Του Γιώργου Σωτηρόπουλου
«Η δικαιοσύνη υπόκειται σε διαφωνία· η ισχύς αναγνωρίζεται εύκολα και δεν εγείρει διαφωνίες. Άρα, δεν μπορούμε να δώσουμε ισχύ στην δικαιοσύνη, γιατί η ισχύς έχει αναιρέσει την δικαιοσύνη και διακήρυξε ότι είναι η ίδια δίκαιη. Και έτσι, όντας ανίκανοι να κάνουμε αυτό που είναι δίκαιο ισχυρό κάναμε αυτό που είναι ισχυρό δίκαιο». (Blaise Pascal, Σκέψεις)Το ότι η Ελληνική κοινωνία έχει περιέλθει σε ένα «καθεστώς έκτακτης ανάγκης» – το οποίο ενώ είναι μεν άτυπο την ίδια στιγμή προσδιορίζεται και ως «μόνιμο», δηλαδή όχι ως παροδική κατάσταση αλλά ως (μετάβαση σε) ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης – έχει γίνει σχεδόν κοινός τόπος του πολιτικού φάσματος που καλύπτει την Αριστερά και τον «χώρο» της Αναρχίας. Εντός αυτής της οπτικής, γεγονότα όπως η επίθεση σε καταλήψεις και πολιτικά στέκια, οι αλλεπάλληλες επιστρατεύσεις απεργών εργατών, τα βασανιστήρια σε πολιτικούς κρατούμενους και η χρήση της αστυνομίας ως στρατό κατοχής, κατανοούνται ενιαία ως επί μέρους στιγμές της επιχείρησης εμπέδωσης του κατασταλτικού δόγματος που άπτεται ενός τέτοιου καθεστώτος. Ενώ όμως μέσα από την έννοια της «έκτακτης ανάγκης» ως μορφή εξουσίας παράγεται η εικόνα μιας συνέχειας στη κυρίαρχη διαχείριση της κρίσης, είναι αδύνατο να διαφύγει της προσοχής ότι από τις εκλογές και μετά υπήρξε μια «δεξιά στροφή» στον τρόπο διακυβέρνησης, η οποία ανέλαβε και το έργο της απονομιμοποίησης και καταστολής κάθε αντίστασης.1 Φυσικά, «στροφή» δεν σημαίνει ασυνέχεια και ρήξη, υποδηλώνει πάντως μια τροποποίηση. Μέχρι πρότινος, η υλοποίηση του πανθομολογούμενου καθεστώτος έκτακτης ανάγκης συντελούταν κυρίως μέσω μιας αποπολιτικοποίησης της κυριαρχίας, η οποία αξίωνε ότι υπερέβαινε τις παραδοσιακές ιδεολογικές μορφές που προσλάμβανε ο πολιτικός ανταγωνισμός. Είτε υπό την μορφή ενός λόγου διαχείρισης της κρίσης με όρους τεχνοκρατικού μάνατζμεντ, είτε μέσω ενός λόγου που όριζε τις κυρίαρχες πολιτικές με όρους ενός μετριοπαθούς «κέντρου» κυκλωμένου από αριστερά και δεξιά «άκρα», η παραγόμενη κοινωνική αναδιάρθρωση και η πολιτική της επιτέλεση εμφανίζονταν ως διαδικασίες ουδέτερες, απεγκλωβισμένες ως τέτοιες από τους διαχωρισμούς ενός παρελθόντος αμετάκλητα παρωχημένου.
Θα ήταν ανακριβές να υποστηριχθεί ότι αυτές οι μορφές διαμεσολάβησης της κοινωνικής αναδιάρθρωσης εγκαταλείπονται. Παραμένουν ενεργές αλλά δια μέσω της ενσωμάτωσης τους σε μια πρόδηλα δεξιά μορφής διαχείριση, η οποία αφενός προτάσσει ένα (πασπαλισμένο με εθνικοφροσύνη) δόγμα «τάξης και ασφάλειας» που συμπυκνώνεται στην «αδιαπραγμάτευτη» προσταγή για «νομιμότητα παντού» και αφετέρου πολώνει τον πολιτικό ανταγωνισμό χαράζοντας τα όρια μεταξύ «φίλου» και «εχθρού» στην βάση αυτής της προσταγής. Συστηματοποιώντας τον λόγο που χρησιμοποιείται ενάντια στον ΣΥΡΙΖΑ ήδη από τον Δεκέμβρη του 08΄, η αριστερή πολιτική στο σύνολο της δεν αναπαρίσταται απλά σαν μια τυχοδιωκτική ή ανεδαφική εναλλακτική πρόταση διαχείρισης της κρίσης, αλλά συγχρόνως ως μια πολιτική που συνειδητά εκφράζει και συγκαλύπτει δυνάμεις ανομίας και αστάθειας που απειλούν να καταστρέψουν την δημοκρατική έννομη τάξη και την εθνική-κοινωνική συνοχή. Έτσι, η Αριστερά ταυτίζεται με εμπράγματες μορφές πολιτικής και κοινωνικής αντίστασης, οι οποίες επίσης, στον βαθμό που υπερβαίνουν τα όρια της νομιμότητας, παύουν να γίνονται ανεκτές ως ελεγχόμενες μορφές έξω-θεσμικής δραστηριότητας αλλά καταστέλλονται ως εστίες ανομίας που απειλούν το εθνικό σώμα. Πάνω σε αυτήν την μορφοποίηση της νεοφιλελεύθερης βιοπολιτικής με όρους παραδοσιακής (άκρο)δεξιάς επιχειρείται να οργανωθεί εκ νέου η δοκιμαζόμενη τα τελευταία χρόνια κοινωνική συναίνεση. Ο «μικρομεσαίος» – και ειδικά αυτός που βγήκε στον δρόμο και αντιστάθηκε – καλείται να δεχτεί την υποτίμηση του βίου του με αντάλλαγμα μια ασφάλεια που θα του εξασφαλίζει, αν όχι το όνειρο μιας άμεσης ευμάρειας, τουλάχιστον την οικειότητα μιας μίζερης ζωής.2
