγα προς την αναγνώριση της ναζιστικής συμμορίας ως αυτό που πραγματικά είναι, μια εγκληματική οργάνωση δολοφόνων που αξιοποιεί στοιχεία της τρέχουσας πολιτικής για την προώθηση των εγκληματικών στόχων της. Δίνοντας έτσι ένα σαφές μήνυμα για τα όρια ανοχής του συστήματος που στενεύουν δραστικά προς την πλευρά τού (έως χθες ανεκτού) ναζισμού, γεγονός που ταυτόχρονα αφαιρεί ένα σημαντικό όπλο από τη φαρέτρα της Αριστεράς που είχε επενδύσει σημαντικά στην καταδίκη της σύμφυσης κράτους και ναζισμού. Ενώ ανοίγει παράλληλα και πεδίο δόξης λαμπρό για την άγρα των (στην πραγματικότητα καθόλου ανυποψίαστων) ψηφοφόρων και οπαδών του ναζισμού, για τους οποίους άρχισαν αμέσως να οργανώνονται τα κατάλληλα πολιτικά καλλιστεία, όταν την ώρα των συλλήψεων σε πρωινή εκπομπή ο «αριστερός» Ν. Μαριάς των ΑνΕλ έκανε επίθεση φιλίας στους «παραπλανημένους» ψηφοφόρους των ναζιστών, καλώντας τους να ενταχθούν στην θαλπωρή της «εθνικής» αγκάλης.
Και με θαυμαστό συντονισμό που θα τον ζήλευαν ακόμη και οι πλέον επαγγελματικές καμπάνιες κατά του Κομφούκιου στην Κίνα της δεκαετίας του ’70, ενορχηστρώθηκε άμεσα η αντιστροφή της δημόσιας εικόνας των ναζιστών εγκληματιών. Εκεί που τους συναντούσες σε κάθε κανάλι με πολιτικό ή life style λούστρο, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης προετοίμασαν σχεδόν αμέσως μετά την πρόσφατη δολοφονία τη στροφή της πολιτικής με ορυμαγδό πληροφοριών για τα «αποτρόπαια άδυτα» της οργάνωσης, για τα οποία βέβαια η δημοσιογραφία με αρχές (Δ. Ψαρράς, Η Μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής) έχει αναδείξει τόσο την ιστορική όσο και την πολιτική διάσταση της εγκληματικής πρακτικής τους. Οι εφημερίδες που έως σήμερα προέβαλλαν την «ομαλή» πλευρά των εγκληματιών, δεν χάνουν ευκαιρία να αναδείξουν πλέον τα εγκλήματα της ναζιστικής οργάνωσης: τη στρατιωτική οργάνωση, τη ναζιστική φιλολογία, τη λατρεία της φυλής και του αίματος (τι ενδιαφέρουσα ιδιομορφία, κάτι σαν αντίστροφος «φθόνος του πέους», ένα είδος «φθόνου της εμμηνόρρυσης»;), αποκρουστικές εικόνες των ατόμων με τα κτηνώδη σώματα, την κατεσταλμένη ομοφυλοφιλία του «ανδρισμού» και τη συμπεριφορά μπράβου νυχτερινού κέντρου, κλπ. Και πολλές μαρτυρίες «από τα μέσα», πολλοί ανανήψαντες που είναι έτοιμοι να «αποκαλύψουν» τα γνωστά και συχνά δικαστικά επιβεβαιωμένα από τους παθόντες εγκλήματα, καθώς και από ορισμένους που όλη αυτή την περίοδο της ναζιστικής ατιμωρησίας είχαν το θάρρος να πολεμούν και να αποκαλύπτουν το ναζιστικό έγκλημα.
Και όλα αυτά με προφανή στόχο να ανοίξει ένα νέο παράθυρο ελπίδας στο μέλλον για το αστικό μπλοκ.
7. Βία και δημοκρατία
Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι η συγκυρία που ανοίγεται μετά την επιχείρηση κατά του ναζιστικού εγκληματικού μορφώματος αποτελεί μια μικρή εσωτερική μεταπολίτευση των κρατικών μηχανισμών.
Πρώτο δείγμα αποτελεί η ντε φάκτο κατάρρευση της θεωρίας των δυο άκρων και η ακύρωση της προοπτικής ενός ελεγχόμενου κράτους έκτακτης ανάγκης που θα έδινε η κυβερνητική συμμαχία με το πολιτικό σκέλος του ναζισμού. Βεβαίως, η κυβέρνηση θα συνεχίζει να καταγγέλλει την κάλυψη που δίνει ο ΣΥΡΙΖΑ στην «αριστερή βία», αλλά δεν είναι δυνατό να ισχυρίζεται πλέον ότι η ναζιστική εγκληματική οργάνωση έχει την οποιαδήποτε αναλογία με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και η διαφοροποίηση αυτή μπορεί να συμβάλει υπό προϋποθέσεις στην κατάρρευση του φόβου που καλλιεργείται απέναντι στην άνοδο της Αριστεράς.
