Γριούλες με τσεμπέρι γνέθουν άκοπα μαλλί στην ανέμη, καλοσυνάτοι άνδρες με ροζιασμένες χούφτες πίνουν το καφεδάκι τους με αργές, ανεπιτήδευτες κινήσεις, ροδομάγουλη ζωηρή «μαρίδα» πιλαλά ανέμελα σ’ ανθισμένους αγρούς.
Σκηνές της εν Ελλάδι επαρχιακής ζωής; Μάλλον όχι.
Κι αν ενυπάρχουν τα άνωθι, ως εικόνες, κάπου τυχαίως διάσπαρτα εις άπασα την επικράτειαν, το βέβαιον είναι ότι αποτελούν ισχνή μειοψηφία, συγκρινόμενη με το όλον τής εκτός των μεγαλοαστικών κέντρων καθημερινής πραγματικότητας. Όχι, δεν θα γίνει λόγος για το εάν ή σε τι βαθμό η ελλαδική επαρχία διακατέχεται από οιασδήποτε μορφής συντηρητικές λογικές, διότι το τί είναι συντηρητικό ή προοδευτικό (σχετιζόμενο βεβαίως πάντοτε με το εκάστοτε προσωπείο της εξουσίας) και σε τί αναλογία ο συνδυασμός τους λειτουργεί ή όχι απελευθερωτικά, αποτελεί αντικείμενο πολύ ευρύτερης συζήτησης.
Ούτε θα αναφερθώ σε όσα τραγικά συνέβησαν στον αναφερθέντα γεωγραφικό χώρο (από τον εμφύλιο και δώθε) και πως σύσσωμος ο εξουσιαστικός συρφετός, αριστερόφρων και δεξιόφρων, έπαιξε άγρια πολιτικά παίγνια στις πλάτες των κατοικούντων εν αυτόν. Χιλιοειπωμένα και μιαρά.
Ερέθισμα, αν μου επιτρέπετε, για τούτο το άρθρο υπήρξε όλη αυτή η περιρρέουσα παραφιλολογία, ακατάσχετος ή μη, περί της εκτός του μείζονος άστεως ειδυλλιακής (;) επαρχιακής ζωής. Κατανοώ φυσικά την ανθρώπινη ανάγκη να συνθέτει ουτοπίες φυγής, ουτοπίες δηλαδή που εννοιολογικά μεταφέρουν ακέραιο το ου(μη)-τόπος, δίχως ρεαλιστικά στηρίγματα για τον μετασχηματισμό του σε κάτι πραγματικό κι απτό.
Από την στιγμή, λοιπόν, όπου η κυριαρχία επιβάλλει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αρχικά την τηλεόραση κι έπειτα από μερικές δεκαετίες το διαδίκτυο, η ελευθερία των ανθρώπων στο σκέπτεσθαι, προϊόντος του χρόνου, εκφυλίστηκε σε κάτι πολύ εύθραυστο, είτε επρόκειτο για εξουσιαζόμενους στην Αθήνα είτε στη Λυκογιάνη Ημαθίας. Εάν κι εφόσον το οθόνιο ερέθισμα καθορίζει, σε μεγάλο βαθμό, τη σκέψη κι αναντίρρητα εκμαυλίζει όλο το φάσμα του συναισθηματικού πλέγματος (ενίοτε ακόμη και την έκφραση της σεξουαλικότητας) και κρατά τον άνθρωπο ώρες κι ώρες μέσα στο τσιμεντένιο κλουβί, τότε, δυστυχώς, όλο και λιγότερη σημασία έχει το τι συμβαίνει έξωθεν της θύρας, αν έχεις δηλαδή για θέα το κατάφυτο Βέρμιο ή τη λεωφόρο Αλεξάνδρας.
