ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2016

Έπεσαν και οι τελευταίες μάσκες των αμετανόητων νεοφιλελέδων

πολιτικό σχόλιο απο failed evolution
Η παγίδα που έστησε ο Τσίπρας, κυρίως στη Νέα Δημοκρατία, έπιασε τόπο. Όχι βέβαια επειδή στήθηκε ανέντιμα στις πλάτες των κατακρεουργημένων από τα μνημόνια συνταξιούχων και των ακριτικών νησιών, αλλά επειδή βοήθησε στο να πέσουν και οι τελευταίες μάσκες των αμετανόητων νεοφιλελέδων.
Η αλήθεια είναι ότι ο 'κολπαδόρος' Τσίπρας έκανε κίνηση ματ με την οποία σε κάθε περίπτωση θα έβγαινε κερδισμένος.
Αν η αντιπολίτευση και κυρίως η Νέα Δημοκρατία, ψήφιζε σύσσωμη υπέρ της χορήγησης της έκτακτης ενίσχυσης στους συνταξιούχους, θα το χρησιμοποιούσε ως ένα γερό χαρτί απέναντι στην σκληρή γραμμή Σόιμπλε και ΔΝΤ, δείχνοντας πως ακόμα και αυτοί που ταυτίζονται ιδεολογικά μαζί τους έχουν φτάσει στα όριά τους και δεν μπορούν πλέον να ανέχονται τις νεοφιλελεύθερες συνταγές της καταστροφής. Θα έδειχνε επομένως (έστω και εικονικά), ότι σχηματίζεται ένα συμπαγές εσωτερικό μέτωπο απέναντι στην παράνοια των Γερμανών σαδο-μονεταριστών και του ΔΝΤ.
Αν και όσοι από την αντιπολίτευση και κυρίως η Νέα Δημοκρατία, απέφευγαν να πάρουν θέση (όπως και έγινε με ΝΔ, Ποτάμι και Ένωση Κεντρώων), θα το χρησιμοποιούσε ως ένα γερό χαρτί προκειμένου να φρενάρει τη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ και να βελτιώσει τα ποσοστά του στις δημοσκοπήσεις, επιφέροντας ταυτόχρονα πλήγμα στη συσπείρωση και τα ποσοστά της ΝΔ.
Πέρα όμως από τα παιχνίδια Τσίπρα και λοιπών στις πλάτες των καθημαγμένων από τα μνημόνια ψηφοφόρων, η πρόσφατη ψηφοφορία έδιωξε και τις τελευταίες αμφιβολίες σχετικά με το ποιοι είναι πιστοί στο νεοφιλελεύθερο δόγμα της καταστροφής που εφαρμόζουν πιστά οι δανειστές σε βάρος της χώρας.
Θα ήταν αδύνατο λοιπόν για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον σκληρό νεοφιλελεύθερο πυρήνα που ο ίδιος επέλεξε (Γεωργιάδης, Χατζηδάκης), να κάνει οτιδήποτε χωρίς τη συγκατάθεση του ομογάλακτου ιδεολογικά Σόιμπλε και του ΔΝΤ. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει πίσω ούτε βήμα από την σκληρή νεοφιλελεύθερη γραμμή, στέλνοντας 'λάθος μήνυμα' σε Βρυξέλλες, Βερολίνο και ΔΝΤ, που τον έχουν βάλει να 'ζεσταίνεται' στον πάγκο για να αντικαταστήσει τον Τσίπρα με την πρώτη ευκαιρία.
Για το Ποτάμι δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Όλοι γνωρίζουμε τι ρόλο παίζει, άσχετα αν πλασάρεται με το μανδύα του δήθεν κεντροαριστερού κόμματος.
Όσον αφορά την Ένωση Κεντρώων, η στάση της δικαιολογείται απόλυτα από το γεγονός ότι ο Λεβέντης στις προεκλογικές του συνεντεύξεις απέφευγε να αναγνωρίσει τις τεράστιες ευθύνες των τραπεζιτών για την κρίση, επιμένοντας στη μονοδιάστατη λογική περί σπάταλου κράτους κ.λ.π., δηλαδή πολύ κοντά στην γραμμή του τραπεζομιντιακού κατεστημένου που προσπάθησε από την αρχή της κρίσης να κρύψει τις τεράστιες ευθύνες του.
Οι αμετανόητοι νεοφιλελέδες δεν μπορούν να κρυφτούν για πολύ. Αργά ή γρήγορα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ξεσκεπάζονται ...

Πολιτική ορθότητα: Πώς η Δεξιά δημιούργησε έναν εχθρό φάντασμα

Εδώ και 25 χρόνια η επίκληση αυτής της ασαφούς και διαρκώς μεταβαλλόμενης Νέμεσης έχει γίνει η αγαπημένη τακτική της δεξιάς, και η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ είναι ο μεγαλύτερος θρίαμβός της – από τη Moira Weigel

Πριν από τρεις εβδομάδες, περίπου το ένα τέταρτο του αμερικανικού πληθυσμού εξέλεξε για την προεδρεία των ΗΠΑ έναν δημαγωγό χωρίς προηγούμενη εμπειρία σε δημόσια θέση. Στα μάτια πολλών από τους υποστηρικτές του αυτή η έλλειψη εμπειρίας δεν ήταν μειονέκτημα, αλλά πλεονέκτημα. Ο Donald Trump σε όλην την καμπάνια του παρουσίαζε ως προσόν το ότι δεν ήταν «πολιτικός». Το να απεικονίζει κανείς τον εαυτό του ως «καινοτόμο» ή «αουτσάιντερ» που κάνει σταυροφορία ενάντια στο διεφθαρμένο κατεστημένο της Ουάσιγκτον είναι το παλαιότερο τέχνασμα στην αμερικανική πολιτική – αλλά ο Trump το πήγε ακόμα πιο μακριά. Έσπασε αμέτρητους σιωπηλούς κανόνες σχετικά με το μπορεί ή δεν μπορεί να κάνει και να πει ένα δημόσιο πρόσωπο.

Κάθε δημαγωγός χρειάζεται έναν εχθρό. Για τον Trump ήταν η άρχουσα ελίτ, και η κατηγορία που εξαπέλυσε ήταν ότι όχι μόνο δεν επέλυσε τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Αμερικανοί, αλλά προσπαθεί να σταματήσει οποιοδήποτε ακόμη και να μιλάει για αυτά τα προβλήματα. «Τα συμφέροντα, τα αλαζονικά ΜΜΕ και οι πολιτικά μυημένοι, δεν θέλουν να μιλήσω για το έγκλημα που συμβαίνει στη χώρα μας», δήλωσε ο Trump σε μια ομιλία του τέλη Σεπτεμβρίου. «Αυτοί θέλουν να με ταυτίσουν με τις αποτυχημένες πολιτικές που έχουν προκαλέσει τόσο πόνο».

Ο Trump ισχυρίστηκε ότι ο Μπαράκ Ομπάμα και η Χίλαρι Κλίντον ήταν πρόθυμοι να αφήσουν απλούς Αμερικάνους να υποφέρουν επειδή η πρώτη τους προτεραιότητα ήταν η πολιτική ορθότητα. «Έχουν βάλει την πολιτική ορθότητα παραπάνω από την κοινή λογική, πάνω από την ασφάλεια σας, και πάνω απ’ όλα», διακήρυττε ο Τραμπ λίγο αφού ένας μουσουλμάνος οπλοφόρος σκότωσε 49 ανθρώπους σε ένα γκέι κλαμπ στο Ορλάντο. «Αρνούμαι να είμαι πολιτικά ορθός». Ενώ οι προοδευτικοί αναγνώρισαν μια γλώσσα που αντικατοπτρίζει μια ολοένα και πιο ποικιλόμορφη κοινωνία – στην οποία οι πολίτες επιχειρούν να αποφύγουν να προσβάλλουν ο ένας τον άλλον – ο Trump είδε μια συνωμοσία.

Σ’ όλην τη διάρκεια της παράξενης εκστρατείας του, ο Trump με συνέπεια καταριόταν την πολιτική ορθότητα, κατηγορώντας τη για ένα μεγάλο εύρος δεινών και χρησιμοποιούσε τη φράση για να εκτρέψει κάθε κριτική. Στο πρώτο ντιμπέιτ των Ρεπουμπλικανικών προκριματικών, η παρουσιάστρια του Fox News, Megyn Kelly ζήτησε από τον Trump να εξηγήσει αν είναι μέρος του «πολέμου κατά των γυναικών».

«Έχετε αποκάλεσει τις γυναίκες που δεν σας αρέσουν «χοντρά γουρούνια»,«σκυλιά»,«μπίχλες» και «αηδιαστικά ζώα», τόνισε η Kelly. «Μια φορά είπατε για μια διαγωνιζόμενη στο Celebrity Apprentice πως θα ήταν όμορφη να την δείτε πεσμένη στα γόνατά της…»

«Νομίζω ότι το μεγάλο πρόβλημα αυτής της χώρας είναι ότι είναι πολιτικά ορθή» απάντησε ο Trump μέσα σε χειροκροτήματα από το κοινό. «Έχω προσβληθεί από τόσους πολλούς ανθρώπους, που ειλικρινά δεν έχω χρόνο να είμαι πολιτικά ορθός. Και για να είμαι ειλικρινής μαζί σας, ούτε αυτή η χώρα έχει χρόνο για πολιτική ορθότητα».

Ο Trump χρησιμοποίησε την ίδια τακτική όταν επικριτές του έθεσαν ερωτήματα γύρω από τις δηλώσεις του σχετικά με τη μετανάστευση. Τον Ιούνιο του 2015, αφότου ο Trump αναφέρθηκε στους Μεξικανούς ως «βιαστές», το NBC, το δίκτυο στο οποίο προβλήθηκε το reality του Τραμπ «The Apprentice», ανακοίνωσε ότι διακόπτει τη συνεργασία μαζί του. Η ομάδα του Trump ανταπάντησε ότι, «το NBC είναι αδύναμο, και όπως όλοι οι άλλοι προσπαθεί να είναι πολιτικά ορθό».

Τον Αύγουστο του 2016, όταν μήνυση εναντίον του Trump University έφτασε στο δικαστήριο του Σαν Ντιέγκο, ο Τραμπ ισχυρίστηκε στο CBS News ότι ο δικαστής Gonzalo Curiel θα έπρεπε να παραιτηθεί της έδρας του και ν’ αφήσει άλλον δικαστή να κρίνει την υπόθεση καθώς θα ήταν προκατειλημμένος εναντίον του γιατί είναι Αμερικάνος μεξικανικής καταγωγής. Συνέχισε λέγοντας: «Πρέπει να σταματήσουμε να είμαστε τόσο πολιτικά ορθοί σε αυτή τη χώρα». Κατά τη διάρκεια του δεύτερου προεδρικού debate, ο Trump απάντησε σε μια ερώτηση σχετικά με την πρότασή του για την «απαγόρευση εισόδου των μουσουλμάνων στις ΗΠΑ» δηλώνοντας: «Θα μπορούσαμε να είμαστε πολύ πολιτικά ορθοί, αλλά είτε μας αρέσει είτε όχι, υπάρχει ένα πρόβλημα».

Κάθε φορά που ο Trump έλεγε κάτι «εξωφρενικό» σχολιαστές υποστηρίζαν ότι είχε πια ξεπεράσει το όριο και ότι η εκστρατεία του ήταν πλέον καταδικασμένη. Όσο πέρναγε ο καιρός, οι υποστηρικτές του Trump κατέστησαν σαφές ότι τους άρεσε γιατί «δεν φοβόταν να πει τι σκεφτόταν». Οι οπαδοί του εξήραν τον τρόπο με τον οποίο ο Trump μιλούσε περισσότερο απ’ όσο αναφέρονταν στις πολιτικές προτάσεις του. Τα λέει όπως είναι, υποστηρίζουν οι οπαδοί. Λέει την άποψή του. Αυτός δεν είναι πολιτικά ορθός.
Ο Trump και οι οπαδοί του δεν όρισαν ποτέ την «πολιτική ορθότητα», και δεν ξεκαθάρισαν ποτέ ποιος την επιβάλει. Δεν χρειάστηκε. Η φράση έφερνε στο μυαλό ισχυρές δυνάμεις αποφασισμένες να καταστείλουν άβολες αλήθειες με την αστυνόμευση της γλώσσας.

Υπάρχει μια προφανής αντίφαση όταν διαμαρτύρεσαι συνέχεια σε ένα κοινό εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, για το ότι σε φιμώνουν. Αλλά αυτή η ιδέα – ότι υπάρχει μια σειρά ισχυρών, απροσδιόριστων δυνάμεων, οι οποίοι προσπαθούν να ελέγχουν ό,τι κάνεις, το δικαίωμα να ορίζεις τις λέξεις που χρησιμοποιείς – είναι πολύ ισχυρή σε παγκόσμιο επίπεδο αυτή τη στιγμή. Οι δεξιές φυλλάδες της Βρετανίας εκδίδουν συχνές καταγγελίες κατά της «πολιτικής ορθότητας που ξεφύγει από τα όρια» και χλευάζει την αυτάρεσκη υποκρισία της «μητροπολιτικής ελίτ». Στη Γερμανία, οι συντηρητικοί δημοσιογράφοι και οι πολιτικοί κάνουν παρόμοιες καταγγελίες: μετά τις επιθέσεις σε γυναίκες στην Κολωνία παραμονή της τελευταίας Πρωτοχρονιάς, για παράδειγμα, ο επικεφαλής της αστυνομίας Rainer Wendt, δήλωσε ότι οι αριστεροί που πιέζουν τους αστυνομικούς να είναι πολιτικά ορθοί τους τους εμποδίζουν από το να κάνουν τη δουλειά τους. Στη Γαλλία, η Marine Le Pen του Εθνικού Μετώπου έχει καταδικάσει και τους πιο παραδοσιακούς συντηρητικούς ως «παράλυτους από τον φόβο τους να αντιμετωπίσουν την πολιτική ορθότητα».