Από την άλλη πλευρά η αποτελεσματικότητα των χειρισμών της κυβέρνησης στην εξάλειψη της ναζιστικής απειλής μπορεί να της αποφέρει σημαντικά πολιτικά οφέλη, τα οποία, αν η Αριστερά το «επιτρέψει» πολιτικά, θα μπορέσει να κεφαλαιοποιήσει στο άμεσο μέλλον σε συνάρτηση με την επιτυχία των λεπτών χειρισμών που θα κληθεί εφεξής να αναλάβει στη συγκυρία.
Και τα δυο παραπάνω ζητήματα θα αποτελέσουν αντικείμενο της πολιτικής πάλης στην περίοδο που έρχεται, η έκβαση της οποίας δεν είναι δεδομένη. Εκείνο όμως που αδιαμφισβήτητα προκύπτει είναι η πρωταρχικότητα του ζητήματος των πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών για την Αριστερά, αν στους στόχους της είναι να μετατρέψει την εκλογική δύναμη σε πολιτική δυναμική ανατροπής.
Ένα πρώτο ζήτημα που τίθεται στην ημερήσια διάταξη είναι ο χαρακτήρας των συμμαχιών: Η αντιμνημονιακή ρητορική που δεν αναδεικνύει ταυτόχρονα την κοινωνική και πολιτική σύγκρουση που θα συνοδεύσει την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού, την κυβέρνηση της Αριστεράς, είναι καταδικασμένη σε πολιτική αφλογιστία, ενώ είναι ταυτόχρονα ευάλωτη απέναντι σε μια εθνικιστική παραχάραξη από «αριστερά» ή από δεξιά.
Το ζήτημα δεν λύνεται με την παραπομπή στις δυνατότητες μιας θετικής μετεκλογικής συγκυρίας, όταν η κατάργηση του μνημονίου θα μάχεται ενάντια στη χρηματοδοτική στενότητα, την ιδιωτική επενδυτική αργία και την προβληματική ρευστότητα, για να αναφέρουμε μόνο μερικά «τεχνικά» χαρακτηριστικά, περιφερειακά προς το βασικό πολιτικό ζήτημα.
Ούτε βέβαια με την ηθελημένη ασάφεια ενός επιχειρήματος που επενδύει στην «ψήφο εμπιστοσύνης που δεν έχει χρώμα», αλλά σίγουρα έχει προαπαιτούμενα, ιδίως όταν ενδεχόμενοι αυριανοί «σύμμαχοι» διαθέτουν εθνικιστικά ακροδεξιά ανακλαστικά.
Ούτε πάλι μπορεί η επίκληση της δημοκρατίας να προβάλει ως λύση του στρατηγικού ζητήματος μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, σε ένα ολόπλευρα εχθρικό διεθνές περιβάλλον, στο οποίο οφείλουν να οικοδομηθούν βήμα - βήμα συμμαχίες και στηρίγματα.
Η «δημοκρατία» ουδέποτε αποτέλεσε ασπίδα ή όπλο στην πολιτική σύγκρουση, παρά μόνο πλαίσιο πολιτικής συναίνεσης σε δεδομένο σχετικά σταθερό συσχετισμό δυνάμεων που την επιβάλλει.
Η εύθραυστη ισορροπία του μνημονίου συνεχίζει να κυριαρχεί στην «ολοκληρωτική» εκδοχή της θετικής προεξόφλησης Σαμαρά («success story»), ενισχυμένη πλέον μετά την αντιναζιστική επιχείρηση. Δεν είναι βέβαιο ότι η καλύτερη απάντηση για την Αριστερά είναι η αντιστροφή της: Η ανάδειξη του «failure story» των διακηρυγμένων στόχων του μνημονίου. Ζητούμενο είναι κυρίως η σφυρηλάτηση της ενότητας των κοινωνικών δυνάμεων που θίγονται από τη στρατηγική των κυρίαρχων τάξεων, σε ένα ριζικά διαφορετικό σχέδιο κοινωνικής ανασυγκρότησης.
Οι εκλογές του 2014, για τις οποίες η κυβέρνηση επιδιώκει, παρά τα φαινόμενα, να περιοριστούν σε τοπικές-ευρωπαϊκές, περιέχουν σημαντικές πολιτικές δυσκολίες. Κυρίως όμως τον γόρδιο δεσμό των συμμαχιών που μπορεί να κρίνει αποφασιστικά την πολιτική δυναμική της ανατροπής.
Πηγή: Θέσεις
* Δάνειο από την ομώνυμη ταινία του Quentin Tarantino (2009).

Η Χρυσή ΑYΓΗ και το εργατικό κίνημα

του Απόστολου Καψάλη
Το τελευταίο διάστημα, από λίγο πριν το καλοκαίρι, ο Σαμαράς φαίνεται να κινείται έχοντας στο μυαλό του μια πολυτέλεια. Την πολυτέλεια, των win-win scenarios, δηλαδή των σεναρίων που υπάρχει δυνατότητα να αξιοποιηθούν προς όφελος των ελίτ που σχεδιάζουν το νέο μνημόνιο και την συνέχιση της πολιτικής της λιτότητας.