Υπό το πρίσμα της έννοιας της «εξαίρεσης» ή «έκτακτης ανάγκης» υπάρχει χωρίς αμφιβολία μια παραδοξότητα στη τρέχουσα διαχείριση της κρίσης: η καταστρατήγηση της συνταγματικής τάξης, την οποία ένα καθεστώς εξαίρεσης ή έκτακτης ανάγκης υποδηλώνει, συντελείται με όρους μια στρατευμένης νομιμοφροσύνης. Πάνω σε αυτό το γεγονός στηρίζονται οι δυο βασικοί τύποι κριτικής της κυβερνητικής πολιτικής: η πρώτη, που την αντιπροσωπεύει κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ (αλλά και άλλα κόμματα της Αριστεράς) καταγγέλλει την ρητορική περί τάξης και ασφάλειας ως υποκριτική επειδή επικαλείται μια νομιμότητα την οποία η ίδια κουρελιάζει· η δεύτερη, που πηγάζει ως επί το πλείστον από την Αναρχία και κομμάτια της κομμουνιστικής Αριστεράς, απορρίπτει εν γένει την έννοια της νομιμότητας ως συγκάλυψη της βίας της (καπιταλιστικής) εξουσίας, αναπαριστώντας έτσι την δεξιά ρητορική ως μια από τις ψευδεπίγραφες φωνές της Κυριαρχίας. Παρόλες όμως τις διαφορετικές προοπτικές που κινούνται, υπάρχει ένας κοινός τόπος σε αυτές τις αναλύσεις: στον βαθμό που επιχειρείται να εννοιολογηθεί ενιαία, η σχέση μεταξύ της ρητορικής περί νομιμότητας και της παραγωγής ενός αυταρχικού καθεστώτος έκτακτης ανάγκης τίθεται με όρους παραμόρφωσης, δηλαδή με όρους ιδεολογίας υπό την κλασική έννοια της «ψευδούς συνείδησης». Ως θεωρητικό σχήμα αυτή η οπτική μου φαίνεται ανεπαρκής. Όχι γιατί στερείται εμπειρικής βάσης· η ένσταση που διατυπώνεται αφορά στο κατά πόσο αυτή η ρητορική της νομιμότητας αποτελεί απλά και μόνο ιδεολογικό προπέτασμα μιας πραγματικής διαδικασίας. Σε αντίθεση με αυτό το ερμηνευτικό σχήμα προτείνεται ότι η σχέση νομιμότητας/έκτακτης ανάγκης απαιτεί μια εννοιολόγηση που συλλαμβάνει τον συνεπή χαρακτήρα των κυρίαρχων πολιτικών ή με άλλα λόγια την τρέχουσα δεξιά διακυβέρνηση ως ειδική μορφή του καθεστώτος εξαίρεσης, νοούμενο ως γενική μορφή των πολιτικών των τελευταίων χρόνων. Συνεπικουρώντας τις αναλύσεις που οδηγούνται από αυτήν την οπτική, αυτό θα επιχειρηθεί να καταδειχθεί μέσω μιας θεωρητικής ανάλυσης των υπό συσχέτιση όρων, δηλαδή της «εξαίρεσης» ως μορφή πολιτικής ορθολογικότητας και του νόμου ως μορφή διαμεσολάβησης της κοινωνικής αναπαραγωγής.
Νόμος και Εξαίρεση
Όπως σημειώθηκε, ένα «καθεστώς έκτακτης ανάγκης» στοιχειοθετείται defacto στην βάση μιας αντιδιαστολής με μια «έννομη-συνταγματική» τάξη την οποία και άρει· η εξαίρεση είναι πάντα εξαίρεση από ένα κανόνα. Για ένα αστικό κράτος συγκεκριμένα μια «κατάσταση εξαίρεσης» υποδηλώνει την αναίρεση δικαιωμάτων που θεωρούνται «θεμελιώδη» όπως και των σχετιζόμενων μορφών διαμεσολάβησης που ρύθμιζαν την κοινωνική αναπαραγωγή με όρους συναίνεσης. Στον βαθμό που η εξαίρεση θεωρείται ότι αποκτά έναν μόνιμο χαρακτήρα σημαίνει λοιπόν ότι το αστικό κράτος περνάει σε ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης, παρόλο που αυτό πραγματώνεται ακόμα μέσα στα πλαίσια ενός τυπικά δημοκρατικού κράτους δικαίου. Ενώ όμως όλα αυτά είναι λίγο πολύ πρόδηλα, η σχέση εξαίρεσης και κανόνα δεν είναι τόσο αυτονόητη. Αντιθέτως, τόσο ο Carl Schmitt, στον οποίο οφείλουμε την θεωρητική εισαγωγή του όρου, όσο και ο Giorgio Agamben που επανεισήγαγε τον όρο στο θεωρητικό λεξιλόγιο, περιστρέφουν την ανάλυση τους γύρω από το (φαινομενικά) παράδοξο γεγονός ότι, ως κυρίαρχη απόφαση, η αναίρεση της συνταγματικής (έννομης) τάξης επιτελείται στο όνομα του Νόμου.3 Τουτέστιν, το καθεστώς εξαίρεσης αναιρεί την ομαλότητα που είχε προσλάβει την μορφή ενός κανόνα, όχι όμως για να χειραφετηθεί από αυτήν αλλά για να την διατηρήσει, υπό τον μόνο τρόπο που αυτό όμως (δηλώνεται ότι) μπορεί να γίνει, δηλαδή με το να αναιρεθεί. Είναι αυτή η παράδοξη δομή που επιτρέπει τους ίδιους που κουρελιάζουν την νομιμότητα να την επικαλούνται. Δεν έχουμε λοιπόν να κάνουμε εδώ με υποκρισία, ή για να είμαστε πιο ακριβείς, η σαφέστατη αντίφαση που υπάρχει δεν παράγεται απλά από υποκειμενικό δόλο (ο οποίος μπορεί να υπάρχει, όπως μπορεί και όχι) αλλά από την ίδια την ουσία μιας έννομης τάξης, μια «ουσία» που δεν σηματοδοτεί ένα στατικό σύνολο ιδιοτήτων όσο τον ενεργό τρόπο που ένα συγκεκριμένο φαινόμενο, εν προκειμένου «ο νόμος», διατηρείται ως τέτοιο – ως «θετικότητα».«Επειδή η κατάσταση εξαίρεσης είναι πάντα κάτι διαφορετικό από την αναρχία και το χάος, υπό μια δικαιική έννοια, κάποια τάξη υπάρχει ακόμα εντός της, ακόμα και αν δεν είναι μια τάξη δικαίου» (Carl Schmitt, Πολιτική Θεολογία)
Ο νόμος αποτελεί μια μορφή διαμεσολάβησης των κοινωνικών σχέσεων που αναλαμβάνει να αποδώσει ρόλους, δικαιώματα, προνόμια και υποχρεώσεις, δηλαδή να παραγάγει έναν καταμερισμό και κάποια όρια, συμπεριλαμβανομένου τα όρια του επιτρεπτού. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια τάξη απόδοσης η οποία ορίζεται ως «έννομη». Ως τέτοια – ως έννομη τάξη- αντιπαραβάλλεται σε μια κατάσταση ανομίας, η οποία εμφανίζεται δια μέσω της αντιπαράθεσης της με τον νόμο ως «αυθαίρετη». Η έννοια της έννομης τάξης επομένως δομείται στην βάση μιας αντίθεσης δυο μορφών κοινωνικών σχέσεων των οποίων διαζευχτικό κριτήριο αποτελεί η «αυθαιρεσία». Ενώ όμως ο θεωρητικός ορισμός είναι σχετικά εύκολος, το πρόβλημα που αναγκαστικά τίθεται αφορά τα κριτήρια που θεμελιώνουν αυτήν την αντίθεση ως εύλογη. Γιατί μια κοινωνική σχέση θεωρείται «πρέπουσα», ενδύεται δηλαδή με την μορφή του κανόνα, ενώ μια άλλη «αυθαίρετη», ειδικά εφόσον φαινομενικά έχουν την ίδια δομή, πχ. μια σχέση διαταγής-υποταγής ή οικειοποίησης-παραγωγής;