Έτσι κι αλλιώς, πόσοι απολαμβάνουν πλέον με τους οφθαλμούς τους την ομορφιά (αν υπάρχει) γύρω τους και πόσοι παραμένουν κολλημένοι σε μια φορητή οθόνη; Θα μπορούσε, βεβαίως, να ισχυριστεί κάποιος ότι άλλο να δουλεύεις σε ένα παλιογραφείο στο κέντρο της Αθήνας, εκτεθειμένος σε ρύπανση κι άγχος κάθε είδους κι άλλο να σκάβεις τη γη, να ακούς το καθάριο(;) νερό να τρέχει στα αυλάκια και η μόνη «φασαρία» γύρω σου να συμβαίνει από αηδόνια και λιβελούλες. Δεν είναι βέβαια κι ακριβώς έτσι τα πράγματα, αλλά ακόμη και στο βαθμό που συμβαίνουν, δεν αφορούν το σύνολο της ημέρας, αλλά ένα κομμάτι της.
Επιπροσθέτως είναι τοις πάσι πλέον γνωστό ότι οι θάνατοι από καρκίνο ή καρδιοπάθειες, όπως και το σύνολο των ασθενειών, που σχετίζονται έμμεσα ή άμεσα με την πολιτισμική «πρόοδο», απαντώνται (αν όχι σε μεγαλύτερο) τουλάχιστον σε ίδιο βαθμό, τόσο στην επαρχία, όσο και στα μεγάλα αστικά κέντρα. Σίγουρα δεν έχει ρύπους καυσαερίων στο χωριουδάκι, έχετε ωστόσο κατά νου τι ραντίζουν περιχαρείς στα χωράφια τους οι περισσότεροι εκ των αγροτών; Ως εκ τούτου, αν τη γλιτώσει κανένα αηδόνι ή λιβελούλα, φέροντα απαραιτήτως αντιασφυξιογόνο προσωπίδα, μην το πείτε ούτε του παπά. Από την άλλη βέβαια, τόσοι και τόσοι άνθρωποι, οι περισσότεροι νεαρής ηλικίας, είτε γηγενείς είτε μέτοικοι, ασχολούνται με φυσικές καλλιέργειες – ήτοι άνευ χρήσεως φυτοδηλητηρίων πρώτης τάξεως.
Παρ’ όλα αυτά, αν δίπλα σε μια φάρμα με «βιομηχανικά» ροδάκινα, επί παραδείγματι, όπου τα κβάντα ραντισμάτων δίνουν και παίρνουν ετησίως, καλλιεργεί κάποιος οπωροκηπευτικά, με τις πλέον φυσικές μεθόδους, η πρώτη καλλιέργεια προφανώς και θα επηρεάζει σοβαρά την δεύτερη. Οπότε, πόσο «βιολογικά» θα είναι τα εν λόγω ζαρζαβάτια; Ούτε ψήλος στον κόρφο μας.
Ας επιστρέψουμε, όμως, τώρα σε ό,τι αφορά τα εργαλεία εκείνα της εξουσίας, που, εν πολλοίς, ελέγχουν το πνεύμα και καθορίζουν συμπεριφορές και κοινωνικά πρότυπα.
Ένα παιδάκι, για παράδειγμα, που περνά άπειρο χρόνο εμπρός σε οθόνες, μικρές ή μεγάλες, είναι λογικό, ως αποτέλεσμα, να αντιλαμβάνεται με παρόμοιο τρόπο, τόσο τον κόσμο γύρω του, όσο και την θέση του μέσα σε αυτόν. Και τούτο ουδόλως εστί κάποιο νεότευκτο σόφισμα του πόντικα. Ένα μεγάλο μέρος της λειτουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου, σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με την ανάλυση, επεξεργασία κι αποθήκευση εικόνων. Όταν, πλέον, το μεγαλύτερο κομμάτι αυτών των εικόνων, είτε στατικών είτε κινούμενων, προέρχεται από μία πλήρως τεχνητή «πραγματικότητα», τότε είναι ηλίου φαεινότερον πως, αργά η γρήγορα, αυτό που θα αντιλαμβάνεται ως «κόσμο» γύρω του ο ανθρώπινος δέκτης, θα είναι κάτι όλο και πιο κατασκευασμένο, όλο και πιο αφύσικο.
