Το κείμενο είναι το πρώτο κεφάλαιο (σελ 17-42) απο το βιβλίο του C.Harman «Η οκονομία του τρελοκομείου», εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο.
Οι αστοί οικονομολόγοι και ο Μάρξ
Οι επαγγελματίες οικονομολόγοι υποτίθεται ότι έχουν σαν σκοπό να μας εξηγούν γιατί συμβαίνουν όλα αυτό. Όμως οποιοσδήποτε επιχειρήσει να διαφωτιστεί απ’ αυτούς θα νιώσει βαθιά απογοήτευση.
Η κυρίαρχη καπιταλιστική οικονομική σχολή λέγεται “οριακή» ή “νεοκλασική» σχολή. Αυτή τη θεωρία διδάσκουν στα οικονομικά πανεπιστήμια, στα κολέγια ή στις τελευταίες τάξεις του σχολείου. Οι οπαδοί αυτή της σχολής υποστηρίζουν ότι οι οικονομικές τους θεωρίες αποτελούν στην πραγματικότητα ένα τεχνικό επιστημονικό κλάδο, “είναι η ανθρώπινη επιστήμη που μελετάει τη σχέση ανάμεσα στη στενότητα των πόρων και τις διάφορες ανάγκες που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για αυτούς τους πόρους». Ισχυρίζονται ότι η παραγωγή γίνεται σύμφωνα με “το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης».
Η ζήτηση εξαρτάται από τις επιλογές που κάνουν τα άτομα, από τις οριακές προτιμήσεις τους για κάποια πράγματα σε σχέση με κάποια άλλα, όπως φαίνονται από τον τρόπο με τον οποίο ξοδεύουν τα λεφτά τους. Η προσφορά εξαρτάται από το κόστος της παραγωγής των αγαθών, δηλαδή από το πόσο κοστίζει η απασχόληση των εργατών και η χρησιμοποίηση των εργαλείων με τα οποία δουλεύουν. Ενα εμπόρευμα θα παραχθεί, από τη στιγμή που το επιπλέον ποσό το οποίο οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν γι’ αυτό το εμπόρευμα ισούται με το επιπλέον κόστος το οποίο απαιτείται για την παραγωγή του.
Θαυμάσιες καμπύλες μπορούν να κατασκευαστούν απ’ αυτές τις θεωρίες, όπου η προσφορά κινείται προς τη μια κατεύθυνση και η ζήτηση κινείται προς την άλλη, και αυτό που τελικά παράγεται να εξαρτάται από το πού συναντιόνται οι δυο αυτές καμπύλες. Το πρόβλημα είναι ότι αυτές οι καμπύλες, στην πραγματικότητα, δεν ερμηνεύουν τίποτα γιατί δεν εξηγούν από πού προέρχεται η προσφορά και η ζήτηση στην αρχική φάση.
Από την πλευρά της ζήτησης δεν εξηγούν γιατί οι επιθυμίες κάποιων ανθρώπων (πλούσιων γαιοκτημόνων, εκατομμυριούχων από κερδοσκοπία σε ακίνητα, ή των επικεφαλής των ιδιωτικοποιημένων βιομηχανιών) μετατρέπονται σε ‘ενεργή ζήτηση», δηλαδή ζήτηση που εκφράζεται σε ρευστό, ενώ οι απελπισμένες ανάγκες άλλων ανθρώπων (των ανέργων, των χαμηλόμισθων, των πεινασμένων λαών της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής) αγνοούνται. Από την πλευρά της προσφοράς δεν εξηγούν γιατί πράγματα για τα οποία υπάρχει τρομακτική ανάγκη δεν παράγονται, τη στιγμή που οι πόροι για να παραχθούν υπάρχουν εν αφθονία.
Οι «οριακοί» οικονομολόγοι υποστηρίζουν, ότι τα εισοδήματα των ανθρώπων, και κατά συνέπεια και η ζήτησή τους, εξαρτάται από το πόσο συμβάλλει ο καθένας στην παραγωγή πλούτου. Οι άνθρωποι, μας λένε, πληρώνονται σύμφωνα με την επιπλέον αξία που δημιουργεί η εργασία τους. Αλλά αυτό δεν απαντάει στο ερώτημα γιατί κάποιοι άνθρωποι πληρώνονται 10 ή 20 φορές περισσότερο από κάποιους άλλους για την εργασία τους, ούτε στο γιατί κάποιοι άνθρωποι πληρώνονται απλώς επειδή κατέχουν πλούτο, ενώ δεν δουλεύουν καθόλου. Τι δουλειά κάνει ο μέτοχος ή ο δανειστής;
Η απάντηση είναι εύκολη, λένε οι οικονομολόγοι. Στην παραγωγή προϊόντων δεν μετέχει μόνον η εργασία, αλλά και το κεφάλαιο. Και όπως ακριβώς η εργασία πληρώνεται ανάλογα με τη πόσο συνέβαλε στην παραγωγή του πλούτου, το ίδιο συμβαίνει και με το κεφάλαιο. Κάθε «συντελεστής της παραγωγής» «λαμβάνει μια αμοιβή» ίση με το «οριακό προϊόν» του.
Στην πραγματικότητα, αυτό το επιχείρημα δεν απαντά σε τίποτα, πέρα από το να διευκολύνει τους ιδιοκτήτες κεφαλαίου να έχουν μια ήσυχη συνεί δηση. Ουσιαστικά καταλήγει στο να λέει ότι όσοι είναι πλούσιοι πρέπει να γί νουν πλουσιότεροι. Πρόκειται για μια ταυτολογία, όπως όταν κάποιος λέει ό τι «2 ισον 2’ ή “μια γάτα είναι μια γάτα». Γιατί αν ρωτήσουμε τους οικονομολόγους, πώς υπολογίζουν την αξία του κεφαλαίου, αυτοί αναφέρονται στο ‘οριακό προϊόν» που αυτό το κεφάλαιο παράγει. Αλλά αν τους ρωτήσεις πώς υπολογίζεις αυτό το «οριακό προϊόν» αναφέρονται στην αξία του κεφαλαίου που χρησιμοποιήθηκε για να το παράγει. Καταλήγουν, δηλαδή, να λένε πρακτικά ότι “η αξία του κεφαλαίου ισούται με την αξία του κεφαλαίου», ή ότι “το κέρδος ισούται με το κέρδος’.
Το μόνο πράγμα που η επίσημη οικονομική θεωρία μπορεί να μας πει είναι ότι ορισμένα πράγματα αγοράζονται και ορισμένα πράγματα πουλιούνται στη συγκεκριμένη στιγμή, χωρίς να μας λέει γιατί παράγονται κάποια προϊόντα και όχι κάποια άλλα, χωρίς να μας λέει γιατί κάποιοι είναι πλούσιοι και κάποιοι είναι φτωχοί και χωρίς να μας λέει γιατί κάποια αγαθά στοιβάζονται απούλητα τη στιγμή που υπάρχουν άνθρωποι που τα χρειάζονται απελπισμένα και δεν τα έχουν. Οι επίσημοι οικονομολόγοι δεν μπορούν να μας πουν γιατί μερικές φορές υπάρχει άνθηση και άλλες ύφεση στην οικονομία.
Τέτοιες παρατηρήσεις που αποκρούουν την οριακή οικονομική θεωρία έχουν γίνει εδώ και ογδόντα τουλάχιστον χρόνια, τόσο από τον Αυστριακό μαρξιστή Ρούντολφ Χίλφερντινγκ όσο και από τον Ρώσο επαναστάτη Νικολάι Μπουχάριν. Και έχουν επαναληφθεί πιο πρόσφατα, αυτή τη φορά συγκροτημένες σε μια αυστηρά λογική μορφή, από τους διαφωνούντες ακαδημαϊκούς οικονομολόγους γνωστούς ως «Σχολή του Κέμπριτζ».
Υπάρχουν πολλά άλλα παράδοξα μέσα στον ίδιο τον πυρήνα της επίσημης οικονομικής θεωρίας. Το μοντέλο που διαθέτει για την αγορά προϋποθέτει τέλεια γνώση όλων των οικονομικών συναλλαγών που συμβαίνουν, όχι μόνο στο παρόν αλλά και που θα συμβαίνουν στο μέλλον, πράγμα λογικά αδύνατο. Χρησιμοποιεί τη θεωρία του «συγκριτικού πλεονεκτήματος» δανεισμένη από τον Ντέιβιντ Ρικάρντο, τον οικονομολόγο των αρχών του 19ου αιώνα, για να διακηρύξει την ανάγκη για απεριόριστη ελευθερία εμπορίου στις φτωχότερες χώρες του κόσμου, τη στιγμή που η αρχική θεωρία αναπτύχθηκε τότε που το κεφάλαιο δεν είχε τη σημερινή ελευθερία κινήσεων από χώρα σε χώρα. Επιμένει ότι αν το κράτος δεν επεμβαίνει τότε η προσφορά και η ζήτηση ισορροπούν αυτόματα, ωστόσο οι ίδιες οι εξισώσεις του μοντέλου δείχνουν ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει.
Τέλος, η επίσημη οικονομική αντίληψη επιμένει ότι αν εξαφανίζονταν οι πολλαπλοί παράγοντες που εμποδίζουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό στον πραγματικό κόσμο -είτε μιλάμε για τη μονοπωλιακή δύναμη των γιγαντιαίων εταιρειών ή για συνδικαλιστές που υπερασπίζονται θέσεις εργασίας- τότε τα πράγματα θα ήταν καλύτερα. Αλλά τα μαθηματικά του μοντέλου τους δείχνουν ότι στην πραγματικότητα η απάλειψη ενός περιοριστικού παράγοντα, όχι όμως και κάποιων άλλων, κάνει τα πράγματα χειρότερα.
Τελικά, το μοντέλο δεν προσφέρει κανένα οδηγό, καμιά εξήγηση πάνω στο τι συμβαίνει και τι μπορεί να συμβεί στον πραγματικό κόσμο. Όπως απέδειξε ένας από τους διαφωνούντες οικονομολόγους, ο Πολ Ορμεροντ, στο βιβλίο του Ο Θάνατος των Οικονομικών, η επίσημη οικονομική σοφία είναι τόσο χρήσιμη για την κατανόηση της οικονομικής πραγματικότητας όσο και η μεσαιωνική αστρολογία στην πρόβλεψη των γεγονότων. Όσοι οικονομολόγοι βασίστηκαν πάνω στις ορθόδοξες απόψεις, απέτυχαν παταγωδώς να προβλέψουν τις ανοδικές και τις καθοδικές φάσεις της παγκόσμιας οικονομίας:
Οι οικονομικές προβλέψεις είναι πια αντικείμενο ανοιχτού χλευασμού. Η ακρίβειά τους, σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, είναι τραγικά αποτυχημένη. Μέσα στους τελευταίους 12 μήνες μόνο, καθώς γράφεται αυτό το βιβλίο, απέτυχαν να προβλέψουν την ιαπωνική ύφεση, τη δύναμη της αμερικάνικης ανάκαμψης, το βάθος της κατάρρευσης της γερμανικής οικονομίας και την αναταραχή στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα.
Κι όμως, αυτό το επίσημο “πιστεύω’ εξακολουθεί να διδάσκεται στα σχολεία, να μελετάται στα πανεπιστήμια και να πετάγεται στα μούτρα οποιουδήποτε προτείνει ότι μπορεί να υπάρξει εναλλακτική λύση στο υπάρχον σύστημα του καπιταλισμού της αγοράς. Ο βασικός ισχυρισμός της θεωρίας, ότι η αγορά είναι ο μόνος λογικός τρόπος οργάνωσης της παραγωγής, έχει γίνει αποδεκτός τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο από την παραδοσιακή δεξιά, αλλά και από τους ηγέτες των εργατικών, των σοσιαλδημοκρατικών και των πρώην κομμουνιστικών κομμάτων σ’ όλο τον κόσμο.
Μια τέτοια αποδοχή είναι δυνατή μονάχα αν δεν έρθει κανείς σε αντιπαράθεση με τους παραλογισμούς αυτού του κόσμου. Οι “ορθόδοξες» απόψεις βασίζονται στη αποδοχή της εικόνας που παρουσιάζει ο κόσμος σαν αυτοτελής αξία και ουσιαστικά, λένε ότι τα πράγματα είναι έτσι, επειδή έτσι είναι.
Αλλά, ένα τέτοιο θεωρητικό δόγμα δεν χρησιμεύει καθόλου σ’ όσους βρίσκουν ότι η ζωή στον σημερινό κόσμο γίνεται όλο και πιο ανυπόφορη, σ’ όσους θέλουν μια εναλλακτική λύση απέναντι στις μακρές περιόδους ύφεσης που διακόπτονται από σύντομες ανακάμψεις, απέναντι στην αυξανόμενη ανεργία και τη φτώχεια που γίνεται χειρότερη, απέναντι σε μια κατάσταση όπου υπάρχουν αγαθά που δεν μπορούν να πουληθούν από τη μια μεριά και άνθρωποι που δεν μπορούν να τα αγοράσουν από την άλλη. Για να εξηγηθούν αυτά τα προβλήματα χρειαζόμαστε μια διαφορετική προσέγγιση.
Εξηγώντας τον χαοτικό κόσμο
Η οικονομική προσέγγιση του Καρλ Μαρξ ήταν πολύ διαφορετική από τα σημερινά επίσημα δόγματα. Ενδιαφέρθηκε για τις οικονομικές θεωρίες γιατί μπόρεσε να δει τον απάνθρωπο παραλογισμό του νέου οικονομικού συστήματος, του καπιταλισμού, που αναπτυσσόταν γύρω του, στη Γερμανία των μέσων της δεκαετίας του 1840. Μπορούσε, ήδη, να διακρίνει ότι επρόκειτο για μια κοινωνία στην οποία οι άνθρωποι άκουγαν διαρκώς ότι πρέπει να δουλεύουν σκληρότερα για να παράγουν πλούτο, αλλά στην οποία οι ίδιοι δεν έβγαζαν κανένα όφελος από την προσπάθειά τους. Όπως έγραφε το 1844:
Όσο περισσότερο παράγει ο εργάτης, τόσο λιγότερο έχει να καταναλώσει. Όσο περισσότερη αξία δημιουργεί, τόσο περισσότερο χάνει τη δική του αξία, τόσο περισσότερο ανάξιος γίνεται… [Το σύστημα] αντικαθιστά την εργασία με μηχανές, αλλά πετάει ένα κομμάτι εργατών σ’ ένα βάρβαρο είδος εργασίας και μετατρέπει τους άλλους εργάτες σε μηχανές. Παράγει παλάτια, αλλά για τον εργάτη τρώγλες. Παράγει ομορφιά, αλλά για τον εργάτη δυσμορφία. Ο εργάτης νιώθει ότι είναι ο εαυτός του μόνο έξω από τη δουλειά του και στη δουλειά του νιώθει έξω από τον εαυτό του. Νιώθει οικεία όταν δεν δουλεύει, και όταν δουλεύει νιώθει αποξενωμένος.
Τέσσερα χρόνια αργότερα έγραφε:
Ο εργάτης δουλεύει για να ζήσει. Δεν αναγνωρίζει καν την εργασία ως μέρος της ζωής του, αλλά μάλλον ως μια θυσία της ζωής του. Ό,τι παράγει για τον ε αυτό του δεν είναι το μετάξι που υφαίνει, ούτε το χρυσάφι που βγάζει από το ορυχείο, ούτε το παλάτι που χτίζει. Αυτό που παράγει για τον εαυτό του είναι το μεροκάματο, ενώ το μετάξι, ο χρυσός, και το παλάτι μετατρέπονται γΓ αυτόν σε μια περιορισμένη και καθορισμένη ποσότητα μέσων επιβίωσης, ίσως σ’ ένα βαμβακερό σακάκι, κάποια χάλκινα κέρματα και μια γωνία σ’ ένα υπόγειο…
Και ο εργάτης που για 12 ώρες υφαίνει, κλώθει, τρυπάει, τορνάρει, χτίζει, φτυαρίζει, σπάει πέτρες, μεταφέρει φορτία κ.λπ., μήπως θεωρεί αυτές τις 12 ώρες ύφανσης, γνεσίματος, τρυπήματος, τορνέματος, χτισίματος, φτυαρίσματος, σπασίματος πέτρας ως μια έκφραση της ζωής του, ως ζωή; Αντίθετα η ζωή για αυτόν αρχίζει όταν αυτή η δραστηριότητα σταματάει: στο τραπέζι, στο καπηλιό, στο κρεβάτι.
Τα οικονομικά κείμενα του Μαρξ εξηγούν πώς εμφανίστηκε αυτός ο τύπος κοινωνίας και πώς διατηρείται. Σαν τέτοια, τα κείμενα αυτά σχετίζονται με αυτό που οι κατεστημένοι πανεπιστημιακοί στοχαστές αποκαλούν “φιλοσοφία», “κοινωνιολογία», “ιστορία».
Δεν ασχολούνται κυρίως με το γιατί τα πράγματα έχουν μια τιμή αντί για μία άλλη, ούτε και με το γιατί και πότε λαμβάνουν χώρα οι οικονομικές κρίσεις. Περισσότερο ασχολούνται με ολόκληρο τον κόσμο της “αποξενωμένης εργασίας», έναν κόσμο όπου η ανθρώπινη δραστηριότητα, αποκτά μια αυτοτελή δική της ζωή και κυριαρχεί πάνω στα ίδια τα ανθρώπινα όντα, έναν κόσμο ατελείωτης δουλειάς και ανεργίας, υπερπαραγωγής και πείνας.
Στα παλιότερά του γραπτά ο Μαρξ τόνιζε τον παραλογισμό αυτού του αναποδογυρισμένου κόσμου. Η λέξη που χρησιμοποιούσε για να περιγράφει αυτήν την αναστροφή ήταν η “αλλοτρίωση”, λέξη που προέρχεται από τον Γερμανό φιλόσοφο Χέγκελ, που τα γραπτά του είναι μερικές φορές σκοτεινά. Ωστόσο, ο Μαρξ βασίστηκε και σε ποικίλες άλλες πηγές. Χρησιμοποίησε τις περιγραφές του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, τις οποίες βρίσκει κανείς στα γραπτά των ιδρυτών της καπιταλιστικής οικονομικής “ορθοδοξίας», όπως του Ανταμ Σμιθ και του Ντέιβιντ Ρικάρντο. Άντλησε ακόμη την εμπειρία των πρώτων εργατικών κινημάτων που αντιστάθηκαν στο σύστημα, συμπεριλαμβανομένων των Χαρτιστών στην Αγγλία.
Στα ύστερα οικονομικά γραπτά του, ιδιαίτερα στο τρίτομο έργο του Το Κεφάλαιο εγκατέλειψε μεγάλο μέρος της φιλοσοφικής γλώσσας. Αυτό οδήγησε κάποιους στον ισχυρισμό ότι η όλη του προσέγγιση για τα οικονομικά είχε αλλάξει. Στην πραγματικότητα ο σκοπός του Κεφαλαίου είναι να εξηγήσει τον τρόπο που όλος ο κόσμος της “αλλοτριωμένης εργασίας» εξελίσσεται, ως μια απάνθρωπη δύναμη που κυριαρχεί πάνω στα ζωντανά ανθρώπινα όντα. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στα προπαρασκευαστικά κείμενα που έγραψε ο Μαρξ αμέσως πριν συμπληρώσει το τελικό χειρόγραφο του Κεφαλαίου.
Έτσι λέει:
Η κυριαρχία του καπιταλιστή πάνω στον εργάτη είναι η κυριαρχία του αντικειμένου πάνω στον άνθρωπο, η κυριαρχία της νεκρής εργασίας πάνω στη ζωντανή, η κυριαρχία του προϊόντος πάνω στον παραγωγό, εφόσον στην πραγματικότητα τα εμπορεύματα που γίνονται τα μέσα κυριαρχίας πάνω στον εργάτη είναι… τα προϊόντα της παραγωγικής διαδικασίας. Πρόκειται για τη διαδικασία αλλοτρίωσης της ίδιας της κοινωνικής εργασίας του.
Τονίζει ότι το καπιταλιστικό σύστημα βάζει περιορισμούς σε αυτά που μπορούν να κάνουν τόσο ο μεμονωμένος καπιταλιστής, όσο και ο μεμονωμένος εργάτης. Αλλά ενώ “ο εργάτης, ως θύμα του συστήματος, βρίσκεται από την αρχή σε μια σχέση εξέγερσης εναντίον του και βλέπει τη διαδικασία ως υποδούλωση’, ο καπιταλιστής “είναι ριζωμένος στη διαδικασία της αλλοτρίωσης και βρίσκει σ’ αυτή τη μεγαλύτερη ικανοποίησή του… Η αυτοεπέκταση του κεφαλαίου είναι ο καθοριστικός, ο κυρίαρχος και υπεράνω όλων σκοπός για τον καπιταλιστή, η απόλυτη προωθητική του δύναμη και στοιχείο της δράσης του...»
Παραγωγή και εμπορεύματα
Δεν μπορείς να κατανοήσεις καμιά κοινωνία, τόνιζε ο Μαρξ, παρεκτός αν κοιτάξεις το πώς οι άνθρωποι, σ’ αυτή την κοινωνία, εξασφαλίζουν τα απαραίτητα για την επιβίωση, δηλαδή την τροφή, τη στέγη και το ρουχισμό. Γιατί, αν δεν τα έχουν εξασφαλίσει αυτά, δεν μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο. Αλλά η εξασφάλιση αυτών των πραγμάτων πάντοτε βασιζόταν σε ανθρώπους που εργάζονται συλλογικά προκειμένου να αλλάξουν τον φυσικό κόσμο γύρω τους. Σε αντίθεση με άλλα είδη ζώων, δεν είμαστε εξοπλισμένοι με αιχμηρά δόντια ή νύχια που να μας επιτρέπουν να σκοτώνουμε άγρια ζώα ή να μασουλάμε ωμά φυτά. Δεν έχουμε τρίχωμα για να κρατηθούμε ζεστοί.
