ΣΕ ΤΡΟΧΙΑ ΑΠΟΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Του ΠΕΤΡΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Η υπό αμερικανική ηγεμονία παγκοσμιοποίηση είναι μονόδρομος, μόνο που χρειάζεται κάποια «διόρθωση πορείας», ήταν το κεντρικό μήνυμα της αποχαιρετιστήριας περιοδείας Ομπάμα στην Ευρώπη. Η ΕΕ, δηλαδή η περιφερειακή υποστασιοποίηση της παγκοσμιοποίησης, είναι μονόδρομος, μόνο που χρειάζεται κι αυτή κάποιες διορθώσεις, υποστήριξαν στο ίδιο μήκος κύματος οι Ευρωπαίοι αμφιτρύονες του Αμερικανού προέδρου. «Δεν μας φτύνουν, απλώς ψιχαλίζει» ήταν σαν να έλεγαν και ο μεν και οι δε, κλείνοντας τ’ αυτιά τους στα εκκωφαντικά μηνύματα του βρετανικού δημοψηφίσματος και των αμερικανικών εκλογών.
Στην πραγματικότητα, τόσο η ψήφος των Βρετανών υπέρ του Brexit όσο και η απροσδόκητη ήττα της Κλίντον υποδηλώνουν όχι κάποιες παροδικές αρρυθμίες, αλλά την πλήρη αποσταθεροποίηση του κόσμου που υπερασπίζονται ο Ομπάμα, η Μέρκελ και οι ελάσσονες υποτελείς τους, συμπεριλαμβανομένης της κυβέρνησης Τσίπρα. Αυτά τα δύο εξαιρετικής βαρύτητας γεγονότα διαμηνύουν την είσοδο- πρωτίστως της Δύσης και στη συνέχεια όλης της ανθρωπότητας- σε μια καινούργια, πιο σκοτεινή φάση της μακρόσυρτης κρίσης που αντιμετωπίζει ο «κόσμος του 1990»: ο παγκοσμιοποιημένος νεοφιλελευθερισμός με εγγυητή τις ΗΠΑ, αδιαφιλονίκητο ηγεμόνα του πλανήτη μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ.
Τα πρώτα σημάδια αποσταθεροποίησης ήρθαν το 2000-2002 με την κατάρρευση του NASDAQ, δηλαδή της χρηματιστηριακής αξίας των αμερικανικών επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας. Η περίφημη «Νέα Οικονομία», το πιο δυναμικό στοιχείο του ύστερου καπιταλισμού, είχε αρχίσει να λαχανιάζει, κάτι που έθρεψε τις φούσκες στην αγορά ακινήτων και στη Wall Street, επωάζοντας τη μεγαλύτερη μεταπολεμική κρίση, που θα ξεσπούσε το 2008. Ενδιάμεσα, οι πόλεμοι στο Αφγανιστάν και κυρίως στο Ιράκ, όπως και ο βραχύς πόλεμος Ρωσίας- Γεωργίας διεμήνυαν το τέλος της Pax Americana. Αργά αλλά σταθερά, ο «κόσμος του 1990» διαβρωνόταν εκ θεμελίων.
Η εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα το 2008 σηματοδοτούσε την προσπάθεια να σωθεί το υπάρχον μοντέλο με διορθώσεις που δεν αμφισβητούν τα θεμέλιά του. Ο Ομπάμα μείωσε την αμερικανική εμπλοκή σε Ιράκ και Αφγανιστάν και έκλεισε το επικίνδυνο ρήγμα που είχε ανοίξει ο Μπους με τη γαλλογερμανική Ευρώπη, αποτρέποντας μια επικίνδυνη για τα αμερικανικά συμφέροντα προσέγγισή της με τη Ρωσία. Εκμεταλλεύθηκε την πτώση των τιμών του πετρελαίου, που είχαν εκτοξευθεί στα ουράνια επί «πετρελαιά» Μπους, για να πλήξει τις ανταγωνιστικές χώρες που στηρίζονται κυρίως στους υδρογονάνθρακες (Ρωσία, Ιράν, Βενεζουέλα). Η ανατροπή του φιλορώσου Γιανουκόβιτς στην Ουκρανία, η πειθάρχηση του Ιράν με καταλύτη τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα και η υπονόμευση αριστερών κυβερνήσεων στη Λατινική Αμερική διευκολύνθηκαν από αυτή την εξέλιξη. Στο εσωτερικό, κατάφερε να εκτονώσει την κρίση με την προσφορά φτηνού χρήματος από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα και περιορισμένες μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των πιο κραυγαλέων εκδηλώσεων της «χρηματοποίησης» (βλ. νόμος Ντοντ- Φρανκ).