Υπάρχει μήπως κάποια απόδειξη ή, έστω, ένδειξη, πως τα παιδιά πρωτίστως, αλλά και οι ενήλικες που διαβιούν στην ελλαδική επαρχία, βλέπουν λιγότερη τηλεόραση ή χρησιμοποιούν λιγότερες ώρες το διαδίκτυο, από όσους ζουν στο Κλεινόν Άστυ; Η απάντηση, επί του παρόντος τουλάχιστον, είναι αρνητική· τηλεοράσεις, βιντεοπαιχνιδομηχανές, pc, lap-top, tablet, i-phone και λοιπά σκατολοΐδια, απαντώνται εις άπασα την επικράτειαν, ασυζητητί. Πόσο διαφορετικοί, λοιπόν, μπορούν να είναι πλέον οι (περισσότεροι) κάτοικοι ενός χωριού, από τους αντίστοιχους κατοίκους των αστικών κέντρων, όταν η εξουσία τους επηρεάζει ή, τόσο το χειρότερο, μπορεί να τους ελέγχει και να τους καθορίζει με τα ίδια τεχνολογικά μέσα;
Η καθημερινότητα των ανθρώπων είναι στις μέρες μας τόσο προβλεπόμενη, που θα ήτο φαιδρό να θεωρήσουμε την ύπαρξη επίγειων «Ηλύσιων Πεδίων», όπου (ακόμη) δεν έχει κυριαρχήσει το μπετόν και η βαβούρα. Πρωινή έγερση, δουλειά ή σχολείο, διαδίκτυο – βιντεοπαιχνιδομηχανές, στοιχηματζίδικα, γήπεδο, τηλεόραση, σουπερμάρκετ, κατανάλωση δηλητηρίων και σκουπιδιών που βαπτίζονται «τρόφιμα», πανομοιότυποι τρόποι διασκέδασης, νυκτερινή κατάκλιση. Και οι μέρες διαδέχονται απαράλλακτες η μία την άλλη. Που χρόνος για σκέψη, για κουβέντα εκ του σύνεγγυς, για ουσιαστική ανθρώπινη επαφή. Από την άλλη, για να διασπάσεις αυτό τον φαύλο κύκλο ή, έστω, να προσπαθήσεις επ’ αυτού, απαιτείται έντονη και συνεχής προσπάθεια, σε καθημερινή βάση, ασχέτως αν το σπίτι σου είναι ένα διαμέρισμα σε κάποιο αρχιτεκτονικό έκτρωμα στου Γκύζη ή μια ευάερη-ευήλια μονοκατοικία με κήπο, σκαρφαλωμένη σε όμορφες ραχούλες
Προφανώς και το εν λόγω άρθρο δεν φιλοδοξεί να αποτρέψει τον οποιονδήποτε, από το να μετοικήσει, εφόσον το επιθυμεί, σε κάποια επαρχιακή πόλη ή χωριό. Είναι σημαντικό, ωστόσο, να αντιλαμβανόμαστε τα συμβαίνοντα, μέσα από μια ρεαλιστική ματιά. Ειδάλλως, το συνηθέστερο ενδεχόμενο είναι η αέναη επανάληψη του μοτίβου επιθυμία-ματαίωση-ρήξη-απογοήτευση. Εν ολίγοις, τόσο στην επαρχία, όσο και σε Αθήνα/Θεσσαλονίκη, οι πιθανότητες να έχεις γείτονες που ασχολούνται νυχθημερόν με το αν πρέπει να ποντάρουν «over δαγκωτό» το Μπάγερν-Τσέλσι στο στοίχημα ή με το αν ο συγχωρεμένος Παντελής Παντελίδης είναι ή όχι κατά πολύ ανώτερος αοιδός του Μάκη Δημάκη, παρά με ο,τιδήποτε άλλο, είναι περίπου ίδιες. Ψέμματα;
Άνθρωποι ειλικρινείς, δημιουργικοί, φιλαλήθεις, με ευαισθησίες υπάρχουν παντού. Και πάντοτε αποτελούσαν ισχνότατες μειοψηφίες μέσα στο κοινωνικό σύνολο, μιας και κάθε φορά που αύξαναν την επιρροή τους στους υπολοίπους, η ίδια η ουσία του κράτους κλυδωνιζόταν επικίνδυνα. Ομοίως, η βλακεία, η συναίνεση στις εξουσιαστικές πρακτικές, η έλλειψη ορίων, η παθητικότητα, ιδιαιτέρως στις μέρες μας, για τους λόγους που αναφέρθηκαν, απαντώνται ποικιλοτρόπως σε πόλεις και χωριά, λεωφόρους και λαγκάδια.
