«Είναι … πολύ πιο σημαντικό να
αντιστέκεται κανείς στην απάθεια από ότι στην αναρχία ή στον δεσποτισμό·
διότι η απάθεια μπορεί να οδηγήσει, σχεδόν αδιάκριτα, σε ένα από τα
δύο».
Alexis De Tocqueville – Democracy in America
Alexis De Tocqueville – Democracy in America
Η «νίκη» του δεξιού λαϊκιστή Donald
Trump στην εκλογική κούρσα της Αμερικανικής προεδρίας, έναντι της Hilary
Clinton, και ο ντόρος που προκλήθηκε με αφορμή την απόφαση των Βρετανών
να εγκαταλείψουν την Ευρωπαϊκή Ένωση (το λεγόμενο Brexit), φανέρωσε για
ακόμη μια φορά το απογοητευτικό επίπεδο προσέγγισης της σύγχρονης
αριστεράς (η οποία κατά κύριο λόγο είναι πολιτισμικά φιλελεύθερη).
Συνάμα υποδεικνύει και την αδυναμία όλων των πολιτικών δυνάμεων να
κατανοήσουν τούτα τα γεγονότα, αποφεύγοντας ιδεολογικούς αναγωγισμούς
και αρτηριοσκληρωτικές αναγνώσεις. Σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, την
περίπτωση των Αμερικανικών εκλογών, το φαινόμενο Trump δήθεν επιβεβαίωσε
την άποψη που κυριαρχεί εντός των «επαναστατικών» πολιτικών χώρων (κατά
κύριο λόγο της αριστεράς και της αναρχίας), πως οι δυτικές κοινωνίες
είναι ρατσιστικές και σταδιακά «εκφασίζονται», βαδίζοντας γοργά προς τον
ολοκληρωτισμό. Από την άλλη, αρκετοί εστιάζουν στο κατά πόσο οι ψήφοι
υπέρ του Trump και κατά του Bremain ήταν ψήφοι «αντισυστημικού
προσανατολισμού», ψήφοι που εκφράζουν απλά και μόνο μια ανορθολογική
αγανάκτηση όλων όσων αισθάνονται παραμελημένοι από το πολιτικό
κατεστημένο. Παρά του ότι η δεύτερη προσέγγιση είναι εν μέρει ορθή, την
ίδια στιγμή αδυνατεί να συλλάβει ολιστικά την πολιτική διάσταση τέτοιων
φαινομένων, ανάγοντας το κοινωνικό πράττειν σε μια καθαρά
δημοσκοπική (και συνάμα μυωπική) προσέγγιση. Χρειάζεται, λοιπόν, μια
ψύχραιμη διαύγαση πάνω σε αυτά τα δύο πολιτικά γεγονότα (τη νίκη του
Trump και του Brexit).
Αμερικανικές εκλογές: μια ποσοτική προσέγγιση
Όπως μεταδίδει το CNN, η αναμέτρηση του 2016 σημαδεύτηκε από μεγάλη αποχή (της τάξης του 44.6%), ίσως η μεγαλύτερη της τελευταίας εικοσαετίας στην ιστορία των Αμερικανικών εκλογών, σε αντίθεση με το 2008, όπου οι καταμετρημένες ψήφοι αντιστοιχούσαν στο 63.7% του συνόλου των εγγραμμένων ψηφοφόρων. Το χαμηλό αυτό (για τα Αμερικανικά δεδομένα) ποσοστό της αποχής του 2008 (36.6%) θα μπορούσε να αποδοθεί στην υψηλή συσπείρωση προς το κόμμα των Δημοκρατικών, λόγω του ντόρου που είχε προκληθεί από την υποψηφιότητα του Barack Obama. Μια τέτοια υποψηφιότητα ταρακούνησε το φιλελεύθερο φαντασιακό των Αμερικανών, καλλιεργώντας την ψευδαίσθηση πως η ελπίδα έρχεται αγκαζέ με την εκλογική νίκη του πρώτου μαύρου προέδρου στην ιστορία της χώρας. Η (σχετικά) μεγάλη προσέλευση, λοιπόν, ακριβώς οχτώ χρόνια πριν, μας δείχνει ότι μεγαλύτερο ποσοστό της Αμερικανικής κοινωνίας (και κυρίως η Γενιά Υ των millenials) κινητοποιείται από φιλελεύθερες ιδέες [1]. Τα ποσοστά του νικητή Trump (26.3%), όπως βλέπουμε στο δείγμα του CNN, παραμένουν μικρότερα ακόμα και από αυτά που έλαβε το Ρεπουμπλικανικό κόμμα στις δύο προηγούμενες εκλογικές κούρσες, όπου και ηττήθηκε κατά κράτος από τον Obama.