Ωστόσο, οι τακτικές διορθώσεις του Ομπάμα δεν ήταν δυνατό να αντιμετωπίσουν τα δομικά προβλήματα της αμερικανικής οικονομίας και γεωστρατηγικής. Η παραγωγικότητα παραμένει σχεδόν στάσιμη και η όποια ποσοτική ανάπτυξη στηρίζεται και πάλι σε χρηματοπιστωτικές φούσκες, που δεν θα αργήσουν να σκάσουν. (Το ίδιο ισχύει βέβαια και στην Ευρώπη, όπου οι συστημικές τράπεζες, με πρώτη και χειρότερη την Deutsche Bank, αποτελούν τον μεγαλύτερο παράγοντα συστημικής αστάθειας). Το φτωχότερο 50% του πληθυσμού εξακολουθεί να βλέπει τα εισοδήματά του στα επίπεδα της δεκαετίας του 1970, ενώ οι εισοδηματικές και περιουσιακές ανισότητες βρίσκονται στα ύψη της σκανδαλώδους Επίχρυσης Εποχής, της δεκαετίας του 1920 που γέννησε το κραχ του 1929 και τη συνακόλουθη Μεγάλη Ύφεση. Η επιθετική πολιτική Ομπάμα σε Ουκρανία και Συρία ναι μεν απέτρεψε μια γαλλογερμανορωσική «Αντάντ», αλλά έφερε πολύ πιο κοντά Ρωσία και Κίνα. Η βαθμιαία υποβάθμιση της διεθνούς οικονομικής θέσης της Αμερικής συνεχίζεται, καθώς η στρατιωτική υπερδύναμη έχει εμπορικά ελλείμματα έναντι και των τριών βασικότερων εταίρων της- Κίνα, Γερμανία, Ιαπωνία- ενώ το χρέος της έχει εκτοξευθεί στο αστρονομικό ύψος των 19 τρισ δολαρίων.
Κατά κάποιο τρόπο, η Αμερική και ο κόσμος όλος βρίσκονται σήμερα σε μια κατάσταση ανάλογη με εκείνη του τέλους της δεκαετίας του 1960- αρχών της δεκατίας του 1970. Εκείνη την εποχή είχαν αρχίσει να πυκνώνουν στον ουρανό της διεθνούς, καπιταλιστικής οικονομίας τα σημάδια της γενικευμένης κρίσης υπερσυσσώρευσης, που θα επισφράγιζε το τέλος των «Τριών Ένδοξων Δεκαετιών» της δυναμικής μεταπολεμικής ανάπτυξης, όπως και του κυρίαρχου υποδείγματος, του Κεϋνσιανισμού. Οι ηγετικές ελίτ της Αμερικής διαπίστωσαν ότι η μεταπολεμική, νομισματική «παγκοσμιοποίηση», που οι ίδιες είχαν θεμελιώσει το 1944 στο Μπρέτον- Γουντς, είχε καταλήξει να λειτουργεί όχι προς όφελός της, αλλά υπέρ των ανταγωνιστών της (κυρίως Γερμανίας και Ιαπωνίας). Γι αυτό και αποφάσισαν, μετά από πολλές ταλαντεύσεις, να γκρεμίσουν αυτό το σύστημα, με την ιστορική απόφαση του Νίξον, το καλοκαίρι του 1971, για την κατάργηση της μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό.
Η απόφαση αυτή είχε μακροπρόθεσμες συνέπειες, αλλά δεν συνοδευόταν, ακόμη, από μια γενικότερη αλλαγή υποδείγματος. Αντίθετα, ο Ρεπουμπλικανός Νίξον και το επιτελείο του είδαν αυτή την αλλαγή ως τακτική διόρθωση για να διασώσουν το Κεϋνσιανό μοντέλο συσσώρευσης, που κλονιζόταν- δική του είναι, άλλωστε, η φράση «σήμερα, είμαστε όλοι Κεϋνσιανοί». Θα χρειάζονταν δέκα ακόμη χρόνια- μέχρι να αναλάβει πρόεδρος ο Ρίγκαν και να εξαπολύσει ο διοικητής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας το λεγόμενο «Σοκ Βόλκερ»- για να ωριμάσει η στροφή στο νέο υπόδειγμα του νεοφιλελευθερισμού, της χρηματοποίησης και των υπέρογκων στρατιωτικών δαπανών, στο πλαίσιο της γενικευμένης ιμπεριαλιστικής αντεπίθεσης.
