Ήπια και περιορισμένη σε σχέση με τη ρωμιορθόδοξη, αλλά υπαρκτή
του Αναγνώστη Λασκαράτου
Το γκρέμισμα του Αισώπου. Ξυλογραφία (1489), από το ισπανικό «Βίος Αισώπου και μυθικές ιστορίες του»
Πέρασε
ένας χρόνος που το στέλεχος της συμμορίας Χ.Α., , ρωτούσε για το
μπλόγκερ Παστίτσιο: «…υβρίζει, ειρωνεύεται και προσπαθεί να εξευτελίσει
την ιερή μορφή της Ελληνορθοδοξίας, τον Γέροντα Παΐσιο. … Ερωτώνται οι
κ. Υπουργοί :…Θα προβούν άμεσα στις απαραίτητες ενέργειες μέσω της
υπηρεσίας δίωξης ηλεκτρονικού εγκλήματος …;». Η Δικαιοσύνη παρενέβη
άμεσα με τα γνωστά αποτελέσματα, που ανήκουν καθαρά στο χώρο του
Γελοίου. Δεν ήταν δυστυχώς η μόνη φορά που δικαστές κινήθηκαν άμεσα κατά
ευυπόληπτων πολιτών, ύστερα από πρόσκληση του ναζιστικού υπόκοσμου, που
συνεργάστηκε στο «Χυτήριο» με την Εκκλησία. Με αφορμή λοιπόν αυτή τη
στάση της κρατικής Εκκλησίας που συμφύρεται ανοιχτά με Ναζιστές, τους
ευλογεί και αρνείται πεισματικά να τους καταδικάσει, της Εκκλησίας που
υπερασπίζεται τα δόγματά της με τη βοήθεια του (Χρυσαυγίτη;) Αστυνόμου
και του Εισαγγελέα που ερμηνεύει αντιδραστικά ακόμη και τους
αναχρονιστικούς νόμους, θα επιχειρήσω να ερευνήσω τη μισαλλοδοξία της
ελληνικής πολυθεϊστικής θρησκείας και να τη συγκρίνω με αυτήν του
ρωμέϊκου κλήρου. Ο Πήτερ Ουστίνωφ στο βιβλίο του «Προσοχή!
Προκαταλήψεις» (Εμπειρία Εκδοτική, μτφρ Ε.Καλλιγέρη), που αποτελεί
εγχειρίδιο κατά της μισαλλοδοξίας, επισημαίνει πως οι Έλληνες που
εφηύραν τη Δημοκρατία στη γη την εφάρμοσαν και στον ουρανό και
συμπληρώνει για την μετάβαση από τον πολυθεϊσμό στον μονοθεϊσμό: «Εγώ
θεωρώ αυτή την εξέλιξη…ως μια μεγάλη οπισθοχώρηση και από παιδί ακόμα
δεν μπόρεσα να συμφιλιωθώ με αυτόν τον αυταρχικό Θεό». Ο Ρώσος
Νομπελίστας (1987) Ιωσήφ Brodsky στο “Εγκαταλείποντας το Βυζάντιο”
(“Flight from Byzantium”-1985), ταυτίζει τον πολυθεϊσμό με την
Δημοκρατία και τον μονοθεϊσμό με την απολυταρχία, άποψη που διαθέτει
ισχυρή βάση, αφού οι μονοθεϊστικές θρησκείες στήριξαν το θεσμό της ελέω
Θεού μοναρχίας και περιέχουν το σπέρμα της μονοκρατορίας.