Ο μόνος τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι μπορούν να επιβιώσουν και να προστατευτούν από τις ατέλειωτες εναλλαγές της φύσης, είναι η εργασία για να την αλλάξουν. Όπως έλεγε ο Ενγκελς:
“Η εργασία είναι η πηγή όλου του πλούτου, μαζί με τη φύση… Αλλά επίσης είναι και κάτι ασύλληπτα περισσότερο κι απ’ αυτό. Είναι η πρωταρχική, η βασική προϋπόθεση για όλη την ανθρώπινη ύπαρξη«.
Ιστορικά, η ανθρώπινη εργασία έχει πάρει μια ποικιλία μορφών. Για πολλές δεκάδες χιλιάδες χρόνια η εργασία γινόταν από άντρες και γυναίκες που δούλευαν και ζούσαν μαζί σε ομάδες των 40 περίπου ατόμων, συλλέγοντας καρπούς φυτών και ρίζες και σκοτώνοντας άγρια ζώα. Μπορούσαν να το κάνουν αυτό χωρίς να υπάρχουν κυβερνήτες ή ανδρική κυριαρχία πάνω στις γυναίκες. Αργότερα, περίπου πριν από 10.000 χρόνια, σε διάφορα μέρη του κόσμου άρχισε η καλλιέργεια των φυτών και η εξημέρωση των ζώων. Αλλά η οργάνωση της εργασίας ακόμα δεν συνεπάγονταν ότι μια ομάδα στην κοινωνία θα τεμπέλιαζε με την ησυχία της, τη στιγμή που όλοι οι άλλοι θα δούλευαν. Διατηρούνταν ακόμη μια βασική ισότητα μεταξύ όλων των ανδρών και όλων των γυναικών, ενώ η διανομή της τροφής, της στέγης και του ρουχισμού γινόταν σύμφωνα με τις ανάγκες των ανθρώπων. Μια κατάσταση που εξακολουθούσε να υπάρχει σε πολλά μέρη του κόσμου, μέχρι και την περίοδο των αποικιακών κατακτήσεων του περασμένου αιώνα.
Σ’ αυτές τις κοινωνίες δεν υπάρχει ίχνος της “εγωιστικής’, ’αρπακτικής’, «ανταγωνιστικής», “ανθρώπινης φύσης» που παίρνουμε ως δεδομένο στις συνθήκες του καπιταλισμού. Έτσι, ένας παρατηρητής των καλλιεργητών Αϊρόκις, στις αρχές του 18ου αιώνα, τόνιζε:
Αν μια ομάδα πεινασμένων Αϊρόκις συναντήσει κάποια άλλη ομάδα, της οποίος οι προμήθειες δεν έχουν εξαντληθεί πλήρως, τότε η τελευταία θα μοιραστεί με τους νεοφερμένους τα λίγα τρόφιμα χωρίς να το έχει ζητήσει κανείς από πριν, παρόλο που έτσι εκτίθενται κι αυτοί που βοηθούν στον ίδιο κίνδυνο με αυτούς που δέχονται τη βοήθεια.
Για μια άλλη ομάδα, τους Μοντανιέ, ένας Ιησουίτης ιερέας έγραφε:
Η φιλοδοξία και η πλεονεξία δεν υπάρχουν στα μεγάλα δάση… καθώς αρκούνται στο να εξασφαλίζουν μόνο τα προς το ζην, ούτε ένας απ’ αυτούς δεν έχει παραδοθεί στο διάβολο προκειμένου να αποκτήσει πλούτο.
Και μια κλασική μελέτη γύρω από την κτηνοτροφική φυλή των Νούερ στην ανατολική Αφρική αναφέρει: ‘Γενικά αυτό που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι σ’ ένα χωριό των Νούερ κανείς δεν λιμοκτονεί παρά μόνο αν όλοι λιμοκτονήσουν«.
Η ταξική διαίρεση και η κυριαρχία των αντρών πάνω στις γυναίκες εμφανίστηκε μόλις πριν από 5.000 χρόνια περίπου. Αυτό ήταν αποτέλεσμα μιας ακόμη αλλαγής στους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι παρήγαν τα μέσα επιβίωσής τους και που συμπεριλάμβαναν πλέον τις βαριές αγροτικές καλλιέργειες, την τήξη των μετάλλων και την ανέγερση των πρώτων πόλεων.
Εμφανίστηκαν εκμεταλλεύτριες τάξεις, που ζούσαν από την εργασία της υπόλοιπης κοινωνίας και που δημιούργησαν κρατικούς μηχανισμούς, δηλαδή μόνιμα σώματα ένοπλων ανδρών οργανωμένα με τη μορφή της στρατιωτικής ή της αστυνομικής δύναμης, προκειμένου να διατηρήσουν έτσι και να απλώσουν την κυριαρχία τους.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην πρώιμη περίοδο της αρχαίας Αιγύπτου, στην αρχαία Μεσοποταμία και στην αυτοκρατορία των Ινκας στη Νότια Αμερική, οι άρχουσες τάξεις χρησιμοποιήσαν κατευθείαν την ισχύ του κρατικού μηχανισμού, προκειμένου να αρπάξουν, μέσω των φόρων, τον πλούτο που είχαν δημιουργήσει εκείνοι που εργάζονταν. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη, είχαν στη δούλεψή τους σκλάβους οι οποίοι έκαναν όλη τη δουλειά. Μερικές φορές, όπως στη μεσαιωνική Ευρώπη, είχαν τον έλεγχο της γης και υποχρέωναν τον πληθυσμό που απασχολούνταν πάνω σ’ αυτή είτε να δουλεύει γΓ αυτούς χωρίς καμιά ανταπόδοση είτε να τους παραδίνει το μισό, ή και περισσότερο από το προϊόν του. Σε κάθε όμως περίπτωση μια μειοψηφία ανθρώπων ζούσε αναγκάζοντας την πλειοψηφία της κοινωνίας να δουλεύει για αυτούς.
Σ’ όλες αυτές τις κοινωνίες, όμως, υπήρχε κάτι κοινό με τις κοινωνίες ισότητας που είχαν προϋπάρξει. Ο σκοπός της εργασίας ήταν η άμεση ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών, παρότι τώρα οι ανάγκες της άρχουσας μειοψηφίας είχαν προτεραιότητα απέναντι στις ανάγκες της μεγάλης πλειοψηφίας του κόσμου. Οι δούλοι, οι αγρότες και οι χειροτέχνες, δούλευαν για να παράγουν αγαθά που θα τα χρησιμοποιούσαν άμεσα είτε οι ίδιοι είτε αυτοί που τους εκμεταλλεύονταν. Έτσι λοιπόν, αν ο δουλοκτήτης έτρωγε πάρα πολύ, ή έχτιζε για τον εαυτό του υπερβολικά μεγαλοπρεπή παλάτια ή μαυσωλεία, ο δούλος δεν θα είχε αρκετά για να ζήσει και θα πείναγε. Αν η σοδειά δεν ήταν καλή κάποια χρονιά και ο φεουδάρχης επέμενε να ζει στη χλιδή, ο δουλοπάροικος αγρότης θα λιμοκτονούσε. Αλλά αυτό που ήταν αδύνατο να συμβεί, ήταν μια κατάσταση όπως αυτή που δημιουργεί το σημερινό σύστημα: δεν υπήρχε περίπτωση οι άνθρωποι να πεινάσουν επειδή παράγονταν *πάρα πολλά». Η παραγωγή προοριζόταν για άμεση χρήση, έστω και αν σε μεγάλο βαθμό επρόκειτο για τη χρήση μια τάξης που εκμεταλλευόταν όλους τους άλλους.
Γι’ αυτό το λόγο, ο Μαρξ ακολούθησε την πρακτική άλλων οικονομολόγων αποκαλώντας την παραγωγή “αξιών χρήσης» μέρος της παραγωγής προορίζεται για άμεση χρήση. Οι εργάτες της αυτοκινητοβιομηχανίας δεν παράγουν αυτοκίνητα για δική τους άμεση χρήση, ούτε καν για άμεση χρήση του διευθυντή τους. Παράγουν αυτοκίνητα έτσι ώστε ο εργοδότης τους να μπορεί να τα πουλήσει σε κάποιον άλλο. Το ίδιο ισχύει για τον μεταλλεργάτη, τον υποδηματοποιό, τον τεχνικό του κινηματογράφου, τον προγραμματιστή κομπιούτερ ή, τελικά, για οποιονδήποτε απασχολείται με μισθωτή εργασία. Μπορείς, λόγου χάρη, να ξοδέψεις όλη σου τη ζωή φτιάχνοντας βίδες, βγάζοντας δεκάδες χιλιάδες τη μέρα δουλεύοντας μπροστά σε μια μηχανή. Όμως ο ίδιος προσωπικά πιθανότατα δεν θα χρησιμοποιούσες ποτέ πάνω από μερικές εκατοντάδες.
Τα αγαθά παράγονται για να πουληθούν. Είναι “εμπορεύματα» που πρέπει να ανταλλαγούν με χρήμα πριν οι παραγωγοί μπορέσουν να έχουν κάποιο όφελος από την προσπάθειά τους. Φυσικά, τα αγαθά αυτά θα πρέπει να έχουν κάποια χρησιμότητα. Ωστόσο, θα πρέπει να ανταλλαγούν πρώτα.
Έτσι, στις συνθήκες του καπιταλισμού, τα αγαθά έχουν μια παράδοξη ιδιαιτερότητα. Πριν μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν, πριν γίνουν «αξίες χρήσης», πρέπει να ανταλλαγούν με χρήμα που με τη σειρά του μπορεί να ανταλλαγεί με άλλα αγαθά. Και για να μετρήσει κανείς την αξία αυτών των αγαθών θα πρέπει να υπολογίσει το πόσα θα πάρει όταν τα ανταλλάξει. Το κλειδί είναι λοιπόν η “ανταλλακτική αξία», πόσα λεφτά και κατά συνέπεια πόσα άλλα αγαθά μπορείς να πάρεις.
Μέσω της ανταλλαγής η προσπάθεια που κατέβαλε ένα μεμονωμένο άτομο συνδέεται με την προσπάθεια άλλων εκατομμυρίων ανθρώπων μέσω του παγκόσμιου συστήματος. Αυτό γίνεται σαφές όταν κοιτάξει κανείς το τι αγοράζει με τα λεφτά που πήρε απ’ αυτό το οποίο ο ίδιος παρήγαγε. Ας υποθέσουμε ότι αγοράζουμε μια σακούλα τρόφιμα από το πολυκατάστημα Τέσκο. Μέσα σ’ αυτή τη σακούλα υπάρχει ψωμί που ψήθηκε με σιτάρι από τον Καναδά, μήλα και αχλάδια από τη Νότια Αφρική ή τη Νέα Ζηλανδία, κουνέλι από την Κίνα, κονσέρβες με αντζούγια από το Περού, λουλούδια από την Κένυα, κασσίτερος από τη Μαλαισία ή τη Βολιβία, σίδερο από τις Μεγάλες Λίμνες ο οποίος έχει κατεργαστεί στη Γερμανία, πλαστικά περιτυλίγματα φτιαγμένα από πετρέλαιο που έχει εξ ορυχθεί στη Σαουδική Αραβία ή στο Κουβέιτ. Έτσι το κάθε μεμονωμένο άτομο είναι συνδεδεμένο με ένα σύστημα που χρησιμοποιεί την εργασία των ανθρώπων απ’ όλο τον κόσμο.
Αυτές οι παγκόσμιες διασυνδέσεις ανάμεσα στην εργασία πολλών χιλιάδων διαφορετικών ανθρώπων υπάρχουν, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει συνειδητός συντονισμός μεταξύ τους. Όλοι δουλεύουν για διαφορετικές, ανταγωνιστικές μεταξύ τους, εταιρείες σε διαφορετικές, ανταγωνιστικές μεταξύ τους, χώρες. Όμως αυτές οι διαφορετικές εργασίες φαίνονται σαν να συνενώνονται μεταξύ τους. Υπάρχει ένα παγκόσμιο σύστημα παραγωγής, αλλά είναι οργανωμένο μέσω του τυφλού ανταγωνισμού των ξεχωριστών εταιρειών ή, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Μαρξ, υπάρχει «κοινωνική παραγωγή, αλλά ατομική ιδιοποίηση».
Εργασία και πλούτος
Οι οικονομολόγοι πριν από τον Μαρξ είχαν αρχίσει να δίνουν μια περιγραφή αυτού του συστήματος. Αναφέρονταν στο “αόρατο χέρι» που συνδέει μεταξύ τους τις δραστηριότητες των ανθρώπων. Είχαν επίσης επισημάνει και κάτι άλλο που ο Μαρξ αποδέχτηκε. Όλα τα εμπορεύματα έχουν κάτι κοινό: όλα είναι προϊόν της ανθρώπινης εργασίας. Ο Μαρξ στο Κεφάλαιο αναρωτιέται τι το κοινό έχουν δυο πολύ διαφορετικά αντικείμενα που κοστίζουν το ίδιο ποσό χρημάτων, λόγου χάρη ένα ζευγάρι κάλτσες κι ένα καρβέλι ψωμί. Δεν είναι τα φυσικά τους χαρακτηριστικά. Ζυγίζουν διαφορετικό βάρος, αποτελούνται από διαφορετικά μόρια, έχουν διαφορετικά σχήματα κ.λπ. Ούτε είναι η τελική τους χρήση. Συνήθως δε φοράς ένα καρβέλι ψωμί, ούτε τρως ένα ζευγάρι κάλτσες. Το να συγκρίνεις την τελική χρήση του ψωμιού με αυτή της κάλτσας είναι σα να συγκρίνεις το βάρος ενός ελέφαντα με το χρώμα του ουρανού, αφού πρόκειται για δυο πράγματα εντελώς διαφορετικά.
Αντίθετα, υποστήριζε ο Μαρξ, αυτό που τα δύο αυτά αντικείμενα έχουν κοινό μεταξύ τους είναι το ποσό εργασίας που εμπεριέχουν. Μάλιστα, αυτό είναι που στην πραγματικότητα καθορίζει την αξία τους. Αυτό το καταλαβαίνει κανείς πιο εύκολα όταν οι άνθρωποι φτιάχνουν πράγματα για να τα ανταλλάξουν μεταξύ τους. Ένας ξυλουργός μπορεί να φτιάξει ένα τραπέζι και να το ανταλλάξει με ένα κουστούμι που έφτιαξε ένας ράφτης, αλλά δεν θα το έκανε αν μπορούσε να φτιάξει ένα κουστούμι της ίδιας ποιότητας σε λιγότερο χρόνο απ’ όσο του πήρε για να φτιάξει το τραπέζι. Υπολογίζει ότι το κουστούμι αξίζει τουλάχιστον τον ίδιο αριθμό ωρών εργασίας με το τραπέζι του.
Η ίδια αρχή ισχύει όταν οι άνθρωποι φτιάχνουν πράγματα και τα πουλούν έναντι χρημάτων. Ο ξυλουργός θα πουλήσει το τραπέζι που χρειάστηκε ας πούμε τέσσερις ώρες για να το φτιάξει, για τόσα χρήματα όσα θα του επιτρέψουν να αγοράσει κάτι άλλο που χρειάζεται επίσης τέσσερις ώρες για να φτιαχτεί. Η τιμή του τραπεζιού εκφράζει το ποσό της εργασίας που αφιερώθηκε στην κατασκευή του.
Φυσικά δεν είναι όλοι οι ξυλουργοί αρκετά επιδέξιοι για να κάνουν την απαιτούμενη δουλειά μέσα σε τέσσερις ώρες. Για μερικούς θα έπαιρνε τον διπλάσιο χρόνο (όπως θα συνέβαινε και με μένα αν προσπαθούσα να φτιάξω ένα τραπέζι). Αλλά ουδείς πρόκειται να τους πληρώσει το ισοδύναμο των οκτώ ωρών δουλειάς για το τραπέζι, όταν κάποιος άλλος θα το προσφέρει για το ισοδύναμο των τεσσάρων ωρών δουλειάς. Η τιμή του τραπεζιού εκφράζει όχι το ποσό εργασίας που έχει καταβάλει κάποιο συγκεκριμένο άτομο, αλλά το ποσό εργασίας που απαιτείται από ένα άτομο μέσης επιδεξιότητας, για τα δεδομένα της κοινωνίας.
Μέσω της ανταλλαγής, η εργασία του κάθε ξεχωριστού ατόμου συγκρίνεται διαρκώς με την εργασία μέσα σε ολόκληρο το σύστημα συνολικά. Ή, όπως το εξέφραζε ο Καρλ Μαρξ, η ‘συγκεκριμένη εργασία* του κάθε ατόμου μετριέται ως ένα τμήμα της ‘κοινωνικής εργασίας” της κοινωνίας σα σύνολο. Ο Μαρξ δεν ήταν ο πρώτος που πρόβαλε την άποψη ότι η εργασία ήταν η τελική πηγή της αξίας. Αυτή η αντίληψη ήταν αποδεκτή, τουλάχιστο εν μέρει, από πολλούς από τους πρώτους οικονομολόγους που ταυτίστηκαν με το ανερχόμενο καπιταλιστικό σύστημα, από τον Τζον Λοκ στα τέλη του 17ου αιώνα, ως τον Ανταμ Σμιθ τον 18ο αιώνα και τον Ντέιβιντ Ρικάρντο στα μέσα του 19ου αιώνα. Έτσι ο Ανταμ Σμιθ έλεγε:
Η πραγματική τιμή οποιουδήποτε πράγματος, αυτό που πραγματικά κοστίζει σ’ αυτούς που θέλουν να το αποκτήσουν, είναι ο κόπος και ο πόνος που απαιτείται για την απόκτησή του… Δεν είναι μέσω του χρυσού και του ασημιού, που όλος ο πλούτος του κόσμου αρχικά αποκτήθηκε, αλλά μέσω της εργασίας. Η αξία του γΓ αυτούς που τον κατέχουν και που θέλουν να τον ανταλλάξουν με κάποιο άλλο αντικείμενο είναι ακριβώς ίση με την ποσότητα εργασίας που τους επιτρέπει να αγοράσουν ή να εξουσιάσουν.
Αλλά εκείνοι οι υποστηρικτές του καπιταλισμού που θέλουν ταυτόχρονα να είναι και οπαδοί οποιοσδήποτε τέτοιας «εργασιακής θεωρίας της αξίας», πάντοτε βρίσκονται μπροστά σ’ ένα σχεδόν άλυτο πρόβλημα. Αν η εργασία είναι η πηγή της αξίας, από πού προέρχεται το κέρδος;
Αν όλα τα αγαθά ανταλλάσσονται σύμφωνα με την ποσότητα εργασίας που περιέχουν, τότε όλοι στην κοινωνία θα έπρεπε να βρίσκονται σε μια, πάνω-κάτω, ίση κατάσταση. Κάποιοι μπορεί να επέλεγαν να δουλέψουν περισσότερο κι έτσι να έχουν λίγο παραπάνω πλούτο και λίγο λιγότερη σχόλη.
Αλλά όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να έχουν εξίσου ικανοποιητική διαβίωση. Μπορεί κάποιοι πάλι να ήταν λιγότερο επιδέξιοι και στην αρχή να έμεναν πίσω, αλλά με τον καιρό κι αυτοί θα κάλυπταν το χαμένο έδαφος. Από πού, λοιπόν, θα μπορούσε να βγαίνει το συστηματικό κέρδος; Κάποια άτομα μπορεί να κέρδιζαν εξαπατώντας άλλα άτομα. Αλλά αυτό δεν μπορεί να εξηγήσει πώς υπάρχει μια ολόκληρη τάξη πλουσίων. Πολύ περισσότερο, αφού στον σύγχρονο καπιταλισμό σχεδόν όλοι όσοι πουλούν αγαθά είναι πλούσιοι.
Όπως τόνιζε ο Μαρξ:
Η τάξη των καπιταλιστών ως σύνολο δεν μπορεί να πλουτίσει, δεν μπορεί να αυξήσει το συνολικό της κεφάλαιο… με το να κερδίζει ο ένας καπιταλιστής αυτά που χάνει ένας άλλος. Η τάξη ως σύνολο δεν μπορεί να εξαπατήσει τον εαυτό της.
Αλλά αν οι καπιταλιστές δεν βγάζουν τα κέρδη τους ο ένας από τον άλλο, τότε θα πρέπει να τα βγάζουν από αλλού. Αλλά από πού;
Ήδη 100 χρόνια πριν από τον Μαρξ, ο Ανταμ Σμιθ είχε προσπαθήσει να εξηγήσει την ύπαρξη του κέρδους αναμιγνύοντας τη θεωρία του για την εργασία ως πηγής της αξίας, με μια άλλη άποψη. Την άποψη που θεωρούσε ότι το κεφάλαιο προσθέτει στην αξία παράγοντας μια “πρόσοδο». Κάποιες μορφές κεφαλαίου, όπως οι μηχανές, οι κτιριακές εγκαταστάσεις των εργοστασίων κ.λπ., όντως κάνουν την εργασία πιο παραγωγική απ’ ό,τι θα ήταν χωρίς αυτά. Ακόμα και το πιο στοιχειώδες εργαλείο προσθέτει αφάνταστα στην ανθρώπινη παραγωγικότητα: ένας εργάτης μ’ ένα καρότσι μπορεί να κινήσει πολύ μεγαλύτερο βάρος με πολύ λιγότερη προσπάθεια απ’ ό,τι κάποιος που κουβαλάει τα πράγματα στην πλάτη του. Ωστόσο, οι μηχανές και τα κτίρια δεν είναι πράγματα που υπάρχουν από μόνα τους. Είναι προϊόν προηγούμενης ανθρώπινης εργασίας. Το καρότσι που βοηθάει τη δουλειά του εργάτη είναι προϊόν της δουλειάς του μεταλλεργάτη. Για αυτό ο Μαρξ αποκαλούσε τα μέσα παραγωγής «νεκρή εργασία’ (σε αντίθεση με την τρέχουσα εργασία, που είναι η «ζωντανή εργασία»).
