Της
Λαμπρινής Χ. Θωμά*
Δεν ήταν ο ακαδημαϊκός τίτλος του Γ. Παγουλάτου (καθηγητής «Ευρωπαϊκής
Πολιτικής και Οικονομίας» στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών), που με
τράβηξε να διαβάσω το κείμενό του, «
Πέντε ερωτήσεις και απαντήσεις για το Μνημόνιο».
Να την πω την αμαρτία μου: εδώ και λίγα χρόνια, όποτε ακούω «καθηγητής
πανεπιστημίου», μιαν ανησυχία την έχω. Ειδικά μάλιστα γι’ αυτούς που
αναλαμβάνουν να μας νουθετήσουν περί των οικονομικών ή ακόμα χειρότερα
να μας «σώσουν». Με τόσους καθηγητές που έχουν περάσει από τα σχετικά
πόστα (Παπαντωνίου, Αλογοσκούφης, Παπακωνσταντίνου, Βενιζέλος,
Παπαδήμος, Στουρνάρας), και μετά από τόσο τουλάχιστον εντυπωσιακά
αποτελέσματα, φαντάζομαι μια κάποια ανησυχία είναι αναμενόμενη απ’ όλους
μας.
Δεν ήταν λοιπόν η προοπτική του να διαφωτιστώ από έναν «ειδικό» αυτή που
με ώθησε να διαβάσω το άρθρο του κ. Παγουλάτου. Ήταν που ξαφνικά το
κείμενο αυτό άρχισε να φτάνει στο mailbox μου, στον τοίχο του facebook
μου και στο twitter μου από όλους μου τους φιλελέ φίλους και γνωστούς
(μου το έλεγε η μαμά, να μη κάνω κακές παρέες, αλλά…). Κάποιοι μάλιστα
το έστειλαν δις, μη πάει και χαθεί τέτοιο κελεπούρι.
Ήταν και ο τίτλος πιασάρικος, είπα και εγώ, άσε τις προκαταλήψεις,
υπάρχουν και καλοί καθηγητές και, ε, από χέρι κάτι περισσότερο θα
γνωρίζει για το Μνημόνιο από εμένα, που από πτυχίο είμαι (Dog)house
M.D., καθότι Kτηνιατρική ΑΠΘ… Ας το δω είπα. Που ξέρεις, μπορεί χάρη σ’
αυτόν να δω το φως το μνημονιακό και να λάβω πνεύμα μανδραβέλειο.
Και μετά διάβασα το άρθρο. Και μετά το ξαναδιάβασα γιατί, λέω, δε
μπορεί, εγώ θα φταίω που τόσοι σοβαροί άνθρωποι το βρίσκουν τόσο
σπουδαίο κι εμένα μου φαίνεται μάπα το καρπούζι (συγχωρείστε μου την
ορολογία, αλλά αυτό σκέφτηκα, ψέμματα να πω;). Ε, και μετά το αποφάσισα:
δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με μια προσεγμένη επιστημονική θέση, αλλά για
μια πολιτική παρέμβαση από πολύ συγκεκριμένη οπτική σκοπιά. Μια
παρέμβαση που περιλαμβάνει και διαστρεβλώσεις, αλλά και μεθοδολογικά
λάθη ορατά ακόμα και δια μη εξασκημένου οφθαλμού, σαν το δικό μου.
Πάμε, λοιπόν, ένα ένα. Αλλά επειδή το φύλον μου επιβάλλει την
ανακατωσούρα, λέω να αρχίσω από το σημείο τρία (3), στο οποίο άρχισε να
χτυπά συναγερμό το ντάτσουν μετά καρότσας (δηλαδή εγώ, αζ οπόουζντ στην
πανεπιστημιακή μερστεντέ) μόλις το πρωταντίκρυσε. Διότι, σε αυτό
φαίνεται ότι ο κύριος καθηγητής προσάρμοσε τα δεδομένα στο συμπέρασμα
που επιθυμούσε να βγάλει και δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την
αντικειμενική ανάλυση αυτών των έρμων των δεδομένων (δεν τον παρεξηγώ,
τζάμπα είναι αυτά τα κείμενα, πολλοί τα γράφουν στο πόδι ― εδώ
μεγαλοδημοσιογραφοι που πληρώνονται αδρά και γράφουν πια στο πόδι…).