Ποια ήταν η στάση της ελληνικής
θρησκείας απέναντι στους κάθε λογής Στοχαστές που την αμφισβητούσαν;
Δόγμα δεν υπήρχε, ενιαία «αφήγηση» (μύθος) δεν υπήρχε, οργανωμένο
ιερατείο δεν υπήρχε, ούτε επικεφαλής του Αρχιερέας, άρα οι αντιρρησίες
διαχειρίζονταν από το θρησκευτικό κατεστημένο πολύ πιο ερασιτεχνικά από
ότι σήμερα. Οι άνθρωποι που συνδέουν την ύπαρξή τους ή τα επαγγελματικά
και ταξικά τους προνόμια με μια συγκεκριμένη κοσμοθεώρηση, γίνονται
αναγκαστικά επικίνδυνοι για όποιον απειλήσει την αυταρέσκειά τους, την
ευζωϊα τους, την κοινωνική τους υπόσταση και εν τέλει την ίδια τους την
εξουσιαστική δύναμη. Όσο πιο πρωτόγονη και αθεμελίωτη είναι η πεποίθησή
τους-όπως συμβαίνει με τις θρησκείες-τόσο πιο βίαιη είναι και η
αντίδρασή τους, στο βαθμό που οι θεσμοί τους το επιτρέπουν. Η ελληνική
πλουραλιστική θρησκεία δεν υπήρξε γενικά μαχητικά μισαλλόδοξη γι’αυτό
και άφησε τεράστιο έδαφος στον προβληματισμό των φιλοσόφων και στα λόγια
των τραγωδών, ιδιαίτερα στην Αθήνα, στην ανεκτική Ιωνία και στη
Σικελία. Η θεολογία της ήταν η μυθολογία των ποιητών, που με μεγάλη
ευκολία παρουσιαζόταν σε διάφορες εκδοχές, που εμπόδιζαν κάθε δογματική
προσέγγιση. Αν δούμε τη διαδικασία δίωξης που κινήθηκε εναντίον
φιλοσόφων και ποιητών, θα δούμε ότι ξεκινούσε πάντα από ένα ή το πολύ
δυο πρόσωπα, όχι συνήθως ιερωμένους, αλλά λαϊκιστές πολιτικούς, που
επένδυαν στην ευπιστία και στη βλακεία του όχλου. Δεν υπήρχε Ιερά
Σύνοδος για να κηρύξει γενικό πογκρόμ, τα πράγματα δεν έπαιρναν έκταση
και ο διωκόμενος συνήθως έφευγε από την πόλη χωρίς να υπάρξει πιο
δραματική συνέχεια.
Ο Αριστοφάνης κι Ευριπίδης, που
συχνά έγραψαν με ασέβεια κατά των θεών, δεν βρήκαν το μπελά τους, κι
αυτό σίγουρα κάτι μπορεί να μας πει και για το σήμερα του «Παστίτσιου»,
που του αποδόθηκαν θεϊκές ιδιότητες για να θεμελιωθεί το έτσι κι αλλιώς
αναχρονιστικό αδίκημα της «βλασφημίας». Πολύ νωρίς ο Ξενοφάνης, μια
χαρισματική μορφή ταξιδευτή Ίωνα φιλόσοφου και ποιητή που έζησε στη
Σικελία, επέκρινε χωρίς να κινδυνέψει τη λαϊκή δεισιδαιμονία αλλά και
τους ποιητές για την ανήθικη και ανθρωπομορφική εικόνα και για τις
συμπεριφορές που έδιναν στους θεούς. Ο Όμηρος κι ο Ησίοδος έχουν
προσάψει στους θεούς την κλοπή, τη μοιχεία και την αλληλοεξαπάτηση. Αν
τα ζώα μπορούσαν να ζωγραφίζουν και να φτιάχνουν αγάλματα, καθώς οι
άνθρωποι, τ’ άλογα θα ζωγράφιζαν τους θεούς όμοια με αυτά, παρατηρούσε ο
Ξενοφάνης. Ο Ευήμερος, ιδρυτής ενός ολόκληρου ρεύματος των λεγόμενων
Ευημεριστών που διαδόθηκε και στο ρωμαϊκό κόσμο, διατύπωσε τη θέση πως
οι θεοί ήταν αρχικά άνθρωποι και τη γλύτωσε πολύ φτηνά, ως απλός
αποδέκτης μιας κριτικής ιερέων και συγγραφέων όπως ο Πλούταρχος, που τον
παρουσίαζε ως άθεο. Ο σύγχρονος του Σωκράτη φιλόσοφος Πρόδικος από την
Κείο, μαθητής του Πρωταγόρα που έζησε στην Αθήνα, ήταν ένα είδος
Νατουραλιστή, που κατηγορήθηκε για αθεϊα χωρίς να υποστεί συνέπειες και
που σύνδεσε τις πρωτόγονες μεταφυσικές αντιλήψεις με την ανοησία των
ανθρώπων και με τις γεωργικές τους ενασχολήσεις, αποδίδοντας τη
θεοποίηση στοιχείων της φύσης στην ωφέλεια που κομίζουν στον άνθρωπο.
