ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

Η αριστερά της κυβέρνησης και η κυβέρνηση της αριστεράς

  Παναγιώτης Μαυροειδής   
‘’Εργασία στο εξωτερικό αναζητούν σχεδόν οι μισοί από τους Έλληνες σε παραγωγική ηλικία’’. Αυτή ήταν μία από τις βασικές πρωτοσέλιδες ειδήσεις των ημερών, οδεύοντας προς τη Χριστουγεννιάτικη ξεκούραση. Ίσως είναι αρκετή για να καταδείξει την έκταση και το βάθος τουκοινωνικού εξανδραποδισμού που έχει επιβάλει η τρόικα στην Ελλάδα....

Το τρίχρονο των μεγάλων λαϊκών κινητοποιήσεων ενάντια  στις κυβερνήσεις που επέβαλαν τα αντεργατικά μέτρα, φαίνεται να κλείνει, εισάγοντάς μας σε μια νέα φάση. Η πεποίθηση ότι με ένα μαζικό ντου θα καταρρεύσει ο αντίπαλος, όσο και αν τροφοδότησε τη μαχητικότητα των στιγμών, αντικαθίσταται σήμερα από την επίγνωση ενός αποφασισμένου και ισχυρού αντιπάλου απέναντι στο λαό, που κάνει αδίστακτα χρήση του μονοπωλίου της βίας.  Η σκιαγράφηση του αντίπαλου στα όρια των ανίκανων, διεφθαρμένων, αδιάβαστων και γονυπετών πολιτικών,  δίνει τη θέση της στην πραγματικότητα ενός συνεκτικού οικονομικού και πολιτικού πλέγματος εξουσίας, διαρθρωμένου στην παραγωγή, στο κράτος, αλλά και με το μεγάλο στήριγμα της ΕΕ. Η ευκολία της ‘’κατάργησης των μνημονίων’’ ως επαρκούς και αποφασιστικής προϋπόθεσης για να ανατραπεί η επίθεση, εξασθενεί μπροστά στα διαδοχικά ερωτήματα που ανακύπτουν και συνδέονται με την προοπτική εξόδου από την ευρωζώνη και ακόμη περισσότερο με τους κινδύνους σύγκρουσης με την διεθνή καπιταλιστική αγορά. Πρόκειται για την ανάπτυξη μιας  ‘’πικρής’’ σοφίας μέσα στον κόσμο ως αποτέλεσμα  του τριετούς κύκλου αγώνων, που συμπυκνώνεται στο σημερινό κάθισμα και την πολιτική αμηχανία.
Έχουμε μια  ‘’ισορροπία των αδυνάτων’’. Οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, οι φτωχοί, οργίζονται, αποδοκιμάζουν, αλλά δεν μπορούν να ανατρέψουν. Η μνημονιακή χούντα επιβάλει την πολιτική της (όχι χωρίς αντιστάσεις), αλλά αδυνατεί να συγκροτήσει θετικό πολιτικό όραμα, ή να πείσει οικοδομώντας νέες κοινωνικές συμμαχίες.
Αυτές είναι οι συνθήκες, το κενό, μέσα στο οποίο βρίσκει έδαφος ο φασισμός. Είναι η φωνή, η δράση, το ‘’χέρι’’ των ‘’πάνω’’ μέσα στους ‘’κάτω’’, που επιχειρούν να μεταστρέψουν συντηρητικά τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό, με πρακτικές και φιλοσοφία εμφυλίου πολέμου όχι ενάντια στην αστική τάξη, αλλά μέσα στην εργατική τάξη.
Φαίνεται παράξενο, αλλά δεν είναι. Παρά τη μεγάλη πολιτική νομιμοποίηση για μια βαθύτερη ριζοσπαστικοποίηση και δράση που έδωσε το εκλογικό αποτέλεσμα των δύο τελευταίων με την ψήφο στα αριστερά κόμματα, η αριστερή κοινωνική και πολιτική δυναμική παρουσιάζει εμφανή κόπωση και χάνει σε μαχητικότητα και αυτοπεποίθηση. Ήταν αλήθεια μοιραίο αυτό; Πως διαμορφώθηκε αυτή η τάση και πως μπορεί να αντιστραφεί;
Η προσμονή  μιας κυβερνητικής αλλαγής
Σε πολλούς εργαζόμενους φαίνεται να έχει απομείνει ένα και μοναδικό αποκούμπι, μέσα σε αυτή την παραζάλη και την αναποτελεσματικότητα: Κυβερνητική αλλαγή. Να φύγει με εκλογές αυτή η κυβέρνηση και να έρθει στα πράγματα μια αντι-μνημονιακή κυβέρνηση της αριστεράς και βλέπουμε. Δε θα σχολιάσουμε εδώ για το τι είδους αριστερή κυβέρνηση μπορεί να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ  με τη ΔΗΜΑΡ ή τον Καμένο και στη βάση ποιού προγράμματος. Θα υποθέσουμε τις καλύτερες δυνατές συνθέσεις και προθέσεις.
Με αυταπάτες ή χωρίς, πολλοί εργαζόμενοι φαίνεται να θεωρούν δύσκολη έως ανέφικτη μια ανατροπή της κυρίαρχης πολιτικής με τον παλλαϊκό ξεσηκωμό. Προσμένουν μια αλλαγή από τα πάνω ή έστω ένα φρένο..
Η υλικότητα και ο συγκεκριμένος ρόλος του κράτους ως συμπύκνωση της κυριαρχίας του αστικού κόσμου, αντικαθίσταται από την περιορισμένη πραγματικότητα της εκλεγμένης κυβέρνησης.
Η πραγματικότητα της ατομικής ιδιοκτησίας και ιδιοποίησης της εργασίας των πολλών, μαζί και του ‘’αναφαίρετου’’ διευθυντικού δικαιώματος στην πρόσληψη και την απόλυση, αλλά και στο κλείσιμο της επιχείρησης, δίνει τη θέση της στη χρηστή διαχείριση των …υπολοίπων κοινωνικών θεμάτων.
Ποια κυβέρνηση αλήθεια θα πει στο Μάνεση να ανοίξει και πάλι το εργοστάσιο, με επανα-πρόσληψη όλων των εργαζομένων; Γνωρίζετε καμία που έστω να το διακηρύσσει;  Πως άραγε θα αντιστεκόταν στο ‘’νόμιμο’’ λοκ άουτ των επιχειρήσεων, αν είχε σκοπό να επιβάλλει κάποια φιλεργατικά μέτρα;
Ποιος εργοδότης και για ποιο λόγο θα αποφάσιζε να κάνει προσλήψεις με τις παλιές συλλογικές συμβάσεις, προσπερνώντας τα ‘’κεκτημένα’’ των μνημονίων;
Γνωρίζουμε αλήθεια επιχειρηματίες, έλληνες ή ξένους, που θα έκαναν επενδύσεις ικανές να απορροφήσουν 1,5 εκατομμύριο ανέργους, με αξιοπρεπείς όρους εργασίας; Για ποιο λόγο θα το έκαναν αυτό σε συνθήκες πτώσης του ποσοστού κέρδους και ύπαρξης πάντα φτηνότερου εργατικού δυναμικού;
Ποια κυβέρνηση θα αύξαινε τις συντάξεις ή το επίδομα ανεργίας και με τι χρήματα αν δεν έχει αρνηθεί να πληρώσει το χρέος; Και  θα της αρκούσαν αλήθεια οι βουλευτές για να σηκώσει μια αντιπαράθεση με τη διεθνή κεφαλαιοκρατία;
Ποια κυβέρνηση θα αποφάσιζε την επαν-εθνικοποίηση του ΟΤΕ ή της Ολυμπιακής αγνοώντας την ΕΕ και αρνούμενη αποζημιώσεις στους ιδιοκτήτες;
Ποιο θα ήταν άραγε το μέσο εξαναγκασμού που θα χρησιμοποιούσε μια αριστερή κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει ας πούμε ένα φασιστικό πογκρόμ; Την ελληνική αστυνομία μήπως;  Και τι θα μπορούσε να αντιπαραθέσει σε μια κίνηση του στρατού;
Κάτι πρέπει να μας διδάσκει η αποδοχή του μνημονίου από την αριστερή κυβέρνηση της Κύπρου: Τα περιθώρια ‘’φιλολαϊκής’’ διαχείρισης του καπιταλισμού, σε συνθήκες τέτοιας κρίσης είναι ανύπαρκτα. Δεν βρισκόμαστε στη χρυσή 25ετία 1945-1970. Ούτε πρόκειται να γυρίσουμε στην προ 2009 περίοδο στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Χωρίς μια βασική μεταβολή στο ζήτημα της ιδιοκτησίας που σημαίνει επίταξη του παραγωγικού ιστού της χώρας, με παράλληλη άρνηση των δεσμεύσεων που επιβάλλει η ΕΕ, οι δανειστές και η λεγόμενη αγορά της απελευθέρωσης των πάντων, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε καλύτερη ζωή, ούτε στοιχειώδης βελτίωση και ανάσχεση της επίθεσης.
Το μόνο που μπορεί να υποσχεθεί μια κυβέρνηση αριστερής διαχείρισης μέσα σε αυτή την κατάσταση, εντός της αγοράς και της ΕΕ, θα ήταν μια περιορισμένη παρέμβαση στο πεδίο της διανομής. Με εντελώς οριακά και αμφίβολα αποτελέσματα. Να επιβραδύνει (μόνο προσωρινά)  για παράδειγμα το ρυθμό μείωσης του  κατώτατου μισθού, πάντα όμως σε ένα πλαίσιο δραματικής πτώσης του μέσου μισθού. Να μετριάσει την γενική τάση μείωσης της φορολογίας του μεγάλου κεφαλαίου σε κάποιο βαθμό. Κανένα από αυτά τα μέτρα, αν μιλήσουμε με νούμερα δεν μπορεί να επηρεάσει με ουσιαστικό τρόπο τις γενικές συνθήκες ζωής και αναπαραγωγής των εργαζομένων και των ανέργων.
Ολόκληρος ο καπιταλιστικός κόσμος και ειδικά στην Ευρώπη, είναι γεμάτος με τέτοιες εναλλακτικές διαχειρίσεις, που το μόνο που επιτυγχάνουν είναι μια θραμβευτικότερη επιστροφή ακόμη πιο συντηρητικών λύσεων. Μια ματιά στην Ιαπωνία και τις πρόσφατες εκλογές είναι χρήσιμη, με τους συντηρητικούς να επιστρέφουν με τα 2/3 των εδρών με το πιο εθνικιστικό και αντεργατικό πρόγραμμα όλων των εποχών.
Καταγγέλλοντας τις αυταπάτες του κόσμου…
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να σταθεί η κομμουνιστική αριστερά απέναντι σε αυτή την τάση κυβερνητικής ανάθεσης μέσα στον κόσμο.
Τμήματά της επισημαίνουν με απογοήτευση τις ‘’αυταπάτες’’ του κόσμου. Δεν διστάζουν συχνά να καταγγέλλουν  την ‘’άγνοια’’ από μέρους των εργαζομένων του πυρήνα της πραγματικής εξουσίας, που δε βρίσκεται στην βουλή και στους υπουργούς, αλλά στην κεφαλαιοκρατική κυριαρχία στην οικονομία και στο κράτος της.
Με περισσή ευκολία, ιδιαίτερα στη ρητορική του ΚΚΕ, αντιδιαστέλλονται αυτάρεσκα όλα αυτά, με την επάρκεια της ‘’πρωτοπορίας’’, που δυστυχώς όμως ‘’δεν εισακούγεται’’.
Είναι μια επιλογή απολύτως αδιέξοδη. Αντικαθιστά τα καθήκοντα της αριστεράς στο μετασχηματισμό της κοινωνικής διαμαρτυρίας σε υποκείμενο ανατροπής, με τον διδακτισμό της κομματικής αλήθειας. Όμως, το κοινωνικό σώμα είναι συγκεκριμένο και είναι αυτό που έχουμε μπροστά στα μάτια μας. Οι τάσεις μέσα σε αυτό αντανακλούν την αστική κυριαρχία και την ιδεολογική ηγεμονία της. Αλλά και την διαχρονική ιδεολογική ανεπάρκεια της αριστεράς να αναπτύξει τις αντίρροπες τάσεις.
Ο ρόλος της αριστεράς δεν είναι να μυστικοποιεί τη μεγάλη ρήξη στο μέλλον, αλλά να την προετοιμάζει με τον κοινωνικό και πολιτικό αγώνα. Στερείται νοήματος να ζητά  η αριστερά αναγνώριση του πρωτοπόρου της ρόλου. Το ζητούμενο είναι να τον καταχτήσει μέσα στο μετασχηματισμό του κόσμου σε δρών πολιτικό υποκείμενο ανατροπής.
…ή μετατρέποντας την αδυναμία σε αρετή;
Υπάρχει όμως και το συμμετρικό, αντι-διαμετρικό, αλλά όχι αντίθετο σημείο της παραπάνω μεταφυσικής προσέγγισης. Είναι η καθαγίαση της στάσης του κόσμου ως ‘’σοφής’’. Ο κόσμος λοιπόν, σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, βρισκόμενος ακόμη και ‘’πιο μπροστά από την αριστερά’’, καταλαβαίνει ότι το ζητούμενο δεν είναι ένα ανατρεπτικό κίνημα αυτή τη στιγμή, αλλά μια πολιτική κυβερνητική επιλογή. Από το σημείο αυτό και μετά, το κουβάρι ξετυλίγεται συνεχώς αντίστροφα.
Οι αγώνες βαφτίζονται υποτιμητικά ‘’κινηματισμός’’.
Η προγραμματική αριστερή πολιτική, ονομάζεται ‘’επαναστατική φλυαρία και λογοκοπία’’.
Η εκτίμηση της κοινωνικής και πολιτικής φύσης των πολιτικών δυνάμεων, βαπτίζεται  ‘’σχολαστικισμός’’.
Η ανάδειξη των ταξικών και κοινωνικών εκπροσωπήσεων από τις πολιτικές δυνάμεις, ρίχνεται στην πυρά ως  ‘’μηχανιστικός αναγωγισμός’’
Η προβολή της ανάγκης της επαναστατικής τομής ενάντια στην οικονομική ολιγαρχία και το κράτος της, βαφτίζεται φαντασιοκοπία και ‘’έφοδος στα χειμερινά ανάκτορα’’.
Η σκόπιμη ταύτιση κάθε απόπειρας για αριστερή κριτική και ταξική θεώρηση, με παιδαριώδεις υπερ-αριστερές φλυαρίες, είναι αρκετά προσφιλής ιδιαίτερα στο φιλοευρωπαϊκό και συντηρητικό τμήμα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Περισσότερο όμως εντυπωσιάζει η κομπλεξική καταφυγή σε αυτή την επιχειρηματολογία δυνάμεων ή ‘’προσωπικοτήτων’’ της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που έχουν συνδέσει την πορεία τους άμεσα ή έμμεσα με την πολιτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ. Ίσως είναι η μάχη με τις δικές τους αμφιβολίες.
Ανιχνεύοντας μια αριστερή επαναστατική πολιτική
Δεν είναι  ασυνήθιστο οι παραπάνω προβληματικές να αλληλο-αξιοποιούνται, αναζητώντας η κάθε μία, όχι θετική δικαίωση με τεκμηρίωση των ισχυρισμών της, αλλά εστιάζοντας αρνητικά σε καταφανώς αδύνατα σημεία της άλλης.
Έτσι,  πολύ βολικά, κάθε κριτική στο ΚΚΕ για την ανυπαρξία από μεριάς του μιας αριστερής αντικαπιταλιστικής πολιτικής που θα μετασχηματίζει τη διάχυτη δυσαρέσκεια σε συνειδητό αντικαπιταλιστικό αγώνα με σοσιαλιστική προοπτική, αντιμετωπίζεται με ταύτιση με την ‘’διαχειριστική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ εντός του συστήματος και της ΕΕ’’. Έτσι, πυροβολώντας για παράδειγμα το σύντομο ανέκδοτο για κατάργηση μνημονίων εντός ευρωζώνης που υποστηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕξεφεύγει  από την κριτική που το αφορά καίρια, δηλαδή την μή πρόταξη από μεριάς του ως άμεσου στόχου πάλης και πολιτικοποίησης του κινήματος την έξοδο από την ευρωζώνη και την ΕΕ.
Με τον ίδιο τρόπο, κάθε επισήμανση για την επικίνδυνη αυταπάτη της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ ότι είναι δυνατόν να παρθούν φιλολαϊκά μέτρα μέσα στο πλαίσιο ενός καπιταλισμού σε  κρίση και χωρίς αντικαπιταλιστική τομή, αντιμετωπίζεται με την λοιδορία περί της ‘’γνωστής πολιτικής θεωρητικολογίας του ΚΚΕ, που δεν έχει άμεση πολιτική πρόταση.’’. Στο όνομα της κριτικής της ''χιλιαστικής αντίληψης περί κατάληψης της εξουσίας εξ εφόδου'' που καταλογίζεται στο ΚΚΕ, επιχειρείται η δικαίωση της λογικής των διαδοχικών ρήξεων μέσα στον καπιταλισμό  χωρίς ρήξη και επανάσταση ανατροπής του.
Χρειάζεται προσπάθεια, όχι μόνο για να ανιχνεύσει κανείς τα όρια μιας ανατρεπτικής λογικής εντός αυτών των συμπληγάδων, αλλά και για να αποφύγουμε τις εύκολες απαντήσεις εστιάζοντας απλά στα πιο  ανεπαρκή σημεία της κοινοβουλευτικής αριστεράς.
