ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Κυριακή 7 Απριλίου 2013

‘Εξαίρεση σε φόντο φαιογάλανο’: Η Δεξιά Νομιμότητα ως Έκτακτη Ανάγκη

state_of_exception
Του Γιώργου Σωτηρόπουλου
«Η δικαιοσύνη υπόκειται σε διαφωνία· η ισχύς αναγνωρίζεται εύκολα και δεν εγείρει διαφωνίες. Άρα, δεν μπορούμε να δώσουμε ισχύ στην δικαιοσύνη, γιατί η ισχύς έχει αναιρέσει την δικαιοσύνη και διακήρυξε ότι είναι η ίδια δίκαιη. Και έτσι, όντας ανίκανοι να κάνουμε αυτό που είναι δίκαιο ισχυρό κάναμε αυτό που είναι ισχυρό δίκαιο». (Blaise Pascal, Σκέψεις)
Το ότι η Ελληνική κοινωνία έχει περιέλθει σε ένα «καθεστώς έκτακτης ανάγκης» – το οποίο ενώ είναι μεν άτυπο την ίδια στιγμή προσδιορίζεται και ως «μόνιμο», δηλαδή όχι ως παροδική κατάσταση αλλά ως (μετάβαση σε) ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης – έχει γίνει σχεδόν κοινός τόπος του πολιτικού φάσματος που καλύπτει την Αριστερά και τον «χώρο» της Αναρχίας. Εντός αυτής της οπτικής, γεγονότα όπως η επίθεση σε καταλήψεις και πολιτικά στέκια, οι αλλεπάλληλες επιστρατεύσεις απεργών εργατών, τα βασανιστήρια σε πολιτικούς κρατούμενους και η χρήση της αστυνομίας ως στρατό κατοχής, κατανοούνται ενιαία ως επί μέρους στιγμές της επιχείρησης εμπέδωσης του κατασταλτικού δόγματος που άπτεται ενός τέτοιου καθεστώτος. Ενώ όμως μέσα από την έννοια της «έκτακτης ανάγκης» ως μορφή εξουσίας παράγεται η εικόνα μιας συνέχειας στη κυρίαρχη διαχείριση της κρίσης, είναι αδύνατο να διαφύγει της προσοχής ότι από τις εκλογές και μετά υπήρξε μια «δεξιά στροφή» στον τρόπο διακυβέρνησης, η οποία ανέλαβε και το έργο της απονομιμοποίησης και καταστολής κάθε αντίστασης.1 Φυσικά, «στροφή» δεν σημαίνει ασυνέχεια και ρήξη, υποδηλώνει πάντως μια τροποποίηση. Μέχρι πρότινος, η υλοποίηση του πανθομολογούμενου καθεστώτος έκτακτης ανάγκης συντελούταν κυρίως μέσω μιας αποπολιτικοποίησης της κυριαρχίας, η οποία αξίωνε ότι υπερέβαινε τις παραδοσιακές ιδεολογικές μορφές που προσλάμβανε ο πολιτικός ανταγωνισμός. Είτε υπό την μορφή ενός λόγου διαχείρισης της κρίσης με όρους τεχνοκρατικού μάνατζμεντ, είτε μέσω ενός λόγου που όριζε τις κυρίαρχες πολιτικές με όρους ενός μετριοπαθούς «κέντρου» κυκλωμένου από αριστερά και δεξιά «άκρα», η παραγόμενη κοινωνική αναδιάρθρωση και η πολιτική της επιτέλεση εμφανίζονταν ως διαδικασίες ουδέτερες, απεγκλωβισμένες ως τέτοιες από τους διαχωρισμούς ενός παρελθόντος αμετάκλητα παρωχημένου.
Θα ήταν ανακριβές να υποστηριχθεί ότι αυτές οι μορφές διαμεσολάβησης της κοινωνικής αναδιάρθρωσης εγκαταλείπονται. Παραμένουν ενεργές αλλά δια μέσω της ενσωμάτωσης τους σε μια πρόδηλα δεξιά μορφής διαχείριση, η οποία αφενός προτάσσει ένα (πασπαλισμένο με εθνικοφροσύνη) δόγμα «τάξης και ασφάλειας» που συμπυκνώνεται στην «αδιαπραγμάτευτη» προσταγή για «νομιμότητα παντού» και αφετέρου πολώνει τον πολιτικό ανταγωνισμό χαράζοντας τα όρια μεταξύ «φίλου» και «εχθρού» στην βάση αυτής της προσταγής. Συστηματοποιώντας τον λόγο που χρησιμοποιείται ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ ήδη από τον Δεκέμβρη του 08΄, η αριστερή πολιτική στο σύνολο της δεν αναπαρίσταται απλά σαν μια τυχοδιωκτική ή ανεδαφική εναλλακτική πρόταση διαχείρισης της κρίσης, αλλά συγχρόνως ως μια πολιτική που συνειδητά εκφράζει και συγκαλύπτει δυνάμεις ανομίας και αστάθειας που απειλούν να καταστρέψουν την δημοκρατική έννομη τάξη και την εθνική-κοινωνική συνοχή. Έτσι, η Αριστερά ταυτίζεται με εμπράγματες μορφές πολιτικής και κοινωνικής αντίστασης, οι οποίες επίσης, στον βαθμό που υπερβαίνουν τα όρια της νομιμότητας, παύουν να γίνονται ανεκτές ως ελεγχόμενες μορφές έξω-θεσμικής δραστηριότητας αλλά καταστέλλονται ως εστίες ανομίας που απειλούν το εθνικό σώμα. Πάνω σε αυτήν την μορφοποίηση της νεοφιλελεύθερης βιοπολιτικής με όρους παραδοσιακής (άκρο)δεξιάς επιχειρείται να οργανωθεί εκ νέου η δοκιμαζόμενη τα τελευταία χρόνια κοινωνική συναίνεση. Ο «μικρομεσαίος» – και ειδικά αυτός που βγήκε στον δρόμο και αντιστάθηκε – καλείται να δεχτεί την υποτίμηση του βίου του με αντάλλαγμα μια ασφάλεια που θα του εξασφαλίζει, αν όχι το όνειρο μιας άμεσης ευμάρειας, τουλάχιστον την οικειότητα μιας μίζερης ζωής.2
Υπό το πρίσμα της έννοιας της «εξαίρεσης» ή «έκτακτης ανάγκης» υπάρχει χωρίς αμφιβολία μια παραδοξότητα στη τρέχουσα διαχείριση της κρίσης: η καταστρατήγηση της συνταγματικής τάξης, την οποία ένα καθεστώς εξαίρεσης ή έκτακτης ανάγκης υποδηλώνει, συντελείται με όρους μια στρατευμένης νομιμοφροσύνης. Πάνω σε αυτό το γεγονός στηρίζονται οι δυο βασικοί τύποι κριτικής της κυβερνητικής πολιτικής: η πρώτη, που την αντιπροσωπεύει κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ (αλλά και άλλα κόμματα της Αριστεράς) καταγγέλλει την ρητορική περί τάξης και ασφάλειας ως υποκριτική επειδή επικαλείται μια νομιμότητα την οποία η ίδια κουρελιάζει· η δεύτερη, που πηγάζει ως επί το πλείστον από την Αναρχία και κομμάτια της κομμουνιστικής Αριστεράς, απορρίπτει εν γένει την έννοια της νομιμότητας ως συγκάλυψη της βίας της (καπιταλιστικής) εξουσίας, αναπαριστώντας έτσι την δεξιά ρητορική ως μια από τις ψευδεπίγραφες φωνές της Κυριαρχίας. Παρόλες όμως τις διαφορετικές προοπτικές που κινούνται, υπάρχει ένας κοινός τόπος σε αυτές τις αναλύσεις: στον βαθμό που επιχειρείται να εννοιολογηθεί ενιαία, η σχέση μεταξύ της ρητορικής περί νομιμότητας και της παραγωγής ενός αυταρχικού καθεστώτος έκτακτης ανάγκης τίθεται με όρους παραμόρφωσης, δηλαδή με όρους ιδεολογίας υπό την κλασική έννοια της «ψευδούς συνείδησης». Ως θεωρητικό σχήμα αυτή η οπτική μου φαίνεται ανεπαρκής. Όχι γιατί στερείται εμπειρικής βάσης· η ένσταση που διατυπώνεται αφορά στο κατά πόσο αυτή η ρητορική της νομιμότητας αποτελεί απλά και μόνο ιδεολογικό προπέτασμα μιας πραγματικής διαδικασίας. Σε αντίθεση με αυτό το ερμηνευτικό σχήμα προτείνεται ότι η σχέση νομιμότητας/έκτακτης ανάγκης απαιτεί μια εννοιολόγηση που συλλαμβάνει τον συνεπή χαρακτήρα των κυρίαρχων πολιτικών ή με άλλα λόγια την τρέχουσα δεξιά διακυβέρνηση ως ειδική μορφή του καθεστώτος εξαίρεσης, νοούμενο ως γενική μορφή των πολιτικών των τελευταίων χρόνων. Συνεπικουρώντας τις αναλύσεις που οδηγούνται από αυτήν την οπτική, αυτό θα επιχειρηθεί να καταδειχθεί μέσω μιας θεωρητικής ανάλυσης των υπό συσχέτιση όρων, δηλαδή της «εξαίρεσης» ως μορφή πολιτικής ορθολογικότητας και του νόμου ως μορφή διαμεσολάβησης της κοινωνικής αναπαραγωγής.
Νόμος και Εξαίρεση
«Επειδή η κατάσταση εξαίρεσης είναι πάντα κάτι διαφορετικό από την αναρχία και το χάος, υπό μια δικαιική έννοια, κάποια τάξη υπάρχει ακόμα εντός της, ακόμα και αν δεν είναι μια τάξη δικαίου» (Carl Schmitt, Πολιτική Θεολογία)
Όπως σημειώθηκε, ένα «καθεστώς έκτακτης ανάγκης» στοιχειοθετείται defacto στην βάση μιας αντιδιαστολής με μια «έννομη-συνταγματική» τάξη την οποία και άρει· η εξαίρεση είναι πάντα εξαίρεση από ένα κανόνα. Για ένα αστικό κράτος συγκεκριμένα μια «κατάσταση εξαίρεσης» υποδηλώνει την αναίρεση δικαιωμάτων που θεωρούνται «θεμελιώδη» όπως και των σχετιζόμενων μορφών διαμεσολάβησης που ρύθμιζαν την κοινωνική αναπαραγωγή με όρους συναίνεσης. Στον βαθμό που η εξαίρεση θεωρείται ότι αποκτά έναν μόνιμο χαρακτήρα σημαίνει λοιπόν ότι το αστικό κράτος περνάει σε ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης, παρόλο που αυτό πραγματώνεται ακόμα μέσα στα πλαίσια ενός τυπικά δημοκρατικού κράτους δικαίου. Ενώ όμως όλα αυτά είναι λίγο πολύ πρόδηλα, η σχέση εξαίρεσης και κανόνα δεν είναι τόσο αυτονόητη. Αντιθέτως, τόσο ο Carl Schmitt, στον οποίο οφείλουμε την θεωρητική εισαγωγή του όρου, όσο και ο Giorgio Agamben που επανεισήγαγε τον όρο στο θεωρητικό λεξιλόγιο, περιστρέφουν την ανάλυση τους γύρω από το (φαινομενικά) παράδοξο γεγονός ότι, ως κυρίαρχη απόφαση, η αναίρεση της συνταγματικής (έννομης) τάξης επιτελείται στο όνομα του Νόμου.3 Τουτέστιν, το καθεστώς εξαίρεσης αναιρεί την ομαλότητα που είχε προσλάβει την μορφή ενός κανόνα, όχι όμως για να χειραφετηθεί από αυτήν αλλά για να την διατηρήσει, υπό τον μόνο τρόπο που αυτό όμως (δηλώνεται ότι) μπορεί να γίνει, δηλαδή με το να αναιρεθεί. Είναι αυτή η παράδοξη δομή που επιτρέπει τους ίδιους που κουρελιάζουν την νομιμότητα να την επικαλούνται. Δεν έχουμε λοιπόν να κάνουμε εδώ με υποκρισία, ή για να είμαστε πιο ακριβείς, η σαφέστατη αντίφαση που υπάρχει δεν παράγεται απλά από υποκειμενικό δόλο (ο οποίος μπορεί να υπάρχει, όπως μπορεί και όχι) αλλά από την ίδια την ουσία μιας έννομης τάξης, μια «ουσία» που δεν σηματοδοτεί ένα στατικό σύνολο ιδιοτήτων όσο τον ενεργό τρόπο που ένα συγκεκριμένο φαινόμενο, εν προκειμένου «ο νόμος», διατηρείται ως τέτοιο – ως «θετικότητα».
Ο νόμος αποτελεί μια μορφή διαμεσολάβησης των κοινωνικών σχέσεων που αναλαμβάνει να αποδώσει ρόλους, δικαιώματα, προνόμια και υποχρεώσεις, δηλαδή να παραγάγει έναν καταμερισμό και κάποια όρια, συμπεριλαμβανομένου τα όρια του επιτρεπτού. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια τάξη απόδοσης η οποία ορίζεται ως «έννομη». Ως τέτοια – ως έννομη τάξη- αντιπαραβάλλεται σε μια κατάσταση ανομίας, η οποία εμφανίζεται δια μέσω της αντιπαράθεσης της με τον νόμο ως «αυθαίρετη». Η έννοια της έννομης τάξης επομένως δομείται στην βάση μιας αντίθεσης δυο μορφών κοινωνικών σχέσεων των οποίων διαζευχτικό κριτήριο αποτελεί η «αυθαιρεσία». Ενώ όμως ο θεωρητικός ορισμός είναι σχετικά εύκολος, το πρόβλημα που αναγκαστικά τίθεται αφορά τα κριτήρια που θεμελιώνουν αυτήν την αντίθεση ως εύλογη. Γιατί μια κοινωνική σχέση θεωρείται «πρέπουσα», ενδύεται δηλαδή με την μορφή του κανόνα, ενώ μια άλλη «αυθαίρετη», ειδικά εφόσον φαινομενικά έχουν την ίδια δομή, πχ. μια σχέση διαταγής-υποταγής ή οικειοποίησης-παραγωγής;
Στην φιλελεύθερη σκέψη, δηλαδή στην κυρίαρχη ιδεολογία των σύγχρονων αστικών κοινωνιών, ο νόμος επιχειρείται επί της ουσίας να θεμελιωθεί στον ίδιο του τον εαυτό: το νόμιμο είναι «ορθό» στο βαθμό που είναι νόμιμο. Αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείεται η πιθανότητα «άδικων» νόμων. Το ζήτημα δεν αφορά τον τάδε ή τον δείνα νόμο αλλά τον Νόμο στην γενικότητα του, δηλαδή, την αξίωση ότι η μορφή-νόμος μπορεί να θεσπίζει ένα κανονιστικό πλαίσιο διεξαγωγής του κοινωνικού βίου ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι είναι νόμος. Αυτή η ταυτολογία βρίσκει την συνθήκη δυνατότητας της στην αναπαράσταση του νόμου ως πραγμάτωση ενός «ορθού Λόγου» ο οποίος είναι «αμερόληπτος» και «ουδέτερος», άρα «καθολικός», άρα και ικανός να παράγει ιδεατά σχήματα νομής του υπαρκτού. Ως ενσάρκωση ενός Λόγου που δεν υπόκειται στην ανθρώπινη αυθαιρεσία ο νόμος είναι η «γραμματική του ορθού», συνεπώς οτιδήποτε είναι «σύννομο είναι και δίκαιο».4 Για αυτό, και η απόφανση περί του δίκαιου ή άδικου χαρακτήρα ενός νομοθετήματος έγκειται στον ίδιο τον Νόμο, κάτι που δεν αλλάζει από την ύπαρξη ανεξάρτητων κριτηρίων για τον προσδιορισμό του δίκαιου ή άδικου χαρακτήρα ενός νόμου, πχ. η προάσπιση ή η καταπάτηση της ατομικής ελευθερίας και η αρχή της αναλογικότητας, καθόσον και πάλι έγκειται στον Νόμο να αποφανθεί για τα όρια, συνεπώς και για το περιεχόμενο, αξιών όπως η ελευθερία και η αναλογικότητα. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, επίσης, οποιαδήποτε συλλογική ή ατομική δραστηριότητα διαρρηγνύει τον κυρίαρχο μερισμό του υπαρκτού όπως ορίζεται από τον Νόμο είναι επί της αρχής παράνομη. Μπορεί για διάφορους λόγους τέτοιες δραστηριότητες να γίνονταν ανεκτές όπως συνέβαινε για πολλά χρόνια με τις καταλήψεις. Αλλά στον βαθμό που οι κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις αναπαρίστανται και επικυρώνονται ως «έννομη τάξη», ο άνομος χαρακτήρας των εν λόγω πρακτικών, άρα και η σύννομη δυνατότητα καταστολής τους, είναι δεδομένοι. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι όσες «υπερασπίσεις» των καταλήψεων δεν αμφισβήτησαν την υπάρχουσα έννομη τάξη είχαν απολογητικό χαρακτήρα, κάτι που ισχύει και για ανάλογες απόπειρες υπεράσπισης άλλων παράνομων πρακτικών, όπως το σαμποτάζ στις Σκουριές.
Εφόσον κάθε θεωρία αποτελεί έναν λόγο που συγκροτεί ένα αντικείμενο γνώσης αξιώνοντας ότι κάνει θεατές τις ουσιώδεις πτυχές του, μια κριτική οφείλει (και) να υποδείξει πιθανές πτυχές όπου ένας θεωρητικός λόγος καθιστά αθέατες. Το πρόβλημα λοιπόν συγκεκριμένα με τον κυρίαρχο δικαιικό λόγο (πέρα από τις όποιες προθέσεις, οι οποίες πάντως δεν θεωρώ ότι μπορεί να υποβιβαστούν σε μια δόλια απολογητική εξουσιαστικών δομών) έγκειται στην συσκότιση της καταγωγής του νόμου όπως αυτή εμφανίζεται ήδη στις διάφορες μυθολογίες, δηλαδή την ισχύ, δηλαδή το φαινόμενο της εξουσίας. Διότι ο νόμος, η ύπαρξη του νόμου, πριν από το να είναι καλός ή κακός, λογικός ή παράλογος, δίκαιος ή άδικος στοιχειοθετεί την πραγματικότητα άρα και τη δυνατότητα μιας επιβολής. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, η σχέση εξουσίας-νόμου που σκιαγραφείται δεν αφορά μια αιτιολογική σχέση «βάσης-εποικοδομήματος», που συλλαμβάνει τον νόμο ως δευτερεύουσα έκφραση μια ήδη δομημένης μορφής. Η θέσπιση μιας τάξης δικαίου οφείλει να νοηθεί ως μια παραγωγική διαδικασία, και όχι απλά ρυθμιστική των κοινωνικών σχέσεων. Αλλά αυτή ακριβώς η παραγωγικότητα έχει ως οντολογική της συνθήκη μια (συλλογική) ικανότητα, δηλαδή την ύπαρξη της εξουσίας ως φαινόμενου που ενυπάρχει και συγκροτεί κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις. Παραδείγματος χάρη, η αστική τάξη (όπως και κάθε άλλη κυρίαρχη τάξη) δεν είναι κυρίαρχη επειδή το ορίζει ο νόμος αλλά ο νόμος μπορεί να θεμελιώσει αυτή την κυριαρχία ως θετικότητα στην βάση μιας δυνατότητας επιβολής, μια δυνατότητα, δηλαδή μια εξουσία, που αναδύεται ως ιστορική συγκρότηση δεδομένων κοινωνικών σχέσεων, εν προκειμένω του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτή είναι εν τέλει η δομική συνθήκη που κάνει τον νόμο και ένα όργανο των κυρίαρχων, καθώς ο νόμος προτού γίνει όργανο μιας κοινωνικής τάξης ή πολιτικής ελίτ αποτελεί γεγονός της εξουσίας της.
Φυσικά, οντολογικά μιλώντας, υπάρχει μια διαφορά, μια μη ταύτιση, μεταξύ μιας κοινωνικής ή πολιτικής σχέσης, νοούμενης ως δυναμική αλληλεπίδραση δρώντων υποκειμένων, και της νομικής έκθεσης της, μια διαφορά που πραγματώνεται και στο γεγονός ότι ο νόμος μπορεί να μην ανταποκρίνεται στα πραγματικά δεδομένα μιας σχέσης αλλά να τα συγκαλύπτει. Σίγουρα δεν χρειάζεται να είναι κάποιος μαρξιστής για να δει ότι πίσω από την μορφή της «ελεύθερης σύμβασης» στην σχέση ενός εργάτη στην Κίνα και της πολυεθνικής που εργάζεται ή, για να μην το πάμε τόσο μακριά, μεταξύ ενός τηλεφωνητή στην Ελλάδα και της εταιρίας που τον «υπενοικιάζει» ελλοχεύει η πραγματικότητα ενός πολύμορφου καταναγκασμού. Αυτή όμως η συγκάλυψη βρίσκει την συνθήκη δυνατότητας της στη πρωτογενή λειτουργία του νόμου να συγκροτεί μια τάξη απόδοσης ονομάζοντας το πρέπον· η νομική έκθεση κοινωνικών και/ή πολιτικών σχέσεων (πχ. ταξικών σχέσεων) για να συγκαλύψει την πραγματικότητα τους (πχ. ότι μια ταξική σχέση αποτελεί ένα γεγονός εκμετάλλευσης) πρέπει συγχρόνως να τις κανονικοποιεί, δηλαδή να αποτελεί θετικό ορισμό τους (πχ. ελεύθερη σύμβαση). Και αυτός ο ορισμός είναι στον πυρήνα του αποτύπωση μιας δυνατότητας θέσπισης και επιβολής, δηλαδή μιας εξουσίας.
Για να μην θεωρηθεί ότι παρουσιάζεται μια μονολιθική ανάλυση της μορφής-νόμος, πρέπει να αναγνωριστεί ότι ο νόμος μπορεί να επιφέρει και έναν περιορισμό της εκμετάλλευσης ή της κυριαρχίας. Αυτό όμως όχι μόνο προϋποθέτει αγώνες και μια ικανότητα επιβολής από την μεριά των υποτελών εκμεταλλευόμενων τάξεων, αλλά στον βαθμό που η κοινωνική σχέση καθαυτή δεν αμφισβητείται η όποια βελτίωση δεν μπορεί παρά να είναι μερική, δηλαδή να αποτελεί ρύθμιση και όχι ξεπέρασμα. Διότι μια έννομη τάξη είναι πάντα η επικύρωση συγκεκριμένων κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων ως τάξης δικαίου, ως μορφής συνύπαρξης όπου ο καθένας λαμβάνει αυτό και βρίσκεται εκεί που του αξίζει. Έπεται ότι «η νομιμότητα» δεν αποτελεί ένα αυτοτελές πρόβλημα αλλά παραπέμπει στις κοινωνικοπολιτικές σχέσεις και δομές (άρα και στις σχέσεις και δομές εξουσίας) που ο νόμος επικυρώνει. Τουτέστιν, τα όρια του νόμου είναι τα όρια του κόσμου του.5 Σε αυτό το σημείο, η ιδέα ότι η «ανομία βοηθάει τους ισχυρούς» δείχνει τον έωλο χαρακτήρα της. Όχι διότι είναι λάθος από εμπειρική σκοπιά υπό μια απόλυτη έννοια· η κατάλυση μιας έννομης τάξης μπορεί όντως να σημάνει την επικράτηση της ισχύς ως αδιαμεσολάβητης βούλησης. Είναι έωλη διότι αποσπώντας την «έννομη τάξη», μέσω μιας αφηρημένης και ιδεαλιστικής εννοιολόγησης του Νόμου, από τις ειδικές σχέσεις εξουσίας όπου κάθε έννομη τάξη επικυρώνει αδυνατεί να συλλάβει ότι η κυριαρχία θεμελιώνεται πραγματικά μόνο στον βαθμό που είναι νόμιμη, δηλαδή στον βαθμό που μπορεί να αναπαραχθεί υπό όρους μη-αυθαιρεσίας. Προς επίρρωση αυτής της θέσης αρκεί μια ματιά στα νομοθετήματα που πέρασαν τα φασιστικά καθεστώτα στην Ιταλία και την Γερμανία την περίοδο του μεσοπολέμου για να θεμελιώσουν την κυριαρχία τους ως «έννομη τάξη». Και εδώ φτάνουμε στην ουσία της συζήτησης περί ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης και της σχέσης του με τον νόμο, όπως αυτή υπαινίχθηκε νωρίτερα.
Όπως είπαμε, ο νόμος ως θετικότητα (και ακόμα και ένας κατασταλτικός νόμος είναι στην ουσία του θετικός) προϋποθέτει την δυνατότητα επιβολής· νομιμότητα υπάρχει μόνο εκεί που υπάρχει ισχύ του νόμου. Στην αντίθετη περίπτωση, ο νόμος υφίσταται μόνο ως αίτημα προς επικύρωση. Στις φιλελεύθερες δικαιικές θεωρίες αυτή η ισχύς-του-νόμου ως προαπαιτούμενο μιας έννομης τάξης εντάσσεται στον κανονιστικό διαχωρισμό «νόμιμης/μη-νόμιμης εξουσίας», στην βάση του οποίου οι φιλελεύθερες θεωρίες λειτουργούν. Σε αυτό το πλαίσιο, η «συντεταγμένη βία» μέσω της οποίας ο νόμος επιβάλλεται παραπέμπεται χωρίς αντίφαση στον ισχύον κανόνα του οποίου η παραβίαση παράγει αυτοδικαίως την ανάγκη επικύρωσης του. Η εξουσία υπάγεται στον νόμο άρα είναι «δίκαιη», όπως και η ταυτοποίηση του κράτους ως μια «έννομη τάξη» επιτρέπει τον προσδιορισμό της κρατικής βίας ως «νόμιμης». Από την άλλη, κάθε εξουσία και βία πέραν του νόμου είναι αυθαίρετη και για αυτό οι φιλελεύθεροι αναγκαστικά κατανοούν ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης ως εκτροπή, ακόμα και αν θεωρούν ότι δεδομένες ιστορικές συνθήκες καθιστούν ένα τέτοιο έκτακτο καθεστώς απαραίτητο ή αναπόφευκτο. Αυτό που δεν προσλαμβάνεται στη πλήρη του διάσταση είναι ο τρόπος που το ίδιο το αίτημα για νομιμότητα παράγει καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και έτσι το ότι η αναπαραγωγή της έννομης τάξης δεν είναι ένα επίδικο νομιμότητας όσο πρωτίστως ένα διακύβευμα εξουσίας.