Εσφαλμένα του αποδίδεται από τη Σούδα πως υπέστη τον ίδιο θάνατο με το
Σωκράτη, μια φαντασίωση που παρά την πρόδηλη σύγχυση («ως διαφθείρων
τους νέους») στην οποία οφείλεται, υιοθετείται ευχαρίστως από σύγχρονούς
μας Ομολογητές του κρατικής θρησκείας για να συμψηφίσει τα πταίσματα
του ελληνικού κόσμου με τις κακουργίες της ρωμαϊκής και ανατολίτικης
Ορθοδοξίας. Πολύ κοντά στην αθεϊα ήταν και ο αντιφατικός Κριτίας, θείος
του Πλάτωνα, μαθητής του Σωκράτη, άλλοτε Δημοκρατικός, άλλοτε τύραννος,
ένας από τους «τριάκοντα» και πολύ σκληρός διώκτης των πολιτικών του
αντιπάλων, που φυλακίστηκε στα νιάτα του για ασέβεια όταν κατηγορήθηκε
μαζί με τον Αλκιβιάδη για ερμοκοπία. Η κριτική αθεϊα του φιλόσοφου που
τον συνόδευε δεν του κόστισε καμία ποινή. Ο ίδιος ο αριστοκρατικός και
ιδιόρρυθμος Ηράκλειτος, προγενέστερος του Πλάτωνα, είχε εναντιωθεί με
περιφρόνηση στη λαϊκή θρησκευτική έκφραση, στη λατρεία των αγαλμάτων και
στις τελετές των βωμών, αν και αφιέρωσε τα βιβλία του στο ναό της
Αρτέμιδας. Οι Ίωνες (Μιλήσιοι) Θαλής, ο Αναξίμανδρος κι ο Αναξιμένης,
καθαρά υλιστές στην κοσμολογική τους διδασκαλία, δεν τράβηξαν τους
κεραυνούς των πιστών, όχι μόνο λόγω της ανοχής που επικρατούσε στα
ιωνικά παράλια, ίσως γιατί δεν εκλαϊκευσαν τις έρευνές τους, αν και ο
Αναξίμανδρος κατά τον Κικέρωνα (‘De Divinatione’) έστησε αστεροσκοπείο
στον Ταϋγετο και προειδοποίησε τους Λάκωνες για επικείμενο σεισμό, χωρίς
να θεωρηθεί ότι προσβάλλει τον Όλυμπο ή τον Εγκέλαδο.
Ασφαλώς αυτοί όλοι ήταν οι πιο
τυχεροί για διάφορους λόγους, ακόμη και συγκυριακούς που είχαν να
κάνουν με πρόσωπα, με συμφέροντα και με συσχετισμούς πολιτικών δυνάμεων.
Ισχύει όμως κι εδώ ο Κανόνας των (όχι λίγων) εξαιρέσεων, που ευτυχώς
δεν εντάσσονται με κανέναν τρόπο σε κάποιο ιστορικά διαπιστωμένο ρεύμα ή
κλίμα γενικευμένων διωγμών ή καταστροφής της ζωής όλων όσων
κατηγορήθηκαν, αφού υπήρχε στον ελληνικό κόσμο πάντα κάποια φιλόξενη
γωνιά για όσους στοχοποιήθηκαν.