Σημείον τρία λοιπόν:
3. Δεν είναι λάθος όμως σε περίοδο ύφεσης να ασκείς πολιτική λιτότητας, που επιτείνει την ύφεση;
Κανονικά ναι. Εκτός εάν δεν υπάρχει κανένας πρόθυμος να σε δανείσει.
Ολοι οι σοβαροί επικριτές της λιτότητας (από τον Πολ Κρούγκμαν ώς τον
Μάρτιν Γουλφ), που ασκούν δριμεία κριτική στη γερμανική συνταγή
γενικευμένης ταυτόχρονης λιτότητας στην Ευρωζώνη, αναγνωρίζουν ωστόσο
την Ελλάδα ως ακραία εξαίρεση, στην οποία η λιτότητα ήταν αναπόφευκτη.
Διότι η Ελλάδα δεν είχε μόνο δημόσιο έλλειμμα και δημόσιο χρέος. Είχε κι
ένα θηριώδες έλλειμμα εξωτερικού ισοζυγίου και καθαρό εξωτερικό χρέος.
Αυτά απαιτούσαν δραστική μείωση της κατανάλωσης από τα πολύ ψηλά επίπεδα
και συρρίκνωση των εισαγωγών, ώστε να μειωθεί το εξωτερικό έλλειμμα.
Δηλαδή ύφεση.
Η απάντηση αφήνει να εννοηθεί (στον επιπόλαιο αναγνώστη) πως ο Κρούγκμαν
αναγνωρίζει την Ελλάδα ως μια «ακραία εξαίρεση» στην οποία η λιγότητα
ήταν αναγκαία «ώστε να μειωθεί το εξωτερικό έλλειμμα». Παρουσιάζει
δηλαδή τον Κρούγκμαν να δέχεται πως ενώ η λιτότητα είναι γενικά κακή σε
περίοδο ύφεσης, στην περιπτωσή της Ελλάδας «επιβάλλονταν» για να
σωθούμε.
Όμως ο Κρούγκμαν δεν λέει τίποτα τέτοιο. Πρόκειται για παρερμηνεία της
θέσης του βασισμένη σε επιπόλαια χρήση των λέξεων. «Το Χ επιβάλλεται»
μπορεί να σημαίνει «είναι αναγκαίο να γίνει για να σωθείς», αλλά μπορεί
να σημαίνει και «σε αναγκάζουν να το κάνεις με το ζόρι, παρόλο που σε
βλάπτει».
Ο Κρούγκμαν μιλάει σαφώς για τη δεύτερη εκδοχή. Δεν λέει δηλαδή ότι η
λιτότητα στην Ελλάδα «επιβάλλονταν» λόγω των συνθηκών (δηλαδή ότι ήταν η
μόνη εφικτή λύση), λέει ότι «επιβλήθηκε», με το στανιό, από τους
Γερμανούς, και ότι αυτή η επιβολή αποτελεί τρέλα, η οποία χειροτερεύει
τα πράγματα.
Ο λόγος στον Κρούγκμαν:
>>Αυτό που
μας δείχνει η Ελληνική εμπειρία είναι
ότι αν και το να δημιουργείς ελλείματα σε καλές οικονομικά περιόδους
μπορεί να σε οδηγήσει σε προβλήματα, το να προσπαθείς να εξαφανίσεις τα
ελλείματα όταν είσαι ήδη σε προβληματική θέση αποτελεί συνταγή για
σίγουρη ύφεση.
και:
>>Η Ελλάδα έχει
πολύ λίγες δυνατότητες,
κυρίως επειδή πρέπει να κάνει ότι ικανοποιεί τους Γερμανούς, οι οποίοι
έχουν τα λεφτά σε αυτή τη φάση. Οι Γερμανοί όμως είναι κυριολεκτικά
τρελοί, γιατί εξαναγκάζουν σε ακραία λιτότητα η οποία δεν βελτιώνει καν
την δανειακή κατάσταση της Ελλάδας.