Πιο συγκεκριμένα, το 2008 (όπου την προεδρία διεκδικούσε ο εξίσου υπερδεξιός John McCain) οι Ρεπουμπλικάνοι έλαβαν 29.1%, ενώ το 2012, με τον ακραία νεοφιλελεύθερο Mitt Romney στο τιμόνι, συγκέντρωσαν ποσοστό της τάξης του 28.3%. Τούτα τα ποσοτικά δείγματα υποδεικνύουν ότι η Αμερικανική κοινωνία δεν φαίνεται να συγκινείται ιδιαίτερα από ακροδεξιούς δημαγωγούς, παρά τα τεράστια προβλήματα και τις ανυπέρβλητες δυσκολίες σε αρκετές πολιτείες του νότου. Η συσπείρωση στο πρόσωπο του Obama (που συνεχίζεται καί το 2012, παρά του ότι εμφανίζεται μειωμένη, ακριβώς λόγω της απογοήτευσης αρκετών ψηφοφόρων του, που το 2008 είχαν πειστεί πως η Αμερικανική κοινωνία θα άλλαζε ριζικά με την ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων από τον πρώτο μαύρο πρόεδρο), μας δείχνει ότι η μεγάλη εικόνα της Αμερικανικής κοινωνίας δεν είναι ο ρατσισμός και η φυλετική περιχαράκωση. Εν ολίγοις, με βάση τα παραπάνω ποσοτικά δείγματα, δεν διαφαίνεται κάποια στροφή προς τον φασισμό· δεν μετασχηματίζεται, με άλλα λόγια, ο σύγχρονος άνθρωπος προς κάτι που θα μπορούσε να μοιάζει με τον ανθρωπολογικό τύπο που αντιστοιχούσε στη δεκαετία του 1930. Αντιθέτως ο «πολιτικοποιημένος» μέσος Αμερικανός πολίτης περισσότερο δείχνει να συγκινείται με τις φιλελεύθερες Αμερικανικές παραδόσεις παρά τον ακροδεξιό καγκουρισμό του Trump (ο οποίος, κατά πάσα πιθανότητα, θα ενσωματώνεται όλο και περισσότερο στο κυρίαρχο παράδειγμα όσο περνά ο χρόνος) [2].
Αξίζει, βέβαια, να σταθούμε και σε μια άλλη πτυχή της αναμέτρησης Trump vs Clinton, που κατά κάποιον τρόπο αποτελεί «Αμερικανική ιδιαιτερότητα»· το περίπλοκο Αμερικανικό εκλογικό σύστημα. Τούτο το σύστημα παραγκωνίζει την αρχή της πλειοψηφίας, καθώς βασίζεται περισσότερο στην ποσοτική συγκέντρωση αντιπροσώπων (το λεγόμενο «Κολέγιο των Εκλεκτόρων») μέσω της λαϊκής ψήφου. Το σώμα αυτό αποτελείται από 538 μέλη και για κάθε υποψήφιο απαιτείται η συγκέντρωση του μαγικού αριθμού των 270 εκλεκτόρων ώστε να κερδηθεί η προεδρία. Σε κάθε Πολιτεία υφίσταται ένας συγκεκριμένος αριθμός από εκλέκτορες, ο οποίος καθορίζεται από το σύνολο του πληθυσμού (δηλαδή, η California με πληθυσμό κοντά στα 39,144,818 δίνει συνολικά 55 εκλέκτορες, ενώ το Wyoming με 586,107 κατοίκους, μόνο τρεις). Ωστόσο, ο αριθμός των εκλεκτόρων σε αρκετές περιπτώσεις είναι δυσανάλογος με τον συνολικό πληθυσμό: για παράδειγμα, ίδιο αριθμό εκλεκτόρων με το Wyoming (πληθυσμός: 586,107) δίνει και η πολιτεία του Delaware (με πληθυσμό: 945,934). Το σύστημα, όμως, βασίζεται περισσότερο στη λογική του «the winner takes it all», πράγμα που σημαίνει πως ένας υποψήφιος μπορεί να κερδίσει τον αντίπαλό του για 0.1%, και αυτό αρκεί για να εξασφαλίσει όλους τους εκλέκτορες της Πολιτείας. Πιο συγκεκριμένα, αν από τους δύο υποψηφίους ο ένας νικήσει στο Wyoming με 0.1% και με 1% ο δεύτερος στο Delaware, σε αυτήν την περίπτωση υφίσταται ισοπαλία, αλλά ο αριθμός των ψήφων που αντιστοιχούν καί στους δύο με τίποτα δεν θα είναι ίδιος. Τέλος, αυτός που θα εξασφαλίσει τους περισσότερους εκλέκτορες έχει κερδίσει και την προεδρία. Κάτι τέτοιο συνέβη το 2000 όταν ο Al Gore παρότι έλαβε 543.816 περισσότερες ψήφους από τον George Bush (ποσοστό 27.4%, έναντι 27.3%), δεν κατάφερε να συγκεντρώσει 270 εκλέκτορες. Αντίστοιχα το 2016 περισσότερες ψήφοι αντιστοιχούν στην Hilary Clinton (60,981,118) (ποσοστό 26.5% και 47.8% επί των έγκυρων) έναντι 60,350,241 του Trump (26.3% και 47.3% επί των έγκυρων). Κοινώς, η εκλογή του Trump δεν φαίνεται να αντικατοπτρίζει κάποια πλειοψηφική τάση, και (δεδομένης της τεράστιας αποχής) με τίποτα δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι εκφράζει συνολικά την Αμερικανική κοινωνία εν γένει.