Σήμερα, αυτό που κλονίζεται είναι ακριβώς το υπόδειγμα που κυριάρχησε την τελευταία τριακονταετία και δείχνει να έχει φάει τα ψωμιά του. Ο Τραμπ και το Brexit είναι μόνο συμπτώματα μιας βαριάς παθολογίας που προϋπήρχε και η οποία εκδηλωνόταν, καιρό τώρα, με τη διάδοση του πνεύματος «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», της εξαγωγής της κρίσης στον διπλανό, των ακήρυκτων οικονομικών πολέμων και εθνικών ανταγωνισμών στο εσωτερικό του ίδιου του Δυτικού κόσμου. Ο Κάμερον δεν θα είχε προκηρύξει το δημοψήφισμα αν ισχυρά τμήματα της βρετανικής ολιγαρχίας δεν δυσφορούσαν με την προοπτική να γίνουν ελάσσονες εταίροι μιας γερμανικής Ευρώπης. Ομπάμα και Μέρκελ μπορεί ναχασκογελάνε μπροστά στις κάμερες στο Βερολίνο, αλλά η Γερμανίδα καγκελάριος ξέρει ότι το κινητό της δεν το παρακολουθούσε ο Πούτιν, αλλά ο Αμερικανός σύμμαχός της. Όσοι φοβούνται ότι επί Τραμπ θα διαρραγούν οι άριστες, υποτίθεται, οικονομικές σχέσεις ΗΠΑ- Ευρώπης και θα διολισθήσουμε στον προστατευτισμό, ή είναι ανίδεοι, ή μας πουλάνε σανό: οι εμπορικοί πόλεμοι ΗΠΑ- ΕΕ ήταν ήδη γεγονός επί εποχής Ομπάμα, όπως διαλαλούν τα αστρονομικά πρόστιμα των ΗΠΑ στη Deutsche Bank και στην Volkswagen και των Βρυξελλών στην Apple και τη Google.
Σ’αυτό το φόντο, τίποτα δεν δείχνει ότι η εκλογή Τραμπ θα λύσει τις αντιφάσεις της Αμερικής και του διεθνούς καπιταλισμού, με μια καθαρτήρια επιβολή ενός νέου μοντέλου συσσώρευσης και διεθνών συμμαχιών. Μάλλον θα πρόκειται για ένα ακόμη επεισόδιο στον αργό θάνατο του «κόσμου του 1990», για μια νέα (σε πολλά σημεία ανάστροφη) «διόρθωση πορείας» μετά τη διόρθωση του Ομπάμα, κατά το βλέποντας και κάνοντας, με έντονες αντιφάσεις και ταλαντεύσεις, χωρίς συνεκτική στρατηγική.
Στο γεωστρατηγικό πεδίο, τα ένστικτα του Τραμπ και του επιτελείου του καταδεικνύουν ως απειλητικότερο δυνητικό ανταγωνιστή των ΗΠΑ στον 21ο αιώνα την ανερχόμενη Κίνα και όχι τη Ρωσία, που είναι μεν πυρηνική υπερδύναμη, αλλά με μια οικονομία μικρότερη της Καλιφόρνιας. Υπό αυτό το πρίσμα δελεάζονται να κάνουν ό,τι έκαναν οι Νίξον- Κίσινγκερ, αλλά από την ανάποδη: να εξασφαλίσουν μια κάποια ειρηνική συνύπαρξη με τη Ρωσία εναντίον της Κίνας, σπάζοντας τον μεγάλο ευρασιατικό άξονα που πάει να διαμορφωθεί, με ελάσσονες παραχωρήσεις σε Συρία και Κριμαία. Προτεραιότητα της ομάδας Τραμπ φαίνεται να είναι και η ταχεία ενοποίηση της «Αγγλόσφαιρας»- ΗΠΑ, Βρετανία, Καναδάς, Αυστραλία, Ν. Ζηλανδία- με την ακρωτηριασμένη ΕΕ να επαφίεται στη γερμανογαλλική ηγεμονία. Ασφαλώς, μια παρόμοια στροφή δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα γίνει πραγματικότητα, καθώς οι δυνάμεις αδράνειας στο «βαθύ κράτος» της υπερδύναμης είναι ισχυρότατες και οι ασταθείς συμβιβασμοί με την ομάδα Τραμπ βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη.
Στο οικονομικό πεδίο, ο Τραμπ δεν εννοεί να γίνει ο ανατροπέας της παγκοσμιοποίησης, του νεοφιλελευθερισμού και της χρηματοποίησης, αλλά εκείνος που θα επιφέρει διορθώσεις, βελτιώνοντας τη θέση της Αμερικής. Είναι πιθανό ότι θα ευνοήσει τμήματα του αμερικανικού κεφαλαίου που δρουν κυρίως στην εσωτερική αγορά, από τα οποία άλλωστε προέρχεται και ο ίδιος. Θα επιχειρήσει, ενδεχομένως, μια ορισμένη επαναβιομηχάνιση της Αμερικής, με επιλεκτικό προστατευτισμό και αναπόφευκτο περιορισμό των εξαγωγών και των εισαγωγών. Θα ήταν αφελές, όμως, να περιμένει κανείς από την κυβέρνηση Τραμπ μια επιστροφή στον Κεϋνσιανισμό. Αντίθετα, αποζημιώνει προκαταβολικά το κεφάλαιο για τις όποιες απώλειές του στο εξωτερικό με λιγότερους φόρους στο εσωτερικό, μεγαλύτερη απελευθέρωση των αγορών (ακόμη και τον νόμο Ντοντ- Φρανκ έχει υποσχεθεί ότι θα καταργήσει, δίνοντας μεγαλύτερη ασυδοσία στη Γουόλ Στριτ), ισχυρότερη αντισυνδικαλιστική νομοθεσία, καταπίεση της μεταναστευτικής εργατικής δύναμης και πάει λέγοντας.