Στον βαθμό που η ύπαρξη «έννομης τάξης» υποδηλώνει ένα σύνολο κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων που έχουν ισχύ κανόνα, όταν μια δεδομένη έννομη τάξη αδυνατεί να αναπαραχθεί ως κανονικός, δηλαδή κανονικοποιημένος, μερισμός του υπαρκτού, μπαίνει σε μια τροχιά αυτοαναίρεσης ώστε να μπορέσει να επιτευχθεί ο πρωταρχικός της σκοπός: η παραγωγή-επικύρωση κοινωνικών σχέσεων ως τάξης δικαίου. Με άλλα λόγια, η κρίση αναπαραγωγής μιας έννομης τάξης, διανοίγοντας το φάσμα μιας κατάστασης «χάους» – της αταξίας – διανοίγει και την πραγματικότητα της εξαίρεσης ως κυριαρχικής επιβεβαίωσης του κανόνα. Η έκτακτη ανάγκη επομένως, ως μορφή διακυβέρνησης, μακριά από το είναι απλά μια ανωμαλία προς την έννομη τάξη εντός της οποίας εμφανίζεται, στοιχειοθετεί προσπάθεια αποκατάστασης μιας ομαλότητας που έχει απολέσει την ισχύ της. Το οποίο σημαίνει ότι το εν λόγω καθεστώς αποτελεί – και επιτελεί την – υλοποίηση του αιτήματος για νομιμότητα, δηλ. για μια εύρυθμη αναπαραγωγή του υπαρκτού, υπό συνθήκες που αυτή η ευρυθμία έχει τεθεί σε κρίση. Αυτό δεν διαφαίνεται μόνο στη προφανή περίπτωση του στρατιωτικού νόμου ως εξαίρεση από την κανονικότητα του αστικού δικαίου που κάθε κυβέρνηση μπορεί να κηρύξει εφόσον έχει διασαλευθεί η έννομη τάξη. Μια οικονομική κρίση παράγει την ίδια δυναμική αυτοαναίρεσης της υπάρχουσας έννομης τάξης στο βαθμό που το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων που νοηματοδοτούνται μέσω της έννοιας της «οικονομίας» δηλώνεται ότι μπορούν να αναπαραχθούν μόνο μέσω έκτακτων μέτρων. Η δήλωση του Πάγκαλου ότι αν δεν ψηφιζόταν το Μνημόνιο οι τράπεζες θα φυλασσόντουσαν από τανκς στηλιτεύθηκε ως στυγνός εκβιασμός. Ενώ όμως σαφώς υπήρχε και αυτή η διάσταση, ο εν λόγω πολιτικός δεν έλεγε επί της ουσίας κάτι διαφορετικό από το πρώτο άρθρο του «Emergency Powers Act» που ψηφίστηκε στην Αγγλία («λίκνο» δημοκρατίας και κοινοβουλευτισμού) το 1920 και το οποίο έδινε την δυνατότητα στην «Αυτού Μεγαλειότητα» μπροστά στο φάσμα δράσεων που απειλούν την κοινότητα από τα «ουσιώδη της ζωής» να κηρύξει μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Και στις δυο περιπτώσεις η κρίση αναπαραγωγής της οικονομίας παράγει την (έκτακτη) ανάγκη άρσης της έννομης τάξης, όχι όμως απλά ως εκτροπή από αυτήν αλλά ως επιβεβαίωση της, δηλαδή επιβεβαίωση των κοινωνικών σχέσεων όπου η έννομη τάξη αναπαριστά υπό την μορφή του κανόνα.
Δύναται να αντιπαρατεθεί ότι μια κρίση μπορεί να ξεπεραστεί χωρίς προσφυγή σε ένα αυταρχικό καθεστώς εξαίρεσης αλλά μέσω ενίσχυσης της δημοκρατίας. Για να το θέσουμε παραδειγματικά δεν υπάρχει μόνο το «Τρίτο Ράιχ» αλλά και το «New Deal». Τόσο επί της αρχής όσο και επί του πρακτέου είναι σωστό ότι μια κρίση δεν παράγει αυτομάτως ένα μόνο πολιτικό αποτέλεσμα. Ένα καθεστώς όμως έκτακτης ανάγκης αποτελεί, από την σκοπιά των υφιστάμενων εξουσιών, ενδεχόμενο που προσλαμβάνει την αντικειμενικότητα του από το βάθος της κρίσης αναπαραγωγής των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων. Επειδή η τρέχουσα κρίση ήδη από το ξέσπασμα της το 2008 δεν αποτέλεσε τυπική δυσλειτουργία αλλά δομική απειλή για την ομαλότητα της καθεστηκυίας τάξης, η αντιμετώπιση της προσέλαβε εξ’ αρχής τον χαρακτήρα μιας έκτακτης ανάγκης· υπό κανονικές συνθήκες δεν θα δινόντουσαν πακτωλοί χρημάτων στις τράπεζες, αλλά αυτό το μέτρο – και η κυριαρχική ψήφιση του – ήρθε κατ’ εξαίρεση για να σώσει την δυνατότητα ύπαρξης «κανονικότητας». Αυτή η διαδικασία αναπαραγωγής του υπαρκτού με όρους εξαίρεσης έγινε ακόμα πιο επιτακτική στον βαθμό που το ξεπέρασμα της κρίσης από την σκοπιά του Κεφαλαίου, δηλαδή της κυρίαρχης δύναμης, υποδηλώνει μια ριζική αναδιάρθρωση (και ακόμα και μια βίαιη αναδιάρθρωση αποτελεί εν τέλει αναπαραγωγή) των κοινωνικών σχέσεων και δομών ως απαραίτητη συνθήκη για την αποκατάσταση της εύρυθμης «ανάπτυξης», η οποία και αποτελεί την «ομαλότητα» για μια καπιταλιστική κοινωνία. Διότι αυτή η βίαιη αναδιάρθρωση στο κοινωνικό επίπεδο διαμεσολαβείται αναγκαστικά από μια αναδιάρθρωση στο πολιτικό επίπεδο, τουτέστιν από μια αυταρχικοποίηση των δομών πολιτικής εξουσίας, η οποία εκ των πραγμάτων αποκτά την νομιμοποίηση της στην βάση της (έκτακτης) ανάγκης που την εγκαλεί. Το ότι ο βαθμός και/ή η μορφή του αυταρχισμού που παράγεται δεν είναι δεδομένοι ή το ότι δεν υπάρχει μια κατάσταση που να παράγει αυτόματα ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης ως μέσο αποκατάστασης της έννομης τάξης δεν μας λέει κάτι παραπάνω από το γεγονός που επιχειρείται να αναλυθεί εδώ: η νομιμότητα και η αναπαραγωγή (άρα και η μορφή αναπαραγωγής) μιας έννομης τάξης αποτελούν ένα επίδικο εξουσίας πέραν του νόμου. Άρα δεν αναιρείται και η δομική συνάφεια μεταξύ του αιτήματος για νομιμότητα και της παραγωγής ενός καθεστώτος εξαίρεσης ως modus operandi της εξουσίας.
Μια άλλη πιθανή ένσταση είναι ότι η έννοια της νομιμότητας υποδηλώνει και μια «ακριβοδικία» την οποία το καθεστώς έκτακτης ανάγκης καταπατά. Κατά αυτόν τον τρόπο, αντιβαίνοντας τις επιταγές μιας έννομης τάξης, η εξουσία στερείται τον μη-αυθαίρετο χαρακτήρα της. Συνεπώς, η επίκληση στη νομιμότητα διατηρεί τόσο την κανονιστική όσο και την πολιτική της αξία. Όντως, ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης αξιώνει για τον εαυτό του την δυνατότητα να μην είναι «ακριβοδίκαιο» αλλά να ζητά θυσίες που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα ζητούνταν. Η έκτακτη ανάγκη επιτρέπει να ψηφίζονται μέτρα με δάκρυα στα μάτια. Αλλά αυτό ελάχιστα αλλάζει τη δομή της σχέσης κανόνα/εξαίρεσης. Και αυτό όχι μόνο γιατί το καθεστώς έκτακτης ανάγκης ορίζεται ακριβώς από την κήρυξη της μη δυνατότητας ύπαρξης ακριβοδικίας μέσω των κανονικών λειτουργιών μιας τάξης δικαίου, αλλά γιατί συγχρόνως η ακριβοδικία, όταν τίθεται ως αίτημα για νομιμότητα, είναι πάντα η ακριβοδικία αυτού που υπάρχει, ένα αίτημα συντήρησης του υπάρχοντος. Εφόσον το υπάρχον, άρα και η «νομιμότητα» ως κανονικοποιημένη μορφή του, βρίσκεται σε κατάσταση κρίσης, αυτό το αίτημα μετουσιώνεται ως ανάγκη εμφάνισης μιας εξουσίας που να μπορεί να λάβει έκτακτα μέτρα. Επανερχόμαστε λοιπόν στην βασική θέση περί νόμου, εξαίρεσης και εξουσίας: το καθεστώς έκτακτης ανάγκης δεν είναι απλά μια εκτροπή από τη νομιμότητα αλλά η στιγμή που φανερώνεται η αδυνατότητα αυτό-θεμελίωσης του νόμου και που ως εκ τούτου ο νόμος φανερώνει την θεμελίωση του στην εξουσία και τελικά στην βία του κυρίαρχου.
Τώρα, στο βαθμό που το καθεστώς έκτακτης ανάγκης ορίζεται ως «μόνιμο» – δηλαδή που προσδιορίζει ως αμετάκλητη την κρίση της υπάρχουσας συνταγματικής τάξης και θέτει τις λειτουργίες του ως νόρμα – θα παραγάγει εκ των πραγμάτων μια νέα μορφή νομιμότητας, δηλαδή μια νέα έννομη τάξη, η οποία δεν πρόκειται να χαρακτηρίζεται από τις δικαιικές και θεσμικές μορφές ενός δημοκρατικού κράτους. Εδώ φυσικά τίθεται και το θέμα των ορίων της έννοιας του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, καθώς η ονομαστική του αξία θα διατηρείτο μόνον εφόσον προσδιόριζε ένα καθεστώς όπου η κρίση των κοινωνικών σχέσεων θα ήταν ο κανόνας, κάτι που μάλλον αντιβαίνει την κυκλική τάση του κεφαλαίου να επιστρέφει σε μια (σχετική πάντα) ευρυθμία και σταθερότητα παράγοντας νέες θεσμικές μορφές συσσώρευσης και αναπαραγωγής, ασχέτως αν αυτές με την σειρά τους παράγουν συνθήκες για μια νέα κρίση. Ακόμα και αν η τρέχουσα κρίση διαρκέσει πολλά χρόνια· ακόμα και αν οδηγούμαστε σε ένα νέο «ολοκληρωτισμό»· ακόμα και αν δεχτούμε ότι αυτή είναι η «τελική» κρίση του καπιταλισμού, το κοινωνικό γίγνεσθαι δεδομένα θα παγιωθεί (ποτέ φυσικά κατά οριστικό τρόπο) με όρους κανονικότητας, η οποία απλά μπορεί να έχει ενσωματώσει στοιχεία ενός καθεστώτος εξαίρεσης στις καθημερινές της λειτουργίες, όπως έκανε, πχ., το Αμερικάνικό Κράτος μέσω του «πόλεμου κατά της τρομοκρατίας». Σε κάθε περίπτωση πάντως είναι σαφές ότι η «έκτακτη ανάγκη» αποτελεί μια διαδικασία μετάβασης σε μια αυταρχικότερη τάξη πραγμάτων. Όμως, ο ακριβής βαθμός, τρόπος και χρόνος που αυτή η νέα «μετά-δημοκρατική» νομιμότητα θα παραχθεί δεν είναι τελεσίδικος. Κατά πρώτον, οι ιδιαιτερότητες ενός τόπου, ως «εδαφικοποίηση μιας ιστορίας», είναι πάντα καθοριστικός παράγοντας. Εξίσου σημαντικά, καθόσον στις σύγχρονες αστικές κοινωνίες η ίδια η δημοκρατία αποτελεί νόρμα νομιμοποίησης, το καθεστώς εξαίρεσης, εφόσον η κρίση αναπαραγωγής των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων δεν έχει φτάσει σε οριακό σημείο, μπορεί και πρέπει να παράγεται εντός ενός τυπικά δημοκρατικού πλαισίου. Και όσο περισσότερο «τυπική» είχε γίνει η δημοκρατία, τουτέστιν, όσο πιο πολύ έχουν ευδοκιμήσει εντός της αυταρχικότερες δομές εξουσίας, τόσο περισσότερο ελαστική θα μπορεί να είναι. Αυτό που απαιτείται, αντί για έναν «Δικτάτορα», είναι μια «δημοκρατική πολιτική δύναμη» έτοιμη, καλή τη πίστη, να κυβερνήσει με όρους έκτακτης ανάγκης.
Η Δεξιά ως φορέας και κατώφλι πολιτικού αυταρχισμού
«Κάποτε υποφέραμε από τις κακίες μας, σήμερα υποφέρουμε από τους νόμους μας» (Τάκιτος, Χρονικά)
Στην βάση των όσων ειπώθηκαν, η τρέχουσα στην Ελλάδα δεξιά διαχείριση της κρίσης με όρους αυταρχικής νομιμοφροσύνης αποτελεί τον συνεπή φορέα του υπό παραγωγή καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Έπεται ότι η οικειοποίηση μιας ρητορικής νομιμοφροσύνης, στην οποία ένα κομμάτι της Αριστεράς και ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ βασίζει την πολιτική της – ο «βομβαρδισμός νομιμότητας» – είναι προβληματική ακόμα και αν εκλογικά αποδειχθεί επιτυχής. Διότι παραβλέπει ότι ήταν η ανάγκη για νομιμότητα σε συνθήκες οξυμένης κοινωνικής και πολιτικής έντασης που έφερε τους «δεξιούς» (sic) στην εξουσία. Εδώ φυσικά ελλοχεύει ο κίνδυνος ενός απλοϊκού λειτουργισμού. Εφόσον έγινε με οριακή πλειοψηφία μέσω εκλογών, υπάρχει ένας συγκυριακός χαρακτήρας στην ανάδυση μιας δεξιάς κυβέρνησης στην Ελλάδα, πόσο μάλλον καθόσον στην συγκεκριμένη περίπτωση, μετά την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, δεν υπήρχαν και πολλές άλλες κυβερνητικές λύσεις να πριμοδοτηθούν. Αλλά το να μείνουμε σε αυτό δεν μας πάει πολύ πέρα από μια δημοσιογραφικού τύπου ανάγνωση της πολιτικής συγκυρίας ή από την διαπίστωση ότι υπάρχουν πολλοί «δεξιοί» στην Ελλάδα, γεγονός άλλωστε αδιαμφισβήτητο.
Ζητούμενο εδώ δεν είναι να ανακαλυφθεί κάποιο «master-plan» από μια ενιαία και αδιαίρετη Εξουσία, ούτε μια μηχανική ανάγνωση των πολιτικών διαδικασιών. Το ζήτημα έγκειται στην κατανόηση της ορθολογικότητας της «δεξιάς» ως πολιτική προοπτική, η οποία καθορίζει το ότι σε δεδομένες συνθήκες μια δεξιόστροφη πολιτική εμφανίζεται ως η ειδική μορφή πραγμάτωσης ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Και αυτό διότι ως πολιτική προοπτική η Δεξιά εκφράζει αφενός το γεγονός της εκμετάλλευσης και της ανισότητας ως απενοχοποιημένο δικαίωμα και, αφετέρου, την δυνατότητα του κράτους, και δη του δημοκρατικού κράτους, να αντιμετωπίζει με την απαραίτητη πυγμή κάθε απειλή και αστάθεια. Η Δεξιά, αναγνωρίζοντας ότι ο νόμος διαφυλάττει τα προνόμια αυτού που έχει την ικανότητα να έχει προνόμια, μπορεί μετά πάσα ειλικρίνεια να οπλίσει την δημοκρατία μέχρι το οριακό σημείο αυτό-αναίρεσης της. Με απλά λόγια, η Δεξιά εκφράζει υπό ρητή μορφή τη έννομη δυνατότητα μιας πειθαρχημένης και μαχόμενης δημοκρατίας, και για αυτόν το λόγο αποτελεί τον πρόδηλο φορέα εμβάθυνσης ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης σε συνθήκες όπου αφενός η τυπική κατάλυση της δημοκρατίας δεν είναι επιθυμητή και αφετέρου η δημοκρατία αποτελεί ένα πρόβλημα καθόσον επιτρέπει την διεξαγωγή της ταξικής πάλης με πιο προσφιλείς όρους για τους «από κάτω». Εξίσου σημαντικά, μια δεξιά μορφή διακυβέρνησης δεν καταστέλλει μόνο αλλά, συγχρόνως, πειθαρχεί την Αριστερά, όπως και κάθε άλλη ανταγωνιστική προοπτική, υπό την έννοια ότι τις εγκαλεί είτε να αποδεχθούν τη νομιμότητα των καπιταλιστικών σχέσεων είτε να εξοβελιστούν στα επικίνδυνα εδάφη της «ανομίας», ως εχθροί της εσωτερικής τάξης. Έτσι, η τρέχουσα δεξιά μορφής διακυβέρνησης, ανεξαρτήτως των φιλοδοξιών των φορέων της, προετοιμάζει το έδαφος ώστε μια εξάντληση της να μην επιφέρει κάποια ουσιαστική αλλαγή, πέρα από μια πιο μετρημένη διαχείριση, η οποία όμως, έχοντας αναγνωρίσει τον έκτακτο χαρακτήρα της κατάστασης, θα λειτουργεί και αυτή με όρους εξαίρεσης.
Πάντως όπως σημειώθηκε, ανεξάρτητα από το τι θα γίνει στο προσεχές διάστημα, η συνολική κίνηση στο πολιτικό πεδίο, ειδικά σε κράτη όπου η αναδιάρθρωση γίνεται με οξύ και βίαιο τρόπο, είναι προς τον αυταρχισμό. Όσο λοιπόν η κρίση παραμένει το κεντρικό σημαίνον η πιθανότητα μιας τυπικής κατάργησης της δημοκρατικής τάξης και η ανάδυση μιας δικτατορίας (εκ των πραγμάτων) δεξιάς κοπής (θα) είναι ακόμα ανοιχτή. Διότι όσο κλιμακώνεται η κρίση και η (συναγόμενη) αστάθεια τόσο (θα) ανοίγεται και η προοπτική εμβάθυνσης του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης ως μορφή παραγωγής μιας νέας ομαλότητας. Όπως όμως ειπώθηκε αυτή η διαδικασία δεν είναι ούτε αυτόματη ούτε μονόπλευρη. Αντίθετα, η εμβάθυνση ενός καθεστώτος εξαίρεσης – δηλαδή η περαιτέρω μετατόπιση του προς τα «δεξιά», θα καθοριστεί από το επίπεδο και την ένταση της ταξικής πάλης. Διότι, όπως πάντα, η καθοριστικότερη μεταβλητή είναι οι αγώνες των «από κάτω».
«Ενάντια στην ημέρα»
«Η παράδοση των καταπιεσμένων μας διδάσκει ότι η “κατάσταση έκτακτης ανάγκης” που ζούμε τώρα δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Πρέπει να κατορθώσουμε να συλλάβουμε την ιστορία έχοντας αυτή την επίγνωση. Τότε θα διαπιστώσουμε καθαρά ότι αποστολή μας είναι να δημιουργήσουμε μια πραγματική κατάσταση έκτακτης ανάγκης και έτσι θα βελτιωθεί η θέση μας στον αγώνα κατά του φασισμού» (Walter Benjamin, Θέσεις για την Φιλοσοφία της Ιστορίας).
Η ανάλυση που παρουσιάστηκε αξιώνει ως συμπέρασμα την ανάγκη υπέρβασης των προβλημάτων που θέτουν Κεφάλαιο και Κράτος, δηλαδή την ανάγκη παραγωγής μιας ριζοσπαστικής πολιτικής που θέτει δικούς της όρους πρόσληψης και παρέμβασης στο πραγματικό. Η ίδια η επιτακτικότητα με την οποία τίθενται τα διλήμματα από την σκοπιά της κυριαρχίας, καθιστά επιτακτικό από την σκοπιά της αντίστασης σε αυτήν το ξεπέρασμα της προβληματικής της δίκαιης διαχείρισης και την αντικατάσταση της με το πρόβλημα της χειραφέτησης. Και η χειραφέτηση ως υπέρβαση των υπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων είναι και υπέρβαση της τάξης δικαίου που εκφράζονται. Σε μια περίοδο όπου πρακτικές σαν το σαμποτάζ επιζητούν να βρουν την δικαιωματική τους θέση στον αγώνα των καταπιεσμένων, αυτό το θεμελιώδες γεγονός είναι απαραίτητο να διατυμπανίζεται σε όλους τους τόνους και με όλους τους τρόπους. Άλλωστε, ένα από τα διδάγματα των «πλατειών» είναι ότι ακόμα και ένα φαινομενικά ριζοσπαστικό πρόταγμα, όπως το «άμεση δημοκρατία τώρα», μπορεί να παραμένει δέσμιο στο παρόν του εφόσον αναγνωρίζει την νομιμότητα των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η χειραφετική δυναμική μιας πράξης ταυτίζεται με τον βαθμό παρανομίας της, ούτε από τη βούληση του υποκειμένου να σπάσει τα «δεσμά του Νόμου». Άλλωστε αν η χειραφέτηση έχει κάποιο νόημα, είναι μόνο ως διαδικασία γενικευμένης ταξικής πάλης, η οποία δεν παράγεται σε ένα κενό ως καθαρή βούληση αλλά ως διαλεκτική με το παρόν της. Το ότι ο βολονταρισμός όμως ως ιδεολογική στάση είναι προβληματικός, δεν αλλάζει το γεγονός ότι μπροστά σε ένα παρόν όπου μέσω της «εκ των άνω» κήρυξης μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης παράγεται η νόρμα ενός νέου αυταρχισμού, από την σκοπιά της αντίστασης και της χειραφέτησης η νομιμότητα δεν μπορεί να αποτελεί νόρμα αξιολόγησης αλλά πεδίο αμφισβήτησης και ανταγωνισμού. Φυσικά, χρειάζεται και μια αναγνώριση των ρίσκων μιας τέτοιας διαδικασίας, ρίσκα που η παρούσα ανάλυση προσπάθησε να υποδείξει. Επειδή η έκτακτη ανάγκη εμφανίζεται ως κυριαρχική επιβεβαίωση του κανόνα και όχι απλά ως εξαίρεση από αυτόν, όσο πιο επιτυχής (θα) είναι μια ρήξη με την έννομη τάξη τόσο (θα) εγκαλεί το φάσμα της εμβάθυνσης του αυταρχισμού που αντιπαλεύει, σε μια διαδικασία που το τέλος της δεν είναι προαποφασισμένο. Καμία θεωρία δεν μπορεί να λύσει από μόνη αυτό το πρόβλημα· ιδού είναι η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.
___________________________________
1 Για μια ενδελεχή ανάλυση της υπό συζήτηση δεξιάς στροφής ιδιαίτερα κατατοπιστικό είναι το άρθρο του Κώστα Φαρμακίδη, ‘Η ανασυγκρότηση της Δεξιάς ως πιθανή απάντηση στην πολιτική (και πολιτειακή) κρίση
2 Φυσικά, όσο σημαντική και να είναι η ιδεολογία η συναίνεση χρειάζεται και κάποια υλική βάση. Εδώ υπάρχει ένα σαφέστατο πρόβλημα για την κυβέρνηση που έχει αναλάβει αυτό το έργο καθώς άμεσες παραχωρήσεις θεωρούνται ανέφικτες. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίζεται με την υπόσχεση μιας ανάκαμψης, η οποία προπαγανδίζεται συστηματικά από τα ΜΜΕ. Δεν γνωρίζω πόσο καιρό μπορεί η υπόσχεση του μέλλοντος να πειθαρχεί την ένδεια του παρόντος. Το σίγουρο είναι ότι ένας άνθρωπος μπορεί να δεχτεί να ζήσει πιο φτωχικά αρκεί να έχει σε κάτι να ελπίζει.
3 C. Schmitt, Πολιτική Θεολογία: Τέσσερα Κεφάλαια γύρω από την Διδασκαλία της Κυριαρχίας, (Αθήνα: Λεβιάθαν, 1994); G. Agamben, State of Exception, (Chicago and London: The University of Chicago Press, 2005).
4 Ο παρατιθέμενοι ορισμοί ανήκουν σε έναν από τους «γκουρού» της φιλελεύθερης δικαιικής σκέψης, τον Richard Dworkin. Παρατίθενται στο Κ. Δουζίνας και R. Warrington, Ο Λόγος του Νόμου: Ερμηνεία, αισθητική και ηθική στο δίκαιο, (Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1994), σ.111.
5 Κατά παράφραση της ρήσης του Ludwig Wittgenstein για την γλώσσα.
eagainst.com