Πόντιξ ο Σισύφειος | Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 159, Απρίλιος 2016
Σκηνές της εν Ελλάδι επαρχιακής ζωής; Μάλλον όχι.
Κι αν ενυπάρχουν τα άνωθι, ως εικόνες, κάπου τυχαίως διάσπαρτα εις άπασα την επικράτειαν, το βέβαιον είναι ότι αποτελούν ισχνή μειοψηφία, συγκρινόμενη με το όλον τής εκτός των μεγαλοαστικών κέντρων καθημερινής πραγματικότητας. Όχι, δεν θα γίνει λόγος για το εάν ή σε τι βαθμό η ελλαδική επαρχία διακατέχεται από οιασδήποτε μορφής συντηρητικές λογικές, διότι το τί είναι συντηρητικό ή προοδευτικό (σχετιζόμενο βεβαίως πάντοτε με το εκάστοτε προσωπείο της εξουσίας) και σε τί αναλογία ο συνδυασμός τους λειτουργεί ή όχι απελευθερωτικά, αποτελεί αντικείμενο πολύ ευρύτερης συζήτησης.
Ούτε θα αναφερθώ σε όσα τραγικά συνέβησαν στον αναφερθέντα γεωγραφικό χώρο (από τον εμφύλιο και δώθε) και πως σύσσωμος ο εξουσιαστικός συρφετός, αριστερόφρων και δεξιόφρων, έπαιξε άγρια πολιτικά παίγνια στις πλάτες των κατοικούντων εν αυτόν. Χιλιοειπωμένα και μιαρά.
Ερέθισμα, αν μου επιτρέπετε, για τούτο το άρθρο υπήρξε όλη αυτή η περιρρέουσα παραφιλολογία, ακατάσχετος ή μη, περί της εκτός του μείζονος άστεως ειδυλλιακής (;) επαρχιακής ζωής. Κατανοώ φυσικά την ανθρώπινη ανάγκη να συνθέτει ουτοπίες φυγής, ουτοπίες δηλαδή που εννοιολογικά μεταφέρουν ακέραιο το ου(μη)-τόπος, δίχως ρεαλιστικά στηρίγματα για τον μετασχηματισμό του σε κάτι πραγματικό κι απτό.
Από την στιγμή, λοιπόν, όπου η κυριαρχία επιβάλλει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αρχικά την τηλεόραση κι έπειτα από μερικές δεκαετίες το διαδίκτυο, η ελευθερία των ανθρώπων στο σκέπτεσθαι, προϊόντος του χρόνου, εκφυλίστηκε σε κάτι πολύ εύθραυστο, είτε επρόκειτο για εξουσιαζόμενους στην Αθήνα είτε στη Λυκογιάνη Ημαθίας. Εάν κι εφόσον το οθόνιο ερέθισμα καθορίζει, σε μεγάλο βαθμό, τη σκέψη κι αναντίρρητα εκμαυλίζει όλο το φάσμα του συναισθηματικού πλέγματος (ενίοτε ακόμη και την έκφραση της σεξουαλικότητας) και κρατά τον άνθρωπο ώρες κι ώρες μέσα στο τσιμεντένιο κλουβί, τότε, δυστυχώς, όλο και λιγότερη σημασία έχει το τι συμβαίνει έξωθεν της θύρας, αν έχεις δηλαδή για θέα το κατάφυτο Βέρμιο ή τη λεωφόρο Αλεξάνδρας.
Έτσι κι αλλιώς, πόσοι απολαμβάνουν πλέον με τους οφθαλμούς τους την ομορφιά (αν υπάρχει) γύρω τους και πόσοι παραμένουν κολλημένοι σε μια φορητή οθόνη; Θα μπορούσε, βεβαίως, να ισχυριστεί κάποιος ότι άλλο να δουλεύεις σε ένα παλιογραφείο στο κέντρο της Αθήνας, εκτεθειμένος σε ρύπανση κι άγχος κάθε είδους κι άλλο να σκάβεις τη γη, να ακούς το καθάριο(;) νερό να τρέχει στα αυλάκια και η μόνη «φασαρία» γύρω σου να συμβαίνει από αηδόνια και λιβελούλες. Δεν είναι βέβαια κι ακριβώς έτσι τα πράγματα, αλλά ακόμη και στο βαθμό που συμβαίνουν, δεν αφορούν το σύνολο της ημέρας, αλλά ένα κομμάτι της.