Η αξία των αγαθών που πουλιούνται εξακολουθεί να βασίζεται στην εργασία που χρειάζεται για τη δημιουργία τους, παρόλο που ένα μέρος αυτής της εργασίας έγινε στο παρελθόν και όχι στο παρόν. Αν ένας καπιταλιστής λέει, πώς πρέπει να αμειφθεί επειδή έκανε επένδυση σε κτίρια ή μηχανές, θα πρέπει κάποιος να τον ρωτήσει πώς βρέθηκαν στα δικά του χέρια τα κτίρια και οι μηχανές και όχι στα χέρια αυτών που τα κατασκεύασαν με την εργασία τους. Ακόμα περισσότερο, δεν υπάρχει τρόπος με τον οποίο μια μηχανή να μπορεί να προσθέσει κάτι στην αξία κάποιου πράγματος χωρίς η ζωντανή εργασία να δουλέψει πάνω σ’ αυτή τη μηχανή. Μια μηχανή από μόνη της δεν κάνει τίποτα. Το ανθρώπινο ον που χειρίζεται τη μηχανή, αυτό είναι που την κάνει να παράγει νέα αγαθά, με αυξημένη αξία.
Το ανθρώπινο ον μπορεί να κάνει πράγματα χωρίς τη μηχανή. Η μηχανή δεν μπορεί να κάνει τίποτα, χωρίς ένα ανθρώπινο ον που θα τη βάλει να δουλέψει. Το γεγονός ότι είναι η ανθρώπινη εργασία αυτή που τελικά καθορίζει την ανταλλακτική αξία των αντικειμένων, φαίνεται από το τι συμβαίνει με τη σύγχρονη τεχνολογική πρόοδο.
Αντικείμενα που ήταν πολύ ακριβά πριν από 20 ή 30 χρόνια έχουν γίνει φτηνά, καθώς η τεχνολογική πρόοδος έχει μειώσει την αναγκαία ποσότητα εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή τους, ακόμα και όταν οι μηχανές που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή τους είναι πιο πολύπλοκες και ακριβές. Μια ηλεκτρομηχανική μηχανή προσθέσεων κόστιζε 40 ή 50 λίρες στη δεκαετία του ’60 (μια τιμή που ισοδύναμε! με 400 ή 500 σημερινές λίρες), ωστόσο σήμερα μπορείς να αγοράσεις έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή μεγαλύτερης δύναμης για μία ή δύο λίρες. Όμοια, ένας κομπιούτερ μέσης δύναμης κόστιζε τότε μισό εκατομμύριο λίρες. Τώρα βρίσκεις κάτι ανάλογο για 600 ή 700 λίρες.
Τα αγαθά που δεν έχουν φτηνύνει σύμφωνα με τα παραπάνω είναι εκείνα τα αγαθά που απαιτούν ακόμη και σήμερα σχεδόν τόση εργασία, όση και στο παρελθόν: τα αυτοκίνητα, τα τρόφιμα και τα ποτά, τα τούβλα και η λάσπη για χτίσιμο, καθώς και πολλά ρούχα.
Κέρδος και εκμετάλλευση
Η ιδέα ότι η εργασία είναι η πηγή κάθε αξίας, συμπεριλαμβανομένης και αυτής που πηγαίνει στον καπιταλιστή ως κέρδος, τόκος και γαιοπρόσοδος, έγινε όλο και πιο ενοχλητική για τους απολογητές του καπιταλισμού μετά τον καιρό του Ανταμ Σμιθ. Η ιδέα αυτή υπονοούσε ότι οι καπιταλιστές ήταν εξίσου παράσιτα όσο και οι φεουδάρχες τους οποίους είχαν αντικαταστήσει.
Αυτό οδήγησε τους οικονομολόγους-υποστηρικτές του καπιταλισμού να αναπτύξουν διαφορετικές θεωρίες βασισμένες στην ‘αποχή’ προκειμένου να εξηγήσουν το κέρδος. Τα κέρδη, ισχυρίζονταν τώρα, ήταν μια αμοιβή στον καπιταλιστή για το γεγονός ότι χρησιμοποιούσε τον πλούτο του για να απασχολήσει ανθρώπους παρά για δική του άμεση κατανάλωση.
Αλλά, όπως απέδειξε ο Μαρξ, αυτό είναι γελοίο. Απασχολώ ανθρώπους σημαίνει αγοράζω την εργασία τους. Αν ένας καπιταλιστής βγάζει κέρδος επειδή κάνει κάτι τέτοιο, τότε και οποιοσδήποτε άλλος αγοράζει κάτι, θα έπρεπε επίσης να βγάζει κέρδος. Όμως τότε γιατί οι εργάτες δεν βγάζουν κανένα κέρδος όταν αγοράζουν τα πράγματα που χρειάζονται για να ζήσουν;
Η θεωρία της αποχής είναι καθαρός μύθος. Ο καπιταλιστής δεν θυσιάζει τον υπάρχοντα πλούτο του όταν επενδύει. Στην πραγματικότητα, η επένδυσή του διατηρεί την αξία της, ενώ το κέρδος είναι κάτι που παίρνει επιπλέον χωρίς να κάνει τίποτα για αυτό.
Έτσι αν το πραγματικό ποσοστό κέρδους είναι 10% (ένα αρκετά χαμηλό ποσοστό από καπιταλιστική άποψη), κάποιος με ένα εκατομμύριο λίρες προς επένδυση μπορεί να ξοδεύει 100.000 λίρες το χρόνο (2.000 λίρες την εβδομάδα) σε προσωπικές απολαύσεις, δίχως καμιά αυτοσυγκράτηση, στο τέλος της χρονιάς να έχει ακέραιο το αρχικό ποσό και να βγάζει και άλλες 100.000 λίρες τον επόμενο χρόνο επειδή απλώς δεν κάνει τίποτα. Αντίθετα, ακόμα και αν κάποιος εργάτης που παίρνει το κανονικό ημερομίσθιο του ’96 μπορούσε, ως εκ θαύματος, “να απέχει» εντελώς από τροφή, στέγη και ρουχισμό, θα του χρειάζονταν 80 χρόνια για κερδίσει αρκετά ώστε να κάνει μια τέτοια επένδυση.
Αυτό που πραγματικά συμβαίνει, επέμενε ο Μαρξ, είναι ότι ο καπιταλιστής κατορθώνει να βγάζει κέρδος αρπάζοντας ένα μέρος της εργασίας των εργατών του, όπως ο δουλοκτήτης μπορούσε να εξασφαλίζει μια ζωή απολαύσεων με το να εξαναγκάζει τους δούλους να δουλεύουν γΓ αυτόν και όπως ο φεουδάρχης γέμιζε το στομάχι του υποχρεώνοντας τον αγρότη να δουλεύει στα κτήματά του τζάμπα. Η μόνη διαφορά είναι ότι τότε δεν υπήρχε τίποτα που να κρύβει από τους δούλους ή τους μεσαιωνικούς αγρότες την αδυσώπητη πραγματικότητα ότι τους καρπούς των κόπων τους, τούς έπαιρνε κάποιος άλλος. Το ήξεραν επειδή από πάνω τους στεκόταν κάποιος με ένα μαστίγιο ή με ένα ραβδί.
Αντίθετα, στο παρόν σύστημα φαίνεται ότι υπάρχει μια ίση και τίμια ανταλλαγή μεταξύ του εργάτη και του καπιταλιστή. Οι εργάτες πουλάνε την εργασία τους για ένα ποσό χρημάτων, δηλαδή για το μισθό τους. Και αυτό που παίρνουν εξαρτάται από την εκάστοτε “ταρίφα» για τη δουλειά, όπως ακριβώς αυτό που εισπράττει ο Μπακάλης για τα αυγά εξαρτάται από την τρέχουσα τιμή τους. Φαίνεται, ότι έχουμε “μια δίκαιη αμοιβή για μια αντίστοιχη εργάσιμη μέρα’.
Αλλά αυτή η φαινομενικά “τίμια» συναλλαγή μεταξύ του εργάτη και του καπιταλιστή συγκαλύπτει μια θεμελιώδη ανισότητα που υπάρχει μεταξύ τους. Και οι δύο έχουν την δυνατότητα να δουλέψουν (αν και ο καπιταλιστής σχεδόν ποτέ δεν χρειάζεται να χρησιμοποιήσει αυτή τη δυνατότητα). Αλλά μόνο ένας απ’ αυτούς, ο καπιταλιστής, έχει τον έλεγχο των εργαλείων και των υλικών που απαιτούνται για να πάει μπροστά η δουλειά. Όμως, αν οι άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση στα εργαλεία ή στη γη, τότε βρίσκονται αντιμέτωποι με τη σκληρή επιλογή ή να πεινάσουν ή να δουλέψουν γι’ αυτούς που ελέγχουν τη γη ή τα εργαλεία.
Όπως τόνιζε ο Ανταμ Σμιθ:
Στην αρχική κατάσταση των πραγμάτων, που προηγείται και της ιδιοποίησης της γης και της συσσώρευσης ενός αποθέματος, ολόκληρο το προϊόν της εργασίας ανήκε στον εργάτη… Αλλά μόλις η γη γίνεται ατομική ιδιοκτησία, ο γαιοκτήμονας απαιτεί μερίδιο του προϊόντος…
Το προϊόν κάθε εργασίας υφίσταται μια ανάλογη αφαίρεση με τη μορφή του κέρδους. Σε όλες τις βιομηχανίες οι περισσότεροι εργαζόμενοι έχουν την ανάγκη ενός αφεντικού που να τους εφοδιάζει με τα υλικά της εργασίας τους…
Έτσι αυτός γίνεται “μέτοχος” του προϊόντος της εργασίας τους. Αν αυτό ήταν αλήθεια την εποχή του Ανταμ Σμιθ, όταν πολλοί μικροί αγρότες και αυτοαπασχολούμενοι βιοτέχνες ακόμα κατείχαν τα μέσα ώστε να μπορούν να επιβιώνουν από μόνοι τους, ισχύει εκατό φορές περισσότερο σήμερα. Όλα τα μέσα παραγωγής πλούτου, τα εργοστάσια, οι μηχανές και η καλλιεργήσιμη γη είναι στα χέρια ενός πολύ μικρού αριθμού ανθρώπων.
Στη Βρετανία 200 μεγάλες εταιρείες, που διοικούνται από μια αλληλοδιαπλεκόμενη ομάδα 800 διευθυντών, ελέγχουν τα μέσα παραγωγής που παράγουν πάνω από το μισό εθνικό προϊόν. Το μεγαλύτερο μέρος από τα 24 εκατομμύρια εργαζόμενους της Βρετανίας δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να προσπαθούν να μπουν στη δούλεψη τέτοιων ανθρώπων. Αυτό αφορά, όχι απλώς τους χειρώνακτες εργάτες που συνήθως θεωρούνται ως η εργατική τάξη. Αφορά και πάρα πολλούς υπάλληλους που βλέπουν τον εαυτό τους ως ‘μεσαία τάξη’. Υπάλληλοι γραφείου, χειριστές κομπιούτερ, βοηθοί σύνταξης σε περιοδικά και εφημερίδες ή υπάλληλοι σε καταστήματα, είναι όλοι υποχρεωμένοι να πουλούν την εργατική τους δύναμη εξίσου με τους εργάτες της αυτοκινητοβιομηχανίας ή τους λιμενεργάτες.
Πολύ λίγοι άνθρωποι, που μόλις έχουν τελειώσει το σχολείο ή που μένουν άνεργοι, έχουν τα μέσα να στήσουν τη δική τους επιχείρηση. Η μόνη εναλλακτική λύση που έχουν, αν δεν θέλουν να πουλήσουν την εργασία τους στις εταιρείες που είναι ιδιοκτήτες των εργοστασίων και των γραφείων, είναι να προσπαθήσουν να ζουν με τα ψίχουλα που προσφέρει το σύστημα της κοινωνικής πρόνοιας. Όμως, ακόμα κι αυτό το πενιχρό ποσό σταδιακά περιορίζεται από τις διάφορες κυβερνήσεις που μιλούν για την ανάγκη να δοθεί στους ανθρώπους ένα “κίνητρο» για δουλειά.
Η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού δεν μπορεί ούτε καν να ονειρευτεί ότι θα ζήσει μια στοιχειωδώς αξιοπρεπή ζωή, εκτός κι αν είναι διατεθειμένη να πουλάει την εργασία της σ’ αυτούς που ελέγχουν τα μέσα παραγωγής. Μπορεί οι άνθρωποι να είναι “ελεύθεροι, με την έννοια ότι δεν είναι υποχρεωμένοι να δουλεύουν για κάποιον συγκεκριμένο καπιταλιστή ή εταιρεία, αλλά δεν μπορούν να αποφύγουν το να δουλεύουν για κάποιον.
Ο Μαρξ έλεγε, ότι “ο εργάτης μπορεί να παρατήσει τον συγκεκριμένο καπιταλιστή στον οποίο νοικιάζει τον εαυτό του, όποτε θέλει… Αλλά ο εργάτης, που η μόνη του πηγή εξασφάλισης των απαραίτητων για την επιβίωση είναι η πώληση της εργασίας του, δεν μπορεί να εγκαταλείψει ολόκληρη την τάξη των αγοραστών, δηλαδή την καπιταλιστική τάξη, χωρίς να εγκαταλείψει την ίδια του την ύπαρξη. Ανήκει, όχι σε τούτο ή τον άλλο αστό, αλλά στην αστική τάξη’.
Ο εργάτης μπορεί να μην είναι σκλάβος, δηλαδή προσωπική ιδιοκτησία κάποιου καπιταλιστή. Αλλά είναι “μισθωτός σκλάβος», υποχρεωμένος να δουλεύει για κάποιο μέλος της τάξης των καπιταλιστών. Αυτό βάζει τον εργάτη σε μια θέση στην οποία είναι υποχρεωμένος να αποδεχτεί ένα μισθό μικρότερο από το συνολικό προϊόν της εργασίας του. Η αξία του μισθού του μέσα στον καπιταλισμό δεν είναι ποτέ τόσο μεγάλη όσο η αξία της εργασίας
Από πού προέρχεται το κέρδος;
Στην καθημερινή γλώσσα λέμε συχνά ότι οι εργάτες πληρώνονται “για την εργασία τους». Αλλά ο Μαρξ έδειξε ότι η φράση “η εργασία τους» σημαίνει δύο διαφορετικά πράγματα.
Σημαίνει την “εργασία που κάνουν», αλλά επίσης σημαίνει και την “ικανότητά τους να δουλεύουν». Την τελευταία την ονόμασε “εργατική δύναμη». Η δύο αυτές έννοιες είναι πολύ διαφορετικές. Η ικανότητα των ανθρώπων να δουλεύουν εξαρτάται από το αν εξασφαλίζουν αρκετό φαγητό, στέγη, ρουχισμό και χρόνο ξεκούρασης έτσι ώστε να φτάνουν αρκετά φρέσκοι κάθε μέρα στη δουλειά για να μπορέσουν να καταβάλουν την απαιτούμενη προσπάθεια και για να μπορέσουν να συγκεντρώσουν την απαραίτητη προσοχή τους στα καθήκοντα που αντιμετωπίζουν. Θα είναι φυσικώς αδύνατο γΓ αυτούς να δουλέψουν αν δεν πληρωθούν ικανοποιητικά ώστε να μπορέσουν να αγοράσουν αυτά τα πράγματα. Όπως σημείωνε ο Ανταμ Σμιθ:
Υπάρχει ένα συγκεκριμένο μίνιμουμ πέρα από το οποίο είναι αδύνατο, τουλάχιστον για κάποιο σημαντικό χρονικό διάστημα, να μειωθεί το κανονικό ημερομίσθιο, ακόμα και για τα κατώτερα είδη εργασίας. Ο άνθρωπος πρέπει πάντοτε να ζει από τη δουλειά του και ο μισθός του πρέπει να είναι αρκετός για να τον συντηρεί. Στις περισσότερες περιπτώσεις μάλιστα ο μισθός πρέπει να είναι ακόμη μεγαλύτερος, αλλιώς θα του ήταν αδύνατο να θρέψει την οικογένειά του και ένα τέτοιο είδος εργαζομένων δεν θα άντεχε πέρα από την πρώτη γενιά.
Το τι είναι “αρκετό» για τους εργάτες εξαρτάται από τη δουλειά που κάνουν και τις γενικές συνθήκες της κοινωνίας μέσα στην οποία ζουν. Έτσι σήμερα, οι εργάτες στη Δυτική Ευρώπη, τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία ή ακόμη και τη Ν. Κορέα, κανονικά προσδοκούν καλύτερη διατροφή, στέγη και ρουχισμό απ’ ό,τι οι εργάτες που συνάντησε ο Ενγκελς στο Μάντσεστερ της δεκαετίας του 1840, ή από πολλούς εργάτες στην Ινδία και την Αφρική σήμερα. Και ο διορατικός εργοδότης καμιά φορά αναγνωρίζει ότι πρέπει να εξασφαλίσει στους εργάτες του κάποιες μίνιμουμ συνθήκες, εάν θέλει αυτοί να αποδώσουν, όπως ακριβώς ο έξυπνος αγρότης ξέρει ότι πρέπει να δώσει στις αγελάδες του αρκετή ποσότητα σανού αν θέλει να του αποφέρουν περισσότερο γάλα.
Ενα άρθρο στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς του Ιανουρίου 1995 ανέφερε πως “πολλοί μάνατζερ αντιλαμβάνονται… ότι, αν οι υφιστάμενοι τους δεν πηγαίνουν διακοπές και δεν έχουν μια ικανοποιητική ζωή εκτός δουλειάς, δεν θα μπορούν να αντεπεξέρχονται αποτελεσματικά στα καθήκοντά τους. ‘Πάντα επιμένω οι υφιστάμενοί μου να πηγαίνουν διακοπές’, εξήγησε ένας μέτοχος μιας από τις κορυφαίες λογιστικές εταιρείες της Βρετανίας.
‘Αλλιώς γίνονται λιγότερο παραγωγικοί” .Φυσικά πολλοί εργοδότες δεν το βλέπουν έτσι. Στενοχωριούνται για κάθε δεκάρα που ξοδεύουν σε μισθούς και για κάθε λεπτό που οι εργάτες δεν δουλεύουν γΓ αυτούς. Οι εργάτες σίγουρα δεν βλέπουν το μισθό τους ως ένα μέσο που απλώς τους επιτρέπει να δουλεύουν για τον εργοδότη τους. Τον βλέπουν ως ένα μέσο που τους δίνει τη δυνατότητα να αγοράσουν αυτά που θέλουν, είτε πρόκειται για μερικά ποτήρια μπίρα, είτε για ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, είτε για παιχνίδια για τα παιδιά, είτε για κανα-δυο βδομάδες διακοπές.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο υπάρχει πάντοτε μια συνεχής σύγκρουση μεταξύ εργατών και εργοδοτών: οι εργοδότες προσπαθούν να κατεβάσουν τους μισθούς κάτω από το μίνιμουμ που είναι αναγκαίο για να συντηρηθούν οι οικογένειες των εργατών και οι εργάτες προσπαθούν να ανεβάσουν τους μισθούς πάνω από το μίνιμουμ, για να έχουν λίγο παραπάνω ‘ελεύθερο χρόνο” και μερικές “μικροανέσεις».
Όμως η πραγματικότητα στον καπιταλισμό σήμερα, όπως και στον καιρό του Μαρξ, είναι ότι η μάζα τόσο των χειρώνακτων όσο και των μη-χειρώνακτων εργατών βρίσκεται σε φυσική ή πνευματική εξάντληση όταν τελειώνει τη δουλειά. Και ξοδεύει τα χρήματά της σε πράγματα που απλώς θα την ξαναφέρουν σε κατάσταση ώστε να ξαναρχίσει τη δουλειά την επόμενη μέρα ή την επόμενη βδομάδα. Δεν θα δεις πολλούς χειρώνακτες ή υπάλληλους που να μην είναι κουρασμένοι όταν στριμώχνονται στα λεωφορεία ή στα τρένα πηγαίνοντας στη δουλειά το πρωί, ή όταν ξαναστριμώχνονται για γυρίσουν σπίτι το απόγευμα.
Το ημερομίσθιο ή ο μισθός που παίρνει ο εργάτης εξαρτάται από το κόστος της αποκατάστασης της ικανότητάς του προς εργασία, δηλαδή το κόστος της αναπλήρωσης της “εργατικής δύναμης». Αν οι μισθοί είναι πάρα πολύ χαμηλοί, οι εργάτες θα είναι υποσιτισμένοι και πολύ κουρασμένοι για να δουλέψουν αποτελεσματικά. Δεν θα θέλουν να εργαστούν και ο καπιταλιστής δεν θα βγάλει απ’ αυτούς την παραγωγή που θέλει. Αν, από την άλλη μεριά, ο μισθός είναι μεγαλύτερος από το κόστος αποκατάστασης της ικανότητας των εργατών για δουλειά, ο εργοδότης θα κάνει το παν για να τους αντικαταστήσει με άλλους εργάτες που μπορεί να βρει πιο φτηνά.
Όπως και κάθε άλλο αγαθό που πουλιέται και αγοράζεται, η αξία της εργατικής δύναμης του εργάτη εξαρτάται από το πόση εργασία χρειάζεται για να την παράγει. Δηλαδή, εξαρτάται από το πόση εργασία απαιτείται για την παραγωγή των αναγκαίων για να κρατηθεί ο εργάτης υγιής, σε καλή φυσική κατάσταση και έτοιμος για δουλειά. Πόσο δηλαδή χρειάζεται για να εξασφαλιστούν τρία γεύματα την ημέρα, η μετάβαση και η επιστροφή από τη δουλειά, λίγη διασκέδαση τα βράδια και τα Σαββατοκύριακα, καθώς και η ανατροφή των παιδιών που θα αποτελέσουν την επόμενη γενιά εργατών.
