by antisystemic
Οι σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες συνιστούν ετερόνομες ιεραρχικές ολότητες, μέσα στη θεσμική διάρθρωση των οποίων αποκρυσταλλώνεται και παγιώνεται η ανισομερής κατανομή όλων των μορφών δύναμης ανάμεσα στα κοινωνικά υποσύνολα-ομάδες που απαρτίζουν την κοινωνική πυραμίδα. Αυτές με την σειρά τους, συγκροτούν καινούριες ετερόνομες υπο-ολότητες, διαρθρωμένες ιεραρχικά στο εσωτερικό τους. Η διάρθρωση αυτή επαναλαμβάνεται στο πεδίο των διεθνών σχέσεων, όπου οι επιμέρους εθνικές ελίτ και οι καπιταλιστικές περιφερειακές συσσωματώσεις τους, συνάπτουν σχέσεις κι έρχονται σε διαρκή και συστηματική επαφή μεταξύ τους. Από τη στιγμή που οι σχέσεις αυτές δεν θεσμοθετούνται σε ένα πλαίσιο ισοτιμίας και ισοκατανομής της πολιτικής και οικονομικής δύναμης, η αλληλεπίδραση ανάμεσα τους οδηγεί αναπόφευκτα στην ανάδυση άτυπων ιεραρχιών και δομών ετεροκαθορισμού και κυριαρχίας. Έτσι, στο υπερεθνικό επίπεδο συγκροτούνται ιεραρχικές μορφές οργάνωσης που ασκούν αποφασιστική επιρροή στην διαμόρφωση του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες στο εσωτερικό μιας χώρας και επικαθορίζουν το μοντέλο της ταξικής διαστρωμάτωσης που αναδύεται ξεχωριστά σε κάθε κοινωνία. Για παράδειγμα, η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και η ενσωμάτωση των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ στο σύστημα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, σηματοδότησε την μετάβαση από ένα ιεραρχικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης όπου η πολιτική και οικονομική δύναμη απέρρεε από την θέση που κατείχαν τα μέλη της κυρίαρχης ελίτ στην κομματική γραφειοκρατία, σε ένα εξίσου ιεραρχικό κοινωνικό σύστημα βασισμένο στις δομές ανισοκατανομής της οικονομικής δύναμης, στο οποίο οι ίδιες ελίτ διατήρησαν την προνομιακή θέση τους εξασφαλίζοντας την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.[i]
Οι καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες που έχουν συμφέρον να ανατρέψουν το status-quo είναι όλες εκείνες οι διαφορετικές κοινωνικές ομάδες που περιέρχονται σε θέση εξάρτησης και υποτέλειας εξαιτίας της ολοένα και αυξανόμενης διαδικασίας συγκέντρωσης δύναμης που λαμβάνει χώρα λόγω της εγγενούς δυναμικής του συστήματος. Η έννοια της κοινωνικής ομάδας παίζει κεντρικό ρόλο σε αυτήν τη διευρυμένη ταξική θεωρία και δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται με καθαρά οικονομικούς όρους. Μπορεί να περιλαμβάνει πολιτικές και κοινωνικές οντότητες που βρίσκονται στα μεσαία στρώματα, στο κατώτερο μισό ή και στην βάση της κοινωνικής πυραμίδας κι ως εκ τούτου δεν έχουν την παραμικρή πρόσβαση στις πηγές των θεσμοποιημένων μορφών δύναμης της υφιστάμενης ιεραρχικής ολότητας. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, οι ταξικές δομές δεν πρέπει να ερμηνεύονται απλά ως υποπροϊόντα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής (όπως συμβαίνει στο μαρξισμό που περιορίζεται στην εξέταση των σχέσεων δύναμης που αναδύονται στη σφαίρα της οικονομίας), αλλά κι ως αποτέλεσμα της άνισης κατανομής δύναμης στον πολιτικό, τον πολιτιστικό και τον ευρύτερο κοινωνικό τομέα, στους οποίους οι ταξικές αντιθέσεις ανακύπτουν ως αποτέλεσμα της διαφορετικής δυνατότητας που έχει η κάθε κοινωνική ομάδα για να διαμορφώσει το γενικό πλαίσιο και την ανάπτυξη των αντίστοιχων πεδίων. Η κάθε κοινωνική ομάδα συνιστά μια υπό-ολότητα της ετερόνομης κοινωνικής ολότητας του συστήματος και μέσα στους κόλπους της χαρακτηρίζεται από σύμπτωση των συμφερόντων, ιδεών, και φιλοδοξιών των ατόμων που την απαρτίζουν.