Στην φιλελεύθερη σκέψη, δηλαδή στην κυρίαρχη ιδεολογία των σύγχρονων αστικών κοινωνιών, ο νόμος επιχειρείται επί της ουσίας να θεμελιωθεί στον ίδιο του τον εαυτό: το νόμιμο είναι «ορθό» στο βαθμό που είναι νόμιμο. Αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείεται η πιθανότητα «άδικων» νόμων. Το ζήτημα δεν αφορά τον τάδε ή τον δείνα νόμο αλλά τον Νόμο στην γενικότητα του, δηλαδή, την αξίωση ότι η μορφή-νόμος μπορεί να θεσπίζει ένα κανονιστικό πλαίσιο διεξαγωγής του κοινωνικού βίου ακριβώς λόγω του γεγονότος ότι είναι νόμος. Αυτή η ταυτολογία βρίσκει την συνθήκη δυνατότητας της στην αναπαράσταση του νόμου ως πραγμάτωση ενός «ορθού Λόγου» ο οποίος είναι «αμερόληπτος» και «ουδέτερος», άρα «καθολικός», άρα και ικανός να παράγει ιδεατά σχήματα νομής του υπαρκτού. Ως ενσάρκωση ενός Λόγου που δεν υπόκειται στην ανθρώπινη αυθαιρεσία ο νόμος είναι η «γραμματική του ορθού», συνεπώς οτιδήποτε είναι «σύννομο είναι και δίκαιο».4 Για αυτό, και η απόφανση περί του δίκαιου ή άδικου χαρακτήρα ενός νομοθετήματος έγκειται στον ίδιο τον Νόμο, κάτι που δεν αλλάζει από την ύπαρξη ανεξάρτητων κριτηρίων για τον προσδιορισμό του δίκαιου ή άδικου χαρακτήρα ενός νόμου, πχ. η προάσπιση ή η καταπάτηση της ατομικής ελευθερίας και η αρχή της αναλογικότητας, καθόσον και πάλι έγκειται στον Νόμο να αποφανθεί για τα όρια, συνεπώς και για το περιεχόμενο, αξιών όπως η ελευθερία και η αναλογικότητα. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, επίσης, οποιαδήποτε συλλογική ή ατομική δραστηριότητα διαρρηγνύει τον κυρίαρχο μερισμό του υπαρκτού όπως ορίζεται από τον Νόμο είναι επί της αρχής παράνομη. Μπορεί για διάφορους λόγους τέτοιες δραστηριότητες να γίνονταν ανεκτές όπως συνέβαινε για πολλά χρόνια με τις καταλήψεις. Αλλά στον βαθμό που οι κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις αναπαρίστανται και επικυρώνονται ως «έννομη τάξη», ο άνομος χαρακτήρας των εν λόγω πρακτικών, άρα και η σύννομη δυνατότητα καταστολής τους, είναι δεδομένοι. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι όσες «υπερασπίσεις» των καταλήψεων δεν αμφισβήτησαν την υπάρχουσα έννομη τάξη είχαν απολογητικό χαρακτήρα, κάτι που ισχύει και για ανάλογες απόπειρες υπεράσπισης άλλων παράνομων πρακτικών, όπως το σαμποτάζ στις Σκουριές.
Εφόσον κάθε θεωρία αποτελεί έναν λόγο που συγκροτεί ένα αντικείμενο γνώσης αξιώνοντας ότι κάνει θεατές τις ουσιώδεις πτυχές του, μια κριτική οφείλει (και) να υποδείξει πιθανές πτυχές όπου ένας θεωρητικός λόγος καθιστά αθέατες. Το πρόβλημα λοιπόν συγκεκριμένα με τον κυρίαρχο δικαιικό λόγο (πέρα από τις όποιες προθέσεις, οι οποίες πάντως δεν θεωρώ ότι μπορεί να υποβιβαστούν σε μια δόλια απολογητική εξουσιαστικών δομών) έγκειται στην συσκότιση της καταγωγής του νόμου όπως αυτή εμφανίζεται ήδη στις διάφορες μυθολογίες, δηλαδή την ισχύ, δηλαδή το φαινόμενο της εξουσίας. Διότι ο νόμος, η ύπαρξη του νόμου, πριν από το να είναι καλός ή κακός, λογικός ή παράλογος, δίκαιος ή άδικος στοιχειοθετεί την πραγματικότητα άρα και τη δυνατότητα μιας επιβολής. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, η σχέση εξουσίας-νόμου που σκιαγραφείται δεν αφορά μια αιτιολογική σχέση «βάσης-εποικοδομήματος», που συλλαμβάνει τον νόμο ως δευτερεύουσα έκφραση μια ήδη δομημένης μορφής. Η θέσπιση μιας τάξης δικαίου οφείλει να νοηθεί ως μια παραγωγική διαδικασία, και όχι απλά ρυθμιστική των κοινωνικών σχέσεων. Αλλά αυτή ακριβώς η παραγωγικότητα έχει ως οντολογική της συνθήκη μια (συλλογική) ικανότητα, δηλαδή την ύπαρξη της εξουσίας ως φαινόμενου που ενυπάρχει και συγκροτεί κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις. Παραδείγματος χάρη, η αστική τάξη (όπως και κάθε άλλη κυρίαρχη τάξη) δεν είναι κυρίαρχη επειδή το ορίζει ο νόμος αλλά ο νόμος μπορεί να θεμελιώσει αυτή την κυριαρχία ως θετικότητα στην βάση μιας δυνατότητας επιβολής, μια δυνατότητα, δηλαδή μια εξουσία, που αναδύεται ως ιστορική συγκρότηση δεδομένων κοινωνικών σχέσεων, εν προκειμένω του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτή είναι εν τέλει η δομική συνθήκη που κάνει τον νόμο και ένα όργανο των κυρίαρχων, καθώς ο νόμος προτού γίνει όργανο μιας κοινωνικής τάξης ή πολιτικής ελίτ αποτελεί γεγονός της εξουσίας της.