Αλλά η ποσότητα εργασίας που απαιτείται για να παραχθούν τα αγαθά που σε κρατούν υγιή και ικανό να δουλεύεις δεν είναι η ίδια με την ποσότητα, εργασίας που κάνεις όταν πραγματικά δουλεύεις. Μπορεί να χρειάζονται μόνο τέσσερις ανθρωποώρες από τη συνολική εργασία της κοινωνίας για να παραχθεί η στέγη, η τροφή και ο ρουχισμός της οικογένειάς σου. Αλλά είσαι ικανός, κάτω από συγκεκριμένη πίεση και εξαναγκασμό, να καταβάλλεις οκτώ, δέκα ή και 12 ώρες δουλειάς την ημέρα.
Αν αρνηθείς να κάνεις κάτι τέτοιο, ο καπιταλιστής δεν θα σου πληρώσει το μισθό σου. Σου πληρώνει την κανονική “ταρίφα» για την εργατική σου δύναμη. Αλλά από σένα παίρνει «μιας ημέρας εργασία’ -και αυτό αξίζει πολύ περισσότερο από την ταρίφα για την “εργατική σου δύναμη μιας μέρας’.
Έτσι αν χρειάζονται τέσσερις ώρες για να παραχθούν τα αγαθά με τα οποία διαβιώνεις, αλλά εσύ εργάζεσαι οκτώ ώρες κάθε μέρα, τότε ο καπιταλιστής σού παίρνει τζάμπα, χωρίς κανένα αντάλλαγμα, τέσσερις ώρες δουλειάς τη μέρα.
Επειδή ελέγχει τα μέσα παραγωγής μπορεί να βάζει στην τσέπη του ένα υπερπροϊόν τεσσάρων ωρών εργασίας την ημέρα. Αυτό το υπερπροϊόν ο Μαρξ το αποκαλούσε “υπεραξία». Η υπεραξία αυτή είναι η πηγή του κέρδους, του τόκου και της γαιοπροσόδου.
Ο καπιταλιστής αρπάζει αυτή την αξία από τον εργάτη κάθε μέρα. Και καθώς το κάνει αυτό συνέχεια, βρίσκεται σε θέση να αρπάξει ακόμα παραπάνω υπεραξία. Γιατί η υπεραξία τού δίνει τη δυνατότητα να αποκτήσει κι άλλα μέσα παραγωγής και να αναγκάσει τους εργάτες να δουλεύουν γΓ αυτόν στο μέλλον.
Κι όμως, έπειτα απ’ όλη αυτή τη διαδικασία, οι καπιταλιστές ισχυρίζονται ότι κάνουν χάρη στους εργάτες, επιτρέποντας τους να δουλεύουν. Ισχυρίζονται ότι “προσφέρουν εργασία», σα να μην μπορούσε να γίνει καμιά κοινωνική εργασία πριν από το ξεκίνημα της πρωταρχικής ληστείας τους. Και κάποιοι μέσα στο εργατικό κίνημα είναι αρκετά ανόητοι ώστε να αναφέρονται σ ’αυτούς ως «συνεταίρους στην παραγωγή», λες και ο δουλοκτήτης είναι ο «συνέταιρος» του δούλου ή ο φεουδάρχης ο «συνέταιρος» του δουλοπάροικου.
Στην πραγματικότητα, κάθε φορά που ο εργάτης δουλεύει, ενισχύει τον έλεγχο που ασκεί ο καπιταλιστής. Αυτό ισχύει ακόμα και αν οι συνθήκες είναι τέτοιες που να επιτρέπουν μια καλυτέρευση στο βιοτικό επίπεδο των εργατών.
Όπως λέει ο Μαρξ στοΚεφάλαιο:
Ο καλύτερος ρουχισμός, η τροφή και η μεταχείριση περιορίζουν τόσο ελάχιστα την εκμετάλλευση του εργάτη, όσο περιορίζουν και την εκμετάλλευση του δούλου. Μια άνοδος στην τιμή της εργασίας το μόνο που σημαίνει είναι ότι το μήκος και το βάρος της χρυσής αλυσίδας, που ο μισθωτός εργάτης έχει ήδη σφυρηλατήσει για τον εαυτό του, του επιτρέπουν μια χαλάρωση των δεσμών της.
Αυτή η διαδικασία επιτρέπει στους καπιταλιστές να πάρουν στα χέρια τους όλα τα εργοστασιακά μηχανήματα και τις πρώτες ύλες που είναι απαραίτητες για την περαιτέρω παραγωγή. Μετά μπορούν να προσποιούνται ότι είναι «οι δημιουργοί του πλούτου», οι άνθρωποι που «προσφέρουν εργασία» σε άλλους. Στην πραγματικότητα αυτό που κάνουν είναι να κλέβουν το προϊόν της εργασίας των άλλων και μετά να απαγορεύουν τη χρήση του για περαιτέρω παραγωγή, εκτός αν τους επιτραπεί να ξανακλέψουν.
Η ληστεία και η άνοδος του καπιταλισμού
Σήμερα θεωρούμε δεδομένη την αγορά και την πώληση της εργατικής δύναμης. Φαίνεται τόσο «φυσικό» φαινόμενο όσο η ανατολή και η δύση του ήλιου. Όμως, ως πριν από λίγες εκατοντάδες χρόνια, σε όλες τις κοινωνίες, αυτή η συναλλαγή δεν ήταν παρά ένα επουσιώδες χαρακτηριστικό. Στην Ευρώπη του ύστερου μεσαίωνα ή στην Αφρική και την Ασία στην εποχή του ευρωπαϊκού αποικισμού κατά τον 18ο ή τον 19ο αιώνα, οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν κάποια άμεση πρόσβαση στα μέσα εξασφάλισης της επιβίωσης, ακόμα κι αν έπρεπε να δίνουν ένα κομμάτι απ’ ό,τι παρήγαν σε κάποιον παρασιτικό γαιοκτήμονα. Οι αγρότες καλλιεργούσαν τροφή στη γη τους. Οι τεχνίτες μπορούσαν να φτιάξουν αγαθά στα δικά τους μικρά εργαστήρια.
Αυτό που άλλαξε την κατάσταση ήταν μια πρωταρχική πράξη αρπαγής και ληστείας, δηλαδή η χρήση βίας με σκοπό να αποσπαστεί ο έλεγχος των μέσων παραγωγής από την πλειοψηφία του πληθυσμού. Η διαδικασία αυτή πραγματώθηκε από την κρατική εξουσία για λογαριασμό κάποιων από τις πλέον προνομιούχες ομάδες της κοινωνίας.
Έτσι στην Αγγλία και την Ουαλία, για παράδειγμα, η άνοδος του καπιταλισμού συνοδεύτηκε από τις “περιφράξεις», μια σειρά από νόμους του κοινοβουλίου που διά της βίας έδιωχναν τους αγρότες από τις κοινές γαίες που καλλιεργούσαν επί αιώνες. Μετά πέρασαν και άλλους νόμους κατά της “αλητείας”, με τους οποίους υποχρέωναν τους αγρότες που είχαν μείνει πια χωρίς γη να αναζητήσουν δουλειά με αντάλλαγμα οποιοδήποτε ημερομίσθιο κι αν έβρισκαν. Στη Σκοτία οι “εκκαθαρίσεις” είχαν το ίδιο αποτέλεσμα, καθώς οι ευγενείς έδιωξαν τους μικροκαλλιεργητές από τη γη για να τους αντικαταστήσουν πρώτα με πρόβατα και μετά με ελάφια.
Καθώς αυτοί που κυβερνούσαν την Βρετανία έφτιαξαν μια αυτοκρατορία σ’ ολόκληρο τον υπόλοιπο κόσμο, πήραν και εκεί μέτρα για να πετύχουν τον ίδιο χωρισμό της μάζας των ανθρώπων από τα μέσα εξασφάλισης της επιβίωσης. Στην Ινδία απένειμαν το δικαίωμα της πλήρους ιδιοκτησίας της γης στην ήδη εξαιρετικά προνομιούχο τάξη των ζαμιντάρ. Στην Ανατολική και Νότια Αφρική συνήθως υποχρέωναν κάθε νοικοκυριό να πληρώνει ένα σταθερό ποσό χρημάτων, τον κεφαλικό φόρο, το οποίο μπορούσε να μαζευτεί μόνο αν κάποια από τα μέλη της οικογένειας πήγαιναν να δουλέψουν για τους Ευρωπαίους κτηματίες και επιχειρηματίες. Τέλος, στη Βόρειο Αμερική και την Καραϊβική, όταν κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να αναγκάσουν τους ιθαγενείς να γίνουν “ελεύθεροι» μισθωτοί εργάτες, έκαναν εισαγωγή εκατομμυρίων δούλων τους οποίους απήγαγαν από τη Δυτική Αφρική, προκειμένου έτσι να εξασφαλίσουν τα κέρδη που ήθελαν.
Αυτή τη διαδικασία δημιουργίας των συνθηκών για την ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής ο Μαρξ την αποκάλεσε “πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου». Περιλάμβανε δυο πράγματα: από τη μια τη συγκέντρωση τρομακτικού πλούτου στα χέρια της καπιταλιστικής τάξης και από την άλλη την «απελευθέρωση» της πλειοψηφίας του πληθυσμού από οποιαδήποτε άμεση πρόσβαση στα μέσα εξασφάλισης της επιβίωσης.
Από τη στιγμή που ο καπιταλισμός είχε πια εδραιωθεί, οι δικοί του οικονομικοί μηχανισμοί προώθησαν αυτές τις διαδικασίες ακόμα πιο πέρα. Ετσι,στην Βρετανία στα τέλη του 18ου αιώνα υπήρχαν εκατοντάδες χιλιάδες υφαντές με χειροκίνητους αργαλειούς, που δούλευαν υφαίνοντας προκειμένου να πουλήσουν το προϊόν τους. Μέσα σε 50 χρόνια είχαν όλοι συντρίβει από τις καπιταλιστικές εταιρείες που χρησιμοποιούσαν μηχανικούς αργαλειούς. Στην Ιρλανδία, στη δεκαετία του 1840, η τρομερή πείνα που προκλήθηκε από την απαίτηση να πληρώνουν οι πεινασμένοι αγρότες νοίκι στους -κυρίως Βρετανούς- γαιοκτήμονες, ακόμα και μετά την καταστροφή της σοδειάς πατάτας, οδήγησε ένα εκατομμύριο ανθρώπους στη λιμοκτονία και άλλους τόσους στην εγκατάλειψη της γης τους προς αναζήτηση εργασίας στις ΗΠΑ και στην Αγγλία.
Αυτή η ιστορία έχει επαναληφθεί πολλές φορές από τότε. Στην Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική οι συνηθισμένες “οικονομικές” πιέσεις, στηριγμένες και από τη δράση της αστυνομίας ενάντια σ’ όσους δεν έχουν να πληρώσουν για το νοίκι της γης, έχουν υποχρεώσει εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους να εγκαταλείψουν τη γη τους και να αναζητήσουν δουλειά – συχνά χωρίς επιτυχία- στις παραγκουπόλεις των μεγαλουπόλεων. Εκεί δεν έχουν άλλη επιλογή από το να δουλεύουν με όποιο μεροκάματο βρουν. Μόλις ο καπιταλισμός εδραιωθεί πλήρως σε κάποιο μέρος του κόσμου, η ανάγκη του για άμεση βία, έτσι ώστε να αναγκαστούν οι άνθρωποί να δουλέψουν, μειώνεται. Με τον καιρό οι άνθρωποι ξεχνάνε ότι κάποτε μπορούσαν να ζουν χωρίς να δουλεύουν για κάποιον άλλον. Αρχίζουν να δέχονται ως δεδομένη τη σχέση μεταξύ αφεντικού και εργάτη. Και πολύ συχνά αποδέχονται το καπιταλιστικό κήρυγμα που συγκαλύπτει την πραγματικότητα της μισθωτής δουλείας πίσω από τη γνωστή φιλολογία περί καπιταλιστών που “προσφέρουν εργασία’.
Το γεγονός της εκμετάλλευσης, το ότι λίγοι δηλαδή άνθρωποι αρπάζουν την αξία που δημιουργούν οι πολλοί, αποκρύπτεται.
Ο Μαρξ χρησιμοποίησε τον όρο “φετιχισμός του εμπορεύματος», όταν αναφερόταν σ’ αυτή την κατάσταση. Εξηγούσε ότι οι άνθρωποι κάνουν το λάθος να κοιτούν μόνο την επιφάνεια αυτού που συμβαίνει στην καπιταλιστική αγορά, χωρίς να βλέπουν τις πραγματικές ανθρώπινες σχέσεις που βρίσκονται από κάτω. Το συμπέρασμα που προκύπτει από μια τέτοια θεώρηση είναι ότι κάθε άλλος τρόπος οργάνωσης των πραγμάτων, μοιάζει να είναι κυριολεκτικά αδύνατος.
Η δυναμική τον καπιταλισμού
……….Ολη η ανάλυση του Μαρξ για τον καπιταλισμό βασιζόταν στην κατανόηση του δυναμισμού του συστήματος -της αδυναμίας του, δηλαδή, να μείνει ακίνητος- καθώς και των διαρκών μεταμορφώσεων που προκαλεΐ στην παραγωγή και στις ζωές των ανθρώπων που δουλεύουν μέσα σ’ αυτό το σύστημα.
Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, το οποίο ο Μαρξ έγραψε μαζί με τον Φρίντριχ Ενγκελς στις αρχές του 1848, επέμενε:
Η αστική τάξη, κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας της, που δεν ξεπερνά τα 100 χρόνια, έχει δημιουργήσει πιο μαζικές και πιο κολοσσιαίες παραγωγικές δυνάμεις απ’ όλες τις προηγούμενες ανθρώπινες γενιές μαζί.
Έδινε έμφαση στη συνεχή μεταμόρφωση στην οποία υπόκειτο η βιομηχανία στις συνθήκες του καπιταλισμού:
Η αστική τάξη δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς να επαναστατικοποιεί συνέχεια τα μέσα παραγωγής… Οι συνεχείς επαναστάσεις στην παραγωγή… ξεχωρίζουν την αστική εποχή από όλες τις προηγούμενες.
Στο Κεφάλαιο οΜαρξ θεωρεί τη συνεχή τάση για δημιουργία ακόμα μεγαλύτερης βιομηχανίας ως το χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλισμού:
Ο καπιταλιστής δοσμένος με φανατισμό στο να κάνει την αξία να αυτοεπεκτεΐνεται, υποχρεώνει αμείλικτα το ανθρώπινο είδος να παράγει για χάρη της παραγωγής. Συσσώρευση για τη συσσώρευση, παραγωγή για χάρη της παραγωγής!
Το Κεφάλαιο δείχνει πώς αυτή η βαθιά ριζωμένη έμμονη ιδέα για τη συσσώρευση γεννιέται από την ίδια τη φύση της καπιταλιστικής αγοράς. Ο πρώτος τόμος του έργου ξεκινά με την ανάλυση της παραγωγής για την αγορά (‘εμπορευματική παραγωγή»), μετά ασχολείται με το τι συμβαίνει όταν εμφανίζεται η μισθωτή εργασία και όταν η εργατική δύναμη γίνεται εμπόρευμα και καταλήγει δείχνοντας πώς η παραγωγή που χρησιμοποιεί μισθωτή εργασία δημιουργεί μια διαδικασία υποχρεωτικής συσσώρευσης που αγνοεί τις ανθρώπινες ανάγκες και τις επιθυμίες των μεμονωμένων ατόμων.
Η διαφωνία του Μαρξ με ….τους υποτιθέμενους ‘εκσυγχρονιστές* -αλλά στην πραγματικότητα πολύ ξεπερασμένους υπερασπιστές του καπιταλισμού- δεν βρίσκεται στο ότι ο πρώτος δεν μπορεί να διακρίνει το πόσο δυναμικό σύστημα είναι ο καπιταλισμός. Βρίσκεται στο γεγονός ότι ο Μαρξ, σε αντίθεση με τους δεύτερους, μπορεί να διακρίνει ότι αυτός ο δυναμισμός είναι αδιάσπαστα δεμένος με την απανθρωπιά και τον παραλογισμό του συστήματος.
Ο καπιταλισμός είναι βασισμένος σ’ ένα σύστημα κοινωνικής παραγωγής που αφορά σήμερα μια παγκόσμια εργατική δύναμη περίπου 3 δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Ωστόσο η οργάνωση της παραγωγής γίνεται από ξεχωριστές, ανταγωνιστικές εταιρείες (οι περισσότερες από τις οποίες είναι ιδιωτικές, ενώ κάποιες ανήκουν σε αντιμαχόμενα εθνικά κράτη) που το μόνο τους κίνητρο είναι η ανάγκη να βρίσκονται μπροστά απ’ τις άλλες στην κούρσα του ανταγωνισμού. Το γεγονός ότι κάθε εταιρεία εκμεταλλεύεται μισθωτή εργασία σημαίνει ότι καμιά δε μπορεί να επαναπαυτεί στις δάφνες της. Όσο επιτυχημένη κι αν ήταν μια εταιρεία στο παρελθόν, ζει με το φόβο ότι μια αντίπαλη εταιρεία θα επενδύσει τα δικά της κέρδη σε νέα και πιο σύγχρονα κτίρια και μηχανές. Έτσι κάθε εταιρεία θα πρέπει διαρκώς να αγωνιά για το πώς τα κέρδη της θα ξεπερνάνε αυτά των αντιπάλων της. Και αυτό σημαίνει ότι κάθε εταιρεία προσπαθεί να υποχρεώσει τους εργάτες της να παράγουν όσο το δυνατόν περισσότερα με όσο το δυνατόν χαμηλότερους μισθούς. Κανένας καπιταλιστής δεν τολμά να μείνει αδρανής για κάποιο σημαντικό χρονικό διάστημα. Αυτό θα σήμαινε ότι θα έμενε πίσω από τους ανταγωνιστές του και ότι τελικά θα χρεωκοπούσε.
Έτσι εξηγείται ο δυναμισμός του καπιταλισμού. Η πίεση που δέχεται κάθε καπιταλιστής να βρίσκεται διαρκώς μπροστά από τους άλλους οδηγεί σε μια συνεχή αναβάθμιση των εγκαταστάσεων και των μηχανών, καθώς και σε μια συνεχή πίεση προς τους εργάτες, ώστε οι τελευταίοι να αποφέρουν εκείνα τα κέρδη που θα κάνουν την αναβάθμιση δυνατή. Αυτό είναι η λογική που καθιστά το σύστημα απάνθρωπο.
Σ’ ένα λογικό κόσμο η εισαγωγή νέου εξοπλισμού που υποκαθιστά την εργασία θα οδηγούσε αυτόματα σε λιγότερες ώρες εργασίας και υψηλότερο βιοτικό επίπεδο. Όχι όμως στον καπιταλισμό, όπου κάθε εταιρεία πρέπει να μειώσει το κόστος της, ώστε να μη χρεωκοπήσει. Αυτό σημαίνει την προσπάθεια περικοπής του βιοτικού επιπέδου των εργατών.
Η απανθρωπιά και ο παραλογισμός της λήψης αποφάσεων στον καπιταλισμό είναι τέτοια που ακόμα και τα αφεντικά δεν είναι ελεύθερα να κάνουν ό,τι θέλουν. Μπορούν να επιλέξουν να εκμεταλλεύονται τους εργάτες τους με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Δεν μπορούν όμως να επιλέξουν να μην εκμεταλλεύονται τους εργάτες τους καθόλου, ή ακόμα και να τους εκμεταλλεύονται λιγότερο απ’ ό,τι κάνουν οι άλλοι καπιταλιστές. Εκτός, φυσικά, αν θέλουν να χρεωκοπήσουν. Και οι ίδιοι υπόκεινται στο σύστημα, που ακολουθεί την αμείλικτη πορεία του παρά τα οποιαδήποτε συναισθήματα των μεμονωμένων ατόμων. Ο καπιταλισμός είναι στην πραγματικότητα όπως οι σκουληκοδρομίες. Όποιος καπιταλιστής δεν παραμένει ένα άθλιο σκουλήκι, όποιος προσπαθεί να μεταχειρισθεί τους εργάτες του καλά, όποιος βάζει τις ανάγκες τους πάνω από την πίεση του ανταγωνισμού, δεν μένει για πολύ στο παιχνίδι.
Ακόμα χειρότερα, όμως, ο τυφλός ανταγωνισμός μεταξύ των καπιταλιστών αναπόφευκτα δημιουργεί συνθήκες που απειλούν να ρίξουν όλο το σύστημα στο χάος. Η παραγωγή των αντίπαλων εταιρειών συνδέεται μέσα από την αγορά. Κανείς καπιταλιστής δε μπορεί να συνεχίσει την παραγωγή αν δεν πουλήσει τα προϊόντα του. Αλλά η δυνατότητα να πουλήσει εξαρτάται από το τι δαπανούν οι άλλοι καπιταλιστές, από τις άμεσες δηλαδή δαπάνες τους για αγαθά (είτε πρόκειται για καταναλωτικά αγαθά πολυτελείας είτε για εγκαταστάσεις και μηχανήματα για τις εταιρείες τους), καθώς και από τους μισθούς που πληρώνουν στους εργάτες (που με τη σειρά τους δαπανούν για τη συντήρησή τους). Αλλά αυτοί οι άλλοι καπιταλιστές δεν μπορούν να ξοδέψουν αν δεν έχουν πουλήσει τα δικά τους προϊόντα.
Σε κάθε σημείο του συστήματος, η αγορά κάνει την παραγωγή να εξαρτάται απ’ οτιδήποτε συμβαίνει οπουδήποτε αλλού. Αν η αλυσίδα της αγοράς και πώλησης σπάσει σε οποιοδήποτε σημείο, όλο το σύστημα αρχίζει να μπλοκάρει. Τότε επέρχεται η οικονομική κρίση.