Η αδιάκοπη επανάληψη αυτής της φράσης από τον Trump έχει οδηγήσει πολλούς αρθρογράφους να υποστηρίζουν ότι το μυστικό της νίκης του ήταν μια σπασμωδική κίνηση κατά της υπερβολικής «πολιτικής ορθότητας». Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η Χίλαρι Κλίντον απέτυχε επειδή είχε επενδύσει πάρα πολύ σε αυτή την κοντινή συγγενή της πολιτικής ορθότητας, τις «πολιτικές ταυτότητας». Αλλά με μια πιο προσεκτική εξέταση, η «πολιτική ορθότητα» γίνεται εξαιρετικά ολισθηρή έννοια. Ο όρος είναι αυτό που οι αρχαίοι Ελλήνες ρήτορες θα ονόμαζαν «εξώνυμο»: ένας όρος για μια άλλη ομάδα, η οποία σηματοδοτεί ότι ο ομιλητής δεν ανήκει σε αυτή. Κανείς δεν περιγράφει ποτέ τον εαυτό του ως «πολιτικά ορθό». Η φράση χρησιμοποιείται πάντα μόνο ως κατηγορία.

Αν πεις ότι κάτι είναι τεχνικά ορθό, υποδηλώνεις ότι είναι λάθος – το επίρρημα πριν από το «ορθό» υπονοεί ένα «αλλά». Ωστόσο, το να πω ότι μια δήλωση είναι πολιτικά ορθή υποδυκνεύει κάτι πιο ύπουλο. Δηλαδή, ότι ο ομιλητής ενεργεί κακόπιστα. Ότι αυτός ή αυτή έχει απώτερα κίνητρα, και κρύβει την αλήθεια προκειμένου να προωθήσει μια ατζέντα ή να επισημάνει μια ηθική ανωτερότητα. Το να πούμε ότι κάποιοι είναι «πολιτικά ορθοί» τους απαξιώνει δύο φορές. Πρώτον, είναι λάθος. Δεύτερον, και πιο κατηγορηματικά, το ξέρουν.

Αν αρχίσετε να ψάχνετε για την προέλευση της φράσης, καθίσταται σαφές ότι η ιστορία της πολιτικής ορθότητας δεν είναι ‘τακτοποιημένη’. Έχουν υπάρξει μόνο εκστρατείες ενάντια σε κάτι που ονομάζεται «πολιτική ορθότητα». Εδώ και 25 χρόνια έχει γίνει η αγαπημένη τακτική της δεξιάς ως ένας ασαφής και διαρκώς μεταβαλλόμενος εχθρός. Η αντίθεση με την πολιτική ορθότητα έχει αποδειχθεί μια ιδιαίτερα αποτελεσματική μορφή κρυπτο-πολιτικής. Μεταμορφώνει το πολιτικό τοπίο ενεργώντας σαν να μην είναι πολιτική. Ο Trump είναι ο πιο ικανός χειριστής αυτής της στρατηγικής ως τώρα.

==

Οι περισσότεροι Αμερικανοί δεν είχαν ακούσει ποτέ τη φράση «πολιτική ορθότητα» πριν από το 1990, όταν διάφορα άρθρα άρχισαν να εμφανίζονται σε εφημερίδες και περιοδικά. Ένα από τα πρώτα και πιο σημαντικά δημοσιεύτηκε τον Οκτώβρη του 1990 από τον δημοσιογράφο των New York Times, Richard Bernstein, ο οποίος -υπό τον τίτλο «Η ανοδική ηγεμονία του πολιτικώς ορθού»- προειδοποίησε ότι τα πανεπιστήμια της χώρας απειλούνταν από «μια αυξανόμενη μισαλλοδοξία, από ένα τερματισμό συζητήσεων, από μια πίεση προς συμμόρφωση».

Ο Bernstein είχε τότε επιστρέψει μόλις από το Μπέρκλεϊ, όπου έκανε ρεπορτάζ σχετικά με τον φοιτητικό ακτιβισμό. Έγραψε ότι υπήρχε μια «ανεπίσημη ιδεολογία του πανεπιστημίου», σύμφωνα με την οποία «ένα σύμπλεγμα των απόψεων για τη φυλή, την οικολογία, τον φεμινισμό, τον πολιτισμό και την εξωτερική πολιτική καθορίζει ένα είδος «ορθής» στάσης απέναντι στα προβλήματα του κόσμου». Για παράδειγμα, «οι βιοδιασπώμενες σακούλες σκουπιδιών έχουν τη σφραγίδα έγκρισης της Πολιτικής Ορθότητας. Η Exxon δεν την έχει».

Ο αλαρμισμός του Μπέρνστιν σε μια από τις πιο γνωστές και σεβαστές εφημερίδες της χώρας, πυροδοτήσε μια αλυσιδωτή αντίδραση, και όλα τα ΜΜΕ έσπευσαν να καταγγείλουν αυτή τη νέα τάση. Τον επόμενο μήνα, η αρθρογραφος της Wall Street Journal, Dorothy Rabinowitz επέκρινε τον «γενναίο νέο κόσμο του ιδεολογικού φανατισμού» στα αμερικανικά πανεπιστήμια. Τον Δεκέμβρη το εξώφυλο του Newsweek – με κυκλοφορία πάνω από 3 εκατομμύρια – είχε τον τίτλο «αστυνομία της σκέψης» και μια ακόμη δυσοίωνη προειδοποίηση: «Υπάρχει ένας «πολιτικά ορθός» τρόπος για να μιλήσεις για τη φυλή, το φύλο και τις ιδέες. Είναι αυτό ο νέος Διαφωτισμός – ή ο Νέος Μακαρθισμός;». Ένα παρόμοιο εξώφυλλο θα κοσμήσει το περιοδικό New York τον Γενάρη του 1991 – στο εσωτερικό, το περιοδικό διακήρυττε ότι «Oι νέοι φασίστες» κατελάμβαν τα πανεπιστήμια. Τον Απρίλη, το περιοδικό Time έκανε αναφορά σε «μια νέα μισαλλοδοξία» που γνώριζε άνοδο σε όλες τις πανεπιστημιουπόλεις σε εθνικό επίπεδο.

Εάν κάνετε αναζήτηση στο ProQuest, μια ψηφιακή βάση δεδομένων των ΗΠΑ για περιοδικά και εφημερίδες, θα διαπιστώσετε ότι η φράση «πολιτική ορθότητα» σπάνια εμφανιζόταν πριν από το 1990. Εκείνη τη χρονιά, εμφανίστηκε περισσότερο από 700 φορές. Το 1991, υπήρξαν περισσότερες από 2.500 περιπτώσεις. Το 1992, εμφανίστηκε πάνω από 2.800 φορές. Όπως στις ταινίες του Indiana Jones, αυτά τα άρθρα βασίζονται σε εχθρούς από ένα σύμφυρμα των παλαιών πολέμων: σύγκριναν την «αστυνομία σκέψης» που σπέρνει τον τρόμο στις πανεπιστημιουπόλεις με φασίστες, σταλινικούς, Μακαρθιστές, τη Χιτλερική Νεολαία, χριστιανούς φονταμενταλιστές, μαοϊκούς και μαρξιστές.

Πολλά από τα άρθρα αυτά ανακυκλώνουν τις ίδιες ιστορίες από μια χούφτα ελίτ πανεπιστημίων, συχνά φουσκωμένες ή εκτός πλαισίου. Το άρθρο του εξωφύλλου του περιοδικού New York έκανε την αρχή με έναν καθηγητή ιστορίας του Χάρβαρντ, τον Stephan Thernstrom, που δέχτηκε επίθεση από φοιτητές με οι οποίοι πίστευαν ότι ήταν φυλετικά αναίσθητος: «Κάθε φορά που περπατούσε στην πανεπιστημιούπολη εκείνη την άνοιξη, από τα τούβλινα μονοπάτια του Χάρβαρντ, κάτω από τις τοξωτές πύλες, πέρα από τις φτελιές, έβρισκε δύσκολο ν’ αγνοήσει ότι ήταν δακτυλοδεικτούμενος, ν’ αγνοήσει τους ψιθύρους: Ο ρατσιστής. Περνάει ο ρατσιστής. Ήταν κόλαση, αυτή η δίωξη».

Σε μια συνέντευξη που εμφανίστηκε λίγο αργότερα στο The Nation, ο Thernstrom δήλωσε ότι η παρενόχληση που περιγράφεται στο άρθρο των New York δεν είχε συμβεί ποτέ. Υπήρξε ένα άρθρο στην φοιτητική εφημερίδα Harvard Crimson επικρίνοντας την απόφασή του να διαβάσει εκτενώς αποσπάσματα από τα ημερολόγια των ιδιοκτητών φυτειών στις διαλέξεις του. Αλλά η περιγραφή της κατάστασης του ήταν καθαρά «ποιητική αδεία». Όπως και να έχει: η εικόνα των φοιτητών κολεγίου που διεξάγουν κυνήγι μαγισσών είχε κολλήσει. Όταν ο Richard Bernstein δημοσίευσε ένα βιβλίο με βάση τα άρθρα του στους New York Times σχετικά με την πολιτική ορθότητα, τo αποκάλεσε «Η Δικτατορία της Αρετής: Πολυπολιτισμικότητα και η μάχη για το μέλλον της Αμερικής» – ένας τίτλος που παραπέμπει στους Ιακωβίνους της Γαλλικής Επανάστασης. Στο βιβλίο ο ίδιος συγκρίνει αμερικανικές πανεπιστημιουπόλεις κολεγίων με την Γαλλία κατά τη διάρκεια της Βασιλείας του Τρόμου, κατά την οποία δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι εκτελέστηκαν μέσα σε λίγους μήνες.

Καμία από τις ιστορίες που περιέγραφαν την απειλή της πολιτικής ορθότητας δεν μπορούσε να ορίσει πώς και πού αυτή ξεκίνησε, ούτε περιέγραψαν ποτέ με ακρίβεια την προέλευση της φράσης. Πολλοί δημοσιογράφοι ανέφεραν συχνά την ΕΣΣΔ -ο Μπέρνστιν παρατήρησε ότι η φράση «βρωμάει Σταλινιστική ορθοδοσία»- όμως τίποτε αντίστοιχο δεν υπάρχει ως φράση στα ρώσσικα. (Το πιο κοντινό είναι η λέξη «ideinost» που σημαίνει ‘ιδεολογική ορθότητα’ αλλά η λέξη αυτή δεν έχει καμία σχέση με περιθωριοποιημένους πληθυσμούς ή μειονότητες.) Η διαννοούμενη ιστορικός LD Burnett έχει βρει σκόρπιες αναφορές στη φράση από τη δεκαετία του 30, και η χρήση της, όπως λέει η ίδια, γινόταν συνήθως με κοροϊδευτικό τόνο.

Η φράση ξεκίνησε να χρησιμοποιείται πιο συχνά τις δεκαετίες του 60 και του 70 μέσα στους χώρους της αμερικανικής αριστεράς, κατά πάσα πιθανότητα ως ειρωνικός δανεισμός από διάσημο λόγο του Μάο το 1957 με τίτλο «Ο Ορθός Χειρισμός των Διαφορών μεταξύ των Ανθρώπων».

Η Ρουθ Πέρι, καθηγήτρια λογοτεχνίας στο ΜΙΤ που ήταν δραστήρια στα κινήματα χειραφέτησης και φεμινισμού της εποχής, λέει πως πολλοί ριζοσπαστικοί του χώρου συνήθιζαν να διαβάζουν το Κόκκινο Βιβλιαράκι τις δεκαετίες εκείνες και υποθέτει ότι δανείστηκαν τη λέξη «ορθό» από εκεί. Όμως δεν τη χρησιμοποιούσαν όπως ο Μάο. Η «πολιτική ορθότητα» έγινε κάτι σαν αστείο ανάμεσα στους αριστερούς αμερικάνους -μια φράση που χρησιμοποιούσες για κάποιον σύντροφο όταν θεωρούσες ότι γινόταν αυτάρεσκα ενάρετος. «Η φράση χρησιμοποιούταν πάντα ειρωνικά, πάντα για να εκθέσει πιθανό δογματισμό» λέει η Πέρι.

Το 1970, η Αφρο-Αμερικανή συγγραφέας και ακτιβίστρια Toni Cade Bambara, χρησιμοποίησε τη φράση σε ένα δοκίμιο σχετικά με τις έμφυλες εντάσεις μέσα στην κοινότητά της. Άσχετα από το πόσο «πολιτικά ορθοί» πίστευαν οι άντρες φίλοι της ότι είναι, εκείνη έγραψε ότι πολλοί από αυτούς είχαν αποτύχει να αναγνωρίσουν τη δυσχερή θέση των μαύρων γυναικών.

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, η «πολιτική ορθότητα» χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά εντός της αριστεράς, και σχεδόν πάντα ειρωνικά ως κριτική απέναντι στην υπερβολική ορθοδοξία. Στην πραγματικότητα, μερικοί από τους πρώτους ανθρώπους που οργανώθηκαν κατά της «πολιτικής ορθότητας» ήταν μια ομάδα από φεμινίστριες που αυτοαποκαλούνταν η Μαφία του Λεσβιακού Σεξ. Το 1982, πραγματοποιήθηκε μια «Δημόσια ομιλία για πολιτικά μη ορθό sex» σε ένα θέατρο στο East Village της Νέας Υόρκης – ένα συλλαλητήριο ενάντια σε συντρόφισσες φεμινίστριες που είχαν καταδικάσει την πορνογραφία και το BDSM. Πάνω από 400 γυναίκες παραβρέθηκαν, πολλές από αυτές φορώντας δερμάτινα και περιλαίμια, κραδαίνοντας δαχτυλίδια για θηλές και δονητές. Η συγγραφέας και ακτιβίστρια Mirtha Quintanales συνόψισε την διάθεση, όταν είπε στο ακροατήριο, «Πρέπει να έχουμε διάλογο για τα S&M θέματα, όχι για το τι είναι «πολιτικά ορθό και πολιτικά μη ορθό».

Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980, ο Jeff Chang, ο δημοσιογράφος και hip-hop κριτικός, ο οποίος έχει γράψει εκτενώς σχετικά με τη φυλή και την κοινωνική δικαιοσύνη, υπενθυμίζει ότι ακτιβιστές που ήξερε τότε στο Bay Area χρησιμοποιούσαν τη φράση «με αστείο τρόπο – ένας τρόπος για κάποι@ ν’ απορρίψει έναν σεχταριστή».