Φυσικά, οντολογικά μιλώντας, υπάρχει μια διαφορά, μια μη ταύτιση, μεταξύ μιας κοινωνικής ή πολιτικής σχέσης, νοούμενης ως δυναμική αλληλεπίδραση δρώντων υποκειμένων, και της νομικής έκθεσης της, μια διαφορά που πραγματώνεται και στο γεγονός ότι ο νόμος μπορεί να μην ανταποκρίνεται στα πραγματικά δεδομένα μιας σχέσης αλλά να τα συγκαλύπτει. Σίγουρα δεν χρειάζεται να είναι κάποιος μαρξιστής για να δει ότι πίσω από την μορφή της «ελεύθερης σύμβασης» στην σχέση ενός εργάτη στην Κίνα και της πολυεθνικής που εργάζεται ή, για να μην το πάμε τόσο μακριά, μεταξύ ενός τηλεφωνητή στην Ελλάδα και της εταιρίας που τον «υπενοικιάζει» ελλοχεύει η πραγματικότητα ενός πολύμορφου καταναγκασμού. Αυτή όμως η συγκάλυψη βρίσκει την συνθήκη δυνατότητας της στη πρωτογενή λειτουργία του νόμου να συγκροτεί μια τάξη απόδοσης ονομάζοντας το πρέπον· η νομική έκθεση κοινωνικών και/ή πολιτικών σχέσεων (πχ. ταξικών σχέσεων) για να συγκαλύψει την πραγματικότητα τους (πχ. ότι μια ταξική σχέση αποτελεί ένα γεγονός εκμετάλλευσης) πρέπει συγχρόνως να τις κανονικοποιεί, δηλαδή να αποτελεί θετικό ορισμό τους (πχ. ελεύθερη σύμβαση). Και αυτός ο ορισμός είναι στον πυρήνα του αποτύπωση μιας δυνατότητας θέσπισης και επιβολής, δηλαδή μιας εξουσίας.
Για να μην θεωρηθεί ότι παρουσιάζεται μια μονολιθική ανάλυση της μορφής-νόμος, πρέπει να αναγνωριστεί ότι ο νόμος μπορεί να επιφέρει και έναν περιορισμό της εκμετάλλευσης ή της κυριαρχίας. Αυτό όμως όχι μόνο προϋποθέτει αγώνες και μια ικανότητα επιβολής από την μεριά των υποτελών εκμεταλλευόμενων τάξεων, αλλά στον βαθμό που η κοινωνική σχέση καθαυτή δεν αμφισβητείται η όποια βελτίωση δεν μπορεί παρά να είναι μερική, δηλαδή να αποτελεί ρύθμιση και όχι ξεπέρασμα. Διότι μια έννομη τάξη είναι πάντα η επικύρωση συγκεκριμένων κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων ως τάξης δικαίου, ως μορφής συνύπαρξης όπου ο καθένας λαμβάνει αυτό και βρίσκεται εκεί που του αξίζει. Έπεται ότι «η νομιμότητα» δεν αποτελεί ένα αυτοτελές πρόβλημα αλλά παραπέμπει στις κοινωνικοπολιτικές σχέσεις και δομές (άρα και στις σχέσεις και δομές εξουσίας) που ο νόμος επικυρώνει. Τουτέστιν, τα όρια του νόμου είναι τα όρια του κόσμου του.5 Σε αυτό το σημείο, η ιδέα ότι η «ανομία βοηθάει τους ισχυρούς» δείχνει τον έωλο χαρακτήρα της. Όχι διότι είναι λάθος από εμπειρική σκοπιά υπό μια απόλυτη έννοια· η κατάλυση μιας έννομης τάξης μπορεί όντως να σημάνει την επικράτηση της ισχύς ως αδιαμεσολάβητης βούλησης. Είναι έωλη διότι αποσπώντας την «έννομη τάξη», μέσω μιας αφηρημένης και ιδεαλιστικής εννοιολόγησης του Νόμου, από τις ειδικές σχέσεις εξουσίας όπου κάθε έννομη τάξη επικυρώνει αδυνατεί να συλλάβει ότι η κυριαρχία θεμελιώνεται πραγματικά μόνο στον βαθμό που είναι νόμιμη, δηλαδή στον βαθμό που μπορεί να αναπαραχθεί υπό όρους μη-αυθαιρεσίας. Προς επίρρωση αυτής της θέσης αρκεί μια ματιά στα νομοθετήματα που πέρασαν τα φασιστικά καθεστώτα στην Ιταλία και την Γερμανία την περίοδο του μεσοπολέμου για να θεμελιώσουν την κυριαρχία τους ως «έννομη τάξη». Και εδώ φτάνουμε στην ουσία της συζήτησης περί ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης και της σχέσης του με τον νόμο, όπως αυτή υπαινίχθηκε νωρίτερα.
Όπως είπαμε, ο νόμος ως θετικότητα (και ακόμα και ένας κατασταλτικός νόμος είναι στην ουσία του θετικός) προϋποθέτει την δυνατότητα επιβολής· νομιμότητα υπάρχει μόνο εκεί που υπάρχει ισχύ του νόμου. Στην αντίθετη περίπτωση, ο νόμος υφίσταται μόνο ως αίτημα προς επικύρωση. Στις φιλελεύθερες δικαιικές θεωρίες αυτή η ισχύς-του-νόμου ως προαπαιτούμενο μιας έννομης τάξης εντάσσεται στον κανονιστικό διαχωρισμό «νόμιμης/μη-νόμιμης εξουσίας», στην βάση του οποίου οι φιλελεύθερες θεωρίες λειτουργούν. Σε αυτό το πλαίσιο, η «συντεταγμένη βία» μέσω της οποίας ο νόμος επιβάλλεται παραπέμπεται χωρίς αντίφαση στον ισχύον κανόνα του οποίου η παραβίαση παράγει αυτοδικαίως την ανάγκη επικύρωσης του. Η εξουσία υπάγεται στον νόμο άρα είναι «δίκαιη», όπως και η ταυτοποίηση του κράτους ως μια «έννομη τάξη» επιτρέπει τον προσδιορισμό της κρατικής βίας ως «νόμιμης». Από την άλλη, κάθε εξουσία και βία πέραν του νόμου είναι αυθαίρετη και για αυτό οι φιλελεύθεροι αναγκαστικά κατανοούν ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης ως εκτροπή, ακόμα και αν θεωρούν ότι δεδομένες ιστορικές συνθήκες καθιστούν ένα τέτοιο έκτακτο καθεστώς απαραίτητο ή αναπόφευκτο. Αυτό που δεν προσλαμβάνεται στη πλήρη του διάσταση είναι ο τρόπος που το ίδιο το αίτημα για νομιμότητα παράγει καταστάσεις έκτακτης ανάγκης και έτσι το ότι η αναπαραγωγή της έννομης τάξης δεν είναι ένα επίδικο νομιμότητας όσο πρωτίστως ένα διακύβευμα εξουσίας.