Από:http://praxisreview.gr/
Οι αστοί οικονομολόγοι και ο Μάρξ
Οι επαγγελματίες οικονομολόγοι υποτίθεται ότι έχουν σαν σκοπό να μας εξηγούν γιατί συμβαίνουν όλα αυτό. Όμως οποιοσδήποτε επιχειρήσει να διαφωτιστεί απ’ αυτούς θα νιώσει βαθιά απογοήτευση.
Η κυρίαρχη καπιταλιστική οικονομική σχολή λέγεται “οριακή» ή “νεοκλασική» σχολή. Αυτή τη θεωρία διδάσκουν στα οικονομικά πανεπιστήμια, στα κολέγια ή στις τελευταίες τάξεις του σχολείου. Οι οπαδοί αυτή της σχολής υποστηρίζουν ότι οι οικονομικές τους θεωρίες αποτελούν στην πραγματικότητα ένα τεχνικό επιστημονικό κλάδο, “είναι η ανθρώπινη επιστήμη που μελετάει τη σχέση ανάμεσα στη στενότητα των πόρων και τις διάφορες ανάγκες που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για αυτούς τους πόρους». Ισχυρίζονται ότι η παραγωγή γίνεται σύμφωνα με “το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης».
Η ζήτηση εξαρτάται από τις επιλογές που κάνουν τα άτομα, από τις οριακές προτιμήσεις τους για κάποια πράγματα σε σχέση με κάποια άλλα, όπως φαίνονται από τον τρόπο με τον οποίο ξοδεύουν τα λεφτά τους. Η προσφορά εξαρτάται από το κόστος της παραγωγής των αγαθών, δηλαδή από το πόσο κοστίζει η απασχόληση των εργατών και η χρησιμοποίηση των εργαλείων με τα οποία δουλεύουν. Ενα εμπόρευμα θα παραχθεί, από τη στιγμή που το επιπλέον ποσό το οποίο οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν γι’ αυτό το εμπόρευμα ισούται με το επιπλέον κόστος το οποίο απαιτείται για την παραγωγή του.
Θαυμάσιες καμπύλες μπορούν να κατασκευαστούν απ’ αυτές τις θεωρίες, όπου η προσφορά κινείται προς τη μια κατεύθυνση και η ζήτηση κινείται προς την άλλη, και αυτό που τελικά παράγεται να εξαρτάται από το πού συναντιόνται οι δυο αυτές καμπύλες. Το πρόβλημα είναι ότι αυτές οι καμπύλες, στην πραγματικότητα, δεν ερμηνεύουν τίποτα γιατί δεν εξηγούν από πού προέρχεται η προσφορά και η ζήτηση στην αρχική φάση.
Από την πλευρά της ζήτησης δεν εξηγούν γιατί οι επιθυμίες κάποιων ανθρώπων (πλούσιων γαιοκτημόνων, εκατομμυριούχων από κερδοσκοπία σε ακίνητα, ή των επικεφαλής των ιδιωτικοποιημένων βιομηχανιών) μετατρέπονται σε ‘ενεργή ζήτηση», δηλαδή ζήτηση που εκφράζεται σε ρευστό, ενώ οι απελπισμένες ανάγκες άλλων ανθρώπων (των ανέργων, των χαμηλόμισθων, των πεινασμένων λαών της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής) αγνοούνται. Από την πλευρά της προσφοράς δεν εξηγούν γιατί πράγματα για τα οποία υπάρχει τρομακτική ανάγκη δεν παράγονται, τη στιγμή που οι πόροι για να παραχθούν υπάρχουν εν αφθονία.
Οι «οριακοί» οικονομολόγοι υποστηρίζουν, ότι τα εισοδήματα των ανθρώπων, και κατά συνέπεια και η ζήτησή τους, εξαρτάται από το πόσο συμβάλλει ο καθένας στην παραγωγή πλούτου. Οι άνθρωποι, μας λένε, πληρώνονται σύμφωνα με την επιπλέον αξία που δημιουργεί η εργασία τους. Αλλά αυτό δεν απαντάει στο ερώτημα γιατί κάποιοι άνθρωποι πληρώνονται 10 ή 20 φορές περισσότερο από κάποιους άλλους για την εργασία τους, ούτε στο γιατί κάποιοι άνθρωποι πληρώνονται απλώς επειδή κατέχουν πλούτο, ενώ δεν δουλεύουν καθόλου. Τι δουλειά κάνει ο μέτοχος ή ο δανειστής;
Η απάντηση είναι εύκολη, λένε οι οικονομολόγοι. Στην παραγωγή προϊόντων δεν μετέχει μόνον η εργασία, αλλά και το κεφάλαιο. Και όπως ακριβώς η εργασία πληρώνεται ανάλογα με τη πόσο συνέβαλε στην παραγωγή του πλούτου, το ίδιο συμβαίνει και με το κεφάλαιο. Κάθε «συντελεστής της παραγωγής» «λαμβάνει μια αμοιβή» ίση με το «οριακό προϊόν» του.
Στην πραγματικότητα, αυτό το επιχείρημα δεν απαντά σε τίποτα, πέρα από το να διευκολύνει τους ιδιοκτήτες κεφαλαίου να έχουν μια ήσυχη συνεί δηση. Ουσιαστικά καταλήγει στο να λέει ότι όσοι είναι πλούσιοι πρέπει να γί νουν πλουσιότεροι. Πρόκειται για μια ταυτολογία, όπως όταν κάποιος λέει ό τι «2 ισον 2’ ή “μια γάτα είναι μια γάτα». Γιατί αν ρωτήσουμε τους οικονομολόγους, πώς υπολογίζουν την αξία του κεφαλαίου, αυτοί αναφέρονται στο ‘οριακό προϊόν» που αυτό το κεφάλαιο παράγει. Αλλά αν τους ρωτήσεις πώς υπολογίζεις αυτό το «οριακό προϊόν» αναφέρονται στην αξία του κεφαλαίου που χρησιμοποιήθηκε για να το παράγει. Καταλήγουν, δηλαδή, να λένε πρακτικά ότι “η αξία του κεφαλαίου ισούται με την αξία του κεφαλαίου», ή ότι “το κέρδος ισούται με το κέρδος’.
Το μόνο πράγμα που η επίσημη οικονομική θεωρία μπορεί να μας πει είναι ότι ορισμένα πράγματα αγοράζονται και ορισμένα πράγματα πουλιούνται στη συγκεκριμένη στιγμή, χωρίς να μας λέει γιατί παράγονται κάποια προϊόντα και όχι κάποια άλλα, χωρίς να μας λέει γιατί κάποιοι είναι πλούσιοι και κάποιοι είναι φτωχοί και χωρίς να μας λέει γιατί κάποια αγαθά στοιβάζονται απούλητα τη στιγμή που υπάρχουν άνθρωποι που τα χρειάζονται απελπισμένα και δεν τα έχουν. Οι επίσημοι οικονομολόγοι δεν μπορούν να μας πουν γιατί μερικές φορές υπάρχει άνθηση και άλλες ύφεση στην οικονομία.
Τέτοιες παρατηρήσεις που αποκρούουν την οριακή οικονομική θεωρία έχουν γίνει εδώ και ογδόντα τουλάχιστον χρόνια, τόσο από τον Αυστριακό μαρξιστή Ρούντολφ Χίλφερντινγκ όσο και από τον Ρώσο επαναστάτη Νικολάι Μπουχάριν. Και έχουν επαναληφθεί πιο πρόσφατα, αυτή τη φορά συγκροτημένες σε μια αυστηρά λογική μορφή, από τους διαφωνούντες ακαδημαϊκούς οικονομολόγους γνωστούς ως «Σχολή του Κέμπριτζ».
Υπάρχουν πολλά άλλα παράδοξα μέσα στον ίδιο τον πυρήνα της επίσημης οικονομικής θεωρίας. Το μοντέλο που διαθέτει για την αγορά προϋποθέτει τέλεια γνώση όλων των οικονομικών συναλλαγών που συμβαίνουν, όχι μόνο στο παρόν αλλά και που θα συμβαίνουν στο μέλλον, πράγμα λογικά αδύνατο. Χρησιμοποιεί τη θεωρία του «συγκριτικού πλεονεκτήματος» δανεισμένη από τον Ντέιβιντ Ρικάρντο, τον οικονομολόγο των αρχών του 19ου αιώνα, για να διακηρύξει την ανάγκη για απεριόριστη ελευθερία εμπορίου στις φτωχότερες χώρες του κόσμου, τη στιγμή που η αρχική θεωρία αναπτύχθηκε τότε που το κεφάλαιο δεν είχε τη σημερινή ελευθερία κινήσεων από χώρα σε χώρα. Επιμένει ότι αν το κράτος δεν επεμβαίνει τότε η προσφορά και η ζήτηση ισορροπούν αυτόματα, ωστόσο οι ίδιες οι εξισώσεις του μοντέλου δείχνουν ότι κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει.
Τέλος, η επίσημη οικονομική αντίληψη επιμένει ότι αν εξαφανίζονταν οι πολλαπλοί παράγοντες που εμποδίζουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό στον πραγματικό κόσμο -είτε μιλάμε για τη μονοπωλιακή δύναμη των γιγαντιαίων εταιρειών ή για συνδικαλιστές που υπερασπίζονται θέσεις εργασίας- τότε τα πράγματα θα ήταν καλύτερα. Αλλά τα μαθηματικά του μοντέλου τους δείχνουν ότι στην πραγματικότητα η απάλειψη ενός περιοριστικού παράγοντα, όχι όμως και κάποιων άλλων, κάνει τα πράγματα χειρότερα.
Τελικά, το μοντέλο δεν προσφέρει κανένα οδηγό, καμιά εξήγηση πάνω στο τι συμβαίνει και τι μπορεί να συμβεί στον πραγματικό κόσμο. Όπως απέδειξε ένας από τους διαφωνούντες οικονομολόγους, ο Πολ Ορμεροντ, στο βιβλίο του Ο Θάνατος των Οικονομικών, η επίσημη οικονομική σοφία είναι τόσο χρήσιμη για την κατανόηση της οικονομικής πραγματικότητας όσο και η μεσαιωνική αστρολογία στην πρόβλεψη των γεγονότων. Όσοι οικονομολόγοι βασίστηκαν πάνω στις ορθόδοξες απόψεις, απέτυχαν παταγωδώς να προβλέψουν τις ανοδικές και τις καθοδικές φάσεις της παγκόσμιας οικονομίας:
Οι οικονομικές προβλέψεις είναι πια αντικείμενο ανοιχτού χλευασμού. Η ακρίβειά τους, σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, είναι τραγικά αποτυχημένη. Μέσα στους τελευταίους 12 μήνες μόνο, καθώς γράφεται αυτό το βιβλίο, απέτυχαν να προβλέψουν την ιαπωνική ύφεση, τη δύναμη της αμερικάνικης ανάκαμψης, το βάθος της κατάρρευσης της γερμανικής οικονομίας και την αναταραχή στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα.
Κι όμως, αυτό το επίσημο “πιστεύω’ εξακολουθεί να διδάσκεται στα σχολεία, να μελετάται στα πανεπιστήμια και να πετάγεται στα μούτρα οποιουδήποτε προτείνει ότι μπορεί να υπάρξει εναλλακτική λύση στο υπάρχον σύστημα του καπιταλισμού της αγοράς. Ο βασικός ισχυρισμός της θεωρίας, ότι η αγορά είναι ο μόνος λογικός τρόπος οργάνωσης της παραγωγής, έχει γίνει αποδεκτός τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο από την παραδοσιακή δεξιά, αλλά και από τους ηγέτες των εργατικών, των σοσιαλδημοκρατικών και των πρώην κομμουνιστικών κομμάτων σ’ όλο τον κόσμο.
Μια τέτοια αποδοχή είναι δυνατή μονάχα αν δεν έρθει κανείς σε αντιπαράθεση με τους παραλογισμούς αυτού του κόσμου. Οι “ορθόδοξες» απόψεις βασίζονται στη αποδοχή της εικόνας που παρουσιάζει ο κόσμος σαν αυτοτελής αξία και ουσιαστικά, λένε ότι τα πράγματα είναι έτσι, επειδή έτσι είναι.
Αλλά, ένα τέτοιο θεωρητικό δόγμα δεν χρησιμεύει καθόλου σ’ όσους βρίσκουν ότι η ζωή στον σημερινό κόσμο γίνεται όλο και πιο ανυπόφορη, σ’ όσους θέλουν μια εναλλακτική λύση απέναντι στις μακρές περιόδους ύφεσης που διακόπτονται από σύντομες ανακάμψεις, απέναντι στην αυξανόμενη ανεργία και τη φτώχεια που γίνεται χειρότερη, απέναντι σε μια κατάσταση όπου υπάρχουν αγαθά που δεν μπορούν να πουληθούν από τη μια μεριά και άνθρωποι που δεν μπορούν να τα αγοράσουν από την άλλη. Για να εξηγηθούν αυτά τα προβλήματα χρειαζόμαστε μια διαφορετική προσέγγιση.
Εξηγώντας τον χαοτικό κόσμο
Η οικονομική προσέγγιση του Καρλ Μαρξ ήταν πολύ διαφορετική από τα σημερινά επίσημα δόγματα. Ενδιαφέρθηκε για τις οικονομικές θεωρίες γιατί μπόρεσε να δει τον απάνθρωπο παραλογισμό του νέου οικονομικού συστήματος, του καπιταλισμού, που αναπτυσσόταν γύρω του, στη Γερμανία των μέσων της δεκαετίας του 1840. Μπορούσε, ήδη, να διακρίνει ότι επρόκειτο για μια κοινωνία στην οποία οι άνθρωποι άκουγαν διαρκώς ότι πρέπει να δουλεύουν σκληρότερα για να παράγουν πλούτο, αλλά στην οποία οι ίδιοι δεν έβγαζαν κανένα όφελος από την προσπάθειά τους. Όπως έγραφε το 1844:
Όσο περισσότερο παράγει ο εργάτης, τόσο λιγότερο έχει να καταναλώσει. Όσο περισσότερη αξία δημιουργεί, τόσο περισσότερο χάνει τη δική του αξία, τόσο περισσότερο ανάξιος γίνεται… [Το σύστημα] αντικαθιστά την εργασία με μηχανές, αλλά πετάει ένα κομμάτι εργατών σ’ ένα βάρβαρο είδος εργασίας και μετατρέπει τους άλλους εργάτες σε μηχανές. Παράγει παλάτια, αλλά για τον εργάτη τρώγλες. Παράγει ομορφιά, αλλά για τον εργάτη δυσμορφία. Ο εργάτης νιώθει ότι είναι ο εαυτός του μόνο έξω από τη δουλειά του και στη δουλειά του νιώθει έξω από τον εαυτό του. Νιώθει οικεία όταν δεν δουλεύει, και όταν δουλεύει νιώθει αποξενωμένος.
Τέσσερα χρόνια αργότερα έγραφε:
Ο εργάτης δουλεύει για να ζήσει. Δεν αναγνωρίζει καν την εργασία ως μέρος της ζωής του, αλλά μάλλον ως μια θυσία της ζωής του. Ό,τι παράγει για τον ε αυτό του δεν είναι το μετάξι που υφαίνει, ούτε το χρυσάφι που βγάζει από το ορυχείο, ούτε το παλάτι που χτίζει. Αυτό που παράγει για τον εαυτό του είναι το μεροκάματο, ενώ το μετάξι, ο χρυσός, και το παλάτι μετατρέπονται γΓ αυτόν σε μια περιορισμένη και καθορισμένη ποσότητα μέσων επιβίωσης, ίσως σ’ ένα βαμβακερό σακάκι, κάποια χάλκινα κέρματα και μια γωνία σ’ ένα υπόγειο…
Και ο εργάτης που για 12 ώρες υφαίνει, κλώθει, τρυπάει, τορνάρει, χτίζει, φτυαρίζει, σπάει πέτρες, μεταφέρει φορτία κ.λπ., μήπως θεωρεί αυτές τις 12 ώρες ύφανσης, γνεσίματος, τρυπήματος, τορνέματος, χτισίματος, φτυαρίσματος, σπασίματος πέτρας ως μια έκφραση της ζωής του, ως ζωή; Αντίθετα η ζωή για αυτόν αρχίζει όταν αυτή η δραστηριότητα σταματάει: στο τραπέζι, στο καπηλιό, στο κρεβάτι.
Τα οικονομικά κείμενα του Μαρξ εξηγούν πώς εμφανίστηκε αυτός ο τύπος κοινωνίας και πώς διατηρείται. Σαν τέτοια, τα κείμενα αυτά σχετίζονται με αυτό που οι κατεστημένοι πανεπιστημιακοί στοχαστές αποκαλούν “φιλοσοφία», “κοινωνιολογία», “ιστορία».
Δεν ασχολούνται κυρίως με το γιατί τα πράγματα έχουν μια τιμή αντί για μία άλλη, ούτε και με το γιατί και πότε λαμβάνουν χώρα οι οικονομικές κρίσεις. Περισσότερο ασχολούνται με ολόκληρο τον κόσμο της “αποξενωμένης εργασίας», έναν κόσμο όπου η ανθρώπινη δραστηριότητα, αποκτά μια αυτοτελή δική της ζωή και κυριαρχεί πάνω στα ίδια τα ανθρώπινα όντα, έναν κόσμο ατελείωτης δουλειάς και ανεργίας, υπερπαραγωγής και πείνας.
Στα παλιότερά του γραπτά ο Μαρξ τόνιζε τον παραλογισμό αυτού του αναποδογυρισμένου κόσμου. Η λέξη που χρησιμοποιούσε για να περιγράφει αυτήν την αναστροφή ήταν η “αλλοτρίωση”, λέξη που προέρχεται από τον Γερμανό φιλόσοφο Χέγκελ, που τα γραπτά του είναι μερικές φορές σκοτεινά. Ωστόσο, ο Μαρξ βασίστηκε και σε ποικίλες άλλες πηγές. Χρησιμοποίησε τις περιγραφές του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος, τις οποίες βρίσκει κανείς στα γραπτά των ιδρυτών της καπιταλιστικής οικονομικής “ορθοδοξίας», όπως του Ανταμ Σμιθ και του Ντέιβιντ Ρικάρντο. Άντλησε ακόμη την εμπειρία των πρώτων εργατικών κινημάτων που αντιστάθηκαν στο σύστημα, συμπεριλαμβανομένων των Χαρτιστών στην Αγγλία.
Στα ύστερα οικονομικά γραπτά του, ιδιαίτερα στο τρίτομο έργο του Το Κεφάλαιο εγκατέλειψε μεγάλο μέρος της φιλοσοφικής γλώσσας. Αυτό οδήγησε κάποιους στον ισχυρισμό ότι η όλη του προσέγγιση για τα οικονομικά είχε αλλάξει. Στην πραγματικότητα ο σκοπός του Κεφαλαίου είναι να εξηγήσει τον τρόπο που όλος ο κόσμος της “αλλοτριωμένης εργασίας» εξελίσσεται, ως μια απάνθρωπη δύναμη που κυριαρχεί πάνω στα ζωντανά ανθρώπινα όντα. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στα προπαρασκευαστικά κείμενα που έγραψε ο Μαρξ αμέσως πριν συμπληρώσει το τελικό χειρόγραφο του Κεφαλαίου.
Έτσι λέει:
Η κυριαρχία του καπιταλιστή πάνω στον εργάτη είναι η κυριαρχία του αντικειμένου πάνω στον άνθρωπο, η κυριαρχία της νεκρής εργασίας πάνω στη ζωντανή, η κυριαρχία του προϊόντος πάνω στον παραγωγό, εφόσον στην πραγματικότητα τα εμπορεύματα που γίνονται τα μέσα κυριαρχίας πάνω στον εργάτη είναι… τα προϊόντα της παραγωγικής διαδικασίας. Πρόκειται για τη διαδικασία αλλοτρίωσης της ίδιας της κοινωνικής εργασίας του.
Τονίζει ότι το καπιταλιστικό σύστημα βάζει περιορισμούς σε αυτά που μπορούν να κάνουν τόσο ο μεμονωμένος καπιταλιστής, όσο και ο μεμονωμένος εργάτης. Αλλά ενώ “ο εργάτης, ως θύμα του συστήματος, βρίσκεται από την αρχή σε μια σχέση εξέγερσης εναντίον του και βλέπει τη διαδικασία ως υποδούλωση’, ο καπιταλιστής “είναι ριζωμένος στη διαδικασία της αλλοτρίωσης και βρίσκει σ’ αυτή τη μεγαλύτερη ικανοποίησή του… Η αυτοεπέκταση του κεφαλαίου είναι ο καθοριστικός, ο κυρίαρχος και υπεράνω όλων σκοπός για τον καπιταλιστή, η απόλυτη προωθητική του δύναμη και στοιχείο της δράσης του...»
Παραγωγή και εμπορεύματα
Δεν μπορείς να κατανοήσεις καμιά κοινωνία, τόνιζε ο Μαρξ, παρεκτός αν κοιτάξεις το πώς οι άνθρωποι, σ’ αυτή την κοινωνία, εξασφαλίζουν τα απαραίτητα για την επιβίωση, δηλαδή την τροφή, τη στέγη και το ρουχισμό. Γιατί, αν δεν τα έχουν εξασφαλίσει αυτά, δεν μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο. Αλλά η εξασφάλιση αυτών των πραγμάτων πάντοτε βασιζόταν σε ανθρώπους που εργάζονται συλλογικά προκειμένου να αλλάξουν τον φυσικό κόσμο γύρω τους. Σε αντίθεση με άλλα είδη ζώων, δεν είμαστε εξοπλισμένοι με αιχμηρά δόντια ή νύχια που να μας επιτρέπουν να σκοτώνουμε άγρια ζώα ή να μασουλάμε ωμά φυτά. Δεν έχουμε τρίχωμα για να κρατηθούμε ζεστοί.