Αλλά αρκετά σύντομα, ο όρος μετονομάστηκε από τη δεξιά, η οποία γύρισε το νόημά της το μέσα έξω. Ξαφνικά, αντί να είναι μια φράση που οι αριστεροί χρησιμοποιούσαν για να ελέγξουν τις δογματικές τάσεις στο εσωτερικό του κινήματός τους, η «πολιτική ορθότητα» έγινε ένα σημείο αναφοράς για τους νεοσυντηρητικούς. Ισχυρίστηκαν ότι η πολιτική ορθότητα αποτελούσε αριστερό πολιτικό πρόγραμμα που έπαιρνε τον έλεγχο των αμερικανικών πανεπιστημίων και των πολιτιστικών ιδρυμάτων – και ήταν αποφασισμένοι να το σταματήσουν.

Η δεξιά είχε διεξάγει μια εκστρατεία εναντίον προοδευτικών ακαδημαϊκών για περισσότερο από μια δεκαετία. Ξεκινώντας στα μέσα της δεκαετίας του 1970, μια χούφτα συντηρητικών είχαν χρηματοδοτήσει τη δημιουργία δεκάδων νέων thinktanks και «ινστιτούτων κατάρτισης» που πρόσφεραν προγράμματα για τα πάντα, από το να είσαι «ηγέτης» ως τη μετάδοση δημοσιογραφίας και στη συγκέντρωση χρημάτων μέσω ταχυδρομείου. Έδιναν παχυλές υποτροφίες για συντηρητικούς μεταπτυχιακούς φοιτητές, μεταδιδακτορικές θέσεις και έδρες σε έγκριτα πανεπιστήμια. Οι δηλωμένοι στόχοι τους ήταν να αμφισβητήσουν αυτό που είδαν ως την κυριαρχία του προοδευτισμού και να επιτεθούν σε αριστερίζουσες τάσεις μέσα στον ακαδημαϊκό χώρο.

Ξεκινώντας στα τέλη της δεκαετίας του 1980, αυτό το καλά χρηματοδοτούμενο συντηρητικό κίνημα εισήλθε στο προσκήνιο με μια σειρά από απίθανα μπεστ σέλερ που είχαν ως στόχο την αμερικανική τριτοβάθμια εκπαίδευση. Το πρώτο βιβλίο, γραμμένο από τον καθηγητή φιλοσοφίας Allan Bloom, του Πανεπιστημίου του Σικάγο, βγήκε το 1987. Για εκατοντάδες σελίδες, «Το κλείσιμο του αμερικάνικου Νου» υποστήριξε ότι τα κολέγια είχαν αγκαλιάσει ένα ρηχό «πολιτιστικό σχετικισμό» και είχαν εγκαταλείψει παραδοσιακούς κλάδους και πρότυπα σε μια προσπάθεια να εμφανιστούν προοδευτικά και να υποκύψουν στους φοιτητές τους. Πούλησε περισσότερα από 500.000 αντίτυπα και ενέπνευσε πολλές απομιμήσεις.

Τον Απρίλιο του 1990, ο Roger Kimball, ένας συντάκτης στο συντηρητικό περιοδικό The New Criterion δημοσίευσε το «Ριζοσπάστες Καθηγητές: Πώς η Πολιτική έχει καταστρέψει την τριτοβάθμια εκπαίδευσή μας». Όπως ο Bloom έτσι κι ο Kimball υποστήριζε ότι γινόταν μια «επίθεση στον κανόνα» και ότι η «πολιτική της θυματοποίησης» είχε παραλύσει τα πανεπιστήμια. Ως απόδειξη, ανέφερε την ύπαρξη τμημάτων όπως αυτό των Αφρικανικών Αμερικανικών Μελετών και των Γυναικείων Σπουδών. Περιφρονητικά ανέφερε τίτλους εργασιών που είχε ακούσει σε ακαδημαϊκά συνέδρια, όπως το «Η Jane Austen και το αυνανιζόμενο κορίτσι» ή «Ο λεσβιακός φαλλός: Υπάρχει τελικά η ετεροφυλοφιλία;».

Τον Ιούνιο του 1991, ο νεαρός Dinesh D’Souza ακολούθησε τους Bloom και Kimball με το «Μη προοδευτική Εκπαίδευση: Η πολιτική της φυλής και φύλου στα πανεπιστήμια». Ενώ ο Μπλουμ κατήγγειλε την άνοδο του σχετικισμού και ο Kimball είχε επιτεθεί σε αυτό που αποκάλεσε «προοδευτικό φασισμό», και αυτό που θεωρούσε επιπόλαιες γραμμές της επιστημονικής έρευνας, ο D’Souza υποστήριξε ότι η αποδοχή πολιτικών που λάμβαναν υπόψη τους τη φυλή παρήγαγε ένα «νέο φυλετικό διαχωρισμό στις πανεπιστημιουπόλεις» και «μια επίθεση στα ακαδημαϊκά πρότυπα». Το Atlantic τύπωσε ένα απόσπασμα 12.000 λέξεων ως το θέμα εξωφύλλου του τον Ιουνη της ίδιας χρονιάς. Το Forbes δημοσίευσε ένα άλλο άρθρο του D’Souza με τον τίτλο: «Βησιγότθοι που φοράνε τουίντ», προγραμματισμένο να συμπέσει με την έκδοση του βιβλίου.

Αυτά τα βιβλία δεν τονίζουν τη φράση «πολιτική ορθότητα», και μόνο o D’Souza χρησιμοποίησε τη φράση άμεσα. Αλλά και οι τρεις αναφέρονται συχνά στην πλημμύρα των άρθρων κατά της πολιτικής ορθότητας που εμφανίστηκαν σε δημοσιεύσεις όπως η New York Times και το Newsweek. Όταν το έκαναν, οι συγγραφείς αναφέρονται ως ουδέτερες αρχές. Αμέτρητα άρθρα άκριτα επανέλαβαν τα επιχειρήματά τους.

Από ορισμένες απόψεις, αυτά τα βιβλία και αυτά τα άρθρα ανταποκρίνονταν στις πραγματικές αλλαγές που λάμβαναν χώρα στο εσωτερικό της ακαδημαϊκής κοινότητας. Είναι αλήθεια ότι οι μελετητές είχαν γίνει όλο και πιο επιφυλακτικοί για το αν ήταν δυνατόν να μιλάμε για διαχρονικές, καθολικές αλήθειες που υπάρχουν πέρα από τη γλώσσα και την εκπροσώπηση. Ευρωπαίοι θεωρητικοί που απέκτησαν επιρροή στις ΗΠΑ, στα τμήματα ανθρωπιστικών σπουδών, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 και του 1980 υποστήριξαν ότι το ατομικό βίωμα διαμορφώνεται από συστήματα των οποίων το άτομο μπορεί να μην αναγνωρίζει – και ιδιαίτερα από τη γλώσσα. Ο Μισέλ Φουκώ, για παράδειγμα, υποστήριξε ότι όλη η γνώση εκφράζει ιστορικά συγκεκριμένες μορφές εξουσίας. Ο Ζακ Ντεριντά, συχνός στόχος των συντηρητικών επικριτών, εξασκούσε αυτό που ονόμαζε «αποδόμηση», ξαναδιαβάζοντας κλασικά φιλοσοφικά έργα προκειμένου να δείξει ότι ακόμη και οι πιο φαινομενικά αθώες και απλές κατηγορίες υπέφεραν από εσωτερικές αντιφάσεις. Η αξία των ιδανικών, όπως η «ανθρωπότητα» ή «ελευθερία» δεν είναι δεδομένη.

Ήταν επίσης αλήθεια ότι πολλά πανεπιστήμια είχαν δημιουργήσει νέα «τμήματα μελετών», που ανέλυαν τις εμπειρίες, και υπογράμμιζαν τις πολιτιστικές συνεισφορές των ομάδων που παλαιότερα είχαν αποκλειστεί από τον ακαδημαϊκό χώρο και από τον κανόνα: queer και μη λευκοί άνθρωποι αλλά και γυναίκες. Αυτό δεν ήταν τόσο παράξενο. Τα τμήματα αυτά αντικατόπτριζαν τις νέες κοινωνικές πραγματικότητες. Τα δημογραφικά στοιχεία των φοιτητών κολεγίου άλλαζαν επειδή τα δημογραφικά στοιχεία των Ηνωμένων Πολιτειών άλλαζαν. Μέχρι το 1990, μόνο τα δύο τρίτα των Αμερικανών κάτω των 18 ετών ήταν λευκοί. Στην Καλιφόρνια οι τάξεις των πρωτοετών σε πολλά δημόσια πανεπιστήμια εμφάνιζαν την επονομαζόμενη «πλειοψηφία της μειονότητας», ή απαρτίζονταν κατά περισσότερο από 50% από μη-λευκούς. Οι αλλαγές στα προπτυχιακά προγράμματα σπουδών αντικατόπτριζαν τις αλλαγές στο φοιτητικό πληθυσμό.

Οι απαντήσεις που οι συντηρητικοί συγγραφείς μπεστ σέλερ προσέφεραν στις αλλαγές που περιγράφονται ήταν δυσανάλογες και συχνά παραπλανητικές. Για παράδειγμα, ο Bloom παραπονέθηκε επί μακρόν για την «αγωνιστικότητα» των Μαύρων φοιτητών στο Πανεπιστήμιο Cornell όπου είχε διδάξει στη δεκαετία του 1960. Ποτέ δεν ανέφερε γιατί οι φοιτητές ζητούσαν τη δημιουργία κέντρου Αφρικανικών Αμερικανικών Μελετών: Η μεγαλύτερη διαμαρτυρία στο Cornell έλαβε χώρα το 1969 μετά από κάψιμο σταυρού στην πανεπιστημιούπολη, μια ανοιχτή απειλή της KKK. (Ένας εμπρηστής έκαψε το Κέντρο Μελετών Africana, που ιδρύθηκε ως απάντηση σε αυτές τις διαμαρτυρίες, το 1970).

Η πιο παραπλανητική πτυχή αυτών των βιβλίων, περισσότερο από οποιαδήποτε συγκεκριμένη συσκότιση ή παράλειψη, ήταν ο τρόπος με τον οποίο ισχυρίζονταν ότι μόνο οι αντίπαλοι τους ήταν «πολιτικοί». Οι Bloom, Kimball, και D’Souza ισχυρίστηκαν ότι ήθελαν να «διατηρηθεί η ανθρωπιστική παράδοση», λες κι οι ακαδημαϊκοί αντίπαλοί τους βανδάλιζαν έναν κανόνα που ήταν κατοχυρωμένος από αμνημονεύτων χρόνων. Αλλά οι κανόνες και τα προγράμματα σπουδών έχουν πάντα μια ροή, ακόμη και στη λευκή Αμερική δεν υπήρξε ποτέ μια σταθερή παράδοση. Ο Moby Dick είχε απορριφτεί ως το χειρότερο βιβλίο του Herman Melville μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920. Πολλά πανεπιστήμια είχαν αρχίσει να προσφέρουν μαθήματα λογοτεχνίας σε «ζωντανές» γλώσσες μόλις μια δεκαετία πριν.

Στην πραγματικότητα, αυτοί οι σταυροφόροι που είναι ενάντια στην πολιτική ορθότητα είναι τόσο πολιτικοί όσο κι οι αντίπαλοί τους. Όπως καταγράφει η Jane Mayer στο βιβλίο της «Μαύρο Χρήμα: η Κρυφή Ιστορία των Δισεκατομμυριούχων πίσω από την άνοδο της Ριζοσπαστικής Δεξιάς», οι Bloom και D’Souza χρηματοδοτήθηκαν από δίκτυα συντηρητικών δωρητών – ιδιαίτερα από τις οικογένειες Koch, Olin και Scaife – που πέρασαν όλο το ’80 να φτιάχνουν προγράμματα που ήλπιζαν ότι θα δημιουργήσουν μια νέα «αντι-διανόηση». (Το The New Criterion, όπου εργάστηκε o Kimball, χρηματοδοτείται επίσης από τα Ιδρύματα Olin και Scaife). Στο βιβλίο Ο Καιρός της Αλήθειας που βγήκε το 1978, ο William Simon, ο πρόεδρος του Ιδρύματος Olin, είχε ζητήσει από τους συντηρητικούς να χρηματοδοτήσουν διανοούμενους οι οποίοι είχαν τις ίδιες απόψεις: «θα πρέπει να δοθούν επιχορηγήσεις, επιχορηγήσεις, και επιχορηγήσεις σε αντάλλαγμα για βιβλία, βιβλία και περισσότερα βιβλία».

Αυτές οι αψιμαχίες πάνω στα προγράμματα σπουδών ήταν μέρος ενός ευρύτερου πολιτικού προγράμματος – και έγιναν καθοριστικής σημασίας για τη σφυρηλάτηση μιας νέας συμμαχίας για τη συντηρητική πολιτική στην Αμερική, μεταξύ των ψηφοφόρων της λευκής εργατικής τάξης και τους ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων, και πολιτικών με εταιρικές ατζέντες που μόνο ελάχιστα οφέλησαν την εργατική τάξη και τους μικροεπιχειρηματίες.

Μέσω του εμπαιγμού καθηγητών που μιλούσαν μια γλώσσα που οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούσαν ακατανόητη («Ο λεσβιακός φαλλός»), οι πλούσιοι απόφοιτοι της Ivy League [τα καλύτερα ιδιωτικά ΑΕΙ των ΗΠΑ] μπορούσαν επιτέλους να ποζάρουν ως αντι-ελίτ. Με σκωπτικές προσβολές σε συγγραφείς όπως η Alice Walker και η Toni Morrison, έκαναν μια φυλετική έκκληση στους λευκούς ανθρώπους που αισθάνονταν πως έχαναν τη χώρα τους. Καθώς τα 90s περνούσαν αργά -και επειδή η πολυπολιτισμικότητα συνδέθηκε με την παγκοσμιοποίηση, τη δύναμη δηλαδή που έπαιρνε μακριά τόσες πολλές θέσεις εργασίας που παραδοσιακά κατείχαν άνθρωποι από τη λευκή εργατική τάξη- η επίθεση σε αυτή επέτρεψε στους συντηρητικούς να μεταφέρουν την ευθύνη για τις κακουχίες που αντιμετώπιζαν οι ψηφοφόροι τους. Παρουσιάστηκε δηλαδή πως η αιτία των προβλημάτων τους δεν ήταν η περικοπή των κοινωνικών υπηρεσιών, η μείωση φόρων στους πλουσίους, το τσάκισμα εργατικών συνδικάτων ή το outsourcing. Ήταν αυτοί οι ξένοι, οι «Άλλοι».