Θεμέλιο λίθο μιας αριστερής πολιτικής, τόσο με κριτήριο την προετοιμασία και συνειδητοποίηση για την αναγκαία αντικαπιταλιστική επαναστατική τομή, όσο και για την λαϊκή επιβίωση και την άμεση ανατροπή της πολιτικής των μνημονίων και της ΕΕ, αποτελεί κατά τη γνώμη μας, η συγκρότηση ενός μαχητικού και απειλητικού πολιτικά, κοινωνικού και πολιτικού κινήματος, με πυρήνα το εργατικό κίνημα.
Συγκρότηση όχι εγκεφαλική, αλλά  μέσα στην μαχητική δράση στη βάση ενός μεσο-μακροπρόθεσμου προγράμματος βασικών πολιτικών και κοινωνικών τομών, που να σηματοδοτούν κλονισμό της κυριαρχίας του κεφαλαίου και των υπερεθνικών δεσμών του και ανατροπή του κοινωνικού συσχετισμού υπέρ του κόσμου της εργασίας στην Ελλάδα. Χωρίς αυτό, δεν υπάρχουν όροι και δυνατότητες να αξιοποιηθεί η πολιτική κρίση και οι ρωγμές στη διάταξη του αστικού πολιτικού συστήματος.
Αναθεματίζοντας τον ‘’κινηματισμό’’ με τις πλάτες της αστικής πολιτικής
Η ευκολία με την οποία αυτή η προσέγγιση βαφτίζεται ‘’κινηματισμός’’, προδίδει μια ορισμένη αντίληψη για το εργατικό και λαϊκό κίνημα. Σύμφωνα με αυτήν, στην δικαιοδοσία του τελευταίου ανήκουν μόνο επιμέρους συνδικαλιστικοί αγώνες για ‘’συγκεκριμένα αιτήματα’’ οικονομικής  βελτίωσης, με την απαραίτητη και φαντασιακή ‘’ενότητα’’ των πάντων γύρω από αυτά.
Ένα τέτοιο κίνημα βεβαίως θα ήταν πολύ λίγο για την αναγκαία πολιτική τομή ανατροπής σήμερα. Η αδυναμία αυτή, σύμφωνα με αυτή τη συλλογιστική,  καλύπτεται από τον ρόλο των κομμάτων που θέτουν ζήτημα κυβερνητικής εξουσίας και αλλαγής πολιτικής μέσω αυτής.
Δε νομίζουμε ότι είναι ιδιαίτερα πρωτότυπη αυτή η άποψη. Αλλά δεν έχει αποδείξει και την ορθότητα της.
Κυβερνήσεις διαχείρισης που ονομάστηκαν αριστερές ή σοσιαλιστικές δημιουργήθηκαν πολλές στην Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες.
Από τη Γαλλία του Ζοσπέν με συμμετοχή του Γαλλικού ΚΚ. έως την γειτονική Ιταλία, με συμμετοχή της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης και δια μέσου αυτής αμέτρητων ρευμάτων και κινήσεων που διακήρυσσαν τον αντικαπιταλιστικό και επαναστατικό τους χαρακτήρα.
Το επιχείρημα ήταν πάντα το ίδιο: Η απομόνωση της δεξιάς, του ‘’μεγαλύτερου κακού’’ και η δημιουργία αφετηρίας για βαθύτερες αλλαγές.
Ο απολογισμός σε βάθος χρόνου ήταν για τη Γαλλία η σταδιακή ενσωμάτωση ενός όλο και πιο δεξιού ΚΚ στην αριστερά του Σοσιαλιστικού Κόμματος και βέβαια η εκτίναξη της φασιστικής δεξιάς. Στην Ιταλία, είχαμε σχεδόν την εξαφάνιση της κομμουνιστικής αριστεράς και την ηγεμονία ακραίων διαχειριστικών λογικών και φυσικά το φαινόμενο Μπερλουσκόνι.
Θυμάται να μας πει κανείς τις κοινωνικές καταχτήσεις που έμειναν από αυτή την περίοδο ή έστω μπορεί να μας υπενθυμίσει άλλου είδους κέρδη στο επίπεδο οργάνωσης του εργατικού κινήματος και ανόδου του ρόλου του σε αυτές τις χώρες;
Θα ανατρέψουμε τον σάπιο κόσμο ή θα τον κυβερνήσουμε;
Υπάρχει λοιπόν μια μαγική ιδιότητα του αστικού κράτους ώστε μόλις το αγγίζει η ‘’πεντάμορφη’’ μετατρέπεται σε ‘’τέρας’’; Δεν πρόκειται βεβαίως για αυτό, αν και δεν έλειψαν οι σαλιάρηδες και στην αριστερά.
Για μια αριστερά που επιδιώκει την κοινωνική αλλαγή και που  θέτει επομένως ζήτημα πολιτικής εξουσίας,  δεν ήταν και δεν είναι πρόβλημα ο στόχος για μια αριστερή αντικαπιταλιστική κυβέρνηση ή εργατική κυβέρνηση. Το ερώτημα είναι αν η αριστερά έχει σκοπό να κυβερνήσει το αστικό κράτος (ειδικά στα καπιταλιστικά ιμπεριαλιστικά κέντρα)  ή σκοπεύει να συμβάλλει ώστε το εργατικό κίνημα να το καταστρέψει. Προς όφελος μιας αντικαπιταλιστικής σοσιαλιστικής πορείας με κέντρο τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, που άλλωστε είναι και η πολυάριθμη κοινωνική τάξη σε αυτές τις χώρες.
Στην πρώτη περίπτωση, για αυτό μιλάμε πρακτικά στις χώρες που αναφέραμε, η  αριστερά  συγκροτείται αποκλειστικά σχεδόν για να κυβερνήσει και όχι να αλλάξει αυτό τον σάπιο κόσμο ή πιο σωστά επιδιώκει να τον βελτιώσει οριακά. Είναι η ‘’αριστερά της κυβέρνησης’’. Και είναι λογικό τα οφέλη σε πολιτικό και αξιακό επίπεδο από μια κυβερνητική θητεία αυτής της αριστεράς, αν υπάρχουν, να είναι πάντα πολύ μικρότερα από την απαξίωση της, ειδικά μέσα στα εργατικά στρώματα.
Αν δεν πλησιάζουμε λοιπόν τώρα την εξουσία, μιας και αυτή καίει, απλά ‘’προετοιμάζουμε δυνάμεις’’ για την πραγματική κατάληψή της με επαναστατικό τρόπο; Και εν τω μεταξύ θα λέμε στους κάθε λογής διαχειριστές με ευγένεια να λάβουν τη θέση τους στο τιμόνι της άσκησης των αντεργατικών πολιτικών και της διαφθοράς; Μήπως με αυτό τον τρόπο αρνούμαστε αναγκαίες και επείγουσες φιλεργατικές μεταρρυθμίσεις, στο όνομα του σοσιαλισμού και της επανάστασης;
Όσοι  καταλαβαίνουν την πολιτική με όρους ταξικής πάλης, δε θα έπρεπε να βρίσκουν κόκκο αλήθειας σε αυτή την προσέγγιση.
Ποια κυβέρνηση της αριστεράς αλήθεια έδωσε το 8ωρο στην Ελλάδα; Δεν ήταν καμία αριστερή κυβέρνηση. Ωστόσο, η εισηγητική έκθεση της βενιζελικής κυβέρνησης (πριν το Μεταξά και ας λέει ότι θέλει η Μαύρη Νύχτα) για την θέσπιση του οκτάωρου, αναφέρεται στην ‘’ανάγκη αντιμετώπισης της εργατικής επανάστασης στην Ελλάδα’’.
Ολόκληρο το πλέγμα κοινωνικών καταχτήσεων στην καπιταλιστική Ευρώπη, επιβλήθηκε παντού, ανεξάρτητα από τη μορφή πολιτικής διαχείρισης, μετά την νίκη του Οκτώβρη αλλά και τις επαναστάσεις σε Γερμανία, Ουγγαρία, Ιταλία, οι οποίες ναι μεν ηττήθηκαν, απείλησαν όμως.
Αλλά και οι δημοκρατικές ελευθερίες στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, που δόθηκαν επί αυταρχικής Καραμανλικής διακυβέρνησης ήταν αποτέλεσμα του ερωτήματος επαναστατικής ανατροπής που έθεσε η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Και ακόμη δεν έχουν ξεμπερδέψει…
Όλη η ιστορία στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, μας πείθει πως όχι μόνο οι επαναστάσεις συστημικού μετασχηματισμού, αλλά και οι μεγάλες πολιτικές καμπές εντός των συστημάτων, προϋποθέτουν την ανατροπή των κυρίαρχων τάξεων με λαϊκές εξεγέρσεις και επαναστάσεις.Οι εκπρόσωποι του συστήματος, επαίρονται για αυτό με την αντίστροφη έννοια, σημειώνοντας ότι αυτοί κυβερνούν δημοκρατικά μέσα από εκλογές, ενώ η αριστερά πάντα επεδίωκε ανατροπές μέσω μειοψηφικής πολιτικής δράσης ή/και πραξικοπήματος. Κλασσική είναι η συζήτηση για το κλείσιμο του Γαλλικού Μάη με τον εκλογικό θρίαμβο του Ντεγκόλ, με την συστημική αριστερά να συμφωνεί σιωπηρά και να καταδικάζει τον ‘’επαναστατικό τυχοδιωκτισμό’’. Αμφότεροι ξεχνούν να σημειώσουν ότι η δήθεν ‘’ελεύθερη εκλογική επιλογή’’ σφραγίζεται, κατά κανόνα, τόσο από την  οικονομική βία στην παραγωγή, όσο και από την ιδεολογική ηγεμονία, που επιτυγχάνει η αστική τάξη, έχοντας τα νήματα και τους μηχανισμούς της πραγματικής πολιτικής εξουσίας.
Να λοιπόν ποια είναι τα ζητούμενα για την αριστερά: Ο οργανωμένος λαός σε ποικίλες κοινωνικές και πολιτικές μορφές. Η ηγεμονία, τουλάχιστον σε ένα βασικό πρωτοπόρο τμήμα της εργατικής τάξης και άλλων εκμεταλλευόμενων τάξεων, ενός προγράμματος αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα, που να συνδέει την άμεση βελτίωση της θέσης με την ανατροπή του κεφαλαίου. Το χρόνο, τη μορφή και την ταχύτητα, μόνο ο συσχετισμός δυνάμεων και η συνειδητότητα του εργατικού κινήματος, μπορούν να καθορίσουν.
Χωρίς αυτά, απλά ‘’λογαριάζουμε χωρίς τον ξενοδόχο’’ ή ακόμη χειρότερα  σχεδιάζουν κάποιοι στο όνομα του λαού, αλλά χωρίς το λαό.
Να σκεφτούμε έξω από το συνηθισμένο τρόπο
Είναι λοιπόν όλα προδιαγεγραμμένα με σιδερένιο τρόπο; Και να ήταν, θα παλεύουμε να αλλάξουμε αυτές τις ‘’προδιαγραφές’’. Είμαστε υποχρεωμένοι να αντιλαμβανόμαστε την ιστορία και το ρόλο της αριστεράς με δυναμικό και όχι στατικό και στερεότυπο τρόπο. Αλλά δεν είναι. Η πρωτοτυπία είναι συνώνυμη της αυθεντικής λαϊκής δράσης.
Ας μείνουμε λίγο στην ανεπανάληπτη και πρωτότυπη εμπειρία της ελληνικής ΕΑΜικής  επανάστασης. Το ΚΚΕ και η ΕΑΜική αριστερά γενικότερα,  είχαν πετύχει μέσα από σκληρή, ψυχωμένη και μυαλωμένη δουλειά την οργάνωση του λαού σε πρωτοφανέρωτη έκταση σε επίπεδο Ευρώπης. Είχαν ένα τεράστιο δίχτυ κοινωνικών οργανώσεων, το Εργατικό ΕΑΜ μέσα σε όλα τα εργοστάσια και τις δημόσιες επιχειρήσεις, ακόμη και στις επιταγμένες από τον καταχτητή πολεμικές παραγωγικές μονάδες, τον ΕΛΑΣ ως ένα πραγματικό λαϊκό στρατό των πόλεων και της υπαίθρου. Ριζωμένοι δυνατά στις συνοικίες των πόλεων, αλλά και ικανοί για συνεχόμενες απεργίες και διαδηλώσεις στους δρόμους που έδιναν λαϊκή αυτοπεποίθηση. Με παρέμβαση ακόμη και μέσα στην αστυνομία.  Είχαν όλες τις καλές προϋποθέσεις για να επιλύσουν το ζήτημα της εξουσίας και μαζί με αυτό το ζήτημα της κυβέρνησης. Υπήρξε το μεγαλείο της κυβέρνησης του βουνού,  της ΠΕΕΑ, αλλά και η τραγωδία της συμμετοχής στην κυβέρνηση σφαγής τους μαζί με την αστική τάξη και τον ιμπεριαλισμό. .Ας μείνουμε όμως στηδυνατότητα που υπήρξε να απαντηθεί το ζήτημα της διακυβέρνησης με τους όρους των εργαζόμενων λαϊκών τάξεων στην Ελλάδα, σε δρόμο κοινωνικής και εθνικής απελευθέρωσης.
Σήμερα, μπορεί να περπατηθούν παρόμοιοι δρόμοι;
Μέσα στο τριετές ξέσπασμα κοινωνικών αγώνων, η αριστερά στην Ελλάδα,  είχε την ευκαιρία για ένα αποφασιστικό βήμα στην οργάνωση του κόσμου σε κατεύθυνση εξέγερσης και ανατροπής. Και τον Οκτώβρη του 2011 και τον Φλεβάρη του 2012, οι δυνάμεις του συστήματος, όχι μόνο στην Ελλάδα, λούστηκαν στον κρύο ιδρώτα, με την προοπτική μιας γενικευμένης εξέγερσης. Ούτε το ΚΚΕ, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ  δούλεψαν με αυτή την πολιτική  στρατηγική. Έλειψαν οι αναγκαίες εκείνες πολιτικές κινήσεις και κατεύθυνση δουλειάς, που θα μετέφεραν το κέντρο στο πεδίο του λαϊκού παράγοντα, με την οικοδόμηση μορφών ανταγωνιστικής πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας, που θα έθεταν το θέμα της ανατροπής του πολιτικού συστήματος.  
Μπορούσε να γίνει με πρωτότυπο τρόπο, αυτό που γίνεται σε όλες τις σημαντικές πολιτικές μεταβολές: Μία προσωρινή  ντε φάκτο λαϊκή κυβέρνηση των αγώνων και της ανατροπής. Ενδεχομένως βραχύβια, μιας και η χρόνια πολιτική καθυστέρηση στην οργάνωση της εργατικής τάξης και στην συγκρότηση εργατικής κομμουνιστικής αριστεράς και κομμάτων, δεν ξεπερνιούνται σε μια πολιτική στιγμή. Θα ήταν όμως ένα τεράστιο βήμα  μπροστά. Πιθανά να ακολουθούσαν πάμπολλες αστικές ή μισο-αστικές ή μισο-αριστερές κυβερνήσεις της βδομάδας ή λίγων μηνών. Ενδεχόμενο ακόμη θα ήταν και μια γενική εκλογική επικράτηση της αριστεράς σε συνθήκες υπεροπλίας των κοινωνικών και πολιτικών μορφών αντι-εξουσίας των μαχόμενων λαϊκών δυνάμεων, που θα ακύρωναν το μονοπώλιο της αστικής βίας, θα απέτρεπαν τη χρήση του και θα αχρήστευαν τα αστικά ΜΜΕ.
Η συμβολή αυτής της ανώτερης οργάνωσης του μαχόμενου κόσμου δε θα ήταν μόνο στην επιβολή μιας άλλης διακυβέρνησης, αλλά κυρίως στην οικοδόμηση των όρων της εφαρμογής ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος στη συνέχεια, που μοιραία θα σήμαινε απότομη όξυνση και γενίκευση της ταξικής πολιτικής αναμέτρησης.
Δε γράφονται αυτά για να περιγραφούν ‘’χαμένες ευκαιρίες’’. Είναι προβληματική αυτή η λογική μέσα στην αριστερά.  Ούτε μόνο για να γίνει η πρόβλεψη πως είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο να δημιουργηθούν ανάλογες συνθήκες στο άμεσο μέλλον, που κάθε άλλο παρά πρέπει να αποκλειστεί. Είναι κυρίως  μια προσπάθεια να σκεφτούμε έξω από το συνηθισμένο τρόπο, που θέλει την αριστερά να εστιάζει την πολιτική λύση, στο ζήτημα της κυβέρνησης και των εκλογών.
Ακριβώς λόγω αυτής της εστίασης, ακριβώς λόγω της υποβάθμισης του αντικαπιταλιστικού προγράμματος και της αντικαπιταλιστικής επανάστασης για την συντριβή της αστικής εξουσίας, ακριβώς εξ αιτίας της έλλειψης προσανατολισμού για ένα εργατικό κίνημα που θα προσεγγίζει πολιτικούς στόχους ανατροπής και μορφές δυαδικής ανταγωνιστικής αντι-εξουσίας, το βήμα μιας αριστερής κυβέρνησης, θα αδυνατεί να είναι ένα βήμα προς τα μπρος, αλλά κατά βάση θα αφήνει ανάποδο χνάρι.
Αν κυβέρνηση της αριστεράς σημαίνει εφαρμογή μιας αριστερής πολιτικής, στο πλαίσιο ενός δρόμου, (αλλά και στόχου) ενάντια και έξω από τον καπιταλισμό, που πρέπει από σήμερα να στοχεύσουμε, είμαστε υποχρεωμένοι  να αντισταθούμε στα κλισέ των ηττοπαθών στρατηγικών και να τολμήσουμε μια νέα προσέγγιση.
 *τεύχος 24 περιοδικού baboushka.               αριστερό blog     

Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ελληνικής κρίσης και η αιτία της...

του Δημήτρη Γιαννακόπουλου

Τώρα που επανεισάγεται η αφήγηση «λεφτά υπάρχουν» από τους αντιπάλους αυτών που την εισήγαγαν αρχικώς για να κερδίσουν γενικές εκλογές στην Ελλάδα στο πλαίσιο του εσωτερικού ανταγωνισμού του δικομματισμού (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ), ήρθε η ώρα να πω δυο κουβέντες για την ανάγκη που δομεί αυτή την αφήγηση με την μορφή της παραμυθίας. Να διευκρινίσω, δηλαδή, πώς αποκλειστικά με την αφήγηση αυτή μπορούν να κερδηθούν, παρά φύση, εκλογές στην σημερινή Ελλάδα και να δείξω με πολιτικοοικονομικούς όρους πώς προκαλείται τεχνητά (επικοινωνιακά) ανακούφιση σε μια προλεταριοποιούμενη κοινωνία ή πώς αναπτύσσεται ο απατηλά παρηγορητικός λόγος της πολιτικής ελίτ και της διαπλοκής που την στηρίζει. 

Το εγχείρημα αυτό μέσα σε λίγες αράδες θα ήταν ίσως μικρής σημασίας, μπορεί και περιττό καθώς το ζήτημα έχει προσεγγισθεί μερικώς από εμένα τον ίδιο προσφάτως, εάν δεν έθιγε την ουσία (την αιτία) που δομεί αυτήν την αβάσταχτη ελαφρότητα στην προσέγγιση της ελληνικής κρίσης με όρους ευρωζώνης: με όρους δηλαδή που ορίζουν την κρίση στην Ελλάδα ως αποτέλεσμα της πόλωσης της συσσώρευσης του κεφαλαίου στην Ευρωπεριοχή.