Από την αριστερά του λαϊκισμού στην αριστερά του ελιτίστικου διανοουμενισμού
Σε ό,τι αφορά τη νίκη του Brexit (που παρότι δεν πρόκειται αμιγώς για ακροδεξιά ψήφο, αλλά σε μεγάλο βαθμό υποκινήθηκε και στηρίχθηκε από ακροδεξιούς πολιτικούς, όπως ο γυμνοσάλιαγκας Nigel Farage και ο αλλοπρόσαλλος Boris Johnson), αυτό που προξενεί μεγαλύτερο ενδιαφέρον δεν είναι μόνο η δήθεν επιβεβαίωση των φιλελεύθερων, αριστερών και αναρχικών περί εμφάνισης ενός φασιστικού Αρμαγεδδώνα, αλλά οι ελιτίστικες τοποθετήσεις αρκετών αριστερών ποπ διανοούμενων, όπως ο Slavoj Žižek (που με ύφος χιλίων καρδιναλίων υποδεικνύει ότι δεν θα πρέπει να τίθενται σε δημόσια διαβούλευση τόσο σημαντικά ζητήματα, διότι η λαϊκή ψήφος θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο δικαιώματα που – υποτίθεται – εξασφαλίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση στους «πολίτες» της).
Παρομοίως βλέπουμε δημοσιογραφικούς αφορισμούς να δίνουν και να παίρνουν, κάνοντας λόγο για ηλίθιους φασίστες, για αλκοολικούς χουλιγκάνους, νεοεθνικιστικά αμόρφωτα βόδια» και διάφορα άλλα βαθυστόχαστα» (σαν αυτά που ακούμε κατά καιρούς και με αφορμή το αποτέλεσμα των Αμερικανικών εκλογών, πως όλοι οι Αμερικανοί είναι ηλίθιοι ανεξαιρέτως, αμόρφωτοι γελαδάρηδες και σιχαμένοι ρατσιστές).
Αφήνοντας για λίγο εκτός το Αμερικανικό παράδειγμα, μένοντας στην ίδια την Ευρώπη και με αφορμή το Brexit, αξίζει να θέσουμε το εξής ερώτημα: πόσο απέχουν τούτες οι βαρύγδουπες και αριστερές τοποθετήσεις – φιλοευρωπαϊκής κοπής – από αυτές του τόξου «μένουμε Ευρώπη» κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Ιουλιανού δημοψηφίσματος; Επιπλέον, ενάμιση χρόνο πριν, κατά την περίοδο των «περήφανων» διαπραγματεύσεων μεταξύ κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και «θεσμών», ήταν οι ίδιοι οι αριστεροί ακτιβιστές που μας έλεγαν πως η ΕΕ οργανώνει πραξικόπημα ενάντια στην αριστερή κυβέρνηση (το περίφημο this is a coup), με στόχο να την ανατρέψει και να επιβάλει μέτρα λιτότητας. Οι ίδιοι, πάλι, μετά την απόφαση του δικαστηρίου να γίνει δεκτή η έγκριση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος πρώτα απ’ όλα μέσα στο κοινοβούλιο (με αρκετές πιθανότητες, φυσικά, να ακυρωθεί), ξεσπούν σε πανηγυρισμούς (ακριβώς επειδή η ψήφος υπέρ της αποχώρησης υποκινήθηκε από τις δυνάμεις της σκληρής Βρετανικής δεξιάς). Αυτό που δεν θέλουν, ωστόσο, οι συγκεκριμένοι να καταλάβουν, είναι πως η πολιτική αυτή πράξη συνιστά εξίσου ωμή παρέμβαση σε μια απόφαση που παρότι δεν πάρθηκε κάτω από απόλυτα δημοκρατικές προϋποθέσεις, ωστόσο λόγω του ότι πρόκειται για δημοψήφισμα, είναι απόρροια μιας διαδικασίας πολύ πιο δημοκρατικής από ότι οι εκλογές, πόσο μάλλον η εκλογή του γορίλα Trump στις ΗΠΑ. Ζούμε, δυστυχώς, στην εποχή του απόλυτου σχετικισμού! Μπορούμε να λέμε ό,τι θέλουμε δίχως καμία ευθύνη και συνέπεια, μπορούμε να αλλάζουμε απόψεις από τη μια μέρα στην άλλη σα να πρόκειται