Η πολιτική ορθότητα ήταν μια χρήσιμη εφεύρεση για τη Ρεπουμπλικανική δεξιά, επειδή με τη χρήση της κατάφεραν να μπουν ανάμεσα στους ανθρώπους της εργατικής τάξης και στους Δημοκρατικούς οι οποίοι υποτίθεται ότι μιλούσαν γι’ αυτούς και να τους απομακρύνουν. «Η πολιτική ορθότητα» έγινε ένας όρος που χρησιμοποιείται για να χτυπάει μέσα στην φαντασία του κοινού την ιδέα ότι υπήρχε ένα βαθύ χάσμα μεταξύ των «απλών ανθρώπων» και της «προοδευτικής ελίτ», η οποία προσπαθεί να ελέγχει την ομιλία και τις σκέψεις των απλών ανθρώπων. Η αντίθεση στην πολιτική ορθότητα έγινε επίσης ένας τρόπος για να ονομαστεί ο ρατσισμός με έναν τρόπο που ήταν πολιτικά αποδεκτός στην εποχή μετά τους αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα μειονοτήτων.

Σύντομα, οι Ρεπουμπλικάνοι πολιτικοί προωθούσαν σε εθνικό επίπεδο το μήνυμα που είχε δοκιμαστεί ως προϊόν στον ακαδημαϊκό χώρο. Τον Μάη του 1991, ο Πρόεδρος George HW Bush έδωσε μια εναρκτήρια ομιλία στο Πανεπιστήμιο του Michigan. Σ’ αυτήν προσδιόρισε την πολιτική ορθότητα ως ένα σημαντικό κίνδυνο για την Αμερική. «Στην 200η επέτειο της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων, βλέπουμε την ελευθερία του λόγου να δέχεται επίθεση στις Ηνωμένες Πολιτείες», δήλωσε ο Μπους. «Η έννοια της πολιτικής ορθότητας έχει προκαλέσει διαμάχη σε όλη τη χώρα», αλλά, προειδοποίησε, «Με τον δικό τους οργουελικό τρόπο, οι σταυροφορίες που απαιτούν σωστή συμπεριφορά συντρίβουν τη διαφορετικότητα στο όνομα της διαφορετικότητας».

Μετά το 2001, οι αντιπαραθέσεις σχετικά με την πολιτική ορθότητα ξεθώριασαν στη δημόσια σφαίρα, αντικαταστάθηκαν από διαφωνίες για το Ισλάμ και την τρομοκρατία. Αλλά τα τελευταία χρόνια της προεδρίας Ομπάμα, η πολιτική ορθότητα κάνει ένα δυναμικό comeback. Ή μάλλον, η αντι-πολιτική ορθότητα έκανε το δυναμικό comeback.

Όσο το κίνημα Black Lives Matter και τα κινήματα κατά της σεξουαλικής βίας αποκτούσαν δύναμη, μια έξαρση από άρθρα επιτέθηκαν στους συμμετέχοντες σε αυτά τα κινήματα, επικρίνοντάς τους και υποτιμώντας τους λέγοντας ότι είχαν εμμονή με την αστυνόμευση της ομιλίας. Για άλλη μια φορά, η συζήτηση επικεντρώθηκε στα πανεπιστήμια, αλλά οι λέξεις ήταν νέες. Αντί ν’ ακούν για «διαφορά» και «πολυπολιτισμικότητα», οι Αμερικανοί το 2012 και το 2013 ξεκίνησαν ν’ ακούν για «trigger warning», «ασφαλείς χώρους», «μικροεπιθετικότητες», «προνόμιο» και «πολιτισμική ιδιοποίηση».

Αυτή τη φορά, οι φοιτητές εισέπραξαν περισσότερη περιφρόνηση από τους καθηγητές. Αν ο πρώτος γύρος της αντι-πολιτικής ορθότητας είχε αναφορές σ’ όλο το φάσμα των ολοκληρωτικών καθεστώτων, η πιο πρόσφατη αναβίωση έχει τη βάση της στο στερεότυπο ότι οι Millennials είναι κακομαθημένοι νάρκισσοι, που θέλουν να εμποδίσουν οποιοδήποτε να εκφράσει απόψεις που οι ίδιοι βρίσκουν προσβλητικές.

Τον Γενάρη του 2015, ο συγγραφέας Jonathan Chait δημοσίευσε ένα από τα πρώτα νέα, υψηλού επιπέδου άρθρα κατά της πολιτικής ορθότητας στο περιοδικό New York. Το «Ένα όχι και τόσο πολιτικά ορθό πράγμα να πεις» ακολούθησε τη φόρμα που έστησαν τα άρθρα κατά της πολιτικής ορθότητας των New York Times, Newsweek και του περιοδικού New York που είχαν δημοσιευτεί στις αρχές του 1990. Όπως και το άρθρο του New York από το 1991, ξεκίνησε με μια σειρά ανεκδότων για μια πανεπιστημιούπολη που υποτίθεται ότι αποδείκνυε ότι η πολιτική ορθότητα είχε φτάσει σε κατάσταση αμόκ, και στη συνέχεια έκανε προέκταση από αυτό το περιστατικό σε μια ευρεία γενίκευση. Το 1991, ο John Taylor έγραψε: «Ο νέος φονταμενταλισμός έχει κατασκευάσει ένα σκεπτικό για να απορρίπτει όλες τις διαφωνίες». Το 2015, ο Jonathan Chait ισχυρίστηκε ότι υπήρχε και πάλι «οργισμένος όχλος για να συντρίψει αντίθετες ιδέες».

Ο Chait προειδοποίησε ότι οι κίνδυνοι της πολιτικής ορθότητας είχαν γίνει μεγαλύτεροι από ποτέ. Η πολιτική ορθότητα δεν περιοριζόταν σε πανεπιστήμια – τώρα, ο ίδιος υποστήριξε, είχε καταλάβει τα social media και έτσι «επιτυγχάνεται μια επιρροή γενικά στη κυρίαρχη δημοσιογραφία και στα σχόλια πέρα από εκείνη του παρελθόντος». (Ως απόδειξη της «ηγεμονικής» επιρροής που απολαμβάνουν οι απροσδιόριστοι φορείς της αριστεράς, ο Chait παραθέτει δύο γυναίκες δημοσιογράφους λένε ότι είχαν στοχοποιηθεί από αριστερούς στο Twitter.)

Το άρθρο του Chait ξεκίνησε ένα κύμα απαντήσεων σχετικά με τους «κλαψιάρηδες νταήδες» των πανεπιστημιουπόλεων και των social media. Στο εξώφυλλο του Σεπτέμβρη του 2015 το Altantic δημοσίευσε ένα άρθρο από τον Jonathan Haidt και τον Greg Lukianoff. Ο τίτλος, «Το χάϊδεμα του αμερικάνικου νου», ήταν νεύμα στο νονό της αντιπολιτικής ορθότητας, Allan Bloom. (Ο Lukianoff είναι ο επικεφαλής του Ιδρύματος για Ατομικά Δικαιώματα στην Εκπαίδευση, άλλη μια οργάνωση που χρηματοδοτείται από τις οικογένειες Olin και Scaife.) «Στο όνομα της συναισθηματικής ευημερίας, οι φοιτητές απαιτούν όλο και περισσότερη προστασία από τα λόγια και τις ιδέες που δεν τους αρέσουν», ανακοίνωσε το άρθρο. Διαμοιράστηκε πάνω από 500.000 φορές.

Αυτά τα άρθρα περιέχουν πολλά από τα λάθη που έκαναν οι προκάτοχοί τους τη δεκαετία του 1990. Διάλεγαν ανέκδοτα και θέματα-καρικατούρες για την κριτική τους. Παραπονιόντουσαν ότι κάποιοι δημιουργούσαν ειδικούς κώδικες ομιλίας ενώ την ίδια στιγμή προσπαθούσαν να επιβάλουν τους δικούς τους κώδικες ομιλίας. Οι αρθρογράφοι των άρθρων αυτών υπέδειξαν τους εαυτούς τους ως υπεύθυνους για το ποιες συνομιλίες ή πολιτικά αιτήματα άξιζε να ληφθούν σοβαρά υπόψη και ποια δεν άξιζαν. Οι ίδιοι αντικρούουν τον εαυτό τους: οι αρθρογράφοι παραπονιούνται συνεχώς μέσα από εκδόσεις με μεγάλη απήχηση, ότι τους φιμώνουν.

Το κλίμα της ψηφιακής δημοσιογραφίας και του διαμοιρασμού στα social media ενεργοποίησε τη διάδοση άρθρων αντι-πολιτικής ορθότητας (και αντι-αντι-πολιτικής ορθότητας) για να εξαπλωθεί ακόμη περισσότερο και ταχύτερα από ό,τι είχε κατά τη δεκαετία του 1990. Τα άρθρα κατά της πολιτικής ορθότητας ή άρθρα κατά των άρθρων κατά της πολιτικής ορθότητας είναι εύπεπτα: ακριβώς επειδή αφορούν την ταυτότητα, είναι κάτι που κάθε αρθρογράφος μπορεί να σχολιάσει με βάση τις εμπειρίες του/της, άσχετα από το εάν αυτός ή αυτή δεν έχει τον χρόνο ή τις πηγές για να το γράψει. Είναι επίσης ιδανικό clickbait. Εμπνέουν την οργή ή οργή ενάντια στην οργή των άλλων.

Εν τω μεταξύ, έγινε μια παράξενη σύγκλιση. Ενώ ο Chait και οι συν αυτόν φιλελέθευροι επέκριναν την πολιτική ορθότητα, ο Donald Trump και οι οπαδοί του είχαν κάνει το ίδιο πράγμα ακριβώς. Ο Chait είπε ότι οι αριστεροί ήταν μια «διαστρέβλωση του φιλελευθερισμού» και όρισε τον εαυτό του υπερασπιστή του φιλελεύθερου κέντρου, και ο Trump είπε ότι φιλελεύθερα μέσα ενημέρωσης είχαν το σύστημα «στημένο».

Οι φιλελεύθεροι κατά της πολιτικής ορθότητας ήταν τόσο επικεντρωμένοι σε αριστερούς στο Twitter που για μήνες υποτίμησαν σοβαρά τη σοβαρότητα της πραγματικής απειλής για τον φιλελεύθερο λόγο. Δεν ερχόταν από τις γυναίκες, από μη λευκούς ή queer ανθρώπους που οργανώθηκαν για τα πολιτικά δικαιώματά τους, στην πανεπιστημιούπολη ή κάπου αλλού. Θα ερχόταν από τον Τραμπ, τους νεοναζί και ακροδεξιές ιστοσελίδες όπως το Breitbart.

Οι αρχικοί επικριτές της πολιτικής ορθότητας ήταν ακαδημαϊκοί ή σκιώδεις ακαδημαϊκοί, απόφοιτοι της Ivy League που πήγαιναν πέρα δώθε φορώντας το παπιγιόν τους και αναφέροντας επί λέξει τον Πλάτωνα και τον Matthew Arnold. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τον Trump να αναφέρεται στον Πλάτωνα ή τον Matthew Arnold, και πολύ λιγότερο να κρίνει τίτλους άρθρων σε ακαδημαϊκά συνέδρια για τη λογοτεχνία. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, το δίκτυο των δωρητών που χρηματοδοτούσε για δεκαετίες την αντιπολιτική ορθότητα – οι Kochs, οι Olins, οι Scaifes – απέφευγε τον Trump, επικαλούμενο ανησυχίες για τις λαϊκίστικες υποσχέσεις που είχε κάνει. Ο Trump προήλθε από ένα διαφορετικό περιβάλλον: ούτε από το Yale ή το Πανεπιστημίο του Σικάγο, αλλά από τα reallity show. Και αυτός διάλεγε διαφορετικές μάχες, με στόχο τα μέσα ενημέρωσης και το πολιτικό κατεστημένο, αντί της ακαδημαϊκής κοινότητας.

Ως υποψήφιος, ο Trump εγκαινίασε μια νέα φάση της αντι-πολιτικής ορθότητας. Αυτό που ήταν αξιοσημείωτο ήταν το με πόσους διαφορετικούς τρόπους ο Trump ανέπτυξε αυτή την τακτική προς όφελός του, τόσο στην αξιοποίηση των δοκιμασμένων και ελεγμένων μεθόδων από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 αλλά και προσθέτοντας τις δικές του καινοτομίες.

Κατ ‘αρχάς, μιλώντας ακατάπαυστα για την πολιτική ορθότητα, ο Trump έστησε το μύθο πως είχε ανέντιμους και ισχυρούς εχθρούς που ήθελαν να τον αποτρέψουν από το να αναλάβει τις δύσκολες προκλήσεις που αντιμετωπίζει το έθνος. Υποστηρίζοντας ότι ο ίδιος είχε φιμωθεί, δημιούργησε ένα δράμα στο οποίο θα μπορούσε να παίξει τον ήρωα. Η αντίληψη ότι ο Trump ήταν και διωκόμενος και ηρωικός ήταν ζωτικής σημασίας για τη συναισθηματική επίκλησή του. Επέτρεψε στους ανθρώπους που αγωνίζονται να τα βγάλουν πέρα οικονομικά ή που είναι θυμωμένοι για τον τρόπο που η κοινωνία αλλάζει να βλέπουν τους εαυτούς τους σε αυτόν, να μάχεται ενάντια σε ένα στημένο σύστημα που τους έκανε να νιώθουν ανίσχυροι και υποτιμημένοι.

Ταυτόχρονα, η έπαρση του Trump υποσχέθηκε ότι θα ήταν ισχυροί και πως δικαιωματικά τους ανήκε η δόξα. Ήταν κάποτε τρανοί και θα είναι τρανοί και πάλι.
Δεύτερον, o Trump δεν κατέκρινε απλώς την ιδέα της πολιτικής ορθότητας – πραγματικά είπε και έκανε το είδος των εξωφρενικών πραγμάτων που υποτίθεται ότι η κουλτούρα της πολιτικής ορθότητας απαγορεύει. Το πρώτο κύμα των συντηρητικών επικριτών της πολιτικής ορθότητας ισχυρίστηκε ότι υπερασπίζονταν το status quo, αλλά η αποστολή του Τrump ήταν να το καταστρέψει. Το 1991, όταν Τζορτζ Μπους προειδοποίησε ότι η πολιτική ορθότητα ήταν μια απειλή για την ελευθερία του λόγου, δεν είχε επιλέξει να ασκήσει δικαιώματα ελευθερίας του λόγου του για να χλευάσει δημοσίως έναν άνθρωπο με αναπηρία ή να χαρακτηρίσει του μεξικανούς μετανάστες ως βιαστές. Ο Trump το έκανε. Ο Τραμπ, έχοντας αποφύγει τεχνηέντως να πάει στο Βιετνάμ, όντας γιός πλούσιου πατέρα που εκμεταλλευόταν ακίνητα σε φτωχογειτονιές, ανέπτυξε τη ρητορική γύρω από την πολιτική ορθότητα σε τέτοιον βαθμό που όταν τελικά χλεύασε τους γονείς ενός νεκρού στρατιώτη, κατάφερε να περάσει την σκληρότητα και την κακία του ως θάρρος.