Το καθεστώς, δια του εκπροσώπου του αυτή τη στιγμή, του Σαμαρά, δίνει την αίσθηση ότι προσπάθησε να μας υποχρεώσει να τον οδηγήσουμε σε εκλογές δύο φορές πριν το καλοκαίρι. Μία με την ΕΡΤ και την άλλη το Μάιο με την επίθεση στους εκπαιδευτικούς στις πανελλαδικές και ενδεχομένως να είχε στο μυαλό του, είτε πήγαινε, είτε δεν πήγαινε σε εκλογές, διάφορα σενάρια επωφελούς διαχείρισης αυτής της κατάστασης.
Φαίνεται σαν να είχαν την αντίληψη -ανεξάρτητα αν αυτή η αντίληψη ήταν σωστή ή λάθος, εφικτή ή ανέφικτη- ότι μπορούμε και έχουμε σε κάθε περίπτωση δεύτερα σχέδια, plan b και win-win scenarios. Με αυτό τον τρόπο λειτούργησε σε σχέση με τη Χ.Α. κυρίως η δεξιά, αλλά και συνολικά η συγκυβέρνηση που προέκυψε μετά τις εκλογές.
Όσο η Χ.Α. κάνει τη δουλεία της χωρίς να κάνει κάποια μεγάλη πρόκληση ή στρατηγική «βλακεία», μας εξυπηρετεί διότι τρομοκρατεί το κίνημα, απορροφά ριζοσπαστικά αντανακλαστικά μεγάλου κομματιού των ανέργων και των εργαζομένων που καλώς ή κακώς στρέφονται και σε αυτές τις αγκαλιές. Μας επιτρέπει να νομιμοποιούμε τη δική μας ακροδεξιά ρητορική, σε σχέση με τις επερχόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές, να βάζουμε ακροδεξιούς συμβούλους και υπουργούς, να μπορούμε να έχουμε μια πιο αυστηρή ατζέντα π.χ. σε σχέση με τα κινήματα και τους μετανάστες. Γι' αυτό καθυστέρησε σε βαθμό προκλητικό να βγάλει οποιαδήποτε ανακοίνωση για το περιστατικό στο Πέραμα, την ίδια ώρα που ο Παπαδημητρίου εκδηλώθηκε έχοντας στο μυαλό του το παράδειγμα της Γαλλίας με το δίπολο   Σιράκ – Λεπέν, της  Αυστρίας με την δεξιά -  ακροδεξιά  του  Χάιντερ ή πολύ πρόσφατα της Νορβηγίας με την συμμετοχή του εκεί ακροδεξιού κόμματος στην κυβέρνηση μειοψηφίας.
Αν όμως στην πορεία συμβεί το απρόβλεπτο, το ακραίο από τη Χ.Α. - γιατί δεν τα ελέγχει όλα κατά την εκτίμηση μου- όπερ και εγένετο, τότε μπορούμε να παίξουμε με τη θεωρία των δύο άκρων. Να κάνουμε μια επίπλαστη επίθεση νομιμότητας σε σχέση με τις ακρότητες και στις τάξεις της αστυνομίας – που θα φανεί μέχρι πού θα φτάσει αυτή η δήθεν κάθαρση- και από κει και πέρα να περάσουμε σε μια νέα φάση καταστολής και ακροδεξιάς επίθεσης στην Ελλάδα.
Φαίνεται σαν να ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση του σχεδίου σε σχέση με την ακροδεξιά και την καταστολή. Με άλλα λόγια το σύμπλεγμα καθεστώς, παρακράτος, ακροδεξιά ολοκληρώνει έναν πρώτο κύκλο.
Περνάμε πλέον σε μια νέα φάση η οποία ενδεχομένως σηματοδοτείται από την άλλου τύπου επίθεση που δέχτηκε ο σύντροφος συνδικαλιστής Παναγιωτακόπουλος  έξω από  το σπίτι του από ακροδεξιό και από την συνέχιση τέτοιων επιθέσεων σε κοινωνικούς αγωνιστές και σε αριστερούς για τη συνδικαλιστική τους δράση. Νομίζω ότι ακριβώς αυτή η απότομη μεταστροφή από το «τσακωθήκανε για τις ομάδες» μέχρι το «τέλος η Χ.Α» είναι εξαιρετικά γρήγορη και ενθαρρύνει ή ενισχύει την υπόθεση ότι είχαν από πριν επεξεργαστεί ένα εναλλακτικό σχέδιο. Ένα σχέδιο για τη χρησιμοποίηση της άκρας δεξιάς σε μια νέα φάση σε περίπτωση που κάτι δεν πήγαινε καλά ή ξέφευγε από τα προσχεδιασμένα ή από τα προσυμφωνημένα σε ό,τι αφορά στην Χ.Α.
Ακριβώς επειδή έχει φτιαχτεί ένας νέος εσωτερικός εχθρός, το νέο εργατικό κίνημα και τα νέα κινήματα που έχουν ξεπηδήσει ήδη από το 2007-8 , η Χ.Α. και η άνοδός της δεν πρέπει να ταυτίζεται αποκλειστικά με το μνημόνιο και τις επιπτώσεις του. Εντάσσεται σε μια από τα πριν λογική των οικονομικών και πολιτικών ελίτ να έχουν, να χρησιμοποιούν, να ανέχονται, να ενθαρρύνουν, να υποστηρίζουν έμμεσα ή άμεσα αυτού του είδους τις μεθοδεύσεις. Κατά αυτόν τον τρόπο σε περίπτωση ξεσπάσματος κάποιας οικονομικής κρίσης και δια της ακροδεξιάς τρομοκρατίας να αντιμετωπιστούν τα νέα ριζοσπαστικά κινήματα, τα οποία έχουν δώσει στη ριζοσπαστική αριστερά, και κατά κύριο λόγο στο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και στις άλλες δυνάμεις, πρωτοφανή για τη σύγχρονη ιστορία εκλογικά και σήμερα δημοσκοπικά ποσοστά.