Μια άτυχη περίπτωση για παράδειγμα,
φέρεται πως είναι ο Πυθαγόρειος φιλόσοφος, μαθηματικός και φυσικός
Ίππασσος, για τον οποίο λέγεται, ανάμεσα σε πολλές εκδοχές, πως ρίχτηκε
στην θάλασσα από τους συντρόφους του, επειδή ανακαλύπτοντας τους
άρρητους αριθμούς ανέτρεψε βασική αρχή της φιλοσοφίας τους, που είχε
σχέση θρησκευτικού μυστικισμού με τους αριθμούς. Για την ακρίβεια ο
Ίππασος ο Μεταπόντιος ανακάλυψε πως η διαγώνιος ενός τετραγώνου πλευράς
1, δηλαδή σύμφωνα με το πυθαγόρειο θεώρημα η τετραγωνική ρίζα του δύο,
είναι άρρητος αριθμός. Οι Πυθαγόρειοι όμως πίστευαν ότι ο λόγος όλων
των μεγεθών μπορεί να εκφραστεί ως λόγος δύο φυσικών αριθμών, οι
άρρητοι αριθμοί απειλούσαν τον πύργο των κοσμοαντιλήψεών τους. Αυτή ήταν
μια ιδιωτική εσωτερική υπόθεση ενός συγκεκριμένου ρεύματος ιδεών,
υπήρξαν όμως περιπτώσεις που η πόλη κινούσε τους μηχανισμούς της δίωξης.
Ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα ο πρωτοπόρος αγνωστικιστής Πρωταγόρας, όταν
ρωτήθηκε για τους θεούς απάντησε: “Δεν γνωρίζω αν υπάρχουν ή δεν
υπάρχουν θεοί ούτε τη μορφή τους γιατί πολλά πράγματα με εμποδίζουν να
ξέρω και η άγνοια των δεδομένων και η συντομία της ανθρώπινης ζωής”
(Διογένης ο Λαέρτιος “Πρωταγόρας”, Πλάτων “Μένων”, 91). Η αποκοτιά του,
του κόστισε ακριβά. Ο ολιγαρχικός άρχοντας Πυθόδωρος τον κατήγγειλε
δημόσια για αθεΐα. Τα βιβλία του κάηκαν δημόσια στην αγορά και ο ίδιος
καταδικάστηκε. Λέγεται πως για να γλυτώσει το έσκασε για τη Σικελία και
πνίγηκε στο ταξίδι της φυγής του, το πιθανότερο όμως είναι να έφτασε
σώος και να πέθανε τιμημένος.
Ο «αγνωστικιστής» Στίλπων ο Μεγαρεύς όπως απεικονίστηκε στο «Χρονικό της Νυρεμβέργης» (1493), πανομοιότυπα με το Σπεύσιππο
Ο ίδιος ο μέγας Αριστοτέλης, που κατηγορούσε την Αθήνα πως υπέθαλπε την συκοφαντία-«…σύκον δ’ επί σύκω»-
τελικά έπεσε κι αυτός θύμα της θρησκευτικής της έκδοσης. Κατέφυγε στην
Χαλκίδα κατηγορούμενος από τον Ελευσίνιο ιεροφάντη Ευρυμέδοντα για
ασέβεια, αφού τόλμησε σε ύμνο του να αποδώσει θεϊκές ιδιότητες στον
νεκρό φίλο του Ερμία, αλλά πίσω από αυτή τη δίωξη βρισκόταν το πολιτικό
μίσος της αντιμακεδονικής παράταξης, με εκπρόσωπο κάποιο Δημόφιλο, προς
τον κάποτε προστατευόμενο του, νεκρού πλέον, Μακεδόνα Αλέξανδρου. Η
πατρίδα της μητέρας του δέχθηκε τον Αριστοτέλη που σήμερα τον τιμά με
μια μικρή προτομή στην όχθη του πορθμού της, πάλι καλά αφού ο Σκαρίμπας
δε βρήκε θέση στο νεκροταφείο της διωγμένος από το Δεσπότη αν και τελικά
του βγήκε σε καλό αφού ο δήμαρχος του έδωσε χώρο στο κάστρο. Καλύτερη
αντιμετώπιση από το δάσκαλό του είχε ο Θεόφραστος (διάδοχος του
Αριστοτέλη στη σχολή του Λυκείου), που ήταν δημοφιλής στους Αθηναίους,
τόσο που όταν κατηγορήθηκε με τη σειρά του γι’ ασέβεια, από τον αισχρό
δημαγωγό Αγνωνίδη, έτρεξαν εκατοντάδες σαν μάρτυρες υπεράσπισης κι έτσι
αν και ο ίδιος δεν άρθρωσε λέξη στην απολογία του, αθωώθηκε με άνετη
πλειοψηφία, αντίθετα με το συκοφάντη που αργότερα είχε κακό τέλος.