για κακομαγειρεμένο πρωινό, μπορούμε να ζητάμε τα πάντα στην τιμή του τίποτα (δηλαδή να απαιτούμε καί σοσιαλισμό αλλά καί Ευρωπαϊκή συμμαχία, καί λαϊκή κυριαρχία αλλά καί τεχνοκρατισμό ταυτόχρονα)… Δεν πρόκειται απλώς για τη γνωστή έλλειψη σοβαρότητας με βάση την οποία αντιμετωπίζει ο αριστερός μεταμοντέρνος σχετικισμός την πραγματικότητα, αλλά πάνω απ’ όλα τούτη η γραμμή φανερώνει και την αδυναμία των αριστερών προταγμάτων να απαντήσουν στα καίρια ερωτήματα που θέτει το δίλημμα ΕΕ ή επιστροφή σε μια Ευρώπη εθνών-κρατών, και πάνω απ’ όλα να ξεκαθαριστεί μια για πάντα αν, τελικά, η ίδια ΕΕ σημαίνει κάτι ή όχι!
Ένας από τους βασικότερους λόγους που η αριστερά δεν κατάφερε να απαντήσει σε τούτο το σοβαρό δίλημμα, στηρίζοντας το Bremain και καταγγέλλοντας το Brexit, οφείλεται κυρίως στον εθισμό της με τον κοσμοπολιτισμό (τον οποίο ενστερνίστηκε ως αντίβαρο στον εθνικισμό). Βασική γραμμή των αριστερών από τη δεκαετία του 70 και έπειτα παύει να είναι ο προλεταριακός διεθνισμός (όπως τον είχε προσεγγίσει η Rosa Luxemburg στο The National Question), ή έστω ένας οικουμενισμός λαϊκής (και όχι φιλελεύθερης) κοπής, όπως εκφράζεται μέσα από τις δημοκρατικές παραδόσεις των Quakers, των Άγγλων Ρομαντικών λογοτεχνών (βλ. Charlotte Brontë – Jane Eyre) και εν μέρη από την Simone Weil (βλ. The Need for Roots). Τα νεοαριστερά σχήματα ενστερνίζονται πλήρως τον μεταμοντέρνο φιλελεύθερο κοσμοπολιτισμό (τμήμα του οποίου είναι ο ιεραρχικός αντι-ρατσισμός), ως δήθεν αντίδοτο στους παρωχημένους εθνικισμούς. Από τον Habermas μέχρι και τον Derrida (βλ. Rogues), τον Lacan και την Butler, μέχρι και τον Γιάνη Βαρουφάκη, μαζί και τον Ανδρούτσο των αξιακών δεσμεύσεων του ΣΥΡΙΖΑ Κώστα Δουζίνα (βλ Human rights and empire) όλη η μπλουμσμπεριανή «διανόηση» συγκλίνει με το εξής: μια παγκόσμια κοινότητα είναι αναγκαία προϋπόθεση για την συντριβή του ρατσισμού, του εθνικισμού και του απομονωτισμού, καθώς και για την εμβάθυνση της «δημοκρατίας». Ο δε Habermas φτάνει μάλιστα και στο σημείο να υποστηρίξει την δημιουργία μιας πανευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας, θέση που πολύ σωστά απορρίπτει η Margaret Canovan, κρίνοντάς την ουτοπική, λόγω της μή ύπαρξης (αλλά και της αδυναμίας ύπαρξης) ενός Ευρωπαϊκού λαού. Ως εκ τούτου, λοιπόν, η φιλελεύθερη αριστερά συναινεί με τις νεοφιλελεύθερες ολιγαρχίες, ακριβώς λόγω του «αντιρατσισμού» που εκφράζουν οι δεύτερες μέσα από κρατικές νομοθεσίες, ΜΚΟ και ινστιτούτα. Φυσικά, εντός των σημερινών ολιγαρχιών έχουν ενσωματωθεί άνθρωποι των κινημάτων της δεκαετίας του 70 (όπως, για παράδειγμα, το ζεύγος Clinton), δημιουργώντας έτσι ένα περίεργο κράμα γιαπισμού και χίπστερ μποεμισμού (σαφέστατα εξαργυρωμένου), (αυτό που ο David Brooks ονόμαζε Bourgeoise Bohemian – βλ Bobos in Paradise), εκτοπίζοντας εν μέρη την παλιά ολιγαρχία, δηλαδή την παλιά WASP ελίτ, μέρος της οποίας είναι ο Donald Trump (βλ. Brooks, ο.π).