Επιπροσθέτως είναι τοις πάσι πλέον γνωστό ότι οι θάνατοι από καρκίνο ή καρδιοπάθειες, όπως και το σύνολο των ασθενειών, που σχετίζονται έμμεσα ή άμεσα με την πολιτισμική «πρόοδο», απαντώνται (αν όχι σε μεγαλύτερο) τουλάχιστον σε ίδιο βαθμό, τόσο στην επαρχία, όσο και στα μεγάλα αστικά κέντρα. Σίγουρα δεν έχει ρύπους καυσαερίων στο χωριουδάκι, έχετε ωστόσο κατά νου τι ραντίζουν περιχαρείς στα χωράφια τους οι περισσότεροι εκ των αγροτών; Ως εκ τούτου, αν τη γλιτώσει κανένα αηδόνι ή λιβελούλα, φέροντα απαραιτήτως αντιασφυξιογόνο προσωπίδα, μην το πείτε ούτε του παπά. Από την άλλη βέβαια, τόσοι και τόσοι άνθρωποι, οι περισσότεροι νεαρής ηλικίας, είτε γηγενείς είτε μέτοικοι, ασχολούνται με φυσικές καλλιέργειες – ήτοι άνευ χρήσεως φυτοδηλητηρίων πρώτης τάξεως.
Παρ’ όλα αυτά, αν δίπλα σε μια φάρμα με «βιομηχανικά» ροδάκινα, επί παραδείγματι, όπου τα κβάντα ραντισμάτων δίνουν και παίρνουν ετησίως, καλλιεργεί κάποιος οπωροκηπευτικά, με τις πλέον φυσικές μεθόδους, η πρώτη καλλιέργεια προφανώς και θα επηρεάζει σοβαρά την δεύτερη. Οπότε, πόσο «βιολογικά» θα είναι τα εν λόγω ζαρζαβάτια; Ούτε ψήλος στον κόρφο μας.
Ας επιστρέψουμε, όμως, τώρα σε ό,τι αφορά τα εργαλεία εκείνα της εξουσίας, που, εν πολλοίς, ελέγχουν το πνεύμα και καθορίζουν συμπεριφορές και κοινωνικά πρότυπα.
Ένα παιδάκι, για παράδειγμα, που περνά άπειρο χρόνο εμπρός σε οθόνες, μικρές ή μεγάλες, είναι λογικό, ως αποτέλεσμα, να αντιλαμβάνεται με παρόμοιο τρόπο, τόσο τον κόσμο γύρω του, όσο και την θέση του μέσα σε αυτόν. Και τούτο ουδόλως εστί κάποιο νεότευκτο σόφισμα του πόντικα. Ένα μεγάλο μέρος της λειτουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου, σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με την ανάλυση, επεξεργασία κι αποθήκευση εικόνων. Όταν, πλέον, το μεγαλύτερο κομμάτι αυτών των εικόνων, είτε στατικών είτε κινούμενων, προέρχεται από μία πλήρως τεχνητή «πραγματικότητα», τότε είναι ηλίου φαεινότερον πως, αργά η γρήγορα, αυτό που θα αντιλαμβάνεται ως «κόσμο» γύρω του ο ανθρώπινος δέκτης, θα είναι κάτι όλο και πιο κατασκευασμένο, όλο και πιο αφύσικο.