Ο μόνος τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι μπορούν να επιβιώσουν και να προστατευτούν από τις ατέλειωτες εναλλαγές της φύσης, είναι η εργασία για να την αλλάξουν. Όπως έλεγε ο Ενγκελς:
“Η εργασία είναι η πηγή όλου του πλούτου, μαζί με τη φύση… Αλλά επίσης είναι και κάτι ασύλληπτα περισσότερο κι απ’ αυτό. Είναι η πρωταρχική, η βασική προϋπόθεση για όλη την ανθρώπινη ύπαρξη«.
Ιστορικά, η ανθρώπινη εργασία έχει πάρει μια ποικιλία μορφών. Για πολλές δεκάδες χιλιάδες χρόνια η εργασία γινόταν από άντρες και γυναίκες που δούλευαν και ζούσαν μαζί σε ομάδες των 40 περίπου ατόμων, συλλέγοντας καρπούς φυτών και ρίζες και σκοτώνοντας άγρια ζώα. Μπορούσαν να το κάνουν αυτό χωρίς να υπάρχουν κυβερνήτες ή ανδρική κυριαρχία πάνω στις γυναίκες. Αργότερα, περίπου πριν από 10.000 χρόνια, σε διάφορα μέρη του κόσμου άρχισε η καλλιέργεια των φυτών και η εξημέρωση των ζώων. Αλλά η οργάνωση της εργασίας ακόμα δεν συνεπάγονταν ότι μια ομάδα στην κοινωνία θα τεμπέλιαζε με την ησυχία της, τη στιγμή που όλοι οι άλλοι θα δούλευαν. Διατηρούνταν ακόμη μια βασική ισότητα μεταξύ όλων των ανδρών και όλων των γυναικών, ενώ η διανομή της τροφής, της στέγης και του ρουχισμού γινόταν σύμφωνα με τις ανάγκες των ανθρώπων. Μια κατάσταση που εξακολουθούσε να υπάρχει σε πολλά μέρη του κόσμου, μέχρι και την περίοδο των αποικιακών κατακτήσεων του περασμένου αιώνα.
Σ’ αυτές τις κοινωνίες δεν υπάρχει ίχνος της “εγωιστικής’, ’αρπακτικής’, «ανταγωνιστικής», “ανθρώπινης φύσης» που παίρνουμε ως δεδομένο στις συνθήκες του καπιταλισμού. Έτσι, ένας παρατηρητής των καλλιεργητών Αϊρόκις, στις αρχές του 18ου αιώνα, τόνιζε:
Αν μια ομάδα πεινασμένων Αϊρόκις συναντήσει κάποια άλλη ομάδα, της οποίος οι προμήθειες δεν έχουν εξαντληθεί πλήρως, τότε η τελευταία θα μοιραστεί με τους νεοφερμένους τα λίγα τρόφιμα χωρίς να το έχει ζητήσει κανείς από πριν, παρόλο που έτσι εκτίθενται κι αυτοί που βοηθούν στον ίδιο κίνδυνο με αυτούς που δέχονται τη βοήθεια.
Για μια άλλη ομάδα, τους Μοντανιέ, ένας Ιησουίτης ιερέας έγραφε:
Η φιλοδοξία και η πλεονεξία δεν υπάρχουν στα μεγάλα δάση… καθώς αρκούνται στο να εξασφαλίζουν μόνο τα προς το ζην, ούτε ένας απ’ αυτούς δεν έχει παραδοθεί στο διάβολο προκειμένου να αποκτήσει πλούτο.
Και μια κλασική μελέτη γύρω από την κτηνοτροφική φυλή των Νούερ στην ανατολική Αφρική αναφέρει: ‘Γενικά αυτό που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι σ’ ένα χωριό των Νούερ κανείς δεν λιμοκτονεί παρά μόνο αν όλοι λιμοκτονήσουν«.
Η ταξική διαίρεση και η κυριαρχία των αντρών πάνω στις γυναίκες εμφανίστηκε μόλις πριν από 5.000 χρόνια περίπου. Αυτό ήταν αποτέλεσμα μιας ακόμη αλλαγής στους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι παρήγαν τα μέσα επιβίωσής τους και που συμπεριλάμβαναν πλέον τις βαριές αγροτικές καλλιέργειες, την τήξη των μετάλλων και την ανέγερση των πρώτων πόλεων.
Εμφανίστηκαν εκμεταλλεύτριες τάξεις, που ζούσαν από την εργασία της υπόλοιπης κοινωνίας και που δημιούργησαν κρατικούς μηχανισμούς, δηλαδή μόνιμα σώματα ένοπλων ανδρών οργανωμένα με τη μορφή της στρατιωτικής ή της αστυνομικής δύναμης, προκειμένου να διατηρήσουν έτσι και να απλώσουν την κυριαρχία τους.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στην πρώιμη περίοδο της αρχαίας Αιγύπτου, στην αρχαία Μεσοποταμία και στην αυτοκρατορία των Ινκας στη Νότια Αμερική, οι άρχουσες τάξεις χρησιμοποιήσαν κατευθείαν την ισχύ του κρατικού μηχανισμού, προκειμένου να αρπάξουν, μέσω των φόρων, τον πλούτο που είχαν δημιουργήσει εκείνοι που εργάζονταν. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη, είχαν στη δούλεψή τους σκλάβους οι οποίοι έκαναν όλη τη δουλειά. Μερικές φορές, όπως στη μεσαιωνική Ευρώπη, είχαν τον έλεγχο της γης και υποχρέωναν τον πληθυσμό που απασχολούνταν πάνω σ’ αυτή είτε να δουλεύει γΓ αυτούς χωρίς καμιά ανταπόδοση είτε να τους παραδίνει το μισό, ή και περισσότερο από το προϊόν του. Σε κάθε όμως περίπτωση μια μειοψηφία ανθρώπων ζούσε αναγκάζοντας την πλειοψηφία της κοινωνίας να δουλεύει για αυτούς.
Σ’ όλες αυτές τις κοινωνίες, όμως, υπήρχε κάτι κοινό με τις κοινωνίες ισότητας που είχαν προϋπάρξει. Ο σκοπός της εργασίας ήταν η άμεση ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών, παρότι τώρα οι ανάγκες της άρχουσας μειοψηφίας είχαν προτεραιότητα απέναντι στις ανάγκες της μεγάλης πλειοψηφίας του κόσμου. Οι δούλοι, οι αγρότες και οι χειροτέχνες, δούλευαν για να παράγουν αγαθά που θα τα χρησιμοποιούσαν άμεσα είτε οι ίδιοι είτε αυτοί που τους εκμεταλλεύονταν. Έτσι λοιπόν, αν ο δουλοκτήτης έτρωγε πάρα πολύ, ή έχτιζε για τον εαυτό του υπερβολικά μεγαλοπρεπή παλάτια ή μαυσωλεία, ο δούλος δεν θα είχε αρκετά για να ζήσει και θα πείναγε. Αν η σοδειά δεν ήταν καλή κάποια χρονιά και ο φεουδάρχης επέμενε να ζει στη χλιδή, ο δουλοπάροικος αγρότης θα λιμοκτονούσε. Αλλά αυτό που ήταν αδύνατο να συμβεί, ήταν μια κατάσταση όπως αυτή που δημιουργεί το σημερινό σύστημα: δεν υπήρχε περίπτωση οι άνθρωποι να πεινάσουν επειδή παράγονταν *πάρα πολλά». Η παραγωγή προοριζόταν για άμεση χρήση, έστω και αν σε μεγάλο βαθμό επρόκειτο για τη χρήση μια τάξης που εκμεταλλευόταν όλους τους άλλους.
Γι’ αυτό το λόγο, ο Μαρξ ακολούθησε την πρακτική άλλων οικονομολόγων αποκαλώντας την παραγωγή “αξιών χρήσης» μέρος της παραγωγής προορίζεται για άμεση χρήση. Οι εργάτες της αυτοκινητοβιομηχανίας δεν παράγουν αυτοκίνητα για δική τους άμεση χρήση, ούτε καν για άμεση χρήση του διευθυντή τους. Παράγουν αυτοκίνητα έτσι ώστε ο εργοδότης τους να μπορεί να τα πουλήσει σε κάποιον άλλο. Το ίδιο ισχύει για τον μεταλλεργάτη, τον υποδηματοποιό, τον τεχνικό του κινηματογράφου, τον προγραμματιστή κομπιούτερ ή, τελικά, για οποιονδήποτε απασχολείται με μισθωτή εργασία. Μπορείς, λόγου χάρη, να ξοδέψεις όλη σου τη ζωή φτιάχνοντας βίδες, βγάζοντας δεκάδες χιλιάδες τη μέρα δουλεύοντας μπροστά σε μια μηχανή. Όμως ο ίδιος προσωπικά πιθανότατα δεν θα χρησιμοποιούσες ποτέ πάνω από μερικές εκατοντάδες.
Τα αγαθά παράγονται για να πουληθούν. Είναι “εμπορεύματα» που πρέπει να ανταλλαγούν με χρήμα πριν οι παραγωγοί μπορέσουν να έχουν κάποιο όφελος από την προσπάθειά τους. Φυσικά, τα αγαθά αυτά θα πρέπει να έχουν κάποια χρησιμότητα. Ωστόσο, θα πρέπει να ανταλλαγούν πρώτα.
Έτσι, στις συνθήκες του καπιταλισμού, τα αγαθά έχουν μια παράδοξη ιδιαιτερότητα. Πριν μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν, πριν γίνουν «αξίες χρήσης», πρέπει να ανταλλαγούν με χρήμα που με τη σειρά του μπορεί να ανταλλαγεί με άλλα αγαθά. Και για να μετρήσει κανείς την αξία αυτών των αγαθών θα πρέπει να υπολογίσει το πόσα θα πάρει όταν τα ανταλλάξει. Το κλειδί είναι λοιπόν η “ανταλλακτική αξία», πόσα λεφτά και κατά συνέπεια πόσα άλλα αγαθά μπορείς να πάρεις.
Μέσω της ανταλλαγής η προσπάθεια που κατέβαλε ένα μεμονωμένο άτομο συνδέεται με την προσπάθεια άλλων εκατομμυρίων ανθρώπων μέσω του παγκόσμιου συστήματος. Αυτό γίνεται σαφές όταν κοιτάξει κανείς το τι αγοράζει με τα λεφτά που πήρε απ’ αυτό το οποίο ο ίδιος παρήγαγε. Ας υποθέσουμε ότι αγοράζουμε μια σακούλα τρόφιμα από το πολυκατάστημα Τέσκο. Μέσα σ’ αυτή τη σακούλα υπάρχει ψωμί που ψήθηκε με σιτάρι από τον Καναδά, μήλα και αχλάδια από τη Νότια Αφρική ή τη Νέα Ζηλανδία, κουνέλι από την Κίνα, κονσέρβες με αντζούγια από το Περού, λουλούδια από την Κένυα, κασσίτερος από τη Μαλαισία ή τη Βολιβία, σίδερο από τις Μεγάλες Λίμνες ο οποίος έχει κατεργαστεί στη Γερμανία, πλαστικά περιτυλίγματα φτιαγμένα από πετρέλαιο που έχει εξ ορυχθεί στη Σαουδική Αραβία ή στο Κουβέιτ. Έτσι το κάθε μεμονωμένο άτομο είναι συνδεδεμένο με ένα σύστημα που χρησιμοποιεί την εργασία των ανθρώπων απ’ όλο τον κόσμο.
Αυτές οι παγκόσμιες διασυνδέσεις ανάμεσα στην εργασία πολλών χιλιάδων διαφορετικών ανθρώπων υπάρχουν, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει συνειδητός συντονισμός μεταξύ τους. Όλοι δουλεύουν για διαφορετικές, ανταγωνιστικές μεταξύ τους, εταιρείες σε διαφορετικές, ανταγωνιστικές μεταξύ τους, χώρες. Όμως αυτές οι διαφορετικές εργασίες φαίνονται σαν να συνενώνονται μεταξύ τους. Υπάρχει ένα παγκόσμιο σύστημα παραγωγής, αλλά είναι οργανωμένο μέσω του τυφλού ανταγωνισμού των ξεχωριστών εταιρειών ή, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Μαρξ, υπάρχει «κοινωνική παραγωγή, αλλά ατομική ιδιοποίηση».
Εργασία και πλούτος
Οι οικονομολόγοι πριν από τον Μαρξ είχαν αρχίσει να δίνουν μια περιγραφή αυτού του συστήματος. Αναφέρονταν στο “αόρατο χέρι» που συνδέει μεταξύ τους τις δραστηριότητες των ανθρώπων. Είχαν επίσης επισημάνει και κάτι άλλο που ο Μαρξ αποδέχτηκε. Όλα τα εμπορεύματα έχουν κάτι κοινό: όλα είναι προϊόν της ανθρώπινης εργασίας. Ο Μαρξ στο Κεφάλαιο αναρωτιέται τι το κοινό έχουν δυο πολύ διαφορετικά αντικείμενα που κοστίζουν το ίδιο ποσό χρημάτων, λόγου χάρη ένα ζευγάρι κάλτσες κι ένα καρβέλι ψωμί. Δεν είναι τα φυσικά τους χαρακτηριστικά. Ζυγίζουν διαφορετικό βάρος, αποτελούνται από διαφορετικά μόρια, έχουν διαφορετικά σχήματα κ.λπ. Ούτε είναι η τελική τους χρήση. Συνήθως δε φοράς ένα καρβέλι ψωμί, ούτε τρως ένα ζευγάρι κάλτσες. Το να συγκρίνεις την τελική χρήση του ψωμιού με αυτή της κάλτσας είναι σα να συγκρίνεις το βάρος ενός ελέφαντα με το χρώμα του ουρανού, αφού πρόκειται για δυο πράγματα εντελώς διαφορετικά.
Αντίθετα, υποστήριζε ο Μαρξ, αυτό που τα δύο αυτά αντικείμενα έχουν κοινό μεταξύ τους είναι το ποσό εργασίας που εμπεριέχουν. Μάλιστα, αυτό είναι που στην πραγματικότητα καθορίζει την αξία τους. Αυτό το καταλαβαίνει κανείς πιο εύκολα όταν οι άνθρωποι φτιάχνουν πράγματα για να τα ανταλλάξουν μεταξύ τους. Ένας ξυλουργός μπορεί να φτιάξει ένα τραπέζι και να το ανταλλάξει με ένα κουστούμι που έφτιαξε ένας ράφτης, αλλά δεν θα το έκανε αν μπορούσε να φτιάξει ένα κουστούμι της ίδιας ποιότητας σε λιγότερο χρόνο απ’ όσο του πήρε για να φτιάξει το τραπέζι. Υπολογίζει ότι το κουστούμι αξίζει τουλάχιστον τον ίδιο αριθμό ωρών εργασίας με το τραπέζι του.
Η ίδια αρχή ισχύει όταν οι άνθρωποι φτιάχνουν πράγματα και τα πουλούν έναντι χρημάτων. Ο ξυλουργός θα πουλήσει το τραπέζι που χρειάστηκε ας πούμε τέσσερις ώρες για να το φτιάξει, για τόσα χρήματα όσα θα του επιτρέψουν να αγοράσει κάτι άλλο που χρειάζεται επίσης τέσσερις ώρες για να φτιαχτεί. Η τιμή του τραπεζιού εκφράζει το ποσό της εργασίας που αφιερώθηκε στην κατασκευή του.
Φυσικά δεν είναι όλοι οι ξυλουργοί αρκετά επιδέξιοι για να κάνουν την απαιτούμενη δουλειά μέσα σε τέσσερις ώρες. Για μερικούς θα έπαιρνε τον διπλάσιο χρόνο (όπως θα συνέβαινε και με μένα αν προσπαθούσα να φτιάξω ένα τραπέζι). Αλλά ουδείς πρόκειται να τους πληρώσει το ισοδύναμο των οκτώ ωρών δουλειάς για το τραπέζι, όταν κάποιος άλλος θα το προσφέρει για το ισοδύναμο των τεσσάρων ωρών δουλειάς. Η τιμή του τραπεζιού εκφράζει όχι το ποσό εργασίας που έχει καταβάλει κάποιο συγκεκριμένο άτομο, αλλά το ποσό εργασίας που απαιτείται από ένα άτομο μέσης επιδεξιότητας, για τα δεδομένα της κοινωνίας.
Μέσω της ανταλλαγής, η εργασία του κάθε ξεχωριστού ατόμου συγκρίνεται διαρκώς με την εργασία μέσα σε ολόκληρο το σύστημα συνολικά. Ή, όπως το εξέφραζε ο Καρλ Μαρξ, η ‘συγκεκριμένη εργασία* του κάθε ατόμου μετριέται ως ένα τμήμα της ‘κοινωνικής εργασίας” της κοινωνίας σα σύνολο. Ο Μαρξ δεν ήταν ο πρώτος που πρόβαλε την άποψη ότι η εργασία ήταν η τελική πηγή της αξίας. Αυτή η αντίληψη ήταν αποδεκτή, τουλάχιστο εν μέρει, από πολλούς από τους πρώτους οικονομολόγους που ταυτίστηκαν με το ανερχόμενο καπιταλιστικό σύστημα, από τον Τζον Λοκ στα τέλη του 17ου αιώνα, ως τον Ανταμ Σμιθ τον 18ο αιώνα και τον Ντέιβιντ Ρικάρντο στα μέσα του 19ου αιώνα. Έτσι ο Ανταμ Σμιθ έλεγε:
Η πραγματική τιμή οποιουδήποτε πράγματος, αυτό που πραγματικά κοστίζει σ’ αυτούς που θέλουν να το αποκτήσουν, είναι ο κόπος και ο πόνος που απαιτείται για την απόκτησή του… Δεν είναι μέσω του χρυσού και του ασημιού, που όλος ο πλούτος του κόσμου αρχικά αποκτήθηκε, αλλά μέσω της εργασίας. Η αξία του γΓ αυτούς που τον κατέχουν και που θέλουν να τον ανταλλάξουν με κάποιο άλλο αντικείμενο είναι ακριβώς ίση με την ποσότητα εργασίας που τους επιτρέπει να αγοράσουν ή να εξουσιάσουν.
Αλλά εκείνοι οι υποστηρικτές του καπιταλισμού που θέλουν ταυτόχρονα να είναι και οπαδοί οποιοσδήποτε τέτοιας «εργασιακής θεωρίας της αξίας», πάντοτε βρίσκονται μπροστά σ’ ένα σχεδόν άλυτο πρόβλημα. Αν η εργασία είναι η πηγή της αξίας, από πού προέρχεται το κέρδος;
Αν όλα τα αγαθά ανταλλάσσονται σύμφωνα με την ποσότητα εργασίας που περιέχουν, τότε όλοι στην κοινωνία θα έπρεπε να βρίσκονται σε μια, πάνω-κάτω, ίση κατάσταση. Κάποιοι μπορεί να επέλεγαν να δουλέψουν περισσότερο κι έτσι να έχουν λίγο παραπάνω πλούτο και λίγο λιγότερη σχόλη.
Αλλά όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να έχουν εξίσου ικανοποιητική διαβίωση. Μπορεί κάποιοι πάλι να ήταν λιγότερο επιδέξιοι και στην αρχή να έμεναν πίσω, αλλά με τον καιρό κι αυτοί θα κάλυπταν το χαμένο έδαφος. Από πού, λοιπόν, θα μπορούσε να βγαίνει το συστηματικό κέρδος; Κάποια άτομα μπορεί να κέρδιζαν εξαπατώντας άλλα άτομα. Αλλά αυτό δεν μπορεί να εξηγήσει πώς υπάρχει μια ολόκληρη τάξη πλουσίων. Πολύ περισσότερο, αφού στον σύγχρονο καπιταλισμό σχεδόν όλοι όσοι πουλούν αγαθά είναι πλούσιοι.
Όπως τόνιζε ο Μαρξ:
Η τάξη των καπιταλιστών ως σύνολο δεν μπορεί να πλουτίσει, δεν μπορεί να αυξήσει το συνολικό της κεφάλαιο… με το να κερδίζει ο ένας καπιταλιστής αυτά που χάνει ένας άλλος. Η τάξη ως σύνολο δεν μπορεί να εξαπατήσει τον εαυτό της.
Αλλά αν οι καπιταλιστές δεν βγάζουν τα κέρδη τους ο ένας από τον άλλο, τότε θα πρέπει να τα βγάζουν από αλλού. Αλλά από πού;
Ήδη 100 χρόνια πριν από τον Μαρξ, ο Ανταμ Σμιθ είχε προσπαθήσει να εξηγήσει την ύπαρξη του κέρδους αναμιγνύοντας τη θεωρία του για την εργασία ως πηγής της αξίας, με μια άλλη άποψη. Την άποψη που θεωρούσε ότι το κεφάλαιο προσθέτει στην αξία παράγοντας μια “πρόσοδο». Κάποιες μορφές κεφαλαίου, όπως οι μηχανές, οι κτιριακές εγκαταστάσεις των εργοστασίων κ.λπ., όντως κάνουν την εργασία πιο παραγωγική απ’ ό,τι θα ήταν χωρίς αυτά. Ακόμα και το πιο στοιχειώδες εργαλείο προσθέτει αφάνταστα στην ανθρώπινη παραγωγικότητα: ένας εργάτης μ’ ένα καρότσι μπορεί να κινήσει πολύ μεγαλύτερο βάρος με πολύ λιγότερη προσπάθεια απ’ ό,τι κάποιος που κουβαλάει τα πράγματα στην πλάτη του. Ωστόσο, οι μηχανές και τα κτίρια δεν είναι πράγματα που υπάρχουν από μόνα τους. Είναι προϊόν προηγούμενης ανθρώπινης εργασίας. Το καρότσι που βοηθάει τη δουλειά του εργάτη είναι προϊόν της δουλειάς του μεταλλεργάτη. Για αυτό ο Μαρξ αποκαλούσε τα μέσα παραγωγής «νεκρή εργασία’ (σε αντίθεση με την τρέχουσα εργασία, που είναι η «ζωντανή εργασία»).