Στον βαθμό που η ύπαρξη «έννομης τάξης» υποδηλώνει ένα σύνολο κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων που έχουν ισχύ κανόνα, όταν μια δεδομένη έννομη τάξη αδυνατεί να αναπαραχθεί ως κανονικός, δηλαδή κανονικοποιημένος, μερισμός του υπαρκτού, μπαίνει σε μια τροχιά αυτοαναίρεσης ώστε να μπορέσει να επιτευχθεί ο πρωταρχικός της σκοπός: η παραγωγή-επικύρωση κοινωνικών σχέσεων ως τάξης δικαίου. Με άλλα λόγια, η κρίση αναπαραγωγής μιας έννομης τάξης, διανοίγοντας το φάσμα μιας κατάστασης «χάους» – της αταξίας – διανοίγει και την πραγματικότητα της εξαίρεσης ως κυριαρχικής επιβεβαίωσης του κανόνα. Η έκτακτη ανάγκη επομένως, ως μορφή διακυβέρνησης, μακριά από το είναι απλά μια ανωμαλία προς την έννομη τάξη εντός της οποίας εμφανίζεται, στοιχειοθετεί προσπάθεια αποκατάστασης μιας ομαλότητας που έχει απολέσει την ισχύ της. Το οποίο σημαίνει ότι το εν λόγω καθεστώς αποτελεί – και επιτελεί την – υλοποίηση του αιτήματος για νομιμότητα, δηλ. για μια εύρυθμη αναπαραγωγή του υπαρκτού, υπό συνθήκες που αυτή η ευρυθμία έχει τεθεί σε κρίση. Αυτό δεν διαφαίνεται μόνο στη προφανή περίπτωση του στρατιωτικού νόμου ως εξαίρεση από την κανονικότητα του αστικού δικαίου που κάθε κυβέρνηση μπορεί να κηρύξει εφόσον έχει διασαλευθεί η έννομη τάξη. Μια οικονομική κρίση παράγει την ίδια δυναμική αυτοαναίρεσης της υπάρχουσας έννομης τάξης στο βαθμό που το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων που νοηματοδοτούνται μέσω της έννοιας της «οικονομίας» δηλώνεται ότι μπορούν να αναπαραχθούν μόνο μέσω έκτακτων μέτρων. Η δήλωση του Πάγκαλου ότι αν δεν ψηφιζόταν το Μνημόνιο οι τράπεζες θα φυλασσόντουσαν από τανκς στηλιτεύθηκε ως στυγνός εκβιασμός. Ενώ όμως σαφώς υπήρχε και αυτή η διάσταση, ο εν λόγω πολιτικός δεν έλεγε επί της ουσίας κάτι διαφορετικό από το πρώτο άρθρο του «Emergency Powers Act» που ψηφίστηκε στην Αγγλία («λίκνο» δημοκρατίας και κοινοβουλευτισμού) το 1920 και το οποίο έδινε την δυνατότητα στην «Αυτού Μεγαλειότητα» μπροστά στο φάσμα δράσεων που απειλούν την κοινότητα από τα «ουσιώδη της ζωής» να κηρύξει μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Και στις δυο περιπτώσεις η κρίση αναπαραγωγής της οικονομίας παράγει την (έκτακτη) ανάγκη άρσης της έννομης τάξης, όχι όμως απλά ως εκτροπή από αυτήν αλλά ως επιβεβαίωση της, δηλαδή επιβεβαίωση των κοινωνικών σχέσεων όπου η έννομη τάξη αναπαριστά υπό την μορφή του κανόνα.
Δύναται να αντιπαρατεθεί ότι μια κρίση μπορεί να ξεπεραστεί χωρίς προσφυγή σε ένα αυταρχικό καθεστώς εξαίρεσης αλλά μέσω ενίσχυσης της δημοκρατίας. Για να το θέσουμε παραδειγματικά δεν υπάρχει μόνο το «Τρίτο Ράιχ» αλλά και το «New Deal». Τόσο επί της αρχής όσο και επί του πρακτέου είναι σωστό ότι μια κρίση δεν παράγει αυτομάτως ένα μόνο πολιτικό αποτέλεσμα. Ένα καθεστώς όμως έκτακτης ανάγκης αποτελεί, από την σκοπιά των υφιστάμενων εξουσιών, ενδεχόμενο που προσλαμβάνει την αντικειμενικότητα του από το βάθος της κρίσης αναπαραγωγής των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων. Επειδή η τρέχουσα κρίση ήδη από το ξέσπασμα της το 2008 δεν αποτέλεσε τυπική δυσλειτουργία αλλά δομική απειλή για την ομαλότητα της καθεστηκυίας τάξης, η αντιμετώπιση της προσέλαβε εξ’ αρχής τον χαρακτήρα μιας έκτακτης ανάγκης· υπό κανονικές συνθήκες δεν θα δινόντουσαν πακτωλοί χρημάτων στις τράπεζες, αλλά αυτό το μέτρο – και η κυριαρχική ψήφιση του – ήρθε κατ’ εξαίρεση για να σώσει την δυνατότητα ύπαρξης «κανονικότητας». Αυτή η διαδικασία αναπαραγωγής του υπαρκτού με όρους εξαίρεσης έγινε ακόμα πιο επιτακτική στον βαθμό που το ξεπέρασμα της κρίσης από την σκοπιά του Κεφαλαίου, δηλαδή της κυρίαρχης δύναμης, υποδηλώνει μια ριζική αναδιάρθρωση (και ακόμα και μια βίαιη αναδιάρθρωση αποτελεί εν τέλει αναπαραγωγή) των κοινωνικών σχέσεων και δομών ως απαραίτητη συνθήκη για την αποκατάσταση της εύρυθμης «ανάπτυξης», η οποία και αποτελεί την «ομαλότητα» για μια καπιταλιστική κοινωνία. Διότι αυτή η βίαιη αναδιάρθρωση στο κοινωνικό επίπεδο διαμεσολαβείται αναγκαστικά από μια αναδιάρθρωση στο πολιτικό επίπεδο, τουτέστιν από μια αυταρχικοποίηση των δομών πολιτικής εξουσίας, η οποία εκ των πραγμάτων αποκτά την νομιμοποίηση της στην βάση της (έκτακτης) ανάγκης που την εγκαλεί. Το ότι ο βαθμός και/ή η μορφή του αυταρχισμού που παράγεται δεν είναι δεδομένοι ή το ότι δεν υπάρχει μια κατάσταση που να παράγει αυτόματα ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης ως μέσο αποκατάστασης της έννομης τάξης δεν μας λέει κάτι παραπάνω από το γεγονός που επιχειρείται να αναλυθεί εδώ: η νομιμότητα και η αναπαραγωγή (άρα και η μορφή αναπαραγωγής) μιας έννομης τάξης αποτελούν ένα επίδικο εξουσίας πέραν του νόμου. Άρα δεν αναιρείται και η δομική συνάφεια μεταξύ του αιτήματος για νομιμότητα και της παραγωγής ενός καθεστώτος εξαίρεσης ως modus operandi της εξουσίας.