Το διπλό σοκ του Brexit και της πολιτικής αλλαγής στις ΗΠΑ εντείνει τους προβληματισμούς, που φτάνουν στα όρια της υπαρξιακής αγωνίας, στην ΕΕ των 27. Ισχυροί κύκλοι της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας φαίνεται να ρέπουν προς μια «φυγή προς τα εμπρός», ένα άλμα στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ιδιαίτερα στο πεδίο της άμυνας και της ασφάλειας. Πρόκειται όμως για εγχείρημα μεγάλου πολιτικού ρίσκου, καθώς η απόρριψη της ΕΕ κερδίζει έδαφος με ταχείς ρυθμούς στους λαούς πολλών κρατών- μελών, συμπεριλαμβανομένων της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ελλάδας. Μια πιο συγκεντρωτική, πιο γραφειοκρατική και πιο στρατιωτικοποιημένη ΕΕ θα ήταν λάδι στη φωτιά, σε μια εποχή όπου το αίτημα για ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας απέναντι στις απρόσωπες δυνάμεις του υπερεθνικού κεφαλαίου αναδεικνύεται σε βασικό μοχλό πολιτικών ανατροπών.
Στους κόλπους της Αριστεράς, όχι μόνο στην Ελλάδα, υπάρχει μια τάση να αντιμετωπίζει κανείς την αλλαγή σκηνικού στις ΗΠΑ και την Ευρώπη με απαισιοδοξία στα όρια της κατάθλιψης, ωσάν η Δύση να είχε προσβληθεί ξαφνικά από τη μεταδοτική “Πανούκλα” του Καμύ και ο φασισμός να ήταν προ των πυλών. Φυσικά, ο κίνδυνος από την άνοδο ανοιχτά αντιδραστικών, εθνικιστικών, ξενοφοβικών ρευμάτων, στην Ελλάδα και διεθνώς, θα ήταν ανεπίτρεπτο να υποτιμηθεί. Ωστόσο μια παρόμοια, μονόπλευρη θεώρηση των πραγμάτων θα καταδίκαζε τη ριζοσπαστική Αριστερά να γίνει ουρά των νεοταξικών, ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που κλονίζονται και θα περιόριζε τον ορίζοντά της σε μάχες οπισθοφυλακών για τη διάσωση όσων δικαιωμάτων μπορούν ακόμα να διασωθούν, στο εσωτερικό ενός αστικού ορίζοντα που διαρκώς στενεύει.
Τίποτα απ΄ό,τι συνέβη και απ’ ό,τι θα συμβεί δεν καθορίζεται αποκλειστικά από τους κυρίαρχους κύκλους, ερήμην της πάλης των τάξεων. Αν κάτι μαρτυρούν οι ανατροπές που συντελέστηκαν ή κυοφορούνται σε Αμερική και Ευρώπη, είναι η βαθύτατη κρίση της αστικής ηγεμονίας, η αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να ενσωματώσουν με στοιχειωδώς σταθερό τρόπο τις εκμεταλλευόμενες. Γιαυτό και το φάντασμα του “λαϊκισμού” στοιχειώνει τις διευθύνουσες ελίτ σε ολόκληρο τον Δυτικό κόσμο. Τίποτα δεν έχει οριστικά χαθεί. Τα λαϊκά στρώματα που συνθλίβονται από τις μυλόπτερες της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης αναζητούν μια λυτρωτική Έξοδο κι όταν δεν τη βρίσκουν, επιλέγουν τη λύση που τους φαίνεται πιο εύκολη και πιο κοντινή, έστω κι αν δεν την πολυπιστεύουν.
Μπορεί ο Τραμπ να κέρδισε τις εκλογές (με 1,7 εκατομμύρια ψήφους ή 1,3% λιγότερο της Κλίντον) αλλά ένα μεγάλο μέρος της βάσης του θα ψήφιζε ακόμη και Σάντερς, αν είχε τη δυνατότητα. Το ίδιο συμβαίνει στη Βρετανία του Φάρατζ αλλά και του Κόρμπιν, όπως συνέβαινε χθες στην Ελλάδα της αριστερής παλίρροιας, αλλά και της Χρυσής Αυγής. Όλα είναι ανοιχτά, όλα θα παιχτούν ξανά κι όλα είναι δυνατά, αρκεί η Αριστερά που είναι ακόμη ζωντανή να δώσει πειστικές προγραμματικές απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα που ήδη θέτει η κρίση του παλιού κόσμου, συνδέοντας τον πρωταρχικό στόχο της κοινωνικής ανατροπής με την απαίτηση για ανάκτηση της εθνικής, λαϊκής κυριαρχίας, απέναντι στη γερασμένη Αυτοκρατορία του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
aristeri-diexodos.blogspot.gr
Του ΠΕΤΡΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
Η υπό αμερικανική ηγεμονία παγκοσμιοποίηση είναι μονόδρομος, μόνο που χρειάζεται κάποια «διόρθωση πορείας», ήταν το κεντρικό μήνυμα της αποχαιρετιστήριας περιοδείας Ομπάμα στην Ευρώπη. Η ΕΕ, δηλαδή η περιφερειακή υποστασιοποίηση της παγκοσμιοποίησης, είναι μονόδρομος, μόνο που χρειάζεται κι αυτή κάποιες διορθώσεις, υποστήριξαν στο ίδιο μήκος κύματος οι Ευρωπαίοι αμφιτρύονες του Αμερικανού προέδρου. «Δεν μας φτύνουν, απλώς ψιχαλίζει» ήταν σαν να έλεγαν και ο μεν και οι δε, κλείνοντας τ’ αυτιά τους στα εκκωφαντικά μηνύματα του βρετανικού δημοψηφίσματος και των αμερικανικών εκλογών.