Αυτή η προθυμία να είναι πιο εξωφρενικός από οποιοδήποτε προηγούμενο υποψήφιο εξασφάλιζε ασταμάτητη κάλυψη από τα ΜΜΕ, τα οποία με τη σειρά τους βοήθησαν τον Trump να προσελκύσει υποστηρικτές οι οποίοι συμφωνούσαν με αυτά που έλεγε. Δεν πρέπει να υποτιμήσουμε πόσοι πολλοί υποστηρικτές του Trump είχαν απόψεις που ήταν σεξιστικές, ρατσιστικές, ξενοφοβικές και ισλαμοφοβικές, και ήταν ενθουσιασμένοι να αισθάνονται ότι τους είχε δοθεί η άδεια να τις πουν. Είναι ένα παλιό κόλπο: ο ισχυρός ενθαρρύνει τον λιγότερο ισχυρό για να βρει διέξοδο οργής ενάντια σε εκείνους που θα μπορούσαν να είναι σύμμαχοι του, και να αυταπατάται, να νομίζει ότι έχει απελευθερωθεί. Δεν κοστίζει στον ισχυρό τίποτα και έχει φοβερά αποτελέσματα.

Ο Trump βασίστηκε σε ένα κλασικό στοιχείο της αντι-πολιτικής ορθότητας υπονοώντας ότι ενώ οι αντίπαλοί του λειτουργούσαν σύμφωνα με μια πολιτική ατζέντα, αυτός απλά ήθελε να κάνει ό,τι ήταν λογικό. Έκανε πολλές αμφιλεγόμενες προτάσεις πολιτικής: την απέλαση εκατομμυρίων μεταναστών χωρίς χαρτιά, την απαγόρευση εισόδου μουσουλμάνων στις ΗΠΑ, την ομοσπονδιακή εφαρμογή ρατσιστικών αστυνομικών πρακτικών που έχουν ήδη κριθεί αντισυνταγματικές. Αλλά απαντώντας στους επικριτές του με την κατηγορία ότι ήταν απλά πολιτικά ορθοί, ο Trump προσπάθησε να τοποθετήσει συνολικά τις προτάσεις αυτές πέρα από τη σφαίρα της πολιτικής. Κάτι το πολιτικό είναι κάτι που οι λογικοί άνθρωποι μπορούν να διαφωνούν σχετικά με αυτό. Με τη χρήση του επιθέτου ως βρισιάς, ο Trump προσποιήθηκε ότι δρούσε με βάση αλήθειες τόσο προφανείς που ήταν αδιαμφισβήτητες. «Αυτό είναι απλά κοινή λογική».

Το πιο ανησυχητικό κομμάτι αυτής της προσέγγισης είναι ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη στάση του Trump στην πολιτική γενικότερα. H περιφρόνησή του για την πολιτική ορθότητα μοιάζει πολύ με περιφρόνηση για την ίδια την πολιτική. Δεν μιλάει για διπλωματία, μιλάει για «συμφωνίες». Η συζήτηση και η διαφωνία είναι κεντρικής σημασίας για την πολιτική, αλλά ο Trump έχει καταστήσει σαφές ότι δεν έχει χρόνο για αυτούς τους περισπασμούς. Για να παίξει το χαρτί της αντι-πολιτικής ορθότητας απαντώντας σε ένα εύλογο ερώτημα σχετικά με την πολιτική κλείνει τη συζήτηση για τον ίδιο τρόπο που οι αντίπαλοι της πολιτικής ορθότητας έχουν επί μακρόν κατηγορήσει φιλελεύθερους και αριστερούς. Είναι ένας τρόπος εκτροχιασμού της συζήτησης, δηλώνοντας ότι το θέμα είναι τόσο τετριμμένο ή έρχεται σε αντίθεση με την κοινή λογική που δεν έχει νόημα να το συζητήσουμε. Η παρόρμηση είναι αυταρχική. Και παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως υπερασπιστή της κοινής λογικής, ο Trump δίνει ο ίδιος την άδεια να παρακαμφθεί η πολιτική συνολικά.

Τώρα που είναι εκλεγμένος πρόεδρος, δεν είναι σαφές αν ο Trump εννοούσε πραγματικά πολλά από τα πράγματα που είπε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας. Αλλά, μέχρι στιγμής, ο ίδιος εκπληρώνει τη δέσμευσή του για την καταπολέμηση της πολιτικής ορθότητας. Την περασμένη εβδομάδα, είπε στην εφημερίδα New York Times ότι προσπαθούσε να χτίσει μια διοίκηση που να είναι γεμάτη με τους «καλύτερους ανθρώπους», αν και «Δεν είναι απαραίτητο οι άνθρωποι αυτοί να είναι οι πιο πολιτικά ορθοί, γιατί αυτό δεν έχει λειτουργήσει στο παρελθόν.»

Ο Trump επίσης συνεχίζει να χρησιμοποιεί την κατηγορία για πολιτική ορθότητα ως απάντηση σε κάθε κριτική. Όταν ένας δημοσιογράφος από το Politico ζήτησε από ένα μέλος της ομάδας μετάβασης του Trump γιατί ο Trump διόριζε τόσους πολλούς λομπίστες και πολιτικούς του κατεστημένου, παρά το γεγονός ότι δεσμεύτηκε να «στραγγίξει το βάλτο» τους, η πηγή είπε ότι «ένα από τα πιο ωραία στοιχεία του Trump είναι ότι δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική ορθότητα». Προφανώς θα ήταν πολιτικά ορθό να κρατήσει τις υποσχέσεις της προεκλογικής του εκστρατείας.

Καθώς ο Trump ετοιμάζεται να μπει στον Λευκό Οίκο, πολλοί αναλυτές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η «πολιτική ορθότητα» τροφοδότησε τη λαϊκιστική αντίδραση που σαρώνει την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Οι ίδιοι οι ηγέτες αυτών των λαϊκιστικών αντιδραστικών κινημάτων μπορεί επίσης να ισχυριστούν το ίδιο. Όμως, η αλήθεια είναι το αντίθετο ακριβώς: αυτοί οι ηγέτες κατάλαβαν τη δύναμη που έχει η αντι-πολιτική ορθότητα στο να συσπειρώσει μια τάξη ψηφοφόρων, σε μεγάλο βαθμό λευκούς, οι οποίοι είναι δυσαρεστημένοι με το status quo και αγανακτισμένοι από τη μετατόπιση πολιτιστικών και κοινωνικών κατεστημένων. Στην πραγματικότητα, δεν αντιδρούσαν στην τυραννία της πολιτικής ορθότητας, ούτε έφερναν την Αμερική σε μια προηγούμενη, καλύτερη φάση της ιστορίας της. Δεν επαναδιεκδηκούσαν τίποτα. Κραδαίνοντας την αντι-πολιτική ορθότητα ως όπλο, τη χρησιμοποίησαν για να σφυρηλατήσουν ένα νέο πολιτικό τοπίο και ένα τρομακτικό μέλλον.

Οι αντίπαλοι της πολιτικής ορθότητας πάντα έλεγαν ότι ήταν σταυροφόροι κατά του αυταρχισμού. Στην πραγματικότητα, η αντιπολιτική ορθότητα άνοιξε το δρόμο για τον λαϊκίστικο αυταρχισμό που εξαπλώνεται τώρα παντού. Ο Trump είναι η ενσάρκωση της αντι-πολιτικής ορθότητας που έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο.

Πηγή: Guardian

Μετάφραση: Θάνος Αγγελόπουλος

https://kollectnews.org/2016/12/15/politiki-orthotita-deksia-exthros/

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Η ξεκάθαρη επιλογή της Ν.Δ.

Παρά τις διαβεβαιώσεις, επίσημες και ανεπίσημες, των κορυφαίων στελεχών της Ν.Δ., ότι η αξιωματική αντιπολίτευση θα υπερψηφίσει το έκτακτο βοήθημα στους χαμηλοσυνταξιούχους και την αναστολή της αύξησης του ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης από τις Βρυξέλλες ανακοίνωσε μια διαφορετική θέση: το «παρών». Τι εννοεί ένας βουλευτής όταν δηλώνει «παρών» ή απέχει -όπως το Ποτάμι και η Ένωση Κεντρώων- σε μια αναμφισβήτητα ευεργετική για τον λαό νομοθετική πρωτοβουλία; Αδύνατον να εξηγηθεί λογικά. Ωστόσο, η στόχευση μιας τέτοιας επιλογής είναι ξεκάθαρη.

Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε με προσωπική πρωτοβουλία του ενεργοποίησε όλους τους θεσμικούς μηχανισμούς που ελέγχει στην ευρωζώνη. Πέτυχε με τη βοήθεια πρόθυμων αξιωματούχων.. να ανασταλεί η εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους. Ηταν μια κίνηση καθαρά εκδικητική απέναντι στην πρωτοβουλία της Αθήνας να ασκήσει το κυριαρχικό δικαίωμά της και να δώσει μεγάλο μερίδιο από την υπεραπόδοση των εσόδων στα πιο χειμαζόμενα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Η επιλογή Σόιμπλε είχε στόχο να τεθεί ακόμα ένα εμπόδιο στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και να πιεστεί η ελληνική κυβέρνηση να συναινέσει στις εντολές της γερμανικής ηγεσίας, μαζί και στην ψήφιση δύσκολων μέτρων την επόμενη περίοδο.
Το Μαξίμου έχει ξεκαθαρίσει ότι μια τέτοια εξέλιξη δεν γίνεται αποδεκτή. Αρα, το εκλογικό σενάριο «ζεσταίνεται» στις γερμανικές μηχανές. Η Ν.Δ. και ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρέθηκαν στην «κατάλληλη θέση την κατάλληλη στιγμή». Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πιστός στο δόγμα της ακραίας λιτότητας και της «αριστερής παρένθεσης», δήλωσε «παρών» και διαθέσιμος να υπηρετήσει αυτά τα σενάρια.

Οι πολιτικαντισμοί αποτελούν μέρος του πολιτικού παιχνιδιού. Αρα, η στάση του κ. Μητσοτάκη μπορεί να εξηγηθεί. Αυτό όμως που παραμένει άγνωστο είναι πώς βλέπει τον εαυτό του ο πρόεδρος της Ν.Δ. να συμπεριφέρεται στην υποθετική θέση του πρωθυπουργού. Πώς θα αντιμετωπίσει την απαίτηση του Σόιμπλε και των σκληρών δανειστών για πρόσθετα μέτρα, πρόσθετες διασφαλίσεις, εκ νέου κατάργηση όποιας κατάκτησης έχει μείνει όρθια; Θα αντισταθεί -σε μια τέτοια υποθετική περίπτωση- ή θα συναινέσει με περίσσια προθυμία στις εντολές του Βερολίνου; Η στάση του στη Βουλή, χθες, απέδειξε ότι αυτό ακριβώς θα πράξει: θα υπηρετήσει πειθήνια τις πιο σκληρές αντιλαϊκές πολιτικές.
 
EφΣυν (editorial)

Μπακάληδες που διέλυσαν την Ευρώπη για να κερδίσουν τις εθνικές τους εκλογές θα γράψουν οι ιστορικοί τού μέλλοντος...

Δεν έχω σπουδάσει διοίκηση επιχειρήσεων, αλλά δεν χρειάζεται να έχεις βγάλει το Χάρβαρντ όπως ο άθλιος Κούλης- τo πέτυχε δίχως να ξέρει τον εμπνευστή τής διάκρισης των εξουσιών, το οποίο από μόνο του είναι ένα κατόρθωμα- για να κατανοείς ότι ο οποιοσδήποτε εργαζόμενος χρειάζεται ένα θετικό κίνητρο για να αποδώσει καλύτερα. Αυτό σημαίνει πως δεν θα γίνει πιο παραγωγικός αν τον απειλείς, για παράδειγμα, κάθε τόσο πως θα τον απολύσεις, θα του μειώσεις το μισθό ή θα του επιβάλεις έναν έξτρα φόρο, παρά μόνο αν του υποσχεθείς πως θα πάρει αύξηση ή θα λάβει ένα επιπλέον μπόνους στην περίπτωση που είναι πιο αποτελεσματικός...

Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα δεν θα ξεχρεώσει ποτέ και η οικονομία της δεν θα επιστρέψει στην ισχυρή, βιώσιμη και κοινωνικώς δίκαιη ανάπτυξη αν οι δανειστές της δεν της επιτρέπουν ούτε καν να βγει λίγο στον αφρό για να πάρει ανάσα. Η εφάπαξ 13η σύνταξη και η αναστολή τής αύξησης του ΦΠΑ στα πληγέντα από το προσφυγικό νησιά δεν θα σώσουν από μόνα τους το λαό. Ούτε, ωστόσο, θα εκτροχιάσουν το πρόγραμμα και ούτε αυτό σημαίνει πως το ελληνικό χρέος είναι δήθεν βιώσιμο γι' αυτό και η κυβέρνηση το έχει ρίξει στις παροχές...

Με αυτόν τον τρόπο σκέφτονται μόνο μπακάληδες που θέλουν να κερδίσουν τις εθνικές τους εκλογές παριστάνοντας τους αντιλαϊκιστές. Αυτοί, όμως, φαίνεται πως κυβερνούν την Ευρώπη και την οδηγούν στα βράχια, βυθισμένοι όπως είναι στη φαύλη υποκρισία τους. Γιατί τι άλλο από υποκρισία είναι να επιχειρείς να αποσιωπήσεις ότι η συμφωνία τού καλοκαιριού τού 2015 προέβλεπε ξεκάθαρα και την απομείωση του χρέους, την ίδια ώρα που έχεις κάνει σημαία σου πως τα ελάχιστα που μπορεί να κάνει η ελληνική κυβέρνηση για να ανακουφίσει ευπαθείς κατηγορίες τού πληθυσμού παραβιάζουν το τρίτο μνημόνιο;...