Άρα λοιπόν απέναντι σε αυτές τις δύο χρησιμότητες της άκρας δεξιάς θα πρέπει να περιμένουμε μια νέα φάση από δω και πέρα .
Σε σχέση με το εργατικό, συνδικαλιστικό κίνημα μπαίνουν δυο προτεραιότητες. Αν αναζητήσουμε τις αιτίες  του φαινομένου ανόδου της Χ.Α. πριν την οικονομική κρίση, θα δούμε ότι πολύ μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού της χώρας αντιμετωπιζόταν από την πολιτεία σαν μετανάστης στην ίδια του τη χώρα για πολλά χρόνια. 
Ήταν οι νέοι εργαζόμενοι, οι επισφαλώς εργαζόμενοι, οι νέες μορφές εργασίας που είχαν μείνει εκτός των τειχών, εκτός συνδικαλιστικής εκπροσώπησης για τυπικούς και πολιτικούς λόγους και βεβαίως εκτός της οργανωμένης δομής του συνδικαλιστικού κινήματος.
Στρατιές, εκατοντάδες χιλιάδες συνανθρώπων μας στην περίοδο της επίπλαστης, κατά την προσφιλή αποδοχή πλέον ακόμα και των αστών οικονομολόγων, περίοδο ευημερίας με τους τρελούς ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ, την περίοδο 2000-2008 είχαν μείνει εκτός οργανωμένων σχημάτων της εργατικής τάξης. Με το ξέσπασμα της κρίσης το συνδικαλιστικό κίνημα δε μπόρεσε να κάνει ταχύτατα τη στροφή σε αυτές τις νέες δομές των εργαζομένων, να τις αγκαλιάσει, να τις εντάξει και να αναζωογονηθεί και αυτό μέσα από αυτή την ένταξη, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο, ώστε αυτό το κενό να το καλύψουν δυνάμεις, οι οποίες έχουν αναφορά και στην άκρα δεξιά.
Ταυτόχρονα την ίδια περίοδο 2000-2008, με τις πολλαπλές ταχύτητες εργαζομένων, με την ανοχή, αν όχι τη συνενοχή, ενός μεγάλου μέρους του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού έχουμε και την υποχώρηση σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο των συλλογικών οραμάτων και των αξιών εκείνων, οι οποίες είναι προνομιακές για να μπορέσει το εργατικό κίνημα να αγκαλιάσει σε συνθήκες κρίσης αυτές τις κατηγορίες του πληθυσμού.
Άρα λοιπόν, να δούμε την αιτία για την ενίσχυση της άκρας δεξιάς και της ΧΑ, που ξεκινάει πριν από τα μνημόνια και πριν το 2008. Να δούμε το έδαφος στο οποίο βασίστηκε το καθεστώς αλλά και οι φασίστες για να μπορέσουν να προσελκύσουν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των “εκτός των τειχών”, δηλαδή των ανέργων, των νέων εργαζομένων, των επισφαλώς εργαζομένων, των πρεκάριων κ.ο.κ.
Ωστόσο εδώ θα πρέπει να γίνει άλλη μια παρατήρηση.
Ούτε μέσα στην κρίση από το 2009- 10 μέχρι σήμερα έχει μπορέσει να ανοίξει τις αγκαλιές του το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα σε αυτές τις κατηγορίες ανοργάνωτων και απομονωμένων εργαζομένων. Εξακολουθεί, δηλαδή, ένας πολύ μεγάλος αριθμός συνανθρώπων μας να αισθάνεται και να είναι τελικά απροστάτευτος.
Εάν συνδικαλιστεί και φτάσει ένα σημείο παραπάνω, μπορεί να φάει και έναν κουβά βιτριόλι έξω από το σπίτι του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η προσπάθεια που έκαναν εργαζόμενοι στα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας να ζητήσουν να ανοίξει σχετική συζήτηση στην τοπική επιθεώρηση εργασίας στην Παλλήνη.
Ζήτησαν δηλαδή με ένα έγγραφο τους να συζητηθεί η υπόθεση τους. «Είμαστε ή δεν είμαστε εργαζόμενοι; Αν σκοτωθώ μέσα στον τόπο εργασίας, είμαι εργαζόμενος και είναι εργατικό ατύχημα ή είμαι νεράιδα και δεν είναι εργατικό ατύχημα;» Το εκπληκτικό είναι ότι παρόλο που αυτοί οι εργαζόμενοι παρέστησαν συνοδευόμενοι από συντρόφους οργανωμένους δέχτηκαν  την επίθεση παρακρατικών. Η επιθεώρηση εργασίας της Παλλήνης καταστράφηκε ολοσχερώς και η συζήτηση δεν έγινε ποτέ.