Στην πραγματικότητα, τόσο η ψήφος των Βρετανών υπέρ του Brexit όσο και η απροσδόκητη ήττα της Κλίντον υποδηλώνουν όχι κάποιες παροδικές αρρυθμίες, αλλά την πλήρη αποσταθεροποίηση του κόσμου που υπερασπίζονται ο Ομπάμα, η Μέρκελ και οι ελάσσονες υποτελείς τους, συμπεριλαμβανομένης της κυβέρνησης Τσίπρα. Αυτά τα δύο εξαιρετικής βαρύτητας γεγονότα διαμηνύουν την είσοδο- πρωτίστως της Δύσης και στη συνέχεια όλης της ανθρωπότητας- σε μια καινούργια, πιο σκοτεινή φάση της μακρόσυρτης κρίσης που αντιμετωπίζει ο «κόσμος του 1990»: ο παγκοσμιοποιημένος νεοφιλελευθερισμός με εγγυητή τις ΗΠΑ, αδιαφιλονίκητο ηγεμόνα του πλανήτη μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ.
Τα πρώτα σημάδια αποσταθεροποίησης ήρθαν το 2000-2002 με την κατάρρευση του NASDAQ, δηλαδή της χρηματιστηριακής αξίας των αμερικανικών επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας. Η περίφημη «Νέα Οικονομία», το πιο δυναμικό στοιχείο του ύστερου καπιταλισμού, είχε αρχίσει να λαχανιάζει, κάτι που έθρεψε τις φούσκες στην αγορά ακινήτων και στη Wall Street, επωάζοντας τη μεγαλύτερη μεταπολεμική κρίση, που θα ξεσπούσε το 2008. Ενδιάμεσα, οι πόλεμοι στο Αφγανιστάν και κυρίως στο Ιράκ, όπως και ο βραχύς πόλεμος Ρωσίας- Γεωργίας διεμήνυαν το τέλος της Pax Americana. Αργά αλλά σταθερά, ο «κόσμος του 1990» διαβρωνόταν εκ θεμελίων.
Η εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα το 2008 σηματοδοτούσε την προσπάθεια να σωθεί το υπάρχον μοντέλο με διορθώσεις που δεν αμφισβητούν τα θεμέλιά του. Ο Ομπάμα μείωσε την αμερικανική εμπλοκή σε Ιράκ και Αφγανιστάν και έκλεισε το επικίνδυνο ρήγμα που είχε ανοίξει ο Μπους με τη γαλλογερμανική Ευρώπη, αποτρέποντας μια επικίνδυνη για τα αμερικανικά συμφέροντα προσέγγισή της με τη Ρωσία. Εκμεταλλεύθηκε την πτώση των τιμών του πετρελαίου, που είχαν εκτοξευθεί στα ουράνια επί «πετρελαιά» Μπους, για να πλήξει τις ανταγωνιστικές χώρες που στηρίζονται κυρίως στους υδρογονάνθρακες (Ρωσία, Ιράν, Βενεζουέλα). Η ανατροπή του φιλορώσου Γιανουκόβιτς στην Ουκρανία, η πειθάρχηση του Ιράν με καταλύτη τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα και η υπονόμευση αριστερών κυβερνήσεων στη Λατινική Αμερική διευκολύνθηκαν από αυτή την εξέλιξη. Στο εσωτερικό, κατάφερε να εκτονώσει την κρίση με την προσφορά φτηνού χρήματος από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα και περιορισμένες μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των πιο κραυγαλέων εκδηλώσεων της «χρηματοποίησης» (βλ. νόμος Ντοντ- Φρανκ).