Οι πατριωτικές κορώνες του ΣΥΡΙΖΑ κατά την περίοδο των «σκληρών διαπραγματεύσεων» δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα ιδεολογικό αξεσουάρ και συνάμα μια ψευδαίσθηση πως κρατώντας «ίσες αποστάσεις» θα μπορούσαν να διευθετηθούν ζητήματα που απαιτούν ξεκάθαρη θέση, όπως π.χ., εθνική κυριαρχία (που σημαίνει ταυτόχρονα επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και εμπάργκο στη μετανάστευση, ώστε να μπορεί ένα κράτος να ασκεί δική του οικονομική πολιτική) ή παραμονή στην Ευρώπη το «κοινό μας σπίτι» (όπως την αποκαλεί συνεχώς ο ίδιος ο πρωθυπουργός μας), επιλογή που συνεπάγεται μόνιμη λιτότητα, μνημόνια και ύφεση. Αναμφισβήτητα, το γεγονός ότι μπροστά σε ένα τόσο σημαντικό δίλημμα η αριστερή κυβέρνηση επέλεξε την παραμονή με κάθε κόστος στην ΕΕ και το ευρώ, θεωρώντας ότι μια επιστροφή στο έθνος-κράτος θα μπορούσε να οδηγήσει στο ναζισμό (όπως είχε πει ο Τσακαλώτος σε συνέντευξή του στον Paul Mason), υποδηλώνει ξεκάθαρα πως η ουδέτερη στάση της δεν ήταν εξ’ αρχής τόσο ουδέτερη όσο φαίνονταν. Απεναντίας περισσότερο έγερνε προς τον Ευρωπαϊσμό (ο οποίος, όπως μας λέει ο John McCormick – βλ. Europeanism – είναι απόλυτα συνυφασμένος με τον κοσμοπολιτισμό και τον φιλελεύθερο οικουμενισμό). Ίδια ακριβώς υπήρξε και η περίπτωση του μοιραίου Jeremy Corbyn (πρόεδρος του Βρετανικού Labour Party), ο οποίος παρότι αντιπροσώπευε την μικρή ευρωσκεπτικιστική γραμμή των Εργατικών πριν αναλάβει την προεδρία του κόμματος, κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος στήριξε το Bremain ώστε να ηττηθεί το «καταστροφικό δίδυμο» Farage/Boris. Στην ίδια γραμμή, φυσικά, είδαμε και τον Bernie Sanders, που μετά την ήττα του από την Hilary Clinton έσπευσε να την στηρίξει, με στόχο να αποφευχθεί μια πιθανή νίκη του Trump. Εν αντιθέσει με την πολιτισμικά φιλελεύθερη γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ/Podemos/Sanders/Corbyn δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και την άλλη τάση της αριστεράς, την κατά κύριο λόγο «πατριωτική», που ξεκινά από τους Λαφαζάνιδες της ΛΑΕ και καταλήγει στις διάφορες μικρές και ασήμαντες εξωκοινοβουλευτικές σέχτες. Αυτή η τάση που αναπαράγει σύσσωμη την εγχώρια εθνικιστική αυτοθυματοποίηση (και μαζί της συμπαρατάσσονται οι κάθε λογής ψεκασμένοι, Ρωσόφιλοι Πουτινολάγνοι, συνωμοσιολόγοι, προγονόπληκτοι, οπαδοί του εθνορομαντισμού,
Σταλινοτζιχαντιστές, μαζί και οι μπαμπουίνοι της εγχώριας ακροδεξιάς) θεωρεί πως το Brexit ήταν μια προλεταριακή σφαλιάρα στον καπιταλισμό και στην ΕΕ την ίδια, ενώ ο Trump αποτελεί το λεγόμενο «μικρότερο κακό», ή (σε κάποιες περιπτώσεις) η απάντηση της πλέμπας!!! Αυτό που συμπεραίνουμε σε γενικές γραμμές είναι η αδυναμία της αριστεράς να προωθήσει ένα νέο πολιτικό πρόταγμα, πέρα από τον κοσμοπολιτισμό ή τον εθνορομαντισμό. Όσο για το πρώτο, αποτελεί ήδη τμήμα της νοεφιλελεύθερης ολιγαρχίας, ενώ ο απαράδεκτος εθνοφετιχισμός, δεν αντιπροτείνει τίποτα από έναν στείρο – και φυσικά αντιδημοκρατικό – απομονωτισμό.