Στο βαθμό που αυτές οι ομάδες δεν έχουν πρόσβαση στις πραγματικές πηγές της θεσμοποιημένης εξουσίας, εξαναγκάζονται μέσω της φυσικής και δομικής οικονομικής βίας του συστήματος και του πολιτιστικού / ιδεολογικού καταναγκασμού που είναι ενσωματωμένος στη διαδικασία κοινωνικοποίησης, να εσωτερικεύσουν εκείνες τις αντιλήψεις, τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις που είναι συμβατές με την επικρατούσα ιεραρχική κοινωνική δομή. Με άλλα λόγια, υιοθετούν ως δικό τους, ένα κοινωνικό φαντασιακό που τους κρατά σε θέση υποτέλειας απέναντι στις ελίτ του συστήματος και στην πραγματικότητα τους μεταδίδεται από τις ελίτ και τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα που βρίσκονται στην κορυφή της ετερόνομης κοινωνικής ολότητας. Με αυτόν τον τρόπο, υποκύπτουν στις θεσμοθετημένες ιεραρχικές σχέσεις που είναι συστατικό στοιχείο όλων των ετερόνομων κοινωνιών και απεμπολούν το δικαίωμά τους να ελέγχουν τη ζωή τους, να διαμορφώνουν τις βασικές επιλογές που επηρεάζουν την κοινωνική και ατομική ύπαρξη τους, με λίγα λόγια, να καθορίσουν τα όρια της εξέλιξης τους ως διακριτές κι ανεξάρτητες κοινωνικές μονάδες. Επομένως, η πρωταρχική λειτουργία των ταξικών διακρίσεων στην εποχή της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας, είναι η διαμόρφωση εκείνων των υποκειμενικών και αντικειμενικών συνθηκών που δεν επιτρέπουν στα άτομα και στις κοινωνικές ομάδες που συγκαταλέγονται ανάμεσα στα καταπιεσμένα στρώματα της κοινωνίας, να επιλέξουν το δικό τους δρόμο προς την ατομική και συλλογική τους ανάπτυξη, να καθορίσουν τις δικές τους προτεραιότητές κι ενδιαφέροντα και να διαμορφώσουν τα δικά τους αξιακά συστήματα, σε συμφωνία με τις συλλογικές επιθυμίες και φιλοδοξίες τους. Αντ ‘αυτού, είναι αναγκασμένα να υποταχθούν στην βούληση των ελίτ και των προνομιούχων κοινωνικών ομάδων και να ενεργούν βάσει σκοπών που έχουν προαποφασιστεί γι’ αυτούς, μέσα σε όρια που έχουν ορίσει γι’ αυτούς οι ελίτ, τα οποία φυσικά δεν μπορεί ποτέ να υπερβούν ή να υπονομεύσουν τις θεμελιώδεις παραμέτρους της υφιστάμενης εξουσιαστικής δομής.
Η ερμηνεία του φαινομένου της ταξικής κυριαρχίας πρωτίστως ως μιας δομικής κατάστασης συνολικού ετεροκαθορισμού κάποιων κοινωνικών μονάδων από κάποιες άλλες, συνάδει εξολοκλήρου με τον ορισμό της «Καλής Κοινωνίας» όπως αυτός διατυπώθηκε κατά καιρούς σε κλασικά έργα της αναρχικής παράδοσης. Για παράδειγμα, για τον Μπακούνιν η έλευση της αναρχικής κοινωνίας σήμαινε ότι θα δημιουργούνταν πλέον οι προϋποθέσεις για την «ολόπλευρη ανάπτυξη και [την] πιο ολοκληρωμένη απόλαυση όλων των ανθρώπινων ικανοτήτων και δυνάμεων για όλους, με την εκπαίδευση, την επιστημονική επιμόρφωση και την υλική ευμάρεια – πράγματα που μπορούν να δοθούν στον καθένα μόνο με την υλική και πνευματική, μυϊκή και νευρική, συλλογική δουλειά ολόκληρης της κοινωνίας».[ii] Αν λοιπόν υποθέσουμε ότι η αναρχική, απελευθερωτική κοινωνία θα πραγματωνόταν μέσα από μια αυτόνομη μορφή κοινωνικής οργάνωσης που θα δημιουργούσε τις συνθήκες για την απρόσκοπτη και πολύπλευρη ανάπτυξη του κάθε ατόμου και του κάθε συλλογικού υποκειμένου σύμφωνα με τις επιθυμίες, τα ενδιαφέροντα και τις ικανότητες του, η εμπράγματη αντίθεση της αναρχικής κοινωνίας, δηλαδή η εξουσιαστική κοινωνία του υπαρκτού καπιταλισμού, δεν μπορεί παρά να είναι μια ετερόνομη μορφή κοινωνικής οργάνωσης στο πλαίσιο της οποίας