Ο ταλαίπωρος Αίσωπος δεν ήταν τόσο
τυχερός όπως ο Αριστοτέλης. Κατηγόρησε το παπαδαριό των Δελφών πως
πλουτίζει από τα μαντέματα κι αυτοί οι μοχθηροί και εκδικητικοί αγύρτες
του έβαλαν στις αποσκευές του χρυσάφι και μετά τον κατηγόρησαν για
ιερόσυλο, γκρεμίζοντάς τον από τα βράχια των Φαιδριάδων, πάνω από την
Κασταλία, εκεί που εκτελούσαν τους «βέβηλους». Αν ο Αίσωπος ήταν
κακοσχηματισμένος και τραβούσε πάνω του την εύκολη απέχθεια των
μοχθηρών, ο Αλκιβιάδης που ήταν ξακουστός για την ομορφιά του, δε
γλύτωσε ούτε αυτός τις κατηγορίες για ασέβεια. Τον συκοφάντησαν για
καταστροφή των οδοδεικτών (αλλά και συνάμα λατρευτικών στηλών των Ερμών)
και τον κατηγόρησαν για παρώδηση των Ελευσινίων Μυστηρίων, καταγγελίες
που έγιναν αιτία να καταδικαστεί σε θάνατο για βλασφημία, άσχετα αν η
απόφαση δεν εκτελέστηκε ποτέ λόγω της διαφυγής του αρχικά, αλλά ούτε και
όταν επέστρεψε. Αλλά και η ωραία και ισχυρή Ασπασία βρέθηκε στο
στόχαστρο του φθονερού κωμικού ποιητή Έρμιππου που τη μήνυσε για
ασέβεια. Δεν ήταν παρακατιανός ο Έρμιππος, ήταν πολυγραφότατος,
βραβευμένος και αξιόλογος, αλλά μισούσε τον Περικλή, που τελικά κατάφερε
να σώσει τη σύντροφό του από τα χειρότερα, σε μια πόλη που ο λαός της
ηδονιζόταν να αποκαθηλώνει τους ισχυρούς και τους αξιόλογους. Έτσι την
έπαθε ο κορυφαίος Σωκράτης, που η άδικη καταδίκη του, επειδή συνελήφθη «ους μεν η πόλις νομίζει θεοὺς ου νομίζων, έτερα δὲ καινὰ δαιμόνια εισφέρων» κλπ, είναι τόσο γνωστή ακόμη και στις λεπτομέρειές της, που δεν θα χρειαστεί να αχοληθούμε.
Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος [εικ. Αντίγραφο (10ς αι.) συγκριτικών υπολογισμών
του σχετικά με διαστάσεις Ήλιου-Γης-Σελήνης], ένας μεγαλοφυής και
πρωτοπόρος ηλιοκεντρικός αστρονόμος, που από αυτόν εμπνεύστηκε όπως
ομολογεί 20 αιώνες μετά ο Κοπέρνικος, αυτός που κατάφερε να μετρήσει με
μικρό σχετικά λάθος την περιφέρεια της Σελήνης, κατηγορήθηκε από το
στωϊκό Κλεάνθη, που ζήτησε την καταδίκη του, «… ως κινών την του κόσμου
εστίαν και ταράσσων ούτω την των Ολυμπίων ηρεμίαν». Έτσι ο Αρίσταρχος
για να σώσει την ελευθερία του, κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια, όπου και
πέθανε αυτοεξόριστος. Στην Αίγυπτο κατέφυγε και ο φιλόσοφος Θεόδωρος ο
άθεος (έργο του, το «Περί θεών»), που διώχτηκε από την Αθήνα ως ασεβής
αλλά έγινε δεκτός με τιμές στην αυλή του Πτολεμαίου Α΄. Διωγμένος από
την Κυρήνη ως αρχηγός της ‘αίρεσης’ των «Θεοδώρειων», επέστρεψε στην