Ήταν το Brexit μια κατεξοχήν ξενοβοφική ψήφος;
Μήτε, βέβαια, η κατακόρυφη (και φυσικά αναμενόμενη) αύξηση των ξενοφβικών επιθέσεων στη Βρετανία, απέναντι σε μετανάστες από άλλες χώρες της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων και Ελλήνων, και τα περιστατικά ρατσιστικού κρετινισμού εις βάρος μειονοτικών πληθυσμών στις ΗΠΑ μετά τη νίκη του Trump, φαίνεται να επιβεβαιώνουν την οικονομίστικη ανάλυση του Γιάνη Βαρουφάκη, που μας λέει ότι η «νίκη» του Trump ισοδυναμεί με μια μεταμοντέρνα εκδοχή του 1930!!! Κάτι τέτοιο, αν μή τι άλλο, είναι ενδεικτικό της θεωρητικής ένδειας που μαστίζει την μπλουμσμπεριανή αριστερή διανόηση· πώς γίνεται, πραγματικά, να μην μπορούμε να δούμε ότι κάθε πολιτικό σύστημα – φιλελευθερισμός, ολοκληρωτισμός, θεοκρατία κτλ – έχει τον δικό του ανθρωπολογικό τύπο; Πώς είναι δυνατόν να θεωρούμε ότι ο σημερινός ανθρωπότυπος, που δεν είναι άλλος από τον απόλυτο καταναλωτή και ατομικιστή, θα μπορούσε να αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα της κοινωνικής πραγματικότητας ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος; Πώς δεν βλέπουμε ότι η Αμερικανική κοινωνία έχει εσωτερικεύσει για τα καλά τις σημασίες της, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να επιθυμεί την κατανάλωση και την καριέρα, την ατομική καλοπέραση και το «ευκολάκι», σημασίες που θα συνεχίσουν να επιβιώνουν πιθανότατα και στην μετά-Trump εποχή; Σε ό,τι αφορά τη Βρετανία: όπως είχα ήδη πει και παλιότερα, η ξενοφοβία των Άγγλων (κυρίως) δεν αποτελεί νέο φαινόμενο. Ο George Orwell, ήδη από την εποχή του 1940, στο δοκίμιό του England Your England κάνει αναφορές στις ξενοφοβικές τάσεις τμήματος της Αγγλικής κοινωνίας, και πάνω απ’ όλα στις τότε (αλλά και τώρα) διάχυτες Μαλθουσιανές αντιλήψεις περί πληθυσμιακού συνωστισμού στα Βρετανικά νησιά, αντιπροτείνοντας έναν λαϊκό «πατριωτισμό», που αντί να δίνει έμφαση στον αντιδραστικό εθνορομαντισμό θα προωθεί τα «ουμανιστικά» λαϊκά στοιχεία της Αγγλίας και, κατά κύριο λόγο, την κοινή ευπρέπεια.
Η στροφή, ωστόσο, των Εργατικών στον κοσμοπολιτισμό/νεοφιλελευθερισμό από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα, καθώς και η απορρόφησή της αριστεράς από τον Ευρωπαϊσμό είχε ως αποτέλεσμα να καλλιεργηθεί πρόσφορο έδαφος για να εκμεταλλευτούν αυτό το κενό οι πολιτικές δυνάμεις της δεξιάς. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι οι πολίτες που ανταποκρίνονται θετικά στα καλέσματα των ακροδεξιών απατεώνων, ή όσοι άγονται και φέρονται από ακροδεξιά παράσιτα, όπως ο Farage και ο Trump, είναι άμοιροι ευθυνών. Αξίζει όμως περισσότερο να ασκηθεί ανελέητη κριτική στην υποκρισία των αριστερών, δηλαδή σε αυτούς που ακολουθούν τη θεωρητική γραμμή της σχολής του Essex (τουτέστιν, της θεωρίας του λόγου) και του ριζοσπαστικού λαϊκισμού, έτσι όπως τον είχαν κατανοήσει οι Ernesto Laclau και Chantal