η ανεμπόδιστη και αυτοτελής ατομική και συλλογική ανάπτυξη δεν είναι δυνατή και τα όρια της δραστηριότητας της κάθε κοινωνικής μονάδας, δηλαδή οι αντικειμενικές και οι υποκειμενικές συνθήκες μέσα στις οποίες λαμβάνει χώρα αυτή η δραστηριότητα, είναι εκ των προτέρων προδιαγεγραμμένα από κάποιο κέντρο εξουσίας. Μια τέτοια ολιστική αντίληψη του φαινομένου της ταξικής καταπίεσης ίσως θα μπορούσε να αποτελέσει και το πρώτο βήμα για την ανάπτυξη μιας πραγματικά ελευθεριακής ταξικής θεωρίας, που θα είναι πλήρως απαλλαγμένη από τα μαρξιστικά βαρίδια του οικονομικού ντετερμινισμού που ο αναρχισμός είναι αναγκασμένος να κουβαλάει σχεδόν από την γέννηση του. Στο πλαίσιο μιας παρόμοιας θεωρίας, το πολιτικό, το οικονομικό, το κοινωνικό και το πολιτισμικό στοιχείο συνιστούν αυτόνομα, αλλά αλληλεξαρτώμενα μέρη μιας ενιαίας κοινωνικής πραγματικότητας. Την πρωτοκαθεδρία δεν την έχει εξ ορισμού το οικονομικό στοιχείο, όπως συμβαίνει με τον μαρξισμό που προσπαθεί να ερμηνεύσει τα πιο ετερόκλητα κοινωνικά φαινόμενα ως παράγωγα μιας ολοένα και πιο ξεχειλωμένης θεωρητικής έννοιας του «Κεφαλαίου», αλλά οποιοδήποτε από τα τρία πεδία μπορεί να έχει τον ηγεμονικό ρόλο, ανάλογα με την έκβαση της Κοινωνικής Πάλης σε ένα προηγούμενο στάδιο της ιστορικής εξέλιξης της κάθε κοινωνικής ολότητας.[iii]
Η απόκλιση ανάμεσα στους στόχους και τα συμφέροντα των ελίτ από την μία μεριά και των υποτελών κοινωνικών ομάδων από την άλλη, δημιουργείται ακριβώς λόγω των ταξικών διαιρέσεων που υπάρχουν εξ ορισμού σε κάθε ετερόνομη κοινωνία. Σε εποχές δομικής κρίσης του συστήματος, η έμφυτη αυτή απόκλιση μετατρέπεται σε ανοικτή σύγκρουση, η οποία ανάλογα με τους ταξικούς συσχετισμούς δύναμης και τον βαθμό ταξικής συνειδητοποίησης των ετεροκαθοριζόμενων στρωμάτων της κοινωνίας, τείνει να λάβει τα χαρακτηριστικά της Κοινωνικής Πάλης με αντισυστημικό περιεχόμενο. Δηλαδή, ενός πολύπλευρου πολιτικοκοινωνικού αγώνα που σαν τελικό στόχο έχει την κατάργηση των βασικών ετερόνομων θεσμών της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας, της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» και του συστήματος της οικονομίας της αγοράς, που μέσω της λειτουργίας τους αναπαράγουν την συγκέντρωση δύναμης και την δημιουργία ιεραρχικών σχέσεων ανάμεσα σε κοινωνικά άτομα και ομάδες σε όλα τα επίπεδα του οργανωμένου κοινωνικού βίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο εκδηλώνεται η ταξική καταπίεση στις ετερόνομες κοινωνικές ολότητες είναι ο πρόσφατος πόλεμος στο Ιράκ. Η εισβολή και στρατιωτική κατοχή του Ιράκ ήταν ένας στόχος που υιοθετήθηκε διακαώς από την πολιτική, οικονομική και πολιτιστική ελίτ των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών του παγκόσμιου Βορρά, αλλά με τον οποίο ήταν συντριπτικά αντίθετες τεράστιες κοινωνικές πλειοψηφίες, ιδιαίτερα στις ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, παρά το πελώριο αντιπολεμικό κίνημα που δημιουργήθηκε, η εισβολή δεν στάθηκε δυνατό να αποτραπεί και τελικά ήταν στρατιώτες που προέρχονταν από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα οι οποίοι στάλθηκαν στο Ιράκ για να διακινδυνεύσουν τη ζωή τους και να φέρουν σε πέρας μια βρώμικη, κατακτητική εκστρατεία. Στον πόλεμο βέβαια δεν πήγαν τα ίδια τα μέλη της υπερεθνικής ελίτ, παρόλο που σε αυτά ανήκε η τελική απόφαση για την εξαπόλυση του εγκληματικού αυτού πολέμου.