Ελλάδα. Η επέμβαση του Δημήτριου του Φαληρέα τον έσωσε από την καταδίκη
του Αρείου Πάγου. Μεταξύ των μαθητών του συγκαταλέγονταν και ο Βίων ο
Βορυσθενίτης, ένας κυνικός από τα μέρη της Μαύρης θάλασσας, που έζησε
στην Αθήνα και που κορόιδευε τη θρησκοληψία του όχλου. Η αλήθεια είναι
ότι ο Θεόδωρος παραήταν τολμηρός αμφισβητώντας ακόμη και τον υπέρ
πατρίδος θάνατο, που τον θεωρούσε μια καθαρή ανοησία. Δεν δίσταζε να
προκαλεί με ερωτήματα σαν κι αυτό που έβαλε στο Μεγαρίτη φιλόσοφο
Στίλπωνα, έναν τουλάχιστον άθρησκο, αλλά πιο προσεκτικό από τον
Θεόδωρο: «Πες μου Στίλπωνα, πώς εξακρίβωσες πως η Αθηνά είναι θεά και
όχι θεός; Σήκωσες μήπως το ρούχο της και το είδες;». Αυτό ειπώθηκε
επειδή ο Στίλπων είχε αναρωτηθεί δημόσια αν η Αθηνά ήταν θεά ή θεός και
βρέθηκε κατηγορούμενος όταν είπε πως δεν ήταν κόρη του Δία αλλά έργο
του Φειδία. Σε ερώτημα αν οι θεοί χρειάζονταν λατρεία ο Στίλπων είχε
απαντήσει πως μπροστά στον όχλο δεν μπορούσε να απαντήσει, μια ανάλογη
απάντηση υπεκφυγής, είχε δώσει και ο Βίωνας. Τέλος ένας άλλος
Αστρονόμος, Μαθηματικός και Μετεωρολόγος, ο Διογένης Απολλωνιάτης, «ανὴρ
φυσικὸς και άγαν ελλόγιμος», φέρεται από το Διογένη το Λαέρτιο «μικρού
κινδυνεύσαι Αθήνησιν», ενώ ο άθεος σοφιστής και επικριτής των Ελευσινίων
Μυστηρίων Διαγόρας ο Μήλιος που κατηγορείτο «ως θεομάχος» και ασεβής
από τους Αθηναίους, κατέφυγε στην Κόρινθο. Αναφέρεται πως χρησιμοποίησε
ως προσάναμμα για να μαγειρέψει ξύλινο είδωλο του Ηρακλή.
Το 431 έσκασε η βόμβα του
φανατικού ή μάλλον του αγύρτη μάντη Διοπείθη, που ζητούσε την τιμωρία
των απίστων και όσων ερμήνευαν τα φυσικά φαινόμενα. Ο πονηρός «προφήτης»
της αρχαίας Αθήνας, έβαλε στο στόχαστρο τον Αναξαγόρα, φιλόσοφο από τα
μέρη της Ιωνίας που είχε ανησυχίες γύρω από το φυσικό κόσμο και την
Αστρονομία, που τον φυγάδευσε ο Περικλής στη Λάμψακο: «…και ψήφισμα
Διοπείθης έγραψεν εισαγγέλλεσθαι τους τα θεία μη νομίζοντας ή λόγους
περὶ των μεταρσίων διδάσκοντας απερειδόμενος εις Περικλέα δι’ Αναξαγόρου
την υπόνοιαν … Αναξαγόραν δε φοβηθεὶς εξέπεμψεν εκ της πόλεως»
(Πλούταρχου-‘Περικλής’). Πολλοί αναφέρουν και τον Κλέωνα στους διώκτες
του φιλόσοφου, γεγονός όμως είναι ότι τα κίνητρα ήταν πιο πολύ πολιτικά,
το πλήγμα στον Περικλή, παρά θρησκευτικά, άσχετα από τις προθέσεις του
Διοπείθη. Πιθανότατα ο φιλόσοφος πριν δραπετεύσει είχε φυλακιστεί
κρατώντας όμως την ψυχραιμία του, γιατί κατά τον Πλούταρχο «Αναξαγόρας
εν τω δεσμωτηρίω τον του κύκλου τεραγωνισμόν έγραφε».