Όταν ο κύριος καθηγητής γράφει: «
Είναι λάθος όμως σε περίοδο ύφεσης
να ασκείς πολιτική λιτότητας; Κανονικά ναι. Εκτός εάν δεν υπάρχει
κανένας πρόθυμος να σε δανείσει», αυτόν ακριβώς τον εκβιασμό φανερώνει. Θολώνοντας όμως τα νερά με το «
κανονικά ναι».
Διότι, όχι μόνο δεν εξηγεί ότι η πολιτική λιτότητας σε περίοδο ύφεσης
παραμένει λάθος ανεξάρτητα του αν υπάρχει ή όχι κάποιος «πρόθυμος να σε
δανείσει», αλλά αφήνει να εννοηθεί το αντίθετο.
Συνεχίζουμε, με κανονική πλέον σειρά:
1. Μπορούσε η Ελλάδα να αποφύγει το Μνημόνιο;
Σαφέστατα όχι, στην κατάσταση που βρισκόταν η οικονομία στα τέλη του
2009 - αρχές 2010. Κάθε χώρα που μπήκε σε Μνημόνιο μετά την Ελλάδα
(Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος), και με δεδομένη την οδυνηρή εμπειρία του
ελληνικού Μνημονίου, είχε συνολικά καλύτερα οικονομικά μεγέθη και παρ'
όλα αυτά δεν κατάφερε να αποφύγει την προσφυγή. Η αδυναμία δανεισμού της
Ελλάδας ήταν πλήρης και οι δανειακές ανάγκες τεράστιες.
Το Μνημόνιο (το συγκεκριμένο, με κεφαλαίο «Μ») το οποίο υπογράψαμε
παρουσιάζεται εδώ ως αναπόφευκτο. Το μεθοδολογικό φάουλ είναι πασιφανές ―
μια συμφωνία με εκατοντάδες πτυχές και όρους, που όλοι θα μπορούσαν να
τεθούν υπό συζήτηση, να προστεθούν ή να αφαιρεθούν, και να
διαπραγματευτούν, παρουσιάζεται ως μια και μόνη κρυσταλλομένη «ουσία», η
οποία, επιπλέον, ήταν νομοτελειακά αναπόφευκτη.
Το ότι είμασταν αναγκασμένοι να υπογράψουμε μια κάποια συμφωνία διάσωσης
λόγω «αδυναμίας δανεισμού» είναι κάτι με το οποίο μπορούμε και να
συμφωνήσουμε. Δεν σημαίνει όμως, καθόλου, όπως αφήνει να εννοηθεί ο
κύριος καθηγητής, ότι θα έπρεπε να υπογράψουμε την συγκεκριμένη
συμφωνία, με τις συγκεκριμένες δεσμεύσεις και με βάση την συγκεκριμένη
ανεμική «διαπραγμάτευση» που έκανε (;) η τότε κυβέρνηση.
Και όμως, η διατύπωση «η χώρα δεν μπορούσε να αποφύγει το Μνημόνιο»,
περνάει, κακώς, το συγκεκριμένο μήνυμα. Ό,τι δηλαδή υπήρχε ένα μόνο
εφικτό μνημόνιο, το Μνημόνιο με κεφαλαίο «Μ», αυτό που τελικά
υπογράψαμε, και ότι ήταν όλα όσα αναφέρει (αυτή η συμφωνία που καλύπτει,
διευθετεί και περιγράφει εκατοντάδες σημεία, όρους και υποχρεώσεις)
καλώς τα αποδεχθήκαμε στο συνολό τους.
Η χώρα μπορεί πράγματι να μην μπορούσε να αποφύγει ένα κάποιο μνημόνιο.
Μπορούσε όμως σιγουρότατα να διαπραγματευτεί διαφορετικά και να πετύχει
ένα άλλο μνημόνιο. Κάτι με το οποίο, φαντάζομαι, θα συμφωνεί και ο κ.
Παγουλάτος.
Στο ίδιο λάθος πέφτει ο αρθρογράφος όταν παραθέτει όλα τα μνημόνια που
υπογράφησαν (από Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρο) ως περαιτέρω πειστήρια του
αναπόφευκτου να υπογράφει η χώρα «το Μνημόνιο», λες και αποτελούν ένα
και το αυτό πράγμα ― ίδια μεταξύ τους αλλά και με το δικό μας. Κάτι το
οποίο, φυσικά, απέχει πολύ από την πραγματικότητα.