Κοιτάξτε, στη Ελλάδα το καθεστώς ηγεμονίας και οι συντηρητικοί πολιτικοί (κεντροδεξιοί και κεντροαριστεροί) με ιδιαίτερη επιμέλεια απέφυγαν να υιοθετήσουν αφηγήσεις που θα εστίαζαν στο πώς παράγεται και αναδιανέμεται το χρήμα στην χώρα, και αυτό είναι κατανοητό καθώς έτσι θα αποκαλυπτόταν ο παρασιτικός και βαθειά αντικοινωνικός χαρακτήρας της ελληνικής οικονομίας διαχρονικά στο δυτικό σύστημα και σήμερα στο πλαίσιο της ευρωζώνης και της παγκοσμιοποίησης. Στη Ελλάδα λεφτά παράγονται με έναν ιδεολογικο-οικονομικό τρόπο που αποκρύπτει ή διασκεδάζει την διαδικασία της κυκλικής κίνησης και κυκλοφορίας του κεφαλαίου, συσκοτίζοντας μονίμως την σχέση: διάρθρωση και μοντέλο παραγωγής, αγορά μέσων παραγωγής, αγορά εργασίας και ποιοτική και ποσοτική διάσταση των επενδύσεων πρόσθετου κεφαλαίου. Με άλλα λόγια, οι συντηρητικοί αποφεύγουν σαν τον διάβολο το λιβάνι να προσεγγίσουν την μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο στον τόπο μας, διότι έτσι θα έδειχναν την πραγματική τους πολιτική φύση ως εκτελεστικά όργανα εκείνων που ρυθμίζουν την διαδικασία συσσώρευσης και κυκλοφορίας του κεφαλαίου στην Ευρωζώνη - που δεν είναι αποκλειστικά η γερμανική ελίτ, αλλά η σχέση αυτής με το χρηματοπιστωτικό λόμπυ – ενώ η οργανωμένη αριστερά εγκλωβίζεται δυστυχώς στη γενική μορφή της μετουσίωσης του χρήματος σε κεφάλαιο, στον ιμπεριαλισμό που αυξάνει τα κέρδη με πολωτική τάση, αδυνατώντας να σκύψει στις μικροπολιτικές και στους θεσμούς που νομιμοποιούν και συσκοτίζουν αυτή την διαδικασία, παράγοντας κρίσεις και κοινωνική καταστροφή σαν την Ελληνική. Μάλιστα θα ισχυριζόμουν πως ένα τουλάχιστον μέρος της αριστεράς μοιάζει να αδιαφορεί για τον ιδιαίτερο ιδεολογικό μηχανισμό που υπηρετεί την πόλωση στην ανάπτυξη στην Ευρωζώνη εις βάρος της Ελλάδας (και όχι ασφαλώς μόνον αυτής), καθώς επιμένει να μιλά γενικά για ιμπεριαλισμό ή να επικεντρώνει την κριτική του στη σχέση καπιταλιστικής μητρόπολης-κεφαλαιοκρατικής περιφέρειας.

Και όμως τα ιδιαίτερα ιδεολογικά και θεσμικά χαρακτηριστικά της «πόλωσης» στην οποία αναφέρομαι, είναι αυτά που προσδιορίζουν τον ταξικό χαρακτήρα της κρίσης στην σημερινή Ελλάδα, την μορφή παραγωγής κέρδους, την σχέση εργασίας-τεχνολογίας-κεφαλαίου και την μορφή της κοινωνικής αντίδρασης (αγώνα): προφανής αδυναμία του κινήματος των εργαζομένων να αμυνθεί στη νέα μορφή καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ευρωζώνη που ορίζει ένα Νεοηγεμονικό Πρότυπο, στη βάση του αντιπληθωρισμού και πολιτικών λιτότητας που αποσκοπούν σε μια εντονότερη πόλωση της συσσώρευσης υπέρ των ισχυρών κεντροευρωπαϊκών δυνάμεων. Με αυτή την έννοια θα μπορούσα ακόμη κι εγώ που απεχθάνομαι εθνικιστικούς όρους, όπως «εθνική προδοσία», να μιλήσω για «εθνικούς προδότες» που αναπτύσσουν την αφήγηση «λεφτά υπάρχουν», «λεφτά φέραμε και ξανα-υπάρχουν» για να αποκρύψουν την πραγματική διάσταση της σημερινής ευρωπαϊκής «πόλωσης» που φτωχοποιεί και ταπεινώνει τον ελληνικό λαό περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, καθώς η ελληνική οικονομία στηρίχθηκε περισσότερο από άλλες της περιφέρειας στο φούσκωμα της λεγόμενης «πρόσθετης υπεραξίας»: στην πλαστή αξιακή υπερμεγέθυνση επιχειρήσεων - και των κρατικών ομολόγων - οι οποίες μέσω της διαπλεκόμενης και πελατειακής λειτουργίας του κράτους και της εξίσου διαπλεκόμενης και κομματοκρατικής των τραπεζών εμφάνιζαν απολύτως παραπλανητικά παραγωγικότητα της εργασίας μεγαλύτερη από το μέσο επίπεδο παραγωγικότητας του κλάδου τους σε παγκόσμιο επίπεδο, προσεγγίζοντας ή υπερβαίνοντας σε κάποιες περιπτώσεις τον μέσο όρο στην Ευρωζώνη. Και αυτό διευκολυνόμενες από το άφθονο ισχυρό ευρώ που διασφάλιζε η δανειοδοτική ικανότητα του κράτους και η απολύτως καιροσκοπική λειτουργία των θεσμών της Ευρωζώνης και ιδιαίτερα αυτή της ΕΚΤ.

Τώρα που η φούσκα της ισχυρής ελληνικής Ευρω-οικονομίας έσκασε, στο βαθμό που η χώρα παραμένει στην Ευρωζώνη, εισάγεται μέσω των κατάπτυστων Μνημονίων και της αναμφισβήτητα εξευτελιστικής και αντιπαραγωγικής, αναθεωρημένης Δανειακής Σύμβασης με τους επίσημους δανειστές της χώρας μας, ένα νέο καθεστώς ρύθμισης της συσσώρευσης που θα συνεχίσει να υπηρετεί ορθολογικά τούτη τη φορά την πόλωση του κεφαλαίου στην Ευρωζώνη υπέρ της κεντροευρωπαϊκής ελίτ και των δορυφόρων της στην περιφέρεια ή στο Ευρωπροτεκτοράτο Ελλάς. Αυτό το πρόγραμμα που εφαρμόζει στην Ελλάδα η Συγκυβέρνηση με πρωθυπουργό τον κ. Σαμαρά, θεσπίζει ένα νέο σύστημα αυτοματοποιημένων κοινωνικών πρακτικών φτωχοποίησης και πραξικοπηματικών κυβερνητικών αποφάσεων, με τις οποίες εξασφαλίζεται η προοπτική ιδιοποίησης και επανεπένδυσης της υπεραξίας, που σήμερα μπαίνουν οι βάσεις ώστε αυτή να κεφαλαιοποιείται με κανόνα τον εξευτελισμό της εργασίας και γνώμονα την διαμόρφωση ενός φορολογικού συστήματος και ενός κοινωνικού μοντέλου που θα απαντά σε ένα νέο καθεστώς εντατικής συσσώρευσης που θα καλύψει μέρος της φούσκας των ελληνικών ομολόγων κάθε μορφής, που «εξαερώθηκαν». Γίνεται, δηλαδή, βίαιη διόρθωση με κοινωνικό «σοκ και δέος» στην μορφή εσωτερικής συσσώρευσης και γενικότερα στο μηχανισμό κεφαλαιοποίησης, μέσω του ατομικού προγράμματος για την Ελλάδα, ώστε να ικανοποιηθούν τα νέα δεδομένα που αφορούν στην πόλωση της συσσώρευσης σε επίπεδο ευρωζώνης.

Η διαδικασία αυτή απαιτεί ασφαλώς Διεθνή Επιτροπεία και μεταβολή της χώρας σε υποτελή πολιτεία για όσο διάστημα απαιτηθεί για να αποκρυσταλλωθεί αυτή η νέα ορθολογική ρύθμιση των δημοσιονομικών και της αγοράς στην Ελλάδα, ώστε αυτά να προσαρμοστούν στο μοντέλο πόλωσης της συσσώρευσης στην Ευρωζώνη. Γεγονός που με οικονομικούς όρους μεταβάλει πράγματι την ΕΕ και ιδιαίτερα την ευρωζώνη σε πόλο της παγκοσμιοποίησης υπό την ηγεσία της Γερμανίας και την ηγεμονία που προκύπτει από την συνεργασία και προστριβή μεταξύ κεντροευρωπαϊκής ελίτ και χρηματιστών/τραπεζιτών. Αυτό όμως, το οποίο σημαίνει καταστροφή για την ελληνική κοινωνία και εξασθένηση μέχρις εξευτελισμού του ελληνικού κράτους στις διεθνείς πολιτικές, δεν θα μπορούσε να θεμελιωθεί δίχως την παραγωγή ιδεολογίας και κουλτούρας, που θα το στήριζε και νομιμοποιούσε στο εσωτερικό ως κατάσταση ανάγκης και ως σωτηρία του έθνους και του λαού.

Η ιδεολογία αποκρυσταλλώνεται στην αφήγηση «λεφτά υπάρχουν/ λεφτά φέραμε» και όχι «λεφτά παράγονται στην Ελλάδα, να δούμε πώς» ή από το «τα λεφτά τα φάγαμε, πληρώστε τώρα λαϊκά και μεσαία στρώματα τον λογαριασμό με γενικευμένη εσωτερική υποτίμηση δίχως πάτο για να καλύψετε το έλλειμμα που εμφανίζεται κατά την διαδικασία πόλωσης της συσσώρευσης, έτσι ώστε να μην διαταραχθεί ο μηχανισμός παραγωγής πλεονάσματος στην Γερμανία και να μην κλονιστεί η δομή του τραπεζικού συστήματος και ο μηχανισμός παραγωγής υπεραξίας που διαμορφώνεται αποκλειστικά από την χρηματιστηριακή κυκλοφορία του χρήματος και τον διατραπεζικό δανεισμό». Παράλληλα η σχετική κουλτούρα στην Ελλάδα συνεχίζει να αναπαριστά σχέσεις ελεημοσύνης, κομματικής πατρωνίας και σωτηρίας από τους συμμάχους μας. Πρόκειται για την κουλτούρα εξάρτησης, απόλυτα συνδεδεμένη με την διάσταση του σύγχρονου ελληνικού κράτους, την αντίληψη των κοινωνικών σχέσεων, και της θυματοποιητικής αφηγήσεως περί ελληνικού λαού. Η κουλτούρα αυτή, με έντονα μοιρολατρικά και φονταμενταλιστικά χαρακτηριστικά, συνδέεται αρμονικά με το ιδεολόγημα «λεφτά υπάρχουν/διασφαλίσαμε», χαρακτηρίζοντας την δραματικά συντηρητική μορφή της ελληνικής κοινωνίας, με οπισθοδρομικά μάλιστα στοιχεία και έντονη τάση για ικανοποίηση που προκύπτει αποκλειστικά από την οικονομική παραμυθία. Στο πλαίσιο αυτό όχι μόνον διασκεδάζονται οι πραγματικές οικονομικές και πολιτικές σχέσεις στην χώρα μας, αλλά και το ίδιο το φαινόμενο της εργασίας. Ακούω: «τώρα που πτωχεύσαμε να σηκώσουμε τα μανίκια και να πλακωθούμε όλοι στην δουλειά, αφήνοντας στην πάντα την μιζέρια, τα πώς και τα γιατί». Και αυτά ακούω συνήθως από εκείνους που δεν έχουν ιδέα τι σημαίνει και τι είναι δημιουργική εργασία. Μιλάνε για εργασία είτε αυτοί που την κατανοούν με όρους βιοπορισμού, είτε απλώς ως υπεραξία, είτε ως απασχόληση στο πλαίσιο ενός καταναλωτικού μοντέλου.

Οι λίγοι εκείνοι που μακριά από τις τετριμμένες δεξιές ή αριστερές αφηγήσεις περί εργασίας εστιάζουν στην βιοοικονομική της διάσταση, παραμένουν μάλλον αμήχανοι. Δεν ξέρουν πια τι να πουν, παρατηρώντας την υποκουλτούρα να βασιλεύει ορίζοντας τις συνθήκες αξιοποίησης του κεφαλαίου με όρους εξευτελισμού της εργασίας ή την υπέρβαση της κρίσης, βλαστημώντας το κεφάλαιο. Κοιτάξτε, η θεωρία κατέδειξε και η εμπειρία απέδειξε πως υπάρχει μορφή παραγωγικότητας που αυξάνει, ανεβάζοντας αντί μειώνοντας τους πραγματικούς μισθούς και το επίπεδο απασχόλησης παρά την (σχετική) μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης. Υπάρχει τρόπος ευημερίας, δηλαδή, στον καπιταλισμό μέσω της μείωσης του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, δίχως να φτωχαίνει ο εργαζόμενος - και μάλιστα με περιορισμένη ανεργία - δια της αυξήσεως της παραγωγικότητας με χρήση υψηλής τεχνολογίας παραγωγής και οργάνωσης και έλεγχο των χρηματοπιστωτικών ροών, που όμως προϋποθέτουν πόλωση στην συσσώρευση κεφαλαίου με τον τρόπο που επιδιώκεται και σε μεγάλο βαθμό επιτυγχάνεται από την κεντροευρωπαϊκή βιομηχανική ελίτ, στο πλαίσιο της μεταμοντέρνας μας ΕΕ. Το κακό για τους Έλληνες είναι πώς δεν καταλαβαίνουμε αυτή την διάσταση της ανάπτυξης, διότι αναμασούμε οικονομιστικές σαχλαμάρες και δοξασίες της αγοράς ή περί επανάστασης, δίχως να καταλαβαίνουμε την λειτουργία της πολιτικής οικονομίας της Ευρωζώνης, που δίχως άλλο μας υπονομεύει ως κοινωνία και δημόσια οντότητα. Αν δεν τα καταλάβεις αυτά πώς να διαπραγματευτείς στο πλαίσιο της ΕΕ και των αναδιαρθρώσεων του δημόσιου χρέους - αν υποθέσουμε πως έχεις τέτοια πρόθεση;