Άρα φτάνουμε σε ένα τραγικό σημείο όπου ένας μεγάλος αριθμός εργαζομένων μέσα στην οικονομική κρίση να μην αισθάνεται προστατευμένος για την υποτυπώδη νομική του δράση απέναντι στο κράτος και στο παρακράτος ή απέναντι στον εργοδότη.
Έχουμε πάρα πολλές απολύσεις συνδικαλιστών παρόλο που απαγορεύεται από το νόμο, έχουμε ανεχθεί τη διάρρηξη πολλών κόκκινων γραμμών, έχουμε την ευθεία απειλή εργοδοτών, έχουμε πάρα πολλά παραδείγματα εκβιασμών, απειλών, κυρώσεων εναντίον συνδικαλιστών που προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους, πόσο μάλλον απλών εργαζομένων που δεν τολμάνε καν να απεργήσουν όταν κηρύσσεται μια απεργία.
Για να κλείσουμε αυτή τη διάσταση, το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να ξανακάνει τη δουλειά του και να την  κάνει καλά. Να αναλάβει  τα σύγχρονα, αναβαθμισμένα ιστορικά του καθήκοντα, να προσπαθήσει να οργανώσει όλα τα κομμάτια της εργατικής τάξης.
Στην Ελλάδα, πλέον, σε συνδυασμό και με την βίαιη προλεταριοποίηση λόγω μνημονίων η μισθωτή εργασία αγγίζει εν δυνάμει ποσοστά βορειο-ευρωπαϊκών χωρών, ακόμη και σκανδιναβικών. Μισθωτοί πλέον είναι, εν δυνάμει έστω, παραπάνω από το 85% του συνόλου της απασχόλησης κατά την άποψή μου. Πρέπει κατεπείγοντος και ξεκινώντας από τις νέες γενιές το συνδικαλιστικό κίνημα να στρέψει την προσοχή του και να επιχειρήσει να οργανώσει πάλι την προστασία των εργαζομένων. Καταρχήν, ν’ αναβιώσει και να επικαιροποιήσει τα δικά του συλλογικά οράματα, αυτά της αλληλεγγύης απέναντι και σε ένα άλλο πολυπληθές κομμάτι της εργατικής τάξης, τους μετανάστες.
Ωστόσο, το εργατικό – συνδικαλιστικό κίνημα, δεν φτάνει μόνο να κάνει αυτό που έπρεπε να κάνει καλά από την προηγούμενη περίοδο να αποτρέψει δηλαδή νέα φαινόμενα απαξίωσης της γενικής απεργίας ή του ίδιου του συνδικαλισμού.
Επιπρόσθετα, χρειάζεται να οργανώσει την εργατική αντίσταση πέρα από την αυθεντική συνδικαλιστική οργάνωση και σε τοπικό επίπεδο. Με άλλα λόγια πρέπει η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, οι εργάτες και οι εργάτριες,  οι μισθωτοί και οι μισθωτές της χώρας να φτιάξουν σε τοπικό επίπεδο οργανώσεις τέτοιες που να επιλαμβάνονται όλων των ζητημάτων που αφορούν στους εργαζόμενους και στις εργαζόμενες, αλλά και στους ανέργους και στις άνεργες.
Θυμόμαστε στα χρόνια πριν την κρίση την ευκολία με την οποία αναπτύσσονταν ευαισθησίες για την ανθρωπιστική κρίση στο Κονγκό, στο Ζαΐρ και σε άλλες χώρες. Πολλοί από εμάς έχουν πάει κιόλας σε χώρες του τρίτου κόσμου με διάφορες αποστολές για να βοηθήσουν τους τοπικούς πληθυσμούς να ανταπεξέλθουν και να επιβιώσουν απέναντι σε συνθήκες κοινωνικής και οικονομικής καταστροφής.
Αυτή τη στιγμή οι διεθνείς οργανισμοί που μας συμβούλευαν τότε να πάμε σε αυτές τις χώρες αναφέρουν με στοιχεία αδιάψευστα ότι στην Ελλάδα υπάρχει μια προχωρημένη κατάσταση ανθρωπιστικής κρίσης.
Είναι δυνατόν να μη μπορεί ή έστω να μην προσπαθεί να δώσει το εργατικό κίνημα άμεσες λύσεις παράλληλα με τις διεκδικήσεις για κοινωνικό κράτος, ελευθερίες, δημοκρατία, εργασιακά δικαιώματα, ασφαλιστική κάλυψη; Ταυτόχρονα είναι δυνατό  να μη προσπαθεί να δίνει μέσα από δικές του παράλληλες δομές εργατικής αντι-εξουσίας,  λύσεις  στα καθημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κόσμος;
Ενδεικτικό παράδειγμα των παραπάνω αποτελεί η περιοχή της Ελευσίνας (και φυσικά πολλές άλλες περιοχές με παρόμοια κοινωνικά και εργασιακά χαρακτηριστικά). Υπάρχουν σύντροφοι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι έχουν  καταγράψει ότι πολλές δεκάδες παιδιών έχουν εγκαταλείψει τα σχολεία. Πρώτον επειδή δεν υπάρχει ρεύμα στο σπίτι για να διαβάσουν και δεύτερον, επειδή είναι μεγάλη η έκταση και δεν υπάρχουν τα καύσιμα και η οικονομική δυνατότητα της μεταφοράς του στο σχολείο.