Μια άλλη πιθανή ένσταση είναι ότι η έννοια της νομιμότητας υποδηλώνει και μια «ακριβοδικία» την οποία το καθεστώς έκτακτης ανάγκης καταπατά. Κατά αυτόν τον τρόπο, αντιβαίνοντας τις επιταγές μιας έννομης τάξης, η εξουσία στερείται τον μη-αυθαίρετο χαρακτήρα της. Συνεπώς, η επίκληση στη νομιμότητα διατηρεί τόσο την κανονιστική όσο και την πολιτική της αξία. Όντως, ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης αξιώνει για τον εαυτό του την δυνατότητα να μην είναι «ακριβοδίκαιο» αλλά να ζητά θυσίες που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα ζητούνταν. Η έκτακτη ανάγκη επιτρέπει να ψηφίζονται μέτρα με δάκρυα στα μάτια. Αλλά αυτό ελάχιστα αλλάζει τη δομή της σχέσης κανόνα/εξαίρεσης. Και αυτό όχι μόνο γιατί το καθεστώς έκτακτης ανάγκης ορίζεται ακριβώς από την κήρυξη της μη δυνατότητας ύπαρξης ακριβοδικίας μέσω των κανονικών λειτουργιών μιας τάξης δικαίου, αλλά γιατί συγχρόνως η ακριβοδικία, όταν τίθεται ως αίτημα για νομιμότητα, είναι πάντα η ακριβοδικία αυτού που υπάρχει, ένα αίτημα συντήρησης του υπάρχοντος. Εφόσον το υπάρχον, άρα και η «νομιμότητα» ως κανονικοποιημένη μορφή του, βρίσκεται σε κατάσταση κρίσης, αυτό το αίτημα μετουσιώνεται ως ανάγκη εμφάνισης μιας εξουσίας που να μπορεί να λάβει έκτακτα μέτρα. Επανερχόμαστε λοιπόν στην βασική θέση περί νόμου, εξαίρεσης και εξουσίας: το καθεστώς έκτακτης ανάγκης δεν είναι απλά μια εκτροπή από τη νομιμότητα αλλά η στιγμή που φανερώνεται η αδυνατότητα αυτό-θεμελίωσης του νόμου και που ως εκ τούτου ο νόμος φανερώνει την θεμελίωση του στην εξουσία και τελικά στην βία του κυρίαρχου.
Τώρα, στο βαθμό που το καθεστώς έκτακτης ανάγκης ορίζεται ως «μόνιμο» – δηλαδή που προσδιορίζει ως αμετάκλητη την κρίση της υπάρχουσας συνταγματικής τάξης και θέτει τις λειτουργίες του ως νόρμα – θα παραγάγει εκ των πραγμάτων μια νέα μορφή νομιμότητας, δηλαδή μια νέα έννομη τάξη, η οποία δεν πρόκειται να χαρακτηρίζεται από τις δικαιικές και θεσμικές μορφές ενός δημοκρατικού κράτους. Εδώ φυσικά τίθεται και το θέμα των ορίων της έννοιας του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, καθώς η ονομαστική του αξία θα διατηρείτο μόνον εφόσον προσδιόριζε ένα καθεστώς όπου η κρίση των κοινωνικών σχέσεων θα ήταν ο κανόνας, κάτι που μάλλον αντιβαίνει την κυκλική τάση του κεφαλαίου να επιστρέφει σε μια (σχετική πάντα) ευρυθμία και σταθερότητα παράγοντας νέες θεσμικές μορφές συσσώρευσης και αναπαραγωγής, ασχέτως αν αυτές με την σειρά τους παράγουν συνθήκες για μια νέα κρίση. Ακόμα και αν η τρέχουσα κρίση διαρκέσει πολλά χρόνια· ακόμα και αν οδηγούμαστε σε ένα νέο «ολοκληρωτισμό»· ακόμα και αν δεχτούμε ότι αυτή είναι η «τελική» κρίση του καπιταλισμού, το κοινωνικό γίγνεσθαι δεδομένα θα παγιωθεί (ποτέ φυσικά κατά οριστικό τρόπο) με όρους κανονικότητας, η οποία απλά μπορεί να έχει ενσωματώσει στοιχεία ενός καθεστώτος εξαίρεσης στις καθημερινές της λειτουργίες, όπως έκανε, πχ., το Αμερικάνικό Κράτος μέσω του «πόλεμου κατά της τρομοκρατίας». Σε κάθε περίπτωση πάντως είναι σαφές ότι η «έκτακτη ανάγκη» αποτελεί μια διαδικασία μετάβασης σε μια αυταρχικότερη τάξη πραγμάτων. Όμως, ο ακριβής βαθμός, τρόπος και χρόνος που αυτή η νέα «μετά-δημοκρατική» νομιμότητα θα παραχθεί δεν είναι τελεσίδικος. Κατά πρώτον, οι ιδιαιτερότητες ενός τόπου, ως «εδαφικοποίηση μιας ιστορίας», είναι πάντα καθοριστικός παράγοντας. Εξίσου σημαντικά, καθόσον στις σύγχρονες αστικές κοινωνίες η ίδια η δημοκρατία αποτελεί νόρμα νομιμοποίησης, το καθεστώς εξαίρεσης, εφόσον η κρίση αναπαραγωγής των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων δεν έχει φτάσει σε οριακό σημείο, μπορεί και πρέπει να παράγεται εντός ενός τυπικά δημοκρατικού πλαισίου. Και όσο περισσότερο «τυπική» είχε γίνει η δημοκρατία, τουτέστιν, όσο πιο πολύ έχουν ευδοκιμήσει εντός της αυταρχικότερες δομές εξουσίας, τόσο περισσότερο ελαστική θα μπορεί να είναι. Αυτό που απαιτείται, αντί για έναν «Δικτάτορα», είναι μια «δημοκρατική πολιτική δύναμη» έτοιμη, καλή τη πίστη, να κυβερνήσει με όρους έκτακτης ανάγκης.