Mouffe. Με βάση τη θεωρία αυτή, λοιπόν, κάθε πολιτικό φαινόμενο μπορεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από οποιονδήποτε πολιτικό χώρο, είτε μιλάμε για την ριζοσπαστική αριστερά είτε για την εθνικιστική δεξιά. Η τάση όμως των αριστερών να «μποϋκοτάρουν» το Brexit, στηρίζοντας το Bremain, και γνωρίζοντας πως μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να επιτρέψει την ακροδεξιά να συναθροίσει λόγο υπέρ του Brexit (εφόσον καμία άλλη πολιτική δύναμη δεν φαίνεται να την ανταγωνίζεται στο πεδίο αυτό), δείχνει πως σε μια τόσο δύσκολη και απαιτητική (από πολιτική σκοπιά) εποχή, ούτε οι ίδιοι οι οργανικοί διανοούμενοι δεν φαίνεται να είναι σε θέση να στηρίξουν τις θεωρίες που μέχρι χθες προωθούσαν. Προφανώς διότι η συνάθροιση ενός αντιευρωπαϊκού λόγου (που δεν θα αναπαράγει τον ακροδεξιό εθνορομαντισμό) απαιτεί πολιτική δράση και ζύμωση με τους απλούς πολίτες, κάτι που δεν ενδιαφέρει κανέναν αριστερό ακαδημαϊκό, κλεισμένο στον δικό του πανεπιστημιακό ή κομματικό μικρόκοσμο. Είχε, λοιπόν, άδικο ο Christopher Lasch, όταν πριν από μερικές δεκαετίες ανέλυσε τη ριζική αποκοπή των σύγχρονων φιλελεύθερων ολιγαρχιών και των οργανικών διανοούμενων (thinking class) από το κοινωνικό σώμα, μέσω της περίφημης ιδέας περί «εξέγερσης των ελίτ»;
Δεν είναι όμως μόνο τούτο το βασικό διακύβευμα του Brexit. Η εμμονή όλων των αριστερών στη Βρετανία να βαφτίζουν «ρατσιστή», «ξενόφοβο» και «ακροδεξιό» οποιονδήποτε μιλά κατά της ΕΕ (ανεξάρτητα και αν ο ευρωσκεπτικισμός εκφράζεται από μή ξενοφοβικές θέσεις) έδωσε αφορμή σε μια τοξική μειοψηφία (η οποία στήριξε το Brexit από ξενοφοβικές θέσεις, δηλαδή με στόχο να κλείσουν τα σύνορα για τους Ευρωπαίους πολίτες), να πιστέψει ότι η πλειοψηφία των Βρετανών πολιτών δικαίωσε τις μισανθρωπικές τους αντιλήψεις. Η μειοψηφία αυτή, θεωρώντας εσφαλμένα πως οι Βρετανοί πολίτες στράφηκαν κατά των μεταναστών, πίστεψε πως είναι δικαιολογημένες οι σωματικές και φραστικές επιθέσεις, παίρνοντας το πράσινο φως για την τέλεση αχαρακτήριστων πράξεων. Στο σημείο αυτό, πριν κάνουμε έναν γενικό απολογισμό της όλης κατάστασης, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε και μια ακόμα πτυχή των γεγονότων: όσοι κατακεραυνώνουν το Brexit ως μια κατεξοχήν «ρατσιστική» ψήφο, ξεχνούν (ή κάνουν πως δεν θέλουν να δουν) ότι η ίδια η ΕΕ, μαζί και τα μιντιακά της φερέφωνα, εξαπολύουν ρατσιστικές επιθέσεις εναντίον των Ελλήνων συλλήβδην, θεωρώντας τους τεμπέληδες και διεφθαρμένους, που δικαίως υποφέρουν. Πρόκειται για την ίδια υπερδομή που υποστήριξε το ακροδεξιό καθεστώς της Ουκρανίας, που για γεωπολιτικούς λόγους προωθεί συνεχώς πρόσφυγες πίσω στην Τουρκία (για τους οποίους υποτίθεται κόπτονται οι αριστεροί σήμερα όσο κανένας άλλος), ενώ δεν διστάζει να συνεργαστεί με τον Σουλτάνο Ερντογάν (συναινώντας έτσι στις πολιτικές γενοκτονίας εναντίον των Κούρδων).