Ίσως οι κακοτυχίες κάποιων να
έκαναν άλλους προσεκτικότερους. Ίσως να διαμορφώθηκε και μια κουλτούρα,
αυτό είναι το πιθανότερο, ήπιας αυτολογοκρισίας των λογίων. Ο Θουκιδίδης
ένας μάλλον άθεος ορθολογιστής, απέφυγε κάθε θρησκευτική αναφορά στο
έργο του, ακόμη και στον «Επιτάφιο» όπου μιλάει ο μαθητής του Πρωταγόρα
Περικλής, αν και το θέμα προσφέρεται. Υμνούνται οι θεσμοί η Δημοκρατία
αλλά όχι η ευσέβεια των νεκρών. Αυτή η απουσία έχει συχνά επισημανθεί,
αν και δεν δέχονται όλοι οι ερευνητές την ερμηνεία της αθεϊας και του
ορθολογισμού, ειδικά οι παλιότεροι. [Οurania (Nanno) Marinatos Kopff,
“Τhucydides and traditional religion” -1978]. Ο βιογράφος του
Θουκυδίδη, Γραμματικός και ρήτορας Άντυλλος, όπως διασώζεται στον
Αμμιανό Μαρκελλίνο στο δικό του έργο «Βίος Θουκ.» (22), τον θεωρεί
«ήρεμα άθεο» («άθεος ήρεμα ενομίσθη της εκείθεν θεωρίας»). Από την άλλη η
πλουραλιστική θρησκευτική ανοχή επέτρεψε την εισαγωγή ξένων θεοτήτων
όπως της Ίσιδας. Για παράδειγμα, στον Πειραιάς τον 4ο αι. δόθηκε άδεια
για να στηθεί ιερό της θεάς από τους
αιγύπτιους μετανάστες («Sylloge inscriptionum religionis Isiacae et
Sarapiacae-Vidman», Ladislav). Νομίζω πως η σύγκριση με την τύχη των
Αιγύπτιων μεταναστών σήμερα, που μαχαιρώνοντα από τη Χ.Α. και με το
τζαμί που δεν λέει να χτιστεί είναι συντριπτική. Δεν πρέπει επίσης να
λησμονούμε την ευκολία με την οποία επετράπη στον Παύλο να κηρύξει
δημόσια τον νέο Θεό στην πολυθεϊστική ρωμαιοκρατούμενη πόλη της
Παλλάδας. Αν συνέβαινε κάτι ανάλογο στους βυζαντινούς χρόνους της
Ορθοδοξίας, η οποία δεν ανέχτηκε ούτε τη νεοπλατωνική Σχολή των Αθηνών, ο
τολμητίας θα λυντσαριζόταν. Είναι αλήθεια πως δεν υπήρξαν οργανωμένες
αιρέσεις που να απειλούν την κυρίαρχη θρησκευτική αντίληψη, η οποία
όμως, από την ίδια την πολυδιάστατη και ανεκτική της φύση, δεν μπορούσε
να γεννήσει τέτοιες αντιδράσεις.
Στον απόηχο πια του αρχαίου κόσμου, το 2ο
μ.Χ. αιώνα, κι ενώ ερχόταν η κρατική «χριστιανική» (;) πλημμυρίδα της
δεισιδαιμονίας και του μίσους, ο εθνικός Λουκιανός στους ‘Νεκρικούς
Διαλόγους’ σατίρισε ανενόχλητος τη δεισιδαιμονία των κατώτερων στρωμάτων
των πιστών της θρησκείας του. Την ίδια εποχή ο επίσης εθνικός Κέλσος
και λίγο μετά ο εθνικός Πορφύριος απεχθάνονταν φανερά τις λαϊκές
προλήψεις των οπαδών της ελληνικής θρησκείας, χωρίς να κινδυνεύσει η
ευτυχία τους. Τα χειρόγραφα των δυο τελευταίων όμως και το περιεχόμενο
τους, δέχτηκαν επιθέσεις από το μίσος των οπαδών της νέας Μεταφυσικής.
roides.wordpress