Η Δεξιά ως φορέας και κατώφλι πολιτικού αυταρχισμού
Στην βάση των όσων ειπώθηκαν, η τρέχουσα στην Ελλάδα δεξιά διαχείριση της κρίσης με όρους αυταρχικής νομιμοφροσύνης αποτελεί τον συνεπή φορέα του υπό παραγωγή καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Έπεται ότι η οικειοποίηση μιας ρητορικής νομιμοφροσύνης, στην οποία ένα κομμάτι της Αριστεράς και ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ βασίζει την πολιτική της – ο «βομβαρδισμός νομιμότητας» – είναι προβληματική ακόμα και αν εκλογικά αποδειχθεί επιτυχής. Διότι παραβλέπει ότι ήταν η ανάγκη για νομιμότητα σε συνθήκες οξυμένης κοινωνικής και πολιτικής έντασης που έφερε τους «δεξιούς» (sic) στην εξουσία. Εδώ φυσικά ελλοχεύει ο κίνδυνος ενός απλοϊκού λειτουργισμού. Εφόσον έγινε με οριακή πλειοψηφία μέσω εκλογών, υπάρχει ένας συγκυριακός χαρακτήρας στην ανάδυση μιας δεξιάς κυβέρνησης στην Ελλάδα, πόσο μάλλον καθόσον στην συγκεκριμένη περίπτωση, μετά την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, δεν υπήρχαν και πολλές άλλες κυβερνητικές λύσεις να πριμοδοτηθούν. Αλλά το να μείνουμε σε αυτό δεν μας πάει πολύ πέρα από μια δημοσιογραφικού τύπου ανάγνωση της πολιτικής συγκυρίας ή από την διαπίστωση ότι υπάρχουν πολλοί «δεξιοί» στην Ελλάδα, γεγονός άλλωστε αδιαμφισβήτητο.«Κάποτε υποφέραμε από τις κακίες μας, σήμερα υποφέρουμε από τους νόμους μας» (Τάκιτος, Χρονικά)
Ζητούμενο εδώ δεν είναι να ανακαλυφθεί κάποιο «master-plan» από μια ενιαία και αδιαίρετη Εξουσία, ούτε μια μηχανική ανάγνωση των πολιτικών διαδικασιών. Το ζήτημα έγκειται στην κατανόηση της ορθολογικότητας της «δεξιάς» ως πολιτική προοπτική, η οποία καθορίζει το ότι σε δεδομένες συνθήκες μια δεξιόστροφη πολιτική εμφανίζεται ως η ειδική μορφή πραγμάτωσης ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Και αυτό διότι ως πολιτική προοπτική η Δεξιά εκφράζει αφενός το γεγονός της εκμετάλλευσης και της ανισότητας ως απενοχοποιημένο δικαίωμα και, αφετέρου, την δυνατότητα του κράτους, και δη του δημοκρατικού κράτους, να αντιμετωπίζει με την απαραίτητη πυγμή κάθε απειλή και αστάθεια. Η Δεξιά, αναγνωρίζοντας ότι ο νόμος διαφυλάττει τα προνόμια αυτού που έχει την ικανότητα να έχει προνόμια, μπορεί μετά πάσα ειλικρίνεια να οπλίσει την δημοκρατία μέχρι το οριακό σημείο αυτό-αναίρεσης της. Με απλά λόγια, η Δεξιά εκφράζει υπό ρητή μορφή τη έννομη δυνατότητα μιας πειθαρχημένης και μαχόμενης δημοκρατίας, και για αυτόν το λόγο αποτελεί τον πρόδηλο φορέα εμβάθυνσης ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης σε συνθήκες όπου αφενός η τυπική κατάλυση της δημοκρατίας δεν είναι επιθυμητή και αφετέρου η δημοκρατία αποτελεί ένα πρόβλημα καθόσον επιτρέπει την διεξαγωγή της ταξικής πάλης με πιο προσφιλείς όρους για τους «από κάτω». Εξίσου σημαντικά, μια δεξιά μορφή διακυβέρνησης δεν καταστέλλει μόνο αλλά, συγχρόνως, πειθαρχεί την Αριστερά, όπως και κάθε άλλη ανταγωνιστική προοπτική, υπό την έννοια ότι τις εγκαλεί είτε να αποδεχθούν τη νομιμότητα των καπιταλιστικών σχέσεων είτε να εξοβελιστούν στα επικίνδυνα εδάφη της «ανομίας», ως εχθροί της εσωτερικής τάξης. Έτσι, η τρέχουσα δεξιά μορφής διακυβέρνησης, ανεξαρτήτως των φιλοδοξιών των φορέων της, προετοιμάζει το έδαφος ώστε μια εξάντληση της να μην επιφέρει κάποια ουσιαστική αλλαγή, πέρα από μια πιο μετρημένη διαχείριση, η οποία όμως, έχοντας αναγνωρίσει τον έκτακτο χαρακτήρα της κατάστασης, θα λειτουργεί και αυτή με όρους εξαίρεσης.
Πάντως όπως σημειώθηκε, ανεξάρτητα από το τι θα γίνει στο προσεχές διάστημα, η συνολική κίνηση στο πολιτικό πεδίο, ειδικά σε κράτη όπου η αναδιάρθρωση γίνεται με οξύ και βίαιο τρόπο, είναι προς τον αυταρχισμό. Όσο λοιπόν η κρίση παραμένει το κεντρικό σημαίνον η πιθανότητα μιας τυπικής κατάργησης της δημοκρατικής τάξης και η ανάδυση μιας δικτατορίας (εκ των πραγμάτων) δεξιάς κοπής (θα) είναι ακόμα ανοιχτή. Διότι όσο κλιμακώνεται η κρίση και η (συναγόμενη) αστάθεια τόσο (θα) ανοίγεται και η προοπτική εμβάθυνσης του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης ως μορφή παραγωγής μιας νέας ομαλότητας. Όπως όμως ειπώθηκε αυτή η διαδικασία δεν είναι ούτε αυτόματη ούτε μονόπλευρη. Αντίθετα, η εμβάθυνση ενός καθεστώτος εξαίρεσης – δηλαδή η περαιτέρω μετατόπιση του προς τα «δεξιά», θα καθοριστεί από το επίπεδο και την ένταση της ταξικής πάλης. Διότι, όπως πάντα, η καθοριστικότερη μεταβλητή είναι οι αγώνες των «από κάτω».