2. Δεν θα ήταν καλύτερα να είχε αναδιαρθρωθεί το χρέος από το 2010;
Ακόμα καλύτερο θα ήταν να μας το είχαν χαρίσει πλήρως οι δανειστές.
Ας σοβαρευτούμε. Αναδιάρθρωση χρέους το 2010 δεν μπορούσε να γίνει,
διότι δεν θα ήταν συναινετική και οργανωμένη. Θα ήταν μονομερής, με
συνέπειες ανεξέλεγκτα καταστροφικές, οδηγώντας μεταξύ άλλων σε έξοδο από
το ευρώ. Με εξαίρεση ορισμένους κύκλους του ΔΝΤ, κανένας από τους
κρίσιμους εταίρους (Γερμανία, Γαλλία, Κομισιόν, ΕΚΤ) δεν συζητούσε για
αναδιάρθρωση πριν φανούν τουλάχιστον τα πρώτα αποτελέσματα ενός
προγράμματος προσαρμογής. Η αντίθεσή τους ήταν δεδομένη, για προφανείς
λόγους. Διότι η Ελλάδα ξεκινούσε με 24 δισ. πρωτογενές δημοσιονομικό
έλλειμμα και άλλα τόσα εμπορικό έλλειμμα. (Γι' αυτό, η εθνική
διαπραγματευτική δυνατότητα ήταν πολύ χαμηλή.) Οι εταίροι θα έπρεπε να
μας διαγράψουν χρέος και μετά να χρηματοδοτούν επιπλέον και τα
ελλείμματα. Και να καλύψουν επίσης και το τεράστιο κόστος
ανακεφαλαιοποίησης των ευρωπαϊκών αλλά και ελληνικών τραπεζών, χωρίς
ακόμη να έχει στηθεί ευρωπαϊκός μηχανισμός. Δεν υπήρχαν οι μηχανισμοί,
και δεν υπήρχαν και δείγματα γραφής ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου θα
προχωρούσε στην ταχεία μείωση των ελλειμμάτων, χωρίς ένα εξωτερικό
πλαίσιο παρακολούθησης της προσαρμογής. Και μην ξεχνάμε, στα μάτια των
εταίρων η Ελλάδα ήταν μια χώρα-υπότροπος, που δήλωνε 6% δημόσιο έλλειμμα
και ξαφνικά προέκυψε με 15%, έχοντας «μαγειρέψει» και τα στοιχεία.
Τοξικό το κλίμα αντιμετώπισης από τα εθνικά κοινοβούλια.
Σε συνέχεια της προηγούμενης λογικής, σύμφωνα με την οποία το Μνημόνιο
ήταν μονόδρομος, η παραπάνω αφήγηση δεν δέχεται ότι υπήρχε οποιοδήποτε
διαπραγματευτικό όπλο στα χέρια της Ελληνικής πλευράς ― κάτι, βρε
αδελφέ, το οποίο θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί για να πετύχει μια έστω
μερική αναδιάρθρωση του χρέους.
Άραγε η αγωνία των «κρίσιμων εταίρων» για τις Ευρωπαϊκές τράπεζες και
την μοίρα του Ευρώ, δεν αποτελούσε ένα τέτοιο διαπραγματευτικό όπλο;
Δεν θα χρειάζονταν καν να φτάσουμε τα πράγματα στα άκρα. Το αντίθετο, το
μεγάλο πρόβλημα είναι ότι οι Yes Men πολιτικοί μας δεν δοκίμασαν να
σπρώξουν την κατάσταση ούτε δέκα εκατοστά μπροστά προς όφελος της χώρας
―και ας ήτανε και ως μπλόφα.
Και ας μας διδάσκει η Ιστορία, αλλά και η «θεωρία των παιγνίων», ότι σε
πολλές περιπτώσεις ο «ανεξέλεγκτος/ανυπάκουος» παίκτης αποκτάει το
τακτικό πλεονέκτημα.Και ας μας διδάσκει η Ιστορία ότι οι Yes Men ποτέ
δεν ωφέλησαν τη χώρα τους, ακόμα και αν ήταν αυτή ήταν «με την πλάτη
στον τοίχο».