Σάββατο 6 Απριλίου 2013

Ετσι θα μάθουν

Του Νίκου Μπογιόπουλου - "Unfollow"

Δείτε τους. Ανεβοκατεβαίνουν στο πολιτικό βήμα. Παρελαύνουν στη μικρή οθόνη και στα μικρόφωνα. Πουλούν «μούρη» περί «υπευθυνότητας» και «πατριωτισμού». Ζητούν «σύνεση». Κηρύττουν τον «ορθολογισμό». Απαιτούν ανάληψη των «ιστορικών ευθυνών».....


Και τι εννοούν με όλα αυτά; Μα ότι ο εργάτης πρέπει να ζει (στην καλύτερη περίπτωση) με 50 ευρώ καθαρά! Ότι οι συνταξιούχοι πρέπει να ζουν με 300 ευρώ! Ότι τα εκατομμύρια των ανέργων και των «απασχολήσιμων» πρέπει να δείξουν «κατανόηση». Έχουν στείλει πάνω από 3,5 εκατομμύρια Ελληνες κάτω από το όριο της φτώχειας, 500.000 παιδιά στον υποσιτισμό και το 90% του ελληνικό λαού στο κοινωνικό περιθώριο και στην ανασφάλεια. Κι όμως, έχουν τη ξετσιπωσιά να μιλούν!

Δείτε τους στα πολιτικά σουαρέ και στα τηλεοπτικά τραπέζια της «δημοκρατικής» μονοφωνίας. Άπαντες παρόντες:
Ο εσμός των εκπροσώπων ενός πολιτικού συστήματος που τα έκανε όλα ίσιωμα και τώρα το παίζουν από πάνω και «σωτήρες»!
Οι τσανακογλείψτες-«διανοούμενοι», τα εξωνημένα υπαλληλάκια, αυτό το καθηγητικό κατεστημένο που για τη «σοφία» του και την προστυχιά το έγραφε ο Βάρναλης: «Και συ, τσούλα των δήμιων, Επιστήμη, της Αλήθεια εσχάτη τεψροδόχα, και συ, πρόστυχη Πένα και ψοφίμι, του βούρκου λιβανίζετε την μπόχα»...

Η περιφερόμενη αυθάδεια του εκδοτικού και δημοσιογραφικού καθεστώτος, οι απαστράπτοντες «αστέρες» της σαπίλας, μια ζωή «προαγωγοί» και «φιλιππινέζες» εκείνης της πολιτικής που για να υπάρχει φροντίζει να διατηρεί στον αφρό το κάθε «πετυχημένο» και «καπάτσο» κατακάθι!

Δείτε τους. Δείτε τον κύριο γενικό γραμματέα που δηλώνει ότι τα 500 ευρώ βασικός είναι «πολλά»...

Δείτε τον κύριο διευθύνοντα σύμβουλο, αυτό το άθυρμα, που ισχυρίζεται ότι για το θάνατο των δύο παιδιών στη Λάρισα από το μαγκάλι δε φταίει η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης, αλλά η ελλιπής... παιδεία τους. Κατά δήλωση του κυρίου διευθύνοντα συμβούλου, εκτός από νεκρά τα παιδιά ήταν και αμόρφωτα, αφού, όπως είπε, δεν γνώριζαν τις βλαβερές συνέπειες του μονοξειδίου του άνθρακα...

Όλοι αυτοί λένε ότι η «σωτηρία» μας είναι ο θάνατος μας διά της εξαθλίωσης. Αλλά αφού αυτή είναι η «σωτηρία», γιατί δεν δοκιμάζουν να «σωθούν» οι ίδιοι με τον τρόπο που προτείνουν σ' εμάς;
Εμπρός λοιπόν: Ας παραιτηθούν από τη χλιδή τους. Ας περιέλθουν στην κατάσταση των μισθωτών σκλάβων, των ανέργων. Ας ζήσουν -αυτοί- με τα 500 ευρώ. Με αυτά να πληρώνουν για σπίτι, φαγητό, ντύσιμο, χαράτσια και πετρέλαιο θέρμανσης.