Το ίδιο ισχύει και για τα οικονομικά μέτρα κοινωνικού κανιβαλισμού που εφαρμόζονται σήμερα κατά συρροή στις εξαρτημένες οικονομίες του Ευρωπαϊκού Νότου, τα οποία επιβαρύνουν μονομερώς τα φτωχά και ανυπεράσπιστα στρώματα, προς όφελος των ελίτ και των προνομιούχων κοινωνικών ομάδων του συστήματος της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, επειδή από αυτές τις κοινωνικές ομάδες εξαρτάται το σύστημα για την επαναφορά της οικονομικής «ανάπτυξης», η οποία είναι αναγκαία συνθήκη για την αναπαραγωγή του. Τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, κάποιος μπορεί να αναφερθεί στην ζοφερή πραγματικότητα της τεράστιας οικολογικής καταστροφής που συντελείται καθημερινά σε παγκόσμια κλίμακα. Η καταστροφή αυτή μπορεί να είναι «αόρατη» στα μάτια της υπερεθνικής ελίτ, η οποία είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για τη ρύπανση του περιβάλλοντος αφού λαμβάνει όλες τις σημαντικές πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις στο πλαίσιο της λειτουργίας του συστήματος της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Τα μέλη που στελεχώνουν την υπερεθνική ελίτ διαθέτουν άλλωστε τα οικονομικά μέσα προκειμένου να προστατευθούν αποτελεσματικά από τις επιπτώσεις της διάλυσης του οικοσυστήματος, είτε μέσω της ενσωμάτωσης σχετικών προδιαγραφών στις πολυτελείς οικείες τους, ή μέσω της διαρκούς κινητικότητας τους από χώρα σε χώρα, κλπ. Παρ’ όλα αυτά, στις υποτελείς χώρες της περιφέρειας του διεθνούς συστήματος, έχει συντελεστεί ήδη μια ανεπανόρθωτη καταστροφή, με τον συνακόλουθο τραγικό αντίκτυπο σε ανθρώπινες απώλειες και την επιδείνωση των μαζικών μεταναστευτικών ροών από την περιφέρεια προς το κέντρο, ενώ υπαρκτός είναι και ο κίνδυνος που δημιουργείται για την κατάσταση της υγείας, ή ακόμη και την φυσική επιβίωση των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων στον «ανεπτυγμένο» Βορρά (κλιματική αλλαγή, επιδείνωση ακραίων καιρικών φαινομένων, παραποίηση της αγροτικής παραγωγής μέσω της χρήσης γενετικά μεταλλαγμένων ποικιλιών, κλπ.).
Με βάση τα παραπάνω, βλέπουμε ότι οι κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται στο κατώτερα επίπεδα της ετερόνομης ιεραρχικής ολότητας, έχουν αντικειμενικό συμφέρον να οργανωθούν προκειμένου να πετύχουν την ανατροπή του συστημικού κατεστημένου. Επειδή, ωστόσο η ταξική ταυτότητα του κάθε κοινωνικού ατόμου στις σύγχρονες κοινωνίες της αγοράς δεν είναι μονολιθική και κάθε κοινωνικό άτομο υπόκειται στην κυριαρχία και την καταπίεση των ιεραρχικών σχέσεων σε περισσότερα από ένα κοινωνικά πεδία, η δράση στο πλαίσιο μονοθεματικών εκστρατειών δεν μπορεί ποτέ να οδηγήσει στην ατομική και συλλογική χειραφέτηση. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους: α) οι σχέσεις εξουσίας είναι διάχυτες και ενυπάρχουν σε κάθε τομέα της κοινωνίας όπου λειτουργεί ένα ιεραρχικό μοντέλο οργάνωσης της κοινωνικής ζωής. Για παράδειγμα, η κυριαρχία πραγματώνεται μέσα από την θέσμιση δομών ανισοκατανομής της δύναμης στην οικονομία, ωστόσο ιεραρχικές σχέσεις παράγονται εξίσου στο πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό πεδίο, από τα οποία ο μέσος άνθρωπος είναι παντελώς αποκλεισμένος και δεν είναι σε θέση να επηρεάσει κατά οποιονδήποτε ουσιαστικό τρόπο τις θεσμικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων και, β) επειδή η βελτίωση της κοινωνικής κατάστασης μιας μεμονωμένης κοινωνικής μονάδας συντελείται εξ ορισμού σε βάρος των υπόλοιπων κοινωνικών ομάδων που βρίσκονται στα κατώτερα επίπεδα της κοινωνικής πυραμίδας, είτε γιατί μπορεί να σηματοδοτεί μια μερική μόνο βελτίωση σε έναν συγκεκριμένο τομέα της κοινωνικής ζωής (για παράδειγμα, η κατάργηση της σεξουαλικής καταπίεσης μιας μειονοτικής ομάδας, δεν συνεπάγεται την κατάργηση της ετερονομίας στο πολιτικό, οικονομικό και ευρύτερο κοινωνικό πεδίο), ή διότι επιτρέπει στην μέχρι τώρα μειονεκτούσα κοινωνική ομάδα να γίνει δεκτή στις τάξεις των κυρίαρχων κοινωνικών μονάδων, χωρίς ουσιαστικά να θίγεται η αναπαραγωγή της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης των υπόλοιπων υποτελών κοινωνικών ομάδων, στην οποία βασίζεται η ίδια η ισχύς του συστήματος. Ως εκ τούτου, πιστεύουμε ότι τα μονοθεματικά κινήματα ή τα κινήματα ταυτότητας δεν συνιστούν απελευθερωτικά προτάγματα, επειδή από την φύση τους, μπορούν να έχουν σαν μοναδικό τους στόχο την βελτίωση της κατάστασής μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας μέσω της απόκτησης «δικαιωμάτων» ενάντια στις θεσμισμένες εξουσίες, ή ακόμη και την προσχώρηση της στις τάξεις των κυρίαρχων ελίτ της ετερόνομης κοινωνίας. Η γνήσια χειραφέτηση προϋποθέτει την συνεύρεση όλων των καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων σε ένα ενιαίο αντισυστημικό κίνημα, ενωμένο από μια κοινή ανάλυση της υπάρχουσας κατάστασης, μια κοινή κοσμοθεωρία και μια μαχητική πολιτική δέσμευση για την κατάργηση όλων των ιεραρχικών θεσμών και τη δημιουργία μιας αυτόνομης μορφής κοινωνικής οργάνωσης, στο πλαίσιο της οποίας όλες οι μορφές δύναμης θα κατανέμονται ισομερώς μεταξύ όλων των πολιτών, ανεξάρτητα από το φύλο, την οικονομική τάξη, την φυλή, την εθνικότητα και ούτω καθεξής. Αλλά, αυτή είναι μια δημοκρατική επιλογή που οι καταπιεσμένοι αυτής της κοινωνίας θα πρέπει να κάνουν για τον εαυτό τους.
[i] T. Fotopoulos, The Catastrophe of Marketization,http://www.inclusivedemocracy.org/dn/vol5/fotopoulos_marketisation_PRINTABLE.htm.
[ii] Μ. Μπακούνιν, Θεός και Κράτος (Κατσάνος), σελ.94.
[iii] Για παράδειγμα στην θεοκρατική κοινωνία του Ιράν, το κυρίαρχο στοιχείο από το οποίο εκπορεύεται η ανισομέρεια της δύναμης είναι το πολιτισμικό στοιχείο, αφού η εξουσία βρίσκεται στα χέρια της θρησκευτικής ελίτ. Στις κοινωνίες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, το πολιτικό ήταν εκείνο το στοιχείο που κατείχε ηγεμονική θέση στην σχέση αλληλεξάρτησης ανάμεσα στα διαφορετικά κοινωνικά πεδία, αφού η δύναμη ανήκε στην πολιτική ελίτ, στα μέλη δηλαδή του γραφειοκρατικού κομματικού μηχανισμού και του κρατικού μηχανισμού που μονοπωλούνταν από το Κομμουνιστικό Κόμμα. Τέλος, στις καπιταλιστικές κοινωνίες το οικονομικό στοιχείο είναι το ηγεμονικό. Η κυριαρχία του έναντι των άλλων πεδίων εκδηλώνεται εν μέρει με την δύναμη που συγκεντρώνουν στα χέρια τους οι οικονομικές ελίτ κι εν μέρει μέσω της διαδικασίας αγοραιοποίησης κι εμπορευματικής διαμεσολάβησης κάθε πτυχής της οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης. Για περισσότερα, T. Fotopoulos, Class Divisions Today, http://www.inclusivedemocracy.org/dn/vol6/takis_class.htm.