Γιατί, και είναι προφανές,τις χειρότερες παραχωρήσεις, αυτές για τις
οποίες μετανιώνεις αργότερα, τις κάνεις ακριβώς όταν είσαι
στριμωγμένος.Πουλάς, ας πούμε, κερδοφόρες κρατικές επιχειρήσεις στο 1/10
της αξίας τους, σαν το πρεζάκι που «σκοτώνει» κοψοχρονιά τα χρυσαφικά
της μάνας του για άμεση ανακούφιση.
Και ας μου επιτρέψει εδώ ο κύριος καθηγητής να θυμίσω ότι πολλές από τις
«ανεξέλεγκτα καταστροφικές» συνέπειες, με τις οποίες μας απειλούσαν
τότε σε περίπτωση που δεν μπαίναμε στο Μνημόνιο, τις βιώνουμε σήμερα,
και σε χειρότερο βαθμό, με το Μνημόνιο. Το ποσοστό ανεργίας, οι
συνεχόμενες χρονιές ύφεσης, το χρέος που παραμένει αστρονομικό, οι
απολύσεις που έγιναν και γίνονται, οι περικοπές στους μισθούς, η
μετανάστευση παραγωγικών συμπολιτών μας και πάμπολλοι ακόμα μετρήσιμοι
δείκτες έχουν προ πολλού ξεπεράσει τις «απαισιόδοξες» προβλέψεις του
2010 για το τι θα γίνονταν έτσι και δεν υπογράφαμε το Μνημόνιο.
4. Δηλαδή είχαμε δύο κρίσεις;
Ακριβώς. Η Ελλάδα το 2010 είχε να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα δύο
επείγουσες κρίσεις: δημοσιονομική και εξωτερικού ισοζυγίου. Η πρώτη ήταν
αναμενόμενη, αλλά η δεύτερη ήταν έξω από τις προσδοκίες της Ευρωζώνης.
Κανένα θεσμικό όργανο της Ε.Ε. δεν είχε προειδοποιήσει γι' αυτήν, καμία
κυβέρνηση δεν είχε λάβει τα αναγκαία μέτρα να την αποτρέψει. Αυτό
επισημαίνει και η πρόσφατη μελέτη του Bruegel («Financial Assistance in
the Euro Area: An Early Evaluation»). Κανονικά, οι κρίσεις ισοζυγίου
πληρωμών αντιμετωπίζονται με συναλλαγματική υποτίμηση. Στην περίπτωση
των χωρών του ευρώ, αυτό δεν ήταν δυνατόν. Τη δουλειά μπορούσε να κάνει
μόνο η «εσωτερική υποτίμηση». Με τις γνωστές οδυνηρές επιπτώσεις. «Κρίση
του ισοζυγίου πληρωμών είναι η κατάσταση στην οποία οι αγορές σταματούν
να χρηματοδοτούν βιώσιμους δανειολήπτες εξαιτίας της χώρας στην οποία
ανήκουν». Να η πιστωτική ασφυξία, ακόμα και υγιών ελληνικών
επιχειρήσεων, που είχαν την ατυχία να βρίσκονται στη χώρα των διψήφιων
ελλειμμάτων. Θεμελιώδης δυσχέρεια της «διπλής κρίσης»: η ύφεση
διευκολύνει την αποκατάσταση του εξωτερικού ισοζυγίου, αλλά δυσκολεύει
τον δημοσιονομικό στόχο. Καταβάλλουμε μεγάλες δημοσιονομικές θυσίες, για
δυσανάλογα μικρότερο αποτέλεσμα.
Μια απορία έχω εδώ, και θα την πω: Δεδομένης της έκτασης της κρίσης, και
της εξάπλωσης της σε όλες τις χώρες του Ευρώ, από την Ελλάδα και την
Κύπρο έως την Γαλλία, την Ολλανδία και την Ιρλανδία, γιατί μας λέει ο κ.