Το δεύτερο επίπεδο της καταγραφής, τι κάνουν αυτά τα παιδιά που σταματάνε το σχολείο κατά τη διάρκεια της ημέρας ή της εβδομάδας εάν οι γονείς δουλεύουν  ή όχι, αν είναι μόνα τους ή γυρνάνε από δω και από κει, δεν υπάρχει στον επιθυμητό βαθμό.
Τρίτο και κυριότερο, δεν υπάρχει ένας τρόπος συλλογικής  απάντησης στο φαινόμενο, για παράδειγμα να πηγαίνουμε όλοι μαζί να μαζεύουμε τα παιδιά να πηγαίνουν σχολείο, έστω να τρώνε αφού δεν ξέρουμε καν αν τρώνε όταν είναι σπίτι.
Άρα, δεν έχουμε στήσει τέτοιες δομές εργατικής αντι-εξουσίας, που παράλληλα με τη διεκδίκηση για πόρους για την παιδεία και όλα τα άλλα πολιτικά αιτήματα, να μπορέσουμε να δίνουμε εμείς λύσεις στην ανθρωπιστική κρίση και όχι κάποιοι ψευτοακτιβισμοί των φασιστών με τους οποίους ριζώνουν στις γειτονιές.
Ένα άλλο κεντρικό ζήτημα, είναι η εξειδικευμένη αντιφασιστική δράση του εργατικού κινήματος. Πέραν του ότι πρέπει να κάνει την ιστορική του δουλειά και μάλιστα καλά αυτή τη φορά, θα πρέπει να βάλει στην ατζέντα του αυτοτελώς και το ζήτημα του αντιφασισμού, τόσο σε εργατικό, όσο και σε συνδικαλιστικό επίπεδο.
Να καταγράψουμε τα φαινόμενα εισβολής και παρέμβασης των ναζί στους χώρους δουλειάς και στα συνδικάτα. Ο πρόεδρος των εργαζομένων σε κάποιο πολυκατάστημα  της επαρχίας λέγεται ότι είναι ανοιχτά στέλεχος της ΧΑ. Άρα εδώ έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα εν δυνάμει μαύρο και αντιδραστικό σωματείο.
Ξέρουμε ή εκτιμούμε ότι σε κάποιους εργασιακούς χώρους και κλάδους όπως στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, στο Πέραμα, στους ταξιτζήδες υπάρχει έντονη δραστηριοποίηση τους. Να καταγράψουμε σε ποιους εργασιακούς χώρους έχουν τολμήσει να έχουν παρέμβαση.
Να οργανώσουμε μια εξειδικευμένη συνδικαλιστική συνδιάσκεψη από τα δικά μας συνδικαλιστικά κομμάτια, να δούμε με ποιόν τρόπο απαντάμε σε τέτοιου είδους φαινόμενα.
Η εμπειρία από την Ευρώπη είναι πάμπλουτη. Στη Γαλλία, επί παραδείγματι, φτάνουν στο σημείο στα διάφορα συνδικάτα με κοινή μάλιστα απόφαση τους να διαγράφονται όλα τα μέλη που έχουν σχέση με το Εθνικό Μέτωπο, αλλά υπάρχουν και πέρα από αυτές τις κατασταλτικές μεθόδους και θετικές δράσεις που μπορούν να γίνουν.
Το παράδειγμα της Ιταλίας και το πώς τα συνδικάτα στην καρδιά της κρίσης το 2010 αφιερώθηκαν στην κάλυψη των μεταναστών, στη νομιμοποίηση τους χωρίς όρους και προϋποθέσεις και στην καταπολέμηση της αδήλωτης απασχόλησης.
Είναι δράσεις που μπορούμε να μελετήσουμε και να εφαρμόσουμε προσαρμόζοντας τις και στη δική μας περίπτωση.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στην Αθήνα γίνονται περίπου μια ή δύο συναντήσεις το μήνα από Γερμανούς συνδικαλιστές με θέμα (και ή κυρίως) την ακροδεξιά στην Ελλάδα, σε αρκετές από τις οποίες έχω συμμετάσχει. Ελληνικό συνδικάτο από μόνο του δεν φαίνεται να ασχολείται σοβαρά και μεθοδικά με το συγκεκριμένο ζήτημα. Αν δεν έρθει γερμανικό συνδικάτο στην Αθήνα, να συζητήσει για την άκρα δεξιά στα συνδικάτα και στο εργατικό κίνημα εμείς δεν πρόκειται να το συζητήσουμε ποτέ...
Είναι αναγκαίο, να βάλουμε τον αντιφασισμό ψηλά στην ατζέντα, να μελετήσουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε η Χ.Α. στους εργατικούς χώρους.
Η πορεία από  το Πέραμα στο Κερατσίνι δεν ήταν γραμμική. Το ζήτημα της περιφρούρησης των εργατικών κατακτήσεων και του εργατικού κινήματος δεν είναι κάτι το οποίο πρέπει να το φοβηθούμε. Η βία του εργατικού κινήματος είναι αντιβία, είναι άμυνα απέναντι στην καταστολή που περνάει σε νέα φάση και σε μια ακροδεξιά που τώρα είναι στη γωνία μπορεί  να γίνει σύντομα ακόμα πιο επικίνδυνη.