Ωστόσο, οι τακτικές διορθώσεις του Ομπάμα δεν ήταν δυνατό να αντιμετωπίσουν τα δομικά προβλήματα της αμερικανικής οικονομίας και γεωστρατηγικής. Η παραγωγικότητα παραμένει σχεδόν στάσιμη και η όποια ποσοτική ανάπτυξη στηρίζεται και πάλι σε χρηματοπιστωτικές φούσκες, που δεν θα αργήσουν να σκάσουν. (Το ίδιο ισχύει βέβαια και στην Ευρώπη, όπου οι συστημικές τράπεζες, με πρώτη και χειρότερη την Deutsche Bank, αποτελούν τον μεγαλύτερο παράγοντα συστημικής αστάθειας). Το φτωχότερο 50% του πληθυσμού εξακολουθεί να βλέπει τα εισοδήματά του στα επίπεδα της δεκαετίας του 1970, ενώ οι εισοδηματικές και περιουσιακές ανισότητες βρίσκονται στα ύψη της σκανδαλώδους Επίχρυσης Εποχής, της δεκαετίας του 1920 που γέννησε το κραχ του 1929 και τη συνακόλουθη Μεγάλη Ύφεση. Η επιθετική πολιτική Ομπάμα σε Ουκρανία και Συρία ναι μεν απέτρεψε μια γαλλογερμανορωσική «Αντάντ», αλλά έφερε πολύ πιο κοντά Ρωσία και Κίνα. Η βαθμιαία υποβάθμιση της διεθνούς οικονομικής θέσης της Αμερικής συνεχίζεται, καθώς η στρατιωτική υπερδύναμη έχει εμπορικά ελλείμματα έναντι και των τριών βασικότερων εταίρων της- Κίνα, Γερμανία, Ιαπωνία- ενώ το χρέος της έχει εκτοξευθεί στο αστρονομικό ύψος των 19 τρισ δολαρίων.
Κατά κάποιο τρόπο, η Αμερική και ο κόσμος όλος βρίσκονται σήμερα σε μια κατάσταση ανάλογη με εκείνη του τέλους της δεκαετίας του 1960- αρχών της δεκατίας του 1970. Εκείνη την εποχή είχαν αρχίσει να πυκνώνουν στον ουρανό της διεθνούς, καπιταλιστικής οικονομίας τα σημάδια της γενικευμένης κρίσης υπερσυσσώρευσης, που θα επισφράγιζε το τέλος των «Τριών Ένδοξων Δεκαετιών» της δυναμικής μεταπολεμικής ανάπτυξης, όπως και του κυρίαρχου υποδείγματος, του Κεϋνσιανισμού. Οι ηγετικές ελίτ της Αμερικής διαπίστωσαν ότι η μεταπολεμική, νομισματική «παγκοσμιοποίηση», που οι ίδιες είχαν θεμελιώσει το 1944 στο Μπρέτον- Γουντς, είχε καταλήξει να λειτουργεί όχι προς όφελός της, αλλά υπέρ των ανταγωνιστών της (κυρίως Γερμανίας και Ιαπωνίας). Γι αυτό και αποφάσισαν, μετά από πολλές ταλαντεύσεις, να γκρεμίσουν αυτό το σύστημα, με την ιστορική απόφαση του Νίξον, το καλοκαίρι του 1971, για την κατάργηση της μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό.
Η απόφαση αυτή είχε μακροπρόθεσμες συνέπειες, αλλά δεν συνοδευόταν, ακόμη, από μια γενικότερη αλλαγή υποδείγματος. Αντίθετα, ο Ρεπουμπλικανός Νίξον και το επιτελείο του είδαν αυτή την αλλαγή ως τακτική διόρθωση για να διασώσουν το Κεϋνσιανό μοντέλο συσσώρευσης, που κλονιζόταν- δική του είναι, άλλωστε, η φράση «σήμερα, είμαστε όλοι Κεϋνσιανοί». Θα χρειάζονταν δέκα ακόμη χρόνια- μέχρι να αναλάβει πρόεδρος ο Ρίγκαν και να εξαπολύσει ο διοικητής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας το λεγόμενο «Σοκ Βόλκερ»- για να ωριμάσει η στροφή στο νέο υπόδειγμα του νεοφιλελευθερισμού, της χρηματοποίησης και των υπέρογκων στρατιωτικών δαπανών, στο πλαίσιο της γενικευμένης ιμπεριαλιστικής αντεπίθεσης.