Αντί επιλόγου
Η απουσία πολιτικών προταγμάτων, ικανών να δώσουν βιώσιμες απαντήσεις στα τρέχοντα προβλήματα σε μια τόσο κρίσιμη ιστορική συγκυρία, κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο αισθητή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι μοναδικές φωνές που κυριαρχούν στο πολιτικό σκηνικό να περιορίζονται μέσα στα δύο κυρίαρχα αφηγήματα: τον νεοφιλελευθερισμό (στον οποίο έχει συγχωνευτεί πλήρως και η δήθεν ριζοσπαστική αριστερά) και τον εθνορομαντισμό/εθνοπροστατευτισμό που προτάσσει η ακροδεξιά. Παρά την απόρριψη των αριστερών και αναρχικών θέσεων, πως όλα οδηγούν αργά ή γρήγορα σε έναν ολοκληρωτισμό (θέση που συνιστά κοινό τόπο της αριστεράς από τη δεκαετία του 70 και έπειτα, τότε που η καταστολή εναντίον των ακροαριστερών ομάδων από τις ντεγκωλικές δυνάμεις μετά τον Μάη του 68 ερμηνεύτηκε ως μια απόπειρα στροφής προς τον ολοκληρωτισμό) δεν είναι δύσκολο να δει κανείς πως ο τοξικός λόγος του Trump (όσο και αν ο ίδιος φαγοκυτταρωθεί από το νεοφιλελεύθερο παράδειγμα) θα μπορούσε να ενισχύσει επικίνδυνες ρατσιστικές οργανώσεις, σαν την Κου Κλουξ Κλαν που στήριξε τον δεξιό λαϊκιστή (οι οποίες, βέβαια, πάντοτε έκλειναν το μάτι στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα). Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει με απόλυτη ακρίβεια την τροπή που θα λάβουν τα πράγματα, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού. Ενθυμούμενοι ωστόσο την θέση του Tocqueville, πως η απάθεια συνιστά μεγαλύτερη απειλή από τον δεσποτισμό, αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε είναι πως κρίνεται αναγκαία η σαρωτική κινητοποίηση της πλειοψηφίας των Αμερικανών πολιτών (που δεν συμπαθεί τον Trump και τους ρατσιστές, αλλά παραμένει σε αδράνεια, είτε γιατί δεν βρίσκει κανένα νόημα στα εκλογικά πανηγύρια, πόσο μάλλον στην αναμέτρηση μεταξύ δύο απαράδεκτων υποψηφίων, είτε γιατί δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική, επενδύοντας μονάχα στην κατανάλωση και την προσωπική ευκολία). Διότι δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως ήταν η ίδια η απάθεια που χάρισε το τιμόνι της χώρας στον Trump, πράγμα που καθιστά υπεύθυνο όχι μόνο το 23.6% που τον επέλεξε, αλλά πολύ περισσότερο τονίζει και τις ευθύνες του 46.4%, που ενώ μεν δικαίως απείχε από τις εκλογές, την ίδια στιγμή δεν στάθηκε ικανό να προωθήσει κάποια εναλλακτική ιδέα. Ως εκ τούτου, η συμμετοχή που αξίζει να προτείνουμε δεν θα μπορεί να θεωρηθεί ταυτόσημη με την προσέλευση στις κάλπες τέσσερα χρόνια αργότερα όπου, πιθανότατα, θα διεκδικήσει την προεδρία των Δημοκρατικών η Michelle Obama, την οποία δήθεν θα πρέπει να ψηφίσουν μαζικά οι πολίτες ώστε να μην επαναληφθεί το φαινόμενο Trump. Μια δυναμική προσωπικότητα στο τιμόνι κάποιας χώρας, όσο χαρισματική και αν είναι, από τη στιγμή που εφαρμόζει τις ίδιες πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού δεν αποτελεί απάντηση στο πρόβλημα. Διότι οι ακροδεξιές φωνές δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από ένα σύμπτωμα των προβλημάτων που η ίδια η νεοφιλελεύθερη κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα γέννησε. Μονάχα η δημοκρατική κινητοποίηση των πολιτών θα μπορούσε να προσφέρει βιώσιμες λύσεις, σαν τις περιβόητες συγκεντρώσεις των Townships (για τις οποίες μιλά ο Tocqueville στο Democracy in America και η Hannah Arendt στο On Revolution), μαζί και η αναβίωση του λαϊκού πολιτισμού!
Σημειώσεις:
[1] Αξίζει να δει αναλύσει κανείς πιο διεξοδικά τα ποσοστά προσέλευσης στις κάλπες όπως δίνονται από το Electorate Project 2016. Σημειώνεται πως η αποχή στις Πολιτείες που παραδοσιακά αποτελούν κάστρα των Δημοκρατικών, όπως το New Hampshire, τη Minnesota και τη Massachusetts, είναι πολύ μικρότερη από ότι στις κόκκινες πολιτείες της Oklahoma, του Tennessee και του Mississippi (χωρίς, ωστόσο, κάτι τέτοιο να αποτελεί κανόνας).
[2] Να προσθέσουμε επίσης ότι μια άλλη δημοσκόπηση, μετεκλογική, δείχνει πως ο αριστερός/φιλελεύθερος Bernie Sanders θα είχε κερδίσει αν είχε την προεδρία των Δημοκρατικών, έναντι της Hillary Clinton.