Δεν είμαστε τόσο αφελείς να περιμένουμε ότι θα το πράξουν. Είμαστε, όμως, αρκετά ρεαλιστές ώστε να προσδοκούμε την τιμωρία τους. Την «τιμωρία» που θα τους άξιζε την περιγράφει ο γερο-Ανσέλμο: «Θα τους έβαζα να δουλεύουν κάθε μέρα, όπως δουλέψαμε εμείς στα χωράφια κι όπως δουλεύουμε στα βουνά κόβοντας ξύλα, για όλη τους τη ζωή. Έτσι θα βλέπανε για ποιο σκοπό γεννηθήκανε οι άνθρωποι. Θα έπρεπε να κοιμούνται εκεί που κοιμόμαστε εμείς. Να τρώνε όπως τρώμε εμείς. Πρώτα απ' όλα όμως να δουλεύουν. Έτσι θα μάθουν». (Ερνεστ Χεμινγουέι, Για ποιον χτυπά η καμπάνα)

Ναι! Πρώτα απ' όλα να δουλεύουν! Έτσι θα μάθουν! Το αφιερώνουμε ολόψυχα σε όλους τους σπουδαιοφανείς (κυρίους και κυρίες) της εξουσίας, τους ματαιόσπουδους των τηλεοπτικών υποσταθμών της ολιγαρχίας, τους απαστράπτοντες των «φιλανθρωπικών» σωματείων, τους «ευπατρίδες» των ντόπιων και ξένων «οίκων», τους «νόμιμους και ηθικούς» εκμεταλλευτές, κηφήνες και σφετεριστές του πλούτου που άλλοι παράγουν. Το αφιερώνουμε στους χορτάτους, που με αναίδεια καλοζωισμένης Αντουανέτας, καμουφλαρισμένοι πίσω από την αυθεντία της ασημαντότητας τους, πλαισιωμένοι από τις «ΎΕΝΕΔ» της «δημοκρατίας» τους, διατάζουν τους πεινασμένους «να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων».

Και τους λέμε: Στον κόσμο που προσδοκούμε, τον απαλλαγμένο από τη βρωμιά σας, δεν θα σας πειράξει κανείς. Αλλά η τιμωρία σας θα είναι αμείλικτη: Εκεί θα μάθετε να βγάζετε το ψωμί σας δουλεύοντας. Εκεί δεν θα μπορείτε να στέλνετε εκατομμύρια ανθρώπους στη φτώχεια και στην ανεργία, για να αυξάνετε εσείς το παντεσπάνι σας.    
OSTRIA

Περι-plan-ηση χωρίς σχέδιο !!!

Πόσο προβληματική αποδεικνύεται η μονομέρεια και η προσπάθεια αυτοεπιβεβαίωσης.

Οι εξελίξεις στην Κύπρο έδωσαν αφορμή για μια νέα έξαρση επίθεσης απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ–ΕΚΜ με όχημα τα επονομαζόμενα Plan B, Plan C. Ας εξετάσουμε τα επιχειρήματα που προβάλλονται από την κατεύθυνση αυτή.
Ένα πρώτο επιχείρημα λέει ότι «το ΟΧΙ της Κύπρου απέδειξε ότι εντός ευρώ δεν μπορεί να υπάρξει διαπραγμάτευση». Τα γεγονότα όμως είναι νωπά και δεν επαληθεύουν όσους επιζητούν στις κυπριακές εξελίξεις μια…αυτοεπιβεβαίωση των διαχωριστικών τους επιλογών.

Του Χρίστου Καραμάνου

Αν κάτι αναδείχθηκε, κατ’ αρχήν, είναι ότι το ΟΧΙ ενός λαού μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση ένα τροϊκανό σχέδιο. Αναδείχθηκε επίσης –και αυτό είναι το κρίσιμο- ότι η διαπραγμάτευση με την τρόικα δεν μπορεί να προωθηθεί από μία μνημονιακή κυβέρνηση.
Η κυβέρνηση Αναστασιάδη, παρά τις προεκλογικές της δεσμεύσεις, δεν ήθελε και δεν μπορούσε να κάνει ουσιαστική επαναδιαπραγμάτευση του κυπριακού μνημονίου – το οποίο, φευ, ήρθε από την κυβέρνηση Χριστόφια. Η κυβέρνηση Αναστασιάδη συμπεριφέρθηκε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, όπως η τρικομματική κυβέρνηση Σαμαρά μετά τις εκλογές στην Ελλάδα. Και μάλιστα συνέπηξε κοινό μέτωπο με την κυβέρνηση Σαμαρά ενάντια στο ΟΧΙ του κυπριακού λαού. Συνεπώς το πρώτο πράγμα που αναδεικνύει το ΟΧΙ του κυπριακού λαού είναι ότι για να κατοχυρωθούν τα ΟΧΙ χρειάζεται να υπάρξει, και μάλιστα ως απόλυτη προϋπόθεση, μια μεγάλη πολιτική αλλαγή, να γκρεμιστούν μνημονιακές κυβερνήσεις και το πολιτικό σύστημα της κλεπτοκρατίας, αλλά και να αναδειχθούν -και να επικρατήσουν- άλλοι πολιτικοί προσανατολισμοί σε επίπεδο χώρας. Επιπλέον έχει θεμελιώδη σημασία το να υπάρξει ένα ευρύτερο μέτωπο χωρών και λαών. Άλλο συσχετισμό δημιουργεί η Κύπρος μόνη της, άλλο συσχετισμό δημιουργεί ένα κοινό μέτωπο Ελλάδας–Κύπρου και ακόμη περισσότερο, όταν υπάρχει αυτό σε συνδυασμό με ένα μέτωπο των λαών του Νότου ενάντια στην «αποικιοποίηση του Νότου» – όπως σωστά χαρακτηρίζει το μερκελικό σχέδιο ο ΣΥΡΙΖΑ–ΕΚΜ.
Συμπέρασμα πρώτο λοιπόν: Αποδεικνύεται ότι όσοι με μονομέρεια επαναφέρουν την κεντρικότητα του συνθήματος «έξω από το ευρώ», όχι απλά δεν επιβεβαιώνονται στην εμμονή τους, αλλά ξανακάνουν το ίδιο βασικό, θεμελιώδες, πολιτικό λάθος, όπως και πριν ένα περίπου χρόνο, όταν υποστήριζαν ότι οι βασικοί κρίκοι για προοδευτικές εξελίξεις στην Ελλάδα είναι η «στάση πληρωμών και η έξοδος από το ευρώ».
Και τότε δεν επιβεβαιώθηκαν, και σήμερα κάνουν λάθος. Ακριβώς γιατί υποβαθμίζουν ή ακόμη και αδιαφορούν για τον πρώτιστο πολιτικό στόχο, αυτόν της δημοκρατικής ανατροπής του καθεστώτος των μνημονίων και της τρόικα και του γκρεμίσματος του πολιτικού συστήματος της κλεπτοκρατίας. Και κάνουν αυτό το λάθος γιατί μάλλον καθορίζονται από την επιλογή της αντιπαράθεσης στην κεντρική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ–ΕΚΜ και όχι από την ανάγκη να υπάρξει ένα μεγάλο λαϊκό κίνημα με βάση το ριζοσπαστισμό που υπάρχει και εξελίσσεται στην κοινωνία και ο οποίος διαμόρφωσε ως πολιτικό του «όχημα» τον ΣΥΡΙΖΑ -ΕΚΜ.

Σχέδιο μετάβασης, όχι ένα σκέτο «έξω»
Σήμερα, σε όλη την Ευρώπη εντείνεται ο ευρω-σκεπτικισμός – έννοια με διάφορα πρόσημα αλλά που σε κάθε περίπτωση σηματοδοτεί φυγόκεντρες τάσεις. Ένας διευρυνόμενος κόσμος στρέφεται ενάντια στο ευρωπαϊκό πρότυπο που αναδύεται μέσα στην κρίση, υπό την ηγεμονία του Μερκελισμού. Στη χώρα μας σήμερα ένα μεγάλο κομμάτι του ριζοσπαστισμού προβληματίζεται σε σχέση με τις εξελίξεις στην Ευρώπη και το ευρώ, ενώ καταγγέλλει την κατακτητική πολιτική της Γερμανίας.
Είναι μια σημαντική και θετική διεργασία. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι η επιμονή με σταθερότητα σε μια πολιτική καταγγελίας των Μνημονίων, «ανοίγει» ευρύτερες διεργασίες στις συνειδήσεις του λαού. Κι εδώ βρίσκεται μια δεύτερη απάντηση στους plan-ολογούντες.
Η Αριστερά οφείλει να τροφοδοτεί αυτές τις διεργασίες, χωρίς όμως να ξεκόβεται από το λαό, θέτοντας αιτήματα απογειωμένα και «ανώριμα» σε μια δεδομένη περίοδο. Από την άποψη αυτή ο πλατύς κόσμος του ριζοσπαστισμού σήμερα χρειάζεται να εξοπλιστεί με ένα σχέδιο μετάβασης, κατ’ αρχήν, σε ένα «μετατροϊκανό ξέφωτο». Αναζητά κάτι εμπεριστατωμένο, όχι ένα σκέτο «έξω». Και πράγματι υπάρχει η δυνατότητα για την Αριστερά, αφουγκραζόμενη αυτές τις διεργασίες, να διαμορφώσει ένα πολύ πλατύ λαϊκό πολιτικό ρεύμα, με αριστερό πρόσημο.
Ας δούμε τώρα το επιχείρημα ότι τάχα ο ΣΥΡΙΖΑ –ΕΚΜ «παραμένει εγκλωβισμένος στην πάση θυσία παραμονή στο ευρώ». Πρόκειται για ένα τρίτο λάθος, μάλλον στα όρια του προφανούς. Κατ’ αρχήν, γιατί υπάρχει σειρά δηλώσεων, με πιο πρόσφατη την τοποθέτηση του Π. Σκουρλέτη «όχι λοιπόν πάση θυσία με τίποτα και για τίποτα, προφανώς ούτε και για το ευρώ».
Όμως, το ζήτημα αυτό ξεκαθαρίζεται με σαφήνεια στην ίδια τη Διακήρυξη του ΣΥΡΙΖΑ -ΕΚΜ που αναφέρει: «Ενδέχεται να διατυπωθούν κατά τη διαπραγμάτευση απειλές, ίσως και εκβιασμοί, περί διακοπής της χρηματοδότησης, περί εξόδου από το ευρώ, ίσως και άλλα. Αλλά, όπως ήθελε να συμπυκνώσει το σύνθημα που χρησιμοποιήσαμε “καμιά θυσία για το ευρώ”, απόλυτη προτεραιότητα για μας είναι η αποτροπή της ανθρωπιστικής καταστροφής και η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, κι όχι η υπαγωγή σε υποχρεώσεις που άλλοι ανέλαβαν υποθηκεύοντας τη χώρα.
Κατά συνέπεια, δεσμευόμαστε ότι θα αντιμετωπίσουμε το ενδεχόμενο τέτοιων απειλών ή εκβιασμών με όλα ανεξαιρέτως τα όπλα που μπορούμε να επιστρατεύσουμε ενώ είμαστε ήδη έτοιμοι να αναμετρηθούμε ακόμη και με τη χειρότερη έκβαση. Είμαστε βέβαιοι ότι σε μια τέτοια απευκταία περίπτωση ο ελληνικός λαός θα μας στηρίξει ανεπιφύλακτα».
Δεν ισχυριζόμαστε βέβαια ότι επειδή αυτά διακηρύσσονται θα εφαρμοστούν αυτομάτως. Όχι, σίγουρα ο ΣΥΡΙΖΑ–ΕΚΜ θα δοκιμαστεί, ειδικά αν αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες ή και πριν. Αλλά το να κατηγορείται για κάτι που δεν κάνει, είναι τουλάχιστον άστοχο.
Από κύκλους που αναφέρονται στο Plan B, o ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ είχε κατηγορηθεί στο μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων ότι δεν λέει την αλήθεια στο λαό, όταν ισχυρίζεται ότι μπορεί να υπάρξει ακύρωση των Μνημονίων χωρίς έξοδο από το ευρώ. Αυτή η κατηγορία, που επανέρχεται σήμερα, είχε τότε υπερ-προβληθεί από τα συστημικά ΜΜΕ, προκειμένου να κάμψουν τη δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ–ΕΚΜ.
Το πέτυχαν εν μέρει. Σήμερα πάλι επιχειρείται να ορθωθεί ένας ανάλογος διαχωρισμός. Γιατί; Γιατί δεν καλύπτεται κανείς από τα όσα αναφέρονται στο σχετικό απόσπασμα της Διακήρυξης του ΣΥΡΙΖΑ–ΕΚΜ; Είναι δυνατόν να μην αντιλαμβάνεται κανείς ότι τον χρησιμοποιούν τα ΜΜΕ για να πλήξουν τον ΣΥΡΙΖΑ–ΕΚΜ και να διαιωνίσουν την τροϊκανή επικυριαρχία;

«Από τώρα» για το «μετά»
Προχωρώντας, ας κρατήσουμε την έκφραση που αναφέρεται πιο πάνω: «θα αντιμετωπίσουμε το ενδεχόμενο τέτοιων απειλών ή εκβιασμών με όλα ανεξαιρέτως τα όπλα που μπορούμε να επιστρατεύσουμε». Θα λέγαμε ότι αυτά τα όπλα, πέρα από τακτικές στη φάση της διαπραγμάτευσης, αφορούν συγκεκριμένες μεγάλες πρωτοβουλίες. Πρωτοβουλίες που επιβάλλεται να προωθούνται «από τώρα», «από σήμερα». Τέτοιες είναι: α) η πρωτοβουλία για την παραγωγική ανασυγκρότηση του τόπου, για ένα μεγάλο κίνημα του παραγωγικού και του επιστημονικού δυναμικού της χώρας, β) η επεξεργασία ενός νέου πολιτειακού χάρτη στη βάση της Πραγματικής Δημοκρατίας και στον αντίποδα του πολιτικού συστήματος της διαφθοράς και της διαπλοκής, γ) διεθνείς συμμαχίες μέσα από τη σύμπηξη ενός μεγάλου μετώπου των λαών του Νότου, για την ανατροπή των συσχετισμών σε επίπεδο περιφερειακό ή και Ευρώπης, δ) ανάπτυξη ενός διεθνούς κινήματος αλληλεγγύης στην Ελλάδα και στον ελληνικό λαό, που βρίσκεται σε κατάσταση ανθρωπιστικής κρίσης, προσπάθεια παγκόσμιας ευαισθητοποίησης των λαών.
Αυτές οι πρωτοβουλίες, συνυφασμένες με τον κεντρικό πολιτικό στόχο της δημοκρατικής ανατροπής του καθεστώτος των μνημονίων, δίνουν περιεχόμενο σε ένα εναλλακτικό σχέδιο. Δεν πρόκειται για ένα Plan B. Πρόκειται ουσιαστικά για το μόνο εναλλακτικό σχέδιο απέναντι στο τροϊκανό. Ακόμη κι αν δεχθούμε ότι στη διαμόρφωσή του υπάρχουν αδυναμίες ή δυσκολίες, το σίγουρο είναι ότι επιχειρείται να προωθηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ. Και είναι ανοιχτό στο να συσπειρώσει ευρύτατες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις.
Και ρωτάμε τώρα. Τι περιεχόμενο δίνουν στο σχέδιό τους όσοι μιλάνε για Plan B, Plan C, πέραν από το «έξοδος από το ευρώ»; Δεν θα βρούμε απάντηση για το πώς συγκεκριμένα θα ζήσει και θα λειτουργήσει η χώρα. Οι αναλύσεις για το «τι δεν θα πρέπει να γίνει», ουρανομήκεις. Απουσιάζουν όμως οι τοποθετήσεις για το «τι μπορεί να γίνει και το πώς». Εδώ βρίσκεται μια τέταρτη μεγάλη αδυναμία αυτής της αντίληψης. Γιατί όπως εύλογα λέει πολύς κόσμος: «εντάξει και βγήκαμε από το ευρώ, μετά τι;» Αποδεικνύεται λοιπόν ότι η έλλειψη κάθε επεξεργασίας για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, για την πολιτειακή ανασυγκρότηση της χώρας, για διεθνείς συμμαχίες, για ιεραρχημένους πολιτικούς στόχους, κάνουν τα Plan Β… C, μάλλον ρηχά, στερούμενα περιεχομένου και δυναμικής, στερούμενα δυνατότητας να πείσουν και να στρατεύσουν ευρύτερες λαϊκές δυνάμεις.
Και όχι μόνον αυτό. Επιπλέον, ο περιορισμός ενός πολιτικού σχεδίου σε ένα σκέτο «έξω», είναι από άποψη πολιτικής προοπτικής εξαιρετικά προβληματικός. Είδαμε και στην Κύπρο καθαρόαιμες μεγαλοαστικές δυνάμεις να μιλούν για Plan B απέναντι στην τρόικα. Βλέπουμε ακροδεξιές δυνάμεις σε όλη την Ευρώπη να ανάγουν σε κεντρικό σύνθημα το «έξω από ευρώ». Θα λέγαμε λοιπόν ότι όσο ανεπαρκής για ένα «σχέδιο μετάβασης» είναι ο περιορισμός στον σκέτο αντιμνημονιακό λόγο, άλλο τόσο ανεπαρκής είναι ο περιορισμός στο σκέτο «έξω από το ευρώ».
Με βάση τα παραπάνω, σήμερα χρειάζεται στήριξη και εμβάθυνση της αντιμνημονιακής, δημοκρατικής και πατριωτικής γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ–ΕΚΜ, ανάληψη «από τώρα» μεγάλων πρωτοβουλιών για την ανασυγκρότηση της χώρας, συμπόρευση με τον δοκιμαζόμενο κυπριακό λαό, κοινό μέτωπο με τους λαούς του Νότου, διεθνείς συμμαχίες και ένταση της αντιπαράθεσης με το μερκελισμό και την ευρω-κρατία.
Χρειάζεται δηλαδή πλατιά συσπείρωση και δουλειά για ένα συγκεκριμένο, εφικτό, ριζοσπαστικό σχέδιο διεξόδου της χώρας – όχι εμμονή στο διαχωρισμό, όχι διαχωριστική αναζήτηση αυτοεπιβεβαίωσης, όχι plan–ολογία.

Εν «Αθήναις»

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Εποχή» – Του Δημήτρη Καλλέργη*

Το παράδειγμα της Κύπρου έρχεται για ακόμη μια φορά να μας θυμίσει ότι το αστικό πολιτικό σύστημα στην Ευρώπη βιάζεται εξαιρετικά να επιβάλει δομικές αναδιαρθρώσεις. Η βιασύνη του αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί μονοδιάστατα αφού παρά τον «πανικό που σπέρνει στο τραπεζικό σύστημα και στους καταθέτες», στην πραγματικότητα σηματοδοτεί μια νέα εποχή: χωρίς προσχήματα.