Από την μεριά μου προσπάθησα να φωτίσω ακριβώς αυτή την διάσταση της πολυσύνθετης κρίσης στην Ελλάδα, η οποία δεν πρέπει να εγκλωβίζεται σε στείρους εθνικισμούς ή επαναστατικές ρητορείες. Η Ελλάδα είχε και φόντα να διαπραγματευτεί πολιτικά και ικανότητα να διατηρήσει το κύρος και τη δύναμή της, επ’ ωφελεία της ευρύτερης κοινωνίας, ακολουθώντας ένα πρόγραμμα αναδιοργάνωσης, εκδημοκρατισμού και εκβιομηχάνισης με ορθολογικοποίηση των δημοσιονομικών και αποκομματικοποίηση της διοίκησης, που όμως δεν θα ήταν προσαρμοσμένο στην Ευρωπόλωση της συσσώρευσης. Ένα τέτοιο πρόγραμμα υποστήριξα μέσω της διαδικτυακής μου παρέμβασης, που σίγουρα είχε αδυναμίες στον ριζοσπαστικό χαρακτήρα του, καθώς δεν προϋπέθετε, για λόγους στρατηγικής, την έξοδό μας από την ευρωζώνη. Ένα τέτοιοι πρόγραμμα, ωστόσο, ήταν απολύτως ξένο με το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα της Ελλάδας και την οντολογική του υπόσταση στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας γνωρίζει ένα και μοναδικό πράγμα: πώς να πολιτεύεται με το «λεφτά υπάρχουν» και να αναπαράγεται μέσω της διαπλοκής και της κομματικής πατρωνίας, υπηρετώντας ντόπιους και ξένους νταβάδες, ενώ ρητορεύει πατριωτικά. Όχι απλώς γνωρίζει να εξαπάτα πολιτικά τον λαό, αλλά να τον χειραγωγεί μέσω της απόλυτης ιδεολογικο-οικονομικής παραπλάνησης. Έτσι όμως η κυρίαρχη προπαγάνδα στρεβλώνει την γνώση στην χώρα και υπονομεύει την αυτογνωσία των ούτως ή άλλως διχασμένων κοινωνικών υποκειμένων. Το τελευταίο συμβάλει στην διόγκωση του ατομισμού και στην μεταφυσική, απολιτική, φαντασιακή σύνθεση του έθνους μας ως απολιτικής κοινότητας.

Δίχως επίγνωση της πολιτικής οικονομίας που ορίζει την πολιτική διάσταση του εθνικού κράτους, φίλοι, έθνος με την σημερινή πολιτική έννοια δεν υφίσταται. Πρόκειται για μια εικονική οντότητα που αποκτά υπόσταση αποκλειστικά μέσω του ιδεολογήματος «λεφτά υπάρχουν στην τσέπη των Ελλήνων Χριστιανών». Αυτό σημαίνει το «πάση θυσία στο Ευρώ»: πολιτική κοινότητα δομημένη στο «πάση θυσία στο Ευρώ». Το εθνικό κράτος του ευλογημένου Ευρώ, αν προτιμάτε! Μόνον που αυτό το «εθνικό κράτος» υπό αναστολή κυριαρχίας σήμερα, δεν εξυπηρετεί την κοινωνία και την πολιτεία που το ορίζουν, αλλά μια μεταμοντέρνα οντότητα στις παρυφές της οποίας εμφανίζεται να ζητιανεύει λεφτά και συμπάθεια, ώστε λεφτά να υπόσχεται, έστω και για παρηγοριά … για το μέλλον!

Εύχομαι, για τα Χριστούγεννα και την Νέα Χρονιά, ο Έλληνας της εργασίας να μάθει να σέβεται την εργασία του – που είναι εν τέλει ο εαυτός του - και μέσω αυτής τον εαυτό του: έτσι θα μάθει εμπειρικά τι σημαίνει πολιτική οικονομία και θα απομακρυνθεί από τα ιδεολογήματα και την κουλτούρα που τον καθιστούν πιόνι στην Ευρωπόλωση της σύγχρονης μορφής συσσώρευσης μετά την διεθνή κεφαλαιοκρατική κρίση που εξελίσσεται σταδιακά σε ολόκληρη την υφήλιο. Το ίδιο εύχομαι και στον άνεργο καθώς και αυτός υποκείμενο της εργασίας είναι, που θα πρέπει να ταυτίζεται με αυτήν, αν πάψει να ορίζει τον εαυτό του ως εν δυνάμει απασχολούμενο, απασχολήσιμο, ή δουλικό και οιονεί αφεντικό των άλλων ή του εαυτού του. Μετά από αυτό πολλά δυσνόητα θα γίνουν αυτονόητα σε ότι αφορά στην συλλογική πολιτική δράση για την επόμενη περίοδο.



Ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, ειδικός σε θέματα πολιτικής και διακυβέρνησης στην Ευρασία.


Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

ΓΑΓΓΡΑΙΝΑ


Αν δεν ήταν τόσο θλιβερή, θα ήταν απολαυστικά αστεία όλη αυτή η «ταραχή» γύρω από την «αποκάλυψη» ότι ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου έσβησε από τη λίστα Λαγκάρντ τα ονόματα δύο … κάτι. Εξαδέλφων του, ανιψιών του, μπατζανάκηδων, κάτι. Έχω μπερδευτεί με τα σόγια των πολιτικών, οπότε πλέον δε δίνω σημασία στις συγγένειες.
Άλλωστε όλοι τους είναι συγγενείς εξ αγχιστείας. Έχουν παντρευτεί μεταξύ τους τα τέκνα του παράνομου πλουτισμού. Παλιότερα, ας πούμε, είχαμε «το σκάνδαλο των κουμπάρων». Όλοι μια οικογένεια είναι. Άλλωστε, η μία ξαδέρφη, ανιψιά ή ό,τι άλλο του Γιώργου Παπακωνσταντίνου του ΠΑΣΟΚ είναι κόρη του Μιχάλη Παπακωνσταντίνου της ΝΔ. Αυτό μας μάρανε;
Το πολιτικό σύστημα που έστησαν οι δύο παρατάξεις που κυβέρνησαν τη χώρα έχει τα θεμέλιά του στη διαφθορά. Από την κορυφή ως τα νύχια είναι σάπιο. Ζέχνει. Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου τυχαία, ούτε αδικαιολόγητη η καχυποψία των πολιτών για τους πολιτικούς. Όλοι ξέρουν «κάτι» για κάποιον από αυτούς. Αλλά τους ψηφίζουν. Επειδή πείστηκαν ότι αυτό είναι. Έτσι είναι τα πράγματα. Η πολιτική είναι βρώμικη. Το λες και ξεμπερδεύεις. Αποενοχοποιείσαι. Το έκανες το χρέος σου. Λες, «δεν είμαι μαλάκας μωρέ, ξέρω τι γίνεται». Ναι, δεν είσαι μαλάκας, είσαι μάγκας. Καλά, εντάξει.
Οι πολίτες, όμως, είναι πολίτες. Πλήθος. Επί το πλείστον «ανώνυμοι». Δε μπορείς να πιάνεις τον καθένα ξεχωριστά και να του εξηγείς. Δεν είσαι και η Μητέρα Τερέζα της κοινωνικής αφύπνισης. Οι πολιτικοί, αντίθετα, είναι συγκεκριμένοι. «Επώνυμοι». Καταμετρημένοι. Ξέρεις τους κομπιναδόρους. Τους βλέπεις. Αλλά δεν τους αγγίζει κανείς.
Φτάσαμε στο σημείο όπου ο Βενιζέλος που κατασκεύασε την ατιμωρησία των υπουργών να κάνει κηρύγματα ηθικής και να μαλώνει όσους αμφισβητούν την εντιμότητά του ιδίου και του κόμματός του. Ενός κόμματος που οργάνωσε τη διαφθορά του Κράτους και έκανε επάγγελμα τη λαμογιά. Κι, όμως, τολμά ακόμη να μιλάει. Ορίστε, οι συνταγματολόγοι διαφωνούν για το αν παραγράφηκε το αδίκημα του Παπακωνσταντίνου επειδή μία περίοδος της Βουλής διήρκησε 24 ώρες! Ούτε στην κλιμακτήριο τέτοια ανωμαλία. Γίνεται εύκολα κατανοητό για ποιο λόγο εξαφανίστηκε η λίστα επί 2 χρόνια. Έπρεπε να σιγουρευτούν τα δύο κόμματα ότι θα υπάρξει παραγραφή.
Φτάσαμε όμως και σε ένα ακόμη σημείο. Να βγαίνουν οι έχοντες στην πλάτη τους το μισό ποινικό κώδικα και να διδάσκουν ηθική. Βγαίνουν οι χρυσαυγίτες να καταγγείλουν τη διαπλοκή, τη διαφθορά και τη φοροδιαφυγή. Ποιοι; Αυτοί που έχουν μπουρδελοξενοδοχεία και κάνουν μηδενικές δηλώσεις εσόδων. Δηλαδή, έχουμε λαλήσει εντελώς.
Πραγματικά είναι να τρελαίνεσαι με τον «πολιτικό σάλο» που γίνεται όποτε ακούγεται ότι κάποιος πολιτικός είναι μπλεγμένος σε σκάνδαλο.
Οι καθαροί τρομάζουν με τους λερωμένους. «Δεν είχαμε υποψιαστεί τίποτα. Δεν έδωσε ποτέ δικαίωμα. Ο Άκης ήταν το καλύτερο παιδί στη γειτονιά». Κι άντε αρχίζει το πανηγύρι της υποκρισίας και διαγράφουν τον Τσοχατζόπουλο από το κόμμα. Ύστερα ξανατρομάζουν οι καθαροί και διαγράφουν και τον Παπακωνσταντίνου από το κόμμα. Και ηθικά νιώθουν δικαιωμένοι και ξεμπερδεμένοι.
Κάνουν λες και ξαφνικά αντελήφθησαν πως ένα δαχτυλάκι του πολιτικού συστήματος έπαθε μόλυνση και το κόβουν για να μην επεκταθεί η μόλυνση. Ύστερα κόβουν κι άλλο δαχτυλάκι, πάλι για να μην επεκταθεί η μόλυνση. Εν τω μεταξύ, ολόκληρο το σώμα της Εξουσίας είναι μέσα στη γάγγραινα. Σαπίζει. Δεν έχει μείνει υγιής ούτε ιστός, ούτε θεσμός. Κι αυτό το σάπιο σώμα, αποφασίζει από μόνο του να αυτοϊαθεί κόβοντας ένα δαχτυλάκι που και που.
Θυσιάζει τα πιο άχρηστα κομμάτια του για να μπορεί να στέκεται όρθιο και να μολύνει την κοινωνία ολόκληρη. Αυτό το σώμα θα έπρεπε να αποτεφρωθεί και η στάχτη του να σταλεί στο διάστημα μήπως και σωθούμε. Αντ’ αυτού, καθόμαστε ως κοινό και παρακολουθούμε τις εξελίξεις. Τις «αποκαλύψεις». Το θέατρο του παράλογου σφαγείου. Διότι, ενώ αυτοί κόβουν δαχτυλάκια από το σάπιο σώμα τους, την ίδια ώρα σφαγιάζουν τα πιο υγιή κομμάτια της δικής μας ζωής.
Διώχνουν τους νέους από την Ελλάδα, τους τιμωρούν με ανεργία, τους φυλακίζουν στην ανέχεια, αποκεφαλίζοντας ουσιαστικά το μέλλον αυτής της χώρας. Και το κοινό από κάτω, στην κοσμάρα του. «Ωωωωω τι έκανε ο Παπακωνσταντίνου!». Εμ, ο Παπακωνσταντίνου δε θα το έκανε αν δεν ψήφιζες τον Παπανδρέου κι ο κάθε Παπακωνσταντίνου δε θα τη γλίτωνε αν δεν εμπιστευόσουν τον Σαμαρά και τα Ζάππεια. Κάτσε τώρα και δες το έργο «Η λίστα Λαγκάρντ και οι πρασινομπλέ παρθένες». Ποπ κορν, θες; Λεφτά για ποπ κορν, υπάρχουν.