Την ίδια στιγμή, εξάλλου, που και το Ευρωκοινοβούλιο συμφώνησε ότι δεν είναι δυνατό η χώρα μας να αποτελεί εξαίρεση από το ευρωπαϊκό κεκτημένο όσον αφορά την εργασιακή νομοθεσία κάποιοι ηγετίσκοι- γιατί ως τέτοιους θα τους κρίνει η Ιστορία- ζητούν κι άλλο αίμα, μέχρι αυτό να στραγγίξει και πάνω στα απομεινάρια του να οικοδομήσουν μια Ευρώπη που θα θυμίζει τους χειρότερους εφιάλτες όσων την αναγέννησαν μετά από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο...

Ναι, η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει μνημονιακές μεταρρυθμίσεις που κινούνται προς την θετική κατεύθυνση, όπως για τη βελτίωση της δημόσιας διοίκησης και της απονομής τής Δικαιοσύνης ή για την πάταξη της φοροδιαφυγής. Υπάρχουν δημόσιοι υπάλληλοι που δεν έχουν λόγο ύπαρξης ή είναι ανίκανοι και πρέπει να απολυθούν, συντάξεις που δικαιολογημένα κόβονται, επαγγελματικές ομάδες που τυγχάνουν ιδιαίτερης φορολογικής αντιμετώπισης δίχως να προσφέρουν όσα θα μπορούσαν στο δημόσιο ταμείο ή γραφειοκρατία που πρέπει να περιοριστεί για να γίνουν επενδύσεις. Όταν, όμως, αφαιρείς από το λαό το δικαίωμα στην αισιοδοξία για το μέλλον του τότε στην ουσία διαλύεις κάθε πιθανότητα να ξαναγεννηθεί από τις στάχτες του...

Όταν ο μέσος Έλληνας σπαταλά την καθημερινότητά του για να εφευρίσκει μεθόδους επιβίωσης, πότε θα βρει χρόνο για να δημιουργήσει και να καινοτομήσει; Φυσικά και υπάρχουν συμπατριώτες μας που δεν αφήνουν τη μαυρίλα να τους καταπλακώσει, αλίμονο ωστόσο αν το κράτος- εθνικό ή υπερεθνικό- επαφίεται στην ατομική δύναμη του χαρακτήρα ενός εκάστου των πολιτών του και δεν τους δίνει τα εφόδια για να μεγαλουργήσουν. Λέω όχι σε ένα κράτος- "πατερούλη", το όχι μου όμως είναι ακόμα πιο βροντώδες στο κράτος- τύραννο που σκοτώνει τα παιδιά του αντί να τους προσφέρει τα απαραίτητα εφόδια. Με αυτούς που κυβερνούν την Ευρώπη το πιο αισιόδοξο σενάριο είναι πως θα έχει διαλυθεί μέχρι το τέλος τού 2017. Το πιο απαισιόδοξο δεν θέλω ούτε καν να το σκέφτομαι...

 http://tripioevro.blogspot.gr

Έλα ρε Σόιμπλε...

Σόιμπλε 
έλα στις δικές μας εκλογές να σε ψηφίσουμε...

Κυβερνά δύο χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ και είχαμε ξεχάσει τι σημαίνει Νέα Δημοκρατία και τι Ποτάμι. Τι πρεσβεύουν αυτά τα...
δύο κόμματα από τα οποία το πρώτο βρίσκεται στο κατώφλι της εξουσίας και το δεύτερο εξαερώνεται.

Σήμερα λοιπόν με την ονομαστική ψηφοφορία ξεγυμνώνονται τα δύο αυτά κόμματα. Και δείχνουν πόσο υποτακτικά, πόσο υποτελή είναι απέναντι τους δανειστές και, ιδίως, τον Σόιμπλε. Δίνει σήμα ο Σόιμπλε, υπακούν στην Ελλάδα.

Γιατί πως αλλιώς εξηγείται που η Νέα Δημοκρατία άλλαξε στάση όταν ο Σόιμπλε ύψωσε το δικό του ΟΧΙ στο επίδομα; Ωραία τα επιχειρήματά της σήμερα, αλλά χθες που είχε αποφασίσει να ψηφίσει ΝΑΙ γιατί δεν τα έλεγε;

Και μην μου πείτε πως κινδυνεύει η αξιολόγηση και γι' αυτό δεν ψηφίζουν υπέρ του επιδόματος. Αποτελεί ντροπή απέναντι στους συνταξιούχους και που το υποστηρίζουν μόνο.

Είναι κρίμα πάντως που ο Σόιμπλε κατεβαίνει στις γερμανικές και όχι στις δικές μας εκλογές. Πολλοί θα τον ήθελαν αρχηγό τους εδώ. Και πολλοί θα τον ψήφιζαν. Γαμώτο.

Το σκέφτεστε να έφτιαχνε κόμμα ο Σόιμπλε; Η μισή ΝΔ και όλο το Ποτάμι θα μετακόμιζαν εκεί από τώρα...


Δημήτρης Κανελλόπουλος

efsyn.gr

Είναι η κακομούτσουνη ΤΙΝΑ αριστερή;

Στέλιος Ελληνιάδης


Κανένας άλλος δεν ενέδωσε πιο πολύ από την ευρωπαϊκή Αριστερά στην ΤΙΝΑ, στο ότι δεν υπάρχει άλλος εναλλακτικός στο νεοφιλελευθερισμό δρόμος. Η ευρωπαϊκή Αριστερά έφτασε στο σημείο που κανένας δεξιός δεν έφτασε: να αυτοκτονήσει για χάρη του νεοφιλελευθερισμού! Οι περιπτώσεις της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ελλάδας αποτελούν τα πιο τρανταχτά παραδείγματα αυτής της αυτοκτονικής πορείας της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Με πολύ μεγάλο κόστος για ολόκληρες τις κοινωνίες. Αυτοκτονίες σε όλη την ήπειρο, που επιτρέπουν σε κάποιους στοχαστές να υποστηρίζουν ότι το «κεφάλαιο Αριστερά» όπως το γνωρίζαμε έκλεισε.

Είναι εκπληκτικό αυτό που συμβαίνει. Στη Γαλλία, οι σοσιαλιστές χάνουν την εξουσία και μένουν εκτός αναμέτρησης για την προεδρία. Η επιρροή εξαϋλώνεται. Θα τρίζουν τα κόκκαλα του Μιτεράν που ήταν πρόεδρος επί 15 συναπτά έτη (1981-1996)!

Αλλά ενώ η νεοφιλελεύθερη πολιτική τους καταρρέει, επιμένουν μέχρι τέλους στην εφαρμογή της ερχόμενοι σε ανοιχτή ρήξη και με τους πιο σταθερούς υποστηρικτές του μέχρι πρόσφατα πανίσχυρου Σοσιαλιστικού Κόμματος. ΤΙΝΑ και ξερό ψωμί για τη σοσιαλιστική νομενκλατούρα της Γαλλίας!

Στην Αγγλία, η κοινωνία είναι εξαιρετικά δυσαρεστημένη από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, κι αυτό εκφράστηκε με το Brexit και με την επανεκλογή του Κόρμπιν στην ηγεσία του Εργατικού Κόμματος, κόντρα στη λυσσαλέα αντίδραση της πλειοψηφικής νομενκλατούρας των νεοφιλελεύθερων «εργατικών», που τον θεωρούν ακραίο αν και ψήφισε μαζί τους υπέρ της παραμονής της Βρετανίας στην Ε.Ε. των ολιγοπωλίων.

Στην Ιταλία, η Αριστερά που πριν από λίγα χρόνια ήταν ισχυρή σε όλα τα επίπεδα με ποσοστά πάνω από 30%, προκάλεσε τεράστια απογοήτευση στους παραδοσιακούς οπαδούς, φίλους και ψηφοφόρους της οι οποίοι στην κυριολεξία το έβαλαν στα πόδια!

Στις περισσότερες χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, η κοινωνία που εξέλεξε στην εξουσία τα σοσιαλιστικά κόμματα, πρώην κομμουνιστικά, διαπιστώνοντας πόσο διεφθαρμένα και νεοφιλελεύθερα είναι, στράφηκε στην ακροδεξιά των αδερφών Κατσίνσκι στην Πολωνία ή του Ορμπάν στην Ουγγαρία.

Και στην Ελλάδα, το ΠΑΣΟΚ ξεφούσκωσε, ξέπεσε και σέρνεται, επειδή εφάρμοσε νεοφιλελεύθερες πολιτικές, αλλά δεν δείχνει να έχει καταλάβει τι του έχει συμβεί. Και σ’ αυτό το δρόμο ακολουθεί ο μεταλλαγμένος ΣΥΡΙΖΑ…

Εάν, όμως, είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό πώς ακριβώς συνέβη αυτή η μετάλλαξη και καθίζηση της Αριστεράς, από την πιο ριζοσπαστική και κομμουνιστική ως την πιο κεντρώα σοσιαλδημοκρατική, είναι πιο δύσκολο να γίνει κατανοητό πόσο αρτηριοσκληρωτική έγινε. Υποχωρητική και άκαμπτη σε σημείο που δεν την αγγίζει η αποδοκιμασία της κοινωνίας. Η κοινωνική αποδοκιμασία, ακόμα και οι διαλύσεις και καταρρεύσεις των αριστερών κομμάτων, δεν έχουν σταθεί αρκετές για να αφυπνίσουν τους αριστερούς, να αντιληφθούν ότι οι πολιτικές τους είναι καταστροφικές, ότι η κοινωνία τους αποδοκιμάζει, τους απορρίπτει και τους σιχτιρίζει. Και επιμένουν στο νεοφιλελευθερισμό… Είναι πια αυτοί αριστεροί;

Και σαν να μην είναι αρκετό που απαξιώσανε και φθείρανε την Αριστερά, σπρώχνουν την κοινωνία στην άκρα Δεξιά, η οποία βλέποντας ότι η Αριστερά έχει εγκαταλείψει τους εργαζόμενους, υιοθετεί κομμάτια από τις αριστερές πολιτικές του παρελθόντος, σαν ριζοσπαστικές λύσεις, αναμιγνύοντάς τες με τα δικά της εθνοθρησκευτικά, ρατσιστικά και αναχρονιστικά πιστεύω. Ένας συνδυασμός επικίνδυνος.

Το αίσθημα επιβίωσης των κοινωνιών αποτρέπει τους ανθρώπους από το να αποδεχτούν την ΤΙΝΑ, ότι τάχαμου είναι νομοτελειακό οι πολλοί να φτωχαίνουν και οι λίγοι να πλουτίζουν σε βάρος τους. Και είναι τραγικό που αυτή τη μοιρολατρία υπερασπίζεται με σθένος η μεταλλαγμένη Αριστερά, ενώ την αντικρούει η άκρα Δεξιά.

Σε τέτοιο λάκκο έχει ξεπέσει η ευρωπαϊκή Αριστερά. Και ανοίγει το δρόμο στους Κασιδιάρηδες…

Διανοούμενοι στο βάλτο


Λίγο πολύ ξέρουμε πώς φτάσαμε ως εδώ. Μια σειρά από παράγοντες συνέτειναν σ’ αυτή τη βασανιστική καθίζηση της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και του ανατολικού μπλοκ είχε σίγουρα τον πιο καταλυτικό ρόλο. Το υπόδειγμα, ανολοκλήρωτο αλλά χειροπιαστό, εξέπεσε με παταγώδη θόρυβο αφήνοντας ένα τεράστιο κενό και μια πελώρια απογοήτευση. Αλλά η διάβρωση της Αριστεράς στην Ευρώπη είχε και ενδογενείς αιτίες, οι οποίες από ένα σημείο και μετά ήταν καθοριστικές. Ο καπιταλισμός με συσσωρευμένο πλούτο στην ακμή του, η σοσιαλδημοκρατία και το κοινωνικό κράτος σε άνθηση, η πρόοδος στα ανθρώπινα δικαιώματα και άλλοι θετικοί παράγοντες άμβλυναν μεταπολεμικά τις ταξικές αντιθέσεις και ενσωμάτωναν την Αριστερά στο σύστημα.

Πρώτοι και καλύτεροι σ’ αυτή την ενσωμάτωση αποδείχτηκαν οι διανοούμενοι. Το σύστημα τους προσέφερε απλόχερα τις καλύτερες κοινωνικές θέσεις. Στα κόμματα εξουσίας, στα πανεπιστήμια, τα ιδρύματα, τους κοινωνικούς φορείς, τον κρατικό μηχανισμό και, ιδίως στα ΜΜΕ. Ο Ζοσπέν, ο Μπαρόζο, ο Κον Μπεντίτ, ο Φίσερ, ο Ναπολιτάνο και πολλοί άλλοι κομμουνιστές, μαοϊκοί, τροτσκιστές, ευρωκομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες έφτασαν στα ανώτατα κλιμάκια τις εξουσίας νοθεύοντας όλο και περισσότερο το κρασί τους μέχρι που θόλωσε. Και κάτω απ’ αυτούς, οι μεταλλάξεις και οι ενσωματώσεις μετριούνται σε χιλιάδες.

Η αντίληψη της ΤΙΝΑ (There is no alternative) είχε εμφιλοχωρήσει στην Αριστερά πριν από τη Θάτσερ. Ειδικά στο χώρο των διανοουμένων διαφαινόταν ότι η πεποίθηση που αποτελούσε την κινητήρια δύναμη της Αριστεράς, ότι ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός δεν αποτελούν ουτοπία και ο καπιταλισμός είναι απάνθρωπος και πεπερασμένος, ότι δεν μπορεί κανείς να συμφιλιωθεί μαζί του, και πρέπει να ανατραπεί, υποχωρούσε και εξασθενούσε. Η πεποίθηση αυτή αντικαταστάθηκε από την αμφιβολία και στη συνέχεια από τη διολίσθηση στην αντίθετη θέση ότι ο καπιταλισμός δεν νικιέται, παρά μόνο βελτιώνεται και εξανθρωπίζεται. Αυτό το εκφυλιστικό φαινόμενο της «αριστερής» ΤΙΝΑ εξαπλωνόταν με τον συμβιβαστικό εκτροχιασμό του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος και την ηττοπάθεια που διείσδυε στο κομμουνιστικό κίνημα. Όταν η Θάτσερ εξάγγειλε την ΤΙΝΑ σαν αξίωμα, ένα μέρος της Αριστεράς οχυρωνόταν πίσω από τον άκαμπτο δογματισμό και ένα μέρος της αποδεχόταν εκούσια το σύστημα που υποτίθεται ότι αντιπάλευε.