Δεν είμαι βέβαιος ότι, αν είχαν καταφέρει οι σύντροφοι στο Πέραμα να αποκρούσουν την επίθεση και να αμυνθούν απέναντι στην επίθεση των χρυσαβγιτών, θα είχαν πάρει θάρρος οι φασίστες και θα έκαναν αυτό που έκαναν στο Κερατσίνι. Ιδίως δε στην περίπτωση που η συγκεκριμένη σύρραξη ήταν απόλυτα προβλεπόμενη, αφού οι χρυσαβγίτες την είχαν προαναγγείλει και η αστυνομία ήταν ενημερωμένη, έτσι ώστε σε 2 λεπτά και με την παρέμβασή της έληξε η σύρραξη.
Ακριβώς επειδή η βία που ασκούν οι φασίστες στα σχολεία και στους χώρους δουλειάς είναι μέσο εξάπλωσης των ιδεών τους, μέσο ενίσχυσης του αισθήματος ασφάλειας που απαντάει στην ανασφάλεια πάρα πολλών νέων και εργαζόμενων, δεν πρέπει εμείς να την αποφύγουμε σε επίπεδο αμυντικό.
Την επόμενη περίοδο, στην νέα φάση  καταστολής και στη νέα εκδοχή ακροδεξιάς παρέμβασης που ξεκινάει για το καθεστώς, δεν πρέπει να φοβηθούμε, να έχουμε κόμπλεξ, να αναβάλλουμε για αργότερα τέτοιου είδους αμυντικές προσπάθειες. Πρέπει με κατεπείγοντα τρόπο να οργανωθεί το εργατικό κίνημα, ώστε να μην κινδυνεύει από τις επιθέσεις της άλλης πλευράς. Επιθέσεις που απώτερο στόχο έχουν την τρομοκράτησή του και δια αυτής την μεγάλη ιστορική του ήττα.
barikat

Οι πτυχές της τηλεοπτικής κάλυψης της δολοφονίας Φύσσα.

Ο τρόπος με τον οποίο η τηλεόραση κάλυψε το ζήτημα της δολοφονίας Φύσσα και το ζήτημα της Χ.Α έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ίσως οι διάφοροι τρόποι με τους οποίους προσεγγίζεται το θέμα να δείχνουν και διαφορετικές αντιδράσεις και τάσεις περί του φασισμού μέσα στο αστικό μπλόκ, όπως παρατήρησε ένας φίλος. Ίσως να είναι πολύ νωρίς για τέτοιος εκτιμήσεις αλλά καλό θα ήταν να δούμε τους τρόπους που το κάλυψαν τα ΜΜΕ
1ος τρόπος
Ο πρώτος τρόπος είναι τις προσέγγισης του Παύλου ως καλό παιδί. Ο Παύλος λοιπόν, το καλό παιδί, που απλά έβλεπε έναν αγώνα με τη κοπελιά του και πήγε ο κωλοφασίστας και τον μαχαίρωσε. Ο δολοφονημένος Φύσσας με αυτήν την οπτική παρουσιάζεται ως ένας ακίνδυνος, ως ένας από εμάς(από αυτόυς, τους ήρεμους οικογενειάρχες και καλό παιδί) που πέθανε άδικα και κυρίως παράλογα. Αυτή η προσπάθεια δεν είναι τυχαία. Η σύγκρουση του Παύλου με τον φασίστα, παρουσιάζεται σαν σύγκρουση της δημοκρατίας, της αθωότητας με το έγκλημα, με την  αντιδημοκρατικότητα της ΧΑ. Έτσι η δημοκρατία, που έθρεψε τον φασισμό, όλες αυτές οι δημοκρατικές δυνάμεις που τον αποθέωσαν, σαν απαραίτητο κομμάτι τους για τον πόλεμο απέναντι στο κίνημα, τώρα βγαίνουν καθαρές. Η δημοκρατία, η ηρεμία και η ομαλότητα δικαιώνονται. Ο Παύλος παραμορφώνεται για να χωρέσει στα κουτάκια της δημοκρατίας, Η ΧΑ που τον σκότωσε παρουσιάζεται σαν μια ομάδα τρελών και παραφρόνων.  Οι ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις που συγκρούονται στην κοινωνία, και εκείνη τη στιγμή πύκνωσαν πίσω από τον Φύσσα και τον μαχαιροβγάλτη χρυσαυγίτη δεν εμφανίζονται πουθενά, αντίθετα αποσιωπούνται και εξαφανίζονται. Αν ο ανταγωνισμός μεταξύ κεφαλαίου και προλεταριάτου οδήγησε στην βιολογική δολοφονία του Παύλου, η πολιτική μορφή του κεφαλαίου στην παρούσα φάση-η δημοκρατία- για να δικαιωθεί απαιτεί την δολοφονία της μνήμης του, των επιλογών του, του ποιός ήταν. Ο Παύλος Φύσσας μπαίνει στο τραπέζι του δημοκρατικού προκρούστη και έρχεται στα μέτρα της δημοκρατίας. Ο Πάυλος Φύσσας αγαπητοί τηλεθεατές ήταν ένας από εσάς(και θα μπορούσε στη θέση του να είναι ένας από εσάς), ένα παράπλευρο θύμα μιάς μάχης μεταξύ τρελών, παράφρονων, μεταξύ άκρων. Βασική γραμμή των παραπάνω, MEGA, ΑΝΤ1 και ΣΤΆΡ και μεγάλο κομμάτι των εφημερίδων.