Η αξία των αγαθών που πουλιούνται εξακολουθεί να βασίζεται στην εργασία που χρειάζεται για τη δημιουργία τους, παρόλο που ένα μέρος αυτής της εργασίας έγινε στο παρελθόν και όχι στο παρόν. Αν ένας καπιταλιστής λέει, πώς πρέπει να αμειφθεί επειδή έκανε επένδυση σε κτίρια ή μηχανές, θα πρέπει κάποιος να τον ρωτήσει πώς βρέθηκαν στα δικά του χέρια τα κτίρια και οι μηχανές και όχι στα χέρια αυτών που τα κατασκεύασαν με την εργασία τους. Ακόμα περισσότερο, δεν υπάρχει τρόπος με τον οποίο μια μηχανή να μπορεί να προσθέσει κάτι στην αξία κάποιου πράγματος χωρίς η ζωντανή εργασία να δουλέψει πάνω σ’ αυτή τη μηχανή. Μια μηχανή από μόνη της δεν κάνει τίποτα. Το ανθρώπινο ον που χειρίζεται τη μηχανή, αυτό είναι που την κάνει να παράγει νέα αγαθά, με αυξημένη αξία.
Το ανθρώπινο ον μπορεί να κάνει πράγματα χωρίς τη μηχανή. Η μηχανή δεν μπορεί να κάνει τίποτα, χωρίς ένα ανθρώπινο ον που θα τη βάλει να δουλέψει. Το γεγονός ότι είναι η ανθρώπινη εργασία αυτή που τελικά καθορίζει την ανταλλακτική αξία των αντικειμένων, φαίνεται από το τι συμβαίνει με τη σύγχρονη τεχνολογική πρόοδο.
Αντικείμενα που ήταν πολύ ακριβά πριν από 20 ή 30 χρόνια έχουν γίνει φτηνά, καθώς η τεχνολογική πρόοδος έχει μειώσει την αναγκαία ποσότητα εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή τους, ακόμα και όταν οι μηχανές που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή τους είναι πιο πολύπλοκες και ακριβές. Μια ηλεκτρομηχανική μηχανή προσθέσεων κόστιζε 40 ή 50 λίρες στη δεκαετία του ’60 (μια τιμή που ισοδύναμε! με 400 ή 500 σημερινές λίρες), ωστόσο σήμερα μπορείς να αγοράσεις έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή μεγαλύτερης δύναμης για μία ή δύο λίρες. Όμοια, ένας κομπιούτερ μέσης δύναμης κόστιζε τότε μισό εκατομμύριο λίρες. Τώρα βρίσκεις κάτι ανάλογο για 600 ή 700 λίρες.
Τα αγαθά που δεν έχουν φτηνύνει σύμφωνα με τα παραπάνω είναι εκείνα τα αγαθά που απαιτούν ακόμη και σήμερα σχεδόν τόση εργασία, όση και στο παρελθόν: τα αυτοκίνητα, τα τρόφιμα και τα ποτά, τα τούβλα και η λάσπη για χτίσιμο, καθώς και πολλά ρούχα.
Κέρδος και εκμετάλλευση
Η ιδέα ότι η εργασία είναι η πηγή κάθε αξίας, συμπεριλαμβανομένης και αυτής που πηγαίνει στον καπιταλιστή ως κέρδος, τόκος και γαιοπρόσοδος, έγινε όλο και πιο ενοχλητική για τους απολογητές του καπιταλισμού μετά τον καιρό του Ανταμ Σμιθ. Η ιδέα αυτή υπονοούσε ότι οι καπιταλιστές ήταν εξίσου παράσιτα όσο και οι φεουδάρχες τους οποίους είχαν αντικαταστήσει.
Αυτό οδήγησε τους οικονομολόγους-υποστηρικτές του καπιταλισμού να αναπτύξουν διαφορετικές θεωρίες βασισμένες στην ‘αποχή’ προκειμένου να εξηγήσουν το κέρδος. Τα κέρδη, ισχυρίζονταν τώρα, ήταν μια αμοιβή στον καπιταλιστή για το γεγονός ότι χρησιμοποιούσε τον πλούτο του για να απασχολήσει ανθρώπους παρά για δική του άμεση κατανάλωση.
Αλλά, όπως απέδειξε ο Μαρξ, αυτό είναι γελοίο. Απασχολώ ανθρώπους σημαίνει αγοράζω την εργασία τους. Αν ένας καπιταλιστής βγάζει κέρδος επειδή κάνει κάτι τέτοιο, τότε και οποιοσδήποτε άλλος αγοράζει κάτι, θα έπρεπε επίσης να βγάζει κέρδος. Όμως τότε γιατί οι εργάτες δεν βγάζουν κανένα κέρδος όταν αγοράζουν τα πράγματα που χρειάζονται για να ζήσουν;
Η θεωρία της αποχής είναι καθαρός μύθος. Ο καπιταλιστής δεν θυσιάζει τον υπάρχοντα πλούτο του όταν επενδύει. Στην πραγματικότητα, η επένδυσή του διατηρεί την αξία της, ενώ το κέρδος είναι κάτι που παίρνει επιπλέον χωρίς να κάνει τίποτα για αυτό.
Έτσι αν το πραγματικό ποσοστό κέρδους είναι 10% (ένα αρκετά χαμηλό ποσοστό από καπιταλιστική άποψη), κάποιος με ένα εκατομμύριο λίρες προς επένδυση μπορεί να ξοδεύει 100.000 λίρες το χρόνο (2.000 λίρες την εβδομάδα) σε προσωπικές απολαύσεις, δίχως καμιά αυτοσυγκράτηση, στο τέλος της χρονιάς να έχει ακέραιο το αρχικό ποσό και να βγάζει και άλλες 100.000 λίρες τον επόμενο χρόνο επειδή απλώς δεν κάνει τίποτα. Αντίθετα, ακόμα και αν κάποιος εργάτης που παίρνει το κανονικό ημερομίσθιο του ’96 μπορούσε, ως εκ θαύματος, “να απέχει» εντελώς από τροφή, στέγη και ρουχισμό, θα του χρειάζονταν 80 χρόνια για κερδίσει αρκετά ώστε να κάνει μια τέτοια επένδυση.
Αυτό που πραγματικά συμβαίνει, επέμενε ο Μαρξ, είναι ότι ο καπιταλιστής κατορθώνει να βγάζει κέρδος αρπάζοντας ένα μέρος της εργασίας των εργατών του, όπως ο δουλοκτήτης μπορούσε να εξασφαλίζει μια ζωή απολαύσεων με το να εξαναγκάζει τους δούλους να δουλεύουν γΓ αυτόν και όπως ο φεουδάρχης γέμιζε το στομάχι του υποχρεώνοντας τον αγρότη να δουλεύει στα κτήματά του τζάμπα. Η μόνη διαφορά είναι ότι τότε δεν υπήρχε τίποτα που να κρύβει από τους δούλους ή τους μεσαιωνικούς αγρότες την αδυσώπητη πραγματικότητα ότι τους καρπούς των κόπων τους, τούς έπαιρνε κάποιος άλλος. Το ήξεραν επειδή από πάνω τους στεκόταν κάποιος με ένα μαστίγιο ή με ένα ραβδί.
Αντίθετα, στο παρόν σύστημα φαίνεται ότι υπάρχει μια ίση και τίμια ανταλλαγή μεταξύ του εργάτη και του καπιταλιστή. Οι εργάτες πουλάνε την εργασία τους για ένα ποσό χρημάτων, δηλαδή για το μισθό τους. Και αυτό που παίρνουν εξαρτάται από την εκάστοτε “ταρίφα» για τη δουλειά, όπως ακριβώς αυτό που εισπράττει ο Μπακάλης για τα αυγά εξαρτάται από την τρέχουσα τιμή τους. Φαίνεται, ότι έχουμε “μια δίκαιη αμοιβή για μια αντίστοιχη εργάσιμη μέρα’.
Αλλά αυτή η φαινομενικά “τίμια» συναλλαγή μεταξύ του εργάτη και του καπιταλιστή συγκαλύπτει μια θεμελιώδη ανισότητα που υπάρχει μεταξύ τους. Και οι δύο έχουν την δυνατότητα να δουλέψουν (αν και ο καπιταλιστής σχεδόν ποτέ δεν χρειάζεται να χρησιμοποιήσει αυτή τη δυνατότητα). Αλλά μόνο ένας απ’ αυτούς, ο καπιταλιστής, έχει τον έλεγχο των εργαλείων και των υλικών που απαιτούνται για να πάει μπροστά η δουλειά. Όμως, αν οι άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση στα εργαλεία ή στη γη, τότε βρίσκονται αντιμέτωποι με τη σκληρή επιλογή ή να πεινάσουν ή να δουλέψουν γι’ αυτούς που ελέγχουν τη γη ή τα εργαλεία.
Όπως τόνιζε ο Ανταμ Σμιθ:
Στην αρχική κατάσταση των πραγμάτων, που προηγείται και της ιδιοποίησης της γης και της συσσώρευσης ενός αποθέματος, ολόκληρο το προϊόν της εργασίας ανήκε στον εργάτη… Αλλά μόλις η γη γίνεται ατομική ιδιοκτησία, ο γαιοκτήμονας απαιτεί μερίδιο του προϊόντος…
Το προϊόν κάθε εργασίας υφίσταται μια ανάλογη αφαίρεση με τη μορφή του κέρδους. Σε όλες τις βιομηχανίες οι περισσότεροι εργαζόμενοι έχουν την ανάγκη ενός αφεντικού που να τους εφοδιάζει με τα υλικά της εργασίας τους…
Έτσι αυτός γίνεται “μέτοχος” του προϊόντος της εργασίας τους. Αν αυτό ήταν αλήθεια την εποχή του Ανταμ Σμιθ, όταν πολλοί μικροί αγρότες και αυτοαπασχολούμενοι βιοτέχνες ακόμα κατείχαν τα μέσα ώστε να μπορούν να επιβιώνουν από μόνοι τους, ισχύει εκατό φορές περισσότερο σήμερα. Όλα τα μέσα παραγωγής πλούτου, τα εργοστάσια, οι μηχανές και η καλλιεργήσιμη γη είναι στα χέρια ενός πολύ μικρού αριθμού ανθρώπων.
Στη Βρετανία 200 μεγάλες εταιρείες, που διοικούνται από μια αλληλοδιαπλεκόμενη ομάδα 800 διευθυντών, ελέγχουν τα μέσα παραγωγής που παράγουν πάνω από το μισό εθνικό προϊόν. Το μεγαλύτερο μέρος από τα 24 εκατομμύρια εργαζόμενους της Βρετανίας δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να προσπαθούν να μπουν στη δούλεψη τέτοιων ανθρώπων. Αυτό αφορά, όχι απλώς τους χειρώνακτες εργάτες που συνήθως θεωρούνται ως η εργατική τάξη. Αφορά και πάρα πολλούς υπάλληλους που βλέπουν τον εαυτό τους ως ‘μεσαία τάξη’. Υπάλληλοι γραφείου, χειριστές κομπιούτερ, βοηθοί σύνταξης σε περιοδικά και εφημερίδες ή υπάλληλοι σε καταστήματα, είναι όλοι υποχρεωμένοι να πουλούν την εργατική τους δύναμη εξίσου με τους εργάτες της αυτοκινητοβιομηχανίας ή τους λιμενεργάτες.
Πολύ λίγοι άνθρωποι, που μόλις έχουν τελειώσει το σχολείο ή που μένουν άνεργοι, έχουν τα μέσα να στήσουν τη δική τους επιχείρηση. Η μόνη εναλλακτική λύση που έχουν, αν δεν θέλουν να πουλήσουν την εργασία τους στις εταιρείες που είναι ιδιοκτήτες των εργοστασίων και των γραφείων, είναι να προσπαθήσουν να ζουν με τα ψίχουλα που προσφέρει το σύστημα της κοινωνικής πρόνοιας. Όμως, ακόμα κι αυτό το πενιχρό ποσό σταδιακά περιορίζεται από τις διάφορες κυβερνήσεις που μιλούν για την ανάγκη να δοθεί στους ανθρώπους ένα “κίνητρο» για δουλειά.
Η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού δεν μπορεί ούτε καν να ονειρευτεί ότι θα ζήσει μια στοιχειωδώς αξιοπρεπή ζωή, εκτός κι αν είναι διατεθειμένη να πουλάει την εργασία της σ’ αυτούς που ελέγχουν τα μέσα παραγωγής. Μπορεί οι άνθρωποι να είναι “ελεύθεροι, με την έννοια ότι δεν είναι υποχρεωμένοι να δουλεύουν για κάποιον συγκεκριμένο καπιταλιστή ή εταιρεία, αλλά δεν μπορούν να αποφύγουν το να δουλεύουν για κάποιον.
Ο Μαρξ έλεγε, ότι “ο εργάτης μπορεί να παρατήσει τον συγκεκριμένο καπιταλιστή στον οποίο νοικιάζει τον εαυτό του, όποτε θέλει… Αλλά ο εργάτης, που η μόνη του πηγή εξασφάλισης των απαραίτητων για την επιβίωση είναι η πώληση της εργασίας του, δεν μπορεί να εγκαταλείψει ολόκληρη την τάξη των αγοραστών, δηλαδή την καπιταλιστική τάξη, χωρίς να εγκαταλείψει την ίδια του την ύπαρξη. Ανήκει, όχι σε τούτο ή τον άλλο αστό, αλλά στην αστική τάξη’.
Ο εργάτης μπορεί να μην είναι σκλάβος, δηλαδή προσωπική ιδιοκτησία κάποιου καπιταλιστή. Αλλά είναι “μισθωτός σκλάβος», υποχρεωμένος να δουλεύει για κάποιο μέλος της τάξης των καπιταλιστών. Αυτό βάζει τον εργάτη σε μια θέση στην οποία είναι υποχρεωμένος να αποδεχτεί ένα μισθό μικρότερο από το συνολικό προϊόν της εργασίας του. Η αξία του μισθού του μέσα στον καπιταλισμό δεν είναι ποτέ τόσο μεγάλη όσο η αξία της εργασίας
Από πού προέρχεται το κέρδος;
Στην καθημερινή γλώσσα λέμε συχνά ότι οι εργάτες πληρώνονται “για την εργασία τους». Αλλά ο Μαρξ έδειξε ότι η φράση “η εργασία τους» σημαίνει δύο διαφορετικά πράγματα.
Σημαίνει την “εργασία που κάνουν», αλλά επίσης σημαίνει και την “ικανότητά τους να δουλεύουν». Την τελευταία την ονόμασε “εργατική δύναμη». Η δύο αυτές έννοιες είναι πολύ διαφορετικές. Η ικανότητα των ανθρώπων να δουλεύουν εξαρτάται από το αν εξασφαλίζουν αρκετό φαγητό, στέγη, ρουχισμό και χρόνο ξεκούρασης έτσι ώστε να φτάνουν αρκετά φρέσκοι κάθε μέρα στη δουλειά για να μπορέσουν να καταβάλουν την απαιτούμενη προσπάθεια και για να μπορέσουν να συγκεντρώσουν την απαραίτητη προσοχή τους στα καθήκοντα που αντιμετωπίζουν. Θα είναι φυσικώς αδύνατο γΓ αυτούς να δουλέψουν αν δεν πληρωθούν ικανοποιητικά ώστε να μπορέσουν να αγοράσουν αυτά τα πράγματα. Όπως σημείωνε ο Ανταμ Σμιθ:
Υπάρχει ένα συγκεκριμένο μίνιμουμ πέρα από το οποίο είναι αδύνατο, τουλάχιστον για κάποιο σημαντικό χρονικό διάστημα, να μειωθεί το κανονικό ημερομίσθιο, ακόμα και για τα κατώτερα είδη εργασίας. Ο άνθρωπος πρέπει πάντοτε να ζει από τη δουλειά του και ο μισθός του πρέπει να είναι αρκετός για να τον συντηρεί. Στις περισσότερες περιπτώσεις μάλιστα ο μισθός πρέπει να είναι ακόμη μεγαλύτερος, αλλιώς θα του ήταν αδύνατο να θρέψει την οικογένειά του και ένα τέτοιο είδος εργαζομένων δεν θα άντεχε πέρα από την πρώτη γενιά.
Το τι είναι “αρκετό» για τους εργάτες εξαρτάται από τη δουλειά που κάνουν και τις γενικές συνθήκες της κοινωνίας μέσα στην οποία ζουν. Έτσι σήμερα, οι εργάτες στη Δυτική Ευρώπη, τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία ή ακόμη και τη Ν. Κορέα, κανονικά προσδοκούν καλύτερη διατροφή, στέγη και ρουχισμό απ’ ό,τι οι εργάτες που συνάντησε ο Ενγκελς στο Μάντσεστερ της δεκαετίας του 1840, ή από πολλούς εργάτες στην Ινδία και την Αφρική σήμερα. Και ο διορατικός εργοδότης καμιά φορά αναγνωρίζει ότι πρέπει να εξασφαλίσει στους εργάτες του κάποιες μίνιμουμ συνθήκες, εάν θέλει αυτοί να αποδώσουν, όπως ακριβώς ο έξυπνος αγρότης ξέρει ότι πρέπει να δώσει στις αγελάδες του αρκετή ποσότητα σανού αν θέλει να του αποφέρουν περισσότερο γάλα.
Ενα άρθρο στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς του Ιανουρίου 1995 ανέφερε πως “πολλοί μάνατζερ αντιλαμβάνονται… ότι, αν οι υφιστάμενοι τους δεν πηγαίνουν διακοπές και δεν έχουν μια ικανοποιητική ζωή εκτός δουλειάς, δεν θα μπορούν να αντεπεξέρχονται αποτελεσματικά στα καθήκοντά τους. ‘Πάντα επιμένω οι υφιστάμενοί μου να πηγαίνουν διακοπές’, εξήγησε ένας μέτοχος μιας από τις κορυφαίες λογιστικές εταιρείες της Βρετανίας.
‘Αλλιώς γίνονται λιγότερο παραγωγικοί” .Φυσικά πολλοί εργοδότες δεν το βλέπουν έτσι. Στενοχωριούνται για κάθε δεκάρα που ξοδεύουν σε μισθούς και για κάθε λεπτό που οι εργάτες δεν δουλεύουν γΓ αυτούς. Οι εργάτες σίγουρα δεν βλέπουν το μισθό τους ως ένα μέσο που απλώς τους επιτρέπει να δουλεύουν για τον εργοδότη τους. Τον βλέπουν ως ένα μέσο που τους δίνει τη δυνατότητα να αγοράσουν αυτά που θέλουν, είτε πρόκειται για μερικά ποτήρια μπίρα, είτε για ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, είτε για παιχνίδια για τα παιδιά, είτε για κανα-δυο βδομάδες διακοπές.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο υπάρχει πάντοτε μια συνεχής σύγκρουση μεταξύ εργατών και εργοδοτών: οι εργοδότες προσπαθούν να κατεβάσουν τους μισθούς κάτω από το μίνιμουμ που είναι αναγκαίο για να συντηρηθούν οι οικογένειες των εργατών και οι εργάτες προσπαθούν να ανεβάσουν τους μισθούς πάνω από το μίνιμουμ, για να έχουν λίγο παραπάνω ‘ελεύθερο χρόνο” και μερικές “μικροανέσεις».
Όμως η πραγματικότητα στον καπιταλισμό σήμερα, όπως και στον καιρό του Μαρξ, είναι ότι η μάζα τόσο των χειρώνακτων όσο και των μη-χειρώνακτων εργατών βρίσκεται σε φυσική ή πνευματική εξάντληση όταν τελειώνει τη δουλειά. Και ξοδεύει τα χρήματά της σε πράγματα που απλώς θα την ξαναφέρουν σε κατάσταση ώστε να ξαναρχίσει τη δουλειά την επόμενη μέρα ή την επόμενη βδομάδα. Δεν θα δεις πολλούς χειρώνακτες ή υπάλληλους που να μην είναι κουρασμένοι όταν στριμώχνονται στα λεωφορεία ή στα τρένα πηγαίνοντας στη δουλειά το πρωί, ή όταν ξαναστριμώχνονται για γυρίσουν σπίτι το απόγευμα.
Το ημερομίσθιο ή ο μισθός που παίρνει ο εργάτης εξαρτάται από το κόστος της αποκατάστασης της ικανότητάς του προς εργασία, δηλαδή το κόστος της αναπλήρωσης της “εργατικής δύναμης». Αν οι μισθοί είναι πάρα πολύ χαμηλοί, οι εργάτες θα είναι υποσιτισμένοι και πολύ κουρασμένοι για να δουλέψουν αποτελεσματικά. Δεν θα θέλουν να εργαστούν και ο καπιταλιστής δεν θα βγάλει απ’ αυτούς την παραγωγή που θέλει. Αν, από την άλλη μεριά, ο μισθός είναι μεγαλύτερος από το κόστος αποκατάστασης της ικανότητας των εργατών για δουλειά, ο εργοδότης θα κάνει το παν για να τους αντικαταστήσει με άλλους εργάτες που μπορεί να βρει πιο φτηνά.
Όπως και κάθε άλλο αγαθό που πουλιέται και αγοράζεται, η αξία της εργατικής δύναμης του εργάτη εξαρτάται από το πόση εργασία χρειάζεται για να την παράγει. Δηλαδή, εξαρτάται από το πόση εργασία απαιτείται για την παραγωγή των αναγκαίων για να κρατηθεί ο εργάτης υγιής, σε καλή φυσική κατάσταση και έτοιμος για δουλειά. Πόσο δηλαδή χρειάζεται για να εξασφαλιστούν τρία γεύματα την ημέρα, η μετάβαση και η επιστροφή από τη δουλειά, λίγη διασκέδαση τα βράδια και τα Σαββατοκύριακα, καθώς και η ανατροφή των παιδιών που θα αποτελέσουν την επόμενη γενιά εργατών.