Στην Ελλάδα, το ΚΚΕεσ. έγινε το όχημα γι’ αυτή τη μαζική μετάλλαξη στους κόλπους της Αριστεράς. Επάνδρωσε με στελέχη το ΠΑΣΟΚ, επιδίωξε τη συμφιλίωση με τη Δεξιά μέχρι σημείου ισοπέδωσης των διαφορών και των αντιθέσεων και έστρωσε το έδαφος για την αποκομμουνιστικοποίηση της Αριστεράς. Αλλά η διάβρωση δεν άφηνε κανένα αριστερό σχηματισμό ανεπηρέαστο. Δεν είναι λίγα τα στελέχη του ΚΚΕ που εντάχθηκαν πανηγυρικά στο ΠΑΣΟΚ ή προσλήφθηκαν σε διευθυντικές θέσεις στα ΜΜΕ των ολιγαρχών, κατ’ ευθείαν ή περνώντας μέσα από τον Συνασπισμό, που λειτούργησε σαν πλυντήριο για πολλά στελέχη του κόμματος.

Είναι εντυπωσιακή η πορεία κορυφαίων στελεχών της Αριστεράς. Η εκφωνήτρια του ραδιοφωνικού σταθμού στο Πολυτεχνείο, στέλεχος της ΚΝΕ, πρόσωπο-σύμβολο της εξέγερσης, έγινε Πρόεδρος του Συνασπισμού και με άνεση μεταγράφτηκε στο ΠΑΣΟΚ για να καταλήξει στέλεχος των μηχανισμών εξουσίας στις Βρυξέλλες. Αλλά και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, βασικός πρωταγωνιστής της εφαρμογής των Μνημονίων, θα ήταν παραλίγο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ εάν, σαν μοναδικός υποψήφιος αντίπαλος της Α. Παπαρήγα, είχε πάρει άλλες τρεις ψήφους στις εκλογές του 1991, που ανέδειξαν μ’ αυτή τη μικρή διαφορά τον «πρώτο κομμουνιστή της χώρας». Έκτοτε έχει διανύσει μια μεγάλη απόσταση…

Αυτή η αντίληψη της ενσωμάτωσης στον χειρότερο καπιταλισμό, στη βάση ενός «νεοαριστερού ρεαλισμού» που αποδέχεται την ενισχυμένη ΤΙΝΑ σαν μονόδρομο, μάσησε και ρούφηξε ένα μεγάλο κομμάτι των αριστερών διανοουμένων που στη φάση της αντιμνημονιακής πάλης του ΣΥΡΙΖΑ θεωρούνταν βασική δύναμη στο δύσκολο αγώνα που βρισκόταν σε εξέλιξη, με αδίστακτους αντιπάλους, αλλά και ένα λαό που σηκωνόταν από τον καναπέ και εμπιστευόταν τους αριστερούς που έδειχναν αποφασισμένοι να αμφισβητήσουν, να συγκρουστούν και να ηγηθούν σε ένα αγώνα σκληρό αλλά δίκαιο και αναγκαίο.

Και τι έγινε; Προτίμησαν να γίνουν εξουσία. Αναλώσιμοι υπουργοί, βουλευτές, γραμματείς, διευθυντές και πρόεδροι οργανισμών, διαχειριστές του πιο επονείδιστου σχεδίου απαλλοτρίωσης της Ελλάδας. Στιγματισμένοι στον αιώνα τον άπαντα!

Ιδεολογία του συμβιβασμού με τον κυρίαρχο ταξικό εχθρό; Ενδοτικότητα; Ιδιοτέλεια; Καριερισμός; Εξουσιομανία; Κόμπλεξ κατωτερότητας; Μικροαστισμός; Πλάνη; Αποστασία; Προδοσία; Ή κοκτέιλ απ’ όλα αυτά;

Τελικά, ας ομολογήσουμε με βαθύ αίσθημα αυτοκριτικής, πόσο δεν ξέραμε τους παλιούς μας συντρόφους και υποτιμήσαμε τις ενδείξεις που υπήρχαν. Ήτανε γιαλαντζί αριστεροί ή κωλώσανε στην ανηφόρα; Και είναι θέμα Μαρξ ή θέμα Φρόιντ;

Το ρεζουμέ είναι ότι το κόστος για τον τόπο και την Αριστερά από τις αυτομολίες των αριστερών διανοουμένων είναι ανυπολόγιστο. Αυτοδιασύρθηκαν, αυτοαπαξιώθηκαν, αυτοκτόνησαν στη συνείδηση του λαού, όχι μόνο των αριστερών. Γιατί την ΤΙΝΑ πολλοί προσκύνησαν, αλλά λίγοι τους αγάπησαν…

Πηγή: e-dromos.gr

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

Η αλλεργία των δανειστών...

Βόλφγκανγκ ΣόιμπλεΔεν άρεσαν καθόλου στους δανειστές οι εξαγγελίες Τσίπρα για τους χαμηλοσυνταξιούχους. Τις εισέπραξαν ως...
μονομερή ενέργεια και στις μονομερείς ενέργειες έχουν αλλεργία, εκτός αν τις κάνουν οι ίδιοι.

Τι κι αν τα λεφτά υπάρχουν, τι κι αν ο στόχος για το πλεόνασμα έχει πιαστεί, τι κι αν έχουμε υπεραπόδοση στα έσοδα. Δεν τους ενδιαφέρουν τα πραγματικά στοιχεία. Τους ενδιαφέρει ο συμβολισμός. Δεν είναι διατεθειμένοι να δεχθούν κινήσεις αυτονομίας από μια χώρα που βρίσκεται σε καθεστώς αυστηρής και ασφυκτικής επιτροπείας. Θέλουν να περνάει η θέση τους για όλα. Και για τα πολύ σοβαρά (λογικό) και για τα ήσσονος σημασίας θέματα (αντίληψη αποικιοκράτη).

Το μήνυμά τους στην ελληνική κυβέρνηση είναι σαφές. Εμείς αποφασίζουμε και εσείς εκτελείτε. Οτιδήποτε αμφισβητεί αυτή τη σχέση δεν θα γίνεται αποδεκτό.

Πρώτος αντέδρασε ο Σόιμπλε. Σιγά την έκπληξη. Έδωσε τη γραμμή και έσπευσε ο βαστάζος του, Γερούν Ντάισελμπλουμ, να προσυπογράψει. Έχει όμως σημασία να προσέξουμε την ανακοίνωση που έβγαλε ο εκπρόσωπος του Ντάισεμπλουμ, Μισέλ Ρέινς, για το επίμαχο ζήτημα:

    Οι θεσμοί αποφάσισαν ότι οι πράξεις της ελληνικής κυβέρνησης φαίνεται να μην είναι ευθυγραμμισμένες με τις συμφωνίες μας.

Οι θεσμοί αποφάσισαν λοιπόν για κάτι που δεν είναι σίγουροι πως ισχύει αφού λένε ότι «φαίνεται να μην ευθυγραμμίζονται». Τόσοι θεσμοί και δεν μπορούν να καταλήξουν αν οι εξαγγελίες Τσίπρα είναι ή δεν είναι συμβατές με το πρόγραμμα; Εντύπωση μας κάνει.

Πάμε παρακάτω. Ο εκπρόσωπος του επικεφαλής του Eurogroup σημειώνει ότι «κάποιες χώρες -μέλη βλέπουν το ίδιο θέμα υπό την ίδια οπτική γωνία κατά συνέπεια δεν υπάρχει ομοφωνία για την ώρα». Τι συμπέρασμα βγάζουμε; Ότι η γραμμή Σόιμπλε δεν πέρασε σε όλα τα μέλη του Eurogroup. Κάτι είναι κι αυτό.

Δεν γνωρίζουμε ποιοι διαφώνησαν με την εντολή Σόιμπλε, αλλά υποψιαζόμαστε ότι ανάμεσα τους είναι η Γαλλία (ο Πιέρ Μοσκοβισί είχε ενημερωθεί εγκαίρως από τον Τσίπρα), η Πορτογαλία, η κυβέρνηση της οποίας είναι στην ίδια λογική με την ελληνική κυβέρνηση και ίσως η Ιταλία εφόσον ο νέος πρωθυπουργός της ακολουθεί τον βηματισμό Ρέντσι.

Δεν ξέρω πώς θα καταλήξει η συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά με αυτήν την Ευρώπη όπου κάνει κουμάντο ο Σόιμπλε, η Ελλάδα δεν μπορεί να περιμένει πολλά πράγματα...


Τάσος Παππάς, efsyn.gr

Α.Λυμπεράκη ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ-“Οι Συνταξιούχοι είναι ωφελημενοι της Κρίσης δεν έπρεπε να πάρουν εκτακτο επιδομα”

Α.Λυμπεράκη ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ-“Οι Συνταξιούχοι είναι ωφελημενοι της Κρίσης δεν έπρεπε να πάρουν εκτακτο επιδομα”

 

Μπουρλότο παντού

Η ιστορία αυτή επαναλαμβάνεται και ως φάρσα και ως ιλαροτραγωδία και ως καημός μεγάλος υποψήφιων χαλίφηδων. Κάθε φορά που είναι σε εξέλιξη οποιαδήποτε διαπραγμάτευση τα στάδια είναι συγκεκριμένα.
του Κώστα Βαξεβάνη
Στο πρώτο στάδιο,σύμφωνα με τα εγχώρια Μέσα -λύκος στα πρόβατα στο διηνεκές- η διαπραγμάτευση δεν πρόκειται να αποδώσει και θα μας φάει ο λύκος. Στο δεύτερο στάδιο, υποστηρίζουν πως αν πρόκειται να υπάρξει συμφωνία θα μας απαυτώσουν με μέτρα. Στο τρίτο στάδιο, ο Τόμσεν, ή ο Σόιμπλε ή κάποιος Φριτς ή Γιόχαν που κάτι δήλωσε ή έστω ψέλισε με τη μορφή δήλωσης ή άρθρου, αποκαλύπτει πως πάλι ο λύκος ξαναφάνηκε γύρω απ τα πρόβατα και δεν θα αφήσει να σωθεί κανένα. Στο τέταρτο στάδιο με διαφαινόμενη τη συμφωνία, όποια και αν είναι η συμφωνία, φεύγει ο λύκος αλλά έρχεται ο δράκος. Ο δράκος είναι αόριστος και γι αυτό όσο φαντάζεται ο καθένας απειλητικός και θα μας καταβροχθίσει στο μέλλον.
Σε όλα αυτά τα στάδια, ο Κυριάκος φυσικά είναι επερχόμενος και ο Τσίπρας απερχόμενος για το εγχώριο σύστημα πολιτικών αφηγήσεων φόβου. Ακόμη και όταν δημοσιεύουν προειδοποιήσεις των εταίρων από την Ευρώπη που υποτίθεται πως λένε στον Τσίπρα “να μην παίξει το χαρτί των εκλογών”, ακόμη και τότε ο ατυχήσας Κυριάκος, βλέπει εκλογές.
Εδώ και χρόνια, έχει δημιουργηθεί στην Ελλάδα ένα σύστημα πολιτικής και επικοινωνίας που δεν επεξεργάζεται πολιτική και δεν χρησιμοποιεί επικοινωνία. Φοβίζει τον κόσμο όπως έκανε τα πρώτα χρόνια της κρίσης για να αποδεχθεί τα μνημόνια και ανήθικα δημιουργεί κατάσταση κόπωσης την οποία επιχειρεί να ταυτίσει με την κυβέρνηση.
Σκεφθείτε, αν δεν υπήρχε αυτό το σύστημα, η διαπραγμάτευση θα ήταν μια επιτυχημένη ή αποτυχημένη διαπραγμάτευση. Με τη συμβολή τους, δεν είναι αυτό. Μετατρέπεται σε ψυχολογική κόπωση και πολιτική αστάθεια. Δημιουργούν “ειδήσεις” από το κενό τις οποίες στη συνέχεια διαψεύδουν χωρίς να απολογηθούν για την ψευδολογία. Αντί να πουν “είπαμε ψέματα” το μετατρέπουν σε “αναγκάστηκε να αλλάξει η κυβέρνηση”. Έτσι κατασκευάζουν διγλωσσία και ανασφάλεια η οποία δεν δημιουργεί μόνο πολιτικό κόστος για τους κυβερνώντες αλλά σύγχυση για τους πολίτες (ψηφοφόρους πάντα) που κάποια στιγμή θα ζητήσουν τη λύτρωσή τους από αυτόν τον οποίο έχουν συνδέσει με το πρόβλημα. Και προφανώς δεν είναι τα Μέσα της προπαγάνδας και της αθλιότητας, αλλά η κυβέρνηση.
Το βαλς όμως θέλει δύο. Η κυβέρνηση γίνεται συνοδός αυτής της πρακτικής στο εσωτερικό αλλά και της άλλης στο εξωτερικό, παίζοντας σε αυτό το γήπεδο. Μιλά με όρους διαπραγμάτευσης και με στατιστικές επιτυχίας ή αποτυχίας, σε ένα ξένο γήπεδο. Ενώ γνωρίζει πώς θα εξελιχθεί το παιχνίδι (με αυτά τα τέσσερα στάδια), ξεκινά υποτονικά, ελπίζοντας μάλλον πως κάποιοι λόγοι ανύπαρκτης εντιμότητας και fair play, θα αποτρέψουν για μια ακόμη φορά να μπει μπουρλότο σε ό,τι και αν πάει να δημιουργηθεί. Όταν τα πράγματα φτάνουν στο απροχώρητο, τότε θυμάται και θυμίζει το ρόλο του ΔΝΤ, του Τόμσεν και της τρόικας εσωτερικού επιλέγοντας επιθετική ρητορική.
Δηλαδή η κυβέρνηση συνεχίζει να παίζει με όρους που άλλοι βάζουν σε γήπεδο που τους ανήκει. Ωστόσο αν ο δρόμος δεν σε βγάζει πουθενά, δεν περιμένεις να ανοίξει μαγικά δρόμος μπροστά σου στο αδιέξοδο, αλλά αλλάζεις δρόμο. Αυτός ο δρόμος είναι ένας. Ό,τι και αν επιλέξει να κάνει στη διαπραγμάτευση, να θυμίζει στον κόσμο πως η προοπτική δεν είναι η διαπραγμάτευση αλλά όσα πρέπει να υπάρξουν έξω από αυτή. Δειλά βήματα έγιναν με τις εξαγγελίες του Αλέξη Τσίπρα για τα κοινωνικά μέτρα (ούτε αυτά δεν άφησε εκτός κριτικής ο Κυριάκος) . Αυτό που διαφοροποιεί όμως την τακτική από τη στρατηγική είναι ο στόχος. Αν γίνει ξεκάθαρος, αν ζυμωθεί στην κοινωνία, οι κινδυνολόγοι θα πνιγούν στον ίδιο τον τακτικισμό τους. Αλλά ο στόχος πρέπει να σχετίζεται με την κοινωνία, όχι με τη διαπραγμάτευση.
 http://ionath.blogspot.gr

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2016

Π. Παπακωνσταντίνου: Ο πολεμικός καπιταλισμός του Τραμπ

Κυβέρνηση στρατηγών και μεγιστάνων ετοιμάζει ο 45ος πρόεδρος

Η απροσδόκητη εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ μεταφράστηκε, και σωστά, ως ήττα της μέχρι χθες κυρίαρχης στρατηγικής, της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης υπό αμερικανική ηγεμονία, από το ανερχόμενο ρεύμα του δεξιού, οικονομικού καιπολιτικού εθνικισμού. Όσοι όμως διατηρούσαν αφελώς την κρυφή ελπίδα ότι η εξέλιξη αυτή θα συνοδευόταν από κάποια δυνητικά οφέλη για τις λαϊκές δυνάμεις και την παγκόσμια ειρήνη είναι καιρός να έρθουν στα συγκαλά τους. Μια βιαστική ματιά στην κυβέρνηση που ετοιμάζει ο Τραμπ είναι αρκετή.