Σήμερα, αυτό που κλονίζεται είναι ακριβώς το υπόδειγμα που κυριάρχησε την τελευταία τριακονταετία και δείχνει να έχει φάει τα ψωμιά του. Ο Τραμπ και το Brexit είναι μόνο συμπτώματα μιας βαριάς παθολογίας που προϋπήρχε και η οποία εκδηλωνόταν, καιρό τώρα, με τη διάδοση του πνεύματος «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», της εξαγωγής της κρίσης στον διπλανό, των ακήρυκτων οικονομικών πολέμων και εθνικών ανταγωνισμών στο εσωτερικό του ίδιου του Δυτικού κόσμου. Ο Κάμερον δεν θα είχε προκηρύξει το δημοψήφισμα αν ισχυρά τμήματα της βρετανικής ολιγαρχίας δεν δυσφορούσαν με την προοπτική να γίνουν ελάσσονες εταίροι μιας γερμανικής Ευρώπης. Ομπάμα και Μέρκελ μπορεί ναχασκογελάνε μπροστά στις κάμερες στο Βερολίνο, αλλά η Γερμανίδα καγκελάριος ξέρει ότι το κινητό της δεν το παρακολουθούσε ο Πούτιν, αλλά ο Αμερικανός σύμμαχός της. Όσοι φοβούνται ότι επί Τραμπ θα διαρραγούν οι άριστες, υποτίθεται, οικονομικές σχέσεις ΗΠΑ- Ευρώπης και θα διολισθήσουμε στον προστατευτισμό, ή είναι ανίδεοι, ή μας πουλάνε σανό: οι εμπορικοί πόλεμοι ΗΠΑ- ΕΕ ήταν ήδη γεγονός επί εποχής Ομπάμα, όπως διαλαλούν τα αστρονομικά πρόστιμα των ΗΠΑ στη Deutsche Bank και στην Volkswagen και των Βρυξελλών στην Apple και τη Google.
Σ’αυτό το φόντο, τίποτα δεν δείχνει ότι η εκλογή Τραμπ θα λύσει τις αντιφάσεις της Αμερικής και του διεθνούς καπιταλισμού, με μια καθαρτήρια επιβολή ενός νέου μοντέλου συσσώρευσης και διεθνών συμμαχιών. Μάλλον θα πρόκειται για ένα ακόμη επεισόδιο στον αργό θάνατο του «κόσμου του 1990», για μια νέα (σε πολλά σημεία ανάστροφη) «διόρθωση πορείας» μετά τη διόρθωση του Ομπάμα, κατά το βλέποντας και κάνοντας, με έντονες αντιφάσεις και ταλαντεύσεις, χωρίς συνεκτική στρατηγική.
Στο γεωστρατηγικό πεδίο, τα ένστικτα του Τραμπ και του επιτελείου του καταδεικνύουν ως απειλητικότερο δυνητικό ανταγωνιστή των ΗΠΑ στον 21ο αιώνα την ανερχόμενη Κίνα και όχι τη Ρωσία, που είναι μεν πυρηνική υπερδύναμη, αλλά με μια οικονομία μικρότερη της Καλιφόρνιας. Υπό αυτό το πρίσμα δελεάζονται να κάνουν ό,τι έκαναν οι Νίξον- Κίσινγκερ, αλλά από την ανάποδη: να εξασφαλίσουν μια κάποια ειρηνική συνύπαρξη με τη Ρωσία εναντίον της Κίνας, σπάζοντας τον μεγάλο ευρασιατικό άξονα που πάει να διαμορφωθεί, με ελάσσονες παραχωρήσεις σε Συρία και Κριμαία. Προτεραιότητα της ομάδας Τραμπ φαίνεται να είναι και η ταχεία ενοποίηση της «Αγγλόσφαιρας»- ΗΠΑ, Βρετανία, Καναδάς, Αυστραλία, Ν. Ζηλανδία- με την ακρωτηριασμένη ΕΕ να επαφίεται στη γερμανογαλλική ηγεμονία. Ασφαλώς, μια παρόμοια στροφή δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα γίνει πραγματικότητα, καθώς οι δυνάμεις αδράνειας στο «βαθύ κράτος» της υπερδύναμης είναι ισχυρότατες και οι ασταθείς συμβιβασμοί με την ομάδα Τραμπ βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη.
Στο οικονομικό πεδίο, ο Τραμπ δεν εννοεί να γίνει ο ανατροπέας της παγκοσμιοποίησης, του νεοφιλελευθερισμού και της χρηματοποίησης, αλλά εκείνος που θα επιφέρει διορθώσεις, βελτιώνοντας τη θέση της Αμερικής. Είναι πιθανό ότι θα ευνοήσει τμήματα του αμερικανικού κεφαλαίου που δρουν κυρίως στην εσωτερική αγορά, από τα οποία άλλωστε προέρχεται και ο ίδιος. Θα επιχειρήσει, ενδεχομένως, μια ορισμένη επαναβιομηχάνιση της Αμερικής, με επιλεκτικό προστατευτισμό και αναπόφευκτο περιορισμό των εξαγωγών και των εισαγωγών. Θα ήταν αφελές, όμως, να περιμένει κανείς από την κυβέρνηση Τραμπ μια επιστροφή στον Κεϋνσιανισμό. Αντίθετα, αποζημιώνει προκαταβολικά το κεφάλαιο για τις όποιες απώλειές του στο εξωτερικό με λιγότερους φόρους στο εσωτερικό, μεγαλύτερη απελευθέρωση των αγορών (ακόμη και τον νόμο Ντοντ- Φρανκ έχει υποσχεθεί ότι θα καταργήσει, δίνοντας μεγαλύτερη ασυδοσία στη Γουόλ Στριτ), ισχυρότερη αντισυνδικαλιστική νομοθεσία, καταπίεση της μεταναστευτικής εργατικής δύναμης και πάει λέγοντας.