Αλλά η ποσότητα εργασίας που απαιτείται για να παραχθούν τα αγαθά που σε κρατούν υγιή και ικανό να δουλεύεις δεν είναι η ίδια με την ποσότητα, εργασίας που κάνεις όταν πραγματικά δουλεύεις. Μπορεί να χρειάζονται μόνο τέσσερις ανθρωποώρες από τη συνολική εργασία της κοινωνίας για να παραχθεί η στέγη, η τροφή και ο ρουχισμός της οικογένειάς σου. Αλλά είσαι ικανός, κάτω από συγκεκριμένη πίεση και εξαναγκασμό, να καταβάλλεις οκτώ, δέκα ή και 12 ώρες δουλειάς την ημέρα.
Αν αρνηθείς να κάνεις κάτι τέτοιο, ο καπιταλιστής δεν θα σου πληρώσει το μισθό σου. Σου πληρώνει την κανονική “ταρίφα» για την εργατική σου δύναμη. Αλλά από σένα παίρνει «μιας ημέρας εργασία’ -και αυτό αξίζει πολύ περισσότερο από την ταρίφα για την “εργατική σου δύναμη μιας μέρας’.
Έτσι αν χρειάζονται τέσσερις ώρες για να παραχθούν τα αγαθά με τα οποία διαβιώνεις, αλλά εσύ εργάζεσαι οκτώ ώρες κάθε μέρα, τότε ο καπιταλιστής σού παίρνει τζάμπα, χωρίς κανένα αντάλλαγμα, τέσσερις ώρες δουλειάς τη μέρα.
Επειδή ελέγχει τα μέσα παραγωγής μπορεί να βάζει στην τσέπη του ένα υπερπροϊόν τεσσάρων ωρών εργασίας την ημέρα. Αυτό το υπερπροϊόν ο Μαρξ το αποκαλούσε “υπεραξία». Η υπεραξία αυτή είναι η πηγή του κέρδους, του τόκου και της γαιοπροσόδου.
Ο καπιταλιστής αρπάζει αυτή την αξία από τον εργάτη κάθε μέρα. Και καθώς το κάνει αυτό συνέχεια, βρίσκεται σε θέση να αρπάξει ακόμα παραπάνω υπεραξία. Γιατί η υπεραξία τού δίνει τη δυνατότητα να αποκτήσει κι άλλα μέσα παραγωγής και να αναγκάσει τους εργάτες να δουλεύουν γΓ αυτόν στο μέλλον.
Κι όμως, έπειτα απ’ όλη αυτή τη διαδικασία, οι καπιταλιστές ισχυρίζονται ότι κάνουν χάρη στους εργάτες, επιτρέποντας τους να δουλεύουν. Ισχυρίζονται ότι “προσφέρουν εργασία», σα να μην μπορούσε να γίνει καμιά κοινωνική εργασία πριν από το ξεκίνημα της πρωταρχικής ληστείας τους. Και κάποιοι μέσα στο εργατικό κίνημα είναι αρκετά ανόητοι ώστε να αναφέρονται σ ’αυτούς ως «συνεταίρους στην παραγωγή», λες και ο δουλοκτήτης είναι ο «συνέταιρος» του δούλου ή ο φεουδάρχης ο «συνέταιρος» του δουλοπάροικου.
Στην πραγματικότητα, κάθε φορά που ο εργάτης δουλεύει, ενισχύει τον έλεγχο που ασκεί ο καπιταλιστής. Αυτό ισχύει ακόμα και αν οι συνθήκες είναι τέτοιες που να επιτρέπουν μια καλυτέρευση στο βιοτικό επίπεδο των εργατών.
Όπως λέει ο Μαρξ στοΚεφάλαιο:
Ο καλύτερος ρουχισμός, η τροφή και η μεταχείριση περιορίζουν τόσο ελάχιστα την εκμετάλλευση του εργάτη, όσο περιορίζουν και την εκμετάλλευση του δούλου. Μια άνοδος στην τιμή της εργασίας το μόνο που σημαίνει είναι ότι το μήκος και το βάρος της χρυσής αλυσίδας, που ο μισθωτός εργάτης έχει ήδη σφυρηλατήσει για τον εαυτό του, του επιτρέπουν μια χαλάρωση των δεσμών της.
Αυτή η διαδικασία επιτρέπει στους καπιταλιστές να πάρουν στα χέρια τους όλα τα εργοστασιακά μηχανήματα και τις πρώτες ύλες που είναι απαραίτητες για την περαιτέρω παραγωγή. Μετά μπορούν να προσποιούνται ότι είναι «οι δημιουργοί του πλούτου», οι άνθρωποι που «προσφέρουν εργασία» σε άλλους. Στην πραγματικότητα αυτό που κάνουν είναι να κλέβουν το προϊόν της εργασίας των άλλων και μετά να απαγορεύουν τη χρήση του για περαιτέρω παραγωγή, εκτός αν τους επιτραπεί να ξανακλέψουν.
Η ληστεία και η άνοδος του καπιταλισμού
Σήμερα θεωρούμε δεδομένη την αγορά και την πώληση της εργατικής δύναμης. Φαίνεται τόσο «φυσικό» φαινόμενο όσο η ανατολή και η δύση του ήλιου. Όμως, ως πριν από λίγες εκατοντάδες χρόνια, σε όλες τις κοινωνίες, αυτή η συναλλαγή δεν ήταν παρά ένα επουσιώδες χαρακτηριστικό. Στην Ευρώπη του ύστερου μεσαίωνα ή στην Αφρική και την Ασία στην εποχή του ευρωπαϊκού αποικισμού κατά τον 18ο ή τον 19ο αιώνα, οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν κάποια άμεση πρόσβαση στα μέσα εξασφάλισης της επιβίωσης, ακόμα κι αν έπρεπε να δίνουν ένα κομμάτι απ’ ό,τι παρήγαν σε κάποιον παρασιτικό γαιοκτήμονα. Οι αγρότες καλλιεργούσαν τροφή στη γη τους. Οι τεχνίτες μπορούσαν να φτιάξουν αγαθά στα δικά τους μικρά εργαστήρια.
Αυτό που άλλαξε την κατάσταση ήταν μια πρωταρχική πράξη αρπαγής και ληστείας, δηλαδή η χρήση βίας με σκοπό να αποσπαστεί ο έλεγχος των μέσων παραγωγής από την πλειοψηφία του πληθυσμού. Η διαδικασία αυτή πραγματώθηκε από την κρατική εξουσία για λογαριασμό κάποιων από τις πλέον προνομιούχες ομάδες της κοινωνίας.
Έτσι στην Αγγλία και την Ουαλία, για παράδειγμα, η άνοδος του καπιταλισμού συνοδεύτηκε από τις “περιφράξεις», μια σειρά από νόμους του κοινοβουλίου που διά της βίας έδιωχναν τους αγρότες από τις κοινές γαίες που καλλιεργούσαν επί αιώνες. Μετά πέρασαν και άλλους νόμους κατά της “αλητείας”, με τους οποίους υποχρέωναν τους αγρότες που είχαν μείνει πια χωρίς γη να αναζητήσουν δουλειά με αντάλλαγμα οποιοδήποτε ημερομίσθιο κι αν έβρισκαν. Στη Σκοτία οι “εκκαθαρίσεις” είχαν το ίδιο αποτέλεσμα, καθώς οι ευγενείς έδιωξαν τους μικροκαλλιεργητές από τη γη για να τους αντικαταστήσουν πρώτα με πρόβατα και μετά με ελάφια.
Καθώς αυτοί που κυβερνούσαν την Βρετανία έφτιαξαν μια αυτοκρατορία σ’ ολόκληρο τον υπόλοιπο κόσμο, πήραν και εκεί μέτρα για να πετύχουν τον ίδιο χωρισμό της μάζας των ανθρώπων από τα μέσα εξασφάλισης της επιβίωσης. Στην Ινδία απένειμαν το δικαίωμα της πλήρους ιδιοκτησίας της γης στην ήδη εξαιρετικά προνομιούχο τάξη των ζαμιντάρ. Στην Ανατολική και Νότια Αφρική συνήθως υποχρέωναν κάθε νοικοκυριό να πληρώνει ένα σταθερό ποσό χρημάτων, τον κεφαλικό φόρο, το οποίο μπορούσε να μαζευτεί μόνο αν κάποια από τα μέλη της οικογένειας πήγαιναν να δουλέψουν για τους Ευρωπαίους κτηματίες και επιχειρηματίες. Τέλος, στη Βόρειο Αμερική και την Καραϊβική, όταν κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να αναγκάσουν τους ιθαγενείς να γίνουν “ελεύθεροι» μισθωτοί εργάτες, έκαναν εισαγωγή εκατομμυρίων δούλων τους οποίους απήγαγαν από τη Δυτική Αφρική, προκειμένου έτσι να εξασφαλίσουν τα κέρδη που ήθελαν.
Αυτή τη διαδικασία δημιουργίας των συνθηκών για την ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής ο Μαρξ την αποκάλεσε “πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου». Περιλάμβανε δυο πράγματα: από τη μια τη συγκέντρωση τρομακτικού πλούτου στα χέρια της καπιταλιστικής τάξης και από την άλλη την «απελευθέρωση» της πλειοψηφίας του πληθυσμού από οποιαδήποτε άμεση πρόσβαση στα μέσα εξασφάλισης της επιβίωσης.
Από τη στιγμή που ο καπιταλισμός είχε πια εδραιωθεί, οι δικοί του οικονομικοί μηχανισμοί προώθησαν αυτές τις διαδικασίες ακόμα πιο πέρα. Ετσι,στην Βρετανία στα τέλη του 18ου αιώνα υπήρχαν εκατοντάδες χιλιάδες υφαντές με χειροκίνητους αργαλειούς, που δούλευαν υφαίνοντας προκειμένου να πουλήσουν το προϊόν τους. Μέσα σε 50 χρόνια είχαν όλοι συντρίβει από τις καπιταλιστικές εταιρείες που χρησιμοποιούσαν μηχανικούς αργαλειούς. Στην Ιρλανδία, στη δεκαετία του 1840, η τρομερή πείνα που προκλήθηκε από την απαίτηση να πληρώνουν οι πεινασμένοι αγρότες νοίκι στους -κυρίως Βρετανούς- γαιοκτήμονες, ακόμα και μετά την καταστροφή της σοδειάς πατάτας, οδήγησε ένα εκατομμύριο ανθρώπους στη λιμοκτονία και άλλους τόσους στην εγκατάλειψη της γης τους προς αναζήτηση εργασίας στις ΗΠΑ και στην Αγγλία.
Αυτή η ιστορία έχει επαναληφθεί πολλές φορές από τότε. Στην Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική οι συνηθισμένες “οικονομικές” πιέσεις, στηριγμένες και από τη δράση της αστυνομίας ενάντια σ’ όσους δεν έχουν να πληρώσουν για το νοίκι της γης, έχουν υποχρεώσει εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους να εγκαταλείψουν τη γη τους και να αναζητήσουν δουλειά – συχνά χωρίς επιτυχία- στις παραγκουπόλεις των μεγαλουπόλεων. Εκεί δεν έχουν άλλη επιλογή από το να δουλεύουν με όποιο μεροκάματο βρουν. Μόλις ο καπιταλισμός εδραιωθεί πλήρως σε κάποιο μέρος του κόσμου, η ανάγκη του για άμεση βία, έτσι ώστε να αναγκαστούν οι άνθρωποί να δουλέψουν, μειώνεται. Με τον καιρό οι άνθρωποι ξεχνάνε ότι κάποτε μπορούσαν να ζουν χωρίς να δουλεύουν για κάποιον άλλον. Αρχίζουν να δέχονται ως δεδομένη τη σχέση μεταξύ αφεντικού και εργάτη. Και πολύ συχνά αποδέχονται το καπιταλιστικό κήρυγμα που συγκαλύπτει την πραγματικότητα της μισθωτής δουλείας πίσω από τη γνωστή φιλολογία περί καπιταλιστών που “προσφέρουν εργασία’.
Το γεγονός της εκμετάλλευσης, το ότι λίγοι δηλαδή άνθρωποι αρπάζουν την αξία που δημιουργούν οι πολλοί, αποκρύπτεται.
Ο Μαρξ χρησιμοποίησε τον όρο “φετιχισμός του εμπορεύματος», όταν αναφερόταν σ’ αυτή την κατάσταση. Εξηγούσε ότι οι άνθρωποι κάνουν το λάθος να κοιτούν μόνο την επιφάνεια αυτού που συμβαίνει στην καπιταλιστική αγορά, χωρίς να βλέπουν τις πραγματικές ανθρώπινες σχέσεις που βρίσκονται από κάτω. Το συμπέρασμα που προκύπτει από μια τέτοια θεώρηση είναι ότι κάθε άλλος τρόπος οργάνωσης των πραγμάτων, μοιάζει να είναι κυριολεκτικά αδύνατος.
Η δυναμική τον καπιταλισμού
……….Ολη η ανάλυση του Μαρξ για τον καπιταλισμό βασιζόταν στην κατανόηση του δυναμισμού του συστήματος -της αδυναμίας του, δηλαδή, να μείνει ακίνητος- καθώς και των διαρκών μεταμορφώσεων που προκαλεΐ στην παραγωγή και στις ζωές των ανθρώπων που δουλεύουν μέσα σ’ αυτό το σύστημα.
Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, το οποίο ο Μαρξ έγραψε μαζί με τον Φρίντριχ Ενγκελς στις αρχές του 1848, επέμενε:
Η αστική τάξη, κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας της, που δεν ξεπερνά τα 100 χρόνια, έχει δημιουργήσει πιο μαζικές και πιο κολοσσιαίες παραγωγικές δυνάμεις απ’ όλες τις προηγούμενες ανθρώπινες γενιές μαζί.
Έδινε έμφαση στη συνεχή μεταμόρφωση στην οποία υπόκειτο η βιομηχανία στις συνθήκες του καπιταλισμού:
Η αστική τάξη δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς να επαναστατικοποιεί συνέχεια τα μέσα παραγωγής… Οι συνεχείς επαναστάσεις στην παραγωγή… ξεχωρίζουν την αστική εποχή από όλες τις προηγούμενες.
Στο Κεφάλαιο οΜαρξ θεωρεί τη συνεχή τάση για δημιουργία ακόμα μεγαλύτερης βιομηχανίας ως το χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλισμού:
Ο καπιταλιστής δοσμένος με φανατισμό στο να κάνει την αξία να αυτοεπεκτεΐνεται, υποχρεώνει αμείλικτα το ανθρώπινο είδος να παράγει για χάρη της παραγωγής. Συσσώρευση για τη συσσώρευση, παραγωγή για χάρη της παραγωγής!
Το Κεφάλαιο δείχνει πώς αυτή η βαθιά ριζωμένη έμμονη ιδέα για τη συσσώρευση γεννιέται από την ίδια τη φύση της καπιταλιστικής αγοράς. Ο πρώτος τόμος του έργου ξεκινά με την ανάλυση της παραγωγής για την αγορά (‘εμπορευματική παραγωγή»), μετά ασχολείται με το τι συμβαίνει όταν εμφανίζεται η μισθωτή εργασία και όταν η εργατική δύναμη γίνεται εμπόρευμα και καταλήγει δείχνοντας πώς η παραγωγή που χρησιμοποιεί μισθωτή εργασία δημιουργεί μια διαδικασία υποχρεωτικής συσσώρευσης που αγνοεί τις ανθρώπινες ανάγκες και τις επιθυμίες των μεμονωμένων ατόμων.
Η διαφωνία του Μαρξ με ….τους υποτιθέμενους ‘εκσυγχρονιστές* -αλλά στην πραγματικότητα πολύ ξεπερασμένους υπερασπιστές του καπιταλισμού- δεν βρίσκεται στο ότι ο πρώτος δεν μπορεί να διακρίνει το πόσο δυναμικό σύστημα είναι ο καπιταλισμός. Βρίσκεται στο γεγονός ότι ο Μαρξ, σε αντίθεση με τους δεύτερους, μπορεί να διακρίνει ότι αυτός ο δυναμισμός είναι αδιάσπαστα δεμένος με την απανθρωπιά και τον παραλογισμό του συστήματος.
Ο καπιταλισμός είναι βασισμένος σ’ ένα σύστημα κοινωνικής παραγωγής που αφορά σήμερα μια παγκόσμια εργατική δύναμη περίπου 3 δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Ωστόσο η οργάνωση της παραγωγής γίνεται από ξεχωριστές, ανταγωνιστικές εταιρείες (οι περισσότερες από τις οποίες είναι ιδιωτικές, ενώ κάποιες ανήκουν σε αντιμαχόμενα εθνικά κράτη) που το μόνο τους κίνητρο είναι η ανάγκη να βρίσκονται μπροστά απ’ τις άλλες στην κούρσα του ανταγωνισμού. Το γεγονός ότι κάθε εταιρεία εκμεταλλεύεται μισθωτή εργασία σημαίνει ότι καμιά δε μπορεί να επαναπαυτεί στις δάφνες της. Όσο επιτυχημένη κι αν ήταν μια εταιρεία στο παρελθόν, ζει με το φόβο ότι μια αντίπαλη εταιρεία θα επενδύσει τα δικά της κέρδη σε νέα και πιο σύγχρονα κτίρια και μηχανές. Έτσι κάθε εταιρεία θα πρέπει διαρκώς να αγωνιά για το πώς τα κέρδη της θα ξεπερνάνε αυτά των αντιπάλων της. Και αυτό σημαίνει ότι κάθε εταιρεία προσπαθεί να υποχρεώσει τους εργάτες της να παράγουν όσο το δυνατόν περισσότερα με όσο το δυνατόν χαμηλότερους μισθούς. Κανένας καπιταλιστής δεν τολμά να μείνει αδρανής για κάποιο σημαντικό χρονικό διάστημα. Αυτό θα σήμαινε ότι θα έμενε πίσω από τους ανταγωνιστές του και ότι τελικά θα χρεωκοπούσε.
Έτσι εξηγείται ο δυναμισμός του καπιταλισμού. Η πίεση που δέχεται κάθε καπιταλιστής να βρίσκεται διαρκώς μπροστά από τους άλλους οδηγεί σε μια συνεχή αναβάθμιση των εγκαταστάσεων και των μηχανών, καθώς και σε μια συνεχή πίεση προς τους εργάτες, ώστε οι τελευταίοι να αποφέρουν εκείνα τα κέρδη που θα κάνουν την αναβάθμιση δυνατή. Αυτό είναι η λογική που καθιστά το σύστημα απάνθρωπο.
Σ’ ένα λογικό κόσμο η εισαγωγή νέου εξοπλισμού που υποκαθιστά την εργασία θα οδηγούσε αυτόματα σε λιγότερες ώρες εργασίας και υψηλότερο βιοτικό επίπεδο. Όχι όμως στον καπιταλισμό, όπου κάθε εταιρεία πρέπει να μειώσει το κόστος της, ώστε να μη χρεωκοπήσει. Αυτό σημαίνει την προσπάθεια περικοπής του βιοτικού επιπέδου των εργατών.
Η απανθρωπιά και ο παραλογισμός της λήψης αποφάσεων στον καπιταλισμό είναι τέτοια που ακόμα και τα αφεντικά δεν είναι ελεύθερα να κάνουν ό,τι θέλουν. Μπορούν να επιλέξουν να εκμεταλλεύονται τους εργάτες τους με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Δεν μπορούν όμως να επιλέξουν να μην εκμεταλλεύονται τους εργάτες τους καθόλου, ή ακόμα και να τους εκμεταλλεύονται λιγότερο απ’ ό,τι κάνουν οι άλλοι καπιταλιστές. Εκτός, φυσικά, αν θέλουν να χρεωκοπήσουν. Και οι ίδιοι υπόκεινται στο σύστημα, που ακολουθεί την αμείλικτη πορεία του παρά τα οποιαδήποτε συναισθήματα των μεμονωμένων ατόμων. Ο καπιταλισμός είναι στην πραγματικότητα όπως οι σκουληκοδρομίες. Όποιος καπιταλιστής δεν παραμένει ένα άθλιο σκουλήκι, όποιος προσπαθεί να μεταχειρισθεί τους εργάτες του καλά, όποιος βάζει τις ανάγκες τους πάνω από την πίεση του ανταγωνισμού, δεν μένει για πολύ στο παιχνίδι.
Ακόμα χειρότερα, όμως, ο τυφλός ανταγωνισμός μεταξύ των καπιταλιστών αναπόφευκτα δημιουργεί συνθήκες που απειλούν να ρίξουν όλο το σύστημα στο χάος. Η παραγωγή των αντίπαλων εταιρειών συνδέεται μέσα από την αγορά. Κανείς καπιταλιστής δε μπορεί να συνεχίσει την παραγωγή αν δεν πουλήσει τα προϊόντα του. Αλλά η δυνατότητα να πουλήσει εξαρτάται από το τι δαπανούν οι άλλοι καπιταλιστές, από τις άμεσες δηλαδή δαπάνες τους για αγαθά (είτε πρόκειται για καταναλωτικά αγαθά πολυτελείας είτε για εγκαταστάσεις και μηχανήματα για τις εταιρείες τους), καθώς και από τους μισθούς που πληρώνουν στους εργάτες (που με τη σειρά τους δαπανούν για τη συντήρησή τους). Αλλά αυτοί οι άλλοι καπιταλιστές δεν μπορούν να ξοδέψουν αν δεν έχουν πουλήσει τα δικά τους προϊόντα.
Σε κάθε σημείο του συστήματος, η αγορά κάνει την παραγωγή να εξαρτάται απ’ οτιδήποτε συμβαίνει οπουδήποτε αλλού. Αν η αλυσίδα της αγοράς και πώλησης σπάσει σε οποιοδήποτε σημείο, όλο το σύστημα αρχίζει να μπλοκάρει. Τότε επέρχεται η οικονομική κρίση.
Από:http://praxisreview.gr/