Εξάλλου, δεν είναι η πρώτη φορά που θα διαβάσουν κάποιοι, μελλοντικά, για μαζική καταστροφή κεφαλαίων και παραγωγικών υποδομών χωρίς…πολεμικά μέσα. Εστιάζοντας στα «αιτήματα» των τούρκων επιχειρηματιών που προβάλλονται διά στόματος Νταβούντογλου, καταλαβαίνουμε ότι πλέον ο ανταγωνισμός του κεφαλαίου οξύνεται ολοένα και περισσότερο.

Με την ίδια ματιά διαβάζουμε τις δηλώσεις Ντάισελμπλουμ, ο οποίος θέτει τους όρους μιας νέας καταλήστευσης των στρωμάτων εκείνων που δεν συμμετέχουν στο μεγάλο παιχνίδι των «αγορών». Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μια συνολική επίθεση ενάντια στα χαμηλά και μεσαία κοινωνικά στρώματα, ενώ στο πεδίο αυτής πρέπει να συγκροτηθεί στρατηγική απάντησης –με συμμαχίες κοινού σκοπού.

Ποιο είναι το σχέδιό τους;

Κατά τον Althusser, το σύστημα εκπαίδευσης σε οποιαδήποτε βαθμίδα και άρα η Ανώτατη Εκπαίδευση δέχεται πληθώρα αναδιαρθρώσεων και παρεμβάσεων που κυρίαρχο στόχο έχουν να αναπαράξουν τη δομή και λειτουργία του αστικού κράτους. Χωρίς να απεμπολώ την αξιοποίηση των ρωγμών που δημιουργήθηκαν λόγω κοινωνικών αγώνων ή λόγω υποχωρήσεων των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων, το οποιοδήποτε σύστημα για την Ανώτατη Εκπαίδευση στη χώρα μας ήταν υποταγμένο στην παραπάνω συνθήκη. Ο Δημόσιος χαρακτήρας της Ανώτατης Εκπαίδευσης κυριαρχεί ως αίτημα του κινήματος στη χώρα μας, αλλά το περιεχόμενο του αιτήματος αυτού δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ψευδή συνείδηση, μια υπόσχεση για τη δυνατότητα ταξικής κινητικότητας -μιας υπόσχεσης για καλύτερες συνθήκες ζωής, περισσότερου ελεύθερου χρόνου, για καλύτερους όρους απόκτησης εισοδήματος. Η πρόσβαση των χαμηλών στρωμάτων στα Πανεπιστήμια έδωσε τη δυνατότητα για την ολοένα μεγαλύτερη «παραγωγή» επιστημόνων, μηχανικών, γιατρών και τελικά έδωσε ώθηση στην καπιταλιστική μηχανή να αναπτυχθεί. Στο σήμερα -και αυτό αφορά ήδη κάποια κράτη του κόσμου- οι όροι «κέρδος», «κεφάλαιο» δεν συναρτώνται ευθέως με την «εργασία», αλλά με όσα διαδραματίζονται στα χρηματιστήρια, στους οίκους αξιολόγησης, στις αγορές. Τα λιμνάζοντα κεφάλαια μπορούν να αυγατίσουν με την επένδυσή τους εκεί, γεγονός που επιτρέπει στα κράτη να αποσύρονται από την παροχή δημοσίων, δωρεάν αγαθών –όπως η Παιδεία και η Υγεία. Η στέρηση πρόσβασης στα δικαιώματα αυτά έχει ταξικό χαρακτήρα, αλλά ποια είναι τα κοινωνικά στρώματα που απειλούνται;

Αντιστρέφοντας το νόημα

Τα μέλη της τρικομματικής κυβέρνησης αρέσκονται να αντιστρέφουν νοήματα -τρανά παραδείγματα ο «Ξένιος Ζευς», η «ομάδα Αλήθειας», η «συμπαράσταση στην Κύπρο», η «Αθηνά». Με πείσμα προσπαθούν να πείσουν για τους νέους όρους της πολιτικής πορείας του τόπου, αλλά η προσπάθεια αυτή είναι τόσο πρόχειρη, όσο και κακοφτιαγμένη.

Ο νόμος της Άννας Διαμαντοπούλου, διά στόματός της, επιθυμούσε να αλλάξει το DNA των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ της χώρας. Λέξεις όπως «διαφάνεια», «αριστεία», «καινοτομία» σχηματοποιήθηκαν σε σημαίες της, ενώ ο διάδοχός της στο υπουργείο δεν τις απεμπόλησε στιγμή. Αυτά που φαινομενικά άλλαξε ο νόμος Αρβανιτόπουλου ήταν τα περί ακαδημαϊκών Τμημάτων και επομένως τα περί εισαγωγής στη Σχολή -με το πρώτο έτος φοίτησης ενιαίο. Η εισαγωγή σε Σχολή στο πρώτο έτος σήμαινε την υποβάθμιση των Τμημάτων και την αποδυνάμωσή τους ως προς τα γνωστικά αντικείμενα που θεραπεύουν. Με λίγα λόγια, στη συνολική διάρκεια σπουδών θα περιλαμβανόταν και ένα έτος «γενικής παιδείας», δηλαδή ένα έτος όπου όλοι οι φοιτητές θα μάθαιναν τα ίδια πράγματα και τίποτα εξ αντικειμένου. Βέβαια, αντί της υποβάθμισης των παρεχόμενων πτυχίων, η αλήστου μνήμης υπουργός διατυμπάνιζε με κάθε ευκαιρία την αναβάθμιση των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, τα «πτυχία με αξία».

Η «Αθηνά» – εργαλείο

Ύστερα από τρεις φανερές εκδόσεις του σχεδίου «Αθηνά» και με πλείστες άλλες που δεν είδαν ποτέ το φως της ημέρας, ο Αρβανιτόπουλος ανακοινώνει επίσημα το μηχανογραφικό δελτίο των εισαγωγικών εξετάσεων. Ήξερε ότι χωρίς κάποια προσθήκη στο νόμο 4009, δεν θα μπορούσε να ζητήσει έκδοση προεδρικών διαταγμάτων με τα οποία θα είχε το μοναδικό δικαίωμα να δημιουργεί, καταργεί, μετονομάζει Κατευθύνσεις εντός των Τμημάτων. Ήξερε ότι μαζί με τα πελατειακά παζάρια, χρειαζόταν την κοινοβουλευτική νομιμοποίηση για να μπορέσει τελικά να ολοκληρώσει αυτό που η Διαμαντοπούλου είχε ξεκινήσει.

Με περίσσιο πολιτικό θράσος ή ανοησία, ο υπουργός επέλεξε να περιφέρει μια τροπολογία σε άσχετα νομοσχέδια, η οποία αποσύρθηκε δύο φορές πριν τελικά φτάσει σε ψήφιση την Πέμπτη 28/3. Ίσως να πρόκειται για αδυναμία πολιτικής πυγμής προς τα μέλη της κυβέρνησης ή ακόμα και για ένδειξη αλαζονείας και εμπαιγμού προς τα μέλη της αντιπολίτευσης. Η συζήτηση για τις κοινοβουλευτικές πρακτικές των κυβερνώντων μερικές φορές φτάνει στο σημείο να εξιδανικεύει τη λειτουργία της Βουλής, αλλά θεωρώ χρήσιμη και αυτήν την πτυχή της ιστορίας. Να γνωρίζουμε πώς, ακόμα και εντός Βουλής, λειτουργούν χωρίς προσχήματα.

Σήμερα που γράφεται το παρόν κείμενο, εξακολουθούν να δημοσιεύονται μετατοπίσεις των κυβερνητικών αποφάσεων. Μαθαίνουμε για νέες εκδόσεις-ιδέες του νέου ακαδημαϊκού χάρτη. Υποχωρήσεις στις πιέσεις εταίρων ή σε αυτές των τοπικών οικονομικών συμφερόντων, το σίγουρο είναι πως ο αντιεκπαιδευτικός χαρακτήρας του σχεδίου διατηρείται αναλλοίωτος. Εξάλλου, τι άλλο θα μπορούσε να σημαίνει η κάθε ανακοίνωση της τελευταίας στιγμής όταν αυτή δεν συνοδεύεται από καμμία επιστημονική τεκμηρίωση; Αλλά όπως φανέρωσε και η ίδια η εταιρία συμβούλων –αυτή που ανήκει στον όμιλο του Metropolitan College– ακόμα δεν έχει ολοκληρώσει το Έργο και αναρωτιέται πάνω σε ποια ποσοτικά στοιχεία στηρίζεται το «Αθηνά»!

Κατευθύνσεις

Εκτιμώ ότι η υπόθεση με το «Αθηνά» προέκυψε για ένα βασικό σκοπό: για να καταφέρει ο υπουργός να υλοποιήσει τις Κατευθύνσεις. Μέσα από αυτές θα είναι πλέον εύκολο να συγχωνεύσει Τμήματα με όμοιες Κατευθύνσεις, αλλά κυρίως θα μπορέσει να υλοποιήσει τα τριετούς διάρκειας πτυχία –τη βασική γραμμή πλεύσης της Μπολόνια. Το πτυχίο δεν θα απονέμεται πλέον από το Τμήμα, αλλά από την Κατεύθυνση. Η επιλογή της θα γίνεται στο 3ο έτος σπουδών και το μόνο βέβαιο είναι ότι πρόκειται για ένα ακόμα κομμάτι στο παζλ της υπερεξειδίκευσης των γνώσεων που λαμβάνουν οι φοιτητές και οι φοιτήτριές μας.

Εξάλλου, η δημιουργία Τμημάτων με μία και μόνη Κατεύθυνση, δείχνει το δρόμο για τις επόμενες φάσεις καταστροφής των Πανεπιστημίων και ΤΕΙ της χώρας. Το πλέον βέβαιο είναι ότι τα επόμενα στάδια υλοποίησης έχουν ήδη αποφασιστεί.

Ανάπτυξη

Έχει σχολιαστεί ήδη σε κείμενα η ανακολουθία των κριτηρίων που και η ίδια η κυβέρνηση επικαλείται σχετικά με τα αναπτυξιακά κριτήρια του σχεδίου Αθηνά. Διατυπώθηκαν ανησυχίες για τη συρρίκνωση των ανθρωπιστικών σπουδών ή για την επιβολή ενός αδιαφανούς οργάνου διοίκησης στα Ιδρύματα που ομοσπονδοποιούνται. Ήταν βέβαιο ότι το νέο αυτό μοντέλο διοίκησης θα δοκιμαζόταν πρωτίστως στα ΤΕΙ, τα οποία άλλωστε αποτέλεσαν και την προκρούστεια κλίνη όλων των βημάτων προς την Μπολόνια.

Συμβολή στη συζήτηση για τα δήθεν αναπτυξιακά τους κριτήρια και τον προβληματισμό που αναπτύσσεται, είναι τα Τμήματα της Πληροφορικής. Στην 1η έκδοση του σχεδίου, τα 22 Τμήματα συρρικνώνονταν σε 9. Τώρα, μπορεί να είναι λιγότερα, αλλά η πρόθεση έχει ήδη φανεί. Αναρωτιέμαι εάν υπάρχει χώρα του καπιταλιστικού κόσμου που της λείπει αυτός ο κλάδος και τι μπορεί αυτή η επιλογή για τον δικό μας τόπο.

Το δικό μας όραμα

Σε ένα περιβάλλον που οι σχεδιασμοί του κεφαλαίου προβάλλονται χυδαία, με κόπους μιας ζωής να εξανεμίζονται προς δόξαν της διάσωσης των τραπεζών, με την εξαπόλυση εκβιασμών για την καταλήστευση φυσικού πλούτου αντί της επιβολής φόρων –σε ένα τέτοιο περιβάλλον πρέπει να απαντήσουμε.

Πρέπει να φωνάξουμε για την Παιδεία των αναγκών της κοινωνίας και της επιστήμης: για να μελετάμε μεθόδους της αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου χωρίς δηλητήρια, να διαχειριζόμαστε τα υδάτινα αποθέματα χωρίς γνώμονα το κέρδος, να έχουμε «καθαρή» ενέργεια, διατροφική επάρκεια, σύγχρονες γεωργικές μεθόδους καλλιέργειας και υδατοκαλλιέργειας. Να μιλήσουμε στην πλειοψηφία της κοινωνίας, στα κοινωνικά στρώματα εκείνα που έχουν υλικό συμφέρον να σταματήσει η καταστροφή.

Η Αριστερά πρέπει να συσπειρώσει τη νεολαία και τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, να αναδείξει την ανάγκη της μόρφωσης των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων. Να συνάψει τις απαραίτητες συμμαχίες που θα σταματήσουν την καταστροφή της Παιδείας, αυτές που θα επιτρέψουν την ανοικοδόμηση της χώρας σε έναν άλλο δρόμο. 

* Ο Δημήτρης Καλλέργης είναι Γραμματέας της Οργάνωσης ΣΥΡΙΖΑ Ανώτατης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΕΜΠ-ΤΕΙ) και μέλος της Γραμματείας του Τμήματος Παιδείας. 

 