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Αποδομώντας την ιδέα της προόδου

του Γιάννη Μπίλλα via “Από Κοινού”
Παιδί του Διαφωτισμού η Πρόοδος υιοθετείται και εμπεδώνεται τον 19ο αιώνα και ενσωματώνεται στο φαντασιακό των σημερινών ανθρώπων. Η Hannah Arendt περιγράφει στο βιβλίο της «Περί βίας» ότι η ιδέα της προόδου ήταν άγνωστη το 16ο,17ο και 18ο αιώνα.
Στις προθέσεις μου είναι η αποδόμηση της αντίληψης που έχει δημιουργηθεί στην κοινωνία μας για την πρόοδο. Υπάρχει μια κυρίαρχη αντίληψη για την πρόοδο η οποία ορίζεται ουσιαστικά με μια ευθεία, ένα ευθύγραμμο σχήμα το οποίο οδηγεί στη διαρκή εξέλιξη των κοινωνιών, στην διαρκή ανάπτυξη της παραγωγής και της κατανάλωσης συνδεδεμένο με την ιδέα της ευτυχίας.
Αυτή η αντίληψη για την πρόοδο έχει σχεδόν εποικίσει το φαντασιακό των ανθρώπων των σημερινών κοινωνιών και υπέχει θέση θρησκείας για τους περισσότερους. Χωρίς την κριτική στην ιδέα της προόδου, κατά την γνώμη μου, δεν μπορούμε να οδηγηθούμε σε άλλα νοήματα ζωής και σε άλλους τρόπους θέσμισης των κοινωνιών.
Πρόοδος-συντήρηση
Επηρεασμένος απ’ αυτή την οπτική δυσκολευόμουν να τοποθετήσω τον εαυτό μου στο σχήμα πρόοδος και συντήρησης μιας και καλλιεργώ την γη περίπου όπως οι πρόγονοι μου, άρα τι είμαι προοδευτικός ή συντηρητικός; Αν αναφερθώ στη γιαγιά ενός φίλου μου η οποία του ζήτησε πριν πεθάνει να πάει στα κτήματα που την θρέψαν για να τα «αποχαιρετίσει» όπως του είπε, που θα εντάξουμε αυτή την στάση των παλιότερων αγροτών απέναντι στη φύση, στην πρόοδο ή στη συντήρηση; Υπέχει θέση νοήματος στη ζωή της γιαγιάς αυτή «η αφελής αλλά στέρεα γνώση» των παλιών ανθρώπων της υπαίθρου ότι οι άνθρωποι εξαρτώνται άμεσα από το φυσικό περιβάλλον. Αν λοιπόν ορίσουμε το παράδειγμα της γιαγιάς ως δείγμα μιας κοινωνίας που απηχεί το χθες θα πρέπει να ορίσουμε και τον σημερινό τρόπο παραγωγής των αγροτών οι οποίοι είναι εντελώς αλλοτριωμένοι σε σχέση με αυτό που παράγουν, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις που έχει στο περιβάλλον και στις επόμενες γενιές. Σύμφωνα λοιπόν με την ευθύγραμμη αντίληψη για την πρόοδο θα πρέπει να ορίσουμε τη θέση της γιαγιάς ως σημείο συντήρησης και τον τρόπο καλλιέργειας της γης των σημερινών αγροτών ως σημείο προόδου.
UBUNTU
Ένα δεύτερο παράδειγμα αναντιστοιχίας με την αφήγηση της ιδέας της προόδου είναι η έννοια της αλληλεγγύης, αίτημα και πρόταγμα των ημερών μας. Ηθικά, υποτίθεται ότι οι σύγχρονες κοινωνίες, ως πιο προοδευτικές από τις προηγούμενες, εμπεριέχουν την αλληλεγγύη ως συστατικό του στοιχείο. Είναι έτσι όμως;
Ubuntu λέγεται στην γλώσσα των φυλών της υποσαχάριας Αφρικής (Ζουλού, Μασάι, κα) η αλληλεγγύη της κοινότητας. Ένας ανθρωπολόγος επισκέφθηκε την φυλή των Ζουλού (η φυλή των Ζουλού βρίσκεται σε πολύ δύσκολη κατάσταση), βρήκε μια ομάδα μικρών παιδιών και τους έβαλε ένα καλάθι με φρούτα σε ένα δέντρο απέναντι τους. Έπειτα τους ζήτησε να τρέξουν και όποιο παιδάκι θα έφθανε πρώτο στο δέντρο, αυτό θα έπαιρνε όλα τα φρούτα. Δίνει λοιπόν το σύνθημα, τα παιδάκια πιάνονται χέρι με χέρι, πήγαν και κάθισαν γύρω από το καλάθι και άρχισαν να μοιράζονται τα φρούτα. Τους ρώτησε ο ανθρωπολόγος έκπληκτος, επηρεασμένος από το φαντασιακό «των προηγμένων κοινωνιών», γιατί αυτό και τα πιτσιρίκια του απάντησαν Ubuntu, που σημαίνει στο εννοιολόγιο της γλώσσας των υποσαχάριων φυλών ότι, αν ένας από εμάς δεν είναι χαρούμενος, δεν μπορούμε να είμαστε και εμείς.
Αναφέρομαι σε αυτό το παράδειγμα για να δείξω ότι η κοινωνία των Ζουλού, παρόλο που είναι όχι μόνο προ καπιταλιστική κοινωνία αλλά και προ φεουδαρχική, διατηρεί την αλληλεγγύη των μελών της ως συστατικό της στοιχείο, μόνο που αυτό δεν βρίσκει αντίστοιχη θέση στην κρατούσα ιδέα της ευθύγραμμης προόδου. Δηλαδή, μια παλιότερη μορφή οργάνωσης της κοινωνίας, διατηρεί την αλληλεγγύη η οποία, στις εξελιγμένες κοινωνίες, είναι ζητούμενο. Μιας και μιλάμε για την αλληλεγγύη θέλω να αναφέρω ότι όσοι από εμάς, με οποιοδήποτε τρόπο, υπερασπιστήκαμε τις κοινότητες των Τσιάπας και τους Ζαπατίστας στο Μεξικό, υπερασπιστήκαμε και δείξαμε την αλληλεγγύη μας σε προ καπιταλιστικές μορφές οργάνωσης των εν λόγω κοινωνιών. Οι 420 από τις 570 κοινότητες των Τσιάπας, λειτουργούν ακόμα και σήμερα με το εθιμικό δίκαιο, που σημαίνει προδικαιικές κοινωνίες. Βεβαίως, οι Ζαπατίστας και η διεθνής αλληλεγγύη «εμβολίασαν» τις κοινότητες των Τσιάπας και με άλλα στοιχεία αλλά αυτό ουδόλως αναιρεί την αφήγηση μας για την αποδόμηση της ιδέας της προόδου.
Το δικαίωμα στην τεμπελιά
Θα αναφερθώ και σε ένα άλλο παράδειγμα από την Γαλλική επανάσταση, δανεισμένο από το βιβλίο του Πωλ Λαφάργκ «το δικαίωμα στην τεμπελιά». Οι επίσημες αργίες πριν από τη Γαλλική επανάσταση με το παλιό καθεστώς, ουσιαστικά πριν την επικράτηση της αστικής τάξης (η οποία σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη της εξέλιξης των κοινωνιών ήταν πιο προοδευτική τάξη από τους Φεουδάρχες που ανέτρεψε) ήταν 90 μέρες τον χρόνο, εκ των οποίων οι 52 ήταν οι επίσημες αργίες της Κυριακής και οι 38 θρησκευτικές αργίες. Δηλαδή, οι άνθρωποι το ¼ της ζωής τους το περνούσαν με σχόλη, με γλέντια και με άλλες κοινωνικές και ερωτικές σχέσεις. Έρχεται λοιπόν η νεοανερχόμενη αστική τάξη, η οποία με πρόσχημα την αθεΐα και την εκκοσμίκευση, καταργεί τις 38 θρησκευτικές αργίες, ενώ ταυτόχρονα εφαρμόζει την εβδομάδα των 10 ημερών. Πίσω λοιπόν από το πρόσχημα της αθρησκίας, αντιλαμβανόμαστε ότι υποκρύπτονταν οι αυξημένες ανάγκες της παραγωγής των εργοστασίων τους.
Τα παραπάνω παραδείγματα αποδομούν την ιδέα της προόδου, η οποία ως ιστορική αφήγηση εξελικτικά ορίζεται κάπως έτσι: από την πρωτόγονη κοινωνία (για μερικούς ερευνητές ήταν και η κοινωνία της αφθονίας) περάσαμε στη δουλοκτητική κοινωνία, μετά στον Φεουδαρχισμό, μετά στον καπιταλισμό και το επόμενο στάδιο που θα είναι ο σοσιαλισμός. Κομβικό στοιχείο της εξελικτικής πορείας των κοινωνιών αυτής της αφήγησης, είναι ότι κάθε επόμενο στάδιο είναι και πιο προοδευτικό από το προηγούμενο. Έλεγε ο Μάρξ ότι ο καπιταλισμός εργάζεται με σιδερένια αναγκαιότητα προς αναπόφευκτα αποτελέσματα (τον σοσιαλισμό δηλαδή). Από εδώ πηγάζει και η σιγουριά ότι η ιστορία, εργάζεται υπέρ του διαφωτισμού, της ισότητας και της ατομικής ελευθερίας. Αυτό, κατά τον Κρίστοφερ Λας, ήταν η πηγή της Μαρξιστικής αδιαφορίας και των επιγόνων του, για την ηθικότητα των σκοπών και των μέσων, μιας και γίνεται δεκτό οτιδήποτε επιταχύνει την προλεταριακή επανάσταση. Όπως θα προσέξατε, αυτή η φαταλιστική αισιοδοξία για την πρόοδο των κοινωνιών, κατέστησε περιττούς τους δρώντες και τις προθέσεις τους. Οι πιστοί της προόδου, νομίζουν ότι έχουν την ιστορία με το μέρος τους.
Παραγωγισμός
Ας δούμε τώρα πού αλλού συναντιούνται ο φιλελευθερισμός με τον Μαρξισμό. Οι φιλελεύθεροι, υποστηρίζουν πως η πρόοδος θα γινόταν με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, άρα αφού θα μεγαλώσει η πίτα, θα φάμε όλοι, ο δε Μαρξισμός, φαντασίωνε ότι με την απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που θα περιέλθουν στην κατοχή της εργατικής τάξης (νομοτελειακά σχεδόν), θα μοιραστεί δικαιότερα ο πλούτος και η εργασία. Ο παραγωγισμός, λοιπόν, συνέχει και τις 2 θεωρίες. Αυτό, είχε ως αποτέλεσμα να σαρωθούν άπειρες μικρές και μεγάλες αφηγήσεις ζωής και παραγωγής, μια πανσπερμία κοινοτήτων που διεκπεραίωναν παραγωγικά και διοικητικά τη ζωή τους, που ήταν μέρος του πλούτου της ανθρωπότητας. Οι επίγονοι του Μάρξ, επηρεασμένοι από αυτή την αφήγηση, καταστρέψανε οποιαδήποτε προκαπιταλιστική μορφή οργάνωσης των κοινωνιών, μιας που ο εξηλεκτρισμός της χώρας και η βαριά βιομηχανία αποτελούσαν την καρδιά και τους πνεύμονες του σοσιαλισμού (ΒΙ Λένιν) και για να μην ξεχνιόμαστε, επί Στάλιν, έγινε η βίαια κολεκτιβοποίηση της αγροτιάς. Η αγροτική Σοβιετική Ένωση, πριν την επανάσταση του 1917, ήταν οργανωμένη σε κοινότητες (τα αγροτικά κοινόβια Μιρ). Ο θεσμός των Μιρ, ήταν μια μορφή αυτοοργάνωσης, μια πανάρχαια μορφή αγροτικής κοινοκτημοσύνης που λειτουργούσε με δημοκρατική συγκρότηση και αλληλέγγυα ευθύνη μεταξύ των μελών της από τον 11ο αιώνα και μετά, αδιαλείπτως. Το γεγονός ότι ο θεσμός των Μιρ κάλυπτε σε πολλές περιφέρειες το 60% του αγροτικού πληθυσμού, δείχνει πως ήταν κοινωνικά αποδεκτός. Στην έκδοση του κομουνιστικού μανιφέστου το 1882, στον πρόλογο του ο Μάρξ και ο Ένγκελς, προτρέπουν τους Ρώσους να ακολουθήσουν τη Ρώσικη παράδοση του κοινοτισμού, γιατί αυτός θα είναι ο γρηγορότερος και ασφαλέστερος δρόμος προς τον σοσιαλισμό (επιστολή του Μάρξ προς τους Ρώσους Μιχαϊλόφσκι και Βέρα Ζάζουλιτς).
Ο Μεσιανισμός της προόδου
Αν στην εποχή του Μάρξ η μόλυνση του περιβάλλοντος και η περατότητα των φυσικών πόρων δεν ήταν τόσο εμφανής όσο στις μέρες μας, σήμερα δεν μπορούμε να αδιαφορούμε. Αυτό, που φέρνει η ιδέα της αποανάπτυξης στη συζήτηση, είναι ότι η διαρκής ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων προσκρούει στην περατότητα των φυσικών πόρων. Ο Νικόλας Γκεοργκέσκου Ρόεγκεν, γράφει ότι σε ένα πεπερασμένο πλανήτη, δεν μπορούμε να μιλάμε για απεριόριστη ανάπτυξη.
Τέλος, χρειάζεται να αποδομηθούν και οι «πυλώνες» της προόδου και της διαρκούς ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που δεν είναι άλλες από την επιστήμη και την τεχνολογία. Καλλιεργήθηκε και στις μέρες μας κατασκευάζεται διαρκώς ένας λανθάνων μεσιανισμός της επιστήμης και της τεχνολογίας (παρά το κουρέλιασμα τους από το ατύχημα της Φουκουσίμα). Ο μεσιανισμός αυτός, καλλιεργεί την προσδοκία (πίστη μήπως;) ότι τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν στο κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον που είναι απόρροια πολιτικών, οικονομικών και φαντασιακών επιλογών των κοινωνιών, θα μας τα λύσει η επιστήμη και η τεχνολογία (μεταλλαγμένα τρόφιμα ως απάντηση στην πείνα, φθηνή και απεριόριστη ενέργεια με την υποσχόμενη διάσπαση του υδρογόνου και η ανακάλυψη του «σωματιδίου του Θεού» από το CERN. Μια λέξη-έννοια επαναλαμβάνεται διαρκώς από το πολιτικό προσωπικό και τους τεχνικούς της εξουσίας στην χώρα μας: ανάπτυξη, ανάπτυξη, ανάπτυξη… Ενίοτε δε, τη βαπτίζουν βιώσιμη, αειφόρο, πράσινη ανάπτυξη. Αν επιλέξαμε τον όρο αποανάπτυξη, το κάναμε συνειδητά γιατί θέλουμε να πλήξουμε το κεντρικό φετίχ αυτής της κοινωνίας, να αποδομήσουμε το εννοιολογικό υπόστρωμα του καπιταλισμού και να αποαποικίσουμε το κεντρικό φαντασιακό του ανθρωπολογικού τύπου του καπιταλισμού που είναι η πρόοδος μέσω της ανάπτυξης, της κατανάλωσης με τη χρήση της επιστήμης και της τεχνολογίας.