καθηγητής ότι δεν ήταν εφικτή η «συναλλαγματική υποτίμηση» και ότι «τη
δουλειά μπορούσε να κάνει μόνο η "εσωτερική υποτίμηση”»;
Ξέχασε ότι η μείωση των επιτοκίων και η υποτίμηση του Ευρώ υπήρξε πάγιο
αίτημα και συμβουλή πολλών οικονομολόγων; Αίτημα το οποίο η Γερμανία
(και η ΕΚΤ) δεν δέχθηκε καν να συζητήσει, αποφασισμένη να προχωρήσει
μέχρι τέλους μια τιμωρητική και αναποτελεσματική πολιτική λιτότητας; Μια
πολιτική την οποία ακόμα και κορυφαίοι Ευρωπαίοι παράγοντες
αναγνωρίζουν εκ των υστέρων ως λάθος;
Και πάλι, όπως και στην προηγούμενη απάντηση, ο κύριος καθηγητής λέει τη μισή αλήθεια.
Η «εσωτερική υποτίμηση» ― δηλαδή το μάτωμα των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών ― δεν ήταν η μόνη διαθέσιμη λύση.
Ήταν απλά η μόνη πολιτική που ήταν διατεθειμένη να εφαρμόσει η Γερμανία,
μια πολιτική η οποία μακράν του να αποτελεί «λύση», χειροτέρεψε το
πρόβλημα.
Και η «εσωτερική υποτίμηση» λοιπόν, και η επιλογή της απόλυτης υπακοής
στη λιτότητα, παραμένει πολιτική επιλογή και καθόλου μονόδρομος.
5. Παρά τις μειώσεις δαπανών και τις αυξήσεις φόρων, παρά την
οδυνηρή λιτότητα, το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να αυξάνεται. Δεν είναι
αυτό απόδειξη αποτυχίας;
Πρώτον, το χρέος αυξάνεται όσο έχουμε πρωτογενές έλλειμμα, που
προσθέτει νέο δημόσιο χρέος. Από φέτος μπαίνουμε σε πλεόνασμα, για πρώτη
φορά μετά μια συνεχή δεκαετία πρωτογενών ελλειμμάτων. Δεύτερον, το
χρέος αυξάνεται λόγω της ύφεσης (για την οποία μιλήσαμε). Τρίτον, το
δημόσιο χρέος, μετά τις αποφάσεις αναδιάρθρωσης, δεν είναι πια το
σημαντικότερο πρόβλημα της οικονομίας μας. Η Ελλάδα (αντίθετα από την
Ιταλία ή την Ισπανία) δεν βρίσκεται υπό την εκβιαστική πίεση των αγορών.
Εχει κερδίσει τον χρόνο για να κάνει τις αναγκαίες προσαρμογές. Η
διαχείριση του χρέους είναι πια πολιτική, το μέγεθός του θα «κουρευτεί»
με απόφαση των εταίρων εφόσον παραμείνουμε στον δρόμο της προσαρμογής.
Και το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είναι σήμερα (μετά τις πρόσφατες
ρυθμίσεις) από τα χαμηλότερα στην Ευρωζώνη, με πολυετές μορατόριουμ
αποπληρωμών και επιτόκια κάτω από αυτά με τα οποία δανείζονται οι
εταίροι μας για να μας δανείσουν. Αυτό απαντά και στην επαναλαμβανόμενη
ανοησία της Χρυσής Αυγής περί «διεθνών τοκογλύφων».
Η κατηγορία περί «διεθνών τοκογλύφων» δεν αποτελεί ούτε εφεύρεση, ούτε
μονοπώλιο της Χρυσής Αυγής. Κακώς λοιπόν ο κ. καθηγητής προσπαθεί να την
ταυτίσει με το ακροδεξιό κόμμα, ώστε να την ακυρώσει ή να την
αμαυρώσει.
Για το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και το ρόλο του έχουν γράψει πάμπολλοι,
από τον Αριστοτέλη έως το Μαρξ. Ο δε ρόλος των χρηματοπιστωτικών
οργανισμών τύπου Γκόλντμαν Σακς,
Λήμαν Μπράδερς,
κλπ, στην παγκόσμια οικονομική κρίση και γνωστός είναι, και έχει
αναλυθεί, όχι μόνο από κάτι περιθωριακά αριστερά έντυπα, αλλά και από
τον «έγκριτο» αστικό τύπο του εξωτερικού (και βουνό οικονομικές μελέτες
και εργασίες).