Ήδη, από τις επιλογές που έχει μέχρι σήμερα ανακοινώσει ο νέος πρόεδρος, είναι σαφές ότι θα πρόκειται για την κυβέρνηση με τη μεγαλύτερη επιρροή του στρατιωτικο- βιομηχανικού συμπλέγματος (το οποίο διεκτραγωδούσε ως τη χειρότερη απειλή για τη δημοκρατία ο Αϊζενχάουερ) στην ιστορία των ΗΠΑ. Τρεις στρατηγοί αναλαμβάνουν καίρια πόστα στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και της ασφάλειας: Ο πρώην διοικητής της Κεντρικής Διοίκησης του αμερικανικού στρατού,Τζέιμς Μάτις, σφαγέας της Φαλούτζα και γνωστός με το παρατσούκλι “Τρελό Σκυλί” επελέγη για το υπουργείο Άμυνας. Ο απόστρατος στρατηγός των ΠεζοναυτώνΤζον Κέλι, ο οποίος, ως επικεφαλής της Νότιας Διοίκησης είχε την ευθύνη και του Γκουαντάναμο, προορίζεται για το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας. Και ο πρώην διοικητής της μυστικής υπηρεσίας του Πενταγώνου DIA, στρατηγός Μάικλ Φλιν, διορίζεται Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας. Ένας άλλος ένθερμος υποστηρικτής του Γκουαντάναμο, ο Μάικ Πομπέιο, επελέγη για διοικητής της CIA. Στα υπέρ του πρέπει να μέτρησαν και οι δηλώσεις του που χαρακτήριζαν “ήρωες” τους πράκτορες της CIA που βασάνιζαν τους “κακούς”, χωρίς να ακούνε τις “φωνασκίες των φιλελεύθερων”.

Άλλοι δύο στρατηγοί φιγουράρουν μεταξύ των επικρατέστερων υποψηφίων για καίρια πόστα που δεν έχουν ακόμη “κλειδώσει”. Ο Ντέιβιντ Πετρέους, γνωστός για τα κατορθώματά του στο Ιράκ και στο πηδάλιο της CIA, είναι μεταξύ των υποψηφίων για το υπουργείο Εξωτερικών, ενώ ο ναύαρχος Μάικ Ρότζερς θεωρείται επικρατέστερος για τη γενική διεύθυνση όλων των κατασκοπευτικών υπηρεσιών. Πολλοί στην Αμερική αρχίζουν να μιλάνε για “χούντα Τραμπ” εν τω γεννάσθαι. Αν είχε συμβεί κάτι παρόμοιο στη Ρωσία ή σε οποιαδήποτε άλλη ανταγωνιστική των ΗΠΑ χώρα του κόσμου, η Ουάσιγκτον θα είχε διαρρήξει τα ιμάτιά της για βιασμό της Δημοκρατίας.

Με τις καίριες αυτές επιλογές του, ο Τραμπ καθησύχασε, σε μεγάλο βαθμό, το βαθύ κράτος των ΗΠΑ για την εξωτερική πολιτική που σκοπεύει να ακολουθήσει, εξ ου και το χαμήλωμα των επικριτικών τόνων από ισχυρούς επικριτές του. Το μόνο που εξακολουθεί να τους προβληματίζει είναι η διαφαινόμενη πρόθεσή του να έρθει σε μια κάποια συνδιαλλαγή με τη Ρωσία στη Συρία, όπου ο άξονας Μόσχας- Τεχεράνης- Δαμασκού έχει αποκτήσει το πάνω χέρι και ο ολοκληρωτικός έλεγχος του Χαλεπίουαπό τον Άσαντ είναι πλέον θέμα εβδομάδων, αν όχι και ημερών. Από εδώ και η αναθέρμανση των σεναρίων περί ρωσικής ανάμιξης, υπέρ του Τραμπ, στις αμερικανικές εκλογές, από την Washington Post και τους New York Times, που επικαλούνται μυστική έρευνα της CIA. Μια αστεία παραφιλολογία, που προφανώς λειτουργεί περισσότερο ως μοχλός πίεσης ενόψει της κρίσιμης επιλογής για το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που εξακολουθεί να βρίσκεται σε εκκρεμότητα.

Ωστόσο, το ενδεχόμενο μιας έστω προσωρινής και ασταθούς συνδιαλλαγής με τηΡωσία για το Συριακό παραμένει αμφίβολο, λόγω της έντονης αντίθεσης καίριων προσώπων μέσα στο ίδιο το επιτελείο του Τραμπ, όπως ο εκλεγμένος αντιπρόεδροςΜάικ Πενς και ο Τζέιμς Μάτις, που προορίζεται για το Πεντάγωνο. Σε κάθε περίπτωση, ο συνολικός τόνος της εξωτερικής πολιτικής του θα δοθεί από τονμονομερή αμερικανικό ηγεμονισμό και όχι από κάποια υποτιθέμενη “αναδίπλωση”. Ήδη οι επιθετικές τοποθετήσεις του απέναντι στην Κίνα, το Ιράν και την Κούβααποτελούν σαφείς τροχειοδεικτικές βολές.

Ο οικονομικός εθνικισμός, με επαναδιαπραγμάτευση διεθνών οικονομικών συνθηκών προς όφελος του αμερικανικού κεφαλαίου, θα αποτελέσει βασική προτεραιότητα, όπως δείχνουν οι επαναλαμβανόμενες απειλές του απέναντι στοΜεξικό και την Κίνα. Ειδικά για την τελευταία, είναι πιθανό ο Τραμπ να εκβιάσει κάτι ανάλογο με εκείνο που πέτυχε ο Ρόναλντ Ρίγκαν σε βάρος της Ιαπωνίας με τη συμφωνία της Πλάζα: να υποχρεωθεί η Κίνα να ανατιμήσει το εθνικό της νόμισμα ώστε να μειώσει το γιγάντιο πλεόνασμά της με τις ΗΠΑ αν δεν θέλει να διακινδυνεύσει έναν εμπορικό πόλεμο με την υπερδύναμη, σε μια στιγμή που η οικονομία της “λαχανιάζει” και το φάντασμα μιας σοβαρής κρίσης βρίσκεται προ των πυλών. Τη σκληρή διαπραγμάτευση που έρχεται θα διαχειριστεί ο Γουίλιαμ Ρος, που επελέγη για το υπουργείο Εμπορίου- ένας “γύπας” αρπακτικού fund, που λεηλάτησε, μεταξύ άλλων, την Τράπεζα Κύπρου και την Eurobank.

Στο εσωτερικό μέτωπο, η κυβέρνηση που σχηματίζει ο δήθεν “αντισυστημικός” Τραμπ είναι κυβέρνηση ανοιχτού κοινωνικού πολέμου σε βάρος των αδυνάμων. Για το υπουργείο Οικονομικών επελέγη ο Στίβεν Μινιούνκιν, στέλεχος της Goldman Sachs– δεν κάνει άδικα πάρτι η Wall Street, παρότι έχασε η εκλεκτή της Κλίντον. Το υπουργείο Εργασίας ανατίθεται στον Άντριου Πάζντερ, διευθύνοντα σύμβουλο αλυσίδας φαστ- φουντ, ο οποίος έχει μεγάλη, προσωπική πείρα στην επιβολή τουεργασιακού Μεσαίωνα. Υπουργός Υγείας αναλαμβάνει ο Τομ Πράις, από τους πιο μαχητικούς αντιπάλους της (έστω, μισής) μεταρρύθμισης στο σύστημα Υγείας που προώθησε ο Ομπάμα.

Το υπουργείο Παιδείας περνάει σε μια άλλη ζάπλουτη, την Μπέτσι Ντεβός, που έχει αφιερώσει μεγάλο μέρος της ζωής της στον πόλεμο εναντίον του δημοσίου σχολείου και στην υποκατάσταση των κρατικών δαπανών από “κουπόνια” (vouchers) για τα ιδιωτικά σχολεία. Στο υπουργείο Περιβάλλοντος θα βρεθεί ο Σκοτ Προύιτ, αρνητής της κλιματικής αλλαγής, ο οποίος, ως γενικός εισαγγελέας Οκλαχόμα τάραξε στις δικαστικές διώξεις το υπουργείο που τώρα θα αναλάβει, προκειμένου να καταργηθεί κάθε περιβαλλοντικός έλεγχος και περιορισμός στις επιχειρήσεις που ρυπαίνουν. Υπουργός οικιστικής πολιτικής αναλαμβάνει ο Μπεν Κάρσον, σφοδρός πολέμιος των κοινωνικών επιδομάτων, τα οποία, ως καλός Χριστιανός (αρνείται την εξέλιξη των ειδών κατά Δαρβίνο) θέλει να τα υποκαταστήσει με τη φιλανθρωπία των Εκκλησιών. Τέλος, υπουργός Δικαιοσύνης διορίζεται ο Τζεφ Σέσιονς, ένας από τους θερμότερους υποστηρικτές της αντιμεταναστευτικής, ξενοφοβικής πολιτικής του Τραμπ- Τείχη, μαζικές απελάσεις και δεν συμμαζεύεται.

Με αυτά τα δεδομένα, η προεδρία Τραμπ προοιωνίζεται μια περίοδος μεγάλης αστάθειας, αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων, τόσο στο διεθνή στίβο, όσο και στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Ο 45ος πρόεδρος θα αντιμετωπίσει σοβαρές δοκιμασίες, έχοντας από την αρχή απέναντί του όχι μόνο τις μειονότητες, αλλά και τηνπλειονότητα του κοινωνικού σώματος. Σύμφωνα με την τελευταία καταμέτρηση των ψήφων (η διαδικασία είναι αργή, ιδίως στις Πολιτείες όπου η ποσοστιαία διαφορά μεταξύ των δύο υποψηφίων ήταν συντριπτική) ο Τραμπ κέρδισε τους περισσότερουςεκλέκτορες παρότι η Κλίντον πήρε 2,84 εκατομμύρια ψήφους, ή 2,1% του εκλογικού σώματος παραπάνω απ’ αυτόν και τα νούμερα αυτά θα αυξηθούν κι άλλο. Αυτά έχει η “ισχυρότερη Δημοκρατία του κόσμου” με το “σοφό” πολιτικό της σύστημα…
http://aristeri-diexodos.blogspot.gr

Πόσοι στρατηγοί χρειάζονται για να γίνει χούντα η κυβέρνηση Τραμπ;



«Πόσους στρατηγούς χρειάζεσαι σε μια κυβέρνηση έως ότου μετατραπείς σε χούντα;» αναρωτήθηκε ο αρθρογράφος του περιοδικού New Yorker, Νίκολας Τόμσον, όταν πληροφορήθηκε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ σκοπεύει να τοποθετήσειέναν ακόμη στρατιωτικό στο υπουργικό του συμβούλιο.

Ο στρατηγός εν αποστρατεία, Τζον Κέλι, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη διαχείριση του Γκουαντάναμο, αναμένεται να αναλάβει υπουργός Εσωτερικής Ασφαλείας (Homeland Seciurity).

Ο Κέλι ήταν επικεφαλής της Διοίκησης Νοτίων Δυνάμεων (SouthCom) του Πενταγώνου, η οποία είναι υπεύθυνη για να εξασφαλίζει την αμερικανική κυριαρχία στη λεγόμενη «πίσω αυλή» των ΗΠΑ.

Ο Τζορτζ Μπούς λοιπόν δημιούργησε το κολαστήριο του Γκουαντάναμο, ο Μπαράκ Ομπάμα το διατήρησε και ο Ντόναλντ Τραμπ υπουργοποιεί τον διοικητή του. Όλοι αυτοί υποστηρίζουν ότι στην Κούβα πραγματοποιούνται βασανιστήρια… και έχουν δίκιο. Είνα τα δικά τους βασανιστήρια.


Ο Κέλι είναι ο τρίτος στρατηγός εν αποστρατεία που επιλέγει ο Τραμπ ύστερα από τον Τζέιμς Μάτις για το υπουργείο Άμυνας και τον Μάικλ Φλιν για τη θέση του συμβούλου εθνικής ασφάλειας.

Σύμφωνα με την Ουάσινγκτον Ποστ, ο νέος πρόεδρος σκέφτεται να τοποθετήσει τον στρατηγό Πετρέους για τη θέση του υπουργού Εξωτερικών
 http://aristeri-diexodos.blogspot.gr