Αυτονομία και ελληνική Ιστορία

AOX_Oute-gar-arxein_AF
Σε αυτό το σύντομο άρθρο θα ασχοληθώ με την ελληνική ιστορία ως πηγή έμπνευσης του προτάγματος της αυτονομίας. Οι πηγές που θα αναφερθούν είναι οι πιο γνωστές και δεν καλύπτουν όλο το εύρος των στοιχείων που μας χρειάζονται για να στηρίξουμε την άποψή μας. Με αφορμή λοιπόν την άνοδο του εθνικισμού και την αποδοχή των ιδεών του ναζισμού από ένα μέρος της Ελληνικής κοινωνίας, υπάρχει μια τάση σήμερα από μια μερίδα ανθρώπων να θεωρούν τα ακροδεξιά κόμματα ως γνήσιους φορείς του Ελληνικού πολιτισμού, με αποτέλεσμα να γίνονται κινήσεις δημιουργίας σχολείων που θα διδάσκουν στα παιδιά την «πραγματική ελληνική Ιστορία», ενώ οποιαδήποτε άλλη θεώρηση της ελληνικής ιστορίας βαφτίζεται ως «μπολσεβίκικη», «ανθελληνική», και Νέο-ταξική. Όποιο είδος γνώσης δηλαδή δεν συνάδει με το χριστιανικό και φυλετικό φαντασιακό τείνει να θεωρείται ως εχθρικό προς την υποτιθέμενη ιστορική αλήθεια του λαού και της παιδείας του. Κάνουν όμως λάθος. Η αρχαία Ελλάδα δεν αποτελεί προνόμιο ούτε των αστών, ούτε των εθνικιστών, αλλά ούτε και ένας αγνοημένος και αδιάφορος χώρος επαναστατικής έμπνευσης όπου κυριαρχεί η ‘ταξική’ δουλοκτητική κοινωνία, όπως τόσα χρόνια μας το παρουσιάζουν οι θιασώτες του ψευδο-επαναστατικού προτάγματος του Μαρξισμού. Η πραγματικότητα που προκύπτει από την μελέτη της αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή οι ρίζες, τόσο της επαναστατικής σκέψης, όσο και η συμπεριφορά του αυτόνομου και ολοκληρωμένου δημοκρατικού αμφισβητία πολίτη, βρίσκονται στην Αρχαία Ελλάδα. Το αυτόνομο- αντιεξουσιαστικό κίνημα σε όλο τον κόσμο εμπνέεται από τις πολιτική δομή των Ελληνικών Πόλεων και της άμεσης δημοκρατίας, (Παρισινή κομμούνα 1870, επανάσταση του 1905, τα πρώτα soviet, η CNT το 1936 στην Ισπανία, τα Ουγγρικά συμβούλια κ.λ.π) όσο κανένας άλλο πολιτικός χώρος. Τα διδάγματα για μια συνεχή αμφισβήτηση της εξουσίας και για ένα πολιτικά ελεύθερο τρόπο ζωής συναντώνται στη σκέψη δεκάδων φιλοσόφων, καλλιτεχνών, και τραγικών ποιητών, για τους οποίους φυσικά ελάχιστα ακούσαμε να αναφέρονται στα μαθητικά μας χρόνια. Ο 20ός αιώνας μπορεί να αποκαλείται ο αιώνας των τεχνολογικών επιτευγμάτων και της καταναλωτικής ευημερίας, αλλά πολιτικά τουλάχιστον ποτέ δεν ξέφυγε από το μεταφυσικό-οντολογικό πλαίσιο του Πλατωνισμού και του Χριστιανισμού.
Στην ουσία ο αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός ποτέ δεν εκτιμήθηκε στις σωστές του διαστάσεις, που δεν είναι άλλες από αυτές της χειραφέτησης, της αυτονομίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Τα επαναστατικά σπέρματα της σκέψης των αρχαίων διανοητών είναι παρόντα σε πολλά συγγράμματα που φυσικά αποσιωπήθηκαν από την κυρίαρχη κουλτούρα. Από τα Ομηρικά κιόλας έπη, και συγκεκριμένα στην Ιλιάδα, ο Θερσίτης είναι εκείνος που πρώτος υψώνει το ανάστημα του στην εξουσία του βασιλιά Αγαμέμνονα, βρίζοντας και χλευάζοντας την αλαζονεία του και φυσικά βιώνει την άμεση καταστολή της εξουσίας του. Αργότερα ο σοφιστής Πρωταγόρας λέγοντας το περίφημο «Πάντων χρημάτων μέτρον εστίν Άνθρωπος, των μεν όντων ως έστιν, των δε ουκ όντων ως ουκ έστιν». (μτφ: Μέτρο για όλα τα πράγματα αποτελεί ο Άνθρωπος. Για όσα υπάρχουν, ότι υπάρχουν και για όσα δεν υπάρχουν, ότι δεν υπάρχουν), δεν μας κηρύσσει τίποτα άλλο παρά την ανθρώπινη αυτονομία. Ο άνθρωπος είναι εκείνο το ον που στηριζόμενο στη λογική του σκέψη και στις αισθήσεις του έχει την ικανότητα να ανακαλύπτει την αλήθεια και να κρίνει το δίκαιο, ενώ με την ταυτόχρονη αμφισβήτηση του θεού που αναφέρεται στο απόσπασμα «Περί μεν Θεών ούκ έχω ειδέναι, ουθ’ως εισίν ουθ’ως ούκ εισίν ουθ’οποίοι τινές ιδέαν, πολλά γαρ τα κωλύοντα ειδέναι ή τ’αδηλότης και βραχύς ων ο βίος του ανθρώπου», (Για τους θεούς δεν μπορώ να γνωρίζω τίποτα. Ούτε ότι υπάρχουν, ούτε ότι δεν υπάρχουν, ούτε τι λογής μορφή έχουν. Γιατί είναι πολλά τα όσα εμποδίζουν να τους γνωρίζουμε: από τη μία το άδηλο του ζητήματος και από την άλλη η συντομία της ανθρώπινης ζωής), γκρεμίζεται κάθε θεϊκή προέλευση της αλήθειας και της ετερονομίας των ανθρώπινων κοινωνιών. Αλλού ο Αισχύλος τονίζει το «τους πάντας θεούς εχθαίρω» (Μισώ όλους τους θεούς) που συμπληρώνει την παραπάνω άποψη, που μαζί με το «Κράτος τε βία» (το κράτος ταυτίζεται με την βία) επιβεβαιώνει τον πυρήνα του αντιεξουσιαστικού προτάγματος ούτε «Ούτε θεός, Ούτε αφέντης».
Από την άλλη ο ιστορικός Θουκυδίδης με το «Άνδρες γαρ Πόλις» (Τη Πόλη την αποτελούν οι άνθρωποί της), περιγράφει με τρείς λέξεις την έννοια της συλλογικής αυτονομίας. Μόνο οι πολίτες της πόλεως, της κοινωνίας θα λέγαμε σήμερα, μπορούν να συμβάλλουν στην αυτοθέσμιση της, πράγμα που σημαίνει ότι αυτοί είναι οι μοναδικοί υπεύθυνοι του πολιτικού τους γίγνεσθαι. Την ίδια στιγμή η απουσία εκπροσώπων της πολιτικής ζωής μας τονίζεται στην φράση του Αριστοτέλη «Δημοκρατία εστίν μεν πολιτεία, εν η κλήρω διανέμονται τας αρχάς» (Η δημοκρατία είναι το πολίτευμα εκείνο όπου τα αξιώματα μοιράζονται με κλήρωση). Στην οριζόντια δομή της Αθήνας του 5ου αιώνος η έννοια του εκπροσώπου ήταν άγνωστη. Όλες οι αποφάσεις παίρνονταν συλλογικά στην εκκλησία του Δήμου και οι ίδιοι οι πολίτες τις εκτελούσαν, ενώ προηγουμένως είχε προηγηθεί συζήτηση με εξαντλητικά επιχειρήματα για ζητήματα που αφορούσαν σχεδόν τα πάντα, καθημερινής φύσεως προβλήματα όπως και ζητήματα πολέμου. Το περίφημο δίπολο “Οπλίτης – Πολίτης” που αναγγέλλουν τα κακέκτυπα του πατριωτισμού για να τονίζουν το ηρωικό στρατιωτικό παρελθόν των αρχαίων Ελλήνων που υποτίθεται πρέπει να μιμηθούμε, εκτός του ότι δεν λαμβάνει υπόψη την έννοια του πολίτη με την έννοια της συμμετοχής που αναφέραμε παραπάνω, σαν δεύτερο όρο του δίπολου, παραλείπει να δει ότι ο πόλεμος ήταν αποτέλεσμα συνέλευσης και όχι εντολή κάποιου ανώτερου ιεραρχικά ηγέτη που αποφάσισε να κάνει πόλεμο για τα συμφέροντα μιας οικονομικής ελίτ. Με τα σημερινά δεδομένα φυσικά ‘ο πόλεμος’ μπορεί, ύστερα από συνέλευση των πολιτών, να στραφεί και εναντίον των σφετεριστών της ζωής του, των εξουσιαστών δηλαδή και να δημιουργηθεί έτσι ένας ταξικός – κοινωνικός πόλεμος πράγμα που συνέβαινε αρκετά συχνά και στον αρχαίο κόσμο αν ρίξει κανείς μια ματιά στο έργο του Αριστοτέλη «Αθηναίων Πολιτεία».
Στο κοινωνικό επίπεδο η έλλειψη μισαλλοδοξίας και απαξίωσης για τον ξένο είναι εμφανέστατη σε πολλούς διανοητές. Πρώτα ο Ηρόδοτος θεωρεί τον ελληνικό πολιτισμό ως αποτέλεσμα επιδράσεων πολιτιστικών στοιχείων άλλων πολιτισμών αποδεικνύοντας έτσι ότι η ετερότητα αποτελεί βασικό της πολιτικής κουλτούρας του 6ου και 5ου π.χ. αιώνα. Εκεί όμως που φαίνεται έντονα το στοιχείο της ανοιχτότητας της Πόλεως είναι το απόσπασμα που μας σώζεται από τον σοφιστή Αντιφώντα: «έπει φύσει πάντα πάντες ομοίως πεφύκαμεν και βάρβαροι και Έλληνες είναι», (Όλοι οι άνθρωποι δηλαδή είναι από τη φύση ίσοι και οι Έλληνες και οι βάρβαροι), και ολόκληρο το κείμενο που βρέθηκε αναφέρει τα εξής: [Εκείνους που κατάγονται από πατέρες ευυπόληπτους τους σεβόμαστε και υποκλινόμαστε μπροστά τους, ενώ εκείνους που κατάγονται από ταπεινή οικογένεια ούτε τους σεβόμαστε ούτε υποκλινόμαστε μπροστά τους. Ως προς αυτό λοιπόν το πεδίο συμπεριφοράς μας, έχουμε γίνει βάρβαροι, απολίτιστοι, γιατί ως προς τη φυσική μας υπόσταση όλοι έχουμε φτιαχτεί από την ίδια φύση και οι Βάρβαροι και οι Έλληνες...ως προς τις φυσικές μας ιδιότητες ούτε οι βάρβαροι διαφέρουν σε τίποτε (για να θεωρούνται κατώτεροι) ούτε οι Έλληνες (για να θεωρούνται ανώτεροι), αφού αέρα αναπνέουμε όλοι με το στόμα και τη μύτη και τρώμε όλοι με τη βοήθεια των χεριών μας...]. Φράση μοναδική που ρίχνει χαστούκι σε όσους θέλουν να χρησιμοποιήσουν το ιστορικό παρελθόν για να στηρίξουν απόψεις περί ρατσισμού και καθαρότητας της φυλής, ενώ ταυτόχρονα εξυψώνει στο αίσθημα δικαιοσύνης και ισότητας που διαπερνά τους ενεργούς πολίτες της Αθήνας. Για το ζήτημα του νόμου και της ταξικής του διάστασης ο Ανάχαρσης αναφέρει: «Οι Νόμοι μοιάζουν με τον ιστό της αράχνης. Όπως δηλαδή σε αυτόν, άμα πέσει καμιά μύγα ή κανένα κουνούπι πιάνεται, ενώ άμα πέσει καμιά σφήκα ή μέλισσα τον σχίζει και φεύγει, έτσι και στους νόμους, άμα πέσει στη λαβίδα τους κανένα φτωχός πιάνεται, ενώ άμα πέσει κανένας πλούσιος ή ισχυρός, τον τσακίζει κι ελεύθερα διαφεύγει» Στο ίδιο πνεύμα κινούνται και οι Κυνικοί με πρωτοπόρο τον Διογένη που αποκαλεί τον εαυτό του «πολίτη του Κόσμου» καθώς και τον Ζήνωνα τον Κιτιέα που σαν άλλος P. J. Prοudhon αναφέρει ότι «οι καρποί ανήκουν σε όλους και η γη σε κανέναν». Ασκούσε κριτική στην πολυτέλεια και σαν αρχαίος ‘situationist’ θεωρούσε ψεύτικη και παραπλανητική κάθε επίδειξη πλούτου και δύναμης. Η δε αντι-κρατική του φιλοσοφία φαίνεται στα λίγα αποσπάσματα που έχουν σωθεί και όπου οραματίζεται μια κοινωνία ελεύθερη και α-κρατική, χωρίς άρχοντες, στρατό, δικαστήρια, αστυνομία, ναούς και χρήματα. Οι άνθρωποι οφείλουν να ζουν με αλληλεγγύη και να ορίζουν μόνοι τη νομοθεσία που θα τους διέπει. Λέει χαρακτηριστικά ότι «δεν πρέπει ζούμε χωριστά σε κράτη και δήμους, παρά όλους να τους λογαριάζουμε για συνδημότες και συμπολίτες μας, και μια ζωή και οργάνωση να υπάρχει για τους πάντες».
Όσα αναφέρθηκαν αποτελούν μια μικρή εικόνα του βασικού άξονα στον οποίο κινείται η αρχαία ελληνική πολιτική σκέψη και από την οποία μπορούμε να αντλήσουμε σπέρματα αυτονομίας, ελευθερίας και αλληλεγγύης για μια κοινωνία που να σέβεται τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Δυστυχώς τα κείμενα που έχουν σωθεί είναι ελάχιστα. Η καταστροφή τους υπήρξε ανεπανάληπτη, τόσο από τους φορείς της Χριστιανικής μισαλλοδοξίας, όσο και από τους εκάστοτε εξουσιαστές που έβλεπαν σε αυτά τα κείμενα της δημοκρατικής λογοτεχνίας ένα μελλοντικό εχθρό. Δεν τυχαίο άλλωστε που τα έργα του Πλάτωνα σώθηκαν σχεδόν ακέραια καθώς και των Νέο-Πλατωνικών, κλασσικοί διανοητές που εξυμνήθηκαν από το σύστημα και οι θεωρίες του αποτέλεσαν δεκανίκι σε βασιλιάδες, φεουδάρχες, φασίστες, κοινοβουλευτικούς και κάθε είδους δυνάστη. Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι και οι λέξεις κλειδιά που οδηγούν τους αγώνες μας έχουν επίσης την ρίζα τους στο αρχαίο – ελληνικό φαντασιακό τρόπο αντίληψης των πολιτικών πραγμάτων: Αν – αρχία ( χωρίς αρχή, χωρίς εξουσία και κυβέρνηση) και Δημο – κρατία ( Ο δήμος κυβερνά αυτόνομα – αυτοδίκαια – αυτοτελώς, χωρίς εκπροσώπους και ειδικούς).
κείμενο από Miltos C.
Eagainst.com

Παρασκευή 5 Απριλίου 2013

ΠΟΛΙΤΙΚΑΝΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΤΑΡΤΟΥΦΟΥ…

… αλλά και μπόλικος Ιησουιτισμός.

«Δεν κόβουμε τις συντάξεις», αλλά θα συνεχίσουμε στα κρυφά και όποτε θέλουμε, να ανεβάζουμε το ποσοστό συμμετοχής των ασφαλισμένων στην αγορά φαρμάκων, θα συνεχίσουμε να τους φορτώνουμε με χαράτσια, θα συνεχίσουμε να τους σπρώχνουμε σε υπηρεσίες υγείας επί πληρωμή μέχρι να στεγνώσουν εντελώς. Όμως, τη σύνταξη δε θα την κόψουν περαιτέρω.

«Δεν κόβουμε μισθούς», αλλά αφήνουμε…τα καρτέλ να ανεβάζουν τις τιμές των προϊόντων τους όποτε θελήσουν, να μη μετακυλύουν στους καταναλωτές το κέρδος τους από τις μειώσεις του εργατικού κόστους, θα βάζουμε φόρο στο πετρέλαιο, θα φτάνουμε τη βενζίνη κοντά στα 2 ευρώ, θα χώνουμε χαράτσια, θα στηρίζουμε τους εκβιασμούς των τραπεζών στους δανειολήπτες, αλλά κατά τ’ άλλα δεν τίθεται θέμα περαιτέρω μείωσης των μισθών.

«Δεν κλείνουν τα βιβλιοπωλεία λόγω κρίσης», αλλά προφανώς είναι καθαρή σύμπτωση ότι ύστερα από 128 χρόνια λειτουργίας έκλεισε φέτος η «Εστία», ότι τα χρέη των βιβλιοπωλείων προς τους εκδοτικούς οίκους σέρνουν από πίσω τους πολλά μηδενικά, ότι αρκετοί εκδοτικοί οίκοι απολύουν προσωπικό, ότι η πτώση στην αγορά βιβλίων υπολογίζεται στο 35%. «Φταίνε αυτοί που δεν πάτησαν το πόδι τους σε βιβλιοπωλείο», όμως αυτοί που το πατούσαν το πόδι τους επί 128 χρόνια στην «Εστία», προφανώς τα τελευταία 2 χρόνια είπαν να το κόψουν το διάβασμα γιατί τους πείραζε. Καημένε!

«Το ισοζύγιο προσλήψεων απολύσεων αλλάζει το ισοζύγιο της ανεργίας: Τον Μάρτιο έγιναν 38.000 προσλήψεις έναντι 23.000 απολύσεων. Και ακόμα η τουριστική περίοδος δεν ξεκίνησε», ακόμη κι αν απολύθηκαν υπάλληλοι με χρόνια υπηρεσίας και πλήρες ωράριο και προσλήφθηκαν νέοι κάτω των 25 με 500 ευρώ στην καλύτερη περίπτωση και 300 για μειωμένη απασχόληση. Τι σημασία έχει αυτή η διαφορά μπροστά στην ανάγκη δημιουργίας μιας πλασματικής εικόνας; Και ακόμη η επόμενη τουριστική περίοδος δεν τελείωσε για να μάθουμε πόσοι απασχολήθηκαν στη μαύρη εργασία.

«ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ: Είχαν μοιράσει μεταξύ τους μέχρι και τα υπουργεία!» Το θαυμαστικό στέκεται σαν τραμπούκος για να τρομάξει όποιον δεν κατάλαβε. Το ρεπορτάζ των ΝΕΩΝ έκανε την ύψιστη «αποκάλυψη» ότι «στην περίπτωση που το κόμμα του κ. Τσίπρα καταλάμβανε την πρώτη θέση» στις τελευταίες εκλογές θα συγκυβερνούσε με το κόμμα του Καμμένου. Και δεν αρκεί αυτή η «αποκάλυψη», αλλά τα ΝΕΑ αποκάλυψαν ακόμη ότι «Ένα καλοκαιρινό βράδυ του περασμένου Ιουνίου οι 4 συνομιλητές του Πάνου Καμμένου, κορυφαία στελέχη των ΑΝΕΛ, κόντεψαν να στραβοκαταπιούν τα καλαμαράκια από την Ικαρία που τους είχε φιλέψει ο πρόεδρος όταν κουβεντιάζοντας στο ευρύχωρο μπαλκόνι του έμαθαν ότι το κόμμα τους είχε έρθει πολύ κοντά με την ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης». Και ευρύχωρο μπαλκόνι και καλαμαράκια από την Ικαρία και παρ’ ολίγον πνιγμός! Ο Θεός να μας φυλάει. Ευτυχώς, πού τελικά δε συνέβη αυτή η τραγωδία κι έτσι η –κατά δήλωσή της – «υπεύθυνη Αριστερά» συνεργάστηκε με τους ακροδεξιούς τραμπούκους της ΝΔ και σώθηκε η παρτίδα.

Ταρτουφισμός ο (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :ταρτουφ(ταρτούφος) -ισμός] η προσπάθεια απόκρυψης ανηθικοτήτων και ελαττωμάτων με ηθικολογίες.

«Ο Ταρτούφος» από το έργο του Μολιέρου είναι ένας υποκριτής-ευσεβής κληρικός που καταχθόνια και επικαλούμενος την «αρετή» του, καταφέρνει να κυριαρχήσει στη ζωή του ευεργέτη του κ. Οργκόν. Με απατεωνιές προσπαθεί να κατακτήσει όχι μόνο την περιουσία του Οργκόν, αλλά και την ίδια τη σύζυγό του, την οποία έχει βαθιά ερωτευτεί.

Και ήρθε ο καιρός να ζήσουμε τη σύγχρονη εκδοχή του «Ταρτούφου» αυτού του υποκριτή θεοσεβούμενου δήθεν πολιτικάντη – παπαγαλάκι που καταχθόνια και επικαλούμενος την «ηθική και τάξη» του μέσου Έλληνα μαλάκα καταφέρνει να κυριαρχήσει στη ζωή του. Με απατεωνιές καταφέρνει να κατακτήσει όχι μόνο την περιουσία του μαλάκα που την παραδίδει στους δανειστές – τοκογλύφους, αλλά και την ίδια την παρθένα του χωριού για να τη δώσει δώρο στον καλύτερο ξένο επενδυτή.

Πρώτη φορά μου τυχαίνει να μη θέλω να γράψω επειδή δεν ξέρω τι να πρωτογράψω. Μπλοκάρει το μυαλό μου. Ψάχνοντας για τα βιβλιοπωλεία, βρήκα την ομιλία του αναπληρωτή υπουργού Πολιτισμού Κώστα Τζαβάρα σε ένα συνέδριο που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Εκδοτών Βιβλίου. Διαβάστε τι είπε, σας παρακαλώ: « Όσο υπάρχει η γραφή θα υπάρχει και το βιβλίο, που έχει αλλάξει πολλές φορές στο παρελθόν και θα αλλάξει και στο μέλλον. Το θέμα δεν είναι οι μεταμορφώσεις τις οποίες γνωρίζει το βιβλίο αλλά η μεταμοντέρνα συνθήκη της ψηφιακής εποχής. Δεν μας φταίνε τα νέα μέσα: αρκεί να κατορθώσουμε να ξεφύγουμε από την ηλεκτρονική νάρκωση και τον νάρκισσο που σπεύδει να κρυφτεί στον εαυτό του όταν γίνεται όμηρός της. Ο στόχος είναι να χρησιμοποιήσουμε τη γραφή για να επιστρέψουμε στη χαμένη μας κοινωνικότητα. Η γραφή μπορεί να αποτελέσει ισχυρό μέσον στον αγώνα μας να αντισταθούμε στην προσομοίωση».

Τον μπελά μου για προσομοίωση προσγείωσης UFO στη Γη. Έτσι μιλάνε όλοι τους, πλην του Στουρνάρα ο οποίος δεν κλάνει αν δεν πάρει άδεια από τον Σόιμπλε. Οι υπόλοιποι είναι Τζαβάρες και Μασχάληδες. Πόσο σλάλομ να κάνεις για να τους αποφύγεις; Είναι πολλοί. Βρίσκονται παντού. Μας σημαδεύουν στο κεφάλι με ένα ψέμα, μια προβοκάτσια, μια αθλιότητα, με ότι έχουν πρόχειρο. Και το κακό είναι ότι όσο καθόμαστε ακίνητοι, τόσο θα μας πετυχαίνουν.

ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ

Μνησικακία και ενδόρρηξη…

Η πτώχευση που βιώνουμε αναδεικνύει συμπεριφορές και χαρακτήρες που σε προηγούμενο χρόνο ελάνθαναν ή καλύπτονταν. Στην επικράτεια της σπάνεως και της γυμνής ύπαρξης, του φόβου και της απελπισίας, οι άνθρωποι εκδιπλώνονται αλλιώς, ατομικά και συλλογικά.