2ος τρόπος
Ο δέυτερος και καλύτερος είναι αυτός που ακολούθησε το ΣΚΑΪ. Όχι ο Παύλος δεν ήταν ένας τυχαίος. Είχε προηγούμενα με τον δράστη και τελικά έπαιξαν μαχαιριές. Το κράτος πρέπει να επέμβει και να κάνει κάτι. Αν και τελικός σκοπός είναι πάλι η αποσιώπηση και διαστρέβλωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του Φύσσα, εδώ ακολουθείται μια άλλη τακτική και το βάρος πέφτει όλο πάνω στον δράστη και το θύμα, ούτε έχει σχέση η δημοκρατία, ούτε ο φασισμός ούτε ο αντιφασισμός. Ήταν μια κοινή ποινική πράξη και πρέπει το  κράτος να παρέμβει. Η Χ.Α είναι καθαρά εγκληματική οργάνωση που παρανομεί, το πρόβλημα δεν είναι ο φασισμός της ή ο φασισμός γενικά αλλά ότι δρά εκτός νόμου. Αυτή ήταν η γραμμή του Σκαϊ μέχρι την πρώτη μέρα της δολοφονίας και τώρα, όσο περνούν οι μέρες, μάλλον αποτελεί αμάλγαμα με τον τρόπο ένα.
οι εφημερίδες και οι συνεντεύξεις.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα αντανακλαστικά των εφημερίδων. Η συνέντευξη(συνεντεύξεις) των “πρώην” χρυσαυγιτών σε διάφορες φυλλάδες, είτε είναι αληθινές είτε όχι, μας δείχνουν κάτι πάρα πολύ ενδιαφέρον. Πέρα από την καταγγελία της Χ.Α σαν συμμορία δολοφόνων και εγκληματιών, η ΧΑ παρουσιάζεται έντονα σαν “γιαλαντζί” εθνικιστές. Το απόσπασμα, από τα ΝΕΑ νομίζω με την συνέντευξη που λέει ότι η ΧΑ δίνει ρούχα σε πακιστανούς για να τα πουλάνε, δίνει έμφαση μάλλον στο ότι δεν είναι “σοβαροί” εθνικιστές και ότι οι τόσο καιρό καμπάνες της περί αντιμεταναστευτικού ήταν φούμαρα. Η δήλωση που υπάρχει από κάτω είναι “ΧΑτες τελειώσατε, δεν είστε αρκετά φασίστες, δεν κυνηγάτε αρκετά τους μετανάστες με τους οποίους έχουμε τόσο πρόβλημα, πάμε στο δίκτυο 21 που είναι κυβέρνηση και κάνει καλά τη δουλειά του….”. Όπως γίνεται εμφανές είναι μια κριτική από τα δεξιά, και κάθε άλλο δεν χτυπάει το φασισμό. Αυτή η συνέντευξη έπαιξε πολύ και στο διαδίκτυο σε ρόλο “πύρινης καταγγελίας” ενάντια στη ΧΑ και ενάντια στο πιό δυνατό της χαρτί-το μεταναστευτικό- για να αποθαρρύνει και να απομυθοποιήσει την οργάνωση σε όσους την ψήφισαν με αυτό το όνειρο. Αυτή η τακτική συνδυάζεται γάντι και με την ρητορική ότι το παιδί που σκότωσαν είναι έλληνας, η χα σκοτώσε ένα παιδί της διπλανής πόρτας, ένα ελληνόπουλο κτλ.
Άμεση ανάγκη να δημιουργηθεί ένας αντίλογος σε όλη αυτήν τη δημοκρατική ρητορεία, σε όλες της της εκφάνσεις. Να επαναφέρουμε τον Φύσσα αλλά και το όλο θέμα σε αυτό που πραγματικά είναι. Ήταν αντιφασίστας. Αντιφασισμός σήμερα-και καλώς και κακώς- σημαίνει και να είσαι ενάντια στο κεφάλαιο, ενάντια στην υποτίμηση της αξίας της εργασιακής δύναμης, να είσαι αλληλέγγυος κτλ, σήμερα ο αντιφασίστας, με τα μερικά και προβληματικά χαρακτηριστικά του- είναι εμπόδιο για το κεφάλαιο. Ο φασισμός από την άλλη είναι η συμπύκνωση, η μορφή των πιό άγριων, των πιό κάθετων και επιθετικών αξιώσεων της αστικής τάξης, των μικρών και πολυάριθμων προσωποποιήσεων του κεφαλαίου. Η σύγκρουση ήταν και θα είναι προλεταριάτο, απειθαρχία εναντίον κεφαλαίου.
 aruthlesscritiqueagainsteverythingexisting