Ξέρουμε πλέον όλοι ότι μέσα στο παιχνίδι είναι και «λογιστικά κόλπα»,
και οικονομικά «προϊοντα» φτιαγμένα με ευφάνταστους μαθηματικούς τύπους
με μόνο σκοπό τα υπερκέρδη και την παραπλάνηση των μικροεπενδυτών, και
καρτέλ, και διεθνείς κερδοσκόποι που
ανεβοκατεβάζουν εθνικά νομίσματα
και απ' όλα έχει ο μπαχσές.Μέχρι και golden boys με «χρυσά αλεξίπτωτα»,
που καταστρέφουν τεράστιο μέρος της οικονομίας αλλά συνεχίζουν να
αμείβονται με παχυλά μπόνους.
Τα περί «κόστους εξυπηρέτησης του χρέους» με «
επιτόκια κάτω από αυτά με τα οποία δανείζονται οι εταίροι μας για να μας δανείσουν», στην αρχή με έκαναν να βάλω τα κλάμματα για τους αλτρουιστές εταίρους που μας δανείζουν για την ψυχή της μάνας τους.
Αλλά μετά θυμήθηκα ότι το μέγα μέρος των χρημάτων που μας «δανείζουν»
προορίζονται για την κάλυψη των δικών τους δανείων και τη διάσωση των
τραπεζών τους. Κάνουν δηλαδή bail-out στις τραπεζές και τους επενδυτές
τους μέσω ημών, ενώ ταυτόχρονα βάζουν χέρι στο ελληνικό κράτος,
ανταλλάσοντας παλιόχαρτα με εμπράγματες δεσμεύσεις. Και ακόμα χειρότερα,
κάνουν αυτό το παιχνίδι με τα χρήματα του ευρωπαίων φορολογούμενων.
Χρησιμοποιούν, προφανώς, την Ελλάδα και τα άλλα PIIGS ως πρόφαση για να
μετακινηθεί το ρίσκο από τους τραπεζίτες της κεντρικής Ευρώπης ―οι
οποίοι συσσώρευσαν ότι τοξικό χαρτί μπορούσαν― στους ευρωπαίους
φορολογούμενους.
Όσο για το αν η «
Ελλάδα (αντίθετα από την Ιταλία ή την Ισπανία) δεν βρίσκεται υπό την εκβιαστική πίεση των αγορών»,
αυτό θα το δούμε μόλις μπούμε στο κυνήγι της επόμενης δόσης. Όπου και
θα ξαναρχίσουν, ασφαλώς, τα ίδια όργανα και θα αποφασιστούν τα χαράτσια
του μελλοντός μας.
Θα ήθελα να συμμεριστώ την αισιοδοξία του κυρίου καθηγητή, αλλά κρατάω
μικρό καλάθι, γιατί από ανάλογες διαβεβαιώσεις ότι «κερδίσαμε χρόνο»,
«σώσαμε τη χώρα» και «είμαστε πια εκτός κινδύνου» έχουμε χορτάσει. Να
θυμήσω τις εκτιμήσεις του Παπακωνσταντίνου ότι το 2012 θα επιστρέφαμε
στις αγορές, και του Στουρνάρα ότι από το ίδιο έτος θα είχαμε ανάπτυξη.
Πόσο σοβαρά αξίζει να πάρουμε παρόμοιες δηλώσεις, το μάθαμε όλοι πάνω
στο πετσί μας.
Α, μη ξεχάσω τη «μείωση των ελλειμμάτων», ε; Αυτή δεν οφείλεται σε
κάποια ξαφνική ανάπτυξη, στην πάταξη της φοροδιαφυγής ή στον
εξορθολογισμό του κρατικού μηχανισμού. Φτιαγμένη με αυθαίρετα χαράτσια,
περικοπές μισθών και συντάξεων των ασθενέστερων είναι και στηρίζεται
επιπλέον στην τακτική του κράτους να μην πληρώνει τα χρεωστούμενα του,
οδηγώντας σε απελπισία τους ιδιώτες — αυτό το τελευταίο, μάλιστα, το
μετράνε ως «επιτυχία», ενώ το να εφαρμοστεί το ίδιο στο εξωτερικό χρέος
θα ήταν, μας λένε, «καταστροφή».
Αυτά, σε επίπεδο Ντάτσουν. Τα φώτα μας αναμμένα, μαζί με τα αλάρμ, εν αναμονή αντιλόγου.
the press project