ΠΕΤΑΜΕ!

«Η Ελλάδα θα τα καταφέρει», ήταν το μήνυμα που απηύθυνε ο Αντώνης Σαμαράς, μιλώντας στην εκπομπή «Χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν στο Πρώτο» της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και ευχήθηκε καλά Χριστούγεννα σε όλους τους Έλληνες. Χαρακτήρισε το 2013 δύσκολη χρονιά, επισήμανε, ωστόσο, ότι «αν εργαστούμε συστηματικά η χώρα θα απογειωθεί και πάλι»....
.
«Και πάλι»! Δηλαδή πότε ήταν απογειωμένη η Ελλάδα; Για να το καταλάβω κι εγώ που ήμουν επιβάτης της πτήσης. Ο Σαμαράς δεν ήταν αυτός που ορκιζόταν μέχρι χτες ότι θα βάλει τέλος στην Ελλάδα του αίσχους, της διαφθοράς, του πελατειακού κράτους, εννοώντας την Ελλάδα που όλοι ζήσαμε τα τελευταία χρόνια;
Εκτός κι αν εννοούσε ότι η Ελλάδα ήταν απογειωμένη επί Χούντας. Εκτός κι αν εννοούσε ότι ήταν απογειωμένη επί Γλύξμπουργκ ή ακόμη πιο παλιά. Στον Εμφύλιο ή στην Κατοχή. Μήπως επί Τουρκοκρατίας; Βυζαντίου; Πότε ήταν απογειωμένη η Ελλάδα; Εννοεί την αρχαία Ελλάδα ο πρωθυπουργός;
Μάλλον όχι. Είμαι σχεδόν ανήθικος που κάνω τέτοιες σκέψεις και τρολάρω το χριστουγεννιάτικο μήνυμα του πρωθυπουργού. Είναι πρόστυχο να ειρωνεύομαι το αισιόδοξο αυτό μήνυμα της κυβερνητικής αεροπορίας.
Ο πιλότος – πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς, υπόσχεται ότι το καλύτερο που μπορεί να κάνει είναι μας γυρίσει πίσω στο 2009. Στην προ Μνημονίου κατάσταση. Άλλωστε και το χρέος που επιδιώκει ως επιτυχία είναι λίγο παραπάνω από εκείνο που είχε η Ελλάδα το 2009.
Δεν είναι τυχαίες οι λέξεις που χρησιμοποιεί ένας πρωθυπουργός. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να έλεγε ότι «αν εργαστούμε συστηματικά η χώρα επιτέλους θα απογειωθεί». Δεν το είπε. Διότι τελικά είναι πεντακάθαρο ότι δε μπορεί να αλλάξει τίποτα. Και, κυρίως, δε θέλει να αλλάξει κάτι.
Τον κράζει η Τρόικα ότι δεν κυνηγά τη φοροδιαφυγή, τον κράζουν τα ξένα ΜΜΕ ότι έχει αφήσει μια πεντάδα επιχειρηματιών να κουμαντάρουν όλη την οικονομία της Ελλάδας, τον κράζουμε εμείς ότι έχει ρημάξει τα πάντα, αλλά ο Αντώνης Σαμαράς δηλώνει αισιόδοξος.
Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο. Το πλιάτσικο μπήκε στο αυλάκι, κέρδισαν αυτοί που έπρεπε να κερδίσουν από την κρίση, έγινε ένα παιχνίδι δισεκατομμυρίων στην πλάτη μας μέσω των ομολόγων, πήρε ο Μπόμπολας τα έργα του, θα πάρει ο Λάτσης τα φιλέτα της δημόσιας γης, θα πάρει ο Κόκκαλης τον ΟΠΑΠ, θα πάρει ο Ψυχάρης το δάνειο που θέλει κι όλα μέλι – γάλα. Η Ελλάδα θα απογειωθεί και πάλι.
Η Ελλάδα του πολιτικαντισμού, του λαϊκισμού, του ρουσφετιού, της λαμογιάς, της διαφθοράς, έγινε ξαφνικά όραμα. Έγινε επιτυχία. Απογείωση! Η αναδιανομή πλούτου πέτυχε, οι πλούσιοι πλούτισαν περισσότερο, οι μεσαίοι φτώχυναν, οι φτωχοί εξαθλιώθηκαν, ο φασισμός αναπτύχθηκε, μια χαρά έγιναν όλα. Όπως έπρεπε.
Η Ελλάδα θα απογειωθεί και πάλι. Εντάξει, κάποιοι θα κάθονται στη business class κι εμείς οι υπόλοιποι στα φτερά, έξω από το αεροπλάνο. Έπρεπε να ξεχωρίσουμε λίγο σε αυτή τη χώρα, γιατί είχαμε παραγίνει ίσοι κι όμοιοι. Είχαμε φτάσει στο ελεεινό σημείο να τρώει ο περιπτεράς στα ίδια εστιατόρια που έτρωγε ο Βαρδινογιάννης. Κατάντια! Τώρα επιτέλους ξεχώρισαν οι τάξεις. Θα έχουμε κανονικό καπιταλισμό όχι ό,τι κι ό,τι.
«Το 2013 θα είναι μια δύσκολη χρονιά». Εντάξει, το πολύ – πολύ να τροχοδρομήσει το αεροπλάνο σε βότσαλα, κάποια σπίτια να πέσουν και να τα μαζέψουν οι τράπεζες, κάποιοι να δουλεύουν με 200 ευρώ μισθό και θα τους λέμε τυχερούς επειδή πληρώνονται έστω κι αυτά, κάποιοι δημόσιοι υπάλληλοι να χαθούν αλλά θα αντικατασταθούν από γαλάζιους νέους αγωνιστές, κάποιοι μπορεί και να πεθάνουν επειδή δεν έχουν χρήματα να νοσηλευτούν ακόμη και σε δημόσιο νοσοκομείο.
Ε, τι να γίνει τώρα; Χρειάζονται θυσίες. Η μηχανή του κιμά πρέπει να αλέσει κρέας. Διότι μετά την απογείωση προς το 2009, στους επιβάτες της business class θα προσφερθεί μπιφτέκι γεμιστό με κέρδη. Άλλωστε, όταν μιλούσαν για plan A και plan B, τι νομίζετε ότι εννοούσαν; Δεν επρόκειτο για σχέδια εξόδου από την κρίση, αλλά για σχέδια πτήσης βαθύτερα προς την κρίση που πλέον θα έχει και ανθρωπιστικό χαρακτήρα.
Ας όψονται κάποιοι αφελείς που ψήφισαν αυτό το τρικομματικό έκτρωμα ελπίζοντας ότι οι «μεταρρυθμίσεις» του θα μας οδηγούσαν σε μια καλύτερη Ελλάδα. Ας μη στενοχωριούνται όμως. Θα τους γίνει ιδιαίτερη τιμή. Τη σαμπάνια που θα μοιραστεί στους επιβάτες της business class θα την πιουν στην υγεία των κορόιδων.

ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ

ΕΝ ΑΝΑΜΟΝΗ…

«Θα τους ταράξουμε στη νομιμότητα». Ήταν αστείο και τότε. Τώρα ακούγεται γελοίο. Ειδικά μετά την απόφαση του υπ. ΟΙΚ. ότι το τάδε ή το δείνα δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να κρίνει τις αποφάσεις του. Η απαξίωση της Δικαιοσύνης, των νόμων και της νομιμότητας  ξεκίνησε επίσημα από τη στιγμή που ο κ. Στουρνάρας έκρινε ότι οι αποφάσεις των δικαστών δεν έβγαιναν σύμφωνα με τους νόμους, αλλά σύμφωνα με τις αποδοχές τους.
«Θα βομβαρδίζουμε την κυβέρνηση με θετικές προτάσεις νόμων». Ήταν μια αφελής πολιτική δήλωση και τότε....
Τώρα ακούγεται ως κοινή σαχλαμάρα. Οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου έχουν καταργήσει το Σύνταγμα και τη λειτουργία της Βουλής. Ελάχιστα πράγματα πάνε για συζήτηση στη Βουλή και από αυτά, τα περισσότερα μετά την εφαρμογή τους.
«Εγώ λέω μαυρίστε τους στις κάλπες. Η φυσική βία επιτρέπει στους θύτες να γίνονται θύματα» είχε πει επίσης το «Νούμερο 2». Σ’ εκείνες τις κάλπες που οδηγηθήκαμε με τον εκβιασμό της καταστροφής και τα διλλήματα περί ζωής ή θανάτου. Σ’ εκείνες τις κάλπες που οδήγησαν τη φασιστική βία στα έδρανα της Βουλής κι έδωσαν βουλευτική ασυλία σε κατηγορούμενους για ποινικά αδικήματα.
«Αν βρεθεί κάποιος που να έχει ασκήσει βία σε πολιτικό και να έχει οργανωτική ή πολιτική σχέση με το κόμμα μου, θα ζητήσω τη διαγραφή του», είχε τονίσει ο «Νούμερο 2». Αυτά είναι νοικοκυρεμένα πράγματα. Όταν δεν υπάρχει Δικαιοσύνη, όταν δεν υπάρχει Βουλή, όταν δε λειτουργούν οι θεσμοί, τότε αν αμυνθείς στη βία που σου ασκείται και σε εξαθλιώνει, τιμωρείσαι και με μία διαγραφή.
«Η βία είναι φασισμός» είχε ξεκαθαρίσει το «Νούμερο 2». Έτσι, γενικά και αόριστα. Η βία! Η βία των γηπέδων, ας πούμε, είναι ίδια με τη βία που ασκείς στον αγώνα να επιβιώσεις. Η βία της «Χρυσής Αυγής» που μαχαιρώνει αλύπητα και ατιμώρητα, είναι ίδια με τη βία που ασκήθηκε στη Γαλλική Επανάσταση. Η βία των αστυνομικών κατά άοπλων πολιτών ραντίζοντάς τους με χημικά και πετώντας τους κρότου – λάμψης, είναι ίδια με την απόπειρα δολοφονίας του Παπαδόπουλου από τον  Αλέκο Παναγούλη.Πόσο όμορφα πακετάρουμε την οργή του λαού μαζί με τη δολοφονική μανία μισάνθρωπων φασιστών στη λέξη «βία».
Ο «Νούμερο 2» θέλει να κυβερνήσει. Ο κόσμος, όμως, θέλει να σωθεί από την εξαθλίωση. Μέχρι σήμερα ο «Νούμερο 2» και ο κόσμος δείχνουν να έχουν διαφορετικούς στόχους. Η λογική του «Νούμερο 2» κατάφερε να εντάξει έναν μεγάλο πολιτικό φορέα της Αριστεράς στο «όλοι ίδιοι είναι». Οι πρακτικές του «Νούμερο 2», οδήγησαν μια μεγάλη νίκη ενός πολιτικού φορέα της Αριστεράς σε ένα κλικ προς το συμμαζεμένο κέντρο του νεκραναστημένου τριτοκοσμικού σοσιαλισμού.
Οι νεοναζί σφάζουν.
Μην τους χτυπάτε. Βομβαρδίστε τους με νομιμότητα. Κάντε τους μήνυση. Ούτως ή άλλως δε θα τιμωρηθούν. 
Οι φύλακες του καθεστώτος  ανοίγουν κεφάλια και τρομοκρατούν σε κάθε πορεία.
Μην αντιδράτε. Σκεφτείτε θετικά και κάντε στα ΜΑΤ θετικές προτάσεις.
Οι τράπεζες μας παίρνουν τα σπίτια.
Απομακρυνθείτε ησύχως παίρνοντας μαζί σας μόνο τα απαραίτητα για το δρόμο.
Οι εργάτες μένουν απλήρωτοι.
Μη διαμαρτύρεστε, έχουν και τ’ αφεντικά  τα δίκια τους.
Το Κράτος μας κλέβει το ψωμί.
Μην πεινάτε. Θα φάτε στις κάλπες.
Η κατάσταση είναι τραγική.
Μη βιάζεστε. Θα έρθουμε εμείς να σας σώσουμε. Το ξέρουμε, σας τα είπαν κι άλλοι. Ε μα κι εσείς, τόσα χρόνια κάνατε υπομονή, τώρα βρήκατε να εκφράσετε αμφιβολίες; Τώρα που ήρθε η σειρά μας να το παίξουμε σωτήρες;

ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ

Ευγένιος Τριβιζάς: Η "Λιμοκρατία" και το νέο υπουργείο Οφθαλμαπατών


Ευγένιος Τριβιζάς: "Μετά τη Δημοκρατία η χώρα μας καθίσταται πρωτοπόρος στην καθιέρωση ενός νέου πολιτεύματος, το οποίο λέγεται Λιμοκρατία και χαρακτηρίζεται από ασκητικό πνεύμα και αυστηρή ολιγάρκεια. Μετά την πληθώρα καταθλιπτικών ειδήσεων, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μετονομάζονται σε μέσα μαζοχιστικής ενημέρωσης. Αποκαλύπτεται παραδιασκεδαστικό κύκλωμα. Μέλη του κυκλώματος διασκεδάζουν παράνομα τα βράδια χωρίς να βλέπουν καταθλιπτικές ειδήσεις στην τηλεόραση...

Ο υπουργός Υγείας αποφασισμένος να δώσει ένα τέλος στα φακελάκια που μαστίζουν το σύστημα υγείας, εισηγείται στο Εθνικό Νομισματοκοπείο από τούδε και στο εξής τα χαρτονομίσματα της επικρατείας να τυπώνονται σε χαρτί μεγέθους Α3, ούτως ώστε να μην χωράνε σε φακελάκια..

Καίγονται δάση. Συλλαμβάνεται το κοριτσάκι με τα σπίρτα.

Συνεχίζονται οι διαβουλεύσεις για το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων. Μελετάται "συμβιβαστική λύσις". Δηλαδή τα εν λόγω επαγγέλματα να ανοιγοκλείνουν. Για μια βδομάδα να είναι κλειστά και μια βδομάδα ανοιχτά, εκ περιτροπής.

Αποκαλύπτεται ότι οι γιατροί στους οποίους η τρόικα είχε αναθέσει τη θεραπεία της ασθενούσης οικονομίας της χώρας ήταν μετεμψυχώσεις τριών διαπρεπών επιστημόνων, δηλαδή του Δρ. Φάουστ, του Δρ. Τζέκιλ και του Δρ. Φρανκενστάιν.

Νέα αντιτρομοκρατικά μέτρα. Για να διευκολυνθούν οι διαδικασίες ελέγχου στα αεροδρόμια, μόνο γυμνιστές με τριετή πείρα επιτρέπεται να ταξιδεύουν σε υπερατλαντικές πτήσεις.

Ιδιωτικοποιούνται τα δημόσια ουρητήρια..

Ανασχηματισμός κυβέρνησης σύμφωνα με τα πρότυπα της Φρουτοπίας. Ο Βλάσσης το βλήτο διορίζεται υπουργός Παιδείας, ιδρύεται το νέο υπουργείο Οφθαλμαπατών και το υπουργικό συμβούλιο απαρτίζεται από επτά σπουδαία λάχανα"

Από το περιοδικό HotDoc

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Κορνήλιος Καστοριάδης – Έφυγε σαν σήμερα

Κείμενο από: Σαν Σήμερα
Έλληνας φιλόσοφος, οικονομολόγος και ψυχαναλυτής, που έδρασε και δημιούργησε στη Γαλλία. Από τους μεγαλύτερους στοχαστές του 20ου αιώνα, συνένωσε στο έργο του την πολιτική, τη φιλοσοφία και την ψυχανάλυση. Αποκλήθηκε «φιλόσοφος της αυτονομίας», υπήρξε συγγραφέας του σημαντικού βιβλίου «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας» και συνιδρυτής του περιοδικού «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα».
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 11 Μαρτίου 1922 και λίγο μετά τη Μικρασιατική καταστροφή βρέθηκε στην Αθήνα με την οικογένειά του. Αρκετά νωρίς, από τα 13 του, αναμίχθηκε στην πολιτική και κοινωνική δράση. Μέλος παράνομης κομμουνιστικής οργάνωσης την περίοδο της δικτατορίας Μεταξά, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Σπουδάζει νομικά και οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1941 εντάσσεται στο ΚΚΕ. Θα το εγκαταλείψει ένα χρόνο αργότερα για να ενταχθεί στην τροτσκιστική ομάδα του Σπύρου Στίνα. Αυτό θα έχει ως συνέπεια να βρεθεί ανάμεσα σε δύο πυρά, των Γερμανών και των ορθόδοξων κομμουνιστών.
Το 1944 δημοσιεύει το πρώτο του δοκίμιο για τον Μαξ Βέμπερ, που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Αρχείο Κοινωνιολογίας και Ηθικής». Στα «Δεκεμβριανά» θα βιώσει ως τροτσκιστή την τρομοκρατία του ΕΛΑΣ και θα αποδοκιμάσει τις μεθόδους του ΚΚΕ. Το 1945 εγκαθίσταται στο Παρίσι με υποτροφία της Γαλλικής Κυβέρνησης, μαζί με τους Κώστα Αξελό, Κώστα Παπαϊωάννου, Ιάννη Ξενάκη, Μιμίκα Κρανάκη, Μέμο Μακρή κ.ά. Έκτοτε, η γαλλική πρωτεύουσα θα αποτελέσει το επίκεντρο της ζωής και των δραστηριοτήτων του. Την Ελλάδα θα την επισκέπτεται μόνο τα καλοκαίρια και μετά τη μεταπολίτευση.
Στο Παρίσι, παράλληλα με τις σπουδές του, δημιουργεί την ομάδα «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» που ιδεολογικά και πολιτικά ασκεί δριμύτατη κριτική στο σοβιετικό μαρξιστικό μοντέλο, το οποίο χαρακτηρίζει «γραφειοκρατικό καπιταλισμό». Είναι η ψυχή της ομάδας και αυτός, που κυρίως επεξεργάζεται τις θέσεις και γράφει τα σημαντικότερα κείμενα στο ομότιτλο περιοδικό.
Τότε είναι που αρχίζει να διαμορφώνει την έννοια της αυτονομίας, ως «αυτονομία του προλεταριάτου». Εκκινώντας από την εκτίμηση ότι το εργατικό κίνημα έχει υποστεί πολύμορφες διαστρεβλώσεις που αλλοίωσαν τον ιστορικό ρόλο του προλεταριάτου, θεωρεί ως βασικό όρο για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μιαν αυτόνομη δράση του προλεταριάτου, που θα έχει ως αντικειμενικό σκοπό την κατάλυση του γραφειοκρατικού δημόσιου μηχανισμού και τη μεταβίβαση της εξουσίας σε μαζικούς οργανισμούς των παραγωγικών τάξεων.
Το 1966 η ομάδα «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» και το περιοδικό παύει να εκδίδεται. Ωστόσο, δύο χρόνια αργότερα, τα κείμενα και η σκέψη της ομάδας και κυρίως του Καστοριάδη αποτελούν βασική πηγή έμπνευσης των εξεγερμένων φοιτητών του Μάη του ’68. Το διάστημα αυτό εργάζεται ως οικονομολόγος στον ΟΟΣΑ και το 1970 αποκτά τη γαλλική υπηκοότητα. Έτσι θα πάψει να αρθρογραφεί με ψευδώνυμο (cκ.ά.), υπό τον φόβο της απέλασης και θα γίνει ευρύτερα γνωστός.
Η βαθιά κριτική του μαρξισμού συνοδεύεται από μια άνευ προηγουμένου πνευματική περιέργεια και παραγωγικότητα. Ο Καστοριάδης ασχολείται με τα μαθηματικά, την οικονομία και την ψυχανάλυση, την οποία και εξασκεί επαγγελματικά το 1974. Αυτή η στροφή προς την ψυχανάλυση χαρακτηρίζει πλέον το σύνολο της σκέψης του, που τον οδηγεί σε μια καινούργια φιλοσοφική κατανόηση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής του ανθρώπου, η οποία αποτυπώνεται στο κλασικό, πλέον, έργο του «Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας» (1975). Γύρω από αυτό το σύγγραμμα ο Καστοριάδης θα δομήσει το φιλοσοφικό του σύστημα. Ξαναφέρνοντας στο φως τις απαρχές της δημοκρατικής συγκρότησης της αθηναϊκής κοινωνίας του 5ου π.Χ. Αιώνα, όσο και όλες τις άλλες μεγάλες δημιουργικές στιγμές του ευρωπαϊκού πολιτισμού, η σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να δει τον εαυτό του ως αυτόνομο υποκείμενο και δημιουργό της Ιστορίας του.
Ο Καστοριάδης αρνείται την ύπαρξη οποιασδήποτε προδιαγεγραμμένης πορείας της κοινωνίας (ντετερμινισμού), καθώς αυτή είναι συνεχής δημιουργία που γεννιέται και νοηματοδοτείται μέσω του «Κοινωνικού Φαντασιακού». Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, αν και όλες οι κοινωνίες δημιουργούν, οι ίδιες τις φαντασιακές σημασίες τους (δηλαδή τους θεσμούς, τους κανόνες, τις πεποιθήσεις, τις αντιλήψεις κ.λ.π.) δεν έχουν όλες συνείδηση του γεγονότος αυτού. Πολλές κοινωνίες συγκαλύπτουν τον κοινωνικό χαρακτήρα της θέσμισης των φαντασιακών σημασιών τους, αποδίδοντας τη θέσμιση και τη θεμελίωσή τους σε εξωκοινωνικούς παράγοντες (π.χ. το Θεό, την παράδοση, το νόμο, την ιστορία). Με βάση αυτή την συνείδηση της αυτοθέσμισης των φαντασιακών σημασιών από κάθε κοινωνία, ο Καστοριάδης διέκρινε μεταξύ των αυτόνομων κοινωνιών, αυτών δηλαδή που είχαν συνείδηση της αυτοθέσμισης αυτής, και των ετερόνομων κοινωνιών, στις οποίες η θέσμιση αποδιδόταν σε κάποια εξωκοινωνική αυθεντία.
Το 1979 γίνεται διευθυντής σπουδών στην «Ανωτάτη Σχολή για τις Κοινωνικές Επιστήμες» (Ecoles des Hautes Etudes en Sciences Sociales). Τα τελευταία χρόνια της ζωής του επισκέφθηκε αρκετές φορές την Ελλάδα, δίνοντας σειρά διαλέξεων στη Θεσσαλονίκη, το Ηράκλειο, τον Βόλο, το Ρέθυμνο κ.α. Το 1989 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Πέθανε στο Παρίσι στις 26 Δεκεμβρίου 1997, από επιπλοκές μετά από εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, σε ηλικία 75 ετών.
Ενδεικτική Εργογραφία
• Η γραφειοκρατική κοινωνία [2 τόμοι] («Ύψιλον»)
• Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας («Ράππας»)
• Τα σταυροδρόμια του λαβύρινθου («Ύψιλον»)
• Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα («Ύψιλον»)
• Η ελληνική ιδιαιτερότητα: Από τον Όμηρο στον Ηράκλειτο («Κριτική»)
• Ανθρωπολογία, Πολιτική, Φιλοσοφία («Ύψιλον»)
• Ομιλίες στην Ελλάδα («Ύψιλον»)
Αναζητήστε περισσότερα αναφορικά με το έργο του Κορνήλιου Καστοριάδη.