Το ζούμε καθημερινά: παλιές παρέες σπάνε, φιλίες δοκιμάζονται, ειρηνικές συμβιώσεις ραγίζουν. Οι συμβάσεις και οι αμοιβαίες παραδοχές απαιτούν κόπο, τον οποίο ελάχιστοι πια είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν. Οι δρόμοι χωρίζουν. Ο καθείς…υποφέρει τον πόνο μόνος του, με τον δικό του τρόπο.

Ενας τρόπος είναι ο σκεδασμός του πόνου: σαν κακία προς τον άλλο, τον κάθε άλλον. Το νιώσαμε αυτό διάχυτο τις τελευταίες μέρες με την τραγωδία που ζει ο κυπριακός λαός, μια καταστροφή παρόμοια με την ελληνική, μάλλον και μεγαλύτερη, δεδομένων της χρονικής πύκνωσης, του αιφνιδιασμού και του περιβάλλοντος κατατρομοκράτησης που ζουν ακόμη οι Ελληνες της νήσου, με τον περιορισμό κυκλοφορίας χρήματος και την απειλούμενη στενότητα αγαθών. Πολλοί Ελληνες ένιωσαν συμπόνια, γιατί ήδη γνωρίζουν τι σημαίνει η πτώχευση, η ανεργία, ο αναγκεμός. Ολοι σχεδόν ένιωσαν φόβο, γιατί το «ατύχημα» που όλοι φοβόμασταν είναι ίσως αυτό ακριβώς, η πτώση της Κύπρου· και γιατί υποδορίως συνδέουμε τα παθήματα της Κύπρου με ευρύτερη εθνική καταστροφή. Κάποιοι Ελληνες όμως δεν μπόρεσαν να κρύψουν τη χαιρεκακία τους για τα παθήματα των αδελφών τους. Είναι σοκαριστικό, αλλά συμβαίνει.

Γιατί; Οτι οι εγχώριοι οπαδοί τού «ναι σε όλα» επιχαίρουν για το βαρύ τίμημα του ατελέσφορου κυπριακού «όχι», διότι έτσι δικαιώνεται η δική τους στάση, είναι μια κάποια εξήγηση· αλλά παραείναι προφανής και εύκολη, για να μπορεί να εξηγήσει τη χαιρεκακία και τη μισανθρωπία που χύθηκε στον αέρα τη δεδομένη ιστορική στιγμή: Ο,τι έπαθαν οι Κύπριοι, το άξιζαν· ας πρόσεχαν· ας επέλεγαν ικανότερους ηγέτες· ας μην έστηναν πλυντήρια για Ρώσους ολιγάρχες· ας περιμάζευαν τους τραπεζίτες τους. Και τα λοιπά. Πίσω από τον ρηχό πραγματισμό των αιτιάσεων, διακρίνεται μια καταπλήσσουσα μνησικακία, μια φιλέκδικη απονομή «καθαρής» δικαιοσύνης, πολύ παρόμοια άλλωστε με τη ρητορική του Β. Σόιμπλε. Ο Γερμανός υπουργός περιέγραψε την τιμωρία της Κύπρου ως επαναφορά του αμαρτήσαντος εντός των κανόνων και εξήγησε τα αντιγερμανικά αισθήματα ανά την Ευρώπη ως φθόνο για τον Γερμανό καλό μαθητή.

Ωστε, στη δημόσια σφαίρα, οι καταστροφές ανθρώπων, οικογενειών και λαών, αλλά και οι μείζονες γεωπολιτικές μεταβολές, οι ανακατατάξεις ισχύος, η συντριβή των αδυνάτων, συζητούνται πλέον με όρους αμαρτίας, τιμωρίας, φθόνου, εκδίκησης, μνησικακίας. Ας μείνουμε στη μνησικακία. Αναπόφευκτα, ο νους τρέχει στους στοχαστές της νεωτερικότητας, που είδαν τη μνησικακία να διαπερνά τη συλλογική ψυχή.

Ο Νίτσε την είδε ως δηλητήριο και φλόγα που κατατρώει τον αδύναμο άνθρωπο: «Η μνησικακία, γεννημένη από την αδυναμία, βλάπτει περισσότερο από τον καθένα τον ίδιο τον αδύναμο – σε άλλη περίπτωση, όπου μια πλούσια φύση αποτελεί προϋπόθεση, είναι ένα πλεονάζον συναίσθημα, η τιθάσευση του οποίου είναι σχεδόν η απόδειξη του πλούτου του».

Ο Μαξ Σέλερ αφιέρωσε μία περίφημη πραγματεία στον «Μνησίκακο άνθρωπο»· η μελέτη του έδωσε πλούσιους καρπούς και στην ελληνική σκέψη: θυμάμαι πρόχειρα τον Κωστή Παπαγιώργη, που τον μετέφρασε κιόλας· τον Βασίλη Καραποστόλη που περιέγραψε σε ανύποπτο χρόνο τον νεοελληνικό βίο με τον «χόλο» και τις «προστριβές»· και πιο πρόσφατα, τους Θ. Λίποβατς και Ν. Δεμερτζή που εφάρμοσαν όψεις της σελεριανής μνησικακίας κατά τη μελέτη του πολιτικού βίου.

Για να καταλάβουμε (ή, μάλλον, να αντέξουμε) την περιρρέουσα μνησικακία, ανατρέχουμε στον Σέλερ: «Η μνησίκακη κριτική δεν θέλει αυτό που διατείνεται ότι θέλει, αλλά χρησιμοποιεί το κακό ως βάση για να λοιδορεί». Ο Ελλαδίτης, ήδη κατεστραμμένος υλικά και ευρισκόμενος σε καθεστώς φόβου, στην καταστροφή του Κυπρίου βρίσκει μια ευκαιρία να λοιδορήσει, και διά της λοιδορίας να παροχετεύσει το δηλητήριο που έχει μέσα του· νομίζει ότι έτσι, με τη λοιδορία του άλλου, δικαιώνει τη δική του αρρώστια. Πολύ περισσότερο που ο άλλος είναι ο απορριφθείς αδελφός· το έδαφος της μνησικακίας είναι η αδελφοφαγία.

Η κυπριακή πτώχευση ήταν το ατύχημα που πυροδότησε όχι μόνο την εκδίπλωση της μνησικακίας, αλλά και δείχνει επιταχυμένη τη διαδικασία ενδόρρηξης των Ελλήνων. Βουλιάζουμε μες στον φόβο, στην ανημπόρια, στην κακία, στον χειρότερό μας εαυτό.

βλεμμα

Τέσσερα ερωτήματα για τη ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ !!!

Του Μάκη Κουζέλη
 

Πολλοί από μας ζήσαμε τη δικτατορία, γι’ αυτό είμαστε συχνά πιο επιφυλακτικοί απέναντι στην εύκολη επίκληση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης ως πλαισίου που περιγράφει τη σημερινή κατάσταση. Και είμαστε επιφυλακτικοί κυρίως απέναντι σε εκείνη την επίκλησή της που επενδύεται με θετικές προσδοκίες. Ίσως αυτός ο βιογραφικός προσδιορισμός μας καθιστά και πιο συγκρατημένους απέναντι στους εύκολους χαρακτηρισμούς των αυταρχικών όψεων του σημερινού καθεστώτος.

Λιγότεροι πια είναι αυτοί που ζήσανε σε…ναζιστικό καθεστώς, αλλά, παρά την απόσταση και την καλοστημένη απώθηση, οι παραστάσεις της πολιτικής και κοινωνικής ζωής όπως διαμορφώνεται μετά τη φασιστική ανατροπή της δημοκρατίας, είναι αρκετά ζωντανές για να επιβεβαιώνουν το άτοπο της ταύτισης της σημερινής κατάστασης με εκείνη – μέχρι στιγμής βέβαια, και αυτή η στιγμή εμφανώς έχει γυρίσματα.

Κανείς μας πάντως δεν έχει ούτε ίχνος παραστατικής επαφής με εκείνον τον πολιτισμικό ορίζοντα που προηγείται της αστικής δημοκρατίας. Ίσως να είναι αυτή η θεμελιώδης διαφορά, ανθρωπολογική περισσότερο από χρονική, που μας κάνει πιο ενδοτικούς απέναντι στην απαξίωση της δημοκρατίας ή τουλάχιστον στην ιδέα εγκατάλειψης της αξίας επίκλησής της, στην ιδέα αντικατάστασης της έννοιάς της με κάποια προσφορότερη ως εξεικόνιση ενός μέλλοντος κοινωνικής και προσωπικής χειραφέτησης.

***

Φαίνεται πως πράγματι η δημοκρατία, ως ο νεωτερικός τρόπος ύπαρξης του ανθρώπου, κι όχι μόνο του πολίτη, ως κατηγορία που αποδίδει τον τρόπο άρθρωσης της πολιτικής με την οικονομία και την ιδεολογία στον καπιταλιστικό κόσμο, έχει καταστεί καθολικό μέσο, αυτονόητο και πανταχού παρόν. Και στις κοινωνίες που το πολίτευμά τους πολύ απέχει από ό,τι αντιλαμβανόμαστε ως δημοκρατία, η πίεση για διασφάλιση δημοκρατικών ρυθμίσεων διαπερνά τόσο την πολιτική όσο και την οικονομική ζωή. Τις απαιτεί ο λαός αλλά και το κεφάλαιο. Όπως και με το ηλεκτρικό ρεύμα, ακόμα κι η απουσία της δημοκρατίας παραπέμπει σε αυτήν. Η κριτική της δημοκρατίας ασκείται στο όνομά της, με τη δημοκρατία ως έμβλημα. Κανείς δεν μπορεί να θέσει τον εαυτό του εκτός του πλαισίου που ορίζει, κανένας λόγος, καμιά πρακτική δεν μπορεί να θεμελιωθεί εκτός αυτού του πλαισίου. Το γλωσσικό μας παιχνίδι, ο τρόπος ζωής μας ορίζονται από τη δημοκρατία.

Ως αυτονόητα προϋποτιθέμενη καθολικότητα, η δημοκρατία υφίσταται την τριβή του δεδομένου. Η επίκλησή της, η χρήση της έννοιάς της ως χαρακτηρισμού, ως ιδιότητας, ως αρχής ή ως αξίας έχει προ πολλού αποβεί πληθωριστική. Η κριτική της οξύτητα, εκείνη που τη συνέδεε με την ιστορική στιγμή της επαναστατικής της επιβολής, έχει αμβλυνθεί. Δυνάμει περικλείει τα πάντα και δεν προσδιορίζει τίποτα. Η δημοκρατία κενό σημαίνον. Τι υπερασπιζόμαστε λοιπόν υπερασπιζόμενοι τη δημοκρατία; Θα προσπαθήσω να συνθέσω το σκελετό μιας απάντησης, απαντώντας σε τέσσερα ερωτήματα. Αρχίζω με το, παραδόξως, ευκολότερο.

Ποιες διαδικασίες οδήγησαν στην εξασθένιση της δημοκρατίας;

Ερώτημα πρώτο: Από πού προέρχεται η αποσταθεροποίηση του τρόπου κοινωνικής και πολιτικής ζωής που αποδίδεται υπό το έμβλημα του κράτους του δήμου;

Οι απαντήσεις που δόθηκαν τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια μοιάζουν πειστικές. Ειδικά από την προοπτική της Ελλάδας της κρίσης, η ουσιαστική αποδόμηση της δημοκρατίας εμφανίζεται σαφώς ως η αλήθεια του νεοφιλελευθερισμού. Το σύνολο των εξελίξεων που συνδέονται με την επικράτηση αυτού του λόγου, προϋποθέσεις άρθρωσής του αλλά και συνέπειές του, δυναμικές της καπιταλιστικής αναπαραγωγής αλλά και τάσεις της επιβεβλημένης συγκυρίας, τέμνονται στην ενίσχυση του κοινωνικού αυταρχισμού. Απαριθμώ άξονες, ευρύτατα σχολιασμένους και οικείους: η ριζικά ενισχυμένη οικονομική εξουσία και οι παρεμβάσεις της στην πέραν της σφαίρας της παραγωγής κοινωνική οργάνωση (ας το πούμε, χάριν συνεννόησης, «το σύνδρομο Ζίμενς»)· η πλήρης εμπορευματοποίηση των μέσων επικοινωνίας και της πολιτιστικής πρακτικής (ας το πούμε «Μέγκαρο»)· η συρρίκνωση και επιχειρηματική ή και διαφημιστική αναδιοργάνωση των διαδικασιών πολιτικής εκπροσώπησης (ας το πούμε, λόγω επικαιρότητας, «το ιταλικό κόλπο»)· η ιδεολογικά καθοριστική επικράτηση αυτού που ονομάστηκε «νεοφιλελεύθερη λογική» και επέβαλε ως πρωτεύουσα αρχή και υπερβατικό κριτήριο την τυφλή πορεία της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων (το σύνδρομο «η αγορά μίλησε»)· εκείνη η διεργασία που επιβλήθηκε ως «δημοκρατία της αγοράς» και υλοποιήθηκε σε μια πορεία σταθερής επέκτασης της εκτελεστικής και εν μέρει της δικαστικής εξουσίας εις βάρος της νομοθετικής (το σύνδρομο «υπουργική εγκύκλιος βάσει φήμης μελλοντικής απόφασης δικαστηρίου»)· η αποσταθεροποίηση της κρατικής κυριαρχίας τόσο στο εσωτερικό του κοινωνικού σχηματισμού όσο και στις διεθνείς εξαρτήσεις του (το τόσο καθημερινό πλέον σύνδρομο «η τρόικα απαιτεί»)· η δυναμική διάρρηξης όσων υπαγορεύει αλλά και υπόσχεται το κοινωνικό συμβόλαιο σχετικά με την εξασφάλιση της λαϊκής κυριαρχίας, και επομένως η σταδιακή απώλεια του σχήματος ύπαρξης της ίδιας της νεωτερικής πολιτικής, έτσι όπως αδρά καταγράφεται στη διαρκή ενίσχυση των μέτρων ασφάλειας, επιτήρησης και αυταρχικής καταστολής (ας το πούμε «η χρυσή ελας»)· και, βέβαια, η δημιουργία νησίδων απροσπέλαστων στον δημοκρατικό έλεγχο, απομακρυσμένων από τη δημοσιότητα και αόρατων για το ίδιο το κοινοβούλιο, όπως συμβαίνει με τομείς της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, αλλά και για μεγάλο μέρος όσων αποφασίζονται στις Βρυξέλλες (κι αυτό ας το πούμε, πράγματι, «το σύνδρομο της εξαίρεσης»).

Αν αυτές είναι οι κύριες διαστάσεις της επιβολής και επικράτησης του νεοφιλελεύθερου λόγου, ας θυμηθούμε δυο όρους του, εξαιρετικά κρίσιμους για το καθεστώς του δήμου και την αξίωσή του να «κρατεί». Ο πρώτος είναι η ιδιόλεκτος της ομιλούσας αγοράς, οι «κομμένες κεφαλές» της οποίας παραθέτουν στοιχεία, υπολογισμούς ή και δήθεν επιχειρήματα, παντελώς ακατανόητα στον δήμο και κυρίως αδιαφανή και ανεξέλεγκτα. Η ρηματική διάρθρωση του νεοφιλελεύθερου λόγου αποκλείει επομένως τον δήμο, αποκλείοντας τη δυνατότητά του να διαμορφώσει γνώμη και να κρίνει επί όσων (ρεαλιστικά, υπερβολικά ρεαλιστικά) εκτίθενται ως ορισμός της πραγματικότητας: επί των οικονομικών μεγεθών και των συσχετισμών τους.

Ο δεύτερος όρος, κρισιμότερος κι ακόμα πιο υποβαθμισμένος στη συζήτηση, είναι η αποδόμηση της δημόσιας σφαίρας. Η μονοδιάστατη και μονόδρομη ψευδοδημοσιότητα της κατευθυνόμενης ενημέρωσης ενισχύεται στην αποσαθρωτική της λειτουργία από την κενή επιχειρημάτων ρητορική των «δημοσίων προσώπων», την εν κρυπτώ λήψη των αποφάσεων, την αποφυγή του κοινοβουλευτικού ελέγχου, αλλά και την αδρανοποίηση της ίδιας της διαδικασίας διαβούλευσης που προβλέπει για τη νομοθετική λειτουργία το Σύνταγμα. Η συγκρότηση του δήμου είναι το επίδικο: η ίδια η ύπαρξη μιας κρίνουσας γνώμης, του υποκειμένου στο όνομα του οποίου ασκείται η εξουσία. Χωρίς τον φυσικό χώρο πραγμάτωσής του, χωρίς δημοσιότητα, ο δήμος συρρικνώνεται σε άθροισμα μονάδων, ψηφοφόρων εν προκειμένω.

Το «μίσος για τη δημοκρατία»

 Το δεύτερο ερώτημα, που μας επαναφέρει στις εισαγωγικές σκέψεις: Τι είναι αυτό που ονομάστηκε «μίσος για τη δημοκρατία» (Rancière), από πού εκπορεύεται και τι το θρέφει;

Ο οργανωμένος παλινορθωτικός λόγος, εκείνος που ρητά θέτει το σκάνδαλο του κράτους του δήμου, το σκάνδαλο της εναπόθεσης της εξουσίας στη μάζα, σπανίως εμφανίζεται ως τέτοιος – ίσως μόνο στις θεοκρατικές επιθέσεις κατά της έκφρασης της λαϊκής βούλησης. Δηλώνει βέβαια συχνότατα την παρουσία του σε σχήματα υπερβατικής θεμελίωσης αξιών, ενώ ταυτόχρονα θρέφει εκείνη την κριτική της δημοκρατίας που επιδιώκει διαρκώς εκτενέστερους συμβιβασμούς με αριστοκρατικά πρότυπα. Δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε γύρω μας: ασυγκράτητες ρητορείες περί αριστείας (η νέα παιδεία), ένα αξιοκρατικό ιδεώδες μεταφρασμένο σε ανεξέλεγκτη κυριαρχία των τεχνοκρατικά ειδικών (η νέα οικονομία), αναζήτηση χαρισματικών ηγετών, περιορισμός των δυνατοτήτων και ευθυνών της Βουλής, τάσεις βοναπαρτισμού της εκτελεστικής εξουσίας (η νέα πολιτική).