Το διπλό σοκ του Brexit και της πολιτικής αλλαγής στις ΗΠΑ εντείνει τους προβληματισμούς, που φτάνουν στα όρια της υπαρξιακής αγωνίας, στην ΕΕ των 27. Ισχυροί κύκλοι της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας φαίνεται να ρέπουν προς μια «φυγή προς τα εμπρός», ένα άλμα στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ιδιαίτερα στο πεδίο της άμυνας και της ασφάλειας. Πρόκειται όμως για εγχείρημα μεγάλου πολιτικού ρίσκου, καθώς η απόρριψη της ΕΕ κερδίζει έδαφος με ταχείς ρυθμούς στους λαούς πολλών κρατών- μελών, συμπεριλαμβανομένων της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ελλάδας. Μια πιο συγκεντρωτική, πιο γραφειοκρατική και πιο στρατιωτικοποιημένη ΕΕ θα ήταν λάδι στη φωτιά, σε μια εποχή όπου το αίτημα για ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας απέναντι στις απρόσωπες δυνάμεις του υπερεθνικού κεφαλαίου αναδεικνύεται σε βασικό μοχλό πολιτικών ανατροπών.
Στους κόλπους της Αριστεράς, όχι μόνο στην Ελλάδα, υπάρχει μια τάση να αντιμετωπίζει κανείς την αλλαγή σκηνικού στις ΗΠΑ και την Ευρώπη με απαισιοδοξία στα όρια της κατάθλιψης, ωσάν η Δύση να είχε προσβληθεί ξαφνικά από τη μεταδοτική “Πανούκλα” του Καμύ και ο φασισμός να ήταν προ των πυλών. Φυσικά, ο κίνδυνος από την άνοδο ανοιχτά αντιδραστικών, εθνικιστικών, ξενοφοβικών ρευμάτων, στην Ελλάδα και διεθνώς, θα ήταν ανεπίτρεπτο να υποτιμηθεί. Ωστόσο μια παρόμοια, μονόπλευρη θεώρηση των πραγμάτων θα καταδίκαζε τη ριζοσπαστική Αριστερά να γίνει ουρά των νεοταξικών, ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που κλονίζονται και θα περιόριζε τον ορίζοντά της σε μάχες οπισθοφυλακών για τη διάσωση όσων δικαιωμάτων μπορούν ακόμα να διασωθούν, στο εσωτερικό ενός αστικού ορίζοντα που διαρκώς στενεύει.
Τίποτα απ΄ό,τι συνέβη και απ’ ό,τι θα συμβεί δεν καθορίζεται αποκλειστικά από τους κυρίαρχους κύκλους, ερήμην της πάλης των τάξεων. Αν κάτι μαρτυρούν οι ανατροπές που συντελέστηκαν ή κυοφορούνται σε Αμερική και Ευρώπη, είναι η βαθύτατη κρίση της αστικής ηγεμονίας, η αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να ενσωματώσουν με στοιχειωδώς σταθερό τρόπο τις εκμεταλλευόμενες. Γιαυτό και το φάντασμα του “λαϊκισμού” στοιχειώνει τις διευθύνουσες ελίτ σε ολόκληρο τον Δυτικό κόσμο. Τίποτα δεν έχει οριστικά χαθεί. Τα λαϊκά στρώματα που συνθλίβονται από τις μυλόπτερες της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης αναζητούν μια λυτρωτική Έξοδο κι όταν δεν τη βρίσκουν, επιλέγουν τη λύση που τους φαίνεται πιο εύκολη και πιο κοντινή, έστω κι αν δεν την πολυπιστεύουν.
Μπορεί ο Τραμπ να κέρδισε τις εκλογές (με 1,7 εκατομμύρια ψήφους ή 1,3% λιγότερο της Κλίντον) αλλά ένα μεγάλο μέρος της βάσης του θα ψήφιζε ακόμη και Σάντερς, αν είχε τη δυνατότητα. Το ίδιο συμβαίνει στη Βρετανία του Φάρατζ αλλά και του Κόρμπιν, όπως συνέβαινε χθες στην Ελλάδα της αριστερής παλίρροιας, αλλά και της Χρυσής Αυγής. Όλα είναι ανοιχτά, όλα θα παιχτούν ξανά κι όλα είναι δυνατά, αρκεί η Αριστερά που είναι ακόμη ζωντανή να δώσει πειστικές προγραμματικές απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα που ήδη θέτει η κρίση του παλιού κόσμου, συνδέοντας τον πρωταρχικό στόχο της κοινωνικής ανατροπής με την απαίτηση για ανάκτηση της εθνικής, λαϊκής κυριαρχίας, απέναντι στη γερασμένη Αυτοκρατορία του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
aristeri-diexodos.blogspot.gr