Υπάρχει μήπως κάποια απόδειξη ή, έστω, ένδειξη, πως τα παιδιά πρωτίστως, αλλά και οι ενήλικες που διαβιούν στην ελλαδική επαρχία, βλέπουν λιγότερη τηλεόραση ή χρησιμοποιούν λιγότερες ώρες το διαδίκτυο, από όσους ζουν στο Κλεινόν Άστυ; Η απάντηση, επί του παρόντος τουλάχιστον, είναι αρνητική· τηλεοράσεις, βιντεοπαιχνιδομηχανές, pc, lap-top, tablet, i-phone και λοιπά σκατολοΐδια, απαντώνται εις άπασα την επικράτειαν, ασυζητητί. Πόσο διαφορετικοί, λοιπόν, μπορούν να είναι πλέον οι (περισσότεροι) κάτοικοι ενός χωριού, από τους αντίστοιχους κατοίκους των αστικών κέντρων, όταν η εξουσία τους επηρεάζει ή, τόσο το χειρότερο, μπορεί να τους ελέγχει και να τους καθορίζει με τα ίδια τεχνολογικά μέσα;
Η καθημερινότητα των ανθρώπων είναι στις μέρες μας τόσο προβλεπόμενη, που θα ήτο φαιδρό να θεωρήσουμε την ύπαρξη επίγειων «Ηλύσιων Πεδίων», όπου (ακόμη) δεν έχει κυριαρχήσει το μπετόν και η βαβούρα. Πρωινή έγερση, δουλειά ή σχολείο, διαδίκτυο – βιντεοπαιχνιδομηχανές, στοιχηματζίδικα, γήπεδο, τηλεόραση, σουπερμάρκετ, κατανάλωση δηλητηρίων και σκουπιδιών που βαπτίζονται «τρόφιμα», πανομοιότυποι τρόποι διασκέδασης, νυκτερινή κατάκλιση. Και οι μέρες διαδέχονται απαράλλακτες η μία την άλλη. Που χρόνος για σκέψη, για κουβέντα εκ του σύνεγγυς, για ουσιαστική ανθρώπινη επαφή. Από την άλλη, για να διασπάσεις αυτό τον φαύλο κύκλο ή, έστω, να προσπαθήσεις επ’ αυτού, απαιτείται έντονη και συνεχής προσπάθεια, σε καθημερινή βάση, ασχέτως αν το σπίτι σου είναι ένα διαμέρισμα σε κάποιο αρχιτεκτονικό έκτρωμα στου Γκύζη ή μια ευάερη-ευήλια μονοκατοικία με κήπο, σκαρφαλωμένη σε όμορφες ραχούλες
Προφανώς και το εν λόγω άρθρο δεν φιλοδοξεί να αποτρέψει τον οποιονδήποτε, από το να μετοικήσει, εφόσον το επιθυμεί, σε κάποια επαρχιακή πόλη ή χωριό. Είναι σημαντικό, ωστόσο, να αντιλαμβανόμαστε τα συμβαίνοντα, μέσα από μια ρεαλιστική ματιά. Ειδάλλως, το συνηθέστερο ενδεχόμενο είναι η αέναη επανάληψη του μοτίβου επιθυμία-ματαίωση-ρήξη-απογοήτευση. Εν ολίγοις, τόσο στην επαρχία, όσο και σε Αθήνα/Θεσσαλονίκη, οι πιθανότητες να έχεις γείτονες που ασχολούνται νυχθημερόν με το αν πρέπει να ποντάρουν «over δαγκωτό» το Μπάγερν-Τσέλσι στο στοίχημα ή με το αν ο συγχωρεμένος Παντελής Παντελίδης είναι ή όχι κατά πολύ ανώτερος αοιδός του Μάκη Δημάκη, παρά με ο,τιδήποτε άλλο, είναι περίπου ίδιες. Ψέμματα;
Άνθρωποι ειλικρινείς, δημιουργικοί, φιλαλήθεις, με ευαισθησίες υπάρχουν παντού. Και πάντοτε αποτελούσαν ισχνότατες μειοψηφίες μέσα στο κοινωνικό σύνολο, μιας και κάθε φορά που αύξαναν την επιρροή τους στους υπολοίπους, η ίδια η ουσία του κράτους κλυδωνιζόταν επικίνδυνα. Ομοίως, η βλακεία, η συναίνεση στις εξουσιαστικές πρακτικές, η έλλειψη ορίων, η παθητικότητα, ιδιαιτέρως στις μέρες μας, για τους λόγους που αναφέρθηκαν, απαντώνται ποικιλοτρόπως σε πόλεις και χωριά, λεωφόρους και λαγκάδια.
Πόντιξ ο Σισύφειος | Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 159, Απρίλιος 2016