 Ας θυμηθούμε ότι τέκνο αυτών των συμβιβασμών, αυτής της εκ των έσω κένωσης του αρχικού επαναστατικού περιεχομένου της δημοκρατίας, χάριν της εξασφάλισης της αστικής της υπόστασης, ήταν και είναι η άλλη, η αντίπαλη κριτική: εκείνη που καταδεικνύει πως πίσω από την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και το αστικό κράτος δικαίου κρύβεται η απρόσκοπτη κυριαρχία της ιδιοκτησίας. Όσο πιο καθαρά εμφανίζεται στο προσκήνιο το κεφάλαιο ως η πρωτεύουσα και αδιαμφισβήτητη ρυθμιστική δύναμη της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, όπως εμφανώς συμβαίνει υπό τις παρούσες συνθήκες κρίσης, τόσο πιο έντονα μπορεί να διατυπωθεί η αμφισβήτηση της δημοκρατικής ουσίας της υπαρκτής δημοκρατίας ή και η αμφισβήτηση της αστικής δημοκρατίας ως επαρκούς κελύφους ισότητας και λαϊκής κυριαρχίας. Η αποσταθεροποίηση αστικοδημοκρατικών νόμων και θεσμών εντός της κρίσης ενισχύει όμως, όπως δυστυχώς γνωρίζουμε από την Ιστορία, και εκείνες τις δυνάμεις που αξιοποιούν την αμφισβήτηση της δημοκρατίας εξουδετερώνοντας το κριτικό της πρόταγμα, αποσιωπώντας δηλαδή το ζήτημα της ιδιοκτησίας.

Εκείνο βέβαια που τις τελευταίες δεκαετίες εμφανίζεται όλο και πυκνότερα και επιθετικά δεν είναι ούτε το παλινορθωτικό μίσος για τη δημοκρατία ούτε η αριστοκρατική κριτική ούτε και η σοσιαλιστική αμφισβήτηση. Είναι το μίσος της δημοκρατίας κατά των δημοκρατών, των μηχανισμών κατά των πολιτών, του κράτους κατά του δήμου, της πολιτικής κατά της κοινωνίας. Μίσος απροκάλυπτο όταν στρέφεται εναντίον άλλων κοινωνιών, μη δημοκρατικών κρατών και εντέλει μη δημοκρατικών, υποτίθεται, πολιτισμών. Μίσος ακόμα πιο έντονο όταν δεν μπορεί να εκστομιστεί νόμιμα και επενδύεται με προπέτασμα ψευδοορθολογικότητας: Μα μπορεί τώρα να αποφασίσουν για τόσο σύνθετα ζητήματα οι απαίδευτοι πολίτες; μπορεί να κρίνει ο λαός όταν δεν μπορεί να καταλάβει τι διακυβεύεται, αλλά ούτε επαρκώς να ενημερωθεί; μπορεί να οδηγεί τις εξελίξεις η μάζα που παρασύρεται από την κάθε ρητορική; μπορεί η ιδιότητα του πολίτη να αποδοθεί ουσιαστικά σε απλούς καταναλωτές, να αναχθεί σε μια προϋπόθεση απόλαυσης; να αφήσουμε τους Κύπριους να αποφασίσουν για το σχέδιο Ανάν, τους Γάλλους για το ευρωπαϊκό σύνταγμα και τους Έλληνες για το Μνημόνιο; η δημοκρατία δεν είναι άλλωστε υπεύθυνη για την κατάληψη της εξουσίας από τους ναζί; Βεβαίως, όλα αυτά έχουν μια γνωστή επωδό καταγγελίας: λαϊκισμός – η λαϊκή θέληση ως πηγή και προϊόν λαϊκισμού.

Αυτό το μίσος εκφράζεται σήμερα ανοιχτά. Ακόμα και η στοιχειώδης διαδικασία της πρόσκλησης στην κάλπη θεωρείται, εντός αυτού του λόγου, υπερβολή. Και έχει σημασία να θυμόμαστε ότι το σκάνδαλο που συνεχώς υποδαυλίζει αυτό το μίσος είναι το σκάνδαλο της ισότητας, ισότητα της ψήφου, ισότητα της γνώμης, ισότητα δικαιωμάτων, ισότητα ακόμα και στην κατανάλωση – το εγγεγραμμένο δηλαδή στη δημοκρατία σκάνδαλο της εν δυνάμει αμφισβήτησης της ιδιοκτησίας.

Αποσταθεροποίηση της δημοκρατίας στην κοινωνία της κρίσης

Ερώτημα τρίτο: Πώς συνδέεται η αποσταθεροποίηση της δημοκρατίας με τον ρόλο της στη σύγχρονη αστική κοινωνία ή και στην κοινωνία της κρίσης;

Η δημοκρατία είναι ο τρόπος πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης της αστικής κοινωνίας, το πολίτευμα που της αντιστοιχεί. Οι καπιταλιστικές σχέσεις προϋποθέτουν το είδος της ισότητας, ελευθερίας και δίκαιης ανταλλαγής που εγγυώνται οι δημοκρατικοί θεσμοί. Εναποθέτουν δε σε αυτούς τόσο τη νομιμοποίηση των σχέσεων εξουσίας και της διευρυνόμενης εκμετάλλευσης, όσο και τη διαχείριση αντιφάσεων και συγκρούσεων που προκύπτουν από τις άνισες και ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών τάξεων αλλά και μεταξύ των εκπροσωπήσεων διαφορετικών μορφών κεφαλαίου.

Και οι δυο πλευρές αυτού του ρόλου είναι καθοριστικές και μακροπρόθεσμα αναντικατάστατες, καθώς αποτελούν λειτουργικές προϋποθέσεις της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Αυτό δεν σημαίνει όμως πως η εγγενής αντίφαση μεταξύ τυπικής ισότητας και ουσιαστικής ιδιοκτησιακής ανισότητας δεν καθιστά την αστική δημοκρατία ασταθή. Η εκάστοτε φυσιογνωμία της διαμορφώνεται ως αποτέλεσμα του υφιστάμενου συσχετισμού κοινωνικών δυνάμεων, αλλά και των ευρύτερων κοινωνικών και πρωτίστως οικονομικών σχέσεων. Δεν υπάρχει κάποιο προδιαγεγραμμένο ελάχιστο δημοκρατίας, απαραίτητο για τη λειτουργικότητα των καπιταλιστικών διαδικασιών, ούτε κάποια σταθερή ουσία της δημοκρατίας, βάσει της οποίας να μετράται η πληρότητα της πραγματωμένης. Κι η σημερινή συρρικνωμένη, αποσταθεροποιημένη, υποσκαπτόμενη και αμφισβητούμενη δημοκρατία, δημοκρατία είναι.

Αλλά, πάλι, η εκάστοτε διαμόρφωση των λειτουργιών του πολιτεύματος έχει συνέπειες ως προς την εξασφάλιση των όρων αναπαραγωγής. Ούτε η νομιμοποίηση ούτε η διαχείριση των συγκρουόμενων συμφερόντων μπορούν να εξασφαλιστούν αποτελεσματικά όταν οι διαδικασίες, οι θεσμοί και ο μηχανισμός αντιπροσώπευσης που συγκροτούν το δημοκρατικό πολίτευμα λειτουργούν στο ελάχιστο, όπως σήμερα στην Ελλάδα. Υπ’ αυτή την έννοια, η δημοκρατία βρίσκεται σε κρίση. Και βρίσκεται σε κρίση τόσο από την άποψη της αποτελεσματικότητάς της ως του αστικού πολιτεύματος, όσο και από την άποψη της αποδοχής της. Αναποτελεσματικότητα και αμφισβήτηση τροφοδοτούν η μία την άλλη.

Η οικονομική κρίση, που επέβαλε ακραίους συσχετισμούς κοινωνικών δυνάμεων και συνοδεύει εξίσου οξείες σχέσεις μεταξύ μορφών κεφαλαίου, αφαιρεί από τις δημοκρατικές διαδικασίες και τους πολιτειακούς θεσμούς τη δυνατότητα ουσιαστικής εκπλήρωσης των λειτουργιών τους. Οι συγκρούσεις εντείνονται αλλά και εμφανίζονται ως τέτοιες στο πολιτικό και κοινωνικό προσκήνιο. Μορφές του κεφαλαίου που εντός της συγκυρίας τούς δίνεται η δυνατότητα ή/και σπασμωδικά προσπαθούν να διασωθούν ή να κυριαρχήσουν, επιτίθενται με την αγριότητα που βιώνουμε εναντίον θεσμών, σχέσεων και δικαιωμάτων. Η κατάλυση της δημοκρατίας είναι μέσο. Μέσο ισχύος, αλλά και εξουδετέρωσης των δυνάμεων της άλλης πλευράς, των δυνάμεων της εργασίας, για τις οποίες η δημοκρατία συμπίπτει με τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα. Η σπειροειδής κίνηση που βλέπουμε να διαγράφεται αδρά στην πολιτική και κοινωνική μας καθημερινότητα οδηγεί από την επίθεση κατά των δημοκρατικών θεσμών στην όξυνση της κρίσης νομιμότητας και των κοινωνικών συγκρούσεων, και από εκεί πάλι στην ενίσχυση των αντιδημοκρατικών ρυθμίσεων, ως απάντηση στην εντεινόμενη αμφισβήτηση.

Το πολιτικό εργαλείο άσκησης αυτής της στρατηγικής είναι η ίδια η αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Συρρικνωμένη μεν ως χώρος άσκησης δικαιωμάτων, αλλά πλήρως λειτουργική ως μηχανισμός διακυβέρνησης. Και η αυταρχική εκτελεστική εξουσία από τη Βουλή προήλθε. Όμως, αυτή η πλήρως εργαλειακή χρήση της δημοκρατίας υποσκάπτει εν τέλει την ίδια την υπόστασή της.

Με ορατή την αναποτελεσματικότητα του πολιτεύματος να συγκεράσει αντικρουόμενα συμφέροντα και να αποσπάσει στοιχειωδώς συναίνεση, τόσο οι αστικές όσο και οι δυνάμεις της εργασίας θέτουν ζήτημα δημοκρατίας. Οι πρώτες το κάνουν επιθετικά, αίροντάς την, οι δεύτερες επαναφέρουν, αναγνωρίζοντάς το πλέον ξανά ως άμεσο, το αίτημα άρσης της θεμελιώδους αντίφασης μεταξύ ουσιαστικής ισότητας και ιδιοκτησίας. Ότι η δημοκρατία εμφανίζεται ως γυμνό προκάλυμμα, ως απλό αλλά αποτελεσματικό εργαλείο εκμετάλλευσης, διαμορφώνει συνθήκες άκρως ανησυχητικές: το κόστος της κατάργησης της δημοκρατίας είναι άλλης κλίμακας.

Τι απαντάμε στην επίθεση κατά της δημοκρατίας;

Έρχομαι στο τέταρτο και τελευταίο μου ερώτημα: Τι απαντάμε στην επίθεση κατά της δημοκρατίας;

Κι απαντώ αμέσως: διεκδικούμε το πλήρες της περιεχόμενο και, για να χρησιμοποιήσω μια φιλοσοφικά φορτισμένη διατύπωση, «μετράμε» την εκεί έξω δημοκρατία με αυτό που η ίδια αξιώνει να σημαίνει. Υπερασπιζόμαστε τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, χωρίς εκπτώσεις και πέραν της κυρίαρχης ιδεολογίας περί ρεαλιστικών διεκδικήσεων. Υπερασπιζόμαστε κυρίως το Σύνταγμα και τις συνταγματικές επιταγές, γιατί ακριβώς παγιώνουν κανονιστικά έναν συσχετισμό δημοκρατίας (συσχετισμό δημοκρατικής κοινωνίας πρωτίστως και λιγότερο διακυβέρνησης), γιατί κατ’ ανάγκην, για να επιτρέπουν δηλαδή τη δυνητική νομιμοποίηση του πολιτεύματος, συνεχίζουν να διέπονται από τις βασικές αρχές της αστικής επανάστασης. Υπερασπιζόμαστε, επομένως, μια δημοκρατία ανοιχτή στη ριζική της διεύρυνση και την υπερασπιζόμαστε ενάντια στο αυταρχικό περιεχόμενο που της επιβάλλεται, ενάντια στον ναζισμό που την απειλεί, ενάντια στην ερωτοτροπία με την κατάσταση έκτακτης ανάγκης.

Την υπερασπιζόμαστε όμως και ως πρόπλασμα μιας άλλης δυνατής κοινωνίας, ως όρο διεύρυνσης και υπέρβασής της, όταν οι συνθήκες και ο συσχετισμός των δυνάμεων θα το επιτρέπουν. Υπερασπιζόμαστε λοιπόν κάθε χροιά της αστικής δημοκρατίας που μπορεί να ανασημασιοδοτηθεί υπέρ των δυνάμεων της εργασίας και των λαϊκών τάξεων, κάθε πτυχή της που μπορεί να χωρέσει και να εκπροσωπήσει αιτήματα ουσιαστικής ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης.

Αν πολιτικός είναι και ο αγώνας για την ιδιοποίηση λέξεων, κι αν η ουσία των πολιτικών εννοιών έγκειται ακριβώς στο αγωνιστικό τους καθεστώς, τότε η δημοκρατία είναι ο κατεξοχήν νεωτερικός εννοιολογικός όρος άσκησης πολιτικής και η έννοιά της μας ανήκει.

Ο Μάκης Κουζέλης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το κείμενο βασίζεται σε εισήγηση στο Κρίση-Μο Σεμινάριο της Πρωτοβουλίας για την υπεράσπιση της κοινωνίας και της δημοκρατίας (5.3.2013)

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

ΤΟ ΓΡΕΚΙ: Τσουκαχάρα, Φώτη μου, Τσουκαχάρα!

ΤΟ ΓΡΕΚΙ: Τσουκαχάρα, Φώτη μου, Τσουκαχάρα!: Η κατηγορηματική, απόλυτη, αταλάντευτη, ηχηρή, αβυσσαλέα θα μπορούσα να πω διαβεβαίωση του Βενιζέλου και του Κουβέλη ότι δεν θα ανεχθο...

Το θέατρο των ανδρεικέλων γύρω από τα χαράτσια…



Αυτή η κυβέρνηση της τριτοκομματικής συναίνεσης δεν έχει όρια και αναστολές. Η δωσίλογη αυθάδειά της, η πώρωση του «εκτελεστή δολοφόνου» και η ασύστολη, αλλά κυνική υποκρισία της, συνθέτουν μια πολιτική φρενοβλάβεια χωρίς ιστορικό προηγούμενο

Μας δολοφονούν εν ψυχρώ, εκτελώντας πειθήνια τα «συμβόλαια θανάτου» της τρόικας (τους εντολοδόχους του φασισμού του 4ου Ράιχ), και ταυτόχρονα μας εμπαίζουν στήνοντας κακόγουστες θεατρικές παραστάσεις περί «διαφωνιών» και «διαπραγμάτευσης» με την τρόικα.

Έχουν συμφωνήσει (προσυμφωνήσει) σε όλα και το παίζουν…«διαφωνούντες» και σκληροί «διαπραγματευτές»…

Αυτή η δισυπόστατη λειτουργία αποτελεί και το μακάβριο, ιστορικό στίγμα αυτής της κυβέρνησης: Να εκτελεί από τη μια την ελληνική κοινωνία και το λαό της με τη δωσίλογη κακοήθεια του πωρωμένου φονιά και από την άλλη να «παράγει» πλήθος ευρημάτων και ταχυδακτυλουργικών τεχνασμάτων ΕΜΠΑΙΓΜΟΥ του ελληνικού λαού, αβυσσαλέας προσβολής της νοημοσύνης του.

ΤΩΡΑ μετέτρεψε τα ΕΚΤΑΚΤΑ χαράτσια σε ΜΟΝΙΜΟ φόρο ακινήτων και κομπάζει θριαμβευτικά. Κομπάζει ότι πέτυχε «διαπραγματευτικό» άθλο: Τέτοια κακοήθεια δωσίλογης δολιότητας και τελετουργικής ΑΠΑΤΗΣ…

Κρατάνε σε μόνιμη και σταθερή βάση τα χαράτσια δίνοντάς τους άλλο όνομα!!!

Ακόμα και αν υπάρξει κάποια μείωση των κλοπιμαίων από τα χαράτσια, αυτή θα καλυφτεί στο πολλαπλάσιο με την ΕΠΕΚΤΑΣΗ και μονιμοποίηση των χαρατσιών στα εκτός σχεδίου ακίνητα, καθώς και από την αύξηση του ΦΑΠ το 2013.

Κλέβουν τη λαϊκή οικογένεια και από την άλλη τσέπη, και αυτό το λένε «προοδευτικό» μέτρο και «ελάφρυνση»: Τόσο, σατανικά «ευρηματικοί», είναι στη λεηλασία και την ωμή κλεψιά…

Για το θεαθήναι στήνουν και παραστάσεις «διαφωνιών» και «σκληρών διαπραγματευτών»!!!

Καλλιέργησαν κλίμα «διαφωνιών» για να επικαλύψουν τη διαιώνιση του μέτρου με άλλο όνομα, εμφανίζοντάς το μάλιστα και σαν «διαπραγματευτική» επιτυχία!!!

Αυτό το άθλιο θέατρο, βεβαίως, που παίχτηκε με τα χαράτσια, έχει και μια άλλη όψη: Την επικάλυψη των ΣΥΜΦΩΝΙΩΝ τους πάνω σε νέες σφαγές.

Ήδη έχουν συμφωνήσει σε νέα σφαγή των μισθών, με την κατάργηση των επιδομάτων, των κλαδικών Συμβάσεων, την κατάργηση της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης, με το μηχανισμό διαμόρφωσης από την κυβέρνηση του κατώτατου μισθού με βάση την ανταγωνιστικότητα, τις ιδιωτικοποιήσεις, τις απολύσεις στο Δημόσιο…

Οι «περιχαρείς» της δωσίλογης αχρειότητας (Βενιζέλος-Κουβέλης), φλυαρούσαν ακατάπαυστα προκειμένου να παραστήσουν τη μονιμότητα του χαρατσιού σαν «επιτυχία», αλλά δεν βγάλανε άχνα για τις άλλες «εκκρεμότητες», για τις νέες σφαγές…

Αυτά τα ανδρείκελα είναι τόσο εξαχρειωμένα και λιπαρά στο μυαλό και στην ψυχή που δεν αντιλαμβάνονται ότι ο ελληνικός λαός νιώθει απέραντη σιχασιά και οργή μόνο στο αντίκρισμά τους…

ΟΧΙ μόνο δεν μπορεί να ξεγελάσουν, πλέον κανέναν, αλλά με την παρουσία τους και μόνο στήνουν οι ίδιοι τις αυριανές κρεμάλες τους…

resalto

Ξανά κυκλοφορεί ο '' Μικρος Ηρως''


Ο διαδοχος του Γιωργου Θαλασση ειναι εδω.
Ετοιμος να εμπνευσει την νεα γενια,με τα απανωτα του χτυπηματα και τις κοκκινες γραμμες του στον στρατο κατοχης.
Μετα το νεο του αποφασιστικο χτυπημα στα σχεδια των κατακτητων ο Μικρος Ηρωας...ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