«Ενάντια στην ημέρα»
Η ανάλυση που παρουσιάστηκε αξιώνει ως συμπέρασμα την ανάγκη υπέρβασης των προβλημάτων που θέτουν Κεφάλαιο και Κράτος, δηλαδή την ανάγκη παραγωγής μιας ριζοσπαστικής πολιτικής που θέτει δικούς της όρους πρόσληψης και παρέμβασης στο πραγματικό. Η ίδια η επιτακτικότητα με την οποία τίθενται τα διλήμματα από την σκοπιά της κυριαρχίας, καθιστά επιτακτικό από την σκοπιά της αντίστασης σε αυτήν το ξεπέρασμα της προβληματικής της δίκαιης διαχείρισης και την αντικατάσταση της με το πρόβλημα της χειραφέτησης. Και η χειραφέτηση ως υπέρβαση των υπαρχουσών κοινωνικών σχέσεων είναι και υπέρβαση της τάξης δικαίου που εκφράζονται. Σε μια περίοδο όπου πρακτικές σαν το σαμποτάζ επιζητούν να βρουν την δικαιωματική τους θέση στον αγώνα των καταπιεσμένων, αυτό το θεμελιώδες γεγονός είναι απαραίτητο να διατυμπανίζεται σε όλους τους τόνους και με όλους τους τρόπους. Άλλωστε, ένα από τα διδάγματα των «πλατειών» είναι ότι ακόμα και ένα φαινομενικά ριζοσπαστικό πρόταγμα, όπως το «άμεση δημοκρατία τώρα», μπορεί να παραμένει δέσμιο στο παρόν του εφόσον αναγνωρίζει την νομιμότητα των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων.«Η παράδοση των καταπιεσμένων μας διδάσκει ότι η “κατάσταση έκτακτης ανάγκης” που ζούμε τώρα δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Πρέπει να κατορθώσουμε να συλλάβουμε την ιστορία έχοντας αυτή την επίγνωση. Τότε θα διαπιστώσουμε καθαρά ότι αποστολή μας είναι να δημιουργήσουμε μια πραγματική κατάσταση έκτακτης ανάγκης και έτσι θα βελτιωθεί η θέση μας στον αγώνα κατά του φασισμού» (Walter Benjamin, Θέσεις για την Φιλοσοφία της Ιστορίας).
Αυτό δεν σημαίνει ότι η χειραφετική δυναμική μιας πράξης ταυτίζεται με τον βαθμό παρανομίας της, ούτε από τη βούληση του υποκειμένου να σπάσει τα «δεσμά του Νόμου». Άλλωστε αν η χειραφέτηση έχει κάποιο νόημα, είναι μόνο ως διαδικασία γενικευμένης ταξικής πάλης, η οποία δεν παράγεται σε ένα κενό ως καθαρή βούληση αλλά ως διαλεκτική με το παρόν της. Το ότι ο βολονταρισμός όμως ως ιδεολογική στάση είναι προβληματικός, δεν αλλάζει το γεγονός ότι μπροστά σε ένα παρόν όπου μέσω της «εκ των άνω» κήρυξης μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης παράγεται η νόρμα ενός νέου αυταρχισμού, από την σκοπιά της αντίστασης και της χειραφέτησης η νομιμότητα δεν μπορεί να αποτελεί νόρμα αξιολόγησης αλλά πεδίο αμφισβήτησης και ανταγωνισμού. Φυσικά, χρειάζεται και μια αναγνώριση των ρίσκων μιας τέτοιας διαδικασίας, ρίσκα που η παρούσα ανάλυση προσπάθησε να υποδείξει. Επειδή η έκτακτη ανάγκη εμφανίζεται ως κυριαρχική επιβεβαίωση του κανόνα και όχι απλά ως εξαίρεση από αυτόν, όσο πιο επιτυχής (θα) είναι μια ρήξη με την έννομη τάξη τόσο (θα) εγκαλεί το φάσμα της εμβάθυνσης του αυταρχισμού που αντιπαλεύει, σε μια διαδικασία που το τέλος της δεν είναι προαποφασισμένο. Καμία θεωρία δεν μπορεί να λύσει από μόνη αυτό το πρόβλημα· ιδού είναι η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.
___________________________________
1 Για μια ενδελεχή ανάλυση της υπό συζήτηση δεξιάς στροφής ιδιαίτερα κατατοπιστικό είναι το άρθρο του Κώστα Φαρμακίδη, ‘Η ανασυγκρότηση της Δεξιάς ως πιθανή απάντηση στην πολιτική (και πολιτειακή) κρίση
2 Φυσικά, όσο σημαντική και να είναι η ιδεολογία η συναίνεση χρειάζεται και κάποια υλική βάση. Εδώ υπάρχει ένα σαφέστατο πρόβλημα για την κυβέρνηση που έχει αναλάβει αυτό το έργο καθώς άμεσες παραχωρήσεις θεωρούνται ανέφικτες. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίζεται με την υπόσχεση μιας ανάκαμψης, η οποία προπαγανδίζεται συστηματικά από τα ΜΜΕ. Δεν γνωρίζω πόσο καιρό μπορεί η υπόσχεση του μέλλοντος να πειθαρχεί την ένδεια του παρόντος. Το σίγουρο είναι ότι ένας άνθρωπος μπορεί να δεχτεί να ζήσει πιο φτωχικά αρκεί να έχει σε κάτι να ελπίζει.
3 C. Schmitt, Πολιτική Θεολογία: Τέσσερα Κεφάλαια γύρω από την Διδασκαλία της Κυριαρχίας, (Αθήνα: Λεβιάθαν, 1994); G. Agamben, State of Exception, (Chicago and London: The University of Chicago Press, 2005).
4 Ο παρατιθέμενοι ορισμοί ανήκουν σε έναν από τους «γκουρού» της φιλελεύθερης δικαιικής σκέψης, τον Richard Dworkin. Παρατίθενται στο Κ. Δουζίνας και R. Warrington, Ο Λόγος του Νόμου: Ερμηνεία, αισθητική και ηθική στο δίκαιο, (Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1994), σ.111.
5 Κατά παράφραση της ρήσης του Ludwig Wittgenstein για την γλώσσα.
eagainst.com